61980J0244

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 16ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1981. - PASQUALE FOGLIA ΚΑΤΑ MARIELLA NOVELLO. - (ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΗΣ PRETURA ΤΗΣ BRA - ΙΤΑΛΙΑ). - ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΩΝ ΟΙΝΩΝ ΤΥΠΟΥ VINS DE LIQUEUR. - ΥΠΟΘΕΣΗ 244/80.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1981 σελίδα 03045
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00243
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00251
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00819


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότης τού εθνικού δικαστού — Εκτίμηση τής αναγκαιότητος τών ερωτημάτων — Αποκλειστική εφαρμογή τού κοινοτικού δικαίου

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 177 )

2 . Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότης τού Δικαστηρίου — Όρια — Ερωτήματα πού υποβάλλονται στό πλαίσιο διαδικασιών πού ειναι προκατασκευασμένες από τούς διαδίκους — Έρευνα από τό Δικαστήριο τής δικής του αρμοδιότητος

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 177 )

3 . Κράτη μέλη — Εφαρμογή τού κοινοτικού δικαίου από ενα εθνικό δικαιοδοτικό όργανο — Διαφορά περί τού άν η νομοθεσία ενός άλλου Κράτους μέλους συμβιβάζεται μέ τό κοινοτικό δίκαιο — Δυνατότης προσεπικλήσεως τού εν λόγω Κράτους μέλους — Κρίση βάσει τού δικαίου τού κράτους στό οποίο ανήκει ο δικάζων δικαστής καί τού διεθνούς δικαίου

4 . Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότης τού Δικαστηρίου — Ερώτημα πού έχει σκοπό νά παράσχει στόν εθνικό δικαστή τήν δυνατότητα νά εκτιμήσει άν η νομοθεσία ενός άλλου Κράτους μέλους συμβιβάζεται μέ τό κοινοτικό δίκαιο — Ιδιότης τών διαδίκων στήν εθνική δίκη — Ειδική μέριμνα τού Δικαστηρίου

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 177 )

5 . Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότης τού Δικαστηρίου — Προϋποθέσεις ασκήσεως — Φύση καί σκοπός τών διαφορών αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας πού αναφύονται ενώπιον τών εθνικών δικαστηρίων — Έλλειψη σημασίας

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 177 )

Περίληψη


1 . Σύμφωνα μέ τήν οικονομία τού άρθρου 188 τής συνθήκης ΕΟΚ , στόν εθνικό δικαστή εναπόκειται λόγω τού οτι έχει επιληφθεί τής ουσίας τής διαφοράς καί οφείλει νά αναλάβει τήν ευθύνη τής υπό έκδοση αποφάσεως — νά εκτιμήσει σέ σχέση μέ τά πραγματικά περιστατικά τής υποθέσεως άν , προκειμένου νά αποφανθεί , χρειάζεται η επίλυση ενός προδικαστικού ερωτήματος . Κατά τήν άσκηση αυτής τής εξουσίας εκτιμήσεως , ο εθνικός δικαστής , σέ συνεργασία μέ τό Δικαστήριο , εκπληρώνει ενα καθήκον πού τού έχει ανατεθεί γιά τήν διασφάλιση τής τηρήσεως τού δικαίου κατά τήν εφαρμογή καί τήν ερμηνεία τής συνθήκης . Επομένως , τά προβλήματα πού δημιουργεί η άσκηση τής εξουσίας του εκτιμήσεως καί οι σχέσεις πού διατηρεί μέ τό Δικαστήριο , στό πλαίσιο τού άρθρου 177 , υπάγονται αποκλειστικά στούς κανόνες τού κοινοτικού δικαίου .

2 . Τό άρθρο 177 δέν αναθέτει στό Δικαστήριο τήν αποστολή νά διατυπώνει συμβουλευτικές γνώμες επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων αλλά νά συμβάλει στήν απονομή τής δικαιοσύνης εντός τών Κρατών μελών . Δέν ειναι επομένως αρμόδιο νά απαντά σέ ερωτήματα περί ερμηνείας πού τού υποβάλλονται στό πλαίσιο διαδικασίας πού ειναι προκατασκευασμένη από τούς διαδίκους μέ σκοπό νά αγάγουν τό Δικαστήριο στό νά λάβει θέση επί ωρισμένων προβλημάτων κοινοτικού δικαίου , τά οποία δέν ανταποκρίνονται σέ αντικειμενική ανάγκη πού συνδέεται μέ τήν επίλυση διαφοράς . Άν σέ μιά τέτοια περίπτωση τό Δικαστήριο κρίνει εαυτό αναρμόδιο , αυτό σέ καμμία περίπτωση δέν πρόκειται νά θίξει τά προνόμια τού εθνικού δικαστού , ενώ αντιθέτως επιτρέπει νά αποφευχθεί η χρησιμοποίηση τής διαδικασίας τού άρθρου 177 γιά σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους πού έχει η συνθήκη . Επί πλέον , άν καί τό Δικαστήριο οφείλει νά επαφίεται κατά τό δυνατόν στήν κρίση τού εθνικού δικαστού ως πρός τό άν τά ερωτήματα πού ο εν λόγω δικαστής τού απευθύνει ειναι αναγκαία , πρέπει επίσης νά ειναι σέ θέση νά προβαίνει σέ οιανδήποτε εκτίμηση πού συνδέεται μέ τήν εκπλήρωση τής δικής του αποστολής , ιδίως γιά νά εξετάσει , οπως υποχρεούται κάθε δικαστήριο , τήν αρμοδιότητά του .

3 . Ελλείψει σχετικών διατάξεων τού κοινοτικού δικαίου , η δυνατότης προσεπικλήσεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου , ενός Κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στό οποίο ανήκει ο δικάζων δικαστής , καί τού οποίου η νομοθεσία αμφισβητείται άν συμβιβάζεται μέ τό κοινοτικό δίκαιο , εξαρτάται από τό δίκαιο τού κράτους στό οποίο ανήκει ο δικάζων δικαστής καί από τίς αρχές τού διεθνούς δικαίου .

4 . Σέ περίπτωση προδικαστικών ερωτημάτων πού έχουν ως σκοπό νά παράσχουν στόν εθνικό δικαστή τήν δυνατότητα νά εκτιμήσει άν νομοθετικές ή κανονιστικές πράξεις ενός άλλου Κράτους μέλους συμβιβάζονται μέ τό κοινοτικό δίκαιο , ο βαθμός δικαστικής προστασίας δέν πρέπει νά ειναι διαφορετικός ανάλογα μέ τό άν τά ερωτήματα αυτά ανεφύησαν σέ δίκη μεταξύ ιδιωτών ή σέ δίκη στήν οποία διάδικος ειναι τό κράτος , η νομοθεσία τού οποίου τελεί υπό αμφισβήτηση . Στήν πρώτη ομως περίπτωση , τό Δικαστήριο οφείλει νά λαμβάνει ειδική μέριμνα ωστε νά μή χρησιμοποιηθεί η διαδικασία τού άρ θρου 177 γιά σκοπούς μή ηθελημένους από τήν συνθήκη .

5 . Οι προϋποθέσεις υπό τίς οποίες τό Δικαστήριο επιτελεί τήν αποστολή του στό πλαίσιο τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , ειναι ανεξάρτητες από τήν φύση καί τό σκοπό τών διαφορών αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας πού αναφύονται ενώπιον τών εθνικών δικαστηρίων . Τό άρθρο 177 αναφέρεται στήν «απόφαση» πού πρέπει νά εκδώσει ο εθνικός δικαστής χωρίς νά προβλέπεται ειδική ρύθμιση ανάλογα μέ τήν ενδεχομένως αναγνωριστική φύση αυτής .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 244/80 ,

πού έχει ως αντικείμενο αίτηση τού pretura τής Bra , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , μέ τήν οποία ζητείται , στό πλαίσιο τής διαφοράς πού εκκρεμεί ενώπιον τού δικαστηρίου αυτού μεταξύ

PASQUALE FOGLIA , κατοίκου S . Vittoria d’Alba ,

καί

MARIELLA NOVELLO , κατοίκου Magliano Alfieri ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως , ως πρός τήν ερμηνεία τών άρθρων 177 καί 95 τής συνθήκης ΕΟΚ ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ διάταξη τής 18ης Οκτωβρίου 1980 , η οποία περιήλθε στό Δικαστήριο στίς 5 Νοεμβρίου 1980 , ο pretore τής Bra υπέβαλε , δυνάμει τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , πέντε προδικαστικά ερωτήματα ως πρός τήν ερμηνεία τού άρθρου 177 καί τού άρθρου 95 τής συνθήκης .

2 Η διάταξη αυτή εξεδόθη στά πλαίσια εκκρεμούς ενώπιον τού pretore διαφοράς πού ειχε ήδη προκαλέσει τήν υποβολή μιάς πρώτης σειράς προδικαστικών ερωτημάτων ως πρός τήν ερμηνεία τών άρθρων 92 καί 95 τής συνθήκης επί τών οποίων τό Δικαστήριο εξέδωσε τήν απόφαση τής 11ης Μαρτίου 1980 ( Foglia κατά Novello , 104/79 , Racc . σ . 745 ).

3 Υπενθυμίζεται οτι η διαφορά στήν κυρία δίκη αφορά τά έξοδα αποστολής στά οποία υπεβλήθη ο προσφεύγων Foglia , οινέμπορος κάτοικος Santa Vittoria d’Alba τής επαρχίας Cuneo τού Πεδεμοντίου Ιταλίας , γιά τήν αποστολή μερικών χαρτοκιβωτίων ιταλικών οίνων τύπου vins de liqueur ( ηδυπότων ), τά οποία ηγοράσθησαν από τήν εναγομένη Novello καί απεστάλησαν κατ’ εντολήν της σέ εναν παραλήπτη στό Menton τής Γαλλίας .

4 Όπως προκύπτει από τήν δικογραφία , στήν σύμβαση πωλήσεως μεταξύ τού Foglia καί τής Novello ωρίζετο οτι ενδεχόμενοι φόροι πού θά επεβάλλοντο από τίς ιταλικές ή γαλλικές αρχές καί θά ησαν αντίθετοι πρός τό σύστημα τής ελευθέρας κυκλοφορίας τών εμπορευμάτων μεταξύ τών δύο χωρών ή , εν πάση περιπτώσει , θά επεβάλλοντο αχρεωστήτως , δέν θά εβάρυναν τήν Novello . Στήν σύμβαση τού Foglia μέ τήν επιχείρηση Danzas , στήν οποία ανέθεσε τήν μεταφορά τών χαρτοκιβωτίων οίνου liqueur στό Menton , περιελαμβάνετο ανάλογη ρήτρα . Η ρήτρα αυτή προέβλεπε οτι οι παράνομοι ή αχρεωστήτως επιβληθέντες φόροι δέν θά εβάρυναν τόν Foglia .

5 Η πρώτη διάταξη περί παραπομπής , η οποία προεκάλεσε τήν έκδοση τής προαναφερθείσης αποφάσεως τής 11ης Μαρτίου 1980 , εδέχθη οτι τό αντικείμενο τής διαφοράς περιωρίζετο μόνο στό ποσό πού κατεβλήθη ως φόρος καταναλώσεως κατά τήν εισαγωγή τών οίνων liqueur στό γαλλικό έδαφος . Από τήν δικογραφία προέκυπτε οτι οι φόροι αυτοί καταναλώσεως κατεβλήθησαν από τήν Danzas πρός τίς γαλλικές αρχές χωρίς διαμαρτυρία ή αντίρρηση καί οτι ο Foglia επλήρωσε εξ ολοκλήρου τόν λογαριασμό τών εξόδων αποστολής πού τού προσεκόμισε η Danzas στόν οποίο περιελαμβάνετο τό ποσό τών εν λόγω φόρων , χωρίς νά τής αντιτάξει τήν ρητώς προβλεπομένη ρήτρα περί «παρανόμων ή αχρεωστήτως επιβληθέντων φόρων» . Αντιθέτως , προκύπτει οτι η Novello ηρνήθη νά καταβάλει τό ίδιο ποσό στόν Foglia επικαλουμένη τήν ταυτόσημη ρήτρα η οποία ειχε περιληφθεί στήν σύμβασή τους .

6 Επειδή ο pretore εσχημάτισε τήν αντίληψη οτι οι ισχυρισμοί αμύνης πού προέβαλε η Novello ανεφέροντο στό κύρος τής γαλλικής νομοθεσίας περί τών φόρων καταναλώσεως πού επιβάλλονται επί τών οίνων liqueur , σέ σχέση μέ τήν συνθήκη ΕΟΚ , υπέβαλε πρός τό Δικαστήριο σειρά ερωτημάτων ως πρός τήν ερμηνεία τού άρθρου 95 καί , επικουρικώς , τού άρθρου 92 .

7 Στήν προαναφερθείσα απόφαση τής 11ης Μαρτίου 1980 , τό Δικαστήριο απεφάνθη οτι δέν ητο αρμόδιο νά κρίνει επί τών ερωτημάτων πού υπέβαλε τό εθνικό δικαστήριο . Σχετικώς διέλαβε οτι :

«Η αποστολή πού έχει ανατεθεί στό Δικαστήριο από τό άρθρο 177 τής συνθήκης συνίσταται στήν παροχή πρός ολα τά δικαιοδοτικά όργανα τής Κοινότητος τών στοιχείων ερμηνείας τού κοινοτικού δικαίου πού τούς ειναι αναγκαία γιά τήν επίλυση πραγματικών διαφορών πού υποβάλλονται ενώπιόν τους . Άν , μέσω συμφωνιών οπως εκείνες πού περιεγράφησαν ανωτέρω , τό Δικαστήριο ηταν υποχρεωμένο νά αποφανθεί , η απόφασή του θά έθιγε τό ολο σύστημα τών μέσων παροχής ενδίκου προστασίας πού διαθέτουν οι ιδιώτες γιά νά προστατευθούν κατά τής εφαρμογής φορολογικών νόμων πού αντίκεινται στίς διατάξεις τής συνθήκης.»

8 Όπως προκύπτει από τήν διάταξη περί παραπομπής , η εναγομένη στήν κυρία δίκη αμφισβήτησε τήν απόφαση τού Δικαστηρίου μέ τήν σκέψη οτι τό Δικαστήριο , κρίνοντας κατά τόν τρόπο αυτό , παρενέβη στήν άσκηση τής διακριτικής εξουσίας τού ιταλού δικαστού . Υπεστήριξε οτι μία τέτοια εφαρμογή από τό Δικαστήριο τού άρθρου 177 θά εδημιούργει , επί εσωτερικού επιπέδου , ζήτημα συνταγματικής τάξεως . Επικουρικώς , έθεσε ενα ερώτημα ως πρός τήν ερμηνεία τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ καί ζήτησε επί πλέον τήν προσεπίκληση τής Γαλλικής Δημοκρατίας .

9 Εν όψει τών αιτημάτων αυτών , ο pretore έκρινε αναγκαίο νά απευθυνθεί εκ νέου στό Δικαστήριο καί νά τού υποβάλει ορισμένα ερωτήματα ως πρός τήν ερμηνεία τού άρθρου 177 τής συνθήκης , γιά νά έχει ακριβέστερη καί περισσότερο βεβαία αξιολόγηση τής εκτάσεως καί τής σημασίας τής αποφάσεως τής 11ης Μαρτίου 1980 .

10 Θεωρών οτι πιθανόν νά εγεννήθη παρανόηση από τήν διατύπωση τής πρώτης του διατάξεως , ο pretore ετόνισε ιδιαιτέρως ενα στοιχείο τό οποίο , κατά τήν γνώμη του , δέν ανεφέρετο σαφώς στήν διάταξη εκείνη . Πράγματι , η εναγομένη , από τήν πρώτη συνεδρίαση στήν οποία παρέστη , ηρνήθη νά περιορίσει τό αίτημά της απλώς καί μόνον στήν απόρριψη τής αγωγής τού ενάγοντος . Διά τής χρήσεως μιάς συνήθους στό ιταλικό δίκαιο διαδικασίας , υπέβαλε ενα «αυτοτελές , εντός ορισμένων ορίων , αίτημα περί εκδόσεως αναγνωριστικής αποφάσεως ως πρός τά δικαιώματα καί τίς αντικειμενικές εννόμους καταστάσεις» .

11 Διά τούς λόγους αυτούς , ο pretore τής Bra απεφάσισε νά απευθυνθεί εκ νέου πρός τό Δικαστήριο καί νά τού υποβάλει τά ακόλουθα ερωτήματα :

«1 . Ποία ειναι η έννοια τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , σέ σχέση πρός τήν εξουσία τού Δικαστηρίου νά εκτιμήσει τήν διατύπωση τών ερωτημάτων περί ερμηνείας πού τού υποβάλλονται καθώς καί τήν σπουδαιότητά τους εντός τής ολης οικονομίας τής κυρίας υποθέσεως ειδικότερα , ποιές ειναι αντιστοίχως οι αρμοδιότητες τού Δικαστηρίου καί τών δικαστών πού προβαίνουν στίς προδικαστικές παραπομπές — λαμβανομένων κυρίως υπ’ όψη τών εξουσιών πού παρέχουν στούς τελευταίους τά αντίστοιχα εθνικά τους συστήματα — ως πρός τήν εκτίμηση ολων τών πραγματικών καί νομικών περιστατικών πού αναφέρονται στή διάσταση απόψεων επί τής ουσίας , καθώς καί τών ζητημάτων πού τίθενται , οταν ιδίως στήν συγκεκριμένη διαδικασία ζητείται η έκδοση αναγνωριστικών αποφάσεων ;

2.Στήν περίπτωση κατά τήν οποία τό Δικαστήριο , στό πλαίσιο μιάς προδικαστικής παραπομπής , κρίνει , γιά ενα οποιονδήποτε λόγο , οτι ειναι αναρμόδιο νά αποφανθεί επί τών ερωτημάτων πού τού υπεβλήθησαν — ο παραπέμπων δικαστής πού ειναι υποχρεωμένος από τό εθνικό του δίκαιο νά εκδώσει οπωσδήποτε απόφαση , δύναται , καί άν ναί , εντός ποίων ορίων καί σύμφωνα μέ ποιά κριτήρια , νά προβεί ο ίδιος στήν ερμηνεία τού κοινοτικού δικαίου ή αντίθετα οφείλει νά αποφασίσει αποκλειστικά υπό τό φώς τού εθνικού δικαίου ;

3.Υπάρχει μήπως στό κοινοτικό σύστημα , στό πλαίσιο τών ερμηνευτικών κριτηρίων τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , μία γενικής φύσεως αρχή , πού νά επιβάλει ή νά επιτρέπει στούς εθνικούς δικαστές — οι οποίοι επιλαμβάνονται διαφορών κατά τήν πορεία τών οποίων ανακύπτουν προβλήματα ερμηνείας τού κοινοτικού δικαίου πού θέτουν υπό αμφισβήτηση εθνικούς κανόνες , οι οποίοι ενδεχομένως ανήκουν σέ συστήματα διαφορετικά από εκείνο στό οποίο ανήκει ο δικάζων δικαστής — νά αποφασίζουν , πρίν από τήν προδικαστική παραπομπή στό Δικαστήριο , τήν προσεπίκληση τών αρχών τού ενδιαφερομένου Κράτους μέλους ;

4.Εν πάση περιπτώσει , κάθε φορά πού εγείρεται σέ μία μεταξύ ιδιωτών δίκη ενώπιον τών εθνικών δικαστηρίων ή τίθεται από τά εν λόγω δικαστήρια ζήτημα ερμηνείας πού έχει απ’ ευθείας συνέπειες επί τών υποκειμενικών εννόμων καταστάσεων πολιτών ή επιχειρηματιών ενός Κράτους μέλους , οι έννομες αυτές καταστάσεις ουσιαστικού κοινοτικού δικαίου απολαύουν μήπως ενός βαθμού προστασίας διαφορετικού καί πάντως ασθενεστέρου από τόν βαθμό προστασίας πού δύνανται τύχουν οι ίδιες υποκειμενικές καταστάσεις στήν περίπτωση πού οι διοικητικές αρχές τών Κρατών μελών , οι νομικές διατάξεις τών οποίων αποτελούν τό αντικείμενο τών περί ερμηνείας ερωτημάτων πού αφορούν τό συμβιβαστό τους μέ τήν συνθήκη ΕΟΚ , παρίστανται καί ειναι διάδικοι στήν δίκη , είτε ενώπιον τών εθνικών δικαστηρίων είτε ενώπιον τού Δικαστηρίου ΕΟΚ ;

5.Μήπως τό άρθρο 95 ΕΟΚ έχει τήν έννοια οτι η απαγόρευση ενός εσωτερικού φόρου , ο οποίος διαφοροποιείται σύμφωνα μέ τήν καταγωγή καί τήν προέλευση ενός προϊόντος , αφορά επίσης περιπτώσεις ανάλογες μέ αυτήν τού γαλλικού φορολογικού συστήματος τών οίνων τύπου vins de liqueur ( ηδυπότων ), οπως έχει λεπτομερώς περιγραφεί στήν υπόθεση 104/92;»

Επί τού 1ου , 3ου καί 4ου ερωτήματος

12 Μέ τό πρώτο του ερώτημα ο pretore εζήτησε νά καθορισθούν τά ορια τής εξουσίας εκτιμήσεως πού η συνθήκη επιφυλάσσει αφ’ ενός μέν υπέρ τού εθνικού δικαστού , αφ’ ετέρου δέ υπέρ τού Δικαστηρίου , ως πρός τήν διατύπωση τών προδικαστικών ερωτημάτων καί τήν εκτίμηση τών πραγματικών περιστατικών καί νομικών ζητημάτων τής υποθέσεως πού αναφέρονται στήν επί τής ουσίας διαφορά , στήν περίπτωση ιδίως πού ο εθνικός δικαστής καλείται νά εκδώσει «αναγνωριστική απόφαση» .

13 Τό τρίτο καί τέταρτο ερώτημα αφορούν ειδικότερα τήν περίπτωση πού υποβάλλονται ερωτήματα περί ερμηνείας μέ σκοπό νά επιτρέψουν στόν δικαστή νά επιλύσει διαφορές πού αφορούν τό άν συμβιβάζονται μέ τό κοινοτικό δίκαιο εθνικές νομοθετικές διατάξεις , οι οποίες έχουν θεσπισθεί είτε από τό κράτος τού εκδικάζοντος δικαστηρίου , είτε , οπως συμβαίνει στήν προκειμένη περίπτωση , από άλλο Κράτος μέλος . Επί τού θέματος αυτού ερωτάται

— άν , στήν περίπτωση πού ενώπιον τών δικαστηρίων Κράτους μέλους , τίθενται υπό αμφισβήτηση νομοθετικές διατάξεις άλλου Κράτους μέλους , υφίσταται στά πλαίσια τού συστήματος τού κοινοτικού δικαίου γενική αρχή πού επιβάλλει ή επιτρέπει στόν δικαστή πού επελήφθη τέτοιας διαφοράς νά προσεπικαλέσει τίς αρχές τού ενδιαφερομένου Κράτους μέλους πρίν αποφανθεί επί τής προδικαστικής παραπομπής στό Δικαστήριο·

— άν ο βαθμός προστασίας τών ιδιωτών πού απορρέει από τήν διαδικασία τού άρθρου 177 διαφέρει αναλόγως πρός τό άν μία τέτοια αμφισβήτηση εγείρεται στά πλαίσια δίκης μεταξύ ιδιωτών ή δίκης στήν οποία διάδικος ειναι η διοίκηση τού κράτους , η νομοθεσία τού οποίου τίθεται υπό αμφισβήτηση .

14 Σέ ο,τι αφορά τό πρώτο ερώτημα επισημαίνεται , οπως τό Δικαστήριο ειχε τήν ευκαρία νά τονίσει σέ διάφορες περιπτώσεις , οτι τό άρθρο 177 στηρίζεται σέ συνεργασία , η οποία προϋποθέτει κατανομή τών καθηκόντων μεταξύ τού εθνικού καί τού κοινοτικού δικαστού μέ σκοπό τήν ορθή εφαρμογή καί τήν ομοιόμορφη ερμηνεία τού κοινοτικού δικαίου σέ ολα τά Κράτη μέλη .

15 Πρός τόν σκοπό αυτό , στόν εθνικό δικαστή εναπόκειται — λόγω τού οτι έχει επιληφθεί τής ουσίας τής διαφοράς καί οφείλει νά αναλάβει τήν ευθύνη τής υπό έκδοση αποφάσεως — νά εκτιμήσει σέ σχέση μέ τά πραγματικά περιστατικά τής υποθέσεως άν , προκειμένου νά αποφανθεί χρειάζεται η επίλυση ενός προδικαστικού ερωτήματος .

16 Κατά τήν άσκηση αυτής τής εξουσίας εκτιμήσεως , ο εθνικός δικαστής , σέ συνεργασία μέ τό Δικαστήριο , εκπληρώνει ενα καθήκον πού τού έχει ανατεθεί γιά τήν διασφάλιση τής τηρήσεως τού δικαίου κατά τήν εφαρμογή καί τήν ερμηνεία τής συνθήκης . Επομένως , τά προβλήματα πού δημιουργεί η άσκηση τής εξουσίας του εκτιμήσεως καί οι σχέσεις πού διατηρεί μέ τό Δικαστήριο , στό πλαίσιο τού άρθρου 177 , υπάγονται αποκλειστικά στούς κανόνες τού κοινοτικού δικαίου .

17 Γιά νά παράσχουν τήν δυνατότητα στό Δικαστήριο νά εκπληρώσει τήν αποστολή του σύμφωνα μέ τήν συνθήκη ειναι απαραίτητο τά εθνικά δικαστήρια νά εξηγούν τούς λόγους , οταν οι λόγοι αυτοί δέν προκύπτουν σαφώς από τήν δικογραφία , γιά τούς οποίους φρονούν οτι η απάντηση στά ερωτήματά τους ειναι αναγκαία γιά τήν επίλυση τής διαφοράς .

18 Πράγματι , πρέπει νά τονισθεί οτι τό άρθρο 177 δέν αναθέτει στό Δικαστήριο τήν αποστολή νά διατυπώνει συμβουλευτικές γνώμες επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων , αλλά νά συμβάλει στήν απονομή τής δικαιοσύνης εντός τών Κρατών μελών . Δέν ειναι επομένως αρμόδιο νά απαντά σέ ερωτήματα περί ερμηνείας πού τού υποβάλλονται στό πλαίσιο διαδικασίας πού ειναι προκατασκευασμένη από τούς διαδίκους μέ σκοπό νά αγάγουν τό Δικαστήριο στό νά λάβει θέση επί ωρισμένων προβλημάτων κοινοτικού δικαίου , τά οποία δέν ανταποκρίνονται σέ αντικειμενική ανάγκη πού συνδέεται μέ τήν επίλυση διαφοράς . Άν σέ μία τέτοια περίπτωση τό Δικαστήριο κρίνει εαυτό αναρμόδιο , αυτό σέ καμμία περίπτωση δέν πρόκειται νά θίξει τά προνόμια τού εθνικού δικαστηρίου , ενώ αντιθέτως επιτρέπει νά αποφευχθεί η χρησιμοποίηση τής διαδικασίας τού άρθρου 177 γιά σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους πού έχει η συνθήκη .

19 Επί πλέον , επισημαίνεται οτι , άν καί τό Δικαστήριο οφείλει νά επαφίεται κατά τό δυνατόν στήν κρίση τού εθνικού δικαστού ως πρός τό άν τά ερωτήματα πού ο εν λόγω δικαστής τού απευθύνει ειναι αναγκαία , πρέπει επίσης νά ειναι σέ θέση νά προβαίνει σέ οιαδήποτε εκτίμηση πού συνδέεται μέ τήν εκπλήρωση τής δικής του αποστολής , ιδίως γιά νά εξετάσει , οπως υποχρεούται κάθε δικαστήριο , τήν αρμοδιότητά του . Συνεπώς , λαμβανομένων υπ’ όψη τών επιπτώσεων τών αποφάσεών του επί τού θέματος , τό Δικαστήριο οφείλει νά λάβει υπ’ όψη του κατά τήν άσκηση τής δικαιοδοτικής εξουσίας πού αρύεται από τό άρθρο 177 , όχι μόνον τά συμφέροντα τών διαδίκων , αλλά καί τά συμφέροντα τής Κοινότητος καί τών Κρατών μελών . Δέν δύναται , επομένως , χωρίς νά παραβεί τά καθήκοντα πού τού έχουν ανατεθεί , νά παραμείνει αδιάφορο έναντι τών εκτιμήσεων στίς οποίες έχουν προβεί δικαστήρια τών Κρατών μελών στίς εξαιρετικές περιπτώσεις , κατά τίς οποίες οι εκτιμήσεις αυτές δύνανται νά έχουν επίπτωση επί τής ομαλής λειτουργίας τής διαδικασίας πού προβλέπει τό άρθρο 177 .

20 Άν καί τό πνεύμα συνεργασίας , πού πρέπει νά διέπει τήν άσκηση τών καθηκόντων πού τό άρθρο 177 αναθέτει αντιστοίχως στόν εθνικό καί τόν κοινοτικό δικαστή , επιβάλλει στό Δικαστήριο τήν υποχρέωση νά σέβεται τίς ιδιαίτερες ευθύνες τού εθνικού δικαστού , εν τούτοις επιβάλλει συγχρόνως καί στόν εθνικό δικαστή , οταν κάνει χρήση τών δυνατοτήτων πού τού παρέχει τό άρθρο 177 , νά λαμβάνει υπ’ όψη του καί τήν ιδιαίτερη λειτουργία πού επιτελεί στόν τομέα αυτό τό Δικαστήριο .

21 Η απάντηση λοιπόν στό πρώτο ερώτημα ειναι οτι άν καί σύμφωνα μέ τήν οικονομία τού άρθρου 177 εναπόκειται στόν εθνικό δικαστή νά εκτιμήσει τήν ανάγκη επιλύσεως τών ζητημάτων ερμηνείας πού ανακύπτουν σέ σχέση μέ τά πραγματικά καί νομικά περιστατικά πού αφορούν τίς διαφορές επί τής ουσίας , εν τούτοις τό Δικαστήριο έχει επίσης εν ανάγκη , τήν υποχρέωση νά ερευνήσει , τίς συνθήκες υπό τίς οποίες απηυθύνθη πρός αυτό ο εθνικός δικαστής , εν όψει τής ερεύνης τής δικής του αρμοδιότητος .

22 Όπως ορθώς ανέφερε ο pretore στό τρίτο καί τέταρτο ερώτημά του , δύνανται νά ανακύψουν ιδιαίτερα προβλήματα ως πρός τήν εφαρμογή τού άρθρου 177 οταν υποβάλλονται από τόν εθνικό δικαστή ερωτήματα περί ερμηνείας προκειμένου νά τόν διευκολύνουν νά εκτιμήσει άν οι νομοθετικές πράξεις ενός Κράτους μέλους συμβιβάζονται μέ τό κοινοτικό δίκαιο . Επ’ αυτού , ο pretore προβάλλει δύο διαφορετικές κατηγορίες προβλημάτων .

23 Τό τρίτο ερώτημα αναφέρεται στήν περίπτωση κατά τήν οποία στό πλαίσιο μιάς διαδικασίας μεταξύ ιδιωτών ενώπιον δικαστηρίου Κράτους μέλους , ανακύπτει διαφορά περί τού άν η νομοθεσία ενός Κράτους μέλους , διαφορετικού από εκείνο στό οποίο ανήκει ο δικάζων δικαστής , συμβιβάζεται μέ τό κοινοτικό δίκαιο . Ο pretore υπέβαλε επ’αυτού τό ερώτημα άν , σέ μιά τέτοια περίπτωση , τό Κράτος μέλος , η νομοθεσία τού οποίου ευρίσκεται υπό αμφισβήτηση , δύναται νά προσεπικληθεί ενώπιον τού δικαστηρίου , στό πλαίσιο τής εκκρεμούς ενώπιόν του δίκης .

24 Επ’ αυτού η απάντηση ειναι οτι ελλείψει σχετικών διατάξεων τού κοινοτικού δικαίου , η δυνατότης προσεπικλήσεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου , ενός Κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στό οποίο ανήκει ο δικάζων δικαστής , εξαρτάται από τό δίκαιο τού τελευταίου αυτού κράτους καί από τίς αρχές τού διεθνούς δικαίου .

25 Μέ τό τέταρτο ερώτημα ο pretore ερωτά άν η προστασία πού παρέχει στούς ιδιώτες η διαδικασία τού άρθρου 177 ειναι διαφορετική , καί μάλιστα ασθενέστερη στήν περίπτωση πού ενα τέτοιο ερώτημα ανακύπτει στό πλαίσιο μιάς μεταξύ ιδιωτών διαφοράς , σέ αντίθεση μέ τίς διαφορές μεταξύ ιδιωτών καί διοικήσεως .

26 Επ’ αυτού , τονίζεται οτι κάθε ιδιώτης , τά δικαιώματα τού οποίου βλάπτονται από μέτρα ενός Κράτους μέλους πού ειναι αντίθετα πρός τό κοινοτικό δίκαιο , πρέπει νά έχει τήν δυνατότητα νά ζητήσει τήν προστασία τού αρμοδίου δικαστού καί οτι ο δικαστής αυτός πρέπει επίσης νά έχει τήν ευχέρεια νά ζητήσει νά διαφωτισθεί επί τής σημασίας τών σχετικών διατάξεων τού κοινοτικού δικαίου μέσω τής διαδικασίας τού άρθρου 177 . Κατ’ αρχήν λοιπόν , ο βαθμός τής δικα στικής προστασίας δέν πρέπει νά εξαρτάται από τό άν ενα τέτοιο ερώτημα ανεφύη σέ δίκη μεταξύ ιδιωτών ή σέ δίκη στήν οποία ειναι διάδικος , υπό τήν μία ή τήν άλλη μορφή , τό κράτος εκείνο τού οποίου η νομοθεσία τελεί υπό αμφισβήτηση .

27 Πάντως , οπως εδέχθη τό Δικαστήριο στό ανωτέρω πρώτο ερώτημα , σ’ αυτό εναπόκειται , προκειμένου νά εξετάσει τήν αρμοδιότητά του , νά εκτιμήσει τίς συνθήκες υπό τίς οποίες απηυθύνθη πρός αυτό ο εθνικός δικαστής . Μέσα σ’ αυτή τήν αλληλουχία , τό ζήτημα τού άν η διαφορά υφίσταται μεταξύ ιδιωτών ή άν η προσφυγή στρέφεται κατά τού κράτους , η νομοθεσία τού οποίου αμφισβητείται , δέν στερείται πάντοτε σημασίας .

28 Αφ’ ενός μέν , πρέπει νά επισημανθεί τό γεγονός οτι ενας δικαστής πού έχει επιληφθεί , στό πλαίσιο μιάς διαφοράς μεταξύ ιδιωτών , αμφισβητήσεως πού αφορά τό άν η νομοθεσία ενός άλλου Κράτους μέλους συμβιβάζεται μέ τό κοινοτικό δίκαιο , δέν ειναι οπωσδήποτε σέ θέση νά παράσχει στούς ιδιώτες αποτελεσματική νομική προστασία έναντι τής νομοθεσίας αυτής .

29 Αφ’ ετέρου , λαμβανομένης υπ’ όψη τής γενικώς ανεγνωρισμένης από τά δίκαια τών Κρατών μελών αυτονομίας τών συμβάσεων , δέν δύνανται νά αποκλεισθούν ενέργειες τών διαδίκων πού σκοπεύουν νά καταστήσουν αδύνατη γιά τό ενδιαφερόμενο κράτος τήν προσήκουσα υπεράσπιση τών συμφερόντων του , θέτοντας τήν κρίση περί τού κύρους τών κανόνων τού δικαίου του ενώπιον δικαστηρίου διαφορετικού Κράτους μέλους . Δέν δύναται λοιπόν , σέ τέτοιες δικονομικές περιπτώσεις , νά αποκλεισθεί ο κίνδυνος χρησιμοποιήσεως τής διαδικασίας τού άρθρου 177 από τούς διαδίκους γιά σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους πού προέβλεψε η συνθήκη .

30 Από τίς ανωτέρω σκέψεις προκύπτει οτι τό Δικαστήριο οφείλει νά επιδεικνύει , ως πρός αυτό , ιδιαιτέρα προσοχή , οταν επιλαμβάνεται , στό πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών , ενός ερωτήματος πού έχει ως σκοπό νά παράσχει τήν δυνατότητα στόν δικαστή νά εκτιμήσει τό άν η νομοθεσία ενός άλλου Κράτους μέλους συμβιβάζεται μέ τό κοινοτικό δίκαιο .

31 Η απάντηση λοιπόν στό τέταρτο ερώτημα πρέπει νά ειναι οτι σέ περίπτωση προδικαστικών ερωτημάτων πού έχουν ως σκοπό νά παράσχουν στόν εθνικό δικαστή τήν δυνατότητα νά εκτιμήσει άν νομοθετικές ή κανονιστικές πράξεις ενός άλλου Κράτους μέλους συμβιβάζονται μέ τό κοινοτικό δίκαιο , ο βαθμός δικαστικής προστασίας δέν πρέπει νά ειναι διαφορετικός ανάλογα μέ τό άν τά ερωτήματα αυτά ανεφύησαν σέ δίκη μεταξύ ιδιωτών ή σέ δίκη στήν οποία διάδικος ειναι τό κράτος , η νομοθεσία τού οποίου τελεί υπό αμφισβήτηση , αλλά οτι ομως , στήν πρώτη περίπτωση τό Δικαστήριο οφείλει νά λαμβάνει ειδική μέριμνα ωστε νά μή χρησιμοποιηθεί η διαδικασία τού άρθρου 177 γιά σκοπούς μή ηθελημένους από τήν συνθήκη .

Επί τού πέμπτου ερωτήματος

32 Μέ τό πέμπτο ερώτημα ο pretore τής Bra επαναλαμβάνει , μέ συντομότερη διατύπωση , τό πρώτο ερώτημα πού ειχε υποβάλει μέ τήν πρώτη διάταξή του ως πρός τήν ερμηνεία τού άρθρου 95 τής συνθήκης . Στήν προαναφερθείσα απόφαση τής 11ης Μαρτίου 1980 τό Δικαστήριο εδέχθη οτι οι διάδικοι κατέληγαν στήν ιδία εκτίμηση ως πρός τήν νομιμότητα τής εν λόγω γαλλικής νομοθεσίας καί οτι στήν πραγματικότητα ειχαν ως σκοπό νά επιτύχουν , περιλαμβάνοντας ειδική ρήτρα στήν σύμβασή τους , τήν καταδίκη τής γαλλικής νομοθεσίας από ιταλικό δικαστήριο , άν καί τό γαλλικό δίκαιο παρέχει τά κατάλληλα μέσα παροχής ενδίκου προστασίας . Τό Δικαστήριο κατέληξε στό συμπέρασμα οτι απαντώντας στά ερωτήματα πού ετέθησαν υπό αυτές τίς συνθήκες θά υπερακόντιζε τήν αποστολή πού τού έχει ανατεθεί από τό άρθρο 177 τής συνθήκης καί η οποία συνίσταται στό νά παρέχει σέ κάθε δικαστήριο τής Κοινότητος τά στοιχεία ερμηνείας τού κοινοτικού δικαίου πού τού ειναι αναγκαία γιά τήν επίλυση πραγματικών διαφορών πού υποβάλλονται ενώπιόν του . Έκρινε λοιπόν εαυτό αναρμόδιο νά αποφανθεί επί τών υποβληθέντων ερωτημάτων .

33 Στήν δευτέρα διάταξη περί παραπομπής , ο pretore τονίζει ιδιαιτέρως τό γεγονός οτι η εναγομένη τού εζήτησε νά εκδώσει μία «αναγνωριστική απόφαση» . Μέ τήν ευκαιρία αυτή , πρέπει νά διευκρινισθεί οτι οι προϋποθέσεις υπό τίς οποίες τό Δικαστήριο επιτελεί επ’ αυτού τήν αποστολή του , ειναι ανεξάρτητες από τήν φύση καί τό σκοπό τών διαφορών αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας πού αναφύονται ενώπιον τών εθνικών δικαστηρίων . Τό άρθρο 177 αναφέρεται στήν «απόφαση» πού πρέπει νά εκδώσει ο εθνικός δικαστής χωρίς νά προβλέπεται ειδική ρύθμιση ανάλογα μέ τήν φύση τής αποφάσεως αυτής .

34 Επειδή τό γεγονός πού τονίζει ο δικαστής στήν δευτέρα διάταξη περί παραπομπής δέν φαίνεται νά συνιστά νέο περιστατικό , τό οποίο θά δικαιολογούσε τήν εκ νέου εκτίμηση από τό Δικαστήριο τής αρμοδιότητός του , στόν pretore εναπόκειται , στό πλαίσιο τής συνεργασίας μεταξύ εθνικού δικαστηρίου καί Δικαστηρίου , νά εξετάσει υπό τό φώς τών σκέψεων πού εξετέθησαν ανωτέρω , άν υφίσταται ακόμη ανάγκη νά απαντήσει τό Δικαστήριο στό πέμπτο ερώτημα καί , σέ περίπτωση καταφατικής απαντήσεως , νά παράσχει στό Δικαστήριο κάθε νέο στοιχείο , τό οποίο θά ηδύνατο νά δικαιολογήσει τήν εκ μέρους του διαφορετική εκτίμηση περί τής αρμοδιότητός του .

Επί τού δευτέρου ερωτήματος

35 Λαμβανομένων υπ’ όψη τών ανωτέρω , παρέλκει η απάντηση στό ερώτημα αυτό .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

36 Τά έξοδα στά οποία υπεβλήθησαν η γαλλική κυβέρνηση , η δανική κυβέρνηση καί η Επιτροπή τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στό Δικαστήριο , δέν αποδίδονται . Δεδομένου οτι η παρούσα διαδικασία έχει ως πρός τούς διαδίκους τής κυρίας δίκης τόν χαρακτήρα παρεμπίπτοντος πού ανέκυψε ενώπιον τού εθνικού δικαστηρίου , σ’ αυτό εναπόκειται νά αποφανθεί επί τών δικαστικών εξόδων .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνοντας επί τών ερωτημάτων πού τού υπέβαλε ο pretore τής Bra μέ διάταξη τής 18ης Οκτωβρίου 1980 , αποφαίνεται :

1 ) Σύμφωνα μέ τήν οικονομία τού άρθρου 177 εναπόκειται στόν εθνικό δικαστή νά εκτιμήσει τήν ανάγκη επιλύσεως τών ζητημάτων ερμηνείας πού ανακύπτουν σέ σχέση μέ τά πραγματικά καί νομικά περιστατικά πού αφορούν τίς διαφορές επί τής ουσίας· εν τούτοις τό Δικαστήριο έχει επίσης , εν ανάγκη , τήν υποχρέωση νά ερευνήσει τίς συνθήκες υπό τίς οποίες απηυθύνθη πρός αυτό ο εθνικός δικαστής , εν όψει τής ερεύνης τής δικής του αρμοδιότητας .

2)Ελλείψει σχετικών διατάξεων τού κοινοτικού δικαίου , η δυνατότης προσεπικλήσεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου , ενός Κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στό οποίο ανήκει ο δικάζων δικαστής , εξαρτάται από τό δίκαιο τού τελευταίου αυτού κράτους καί από τίς αρχές τού διεθνούς δικαίου .

3)Σέ περίπτωση προδικαστικών ερωτημάτων πού έχουν ως σκοπό νά παράσχουν στόν εθνικό δικαστή τήν δυνατότητα νά εκτιμήσει άν νομοθετικές ή κανονιστικές πράξεις ενός άλλου Κράτους μέλους συμβιβάζονται μέ τό κοινοτικό δίκαιο , ο βαθμός δικαστικής προστασίας δέν πρέπει νά ειναι διαφορετικός ανάλογα μέ τό άν τά ερωτήματα αυτά ανεφύησαν σέ δίκη μεταξύ ιδιωτών ή σέ δίκη στήν οποία διάδικος ειναι τό κράτος , η νομοθεσία τού οποίου τελεί υπό αμφισβήτηση , αλλά οτι ομως , στήν πρώτη περίπτωση τό Δικαστήριο οφείλει νά λαμβάνει ειδική μέριμνα ωστε νά μή χρησιμοποιηθεί η διαδικασία τού άρθρου 177 γιά σκοπούς μή ηθελημένους από τήν συνθήκη .

4)Τό γεγονός πού τονίζει ο pretore τής Bra στήν δεύτερη διάταξη περί παραπομπής , δέν φαίνεται νά συνιστά νέο περιστατικό τό οποίο θά δικαιολο- γούσε τήν εκ νέου εκτίμηση από τό Δικαστήριο τής αρμοδιότητός του , στόν pretore εναπόκειται , στό πλαίσιο τής συνεργασίας μεταξύ εθνικού δικαστηρίου καί Δικαστηρίου , νά εξετάσει υπό τό φώς τών σκέψεων πού εξετέθησαν ανωτέρω , άν υφίσταται ακόμη ανάγκη νά απαντήσει τό Δικαστήριο στό πέμπτο ερώτημα καί σέ περίπτωση καταφατικής απαντήσεως νά παράσχει στό Δικαστήριο κάθε νέο στοιχείο , τό οποίο θά ηδύνατο νά δικαιολογήσει τήν εκ μέρους του διαφορετική εκτίμηση περί τής αρμοδιότητός του .