ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 6ης Μαΐου 1980 ( *1 )

Στην υπόθεση 102/79,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους νομικούς της συμβούλους Rolf Wägenbaur και Auke Haagsma, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το νομικό της σύμβουλο Mario Cervino, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου του Βελγίου, εκπροσωπουμένου από τον Robert Hoebaer, διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας με τις Αναπτυσσόμενες Χώρες, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη βελγική πρεσβεία,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο ν' αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη υποχρέωση που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ, παραλείποντας να θέσει, εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς δώδεκα οδηγίες του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα των οχημάτων με κινητήρα και στον τομέα των γεωργικών ή δασικών ελ-κυστήρων αντίστοιχα,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Η. Kutscher, πρόεδρο, Α. O'Keeffe και Α. Touffait, προέδρους τμήματος, J. Mertens de Wilmars, Ρ. Pescatore, Mackenzie Stuart, G. Bosco, T. Koopmans και Ο. Due, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Reischl

γραμματέας: Α. Van Houtte

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

(το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

Σκεπτικό

1

Με δικόγραφο της 25ης Ιουνίου 1979 η Επιτροπή άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή για να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της Συνθήκης, παραλείποντας να θεσπίσει, εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, τις αναγκαίες διατάξεις για να συμμορφωθεί προς τις οδηγίες του Συμβουλίου 70/221, 70/387, 74/60 και 74/483, περί προσεγγίσεως των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα των οχημάτων με κινητήρα (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/001, σ. 89· 13/001, σ. 97· 13/002, σ. 168· και 13/003, σ. 12, αντίστοιχα) και προς τις οδηγίες του Συμβουλίου 74/150, 74/151, 74/152, 74/346, 74/347, 75/321, 75/322 και 75/323, περί προσεγγίσεως των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/002, σ. 209· 13/002, σ. 225· 13/002, σ. 234· 13/002 σ. 262· 13/002, σ. 266· 13/003, σ. 76· 13/003, σ. 80, και 13/003, σ. 90 αντίστοιχα).

2

Όλες οι αναφερθείσες οδηγίες εκδόθησαν βάσει του άρθρου 100 της Συνθήκης ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, οι οποίες επιδρούν άμεσα επί της εγκαθιδρύσεως ή της λειτουργίας της Κοινής Αγοράς· οι οδηγίες που ανήκουν στην· προαναφερθείσα πρώτη ομάδα εκδόθηκαν στο πλαίσιο της οδηγίας του Συμβουλίου 70/156, της 6ης Φεβρουαρίου 1970, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν στην έγκριση των οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκούμενων τους (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/001, σ. 46)· οι οδηγίες της δεύτερης ομάδας στο πλαίσιο της οδηγίας του Συμβουλίου 74/150, της 4ης Μαρτίου 1974, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στην έγκριση των γεωργικών ελκυστήρων, που αποτελεί και αυτή η ίδια αντικείμενο της παραβάσεως.

3

Οι εν λόγω οδηγίες προβλέπουν προθεσμίες εκτελέσεως — συνήθως 18 μηνών — με λήξεις που κλιμακώνονται μεταξύ 24ης Σεπτεμβρίου 1971 και 22ας Νοεμβρίου 1976. Δεν αμφισβητείται ότι το Βέλγιο δεν έλαβε, εντός των προθεσμιών αυτών, μέτρα αποβλέποντα στην εξασφάλιση της εκτέλεσης των οδηγιών. Εντούτοις, η Βελγική Κυβέρνηση θεωρεί ότι δεν παρέβη, για το λόγο αυτό, τις υποχρεώσεις που της επιβάλλει η Συνθήκη. Ως προς αυτό προβάλλει δύο κατηγορίες επιχειρημάτων.

4

Καταρχήν η καθής η προσφυγή Κυβέρνηση εκθέτει ότι ο στόχος των οδηγιών, δηλαδή η κατάργηση ορισμένων εμποδίων στις ενδοκοινοτικές ανταλλαγές επιτεύχθηκε πλήρως στο Βέλγιο δυνάμει διοικητικής πρακτικής· πράγματι, εφόσον οι εσωτερικές βελγικές διατάξεις επί του θέματος είναι λιγότερο αυστηρές από τις κοινοτικές διατάξεις, τίποτε δεν εμποδίζει την εισαγωγή οχημάτων και ελ-κυστήρων που ανταποκρίνονται στις διατάξεις αυτές. Αυτό άλλωστε συμφωνεί απόλυτα με τις κοινοτικές διατάξεις, διότι το «προαιρετικό» σύστημα των οδηγιών επιτρέπει τη διατήρηση, στα κράτη μέλη, λιγότερο αυστηρών διατάξεων για την εθνική παραγωγή.

5

Κατά την άποψη της Βελγικής Κυβερνήσεως, αυτή η αντίληψη για την εκτέλεση των οδηγιών είναι πλήρως σύμφωνη προς τις επιταγές του άρθρου 189, η τρίτη παράγραφος του οποίου επιφυλάσσει στα κράτη μέλη την αρμοδιότητα «της επιλογής του τύπου και των μέσων», όσον αφορά την εκτέλεση των οδηγιών. Επομένως, η νομοτεχνική με την οποία τίθενται σε ισχύ οι οδηγίες ποικίλλει ανάλογα με την περίπτωση και εκτείνεται «από το νόμο μέχρι το απλό εσωτερικό υπηρεσιακό σημείωμα».

6

Επιπλέον η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι εν λόγω οδηγίες ανταποκρίνονται χωρίς αμφιβολία στην έννοια των «άμεσα ισχυουσών» διατάξεων: οι διατάξεις που θέσπισε το Συμβούλιο είναι σαφείς, ακριβείς, χωρίς να αφήνουν στα κράτη μέλη περιθώριο διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά τις τεχνικές λεπτομέρειες της εκτελέσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, στην πραγματικότητα μόνο για λόγους νομικής σαφήνειας η Βελγική Κυβέρνηση έθεσε μεταγενέστερα, κατόπιν επιμονής της Επιτροπής, σε κίνηση νομοθετικές διαδικασίες που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της εκτελέσεως των εν λόγω οδηγιών, οι οποίες δεν έχουν όμως ακόμη περατωθεί.

7

Αυτή η επιχειρηματολογία της Βελγικής Κυβερνήσεως απαιτεί ορισμένες διευκρινίσεις όσον αφορά, αφενός, την έκταση της υποχρεώσεως που επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 189, τρίτη παράγραφος, και, αφετέρου, τη χρήση της ελευθερίας που τους επιφυλάσσεται όσον αφορά την επιλογή του τύπου και των μέσων, ενόψει του επιδιωκόμενου στόχου των εν λόγω οδηγιών.

8

Οι επί μέρους οδηγίες, για τη μη εκτέλεση των οποίων κατηγορείται το βελγικό κράτος, θεσπίστηκαν με βάση δύο οδηγίες-πλαίσια, δηλαδή τις οδηγίες 70/156 και 74/150 που αναφέρθηκαν προηγουμένως, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών στους σχετικούς τομείς, ενώ η οδηγία-πλαίσιο που αφορά τους ελκυστήρες αποτελεί και αυτή η ίδια αντικείμενο της προσφυγής. Στο προοίμιο αυτών των δύο οδηγιών-πλαισίων υπενθυμίζεται ότι οι τεχνικές προδιαγραφές που εφαρμόζουν στον τομέα αυτό τα κράτη μέλη έχουν ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζουν, λόγω των ανομοιοτήτων τους, τις συναλλαγές στο εσωτερικό της Κοινότητας (πρώτη αιτιολογική σκέψη). Για την υπερνίκηση ακριβώς των εμποδίων αυτών οι οδηγίες προβλέπουν ένα σύστημα «κοινοτικής εγκρίσεως» για τους διάφορους τύπους οχημάτων, που εφαρμόζεται με τη χορήγηση «πιστοποιητικών πιστότητος» για κάθε όχημα. Τα οχήματα αυτά πρέπει τότε να θεωρούνται από όλα τα κράτη μέλη ως σύμφωνα προς τις δικές τους νομοθεσίες (έκτη και έβδομη αιτιολογική σκέψη των προοιμίων αντίστοιχα). Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, των δύο οδηγιών, τα κράτη μέλη «δεν δύνανται, για λόγους οι οποίοι αφορούν την κατασκευή ή τη λειτουργία, να αρνηθούν την καταχώριση στα μητρώα ή να απαγορεύσουν την πώληση, τη θέση σε κυκλοφορία ήτ ΤΙ ΧΡή στ κάθε νέου οχήματος που έχει πιστοποιητικό πιστότητος». Κατά το άρθρο 14, των δύο οδηγιών πάντοτε, κάθε απόφαση που αφορά άρνηση ή ανάκληση εγκρίσεως, άρνηση καταχωρίσεως στα μητρώα ή απαγόρευση πωλήσεως ή χρήσεως, που εκδόθηκε σύμφωνα με την οδηγία, «αιτιολογείται επακριβώς»· κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο με την υπόδειξη των ενδίκων μέσων που προβλέπονται στις ισχύουσες νομοθεσίες των κρατών μελών. Τέλος, κατά το άρθρο 15 των δύο οδηγιών, τα κράτη μέλη «θέτουν σε ισχύ τις διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση» προς την οδηγία και γνωστοποιούν στην Επιτροπή «το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου» που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από τις οδηγίες αυτές.

9

Οι ένδεκα επί μέρους οδηγίες, για τη μη εκτέλεση των οποίων κατηγορείται το Βέλγιο, θεσπίστηκαν στο πλαίσιο των δύο γενικών οδηγιών που μόλις αναλύθηκαν. Έχουν ως σκοπό να επιτρέψουν, με τμηματικά και ειδικά μέτρα, τη λειτουργία «της διαδικασίας εγκρίσεως ΕΟΚ», που αποτελεί το αντικείμενο των δύο οδηγιών-πλαισίων και εντάσσονται κατά τον τρόπο αυτό στο έννομο σύστημα των τελευταίων. Κάθε μία από τις επί μέρους οδηγίες περιλαμβάνει, στις τελικές διατάξεις της, όπως ακριβώς και οι οδηγίες-πλαίσια, διάταξη σχετική με την υποχρέωση των κρατών μελών να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα εφαρμογής στο πλαίσιο του εσωτερικού τους δικαίου.

10

Από το σύνολο των διατάξεων αυτών και από τη φύση των μέτρων που επιβάλλουν προκύπτει ότι οι εν λόγω οδηγίες πρέπει να μεταφερθούν σε εσωτερικές διατάξεις με την ίδια νομική ισχύ όπως αυτές που διέπουν στα κράτη μέλη τον έλεγχο και την έγκριση των οχημάτων με κινητήρα ή των ελκυστήρων. Από αυτό προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν εκπληρώνουν την υποχρέωση που τους επιβάλλει το άρθρο 189, τρίτη παράγραφος, της Συνθήκης όταν ανταποκρίνονται στις επιταγές των εν λόγω οδηγιών μόνο με de facto πρακτική ή με απλή ανοχή της διοικήσεως.

11

Το επιχείρημα που αντλεί η Βελγική Κυβέρνηση από τον «προαιρετικό χαρακτήρα» των εν λόγω οδηγιών δεν ευσταθεί, ενώ η υποχρεωτική ενέργεια της οδηγίας, από την οποία δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν τα κράτη μέλη, συνίσταται στην κατάργηση κάθε εμποδίου στην ελεύθερη κυκλοφορία που μπορεί να προκύψει για τα προϊόντα που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, από την εφαρμογή τεχνικών προδιαγραφών διαφορετικών από αυτές των κοινοτικών διατάξεων. Γι' αυτό πρέπει κάθε κράτος μέλος να εκτελεί τις εν λόγω οδηγίες κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις σαφήνειας και ασφάλειας της εννόμου καταστάσεως που επιδιώκεται με τις οδηγίες, προς το συμφέρον των παραγωγών που είναι εγκατεστημένοι στα άλλα κράτη μέλη. Απλές διοικητικές πρακτικές, που από τη φύση τους μπορούν να μεταβάλλονται κατά τη βούληση της διοικήσεως και οι οποίες στερούνται κατάλληλης δημοσιότητας, δεν είναι δυνατόν, υπό τις συνθήκες αυτές, να θεωρηθούν ως έγκυρη εκπλήρωση της υποχρεώσεως που υπέχουν τα κράτη μέλη, στα οποία απευθύνονται οι οδηγίες, από το άρθρο 189.

12

Ούτε η δικαιολογία που αντλείται από την «άμεση ισχύ» των εν λόγω οδηγιών μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, από το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, προκύπτει ότι η εκτέλεση των κοινοτικών οδηγιών πρέπει να εξασφαλίζεται με κατάλληλα μέτρα εφαρμογής, που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, συγκεκριμένα στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος παραλείπει να λάβει τα απαιτούμενα εκτελεστικά μέτρα, ή λαμβάνει μέτρα που δεν είναι σύμφωνα με την οδηγία, αναγνώρισε το Δικαστήριο το δικαίωμα στους πολίτες να επικαλούνται ενώπιον των δικαστηρίων μία οδηγία έναντι του κράτους μέλους που δεν την εκτελεί (βλ. ιδίως, στο θέμα αυτό, την απόφαση της 5ης Απριλίου 1979, Ratti, υπόθεση 148/78, Jurispr. 1979, σ. 1629). Αυτή η ελάχιστη εξασφάλιση, που απορρέει από τον αναγκαστικό χαρακτήρα της υποχρεώσεως που επιβάλλει στα κράτη μέλη η ισχύς των οδηγιών, δυνάμει του άρθρου 189, τρίτο εδάφιο, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από ένα κράτος μέλος ως δικαιολογία για να αποφύγει να λάβει, εγκαίρως, κατάλληλα μέτρα εφαρμογής, ανάλογα με το αντικείμενο κάθε οδηγίας. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, τα μέτρα αυτά έπρεπε, στην προκειμένη περίπτωση, να συνίστανται σε διατάξεις ισοδύναμες προς αυτές που εφαρμόζονται στην εσωτερική έννομη τάξη, ώστε να επιβληθεί ο σεβασμός προδιαγραφών, που το ίδιο το προοίμιο των δύο οδηγιών-πλαισίων χαρακτηρίζει ως «υποχρεωτικές» (βλ. την πρώτη αιτιολογική σκέψη).

13

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα που προβάλλει η Βελγική Κυβέρνηση.

14

Η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται περαιτέρω ότι, φροντίζοντας για τη νομική σαφήνεια, κίνησε εν τω μεταξύ τις αναγκαίες διαδικασίες για τη μεταφορά των οδηγιών στην εσωτερική νομοθεσία, αλλά ότι η ευόδωση των διαδικασιών αυτών καθυστέρησε λόγω νομικών ερίδων σχετικά με τη νομοθετική ή κανονιστική διαδικασία που πρέπει να εφαρμοστεί, καθώς και λόγω εσωτερικών πολιτικών δυσχερειών.

15

Ως προς αυτό αρκεί να παρατηρηθεί, όπως έκρινε επανειλημμένα το Δικαστήριο, ιδίως με την απόφαση του της 11ης Απριλίου 1978 (Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, υπόθεση 100/77, Jurispr. 1978, σ. 709), ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλεστούν εσωτερικές δυσκολίες ή διατάξεις της εθνικής τους εννόμου τάξεως, ακόμη και της συνταγματικής, για να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων και προθεσμιών που προβλέπουν οι κοινοτικές οδηγίες.

16

Αυτή η κρίση επιβεβαιώνεται από το ότι τα άρθρα 15 των δύο γενικών οδηγιών, 70/156, της 6ης Φεβρουαρίου 1970, και 74/150, της 4ης Μαρτίου 1974, ορίζουν, χρησιμοποιώντας την ίδια διατύπωση, ότι «τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία εντός προθεσμίας 18 μηνών από της κοινοποιήσεως της. Ενημερώνουν αμέσως περί αυτού την Επιτροπή». Επειδή πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για οδη-γίες-πλαίσια, η διάταξη αυτή μπορεί να νοηθεί ότι επιβάλλει στα κράτη μέλη στα οποία απευθύνεται την υποχρέωση να προβούν, τηρώντας τα αντίστοιχα νομοθετικά τους συστήματα, στις αναγκαίες προβλέψεις για τη θέση σε ισχύ, εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, των επί μέρους οδηγιών, των οποίων το αντικείμενο καθορίζεται πλήρως στα παραρτήματα που επισυνάπτονται στις δύο προαναφερθείσες οδηγίες.

17

Υπό αυτές τις συνθήκες δεν μπορούν να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα που αντλεί η Βελγική Κυβέρνηση από τις δυσκολίες που συνάντησε κατά την εφαρμογή των εν λόγω οδηγιών.

18

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι πρέπει να διαπιστωθεί η παράβαση του Βασιλείου του Βελγίου.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

Το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τνς υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, παραλείποντας να θέσει σε ισχύ, εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, τις αναγκαίες διατάξεις για να εξασφαλιστεί η εφαρμογή των ακόλουθων οδηγιών:

 

οδηγία 70/221, της 20ής Μαρτίου 1970, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αναφέρονται στις δεξαμενές υγρών καυσίμων και των διατάξεων οπισθίας προφυλάξεως των οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκούμενων τους·

 

οδηγία 70/387, της 27ης Ιουλίου 1970, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις θύρες των οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκούμενων τους·

 

οδηγία 74/60 της 17ης Δεκεμβρίου 1973, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά την εσωτερική διαρρύθμιση των οχημάτων με κινητήρα (εσωτερικά τμήματα του χώρου επιβατών εκτός του ή των εσωτερικών κατόπτρων οδηγήσεων, διευθέτηση των οργάνων χειρισμού, σκεπή ή σκεπή που ανοίγει, ερεισίνωτο και οπίσθιο τμήμα των καθισμάτων)·

 

οδηγία 74/483, της 17ης Σεπτεμβρίου 1974, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν στις εξωτερικές προεξοχές των οχημάτων με κινητήρα·

 

οδηγία 74/150, της 4ης Μαρτίου 1974, περί προσεγγίσεως των κρατών μελών των αναφερομένων στην έγκριση των γεωργικών ή δασικών ελκυστή-ρων·

 

οδηγία 74/151, της 4ης Μαρτίου 1974, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων σε ορισμένα στοιχεία και χαρακτηριστικά των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων με τροχούς·

 

οδηγία 74/152, επίσης της 4ης Μαρτίου 1974, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στη μεγίστη εκ κατασκευής ταχύτητα και στις εξέδρες φορτώσεως των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων με τροχούς·

 

οδηγία 74/346, της 25ης Ιουνίου 1974, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα κάτοπτρα οδηγήσεως των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων με τροχούς·

 

οδηγία 74/347, επίσης της 25ης Ιουνίου 1974, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στο οπτικό πεδίο και στους υαλοκαθαριστήρες των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων με τροχούς·

 

οδηγία 75/321, της 20ής Μαίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στο σύστημα διευθύνσεως των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων με τροχούς·

 

οδηγία 75/322, επίσης της 20ής Μαΐου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στην εξουδετέρωση των ραδιοηλεκτρικών παρασίτων των παραγομένων από τους κινητήρες με επιβαλλόμενη ανάφλεξη με τους οποίους είναι εφοδιασμένοι γεωργικοί ή δασικοί ελκυστήρες με τροχούς·

 

οδηγία 75/323, επίσης της 20ής Μαίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αφορώντων στο ρευματολήπτη τον τοποθετημένο επί των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων με τροχούς, για την τροφοδοσία των διατάξεων φωτισμού και φωτεινής σηματοδοτήσεως των εργαλείων, μηχανημάτων ή ρυμουλκούμενων προς χρήση στη γεωργική ή δασική εκμετάλλευση.

 

Kutscher

O'Keeffe

Touffait

Mertens de Wilmars

Pescatore

Mackenzie Stuart

Bosco

Koopmans

Due

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Μαίου 1980.

Ο γραμματέας

Α. Van Houtte

Ο πρόεδρος

Η. Kutscher


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.