61979J0155

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 18ΗΣ ΜΑΙΟΥ 1982. - AM AND S EUROPA LIMITED ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΟΣ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΚΑΙ ΠΕΛΑΤΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 155/79.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1982 σελίδα 01575
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00417
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00405
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00427


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ελεγκτικές εξουσίες τής Επιτροπής — Εξουσία νά ζητεί τήν επίδειξη επαγγελματικών εγγράφων — Έννοια «επαγγελματικών εγγράφων» — Αλληλογραφία μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου — Εμπίπτει — Προϋποθέσεις

( Κανονισμός 17 τού Συμβουλίου άρθρο 14 )

2 . Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ελεγκτικές εξουσίες τής Επιτροπής — Εξουσία νά ζητεί τήν επίδειξη τών εγγράφων πού κρίνει οτι πρέπει απαραιτήτως νά λάβει γνώση — Εξουσία λήψεως αποφάσεως άν ενα έγγραφο πρέπει ή όχι νά προσκομισθεί

( Κανονισμός 17 τού Συμβουλίου άρθρο 14 )

3 . Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ελεγκτικές εξουσίες τής Επιτροπής — Εξουσία νά ζητεί τήν επίδειξη τής αλληλογραφίας μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου — Όρια — Προστασία τού εμπιστευτικού χαρακτήρος τής αλληλογραφίας αυτής

( Κανονισμός 17 τού Συμβουλίου άρθρο 14 )

4 . Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ελεγκτικές εξουσίες τής Επιτροπής — Άρνηση τής επιχειρήσεως νά προσκομίσει τήν αλληλογραφία μέ τόν δικηγόρο της επικαλουμένη τόν εμπιστευτικό χαρακτήρα τής αλληλογραφίας αυτής — Εξουσίες τής Επιτροπής

( Κανονισμός 17 τού Συμβουλίου άρθρο 14 )

Περίληψη


1 . Τό άρθρο 14 , παράγραφος 1 , τού κανονισμού 17/62 παρέχει τήν εξουσία στήν Επιτροπή νά ζητεί , οταν διενεργεί έλεγχο σέ μία επιχείρηση , τά «επαγγελματικά έγγραφα» , δηλαδή τά έγραφα πού αναφέρονται στήν δραστηριότητα τής επιχειρήσεως στήν αγορά , οσον αφορά ιδίως τήν τήρηση τών κανόνων περί ανταγωνισμού . Η αλληλογραφία μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου , καθ’ οσον αφορά μία τέτοια δραστηριότητα , εμπίπτει στήν κατηγορία τών εγγράφων αυτών .

2 . Εφ’ οσον η Επιτροπή δύναται νά ζητήσει , βάσει τού άρθρου 14 , παράγραφος 1 , τού κανονισμού 17/62 , τήν επίδειξη τών εγγράφων πού κρίνει οτι πρέπει «απαραιτήτως» νά λάβει γνώση , προκειμένου νά δύναται νά αποκαλύπτει παραβάσεις τών κανόνων τής συνθήκης περί ανταγωνισμού , επεται οτι κατ’ αρχήν εναπόκειται στήν ίδια τήν Επιτροπή καί όχι στήν ενδιαφερομένη επιχείρηση ή σέ τρίτο πρόσωπο νά αποφασίζει άν ενα έγγραφο πρέπει ή όχι νά τής προσκομισθεί .

3 . Τά εσωτερικά δίκαια τών Κρατών μελών προστατεύουν , υπό παρόμοιες συνθήκες , τόν εμπιστευτικό χαρακτήρα τής αλληλογραφίας μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου , υπό τήν προϋπόθεση οτι , αφ’ ενός , πρόκειται γιά αλληλογραφία ανταλλασσομένη στό πλαίσιο καί πρός τό συμφέρον τής υπερασπίσεως τού πελάτου καί , αφ’ ετέρου , προέρχεται από ανεξαρτήτους δικηγόρους , δηλαδή από δικηγόρους πού δέν συνδέονται μέ τόν πελάτη μέ εργασιακή σχέση . Τοποθετούμενος στό πλαίσιο αυτό , ο κανονισμός 17/62 πρέπει νά ερμηνευθεί ως προστατεύων επίσης τόν εμπιστευτικό χαρακτήρα τής αλληλογραφίας μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου εντός τών ορίων τών ανωτέρω δύο προϋποθέσεων , ενσωματώνοντας κατ’ αυτόν τόν τρόπο τά κοινά στό δίκαιο τών Κρατών μελών στοιχεία τής προστασίας αυτής . Γιά νά ειναι αποτελεσματική η εν λόγω προστασία πρέπει νά θεωρηθεί ως καλύπτουσα κάθε αλληλογραφία ανταλλασσομένη μετά τήν έναρξη τής διοικητικής διαδικασίας , δυνάμει τού κανονισμού 17/62 , πού ειναι δυνατό νά καταλήξει σέ απόφαση περί εφαρμογής τών άρθρων 85 καί 86 τής συνθήκης ή σέ απόφαση επιβάλλουσα στήν επιχείρηση χρηματικής φύσεως κυρώσεις· πρέπει επίσης νά δύναται νά καλύπτει τήν προηγουμένη συναφή μέ τό αντικείμενο μιάς τέτοιας διαδικασίας αλληλογραφία . Η κατ’ αυτόν τόν τρόπο παρεχομένη από τό κοινοτικό δίκαιο προστασία πρέπει νά εφαρμόζεται αδιακρίτως σέ ολους τούς εγγεγραμμένους στούς δικηγορικούς συλλόγους τών Κρατών μελών δικηγόρους , ανεξαρτήτως τού Κράτους μέλους στό οποίο κατοικεί ο πελάτης .

Η αρχή τού εμπιστευτικού χαρακτήρος τών σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου δέν εμποδίζει τόν πελάτη ενός δικηγόρου νά αποκαλύψει τό περιεχόμενο τής αλληλογραφίας πού αντηλλάγη μεταξύ τους , άν κρίνει οτι έχει συμφέρον νά προβεί στήν εν λόγω ενέργεια .

4 . Δεδομένου οτι οι διαφορές πού αφορούν τήν εφαρμογή τής προστασίας τού εμπιστευτικού χαρακτήρος τής αλληλογραφίας μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου απτονται τών ορων δράσεως τής Επιτροπής σέ εναν τόσο ζωτικό τομέα γιά τήν λειτουργία τής Κοινής Αγοράς , οπως ο τομέας τής τηρήσεως τών κανόνων περί ανταγωνισμού , η επίλυση τών διαφορών αυτών δύναται νά επιδιωχθεί μόνο σέ κοινοτικό επίπεδο . Κατά συνέπεια , οταν μία επιχείρηση , η οποία υποβάλλεται σέ έλεγχο δυνάμει τού άρθρου 14 τού κανονισμού 67/62 , αρνείται , επικαλουμένη τό δικαίωμα προστασίας τού εμπιστευτικού χαρακτήρος τών σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου , νά προσκομίσει , μεταξύ τών επαγγελματικών εγγράφων πού ζητεί η Επιτροπή , τήν αλληλογραφία μεταξύ αυτής καί τού δικηγόρου της , η δέ Επιτροπή κρίνει οτι δέν αποδεικνύεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας τών ανωτέρω εγγράφων , εναπόκειται σ’αυτή νά διατάξει , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 14 , παράγραφος 3 , τού προαναφερθέντος κανονισμού , τήν προσκόμιση τής επιδίκου αλληλογραφίας καί , εφ’ οσον παρίσταται ανάγκη , νά επιβάλει στήν επιχείρηση πρόστιμο ή χρηματική ποινή , δυνάμει τού αυτού κανονισμού , ως κύρωση τής αρνήσεως τής τελευταίας είτε νά παράσχει τά συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία πού η Επιτροπή θεωρεί ως απαραίτητα πρός απόδειξη τού εμπιστευτικού χαρακτήρος τών εγγράφων είτε νά εμφανίσει τήν εν λόγω αλληλογραφία πού η Επιτροπή θεωρεί οτι δέν έχει νομίμως προστατευόμενο εμπιστευτικό χαρακτήρα .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 155/79

AM & S EUROPE LIMITED , εκπροσωπουμένη από τούς J . Lever , Q.C ., τού Gray’s Inn , C . Bellamy , Barrister , τού Gray’s Inn , καί G . Child , Solicitor τού δικηγορικού γραφείου Slaughter and May , Λονδίνο , μέ αντικλήτους στό Λουξεμβούργο τούς δικηγόρους Elvinger καί Hoss , 15 , Cote d’Eich ,

προσφεύγουσα ,

υποστηριζομένη από

ΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ , εκπροσωπούμενο από τόν W . H . Godwin , Principal Assistant Treasury Solicitor , επικουρούμενο από τόν Rt . Hon . S . C . Silkin Q.C ., τού Middle Temple καί τόν D . Vaughan , Q.C ., τού Inner Temple , μέ τόπο επιδόσεων στό Λουξεμβούργο τήν βρετανική πρεσβεία , 28 , boulevard Royal ,

καί

ΤΗΝ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ( CCBE ), εκπροσωπουμένη από τόν δικηγόρο Σκωτίας D . A . O . Edward , Q.C ., καί τόν δικηγόρο Βρυξελλών J . R . Thys , μέ αντικλήτους στό Λουξεμβούργο τούς δικηγόρους T . Biever καί L . Schiltz , 83 , boulevard Grande-Duchesse-Charlotte ,

παρεμβαίνοντα ,

κατά

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ , εκπροσωπουμένης από τόν νομικό της σύμβουλο J . Temple Lang , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν νομικό της σύμβουλο M . Cervino , κτίριο Jean Monnet , Kirchberg ,

καθ’ ης ,

υποστηριζομένης από

ΤΗΝ ΓΑΛΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ , εκπροσωπουμένη από τόν N . Museux , επικουρούμενο από τόν A . Carnelutti , μέ τόπο επιδόσεων στό Λουξεμβούργο τήν πρεσβεία τής Γαλλίας , 2 , rue Bertholet ,

παρεμβαίνουσα ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


πού έχει ως αντικείμενο προσφυγή μέ τήν οποία ζητείται από τό Δικαστήριο

α ) νά ελέγξει , σύμφωνα μέ τό άρθρο 173 τής συνθήκης ΕΟΚ , τήν νομιμότητα τού άρθρου 1 , στοιχείο β , τής αποφάσεως 79/670 τής Επιτροπής τής 6ης Ιουλίου 1979 ( OJ L 199 , σ . 31 ), βάσει τού οποίου υπεχρεώθη η προσφεύγουσα νά προσκομίσει πρός εξέταση από τήν Επιτροπή ορισμένα έγγραφα , πού η προσφεύγουσα θεωρεί οτι καλύπτονται από τό «legal privilege»·

β)νά κρίνει άκυρο , σύμφωνα μέ τό άρθρο 174 τής συνθήκης ΕΟΚ , τό άρθρο 1 , στοιχείο β , τής αποφάσεως τής 6ης Ιουλίου 1979· επικουρικώς νά τό κρίνει άκυρο , καθ’ οσον υποχρεώνει τήν προσφεύγουσα νά προσκομίσει πρός εξέταση από τήν Επιτροπή ολα τά εν λόγω έγγραφα , στό σύνολό τους ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ προσφυγή πού κατέθεσε στήν γραμματεία τού Δικαστηρίου στίς 4 Οκτωβρίου 1979 , η εταιρία Australian Mining & Smelting Europe Limited ( εφ’ εξής : AM & S Europe ), εγκατεστημένη στό Ηνωμένο Βασίλειο , ήσκησε , δυνάμει τού άρθρου 173 , εδάφιο 2 , τής συνθήκης ΕΟΚ , προσφυγή μέ τήν οποία ζητεί τήν ακύρωση τού άρθρου 1 , στοιχείο β , τής κοινοποιηθείσης σ’ αυτήν ατομικής αποφάσεως 79/760 τής Επιτροπής , τής 6ης Ιουλίου 1979 ( OJ L 199 , σ . 31 ). Μέ τήν εν λόγω διάταξη υπεχρεώθη η προσφεύγουσα νά προσκομίσει στούς εντεταλμένους , γιά τήν διενέργεια ελέγχου υπαλλήλους τής Επιτροπής , ολα τά αναφερόμενα στό παράρτημα τής από 26 Μαρτίου 1979 επιστολής τής AM & S Europe πρός τήν Επιτροπή έγγραφα , γιά τά οποία η προσφεύγουσα αξιώνει «legal privilege» .

2 Η προσφυγή στηρίζεται στόν ισχυρισμό οτι σέ ολα τά Κράτη μέλη η αλληλογραφία μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου προστατεύεται δυνάμει μιάς γενικής αρχής , κοινής σέ ολα αυτά τά κράτη , άν καί η έκταση τής εν λόγω προστασίας καί τά μέσα πρός εξασφάλισή της ποικίλλουν από τήν μιά χώρα στήν άλλη . Η αρχή αυτή , η οποία , κατά τήν προσφεύγουσα , εφαρμόζεται «ενδεχομένως υπό ορισμένους περιορισμούς» καί στό κοινοτικό δίκαιο , συνεπάγεται οτι η Επιτροπή δέν δύναται , στό πλαίσιο ελέγχου διενεργουμένου δυνάμει τού άρθρου 14 , παράγραφος 3 , τού κανονισμού 17/62 τού Συμβουλίου , τής 6ης Φεβρουαρίου 1962 ( ΕΕ ειδ . έκδ . 08/001 , σ . 25 ), νά αξιώσει τήν επίδειξη , τουλάχιστον στό σύνολό της , τής αλληλογραφίας μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου , άν η επιχείρηση ζητεί προστασία καί λαμβάνει «εύλογα μέτρα γιά νά πείσει τήν Επιτροπή οτι ορθώς ζητείται η προστασία» λόγω τού οτι τά εν λόγω έγγραφα καλύπτονται από τό «legal privilege» .

3 Στηριζομένη στήν ανωτέρω προϋπόθεση , η προσφεύγουσα ισχυρίζεται οτι ισοδυναμεί μέ άρνηση τής αρχής τής προστασίας τού εμπιστευτικού χαρακτήρος τών σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου τό νά επιτρέπεται σέ μία αρχή πού ζητεί πληροφορίες ή διενεργεί έλεγχο , οπως εν προκειμένω η Επιτροπή , έναντι τής οποίας γίνεται επίκληση τής αρχής τής προστασίας , νά εξετάζει προστατευόμενα έγγραφα παραβιάζοντας τόν εμπιστευτικό τους χαρακτήρα . Αναγνωρίζει , πάντως , οτι «η Επιτροπή έχει ενα prima facie δικαίωμα νά βλέπει τά έγγραφα . . . πού κατέχει μία επιχείρηση» , σύμφωνα μέ τό άρθρο 14 τού κανονισμού 17/62 , καί οτι δυνάμει τού δικαιώματος αυτού «η Επιτροπή ειναι αυτή πού αποφασίζει άν τά έγγραφα προστατεύονται ή όχι , βάσει ομως μιάς περιγραφής τών εγγράφων» καί όχι κατόπιν εξετάσεως τών εγγράφων αυτών στό σύνολό τους από τούς ελεγκτές της .

4 Η προσφεύγουσα δέχεται σχετικώς οτι , η επιχείρηση πού επικαλείται τήν προστασία οφείλει κατ’ αρχάς νά παράσχει επαρκή στοιχεία στήν Επιτροπή προκειμένου νά προβεί αυτή σέ εκτίμηση τών εγγράφων· οφείλει π.χ . η επιχείρηση νά περιγράψει τά έγγραφα καί νά επιδείξει στούς ελεγκτές τής Επιτροπής «τμήματα τών εγγράφων» , πλήν τών χωρίων γιά τά οποία ζητείται η προστασία , προκειμένου νά πείσει τήν Επιτροπή οτι τά έγγραφα πράγματι προστατεύονται . Σέ περίπτωση πού η Επιτροπή δέν πείθεται ως πρός τόν εμπιστευτικό χαρακτήρα τών εν λόγω εγγράφων , η επιχείρηση υποχρεούται νά επιτρέψει «τόν έλεγχο από ανεξάρτητο τρίτο πρόσωπο , τό οποίο θά ελέγξει τήν περιγραφή τού περιεχομένου τών εγγράφων» .

5 Μέ τήν προσβαλλομένη απόφαση , η οποία στηρίζεται στήν αρχή οτι στήν Επιτροπή εναπόκειται νά προσδιορίζει άν ενα συγκεκριμένο έγγραφο πρέπει νά χρησιμοποιηθεί ή όχι , εντέλλεται η ΑΜ καί S νά επιτρέψει στούς εξουσιοδοτημένους ελεγκτές τής Επιτροπής νά εξετάσουν τά επίδικα έγγραφα στό σύνολό τους . Η προσφεύγουσα , ισχυριζομένη οτι τά εν λόγω έγγραφα πληρούν τίς απαιτούμενες προϋποθέσεις γιά νά τύχουν τής ανωτέρω αναφερθείσης νομικής προστασίας , εζήτησε από τό Δικαστήριο νά ακυρώσει τό άρθρο 1 στοιχείο β τής προαναφερθείσης αποφάσεως καί , επικουρικώς , νά ακυρώσει τό άρθρο 1 στοιχείο β τής αποφάσεως τής 6ης Ιουλίου 1979 , κατά τό μέτρο πού επιβάλλει τήν αποκάλυψη στόν ελεγκτή τής Επιτροπής ολοκλήρου τού περιεχομένου κάθε εγγράφου , γιά τό οποίο η προσφεύγουσα αξιώνει προστασία λόγω τού εμπιστευτικού χαρακτήρος τών εν λόγω εγγράφων .

6 Η παρεμβαίνουσα στήν δίκη κυβέρνηση τού Ηνωμένου Βασιλείου συμφωνεί κατ’ ουσίαν μέ τά επιχειρήματα τής προσφευγούσης καί υποστηρίζει οτι η αρχή τής νομικής προστασίας τής αλληλογραφίας μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου αναγνωρίζεται ως τοιαύτη στίς διάφορες χώρες τής Κοινότητος , έστω κι άν δέν υφίσταται ενιαία εναρμονισμένη έννοια μέ σταθερά ορια . Δέχεται οτι η εν λόγω έννοια δυνατόν νά ποικίλλει στά διάφορα Κράτη μέλη .

7 Ως πρός τήν πλέον κατάλληλη διαδικασία πρός επίλυση ενδεχομένων διαφορών μεταξύ επιχειρήσεων καί Επιτροπής επί τού εμπιστευτικού ή μή χαρακτήρος ορισμένων εγγράφων , η κυβέρνηση τού Ηνωμένου Βασιλείου προτείνει , σέ περίπτωση πού ο ελεγκτής τής Επιτροπής δέν ικανοποιείται από τά αποδεικτικά στοιχεία πού προσκομίζει η επιχείρηση , τήν προσφυγή σέ ανεξάρτητο πραγματογνώμονα καί , ενδεχομένως , άν η διαφορά δέν διευθετηθεί , τήν προσφυγή τού ενδιαφερομένου διαδίκου στό Δικαστήριο , κατόπιν αποφάσεως λαμβανομένης από τήν Επιτροπή δυνάμει τού κανονισμού 17/62 .

8 Η Συμβουλευτική Επιτροπή Δικηγορικών Συλλόγων τής Ευρωπαϊκής Κοινότητος ( εφ’ εξής αναφερομένη ως Συμβουλευτική Επιτροπή ), παρεμβαίνουσα επίσης υπέρ τής προσφευγούσης , θεωρεί οτι τό δικαίωμα τής εμπιστευτικής επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου ( καί αντιστρόφως ) αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες , συνταγματικό ή ανθρώπινο δικαίωμα , παρεπόμενο ή συμπληρωματικό άλλων παρομοίων δικαιωμάτων πού αναγνωρίζονται ρητώς , λόγω δέ τής φύσεώς του , τό δικαίωμα αυτό πρέπει νά αναγνωρίζεται καί νά εφαρμόζεται ως αποτελούν τμήμα τού κοινοτικού δικαίου . Αφού επισημαίνει οτι δέν πρόκειται γιά έννοια στατική , αλλά συνεχώς εξελισσομένη , η Συμβουλευτική Επιτροπή καταλήγει οτι , σέ περίπτωση ασυμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεως καί Επιτροπής ως πρός τόν εμπιστευτικό χαρακτήρα ενός εγγράφου , η πλέον κατάλληλη διαδικασία συνίσταται στήν διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης ή στήν υπαγωγή τής διαφοράς σέ διαιτησία . Εξ άλλου , άν υποτεθεί οτι τό Δικαστήριο ειναι τό μόνο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο γιά τήν επίλυση μιάς τέτοιας διαφοράς , πρέπει στήν περίπτωση αυτή νά περιορισθεί στόν έλεγχο τού ενδεχομένως εμπιστευτικού χαρακτήρος τών επιδίκων εγγράφων , βάσει εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης , η οποία διατάσσεται δυνάμει τού άρθρου 49 τού κανονισμού διαδικασίας .

9 Στά ανωτέρω επιχειρήματα η Επιτροπή αντιτάσσει οτι , έστω κι άν υφίσταται στό κοινοτικό δίκαιο μία γενική αρχή προστατεύουσα τόν εμπιστευτικό χαρακτήρα τής επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου , η έκταση τής προστασίας αυτής δέν πρέπει νά προσδιορισθεί γενικώς καί αφηρημένως , αλλά πρέπει νά καθορισθεί βάσει τών ειδικών χαρακτηριστικών τής σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως , λαμβανομένων υπ’ όψη τού γράμματος καί τής δομής της , καθώς καί τών απαιτήσεων στίς οποίες ανταποκρίνεται .

10 Η Επιτροπή συμπεραίνει οτι η ορθή ερμηνεία τού άρθρου 14 τού κανονισμού 17/62 αποκλείει τήν δυνατότητα εφαρμογής τής εν λόγω αρχής , οπως τήν επικαλείται η προσφεύγουσα , στά έγγραφα τών οποίων ζητείται η προσκόμιση κατά τήν διενέργεια ελέγχου διαταχθέντος δυνάμει τού ανωτέρω άρθρου , συμπεριλαμβανομένης τής αλληλογραφίας μεταξύ τής ενδιαφερομένης επιχειρήσεως καί τών δικηγόρων της .

11 Κατά τήν Επιτροπή , η άποψη τής προσφευγούσης δέν δύναται κατά μείζονα λόγο νά γίνει δεκτή , διότι δέν παρέχει από πρακτικής πλευράς κανένα αποτελεσματικό μέσο γιά νά ειναι οι ελεγκτές σέ θέση νά διαπιστώνουν τό περιεχόμενο καί τόν πραγματικό χαρακτήρα τών επιδίκων εγγράφων . Αντιθέτως , οι λύσεις πού προτείνει σχετικώς η προσφεύγουσα θά ειχαν ως αποτέλεσμα , ιδίως λόγω τού μακρού χρόνου πού απαιτεί κάθε διαδικασία διαιτησίας ( άν βεβαίως υποτεθεί οτι ειναι κατά νόμο επιτρεπτή ), σημαντική καθυστέρηση καί μάλιστα εκμηδένιση τών ενεργειών τής Επιτροπής νά αποκαλύψει ενδεχομένως παραβάσεις τών άρθρων 85 καί 86 τής συνθήκης , ματαιώνοντας έτσι τούς ουσιώδεις σκοπούς τού κανονισμού 17/62 .

12 Η κυβέρνηση τής Γαλλικής Δημοκρατίας , παρεμβαίνουσα υπέρ τής Επιτροπής , παρατηρεί οτι τό κοινοτικό δίκαιο , στό παρόν στάδιο εξελίξεώς του , δέν περιέχει καμμία διάταξη , γιά τήν προστασία τών εγγράφων πού ανταλλάσσονται μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου . Εξ αυτού συνάγει οτι η Επιτροπή πρέπει νά ασκεί τίς εξουσίες πού τής παρέχονται δυνάμει τού άρθρου 14 τού κανονισμού 17 , χωρίς νά τής αντιτάσσεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρ τών εγγράφων , τών οποίων κρίνει αναγκαίο νά λάβει γνώση πρός εκπλήρωση τού έργου πού τής έχει ανατεθεί μέ τόν κανονισμό αυτό . Η παροχή τής δυνατότητος στόν δικηγόρο ή στήν επιχείρηση , κατά τής οποίας εκινήθη η διαδικασία σέ θέμα ανταγωνισμού , νά κρίνουν κατά πόσο ενα έγγραφο προστατεύεται ή όχι , δέν συμβιβάζεται , κατά τήν άποψη τής εν λόγω κυβερνήσεως , πρός τό κοινοτικό δίκαιο καί θά δημιουργήσει αναπόφευκτα σοβαρές ανακολουθίες κατά τήν εφαρμογή τών κανόνων περί ανταγωνισμού .

13 Από τήν προσφυγή , καθώς καί από τήν νομική βάση τής προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει οτι η υπό κρίση διαφορά αφορά κατ’ ουσίαν τήν ερμηνεία τού άρθρου 14 τού κανονισμού 17/62 τού Συμβουλίου , προκειμένου νά καθορισθούν τά ορια , στά οποία ενδεχομένως υποβάλλεται η άσκηση τής αναφερομένης στήν διάταξη αυτή ελεγκτικής εξουσίας τής Επιτροπής , λόγω τής προστασίας πού παρέχεται από τό δίκαιο στόν εμπιστευτικό χαρακτήρα τής αλληλογραφίας μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου .

14 Εφ’ οσον αναγνωρισθεί η υπαρξη μιάς τέτοιας προστασίας στό κοινοτικό δίκαιο καί καθορισθούν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της , πρέπει νά προσδιορισθεί ποιά από τά έγγραφα πού αναφέρονται στό άρθρο 1 στοιχείο β τής προσβαλλομένης αποφάσεως δύνανται ενδεχομένως νά θεωρηθούν ως εμπιστευτικά καί , ως εκ τούτου , νά εκφεύγουν τής ελεγκτικής εξουσίας τής Επιτροπής . Δοθέντος οτι η προσφεύγουσα έχει εν τώ μεταξύ προσκομίσει οικειοθελώς ορισμένα από τά εν λόγω έγγραφα στήν Επιτροπή , τά έγγραφα πού πρέπει νά εξετασθούν εν προκειμένω ειναι εκείνα πού κατετέθησαν , εντός σφραγισμένου φακέλου , στήν γραμματεία τού Δικαστηρίου στίς 9 Μαρτίου 1981 , κατ’ εφαρμογή τής από 4 Φεβρουαρίου 1981 διατάξεως τού Δικαστηρίου περί επαναλήψεως τής προφορικής διαδικασίας στήν υπό κρίση υπόθεση .

α ) Ως πρός τήν ερμηνεία τού άρθρου 14 τού κανονισμού 17/62

15 Ο κανονισμός 17/62 τού Συμβουλίου , εκδοθείς κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 87 , παράγραφος 1 εδάφιο 1 , τής συνθήκης , έχει ως σκοπό , σύμφωνα μέ τήν παράγραφο 2 , στοιχεία α καί β , τού εν λόγω άρθρου , «νά εξασφαλίσει τήν τήρηση τών απαγορεύσεων τών άρθρων 85 καί 86 »τής συνθήκης καί νά« καθορίσει τίς λεπτομέρειες εφαρμογής τού άρθρου 85 , παράγραφος 3» . Αποβλέπει κατ’ αυτό τόν τρόπο νά εξασφαλίσει τήν επίτευξη τού στόχου πού αναφέρεται στό άρθρο 3 στοιχείο στ τής συνθήκης . Πρός τούτο , παρέχει στήν Επιτροπή ευρεία εξουσία ερεύνης καί ελέγχου διευκρινίζοντας , στήν 8η αιτιολογική σκέψη , οτι η Επιτροπή πρέπει νά έχει τήν εξουσία , σέ ολη τήν έκταση τής κοινής αγοράς , νά ζητεί πληροφορίες καί νά προβαίνει σέ ελέγχους «οι οποίοι ειναι απαραίτητοι» πρός εξακρίβωση παραβάσεων τών άρθρων 85 καί 86 .

16 Οι διατάξεις τών άρθρων 11 καί 14 τού κανονισμού ορίζουν επομένως οτι η Επιτροπή δύναται νά συγκεντρώνει «πληροφορίες» καί νά προβαίνει στούς «απαραίτητους» ελέγχους γιά τήν δίωξη παραβάσεων τών κανόνων περί ανταγωνισμού . Τό άρθρο 14 , παράγραφος 1 , ιδίως , παρέχει τήν εξουσία στήν Επιτροπή νά ζητεί τά επαγγελματικά έγγραφα , δηλαδή τά έγγραφα πού αναφέρονται στήν δραστηριότητα τής επιχειρήσεως στήν αγορά , οσον αφορά ιδίως τήν τήρηση τών κανόνων περί ανταγωνισμού . Η αλληλογραφία μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου , καθ’ οσον αφορά μία τέτοια δραστηριότητα , εμπίπτει στήν κατηγορία τών εγγράφων πού αναφέρονται στά άρθρα 11 καί 14 .

17 Περαιτέρω , δεδομένου οτι τά έγγραφα πού η Επιτροπή δύναται νά ζητήσει , οπως ορίζεται καί στό άρθρο 14 , παράγραφος 1 , ειναι εκείνα τήν επίδειξη τών οποίων κρίνει «απαραίτητη» , προκειμένου νά δύναται νά αποκαλύπτει παραβάσεις τών κανόνων τής συνθήκης περί ανταγωνισμού , επεται οτι κατ’ αρχήν εναπόκειται στήν ίδια τήν Επιτροπή καί όχι στήν ενδιαφερομένη επιχείρηση ή σέ τρίτο πρόσωπο , πραγματογνώμονα ή διαιτητή , νά αποφασίζει άν ενα έγγραφο πρέπει ή όχι νά τής προσκομισθεί .

β ) Ως πρός τήν δυνατότητα εφαρμογής τής προστασίας τού εμπιστευτικού χαρακτήρος τής επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου στό κοινοτικό δίκαιο

18 Η ανωτέρω κανονιστική ρύθμιση δέν αποκλείει πάντως τήν δυνατότητα νά αναγνωρισθεί , υπό ορισμένες προϋποθέσεις , ο εμπιστευτικός χαρακτήρ συγκεκριμένων επαγγελματικών εγγράφων . Πράγματι , τό κοινοτικό δίκαιο , απορρέον όχι μόνο από τήν οικονομική , αλλά καί τήν νομική αλληλοδιείσδυση τών Κρατών μελών , πρέπει νά λαμβάνει υπ’ όψη τίς αρχές καί τίς αντιλήψεις πού ειναι κοινές στά δίκαια τών Κρατών μελών , οσον αφορά τήν τήρηση τού εμπιστευτικού χαρακτήρος τών σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου , οσον αφορά , ιδίως , ορισμένες επικοινωνίες μεταξύ τους . Ο εν λόγω εμπιστευτικός χαρακτήρ ανταποκρίνεται στήν απαίτηση , η σπουδαιότης τής οποίας αναγνωρίζεται στό σύνολο τών Κρατών μελών , οτι κάθε πολίτης πρέπει νά έχει τήν δυνατότητα νά συμβουλεύεται ελευθέρως τόν δικηγόρο του , τό επάγγελμα τού οποίου συνεπάγεται τήν παροχή , κατά τρόπο ανεξάρτητο , νομικών συμβουλών σέ οσους τίς χρειάζονται .

19 Όσον αφορά τήν προστασία τής αλληλογραφίας μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου , από τά νομικά συστήματα τών Κρατών μελών προκύπτει οτι , παρ’ ολον οτι η αρχή τής προστασίας αυτής αναγνωρίζεται γενικώς , η έκταση καί τά κριτήρια εφαρμογής της ποικίλλουν , οπως πράγματι δέχονται τόσο η προσφεύγουσα , οσο καί οι παρεμβαίνοντες υπέρ αυτής διάδικοι .

20 Ενώ σέ ορισμένα Κράτη μέλη η προστασία τού εμπιστευτικού χαρακτήρος τής αλληλογραφίας μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου στηρίζεται κυρίως στήν αναγνώριση τής ίδιας τής φύσεως τού δικηγορικού επαγγέλματος , εφ’ οσον συμ βάλλει στήν τήρηση τής νομιμότητος , σέ άλλα Κράτη μέλη η ίδια προστασία δικαιολογείται από τήν ειδικότερη απαίτηση ( η οποία εξ άλλου αναγνωρίζεται επίσης στά πρώτα Κράτη μέλη ) τού σεβασμού τών δικαιωμάτων υπερασπίσεως .

21 Πέρα από τίς διαφορές αυτές , στά εσωτερικά δίκαια τών Κρατών μελών υφίστανται εν τούτοις κοινά κριτήρια οσον αφορά τήν υπό παρόμοιες συνθήκες προστασία τού εμπιστευτικού χαρακτήρος τής αλληλογραφίας μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου , υπό τήν προϋπόθεση οτι , αφ’ ενός , πρόκειται γιά αλληλογραφία ανταλλασσομένη στό πλαίσιο καί πρός τό συμφέρον τής υπερασπίσεως τού πελάτου καί , αφ’ ετέρου , προέρχεται από ανεξαρτήτους δικηγόρους , δηλαδή από δικηγόρους πού δέν συνδέονται μέ τόν πελάτη μέ εργασιακή σχέση .

22 Τοποθετούμενος στό πλαίσιο αυτό , ο κανονισμός 17/62 πρέπει νά ερμηνευθεί ως προστατεύων επίσης τόν εμπιστευτικό χαρακτήρα τής αλληλογραφίας μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου εντός τών ορίων τών ανωτέρω δύο προϋποθέσεων , ενσωματώνοντας κατ’ αυτόν τόν τρόπο τά κοινά στά δίκαια τών Κρατών μελών στοιχεία τής προστασίας αυτής .

23 Ως πρός τήν πρώτη τών ανωτέρω δύο προϋποθέσεων , ο ίδιος ο κανονισμός 17/62 , ιδίως στήν 11η αιτιολογική σκέψη καί στίς διατάξεις τού άρθρου 19 , αποβλέπει στήν διασφάλιση τής πλήρους ασκήσεως τών δικαιωμάτων υπερασπίσεως , αναγκαίο συμπλήρωμα τών οποίων ειναι η προστασία τού εμπιστευτικού χαρακτήρος τής αλληλογραφίας μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου . Υπό τίς περιστάσεις αυτές , η εν λόγω προστασία πρέπει , γιά νά ειναι αποτελεσματική , νά θεωρηθεί ως καλύπτουσα κάθε αλληλογραφία ανταλλασσομένη μετά τήν έναρξη τής διοικητικής διαδικασίας , δυνάμει τού κανονισμού 17/62 , πού ειναι δυνατόν νά καταλήξει σέ απόφαση περί εφαρμογής τών άρθρων 85 καί 86 τής συνθήκης ή σέ απόφαση επιβάλλουσα στήν επιχείρηση χρηματικής φύσεως κυρώσεις· πρέπει επίσης νά δύναται νά καλύπτει τήν προηγουμένη καί συναφή μέ τό αντικείμενο μιάς τέτοιας διαδικασίας αλληλογραφία .

24 Ως πρός τήν δευτέρα προϋπόθεση , θά πρέπει νά σημειωθεί οτι η απαίτηση πού αφορά τήν θέση καί τήν ιδιότητα τού ανεξαρτήτου δικηγόρου , πού πρέπει νά έχει ο νομικός σύμβουλος από τόν οποίο προέρχεται η δυναμένη νά προστατευθεί αλληλογραφία , απορρέει από τήν αντίληψη περί τού ρόλου τού δικηγόρου , ως συμβάλλοντος στήν απονομή τής δικαιοσύνης καί καλουμένου νά παράσχει , μέ κάθε ανεξαρτησία καί χάριν τού προέχοντος συμφέροντος αυτής , τήν νομική προστασία πού χρειάζεται ο πελάτης . Η προστασία αυτή έχει ως αντιστάθμισμα τήν επαγγελματική δεοντολογία καί πειθαρχία , η οποία επιβάλλεται καί ελέγχεται χάριν τού γενικού συμφέροντος από τά εξουσιοδοτημένα πρός τούτο όργανα . Μία τέτοια αντίληψη ανταποκρίνεται στήν κοινή στά Κράτη μέλη νομική παράδοση καί συναντάται επίσης στήν κοινοτική έννομη τάξη , οπως προκύπτει , από τό άρθρο 17 τού Οργανισμού τού Δικαστηρίου ΕΟΚ καί Ευρατόμ , καθώς επίσης από τό άρθρο 20 τού Οργανισμού τού Δικαστηρίου ΕΚΑΧ .

25 Εν όψει τών αρχών τής συνθήκης πού αφορούν τήν ελεύθερη εγκατάσταση καί τήν ελεύθερη παροχή υπηρεσιών , η κατ’ αυτόν τόν τρόπο παρεχομένη από τό κοινοτικό δίκαιο προστασία , ιδίως στό πλαίσιο τού κανονισμού 17/62 , στήν αλληλογραφία μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου πρέπει νά εφαρμόζεται αδιακρίτως σέ ολους τούς εγγεγραμμένους στούς δικηγορικούς συλλόγους ενός τών Κρατών μελών , ανεξαρτήτως τού Κράτους μέλους στό οποίο κατοικεί ο πελάτης .

26 Η προστασία αυτή δέν δύναται νά επεκταθεί πέραν τών ορίων αυτών , πού καθορίζονται από τό πεδίο εφαρμογής τών κοινών κανόνων πού αφορούν τήν άσκηση τού δικηγορικού επαγγέλματος , οπως αυτοί ορίζονται στήν οδηγία 77/249 τού Συμβουλίου , τής 22ας Μαρτίου 1977 ( ΕΕ ειδ . έκδ . 06/001 , σ . 249 ), η οποία στηρίζεται στήν αμοιβαία αναγνώριση από ολα τά Κράτη μέλη τών σχετικών εννοιών στό εσωτερικό τους δίκαιο .

27 Εν όψει ολων τών ανωτέρω , πρέπει συνεπώς νά συναχθεί τό συμπέρασμα οτι , άν ο κανονισμός 17/62 — καί ιδίως τό άρθρο 14 — ερμηνευόμενος κατά τό γράμμα , τήν οικονομία καί τούς σκοπούς του καί λαμβανομένου υπ’ όψη τού δικαίου τών Κρατών μελών , εξουσιοδοτεί τήν Επιτροπή νά ζητεί , κατά τήν διάρκεια τού διενεργουμένου δυνάμει τού εν λόγω άρθρου ελέγχου , ολα τά επαγγελματικά έγγραφα πού θεωρεί αναγκαίο νά εξετάσει , συμπεριλαμβανομένης τής αλληλογραφίας μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου , γιά τήν δίωξη ενδεχομένων παραβάσεων τών άρθρων 85 καί 86 τής συνθήκης , η εξουσία αυτή περιορίζεται εν τούτοις από τήν ανάγκη προστασίας τού εμπιστευτικού χαρακτήρος τών σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου , υπό τίς ανωτέρω προσδιορισθείσες προϋποθέσεις , καί εφ’ οσον η εν λόγω αλληλογραφία αντηλλάγη μεταξύ ανεξαρτήτου δικηγόρου , δηλαδή μή συνδεομένου μέ τόν πελάτη μέ σχέση εργασίας , καί τού τελευταίου .

28 Τέλος , πρέπει νά σημειωθεί οτι η αρχή τού εμπιστευτικού χαρακτήρος τών σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου δέν εμποδίζει τόν πελάτη ενός δικηγόρου νά αποκαλύψει τό περιεχόμενο τής αλληλογραφίας πού αντηλλάγη μεταξύ τους , άν κρίνει οτι έχει συμφέρον νά προβεί στήν εν λόγω ενέργεια .

γ ) Επί τών διαδικασιών πού αφορούν τήν εφαρμογή τής αρχής τού εμπιστευτικού χαρακτήρος τών σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου

29 Στήν περίπτωση κατά τήν οποία μία επιχείρηση , πού υποβάλλεται σέ έλεγχο δυνάμει τού άρθρου 14 τού κανονισμού 17/62 , αρνείται , επικαλουμένη τό δικαίωμα προστασίας τού εμπιστευτικού χαρακτήρος τών σχέσεων μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου , νά προσκομίσει , μεταξύ τών επαγγελματικών εγγράφων πού ζητεί η Επιτροπή , τήν αλληλογραφία μεταξύ αυτής καί τού δικηγόρου της , πρέπει εν πάση περιπτώσει νά παράσχει στούς εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους τής Επιτροπής , χωρίς εν τούτοις νά πρέπει νά αποκαλύψει τό περιεχόμενο τής ανωτέρω αλληλογραφίας , χρήσιμα στοιχεία , ικανά νά αποδείξουν οτι η εν λόγω αλληλογραφία συγκεντρώνει τίς προϋποθέσεις πού δικαιολογούν τήν νομική προστασία της , οπως ορίσθη ανωτέρω η προστασία αυτή .

30 Άν η Επιτροπή θεωρήσει οτι τά ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία δέν ειναι ικανοποιητικά , η εκτίμηση τών προϋποθέσεων αυτών δέν δύναται νά ανατεθεί σέ διαιτητή ή σέ μία εθνική αρχή . Δεδομένου οτι πρόκειται γιά εκτίμηση ή γιά απόφαση πού απτεται τών ορων δράσεως τής Επιτροπής σέ εναν τόσο ζωτικό τομέα γιά τήν λειτουργία τής κοινής αγοράς , οπως ο τομέας τής τηρήσεως τών κανόνων περί ανταγωνισμού , η επίλυση τών διαφορών πού αφορούν τήν εφαρμογή τής προστασίας τού εμπιστευτικού χαρακτήρος τής αλληλογραφίας μεταξύ δικηγόρου καί πελάτου δύναται νά επιδιωχθεί μόνο σέ κοινοτικό επίπεδο .

31 Στήν περίπτωση αυτή , εναπόκειται στήν Επιτροπή νά διατάξει , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 14 , παράγραφος 3 , τού κανονισμού 17/62 , τήν προσκόμιση τής επιδίκου αλληλογραφίας καί , εφ’ οσον παρίσταται ανάγκη , νά επιβάλει στήν επιχείρηση πρόστιμο ή χρηματική ποινή , δυνάμει τού αυτού κανονισμού , ως κύρωση τής αρνήσεως τής τελευταίας είτε νά παράσχει τά συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία πού η Επιτροπή θεωρεί ως απαραίτητα είτε νά εμφανίσει τήν εν λόγω αλληλογραφία , πού η Επιτροπή θεωρεί οτι δέν έχει προστατευόμενο από τό δίκαιο εμπιστευτικό χαρακτήρα .

32 Τό γεγονός οτι δυνάμει τού άρθρου 185 τής συνθήκης η ασκουμένη από τήν ενδιαφερομένη επιχείρηση προσφυγή κατά τών αποφάσεων αυτών δέν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα δίδει απάντηση στήν ανησυχία πού εξεδήλωσε η Επιτροπή ως πρός τίς συνέπειες πού δύναται νά έχει ο καταναλισκόμενος γιά τήν διαδικασία ενώπιον τού Δικαστηρίου χρόνος επί τής αποτελεσματικότητος τού ελέγχου πού η Επιτροπή καλείται νά ασκεί γιά τήν τήρηση τών περί ανταγωνισμού κανόνων τής συνθήκης , ενώ , εξ άλλου , τά συμφέροντα τής ενδιαφερομένης επιχειρήσεως διασφαλίζονται από τήν παρεχομένη μέ τά άρθρα 185 καί 186 , καθώς καί μέ τό άρθρο 83 τού κανονισμού διαδικασίας , δυνατότητα αναστολής τής εκτελέσεως τής ληφθείσης αποφάσεως ή κάθε άλλου προσωρινού μέτρου .

δ ) Επί τού εμπιστευτικού χαρακτήρος τών επιδίκων εγγράφων

33 Από τά έγγραφα πού κατέθεσε στό Δικαστήριο στίς 9 Μαρτίου 1981 η προσφεύγουσα προκύπτει οτι τό σύνολο σχεδόν τής περιεχομένης αλληλογραφίας συνετάγη ή έχει σχέση μέ νομικές συμβουλές πού εδόθησαν πρός τό τέλος τού 1972 καί κατά τήν διάρκεια τού πρώτου εξαμήνου τού 1973 .

34 Φαίνεται οτι η εν λόγω αλληλογραφία συνετάγη πρό καί αμέσως μετά τήν ένταξη τού Ηνωμένου Βασιλείου στήν Κοινότητα καί οτι αφορά κυρίως τό ζήτημα κατά πόσο ειναι δυνατό νά αποφευχθεί μία διένεξη μεταξύ τής προσφευγούσης καί τών κοινοτικών αρχών οσον αφορά τήν κατάσταση τής προσφευγούσης , ιδίως σέ σχέση μέ τίς κοινοτικές διατάξεις περί ανταγωνισμού . Παρά τό χρονικό διάστημα πού εμεσολάβησε μεταξύ τής εν λόγω αλληλογραφίας καί τής κινήσεως τής διαδικασίας , οι ανωτέρω περιστάσεις αρκούν γιά νά θεωρηθεί η αλληλογραφία αυτή ως εμπίπτουσα στό πλαίσιο τών δικαιωμάτων υπερασπίσεως καί τών συναφών εν προκειμένω ειδικών καθηκόντων τού δικηγόρου . Συνεπώς , πρέπει νά τύχει τής προστασίας τού εμπιστευτικού χαρακτήρος .

35 Εν όψει τής σχέσεως αυτής καί υπό τό φώς τών σκέψεων πού ανεπτύχθησαν προηγουμένως , η επίδικη αλληλογραφία πρέπει , κατά τό μέτρο πού προέρχεται από ανεξάρτητο δικηγόρο , εγγεγραμμένο σέ δικηγορικό σύλλογο Κράτους μέλους , νά θεωρηθεί ως εμπιστευτική καί νά μή υπαχθεί , ως εκ τούτου , στήν δυνάμει τού άρθρου 14 τού κανονισμού 17/62 ελεγκτική εξουσία τής Επιτροπής .

36 Λαμβανομένης υπ’ όψη τής ιδιαζούσης φύσεως τής εν λόγω αλληλογραφίας , πρέπει νά ακυρωθεί τό άρθρο 1 στοιχείο β τής προσβαλλομένης αποφάσεως , κατά τό μέτρο πού υποχρεώνει τήν προσφεύγουσα νά προσκομίσει τά έγγραφα πού αναφέρονται στό παράρτημα τής από 26 Μαρτίου 1979 επιστολής τής Australian Mining & Smelting Europe Limited πρός τήν Επιτροπή καί απαριθμούνται στόν κατάλογο τών εγγράφων πού κατετέθησαν στό Δικαστήριο στίς 9 Μαρτίου 1981 , υπό τούς αριθμούς 1α καί 1β , 4α εως 4f , 5 καί 7 .

37 Αντιθέτως , η προσφυγή πρέπει νά απορριφθεί καθ’ οσον στρέφεται κατά τών διατάξεων τού προαναφερθέντος άρθρου 1 , στοιχείο β , οι οποίες αφορούν έγγραφα διαφορετικά από αυτά πού ανεφέρθησαν ανωτέρω , επίσης απαριθμούμενα στό ανωτέρω παράρτημα καί κατάλογο καί τά οποία δέν έχουν ακόμη προσκομισθεί στήν Επιτροπή .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

38 Κατά τό άρθρο 69 , παράγραφος 2 , τού κανονισμού διαδικασίας , ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στά δικαστικά έξοδα . Δυνάμει τής παραγράφου 3 τού ιδίου άρθρου , τό Δικαστήριο δύναται νά συμψηφίσει τά δικαστικά έξοδα ολικώς ή μερικώς σέ περίπτωση μερικής ηττας τών διαδίκων ή εφ’ οσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι .

39 Δεδομένου οτι οι διάδικοι , κύριοι ή παρεμβαίνοντες , έχουν ηττηθεί μερικώς , πρέπει νά συμψηφισθούν τά δικαστικά έξοδα .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνει καί αποφασίζει :

1 ) Ακυρώνει τό άρθρο 1 στοιχείο β τής αποφάσεως 79/760 τής Επιτροπής τής 6ης Ιουλίου 1979 , κατά τό μέτρο πού υποχρεώνει τήν προσφεύγουσα νά προσκομίσει τά έγγραφα πού αναφέρονται στό παράρτημα τής από 26 Μαρτίου 1979 Επιστολής τής Australian Mining & Smeling Europe Limited πρός τήν Επιτροπή καί απαριθμούνται στόν κατάλογο τών εγγράφων πού κατετέθησαν στό Δικαστήριο στίς 9 Μαρτίου 1981 υπό τούς αριθμούς 1α καί β , 4α εως f , 5 καί 7 .

2)Απορρίπτει τήν προσφυγή κατά τά λοιπά .

3)Οι διάδικοι , κύριοι καί παρεμβαίνοντες , φέρουν τά δικαστικά τους έξοδα .