ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση 221/85 ( *1 )

I — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

Το βασιλικό διάταγμα 143 της 30ής Δεκεμβρίου 1982 ρυθμίζει την κάλυψη των υπηρεσιών κλινικής βιολογίας από την ασφάλιση ασθενείας. Οι εν λόγω παροχές καθορίζονται ως « αυτές για τις οποίες παρέχεται κάλυψη, σύμφωνα με τα άρθρα 23 και 153, παράγραφος 8, του νόμου της 9ης Αυγούστου 1963 περί θεσπίσεως και οργανώσεως συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως κατά της ασθενείας και της αναπηρίας» (άρθρο 1, δεύτερη περίπτωση, του πιο πάνω βασιλικού διατάγματος ).

Το εν λόγω βασιλικό διάταγμα καθορίζει τους όρους τους οποίους πρέπει να πληρούν τα εργαστήρια για την κάλυψη των υπηρεσιών κλινικής βιολογίας από την ασφάλιση ασθενείας. Το άρθρο 3 του διατάγματος προβλέπει ότι τα εργαστήρια πρέπει να τα εκμεταλλεύονται:

«1)

είτε ένας ή περισσότεροι θεράποντες ιατροί που παρέχουν αποκλειστικά υπηρεσίες κλινικής βιολογίας στο πλαίσιο της ασκήσεως του επαγγέλματός τους και ενόψει διαγνώσεως όσον αφορά τους δικούς τους πελάτες με τη βοήθεια τρίτων·

2)

είτε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, εξαιρέσει των νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που προβλέπονται στην παράγραφο 7, τα μέλη του οποίου, κατά περίπτωση, οι εταίροι και οι διαχειριστές, είναι αποκλειστικώς πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

3)

είτε ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δικαιούνται να παρέχουν υπηρεσίες κλινικής βιολογίας, τα οποία πράγματι πραγματοποιούν αναλύσεις στο εργαστήριο αυτό και τα οποία δεν είναι ιατροί που χορηγούν ιατρικές συνταγές·

4)

είτε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου εξαιρέσει των νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που προβλέπονται στην παράγραφο 7, του οποίου τα μέλη, οι εταίροι και οι διαχειριστές, κατά περίπτωση, είναι αποκλειστικώς πρόσωπα που προβλέπονται στην παράγραφο 3·

5)

είτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκμεταλλεύεται ένα νοσοκομείο και εφόσον το εργαστήριο λειτουργεί προς εξυπηρέτηση του νοσοκομείου·

6)

είτε πανεπιστημιακό ίδρυμα ή δημόσια αρχή εφόσον οργανώνουν μια δραστηριότητα που συνίσταται στην παροχή ιατρικής περιθάλψεως, χάριν της οποίας λειτουργεί το εργαστήριο·

7)

είτε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, το οποίο κατόπιν αιτήσεως δημοσίων αρχών εκτελεί αποστολές επιστημονικής έρευνας για τις οποίες λειτουργεί το εργαστήριο. »

Με έγγραφο της 25ης Ιουλίου 1983, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην καθής κυβέρνηση ότι θεωρούσε το προαναφερθέν καθεστώς ασυμβίβαστο με το κοινοτικό δίκαιο. Υπογράμμισε ιδίως ότι εργαστήρια που τα εκμεταλλεύονται νομικά πρόσωπα, τα οποία περιλαμβάνουν μεταξύ των μελών τους ή των εταίρων τους ένα άλλο νομικό πρόσωπο, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που προβλέπονται από το εν λόγω βασιλικό διάταγμα. Για το λόγο αυτό, αποκλείστηκε η κάλυψη από την ασφάλιση ασθενείας ιδίως των υπηρεσιών για εργαστηριακές αναλύσεις που παρασχέθηκαν, βάσει συνταγών ιατρών που ασκούν το επάγγελμα στο Βέλγιο, από εταιρίες με κύρια έδρα σε άλλο κράτος μέλος, είτε οι εξετάσεις έγιναν στα εργαστήρια που βρίσκονται στο κράτος μέλος που είναι η κύρια έδρα είτε πραγματοποιήθηκαν σε εργαστήρια που λειτουργούν ως θυγατρική εταιρία, πρακτορείο ή υποκατάστημα στο Βέλγιο. Όμως, δεδομένου ότι στην πράξη το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού που ζει στο Βέλγιο είναι ασφαλισμένο στο βελγικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, η μη απόδοση των δαπανών από το Institut national d'assurance maladie-invalidité (INAMI) (εθνικό ινστιτούτο ασφάλειας κατά της ασθενείας και της αναπηρίας) ισοδυναμεί με ολοσχερή αποκλεισμό των εταιριών αυτών από τη βελγική αγορά, εφόσον οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν μπορούν να επιτύχουν το κατώτατο όριο οικονομικής αποδοτικότητας μόνο με τις αναλύσεις των οποίων η δαπάνη δεν αποδίδεται. Εν συμπεράσματι, η Επιτροπή υποστήριζε ότι ο αποκλεισμός των εν λόγω εταιριών θίγει σημαντικά την ελευθερία εγκαταστάσεως — υπό τη μορφή δευτερεύουσας εγκαταστάσεως — που αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα καθιερούμενο από το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ για τις μη μισθωτές δραστηριότητες.

Με έγγραφο της 10ης Οκτωβρίου 1983, ο Υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών και Θεσμικών Μεταρρυθμίσεων ενημέρωσε την Επιτροπή ότι η βελγική κυβέρνηση δεν είχε την πρόθεση να τροποποιήσει τις βασικές διατάξεις των εν λόγω βασιλικών διαταγμάτων. Παρατήρησε δε ότι οι διατάξεις αυτές δεν δημιουργούσαν δυσμενή διάκριση, καθόσον ίσχυαν τόσο για τα βελγικά νομικά πρόσωπα και τις βελγικές θυγατρικές εταιρίες όσο και για τα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα και τις αλλοδαπές θυγατρικές εταιρίες.

Στις 7 Δεκεμβρίου 1983 η Επιτροπή κάλεσε τη βελγική κυβέρνηση να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της στο εν λόγω θέμα εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών, σύμφωνα με το άρθρο 169 της Συνθήκης ΕΟΚ. Δεδομένου ότι η προθεσμία αυτή παρήλθε χωρίς απάντηση εκ μέρους της καθής κυβερνήσεως, η Επιτροπή έστειλε στην εν λόγω κυβέρνηση αιτιολογημένη γνώμη στις 23 Δεκεμβρίου 1983.

Η καθής κυβέρνηση απάντησε στην αιτιολογημένη γνώμη με δύο έγγραφα της 23ης Ιανουαρίου και της 2ας Αυγούστου 1984. Πληροφόρησε δε την Επιτροπή ότι είχε αποφασίσει να παρατείνει ώς τις 31 Δεκεμβρίου 1984 την προθεσμία μετά τη λήξη της οποίας η επίμαχη ρύθμιση θα άρχιζε να ισχύει. Επιπλέον, υποστήριξε ότι η εν λόγω ρύθμιση δεν ήταν ασυμβίβαστη με τα άρθρα 52 και επόμενα της Συνθήκης ΕΟΚ στο βαθμό που, όσον αφορά το δικαίωμα εγκαταστάσεως, δεν υπήρχε διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των βέλγων υπηκόων και των αλλοδαπών στο πλαίσιο της καλύψεως των υπηρεσιών κλινικής βιολογίας από την ασφάλιση ασθενείας.

Επειδή η Επιτροπή δεν πείστηκε από τις εξηγήσεις που έδωσε η βελγική κυβέρνηση, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή με δικόγραφο της 20ής Ιουνίου 1985. Η εν λόγω προσφυγή πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Ιουλίου 1985.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

Η καθής κυβέρνηση εκλήθη να απαντήσει εγγράφως σε ερώτημα που υπέβαλε το Δικαστήριο· στην πρόσκληση αυτή ανταποκρίθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

II — Αιτήματα των διαδίκων

Η Επιτροπήζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου, μη αποδίδοντας τις υπηρεσίες κλινικής βιολογίας που παρασχέθηκαν σε εργαστήρια που εκμεταλλεύεται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, τα μέλη του οποίου, εταίροι και διαχειριστές, είναι φυσικά πρόσωπα που δικαιούνται να πραγματοποιούν ιατρικές αναλύσεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ, ιδίως από το άρθρο 52·

να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

Η βελγική κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο:

να κρίνει την παρούσα προσφυγή απαράδεκτη και, επικουρικώς, αβάσιμη

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

Α — Σχετικά με την έκταση εφαρμογής και τους επιδιωκόμενους στόχους της βελγικής κανονιστικής ρυθμίσεως

1. Έκταση εφαρμογής του βασιλικού διατάγματος αριθ. 143 της 30ής Δεκεμβρίου 1982

Η Επιτροπή τονίζει καταρχάς ότι στην πράξη το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού που ζει στο Βέλγιο έχει υπαχθεί στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Από αυτό προκύπτει ότι η μη απόδοση των υπηρεσιών κλινικής βιολογίας έχει ως αποτέλεσμα να θέτει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα των εργαστηρίων που παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες.

Το προαναφερθέν βασιλικό διάταγμα καθόρισε ορισμένες προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν τα εργαστήρια για την κάλυψη των υπηρεσιών κλινικής βιολογίας από την ασφάλιση ασθενείας. Από το εν λόγω διάταγμα προκύπτει ιδίως ότι ένα νομικό πρόσωπο που προβαίνει σε βιολογικές αναλύσεις, των οποίων η δαπάνη αποδίδεται από τη βελγική κοινωνική ασφάλιση, δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνει μεταξύ των μελών του ή των εταίρων του ένα άλλο νομικό πρόσωπο εάν θέλει να του αποδοθούν οι δαπάνες των παρασχεθεισών υπηρεσιών. Επομένως, κατά την άποψη της Επιτροπής, οι εν λόγω εταιρίες αποκλείονται απο τη βελγική αγορά.

Ως προς το σημείο αυτό δεν έχει πολλή σημασία να γίνει διάκριση μεταξύ του ιδιοκτήτη και αυτού που εκμεταλλεύεται το εργαστήριο καθόσον για την εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση των άρθρων 52 και 58 της Συνθήκης « ο εκμεταλλευόμενος » το εργαστήριο είναι «το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πραγματοποιεί τα κέρδη και τις ζημίες που προκύπτουν από τις δραστηριότητες κλινικής βιολογίας ».

Επιπλέον, η βελγική κανονιστική ρύθμιση φαίνεται να θεσπίζει την υποχρέωση κατοικίας ή εγκαταστάσεως γι' αυτούς που εκμεταλλεύονται εργαστήρια κλινικής βιολογίας στο Βέλγιο ως όρο αποδόσεως της δαπάνης της προβλεπόμενης υπηρεσίας.

Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το προαναφερθέν βασιλικό διάταγμα απαιτεί σταθερή εγκατάσταση του εν λόγω εργαστηρίου στη βελγική επικράτεια, αποκλείοντας έτσι την παροχή υπηρεσιών.

Η βελγική κυβέρνηση φρονεί ότι η προσφεύγουσα συγχέει το καθεστώς του « ιδιοκτήτη » με το καθεστώς « του εκμεταλλευομένου » τα εργαστήρια κλινικής βιολογίας. Για την ορθή κατανόηση του εν λόγω βασιλικού διατάγματος πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του ιδιοκτήτη του εργαστηρίου, αυτού που εκμεταλλεύεται το εργαστήριο και αυτού που παρέχει υπηρεσίες: ο ιδιοκτήτης είναι αυτός που έχει την κυριότητα του εργαστηρίου (χώροι, υλικό κλπ.), αυτός που το εκμεταλλεύεται είναι ο υπεύθυνος για την καλή λειτουργία της επιχειρήσεως (μπορεί να προσλαμβάνει τεχνικό, διοικητικό προσωπικό και άλλα πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες) και αυτός που παρέχει υπηρεσίες είναι αυτός που έχει την αναμφισβήτητη ειδίκευση για να παρέχει υπηρεσίες κλινικής βιολογίας. Επομένως, οι προϋποθέσεις τις οποίες θεσπίζει το προαναφερθέν βασιλικό διάταγμα αφορούν μόνον αυτόν που εκμεταλλεύεται το εργαστήριο και καθόλου τον ιδιοκτήτη του. Όσον αφορά τον ιδιοκτήτη, μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο « ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς του ».

Μόνο ο εκμεταλλευόμενος το εργαστήριο οφείλει να συμμορφωθεί προς το άρθρο 3 του προαναφερθέντος βασιλικού διατάγματος. Το εν λόγω διάταγμα δεν αναφέρει ποια είναι ή ποια μπορεί να είναι η νομική σχέση μεταξύ του ιδιοκτήτη και αυτού που εκμεταλλεύεται το εργαστήριο. Αυτό σημαίνει ότι ο ιδιοκτήτης εργαστηρίου μπορεί επίσης να είναι « ο εκμεταλλευόμενος» το εργαστήριο κατά την έννοια των άρθρων 52 και 58 της Συνθήκης, δηλαδή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πραγματοποιεί τα κέρδη ή υφίσταται τις ζημίες που προκύπτουν από τις δραστηριότητες της κλινικής βιολογίας. Όμως, εκκινώντας από την αρχή ότι ο εκμεταλλευόμενος το εργαστήριο, στον οποίο αναφέρεται το βασιλικό διάταγμα, είναι « ο εκμεταλλευόμενος » κατά την έννοια των άρθρων 52 και 58 της Συνθήκης, η Επιτροπή « περιορίζει » το νομικό καθεστώς του εργαστηρίου σε ένα από τα στοιχεία του, ενώ το εν λόγω καθεστώς είναι « δικέφαλο ».

Η καθής κυβέρνηση τονίζει εξάλλου ότι δεν υφίσταται η υποχρέωση κατοικίας ή εγκαταστάσεως στο Βέλγιο για τους εκμεταλλευόμενους εργαστήριο κλινικής βιολογίας ως όρος αποδόσεως της δαπάνης της προβλεπόμενης υπηρεσίας. Επιβάλλονται μόνο ειδικοί και επαγγελματικοί όροι τους οποίους οφείλουν να πληρούν οι εκμεταλλευόμενοι τα εν λόγω εργαστήρια προκειμένου οι υπηρεσίες να επιτρέπουν την κάλυψη από την ασφάλιση ασθενείας.

Τέλος, η κυβέρνηση αμφισβητεί ότι το προαναφερθέν βασιλικό διάταγμα απαιτεί σταθερή εγκατάσταση του εργαστηρίου στο βελγικό έδαφος ως όρο αποδόσεως της δαπάνης της προβλεπόμενης υπηρεσίας. Πράγματι, είναι μεν αλήθεια ότι η οργάνωση ενός εργαστηρίου κλινικής βιολογίας στο Βέλγιο απαιτεί μια ελάχιστη σταθερότητα (έστω και αν πρόκειται για τις απαιτήσεις υλικών επενδύσεων ), αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι ένας ιατρός έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται ένα εργαστήριο στο Βέλγιο και στο εξωτερικό. Εν πάση περιπτώσει, όπως το έχει τονίσει και το Δικαστήριο, η απαίτηση μόνιμης κατοικίας μπορεί, κατ' εξαίρεση, να συμβιβάζεται με τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης ΕΟΚ, εφόσον επιβάλλεται αντικειμενικώς για να εξασφαλίσει την τήρηση επαγγελματικών κανόνων δικαιολογημένων από το γενικό συμφέρον ή για να εμποδίσει τη στρέβλωση τους (απόφαση Van Binsbergen, υπόθεση 33/74, Rec. 1974, σ. 1309, σκέψεις 12, 13 και 14' απόφαση Coenen, υπόθεση 39/75, Rec. 1975, σ. 1555, σκέψεις 9 και 12 ).

2. Οι επιδιωκόμενοι σνόχοι νου βασιλικού διατάγματος αριθ. 143 της 30ής Δεκεμβρίου 1982

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η κατάσταση στον τομέα της κλινικής βιολογίας στο Βέλγιο χαρακτηριζόταν πριν από τη θέσπιση του προαναφερθέντος βασιλικού διατάγματος από την υπερβολική αύξηση των εργαστηριακών υπηρεσιών. Επομένως δέχεται ότι η βελγική κυβέρνηση είχε το δικαίωμα να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να διορθώσει την κατάσταση αυτή. Εντούτοις, το ερώτημα που τίθεται είναι αν τα μέτρα αυτά συμβιβάζονται ή όχι με το κοινοτικό δίκαιο. Η Επιτροπή κρίνει σχετικά ότι η μη τήρηση των όρων που προβλέπονται από την εν λόγω βελγική ρύθμιση δεν περιορίζεται μόνο στη μη απόδοση των δαπανών των παρασχεθεισών υπηρεσιών από την κοινωνική ασφάλιση. Η κύρωση αυτή συνεπάγεται ακόμη τη σαφή και ρητή καταδίκη των εν λόγω εργαστηρίων, ελλείψει οικονομικής βιωσιμότητας.

Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το βασιλικό διάταγμα, ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 4, δεν δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος και επομένως δεν είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή να θέσει τέρμα στην υπερκατανάλωση των αναλύσεων εργαστηρίου. Πράγματι, αφενός, ο κίνδυνος υπερκαταναλώσεως οφείλεται κυρίως στον ιατρό που χορηγεί τις συνταγές, δεδομένου ότι δύσκολα μπορεί να προβληθεί άρνηση στην πραγματοποίηση αναλύσεως που ζητήθηκε από αυτόν και, αφετέρου, αν υφίσταται συμπαιγνία μεταξύ αυτού που εκμεταλλεύεται το εργαστήριο και του ιατρού που χορηγεί τις συνταγές, το άρθρο 9 του εν λόγω βασιλικού διατάγματος παρέχει τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεως σ' αυτόν που εκμεταλλεύεται το εργαστήριο είτε δικαιούται να πραγματοποιεί αναλύσεις είτε όχι.

Η βελγική κυβέρνηση τονίζει ότι, πριν από τη θέσπιση του προαναφερθέντος βασιλικού διατάγματος, η κατάσταση στον τομέα της κλινικής βιολογίας χαρακτηριζόταν από την υπερβολική αύξηση των εργαστηριακών υπηρεσιών. Πράγματι το Conseil national de l'ordre des médecins είχε διαπιστώσει σοβαρές καταχρήσεις στον τομέα της κλινικής βιολογίας όπου παρατηρούνταν η υπερκατανάλωση και η ώθηση στην υπερκατανάλωση. Οι δαπάνες της κλινικής βιολογίας αυξήθηκαν με τον τρόπο αυτό από 17,3 δισεκατομμύρια βελγικά φράγκα (BFR) το 1977 σε 22,7 δισεκατομμύρια BFR το 1984. Η υπερκατανάλωση οφειλόταν ιδίως στη συμπαιγνία μεταξύ του ιατρού που χορηγεί τις συνταγές και των εργαστηρίων κλινικών αναλύσεων, καθόσον ο πρώτος ελάμβανε υπό οιαδήποτε μορφή μέρος των αμοιβών που ελάμβαναν τα τελευταία.

Όμως η υπάρχουσα νομοθεσία δεν επέτρεπε να εμποδιστούν αποτελεσματικά οι καταχρήσεις αυτών που εκμεταλλεύονταν εργαστήρια, διότι αυτοί δεν υπάγονται στις διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου. Έτσι, ενώ στον ιατρό μπορούσαν να επιβληθούν πειθαρχικές κυρώσεις βάσει του άρθρου 18, εδάφιο 2, του βασιλικού διατάγματος 78 της 10ης Νοεμβρίου 1967 περί θεραπευτικής τέχνης, και του άρθρου 173 του code de déontologie médicale de l'art de guérir ( κώδικα ιατρικής δεοντολογίας της θεραπευτικής τέχνης), τα εργαστήρια μπορούσαν να συνεχίζουν τις καταχρηστικές δρατηριότητές τους ατιμωρητί.

Για το λόγο αυτό, το επίμαχο βασιλικό διάταγμα απαίτησε αυτοί που εκμεταλλεύονται εργαστήρια να προέρχονται από επαγγελματικό σύλλογο που να μπορεί να τους επιβάλει κυρώσεις. Έτσι, εάν αυτοί που εκμεταλλεύονται τα εργαστήρια είναι φυσικά πρόσωπα, πρέπει να είναι πρόσωπα που υπάγονται στο βασιλικό διάταγμα 78 της 10ης Νοεμβρίου 1967 περί ασκήσεως της θεραπευτικής τέχνης' αν αυτοί που εκμεταλλεύονται τα εργαστήρια είναι νομικά πρόσωπα, το επίμαχο βασιλικό διάταγμα απαιτεί όλα του τα μέλη, εταίροι και διαχειριστές, να είναι επίσης πρόσωπα νομιμοποιούμενα κατά το βασιλικό διάταγμα 78 προκειμένου ο εκμεταλλευόμενος το εργαστήριο να μπορεί να διωχθεί πειθαρχικώς και η λειτουργία του εργαστηρίου να μπορεί να διακοπεί.

Η βελγική κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι το άρθρο 9 του βασιλικού διατάγματος 143 προβλέπει ποινικές κυρώσεις για τον εκμεταλλευόμενο το εργαστήριο είτε δικαιούται είτε όχι να πραγματοποιεί αναλύσεις, εφόσον είναι δράστης συμπαιγνίας. Αλλά ως προς αυτό το θέμα φρονεί, αφενός, ότι η εθνική αρχή είναι η καταλληλότερη για να εκτιμήσει ποια είναι τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου οικονομικού σκοπού λόγω του κατάλληλου χαρακτήρα του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Αφετέρου, η κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι στην πράξη οι ποινικές κυρώσεις έχουν δευτερεύουσα μόνο σημασία και δεν θίγουν παρά μόνο τους ιατρούς. Η ψήφιση ενός ποινικού νόμου καθαυτή δεν αρκεί για να ρυθμιστεί ένα οικονομικό πρόβλημα. Όμως, το βασιλικό διάταγμα 143 έχει ως αποτέλεσμα, ιδίως, να αποεμπορικοποιεί την εκμετάλλευση των εργαστηρίων απαιτώντας από αυτούς που τα εκμεταλλεύονται ειδική ιατρική εκπαίδευση που διαφέρει από ένα απλό εμπορικό πνεύμα. Τέλος, το εν λόγω βασιλικό διάταγμα έχει ως συνέπεια οι εκμεταλλευόμενοι τα εργαστήρια να μπορούν να αισθάνονται υπεύθυνοι έναντι των δικών τους επαγγελματικών συλλόγων με τη δυνατότητα αναστολής και διαγραφής. Αυτό το μέτρο επιδρά πιο άμεσα και πιο αποτελεσματικά απ' ό,τι μια υποθετική ποινική δίωξη.

Β — Σχετικά με την αξιολόγηση της βελγικής κανονιστικής ρυθμίσεως έναντι τον κοινοτικού όικαίου

Βασιζόμενη στο άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το δικαίωμα εγκαταστάσεως είναι θεμελιώδες δικαίωμα που κάθε κοινοτικός υπήκοος απολαμβάνει από το τέλος της μεταβατικής περιόδου. Οι οδηγίες που ενδεχομένως θέσπισε το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 57 της Συνθήκης ΕΟΚ έχουν μοναδικό σκοπό να διευκολύνουν την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως και όχι να θεμελιώσουν την ύπαρξη της.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, οι « περιορισμοί» που απαγορεύονται από το άρθρο 52 δεν περιορίζονται στα μέτρα που συνεπάγονται δυσμενείς διακρίσεις αλλά αποβλέπουν επίσης στα μέτρα που εφαρμόζονται αδιακρίτως στους ημεδαπούς και τους αλλοδαπούς από τη στιγμή που θίγουν αδικαιολογήτως αυτούς τους τελευταίους. Επιπλέον, οι « προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους », στις οποίες παραπέμπει η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 52, δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα να μείνει χωρίς περιεχόμενο το δικαίωμα εγκαταστάσεως. Εξάλλου, το δικαίωμα εγκαταστάσεως περιλαμβάνει στα χαρακτηριστικά του το δικαίωμα για δευτερεύουσα εγκατάσταση μέσω πρακτορείων ή υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιριών όπως τόνισε και το Δικαστήριο στην υπόθεση 107/83 ( Ordre des avocats du barreau de Paris κατά Klopp, απόφαση της 12ης Ιουλίου 1984, Συλλογή 1984, σ. 2971 ).

Εφαρμόζοντας τις εν λόγω αρχές στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή θεωρεί ότι το βασιλικό διάταγμα 143 στερεί από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα την άσκηση, υπό τη μορφή δευτερεύουσας εγκαταστάσεως, των δραστηριοτήτων κλινικής βιολογίας από εταιρίες με έδρα άλλο κράτος μέλος, δεδομένου ότι το διάταγμα αυτό καθιστά αδύνατη κάθε μορφή δευτερεύουσας εγκαταστάσεως, και ιδίως τη δημιουργία θυγατρικών εταιριών, αφού επιτρέπεται μόνο η παρουσία φυσικών προσώπων που πραγματοποιούν όντως αναλύσεις στο εργαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφοι 3 και 4, του προαναφερθέντος βασιλικού διατάγματος.

Η Επιτροπή φρονεί ότι η απόφαση Duphar ( υπόθεση 238/82, Συλλογή 1984, σ. 523 ) δεν είναι συναφής με την παρούσα υπόθεση, καθόσον η εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου έκρινε ότι τα κράτη μέλη δικαιούνταν να καταρτίσουν περιοριστικούς πίνακες αποκλείοντας ορισμένα προϊόντα από το σύστημα αποδόσεως, υπό τον όρο ότι ο καθορισμός των αποκλειομένων φαρμάκων γίνεται χωρίς διάκριση όσον αφορά την καταγωγή των προϊόντων. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή δεν τάσσεται κατά του περιορισμού του αριθμού των ιατρικών αναλύσεων αλλά κατά των λεπτομερειών των εν λόγω αναλύσεων που δεν χαρακτήριζαν την υπόθεση Duphar.

Τέλος, όσον αφορά το ζήτημα αν η βελγική κανονιστική ρύθμιση συμβιβάζεται ή όχι με τις αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η πρώτη αρχή τηρήθηκε αλλά μόνο από τυπική άποψη. Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας κρίνει ότι η αμφισβητούμενη ρύθμιση, ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 4, δεν παρίσταται αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου και ότι επομένως δεν δικαιολογείται για λόγους γενικού συμφέροντος.

Η βελγική κυβέρνηαη τονίζει καταρχάς ότι οι διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών που προβλέπεται στα άρθρα 59 και επόμενα αντιστοιχούν σε μεγάλο βαθμό προς τις διατάξεις που αφορούν το δικαίωμα εγκαταστάσεως στα άρθρα 52 και επόμενα, διότι τα προβλήματα που ανέκυψαν στις δύο αυτές περιπτώσεις μη μισθωτών δραστηριοτήτων των υπηκόων ενός κράτους μέλους σε άλλα κράτη μέλη συμπίπτουν.

Αναφερόμενη στην προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Duphar, η βελγική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η βελγική κανονιστική ρύθμιση δεν είναι ασυμβίβαστη προς το άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΟΚ. Πράγματι, το άρθρο αυτό δεν θίγει την αρμοδιότητα του κράτους μέλους για τη διαμόρφωση του συστήματός του κοινωνικής ασφαλίσεως και για τη θέσπιση, ιδίως, διατάξεων που προορίζονται να ρυθμίσουν καταστάσεις μη ανεκτές προκειμένου να προφυλαχθεί η οικονομική κατάσταση της κοινωνικής ασφαλίσεως από αδικαιολόγητες δαπάνες που προκύπτουν από υπερβολικά αυξημένες υπηρεσίες στα εργαστήρια κλινικής βιολογίας. Όμως το βασιλικό διάταγμα 143 χρησιμοποιεί προς το σκοπό αυτό αντικειμενικά κριτήρια χωρίς διακρίσεις, που μπορούν να ελεγχθούν.

Η κυβέρνηση προσθέτει σχετικά ότι ακόμη και αν η εν λόγω ρύθμιση ήταν ασυμβίβαστη προς τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης ΕΟΚ, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, αυτός που παρέχει υπηρεσίες μπορεί να υπόκειται στους όρους που εφαρμόζονται στις δραστηριότητες οι οποίες ασκούνται στο εν λόγω κράτος αν η εφαρμογή της κανονιστικής ρυθμίσεως του κράτους όπου παρεσχέθη η υπηρεσία δικαιολογείται από το γενικό συμφέρον (βλέπε σχετικά αποφάσεις Van Binsbergen, υπόθεση 33/74, Rec. 1974, σ. 1299' Van Wesemael, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 110 και 111/78, Rec. 1979, σ. 35' Debauve, υπόθεση 52/79, Rec. 1980, σ. 833, και Webb, υπόθεση 279/80, Συλλογή 1981, σ. 3305).

Στην περίπτωση αυτή δύο όροι πρέπει να πληρούνται, οι οποίοι αντιστοιχούν στις δύο θεμελιώδεις αρχές της κοινοτικής έννομης τάξης: την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων και την αρχή της αναλογικότητας.

Όσον αφορά την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, η κυβέρνηση υπενθυμίζει καταρχάς ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει τον « κανόνα της εθνικής μεταχειρίσεως» που απαγορεύει σε ένα κράτος μέλος να αρνηθεί σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους το δικαίωμα εγκαταστάσεως βάσει μόνο της εθνικότητας. Κατά την κυβέρνηση, οι περιοριστικοί όροι που επιβάλλονται σ' αυτούς που εκμεταλλεύονται εργαστήρια κλινικής βιολογίας στο Βέλγιο δεν εισάγουν καμία διάκριση. Πράγματι, τα πρόσωπα που δικαιούνται να παρέχουν υπηρεσίες κλινικής βιολογίας μπορούν να είναι Βέλγοι ή υπήκοοι άλλων κρατών μελών, που έχουν διπλώματα ή πιστοποιητικά ειδικευμένου ιατρού, προβλεπόμενα στις ευρωπαϊκές οδηγίες (75/362/ΕΟΚ και 75/363/ΕΟΚ) και απαριθμούμενα στις αποφάσεις που δημοσιεύτηκαν στον Moniteur belge της 6ης Αυγούστου 1983.

Εξάλλου, το δικαίωμα εγκαταστάσεως προϋποθέτει την εξαφάνιση όλων των εμποδίων εισόδου και ασκήσεως του επαγγέλματος εκτός αυτών που προκύπτουν από την εθνικότητα. Όμως, το προαναφερθέν βασιλικό διάταγμα δεν απαγορεύει σε ένα πρόσωπο που δικαιούται να παρέχει υπηρεσίες κλινικής βιολογίας σ' ένα εργαστήριο την παροχή υπηρεσιών σ' άλλο εργαστήριο, υπό τον όρο ότι θα ζητηθεί η αναγκαία αναγνώριση. Επομένως, η απόφαση Klopp που ανέφερε η Επιτροπή είναι άσχετη. Πράγματι ένας αλλοδαπός ιατρός μπορεί κάλλιστα να απασχολείται σε βελγικό εργαστήριο χωρίς να απαιτείται απ' αυτόν να συγκεντρώνει όρους κατοικίας ή διαμονής. Παρομοίως, η βελγική ρύθμιση δεν απαγορεύει την εγκατάσταση αλλοδαπών εταιριών στο Βέλγιο προκειμένου να ασκήσουν εκεί δραστηριότητα εργαστηρίου κλινικής βιολογίας. Αρκεί να τηρούνται οι όροι της κανονιστικής αποφάσεως.

Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, η βελγική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν αποδεικνύει γιατί το βασιλικό διάταγμα 143 δεν έλαβε υπόψη του το γενικό συμφέρον σταθμίζοντας τα αντίθετα συμφέροντα. Η κυβέρνηση υπενθυμίζει σχετικά ότι πριν από τη θέσπιση του προσβαλλόμενου βασιλικού διατάγματος, η κατάσταση στον τομέα της κλινικής βιολογίας χαρακτηριζόταν από υπερβολική αύξηση των υπηρεσιών εργαστηρίου με σοβαρή επίπτωση στην οικονομική ισορροπία της κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω ( βλέπε υπό Β « Οι επιδιωκόμενοι στόχοι του βασιλικού διατάγματος 143 της 30ής Δεκεμβρίου 1980» ).

Η βελγική κυβέρνηση υπογραμμίζει ως προς το θέμα αυτό ότι εκτιμώντας το κριτήριο του αναγκαίου στάθμισε με ακρίβεια τα συμφέροντα του κοινού και τα συμφέροντα των ιδιωτών και έλαβε δεόντως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας. Ενόψει του εντυπωσιακού αριθμού των διαπιστωθεισών καταχρήσεων έπρεπε να καταρτιστεί ένα σύστημα που να αναθέτει στον Ιατρικό Σύλλογο ή στο Σύλλογο των Φαρμακοποιών την εξουσία να ασκούν διαρκή και άμεσο έλεγχο επί της πολιτικής της παροχής περιθάλψεως.

Εξάλλου, παρόμοιο σύστημα τέθηκε σε λειτουργία στη Γαλλία με το νόμο 75626 της 11ης Ιουλίου 1975. Πράγματι, η χώρα αυτή, έχοντας διαπιστώσει καταχρήσεις στον ίδιο τομέα των εργαστηρίων κλινικής βιολογίας, θέσπισε ένα νόμο που απαιτεί την εκμετάλλευση του εργαστηρίου να την αναλαμβάνει φυσικό πρόσωπο κάτοχος διπλώματος ιατρού, φαρμακοποιού ή κτηνιάτρου, εγγεγραμμένο στον πίνακα του επαγγελματικού συλλόγου στον οποίο υπάγεται. Ο νόμος αυτός διευκρινίζει εξάλλου ότι αν την εκμετάλλευση του εργαστηρίου έχει μια επαγγελματική αστική εταιρία, όλοι της οι εταίροι πρέπει να είναι κάτοχοι του ίδιου διπλώματος και να είναι εγγεγραμμένοι στους πίνακες του συλλόγου. Αν την εκμετάλλευση του εργαστηρίου την έχει μια ανώνυμη εταιρία ή μια προσωπική εταιρία περιορισμένης ευθύνης ( SPRL ), ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, οι γενικοί διευθυντές, το μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή ο γενικός διευθυντής και οι διαχειριστές οφείλουν επίσης να είναι κάτοχοι του εν λόγω διπλώματος και εγγεγραμμένοι στους καταλόγους του συλλόγου. Τέλος, ο γαλλικός νόμος διευκρινίζει ρητώς ότι σε καμία περίπτωση οι εταίροι της ανωνύμου αυτής εταιρίας ή της προσωπικής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης δεν μπορούν να είναι νομικά πρόσωπα.

J. C Moitinho de Almeida

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 12ης Φεβρουαρίου 1987 ( *1 )

Στην υπόθεση 221/85,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Jacques Delmoly, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου του Βελγίου, εκπροσωπούμενου από τον Robert Hoebaer, διευθυντή στο Υπουργείο Εξωτερικών, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας με τις Αναπτυσσόμενες Χώρες, επικουρούμενο από τον Hugo Vandenberghe, δικηγόρο Βρυξελλών,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ διότι απέκλεισε την απόδοση από τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης των εξόδων για τις υπηρεσίες κλινικής βιολογίας που παρασχέθηκαν σε εργαστήρια, την εκμετάλλευση των οποίων ασκεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, τα μέλη του οποίου, εταίροι και διαχειριστές δεν είναι όλα φυσικά πρόσωπα δικαιούμενα να πραγματοποιούν ιατρικές αναλύσεις,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, Τ. F. Ο' Higgins και F. Schockweiler, προέδρους τμήματος, G. Bosco, Ο. Due, U. Everling, Κ. Bahlmann, R. Joliét και J. C. Moitinho de Almeida, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C Ο. Lenz

γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 14ης Οκτωβρίου 1986,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Δεκεμβρίου 1986,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Ιουνίου 1985, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ διότι απέκλεισε την απόδοση από τα ταμεία κοινωνικής ασφαλίσεως των εξόδων για τις υπηρεσίες κλινικής βιολογίας που παρασχέθηκαν σε εργαστήρια, την εκμετάλλευση των οποίων ασκεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου του οποίου τα μέλη, εταίροι και διαχειριστές δεν είναι όλα φυσικά πρόσωπα δικαιούμενα να πραγματοποιούν ιατρικές αναλύσεις.

2

Οι διατάξεις της βελγικής νομοθεσίας περί παροχής υπηρεσιών κλινικής βιολογίας, το ιστορικό της διαφοράς και τα επιχειρήματα των διαδίκων αναπτύσσονται στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου επαναλαμβάνονται πιο κάτω μόνο κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για την κρίση του Δικαστηρίου.

3

Η Επιτροπή φρονεί ότι το βελγικό βασιλικό διάταγμα 143, της 30ής Δεκεμβρίου 1982, που ορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα εργαστήρια ώστε να καλύπτονται από την ασφάλιση ασθενείας οι υπηρεσίες κλινικής βιολογίας, δεν συμβιβάζεται προς το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ.

4

Συγκεκριμένα, για την περίπτωση που η εκμετάλλευση του εργαστηρίου ασκείται από νομικό πρόσωπο κερδοσκοπικού χαρακτήρα, το εν λόγω διάταγμα ορίζει ότιόλα τα μέλη του, εταίροι και διαχειριστές πρέπει να έχουν την ιδιότητα του ιατρού ή του φαρμακοποιού. Έτσι οι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος εταιρίες δεν έχουν τη δυνατότητα να ιδρύσουν δευτερεύουσα έδρα και ιδίως θυγατρικές εταιρίες στο Βέλγιο.

5

Εξάλλου, κατά την άποψη της Επιτροπής οι περιορισμοί του δικαιώματος εγκαταστάσεως που απαγορεύει το άρθρο 52 της Συνθήκης δεν αφορούν μόνο τα μέτρα που εισάγουν διακρίσεις αλλά και εκείνα που εφαρμόζονται αδιακρίτως στους ημεδαπούς και στους αλλοδαπούς εφόσον συνιστούν αδικαιολόγητο εμπόδιο για τους τελευταίους.

6

Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να συγκεντρώνουν τα εργαστήρια σύμφωνα με το διάταγμα 143 δεν είναι αναγκαίες για την αποφυγή της υπερκατανάλωσης των υπηρεσιών κλινικής βιολογίας. Συγκεκριμένα, αφενός, ο κίνδυνος υπερκατανάλωσης προέρχεται κατά γενικό κανόνα κυρίως από τον ιατρό που χορηγεί τις συνταγές δεδομένου ότι το εργαστήριο δύσκολα μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση αναλύσεως που ζήτησε ο τελευταίος. Αφετέρου, αν υφίσταται συμπαιγνία, το άρθρο 9 του βασιλικού διατάγματος 143 παρέχει τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων στον εκμεταλλευόμενο το εργαστήριο είτε αυτός δικαιούται να πραγματοποιεί αναλύσεις είτε όχι.

7

Η βελγική κυβέρνηση φρονεί ότι η ρύθμιση της επίδικης δραστηριότητας ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητά της και συμβιβάζεται προς το κοινοτικό δίκαιο εφόσον δεν εισάγει διακρίσεις έναντι των υπηκόων των άλλων κρατών μελών ή των εταιριών που εξομοιώνονται προς αυτούς δυνάμει του άρθρου 58 της Συνθήκης ΕΟΚ.

8

Η βελγική κυβέρνηση υποστηρίζει εξάλλου ότι το επίδικο βασιλικό διάταγμα επιδιώκει στόχο γενικού συμφέροντος, δηλαδή την πρόληψη της υπερκατανάλωσης στον τομέα των υπηρεσιών κλινικής βιολογίας που ενδέχεται να προκύψει, κατά την άποψη της, από τη συμπαιγνία μεταξύ των ιατρών που χορηγούν τις συνταγές και των εργαστηρίων. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο ο νόμος δεν προβλέπει την απόδοση των δαπανών για υπηρεσίες κλινικής βιολογίας παρά μόνο εφόσον η εκμετάλλευση του συγκεκριμένου εργαστηρίου ασκείται από ιατρό ή φαρμακοποιό ή, αν η εκμετάλλευση ασκείται από νομικό πρόσωπο κερδοσκοπικού χαρακτήρα, εφόσον τα μέλη, εταίροι ή διαχειριστές του είναι ιατροί ή φαρμακοποιοί. Πρόκειται για επαγγέλματα που τελούν υπό το πειθαρχικό καθεστώς που επιβάλλουν οι αντίστοιχοι επαγγελματικοί σύλλογοι, η αποτελεσματικότητα του οποίου, ιδίως όσον αφορά την πρόληψη των καταχρηστικώς χορηγουμένων συνταγών έχει αποδειχθεί στην πράξη. Δεν επαρκεί δε η δυνατότητα επιβολής ποινικών κυρώσεων όπως η προβλεπομένη από το άρθρο 9 του προαναφερθέντος βασιλικού διατάγματος.

9

Πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι δυνάμει του άρθρου 52, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ, η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους. Από τη διάταξη αυτή καθώς και από την αλληλουχία της προκύπτει ότι, εφόσον τηρείται η αρχή της ίσης μεταχείρισης και εφόσον δεν υπάρχουν σχετικοί κοινοτικοί κανόνες, τα κράτη μέλη έχουν την ελευθερία να ρυθμίζουν στο έδαφος τους τη δραστηριότητα των εργαστηρίων που παρέχουν υπηρεσίες κλινικής βιολογίας.

10

Αφετέρου, όπως έκρινε το Δικαστήριο, ιδίως με την απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1986 ( Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, υπόθεση 270/83, Συλλογή 1986, σ. 273 ), το άρθρο 52 αποβλέπει να κατοχυρώσει το πλεονέκτημα της ίσης με τους ημεδαπούς μεταχείρισης για κάθε υπήκοο κράτους μέλους ο οποίος εγκαθίσταται, έστω και δευτερευόντως, σε άλλο κράτος μέλος, προκειμένου να ασκήσει εκεί μη μισθωτή δραστηριότητα και απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω ιθαγενείας καθόσον περιορίζουν την ελευθερία εγκαταστάσεως.

11

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο βελγικός νόμος δεν εμποδίζει τους ιατρούς ή φαρμακοποιούς, υπηκόους άλλων κρατών μελών από του να εγκαθίστανται στο Βέλγιο και να εκμεταλλεύονται εκεί εργαστήριο κλινικών αναλύσεων, οι υπηρεσίες του οποίου καλύπτονται από την κοινωνική ασφάλιση. Πρόκειται λοιπόν για νομοθεσία που εφαρμόζεται αδιακρίτως στους βέλγους υπηκόους και στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών, το περιεχόμενο και οι στόχοι της οποίας δεν επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι θεσπίστηκε με σκοπό ή έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία διακρίσεων.

12

Βάσει των προηγουμένων σκέψεων πρέπει να κριθεί ότι το βελγικό κράτος, θεσπίζοντας το βασιλικό διάταγμα 143 της 30ής Δεκεμβρίου 1982, δεν παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ και να απορριφθεί η προσφυγή.

Επί των δικαστικών εξόδων

13

Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 

Mackenzie Stuart

O'Higgins

Schockweiler

Bosco

Due

Everling

Bahlmann

Joliét

Moitinho de Almeida

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Φεβρουαρίου 1987.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος

Α.J. Mackenzie Stuart


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.