ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ
στην υπόθεση C-189/89 ( *1 )
Ι — Πραγματικά περιστατικά
1. Η εφαρμοστέα κοινοτική κανονιστική ρύθμιση
α) |
Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1078/77 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί θεσπίσεως συστήματος πριμοδοτήσεων για τη μη εμπορία γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων και για τη μετατροπή αγελών βοοειδών (ABI. L 131, σ. 1), εισήγαγε, μεταξύ άλλων, ένα σύστημα πριμοδοτήσεων για τη μη εμπορία, οι οποίες έπρεπε να χορηγούνται, κατόπιν αιτήσεων, σε κάθε παραγωγό γάλακτος που ανελάμβανε την υποχρέωση να μην προβαίνει σε παραδόσεις γάλακτος ή γαλακτοκομικών προϊόντων προερχομένων από την εκμετάλλευση του, εξ επαχθούς ή εκ χαριστικής αιτίας, για περίοδο πέντε ετών ( άρθρα 1 και 2). |
β) |
Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 856/84 του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 1984 για την τροποποίηση του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( ΕΕ L 90, σ. 10 ) θέσπισε συμπληρωματική εισφορά επιβαλλόμενη στις παραδιδόμενες ποσότητες γάλακτος που υπερβαίνουν μια ποσότητα αναφοράς που πρόκειται να καθοριστεί. Το σύστημα αυτό τίθεται σε εφαρμογή σε κάθε περιοχή του εδάφους των κρατών μελών σύμφωνα με μία από τις ακόλουθες εναλλακτικές λύσεις (άρθρο 1 ):
|
γ) |
Οι γενικοί κανόνες περί εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων. Ο κανονισμός αυτός καθορίζει ιδίως την ποσότητα αναφοράς που αναφέρεται στον βασικό κανονισμό 856/84, δηλαδή την ποσότητα η οποία απαλλάσσεται της συμπληρωματικής εισφοράς. Η εν λόγω εισφορά είναι καταρχήν ίση με την ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που παρέδωσε ο παραγωγός ( εναλλακτική λύση Α ), ή που αγόρασε ένας αγοραστής κατά το ημερολογιακό έτος 1981 (εναλλακτική λύση Β), προσαυξημένες κατά 1 ο/ο ( άρθρο 2, παράγραφος 1 ). Ωστόσο τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι στο έδαφος τους η ποσότητα αναφοράς είναι ίση με την ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που παραδόθηκε ή αγοράστηκε κατά το ημερολογιακό έτος 1982 ή το ημερολογιακό έτος 1983, πολλαπλασιαζόμενη με ποσοστό που καθορίζεται κατά τρόπο ώστε να μην ξεπεραστεί η εγγυημένη ποσότητα (άρθρο 2, παράγραφος 2). Με τα άρθρα 3, 3α, 4 και 4α του κανονισμού 857/84, όπως τροποποιήθηκε, επιτρέπεται στα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη ορισμένες ιδιαίτερες καταστάσεις για τον καθορισμό των ποσοτήτων αναφοράς ή για τη χορήγηση ειδικών ή συμπληρωματικών ποσοτήτων αναφοράς. Στην παρούσα υπόθεση πρέπει να επισημανθεί ιδίως το άρθρο 3α που προστέθηκε με τον τροποποιητικό κανονισμό (ΕΟΚ) 764/89 του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 1989: « Άρθρο 3α 1. Ο παραγωγός που αναφέρεται στο άρθρο 12, στοιχείο γ, τρίτο εδάφιο:
λαμβάνει προσωρινά, κατόπιν αιτήσεως του που υποβάλλει εντός προθεσμίας τριών μηνών από τις 29 Μαρτίου 1989, ειδική ποσότητα αναφοράς υπό τον όρο ότι ο παραγωγός αυτός:
2. Η ειδική ποσότητα αναφοράς ισούται προς το 60% της παραδοθείσας ποσότητας γάλακτος που επωλήθη από τον παραγωγό κατά τους δώδεκα ημερολογιακούς μήνες που προηγήθηκαν του μηνός κατάθεσης της αίτησης για χορήγηση πριμοδότησης μη εμπορίας ή μετατροπής, όπως καθορίζεται από την οικεία αρμόδια αρχή δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο ε, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1391/78, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 84/83, και για την οποία ο παραγωγός δεν έχασε το δικαίωμα πριμοδότησης. Σε περίπτωση που ο παραγωγός έλαβε ποσότητα αναφοράς δυνάμει του άρθρου 3, σημεία 1 και 2, ή/και του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχεία β και γ, η ποσότητα αυτή αφαιρείται από την ειδική ποσότητα αναφοράς που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Σε περίπτωση που ο παραγωγός εκχώρησε μέρος της εκμετάλλευσης του κατά τη διάρκεια της περιόδου μη εμπορίας ή μετατροπής:
3. Εάν, εντός της προθεσμίας δύο ετών από τις 29 Μαρτίου 1989, ο παραγωγός μπορέσει να παράσχει στην αρμόδια αρχή επαρκείς αποδείξεις για το ότι έχει πραγματικά ξαναρχίσει τις άμεσες πωλήσεις ή/και τις παραδόσεις και ότι αυτές οι άμεσες πωλήσεις ή/και παραδόσεις έφθασαν κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών σε επίπεδο ίσο ή μεγαλύτερο από 80 ο/ο της προσωρινής ποσότητας αναφοράς, η ειδική ποσότητα αναφοράς του χορηγείται οριστικά. Στην αντίθετη περίπτωση, η προσωρινή ποσότητα αναφοράς επιστρέφεται ολόκληρη στην κοινοτική εφεδρική ποσότητα. Το ύψος των άμεσων πωλήσεων ή/και των πραγματικών παραδόσεων ορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη του ρυθμού παραγωγής στην εκμετάλλευση του παραγωγού, τις εποχιακές συνθήκες και κάθε άλλη εξαιρετική περίσταση. 4. (...)» |
δ ) |
Το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1546/88 της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 1988, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 (ΕΕ L 139, σ. 12) ορίζει ότι: « Στο πλαίσιο των εναλλακτικών λύσεων Α και Β, και αν οι υπόχρεοι άρχισαν τη δραστηριότητα τους μετά την έναρξη της περιόδου αναφοράς, τα κράτη μέλη μπορούν να τους χορηγήσουν μια ποσότητα αναφοράς σύμφωνα με διαδικασία ανάλογη αυτής του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο β. » |
2. Η οιαφορά νης κύριας οίκης
Ο προσφεύγων της κύριας δίκης, Karl Spagl, εκμεταλλεύεται μια αγροτική επιχείρηση, η οποία συνίσταται στην εκμετάλλευση βοσκής με ωφέλιμη επιφάνεια 36 Tagwerk (ήτοι περίπου 12 εκτάρια). Όταν ανέλαβε αυτή την εκμετάλλευση, το 1976, διέθετε δώδεκα αγελάδες γαλακτοπαραγωγής και πέντε μόσχους.
Στις 23 Δεκεμβρίου 1977, ο Spagl ζήτησε τη χορήγηση πριμοδοτήσεως για τη μη εμπορία γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων για περίοδο πέντε ετών με σκοπό την εξυγίανση της εκμεταλλεύσεως. Στη διάρκεια της διακοπής παραγωγής γάλακτος κατά την εν λόγω περίοδο, από 1ης Απριλίου 1978 μέχρι 31ης Μαρτίου 1983, εκτέλεσε εργασίες συντηρήσεως των κτιρίων και των μηχανών. Τον Αύγουστο του 1984 υπήρχαν στον σταύλο δώδεκα αγελάδες.
Κατά τη λήξη της περιόδου μη εμπορίας ο Spagl προέβη στις αναγκαίες ενέργειες για να λάβει ποσότητα αναφοράς δυνάμει του συστήματος συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος. Με έγγραφο της 4ης Σεπτεμβρίου 1984, η αγοράστρια καθόρισε στο μηδέν την ποσότητα παραδόσεως αναφοράς για τον λόγον ότι, μεταξύ άλλων, δεν επρόκειτο για εξαιρετική περίπτωση υπό την έννοια της εφαρμοστέας ρυθμίσεως. Για τον ίδιο λόγο, οι αρμόδιες αρχές αρνήθηκαν, με σειρά αποφάσεων, να δεχθούν την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων ή να παραχωρήσουν στον Spagl συμπληρωματική ποσότητα αναφοράς.
Με απόφαση της 4ης Απριλίου 1986 το καθού της κύριας δίκης Hauptzollamt Rosenheim (Κεντρικό Τελωνείο του Rosenheim) απέρριψε την ένσταση κατά της αποφάσεως περί καθορισμού της ποσότητας αναφοράς με την αιτιολογία ότι οι αρμόδιοι επαγγελματικοί φορείς δεν είχαν χορηγήσει πιστοποιητικό όπου να βεβαιώνεται ότι πρόκειται για εξαιρετική περίπτωση. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε προσφυγή, η οποία εκκρεμεί τώρα ενώπιον του Finanzgericht München.
Κρίνοντας ότι η απόφαση επί της προκειμένης διαφοράς εξαρτάται από το κύρος της εφαρμοστέας στον τομέα αυτό κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως, το Finanzgericht München ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
« Είναι έγκυρος ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 764/89 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1989,
1) |
καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, οι παραγωγοί, των οποίων η περίοδος μη εμπορίας, κατ' εκτέλεση της υποχρεώσεως που ανέλαβαν στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΟΚ) 1078/77, έληξε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1983 ή πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 1983, χωρίς εντούτοις στην κρίσιμη περίοδο αναφοράς να έχουν παραγάγει καθόλου γάλα, δεν λαμβάνουν ειδική ποσότητα αναφοράς στο πλαίσιο της ρυθμίσεως των ποσοστώσεων γάλακτος και, |
2) |
σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 1, καθόσον η ειδική ποσότητα αναφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 3α, παράγραφος 2, ισούται προς το 60 ο/ο μόνοτης ποσότητας γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος, η οποία ελήφθη ως βάση για την περίοδο μη εμπορίας ή μετατροπής; » |
Στο σκεπτικό της Διατάξεως του περί παραπομπής το εθνικό δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη συμφωνία του άρθρου 3α του κανονισμού 857/84, όπως τροποποιήθηκε, προς την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, την αρχή της ισότητας, την προστασία της ιδιοκτησίας και τις διατάξεις της Συνθήκης περί κοινής γεωργικής πολιτικής. Θεωρεί ιδίως ότι, λόγω του καθορισμού ενός χρονικού ορίου όσον αφορά τη λήξη της περιόδου μη εμπορίας, η διάταξη αυτή επηρεάζει κυρίως τους ιδιοκτήτες μικρών και μεσαίων γεωργικών επιχειρήσεων, οι οποίοι — αντίθετα προς τις μεγάλες εκμεταλλεύσεις — δεν μπόρεσαν να αγοράσουν τις επιπλέον αγελάδες γαλακτοπαραγωγής που είναι απαραίτητες για να είναι σε θέση να προβούν αμέσως σε παράδοση γάλακτος, λόγω του μεγέθους των εκμεταλλεύσεων τους και των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων τους. Έτσι, οι επιχειρήσεις αυτές υφίστανται τέτοια επιβάρυνση ώστε να απειλείται σοβαρά η επιβίωση τους εξαιτίας της αρνήσεως να τους χορηγηθούν ποσότητες αναφοράς.
Το εθνικό δικαστήριο εκφράζει επιπλέον αμφιβολίες ως προς το κύρος της εν λόγω ρυθμίσεως, καθόσον το επίπεδο της ειδικής ποσότητας αναφοράς, υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 3α του κανονισμού 857/84, καθορίζεται στο 60% της ποσότητας γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος την οποία παρέδωσε ο παραγωγός στη διάρκεια περιόδου δώδεκα μηνών που προηγείται του μήνα κατά τον οποίο κατέθεσε την αίτηση χορηγήσεως της πριμοδοτήσεως μη εμπορίας.
3. Αιαδικαοία ενώπιον τον Αικαονηρίου
Η Διάταξη του αιτούντος δικαστηρίου πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Μαΐου 1989.
Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο Spagl, εκπροσωπούμενος από τον U. Nürnberger, δικηγόρο Μονάχου, η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. J. Dockery, Chief State Solicitor, το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τον Α. Bräutigam, κύριο υπάλληλο διοικήσεως στη νομική υπηρεσία του Συμβουλίου, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον νομικό της σύμβουλο D. Booss και τον K.-D. Borchardt, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής.
Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε στις 14 Μαρτίου 1990 να αναθέσει την εκδίκαση της υποθέσεως στο πέμπτο τμήμα, σύμφωνα με το άρθρο 95 του Κανονισμού Διαδικασίας, και να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.
II — Γραπτές παρατηρήσεις
1. Επί του πρώτον ερωτήματος
Ο Spagl και η Ιρλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι ο εν λόγω κανονισμός είναι ανίσχυρος. Αντίθετα, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι αυτή η κανονιστική ρύθμιση είναι ισχυρή.
α) |
Ο Spagl υποστηρίζει ότι το άρθρο 3α, παράγραφος 1, του κανονισμού 857/84, όπως τροποποιήθηκε, θεσπίζει, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ένα σύστημα βάσει του οποίου καθορίζεται μια ειδική ποσότητα αναφοράς για τους παραγωγούς που είχαν αναλάβει την υποχρέωση μη εμπορίας γάλακτος δυνάμει του κανονισμού 1078/77. Αυτή η διάταξη αποκλείει εντούτοις τους γεωργούς των οποίων η περίοδος μη εμπορίας ή μετατροπής έληξε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1983. Τούτο σημαίνει ότι σε έναν παραγωγό του οποίου η περίοδος μη εμπορίας έληξε, παραδείγματος χάρη, την 1η Δεκεμβρίου 1983, δεν χορηγείται ποσότητα αναφοράς. Ο Spagl υπενθυμίζει ότι, στο πλαίσιο των αναφερομένων στο άρθρο 39 της Συνθήκης ΕΟΚ στόχων, τα κοινοτικά όργανα οφείλουν να συνδυάζουν τους στόχους αυτούς κατά τρόπον ώστε να συμβιβάζονται μεταξύ τους στις περιπτώσεις όπου ενδεχομένως υφίστανται αντιθέσεις μεταξύ τους όταν εξετάζονται χωριστά. Κατά τη γνώμη του, τα κοινοτικά όργανα δεν κατόρθωσαν να συνδυάσουν επιτυχώς τους στόχους αυτούς στο πλαίσιο της υπό κρίση ρυθμίσεως. Δεν δικαιολογείται η απαγόρευση παραγωγής γάλακτος στους γεωργούς οι οποίοι, μετά τη λήξη της υποχρεώσεως μη εμπορίας, άρχισαν από το 1983 να προμηθεύονται το αναγκαίο ζωικό δυναμικό, αλλά λόγω της μεταβατικής περιόδου δεν είχαν τη δυνατότητα να παράγουν ήδη από το 1983 τις ίδιες ποσότητες γάλακτος όπως και πριν από την έναρξη της ισχύος της υποχρεώσεως μη εμπορίας. Όσον αφορά την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, την οποία θεσπίζει στον γεωργικό τομέα το άρθρο 40 της Συνθήκης ΕΟΚ, δεν υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί αντικειμενικά την άνιση μεταχείριση εις βάρος του προσφεύγοντος της κύριας δίκης σε σχέση με εκείνη την κατηγορία γεωργών που απέχουν από την εμπορία γάλακτος, αλλά των οποίων η υποχρέωση μη εμπορίας δεν έληξε εντός του 1983, αλλά μόνο μετά το τέλος του έτους αυτού. Κατά την άποψη του Spagl, το μόνο δυνατό κριτήριο καθορισμού είναι το αν ο γεωργός θεωρείται παραγωγός γάλακτος ή όχι, δηλαδή αν το σύστημα της πριμοδοτήσεως μη εμπορίας εμπόδισε τον ενδιαφερόμενο, ο οποίος είναι παραγωγός γάλακτος, να προβεί σε παραδόσεις γάλακτος κατά τη διάρκεια περιορισμένης χρονικής περιόδου. Αν δεν ληφθεί υπόψη αυτή η κατάσταση, το γεγονός ότι ο παραγωγός ηθελημένα δεν παρήγε γάλα για μια περιορισμένη χρονική περίοδο έχει ως αποτέλεσμα τον οριστικό αποκλεισμό του από την αγορά γάλακτος. Ο Spagl υποστηρίζει επιπλέον ότι το γεγονός ότι δεν ελήφθη υπόψη η κατάσταση στην οποία ευρίσκεται αντιβαίνει προς την αρχή της προστασίας της ιδιοκτησίας, η οποία αναγνωρίζεται από το κοινοτικό δίκαιο ως θεμελιώδες δικαίωμα, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου. Στην περίπτωση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, θίγεται η ακίνητη ιδιοκτησία, την οποία εγγυάται το γερμανικό Σύνταγμα, διότι η επιβολή στο σύνολο της παραγόμενης από τον ενδιαφερόμενο ποσότητας γάλακτος μιας εισφοράς ύψους 100 ο/ο τον υποχρεώνει να εγκαταλείψει την παραγωγή γάλακτος και απειλεί οικονομικώς με εξαφάνιση την επιχείρηση του. Κατά τη νομολογία του Bundesverwaltungsgericht, το δικαίωμα ιδιοκτησίας των παραγωγών γάλακτος επί των αγαθών που χρησιμεύουν για την παραγωγή πρέπει να προστατεύεται πλήρως. Είναι αντίθετη προς τη συνταγματική εγγύηση η ξαφνική και χωρίς μεταβατική περίοδο παρεμπόδιση, βάσει νόμου, της λειτουργίας μιας χρήσιμης επιχειρήσεως, για τη δημιουργία της οποίας έγιναν μεγάλες επενδύσεις. Ο Spagl θεωρεί ότι η προστασία της ιδιοκτησίας στο κοινοτικό δίκαιο δεν υπολείπεται της προστασίας της ιδιοκτησίας που αναγνωρίζει το γερμανικό Σύνταγμα. Τέλος, κατά την άποψη του Spagl ο μη συνυπολογισμός του γάλακτος που παρέδιδε προτού αναλάβει την υποχρέωση μη εμπορίας ή της ποσότητας γάλακτος που ελήφθη ως βάση για το ποσό της πριμοδοτήσεως παραβιάζει, στην περίπτωση του, την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία είναι γενικής ισχύος αρχή σε ένα κράτος δικαίου. Η πριμοδότηση μη εμπορίας είναι ρητά περιορισμένη χρονικά για περίοδο πέντε ετών, η δε απαγόρευση παραδόσεως γάλακτος που συνδέεται με τη χορήγηση της πριμοδοτήσεως αφορά επίσης μόνο αυτήν την περίοδο, μετά τη λήξη της οποίας η παραγωγή γάλακτος μπορεί να αρχίσει εκ νέου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το κοινοτικό δίκαιο όφειλε να προβλέψει, εν πάση περιπτώσει, για εκείνους που απείχαν από την εμπορία γάλακτος και δεν μπόρεσαν να προβούν εκ νέου σε παραδόσεις γάλακτος αμέσως μετά τη λήξη της απαγορεύσεως εμπορίας, ένα « ηπιότερο μεταβατικό καθεστώς ». |
β) |
Η Ιρλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι παραγωγοί, η περίοδος μη εμπορίας των οποίων έληξε, ανάλογα με την περίπτωση, προ της 31ης Δεκεμβρίου 1983 ή προ της 30ής Σεπτεμβρίου 1983, μπορούσαν δικαιολογημένα, όταν ανέλαβαν τις υποχρεώσεις μη εμπορίας γάλακτος, να στηριχθούν στην ιδέα ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, λαμβάνοντας μέτρα για τον έλεγχο της αγοράς, δεν θα αγνοούσε το γεγονός ότι δεν θα ήταν σε θέση να παραγάγουν αμέσως γάλα σε ποσότητα που να προσεγγίζει το επίπεδο παραγωγής που είχαν πριν από την περίοδο μη εμπορίας. Εξαιρέσει των μεγάλων παραγωγών με σταθερές οικονομικές βάσεις, κανείς παραγωγός δεν ήταν σε θέση να ξαναρχίσει να παράγει γάλα σε σημαντικές ποσότητες σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μετά τη λήξη της περιόδου μη εμπορίας. Επομένως, το γεγονός ότι αυτοί οι παραγωγοί δεν μπορούν να ζητήσουν ποσότητα αναφοράς βασιζόμενη στην παραγωγή τους πριν από την περίοδο μη εμπορίας σημαίνει ότι διαψεύστηκε η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που έδειξαν πιστεύοντας ότι τα αποτελέσματα του εφαρμοσθέντος επί πέντε έτη συστήματος μη εμπορίας θα ήταν περιορισμένα. Όσον αφορά την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η Ιρλανδική Κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης βρισκόταν στην ίδια θέση όπως και όλοι οι άλλοι παραγωγοί γάλακτος που ανέλαβαν υποχρεώσεις μη εμπορίας δυνάμει του κανονισμού 1078/77 και των οποίων οι υποχρεώσεις έληξαν, ανάλογα με την περίπτωση, στις 31 Δεκεμβρίου 1983 ή στις 30 Σεπτεμβρίου 1983 ή αργότερα. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 3α του κανονισμού 857/84, όπως τροποποιήθηκε, αυτοί οι άλλοι παραγωγοί γάλακτος, οι υποχρεώσεις των οποίων έληξαν μετά το 1983, είχαν προθεσμία δύο ετών από τις 29 Μαρτίου 1989 για να αποδείξουν ότι ξανάρχισαν πράγματι τις άμεσες πωλήσεις ή/και τις παραδόσεις και ότι αυτές οι άμεσες πωλήσεις ή/και παραδόσεις έφθασαν κατά τη διάρκεια περιόδου δώδεκα μηνών, η οποία περιλαμβάνεται σ' αυτή την προθεσμία των δύο ετών, σε επίπεδο ίσο ή μεγαλύτερο του 80 ο/ο της προσωρινής ποσότητας αναφοράς που τους χορηγήθηκε. Επιπλέον, το γεγονός ότι το Συμβούλιο χορήγησε στους παραγωγούς γάλακτος των οποίων η περίοδος μη εμπορίας έληξε, ανάλογα με την περίπτωση, μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1983 ή μετά τις 30 Σεπτεμβρίου 1983, προθεσμία για να ξαναρχίσουν την παραγωγή σε ετήσιο επίπεδο ίσο προς το 80 o/ο της προσωρινής ποσότητας αναφοράς τους αποδεικνύει ότι από την εκτίμηση της καταστάσεως τους συνήχθη το συμπέρασμα ότι είχαν ανάγκη από κάποιο χρονικό διάστημα για να προβούν στις απαραίτητες προετοιμασίες στις εκμεταλλεύσεις τους και να αγοράσουν ή/και να εκθρέψουν γαλακτοπαραγωγές αγελάδες με σκοπό να ξαναρχίσουν την παραγωγή σε σημαντικά επίπεδα. Όμως, στα άτομα τα οποία βρίσκονταν στη θέση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης δεν δόθηκε η ίδια προθεσμία για να προβούν στις απαραίτητες προετοιμασίες για να ξαναρχίσουν την παραγωγή γάλακτος. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων μεταξύ παραγωγών, η οποία θεσπίζεται στο άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ. Μια άλλη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ παραγωγών που βρίσκονται στη θέση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης και των παραγωγών στους οποίους δόθηκε, δυνάμει του κανονισμού 764/89, προθεσμία δύο ετών από τις 29 Μαρτίου 1989, εντός της οποίας οφείλουν να παραδίδουν κατά τη διάρκεια περιόδου δώδεκα μηνών, το 80 ο/ο της προσωρινής ποσότητας αναφοράς, έγκειται στο γεγονός ότι αυτοί οι τελευταίοι παραγωγοί έχουν το πλεονέκτημα ότι γνωρίζουν ποια θα είναι η συνέπεια αν δεν φθάσουν αυτό το επίπεδο παραδόσεων γάλακτος εντός της προθεσμίας, δηλαδή η απώλεια της ποσότητας αναφοράς, ενώ οι παραγωγοί που βρίσκονται στη θέση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης δεν γνώριζαν ποιες θα ήταν οι συνέπειες αν δεν ξανάρχιζαν τις παραδόσεις γάλακτος σε σημαντικές ποσότητες, διότι ο κανονισμός 857/84 δεν είχε ακόμα εκδοθεί. Επιπλέον, κατά την Ιρλανδική Κυβέρνηση, βάσει του κανονισμού 764/89 στερούνται της δυνατότητας να έχουν ειδική ποσότητα αναφοράς όλοι οι παραγωγοί των οποίων η περίοδος μη εμπορίας έληξε προ της 30ής Σεπτεμβρίου 1983 ή της 31ης Δεκεμβρίου 1983, ασχέτως του αν αυτό συνέβη μερικές ημέρες, μερικές εβδομάδες, μερικούς μήνες ή μερικά έτη πριν από την ημερομηνία αυτή. Είναι όμως προφανές ότι οι παραγωγοί των οποίων η περίοδος μη εμπορίας έληξε μερικές εβδομάδες πριν από την εν λόγω ημερομηνία δεν είχαν τη δυνατότητα να ξαναρχίσουν την παραγωγή παρά μόνο σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ενώ εκείνοι των οποίων η περίοδος μη εμπορίας έληξε το 1982 είχαν προδήλως πολύ λιγότερες δυσκολίες για να ξαναρχίσουν την παραγωγή και, επομένως, λιγότερες δυσκολίες να έχουν ποσότητα αναφοράς το 1983. Δεδομένου ότι αυτές οι διαφορετικές κατηγορίες παραγωγών αντιμετωπίζονται σαν να βρίσκονταν όλοι στην ίδια κατάσταση, υπάρχει στην περίπτωση αυτή παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Η Ιρλανδική Κυβέρνηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κανονισμός 857/84, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 764/89, είναι ανίσχυρος, καθόσον οι παραγωγοί των οποίων η περίοδος μη εμπορίας, στη διάρκεια της οποίας εκπλήρωσαν τη βάσει του κανονισμού 1078/77 αναληφθείσα υποχρέωση τους, έληξε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1983 ή πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 1983, αλλά οι οποίοι δεν είχαν ακόμη ξαναρχίσει την παραγωγή τους κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς που ελήφθη υπόψη ή οι οποίοι είχαν παραγάγει ποσότητα γάλακτος μικρότερη από την ειδική ποσότητα αναφοράς την οποία θα εδικαιούντο αν εφαρμοζόταν στην περίπτωση τους το πρώτο στοιχείο του άρθρου 3α, παράγραφος 1, του κανονισμού 857/84, όπως τροποποιήθηκε, δεν λαμβάνουν ειδική ποσότητα αναφοράς ή, στην περίπτωση αυτής της τελευταίας κατηγορίας παραγωγών, δεν λαμβάνουν ειδική ποσότητα αναφοράς η οποία, προστιθεμένη στην υφιστάμενη ποσότητα αναφοράς τους, θα έδινε ως αποτέλεσμα ποσότητα αναφοράς ίση προς την ειδική ποσότητα αναφοράς την οποία θα εδικαιούντο στην περίπτωση αυτή. |
γ) |
Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 3α του κανονισμού 857/84 προβλέπει τη χορήγηση, από τις 29 Μαρτίου 1989, μιας ποσότητας αναφοράς στους ενδιαφερόμενους παραγωγούς των οποίων η περίοδος μη εμπορίας ή μετατροπής έληξε μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1983 ή, ανάλογα με την περίπτωση, μετά τις 30 Σεπτεμβρίου 1983, εφόσον οι παραγωγοί αυτοί πληρούν ορισμένα κριτήρια επιλογής, βάσει των οποίων αποδεικνύεται η πρόθεση και η πραγματική δυνατότητα τους να ξαναρχίσουν την παραγωγή γάλακτος καθώς και η αδυναμία στην οποία βρέθηκαν να λάβουν ποσότητα αναφοράς δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού 857/84. Αντίθετα, οι παραγωγοί των οποίων η περίοδος μη εμπορίας έληξε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1983 ή, ανάλογα με την περίπτωση, πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 1983 δεν μπορούν να υπαχθούν στην ευεργετική ρύθμιση του άρθρου 3α. Η οικεία κανονιστική ρύθμιση ουδόλως τους εμπόδισε να ξαναρχίσουν την παραγωγή γάλακτος είτε ήδη κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς είτε το πολύ πριν από την 1η Απριλίου 1984, δηλαδή πριν από την έναρξη της ισχύος του καθεστώτος της συμπληρωματικής εισφοράς. Ομοίως, οι παραγωγοί των οποίων η περίοδος μη εμπορίας έληξε μετά την 31η Δεκεμβρίου 1983 και οι οποίοι έλαβαν ποσότητα αναφοράς χάρη σε παραγωγή που είχε αρχίσει μετά την έναρξη της περιόδου αναφοράς, αλλά πριν την 1η Απριλίου 1984, αποκλείονται επίσης από την υπαγωγή στις ευεργετικές διατάξεις του άρθρου 3α. Όσον αφορά τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των παραγωγών των οποίων η περίοδος μη εμπορίας έληξε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1983 ή πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 1983 το Συμβούλιο θεωρεί ότι η θέση αυτών των επιχειρηματιών δεν είναι συγκρίσιμη προς εκείνη των παραγωγών των οποίων η περίοδος μη εμπορίας έληξε μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1983. Οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να παραδίδουν νομίμως γάλα κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς, ενώ οι πρώτοι μπορούσαν νομίμως να ξαναρχίσουν τις παραδόσεις τους πριν από την κρίσιμη ημερομηνία, πλην όμως δεν το έπραξαν κατόπιν δικής τους επιλογής. Όσον αφορά τη σύγκριση με τους παραγωγούς των οποίων η περίοδος μη εμπορίας έληξε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1983 και οι οποίοι ξανάρχισαν τις παραδόσεις τους πριν την ημερομηνία αυτή, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι λόγοι ασφαλείας του δικαίου και σχετικοί με την αποτελεσματικότητα του συστήματος δικαιολογούν την επιλογή της ημερομηνίας μετά την οποία οι παραγωγοί δεν είχαν το εν λόγω δικαίωμα. Εάν δεν είχε προβλεφθεί καμία οριακή ημερομηνία, νέοι παραγωγοί θα μπορούσαν να αρχίσουν να παράγουν γάλα και έτσι να ανατρέψουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, το οποίο είναι η υποχρέωση των εν ενεργεία παραγωγών να μειώσουν την παραγωγή τους. Το ίδιο φαινόμενο θα παρετηρείτο αν είχε προβλεφθεί για τους παραγωγούς υπερβολικά μεγάλη προθεσμία για να ξαναρχίσουν την παραγωγή γάλακτος. Επομένως, ήταν απαραίτητο να οριστεί ότι, καταρχήν, μόνο οι παραγωγοί που ήταν σε θέση να παράγουν γάλα κατά την έναρξη της ισχύος του συστήματος της συμπληρωματικής εισφοράς εδικαιούντο να λάβουν ποσότητα αναφοράς. Όσον αφορά το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, το Συμβούλιο υπενθυμίζει καταρχάς ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 27ης Ιουνίου 1989, Leukhardt, 113/88, Συλλογή 1989, σ. 1991 ), ο κοινοτικός νομοθέτης έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής. Επιπλέον, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι περιορισμοί της χρήσεως ακινήτων επιτρέπονται αν αυτοί οι περιορισμοί υπαγορεύονται από το δημόσιο συμφέρον της Κοινότητας, το οποίο συνίσταται στην αποφυγή της αυξήσεως των πλεονασμάτων στην οικεία αγορά λόγω της εκμεταλλεύσεως νέου παραγωγικού δυναμικού. Όσον αφορά την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι η διαφορετική μεταχείριση των παραγωγών των οποίων η περίοδος μη εμπορίας έληξε πριν από την οριακή ημερομηνία, ανάλογα με την αντικειμενικώς διαπιστούμενη περίσταση αν ξανάρχισαν τις παραδόσεις γάλακτος πριν από την 1η Απριλίου 1984, δεν δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις. Η επικρινόμενη κατάσταση δικαιολογείται αντικειμενικά, καθόσον ο καθορισμός μιας οριακής ημερομηνίας για την επανάληψη της παραγωγής γάλακτος επιβάλλεται τόσο προς το συμφέρον της ασφάλειας του δικαίου, όσο και προς το συμφέρον της αποτελεσματικότητας του συστήματος της συμπληρωματικής εισφοράς. Όσον αφορά την αιτίαση ότι αγνοήθηκαν οι στόχοι της κοινής γεωργικής πολιτικής, το Συμβούλιο αμφισβητεί τον ισχυρισμό ότι το αποτέλεσμα του καθορισμού εν προκειμένω μιας οριακής ημερομηνίας ήταν να ευνοηθούν οι μεγάλες εκμεταλλεύσεις, οι οποίες χρησιμοποιούν εντατικές μεθόδους παραγωγής κυρίως με τυποποιημένες ζωοτροφές, σε βάρος των μικρών εκμεταλλεύσεων, που ακολουθούν παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής με ζωοτροφές οι οποίες παράγονται στην ίδια την εκμετάλλευση. Όλοι οι παραγωγοί που επανέλαβαν ή άρχισαν την παραγωγή γάλακτος αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, ανάλογα με το αντικειμενικό κριτήριο αν επανέλαβαν ή άρχισαν τη δραστηριότητα αυτή πριν από την 1η Απριλίου 1984. Κατά τα λοιπά το Συμβούλιο επισημαίνει ότι οι στόχοι της γεωργικής πολιτικής δεν επιβάλλουν τη διασφάλιση της επιβιώσεως σε κάθε περίπτωση των μικρών παραδοσιακών εκμεταλλεύσεων. Ο στόχος της εξασφαλίσεως του γεωργικού εισοδήματος πρέπει να επιτυγχάνεται καταρχάς με την αύξηση της παραγωγικότητας και με την εξασφάλιση της ορθολογικής αναπτύξεως της γεωργικής παραγωγής, καθώς και της αρίστης χρησιμοποιήσεως των συντελεστών παραγωγής (άρθρο 39, παράγραφος 1, στοιχείο α, της Συνθήκης ΕΟΚ). Καταλήγοντας, το Συμβούλιο προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα προδικαστικά ερωτήματα: «Από την εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να κλονίσουν το κύρος του κανονισμού 857/84 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 764/89 του Συμβουλίου. » |
δ) |
Η Επιτροπή διατείνεται ότι το άρθρο 3α του κανονισμού 857/84 αποσκοπεί στην πλήρωση του κενού — που ανεφάνη κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 1988, Mulder (120/86, Συλλογή 1988, σ. 2321 ) — του συστήματος χορηγήσεως ειδικών ποσοτήτων αναφοράς στις περιπτώσεις όπου οι παραγωγοί δεν μπόρεσαν να παραδώσουν γάλα κατά τη διάρκεια του οικείου έτους αναφοράς, λόγω της υποχρεώσεως μη εμπορίας που ανέλαβαν βάσει του καθεστώτος του κανονισμού 1078/77. Δεδομένου ότι αυτή η ειδική διάταξη αποσκοπεί στην πλήρωση ενός κενού, η ισχύς της περιορίστηκε στους παραγωγούς των οποίων η περίοδος μη εμπορίας ή μετατροπής έληξε μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1983 ή μετά τις 30 Σεπτεμβρίου 1983. Αντίθετα, κατά την Επιτροπή, οι παραγωγοί που ανέλαβαν επίσης την υποχρέωση να μην εμπορεύονται γάλα αλλά η περίοδος μη εμπορίας των οποίων είχε λήξει πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1983 ή πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 1983, μπορούσαν ήδη να ζητήσουν να τους δοθεί ποσότητα αναφοράς δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1546/88. Η διάταξη αυτή ισχύει ασφαλώς για τους παραγωγούς που επανέλαβαν τις δραστηριότητες τους μετά την 1η Ιανουαρίου 1983 (ημερομηνία που επέλεξε η Γερμανία για την έναρξη του έτους αναφοράς), και πριν από την 1η Απριλίου 1984. Στην περίπτωση αυτή, η ποσότητα αναφοράς υπολογίζεται καταρχήν βάσει των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών ασκήσεως δραστηριότητας που προηγήθηκαν της 1ης Απριλίου 1984 πολλαπλασιαζόμενη, ανάλογα με την περίπτωση, με ένα ορισμένο ποσοστό. Για τους παραγωγούς που δεν είχαν συμπληρώσει δώδεκα μήνες δραστηριότητας την 1η Απριλίου 1984, τα κράτη μέλη καθορίζουν μια ετήσια ποσότητα πωλήσεων βάσει των πραγματοποιηθεισών πωλήσεων και χορηγούν μια ποσότητα αναφοράς υπολογιζόμενη βάσει αυτών των πωλήσεων. Αρκεί ο ενδιαφερόμενος παραγωγός να πραγματοποίησε πωλήσεις γάλακτος κατά τη διάρκεια ενός τουλάχιστον μήνα πριν από την 1η Απριλίου 1984. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι αυτή η διάταξη θεσπίστηκε ειδικά για να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, κυρίως για τις μικρές εκμεταλλεύσεις, η επανάληψη της παραγωγής γάλακτος δεν είναι δυνατό να γίνει αμέσως, αλλά απαιτεί ορισμένο χρονικό διάστημα. Έτσι, η προβλεπόμενη από την κανονιστική ρύθμιση μεταβατική περίοδος μπορεί να φθάσει μέχρι και τους δεκατέσσερις μήνες (λήξη της περιόδου μη εμπορίας τον Ιανουάριο του 1983' επανάληψη της παραγωγής γάλακτος τον Μάρτιο του 1984). Αντίθετα, δεν ήταν δυνατό ή ήταν δυνατό μόνο για ένα εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα να δοθούν ποσότητες αναφοράς βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1546/88 στους παραγωγούς των οποίων η περίοδος μη εμπορίας είχε λήξει μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1983 ή τις 30 Σεπτεμβρίου 1983. Έτσι, μόνο οι παραγωγοί των οποίων η περίοδος μη εμπορίας είχε λήξει τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο του 1984 και οι οποίοι μπορούσαν να επαναλάβουν την παραγωγή γάλακτος ήδη από τον Μάρτιο του 1984 δικαιούντο να λάβουν ποσότητα αναφοράς δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2. Ενώ, για όλους τους άλλους παραγωγούς, η περίοδος μη εμπορίας των οποίων έληξε μόλις τον Μάρτιο του 1984 ή αργότερα ή οι οποίοι μπόρεσαν να επαναλάβουν την παραγωγή γάλακτος μόνο μετά την 1η Απριλίου 1984, δεν υφίστατο, μέχρις ότου εκδόθηκε ο κανονισμός 764/89, διάταξη του κοινοτικού δικαίου που να επιτρέπει να τους δοθεί ειδική ποσότητα αναφοράς. Επομένως, κατά την Επιτροπή, από τη συνολική εξέταση του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η υπόθεση προκύπτει ότι η θέση και τα συμφέροντα των παραγωγών των οποίων η περίοδος μη εμπορίας έληξε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1983 ή πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 1983 είχαν ήδη ληφθεί επαρκώς υπόψη κατά την έκδοση του κανονισμού 1546/88, οπότε δεν ήταν απαραίτητο να ληφθεί ειδική μέριμνα κατά την έκδοση του κανονισμού 764/89. Καταλήγοντας, η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να δώσει την εξής απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα: « Από την εξέταση του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 764/89 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1989, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος του, καθόσον ορισμένοι παραγωγοί των οποίων η βάσει της υποχρεώσεως που ανέλαβαν στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΟΚ) 1078/77 περίοδος μη εμπορίας έληξε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1983 ή πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 1983 και οι οποίοι δεν είχαν ακόμα παραγάγει γάλα κατά τη διάρκεια της καθοριστικής περιόδου αναφοράς δεν λαμβάνουν ειδική ποσότητα αναφοράς στο πλαίσιο του συστήματος ποσοστώσεων γάλακτος σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση. » |
Επί τον οεντέρον ερωτήματος
α) |
Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο περιορισμός της ποσότητας αναφοράς στο 60 o/ο της παραγωγής αναφοράς των ενδιαφερομένων δεν προσβάλλει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Κατά την απόφαση της 28ης Απριλίου 1988, Mulder, όπ. π., η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εμποδίζει μόνο τον πλήρη και διαρκή αποκλεισμό των ενδιαφερομένων παραγωγών από τη χορήγηση ποσότητας αναφοράς. Επιπλέον, το άρθρο 3α του κανονισμού 857/84 δεν αποκλείει εντελώς την εφαρμογή άλλων διατάξεων του κανονισμού αυτού, οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα προσαρμογής των ποσοτήτων αναφοράς των παραγωγών που βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση. 'Ετσι, είναι πάντα δυνατό ένας παραγωγός που έλαβε ποσότητα αναφοράς περιορισμένη στο 60 ο/ο της παραγωγής αναφοράς βάσει του άρθρου 3α να μπορεί, για παράδειγμα, να μεταφέρει μια ποσότητα αναφοράς που δεν χρησιμοποιήθηκε βάσει του άρθρου 4α. Ομοίως, οι παραγωγοί οι οποίοι έλαβαν ειδική ή συμπληρωματική ποσότητα αναφοράς βάσει των άρθρων 3 και 4 του κανονισμού 857/84, που είναι μεγαλύτερη από το 60 ο/ο της παραγωγής αναφοράς, διατηρούν αυτή τη μεγαλύτερη ποσότητα. Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν θίγεται, δεδομένου ότι ο επιβαλλόμενος περιορισμός δεν αποτελεί προσβολή του δικαιώματος που να αναιρεί το περιεχόμενο του. Τέλος, το Συμβούλιο θεωρεί ότι ο επικρινόμενος περιορισμός δεν εισάγει διακρίσεις: αφενός, οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί βρίσκονται αντικειμενικά σε διαφορετική κατάσταση, όσον αφορά την παραγωγή τους που λαμβάνεται υπόψη για την ποσότητα αναφοράς, σε σχέση με τους παραγωγούς οι οποίοι παρέδωσαν γάλα κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς (1981 έως 1983 )· αφετέρου, ο επιβαλλόμενος περιορισμός είναι απαραίτητος, λαμβανομένης υπόψη της ασταθούς ισορροπίας της αγοράς γάλακτος. Οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί βρίσκοναι έτσι σε ενδιάμεση θέση, μεταξύ δηλαδή των παραγωγών που παρέδωσαν γάλα κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς και εκείνων που μπορούν ενδεχομένως να υπαχθούν στις μη υποχρεωτικές διατάξεις των άρθρων 3 και 4 του κανονισμού 857/84. |
β) |
Ο Spag/, η ΙρΑανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή δεν εξέφρασαν άποψη όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα. |
III — Ακαντήσεις στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου
1. |
Το ΣνμβοΜιο ανέφερε, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, ότι στηρίχθηκε προηγουμένως στα εξής στοιχεία για τον καθορισμό των ειδικών ποσοτήτων αναφοράς για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 3α του κανονισμού 857/84:
Οι πρακτικές συνέπειες των διαφόρων αυτών στόχων σε σχέση με την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι διάφορες κατηγορίες παραγωγών είναι οι εξής:
Υπό τις συνθήκες αυτές, ο κοινοτικός νομοθέτης ήταν μεν υποχρεωμένος να παράσχει στους ενδιαφερόμενους παραγωγούς το δικαίωμα να λάβουν ορισμένη ποσότητα αναφοράς, δεν ήταν όμως υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει τους παραγωγούς αυτούς, από κάθε άποψη, με τον ίδιο τρόπο όπως και τους παραγωγούς που παρέδωσαν γάλα κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς. Στην ίδια αλληλουχία, ο κοινοτικός νομοθέτης θεώρησε αναγκαίο να περιορίσει την ειδική ποσότητα που επρόκειτο να δοθεί δυνάμει του κανονισμού 764/89 στο 60 o/ο της παραγωγής η οποία ελήφθη υπόψη στο πλαίσιο του κανονισμού 1078/77. Λαμβανομένης υπόψη της ασταθούς ισορροπίας της αγοράς γάλακτος, δεν ήταν δυνατό να καθοριστούν οι ποσοστώσεις παραγωγής που επρόκειτο να δοθούν στους ενδιαφερόμενους παραγωγούς στο 100 o/ο του επιπέδου παραγωγής τους το οποίο ελήφθη υπόψη στο πλαίσιο του κανονισμού 1078/77. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής υπολόγισαν σε ένα εκατομμύριο τόννους γάλακτος την ποσότητα γάλακτος που θα αφορούσαν πιθανότατα οι ποσότητες αναφοράς προκειμένου να ικανοποιηθούν κατά 100 o/ο οι παραγωγοί, οι οποίοι, ενδεχομένως, μετά τις αποφάσεις του Δικαστηρίου, επιθυμούσαν να τους δοθεί ποσότητα αναφοράς. Ο κοινοτικός νομοθέτης θεώρησε ως υπερβολικά μεγάλη αυτή την ποσότητα, διότι απειλούσε, με κατάρρευση την εύθραστη ισορροπία που είχε σημειωθεί στην αγορά γάλακτος. Υπό τις συνθήκες αυτές, αποφασίστηκε να περιοριστεί η ποσότητα αυτή σε 600000 τόννους και να περιοριστούν κατά συνέπεια οι ατομικές ποσότητες, τις οποίες θα δικαιούντο οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί, στο 60 o/ο της παραγωγής αναφοράς. Το Συμβούλιο ενήργησε με τον τρόπο αυτό εντός των ορίων της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως την οποία αναγνωρίζει το Δικαστήριο στον τομέα αυτό. |
2. |
Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, η Επιτροπή προσκόμισε τα στατιστικά στοιχεία που αφορούν την εξέλιξη του όγκου της παραγωγής και των παραδόσεων γάλακτος στην Κοινότητα ανά εκμετάλλευση. Εξάλλου ανέφερε, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, ότι, στα περισσότερα από τα κράτη μέλη, υπήρχαν περισσότεροι του ενός συντελεστές για τις διάφορες ομάδες προϊόντων των οποίων η παραγωγή ήταν « κανονική ». Επί του σημείου αυτού παρέσχε επίσης λεπτομερέστερα αριθμητικά στοιχεία. |
Μ. Zuleeg
εισηγητής δικαστής
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)
της 11ης Δεκεμβρίου 1990 ( *1 )
Στην υπόθεση C-189/89,
η οποία έχει ως αντικείμενο αίτηση του Finanzgericht München (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Karl Spagl
και
Hauptzollamt Rosenheim,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 90, σ. 13), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 764/89 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1989 (ΕΕ L 84, σ. 2),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους J. C Moitinho de Almeida, πρόεδρο τμήματος, G. C. Rodríguez Iglesias, Sir Gordon Slynn, F. Grévisse και M. Zuleeg, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs
γραμματέας: J. A. Pompe, βοηθός γραμματέας
λαμβάνοντας υπόψη:
— |
τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν ο Spagl, προσφεύγων της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενος από τον U. Nürnberger, δικηγόρο Μονάχου, |
— |
η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. J. Dockery, Chief State Solicitor, |
— |
το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τον Α. Bräutigam, κύριο υπάλληλο διοικήσεως στη νομική υπηρεσία του Συμβουλίου, |
— |
η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους D. Booss και K.-D. Borchardt, μέλη της νομικής υπηρεσίας, |
την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του προσφεύγοντος της κύριας δίκης εκπροσωπηθέντος από τον Ε. Η. Pijnacker Hordijk, της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπηθείσας από τους Η. Whelehan SC και Ε. Honohan BL, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Ιουνίου 1990,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Οκτωβρίου 1990,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Με Διάταξη της 27ης Απριλίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Μαΐου 1989, το Finanzgericht München υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς το κύρος του άρθρου 3α, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, και παράγραφος 2, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 764/89 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1989 ( ΕΕ L 84, σ. 2 ). |
2 |
Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Karl Spagl, ο οποίος εκμεταλλεύεται μία γεωργική επιχείρηση, και του Hauptzollamt Rosenheim ( Κεντρικού Τελωνείου του Rosenheim ) σχετικά με μια ποσότητα αναφοράς βάσει του συστήματος συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος. |
3 |
Ο Spagl έλαβε πριμοδότηση μη εμπορίας βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) 1078/77 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί θεσπίσεως συστήματος πριμοδοτήσεων για τη μη εμπορία γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων και για τη μετατροπή αγελών βοοειδών γαλακτοπαραγωγής (ABI. L 131, σ. 1 ). Η περίοδος μη εμπορίας, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε αναλάβει την υποχρέωση να μην παραδίδει γάλα ή γαλακτοκομικά προϊόντα προερχόμενα από την εκμετάλλευση του, έληξε στις 31 Μαρτίου 1983. |
4 |
Στη συνέχεια ο Spagl ζήτησε από τι αρμόδιες γερμανικές αρχές να του δοθεί ποσότητα αναφοράς, δυνάμει του συστήματος συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος, βασιζόμενη στην ποσότητα γάλακτος που είχε παραγάγει πριν από την περίοδο μη εμπορίας. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι ο Spagl δεν είχε παραδώσει γάλα κατά τη διάρκεια του 1983, το οποίο είχε καθοριστεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ως έτος αναφοράς, και ότι, επίσης, στην περίπτωση του δεν δικαιολογείται η λόγω συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων χορήγηση ποσότητας αναφοράς. Κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως ο Spagl υπέβαλε ένσταση, μετά την απόρριψη της οποίας άσκησε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht München. |
5 |
Κρίνοντας ότι η απόφαση επί της διαφοράς εξαρτάται από το κύρος της εφαρμοστέας στον τομέα αυτό κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως, το Finanzgericht München ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: «Είναι έγκυρος ο κανονισμός (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 764/89 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1989,
|
6 |
Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, οι οικείες κοινοτικές διατάξεις, καθώς και η εξέλιξη της διαδικασίας της κύριας δίκης και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου. |
Επί του πρώτου ερωτήματος
7 |
Το πρώτο ερώτημα αναφέρεται ουσιαστικά στο κύρος του άρθρου 3α, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 764/89 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1989, καθόσον αποκλείει το ενδεχόμενο να δοθεί ειδική ποσότητα αναφοράς, βάσει του εν λόγω κανονισμού, στους παραγωγούς η περίοδος μη εμπορίας ή μετατροπής των οποίων, κατ' εκτέλεση της υποχρεώσεως που έλαβαν βάσει του κανονισμού 1078/77 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, έληξε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1983 ή, ανάλογα με την περίπτωση, πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 1983. |
8 |
Καταρχάς πρέπει να υπομνησθεί ότι η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση όσον αφορά τη συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος δεν περιελάμβανε αρχικά καμία ειδική διάταξη προβλέπουσα τη χορήγηση ποσότητας αναφοράς στους παραγωγούς οι οποίοι, κατ' εκτέλεση της υποχρεώσεως που ανέλαβαν βάσει του κανονισμού 1078/77, δεν παρέδιδαν γάλα κατά τη διάρκεια του έτους το οποίο είχε οριστεί στο οικείο κράτος μέλος ως έτος αναφοράς. Εντούτοις, με τις αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1988, Mulder, σκέψη 28 ( 120/86, Συλλογή 1988, σ. 2321 ) και von Deetzen, σκέψη 17 ( 170/86, Συλλογή 1988, σ. 2355 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι η ρύθμιση αυτή είναι ανίσχυρη λόγω παραβιάσεως της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον δεν προέβλεπε μια τέτοια χορήγηση. |
9 |
Με τις αποφάσεις αυτές το Δικαστήριο δέχθηκε, αφενός, ότι ο επιχειρηματίας που αυτοβούλως σταμάτησε την παραγωγή του επί ορισμένο χρονικό διάστημα δεν μπορεί θεμιτώς να προσδοκά ότι θα μπορεί να αρχίσει εκ νέου την παραγωγή υπό τις ίδιες συνθήκες με αυτές που ίσχυαν προηγουμένως και ότι δεν θα υπάγεται ενδεχομένως σε ορισμένους κανόνες που στο μεταξύ θα θεσπίζονταν στον τομέα της εμπορικής πολιτικής και της διαρθρωτικής πολιτικής (απόφαση Mulder, σκέψη 23' απόφαση von Deetzen, σκέψη 12), έκρινε όμως, αφετέρου, ότι ο επιχειρηματίας αυτός, εφόσον ενθαρρύνθηκε με πράξη της Κοινότητας να αναστείλει την εμπορία για ορισμένη περίοδο, χάριν του γενικού συμφέροντος και αντί καταβολής πριμοδοτήσεως, μπορεί θεμιτώς να προσδοκά ότι δεν θα υποστεί, με τη λήξη της υποχρεώσεως του, περιορισμούς που τον θίγουν ειδικώς λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι έκανε χρήση των δυνατοτήτων που του παρέχει η κοινοτική ρύθμιση (απόφαση Mulder, σκέψη 24· απόφαση von Deetzen, σκέψη 13 ). |
10 |
Κατόπιν των αποφάσεων αυτών το Συμβούλιο εξέδωσε στις 20 Μαρτίου 1989 τον προαναφερθέντα κανονισμό 764/89. Με τον εν λόγω κανονισμό προστέθηκε ένα νέο άρθρο 3α στον κανονισμό 857/84, ορίζον στην ουσία ότι οι παραγωγοί οι οποίοι, κατ' εκτέλεση υποχρεώσεως αναληφθείσας δυνάμει του κανονισμού 1078/77, δεν παρέδιδαν γάλα κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς, λαμβάνουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ειδική ποσότητα αναφοράς ίση προς το 60 % της παραδοθείσας ποσότητας γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που πωλήθηκε από τον παραγωγό κατά τους δώδεκα μήνες οι οποίοι προηγούνται του μήνα καταθέσεως της αιτήσεως για τη χορήγηση πριμοδοτήσεως μη εμπορίας ή μετατροπής. Ωστόσο η δυνατότητα χορηγήσεως ειδικής ποσότητας αναφοράς βάσει της διατάξεως αυτής περιορίζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 1, πρώτη περίπτωση, του άρθρου 3α, για τους παραγωγούς εκείνους των οποίων «η περίοδος μη εμπορίας ή μετατροπής, κατ' εκτέλεση της δέσμευσης που αναλαμβάνουν δυνάμει του κανονισμού 1078/77, λήγει μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1983, ή μετά τις 30 Σεπτεμβρίου 1983 στα κράτη μέλη στα οποία η συλλογή γάλακτος των μηνών από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο είναι τουλάχιστον διπλάσια από τη συλλογή των μηνών από τον Οκτώβριο έως τον Μάρτιο του επόμενου έτους ». |
11 |
Δεδομένου ότι ο κανονισμός 764/89 εκδόθηκε για να καταστήσει την εν λόγω κανονιστική ρύθμιση σύμφωνη προς τις προαναφερθείσες αποφάσεις Mulder και von Deetzen, πρέπει να εξεταστεί καταρχάς το κύρος του άρθρου 3α, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, σε σχέση με τις αρχές τις οποίες έλαβε υπόψη το Δικαστήριο στις ανωτέρω αποφάσεις του, ιδίως δε σε σχέση με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. |
12 |
Η προθεσμία η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3α, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 857/84, όπως τροποποιήθηκε, έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της δυνατότητας χορηγήσεως ειδικής ποσότητας αναφοράς σε όλους τους παραγωγούς των οποίων η περίοδος μη εμπορίας ή μετατροπής έληξε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1983 ή, ανάλογα με την περίπτωση, πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 1983. Επομένως, στην κατηγορία των στερουμένων της δυνατότητας αυτής παραγωγών περιλαμβάνονται ιδίως εκείνοι των οποίων η περίοδος μη εμπορίας ή μετατροπής έληξε κατά τη διάρκεια της περιόδου 1981-1983, που περιλαμβάνει τα τρία ημερολογιακά έτη τα οποία μπορούσαν να καθορίσουν τα κράτη μέλη ως έτη αναφοράς. |
13 |
Συναφώς, ο κοινοτικός νομοθέτης μπορούσε νομίμως να καθορίσει προθεσμία αναφορικά με τη λήξη της περιόδου μη εμπορίας ή μετατροπής των ενδιαφερομένων, με σκοπό να αποκλείσει τη δυνατότητα εφαρμογής των ευεργετικών διατάξεων του άρθρου 3α υπέρ εκείνων των παραγωγών που δεν είχαν παραδώσει γάλα κατά τη διάρκεια ολοκλήρου ή μέρους του οικείου έτους αναφοράς για λόγους άσχετους προς την ανάληψη υποχρεώσεως μη εμπορίας ή μετατροπής. Αντίθετα, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως ερμηνεύθηκε με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου, εμποδίζει τον καθορισμό μιας τέτοιας προθεσμίας υπό συνθήκες οι οποίες επιφέρουν τον αποκλεισμό από τη δυνατότητα εφαρμογής των ευεργετικών διατάξεων του άρθρου 3α και των παραγωγών που δεν παρήγαγαν γάλα κατά τη διάρκεια ολοκλήρου ή μέρους του έτους αναφοράς εκτέλεση υποχρεώσεως αναληφθείσας δυνάμει του κανονισμού 1078/77. |
14 |
Όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Mulder ( σκέψεις 15 και 16 ), η οικεία κοινοτική κανονιστική ρύθμιση δεν εξασφαλίζει σε όλες τις περιπτώσεις στους παραγωγούς, που αδυνατούν να λάβουν αντιπροσωπευτική ποσότητα αναφοράς δυνάμει του άρθρου 2, τη χορήγηση ειδικής ή συμπληρωματικής ποσότητας αναφοράς βάσει άλλων διατάξεων της ρυθμίσεως αυτής, δεδομένου ότι η χορήγηση αυτών των ποσοτήτων εξαρτάται από τη συνδρομή ειδικών προϋποθέσεων και, επιπλέον, τούτο δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο στο πλαίσιο των διαθεσίμων προς τον σκοπό αυτό ποσοτήτων. |
15 |
Υπό τις συνθήκες αυτές προκύπτει ότι το άρθρο 3α, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 857/84, δεδομένου ότι καθιστά δυνατό τον αποκλεισμό της εφαρμογής των ευεργετικών διατάξεων του άρθρου 3α υπέρ των παραγωγών που δεν παρέδωσαν γάλα κατά τη διάρκεια ολοκλήρου ή μέρους του έτους αναφοράς σε εκτέλεση υποχρεώσεως αναληφθείσας δυνάμει του κανονισμού 1078/77, επιβάλλει στους θιγομένους κατά τον τρόπο αυτό παραγωγούς περιορισμούς οι οποίοι τους πλήττουν ατομικά λόγω ακριβώς της αναλήψεως αυτής της υποχρεώσεως. Αυτοί οι ειδικοί περιορισμοί δεν δικαιολογούνται βάσει λόγων γενικού συμφέροντος, καθόσον το συμφέρον αυτό, μπορούσε να διαφυλαχθεί με μέτρα γενικού χαρακτήρα. Επομένως, η εν λόγω ρύθμιση προσβάλλει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων παραγωγών, οι οποίοι βασίστηκαν στην πεποίθηση τους ότι οι υποχρεώσεις που ανέλαβαν πριν από την έναρξη της ισχύος του συστήματος συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος ήταν σαφώς καθορισμένες. |
16 |
Έπεται ότι η επίδικη διάταξη πρέπει να κηρυχθεί ανίσχυρη λόγω παραβιάσεως της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. |
17 |
Για τους λόγους αυτούς, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3α, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 764/89 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1989, είναι ανίσχυρο καθόσον αποκλείει από τη χορήγηση ειδικής ποσότητας αναφοράς βάσει της διατάξεως αυτής τους παραγωγούς για τους οποίους η περίοδος μη εμπορίας ή μετατροπής, κατ' εκτέλεση υποχρεώσεως που αναλήφθηκε σύμφωνα με τον κανονισμό 1078/77 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, λήγει πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1983, ή, ενδεχομένως, πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 1983. |
Επί του δευτέρου ερωτήματος
18 |
Το δεύτερο ερώτημα αφορά στην ουσία το κύρος του άρθρου 3α, παράγραφος 2, του κανονισμού 857/84 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε, καθόσον περιορίζει την ειδική ποσότητα αναφοράς που προβλέπεται σ' αυτή τη διάταξη στο 60 % της παραδοθείσας ποσότητας γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος την οποία πώλησε ο παραγωγός κατά τους δώδεκα ημερολογιακούς μήνες που προηγήθηκαν του μήνα καταθέσεως της αιτήσεως για τη χορήγηση πριμοδοτήσεως μη εμπορίας ή μετατροπής. |
19 |
Το άρθρο 3α, παράγραφος 2, του κανονισμού 857/84 ορίζει ότι η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού ειδική ποσότητα αναφοράς « ισούται προς το 60 ο/ο της παραδοθείσας ποσότητας γάλακτος που επωλήθη από τον παραγωγό κατά τους δώδεκα ημερολογιακούς μήνες που προηγήθηκαν του μηνός κατάθεσης της αίτησης για χορήγηση πριμοδότησης μη εμπορίας ή μετατροπής όπως καθορίζεται από την οικεία αρμόδια αρχή δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο ε, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1391/78, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 84/83, και για την οποία ο παραγωγός, δεν έχασε το δικαίωμα πριμοδότησης ». |
20 |
Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, τούτο πρέπει, όπως και το πρώτο, να εξεταστεί καταρχάς υπό το πρίσμα της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως εφαρμόστηκε με τις προαναφερθείσες αποφάσεις Mulder και von Deetzen. |
21 |
Επ' αυτού πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι οι παραγωγοί που αναφέρονται στο άρθρο 3α του κανονισμού 857/84, όπως τροποποιήθηκε, σε αντίθεση με τους αναφερομένους στο άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού, δεν παρέδωσαν γάλα κατά τη διάρκεια του έτους το οποίο καθορίστηκε στο οικείο κράτος ως έτος αναφοράς. Ο κοινοτικός νομοθέτης, επομένως, δεν μπορούσε να υπολογίσει τις ειδικές ποσότητες αναφοράς τους σε συνάρτηση με τον όγκο των παραδόσεων που πραγματοποίησαν κατά τη διάρκεια του έτους αυτού, αλλά έπρεπε να καταφύγει, όπως και έπραξε, σε άλλες βάσεις υπολογισμού, όπως ο όγκος των παραδόσεων τους κατά τη διάρκεια μιας αντιπροσωπευτικής περιόδου προγενέστερης της περιόδου τους μη εμπορίας ή μετατροπής. Ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό, μπορούσε νομίμως να ορίσει ότι η ποσότητα αυτών των παραδόσεων θα λαμβανόταν υπόψη μειωμένη κατά ένα ποσοστό, με σκοπό να εξασφαλιστεί ότι η κατηγορία των ενδιαφερομένων εν προκειμένω παραγωγών δεν θα ευνοείτο υπερβολικά σε σχέση με τους παραγωγούς που συνέχισαν να παραδίδουν γάλα κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς. |
22 |
Πρέπει εντούτοις να επισημανθεί ότι, όταν επιβάλλεται μια τέτοια μείωση, δεν επιτρέπεται βάσει της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης το σχετικό ποσοστό να καθορίζεται σε τέτοιο υψηλό επίπεδο, σε σχέση με το ποσοστό μειώσεως που ορίστηκε για τους παραγωγούς, οι ποσότητες αναφοράς των οποίων καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 857/84, ώστε η εφαρμογή του να αποτελεί περιορισμό που θίγει ειδικά τους ενδιαφερομένους παραγωγούς λόγω ακριβώς της υποχρεώσεως που ανέλαβαν βάσει του κανονισμού 1078/77. |
23 |
Το προβλεπόμενο στο άρθρο 3α, παράγραφος 2, του κανονισμού 857/84 ποσοστό μειώσεως κατά 40 ο/ο δεν πληροί τις απαιτούμενες βάσει της αρχής αυτής προϋποθέσεις. Πράγματι, από τα πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε η Επιτροπή κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα ποσοστά μειώσεως που ισχύουν για τους παραγωγούς, των οποίων οι ποσότητες αναφοράς καθορίζονται σε συνάρτηση με τις πραγματοποιηθείσες κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς παραδόσεις γάλακτος, ποικίλλουν στα διάφορα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 857/84, ανάλογα με τις κατηγορίες παραγωγών ή τις περιοχές. Ωστόσο, από τα στοιχεία αυτά συνάγεται επίσης ότι σε καμία περίπτωση το σύνολο των μειώσεων που ισχύουν για τους παραγωγούς που αναφέρονται στο άρθρο 2, περιλαμβανομένων των μειώσεων οι οποίες προκύπτουν από ενδεχόμενη μείωση των συνολικών εγγυημένων ποσοτήτων και από αναστολή μέρους των ποσοτήτων αναφοράς κατά τη διάρκεια του σταδίου εκτελέσεως του συστήματος, δεν υπερβαίνει το 17,5 %. |
24 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιβολή στους αναφερομένους στο άρθρο 3α παραγωγούς μειώσεως ύψους 40 %, η οποία όχι μόνο δεν είναι αντιπροσωπευτική των ποσοστών μειώσεως που ισχύουν για τους παραγωγούς περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 2, αλλά και είναι υπερδιπλάσια του υψηλότερου από τα ποσοστά αυτά, πρέπει να θεωρηθεί ως περιορισμός που πλήττει ειδικά αυτήν την πρώτη κατηγορία παραγωγών λόγω ακριβώς της υποχρεώσεως μη εμπορίας ή μετατροπής την οποία είχαν αναλάβει. |
25 |
Το Συμβούλιο και η Επιτροπή προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι δεν είναι δυνατή η σύγκριση του ποσοστού μειώσεως που επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 3α, παράγραφος 2, προς το ποσοστό μειώσεως το οποίο ισχύει για τους παραγωγούς που συνέχισαν να παραδίδουν γάλα κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς. Οι ποσότητες αναφοράς της τελευταίας αυτής κατηγορίας υπολογίζονται σε συνάρτηση με τις παραδόσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους της περιόδου 1981—1983, δηλαδή σε συνάρτηση με στοιχεία σχετικά πρόσφατα, ενώ οι ειδικές ποσότητες αναφοράς της πρώτης κατηγορίας βασίζονται στον όγκο των παραδόσεων που πραγματοποιήθηκαν πριν από την ανάληψη των υποχρεώσεων βάσει του κανονισμού 1078/77, δηλαδή σε συνάρτηση με στοιχεία τα οποία ανατρέχουν σε αρκετά έτη στο παρελθόν. |
26 |
Ο ισχυρισμός αυτός δεν δικαιολογεί τη βαλλόμενη διαφορά μεταξύ των σχετικών ποσοστών. Πράγματι, από πίνακα που κατέθεσε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προκύπτει ότι οι παραδόσεις γάλακτος, τόσο στο επίπεδο της Κοινότητας γενικά, όσο και στο επίπεδο των ατομικών εκμεταλλεύσεων, αυξήθηκαν σταθερά μεταξύ του 1977, έτος ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 1078/77, και του 1983, τελευταίου ημερολογιακού έτους που μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως έτος αναφοράς. |
27 |
Το Συμβούλιο και η Επιτροπή προέβαλαν επίσης τον ισχυρισμό ότι δεν ήταν δυνατό να χορηγηθούν στην εν λόγω κατηγορία παραγωγών ειδικές ποσότητες αναφοράς αντιστοιχούσες σε ποσοστό μεγαλύτερο του 60% των παραδόσεων γάλακτος που πραγματοποιήθηκαν πριν από την περίοδο μη εμπορίας ή μετατροπής, διότι άλλως θα διακυβευόταν ο στόχος του συστήματος συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος, ο οποίος συνίστατο στη συγκράτηση των διαρθρωτικών πλεονασμάτων της αγοράς γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων. Επ' αυτού η Επιτροπή εξήγησε ότι, κατά τις εκτιμήσεις της, προβλεπόταν ότι οι αιτήσεις χορηγήσεως ειδικής ποσότητας αναφοράς που θα υπέβαλαν οι παραγωγοί οι οποίοι είχαν αναλάβει υποχρέωση βάσει του κανονισμού 1078/77 θα αφορούσε όγκο ενός περίπου εκατομμυρίου τόννων γάλακτος. Δεδομένου ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θεώρησε ότι μια συμπληρωματική ποσότητα γάλακτος ύψους 600000 τόννων ήταν η μεγαλύτερη δυνατή που θα μπορούσε να γίνει δεκτή χωρίς να θιγεί ο στόχος του συστήματος, αύξησε την εφεδρική ποσότητα της Κοινότητας κατά 600000 τόννους, διατηρώντας όμως αμετάβλητο το επίπεδο των ποσοτήτων αναφοράς των άλλων παραγωγών. |
28 |
Ούτε αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να δικαιολογήσει τη βαλλόμενη ρύθμιση. Πράγματι, και αν ακόμα υποτεθεί ότι δεν ήταν δυνατή μεγαλύτερη αύξηση της κοινοτικής εφεδρικής ποσότητας χωρίς να κλονιστεί η ισορροπία της αγοράς γάλακτος, θα αρκούσε ωστόσο να μειωθούν οι ποσότητες αναφοράς των άλλων παραγωγών κατ' αναλογία προς την καθοριζομένη ποσότητα, ώστε να είναι δυνατή η χορήγηση μεγαλυτέρων ειδικών ποσοτήτων αναφοράς στους παραγωγούς που ανέλαβαν υποχρέωση βάσει του κανονισμού 1078/77. |
29 |
Έπεται ότι και ο βαλλόμενος περιορισμός του 60 % θα προσβάλει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων παραγωγών, που ορθώς βασίστηκαν στην πεποίθηση τους ότι οι υποχρεώσεις τους ήταν σαφώς καθορισμένες. Επομένως, η επίδικη διάταξη πρέπει να κηρυχθεί ανίσχυρη λόγω παραβιάσεως της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστούν τα άλλα επιχειρήματα που προβλήθηκαν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, κατά του κύρους της. |
30 |
Για τους λόγους αυτούς, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3α, παράγραφος 2, του κανονισμού 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 764/89 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1989, είναι ανίσχυρο καθόσον περιορίζει την ειδική ποσότητα αναφοράς που προβλέπεται από τη διάταξη αυτή στο 60 % της ποσότητας του παραδοθέντος γάλακτος ή της ποσότητας ισοδυνάμου γάλακτος η οποία πωλήθηκε από τον παραγωγό κατά τη διάρκεια της περιόδου των δώδεκα ημερολογιακών μηνών που προηγήθηκαν της καταθέσεως της αιτήσεως για χορήγηση πριμοδοτήσεως μη εμπορίας ή μετατροπής. |
Επί των δικαστικών εξόδων
31 |
Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ιρλανδική Κυβέρνηση, το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. |
Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα), κρίνοντας επί των ερωτημάτων που υπέβαλε το Finanzgericht München με Διάταξη τη 27ης Απριλίου 1989, αποφαίνεται: |
|
|
Moitinho de Almeida. Rodríguez Iglesias Slynn Grévisse Zuleeg Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Δεκεμβρίου 1990. Ο Γραμματέας J.-G. Giraud Ο Πρόεδρος του πέμπτου τμήματος J. C. Moitinho de Almeida |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.