ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΘ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΩΣ

FRANCESCO CAPOTORTI

ΠΟΫ ΆΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤΊΣ 13 'ΙΟΥΛΊΟΥ 1982 ( 1 )

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. 

Τό προδικαστικό ερώτημα πού έχει ἐν προκειμένω υποβληθεί στην κρίση σας άφορᾶ μία ἀπό τίς διατάξεις τῆς συνθήκης ΕΟΚ τίς σχετικές πρός την ἁρμοδιότητα τοῦ Δικαστηρίου μας: συγκεκριμένα την τρίτη παράγραφο τοῦ ἄρθρου 177. Τό ιταλικό Corte di cassazione έρωτα ἄν ἡ διάταξη αύτη «επιβάλλει υποχρέωση παραπομπής (πρός τό Δικαστήριο τῶν Κοινοτήτων) πού δέν επιτρέπει στόν εθνικό δικαστή οιαδήποτε εξέταση τοῦ βασιμου τοῦ ἀνακύψαντος ζητήματος ἡ μήπως ἐξαρτᾶ, καί εντός ποίων ορίων τήν ὑποχρέωση αυτή ἀπό τήν προηγουμένη ύπαρξη μιᾶς ευλόγου ερμηνευτικής ἀμφιβολίας».

Υπενθυμίζω ἐν συντομία τά. πραγματικά περιστατικά. Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1974, μία μεγάλη ὁμάδα επιχειρηματιών τοῦ ἐριουρ-γικοῦ τομέως, στην ὁποία περιελαμβάνοντο οι εταιρίες CILFIT καί Lanificio di Gavardo καί πλῆθος άλλων, ἤσκησαν ἀγωγή κατά τοῦ ἰταλικοῦ υπουργείου υγιεινής, ζητώντας τήν ἀπόδοση ποσών πού κατεβλήθησαν — ἀχρεωστήτως, κατά τήν γνώμη τους — ὡς τέλη ὑγιειονομικοῦ ελέγχου ἐπί εισαγωγών έρίου. Τά ποσά αυτά πράγματι κατεβλήθησαν ὅταν 'ίσχυε ὁ νόμος 30 τῆς 30ῆς 'Ιανουαρίου 1968, ὁ όποιος καθόριζε τό τέλος αυτό σέ 700 λιρέττες ἀνά 100 χλγρ. εισαγομένου ἐρίου, τό καταβληθέν ὅμως ποσό ἐτροποποιήθη αισθητώς μέ τόν νόμο 1239 τῆς 30ῆς Δεκεμβρίου 1970, καί ἐμειώθη σέ 70 μόνο λιρέττες ἀνά 100 χλγρ.

Ἀφοῦ ἡττήθησαν ενώπιον τοῦ πρωτοβαθμίου καί τοῦ δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, οἱ ενάγουσες ἤσκησαν ἀναίρεση, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ὅτι τό τέλος έλεγχου δέν έπρεπε νά εισπραχθεί, διότι ήταν ἀσυμβίβαστο πρός τόν κανονισμό 827 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 28ης 'Ιουνίου 1968, περί κοινής ὀργανώσεως τῆς ἀγορᾶς γιά ὁρισμένα προϊόντα πού ἀπαριθμοῦνται στό παράρτημα ΙΙ τῆς συνθήκης, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τά «προϊόντα ζωικής προελεύσεως» πού ἀναφέρονται ὑπό τήν κλάση 05.15 τοῦ Κοινού Δασμολογίου. Τό ὑπουργείο υγιεινής ἀπέκρουσε τήν ἀναίρεση, προβάλλοντας ὅτι τά ἔρια δέν περιλαμβάνονται στό παράρτημα ΙΙ τῆς συνθήκης ΕΟΚ καί συνεπώς δέν εμπίπτουν στό πεδίο εφαρμογής τοῦ ἐν λόγω κανονισμού.

Κατά τήν Διοίκηση, τό περιεχόμενο τοῦ κανονισμού 827/68 εἶναι ὡς πρός τό σημείο αυτό ἀπολύτως σαφές καί κατά συνέπεια ἀποκλείει τήν «ἀναγκαιότητα προδικαστικής παραπομπής» στό Δικαστήριό μας.

Πρό τῆς καταστάσεως αὐτής, τό ιταλικό Corte di cassazione, μέ διάταξη τῆς 27ης Μαΐου 1981, ἀνέβαλε τήν εκδίκαση τῆς υποθέσεως καί ὑπέβαλε στό Δικαστήριο τό ἀνωτέρω ερώτημα.

2. 

Όπως εἶναι γνωστό, δυνάμει τῆς τρίτης παραγράφου τοῦ ἄρθρου 177, ὅταν ένα ζήτημα πού άφορᾶ τήν ερμηνεία τῆς συνθήκης, τό κύρος καί τήν ἑρμηνεία τῶν πράξεων τῶν ὀργάνων τῆς Κοινότητος ή ενδεχομένως τήν ἑρμηνεία τῶν καταστατικών τῶν ὀργανισμῶν πού ἱδρύθησαν μέ πράξη τοῦ Συμβουλίου ἀνακύπτει σέ εκκρεμή υπόθεση ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους «τοῦ ὁποίου οἱ ἀποφάσεις δέν ὑπόκεινται σέ ένδικα μέσα τοῦ εσωτερικοί) δικαίου», τό δικαστήριο αυτό «ὀφείλει νά παραπέμψει τό ζήτημα στό Δικαστήριο». Κατά τό ἰταλικό Corte di cassazione — πού διερμηνεύει μία ζωηρότάτη διχογνωμία τόσο στην θεωρία, ὅσο καί στην νομολογία τῶν κρατών μελών — ὁ κανόνας πού παρε-τέθη ἀνωτέρω επιδέχεται δύο διαφορετικές ερμηνείες. Δύναται πράγματι νά υποστηριχθεί ὅτι υποχρεώνει κατά τρόπο άκαμπτο τά δικαστήρια τελευταίου βαθμοῦ δικαιοδοσίας τῶν κρατών μελών νά ἀναθέτουν στό Δικαστήριό μας τήν διάγνωση τῶν προδικαστικών ερωτημάτων, χωρίς νά ἀφήνει στά δικαστήρια αὐτά κανένα περιθώριο γιά νά προβούν στην ἐξέταση τους καί νά εξακριβώσουν κατά πόσο εμφανίζονται επιδεκτικά περισσοτέρων λύσεων. Ἀφ' έτερου ὅμως δύναται νά υποστηριχθεί ὅτι τό άρθρο 177, τρίτη παράγραφος, επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια νά προβοῦν σέ προκαταρκτική έρευνα προκειμένου νά διαπιστώσουν, ενασκώντας τήν διακριτική τους εξουσία, ἄν στην προκειμένη περίπτωση υφίσταται ἡ ὄχι εύλογη ερμηνευτική ἀμφιβολία τοῦτο θα εἶχε ὡς συνέπεια ὅτι ἡ παραπομπή θά παρελείπετο σέ ὅλες τίς περιπτώσεις κατά τίς όποιες δέν διακρίνεται τέτοια ἀμφιβολία.

Πρέπει νά διευκρινισθεί στό σημείο αυτό, πρίν εξετασθεί τό ὑποβληθέν ερώτημα, ὅτι τό Corte di cassazione, παρά τήν εὐρεία διατύπωση πού έδωσε στό ερώτημά του, έλαβε ὑπ' ὄψη μόνο την προδικαστική παραπομπή πού άφορᾶ τήν ερμηνεία μιᾶς διατάξεως τῆς συνθήκης ἡ μιας πράξεως τοῦ παραγώγου δικαίου, δέν περιέλαβε συνεπῶς τό πρόβλημα τῆς παραπομπῆς γιά τήν διαπίστωση τοῦ κύρους τῶν κοινοτικῶν πράξεων. Τοῦτο προκύπτει κατά τήν γνώμη μου τόσο ἀπό τό γεγονός ὅτι τό παραπέμπον δικαστήριο, στό τελικό μέρος τοῦ ερωτήματος, ἀνέφερε ρητώς τήν άποψη πού βασίζεται στην ὕπαρξη μιᾶς «ευλόγου ἑρμηνευτικῆς ἀμφιβολίας», ὅσο καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ υπόθεση πού υπεβλήθη στό ἐν λόγω δικαστήριο άφορᾶ ἀκριβώς τήν ερμηνεία κανόνων τοῦ παραγώγου κοινοτικοῦ δικαίου (ὅπως προκύπτει ἀπό τήν διάταξη περί παραπομπής).

3. 

Πρέπει νά ερμηνευθεί πρώτον ἄν ἀπό τό πλαίσιο στό όποιο εντάσσεται τό άρθρο 177 προκύπτουν γραμματικά στοιχεία χρήσιμα γιά τήν επιλογή τῆς ενδεικνυομένης λύσεως.

Ἀπό τό γεγονός ὅτι, τόσο στην τρίτη ὅσο καί στην δεύτερη παράγραφο, τό ἀντικείμενο τῆς προδικαστικής διαδικασίας εκφράζεται μέ τόν ὅρο «ζήτημα» ὁρισμένοι συγγραφείς συνάγουν μία επιβεβαίωση τῆς ἀπόψεως, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ έκταση τῆς ὑποχρεώσεως πού επιβάλλεται ἀπό τήν τρίτη παράγραφο περιορίζεται μόνο στίς περιπτώσεις κατά τίς όποιες τίθενται γνήσια προβλήματα ερμηνείας, δηλαδή ὑφίστανται ερμηνευτικές δυσκολίες. Ἐξ άλλου, δεδομένου ὅτι οἱ προαναφερθείσες δευτέρα καί τρίτη παράγραφοι ὁμιλοῦν γιά «ζήτημα» πού «ἀνακύπτει» σέ υπόθεση εκκρεμή ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ κανόνας ἀναφέρεται κατά τόν τρόπο αυτό στίς περιπτώσεις, κατά τίς όποιες ένας ἀπό τους διαδίκους στην ὑπόθεση (περιλαμβανομένου ενδεχομένως τοῦ εισαγγελέως, στίς έννομους τάξεις πού προβλέπουν τήν παρέμβαση του) λαμβάνει τήν πρωτοβουλία νά επικαλεσθεί ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου τήν ύπαρξη ἑνός προβλήματος ἑρμηνείας τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου. Ἐν τούτοις είναι γνωστό ὅτι ένα προδικαστικό ερώτημα δύναται νά διατυπωθεί καί αυτεπαγγέλτως: αυτό υπενθυμίζεται πρόσφατα στην ἀπόφαση τῆς 16ης 'Ιουνίου 1981 στην υπόθεση 126/80, Salonia (Συλλογή 1981, σ. 1563, σκέψη 7). Στην περίπτωση αυτή, υποστηρίζεται ὅτι δέν δύναται νά ἀμφισβητηθεί ή εξουσία εκτιμήσεως τοῦ Δικαστηρίου, ἀκόμη καί τελευταίου βαθμοῦ δικαιοδοσίας. Υποστηρίζεται τέλος ὅτι θά ήταν παράλογο νά ἀναγνωρίζεται αὐτή ἡ διακριτική εξουσία γιά τά ζητήματα πού υποβάλλονται αὐτεπαγγέλτως, ὄχι ὅμως καί γιά τά ζητήματα πού προβάλλονται ἀπό τους διαδίκους.

Κατά τήν γνώμη μου, ἡ επιχειρηματολογία αυτή ὁδηγεῖ σέ άτοπα ἀποτελέσματα. Παρατηρώ ἐν προκειμένω ὅτι ὁ ὅρός «ζήτημα» — ἡ μᾶλλον ἡ έκφραση «τέτοιο ζήτημα» — χρησιμοποιείται στό άρθρο 177 ἐν ἀναφορᾶ πρός τίς τρεις κατηγορίες θεμάτων ἐπί τῶν ὁποίων τό Δικαστήριο εἶναι ἀρμόδιο νά ἀποφαίνεται μέ προδικαστικές ἀποφάσεις, δηλαδή τίς τρεις κατηγορίες πού ἀντιστοιχούν στά γράμματα α, β, γ. Στό πλαίσιο τῆς δευτέρας παραγράφου, οἱ λέξεις «Questione» [ζήτημα] καί «Punto» [ζήτημα] εμφανίζονται ὡς συνώνυμες (τουλάχιστον στό γαλλικό καί ιταλικό κείμενο τῆς συνθήκης). Γιά τό λόγο αὐτό μοῦ φαίνεται άτοπο νά χρωματίζεται ὁ ὅρός «ζήτημα» μέ τήν προσθήκη τῆς εννοίας της βασιμου ἀμφιβολίας, τῆς δυσκολίας, τῆς κατά τό μᾶλλον ἡ ήττον δυσχεροῦς επιλογής ὅταν πρόκειται γιά ὁρισμένες ἀπόψεις τῶν διαφορών, εἶναι φυσικό ὅτι πρέπει νά ληφθεί μία ἀπόφαση «ἐπί τοῦ ζητήματος», μία δέ ἀπόφαση ερμηνείας έχει πάντα προορισμό τήν άρση μιᾶς καταστάσεως ἀντικειμενικής ἀβεβαιότητος.

Όσον άφορᾶ κατόπιν τά συμπεράσματα πού υποστηρίζεται ὅτι συνάγονται ἀπό τήν ἀνάγκη νά έχει ἀνακύψει τό ζήτημα, φρονώ ὅτι ὀρθώς τό Δικαστήριο, στην προαναφερθείσα ἀπόφαση Salonia, ερμήνευσε τόν ὅρο αυτό ὡς ἀναφερόμενο τόσο στους διαδίκους, ὅσο καί στόν δικαστή: δέν ἔχει νόημα να υποστηρίζεται ὅτι πρός τό γράμμα τοῦ ἄρθρου ἀνταποκρίνεται μόνο ή περίπτωση τῆς πρωτοβουλίας τῶν διαδίκων, ἐνω συγχρόνως γίνεται δεκτό ὅτι ὁ δικαστής δύναται νά υποβάλει τό προδικαστικό ερώτημα αυτεπαγγέλτως. Ἐν ὀλίγοις: τό άρθρο 177 εἶναι πάντα εκείνο πού επιτρέπει στους διαδίκους καί στον δικαστή νά προβάλουν τό ζήτημα. "Αν αυτό εἶναι ἀληθές, ἡ υποχρέωση πού επιβάλλεται ἀπό την τρίτη παράγραφο ισχύει ἐξ ίσου σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, καί ὄχι μόνο στην περίπτωση πρωτοβουλίας τῶν διαδίκων. 'Αφ᾿ έτερου, δέν ἀντιλαμβάνομαι γιατί ή εξουσία τοῦ δικαστοῦ νά υποβάλει αυτεπαγγέλτως ένα προδικαστικό ερώτημα θά πρέπει νά ταυτισθεί πρός τήν εξουσία εκτιμήσεως τοῦ σκόπιμου υποβολῆς ενός τέτοιου ερωτήματος. Ή εὐρεία αυτή ευχέρεια επιλογῆς ἀνήκει ἀναμφιβόλως στά δικαστήρια πού δέν εἶναι τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας, ἐνω γιά τά δικαστήρια τελευταίου βαθμού εἶναι ευνόητο ὅτι ἡ εξουσία τους περιορίζεται στην εκτίμηση τοῦ ἀναγκαίου μιᾶς προδικαστικῆς ἀποφάσεως γιά τήν έκδοση τῆς δίκης τους ἀποφάσεως, καί ὅτι κάθε φορά πού ἀναγνωρίζεται αυτή ἡ ἀνάγκη ἡ παραπομπή στό Δικαστήριο εἶναι υποχρεωτική.

'Αναμφιβόλως, ἡ μόνη ένδειξη πού προκύπτει σαφέστατα ἀπό τό κείμενο τοῦ άρθρου 177 εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ των διατάξεων τῆς δεύτερης καί τῆς τρίτης παραγράφου: τά δικαστήρια πού ἀναφέρονται στην δεύτερη παράγραφο δύνανται νά ζητήσουν ἀπό τό Δικαστήριο νά ἀποφανθεί ἐπί ἑνός ζητήματος ερμηνείας τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου ἐνω εκείνα πού ἀναφέρονται στην τρίτη παράγραφο εἶναι υποχρεωμένα νά τό πράξουν. Στην ὑπλή αὐτή διαπίστωση θά επανέλθω διεξοδικά εντός ὀλίγου, ἀφοῦ πρώτα ἀναγάγω τό πρόβλημα στἀ ουσιαστικά του στοιχεία.

4. 

Στό επίπεδο τῶν γενικῶν άρχῶν γίνεται συχνά επίκληση, κατά τήν συζήτηση τοῦ προβλήματός μας, τῆς θεωρίας τῆς σαφούς πράξεως, ἡ ὁποία δύναται νά συνοψισθεί μέ τήν φράση ὅτι ὅταν ἕνας κανόνας εἶναι σαφής δέν χρήζει ἑρμηνείας.

Ή θεωρία αυτή ἐγεννήθη στό πλαίσιο τῆς γαλλικής έννόμου τάξεως, ἡ ὁποία εμπιστεύεται τήν ἑρμηνεία τῶν διεθνών συμβάσεων ἀποκλειστικά καί μόνο στην εκτελεστική εξουσία (καί συγκεκριμένα στόν υπουργό εξωτερικών), στόν δικαστή δέ επιφυλάσσει μόνο τήν εφαρμογή τους. Στό πλαίσιο αὐτό τά δικαστήρια, γιά νά περιορίσουν τόν ρόλο τῆς εκτελεστικῆς εξουσίας καί τήν επέμβαση τῆς στην εξέλιξη της δικαστικής δραστηριότητος, ἀνέπτυξαν τήν ἐν λόγω θεωρία, επιφυλάσσοντας μέ αυτήν στον εαυτό τους τόν έλεγχο ὡς πρός τήν ύπαρξη ἡ μή πραγματικών ἑρμηνευτικών δυσχερειών, καί ἀνακτώντας έτσι μία ευρεία ζώνη διακριτικῆς εξουσίας. Ἐν συνεχεία, τό γαλλικό Συμβούλιο τῆς 'Επικρατείας — καί σέ πολύ μικρότερο βαθμό τό Cour de cassation — έκριναν ὅτι εἶναι δυνατόν νά χρησιμοποιηθεί ἡ θεωρία αυτή γιά νά προσδιορισθεί ἡ έκταση τῆς υποχρεώσεως πού επιβάλλει ἡ τρίτη παράγραφος τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ.

Τήν ίδια θεωρία ἀπηχούν οἱ προτάσεις Lagrange στίς υποθέσεις 28 καί 30/62, Da Costa en Schaake, πού ἀναπτύχθησαν τήν 13η Μαρτίου 1963 (Racc. 1963, σ. 88-89): ὁ γενικός εἰσαγγελεύς υπεστήριξε, μεταξύ άλλων, ὅτι «ἄν τό κείμενο εἶναι ἀπολύτως σαφές, δέν πρόκειται πλέον γιά ερμηνεία ἀλλά γιά εφαρμογή, ἡ ὁποία εμπίπτει στην ἁρμοδιότητα τοῦ (εθνικού) δικαστού, καθήκον τοῦ ὁποίου εἶναι ἀκριβώς ἡ εφαρμογή τοῦ νόμου». Ἐν τούτοις, δέν θά ήταν ὀρθό νά ληφθεί ἡ έκφραση αύτη, ἀποχωρισμένη ἀπό τό πλαίσιο της, ὡς επιχείρημα υπέρ τῆς ἀπόψεως πού ἀπονέμει στόν ἐθνικό δικαστή την εξουσία νά εξετάζει τό βάσιμο ενός προδικαστικοῦ ζητήματος προβαλλομένου ἀπό τους διαδίκους. Στην πραγματικότητα, ἀπό τό πλαίσιο τῶν πρα-ναφερθεισῶν προτάσεων Lagrange προκύπτει ὅτι μοναδική πρόθεση τοῦ διαπρεποῦς προκατόχου μου ήταν νά καταδείξει ὅτι ήταν περιττή μία νέα ἑρμηνεία ἐκ μέρους τοῦ Δικαστηρίου ὅταν τό ίδιο ζήτημα εἶχε ήδη προηγουμένως ἀντιμετωπισθεί καί λυθεῖ ἀπό την νομολογία τοῦ Δικαστηρίου. Καί σ᾽ αυτή τήν γραμμή — δηλαδή στην γραμμή τῆς «δεσμευτικότητος τῆς ερμηνείας» πού εδόθη ἀπό τό Δικαστήριο μας — τοποθετείται επίσης ἡ υπόθεση Da Costa τῆς 27ης Μαρτίου 1963 (Race. 1963, σ. 75), στην ὁποία θά έχω τήν εὐκαιρία νά επανέλθω ἐν συνεχεία.

Κατά τήν γνώμη μου, ἡ θεωρία τῆς σαφοῦς πράξεως δέν προσφέρει καμμία βοήθεια γιά τήν επίλυση τοῦ εξεταζομένου ἐν προκειμένω προβλήματος. Ἐν ὄψει τῆς προελεύσεώς τῆς καί τῆς λειτουργίας της, ευχερῶς διαπιστώνεται ὅτι ἡ θεωρία αυτή ἐχρησίμευσε πρός διόρθωση μιᾶς ιδιαζούσης καταστάσεως ενός ὁρισμένου κράτους μέλους, καταστάσεως τῆς ὁποίας τά στοιχεία δέν ἀντιστοιχοῦν πρός τήν κατάσταση τήν ὁποία συζητούμε ἐν προκειμένω. Πράγματι, ἡ διάκριση, ὅσον άφορᾶ τους κανόνες των διεθνών συνθηκών, μεταξύ τῆς εφαρμογής, ἡ οποία έχει ἀνατεθεί στόν δικαστή, καί τῆς ερμηνείας ἡ ὁποία επιφυλάσσεται στον υπουργό εξωτερικών, γίνεται στην Γαλλία, ὄχι ὅμως καί στά άλλα κράτη μέλη ἀφ᾽ έτερου, ἡ διεκδίκηση μεγαλυτέρου χώρου γιά τήν δικαστική ἐξουσία ὅσον άφορᾶ ὁρισμένα προνόμια τῆς εκτελεστικής εξουσίας εἶναι κάτι τό πολύ διαφορετικό ἀπό τήν ὁριοθέτηση τῶν ερμηνευτικών καθηκόντων πού ἀνατίθενται ἀντιστοίχως στους εθνικούς δικαστές τελευταίου βαθμοῦ δικαιοδοσίας καί στό Δικαστήριο τῶν Κοινοτήτων.

Κατά δεύτερο λόγο, ἄν εξετασθεί ἡ έννοια πού ευρίσκεται στην βάση τῆς θεωρίας τῆς σαφούς πράξεως, ἡ έννοια αυτή ἐμφανίζεται ἀνακριβής. Ή εφαρμογή ἑνός κανόνος σέ μία συγκεκριμένη περίπτωση ἀπαιτεί πάντα, καί λογικώς καί πρακτικώς, τόν προσδιορισμό τῆς ἐννοίας καί τό πεδίο εφαρμογῆς τοῦ κανόνος αὐτοῦ χωρίς τόν όποιο δέν εἶναι δυνατό νά διαπιστωθεί ὅτι ὁ κανόνας αὐτός ἀντιστοιχεί στην κρινομένη περίπτωση οὔτε νά συναχθούν ἀπό τό περιεχόμενο του ὅλες οἱ συνέπειες πού ἁρμόζουν στην περίπτωση. Θά ήταν ίσως δυνατόν νά λεχθεί ὅτι, ὅταν εφαρμόζεται ἕνας κανόνας, ἡ ἑρμηνεία καί ἡ εφαρμογή συμπλέκονται καί συγχέονται, άλλά δέν είναι ἀσφαλώς νοητό νά εφαρμοσθεί ένας κανόνας χωρίς νά υπάρχει ἀνάγκη νά ἑρμηνευθεί, έκτος ἄν ἀλλοιώσουμε τήν έννοια τοῦ ὅρού «ἑρμηνεία», ἀποδίδοντάς του κατ' ἀνάγκη ένα στοιχείο δυσχέρειας. Σέ τελευταία ἀνάλυση, τό λατινικό ἀξίωμα πού συχνά επαναλαμβάνεται, «in claris non fit interpretatio» θά ήταν καλύτερα νά λησμονηθεί: ὁ ερμηνευτής εἶναι εκείνος ὁ όποιος, εκπληρώνοντας τό καθήκον του διαπιστώνει ἄν ένας κανόνας εἶναι σαφής ή ἀσαφής. Οἱ σκέψεις αυτές Ισχύουν ἀκόμη περισσότερο στό πλαίσιο ενός συστήματος στό όποιο ὅλοι οἱ κανόνες παρουσιάζουν τήν τεχνική δυσκολία ὅτι εἶναι συντεταγμένοι σέ περισσότερες γλώσσες καί τήν συστηματική δυσκολία ὅτι ἀσκούν επιρροή σέ μία πραγματικότητα πού ήδη διέπεται ἀπό δέκα κρατικές έννομες τάξεις.

Τέλος, δέν πρέπει νά παραγνωρίζεται ή μαρτυρία τῶν γεγονότων, τά όποια καταδεικνύουν ὅτι, ὅταν ἡ θεωρία τῆς σαφούς πράξεως ἐφηρμόσθη στην πράξη ἐν σχέσει πρός τό άρθρο 177, έτυχε μιας εφαρμογής τήν ὁποία δέν διστάζω νά χαρακτηρίσω άτοπη. Ἀπό τό 1967 ήδη τό γαλλικό Συμβούλιο τῆς 'Επικρατείας, πού παραμένει ὁ κύριος εφαρμοστής τῆς θεωρίας αυτής, έφθασε στό σημείο νά δεχθεί ὅτι ἡ έννοια τῶν μέτρων ισοδυνάμου ἀποτελέσματος πρός ποσοτικούς περιορισμούς ἐπί τῶν εισαγωγών, κατά την έννοια τοῦ ἄρθρου 30 της συνθήκης ΕΟΚ — μία ἀπό τίς πιό συζητημένες έννοιες τῆς συνθήκης αυτής, ὅπως δείχνει ἡ νομολογία τοῦ παρόντος Δικαστηρίου — δέν έχει καμμία ἀνάγκη ερμηνείας (ἀπόφαση τῆς 27. 1. 1967, Syndicat national des importateurs français en produits laitiers, Recueil Lebon, 1967, σ. 41). 'Αργότερα, τό ίδιο Συμβούλιο ερμήνευσε χωρίς δισταγμούς τά άρθρα 7 καί 37 της συνθήκης ΕΟΚ (ἀπόφαση τῆς 27. 7. 1979, Syndicat national des fabricants de spiritueux consommés à l'eau, Recueil Lebon, 1979, σ. 335), τό άρθρο 113 τῆς ίδιας συνθήκης καί τήν ἀπόφαση 72/455 τοῦ Συμβουλίου (ἀπόφαση τῆς 12. 10. 1979, Syndicat des importateurs de vêtements et produits artisanaux, Recueil Lebon, 1979, σ. 373), τους κανονισμούς 950/68 τοῦ Συμβουλίου, 3321/75 καί 1541/76 τῆς Επιτροπής (ἀπόφαση τῆς 2. 10. 1981, Groupement d'intérêt économique Vipal, Recueil DallozSirey, 1982, Jurisprudence, σ. 209), τό άρθρο 34 καί 37 τῆς συνθήκης Euratom (ἀπόφαση τῆς 23. 12. 1981, Commune de Thionville, Recueil, 1981, σ. 484). "Αξια ιδιαίτερης μνείας, ἐξ άλλου, είναι ἡ ἀπόφαση τῆς 22ας Δεκεμβρίου 1978, ἀναφερομένη στην υπόθεση Cohn-Bendit (Recueil Lebon, 1978, σ. 524), δεδομένου ὅτι σ' αὐτή τό γαλλικό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, ερμηνεύοντας τό άρθρο 189 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, δέν εδέχθη οιαδήποτε δυνατότητα παράγωγης ἀμεσων ἀποτελεσμάτων ἀπό τίς ὁδηγίες (στην περίπτωση εκείνη, επρόκειτο για τήν δυνατότητα ενός ἰδιώτου νά επικαλεσθεί μία ὁδηγία περί της κυκλοφορίας τῶν προσώπων), κατά σαφῆ αντίθεση πρός τήν πολύ γνωστή νομολογία τοῦ Δικαστηρίου.

Όλα αυτά δείχνουν, κατά τήν γνώμη μου, ὅτι ἡ θεωρία τῆς σαφοῦς πράξεως έχει εκτεταμένες συνέπειες: καταλήγει κατ' ουσία νά καθιστᾶ χωρίς έννοια τήν τρίτη παράγραφο τοῦ ἄρθρου 177. Κατά συνέπεια δέν εἶναι ἡ ἀστήρικτη καί διφορούμενη αύτη θεωρία εκείνη ἡ ὁποία δύναται νά ληφθεί ὡς ἀφετηρία πρός τήν ὀρθή ἀπάντηση στό ερώτημα πού υπεβλήθη ἀπό τό Ιταλικό Corte di Cassazione.

5. 

Ό εκπρόσωπος τῆς ιταλικῆς κυβερνήσεως, ἡ ὁποία υπέβαλε τίς παρατηρήσεις της ἐπί τῆς παρούσης υποθέσεως, υπεστήριξε ὅτι τό σύστημα τῆς παραπομπής ζητημάτων συνταγματικότητος στό Corte costituzionale [Συνταγματικό Δικαστήριο] ἀπό τά διάφορα δικαστήρια, στην ιταλική ἔννομη τάξη, δύναται νά προσφέρει χρήσιμα στοιχεία γιά τήν ερμηνεία τοῦ άρθρου 177. 'Υπενθυμίζω ὅτι, δυνάμει τοῦ άρθρου 23, δεύτερη παράγραφος, τοῦ νόμου 87 τῆς 11ης Μαρτίου 1953, τά ιταλικά δικαστήρια υποχρεούνται νά υποβάλλουν στό Συνταγματικό Δικαστήριο ὅλα τά ζητήματα συνταγματικότητος πού δέν εἶναι «προφανώς ἀβάσιμα». Τά δικαστήρια αυτά ἀσκοῦν συνεπῶς ἕνα προκριματικό έλεγχο τῆς βασιμότητος τοῦ ζητήματος ἀρκεῖ ὅμως μία απλή ἀμφιβολία ὅτι τό ζήτημα δέν εἶναι προφανώς ἀβάσιμο γιά νά γεννηθεί ἡ υποχρέωση παραπομπῆς. Μήπως ἡ στάση τῶν εθνικών δικαστηρίων, ὅταν μία διαφορά εμφανίζει μία άποψη κοινοτικοῦ δικαίου, δύναται νά διέπεται ἀπό ἀνάλογα κριτήρια;

Κατά τήν γνώμη μου, ἡ ἀπάντηση πρέπει νά εἶναι ἀρνητική, για διαφόρους λόγους. 'Αναμφιβόλως, ὁ έλεγχος τῆς συνταγματικότητος τῶν νόμων εἶναι κάτι πολύ διαφορετικό ἀπό τόν μηχανισμό μέ τόν όποιο επιδιώκεται νά εξασφαλισθεί ἡ ὁμοιόμορφη ερμηνεία τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου. Γιά τήν πραγμάτωση τοῦ πρώτου στόχου, ὅλα τά δικαστήρια ἐπιτελοῦν μία διηθητική λειτουργία ὡς πρός τό βάσιμο τοῦ ζητήματος, βάσει τοῦ συστήματος πού ισχύει στην 'Ιταλία ἐνῶ, ὡς πρός τόν δεύτερο στόχο, οἱ συνθῆκες ὁρίζουν ὅτι ὁρισμένα δικαστήρια έχουν ἀπόλυτη ελευθερία νά υποβάλλουν ἡ μή στό Δικαστήριο ερωτήματα ερμηνείας, άλλα δέ ὀφείλουν νά υποβάλλουν τά ερωτήματα αυτά. Γιά τά δικαστήρια κατωτέρου ἀπό τόν τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας, ἡ ἀναγνώριση μιᾶς λειτουργίας διηθήσεως θά ήταν ἑπομένως περιττή, ἐνῶ για τά δικαστήρια τελευταίου βαθμού θά ἀποτελούσε ένα μετριασμό τῆς υποχρεώσεως πού επιβάλλει τό άρθρο 177, τελευταία παράγραφος. Θά παρέμενε τό ζήτημα ἐπί ποιᾶς βάσεως, δεδομένου ὅτι τό κείμενο τοῦ κανόνος εἶναι σαφές καί ὅτι μία ἀρχή πού ἰσχύει στό δίκαιο ἑνός κράτους μέλους δέν δύναται ἀσφαλῶς νά μεταφερθεί στό κοινοτικό δίκαιο (ἀκόμη καί ἄν γίνει δεκτό ὅτι τό περιεχόμενο τῆς ἀρχής δύναται νά προσαρμοσθεί πρός τήν πραγματικότητα αυτής τῆς διαφορετικής έννομου τάξεως). 'Η ἀλήθεια εἶναι ὅτι ή εξουσία — καθήκον τοῦ δικαστού νά ἀποφαίνεται ἐπί τοῦ βασίμου τοῦ ζητήματος (ή μάλλον ἐπί τοῦ μή προφανῶς ἀβασίμου τοῦ ζητήματος) υφίσταται στην ιταλική έννομη τάξη βάσει ειδικού κανόνος, ἐνῶ τίποτα τό ἀντίστοιχο πρός τήν διάταξη αυτή δέν ἔχει περιληφθεί στην συνθήκη τῆς Ρώμης. Αυτή δέ ἡ παράλειψη έχει κατά τήν γνώμη μου σημασία γιά τήν ἀπόκρουση οιασδήποτε ἀναλόγου εξουσίας — καθήκοντος στό πλαίσιο τοῦ ἄρθρου 177 —, δεδομένου ὅτι ὁ ιταλικός μηχανισμός παραπομπής στό Συνταγματικό Δικαστήριο δέν ήταν ἀσφαλώς άγνωστος κατά τόν χρόνο κατά τόν όποιο συνετάγη τό κείμενο τοῦ άρθρου 177.

6. 

Υπέρ τῆς ἀπόψεως πού περιορίζει τήν έκταση τῆς υποχρεώσεως τῶν δικαστηρίων τελευταίου βαθμοῦ δικαιοδοσίας νά παραπέμπουν στό Δικαστήριο τά ζητήματα ἑρμηνείας τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου προβάλλονται καί ὁρισμένα ἐπιχειρήματα πού θά ἠδυνάμεθα νά τά χαρακτηρίσουμε ὡς επιχειρήματα «σκοπιμότητος». Παρατηρείται ὅτι μία τέτοια ἑρμηνεία τοῦ ἄρθρου 177 επιτρέπει νά ἀποφευχθεί ἀφ᾽ ενός μέν ή επιβάρυνση τοῦ Δικαστηρίου μέ υπερβολικό φόρτο προδικαστικών διαδικασιών, πού θά ἠδύνατο νά θέσει σέ κίνδυνο τήν καλή του λειτουργία, ἀφ᾽ έτερου δέ ἡ καθυστέρηση ἡ ἡ αύξηση τῶν εξόδων τῶν εθνικών δικών λόγω προδικαστικών ερωτημάτων πού στερούνται οὐσίας. Παρατηρείται επίσης ὅτι ἡ ἐν λόγω άποψη, ἀναγνωρίζοντας στά εθνικά δικαστήρια κάποιο περιθώριο διακριτικής εκτιμήσεως, εἶναι ἡ πιό ενδεδειγμένη γιά τήν διασφάλιση τοῦ ρόλου πού ἁρμόζει στά δικαστήρια αυτά.

Στην πραγματικότητα, επιχειρηματολογία αυτού τοῦ είδους δέν είναι, κατά τήν γνώμη μου, ἀποφασιστική. Θά ἀρκούσε ἴσως νά τῆς ἀντιταχθεί ὅτι ἡ έννοια τοῦ κανόνος δέν εξαρτάται ἀπό λόγους σκοπιμότητος. 'Αλλά πρέπει ἐπίσης νά ληφθούν ὑπ᾽ ὄψη καί οἱ λόγοι πού συνηγορούν υπέρ της αντιθέτου πρός τήν περιγραφείσα ἀπόψεως. Πράγματι, ἡ ἀπαίτηση νά παραπέμπονται πάντοτε τά προδικαστικά ζητήματα ἀπό τά δικαστήρια τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας στό Δικαστήριο επιβεβαιώνεται ἀπό τά ιδιαίτερα τεχνικά καί συστηματικά χαρακτηριστικά τοῦ κοινοτικού δικαίου, τά όποια ήδη ἀνέφερα (κείμενα σέ περισσότερες γλώσσες πρωτότυπος χαρακτήρας περιεχομένου καί ὁρολογίας πού παρουσιάζει τό δίκαιο αυτό). 'Ενδείκνυται δέ νά προστεθεί ὅτι μεταξύ τῶν μεθόδων ερμηνείας πού έχει υιοθετήσει τό Δικαστήριο καί εκείνων ἀπό τίς όποιες εμπνέονται τά εθνικά δικαστήρια υφίστανται ἀναπόφευκτες διαφορές, συνδεόμενες πρός τήν διαφορά τοῦ νομικού πλαισίου εντός τοῦ ὁποίου λειτουργοῦν ἀντιστοίχως ἡ πρώτη καί οἱ δεύτερες.

7. 

Στίς λιγοστές περιπτώσεις κατά τίς όποιες ἀπεφάνθη ἐπί τοῦ ἄρθρου 177, τελευταία παράγραφος, τό Δικαστήριο επιβεβαίωσε τόν υποχρεωτικό χαρακτήρα τῆς διατάξεως αυτής, χωρίς νά κάνει οιαδήποτε μνεία τῆς πιθανότητος υπάρξεως ἑνός περιθωρίου διακριτικής εκτιμήσεως πού ἀφήνεται στά ἀνώτατα δικαστήρια. 'Αναφέρομαι στίς ἀποφάσεις τῆς 27ης Μαρτίου 1963, Da Costa, προαναφερθείσα τῆς 18ης Φεβρουαρίου 1964 στίς συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 73 καί 74/63, Internationale Crediet (Racc. 1964, σ. 1) τῆς 15ης 'Ιουλίου 1964 στην υπόθεση 6/64, Costa-Enel (Racc. 1964, σ. 1127) τῆς 4ης Φεβρουαρίου 1965 στην υπόθεση 20/64, Albatros (Racc. 1965/3, σ. 1) τῆς 24ης Μαΐου 1977 στην υπόθεση 107/76, Hoffmann-La Roche (Racc. 1977, σ. 957). "Ας σημειωθεί ὅτι, ἐνῶ στην ἀπόφαση Costa-Enel τό Δικαστήριο περιο-ρίσθη σέ μία παράφραση τῆς ἐν λόγω διατάξεως καί στην ἀπόφαση Albatros έκανε μόνο μνεία τῆς «προαιρετικής ἤ μη» χρήσεως, «ἀνάλογα μέ την περίπτωση», τῆς διαδικασίας τοῦ ἄρθρου 177, στην ἀπόφαση Da Costa (πού ἐπεβεβαιώθη κατά τό ουσιῶδες περιεχόμενό τῆς ἀπό τήν ἀπόφαση Internationale Crediet) ἐξετάσθησαν, ἀπεναντίας, δύο σημεία: ἡ διαφορά «μεταξύ τῆς υποχρεώσεως πού επιβάλλει τό άρθρο 177, τρίτη παράγραφος στά εθνικά δικαστήρια τελευταίου βαθμοῦ δικαιοδοσίας καί τῆς εὐχερειας πού ἀπονέμει τό ίδιο άρθρο σέ ὅλα τά εθνικά δικαστήρια νά παραπέμπουν στό Δικαστήριο τῶν Κοινοτήτων ζητήματα ερμηνείας τῆς συνθήκης» καί ἡ διαπίστωση ὅτι τό άρθρο 177, τελευταία παράγραφος, «επιβάλλει χωρίς κανένα περιορισμό, στά ἐθνικά δικαστήρια... οἱ ἀποφάσεις τῶν ὁποίων δέν ὑπόκεινται σέ ένδικα μέσα τῆς εσωτερικής έννομου τάξεως, τήν υποχρέωση νά παραπέμπουν στό Δικαστήριο κάθε ζήτημα ἑρμηνείας πού ανακύπτει ενώπιόν τους». Ἡ υποχρέωση αὐτή, σύμφωνα μέ τήν ἀπόφαση Da Costa, χάνει τήν έννοια καί τό περιεχόμενό τῆς ἄν τό ἀνάκυψαν ζήτημα εμφανίζεται «κατ᾽ ουσία ταυτόσημο πρός ένα ζήτημα πού ἀνέκυψε σέ παρόμοια ὑπόθεση καί ἐπί τοῦ ὁποίου έχει ήδη εκδοθεί προδικαστική ἀπόφαση». Κατά τόν τρόπο αυτό τό Δικαστήριο ἀνεγνώρισε μία καί μόνη εξαίρεση ἀπό τήν υποχρέωση πού προβλέπει ἡ ἐν λόγω διάταξη: τήν δυνατότητα νά γίνει επίκληση προηγουμένης προδικαστικής ἀποφάσεως τοῦ Δικαστηρίου, σχετικής πρός τό ίδιο ζήτημα.

Περαιτέρω, σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, κατά τήν γνώμη μου, ἡ προαναφερθείσα ἀπόφαση τῆς 24ης Μαΐου 1977 στην υπόθεση Hoffmann-La Roche, γιά τόν λόγο ὅτι διεκήρυξε, στην σκέψη 5, τόσο τόν σκοπό τοῦ ἄρθρου 177 («ή εξασφάλιση τῆς ὁμοιόμορφης ερμηνείας καί εφαρμογής τοῦ κοινοτικοί) δικαίου σέ ὅλα τά κράτη μέλη»), ὅσο καί τόν ειδικό σκοπό τῆς τρίτης παραγράφου (ἀποφυγή τῆς ἐπικρατή-σεως εντός οἱουδήποτε κράτους μέλους μιᾶς εθνικής νομολογίας πού δέν θά συμφωνεί μέ τους κανόνες τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου). Στην πραγματικότητα, αυτά είναι τά δύο σημεῖα πού πρέπει νά ληφθούν ὡς ἀφετηρία γιά νά δοθεί ἀπάντηση στό ερώτημα πού υπεβλήθη ἀπό τό ιταλικό Corte di cassazione.

"Ας μοῦ επιτραπεί, τέλος, νά επαναλάβω τήν άποψη πού εἶχα τήν ευκαιρία νά διατυπώσω στίς προτάσεις μου στην προαναφερθείσα υπόθεση 107/76, Hoffmann-La Roche (Racc. 1977, σ. 973): «κατά τήν ἑρμηνεία ενός κανόνος δικονομικής κυρίως φύσεως, ὅπως ὁ κανόνας τοῦ ἄρθρου 177, τρίτη παράγραφος, πρέπει νά καταβάλλεται προσπάθεια γιά τόν προσδιορισμό τοῦ πεδίου εφαρμογής τῆς μέ βάση ἀντικειμενικά καί ἀκριβή κριτήρια, κατά τρόπο ώστε νά μή ἀφήνεται περιθώριο διακριτικής εκτιμήσεως στά δικαστήρια πού πρέπει νά τόν εφαρμόσουν». Είναι προφανές ὅτι ἄν ἐγίνετο δεκτό ὅτι ἡ υποχρέωση παραπομπής υφίσταται μόνο ὅταν ὑπάρχει εύλογη ερμηνευτική ἀμφιβολία, θά εἰσή-γετο ένα στοιχείο ὑποκειμενικό καί ἀβέβαιο: τούτο θά υπήρχε κίνδυνος νά εμποδίσει τήν διαδικασία τοῦ ἄρθρου 177 νά επιτύχει τόν σκοπό της, πού συνίσταται (ὅπως υπενθύμιζα στίς προαναφερθείσες προτάσεις μου) στην «διασφάλιση τῆς βεβαιότητος καί τῆς ὁμοιομορφίας τῆς εφαρμογής τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου».

8. 

Ἐν σχέσει πρός τόν σκοπό αὐτό, ἡ δεύτερη καί ἡ τρίτη παράγραφος τοῦ άρθρου 177 ἐπιτελούν προφανώς διαφορετικές λειτουργίες. Ή δεύτερη παράγραφος εξασφαλίζει στά ἐθνικά δικαστήρια πού δέν είναι τελευταίου βαθμοῦ την συνεργασία τοῦ Δικαστηρίου, ὅταν αυτά κρίνουν αναγκαίο νά εμπιστευθοῦν στό ἴδιο τό Δικαστήριο τήν ἑρμηνεία ἑνός ζητήματος κοινοτικοῦ δικαίου. Κατά συνέπεια, ἡ ὁμοιομορφία καί ἡ βεβαιότης τῆς ἑρμηνείας δέν επιτυγχάνεται παρά μόνο ἐν μέρει: κατά τό μέτρο, δηλαδή, κατά τό όποιο τά εθνικά δικαστήρια ἀποφασίζουν νά κάνουν χρήση τῆς δυνατότητος παραπομπής τῶν προδικαστικών ἐρωτημάτων. Ή τρίτη ὅμως παράγραφος καθιστά υποχρεωτική τήν παραπομπή αύτη, εἶναι δέ προφανής ὁ σκοπός τοῦ νά εἶναι ἡ παραπομπή γενική καί σταθερά: μόνο μέ τόν τρόπο αυτό δύνανται νά επιτευχθούν μέ πληρότητα ἡ ὁμοιομορφία καί ἡ βεβαιότης τῆς ερμηνείας, σέ κοινοτικό ἐπίπεδο. 'Αφ' ἑτερου, ἡ αιτιολογία της διαφορᾶς μεταξύ τῶν δύο παραγράφων εἶναι γνωστή: τά δικαστήρια τελευταίου βαθμοῦ δικαιοδοσίας εκδίδουν ὁριστικές ἀποφάσεις, μή δυνάμενες νά τροποποιηθοῦν καί ικανές νά επηρεάσουν τίς τάσεις των κατωτέρων δικαστηρίων τῆς ίδιας χώρας. Μέ άλλα λόγια, ὁ «σκληρός πυρήνας» τῆς εθνικής νομολογίας σχηματίζεται ἀπό τίς ἀποφάσεις πού εκδίδονται σέ τελευταίο βαθμό. Καί ἡ βούληση τῶν συντακτῶν τῆς συνθήκης ήταν σαφώς ἡ ἀποτροπή κάθε κινδύνου εμφανίσεως διαφορών ἀπόψεων στό επίπεδο αυτό, μέ τήν ἀνάθεση κατ' ουσία στό Δικαστήριο τοῦ έργου τῆς «δημιουργίας νομολογίας» ἐπί τῶν ερωτημάτων ερμηνείας τῶν κοινοτικών κανόνων, κατά τρόπο ώστε νά ἀποφευχθούν οἱ διαφορές ἀπόψεων, οἱ ἀντιγνω-μίες καί οἱ συνακόλουθες ἀβεβαιότητες.

"Αν αυτή εἶναι ἡ λογική τοῦ ἄρθρου 177, μοῦ φαίνεται ἀναμφισβήτητο ὅτι ἡ τρίτη παράγραφός του πρέπει νά ληφθεί κατά τήν έννοια πού εἶναι ἡ πιό ενδεδειγμένη γιά τήν εξασφάλιση τῆς ὁμοιομόρφου ερμηνείας τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου. Τούτο έχει τέσσερεις συνέπειες:

α)

ἡ ύπαρξη ἑνός ζητήματος ερμηνείας πρέπει νά ἀναγνωρίζεται κάθε φορά πού τό ἀντικείμενο τῆς διαφορᾶς έχει μία άποψη, ένα σημείο διεπόμενο ἀπό τους κοινοτικούς κανόνες (ἀνεξάρτητα ἀπό τήν σοβαρότητα τῶν ἀμφιβολιών πού δύνανται νά ἀναφυοῦν ἀπό αὐτό) καί ἐπί τοῦ ὁποίου τό δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει νά ἀποφανθεί προκειμένου νά ἐκδώσει τήν ἀπόφαση του

β)

εἶναι ἀδιάφορο ἄν τό ζήτημα ετέθη ἀπό τους διαδίκους ἡ ἐνετοπίσθη ἀπό τό δικαστήριο, ὅπως εἶναι ἐπίσης ἀδιάφορη ή στάση τῶν διαδίκων (ἄν δηλαδή συμφωνούν ἤ διαφωνούν ὡς πρός τό ἐν λόγω ζήτημα)

γ)

πρέπει νά ἀπορριφθεί ἡ ἄποψη ὅτι τό δικαστήριο τελευταίου βαθμοῦ δικαιοδοσίας έχει τήν διακριτική εξουσία νά κρίνει τό βάσιμο ἤ μή τοῦ ζητήματος πού έθεσαν οἱ διάδικοι ἡ νά ἀποφασίζει ὡς πρός τό ἄν τό ζήτημα κοινοτικοῦ δικαίου πού έχει σημασία γιά τήν ἀπόφαση του πρέπει νά ἐπιλυθεί ἀπό τό ίδιο ἤ ἀπό τό Δικαστήριο

δ)

ἡ ὑποχρέωση παραπομπῆς τοῦ προδικαστικού ζητήματος στό Δικαστήριο δέν ὑφίσταται μόνο ὅταν ήδη ὑπάρχει προδικαστική ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου ἐπί τοῦ ιδίου ζητήματος ἐννοείται, ὅμως, ὅτι τίποτα δέν ἐμποδίζει τό δικαστήριο νά ἀπευθυνθεί έκ νέου στό Δικαστήριο προκειμένου νά επιτύχει μία διαφορετική ερμηνεία τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου ἡ διευκρινίσεις καί επεξηγήσεις τῆς ήδη δοθείσης ερμηνείας.

"Ενα ἀπό τά ἀντεπιχειρήματα πού διετυπώθησαν κατά τῆς ἀπόψεως τήν ὁποία δέχομαι, συνίσταται στην αντίρρηση ὅτι κατά τόν τρόπο αυτό ἡ προδικαστική διαδικασία λαμβάνεται ὡς ένας αυτόματος μηχανισμός τοῦτο δέ ἀκριβώς ὅταν ἀπόκειται στά ἀνώτατα δικαστήρια — ὡς ἐπί τό πλείστον στό εθνικό νομικό σύστημα — νά θέσουν σέ κίνηση αύτη την διαδικασία. 'Αλλά δέν πρέπει νά λησμονείται ὅτι ἀνήκει ούτως ἡ άλλως στον εθνικό δικαστή, εἴτε αὐτός εἶναι πρώτου εἴτε τελευταίου βαθμοῦ δικαιοδοσίας, ἡ ευθύνη νά εκτιμήσει τό ουσιῶδες τοῦ ζητήματος, δηλαδή νά διαγνώσει ἄν ἡ ερμηνεία μιᾶς κοινοτικής διατάξεως εἶναι πράγματι ἀναγκαία γιά τήν έκδοση τῆς δικής του ἀποφάσεως. Αυτός ὁ τύπος ἐλεγχου χαρακτηρίζεται ἀπό ένα ευρύ περιθώριο διακριτικής εκτιμήσεως καί τό Δικαστήριο πάντα ἀνεγνώρισε ὅτι ἀνήκει στην ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα τοῦ ἐθνικοῦ δικαστοῦ. Υπενθυμίζω σχετικώς τίς ἀποφάσεις τῆς 14ης Φεβρουαρίου 1980 στην ὑπόθεση 53/79, ONPTS κατά Damiani (Racc. 1980, σ. 273), τῆς 29ης Νοεμβρίου 1978 στην υπόθεση 83/78, Pigs Marketing Board κατά Redmond (Racc. 1978, σ. 2347), τῆς 30ής Νοεμβρίου 1977 στην υπόθεση 52/77, Cayrol κατά Rivoira (Racc. 1977, σ. 2261).

Θά ήθελα, τέλος, νά σημειώσω ὅτι ἕνα σπουδαίο εθνικό δικαστήριο τελευταίου βαθμοῦ δικαιοδοσίας εκίνησε τήν διαδικασία τοῦ ἄρθρου 177 σέ μία περίπτωση κατά τήν ὁποία δέν ἀνεφύοντο ἀμφιβολίες ὡς πρός τήν έννοια τοῦ εφαρμοστέου κανόνος κοινοτικοῦ δικαίου (τοῦ άρθρου 119 τῆς συνθήκης ΕΟΚ), ἀφ' ετέρου ὅμως δέν ὑφίστατο ακόμη ένας παγιωμένος νομολογιακός προσανατολισμός τοῦ Δικαστηρίου ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ. 'Αναφέρομαι στίς ἀποφάσεις τοῦ House of Lords στην υπόθεση Garland κατά British Rail Engineering Ltd. πιό συγκεκριμένα στην Διάταξη περί παραπομπής τῆς 19ης 'Ιανουαρίου 1981 καί στην ἀπόφαση πού εξεδόθη ἀπό τόν Lord Diplock στίς 22 'Απριλίου 1982 (Common Market Law Reports, 1982, σ. 179).

9. 

Ή 'Επιτροπή, ἡ ὁποία, ὅπως συνήθως, ὑπέβαλε τίς παρατηρήσεις τῆς κατά τήν παροῦσα διαδικασία, ἐτάχθη υπέρ τῆς ἀπόψεως κατά τήν ὁποία ἡ ὑποχρέωση προδικαστικής παραπομπής στό Δικαστήριο, τήν ὁποία υπέχουν τά δικαστήρια τελευταίου βαθμοῦ δικαιοδοσίας, γεννάται μόνο ὅταν υφίσταται ερμηνευτική ἀμφιβολία ἐν συνεχεία, ὅμως ἡ 'Επιτροπή επεχείρησε νά προσδιορίσει μία σειρά ἀντικειμενικών περιστάσεων, κατά τίς όποιες θά ήταν ἀναντίρρητη ἡ ύπαρξη ἀμφιβολίας, ἡ δέ παραπομπή θά έπρεπε νά θεωρείται υποχρεωτική. "Αν καί πρόθεση αυτής τῆς γραμμής σκέψεως εἶναι νά περιορισθεί μέσα σέ πολύ στενά ὅρια τό περιθώριο εκτιμήσεως τοῦ ἐθνικοῦ δικαστοῦ καί συνεπώς νά εξασφαλισθεί, στην μεγαλύτερη δυνατή πλειονότητα τῶν περιπτώσεων, ή παρέμβαση τοῦ Δικαστηρίου, ἡ άποψη αυτή δέν δύναται νά γίνει δεκτή. Σημειώνω ὅτι αὐτή μόνο φαινομενικά εξαρτά τήν υποχρέωση ἀπό ἀντικειμενικούς παράγοντες (πχ., ἀπό τήν ύπαρξη ἀντιθέτων ἀπόψεων μεταξύ τῶν πρωτοβαθμίων καί τῶν δευτεροβαθμίων δικαστηρίων τῆς ουσίας ὡς πρός τήν ἑρμηνεία ενός κοινοτικοῦ κανόνος), άλλά, παρά ταῦτα, ἀναγνωρίζει στόν εθνικό δικαστή ένα περιθώριο εκτιμήσεως ὡς πρός τό βάσιμο ἡ μή τοῦ ζητήματος κοινοτικοῦ δικαίου ἐπί τοῦ ὁποίου πρέπει νά λάβει θέση. 'Αλλά, κατά τήν γνώμη μου, ἡ ἀναγνώριση αυτής τῆς διακριτικής εκτιμήσεως ἀντιστρατεύεται τήν λειτουργία τοῦ ἄρθρου 177 τό ἀντικειμενικό καί γενικό συμφέρον ὁμοιόμορφης ερμηνείας τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου, μέσω τοῦ Δικαστηρίου, δέν δύναται νά εξαρτηθεί ἀπό τό ἄν συμπίπτουν ἡ ὄχι οἱ λύσεις πού εδόθησαν ἀπό τά εθνικά δικαστήρια κατά τίς προηγούμενες φάσεις μιᾶς κυρίας δίκης ούτε ἀπό τήν συμφωνία ἡ τήν διαφωνία τῶν διαδίκων. Τό άρθρο 177 τοποθετείται ὑπό τήν προοπτική μιᾶς ερμηνείας τοῦ κοινοτικοῦ κανόνος Ικανής νά λειτουργεί σ' ὁλόκληρη τήν Κοινότητα — καί κατά συνέπεια ὀρθώς ἡ προαναφερθείσα απόφαση Da Costa ἀνεγνώρισε μετά τό 1963 τήν ἀξία τῶν νομολογιακῶν προηγουμένων πού έχει επεξεργασθεί τό ίδιο τό Δικαστήριο — ἀλλά ἀκριβώς γιά τόν λόγο αυτό τά ιδιαίτερα περιστατικά μιας συγκεκριμένης διαδικασίας ενώπιον τοῦ εθνικού δικαστοῦ δέν δύνανται νά επηρεάσουν την ἔκταση τῆς υποχρεώσεως πού προβλέπεται ἀπό την τρίτη παράγραφο τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ. Πλην αὐτοῦ, ἡ θέση τῆς Ἐπιτροπῆς μοῦ φαίνεται ὡς τό ἀποτέλεσμα μιᾶς πορείας ἀντιστρόφου πρός την ὀρθή: τίποτα δέν δικαιολογεί, ούτε στό κείμενο οὔτε στην ἀποστολή τοῦ ἄρθρου 177, νά ληφθεί ὡς σημείο εκκινήσεως μία συσταλτική ερμηνεία τῆς υποχρεώσεως πού προβλέπεται στην προαναφερθείσα τρίτη παράγραφο τουναντίον μία αυστηρή ερμηνεία δέν ἀποκλείει τόν μετριασμό τῆς υποχρεώσεως αυτής, τόν όποιο ήδη επεσήμανε ἡ υπόθεση Da Costa.

10. 

Ἐν συμπεράσματι, εἶμαι τῆς γνώμης ὅτι τό Δικαστήριο πρέπει νά ἀπαντήσει κατά τόν ἀκόλουθο τρόπο στό ερώτημα πού τοῦ υπέβαλε τό ιταλικό Corte di cassazione, μέ διάταξη τῆς 27ης Μαΐου 1981, εκδοθείσα στό πλαίσιο της υποθέσεως Srl CILFIT καί λοιποί καί Lanificio Garardo κατά ὑπουργείου υγιεινής:

Τό ἄρθρο 177, τρίτη παράγραφος τῆς συνθήκης ΕΟΚ πρέπει νά ερμηνευθεί ὑπό τήν ἔννοια ὅτι τά δικαστήρια τῶν κρατών μελῶν, οἱ ἀποφάσεις τῶν ὁποίων δέν υπόκεινται σέ ἔνδικα μέσα τοῦ ἐσωτερικοῦ δικαίου, ὀφείλουν νά ἀπευθύνονται πρός τό Δικαστήριο, ζητώντας του νά ἀποφανθεί ὡς πρός τήν ερμηνεία τοῦ πρωτογενοῦς ἡ τοῦ δευτερογενοῦς κοινοτικοῦ δικαίου, σέ κάθε περίπτωση κατά τήν ὁποία, προκειμένου νά εκδώσουν τήν δική του ἀπόφαση, πρέπει νά λάβουν θέση ἐπί ενός ζητήματος κοινοτικοῦ δικαίου, τό όποιο ετέθη ἀπό τους διαδίκους ή ἀνέκυψε αυτεπαγγέλτως.

'Ακόμη καί ὅταν ὁ εθνικός δικαστής κρίνει ὅτι τό ζήτημα κοινοτικοῦ δικαίου ἐπί τοῦ ὁποίου πρέπει νά λάβει θέση δέν παρουσιάζει ἀσάφεια ἡ διφορούμενο χαρακτήρα καί ὡς ἐκ τούτου δέν έχει ἀμφιβολίες ὡς πρός τήν ερμηνεία του, υφίσταται ἡ ὑποχρέωση νά ζητηθεί ἡ ἔκδοση προδικαστικής αποφάσεως ἀπό τό Δικαστήριο, έκτός ἄν τό ίδιο ζήτημα απετέλεσε ήδη τό αντικείμενο ερμηνευτικής ἀποφάσεως τοῦ Δικαστηρίου.


( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά ιταλικά.