61981J0060

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 11ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1981. - INTERNATIONAL BUSINESS MACHINES CORPORATION ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ - ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΠΕΡΙ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΑΙΤΙΑΣΕΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 60/81.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1981 σελίδα 02639
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00225
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00231
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00715


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Προσφυγή ακυρώσεως — Υποκείμενες σέ προσφυγή πράξεις — Έννοια — Πράξεις πού παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα — Προπαρασκευαστικές πράξεις — Αποκλεισμός

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 173 καί 189 )

2 . Προσφυγή ακυρώσεως — Υποκείμενες σέ προσφυγή πράξεις — Έννοια — Κίνηση διαδικασίας πρός διαπίστωση παραβάσεως τών κανόνων περί ανταγωνισμού — Γνωστοποίηση τών αιτιάσεων — Αποκλεισμός

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 173· κανονισμός τού Συμβουλίου 17 άρθρο 3· κανονισμός τής Επιτροπής 99/63 άρθρο 2 )

3 . Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Γνωστοποίηση τών αιτιάσεων — Αποτελέσματα — Διαφορά σέ σχέση μέ τήν γνωστοποίηση πού προβλέπεται από τό άρθρο 15 παράγραφος 6 τού κανονισμού 17

( Κανονισμός τού Συμβουλίου 17 άρθρο 15 παράγραφος 6· κανονισμός τής Επιτροπής 99/63 άρθρο 2 )

Περίληψη


1 . Προκειμένου νά διαπιστωθεί άν τά εν λόγω μέτρα συνιστούν πράξεις κατά τήν έννοια τού άρθρου 173 , ειναι αναγκαίο νά εξετασθεί η ουσία τους , η δέ μορφή υπό τήν οποία οι εν λόγω πράξεις ή αποφάσεις λαμβάνονται ειναι , κατ’ αρχήν , αδιάφορη ως πρός αυτό .

Συνιστούν πράξη ή απόφαση , η οποία δύναται νά αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως κατά τήν έννοια τού άρθρου 173 , τά μέτρα τών οποίων τά έννομα αποτελέσματα ειναι δεσμευτικά καί ικανά νά επηρεάσουν τά συμφέ ροντα τού προσφεύγοντος , μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τήν νομική του θέση .

Μέτρα σαφώς προπαρασκευαστικού χαρακτήρος δέν δύνανται νά αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως .

2 . Ούτε η κίνηση τής διαδικασίας πρός διαπίστωση παραβάσεως τών κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού ούτε η γνωστοποίηση αιτιάσεων δύνανται νά θεωρηθούν , λόγω τής φύσεώς τους καί τών εννόμων αποτελεσμάτων τους , ως αποφάσεις υπό τήν έννοια τού άρθρου 173 τής συνθήκης ΕΟΚ , κατά τών οποίων χωρεί προσφυγή ακυρώσεως . Στό πλαίσιο τής διοικητικής διαδικασίας , οπως αυτή εθεσπίσθη μέ τούς κανονισμούς 17 καί 99/63 , συνιστούν διαδικαστικές πράξεις , προπαρασκευαστικές σέ σχέση μέ τήν απόφαση , η οποία αποτελεί τήν κατάληξή τους .

3 . Η γνωστοποίηση αιτιάσεων δέν δημιουργεί γιά τήν αποδέκτη επιχείρηση τήν υποχρέωση νά μεταβάλει ή νά επανεξετάσει τήν εμπορική της πρακτική καί δέν έχει ως αποτέλεσμα νά τής στερήσει τήν προστασία τής οποίας απελάμβανε προηγουμένως έναντι τής επιβολής προστίμου , οπως ειναι η περίπτωση τής ανακοινώσεως , μέ τήν οποία η Επιτροπή πληροφορεί μία επιχείρηση , δυνάμει τού άρθρου 15 παράγραφος 6 τού κανονισμού 17 περί τού αποτελέσματος τής προκαταρκτικής εξετάσεως μιάς συμφωνίας , πού εκοινοποίησε η εν λόγω επιχείρηση . Ενώ η γνωστοποίηση αιτιάσεων δύναται νά έχει ως αποτέλεσμα τό νά καθιστά προσεκτική τήν ενδιαφερομένη επιχείρηση γιά τόν πραγματικό κίνδυνο πού διατρέχει νά τής επιβάλει πρόστιμο η Επιτροπή , αυτό συνιστά απλώς πραγματική καί όχι έννομη συνέπεια , τήν οποία προορίζεται νά επιφέρει η γνωστοποίηση αιτιάσεων .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 60/81

INTERNATIONAL BUSINESS MACHINES CORPORATION , Armonk , New York 10504 , Ηνωμένες Πολιτείες τής Αμερικής , εκπροσωπουμένη από τούς Jeremy Lever , Queen’s Counsel τού δικηγορικού συλλόγου Αγγλίας καί Ουαλίας , David Edward , Queen’s Counsel τού δικηγορικού συλλόγου Σκωτίας , John Swift , Queen’s Counsel τού δικηγορικού συλλόγου Αγγλίας καί Ουαλίας , Christopher Bellamy καί Nicholas Forwood , barristers τού δικηγορικού συλλόγου Αγγλίας καί Ουαλίας καί Andrew Soundy τού γραφείου Ashurst , Morris , Crisp & Co ., Solicitor παρά τώ Ανωτάτω Δικαστηρίω τής Αγγλίας καί τής Ουαλίας , μέ τόπο επιδόσεων στό Λουξεμβούργο τά γραφεία τής International Business Machines of Belgium SA , 8 Boulevard Royal ,

προσφεύγουσα ,

κατά

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ , εκπροσωπουμένης από τόν John Temple Lang , νομικό σύμβουλο , καί τόν Goetz zur Hausen , μέλος τής νομικής υπηρεσίας , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν Oreste Montalto , μέλος τής νομικής υπηρεσίας τής Επιτροπής , κτίριο Jean Monnet , Kirchberg ,

καθ’ ης ,

καί

MEMOREX SA , Chaussee de la Hulpe 178 , 1170 Βρυξέλλες , εκπροσωπουμένης από τούς Ivo Van Bael καί Jean-Francois Bellis , δικηγόρους Βρυξελλών , μέ αντικλήτους στό Λουξεμβούργο τούς δικηγόρους Elvinger καί Hoss , 15 Cote d’Eich ,

παρεμβαινούσης ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


πού έχει ως αντικείμενο τήν ακύρωση τής αποφάσεως περί κινήσεως τής διαδικασίας στόν τομέα τού ανταγωνισμού , καθώς καί τής γνωστοποιήσεως αιτιάσεων ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ δικόγραφο , πού κατέθεσε στήν γραμματεία τού Δικαστηρίου στίς 18 Μαρτίου 1981 , η εταιρία International Business Machines Corporation ( IBM ), τά κεντρικά γραφεία τής οποίας ειναι στό Armonk Νέας Υόρκης στίς Ηνωμένες Πολιτείες τής Αμερικής , ήσκησε , δυνάμει τού άρθρου 173 παράγραφος 2 τής συνθήκης ΕΟΚ , προσφυγή , μέ τήν οποία ζητείται η ακύρωση τής πράξεως ή τών πράξεων τής Επιτροπής , οι οποίες εκοινοποιήθησαν στήν ΙΒΜ μέ επιστολή τής 19ης Δεκεμβρίου 1980 καί μέ τίς οποίες εκινήθη η διαδικασία κατά τής ΙΒΜ , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 3 τού κανονισμού 17 τού Συμβουλίου τής 6ης Φεβρουαρίου 1962 πρώτου κανονισμού εφαρμογής τών άρθρων 85 καί 86 τής συνθήκης ( ΕΕ ειδ . έκδ . 08/001 , σ . 25 ) καί εκοινοποιήθη η γνωστοποίηση αιτιάσεων στήν ΙΒΜ ή η ακύρωση τής ιδίας τής γνωστοποιήσεως αιτιάσεων .

2 Η εν λόγω επιστολή , υπογεγραμμένη από τόν γενικό διευθυντή ανταγωνισμού τής Επιτροπής , απεστάλη στήν ΙΒΜ μετά από έρευνα , η οποία διεξάγεται επί αρκετά έτη από τίς υπηρεσίες τής Επιτροπής σχετικά μέ τήν εμπορική πρακτική τής ΙΒΜ καί τών θυγατρικών της , προκειμένου νά διαπιστωθεί άν η πρακτική αυτή συνιστά ή όχι κατάχρηση δεσποζούσης θέσεως επί τής σχετικής αγοράς , κατά τήν έννοια τού άρθρου 86 τής συνθήκης ΕΟΚ . Μέ τήν ανωτέρω επιστολή , η ΙΒΜ επληροφορήθη οτι η Επιτροπή εκίνησε κατ’ αυτής τήν βάσει τού άρθρου 3 τού κανονισμού 17 τού Συμβουλίου διαδικασία καί οτι επρόκειτο νά λάβει απόφαση σχετικά μέ παραβάσεις τού άρθρου 86 . Η ΙΒΜ έλαβε , μαζί μέ τήν επιστολή , τήν γνωστοποίηση αιτιάσεων βάσει τού άρθρου 2 τού κανονισμού ( ΕΟΚ ) 99/63 τής Επιτροπής τής 25ης Ιουλίου 1963 περί τών ακροάσεων πού προβλέπονται στό άρθρο 19 παράγραφοι 1 καί 2 τού κανονισμού 17 τού Συμβουλίου ( ΕΕ ειδ . έκδ . 08/001 , σ . 37 ). Ο γενικός διευθυντής ανταγωνισμού τής εζήτησε νά απαντήσει εγγράφως εντός ταχθείσης προθεσμίας , διευκρινίζοντας οτι θά ειχε μεταγενεστέρως τήν δυνατότητα νά εκθέσει προφορικώς τίς απόψεις της κατά τήν διάρκεια ακροάσεως .

3 Η ΙΒΜ εθεώρησε οτι οι πράξεις πού τής εκοινοποιήθησαν μέ τήν επιστολή τής 19ης Δεκεμβρίου 1980 εβαρύνοντο μέ αρκετά ελαττώματα , καί εζήτησε από τήν Επιτροπή νά ανακαλέσει τήν γνωστοποίηση αιτιάσεων καί νά τερματίσει τήν διαδικασία . Δεδομένου οτι η Επιτροπή δέν έκανε δεκτή τήν ανωτέρω αίτηση , η ΙΒΜ ήσκησε τήν υπό κρίση προσφυγή , μέ τήν οποία ζητεί τήν ακύρωση τών εν λόγω πράξεων .

4 Πρός υποστήριξη τής προσφυγής της , η ΙΒΜ ισχυρίζεται οτι τά προσβαλλόμενα μέτρα δέν πληρούν τίς ελάχιστες κατά νόμο προϋποθέσεις πού απαιτούνται γιά τήν λήψη τέτοιων μέτρων , καί οτι τό ελλιπές περιεχόμενο τής γνωστοποιήσεως αιτιάσεων , η ανεπάρκεια τών ταχθεισών προθεσμιών καί η επιφύλαξη τής Επιτροπής νά διατυπώσει μεταγενεστέρως κι άλλες αιτιάσεις δέν επέτρεψαν στήν ΙΒΜ νά αμυνθεί . Επί πλέον , η ΙΒΜ θεωρεί οτι τά προσβαλλόμενα μέτρα συνιστούν παράνομη άσκηση τών εξουσιών τής Επιτροπής , διότι δέν απετέλεσαν αντικείμενο αποφάσεως ολων τών μελών τής Επιτροπής ενεργούντων συλλογικώς , ενώ δέν υπήρχε αντίστοιχη εξουσιοδότηση καί διότι , εν πάση περιπτώσει , δέν ηδύνατο κατά νόμον νά υπάρχει εξουσιοδότηση χωρίς δημοσίευση ή νομότυπη κοινοποίηση . Τέλος , η ΙΒΜ επιμένει στήν άποψη οτι τά προσβαλλόμενα μέτρα παραβιάζουν τούς κανόνες τού διεθνούς δικαίου περί αβροφροσύνης ( Comity ) καί περί μή επεμβάσεως , τούς οποίους η Επιτροπή ώφειλε νά λάβει υπ’ όψη πρίν λάβει τά εν λόγω μέτρα , δεδομένου οτι η επικρινομένη συμπεριφορά τής ΙΒΜ ακολουθείται ουσιαστικώς εκτός τής Κοινότητος καί , ιδίως , στίς Ηνωμένες Πολιτείες τής Αμερικής , οπου αποτελεί επίσης αντικείμενο δικών .

5 Η Επιτροπή , υποστηριζομένη από τήν παρεμβαίνουσα Memorex SA προέβαλε ένσταση απαραδέκτου υπό τήν έννοια τού άρθρου 91 παράγραφος 1 τού κανονισμού διαδικασίας . Τό Δικαστήριο απεφάσισε νά κρίνει τήν εν λόγω ένσταση απαραδέκτου χωρίς νά εισέλθει στήν ουσία τής υποθέσεως .

6 Πρός υποστήριξη τής ανωτέρω ενστάσεως , η Επιτροπή καί η παρεμβαίνουσα Memorex SA ισχυρίζονται οτι τά εν λόγω μέτρα ειναι διαδικαστικές ενέργειες , μέ τίς οποίες η Επιτροπή εκφράζει μία γνώμη πού δύναται νά μεταβάλει , καί ως προπαρασκευαστικές εν σχέσει μέ τήν τελική απόφαση πού πρόκειται νά ληφθεί από τήν Επιτροπή κατά τό πέρας τής διαδικασίας , δέν συνιστούν αποφάσεις , κατά τών οποίων χωρεί προσφυγή , βάσει τού άρθρου 173 τής συνθήκης ΕΟΚ .

7 Η ΙΒΜ διατείνεται οτι η κίνηση τής διαδικασίας καί η γνωστοποίηση αιτιάσεων συνιστούν αποφάσεις κατά τήν έννοια τού άρθρου 173 τής συνθήκης ΕΟΚ , λόγω τής νομικής τους φύσεως καί τών αποτελεσμάτων πού παράγουν , καί οτι , συνεπώς , τέτοια μέτρα δύνανται νά αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής .

8 Κατά τό άρθρο 173 τής συνθήκης , προσφυγή ακυρώσεως χωρεί κατά τών πράξεων τού Συμβουλίου καί τής Επιτροπής εκτός τών συστάσεων ή τών γνωμών . Η εν λόγω προσφυγή έχει ως σκοπό νά εξασφαλίσει , σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τού άρθρου 164 , τήν τήρηση τού δικαίου κατά τήν ερμηνεία καί τήν εφαρμογή τής συνθήκης , θά ηταν δέ αντίθετη πρός τόν σκοπό αυτό μία συσταλτική ερμηνεία τών προϋποθέσεων παραδεκτού τής προσφυγής , η οποία θά περιώριζε τό πεδίο εφαρμογής της μόνο στίς κατηγορίες τών πράξεων πού αναφέρονται στό άρθρο 189 .

9 Συνεπώς , προκειμένου νά διαπιστωθεί άν τά εν λόγω μέτρα συνιστούν πράξεις κατά τήν έννοια τού άρθρου 173 , ειναι αναγκαίο νά εξετασθεί η ουσία τους . Σύμφωνα μέ τήν παγία νομολογία τού Δικαστηρίου , συνιστά πράξη ή απόφαση , η οποία δύναται νά αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως κατά τήν έννοια τού άρθρου 173 , κάθε μέτρο τού οποίου τά έννομα αποτελέσματα ειναι δεσμευτικά καί ικανά νά επηρεάσουν τά συμφέροντα τού προσφεύγοντος , μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τήν νομική του θέση . Αντιθέτως , η μορφή υπό τήν οποία οι εν λόγω πράξεις ή αποφάσεις λαμβάνονται ειναι , κατ’ αρχήν , αδιάφορη οσον αφορά τήν δυνατότητα προσβολής τους μέ προσφυγή ακυρώσεως .

10 Όταν πρόκειται γιά πράξεις ή αποφάσεις , πού λαμβάνονται κατόπιν διαδικασίας , η οποία περιλαμβάνει περισσότερα στάδια , ιδίως εφ’ οσον αποτελούν κατάληξη μιάς εσωτερικής διαδικασίας , από τήν ίδια νομολογία συνάγεται σαφώς οτι , κατ’ αρχήν , συνιστά πράξη προσβλητή μόνο τό μέτρο , τό οποίο καθορίζει οριστικώς τήν θέση τής Επιτροπής ή τού Συμβουλίου κατά τό πέρας τής εν λόγω διαδικασίας καί όχι τό ενδιάμεσο μέτρο , σκοπός τού οποίου ειναι η προετοιμασία τής τελικής αποφάσεως .

11 Τό πράγμα θά ειχε διαφορετικά μόνον άν οι πράξεις ή οι αποφάσεις πού ελήφθησαν κατά τήν διάρκεια προπαρασκευαστικής διαδικασίας , όχι μόνον συγκεντρώνουν τά ανωτέρω περιγραφέντα νομικά χαρακτηριστικά , αλλά επί πλέον συνιστούν οι ίδιες τό πέρας μιάς ειδικής διαδικασίας διαφορετικής από εκείνη , η οποία έχει ως προορισμό νά επιτρέπει στήν Επιτροπή ή στό Συμβούλιο νά λαμβάνουν απόφαση επί τής ουσίας τής υποθέσεως .

12 Περαιτέρω , πρέπει νά σημειωθεί οτι άν καί τά μέτρα σαφώς προπαρασκευαστικού χαρακτήρος δέν δύνανται νά αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως , ειναι εν τούτοις δυνατή η επίκληση τών ενδεχομένων παρανομιών πού τά βαρύνουν πρός υποστήριξη προσφυγής , η οποία στρέφεται κατά τής τελικής πράξεως , τής οποίας αποτελούν προπαρασκευαστικές πράξεις .

13 Τά αποτελέσματα καί η νομική φύση τής κινήσεως τής διοικητικής διαδικασίας κατ’ εφαρμογή τών διατάξεων τού κανονισμού 17 καί η προβλεπομένη στό άρθρο 2 τού κανονισμού 99/63 γνωστοποίηση αιτιάσεων , πρέπει νά εξετασθούν υπό τό φώς τής λειτουργίας τών πράξεων αυτών στό πλαίσιο τής διοικητικής διαδικασίας τής Επιτροπής στόν τομέα τού ανταγωνισμού , οι λεπτομέρειες εφαρμογής τής οποίας καθωρίσθησαν μέ τούς ανωτέρω κανονισμούς .

14 Η εν λόγω διαδικασία εθεσπίσθη μέ τόν σκοπό νά επιτρέπει στίς ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις νά γνωστοποιούν τίς απόψεις τους καί νά παρέχουν στήν Επιτροπή τίς πληρέστερες κατά τό δυνατόν πληροφορίες , πρίν εκείνη λάβει μία απόφαση , η οποία επηρεάζει τά συμφέροντα τών επιχειρήσεων . Αποβλέπει στήν δημιουργία διαδικαστικών εγγυήσεων πρός όφελος τών τελευταίων καί , οπως συνάγεται από τήν ενδέκατη αιτιολογική σκέψη τού κανονισμού 17 , στήν διασφάλιση τού δικαιώματος ακροάσεως τών επιχειρήσεων από τήν Επιτροπή .

15 Γιά τόν λόγο αυτό , σύμφωνα μέ τό άρθρο 19 παράγραφος 1 τού κανονισμού 17 καί πρός τόν σκοπό εγγυήσεως τού σεβασμού τών δικαιωμάτων αμύνης , ειναι απαραίτητο νά διασφαλισθεί στήν ενδιαφερομένη επιχείρηση τό δικαίωμα νά υποβάλει παρατηρήσεις κατά τό πέρας τής ερεύνης επί τού συνόλου τών αιτιάσεων πού η Επιτροπή προτίθεται νά προβάλει κατ’ αυτής στήν απόφασή της καί , ως εκ τούτου , νά τής γνωστοποιήσει τίς εν λόγω αιτιάσεις μέ τό προβλεπόμενο στό άρθρο 2 τού κανονισμού 99/63 έγγραφο . Γιά τόν ίδιο λόγο , επίσης , καί προκειμένου νά αρθεί ενδεχόμενη αμφιβολία οσον αφορά τήν κατάσταση τής ενδιαφερομένης επιχειρήσεως από απόψεως διαδικασίας , η κίνηση τής διαδικασίας κατ’ εφαρμογή τών προαναφερθεισών διατάξεων χαρακτηρίζεται σαφώς από μία πράξη δηλωτική τής προθέσεως πρός λήψη αποφάσεως .

16 Πρός υποστήριξη τού ισχυρισμού της , κατά τόν οποίο η προσφυγή της ειναι παραδεκτή , η ΙΒΜ εκθέτει ορισμένες συνέπειες πού επιφέρει η κίνηση τής διαδικασίας καί η γνωστοποίηση αιτιάσεων .

17 Ορισμένες από τίς εν λόγω συνέπειες δέν υπερβαίνουν τίς συνήθεις συνέπειες οιασδήποτε διαδικαστικής πράξεως καί δέν επηρεάζουν , εκτός από διαδικαστικής απόψεως , τήν νομική θέση τής ενδιαφερομένης επιχειρήσεως . Αυτή ειναι ιδίως η περίπτωση τής διακοπής τής παραγραφής , πού προκαλείται τόσο από τήν κίνηση τής διαδικασίας οσο καί από τήν γνωστοποίηση αιτιάσεων , δυνάμει τού κανονισμού 2988/74 τού Συμβουλίου τής 26ης Νοεμβρίου 1974 περί παραγραφής τού δικαιώματος διώξεως καί εκτελέσεως τών αποφάσεων στούς τομείς τού δικαίου τών μεταφορών καί τού ανταγωνισμού τής Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος ( ΕΕ ειδ . έκδ . 07/001 , σ . 241 ). Τό αυτό ισχύει επίσης ως πρός τό γεγονός οτι οι εν λόγω πράξεις ειναι αναγκαία στάδια , από τά οποία πρέπει νά διέλθει η Επιτροπή δυνάμει τών διατάξεων τού κανονισμού 17 , πρίν δυνηθεί νά επιβάλει στήν ενδιαφερομένη επιχείρηση πρόστιμο ή χρηματική ποινή καί ως πρός τό γεγονός οτι οι πράξεις αυτές δημιουργούν , στήν ενδιαφερομένη επιχείρηση , τήν υποχρέωση νά αμυνθεί στό πλαίσιο μιάς διοικητικής διαδικασίας .

18 Οι άλλες συνέπειες πού προβάλλει η ΙΒΜ δέν θίγουν τά συμφέροντα τής ενδιαφερομένης επιχειρήσεως . Μία τέτοια συνέπεια ειναι τό γεγονός οτι η κίνηση διαδικασίας δυνάμει τού άρθρου 9 παράγραφος 3 τού κανονισμού 17 τερματίζει τήν αρμοδιότητα τών αρχών τών Κρατών μελών , συνέπεια η οποία , εξ άλλου , δέν επήλθε εν προκειμένω λόγω απουσίας κάθε εθνικής διαδικασίας καί η οποία συνίσταται κατ’ ουσίαν στήν προστασία τής ενδιαφερομένης επιχειρήσεως από παράλληλες διώξεις εκ μέρους τών αρχών τών Κρατών μελών . Μία άλλη τέτοια συνέπεια ειναι τό γεγονός οτι η γνωστοποίηση αιτιάσεων αναγνωρίζεται ως αποκρυσταλλώνουσα τήν θέση τής Επιτροπής , πράγμα πού σημαίνει κατ’ ουσίαν οτι η Επιτροπή κωλύεται , σύμφωνα μέ τό άρθρο 4 τού κανονισμού 99/63 , νά προβάλει μέ τήν απόφασή της , ελλείψει νέας γνωστοποιήσεως αιτιάσεων , άλλες αιτιάσεις εκτός από εκείνες επί τών οποίων η επιχείρηση ειχε τήν ευκαιρία νά γνωστοποιήσει τίς απόψεις της , χωρίς , εν τούτοις , νά απαγορεύεται στήν Επιτροπή νά ανακαλέσει τίς αιτιάσεις καί νά τροποποιήσει τήν θέση της υπέρ τής επιχειρήσεως .

19 Η γνωστοποίηση αιτιάσεων δέν δημιουργεί στήν ενδιαφερομένη επιχείρηση τήν υποχρέωση νά μεταβάλει ή νά επανεξετάσει τήν εμπορική της πρακτική καί δέν έχει ως αποτέλεσμα νά τής στερήσει τήν προστασία τήν οποία απελάμβανε προηγουμένως έναντι τής επιβολής προστίμου , οπως ειναι η περίπτωση τής ανακοινώσεως , μέ τήν οποία η Επιτροπή πληροφορεί μία επιχείρηση , δυνάμει τού άρθρου 15 παράγραφος 6 τού κανονισμού 17 περί τού αποτελέσματος τής προκαταρκτικής εξετάσεως μιάς συμφωνίας , πού εκοινοποίησε η εν λόγω επιχείρηση . Ενώ η γνωστοποίηση αιτιάσεων δύναται νά έχει ως αποτέλεσμα τό νά καθιστά προσεκτική τήν ενδιαφερομένη επιχείρηση γιά τόν πραγματικό κίνδυνο πού διατρέχει νά τής επιβάλει πρόστιμο η Επιτροπή , αυτό συνιστά απλώς πραγματική καί όχι έννομη συνέπεια , τήν οποία προορίζεται νά επιφέρει η γνωστοποίηση αιτιάσεων .

20 Προσφυγή ακυρώσεως , στρεφομένη κατά τής κινήσεως τής διαδικασίας καί κατά τής γνωστοποιήσεως αιτιάσεων , θά ηδύνατο νά υποχρεώσει τό Δικαστήριο νά κρίνει επί ζητημάτων , γιά τά οποία η Επιτροπή δέν ειχε ακόμη τήν δυνατότητα νά αποφανθεί καί , συνεπώς , νά έχει ως αποτέλεσμα τήν επίσπευση τής συζητήσεως επί τής ουσίας καί τήν σύγχυση τών δύο διαφορετικών φάσεων τής διαδικασίας , διοικητικής καί δικαστικής . Κατά συνέπεια , δέν συμβιβάζεται μέ τό σύστημα κατανομής τών αρμοδιοτήτων μεταξύ τής Επιτροπής καί τού Δικαστηρίου , καί τών μέσων παροχής εννόμου προστασίας πού προβλέπονται στήν συνθήκη , καθώς καί μέ τίς απαιτήσεις ορθής απονομής τής δικαιοσύνης καί κανονικής διεξαγωγής τής διοικητικής διαδικασίας ενώπιον τής Επιτροπής .

21 Από τά ανωτέρω επεται οτι ούτε η κίνηση τής διαδικασίας ούτε η γνωστοποίηση αιτιάσεων δύνανται νά θεωρηθούν , λόγω τής φύσεώς τους καί τών εννόμων αποτελεσμάτων τους , ως αποφάσεις υπό τήν έννοια τού άρθρου 173 τής συνθήκης ΕΟΚ , κατά τών οποίων χωρεί προσφυγή ακυρώσεως . Στό πλαίσιο τής διοικητικής διαδικασίας , οπως αυτή εθεσπίσθη μέ τούς κανονισμούς 17 καί 99/63 , συνιστούν διαδικαστικές πράξεις , προπαρασκευαστικές σέ σχέση μέ τήν απόφαση , η οποία αποτελεί τήν κατάληξή τους .

22 Πρός υποστήριξη τού ισχυρισμού της κατά τόν οποίον η προσφυγή της ειναι παραδεκτή , η ΙΒΜ αναφέρεται περαιτέρω στίς ειδικές περιστάσεις τής υποθέ σεως καί στήν φύση καί στίς επιπτώσεις τών ισχυρισμών πού προέβαλε επί τής ουσίας , ισχυριζομένη οτι ο δικαστικός έλεγχος σέ πρόωρο στάδιο , πρέπει νά ειναι εφικτός στήν παρούσα υπόθεση , τόσο κατ’ εφαρμογή τών αρχών τού διεθνούς δικαίου σέ μιά τέτοια περίπτωση οσο καί δυνάμει τών γενικών αρχών πού απορρέουν από τά δίκαια τών Κρατών μελών . Η υπό κρίση προσφυγή έχει πράγματι ως αντικείμενο νά αποδείξει οτι η διοικητική διαδικασία ηταν εξ αρχής παντελώς παράνομη δυνάμει τών κανόνων τού κοινοτικού καί τού διεθνούς δικαίου , πού αφορούν ιδίως τήν αρμοδιότητα κινήσεως τέτοιων διαδικασιών . Η συνέχιση τής εν λόγω διοικητικής διαδικασίας ειναι παράνομη καί η δυνατότης νά επιτύχει μεταγενεστέρως ακύρωση τής τελικής αποφάσεως δέν ειναι επαρκής γιά νά εξασφαλίσει στήν ΙΒΜ αποτελεσματική έννομη προστασία .

23 Δέν ειναι αναγκαίο γιά τίς ανάγκες τής υπό κρίση υποθέσεως νά κριθεί τό ζήτημα κατά πόσον , σέ εξαιρετικές περιστάσεις καί οταν πρόκειται γιά μέτρα πού στερούνται ακόμη καί κάθε επιφάσεως νομιμότητος , ο δικαστικός έλεγχος σέ πρόωρο στάδιο , οπως τόν εννοεί η ΙΒΜ , δύναται νά θεωρηθεί οτι συμβιβάζεται μέ τό σύστημα μέσων παροχής εννόμου προστασίας πού προβλέπεται από τήν συνθήκη , διότι οι περιστάσεις πού επικαλείται εν προκειμένω η προσφεύγουσα δέν δύνανται , εν πάση περιπτώσει , νά δικαιολογήσουν τό παραδεκτό μιάς τέτοιας προσφυγής .

24 Εξ άλλου , στήν παρούσα υπόθεση δέν ειναι αναγκαίο , προκειμένου νά διασφαλισθεί στήν ΙΒΜ αποτελεσματική έννομη προστασία , νά υπαχθούν σέ άμεσο έλεγχο οι προσβαλλόμενες πράξεις . Άν , κατά τό πέρας τής διοικητικής διαδικασίας καί μετά από εξέταση τών παρατηρήσεων πού η ΙΒΜ δύναται νά υποβάλει στό πλαίσιο αυτό , η Επιτροπή λάβει απόφαση , η οποία θίγει τά συμφέροντα τής ΙΒΜ , τότε η απόφαση αυτή θά υπόκειται , δυνάμει τού άρθρου 173 τής συνθήκης ΕΟΚ , σέ δικαστικό έλεγχο στό πλαίσιο τού οποίου θά δύναται η ΙΒΜ νά προβάλλει κάθε πρόσφορο ισχυρισμό . Θά εναπόκειται , τότε , στό Δικαστήριο νά εκτιμήσει άν διεπράχθη οιαδήποτε παρανομία κατά τήν διάρκεια τής διοικητικής διαδικασίας καί σέ καταφατική περίπτωση άν αυτή ειναι ικανή νά επηρεάσει τήν νομιμότητα τής αποφάσεως πού έλαβε η Επιτροπή κατά τό πέρας τής διοικητικής διαδικασίας .

25 Συνεπώς , η προσφυγή πρέπει νά απορριφθεί ως απαράδεκτος .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

26 Κατά τό άρθρο 69 παράγραφος 2 τού κανονισμού διαδικασίας , ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στά δικαστικά έξοδα , εφ’ οσον υπήρχε σχετικό αίτημα . Δεδομένου οτι η ΙΒΜ ηττήθη , πρέπει νά καταδικασθεί στά δικαστικά έξοδα , συμπεριλαμβανομένων τών εξόδων τής παρεμβαινούσης Memorex SA . Η καταδίκη στά δικαστικά έξοδα πρέπει νά περιλάβει , εκτός τών δικαστικών εξόδων πού προεκλήθησαν στήν κυρία δίκη , τά έξοδα πού προεκλήθησαν κατόπιν τής αιτήσεως τής ΙΒΜ περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων καί γιά τά οποία έγινε επιφύλαξη στήν διάταξη τής 7ης Ιουλίου 1981 τού προέδρου τού Δικαστηρίου , καθώς καί τά έξοδα πού προεκλήθησαν κατόπιν τής αιτήσεως τής ΙΒΜ περί γνωστοποιήσεως ορισμένων στοιχείων καί εγγράφων πού αφορούν τήν κίνηση τής διαδικασίας από τήν Επιτροπή , αίτηση η οποία κατέστη άνευ αντικειμένου λόγω τής απορρίψεως τής κυρίας προσφυγής .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνει καί αποφασίζει :

1 . Απορρίπτει τήν προσφυγή ως απαράδεκτη .

2.Καταδικάζει τήν προσφεύγουσα στά δικαστικά έξοδα , συμπεριλαμβανομένων τών εξόδων τής παρεμβαινούσης Memorex SA , καθώς καί τών εξόδων πού προεκλήθησαν κατόπιν τών αιτήσεων τής ΙΒΜ , μέ τίς οποίες εζητείτο η λήψη ασφαλιστικών μέτρων καί η γνωστοποίηση ορισμένων στοιχείων καί εγγράφων πού αφορούν τήν κίνηση τής διαδικασίας από τήν Επιτροπή .