61988C0145

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Van Gerven της 29ης Ιουνίου 1989. - TORFAEN BOROUGH COUNCIL ΚΑΤΑ B & Q PLC. ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ CWMBRAN MAGISTRATES'COURT ΤΟΥ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ. - ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 30 ΚΑΙ 36 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΟΚ - ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 145/88.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1989 σελίδα 03851
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00241
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00255


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. Στην παρούσα υπόθεση, καλείστε και πάλι να αποφανθείτε με προδικαστική απόφαση επί του περιεχομένου του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ. Θα πρέπει να εξετάσετε αν η προβλεπόμενη στο άρθρο αυτό απαγόρευση λήψεως μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών καλύπτει και την περίπτωση εθνικού μέτρου που απαγορεύει καταρχήν τη διενέργεια εμπορικών συναλλαγών τις Κυριακές.

Τα πραγματικά περιστατικά

2. Η κυρία δίκη αφορά μία ποινική διαδικασία που κινήθηκε κατόπιν μηνύσεως ενός βρετανικού οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως, του Torfaen Borough Council (στο εξής: Borough Council), κατά μιας μεγάλης επιχειρήσεως καταστημάτων ειδών μαστορέματος, της Β & Q (στο εξής: Β & Q).

Η Β & Q κατηγορείται για παράβαση των άρθρων 47 και 59 του United Kingdom Shops Act 1950 (στο εξής: Shops Act), η οποία συνίσταται στο ότι άνοιξε για το κοινό το κατάστημά της στο Gwmbran μία Κυριακή.

Για το κείμενο των εφαρμοστέων άρθρων του Shops Act, παραπέμπω στο κεφάλαιο Ι, σημείο 2, της εκθέσεως για την επ' ακροατηρίου συζήτηση. 'Οπως αναφέρεται στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η εν λόγω απαγόρευση συνοδεύεται από πολυάριθμες εξαιρέσεις επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι η συμμόρφωση προς τον νόμο αυτόν είναι περιορισμένη και ότι σε πολλές περιπτώσεις εφαρμόζεται μόνο περιστασιακά. Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι ο νόμος δεν ισχύει στη Σκωτία.

3. Οι διάδικοι της κυρίας δίκης συμφωνούν ότι η Β & Q παρέβη τις οικείες διατάξεις του Shops Act και ότι η δικαιολόγηση της συμπεριφοράς της μπορεί να βρει ενδεχομένως έρεισμα μόνο στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ. Οι διάδικοι δεν διαφωνούν ούτε ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Β & Q προς στήριξη των επιχειρημάτων της που αφορούν τις επιπτώσεις της απαγορεύσεως πραγματοποιήσεως πωλήσεων τις Κυριακές επί των εισαγωγών από άλλα κράτη μέλη. Το παραπέμπον δικαστήριο θεώρησε αποδεδειγμένα τα κύρια πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν με βάση τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία (1) και τα οποία μπορούν να περιγραφούν ως εξής:

1) ... (άνευ σημασίας).

2) ... (άνευ σημασίας).

3) Κατά τη χρήση 1987/1988, η Β & Q αγόρασε είδη προερχόμενα από άλλα κράτη μέλη αξίας άνω των 40 000 000 λιρών Αγγλίας (UΚL). Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 10% περίπου του συνολικού όγκου των αγορών της Β & Q.

4) Αφότου τέθηκε σε εφαρμογή η απαγόρευση, σημειώθηκε αισθητή και διαρκής μείωση του κύκλου εργασιών πολλών καταστημάτων της Β & Q (συμπεριλαμβανομένου αυτού του Cwmbran). Είναι επίσης αποδεδειγμένον ότι, αντί να εξαλειφθεί με την πάροδο του χρόνου, η μείωση αυτή του κύκλου εργασιών, συνεχίστηκε. Κατά τις χρήσεις 1986/1987 και 1987/1988, η μείωση του κύκλου εργασιών των εν λόγω καταστημάτων έφθασε κατά μέσον όρο στο 23% περίπου.

5) Η μείωση του κύκλου εργασιών είναι γενική, υπό την έννοια ότι αφορά όλες τις κατηγορίες των πωλουμένων από την Β & Q προϊόντων.

6) Η μείωση αυτή επιβεβαιώθηκε από τον όγκο των παραγγελιών της Β & Q σε ορισμένους από τους προμηθευτές της στην ΕΟΚ. Αφότου τέθηκε σε ισχύ η απαγόρευση πραγματοποιήσεως πωλήσεων τις Κυριακές, διαπιστώθηκε αισθητή μείωση των εν λόγω παραγγελιών.

7) ... (άνευ σημασίας).

8) Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η θέση σε ισχύ της απαγορεύσεως πραγματοποιήσεως πωλήσεων τις Κυριακές προκάλεσε μείωση, σε απόλυτους αριθμούς, του όγκου των εισαγωγών στο Ηνωμένο Βασίλειο πολλών προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη και πωλούνται από την Β & Q.

4. Υπό τις συνθήκες αυτές, το παραπέμπον δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς το αν το Shops Act του 1950 συμβιβάζεται με τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ. Τα ερωτήματα αυτά έχουν ως εξής:

"1) Στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος δεν επιτρέπει στα καταστήματα λιανικής πωλήσεως να παραμένουν ανοιχτά τις Κυριακές για την πώληση αντικειμένων στους πελάτες τους, με εξαίρεση την πώληση συγκεκριμένων ειδών, και όταν η απαγόρευση αυτή έχει ως αποτέλεσμα ότι μειώνει σε απόλυτους αριθμούς τις πωλήσεις εμπορευμάτων στα καταστήματα αυτά, ιδίως δε τις πωλήσεις ειδών που κατασκευάζονται σε άλλα κράτη μέλη, και, επομένως, μειώνει τον όγκο των εισαγωγών των ειδών αυτών από άλλα κράτη μέλη, αποτελεί η απαγόρευση αυτή μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 1, εμπίπτει το μέτρο αυτό στις εξαιρέσεις από το άρθρο 30 που προβλέπει το άρθρο 36 ή σε άλλη εξαίρεση αναγνωριζόμενη από το κοινοτικό δίκαιο;

3) Επηρεάζεται η απάντηση στα ερωτήματα 1 ή 2 από το γεγονός ότι ενδεχομένως το υπό κρίση μέτρο αποτελεί μέσο αυθαίρετης διάκρισης ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών ή μέτρο δυσανάλογο ή για άλλο λόγο αδικαιολόγητο;'

Ι - Το πρώτο ερώτημα

5. Με το πρώτο ερώτημα, το Δικαστήριο καλείται να λάβει ως δεδομένο ότι η απαγόρευση διενεργείας πωλήσεων τις Κυριακές "έχει ως αποτέλεσμα ότι μειώνει ... τις πωλήσεις ... ειδών που κατασκευάζονται σε άλλα κράτη μέλη και, επομένως, μειώνει τον όγκο των εισαγωγών των ειδών αυτών από άλλα κράτη μέλη". Το απόσπασμα αυτό στηρίζεται στην περιεχόμενη στη Διάταξη περί παραπομπής υπόθεση ως προς τα πραγματικά περιστατικά (βλέπε ανωτέρω, παράγραφο 3, σημεία 6 και 8), ότι δηλαδή η εφαρμογή της απαγορεύσεως διενεργείας πωλήσεων τις Κυριακές προκαλεί, εμμέσως, μείωση σε απόλυτους αριθμούς του όγκου των εισαγωγών στο Ηνωμένο Βασίλειο πολλών προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη και πωλούνται στα καταστήματα της Β & Q.

Η Διάταξη περί παραπομπής του Cwmbran Magistrates' Court αποτελεί περίπτωση του αποκαλούμενου "consent order", το οποίο σημαίνει ότι τα μέρη συμφώνησαν επί του περιεχομένου της, συμπεριλαμβανομένης και της διατυπώσεως των προδικαστικών ερωτημάτων. Ωστόσο, από τις γραπτές παρατηρήσεις του Borough Council και της βρετανικής κυβερνήσεως καθώς και από την προφορική διαδικασία, προκύπτει ότι ο τρόπος με τον οποίο θα έπρεπε να εξετάσει το Δικαστήριο το πρώτο προδικαστικό ερώτημα εξακολουθεί να αποτελεί, σε πολλά σημεία, πηγή διαφωνιών.

Πρέπει να "αναμορφωθεί" η Διάταξη περί παραπομπής;

6. Πρώτον, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου παρατηρεί ότι δεν αποδείχθηκε ότι η Β & Q πώλησε, την Κυριακή που ενδιαφέρει εν προκειμένω, προϊόντα καταγόμενα από άλλα κράτη μέλη. Κατά τα λοιπά, θεωρεί ότι, αφού το Shops Act καθιστά αξιόποινη, όχι την πώληση, αλλά το γεγονός και μόνο ότι είναι ανοικτό ένα κατάστημα, η Β & Q παρέβη ούτως ή άλλως ποινικές διατάξεις και τα προδικαστικά ερωτήματα είναι περιττά για την έκδοση αποφάσεως στην κυρία δίκη. Εν πάση περιπτώσει, ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινήσει ότι δεν τίθεται ζήτημα αντιθέσεως των επίμαχων διατάξεων του Shops Act του 1950 προς το κοινοτικό δίκαιο παρά στον βαθμό που οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται επί εισαγομένων προϊόντων.

Δεύτερον, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και το Borough Council παρατηρούν ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι επίμαχες διατάξεις του Shops Act περιορίζουν πράγματι τον συνολικό όγκο των εισαγωγών στο Ηνωμένο Βασίλειο (βλέπε την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, κεφάλαιο ΙΙ, σημεία 1 και 3).

Τρίτον, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και το Borough Council προέβαλαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ένα συμπληρωματικό επιχείρημα προς στήριξη της απόψεώς τους, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο δεν πρέπει να λάβει υπόψη τις συνέπειες του Shops Act επί των εισαγωγών στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις οποίες διαπίστωσε το παραπέμπον δικαστήριο. Θεωρούν δε ότι οι επιπτώσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στη Διάταξη περί παραπομπής δεν έχουν σημασία για την υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι αφορούν μία μόνο εμπορική επιχείρηση και τίποτε δεν αποδεικνύει ότι επηρεάζουν την εμπορία ενός συγκεκριμένου προϊόντος.

7. Κανένα από τα τρία αυτά επιχειρήματα δεν είναι αρκετά πειστικό. 'Οσον αφορά τη χρησιμότητα ή την αναγκαιότητα του ερωτήματος, οι παρατηρήσεις μου θα είναι σύντομες. 'Οπως αναφέρει η ίδια η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εναπόκειται αποκλειστικά στο παραπέμπον δικαστήριο να κρίνει κατά πόσον είναι αναγκαίο ή σκόπιμο ένα προδικαστικό ερώτημα (2).

Το ότι ένα εθνικό μέτρο δεν μπορεί να κριθεί αντίθετο προς το άρθρο 30 παρά μόνο στον βαθμό που εφαρμόζεται επί των εισαγομένων προϊόντων είναι αληθές, υπό την έννοια ότι το άρθρο 30 (ή κάθε άλλη διάταξη κοινοτικού δικαίου) δεν εφαρμόζεται επί "αμιγώς εσωτερικών" καταστάσεων (3). 'Ομως, αυτό δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση: από τη διατύπωση του πρώτου ερωτήματος και τα πραγματικά περιστατικά, προκύπτει σαφώς ότι υπάρχει "στοιχείο διακρατικότητας".

Ούτε το δεύτερο επιχείρημα συμβιβάζεται, κατά τη γνώμη μου, με τη νομολογία του Δικαστηρίου. 'Οπως έγινε σαφώς δεκτό με την απόφαση Dassonville και επαναλαμβάνεται έκτοτε παγίως, ως μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος νοείται "κάθε εμπορική ρύθμιση που μπορεί να παρεμποδίζει, άμεσα ή έμμεσα, πράγματι ή δυνάμει, το ενδοκοινοτικό εμπόριο" (4). Με βάση τον ορισμό αυτό το Δικαστήριο διευκρίνισε στη νομολογία του ότι ο επιχειρηματίας ο οποίος αμφισβητεί τη νομιμότητα ενός εθνικού μέτρου, ισχυριζόμενος ότι αποτελεί απαγορευμένο μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος δεν οφείλει να αποδείξει ότι το εν λόγω μέτρο παρεμποδίζει πραγματικά ή συνολικά το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Το Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία με την οποία επιδιώκετο να αποδειχθεί βάσει στατιστικών στοιχείων ότι οι εισαγωγές του οικείου προϊόντος αυξήθηκαν, ούτε δε έλαβε υπόψη το ενδεχόμενο της αντισταθμίσεως της παρεμποδίσεως τουεμπορίου από άλλους παράγοντες (5). Αυτό είναι άλλωστε λογικό: χωρίς το περιοριστικό μέτρο, οι εισαγωγές θα μπορούσαν να αυξηθούν ακόμη περισσότερο.

Οι μόνες περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο δέχθηκε ότι τα υπό κρίση μέτρα δεν θεωρούνται ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 ενόψει των ουσιαστικών αποτελεσμάτων τους είναι οι περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η οικεία ρύθμιση δεν μπορούσε να προκαλέσει περιορισμό των εισαγωγών και εξαγωγών μεταξύ κρατών μελών (6), ή περιπτώσεις όπου το μέτρο "δεν συνδέεται στην πραγματικότητα με τις εισαγωγές προϊόντων" (7). Τα πραγματικά περιστατικά στα οποία αναφέρονταν οι εν λόγω αποφάσεις ήταν εξαιρετικά ιδιάζουσας φύσεως: επρόκειτο, κάθε φορά, για μέτρα για τα οποία το Δικαστήριο έκρινε, στηριζόμενο σε εμπειρικές εκτιμήσεις, ότι δεν επηρέαζαν ούτε μπορούσαν να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Η βρετανική κυβέρνηση και το Borough Council αφήνουν να εννοηθεί ότι το Δικαστήριο αντιμετωπίζει εν προκειμένω παρόμοια κατάσταση και ότι, κατά συνέπεια, οι προαναφερθείσες αποφάσεις είναι καθοριστικές για την απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεν αληθεύει: το παραπέμπον δικαστήριο διαπίστωσε πράγματι κάποια μείωση των εισαγωγών στο Ηνωμένο Βασίλειο κατόπιν της απαγορεύσεως διενεργείας πωλήσεων τις Κυριακές. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ζητείται από το Δικαστήριο να λάβει ως δεδομένο ότι υπάρχει σχέση αιτιότητας μεταξύ της εφαρμογής της επίμαχης ρυθμίσεως και της μειώσεως των εισαγωγών τέτοιος σύνδεσμος δεν υφίστατο στις υποθέσεις Oebel, Blesgen και Forest.

8. Δεν θα συμφωνήσω ούτε με το τρίτο επιχείρημα που αφορά το "λυσιτελές" των διαπιστώσεων του παραπέμποντος δικαστηρίου σχετικά με τα πραγματικά δεδομένα. 'Οπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ακόμη και όταν διαπιστώνεται παρεμπόδιση του εμπορίου που αφορά ένα μόνον έμπορο, η ρύθμιση στην οποία οφείλεται η παρεμπόδιση αυτή του εμπορίου μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 (8). Η προσέγγιση αυτή μου φαίνεται λογική. Μολονότι είναι αλήθεια ότι, οσάκις ερμηνεύεται το κοινοτικό δίκαιο με προδικαστική απόφαση, η ερμηνεία ισχύει erga omnes, ωστόσο, η κάθε απόφαση εκδίδεται ενόψει της εφαρμογής μιας εθνικής ρυθμίσεως επί συγκεκριμένης πραγματικής καταστάσεως την οποία αφορά η υπόθεση στην κύρια δίκη. Ασφαλώς, δεν είναι πάντοτε δυνατό (ούτε επιθυμητό) να αποφαίνεται προδικαστικώς το Δικαστήριο επί συγκεκριμένων καταστάσεων οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με τα δεδομένα της υποθέσεως στην κύρια δίκη και της οποίας τα ακριβή πραγματικά στοιχεία δεν είναι καθόλου ή δεν είναι επαρκώς γνωστά.

Τέλος, επιθυμώ να καταστήσω σαφές ότι δεν υιοθετώ την άποψη ότι, επειδή οι διατάξεις του Shops Act είναι γενικής ισχύος, τίποτε δεν αποδεικνύει ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, παρεμποδίζεται η εμπορία ενός συγκεκριμένου προϊόντος. Στην παρούσα υπόθεση τίθεται το ζήτημα αν οι επίδικοι κανόνες συνεπάγονται παρεμπόδιση του εμπορίου κατά την έννοια του άρθρου 30 ως προς τα προϊόντα που εμπορεύεται η Β & Q. 'Ομως, αυτό ακριβώς το γεγονός διαπίστωσε ρητώς το παραπέμπον δικαστήριο (9).

Περιέχει το Shops Act "εμπορική ρύθμιση";

9. Με βάση τα προηγηθέντα, οδηγούμαι στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει πειστικός λόγος να μη ληφθούν υπόψη τα αναφερόμενα από το παραπέμπον δικαστήριο πραγματικά στοιχεία ως στερούμενα σημασίας και να τροποποιηθεί η διατύπωση του πρώτου ερωτήματος.

Επομένως, το ζήτημα που τίθεται είναι αν μία εθνική ρύθμιση η οποία έχει αποδειχθεί ότι έχει κάποιο περιοριστικό αποτέλεσμα επί των εισαγωγών μπορεί, παρά ταύτα, να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ. Η Β & Q απαντά αρνητικά: οι επίμαχες διατάξεις του Shops Act του 1950 πρέπει να εξετασθούν εξ ολοκλήρου υπό το φως της αρχής που διατυπώνεται στην απόφαση Dassonville, κατά συνέπεια δε εμπίπτουν, prima facie, στην απαγόρευση του άρθρου 30. Αντίθετα, τόσο το Borough Council όσο και η βρετανική κυβέρνηση υποστήριξαν ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, είτε η εν λόγω αρχή δεν βρίσκει εφαρμογή είτε η εφαρμογή της δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι επίδικες διατάξεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30.

10. Κατά το Borough Council, το επίμαχο νομοθέτημα δεν αποτελεί καν "εμπορική ρύθμιση" κατά την έννοια της αποφάσεως Dassonville, αλλά έκφραση της "αστυνομικής εξουσίας" την οποία διατήρησαν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 30. Στις παρατηρήσεις του Borough Council, η έννοια της "αστυνομικής εξουσίας" ή της "αστυνομικής διατάξεως" ορίζεται προπάντων σε συνάρτηση με τα ενδεχόμενα αποτελέσματα του οικείου μέτρου. Πρόκειται για ρυθμίσεις των οποίων οι δεσμοί με το ενδοκοινοτικό εμπόριο δεν είναι αρκετά συνεκτικοί και των οποίων τα περιοριστικά αποτελέσματα αποτελούν την αναπόφευκτη συνέπεια της εν γένει ρυθμίσεως της λειτουργίας της κοινωνίας ή της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Το Borough Council υποστηρίζει ότι οι ρυθμίσεις αυτές δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 30, όταν εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις (θεωρεί δε ότι η άποψη αυτή ενισχύεται από τις προαναφερθείσες αποφάσεις Oebel και Blesgen).

11. Χωρίς να συνδέει τη συλλογιστική της με την έννοια του "αστυνομικού μέτρου", η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι, στη σχετική με το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ νομολογία του, το Δικαστήριο διακρίνει μεταξύ των μέτρων που εφαρμόζονται ως προς ένα συγκεκριμένο προϊόν και των μέτρων γενικού χαρακτήρα. Στην περίπτωση των πρώτων, η ύπαρξη διαφορών μεταξύ των υφισταμένων εθνικών ρυθμίσεων δημιουργεί σχεδόν αναποφεύκτως εμπόδια στο διακρατικό εμπόριο. Αντίθετα προκειμένου για μέτρα γενικού χαρακτήρα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, εκτός εάν εισάγουν διακρίσεις ή περιάγουν πράγματι σε δυσμενή θέση τα εισαγόμενα προϊόντα σε σχέση με τα εγχώρια. Οι κανόνες που αφορούν τα ωράρια εργασίας ή λειτουργίας των καταστημάτων ή εκείνοι που καθορίζουν τα προϊόντα που επιτρέπεται να πωλούνται σε ορισμένα πρατήρια εντάσσονται στο πλαίσιο της εν γένει ρυθμίσεως της λειτουργίας της κοινωνίας ή της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Και όταν ακόμη έχουν κάποιο περιοριστικό αποτέλεσμα, δεν εμποδίζουν την εισαγωγή ή την εμπορία των εισαγομένων προϊόντων οι επιπτώσεις τους (εάν υποτεθεί ότι υπάρχουν) δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθούν με ακρίβεια.

12. Φρονώ ότι η προσέγγιση του Borough Council και της κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου προσκρούει σε διάφορες αντιρρήσεις. Πράγματι, δεν είναι εύκολο να εφαρμοσθεί το κριτήριο του διαχωρισμού που προτείνουν. Τι σημαίνει "όχι αρκετά συνεκτικοί δεσμοί με το ενδοκοινοτικό εμπόριο", "γενική ρύθμιση" ή "μέτρα γενικού χαρακτήρα"; Πόσα προϊόντα ή τομείς της βιομηχανίας πρέπει να διέπει μία ρύθμιση για να θεωρείται και να εξετάζεται ως ρύθμιση γενικού χαρακτήρα;

Ωστόσο, μεγαλύτερη σημασία έχει το ζήτημα αν η προαναφερθείσα προσέγγιση συμβιβάζεται με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Η δημιουργία μιας νέας κατηγορίας (αστυνομικών) μέτρων τα οποία αφορούν την παραγωγή και την εμπορία των προϊόντων, χωρίς, ωστόσο, να αποτελούν εμπορικές ρυθμίσεις, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στη νομολογία του Δικαστηρίου. Η αρχή αυτή επιβεβαιώθηκε και με την απόφασή σας της 18ης Μαΐου 1989 επί της υποθέσεως Pharmaceutical Society (10), όπου δεχθήκατε ότι μία διάταξη σύμφωνα με την οποία οι φαρμακοποιοί οφείλουν να χορηγούν αποκλειστικά και μόνο φάρμακα τα οποία αναφέρονται στη σχετική συνταγή του ιατρού με την εμπορική τους ονομασία μπορεί να συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος. Ωστόσο, επρόκειτο για έναν "ουδέτερο" κανόνα δεοντολογίας, του οποίου η σχέση με την εισαγωγή των προϊόντων δεν ήταν δυνατόν να αποδειχθεί. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο, στηριζόμενο στο γεγονός ότι μετά από μία βραχεία περίοδο εφαρμογής της εν λόγω ρυθμίσεως ουσιαστικά σταμάτησε η εισαγωγή αλλοδαπών φαρμακευτικών προϊόντων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να αποκλεισθεί ότι ήταν δυνατόν η εν λόγω ρύθμιση να παρεμβάλλει εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο δεν ασχολήθηκε δε με το πρόβλημα του χαρακτηρισμού του κανόνα (αν επρόκειτο για εμπορική ρύθμιση ή όχι) (11). 'Αλλο παράδειγμα αποτελεί η απόφαση επί της υποθέσεως Buet (12), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι ένας γαλλικός νόμος που απαγόρευε την αναζήτηση πελατών εκτός εμπορικού καταστήματος προς πώληση "διδακτικού υλικού" έπρεπε να θεωρηθεί ότι συνιστά εμπόδιο στην εισαγωγή υλικού εκμαθήσεως ξένης γλώσσας (βλέπε σκέψεις 7 έως 9 της αποφάσεως).

Η νομολογία αυτή υπενθυμίζει προσφυώς την αρχή σύμφωνα με την οποία η εξέταση μιας εθνικής ρυθμίσεως ενόψει του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να επικεντρώνεται μάλλον στα (περιοριστικά για το εμπόριο) αποτελέσματα της εν λόγω ρυθμίσεως παρά στη φύση της (γενικής ή αφορώσας ειδικά ένα προϊόν). Μολονότι είναι, όντως, ευκολότερο να αποδειχθεί ότι παρεμποδίζεται το εμπόριο στην περίπτωση ειδικής ρυθμίσεως που αφορά ένα συγκεκριμένο προϊόν από ό,τι στην περίπτωση μιας γενικής ρυθμίσεως, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί το εμπόριο δεν θα μπορούσε να παρεμποδίζεται τόσο συνεπεία μιας γενικής ρυθμίσεως, όσο και μιας ρυθμίσεως που αφορά συγκεκριμένο προϊόν.

Οι διάφορες κατηγορίες "μέτρων εφαρμοζομένων αδιακρίτως".

13. Ας μου επιτραπεί να αναφερθώ συνοπτικά, χάριν εισαγωγής στο τμήμα αυτό των προτάσεών μου, στις παρατηρήσεις της Επιτροπής. Η Επιτροπή εκκινεί από την γενικώς αποδεκτή διάκριση μεταξύ "μέτρων που εισάγουν διακρίσεις" και "μέτρων εφαρμοζομένων αδιακρίτως". Τα μέτρα της δεύτερης ομάδας τα χωρίζει σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες αναλόγως της φύσεώς τους. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τις διατάξεις που καθορίζουν τις προϋποθέσεις (φύση ή σύνθεση, διαστάσεις, σχήμα, συσκευασία, σήμανση και ονομασία) στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται τα προϊόντα προκειμένου να τεθούν σε κυκλοφορία. Διαφορές μεταξύ των εθνικών ρυθμίσεων της κατηγορίας αυτής είναι αναπόφευκτο να δημιουργήσουν εμπόδια στο εμπόριο, καθότι έχουν ως συνέπεια ότι εμπορεύματα που έχουν παραχθεί ή διατίθενται στο εμπόριο νομίμως στο κράτος μέλος εξαγωγής πρέπει να υποβληθούν στην κατάλληλη προσαρμογή για να μπορούν να πωληθούν στο κράτος μέλος εισαγωγής. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τα μέτρα που απαγορεύουν την εισαγωγή και την κατασκευή (ή απλώς την εμπορία) ορισμένων προϊόντων. Τα μέτρα αυτά επιβάλλουν απόλυτη απαγόρευση εισαγωγής των οικείων προϊόντων και μπορούν, ως εκ τούτου, να θεωρηθούν μάλλον ποσοτικοί περιορισμοί παρά μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος. Η τρίτη κατηγορία έχει σχέση με τις συνθήκες (πού, πότε, πώς, από ποιον) υπό τις οποίες επιτρέπεται η πώληση ή η χρησιμοποίηση των προϊόντων. Οι περιορισμοί που αφορούν τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων υπάγονται αναμφισβήτητα στην τελευταία αυτή κατηγορία.

Για τα μέτρα της τρίτης κατηγορίας, η σχέση με τις εισαγωγές πρέπει, κατά την Επιτροπή, να αναζητηθεί αλλού. Τα μέτρα αυτά δεν παρεμποδίζουν τις εισαγωγές, μπορούν όμως να τις μειώσουν με τους περιορισμούς που επιφέρουν στις δυνατότητες πωλήσεως ή χρήσεως (και, κατά συνέπεια, της ζητήσεως) των προϊόντων επί των οποίων εφαρμόζονται. Τα εμπόδια αυτά είναι εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα από αυτά που προκαλούνται από τις δύο πρώτες κατηγορίες μέτρων: ενώ τα εμπόδια που αντιστοιχούν στις δύο πρώτες κατηγορίες δημιουργούνται λόγω των διαφορών που παρουσιάζουν οι εθνικές ρυθμίσεις, τα εμπόδια που αντιστοιχούν στην τρίτη κατηγορία οφείλονται στην ίδια την ύπαρξη της ρυθμίσεως: τυχόν διαφορές δεν έχουν, στην περίπτωση αυτή, σημασία. Η Επιτροπή επικαλείται τρεις υποθέσεις στα πλαίσια των οποίων το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί μέτρων της τρίτης κατηγορίας: πρόκειται για τις αποφάσεις Oebel (13), Blesgen (14) και Forest (15). Κατά τήν Επιτροπή, οι αποφάσεις αυτές είναι καθοριστικής σημασίας και για την παρούσα υπόθεση.

14. Προτού εκθέσω την προσωπική μου εκτίμηση, θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σημείωσε σαφή εξέλιξη όσον αφορά τα εθνικά μέτρα που εμπίπτουν στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ. 'Ηδη από την αρχή γινόταν δεκτό ότι ένα εθνικό μέτρο που εισάγει διακρίσεις (τυπικές ή, όπως τονίστηκε ευθύς αμέσως, ουσιαστικές) σε βάρος των εισαγομένων προϊόντων εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 30. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε μία τέτοια περίπτωση, που δεν ταυτίζεται με την υπό κρίση, το εθνικό μέτρο μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο βάσει ενός από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 36.

15. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η απαγόρευση του άρθρου 30 καλύπτει και τα μέτρα που εφαρμόζονται αδιακρίτως επί των εγχωρίων και των εισαγομένων προϊόντων. Πρόκειται, στην περίπτωση αυτή, για μέτρα που δεν εισάγουν μεν διακρίσεις κατά τον σκοπό ή το αντικείμενό τους, έχουν όμως στην ουσία σημαντικότερες επιπτώσεις για τα εισαγόμενα από ό,τι για τα εγχώρια προϊόντα με άλλα λόγια, περιάγουν σε δυσμενή θέση τα εισαγόμενα προϊόντα σε σχέση με τα εγχώρια. Στην περίφημη απόφαση "Cassis de Dijon", το Δικαστήριο δέχθηκε ότι τα μέτρα αυτά εμπίπτουν επίσης, καταρχήν, στην απαγόρευση του άρθρου 30:

"Τα εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο τα οποία οφείλονται σε διαφορές των εθνικών νομοθεσιών που αφορούν την εμπορία των οικείων προϊόντων πρέπει να γίνονται δεκτά στον βαθμό που οι σχετικές διατάξεις είναι ενδεχομένως ... απαραίτητες για την εξυπηρέτηση επιτακτικών αναγκών" (16).

Η βασική σκέψη της νομολογίας αυτής είναι ότι οι ανωτέρω διαφορές των εθνικών νομοθεσιών είναι δυνατόν να δημιουργήσουν σοβαρά εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, επειδή ενδέχεται να επιβάλλουν πρόσθετες δαπάνες ή εργασίες προκειμένου η κατασκευή ή η εμπορία του προϊόντος να είναι σύμφωνη με τις ρυθμίσεις που ποικίλλουν από κράτος σε κράτος. Οι ρυθμίσεις αυτές αφορούν είτε τη σύνθεση, τις διαστάσεις, το σχήμα, το βάρος, την παρουσίαση, τη σήμανση, την ονομασία και τη συσκευασία των προϊόντων (17), είτε τις επιτρεπόμενες μεθόδους πωλήσεως (18). 'Οπως ορθά παρατήρησε η Επιτροπή, υφίσταται στην κατηγορία αυτή αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των διαφορών των ρυθμίσεων και της παρεμποδίσεως του εμπορίου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα εν λόγω μέτρα απαγορεύονται βάσει του άρθρου 30, τουλάχιστον όταν δεν είναι απαραίτητα για την ικανοποίηση "επιτακτικών αναγκών" ή δεν μπορούν να δικαιολογηθούν βάσει ενός από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 36. Είναι προφανές ότι η απαγόρευση αυτή ισχύει μόνον στον βαθμό που δεν υπάρχει κοινοτική ρύθμιση και εν αναμονή της εκδόσεως οδηγίας εναρμονίσεως κατ' εφαρμογή του άρθρου 100 και επομένων της Συνθήκης ΕΟΚ.

16. Στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι οι επίμαχες βρετανικές διατάξεις δεν έχουν διαφορετικές επιπτώσεις για τα εισαγόμενα από ό,τι για τα εγχώρια προϊόντα. Το παραπέμπον δικαστήριο διαπίστωσε, πράγματι, ότι η μείωση των πωλήσεων που σημειώθηκε λόγω της απαγορεύσεως της διενεργείας πωλήσεων τις Κυριακές ήταν γενική (across the board), υπό την έννοια ότι επήλθε ως προς όλα τα προϊόντα που πωλεί η Β & Q. Κατά τα λοιπά, η Β & Q δεν ισχυρίστηκε ότι η ύπαρξη διαφορών μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών που αφορούν τις ημέρες αργίας των καταστημάτων την ανάγκασε να μεταβάλει τη μέθοδό της εμπορίας. Κατά συνέπεια, τίποτε δεν αποδεικνύει ότι η παραγωγή ή η εμπορία των εισαγομένων προϊόντων που πωλούνται από την Β & Q είναι δυσκολότερη από την παραγωγή ή την εμπορία των εγχωρίων προϊόντων.

Υπάρχει ακόμη, στην περίπτωση αυτή, φόβος να μην επιτευχθεί ο σκοπός του άρθρου 30, δηλαδή η ολοκλήρωση των εθνικών αγορών; Στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Cinetheque (19), ο γενικός εισαγγελέας Sir Gordon Slynn έδωσε στο ερώτημα αυτό αρνητική απάντηση:

"'Οταν τα εθνικά μέτρα δεν στρέφονται ειδικά κατά των εισαγωγών, δεν εισάγουν διακρίσεις σε βάρος των εισαγωγών, δεν καθιστούν την πώληση των προϊόντων δυσχερέστερη για τους εισαγωγείς από ό,τι για τους εγχώριους παραγωγούς και δεν παρέχουν προστασία στους εγχώριους παραγωγούς, τότε, κατά την άποψή μου, τα μέτρα αυτά δεν εμπίπτουν, προφανώς, στο άρθρο 30, έστω και αν, στην πράξη, οδηγούν σε περιορισμό ή μείωση των εισαγωγών" (20).

Στην υπόθεση όμως Cinetheque δεν κατέστη δυνατό να αποδειχθεί ότι η γαλλική ρύθμιση για την οποία επρόκειτο καθιστούσε "δυσκολότερη" την πραγματοποίηση εισαγωγών, πράγμα που επίσης δεν είναι δυνατό και στην υπό κρίση υπόθεση. Κατά τον γενικό εισαγγελέα:

"Πράγματι, οι εισαγωγείς μπορούν να πραγματοποιούν εισαγωγές. Βρίσκονται επομένως στην ίδια ακριβώς θέση με τους εγχώριους εμπόρους. Οι δεύτεροι δεν επιτυγχάνουν περισσότερα οφέλη από τους εισαγωγείς, οι πρώτοι δεν υφίστανται μεγαλύτερη ζημία έναντι των γάλλων εμπόρων λόγω της απαγορεύσεως εκμεταλλεύσεως των βιντεοκασετών. Ο λόγος που θα οδηγούσε τους εμπόρους στη Γαλλία να μην αγοράσουν από γάλλο διανομέα προϊόντων βίντεο (αδυναμία διαθέσεως προς πώληση ή εκμίσθωση) συμπίπτει με το λόγο που θα τους οδηγούσε να μην αγοράσουν από διανομέα σε άλλο κράτος μέλος. Από την άποψη αυτή και οι δύο διανομείς υπόκεινται στους αυτούς όρους εμπορίας. Πράγματι, ασκούν εμπορία στην ίδια αγορά. Το άρθρο 30 δεν μπορεί να είχε την πρόθεση, στο θέμα αυτό, να παράσχει στους διανομείς άλλου κράτους μέλους καλύτερους όρους από ό,τι στους εγχώριους διανομείς. Θα μπορούσε, αν ήταν προφανώς παράλογο να τίθενται τα εισαγόμενα προϊόντα στην ίδια θέση με τα εγχώρια, να είναι το μέτρο αυτό ατυχές για το λόγο αυτό. Αυτό όμως δεν συμβαίνει εδώ και, κατά τη γνώμη μου, ο νόμος αυτός δεν εμπίπτει στο άρθρο 30" (21).

Το Δικαστήριο δεν υιοθέτησε την άποψη αυτή. Ωστόσο, στην απόφασή του δέχθηκε ότι τα εν λόγω συστήματα,

"... δεν έχουν ως αντικείμενο τη ρύθμιση των ρευμάτων συναλλαγών δεν έχουν ως αποτέλεσμα να ευνοείται η εθνική παραγωγή σε σχέση με την παραγωγή των άλλων κρατών μελών, αλλά να ενθαρρύνεται αυτή καθαυτή η κινηματογραφική παραγωγή" (σκέψη 21).

Παρά ταύτα, έκρινε ότι έβρισκε καταρχήν εφαρμογή η απαγόρευση του άρθρου 30:

"Ωστόσο, η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος μπορεί να παρεμβάλει εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο βιντεοκασετών, λόγω των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των συστημάτων που εφαρμόζονται στα διάφορα κράτη μέλη και μεταξύ των συνθηκών υπό τις οποίες τα κινηματογραφικά έργα προβάλλονται, στα κράτη αυτά, στις αίθουσες κινηματογράφου. Υπό τις συνθήκες αυτές, η απαγόρευση εκμεταλλεύσεως που προβλέπει το σύστημα αυτό δεν συμβιβάζεται με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων που προβλέπει η Συνθήκη, παρά μόνο υπό τον όρο ότι τα εμπόδια τα οποία ενδεχομένως προκαλεί η απαγόρευση αυτή στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, δεν υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκουν, ο σκοπός δε αυτός δικαιολογείται ενόψει του κοινοτικού δικαίου" (σκέψη 22).

17. Με τις σκέψεις αυτές, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η απαγόρευση του άρθρου 30 είναι δυνατόν να εφαρμόζεται και στην περίπτωση ρυθμίσεων που δεν εισάγουν διακρίσεις σε βάρος των εισαγομένων προϊόντων ούτε καθιστούν την παραγωγή ή την εμπορία των εισαγομένων προϊόντων δυσκολότερη από αυτή των εγχωρίων προϊόντων. Αυτό συμβαίνει, κατ' εμέ, στην περίπτωση που μία ρύθμιση μπορεί, ως εκ της φύσεώς της αλλά και ως στοιχείο του γενικού νομικού και οικονομικού πλαισίου, να έχει προστατευτικό αποτέλεσμα ως προς μία εθνική αγορά ή να καθιστά την πρόσβαση στην αγορά αυτή, ως μη όφειλε, δυσκολότερη, λιγότερο αποδοτική ή λιγότερο ελκυστική για τους επιχειρηματίες άλλων κρατών μελών.

Αυτή ήταν η κατάσταση στην υπόθεση Cinetheque: συγκεκριμένα, το Δικαστήριο διεπίστωσε ότι η απαγόρευση εμπορίας την οποία επέβαλλε η γαλλική ρύθμιση ήταν γενικώς μεγαλύτερης διάρκειας από ό,τι σε άλλα κράτη μέλη (22). Η απαγόρευση αυτή εμπορίας είχε ως συνέπεια ότι οι επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών οι οποίες εκμεταλλεύονταν βιντεοκασέτες και δεν υπέκειντο σε τόσο αυστηρές διατάξεις στο κράτος εξαγωγής, δεν είχαν, προσωρινά, πρόσβαση στη γαλλική αγορά. Η συνακόλουθη παρεμπόδιση του ενδοκοινοτικού εμπορίου οφειλόταν, όχι (τόσο) στις ανομοιότητες των νομοθεσιών (που υπήρχαν και στον τομέα αυτόν), αλλά στην ίδια την ύπαρξη της ρυθμίσεως. Η κατάσταση αυτή απειλούσε πράγματι να θέσει σε κίνδυνο την ολοκλήρωση της αγοράς και δικαιολογούσε απολύτως την εφαρμογή του άρθρου 30.

18. Στην πραγματικότητα, η απόφαση Cinetheque αποτελεί μία νέα εφαρμογή του κανόνα Dassonville, όπως εφαρμόσθηκε επί των εθνικών ρυθμίσεων οι οποίες, ενώ δεν περιάγουν σε δυσμενή θέση τα εισαγόμενα προϊόντα σε σχέση με τα εγχώρια, καθιστούν την πρόσβαση στις νέες αγορές και τη διείσδυση των επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών σ' αυτές δυσκολότερη (επαχθέστερη) ή πολύ λιγότερο ελκυστική (μη αποδοτική). Στην περίπτωση αυτή, η σύγκριση πρέπει να γίνεται όχι μεταξύ εισαγομένων και εγχωρίων προϊόντων αλλά μεταξύ των εθνικών αγορών. Συνακόλουθο της απογορεύσεως των ποσοτικών περιορισμών του άρθρου 30, που αποτελεί ένα από τα θεμέλια της ενότητας της κοινής αγοράς, είναι ότι όλες οι εθνικές αγορές της Κοινότητας πρέπει να εξακολουθήσουν να είναι επαρκώς προσιτές στις επιχειρήσεις των άλλων κρατών μελών. Προτού διευκρινίσω περαιτέρω το σημείο αυτό, επιθυμώ να εξετάσω καταρχάς τη νομολογία του Δικαστηρίου που αναφέρεται στην "νέα" αυτή κατάσταση.

Μία νέα στροφή της νομολογίας του Δικαστηρίου

'Οπως καταφαίνεται από πολλές πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου, η απόφαση Cinetheque δεν ήταν μία μεμονωμένη περίπτωση αλλά, αντίθετα, έδωσε μία νέα διάσταση στην εφαρμογή του άρθρου 30. Αναφέρομαι, ιδίως, στις υποθέσεις "Υποκατάστατα γάλακτος σε σκόνη και συμπυκνωμένου γάλακτος" (23), Warner Brothers (24), Buet (25) και Pharmaceutical Society (26).

19. Στην υπόθεση "Υποκατάστατα γάλακτος σε σκόνη και συμπυκνωμένου γάλακτος", η Επιτροπή έβαλλε κατά μιας γαλλικής ρυθμίσεως η οποία απαγόρευε απολύτως την εμπορία και την εισαγωγή όλων των υποκαταστάτων γάλακτος σε σκόνη και συμπυκνωμένου γάλακτος. Μολονότι η εν λόγω ρύθμιση δεν είχε προστατευτικό χαρακτήρα έναντι της εγχώριας παραγωγής και δεν εισήγε διακρίσεις σε βάρος των εισαγομένων προϊόντων, είχε ως αποτέλεσμα να κλείσει ερμητικά η γαλλική αγορά για τα οικεία προϊόντα. Επιπλέον, η ισχύς της απαγορεύσεως δεν ήταν χρονικά ορισμένη, ως εκ τούτου δε τα αποτελέσματά της ήταν σημαντικότερα από αυτά της απαγορεύσεως στην οποία αναφερόταν η υπόθεση Cinetheque. 'Ετσι, το Δικαστήριο έκρινε άνευ ετέρου ότι η εφαρμογή της εν λόγω ρυθμίσεως επί των εισαγομένων προϊόντων δεν συμβιβαζόταν με το κοινοτικό δίκαιο παρά μόνο στον βαθμό που μπορούσε να δικαιολογηθεί βάση του άρθρου 36 ή λόγω επιτακτικών αναγκών (27).

20. Στην υπόθεση Warner Brothers επρόκειτο για μία δανική ρύθμιση η οποία παρείχε στον κάτοχο των δικαιωμάτων του δημιουργού ενός μουσικού ή κινηματογραφικού έργου το δικαίωμα να απαγορεύει επί ορισμένο χρονικό διάστημα την εκμίσθωση μαγνητοσκοπήσεων του εν λόγω έργου. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η εμπορία βιντεοκασετών (ιδίως γραμμένων και όχι αχρησιμοποίητων) γίνεται όλο και περισσότερο με την εκμίσθωση των κασετών αυτών. 'Ετσι, υπό τις συνθήκες αυτές, η ισχύουσα στη Δανία απαγόρευση εκμισθώσεως μπορούσε, κατά το Δικαστήριο, να έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση (28) του ενδοκοινοτικού εμπορίου βιντεοκασετών που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία σε άλλο κράτος μέλος, όπου και δεν υπόκεινται σε ανάλογη απαγόρευση εκμισθώσεως (29). Επομένως, η προσέγγιση είναι ίδια με αυτήν της υποθέσεως Cinetheque: η ρύθμιση μπορεί να καθιστά την πρόσβαση στη δανική αγορά αδύνατη ή, τουλάχιστον έστω, πολύ δυσκολότερη για τις επιχειρήσεις που εκμισθώνουν βιντεοκασέτες σε ένα κράτος μέλος το οποίο δεν επιβάλλει περιορισμούς (ή επιβάλλει λιγότερο αυστηρούς περιορισμούς) στην εκμίσθωση βιντεοκασετών.

Η υπόθεση Buet αφορούσε μία γαλλική ρύθμιση η οποία απαγόρευε την αναζήτηση εκτός εμπορικού καταστήματος πελατών για την πώληση διδακτικού υλικού. Μολονότι δεν προέκυψε (όπως και στην υπόθεση Oosthoek (30)) ότι υπήρχαν ανομοιότητες μεταξύ των διαφόρων εθνικών νομοθεσιών, συνεπαγόμενες κατ' ουσίαν διακρίσεις σε βάρος της παραγωγής ή της εμπορίας των εισαγομένων προϊόντων, η υπό κρίση ρύθμιση ήταν δυνατό να έχει προστατευτικά αποτελέσματα για τη γαλλική αγορά έναντι ενός πωλητού υλικού εκμαθήσεως μιας ξένης γλώσσας, πολλώ δε μάλλον όταν το οικείο μέτρο στερούσε τον ενδιαφερόμενο επιχειρηματία από μία μέθοδο εμπορίας με την οποία πραγματοποιούσε το ήμισυ των πωλήσεών του (31).

Στην υπόθεση Pharmaceutical Society, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, λίγο μετά την θέσπιση (ή την επαναφορά) του επίδικου δεοντολογικού κανόνα, τα αλλοδαπά φαρμακευτικά προϊόντα είχαν σχεδόν εξαλειφθεί από τη βρετανική αγορά (32). Το δεδομένο αυτό μπορεί να θεωρηθεί επαρκής απόδειξη περί του ότι ο επίμαχος κανόνας είχε στην πράξη ως συνέπεια ότι η εμπορία των αλλοδαπών φαρμακευτικών προϊόντων είχε καταστεί δυσκολότερη από αυτήν των εγχωρίων. Η εν λόγω απόφαση μπορεί επίσης να ερμηνευθεί - ορθότερα, κατά τη γνώμη μου - ως δεχόμενη ότι η εξάλειψη των αλλοδαπών φαρμακευτικών προϊόντων από την αγορά αποδεικνύει ότι ο επίδικος κανόνας είχε προστατευτικά αποτελέσματα για τη βρετανική αγορά.

Ορισμός της έννοιας της κατατμήσεως της αγοράς

21. 'Οπως είναι φανερό, στις πρόσφατες αυτές αποφάσεις του, το Δικαστήριο εξέτασε όχι αν γινόταν διάκριση σε βάρος των εισαγομένων προϊόντων, αλλά αν η κοινή αγορά είχε στεγανοποιηθεί σε χωριστές εθνικές αγορές. Στο σημείο αυτό, είναι χρήσιμη η αντιπαράθεση με τη νομολογία του Δικαστηρίου που αναφέρεται στην απαγόρευση συμφωνιών του άρθρου 85. Οι έννοιες της κατατμήσεως ή της στεγανοποιήσεως των αγορών είναι έννοιες γνωστές στον τομέα αυτόν. Εξάλλου, στην απόφαση Dassonville το Δικαστήριο επανέλαβε σχεδόν αυτολεξεί τη διατύπωση που είχε ήδη χρησιμοποιήσει προηγουμένως για να προσδιορίσει το περιεχόμενο της εκφράσεως "να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών", που περιέχεται στο άρθρο 85. Στην απόφαση LΤΜ της 30ής Ιουνίου 1966 (33), το Δικαστήριο δέχτηκε, ειδικότερα, ότι μία συμφωνία μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών αν υπάρχει κίνδυνος

"να έχει ενδεχομένως επιρροή, άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική, επί των εμπορικών ρευμάτων μεταξύ κρατών μελών, ικανή να παρεμποδίσει την πραγματοποίηση μιας ενιαίας αγοράς μεταξύ των κρατών αυτών" (βλέπε το διατακτικό στη σελίδα 361).

Στην απόφαση Dassonville (34), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:

"Κάθε εμπορική ρύθμιση των κρατών μελών ικανή να παρεμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, πράγματι ή δυνάμει, το ενδοκοινοτικό εμπόριο πρέπει να θεωρείται μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς" (σκέψη 5).

Κατά τα λοιπά, και στους δύο τομείς το Δικαστήριο απέρριψε τη θεωρία της οικονομικής ισορροπίας που προκαλούν οι συμφωνίες και οι εμπορικές ρυθμίσεις (35) (36).

22. Δεν είναι σκόπιμο εν προκειμένω να ασχοληθώ διεξοδικά με τη σύγκριση των άρθρων 30 και 85 σε σχέση με τα εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο στα οποία αναφέρονται τα δύο αυτά άρθρα, τα οποία είναι διατυπωμένα με διαφορετικό τρόπο, όχι μόνον επειδή απευθύνονται σε διαφορετικούς αποδέκτες (τα κράτη μέλη και τις επιχειρήσεις αντίστοιχα) και, ως εκ τούτου, αναφέρονται σε διαφορετικής φύσεως εμπόδια (τα εθνικά μέτρα και τις συμφωνίες, αντίστοιχα). Περαιτέρω, η προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 85 της επιδράσεως του εμποδίου επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου λειτουργεί (μεταξύ άλλων, και, για ορισμένους συγγραφείς, αποκλειστικά) ως κανόνας συγκρούσεως δικαίων ο οποίος οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου σε σχέση με το εθνικό δίκαιο.

Ωστόσο, παρά τις διαφορές αυτές, τα δύο προαναφερθέντα άρθρα (όπως και ορισμένα άλλα) δεν παύουν να επιδιώκουν τον ίδιο βασικό σκοπό, όπως αυτός εξαγγέλλεται στα άρθρα 2 και 3 της Συνθήκης ΕΟΚ, ήτοι τη δημιουργία και τη διατήρηση μιας κοινής αγοράς (καθώς και την προσέγγιση της οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών). Στο πλαίσιο αυτό, απαγορεύουν (μεταξύ άλλων) τα εθνικά μέτρα και τις συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων αντίστοιχα, που αποτελούν την αιτία της κατατμήσεως της κοινής αγοράς σε χωριστές εθνικές αγορές.

Ενόψει του γενικού αυτού σκοπού της Συνθήκης και ενόψει της αναλογίας των όρων που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο, όπως υπενθύμισα ανωτέρω, για να προσδιορίσει τα εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο στα οποία αναφέρονται τα άρθρα 30 και 85, είναι προφανές ότι, προκειμένου να κατανοηθεί ο όρος "κατάτμηση" (ή "στεγανοποίηση") της αγοράς, είναι αναγκαία η αναφορά στην πλούσια νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 85.

23. Η αναφερόμενη στην έκφραση "να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών" του άρθρου 85 νομολογία διακρίνει μεταξύ δύο περιπτώσεων στεγανοποιήσεως της αγοράς: στην πρώτη, μία οριζόντια ή κάθετη συμφωνία συναπτόμενη συνήθως, αλλά όχι αποκλειστικά, μεταξύ επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε διαφορετικά κράτη απομονώνει αφεαυτής μία εθνική αγορά, απλώς και μόνο επειδή διαιρεί, παραδείγματος χάριν, την ενιαία αγορά ("καθένας στον χώρο του") ή εμποδίζει τις παράλληλες εισαγωγές από άλλα κράτη μέλη στη δεύτερη περίπτωση, μία συμφωνία, παραδείγματος χάριν μία συμφωνία καθορισμού των τιμών, ακόμη και μεταξύ επιχειρήσεων εγκατεστημένων στο ίδιο κράτος μέλος, καθιστά δυσκολότερη την πρόσβαση σε ορισμένη εθνική αγορά ενόψει του γενικού νομικού και οικονομικού πλαισίου. Στην πρώτη περίπτωση, η απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, εφαρμόζεται σχεδόν αυτομάτως (37), αυτό δε λόγω της απόλυτης εδαφικής προστασίας που εξασφαλίζει η συμφωνία στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, κλείνοντας ερμητικά μία εθνική αγορά. Στη δεύτερη περίπτωση, η απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, εφαρμόζεται (38) μόνον εφόσον μπορεί να αποδειχθεί βάσει του "γενικού νομικού και οικονομικού πλαισίου" ότι η συμφωνία, η ισχύς της οποίας θεωρείται ότι εκτείνεται στο "σύνολο του εδάφους ενός κράτους μέλους", έχει, από τη φύση της,

"ως αποτέλεσμα ότι ενισχύει στεγανοποιήσεις εθνικού χαρακτήρα (39) και εμποδίζει, έτσι, την αμοιβαία διείσδυση των οικονομιών που επιδιώκεται από τη Συνθήκη και προστατεύει τα εθνικά προϊόντα, (με το να καθιστά) δυσκολότερη τη δράση ή τη διείσδυση, στην οικεία εθνική αγορά, παραγωγών ή εμπόρων άλλων κρατών μελών" (40).

Φρονώ ότι, προκειμένου να εφαρμοσθεί το άρθρο 30 στην υπό κρίση περίπτωση, η οποία αφορά ένα εθνικό μέτρο που δεν εισάγει διακρίσεις ούτε περιάγει σε δυσμενή θέση τα εισαγόμενα προϊόντα, αλλά του οποίου η ύπαρξη και μόνο είναι δυνατόν να θέσει σε κίνδυνο την ολοκλήρωση των αγορών των κρατών μελών (βλέπε ανωτέρω, παραγράφους 17 και 18), χρειάζεται να γίνει μία ανάλογη διάκριση μεταξύ της στεγανοποιήσεως της εθνικής αγοράς μέσω μέτρων παντελούς αποκλεισμού και της στεγανοποιήσεως της εθνικής αγοράς μέσω μέτρων που σκοπό έχουν να καταστήσουν δυσκολότερη την πρόσβαση στην εν λόγω αγορά.

'Οταν η υπό κρίση εθνική ρύθμιση προκαλεί ήδη αφεαυτής στεγανοποίηση μιας εθνικής αγοράς, το άρθρο 30 εφαρμόζεται αυτομάτως (41). Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση εθνικών ρυθμίσεων οι οποίες (όπως στις υποθέσεις Cinetheque και "Υποκατάστατα γάλακτος σε σκόνη και συμπυκνωμένου γάλακτος") θεσπίζουν απόλυτη απαγόρευση (έστω και χρονικά περιορισμένη) εμπορίας (που προσομοιάζει, κατά την Επιτροπή (42), με ποσοτικό περιορισμό).

'Οταν η υπό κρίση εθνική ρύθμιση απλώς καθιστά δυσκολότερη την πρόσβαση στην εθνική αγορά, η απαγόρευση του άρθρου 30 δεν εφαρμόζεται (43) παρά μόνον αν συνάγεται από το γενικό νομικό και οικονομικό πλαίσιο ότι θέτει σε κίνδυνο την επιδιωκόμενη από τη Συνθήκη αμοιβαία διείσδυση των εθνικών οικονομιών. Στην περίπτωση αυτή, η στεγανοποίηση της αγοράς πρέπει να θεωρείται αρκετά πιθανή με βάση μία σειρά ποσοτικών δεδομένων καταδεικνυόντων ότι η εφαρμογή της ρυθμίσεως "ενισχύει τη στεγανοποίηση" της αγοράς, καθιστώντας την απρόσιτη (υψηλό κόστος, ανύπαρκτη απόδοση) σε τέτοιο βαθμό ώστε να υπάρχει φόβος ότι τα περισσότερα εισαγόμενα προϊόντα θα εξαφανισθούν από την αγορά. Αυτό συνέβαινε, παραδείγματος χάριν, στις υποθέσεις Warner Brothers και Buet, αφενός, και Pharmaceutical Society, αφετέρου. Στις υποθέσεις Warner Brothers και Buet, η απαράδεκτη ενίσχυση της στεγανοποιήσεως της αγοράς οφειλόταν στο γεγονός ότι είχε αποκλεισθεί η χρησιμοποίηση μιας βασικής μεθόδου εμπορίας των οικείων προϊόντων. Στην υπόθεση Pharmaceutical Society, παρατηρήθηκε ότι, λίγο χρόνο μετά τη δημοσίευση του επίδικου δεοντολογικού κανόνα, το μερίδιο των εισαγομένων προϊόντων στην αγορά είχε στην ουσία εκμηδενισθεί (44).

24. Τρεις ακόμη παρατηρήσεις επί των προηγηθέντων: Πρώτον: στην προαναφερθείσα περίπτωση εθνικής ρυθμίσεως "που ενισχύει τη στεγανοποίηση" της αγοράς, δεν χωρεί προφανώς εφαρμογή του κανόνα de minimis (περί ελαχίστου μεγέθους), διότι, εν προκειμένω, η εφαρμογή της απαγορεύσεως του άρθρου 30 προϋποθέτει ήδη σοβαρή και, συνεπώς, όχι απλώς αισθητή παρεμπόδιση του διακρατικού εμπορίου. Δεύτερον: υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εξετάσουν το γενικό νομικό και οικονομικό πλαίσιο και να συναγάγουν, ενδεχομένως, ότι συντρέχει περίπτωση ενισχύσεως της στεγανοποιήσεως της αγοράς, στην οποία αναφέρεται η Συνθήκη, και, κατά συνέπεια, απαγορευμένη παρεμπόδιση του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών. Η εξέταση αυτή δεν είναι εύκολη, αλλά δεν διαφέρει από αυτήν που ήδη ανατίθεται στα εθνικά δικαστήρια στο πλαίσιο του άρθρου 85, παράγραφος 1, και εκτέθηκε ανωτέρω. Τρίτον: όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, και στις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις κατατμήσεως της αγοράς, ήτοι στην περίπτωση στεγανοποιήσεως της εθνικής αγοράς και στην περίπτωση που η πρόσβαση σ' αυτήν καθίσταται δυσκολότερη, η οικεία εθνική ρύθμιση μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει ενός από τους απαριθμούμενους στο άρθρο 36 λόγους, καθώς και συνεπεία "επιτακτικής ανάγκης".

Στην υπό κρίση υπόθεση δεν συντρέχει περίπτωση κατατμήσεως της αγοράς

25. Αν εφαρμοσθούν τα προεκτεθέντα στην παρούσα υπόθεση, διαπιστώνεται ότι η ρύθμιση για την οποία πρόκειται στην κυρία δίκη δεν φαίνεται να οδηγεί, για τα προϊόντα που πωλούνται από την Β & Q, σε στεγανοποίηση της εθνικής αγοράς ή σε δυσχέρανση της προσβάσεως σ' αυτήν. Η εν λόγω ρύθμιση δεν περιέχει οπωσδήποτε απαγόρευση εμπορίας προσομοιάζουσα προς ποσοτικό περιορισμό που έχει ως συνέπεια στεγανοποίηση της εθνικής αγοράς ούτε καθιστά δυσκολότερη την πρόσβαση στην εν λόγω αγορά σε βαθμό που να τίθεται σε κίνδυνο η αμοιβαία οικονομική διείσδυση στις εθνικές αγορές.

Διαπιστώθηκε, βέβαια, ότι η εφαρμογή της απαγορεύσεως πραγματοποιήσεως πωλήσεων τις Κυριακές προκάλεσε μείωση του κύκλου εργασιών: κατέληξε σε μείωση των πωλήσεων των διατιθεμένων από την Β & Q προϊόντων κατά περίπου 23%. Ωστόσο, τίποτε δεν αποδεικνύει ότι η εν λόγω ρύθμιση έχει ως αποτέλεσμα οποιαδήποτε κατάτμηση της κοινής αγοράς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν καθιστά σαφώς δυσκολότερη την πρόσβαση στην εθνική αγορά (ή τη δράση εντός αυτής) για τις επιχειρήσεις των άλλων κρατών μελών (πράγμα που μπορεί να συναχθεί, όπως στην υπόθεση Pharmaceutical Society, μεταξύ άλλων, από την αισθητή αύξηση του μεριδίου των οικείων προϊόντων στην εθνική αγορά σε βάρος των εισαγομένων). Δεν μπορεί, επίσης, να υποστηριχθεί (όπως στις υποθέσεις Warner Brothers ή Buet) ότι η εν λόγω ρύθμιση αποκλείει την εφαρμογή μιας μεθόδου εμπορίας που είναι ουσιώδης για τη διείσδυση ή τη δράση στην εθνική αγορά. Πράγματι, και αν ακόμη το άνοιγμα ενός εμπορικού καταστήματος τις Κυριακές αποτελεί μία αποτελεσματική μέθοδο πωλήσεως ειδών μαστορέματος και κηπουρικής, η απαγόρευσή του δεν φαίνεται ικανή να επιτείνει τη στεγανοποίηση της αγοράς σε τέτοιο βαθμό ώστε η πρόσβαση στην εθνική αγορά να καθίσταται πολύ δυσκολότερη (δαπανηρή) ή πολύ λιγότερο ελκυστική (μη αποδοτική) για τους παραγωγούς ή τους εμπόρους των προερχομένων από άλλα κράτη μέλη προϊόντων.

Ενόψει των ανωτέρω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή μιας ρυθμίσεως σαν την υπό κρίση δεν μπορεί να περιορίσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο κατά τρόπο που να δικαιολογεί την εφαρμογή του άρθρου 30 της Συνθήκης, παρά το γεγονός ότι έχει κάποια αισθητή (δυσμενή) επίδραση επί των εισαγωγών των προϊόντων για τα οποία πρόκειται.

ΙΙ - Επικουρικώς: το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα

26. Προτού εξετάσω το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα (που αναφέρονται στους λόγους για τους οποίους χωρούν παρεκκλίσεις δυνάμει των άρθρων 30 και 36), θα κάνω ακόμη μία παρατήρηση. Η λύση που θα μπορούσε να δοθεί αντί αυτής που εκτίθεται ανωτέρω (η οποία περιορίζει, σε ορισμένο βαθμό, το περιεχόμενο του κανόνα Dassonville) συνίσταται, κατά τη γνώμη μου, στην κατά "μηχανικό τρόπο" εφαρμογή του κανόνα αυτού: κάθε εθνικό μέτρο η κατάργηση του οποίου θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα αύξηση (άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική) των εισαγωγών δεν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, εκτός αν δικαιολογείται από "επιτακτικές ανάγκες" ή βάσει του άρθρου 36. Με βάση την αντίληψη αυτή, επιτρέπονται ακόμη από τη Συνθήκη μόνο τα "εύλογα" μέτρα που παρεμποδίζουν το εμπόριο, "εύλογο" δε σημαίνει (κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου): αναγκαίο, ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και όσο το δυνατόν λιγότερο περιοριστικό.

Η εναλλακτική αυτή λύση παρουσιάζει το μεγάλο μειονέκτημα (όπως θα φανεί και από την κατωτέρω έρευνα των λόγων για τους οποίους χωρούν παρεκκλίσεις) ότι το Δικαστήριο θα πρέπει αναπόφευκτα να εκτιμά όλο και συχνότερα το εύλογο των πολιτικών επιλογών των κρατών μελών στους πολυάριθμους τομείς όπου δεν τίθεται θέμα διακρίσεων ή δυσμενούς μεταχειρίσεως, άμεσης ή έμμεσης, πραγματικής ή νομικής, των εισαγομένων προϊόντων (45). Οπότε τίθεται το ερώτημα μήπως υπάρχει "UEberforderung" (ζητούνται πάρα πολλά) από τον κοινοτικό δικαστή ο οποίος θα βρεθεί αντιμέτωπος με πολλές νέες "επιτακτικές ανάγκες" και περιπτώσεις δικαιολογήσεως. Θα υποβάλλονται διαρκώς στην κρίση του, στο πλαίσιο του άρθρου 30, εθνικά μέτρα που εκφράζουν πολιτικές επιλογές και θα του ζητείται να επεκτείνει τον απεριόριστο κατάλογο των επιτακτικών αναγκών. Υπάρχει κίνδυνος ο κατάλογος αυτός να γίνεται όλο και μακρύτερος και να καταλήξει να ταυτισθεί με ένα είδος εναπομένουσας αρμοδιότητας των κρατών μελών (46). Θεωρώ, συνεπώς, προτιμότερο, σύμφωνα με την ανωτέρω, πρότασή μου, να προσδιορισθούν εκ των προτέρων το περιεχόμενο και τα όρια του άρθρου 30 με βάση τους γενικούς σκοπούς των διατάξεών του και της Συνθήκης.

27. Για την περίπτωση, ωστόσο που θα κρίνετε ότι η απαγόρευση πραγματοποιήσεως πωλήσεων τις Κυριακές πρέπει να θεωρηθεί ότι παρεμποδίζει το ενδοκοινοτικό εμπόριο κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, θα εξετάσω επικουρικώς το ζήτημα αν η παρεμπόδιση αυτή του εμπορίου είναι απαραίτητη συνεπεία επιτακτικών αναγκών ή δικαιολογείται από έναν ή περισσότερους από τους λόγους γενικού συμφέροντος που απαριθμούνται στο άρθρο 36 της Συνθήκης.

Το Borough Council θεωρεί ότι η παρεμπόδιση του εμπορίου μπορεί να δικαιολογηθεί με διαφόρους τρόπους. Κατ' αυτό η προστασία του εργασιακού χώρου, καθώς και της υγείας και της ευεξίας των εργαζομένων αποτελούν, εν προκειμένω, επιτακτικές ανάγκες που καθιστούν απαραίτητη την επίδικη ρύθμιση. 'Οσον αφορά το άρθρο 36, το Borough Council θεωρεί ότι η ρύθμιση δικαιολογείται από την ανάγκη προστασίας της υγείας και της ζωής των προσώπων, της δημοσίας τάξεως και της δημοσίας ηθικής.

Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υιοθετεί μία απλούστερη άποψη: κατ' αυτήν, το Shops Act εξυπηρετεί την επιτακτική ανάγκη διατηρήσεως του χαρακτήρα της Κυριακής ως ημέρας χωρίς εμπορικές δραστηριότητες. Επικουρικώς, η εν λόγω ρύθμιση δικαιολογείται βάσει του άρθρου 36 σε σχέση με την προστασία της δημόσιας τάξης. Από την απόφαση Cinetheque, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και το Borough Council θεωρούν ότι μπορεί να συναχθεί ότι, αφ' ης στιγμής ένα μέτρο επιτρέπεται συνεπεία "επιτακτικής ανάγκης", δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει απόλυτη αντιστοιχία μεταξύ των επιτακτικών αναγκών και του επιδίκου μέτρου.

28. Ανεξαρτήτως του ποιες είναι εν προκειμένω οι επιτακτικές ανάγκες ή οι δικαιολογίες που μπορούν να γίνουν δεκτές, πρέπει προκαταρκτικώς να δοθεί απάντηση σε ένα άλλο ερώτημα: μπορεί ένα κράτος μέλος να ισχυρίζεται ότι μία ρύθμιση, την οποία δεν εφαρμόζει παρά σποραδικά (47), είναι απαραίτητη για την εξυπηρέτηση επιτακτικών αναγκών; Το ζήτημα είναι λεπτό. Αρνητική απάντηση στο ερώτημα θα ισοδυναμούσε με εφαρμογή, κατά κάποιο τρόπο, της αρχής του "estoppel" κατά την εκτίμηση του αν μπορεί να γίνει δεκτή η ύπαρξη επιτακτικής ανάγκης: σύμφωνα με την αρχή αυτή, δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί σε ένα κράτος μέλος να παρεκκλίνει από το κοινοτικό δίκαιο επικαλούμενο την "αναγκαιότητα" ενός μέτρου το οποίο, ωστόσο, δεν εφαρμόζει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (48). Κλίνω υπέρ της απόψεως ότι δεν μπορεί να προβληθεί η ύπαρξη επιτακτικής ανάγκης, όταν είναι βέβαιο ότι ένα κράτος μέλος αμελεί πλήρως να εφαρμόσει τα μέτρα που υπαγορεύει η εν λόγω ανάγκη. Δεν μπορεί να λεχθεί κάτι τέτοιο για την υπό κρίση βρετανική ρύθμιση. Μολονότι είναι αληθές ότι, σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, το Shops Act δεν εφαρμόζεται παρά σποραδικά ή χωρίς συνέπεια (επ' αυτού, βλέπε κατωτέρω παράγραφο 32), ωστόσο δεν έχει περιπέσει σε αχρησία (πράγμα που αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι το βρετανικό Κοινοβούλιο απέρριψε, το 1985, μία πρόταση νόμου για την κατάργηση του Shops Act).

29. Θα εξετάσω, καταρχάς, αν οι λόγοι του άρθρου 36 προβάλλονται βασίμως. 'Οσον αφορά την προστασία της δημοσίας ηθικής, το Borough Council την παρουσιάζει στις παρατηρήσεις του ως τη μέριμνα να μην θιγεί η ευαισθησία ορισμένων προσώπων με το άνοιγμα των καταστημάτων την Κυριακή. Η μέριμνα αυτή δεν εμπίπτει, κατ' εμέ, στην έννοια της "δημοσίας ηθικής". Μολονότι στην απόφαση του Δικαστηρίου Henn και Darby (49) έγινε δεκτό ότι, καταρχήν, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να καθορίσει τι επιβάλλει η δημόσια ηθική στο έδαφός του, με βάση τη δική του ιεράρχηση των αξιών και με τη μορφή που αυτό θα επιλέξει, ωστόσο, η αρχή κατά την οποία το άρθρο 36 δεν έχει ως σκοπό να επιφυλάξει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών ορισμένα θέματα (50) έχει ως συνέπεια ότι το Δικαστήριο πρέπει να ασκεί ορισμένο έλεγχο ως προς το τι θεωρεί ένα κράτος μέλος δημοσία ηθική. Πάντως, η μέριμνα να μην θιγεί το θρησκευτικό αίσθημα δεν καλύπτεται, κατά τη γνώμη μου, από την έννοια της δημοσίας ηθικής.

Ούτε η προστασία της δημοσίας τάξεως μπορεί, νομίζω να ληφθεί υπόψη. Για να προβληθεί ο λόγος αυτός εξαιρέσεως, το περιεχόμενο του οποίου πρέπει να νοείται στενά (51), απαιτείται

"η ύπαρξη μιας πραγματικής και επαρκώς σοβαρής απειλής που να θίγει ένα θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας" (52).

Είναι προφανές ότι δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα εν προκειμένω.

30. Στη συνέχεια, θα εξετάσω αν οι προβαλλόμενες επιτακτικές ανάγκες αυτές καθαυτές μπορούν να γίνουν δεκτές. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι υπαγόμενες στην κατηγορία των επιτακτικών αναγκών περιπτώσεις είναι απεριόριστες (ενώ η απαρίθμηση των λόγων του άρθρου 36 είναι αποκλειστική). Η προστασία του χώρου της εργασίας (στην οποία αναφέρεται ρητά το άρθρο 100 Α της Συνθήκης ΕΟΚ) καθώς και της υγείας και της ευεξίας των μισθωτών ή των ανεξαρτήτων εργαζομένων (υποκατηγορία της "υγείας των προσώπων" στην οποία αναφέρεται το άρθρο 36) μπορεί αναμφισβήτητα να θεωρηθεί ότι αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Η "διατήρηση της Κυριακής ως ημέρας χωρίς εμπορικές δραστηριότητες" δικαιολογεί, κατά τη γνώμη μου, περισσότερες αμφιβολίες. Αν πρόκειται για μια γενική διατύπωση που καλύπτει τις προαναφερθείσες ανάγκες, δεν θα πρέπει να εξετασθεί χωριστά. Ωστόσο, θα είναι δύσκολο, στην περίπτωση αυτή, να αποδειχθεί ύπαρξη αναλογίας (βλέπε παράγραφο 31, κατωτέρω). Αντίθετα, αν πρόκειται για επίκληση μιας αυτοτελούς επιτακτικής ανάγκης και θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται, παραδείγματος χάριν, στη μέριμνα να δοθεί στους πολίτες η δυνατότητα να έχουν στη διάθεσή τους όλοι την ίδια μέρα για κάθε είδους (μη επαγγελματικές, λόγου χάρη, θρησκευτικές) δραστηριότητες και για κοινωνικές επαφές, μπορώ να την δεχθώ, αν και με μεγάλη διστακτικότητα: πράγματι, αυτό αποδεικνύει πόσο εύκολο είναι να προβληθούν νέες επιτακτικές ανάγκες, εκ πρώτης όψεως δικαιολογημένες, και πόσο δύσκολο είναι για το Δικαστήριο να τις κρίνει αντικειμενικά.

31. 'Ομως, ακόμη και αν γίνει δεκτή μία από τις ανωτέρω επιτακτικές ανάγκες, πρέπει να ελεγχθεί επιπλέον αν η επίδικη ρύθμιση, υπό την παρούσα μορφή της, είναι απαραίτητη για την εξυπηρέτηση των προβαλλομένης επιτακτικής ανάγκης και ανάλογη προς τον σκοπό αυτόν.

Ας υποθέσουμε, καταρχάς, ότι η Κυριακή θεωρείται ως ημέρα αναπαύσεως που σκοπό έχει να προστατεύσει την υγεία και την ευεξία των μισθωτών και των ανεξάρτητων εργαζομένων. Η Επιτροπή παρατήρησε σχετικώς ότι ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικό τρόπο: ήτοι, με το να μειωθούν οι ώρες εργασίας (για τους μισθωτούς) ή να επιτραπεί (ή να επιβληθεί) στους ανεξάρτητους εργαζομένους να επιλέξουν μία - οποιαδήποτε - ημέρα αργίας αντί να ορισθεί υποχρεωτικά η Κυριακή. Ο ισχυρισμός αυτός δεν πρέπει να ληφθεί απολύτως. Κανένας δεν αμφισβητεί ότι η επιλογή ορισμένης ημέρας περιορίζει περισσότερο την ανθρώπινη ελευθερία. Ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται είναι αν περιορίζει το ενδοκοινοτικό εμπόριο πέραν του αναγκαίου μέτρου. Αν γίνει δεκτό ότι η Κυριακή ενδείκνυται περισσότερο για την πώληση των προϊόντων για τα οποία πρόκειται από ό,τι οι άλλες ημέρες της εβδομάδας (53), η παροχή της δυνατότητας επιλογής μιας - οποιασδήποτε - ημέρας συνεπάγεται πράγματι μικρότερο περιορισμό του ενδοκοινοτικού εμπορίου.

Το ζήτημα έχει άλλως αν γίνει δεκτό (όπως πρότεινα, με μεγάλη διστακτικότητα, στην παράγραφο 30) ότι η απαγόρευση πραγματοποιήσεως πωλήσεων τις Κυριακές σκοπό έχει να διευκολύνει, κατά την ίδια ημέρα, κάθε είδους (μη επαγγελματικές) δραστηριότητες και τις κοινωνικές επαφές. Στην περίπτωση αυτή, η επιβολή, επί γενικής βάσεως, μιας ημέρας αργίας, η οποία χρησιμοποιείται ήδη κατά παράδοση για τέτοιου είδους δραστηριότητες και επαφές από ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, είναι αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και ανάλογη προς τον σκοπό αυτόν.

32. Μέχρι τώρα έδωσα λίγη σημασία στον περίπλοκο και ακατάστατο χαρακτήρα (τόσο ratione personae όσο και ratione loci) της ρυθμίσεως την οποία αφορά η κυρία δίκη και κατά της οποίας η Β & Q άσκησε λεπτομερώς κριτική, καθώς και στον σποραδικό χαρακτήρα του ελέγχου ως προς την τήρησή της. Μολονότι είναι γεγονός ότι συντάσσομαι με την αρχική θέση της Β & Q, σύμφωνα με την οποία το αν δικαιολογείται μία ρύθμιση πρέπει να εκτιμάται ενόψει των σχετικών πραγματικών δεδομένων, ωστόσο, η επιχειρηματολογία της Β & Q αφορά πρωτίστως την αποτελεσματικότητα και τη συνέπεια της εν λόγω ρυθμίσεως. Το κοινοτικό δίκαιο, όμως, προβλέπει άλλου είδους προϋποθέσεις: η παρεμπόδιση του εμπορίου την οποία προκαλεί in concreto η ρύθμιση πρέπει να είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δεν πρέπει, δηλαδή, να περιορίζει το ενδοκοινοτικό εμπόριο περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού από την άποψη αυτή, το αν με τη ρύθμιση επιτυγχάνεται ο σκοπός για τον οποίο θεσπίστηκε στερείται σημασίας (54). Το αν ένα μέτρο είναι "εύλογο" δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου παρά μόνον εφόσον το εν λόγω μέτρο δεν συνιστά μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό. Εδώ, πρόκειται προφανώς για αυθαίρετη διάκριση σε βάρος των προϊόντων άλλων κρατών μελών ή για συγκεκαλυμμένη προστασία της εσωτερικής αγοράς. Το ότι ο κανόνας δεν ισχύει ή δεν εφαρμόζεται ούτε εκτελείται κατά ενιαίο τρόπο εντός ενός και του αυτού κράτους μέλους μπορεί να αποτελεί λόγο προσβολής του κατά το εθνικό αλλά όχι κατά το κοινοτικό δίκαιο.

Σε επίρρωση των προηγηθέντων, παραπέμπω στην απόφαση Henn και Darby (55), η οποία αφορούσε την απαγόρευση εισαγωγής "αντικειμένων άσεμνου ή αισχρού χαρακτήρα" στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής, αμφισβητείτο επίσης αν δικαιολογείτο μία διάταξη του βρετανικού δικαίου η οποία δεν ίσχυε κατά ενιαίο τρόπο στο σύνολο του εδάφους του Ηνωμένου Βασιλείου εξάλλου, προέκυψε ότι (σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση), στην πράξη, οι αυστηρότεροι κανόνες εφαρμόζονταν επί των εισαγομένων προϊόντων. Και στην περίπτωση εκείνη, είχε τεθεί το ζήτημα αν η εν λόγω απαγόρευση αποτελούσε αυθαίρετη διάκριση ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό. Επ' αυτού το Δικαστήριο δέχθηκε ότι:

"...'Οποιες κι αν είναι οι διαφορές των εφαρμοστέων στην περίπτωση αυτή κανόνων στα διάφορα τμήματα του Ηνωμένου Βασιλείου και ανεξάρτητα από ορισμένες εξαιρέσεις περιορισμένης εκτάσεως που περιέχουν, οι εν λόγω ρυθμίσεις έχουν ως σκοπό να απαγορεύσουν ή, τουλάχιστον, να περιορίσουν την παραγωγή και εμπορία δημοσιευμάτων ή αντικειμένων άσεμνου ή αισχρού χαρακτήρα" (σκέψη 21 της αποφάσεως).

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, μολονότι τα εισαγόμενα προϊόντα διέπονταν από αυστηρότατες διατάξεις, η υπό κρίση ρύθμιση

"...δεν (μπορούσε) να θεωρηθεί ως μέτρο αποβλέπον στην έμμεση προστασία οιουδήποτε εγχωρίου προϊόντος ούτε ως εισάγον αυθαίρετη διάκριση μεταξύ των εμπορευμάτων της ειδικής αυτής κατηγορίας, ανάλογα με το αν κατασκευάζονται στο εθνικό έδαφος ή σε άλλο κράτος μέλος" (στο ίδιο).

33. Τελειώνοντας την εξέταση των πιθανών περιπτώσεων που δικαιολογούν το μέτρο, επιθυμώ να υπογραμμίσω και το εξής: κατά τη γνώμη μου, από την εξέταση αυτή καταδεικνύεται σαφώς ότι ένα μέτρο το οποίο ένα κράτος μέλος παρουσιάζει ως αναγκαίο δεν μπορεί συχνά να κριθεί παρά μόνο αν το Δικαστήριο είναι διατεθειμένο να υπεισέλθει σε χώρους όπου έχουν γίνει πολιτικές επιλογές και σε σχέση με τους οποίους το κοινοτικό δίκαιο δεν παρέχει επαρκή ή και καθόλου κριτήρια εκτιμήσεως. Γι' αυτό και η πρότασή μου να αποφεύγεται, κατά το μέτρο του δυνατού, η λεπτή αυτή εκτίμηση εθνικών μέτρων σαν το υπό κρίση, μέσω ερμηνείας, σύμφωνης προς τη Συνθήκη, του άρθρου 30.

Πρόταση απαντήσεως στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα

34. Συνοψίζοντας, προτείνω να δοθεί στα υποβληθέντα από το Gwmbran Magistrates' Court προδικαστικά ερωτήματα η εξής απάντηση:

"Εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει στα καταστήματα να ανοίγουν για το κοινό τις Κυριακές παρά μόνο για την πώληση συγκεκριμένων ειδών δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 30, όταν δεν συνεπάγεται στην πράξη διακρίσεις σε βάρος των εισαγομένων προϊόντων ούτε και τα περιάγει σε δυσμενή θέση έναντι των εγχωρίων προϊόντων και δεν έχει ως αποτέλεσμα τη στεγανοποίηση της εσωτερικής αγοράς του οικείου κράτους μέλους ούτε καθιστά την πρόσβαση σ' αυτήν σαφώς δυσκολότερη ή λιγότερο ελκυστική για τα εισαγόμενα προϊόντα επί των οποίων εφαρμόζεται."

Ωστόσο, για την περίπτωση που θα ήσαστε της γνώμης ότι μια τέτοια ρύθμιση αποτελεί, καταρχήν, μέτρο που εμπίπτει στο άρθρο 30, σας προτείνω επικουρικώς να απαντήσετε στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

"Τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει στα καταστήματα να ανοίγουν για το κοινό τις Κυριακές παρά μόνο για την πώληση συγκεκριμένων ειδών, όταν η εν λόγω ρύθμιση δεν συνεπάγεται στην πράξη διακρίσεις σε βάρος των εισαγομένων προϊόντων σε σχέση με τα εγχώρια, η δε παρεμπόδιση του ενδοκοινοτικού εμπορίου, την οποία ενδεχομένως προκαλεί η εφαρμογή αυτής της απαγορεύσεως, δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για να διευκολυνθούν οι μη επαγγελματικές δραστηριότητες και οι κοινωνικές επαφές κατά ορισμένη ημέρα η οποία χρησιμοποιείται ήδη για τον σκοπό αυτό από μεγάλο μέρος του πληθυσμού."

(*) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ολλανδική.

(1) Βλέπε παράγραφο 7 της Διατάξεως περί παραπομπής.

(2) Η αρχή αυτή είχε γίνει ήδη δεκτή εξαρχής από τη νομολογία του Δικαστηρίου και δεν έχει αμφισβητηθεί ποτέ. Βλέπε, π.χ. την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 1968, Salgoil (13/68, Jurispr. 1968, σ. 631, συγκεκριμένα σ. 641) και την απόφαση της 30ής Απριλίου 1986, Asjes, σκέψη 10 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις 209 έως 213/84, Συλλογή 1986, σ. 1457). Το Δικαστήριο δεν απέκλινε από την αρχή αυτή παρά σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις. Βλέπε την απόφαση της 11ης Μαρτίου 1980, Foglia I, ιδίως τις σκέψεις 6 έως 11 (104/79, Jurispr. 1980, σ. 745) και την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1981, Foglia II (244/80, Συλλογή 1981, σ. 3045).

(3) Βλέπε π.χ. την απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 1987, Gauchard, ιδίως τις σκέψεις 10 έως 12 (20/87, Συλλογή 1987, σ. 4879).

(4) Απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974, 8/74, Jurispr. 1974, σ. 837, σκέψη 5 (δική μου η υπογράμμιση).

(5) Βλέπε την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1982, Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, σκέψεις 22 έως 27 (249/81, Συλλογή 1982, σ. 4005).

(6) Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1981, Oebel, σκέψη 20 (155/80, Συλλογή 1981, σ. 1993).

(7) Απόφαση της 31ης Μαρτίου 1982, Blesgen, σκέψη 9 (75/81, Συλλογή 1982, σ. 1211) βλέπε επίσης την απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1986, Forest (148/85, Συλλογή 1986, σ. 3449), όπου το Δικαστήριο κατέληξε, στη σκέψη 19, στο ότι: "Επομένως, συνάγεται ότι το μέτρο αυτό ... δεν έχει στην πραγματικότητα σχέση με την εισαγωγή ... και δεν μπορεί να παρεμποδίσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών".

(8) Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η απόφαση της 16ης Μαΐου 1989, Buet (382/87, Συλλογή 1989, σ. 1235) βλέπε, ιδίως, τη σκέψη 7.

(9) Βλέπε, ανωτέρω, παράγραφο 3 του σημείου 8. Οι διαπιστώσεις αυτές του παραπέμποντος δικαστηρίου στηρίζονται μεταξύ άλλων, στη δήλωση ενός ολλανδού προμηθευτή της Β & Q (βλέπε παράρτημα 4 της Διατάξεως περί παραπομπής), σύμφωνα με την οποία οι παραγγελίες που έλαβε από την Β & Q μειώθηκαν κατά 31,5% κατά το διάστημα εφαρμογής της απαγορεύσεως πωλήσεων τις Κυριακές.

(10) Απόφαση επί των υποθέσεων 266 και 267/87, Royal Pharmaceutical Society of Great-Britain, Συλλογή 1989, σ. 1295.

(11) Βλέπε, ωστόσο, τις (με αντίθετο πνεύμα) προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 10ης Μαρτίου 1989, ιδίως τα σημεία 19 έως 28.

(12) Απόφαση της 16ης Μαΐου 1989, ήδη αναφερθείσα στην υποσημείωση 8.

(13) Apevarg tgs 14gs Ioukiou 1981, uedg amaveqheira rtgm uporgleiyrg 6.

(14) Απόφαση της 31ης Μαρτίου 1982, ήδη αναφερθείσα στην υποσημείωση 7.

(15) Απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1986, ήδη αναφερθείσα στην υποσημείωση 7.

(16) Απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979, Rewe, σκέψη 8 (120/78, Jurispr. 1979, σ. 649).

(17) 'Ενα γνωστό παράδειγμα είναι η απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 1982, Rau, ιδίως σκέψη 13 (261/81, Συλλογή 1982, σ. 3961), η οποία αφορούσε μία βελγική ρύθμιση που επέτρεπε την πώληση ή την εισαγωγή μαργαρίνης μόνον εφόσον η συσκευασία τους είχε σχήμα κύβου.

(18) Βλέπε π.χ. την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1982, Oosthoek, ιδίως τη σκέψη 15 (Συλλογή 1982, σ. 4575), η οποία αφορά απαγόρευση χρησιμοποιήσεως ορισμένων μορφών διαφημίσεως και ορισμένων μεθόδων προωθήσεως των πωλήσεων.

(19) Η υπόθεση αυτή (απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 60 και 61/84, Συλλογή 1985, σ. 2605) αφορούσε το ζήτημα αν ένας γαλλικός νόμος ο οποίος απαγόρευε καταρχήν (προσωρινά) την πώληση ή τη μίσθωση βιντεοκασετών μιας κινηματογραφικής ταινίας που προβαλλόταν στις αίθουσες των κινηματογράφων συμβιβαζόταν με το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

(20) Συλλογή 1985, σ. 2611.

(21) Συλλογή 1985, σσ. 2611 και 2612.

(22) Βλέπε σκέψη 19 της αποφάσεως.

(23) Απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Γαλλίας (216/84, Συλλογή 1988, σ. 793). Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της 11ης Μαΐου 1989, Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, "Υποκατάστατα γάλακτος" (76/86, Συλλογή 1989, σ. 1021). Στη συνέχεια θα ασχοληθώ μόνο με την πρώτη από τις αποφάσεις αυτές.

(24) Apevarg tgs 17gs Maoou 1988, upeherg 158/86, uukkocue 1988, r. 2605.

(25) Eqoamaveqheira amytaqy rtgm uporgleiyrg 8.

(26) Απόφαση της 18ης Μαΐου 1989, ήδη προαναφερθείσα στην υποσημείωση 10. Στις υποθέσεις Oebel, Blesgen και Forest (που αναφέρονται στις σημειώσεις 6 και 7 ανωτέρω), το Δικαστήριο θα μπορούσε να έχει δεχθεί το ίδιο αν είχε διαπιστώσει την ύπαρξη παρεμποδίσεως του εμπορίου.

(27) Βλέπε σκέψη 7. Κατά τα λοιπά, η γαλλική κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε ότι εφαρμόζεται η απαγόρευση του άρθρου 30: βλέπε σκέψη 4. 'Αλλωστε, είχε ήδη γίνει δεκτό ότι το άρθρο 30 εφαρμόζεται στην περίπτωση απογορεύσεων εμπορίας των οποίων η διάρκεια ισχύος δεν ήταν ορισμένη. Βλέπε, π.χ. την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1981, Frans-Nederlandse Matschappij voor Biologische Producten (272/80, Συλλογή 1981, σ. 3277).

(28) Ακριβώς όπως στην υπόθεση Cinetheque, είναι αναμενόμενο, μετά την παρέλευση του αρκετά μακρού χρόνου ισχύος της απαγορεύσεως, το ενδιαφέρον για τις βιντεοκασέτες μιας ταινίας να μειώνεται.

(29) Βλέπε σκέψη 19.

(30) Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 18.

(31) Βλέπε σκέψεις 7 και 8.

(32) Βλέπε σκέψη 18.

(33) Βλέπε την απόφαση της 30ής Ιουνίου 1966, LΤΜ κατά ΜΒU (56/65, Jurispr. 1966, σ. 337).

(34) zHdg amaveqheira rtgm uporgleiyrg 4.

(35) Βλέπε, όσον αφορά τις συμφωνίες, την απόφαση της 13ης Ιουλίου 1966, Consten-Grundig (συνεκδικασθείσες υποθέσεις 56 και 58/64, Jurispr. 1966, σσ. 429, 514 και 515) βλέπε, σχετικά με τις εμπορικές ρυθμίσεις, την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1982, 249/81, που προαναφέρθηκε ήδη στην υποσημείωση 5.

(36) Διαφορές υπάρχουν και ως προς την εφαρμογή.'Οσον αφορά, π.χ., το άρθρο 30, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί ο κανόνας de minimis (βλέπε απόφαση της 5ης Απριλίου 1984, Van de Haar και Kaveka de Meern, σκέψη 13, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 177 και 178/82, Συλλογή 1984, σ. 1797). Ωστόσο, όσον αφορά το άρθρο 85, ο εν λόγω κανόνας εφαρμόζεται, υπό την έννοια ότι απαιτείται να επηρεάζεται αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (βλέπε απόφαση της 9ης Ιουλίου 1969, Voelk-Vervaecke, 5/69, Jurispr. 1969, σ. 295).

(37) Υπό την επιφύλαξη, είναι αλήθεια, του κανόνα de minimis και, ενδεχομένως, αλλά σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις, του άρθρου 85, παράγραφος 3.

(38) Και πάλι υπό την επιφύλαξη του κανόνα de minimis και του άρθρου 85, παράγραφος 3.

(39) Στα ολλανδικά, που είναι η γλώσσα διαδικασίας, χρησιμοποιήθηκε η έκφραση "versterking van de nationale drempelvorming". Στις προτάσεις στην παρούσα υπόθεση, η λέξη "drempelvorming" αποδίδεται, για λόγους γλωσσικής σαφηνείας, με διαφόρους τρόπους, όπως "η ενίσχυση της στεγανοποιήσεως της αγοράς" ή "δυσχέρανση της προσβάσεως στην αγορά".

(40) Απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 1972, Cementhandelaren κατά Επιτροπής, σκέψεις 29 και 30 (8/72, Jurispr. 1972, σ. 977). Η υπόθεση αυτή αφορούσε μία οριζόντια συμφωνία μεταξύ παραγωγών. Το Δικαστήριο είχε ήδη κρίνει ότι ακόμη και μία κάθετη συμφωνία, με περιορισμένες συνέπειες, ήτοι μία σύμβαση μεταξύ ενός τοπικού ζυθοποιού και ενός τοπικού πελάτη, μπορεί να προσκρούει στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, ενόψει του γενικού νομικού και οικονομικού πλαισίου. Βλέπε την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1967, Haecht κατά Wilkin (23/67 Jurispr. 1967, σ. 525).

(41) Αυτό, υπό την επιφύλαξη, προφανώς, της εφαρμογής του άρθρου 36 ή της επικλήσεως "επιτακτικών αναγκών", όπως προκύπτει από την απόφαση Cinetheque και τη μετέπειτα νομολογία.

(42) Βλέπε ανωτέρω, σκέψη 13.

(43) Και πάλι υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 36 ή της επικλήσεως "επιτακτικών αναγκών".

(44) Βλέπε τις σκέψεις 4 και 18.

(45) Εκτός του περιορισμού της ασκήσεως του εμπορίου τις Κυριακές, μπορούν επίσης να αναφερθούν οι περιορισμοί του δικαιώματος εγκαταστάσεως στο πλαίσιο μιας χωροταξικής ρυθμίσεως (βλέπε την απόφαση Gauchard που αναφέρθηκε ήδη στην υποσημείωση 3), οι διατάξεις που προβλέπουν κατάσχεση σε περίπτωση μη καταβολής του φόρου (βλέπε υπόθεση 69/88, που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου), η επιβολή ορίων ταχύτητας κλπ.

(46) Το Δικαστήριο δέχεται σταθερά ότι σκοπός του άρθρου 36 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν είναι να εξακολουθήσουν να υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών ορισμένα θέματα. Βλέπε την απόφαση της 10ης Ιουλίου 1984, Campus Oil Limited, σκέψη 32 (72/83, Συλλογή 1984, σ. 2727) και την απόφαση της 12ης Ιουλίου 1979, Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, σκέψη 5 (153/78, Jurispr. 1979, σ. 2555) και την εκεί εκτιθέμενη νομολογία. Κατά την άποψή μου, η αρχή αυτή ισχύει και προκειμένου για επιτακτικές ανάγκες.

(47) Στο Home Office Report ("The Shops Act - Late night and Sunday opening: Report of the Committee of inquiry into proposals to amend the Shops Act", που υποβλήθηκε στο Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου τον Νοέμβριο του 1984 και επισυνάπτεται ως παράρτημα 2 στις παρατηρήσεις της Β & Q) αναφέρεται ότι η εφαρμογή του Shops Act έχει ανατεθεί από το 1974 στις αρχές της τοπικής αυτοδιοικήσεως. 'Ομως, ορισμένες από τις αρχές αυτές αποφάσισαν να μην εφαρμόσουν καθόλου τον νόμο αυτόν πολλές άλλες δεν επεμβαίνουν παρά μόνο κατόπιν καταγγελίας (παράγραφος 25 του Report). Αναφέρεται, επίσης, ότι πολύ λίγες τοπικές αρχές υιοθετούν την πολιτική της διώξεως όλων όσων ανοίγουν κατάστημα πωλήσεων εκτός του νομίμου ωραρίου (στο ίδιο).

(48) Αναφορά στην αρχή του "estoppel" έγινε στην απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1983, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 22 έως 26 (230/81, Συλλογή 1983, σ. 255). Βλέπε επίσης τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mancini, σσ. 293 και 295.

(49) Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1979, 34/79, Jurispr. 1979, σ. 3795. Βλέπε επίσης την απόφαση της 11ης Μαρτίου 1986, Conegate, ιδίως τις σκέψεις 14 και 15 (121/85, Συλλογή 1986, σ. 1007).

(50) Βλέπε την προαναφερθείσα στην υποσημείωση 46 νομολογία.

(51) Απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1977, Bouchereau, σκέψη 33 (30/77, Jurispr. 1977, σ. 1999), η οποία παραπέμπει στην απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1974, Van Duyn (41/74, Jurispr 1974, σ. 1350).

(52) Απόφαση Bouchereau, ήδη αναφερθείσα στην υποσημείωση 51, σκέψη 35. Βλέπε επίσης τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Warner, σσ. 2016 και 2024 έως 2026.

(53) 'Οπως διαπίστωσε το παραπέμπον δικαστήριο. Βλέπε ανωτέρω, παράγραφος 3, σημείο 4.

(54) Επ' αυτού υπάρχουν πολλές αμφιβολίες: όλοι οι λόγοι που προβάλλονται προς δικαιολόγηση της απαγορεύσεως προϋποθέτουν ότι τα καταστήματα παραμένουν κλειστά τις Κυριακές στην πραγματικότητα, ωστόσο, το Shops Act επιτρέπει το άνοιγμα των καταστημάτων την Κυριακή, τουλάχιστον όταν πωλούν μόνο τα "εξαιρούμενα της απαγορεύσεως προϊόντα". Στην πράξη, η δυνατότητα αυτή τυγχάνει ευρείας εκμεταλλεύσεως. Βλέπε το Home Office Report, παράγραφος 22, που αναφέρθηκε ανωτέρω στην υποσημείωση 47.

(55) 'Ηδη προαναφερθείσα στην υποσημείωση 49.