61986J0222

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 15ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1987. - UNION NATIONALE DES ENTRAINEURS ET CADRES TECHNIQUES PROFESSIONNELS DU FOOTBALL (UNECTEF) ΚΑΤΑ GEORGES HEYLENS ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ TRIBUNAL DE GRANDE INSTANCE ΤΗΣ ΛΙΛΛΗΣ. - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ - ΙΣΟΤΙΜΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΩΝ - ΠΡΟΠΟΝΗΤΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 222/86.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1987 σελίδα 04097
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00223
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00225


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1 . Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Εργαζόμενοι - Αναγνώριση διπλωμάτων - 'Ελλειψη οδηγιών εναρμονίσεως - Υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο πλαίσιο της σχετικής με την αναγνώριση της ισοτιμίας των διπλωμάτων νομοθεσίας τους - Κριτήρια εκτιμήσεως της ισοτιμίας

( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 5 και 48 )

2 . Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Εργαζόμενοι - Ελεύθερη πρόσβαση στην απασχόληση - Θεμελιώδες δικαίωμα που έχει καθιερωθεί με τη Συνθήκη - Απόφαση εθνικής αρχής με την οποία δεν αναγνωρίζονται τα ευεργετικά αποτελέσματα του δικαιώματος αυτού - Υπόκειται σε ένδικο μέσο - Απαίτηση απορρέουσα από γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου

( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 48 )

3 . Εργαζόμενοι - Αναγνώριση διπλωμάτων - 'Ελλειψη οδηγιών εναρμονίσεως - Απόφαση εθνικής αρχής με την οποία απορρίπτεται αίτηση αναγνωρίσεως ισοτιμίας - Υποχρέωση αιτιολογήσεως - Υπόκειται σε ένδικο μέσο

( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 48 )

Περίληψη


1 . Η θεμιτή στα διάφορα κράτη μέλη απαίτηση που συνίσταται στο να εξαρτάται η πρόσβαση σε ορισμένα επαγγέλματα από την κατοχή διπλωμάτων αποτελεί εμπόδιο στην αποτελεσματική άσκηση της διασφαλιζόμενης από τη Συνθήκη αποτελεσματικής άσκησης της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, η εξάλειψη του οποίου πρέπει να διευκολύνεται μέσω οδηγιών αποσκοπουσών στην αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων . Το γεγονός ότι τέτοιες οδηγίες δεν έχουν ακόμα εκδοθεί δεν παρέχει σ' ένα κράτος μέλος το δικαίωμα, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων του άρθρου 5 της Συνθήκης, να αρνείται να αναγνωρίσει τα ευεργετικά αποτελέσματα της ελευθερίας αυτής σε υπαγόμενο στο κοινοτικό δίκαιο πρόσωπο, όταν η ελευθερία αυτή μπορεί να διασφαλίζεται στο εν λόγω κράτος μέλος, ιδίως λόγω του ότι οι νομοθετικές και κανονιστικές του διατάξεις επιτρέπουν την αναγνώριση της ισοτιμίας αλλοδαπών διπλωμάτων .

Δεδομένου ότι η απαίτηση της συνδρομής των απαραίτητων για την άσκηση ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος προσόντων πρέπει να συμβιβάζεται με τις επιταγές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, η διαδικασία αναγνωρίσεως της ισοτιμίας πρέπει να επιτρέπει στις εθνικές αρχές να ελέγχουν βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ότι με το αλλοδαπό δίπλωμα βεβαιώνονται, όσον αφορά τον κάτοχό του, γνώσεις και προσόντα, αν όχι όμοια, τουλάχιστον ισοδύναμα προς τα πιστοποιούμενα από το εθνικό δίπλωμα . Η εκτίμηση αυτή της ισοδυναμίας του αλλοδαπού διπλώματος πρέπει να γίνεται έχοντας αποκλειστικώς υπόψη το βαθμό των γνώσεων και των προσόντων που το δίπλωμα αυτό, ενόψει της φύσεως και της διάρκειας των σπουδών και των πρακτικών ασκήσεων των οποίων πιστοποιεί την πραγματοποίηση, καθιστά δυνατή την κατά τεκμήριο ύπαρξή τους στο πρόσωπο του κατόχου του .

2 . Εφόσον η ελεύθερη πρόσβαση στην απασχόληση αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα παρεχόμενο από τη Συνθήκη ατομικώς σε κάθε διακινούμενο εργαζόμενο της Κοινότητας, η ύπαρξη δυνατότητας ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά οποιασδήποτε αποφάσεως εθνικής αρχής, με την οποία δεν αναγνωρίζονται τα ευεργετικά αποτελέσματα του δικαιώματος αυτού, αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για τη διασφάλιση στους ιδιώτες της αποτελεσματικής προστασίας του δικαιώματός τους . Η απαίτηση αυτή αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου απορρέουσα από τις κοινές στα κράτη μέλη συνταγματικές παραδόσεις και έχει καθιερωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών .

3 . 'Οταν σ' ένα κράτος μέλος η άσκηση έμμισθης επαγγελματικής δραστηριότητας εξαρτάται από την κατοχή εθνικού ή αναγνωρισμένου ως ισότιμου αλλοδαπού διπλώματος, η καθιερωμένη με το άρθρο 48 της Συνθήκης αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων επιβάλλει όπως η απόφαση με την οποία απορρίπτεται αίτηση εργαζομένου υπηκόου άλλου κράτους μέλους περί αναγνωρίσεως της ισοτιμίας διπλώματος χορηγηθέντος από το κράτος μέλος του οποίου ο εν λόγω εργαζόμενος έχει την ιθαγένεια υπόκειται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από πλευράς κοινοτικού δικαίου, ο δε ενδιαφερόμενος να μπορεί να λαμβάνει γνώση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση .

Διάδικοι


Στην υπόθεση 222/86,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal de grande instance της Λίλλης ( όγδοο ποινικό τμήμα ) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Union nationale des entraineurs et cadres techniques pProffessionnels du football ( UmeCteF ), επαγγελματιακού σωματείου με έδρα το Παρίσι, αφενός,

και

- Georges Heylens, προπονητή ποδοσφαίρου, κατοίκου La Madeleine ( Γαλλία ),

- Jacques Dewailly, προέδρου, γενικού διευθυντή της ανώνυμης εταιρίας μικτής οικονομίας "Lille Olympic Sporting Club", κατοίκου Villeneuve-d' Ascq ( Γαλλία ),

- Jacques Amyot, γενικού διευθυντή της ίδιας εταιρίας, κατοίκου Templemars ( Γαλλία ),

- Roger Deschodt, γενικού διευθυντή της ίδιας εταιρίας, κατοίκου Faches-Rhumesssnil ( Γαλλία ), αφετέρου,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 48 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, G . Bosco, O . Due, J . C . Moitinho de Almeida και G . C . Rodriguez Iglesias, προέδρους τμήματος, T . Koopmans, U . Everling, K . Bahlmann, Y . Galmot, Κ . Κακούρη, R . Joliet, T . F . O' Higgins και F . Schockweiler, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας : G . F . Mancini

γραμματέας : J . A . Pompe, βοηθός γραμματέας

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν :

- η Union nationale des entraineurs et cadres techniques professionnels du football ( στο εξής : Unectef ), μηνύουσα στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη και προφορική διαδικασία από τη δικηγόρο J . J . Bertrand,

- οι Georges Heylens, Jacques Dewailly, Jacques Amyot και Roger Deschodt, κατηγορούμενοι στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενοι κατά την έγγραφη και προφορική διαδικασία από τη δικηγόρο G . Doussot,

- η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη διαδικασία από τον G . Guillaume,

- η κυβέρνηση του Βασιλείου της Δανίας, εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη διαδικασία από τον L . Mikaelsen και κατά την προφορική διαδικασία από τον Joergen Molde, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη και προφορική διαδικασία από τον J . Griesmar

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση όπως συμπληρώθηκε μετά την προφορική διαδικασία της 31ης Μαρτίου 1987,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Ιουνίου 1987,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 4ης Ιουλίου 1986, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Αυγούστου 1986, το Tribunal de grande instance της Λίλλης υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 48 της Συνθήκης ΕΟΚ .

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατόπιν απευθείας κλήσεως-μηνύσεως ( citation directe ) της Union nationale des entraineurs et cadres techniques professionnels du football κατά του Georges Heylens, προπονητή ποδοσφαίρου, καθώς και κατά των Jacques Dewailly, Jacques Amyot και Roger Deschodt, διευθυντών της ανώνυμης εταιρίας μικτής οικονομίας "Lille Olympic Sporting Club", διότι παρέβησαν, αντίστοιχα, ως αυτουργός και συνεργοί, τις διατάξεις του γαλλικού νόμου 84-610 της 16ης Ιουλίου 1984, περί της οργανώσεως και προαγωγής των δραστηριοτήτων σωματικής αγωγής και αθλητισμού ( JΟRF της 17.7.1984 ), και το άρθρο 259 του γαλλικού ποινικού κώδικα περί της αντιποιήσεως τίτλου .

3 Από το φάκελο της υποθέσεως προκύπτει ότι η άσκηση στη Γαλλία του επαγγέλματος του προπονητή ποδοσφαίρου εξαρτάται από την κατοχή γαλλικού διπλώματος προπονητή ποδοσφαίρου ή αλλοδαπού διπλώματος αναγνωρισθέντος ως ισοτίμου με απόφαση του αρμοδίου μέλους της κυβερνήσεως κατόπιν γνωμοδοτήσεως ειδικής επιτροπής .

4 Ο δι' απευθείας κλήσεως κατηγορούμενος στην υπόθεση της κύριας δίκης Georges Heylens είναι βέλγος υπήκοος, κάτοχος βελγικού διπλώματος προπονητή ποδοσφαίρου, προσληφθείς από τον αθλητικό σύλλογο "Lille Olymping Sporting Club" ως προπονητής της επαγγελματικής ομάδας ποδοσφαίρου του συλλόγου αυτού . Η αίτηση αναγνωρίσεως της ισοτιμίας του βελγικού διπλώματος απορρίφθηκε με απόφαση του αρμοδίου μέλους της κυβερνήσεως, το οποίο επικαλέστηκε ως αιτιολογία τη μη αιτιολογημένη δυσμενή γνωμοδότηση της ειδικής επιτροπής . Δεδομένου ότι ο Heylens εξακολούθησε να ασκεί το επάγγελμά του, το Syndicat professionnel des entraineurs de footfall ( επαγγελματικό σωματείο προπονητών ποδοσφαίρου ) υπέβαλε κατ' αυτού καθώς και κατά των διευθυντών της εταιρίας που τον είχαν προσλάβει μήνυση ενώπιον του Tribunal correctionnel ( πλημμελειοδικείο ) της Λίλλης .

5 'Εχοντας αμφιβολίες ως προς το συμβιβαστό της γαλλικής ρύθμισης προς τους κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, το Tribunal de grande instance της Λίλλης ( όγδοο ποινικό τμήμα ) ανέστειλε τη διαδικασία έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί με προδικαστική απόφαση στο ακόλουθο ερώτημα :

"Συνιστά το γεγονός ότι για την επ' αμοιβή άσκηση των καθηκόντων προπονητή αθλητικής ομάδας ( άρθρο 43 του νόμου της 16ης Ιουλίου 1984 ) απαιτείται η κατοχή γαλλικού διπλώματος, ή αλλοδαπού διπλώματος, που έχει κριθεί ως ισότιμο από επιτροπή η οποία αποφασίζει χωρίς να αιτιολογεί τη γνώμη της, και κατά της οποίας δεν προβλέπεται κανένα ειδικό ένδικο μέσο, περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, όπως ορίζεται στα άρθρα 48 μέχρι 51 της Συνθήκης ΕΟΚ, ελλείψει οδηγίας έχουσας εφαρμογή στο επάγγελμα αυτό;"

6 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι δυνάμει του άρθρου 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας κατατεθείσες παρατηρήσεις . Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο .

7 Με το υποβληθέν ερώτημα το παραπέμπον δικαστήριο ζητεί κυρίως να του διευκρινιστεί αν, σε περίπτωση που σε ένα κράτος μέλος η άσκηση έμμισθης επαγγελματικής δραστηριότητας εξαρτάται από την κατοχή εθνικού ή αναγνωρισμένου ως ισότιμου αλλοδαπού διπλώματος, η αρχή του άρθρου 48 της Συνθήκης της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων επιβάλλει όπως η απόφαση, με την οποία δεν αναγνωρίζεται η ισοτιμία διπλώματος χορηγηθέντος από άλλο κράτος μέλος σε εργαζόμενο ο οποίος έχει την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους, υπόκειται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου και είναι αιτιολογημένη .

8 Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 48 της Συνθήκης θέτει σε εφαρμογή, όσον αφορά τους εργαζομένους, θεμελιώδη αρχή θεσπισμένη με το άρθρο 3, στοιχείο γ ), της Συνθήκης, όπου ορίζεται ότι η κατά την έννοια του άρθρου 2 δράση της Κοινότητας περιλαμβάνει την εξάλειψη, μεταξύ των κρατών μελών, των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ( βλέπε απόφαση της 7ης Ιουλίου 1976, Watson, 118/75, Rec . 1976, σ . 1185 ).

9 Κατ' εφαρμογή της γενικής αρχής του άρθρου 7 της Συνθήκης περί απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, το άρθρο 48 αποσκοπεί στην απάλειψη από τις νομοθεσίες των κρατών μελών των διατάξεων οι οποίες, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τις λοιπές συνθήκες εργασίας, υποβάλλουν τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών σε αυστηρότερη μεταχείριση ή τους υπάγουν σε νομική ή πραγματική κατάσταση δυσμενή σε σχέση με αυτή που ισχύει, υπό τις ίδιες περιστάσεις, για τους υπηκόους τους ( βλέπε απόφαση της 28ης Μαρτίου 1979, Saunders, 175/78, Rec . 1979, σ . 1129 ).

10 Ελλείψει εναρμονίσεως των όρων ασκήσεως ενός επαγγέλματος, τα κράτη μέλη δικαιούνται να καθορίζουν τις γνώσεις και τα προσόντα που είναι αναγκαία για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος και να απαιτούν την προσκόμιση διπλώματος με το οποίο να βεβαιώνεται η ύπαρξη αυτών των γνώσεων και προσόντων .

11 Εντούτοις, η θεμιτή στα διάφορα κράτη μέλη απαίτηση όσον αφορά την κατοχή διπλωμάτων για την άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων αποτελεί, όπως έχει δεχτεί το Δικαστήριο με την απόφασή του της 28ης Ιουνίου 1977 ( Richard Hugh Patrick, 11/77, Rec . 1977, σ . 1199 ), εμπόδιο στην αποτελεσματική άσκηση της διασφαλιζόμενης από τη Συνθήκη ελευθερίας, η εξάλειψη του οποίου πρέπει να διευκολύνεται μέσω οδηγιών αποσκοπουσών στην αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων . 'Οπως έγινε δεκτό από το Δικαστήριο με την ίδια απόφαση, το γεγονός ότι τέτοιες οδηγίες δεν έχουν ακόμα εκδοθεί δεν παρέχει σ' ένα κράτος μέλος το δικαίωμα να αρνείται να αναγνωρίσει τα ευεργετικά αποτελέσματα της ελευθερίας αυτής σε υπαγόμενο στο κοινοτικό δίκαιο πρόσωπο, όταν η ελευθερία αυτή μπορεί να διασφαλίζεται στο εν λόγω κράτος μέλος, ιδίως λόγω του ότι οι νομοθετικές και κανονιστικές του διατάξεις επιτρέπουν την αναγνώριση της ισοτιμίας αλλοδαπών διπλωμάτων .

12 Δεδομένου ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων αποτελεί ένα από τους θεμελιώδεις στόχους της Συνθήκης, η υποχρέωση διασφαλίσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας δυνάμει των υφιστάμενων εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων προκύπτει, όπως έχει δεχτεί το Δικαστήριο με την απόφασή του της 28ης Απριλίου 1977 ( Thieffry, 71/76, Rec . 1977, σ . 765 ), από το άρθρο 5 της Συνθήκης, σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωσση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη και απέχουν από κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο τη πραγματοποίηση των σκοπών της Συνθήκης .

13 Δεδομένου ότι η απαίτηση της συνδρομής των απαραίτητων για την άσκηση ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος προσόντων πρέπει να συμβιβάζεται με τις επιταγές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, η διαδικασία αναγνωρίσεως της ισοτιμίας πρέπει να επιτρέπει στις εθνικές αρχές να ελέγχουν βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ότι με το αλλοδαπό δίπλωμα βεβαιώνονται, όσον αφορά τον κάτοχό του, γνώσεις και προσόντα, αν όχι όμοια, τουλάχιστον ισοδύναμα προς τα πιστοποιούμενα από το εθνικό δίπλωμα . Η εκτίμηση αυτή της ισοδυναμίας του αλλοδαπού διπλώματος πρέπει να γίνεται έχοντας αποκλειστικώς υπόψη το βαθμό των γνώσεων και των προσόντων που το δίπλωμα αυτό, ενόψει της φύσεως και της διάρκειας των σπουδών και των πρακτικών ασκήσεων των οποίων πιστοποιεί την πραγματοποίηση, καθιστά δυνατή την κατά τεκμήριο ύπαρξή τους στο πρόσωπο του κατόχου του .

14 Εφόσον η ελεύθερη πρόσβαση στην απασχόληση αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα παρεχόμενο από τη Συνθήκη ατομικώς σε κάθε εργαζόμενο της Κοινότητας, η ύπαρξη δυνατότητας ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά οποιασδήποτε αποφάσεως εθνικής αρχής, με την οποία δεν αναγνωρίζονται τα ευεργετικά αποτελέσματα του δικαιώματος αυτού, αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για τη διασφάλιση στους ιδιώτες της αποτελεσματικής προστασίας του δικαιώματός τους . 'Οπως το Δικαστήριο έχει δεχτεί με την απόφαση της 15ης Μαΐου 1986 ( Johnston, 222/84, Συλλογή 1986, σ . 1651, ιδίως σ . 1663 ), η απαίτηση αυτή αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου απορρέουσα από τις κοινές στα κράτη μέλη συνταγματικές παραδόσεις και έχει καθιερωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών .

15 Η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου, ο οποίος πρέπει να αφορά τη νομιμότητα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, συνεπάγεται, γενικά, ότι το αποφαινόμενο ως προς το κύρος της εν λόγω αποφάσεως δικαστήριο μπορεί να απαιτεί από την αρμόδια αρχή να του γνωστοποιεί την αιτιολογία αυτή . Αλλά, όταν πρόκειται ειδικότερα, όπως στην προκείμενη περίπτωση, για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας θεμελιώδους δικαιώματος παρεχόμενου από τη Συνθήκη στους εργαζομένους της Κοινότητας, πρέπει και οι τελευταίοι να μπορούν να υπερασπίζουν το δικαίωμα αυτό υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να τους παρέχεται η ευχέρεια να αποφασίζουν, έχοντας πλήρη γνώση όλων των σχετικών στοιχείων, αν τους συμφέρει η άσκηση ένδικης προσφυγής . Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι, σε παρόμοια περίπτωση, η αρμόδια εθνική αρχή υποχρεούται, είτε με την ίδια την απόφαση είτε, κατόπιν αιτήσεώς τους, με μεταγενέστερη γνωστοποίηση, να καθιστά γνωστούς τους λόγους της αρνήσεώς της .

16 Εντούτοις, αυτές οι απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου, δηλαδή η δυνατότητα ασκήσεως ένδικης προσφυγής και η υποχρέωση αιτιολογήσεως αφορούν, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού τους, μόνο οριστικές αποφάσεις με τις οποίες απορρίπτεται αίτηση αναγνωρίσεως της ισοτιμίας και όχι γνωμοδοτήσεις ή άλλες πράξεις εκδιδόμενες κατά την προπαρασκευαστική ή αποδεκτική φάση .

17 Κατά συνέπεια, στο υποβληθέν από το Tribunal de grande instance της Λίλλης προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, όταν σ' ένα κράτος μέλος η άσκηση έμμισθης επαγγελματικής δραστηριότητας εξαρτάται από την κατοχή εθνικού ή αναγνωρισμένου ως ισότιμου αλλοδαπού διπλώματος, η αρχή του άρθρου 48 της Συνθήκης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων επιβάλλει όπως η απόφαση με την οποία απορρίπτεται αίτηση αναγνωρίσεως της ισοτιμίας διπλώματος χορηγηθέντος από άλλο κράτος μέλος σε εργαζόμενο ο οποίος έχει την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους υπόκειται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από πλευράς κοινοτικού δικαίου, ο δε ενδιαφερόμενος να μπορεί να λαμβάνει γνώση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

18 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, η κυβέρνηση του Βασιλείου της Δανίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται . Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων .

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Tribunal de grance instance της Λίλλης με απόφαση της 4ης Ιουλίου 1986, αποφαίνεται :

'Οταν σ' ένα κράτος μέλος η άσκηση έμμισθης επαγγελματικής δραστηριότητας εξαρτάται από την κατοχή εθνικού ή αναγνωρισμένου ως ισότιμου αλλοδαπού διπλώματος, η αρχή του άρθρου 48 της Συνθήκης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων επιβάλλει η απόφαση με την οποία δεν αναγνωρίζεται η ισοτιμία διπλώματος χορηγηθέντος από άλλο κράτος μέλος σε εργαζόμενο ο οποίος έχει την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους να υπόκειται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από πλευράς κοινοτικού δικαίου, ο δε ενδιαφερόμενος να μπορεί να λαμβάνει γνώση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση .