61980J0098

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 14ΗΣ ΜΑΙΟΥ 1981. - GIUSEPPE ROMANO ΚΑΤΑ INSTITUT NATIONAL D'ASSURANCE MALADIE-INVALIDITE. - (ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ TRIBUNAL DU TRAVAIL ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ). - ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ - ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΑ ΤΙΜΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΟΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 98/80.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1981 σελίδα 01241
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00301


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Κοινωνική ασφάλιση τών διακινούμενων εργαζομένων — Διοικητική Επιτροπή — Εξουσιοδότηση από τό Συμβούλιο πρός έκδοση κανονιστικών πράξεων — Ασυμβίβαστο μέ τή συνθήκη — Αποφάσεις τής ανωτέρω επιτροπής — Μή υποχρεωτικά αποτελέσματα έναντι τών εθνικών αρχών

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρα 155 , 173 καί 177· κανονισμός τού Συμβουλίου 1408/71 άρθρο 81 )

2 . Κοινωνική ασφάλιση τών διακινούμενων εργαζομένων — Παροχές — Εθνικοί κανόνες περί μή επιτρεπτού τής σωρεύσεως — Σύνταξη δυνάμει τής νομοθεσίας ενός μόνου Κράτους μέλους — Μείωση λόγω συντάξεως πού χορηγείται από άλλο Κράτος μέλος — Απόδοση προσωρινών προκαταβολών — Εφαρμοστέα τιμή συναλλάγματος γιά τόν υπολογισμό τού αποδοτέου ποσού

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 51 )

Περίληψη


1 . Όπως συνάγεται από τό άρθρο 155 οσο καί από τό δικαιοδοτικό σύστημα πού διαμόρφωσε η συνθήκη καί κυρίως από τά άρθρα της 173 καί 177 , ενα όργανο , οπως η Διοικητική Επιτροπή , δέ δύναται νά εξουσιοδοτηθεί από τό Συμβούλιο γιά νά εκδώσει πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα . Μία απόφαση τής Διοικητικής Επιτροπής , μολονότι δύναται νά βοηθήσει τούς φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως πού ειναι επιφορτισμένοι μέ τήν εφαρμογή τού κοινοτικού δικαίου σ’ αυτό τόν τομέα , δέ δύναται νά τούς υποχρεώσει νά ακολουθήσουν ορισμένες μεθόδους ή νά υιοθετήσουν ορισμένη ερμηνεία , οταν προβαίνουν στήν εφαρμογή τών κοινοτικών κανόνων . Επομένως , η απόφαση 101 τής Διοικητικής Επιτροπής δέ δεσμεύει τά εθνικά δικαστήρια .

2 . Όταν μία πλήρης σύνταξη έχει χορηγηθεί σέ εργαζόμενο δυνάμει μόνο τής εθνικής νομοθεσίας ενός Κράτους μέλους καί , κατ’ εφαρμογή τής κοινο τικής κανονιστικής ρυθμίσεως τού παρέχεται επίσης σύνταξη εντός ενός άλλου Κράτους μέλους , τής οποίας τό ποσό αφαιρείται από τήν πλήρη σύνταξη πού τού χορήγησε ο αρμόδιος φορεύς τού πρώτου Κράτους μέλους , δέ συμβιβάζεται από τό άρθρο 51 τής συνθήκης η εφαρμογή αυτής τής νομοθεσίας πού επιτρέπει , γιά μία ορισμένη περίοδο , η απόδοση στόν αρμόδιο φορέα τού πρώτου Κράτους μέλους τών προσω ρινών προκαταβολών πού καταβλήθηκαν στό δικαιούχο νά υπερβαίνει τό ποσό τής συντάξεως ή τών καθυστερούμενων ποσών πού μεταφέρθηκαν σ’ αυτόν τό φορέα από τό φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως τού δεύτερου Κράτους μέλους , κατόπιν μετατροπής του σέ εθνικό νόμισμα τού πρώτου Κράτους μέλους κατά τήν ημερομηνία τής μεταφοράς .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 98/80

πού έχει ως αντικείμενο αίτηση τού Tribunal du travail τών Βρυξελλών , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , μέ τήν οποία ζητείται , στό πλαίσιο τής διαφοράς πού εκκρεμεί ενώπιον τού δικαστηρίου αυτού μεταξύ

GIUSEPPE ROMANO

καί

INSTITUT NATIONAL D’ASSURANCE MALADIE-INVALIDITE , Βρυξέλλες ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως πρός τήν ερμηνεία τής αποφάσεως 101 τής Διοικητικής Επιτροπής τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων γιά τήν κοινωνική ασφάλιση τών διακινούμενων εργαζομένων , τής 29ης Μα ΐου 1975 περί τού κρίσιμου χρονικού σημείου γιά τόν καθορισμό τής εφαρμοστέας τιμής μετατροπής κατά τόν υπολογισμό ορισμένων παροχών ( JO C 44 τής 26 . 2 . 1976 , σ . 3 ) ενόψει τών διατάξεων τού άρθρου 7 τού κανονισμού 574/72 τού Συμβουλίου τής 21ης Μαρτίου 1972 , πού καθορίζει τόν τρόπο εφαρμογής τού κανονισμού 1408/71 περί εφαρμογής τών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στούς μισθωτούς καί τίς οικογένειές τους πού διακινούνται εντός τής Κοινότητας ( JO L 74 , σ . 1 , ΕΕ ειδ . έκδ . αριθ . Ν 74 , τόμ . 05/001 , σ . 138 ),

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ διάταξη τής 6ης Μαρτίου 1980 , πού περιήλθε στό Δικαστήριο στίς 13 Μαρτίου τού ίδιου έτους , τό Tribunal du travail τών Βρυξελλών υπέβαλε , δυνάμει τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , προδικαστικό ερώτημα , αφενός μέν ως πρός τήν ερμηνεία τού κανονισμού 574/72 τού Συμβουλίου τής 21ης Μαρτίου 1972 περί τού τρόπου εφαρμογής τού κανονισμού 1408/71 , περί εφαρμογής τών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στούς μισθωτούς καί τίς οικογένειές τους πού διακινούνται εντός τής Κοινότητας ( JO L 74 σ . 1 , ΕΕ . ειδ . έκδ . αριθ . Ν 74 , τόμ . 05/001 , σ . 138 ), καί αφετέρου ως πρός τό κύρος τής αποφάσεως 101 τής Διοικητικής Επιτροπής τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων γιά τήν κοινωνική ασφάλιση τών διακινούμενων εργαζομένων ( JO C 44 τής 26 . 2 . 76 , σ . 3 ).

2 Τό ερώτημα αυτό ανέκυψε στά πλαίσια διαφοράς μεταξύ τού προσφεύγοντος στήν κύρια δίκη Giuseppe Romano καί τού Institut national d’assurance maladie-invalidite ( ΙΝΑΜΙ ), βελγικού φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως , καθ’ ου στήν κύρια δίκη .

3 Ο προσφεύγων στήν κύρια δίκη έλαβε από 29 Αυγούστου 1970 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1975 πλήρη βελγική αποζημίωση αναπηρίας . Από τής 1ης Ιανουαρίου 1976 απολαύει βελγικής συντάξεως αποχωρήσεως . Μέ απόφαση πού λήφθηκε στίς 6 Απριλίου 1976 καί συμπληρώθηκε τήν 1η Ιουλίου 1976 τό Institut Nazionale della Previdenza Sociale ( INPS ) τού Παλέρμο χορήγησε στόν προσφεύγοντα σύνταξη αναπηρίας δυνάμει τής ιταλικής νομοθεσίας , αναδρομικώς από 1ης Σεπτεμβρίου 1970 .

4 Τό άρθρο 70 παράγραφος 2 τού βελγικού νόμου τής 9ης Αυγούστου 1963 περί ιδρύσεως καί οργανώσεως συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως κατά ασθένειας καί αναπηρίας , οπως διατυπώθηκε μέ τό νόμο τής 5ης Ιουλίου 1971 , ορίζει οτι :

«Οι παροχές πού προβλέπονται στόν παρόντα νόμο δέ χορηγούνται , παρά μόνο μέ τούς ορους πού καθορίζονται από τό βασιλέα , οταν η ζημία γιά τήν κάλυψη τής οποίας ζητούνται οι παροχές καλύπτεται από τό κοινό δίκαιο ή από άλλη νομοθεσία . Σ’ αυτές τίς περιπτώσεις , οι ασφαλιστικές παροχές δέ σωρεύονται μέ τήν αποζημίωση πού χορηγείται βάσει τής άλλης νομοθεσίας· βαρύνουν τόν οργανισμό ασφαλίσεως κατά τό μέρος κατά τό οποίο η ζημία πού καλύπτεται απ’ αυτή τή νομοθεσία δέν αποκαθίσταται πράγματι . Σέ κάθε περίπτωση ο δικαιούχος οφείλει νά λάβει ποσά τουλάχιστον ισοδύναμα πρός τό υψος τών παροχών τής ασφαλίσεως .

Ο ασφαλιστικός οργανισμός υποκαθίσταται αυτοδικαίως στά δικαιώματα τού δικαιούχου . . . »

5 Επικαλούμενο αυτή τή διάταξη τό ΙΝΑΜΙ , θεώρησε οτι η χορήγηση τής ιταλικής συντάξεως αναπηρίας έπρεπε νά συνεπάγεται αναλογική μείωση τής αποζημιώσεως αναπηρίας πού καταβλήθηκε στό Βέλγιο γιά τήν περίοδο από 1ης Σεπτεμβρίου 1970 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1975 . Κατόπιν αυτού , μέ απόφαση πού κοινοποίησε στόν ενδιαφερόμενο στίς 24 Σεπτεμβρίου 1976 , προέβη σέ αναθεώρηση τής αποφάσεως περί χορηγήσεως βελγικής αποζημιώσεως αναπηρίας . Η απόφαση αυτή προέβλεπε τή μείωση τού ποσού αυτού τής αποζημιώσεως κατά τό ποσό τής συντάξεως πού χορηγούσε ο INPS , επιπλέον δέ διελάμβανε οτι θά χωρούσε απόδοση τών υπολογισθεισών σέ 107 848 FB προσωρινών προκαταβολών . Περαιτέρω διευκρίνιζε οτι «στήν περίπτωση πού η καταβολή , η οποία έγινε γιά λογαριασμό μας δέ θά κάλυπτε ακριβώς τό ποσό τής αποζημιώσεως πού χορηγήθηκε προσωρινώς , θά επιφορτίσουμε τόν ασφαλιστικό σας φορέα νά προβεί , σέ συμφωνία μέ σάς , στήν επιστροφή τής διαφοράς· εάν , αντιθέτως , υπάρξει υπόλοιπο σέ πίστωσή σας , αυτό θά σάς καταβληθεί μέ φροντίδα μας» .

6 Ακολούθως τό INPS κατέβαλε στίς 29 Ιουλίου 1977 στό ΙΝΑΜΙ , ποσό 3 109 670 λιρετών πού αντιστοιχούσε στά καθυστερούμενα ποσά τής ιταλικής συντάξεως γιά τήν περίοδο 1ης Σεπτεμβρίου 1970 μέχρι 30 Ιουνίου 1977 .

7 Γιά τόν υπολογισμό τού αποδοτέου ποσού τό ΙΝΑΜΙ εφήρμοσε τήν τιμή συναλλάγματος πού ίσχυε τήν 1η Ιανουαρίου 1975 , δηλ . 1 λιρέτα = 0,05784 τού βελγικού φράγκου , ενώ γιά τή μετατροπή τού ποσού τών 3 109 670 λιρετών πού καταβλήθηκαν από τό INPS σέ βελγικά φράγκα υπολόγισε τήν τιμή συναλλάγματος τής ημέρας καταβολής , δηλ . 1 λιρέτα = 0,040355 τού βελγικού φράγκου . Τό καταβληθέν ποσό ισοδυναμούσε συνεπώς μέ 125 491 FB . Αφού αφαίρεσε τό ποσό τών 107 848 FB πού , κατά τήν άποψή του αντιστοιχούσε στίς προσωρινές προκαταβολές , τό ΙΝΑΜΙ κατέβαλε στόν προσφεύγοντα στήν κύρια δίκη τό υπόλοιπο , δηλ . 17 643 FB .

8 Από τά ανωτέρω συνάγεται , οτι τό ποσό πού παρακράτησε τό ΙΝΑΜΙ ηταν , λόγω τής διαφοράς μεταξύ τής τιμής συναλλάγματος πού εφαρμόσθηκε γιά τόν υπολογισμό τού αποδοτέου ποσού κι εκείνης πού εφαρμόσθηκε γιά τή μετατροπή τού καταβληθέντος ποσού από τό INPS , μεγαλύτερο από τό ποσό τών παροχών πού πράγματι καταβλήθηκαν από τό INPS κατά τήν περίοδο από 1 Σεπτεμβρίου 1970 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1975 .

9 Η διαφορά ενώπιον τού Tribunal du travail τών Βρυξελλών αφορούσε βασικά τό δικαίωμα πού ειχε ο προσφεύγων στήν κύρια δίκη νά τού καταβληθεί από τό ΙΝΑΜΙ τό ποσό πού τού εκχώρησε τό INPS . Τό ποσό αυτό αντιστοιχούσε στίς ιταλικές παροχές γιά τήν περίοδο από 1 . 1 . 1976 μέχρι 30 . 6 . 1977 . Ο προσφεύγων στήν κύρια δίκη αμφισβήτησε τήν ορθότητα τού υπολογισμού πού έκανε τό ΙΝΑΜΙ καί υποστήριξε οτι , οποιαδήποτε καί άν ειναι η εφαρμοστέα τιμή συναλλάγματος γιά τή μετατροπή , τό αποδοτέο ποσό λόγω τών προσωρινών προκαταβολών δέν μπορεί ποτέ νά υπερβεί τά καθυστερούμενα ποσά εκ τής συντάξεως πού οφείλονται κατά τό αλλοδαπό σύστημα γιά τήν περίοδο πού υπήρχε σώρευση τών παροχών .

10 Τό ΙΝΑΜΙ διευκρίνισε οτι ο υπολογισμός τού αποδοτέου ποσού έγινε βάσει τής τιμής συναλλάγματος πού προβλέπει τό άρθρο 107 τού κανονισμού 574/72 τού Συμβουλίου καί η απόφαση 101 τής 29ης Μα ΐου 1975 τής Διοικητικής Επιτροπής τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων γιά τήν ασφάλιση τών διακινούμενων εργαζομένων ( στό εξής : «η Διοικητική Επιτροπή» ).

11 Τό άρθρο 107 τού κανονισμού 574/72 οπως τροποποιήθηκε από τόν κανονισμό 2639/74 τού Συμβουλίου τής 15ης Οκτωβρίου , πού τροποποίησε τό άρθρο 107 τού κανονισμού 574/72 ( JO L 283 , σ . 1 , ΕΕ ειδ . έκδ . αριθ . Ν . 283 , τόμ . 05/002 , σ . 34 ) ορίζει οτι :

«1 . Γιά τήν εφαρμογή τού άρθρου 12 παράγραφοι 2 , 3 καί 4 , τού άρθρου 19 παράγραφος 1 περίπτωση β τελευταία φράση , τού άρθρου 22 παράγραφος 1 ii τελευταία φράση , τού άρθρου 25 παράγραφος 1 περίπτωση β προτελευταία φράση , τού άρθρου 41 παράγραφος 1 περιπτώσεις γ καί δ , τού άρθρου 46 παράγραφοι 3 καί 4 , τού άρθρου 50 , τού άρθρου 52 περίπτωση β τελευταία φράση , τού άρθρου 55 παράγραφος 1 ii τελευταία φράση , τού άρθρου 70 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο καί τού άρθρου 71 παράγραφος 1 περίπτωση β ii προτελευταία φράση τού κανονισμού , καθώς καί τού άρθρου 34 παράγραφος 1 καί τού άρθρου 119 παράγραφος 2 τού κανονισμού εφαρμογής , η τιμή μετατροπής σέ εθνικό νόμισμα ποσών εκφραζόμενων σέ άλλο εθνικό νόμισμα ειναι :

α ) γιά δύο νομίσματα , γιά τά οποία η διαφορά μεταξύ τής τιμής συναλλάγματος στήν αγορά καί τής τιμής πού αντιστοιχεί στή σχέση τών de facto ισοτιμιών τους , υπό τήν έννοια τής παραγράφου 2 εδάφιο πρώτο , δέ δύναται νά υπερβαίνει ενα περιθώριο 2,25 % : η τελευταία αυτή τιμή πού ισχύει τήν τελευταία εργάσιμη ημέρα τής περιόδου αναφοράς , οπως αυτή ορίζεται στήν παράγραφο 2 εδάφιο δεύτερο·

β)γιά δύο νομίσματα , γιά τά οποία η διαφορά μεταξύ τής τιμής συναλλάγματος στήν αγορά καί τής τιμής πού αντιστοιχεί στή σχέση τών de facto ισοτιμιών τους , υπό τήν έννοια τής παραγράφου 2 εδάφιο πρώτο , δύναται νά υπερβαίνει τό περιθώριο 2,25 % : μιά τιμή υπολογιζόμενη από τήν Επιτροπή καί βασιζόμενη στόν αριθμητικό μέσο ορο τών τιμών συναλλάγματος τών νομισμάτων αυτών πού λαμβάνονται σέ καθεμιά από τίς δύο εθνικές αγορές συναλλάγματος κατά τή διάρκεια τής περιόδου αναφοράς , οπως αυτή ορίζεται στήν παράγραφο 2 εδάφιο δεύτερο .

2.Ως de facto ισοτιμία νοείται η ισοτιμία πού έχει δηλωθεί στό Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή η ισχύουσα κεντρική τιμή .

Περίοδος αναφοράς ειναι :

— Ο Ιανουάριος γιά τίς τιμές μετατροπής πρός εφαρμογή από τήν 1η τού επόμενου Απριλίου .

— Ο Απρίλιος γιά τίς τιμές μετατροπής πρός εφαρμογή από τήν 1η τού επόμενου Ιουλίου .

— Ο Ιούλιος γιά τίς τιμές μετατροπής πρός εφαρμογή από τήν 1η τού επόμενου Οκτωβρίου .

— Ο Οκτώβριος γιά τίς τιμές μετατροπής πρός εφαρμογή από τήν 1η τού επόμενου Ιανουαρίου .

3.Οι τιμές συναλλάγματος πού λαμβάνονται γιά τήν εφαρμογή τής παραγράφου 1 περίπτωση β ειναι :

α ) οσον αφορά τό φράγκο τού Βελγίου καί τού Λουξεμβούργου : οι επίσημες μέσες τιμές πού διαμορφώνονται κάθε εργάσιμη ημέρα κατά τήν επίσημη δήλωση τιμών στό χρηματιστήριο τών Βρυξελλών·

β)οσον αφορά τό γερμανικό μάρκο : οι επίσημες μέσες τιμές πού διαμορφώνονται κάθε εργάσιμη ημέρα κατά τήν επίσημη δήλωση τιμών στό χρηματιστήριο τής Φραγκφούρτης·

γ)οσον αφορά τό γαλλικό φράγκο : οι επίσημες τιμές πού διαμορφώνονται κάθε εργάσιμη ημέρα κατά τήν επίσημη δήλωση τιμών στό χρηματιστήριο τού Παρισιού·

δ)οσον αφορά τήν ιταλική λιρέτα : ο μέσος ορος τών επίσημων μέσων τιμών πού διαμορφώνονται κάθε εργάσιμη ημέρα κατά τήν επίσημη δήλωση τιμών στά χρηματιστήρια τής Ρώμης καί τού Μιλάνου·

ε)οσον αφορά τό ολλανδικό φιορίνι : οι επίσημες μέσες τιμές πού διαμορφώνονται κάθε εργάσιμη ημέρα κατά τήν επίσημη δήλωση τιμών στό χρηματιστήριο τού Άμστερνταμ·

στ)οσον αφορά τήν αγγλική λίρα καί τήν ιρλανδική λίρα : οι μέσες τιμές πού διαπιστώνονται κάθε εργάσιμη ημέρα στίς 12.00 στήν αντιπροσωπευτική αγορά τών δύο αυτών νομισμάτων·

ζ)οσον αφορά τή δανική κορώνα : οι επίσημες τιμές πού διαμορφώνονται στίς 12.00 κατά τήν επίσημη δήλωση τιμών πού λαμβάνει χώρα κάθε εργάσιμη ημέρα στήν Κοπεγχάγη υπό τήν προεδρία τής Εθνικής Τράπεζας τής Δανίας .

4.Η Διοικητική Επιτροπή καθορίζει , μετά από πρόταση τής Επιτροπής Λογαριασμών , τήν ημερομηνία πού πρέπει νά ληφθεί υπόψη γιά τόν καθορισμό τών τιμών μετατροπής πρός εφαρμογή στίς περιπτώσεις πού αναφέρονται στήν παράγραφο 1 .

5.Οι τιμές μετατροπής πρός εφαρμογή στίς περιπτώσεις πού αναφέρονται στήν παράγραφο 1 δημοσιεύονται στήν Επίσημη Εφημερίδα τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά τή διάρκεια τού προτελευταίου μήνα πού προηγείται εκείνου , από τήν πρώτη ημέρα τού οποίου πρέπει νά εφαρμοσθούν .

6.Στίς μή προβλεπόμενες στήν παράγραφο 1 περιπτώσεις η μετατροπή πραγματοποιείται στήν επίσημη τιμή συναλλάγματος τής ημέρας πληρωμής τόσο σέ περίπτωση καταβολής παροχών οσο καί σέ περίπτωση αποδόσεως.»

12 Η Διοικητική Επιτροπή ιδρύθηκε δυνάμει τών διατάξεων τού άρθρου 80 τού κανονισμού 1408/71 τού Συμβουλίου τής 14ης Ιουνίου 1971 περί εφαρμογής τών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στούς μισθωτούς καί τίς οικογένειές τους πού διακινούνται εντός τής Κοινότητας . ( JO L 149 , σ . 2 — ΕΕ ειδ . έκδ . αριθ . Ν 149/2 , τόμ . 05/001 , σ . 7 ). Τά καθήκοντα τής Διοικητικής Επιτροπής καθορίζονται στό άρθρο 81 καί περιλαμβάνουν κυρίως τήν υποχρέωση νά χειρίζεται ολα τά διοικητικά θέματα ή τά θέματα ερμηνείας πού απορρέουν από τίς διατάξεις τού κανονισμού καί μεταγενέστερων κανονισμών ή από οποιαδήποτε συμφωνία ή συμβατική ρύθμιση στά πλαίσια αυτών τών κανονισμών , επιφυλασσόμενου τού δικαιώματος τών ενδιαφερόμενων αρχών , φορέων καί προσώπων νά καταφεύγουν στίς διαδικασίες καί στά δικαστήρια πού προβλέπονται από τίς νομοθεσίες τών Κρατών μελών , από τόν κανονισμό καί από τή συνθήκη .

13 Μέ τήν απόφασή της , υπ’ αριθμό 101 τής 29ης Μα ΐου 1976 η Διοικητική Επιτροπή κρίνοντας οτι , λαμβανομένων υπόψη τών διατάξεων τών κανονισμών 1408/71 καί 574/72 τού Συμβουλίου , έπρεπε νά λάβει νέα απόφαση περί τού κρίσιμου χρονικού σημείου γιά τόν καθορισμό τών εφαρμοστέων συντελεστών μετατροπής κατά τόν υπολογισμό ορισμένων παροχών , αποφάσισε , μεταξύ άλλων , οτι :

«Γιά συντάξεις γιά τίς οποίες αποκτήθηκε δικαίωμα πρίν από τήν 1η Ιανουαρίου 1975 καί οι οποίες δέν εκκαθαρίσθηκαν μέχρι τής ενάρξεως τής ισχύος τής αποφάσεως αυτής η τιμή μετατροπής πού πρέπει νά ληφθεί υπόψη ειναι εκείνη πού ισχύει τήν 1η Ιανουαρίου 1975 , σύμφωνα μέ τήν παράγραφο 1 τού άρθρου 107 τού κανονισμού ( ΕΟΚ ) 574/72 οπως τροποποιήθηκε από τόν κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2639/74.»

Σύμφωνα μέ τό άρθρο της , η ανωτέρω απόφαση , εφαρμόζεται πράγματι από τήν 1η Μαρτίου 1975 .

14 Υπ’ αυτές τίς συνθήκες τό Tribunal du travail τών Βρυξελλών κρίνοντας οτι , άν αυτή η απόφαση εφαρμοζόταν στήν προκειμένη περίπτωση , τό ΙΝΑΜΙ δικαίως θά ελάμβανε υπόψη του γιά τή μετατροπή τών προκαταβολών επί τών παροχών τόν ισχύοντα συντελεστή κατά τήν 1η Ιανουαρίου 1975 , υπέβαλε στό Δικαστήριο τό ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα :

«Η απόφαση 101 τής Διοικητικής Επιτροπής τής ΕΟΚ τής 29ης Μα ΐου 1975 δημοσιευθείσα στή σελίδα 3 τής JO C 44 τής 26ης Φεβρουαρίου 1976 ορίζει , ιδίως , οτι γιά τίς συντάξεις επί τών οποίων τό δικαίωμα γεννάται πρό τής 1ης Ιανουαρίου 1975 , καί οι οποίες δέν εκκαθαρίσθηκαν ακόμη μέχρι τήν 1η Μαρτίου 1976 , η τιμή μετατροπής πού πρέπει νά ληφθεί υπόψη ειναι εκείνη πού ισχύει τήν 1η Ιανουαρίου 1975 , δηλαδή τιμή μετατροπής 1 λιρέτα = 0,05784 FB , οπως δημοσιεύθηκε στήν JO C 143 τής 18ης Νοεμβρίου 1974 , σ . 1 .

Ειναι η απόφαση αυτή νόμιμη καί ενδεχομένως ποιάς ερμηνείας πρέπει νά τύχει ενόψει τών διατάξεων τού άρθρου 7 τού κανονισμού 574/72 πού προβλέπει ουσιαστικώς οτι τά αποδιδόμενα ποσά δέ δύνανται νά ειναι ανώτερα τού ποσού πού πράγματι εισπράχθηκε δυνάμει άλλης νομοθεσίας;»

15 Τό ΙΝΑΜΙ δήλωσε κατά τή διάρκεια τής διαδικασίας ενώπιον τού Δικαστηρίου οτι ο υπολογισμός τής βελγικής αποζημιώσεως έγινε συμφώνως πρός μόνη τή βελγική νομοθεσία πού θεωρήθηκε πιό ευνοϊκή γιά τόν ενδιαφερόμενο από τήν εφαρμογή τού άρθρου 46 τού κανονισμού 1408/71 , Τόνισε δέ οτι αυτή η μέθοδος υπολογισμού συνεπαγόταν τήν εφαρμογή τών διατάξεων τής εθνικής νομοθεσίας περί τού μή επιτρεπτού τής σωρεύσεως τών παροχών .

Τό Δικαστήριο έκρινε μέ τίς αποφάσεις του τής 13ης Οκτωβρίου 1977 ( Mura 22/77 , Rec ., σ . 1699 καί Greco 37/77 , Rec ., σ . 1711 ) οτι , οταν η τελευταία περίοδος τού άρθρου 12 παράγραφος 2 τού κανονισμού 1408/71 δέν εφαρμόζεται ( δηλαδή στίς περιπτώσεις πού οι διατάξεις τού άρθρου 46 παράγραφος 3 τού κανονισμού δέν εφαρμόζονται διότι θά συνεπάγοταν μείωση τής ληφθείσας παροχής δυνάμει μόνης τής νομοθεσίας ενός Κράτους μέλους ), εφαρμόζεται η πρώτη περίοδος μέ συνέπεια νά αντιτάσσονται στό δικαιούχο οι διατάξεις περί μειώσεως , αναστολής ή καταργήσεως πού προβλέπει η εθνική νομοθεσία .

16 Τό ΙΝΑΜΙ υποστήριξε , κατόπιν , οτι τό άρθρο 107 τού κανονισμού 574/72 εφαρμόζεται επί τού υπολογισμού τής βελγικής παροχής πού προβλέπει τό άρθρο 70 παράγραφος 2 τού νόμου τής 9ης Αυγούστου 1963 πού εφαρμόζεται δυνάμει τού άρθρου 12 τού κανονισμού 1408/71 .

17 Άν , αντιθέτως , οπως υποστήριξε η Επιτροπή , τό άρθρο 12 παράγραφος 2 τού κανονισμού 1408/71 δέν εφαρμόζεται στή συγκεκριμένη περίπτωση , οι διατάξεις τού άρθρου 107 τού κανονισμού 574/72 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία , δεδομένου οτι μέχρι τήν 1η Ιουλίου 1976 , ημερομηνία από τήν οποία τό άρ- θρο 241 bis τού βασιλικού διατάγματος τής 4ης Νοεμβρίου 1963 άρχισε νά ισχύει , δέν υπήρχε καμία εθνική βελγική διάταξη πού νά ρυθμίζει τήν απόφαση η οποία νά καθορίζει τό υψος τής παροχής πού βαρύνει τό Βέλγιο . Άν καί η απόφαση τού ΙΝΑΜΙ λήφθηκε τό Σεπτέμβριο τού 1976 , η ανικανότητα πρός εργασία καί η έναρξη ισχύος τής ιταλικής παροχής προηγήθηκαν πολύ τής 1ης Ιουλίου 1976 .

18 Όπως προκύπτει από τό υποβληθέν ερώτημα , τό Tribunal du travail , ρωτά άν η ανωτέρω απόφαση τής Διοικητικής Επιτροπής ειναι νόμιμη , ενόψει τού άρθρου 7 τού κανονισμού 574/72 , ο οποίος «προβλέπει ουσιαστικώς οτι τά αποδιδόμενα ποσά δέ δύνανται νά ειναι ανώτερα τού ποσού πού πράγματι εισπράχθηκε δυνάμει μιάς άλλης νομοθεσίας» .

19 Πλήν ομως , πρέπει νά επισημανθεί οτι τό άρθρο 7 τού κανονισμού 574/72 δέν περιέχει καμία διάταξη πού νά επάγεται τόσο σαφές αποτέλεσμα , οπως αυτό πού υπολαμβάνει τό ερώτημα , έτσι ωστε τό άρθρο αυτό νά μήν ασκεί καμία επίδραση στήν απάντηση επί τού τεθέντος ερωτήματος .

20 Όσον αφορά τό ερώτημα , οπως τέθηκε από τό Tribunal du travail , συνάγεται τόσο από τό άρθρο 155 τής συνθήκης οσο καί από τό δικαιοδοτικό σύστημα πού διαμόρφωσε η συνθήκη , καί κυρίως από τά άρθρα της 173 καί 177 , οτι ενα όργανο , οπως η Διοικητική Επιτροπή , δέ δύναται νά εξουσιοδοτηθεί από τό Συμβούλιο γιά νά εκδώσει πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα . Μία απόφαση τής Διοικητικής Επιτροπής , μολονότι δύναται νά βοηθήσει τούς φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως πού ειναι επιφορτισμένοι μέ τήν εφαρμογή τού κοινοτικού δικαίου σ’ αυτό τόν τομέα , δέ δύναται νά τούς υποχρεώσει νά ακολουθήσουν ορισμένες μεθόδους ή νά υιοθετήσουν ορισμένη ερμηνεία , οταν προβαίνουν στήν εφαρμογή τών κοινοτικών κανόνων . Επομένως , η απόφαση 101 τής Διοικητικής Επιτροπής δέ δεσμεύει τό Tribunal du travail .

21 Συνεπώς , η απάντηση στό ερώτημα πού έθεσε τό Tribunal du travail τών Βρυξελλών πρέπει νά ειναι κατ’ αυτή τήν έννοια .

22 Θά πρέπει , πάντως , νά προστεθούν ορισμένες σκέψεις , οι οποίες θά μπορούσαν νά βοηθήσουν τήν επίλυση τής υποθέσεως πού εκκρεμεί ενώπιον αυτού τού Δικαστηρίου .

23 Από τό φάκελο προκύπτει οτι η ανικανότητα πρός εργασία πού συνιστά τή βάση τών εν λόγω παροχών άρχισε σέ περίοδο πού προηγείται τής 1ης Ιανουαρίου 1973 , ημερομηνία ενάρξεως τής ισχύος τών κανονισμών 1408/71 καί 574/72 . Όμως οι διάδικοι στήν κύρια δίκη καί τό Tribunal du travail τών Βρυξελλών , καθώς καί η Επιτροπή πού κατέθεσε παρατηρήσεις ενώπιον τού Δικαστηρίου , φαίνεται πώς έκριναν οτι εν προκειμένω εφαρμόζονταν οι διατάξεις αυτών τών κανονισμών . Τό Δικαστήριο θεωρεί οτι , εκτός τής περιπτώσεως πού ο εργαζόμενος έχει ζητήσει τήν εφαρμογή τών διατάξεων τού κανονισμού 1408/71 εφαρμοστέες ειναι εν προκειμένω οι διατάξεις τού κανονισμού 3 τού Συμβουλίου τής 25ης Σεπτεμβρίου 1958 ( JO αριθ . 30 , σ . 561 ). Ως πρός τό θέμα αυτό πρέπει νά παρατηρηθεί , ομως , οτι οποιοδήποτε κι άν ειναι τό εφαρμοστέο σύστημα , οι συνέπειες δέ θά ειναι διαφορετικές γιά τήν επίλυση τής διαφοράς .

24 Πρέπει νά τονισθεί οτι η εφαρμογή τών εθνικών κανόνων περί τού μή επιτρεπτού τής σωρεύσεως προκύπτει από πάγια νομολογία τού Δικαστηρίου , κατά τήν οποία μία διάταξη τού βασικού κανονισμού πού έχει ως συνέπεια νά στερήσει τό διακινούμενο εργαζόμενο από μέρος τού οφέλους πού δικαιούται κατά τή νομοθεσία ενός μόνο Κράτους μέλους , δέν ειναι σύμφωνη μέ τό σκοπό τού άρθρου 51 τής συνθήκης . Τό Δικαστήριο δέχθηκε μέ τή νομολογία αυτή οτι , οταν η χορήγηση πλήρους εθνικής συντάξεως πού συνοδεύεται από τήν εφαρμογή τών εθνικών κανόνων περί τού μή επιτρεπτού τής σωρεύσεως ειναι ευνοϊκότερη γιά τόν εργαζόμενο από ο,τι τό σύστημα τού συνυπολογισμού καί τής ανάλογης κατανομής πού προβλέπεται από τήν κοινοτική κανονιστική ρύθμιση , η εθνική νομοθεσία εφαρμόζεται εξ ολοκλήρου . Μολονότι αυτή η νομολογία μπορεί νά έχει ως συνέπεια τή μείωση τού ποσού τών παροχών πού χορηγούνται στόν εργαζόμενο δυνάμει τών νομοθεσιών περισσοτέρων Κρατών μελών , εκκινεί εντούτοις από τή σκέψη οτι ο εργαζόμενος πρέπει νά λάβει , τό λιγότερο , τήν πιό ευνοϊκή πλήρη σύνταξη πού δικαιούται δυνάμει τής νομοθεσίας ενός μόνον Κράτους μέλους .

25 Κατά συνέπεια , οταν μιά πλήρης σύνταξη έχει χορηγηθεί σέ εργαζόμενο δυνάμει μόνο τής εθνικής νομοθεσίας ενός Κράτους μέλους καί , κατ’ εφαμογή τής κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως τού παρέχεται επίσης σύνταξη εντός ενός άλλου Κράτους μέλους , τής οποίας τό ποσό αφαιρείται από τήν πλήρη σύνταξη πού τού χορήγησε ο αρμόδιος φορέας τού πρώτου Κράτους μέλους , δέ συμβιβάζεται μέ τό άρθρο 51 τής συνθήκης η εφαρμογή αυτής τής νομοθεσίας πού επιτρέπει γιά μιά ορισμένη περίοδο , η απόδοση στόν αρμόδιο φορέα τού πρώτου Κράτους μέλους τών προσωρινών προκαταβολών πού καταβλήθηκαν στό δικαιούχο νά υπερβαίνει τό ποσό τής συντάξεως ή τών καθυστερούμενων ποσών πού μεταφέρθηκαν σ’ αυτόν τό φορέα από τό φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως τού δεύτερου Κράτους μέλους , κατόπιν μετατροπής του σέ εθνικό νόμισμα τού πρώτου Κράτους μέλους κατά τήν ημερομηνία τής μεταφοράς .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

26 Τά έξοδα , στά οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή , πού υπέβαλε παρατηρήσεις στό Δικαστήριο δέν αποδίδονται . Δεδομένου οτι η παρούσα διαδικασία έχει ως πρός τούς διαδίκους τής κύριας δίκης τό χαρακτήρα παρεμπίπτοντος πού ανέκυψε ενώπιον τού εθνικού δικαστηρίου , σ’ αυτό εναπόκειται νά αποφανθεί επί τών δικαστικών εξόδων .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πρώτο τμήμα )

κρίνοντας επί τού ερωτήματος πού τού υπέβαλε μέ διάταξη τής 6ης Μαρτίου 1980 τό Tribunal du travail τών Βρυξελλών , αποφαίνεται :

1 ) Μία απόφαση τής Διοικητικής Επιτροπής , μολονότι δύναται νά βοηθήσει τούς φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως πού ειναι επιφορτισμένοι μέ τήν εφαρμογή τού κοινοτικού δικαίου σ’ αυτόν τόν τομέα , δέ δύναται νά τούς υποχρεώσει νά ακολουθήσουν ορισμένες μεθόδους ή νά υιοθετήσουν ορισμένη ερμηνεία , οταν προβαίνουν στήν εφαρμογή τών κοινοτικών κανόνων . Επομένως , η απόφαση 101 τής Διοικητικής Επιτροπής δέ δεσμεύει τά εθνικά δικαστήρια .

2)Όταν μιά πλήρης σύνταξη έχει χορηγηθεί σέ εργαζόμενο δυνάμει μόνο τής εθνικής νομοθεσίας ενός Κράτους μέλους καί , κατ’ εφαρμογή τής κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως τού παρέχεται επίσης σύνταξη εντός ενός άλλου Κράτους μέλους , τής οποίας τό ποσό αφαιρείται από τήν πλήρη σύνταξη πού τού χορήγησε ο αρμόδιος φορέας τού πρώτου Κράτους μέλους , δέ συμβιβάζεται μέ τό άρθρο 51 τής συνθήκης η εφαρμογή αυτής τής νομοθεσίας πού επιτρέπει , γιά μιά ορισμένη περίοδο , η απόδοση στόν αρμόδιο φορέα τού πρώτου Κράτους μέλους τών προσωρινών προκαταβολών πού καταβλήθηκαν στό δικαιούχο νά υπερβαίνει τό ποσό τής συντάξεως ή τών καθυστερούμενων ποσών πού μεταφέρθηκαν σ’ αυτό τό φορέα από τό φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως τού δεύτερου Κράτους μέλους , κατόπιν μετατροπής του σέ εθνικό νόμισμα τού πρώτου Κράτους μέλους κατά τήν ημερομηνία τής μεταφοράς .