ΈΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ

στην υπόθεση C-269/90 ( *1 )

Ι — Κανονιστικό πλαίσιο

1.

Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τη χορήγηση δασμολογικής ατέλειας για την εισαγωγή στην Κοινότητα επιστημονικής συσκευής, κατά το άρθρο 3 του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1798/75 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουλίου 1975, περί της ατελούς, ως προς τους δασμούς του Κοινού Δασμολογίου, εισαγωγής αντικειμένων εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή μορφωτικού χαρακτήρα ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/002, σ. 87 ), όπως τροποποιήθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 1980, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1027/79 του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 1979 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 223), και με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2784/79 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 1979, περί καθορισμού των διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 1798/75 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 8 ).

2.

Σκοπός των κανονισμών αυτών είναι να διασφαλίσουν, εκ μέρους της Κοινότητας, την εφαρμογή της Συμφωνίας της Φλωρεντίας, που καταρτίστηκε υπό την αιγίδα της Unesco και συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο του Ναϊρόμπι, το οποίο από πλευράς ΕΟΚ επικυρώθηκε με την απόφαση 79/505/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 1979 (ABl. L 134, σ. 13).

3.

Στην πρώτη αιτιολογική σκέψη του προαναφερθέντος κανονισμού 1798/75 τονίζεται ότι για να διευκολυνθεί η ελεύθερη ανταλλαγή των ιδεών, καθώς και η άσκηση μορφωτικών δραστηριοτήτων και η επιστημονική έρευνα εντός της Κοινότητας, πρέπει, κατά το δυνατόν, να εισάγονται ατελώς, ως προς τους δασμούς του Κοινού Δασμολογίου τα αντικείμενα εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή μορφωτικού χαρακτήρα.

4.

Η ατέλεια χορηγείται υπό την προϋπόθεση που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β, του κανονισμού 1798/75, ότι δηλαδή όργανα ή συσκευές ισοδύναμης επιστημονικής αξίας δεν κατασκευάζονται επί του παρόντος στην Κοινότητα.

5.

Για να χορηγηθεί η ατέλεια, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1798/75, το ίδρυμα ή ο οργανισμός που είναι αποδέκτης της συσκευής πρέπει, κατά το άρθρο 6 του προαναφερθέντος κανονισμού 2784/79, να υποβάλει στην αρμόδια αρχή αίτηση που να αναφέρει την ακριβή εμπορική περιγραφή του οργάνου ή της συσκευής και τη χρήση για την οποία προορίζεται, καθώς και το όνομα ή την εμπορική ονομασία και τη διεύθυνση της ή των κοινοτικών επιχειρήσεων προς τις οποίες έγιναν διαβήματα με τα οποία εζητείτο η προμήθεια οργάνου ή συσκευής επιστημονικής αξίας ισοδύναμης προς εκείνη για την οποία ζητείται η ατέλεια, το αποτέλεσμα των εν λόγω διαβημάτων και, ενδεχομένως, οι λόγοι για τους οποίους όργανο ή συσκευή που είναι διαθέσιμα στην Κοινότητα δεν είναι κατάλληλα για την πραγματοποίηση των σχεδιαζόμενων επιστημονικών εργασιών.

6.

Κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 2784/79, η αρμόδια εθνική αρχή αποφασίζει αμέσως επί της αιτήσεως, σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες τα ενημερωτικά στοιχεία που διαθέτει, αφού ενδεχομένως συμβουλευθεί τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς κύκλους, της παρέχουν τη δυνατότητα να εκτιμήσει εάν υφίστανται ή όχι όργανα ή συσκευές ισοδύναμης επιστημονικής αξίας που να κατασκευάζονται επί του παρόντος στην Κοινότητα. Σε εναντία περίπτωση η αίτηση χορηγήσεως ατέλειας διαβιβάζεται στην Επιτροπή, η οποία διαβουλεύεται με τα κράτη μέλη και, σε περίπτωση αρνητικής γνώμης, ζητεί από ομάδα εμπειρογνωμόνων να εξετάσουν την περίπτωση. Αν από την εξέταση της ομάδας εμπειρογνωμόνων προκύψει ότι κατασκευάζονται στην Κοινότητα ισοδύναμες συσκευές, η Επιτροπή εκδίδει απόφαση στην οποία αναφέρεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις παροχής ατέλειας για την εξεταζόμενη συσκευή. Σε αντίθετη περίπτωση, εκδίδει απόφαση στην οποία αναφέρεται ότι συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις. Η απόφαση της Επιτροπής κοινοποιείται σε όλα τα κράτη μέλη εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων.

II — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία της κύριας δίκης

1.

Το προσφεύγον της κύριας δίκης έθεσε σε ελεύθερη κυκλοφορία, μεταξύ της 1ης Ιουνίου 1979 και της 23ης Μαρτίου 1981, ένα ηλεκτρονικό μικροσκόπιο ανιχνεύσεως τύπου JSM-35 C, κατασκευασθέν από την εταιρία Japan Elektron Optics Laboratory Ltd του Τόκυο, καθώς και τα εξαρτήματα του. Η συσκευή προοριζόταν για ερευνητικές εργασίες στους τομείς της χημείας, βιολογίας και γεωγραφικών επιστημών του Technische Universität München. 'Επρεπε να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο της μελέτης ηλεκτροχημικών διαδικασιών, γεωλογικών προβλημάτων, ορυκτολογίας και χημείας τροφίμων, καθώς και της διερευνήσεως των συνθετικών υλών, των φωτοχημικών γαλακτωμάτων και των βιολογικών συστημάτων.

2.

Το καθού της κύριας δίκης χορήγησε καταρχάς δασμολογική ατέλεια για τη συσκευή και τα εξαρτήματα της. Με αποφάσεις της 14ης και 15ης Απριλίου 1982 καθώς και της 22ας Ιουνίου 1982, το Hauptzollamt München-Mitte ζήτησε στη συνέχεια, τελωνειακούς δασμούς ύψους 31110,20 γερμανικών μάρκων ( DM ), πλέον φόρον κύκλου εργασιών κατά την εισαγωγή ύψους 3746,50 DM. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω αποφάσεων, το Hauptzollamt αναφέρεται κατ' ουσίαν στην απόφαση 82/86/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1981 ( ΕΕ L 41, σ. 53 ), που αφορά παρόμοια συσκευή.

3.

Στο πλαίσιο της διοικητικής ενστάσεως, το Hauptzollamt ζήτησε επέμβαση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 2874/79 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 1979. Στις 5 Ιουλίου 1983 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 83/348/ΕΟΚ (ΕΕ L 188, σ. 22), κατά την οποία η εισαγωγή του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί ατελώς ως προς τους δασμούς του Κοινού Δασμολογίου, διότι συσκευές ισοδύναμης επιστημονικής αξίας, κατάλληλες να χρησιμοποιηθούν για τους ίδιους σκοπούς, κατασκευάζονταν εντός της Κοινότητας, ειδικότερα η συσκευή PSEM 500 Χ που κατασκευάζεται από την εταιρία Philips Nederland BV. Επομένως, οι ενστάσεις του προσφεύγοντος απορρίφθηκαν.

4.

Το Technische Universität άσκησε τότε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht München. Ισχυρίστηκε, κατ' ουσίαν, ότι τα προβλήματα τα οποία έθεταν οι ερευνητικές εργασίες του εργαστηρίου της χημείας των δομών μπορούσαν να λυθούν μόνο με τη χρήση της ιαπωνικής συσκευής. Η συσκευή Philips δεν ήταν κατάλληλη λόγω του ότι η δυνατότητα αναλύσεως της και το βάθος του πεδίου της είναι ασθενέστερα, καθώς και του ότι η απόσταση εργασίας που διαθέτει είναι πολύ πιο περιορισμένη. Οι δηλώσεις αυτές επιβεβαιώθηκαν από εμπειρογνώμονα που όρισε το Finanzgericht.

5.

Με την απόφαση του της 28ης Οκτωβρίου 1987, το Finanzgericht έκρινε ότι η ιαπωνική συσκευή είχε επιστημονικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α, του προαναφερθέντος κανονισμού 1798/75 του Συμβουλίου. Την εποχή που το προσφεύγον είχε παραγγείλει την εν λόγω συσκευή, δεν υπήρχε καμιά συσκευή ισοδύναμης επιστημονικής αξίας που να κατασκευάζεται στην Κοινότητα, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β, αυτού του κανονισμού. Η συσκευή Philips που αναφέρεται στην απόφαση 83/348 της Επιτροπής δεν μπορούσε να προσφέρει, για τους επιστημονικούς σκοπούς του προσφεύγοντος, τις ίδιες υπηρεσίες με την εισαγομένη συσκευή, κυρίως λόγω της μικρής δυνατότητας αναλύσεως. Συναφώς, το Finanzgericht στηρίχθηκε στην πραγματογνωμοσύνη που συνέταξε το εργαστήριο ηλεκτρονικής μικροσκοπίας του τεχνικού ινστιτούτου της Rhénanie-Westphalie της Aix-la-Chapelle στις 19 Μαΐου 1987.

6.

Κατά το Finanzgericht, η απόφαση 83/348 της Επιτροπής δεν μπορούσε να εμποδίσει τη δασμολογική ατέλεια για το εισαγόμενο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, εφόσον η απόφαση αυτή ήταν ανίσχυρη, δεδομένης της πρόδηλης πλάνης της Επιτροπής κατά την εκτίμηση των ουσιαστικών προϋποθέσεων που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1798/75.

7.

Το Hauptzollamt άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Finanzgericht ενώπιον του Bundesfinanzhof. Κατά την άποψη του τελευταίου, στην παρούσα υπόθεση ανακύπτει ζήτημα ισχύος της αποφάσεως 83/348 της Επιτροπής.

8.

Το Bundesfinanzhof τονίζει ότι κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β, του κανονισμού 1798/75, οι αρμόδιες εθνικές τελωνειακές αρχές μπορούν να χορηγούν δασμολογική ατέλεια κατά την εισαγωγή επιστημονικής συσκευής μόνο στο μέτρο που, κατά την παραγγελία, καμιά συσκευή ισοδύναμης επιστημονικής αξίας δεν κατασκευάζεται στην Κοινότητα. Εάν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, οι τελωνειακές αρχές δεν μπορούν να λάβουν καμιά απόφαση συναφώς, οφείλουν να προσφύγουν στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2784/79. Εάν, όπως στην παρούσα περίπτωση, η Επιτροπή εκδώσει αρνητική απόφαση κατ' εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 6, αυτού του κανονισμού, οι εθνικές τελωνειακές αρχές δεσμεύονται από την εν λόγω απόφαση, δηλαδή απαγορεύεται να χορηγήσουν δασμολογική ατέλεια για τη συσκευή αυτή.

9.

Το Bundesfinanzhof, στην περίπτωση που το Δικαστήριο θα έκρινε ότι η απόφαση 83/348 της Επιτροπής δεν είναι ανίσχυρη διότι δεν πάσχει από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ούτε εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας, ζητεί από το Δικαστήριο να αναθεωρήσει τη νομολογία που έχει ακολουθήσει μέχρι τώρα σ' αυτόν τον τομέα.

10.

Το Bundesfinanzhof εξηγεί ότι μέχρι τώρα, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο έκρινε ότι διέθετε περιορισμένη μόνο εξουσία ελέγχου στο πλαίσιο αυτής της εξετάσεως. Κατά τη νομολογία αυτή, δεν μπορούσε, δοθέντος του τεχνικού χαρακτήρα της εξετάσεως που αποσκοπεί στη διαπίστωση της υπάρξεως ή μη ισοδυναμίας μεταξύ των διαφόρων συσκευών, να αμφισβητήσει το περιεχόμενο μιας αποφάσεως της Επιτροπής, παρά μόνο σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης περί την εκτίμηση ή καταχρήσεως εξουσίας ( βλ. τελευταίως την απόφαση του Δικαστηρίου, της 15ης Μαρτίου 1989, 303/87, Universität Stuttgart, Συλλογή 1989, σ. 705). Το Bundesfinanzhof εκφράζει αμφιβολίες ως προς το αν η άποψη αυτή μπορεί να γίνει δεκτή.

11.

Κατά το Bundesfinanzhof, η απόφαση των αρμοδίων εθνικών τελωνειακών αρχών περί χορηγήσεως της δασμολογικής ατέλειας κατά την έννοια του κανονισμού 1798/75 συνιστά απόφαση για την οποία δεν υπάρχει καμιά διακριτική ευχέρεια. Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του μνημονευθέντος κανόνα, οι τελωνειακές αρχές πρέπει να χορηγήσουν ατέλεια για τις συσκευές. Καίτοι το άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτού του κανονισμού αναφέρεται σε ορισμένες αόριστες νομικές έννοιες, οι τελωνειακές αρχές δεν έχουν κανένα περιθώριο εκτιμήσεως που θα διέφευγε του δικαστικού ελέγχου.

12.

Το Bundesfinanzhof εκτιμά ότι η διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών καθώς και η εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1798/75 στα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν σε κάθε περίπτωση από τις τελωνειακές αρχές υπόκεινται επίσης σε δικαστικό έλεγχο. Το γεγονός ότι η εξέταση που διενεργήθηκε από τις τελωνειακές αρχές παρουσιάζει ιδιαιτέρως τεχνικό χαρακτήρα δεν αλλάζει σε τίποτα την κατάσταση αυτή. Οι αποφάσεις, π.χ., περί κατατάξεως ενός εμπορεύματος στη Συνδυασμένη Ονοματολογία είναι συχνά επίσης παρεμφερούς τεχνικής φύσεως χωρίς να μπορεί να υποστηριχθεί η άποψη ότι τα δικαστήρια δεν μπορούν να ελέγχουν τις αντίστοιχες διοικητικές αποφάσεις παρά μόνο σε σχέση με την πρόδηλη πλάνη.

13.

Το Bundesfinanzhof διευκρινίζει ότι απόφαση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 6, του κανονισμού 2784/79 πρέπει να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο όπως ακριβώς μια απόφαση των εθνικών τελωνειακών αρχών. Μια απόφαση της Επιτροπής είναι νομικώς εσφαλμένη και πρέπει να κηρυχθεί ανίσχυρη όταν ο έλεγχος αυτός αποκαλύψει ότι στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1798/75 ή ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών ή κατά την εφαρμογή των εννοιών που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη στα διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά. Ακόμη κι αν η πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή δεν ήταν πρόδηλη, η απόφαση πρέπει να θεωρηθεί παράνομη και ανίσχυρη.

14.

Κατά την άποψη του Bundesfinanzhof, το νομότυπο ή όχι της αποφάσεως της Επιτροπής κατ' αυτήν την έννοια υπόκειται στον απεριόριστο έλεγχο του Δικαστηρίου. Περιορισμένος έλεγχος, κατά την έννοια της μέχρι τώρα νομολογίας του Δικαστηρίου, σημαίνει ότι μια απόφαση της Επιτροπής νομικώς εσφαλμένη, που βλάπτει τους επιχειρηματίες της αγοράς, διατηρείται για μόνο τον λόγο ότι η πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή δεν ήταν πρόδηλη. Το Bundesfinanzhof υπογραμμίζει ότι όσο δυσκολότερα είναι τα τεχνικά προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν, τόσο λιγότερο μπορεί να αμφισβητηθεί η αντίστοιχη απόφαση της Επιτροπής. Μπορεί επομένως να ανακύψει το ερώτημα μήπως μια τέτοια μείωση της νομικής προστασίας των ιδιωτών συμβιβάζεται με τη θεμελιώδη αρχή της ουσιαστικής νομικής προστασίας που κατοχυρώνει το κοινοτικό δίκαιο.

15.

Κατά συνέπεια, το Bundesfinanzhof ζητεί από το Δικαστήριο να κρίνει αν η απόφαση 83/348 της Επιτροπής, της 5ης Ιουλίου 1983, είναι έγκυρη.

16.

Η Διάταξη περί παραπομπής της 17ης Ιουλίου 1990 πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Σεπτεμβρίου 1990.

17.

Κατά το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν το Technische Universität München, εκπροσωπούμενο από τον Wachinger και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον νομικό της σύμβουλο Sack.

18.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Ωστόσο, το Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή να καταθέσει την αίτηση εκτελωνισμού και τα έγγραφα που υπέβαλε το προσφεύγον της κύριας δίκης καθώς και τα πρακτικά των συνεδριάσεων της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων που αφορούν την παρούσα υπόθεση. Το Δικαστήριο έθεσε επίσης ορισμένες ερωτήσεις ως προς τις λεπτομέρειες λειτουργίας αυτής της επιτροπής, στις οποίες δόθηκαν απαντήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

III — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

1.

Το προσφεύγον της κύριας δίκης φρονεί ότι η συσκευή Philips, λόγω των τεχνικών χαρακτηριστικών της, δεν είναι κατάλληλη για τις ερευνητικές εργασίες του εργαστηρίου της χημείας των δομών και ότι τα ειδικά προβλήματα που τίθενται στην προκειμένη περίπτωση μπορούν να επιλυθούν κατά τρόπο ικανοποιητικό μόνο με την ιαπωνική συσκευή. Κατά συνέπεια, η απόφαση 83/348 της Επιτροπής είναι ανίσχυρη στο μέτρο που στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

2.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, από τη νομολογία του Δικαστηρίου περί χορηγήσεως δασμολογικής ατέλειας για τις συσκευές και τα επιστημονικά όργανα δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν προστάτευσε αποτελεσματικά τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων, εφόσον σε πολλές περιπτώσεις οι αποφάσεις της Επιτροπής ακυρώθηκαν από το Δικαστήριο.

Η Επιτροπή φρονεί ότι η φύση και η πολυπλοκότητα μιας υποθέσεως μπορούν να υποχρεώσουν το δικαστήριο να περιορίσει τις λειτουργίες ελέγχου σε καταστάσεις τις οποίες θεωρεί ουσιώδεις και τις οποίες νομίζει ότι μπορεί να ελέγξει καλύτερα εντός εύλογης προθεσμίας. Αυτοί οι εκούσιοι περιορισμοί της δικαστικής δραστηριότητας, εν χρήσει σε όλα τα δικαιικά συστήματα των κρατών μελών, ισχύουν ουσιαστικά σε τεχνικές καταστάσεις ή σε ιδιαιτέρως πολύπλοκες περιπτώσεις.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, στις υποθέσεις που άπτονται τεχνικών ζητημάτων, η βούληση να διενεργηθεί εξαντλητική έρευνα του συνόλου των σημαντικών πραγματικών περιστατικών ενός φακέλου μπορεί να απαιτήσει τέτοιες δαπάνες χρόνου και χρήματος ώστε να συνεπάγεται επίψογη καθυστέρηση στη λήψη της αποφάσεως. Παρατηρεί ότι εναπόκειται στο Δικαστήριο να προσδιορίσει με δική του ευθύνη το κριτήριο που θεωρεί καλύτερα προσαρμοσμένο στην εκτίμηση τέτοιων υποθέσεων. Προσθέτει ότι, πριν προσφύγουν στο Δικαστήριο, τα εθνικά δικαστήρια είναι ελεύθερα να εφαρμόσουν όλα τα μέτρα που θεωρούν αναγκαία για να εκθέσουν τα πραγματικά περιστατικά στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον τους. Η Επιτροπή αποκλείει το ότι το Δικαστήριο μπορεί να αγνοήσει, στην έρευνα μιας τέτοιας υποθέσεως, τα αποτελέσματα αυτής της εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών.

Όσον αφορά την ισχύ της αποφάσεως 83/348, η Επιτροπή εξηγεί ότι το πρόβλημα της ισοδυναμίας εκτιμάται διά συγκρίσεως μεταξύ των χαρακτηριστικών και των ιδιαιτέρων γνωρισμάτων της εισαγομένης συσκευής και εκείνων της αντίστοιχης συσκευής που κατασκευάζεται στην Κοινότητα, για να προσδιοριστεί εάν η τελευταία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους ίδιους επιστημονικούς σκοπούς και αν μπορεί να παράσχει συγκρίσιμες με τις αναμενόμενες από την εισαγόμενη συσκευή υπηρεσίες. Συναφώς, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στις ιδιότητες στις οποίες στηρίζεται ο εισαγωγέας για να ισχυριστεί έλλειψη ισοδυναμίας.

Έχοντας πράγματι προβεί σε έρευνα της ισοδυναμίας βάσει των κριτηρίων αυτών, η Επιτροπή φρονεί ότι οι συσκευές περί των οποίων πρόκειται είναι ισοδύναμες.

Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος κατά το οποίο τα ερευνητικά προγράμματα, λόγω του ειδικού τους χαρακτήρα, μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μόνο με την ιαπωνική συσκευή που ήταν η μόνη η οποία διέθετε ορισμένα αναγκαία τεχνικά στοιχεία, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι το ιαπωνικό μικροσκόπιο έχει μεγαλύτερη δυνατότητα αναλύσεως (περισσότερο από 100 ångströms ), που επιτρέπει εργασία σε μεγαλύτερη απόσταση ( 39 mm αντί 9 mm ), ότι είναι εφοδιασμένο με κρυογεννητική εγκατάσταση και με κρυογεννητικά εξαρτήματα για τη διενέργεια πειραμάτων σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία ( -150o ), ήταν γνωστό κατ' ουσία στην Επιτροπή και στους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών. Κατά τις διασκέψεις των εμπειρογνωμόνων, τα σημεία αυτά συζητήθηκαν αναλυτικά βάσει εγγράφων της ολλανδικής τελωνειακής διοικήσεως και της εταιρίας Philips.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι από τα έγγραφα της ολλανδικής αντιπροσωπείας προκύπτει ότι η Philips ήταν σε θέση να προμηθεύσει ηλεκτρονικό μικροσκόπιο του επιθυμητού τύπου,, με φασματοσκόπιο ακτίνων Χ και κρυογεννη-τική εγκατάσταση. Τα έγγραφα αυτά περιέχουν σύγκριση των ιδιοτήτων της ιαπωνικής συσκευής που επισήμανε το προσφεύγον και της συσκευής Philips ( δυνατότητα αναλύσεως, θερμοκρασία εργασίας, κρυογεννητικά εξαρτήματα ). Η τελευταία διαθέτει ανάλογη δυνατότητα αναλύσεως ( εκφραζόμενη σε ångströms ) και καθιστά δυνατή την εργασία σε ψυχρούς θαλάμους της ίδιας θερμοκρασίας (-170o ή -180o ). Η συσκευή Philips δεν χρειάζεται άλλωστε κρυογεννητικό εξάρτημα, διότι έχει μεγαλύτερη ικανότητα κενού από την ιαπωνική συσκευή, παρόλο που η απόσταση εργασίας μπορεί να είναι μικρότερη με τη συσκευή Philips απ' ό,τι με την ιαπωνική συσκευή.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η πραγματογνωμοσύνη που ζήτησε το Finanzgericht München δεν παρουσιάζει συναφώς κανένα νέο στοιχείο. Περιέχει μια απλή παρουσίαση σε μιάμισυ σελίδα του τεχνικού εξοπλισμού που είναι αναγκαίος για τα ερευνητικά προγράμματα και κάποιες κοινοτοπίες ως προς τη διαδικασία που ακολουθείται συνήθως για τα αποκτήματα. Το μοναδικό κριτήριο συγκρίσεως που καθοδήγησε τον εμπειρογνώμονα στις ακόλουθες σελίδες είναι η αναπαραγωγή, που βρίσκεται σε φάκελο, των δοκιμών που έγιναν με τα δύο όργανα. Επειδή οι εικόνες που επιτεύχθηκαν με την ιαπωνική συσκευή παρουσιάζουν μεγαλύτερη καθαρότητα από τις εικόνες της συσκευής Philips, ο εμπειρογνώμονας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει επιστημονική ισοδυναμία και ότι η ιαπωνική συσκευή είναι μεγαλύτερης αξίας. Η εξήγηση που δόθηκε συναφώς δεν καλύπτει συνολικά περισσότερο από μια παράγραφο της πραγματογνωμοσύνης.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το ζήτημα της συγκρίσεως των ιδιοτήτων των συσκευών βάσει των φωτογραφιών είχε ήδη τεθεί στη γνωμοδότηση των ολλανδικών αρχών περί δασμολογικής ατέλειας. Είχε τότε παρατηρηθεί ότι μια τέτοια σύγκριση συνεπαγόταν πολυάριθμες επιφυλάξεις και ότι κάθε αναπαραγωγή έπρεπε να είναι τουλάχιστον σύμφωνη με ορισμένες προδιαγραφές. Όμως, από την πραγματογνωμοσύνη προκύπτει σαφώς ότι ο ίδιος ο εμπειρογνώμονας δεν έλεγξε καθόλου εάν υπήρχαν ομοιόμορφες προδιαγραφές ούτε αν είχαν τηρηθεί.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η αξία της πραγματογνωμοσύνης που καταρτίστηκε στο πλαίσιο της εθνικής διαδικασίας φαίνεται μικρή, δεδομένου ότι στηρίζεται αποκλειστικά στις αναπαραγωγές και ότι δεν επαληθεύθηκε προηγουμένως αν αυτές έγιναν υπό συνθήκες που εγγυώνται την ουδετερότητα. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή δεν αρκεί, σε καμιά περίπτωση, για να αποδείξει το ανίσχυρο της αποφάσεως της Επιτροπής.

Κατά την Επιτροπή, η γνώμη της εταιρίας Philips για την πραγματογνωμοσύνη στην παρούσα υπόθεση, στην οποία γνώμη αναφέρεται το προσφεύγον, εξηγεί λεπτομερώς γιατί η συσκευή Philips πρέπει να θεωρηθεί ισοδύναμη. Η γνώμη αυτή μνημονεύει κυρίως τη δυνατότητα αναλύσεως των 40 ångströms, τον ανιχνευτή ηλεκτρονίων με αναδιάχυση, το κάθετο φασματοσκόπιο ακτίνων Χ και το κρυογεννητικό σύστημα που είναι εφοδιασμένο με σήστρο αέρα. Η εταιρία Philips επικαλείται τις επιφυλάξεις που προκαλεί αυτή και μόνη η χρησιμοποίηση των φωτογραφικών αναπαραγωγών για τη σύγκριση των συσκευών. Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να γίνει, ενδεχομένως, μια τέτοια σύγκριση των συσκευών εκτίθενται επίσης. Στην παρούσα περίπτωση, ο εμπειρογνώμονας δεν σεβάσθηκε αυτές τις προϋποθέσεις. Η πραγματογνωμοσύνη περιλαμβάνει, άλλωστε, κάποιες προφανείς ανακρίβειες όσον αφορά τη δυνατότητα αναλύσεως της συσκευής Philips. Η χρησιμοποίηση αυτής της πραγματογνωμοσύνης προς λήψη αποφάσεως επί της υποθέσεως δικαιολογεί τις μεγαλύτερες επιφυλάξεις.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το Δικαστήριο, στο μέτρο που δέχεται τη γνώμη των τεχνικών εμπειρογνωμόνων, μπορεί να επικρίνει την απόφαση της Επιτροπής μόνο σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης, πραγματικής ή νομικής, ή καταχρήσεως εξουσίας. Όλες οι τεχνικές ενδείξεις του προσφεύγοντος και τα έγγραφα της Philips που προσκομίστηκαν και εξετάστηκαν από την τελωνειακή διοίκηση των Κάτω Χωρών μελετήθηκαν λεπτομερώς, κατόπιν διαβουλεύσεων με τεχνικούς εμπειρογνώμονες όλων των κρατών μελών, χωρίς να παραλειφθεί κανένα ουσιαστικό στοιχείο, πραγματικό ή νομικό. Η πραγματογνωμοσύνη που ζήτησε το Finanzgericht δεν υπήρχε ακόμη την εποχή εκείνη. Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι αναφέρεται μονομερώς σε ανεπαρκές κριτήριο, δεν είναι ικανή να επηρεάσει την απόφαση της Επιτροπής. Ειδικά, η Επιτροπή στήριξε την απόφαση της όχι σε οικονομικές θεωρήσεις, αλλά αποκλειστικά στα αντικειμενικά τεχνικά χαρακτηριστικά των δύο συσκευών.

Εάν το Δικαστήριο θέλει να αλλάξει τη νομολογία του, η Επιτροπή φρονεί ότι θα πρέπει να επιφορτίσει μια ουδέτερη αρχή να καταρτίσει νέα τεχνική πραγματογνωμοσύνη. Πράγματι, η υπόθεση δεν μπορεί να κλείσει λαμβανομένης υπόψη της παρούσας καταστάσεως του φακέλου. Η Επιτροπή προσθέτει ότι η νομολογία είναι δικαιολογημένη από το ότι η σύνταξη δαπανηρών πραγματογνωμοσυνών δεν έχει σχέση με το ύψος των τελωνειακών δασμών της εισαγομένης συσκευής.

ΙV — Απαντήσεις στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου

1.

Η Επιτροπή διαβίβασε στο Δικαστήριο τα έγγραφα εργασίας γενικού χαρακτήρα καθώς και τις οδηγίες και τις εκθέσεις που προσδιορίζουν τις λεπτομέρειες διεξαγωγής των συνεδριάσεων της επιτροπής εμπειρογνωμόνων όσον αφορά τις αιτήσεις δασμολογικής ατέλειας για τις επιστημονικές συσκευές.

Από τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία προκύπτει ότι οι εργασίες της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων στηρίζονται « στον εσωτερικό κανονισμό » αυτής της επιτροπής της 17ης Σεπτεμβρίου 1975, καθώς και στα έγγραφα που συνέταξε η Επιτροπή υπό μορφή επεξηγήσεων, στοιχείων ερμηνείας και άλλων ενδείξεων για την εφαρμογή των κανονισμών 1798/75 και 3195/75.

Προκειμένου περί του « εσωτερικού κανονισμού », διευκρινίζει τις διαδικασίες κατά τις οποίες οι εκπρόσωποι των κρατών μελών, από τους οποίους σύγκειται η επιτροπή, λαμβάνουν τις αποφάσεις τους.

Το άρθρο 6 του προαναφερθέντος κανονισμού ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος μπορεί να εκπροσωπηθεί από πέντε υπαλλήλους το ανώτερο και ότι ο εκπρόσωπος κράτους μέλους μπορεί, ενδεχομένως, να εκπροσωπήσει ένα μόνο άλλο κράτος μέλος. Το άρθρο 6 αυτού του κανονισμού ορίζει επίσης ότι ο αριθμός των μελών που απαιτείται για την εγκυρότητα των αποφάσεων της επιτροπής είναι ο αναγκαίος για την έκδοση γνώμης.

Σύμφωνα με το άρθρο 10 του ίδιου κανονισμού, οι εργασίες της επιτροπής έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα.

Ως προς τη διεξαγωγή αυτών των εργασιών, η Επιτροπή τονίζει ότι απόφαση δεν λαμβάνεται συνήθως σε μια συνεδρίαση, αλλά ότι η σχετική αίτηση αποτελεί πάντοτε το αντικείμενο εξετάσεως δύο τουλάχιστον συνεδριάσεων ώστε να υπάρχει χρόνος που επιτρέπει τη διενέργεια ερευνών. Εν πάση περιπτώσει, επιδιώκεται η ευρύτερη δυνατή συμφωνία των τεχνικών εμπειρογνωμόνων.

Όσον αφορά την υπό κρίση περίπτωση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι χρειάστηκε μια μόνο συνεδρίαση για τον χειρισμό της υποθέσεως, εφόσον επρόκειτο για την επικύρωση προηγουμένης αποφάσεως.

2.

Απαντώντας στην ερώτηση αν ελήφθησαν γενικές αποφάσεις επί του τρόπου κατά τον οποίο η επιτροπή εμπειρογνωμόνων πρέπει να προσδιορίσει την ισοδυναμία επιστημονικής συσκευής, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι σχετικές με τη διαπίστωση της ισοδυναμίας προϋποθέσεις προβλέπονται ευθέως στο άρθρο 3, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1798/75. Η Επιτροπή προσέθεσε στο σημείο αυτό ορισμένες συμπληρωματικές επεξηγήσεις.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι δεν υπάρχει συγκριτικό τεστ των συσκευών κατά την εξέταση της ισοδυναμίας. Κατά την άποψη της, η αξιολόγηση της ποιότητας των συσκευών ισοδυναμεί με καταχρηστική χρησιμοποίηση της διαδικασίας. Μπορεί κανείς να βασιστεί μόνο στις « οδηγίες χρήσεως », δηλαδή στην αποτελεσματικότητα των συσκευών όπως περιγράφεται από τον κατασκευαστή τους.

3.

Ως προς το αν, σε περίπτωση αμφιβολίας, η ισοδυναμία εισαχθείσας επιστημονικής συσκευής αναγνωρίστηκε ή όχι, η Επιτροπή δηλώνει ότι εάν, παρά τις εντατικές έρευνες που έγιναν, δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν οι αμφιβολίες, η ισοδυναμία δεν αναγνωρίζεται και η δασμολογική ατέλεια χορηγείται.

4.

Όσον αφορά τα προσόντα που απαιτούνται για τον διορισμό μέλους της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν υπάρχει συναφώς καμιά ρητή διάταξη. Η επιλογή γίνεται βάσει της εκτιμήσεως των κρατών μελών. Η Επιτροπή παρατηρεί ωστόσο ότι οι πιο μεγάλες τεχνικές ικανότητες σε συγκεκριμένο τομέα δεν εξουσιοδοτούν εκείνον που τις έχει να εκδώσει απόφαση σε άλλο τομέα. Κατά συνέπεια, ο καθοριστικός παράγοντας δεν είναι το μέλος της επιτροπής, αλλά η ερευνητική εργασία που πραγματοποιεί με τη βοήθεια των επιστημονικών υπηρεσιών που βρίσκονται στη διάθεση της κυβερνήσεως της. Πράγματι, τα κράτη μέλη στέλνουν κυρίως υπαλλήλους των υπουργείων Επιστημονικών Υποθέσεων, Βιομηχανίας, Εμπορίου ή Οικονομικών στην επιτροπή. Η Επιτροπή βεβαιώνει ότι δεν παραλείπει ποτέ να ζητεί συμβουλή από το ερευνητικό κέντρο της Ispra.

5.

Όσον αφορά το ζήτημα σε ποιο βαθμό το πρόσωπο που ζητεί τη δασμολογική ατέλεια έχει τη δυνατότητα να υποστηρίξει την άποψη του στο πλαίσιο της ενώπιον της επιτροπής εμπειρογνωμόνων διαδικασίας, η Επιτροπή παραπέμπει στη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος δεν έχει το δικαίωμα να ακουστεί από την επιτροπή των εμπειρογνωμόνων.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η διαδικασία έχει ακριβώς καθιερωθεί ως τοιαύτη μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών. Εντούτοις, δεδομένου ότι το κράτος μέλος που προσέφυγε στην Επιτροπή υιοθετεί επιχειρήματα του ενδιαφερομένου — στην αντίθετη περίπτωση δεν θα υπέβαλε την υπόθεση στην κρίση της Επιτροπής — και ότι ο ενδιαφερόμενος βρίσκεται σε επαφή με αυτό το κράτος μέλος, όλα τα σημαντικά επιχειρήματα μπορούν να ενσωματωθούν στη διαδικασία. Υπάρχουν συχνές αναβολές των εργασιών της επιτροπής για να επιτρέψουν στο κράτος μέλος να ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο για την κατάσταση μετά τις διασκέψεις της επιτροπής εμπειρογνωμόνων. Άλλωστε, κατά την άποψη της Επιτροπής, το συνταγματικό δικαίωμα ακροάσεως υπάρχει αποκλειστικά ενώπιον των δικαστηρίων, αλλ' όχι στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας.

6.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι αγνοεί αν το Technische Universität München είχε τη δυνατότητα να εκφράσει την άποψη του ως προς τις ενδείξεις που περιέχονται στο έγγραφο που επισυνάφθηκε στις παρατηρήσεις της Επιτροπής και φέρει τον τίτλο « Αίτηση ατελούς, ως προς τους δασμούς του Κοινού Δασμολογίου, εισαγωγής του JSM-35 C ηλεκτρονικού μικροσκοπίου στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας — Φάκελος 283-3618 ».

Σημειώνει εντούτοις ότι το έγγραφο αυτό περιέχει απάντηση στα επιχειρήματα του ενδιαφερομένου και ότι αυτός γνώριζε ήδη ποια συσκευή αποτελούσε το αντικείμενο εξετάσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως της ισοδυναμίας. Η Επιτροπή προσθέτει ότι η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν έχει θεσπιστεί ως κατ' αντιμωλία διαδικασία.

Μ. Diez de Velasco

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 21ης Νοεμβρίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-269/90,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesfinanzhof προς το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Hauptzollamt München-Mitte

και

Technische Universität München,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος της αποφάσεως 83/348/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 5ης Ιουλίου 1983, με την οποία διαπιστώθηκε ότι η εισαγωγή της συσκευής με την ονομασία « Jeol-Scanning Electron Microscope, model JSM-35 C » δεν δύναται να πραγματοποιηθεί ατελώς ως προς τους δασμούς του Κοινού Δασμολογίου (EEL 188, σ. 22),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, Sir Gordon Slynn, R. Joliét, F. Α. Schockweiler και F. Grévisse, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, Κ. Ν. Κακούρη, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias, M. Diez de Velasco και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

το Technische Universität München, εκπροσωπούμενο από τον Wachinger, Leitender Regierungsdirektor,

η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J. Sack, νομικό σύμβουλο,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουνίου 1991,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουλίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 17ης Ιουλίου 1990, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Σεπτεμβρίου 1990, το Bundesfinanzhof υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς το κύρος της αποφάσεως 83/348 της Επιτροπής, της 5ης Ιουλίου 1983, με την οποία διαπιστώθηκε ότι η εισαγωγή της συσκευής με την ονομασία « Jeol-Scanning Electron Microscope, model JSM-35 C », δεν δύναται να πραγματοποιηθεί ατελώς ως προς τους δασμούς του Κοινού Δασμολογίου ( ΕΕ L 188, σ.22).

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Technische Universität München και του Hauptzollamt München-Mitte.

3

Η διαφορά αφορά τη χορήγηση δασμολογικής ατέλειας για την εισαγωγή στην Κοινότητα επιστημονικής συσκευής, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β, του κανονισμού ( EOK ) 1798/75 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουλίου 1975, περί της ατελούς εισαγωγής αντικειμένων εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή μορφωτικού χαρακτήρα ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/002, σ. 87 ), όπως τροποποιήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 1980 με τον κανονισμό 1027/79 του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 1979 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 223 ).

4

Το Technische Universität έθεσε σε ελεύθερη κυκλοφορία, μεταξύ της 1ης Ιουνίου 1979 και της 23ης Μαρτίου 1981, ηλεκτρονικό μικροσκόπιο ανιχνεύσεως, τύπου'JSM-35 C, κατασκευασθέν από την ιαπωνική εταιρία Elektron Optics Laboratory Ltd του Tokyo. Η συσκευή προοριζόταν για ερευνητικές εργασίες στους τομείς της χημείας, της βιολογίας και των γεωγραφικών επιστημών. Θα εχρησιμοποιείτο στο πλαίσιο της μελέτης ηλεκτροχημικών διαδικασιών, γεωλογικών προβλημάτων, ορυκτολογίας και χημείας τροφίμων καθώς και στις έρευνες των συνθετικών υλών, των φωτοχημικών γαλακτωμάτων και των βιολογικών συστημάτων.

5

Το Hauptzollamt χορήγησε καταρχάς δασμολογική ατέλεια για τη συσκευή. Ωστόσο, με αποφάσεις της 14ης και 15ης Απριλίου και της 22ας Ιουνίου 1982, ζήτησε στη συνέχεια τελωνειακούς δασμούς ύψους 31 110 γερμανικών μάρκων (DM), πλέον φόρο κύκλου εργασιών κατά την εισαγωγή, ύψους 3 746 DM.

6

Κατόπιν της διοικητικής ενστάσεως που υπέβαλε το Technische Universität, το Hauptzollamt ζήτησε την επέμβαση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2784/79 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 1979, που θεσπίζει τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1789/75 (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 8 ).

7

Στις 5 Ιουλίου 1983, η Επιτροπή εξέδωσε την προαναφερθείσα απόφαση 83/348, κατά την οποία, το επίμαχο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο δεν μπορούσε να εισαχθεί ατελώς ως προς τους δασμούς του Κοινού Δασμολογίου, διότι συσκευές ισοδύναμης επιστημονικής αξίας, κατάλληλες να χρησιμοποιηθούν για τους ίδιους σκοπούς, κατασκευάζονταν στην Κοινότητα, ειδικότερα δε η συσκευή PSEM 500 Χ που κατασκευάζεται από την εταιρία Philips Nederland BV.

8

Μετά την απόφαση αυτή της Επιτροπής, το Hauptzollamt απέρριψε την αίτηση δασμολογικής ατέλειας. Το Technische Universität άσκησε τότε ένδικη προσφυγή.

9

Το Bundesfinanzhof που επελήφθη της διαφοράς σε τελευταίο βαθμό εκτιμά ότι στην παρούσα υπόθεση τίθεται ζήτημα κύρους της προαναφερθείσας αποφάσεως 83/348 της Επιτροπής. Κατά την άποψη του, μέχρι τώρα, το Δικαστήριο έκρινε πάντοτε ότι διέ-θέτε περιορισμένη εξουσία ελέγχου στο πλαίσιο των διαφορών των σχετικών με τα ζητήματα που αφορούν την εισαγωγή επιστημονικών συσκευών με δασμολογική ατέλεια. Κατά τη νομολογία αυτή, το Δικαστήριο δεν μπορεί, ενόψει του τεχνικού χαρακτήρα των ζητημάτων που ανακύπτουν εν προκειμένω, να κηρύξει ανίσχυρη απόφαση της Επιτροπής, παρά μόνο στις περιπτώσεις πρόδηλης πλάνης περί την εκτίμηση ή καταχρήσεως εξουσίας. Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το αν η νομολογία αυτή μπορεί να εφαρμοσθεί και εν προκειμένω.

10

Το Bundesfinanzhof φρονεί ότι η διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών καθώς και η εφαρμογή των νομικών κριτηρίων που διέπουν τη χορήγηση της δασμολογικής ατέλειας δεν μπορούν να διαφύγουν του δικαστικού ελέγχου. Το γεγονός ότι η συγκριτική εξέταση που αφορά την ισοδυναμία επιστημονικών συσκευών και η οποία διενεργήθηκε από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές παρουσιάζει σαφώς τεχνικό χαρακτήρα ουδόλως μεταβάλλει αυτή την απαίτηση περί νομικής προστασίας.

11

Το Bundesfinanzhof ζητεί επομένως από το Δικαστήριο να κρίνει αν η προαναφερθείσα απόφαση 83/348 της Επιτροπής, της 5ης Ιουλίου 1983, είναι ισχυρή.

12

Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά και το κανονιστικό πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

13

Πρέπει να επισημανθεί ότι, προκειμένου περί διοικητικής διαδικασίας που αφορά περίπλοκες τεχνικές αξιολογήσεις, η Επιτροπή πρέπει να διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως για να είναι σε θέση να εκπληρώνει τα καθήκοντα της.

14

Όμως, στις περιπτώσεις που τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν τέτοια εξουσία εκτιμήσεως, ο σεβασμός των εγγυήσεων που απονέμει η κοινοτική έννομη τάξη στις διοικητικές διαδικασίες έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Μεταξύ των εγγυήσεων περιλαμβάνονται, κυρίως, η υποχρέωση για το αρμόδιο όργανο να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της οικείας υποθέσεως, το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να γνωστοποιήσει την άποψη του καθώς και το δικαίωμα να δει την απόφαση επαρκώς αιτιολογημένη. Μόνο κατ' αυτό τον τρόπο μπορεί το Δικαστήριο να επαληθεύσει αν συνέτρεχαν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως.

15

Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν η επίμαχη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν τηρήσεως των αρχών που προαναφέρθηκαν.

16

Ως προς το πρώτο σημείο, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο προαναφερθείς κανονισμός 1798/75 έθεσε σε εφαρμογή στην Κοινότητα τη συμφωνία της Φλωρεντίας της 22ας Νοεμβρίου 1950 (βλ. ΕΕ ειδ. έκδ. 02/002, σ. 87), κατά την οποία τα συμβαλλόμενα κράτη δεσμεύονται να μην επιβάλλουν τελωνειακούς δασμούς ή άλλες επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή επιστημονικών συσκευών που προορίζονται για τη διδασκαλία ή την έρευνα, υπό την επιφύλαξη ότι συσκευές ισοδύναμης επιστημονικής αξίας δεν κατασκευάζονται στη χώρα εισαγωγής.

17

Κατά την πρώτη αιτιολογική σκέψη του προαναφερθέντος κανονισμού, πρέπει, κατά το δυνατόν, να εισάγονται ατελώς ως προς τους δασμούς του Κοινού Δασμολογίου τα αντικείμενα εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή μορφωτικού χαρακτήρα για να διευκολύνεται τόσο η ελεύθερη ανταλλαγή των ιδεών όσο και η άσκηση μορφωτικών δραστηριοτήτων και η επιστημονική έρευνα εντός της Κοινότητας.

18

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, για τα επιστημονικά όργανα και συσκευές που εισάγονται αποκλειστικά για μη εμπορικούς σκοπούς χορηγείται ατέλεια ως προς τους δασμούς του Κοινού Δασμολογίου όταν όργανα ή συσκευές ισοδύναμης επιστημονικής αξίας δεν κατασκευάζονται επί του παρόντος στην Κοινότητα.

19

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να μη χορηγηθεί δασμολογική ατέλεια για επιστημονική συσκευή που εισάγεται στην Κοινότητα για τον λόγο ότι υπάρχει κοινοτική συσκευή ισοδύναμης επιστημονικής αξίας, παρά μόνο αν από την έρευνα των επιφορτισμένων με την εφαρμογή του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1798/75 αρχών βεβαιώθηκε κάτι τέτοιο.

20

Στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει ο προαναφερόμενος κανονισμός 2784/79, η Επιτροπή διαβουλεύεται με τα κράτη μέλη και, ενδεχομένως, με ομάδα εμπειρογνωμόνων. Αν από την εξέταση στην οποία προβαίνει αυτή η ομάδα προκύπτει ότι ισοδύναμη συσκευή κατασκευάζεται στην Κοινότητα, η Επιτροπή εκδίδει απόφαση με την οποία διαπιστώνεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να εισαχθεί ατελώς ως προς τους δασμούς του Κοινού Δασμολογίου η οικεία συσκευή.

21

Η Επιτροπή δέχθηκε ότι ακολούθησε πάντοτε τις γνώμες της ομάδας εμπειρογνωμόνων, δεδομένου ότι δεν διαθέτει άλλες πηγές πληροφορήσεως για τις οικείες συσκευές.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, η ομάδα εμπειρογνωμόνων μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή της μόνον αν αποτελείται από πρόσωπα που κατέχουν τις απαιτούμενες τεχνικές γνώσεις στους διαφόρους τομείς χρήσεως των επίμαχων επιστημονικών συσκευών ή αν τα μέλη αυτής της ομάδας συμβουλεύουν εμπειρογνώμονες που έχουν αυτές τις γνώσεις. Όμως, ούτε τα πρακτικά της συνεδριάσεως της ομάδας των εμπειρογνωμόνων ούτε η ενώπιον του Δικαστηρίου συζήτηση έδειξαν ότι τα μέλη αυτής της ομάδας είχαν τα ίδια τις αναγκαίες γνώσεις στους τομείς της χημείας, της βιολογίας και των γεωγραφικών επιστημών ή ότι στράφηκαν σε εμπειρογνώμονες για γνωμοδότηση στα θέματα αυτά για να μπορέσουν να εκφέρουν κρίση επί των τεχνικών προβλημάτων που ανέκυψαν κατά την εξέταση της ισοδυναμίας των επίμαχων επιστημονικών συσκευών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση να εξετάσει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υπό κρίση περιπτώσεως.

23

Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι ο προαναφερόμενος κανονισμός 2784/79 δεν προβλέπει τη δυνατότητα για τον ενδιαφερόμενο, εισαγωγέα επιστημονικής συσκευής, να δώσει εξηγήσεις ενώπιον της ομάδας εμπειρογνωμόνων ούτε να εκφράσει την άποψη του ως προς τα πληροφοριακά στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεση της ομάδας ούτε να λάβει θέση επί της γνώμης που εξέδωσε η τελευταία.

24

Εντούτοις, το εισάγον ίδρυμα γνωρίζει καλύτερα τα τεχνικά χαρακτηριστικά που πρέπει να πληροί η επιστημονική συσκευή, λαμβανομένων υπόψη των εργασιών για τις οποίες προορίζεται. Η σύγκριση μεταξύ της εισαγομένης συσκευής και των οργάνων κοινοτικής προελεύσεως πρέπει, κατά συνέπεια, να γίνεται βάσει των ενδείξεων που δίνει ο ενδιαφερόμενος ως προς τα σκοπούμενα ερευνητικά προγράμματα και ως προς τη χρήση για την οποία προορίζεται η συσκευή.

25

Όμως, το δικαίωμα ακροάσεως σε μια τέτοια διοικητική διαδικασία απαιτεί να είναι σε θέση ο ενδιαφερόμενος, και δη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που εξελίσσεται ενώπιον της Επιτροπής, να λάβει θέση και να κάνει γνωστή λυσιτελώς την άποψη του ως προς την κρισιμότητα των πραγματικών περιστατικών καθώς και, ενδεχομένως, ως προς τα έγγραφα που έγιναν δεκτά από το κοινοτικό ίδρυμα. Ο όρος αυτός δεν τηρήθηκε κατά την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως.

26

Τρίτον και τελευταίον, όσον αφορά την αιτιολογία που επιβάλλει το άρθρο 190 της Συνθήκης, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ( βλ. κυρίως απόφαση της 26ης Ιουνίου 1986, 205/85, Nicolet Instrument, Συλλογή 1986, σ. 2049) προκύπτει ότι από την αιτιολογία αυτή πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη αμφιλεγόμενο ο συλλογισμός της κοινοτικής αρχής, η οποία εξέδωσε την προσβαλλομένη πράξη, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στο μεν ενδιαφερόμενο να γνωρίζει τη δικαιολογητική βάση του ληφθέντος μέτρου για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα του στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχο του.

27

Στην παρούσα περίπτωση, διαπιστώνεται ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν παραθέτει επαρκώς τους επιστημονικούς λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν το συμπέρασμα ότι η συσκευή που κατασκευάζεται στην Κοινότητα είναι ισοδύναμη με την εισαγομένη συσκευή. Πράγματι, η επίδικη απόφαση περιορίζεται στην επανάληψη της διατυπώσεως^χιας από τις προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής, και συγκεκριμένα της αποφάσεως 82/86/ΕΟΚ της 23ης Δεκεμβρίου 1981 (ΕΕ 1982, L 41, σ. 33). Ο ενδιαφερόμενος αδυνατεί κατά συνέπεια να επαληθεύσει αν η απόφαση πάσχει από πλάνη εκτιμήσεως. Ως εκ τούτου, η απόφαση δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις που θέτει το άρθρο 190 της Συνθήκης.

28

Από το σύνολο των σκέψεων που προηγήθηκαν προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν διοικητικής διαδικασίας στην οποία παραβιάστηκαν η υποχρέωση που υπέχει το αρμόδιο όργανο να εξετάσει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της παρούσας περιπτώσεως, το δικαίωμα ακροάσεως καθώς και η υποχρέωση επαρκούς αιτιολογήσεως της ληφθείσας αποφάσεως.

29

Επομένως, στο εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί ως απάντηση ότι η απόφαση 83/348 της Επιτροπής, της 5ης Ιουλίου 1983, με την οποία διαπιστώθηκε ότι η εισαγωγή της συσκευής με την ονομασία « Jeol-Scanning Electron Microscope, model JSM-35 C », δεν δύναται να πραγματοποιηθεί ατελώς ως προς τους δασμούς του Κοινού Δασμολογίου, είναι ανίσχυρη.

Επί των δικαστικών εξόδων

30

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Bundesfinanzhof, με Διάταξη της 17ης Ιουλίου 1990, αποφαίνεται:

 

Η απόφαση 83/348 της Επιτροπής, της 5ης Ιουλίου 1983, με την οποία διαπιστώθηκε ότι η εισαγωγή της συσκευής με την ονομασία « Jeol-Scanning Electron Microscope, model JSM-35 C », δεν δύναται να πραγματοποιηθεί ατελώς ως προς τους δασμούς του Κοινού Δασμολογίου, είναι ανίσχυρη.

 

Due

Slynn

Joliét

Schockweiler

Grévisse

Mancini

Κακούρης

Moitinho de Almeida

Rodriguez Iglesias

Diez de Velasco

Zuleeg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Νοεμβρίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.