ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 1/76 ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 26ης Απριλίου 1977

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υπέβαλε στο Δικαστήριο, στις 15 Σεπτεμβρίου 1976, αίτηση εκδόσεως γνωμοδοτήσεως υπό ημερομηνία 10 Σεπτεμβρίου 1976 βάσει του άρθρου 228, παράγραφος 1 εδάφιο 2 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας κατά τους όρους του οποίου:

«Το Συμβούλιο, η Επιτροπή ή κράτος μέλος δύνανται προηγουμένως να ζητήσουν από το Δικαστήριο να γνωμοδοτήσει εάν η υπό μελέτη συμφωνία συμβιβάζεται με την παρούσα Συνθήκη. Αν η γνωμοδότηση είναι αρνητική, η συμφωνία δύναται να τεθεί σε ισχύ μόνο κατά τις διατάξεις του άρθρου 236.»

Το ζήτημα

Με την υπό κρίση αίτηση, η Επιτροπή ζήτησε τη γνωμοδότηση του Δικαστηρίου ως προς το αν συμβιβάζεται με τις διατάξεις της Συνθήκης η υπό μελέτη συμφωνία σχετική με την ίδρυση ευρωπαϊκού ταμείου ακινητοποιήσεως πλοίων εξυπηρετούντων εσωτερικές γραμμές.

Η υπό μελέτη συμφωνία αποτέλεσε το αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ της Επιτροπής, ενεργούσας στο όνομα της Κοινότητας σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου, και της Ελβετίας, με τη συμμετοχή αντιπροσωπειών των έξι κρατών μελών (του Βελγίου, της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, των Κάτω Χωρών, του Λουξεμβούργου και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας) που είναι συμβαλλόμενα μέρη είτε στην αναθεωρηθείσα σύμβαση για τη ναυσιπλοΐα στο Ρήνο της 17ης Οκτωβρίου 1868 («Σύμβαση του ΜΑΝ-ΝΗΕΙΜ») είτε τη Σύμβαση για τη ναυσιπλοΐα στο Μοζέλα της 27ης Οκτωβρίου 1956.

Μετά το πέρας των διαπραγματεύσεων, η υπό μελέτη συμφωνία, περιλαμβάνουσα σε παράρτημα τον οργανισμό του Ταμείου, μονογραφήθηκε από τους εκπροσώπους των συμβαλλομένων μερών στις 9 Ιουλίου 1976.

Για να αιτιολογήσει την αίτηση εκδόσεως γνωμοδοτήσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι το υπό μελέτη σύστημα περιλαμβάνει, ως προς την Κοινότητα, την απονομή ορισμένων αρμοδιοτήτων ως προς τη λήψη αποφάσεων και την εκδίκαση διαφορών σε όργανα άσχετα προς τα κοινοτικά όργανα. Πα-ρόλον ότι θεωρεί ότι η εν λόγω απονομή εξουσιών συμβιβάζεται με τη Συνθήκη, η Επιτροπή, για λόγους ασφαλείας δικαίου, θεώρησε σκόπιμο να συμβουλευθεί το Δικαστήριο βάσει του άρθρου 228, λαμβανομένου υπόψη του χαρακτήρα που μια τέτοια απονομή αρμοδιοτήτων παρουσιάζει και του προηγουμένου που μπορεί να αποτελέσει για άλλες ενδεχόμενες μεταγενέστερες συμφωνίες.

Το κείμενο της συμφωνίας καθώς και το κείμενο του οργανισμού του Ταμείου, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας, προσαρτήθηκαν στην αίτηση εκδόσεως γνωμοδοτήσεως. Η Επιτροπή υπέβαλε επίσης στο Δικαστήριο την πρόταση κανονισμού που διαβίβασε στο Συμβούλιο ενόψει της συνάψεως της συμφωνίας. Εξάλλου, τα εν λόγω κείμενα δημοσιεύθηκαν σαν πληροφορίες στην επίσημη εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (JO C 208 της 3.9.1976, σ. 2 - 22).

Σύμφωνα με το άρθρο 107 του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση εκδόσεως γνωμοδοτήσεως κοινοποιήθηκε στο Συμβούλιο και στα κράτη μέλη. Γραπτές παρατηρήσεις κατάθεσαν το Συμβούλιο καθώς και οι κυβερνήσεις της Δανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Επιτροπή κατάθεσε συμπληρωματικές παρατηρήσεις σε μεταγενέστερη ανακοίνωση. Το Δικαστήριο άκουσε τους γενικούς εισαγγελείς εν συμ-βουλίω σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 2 του κανονισμού διαδικασίας, στις 18 Ιανουαρίου 1977.

Ανάλυση της υπό μελέτη συμφωνίας, του κανονισμού που είναι προσαρτημένος σ' αυτή, και του σχεδίου κανονισμού περί συνάψεως της Συμφωνίας

Σκοπός της συμφωνίας είναι η εγκαθίδρυση συστήματος που αποβλέπει στην εξαφάνιση των ανωμαλιών που προκύπτουν από συγκυριακά πλεονάσματα χωρητικότητας των μέσων μεταφοράς εμπορευμάτων διά πλωτής οδού στο Ρήνο και το Μοζέλα καθώς και στο σύνολο των πλωτών οδών της Ολλανδίας και της Γερμανίας που συνδέονται με το Ρήνο. Το σύστημα συνίσταται στην εισαγωγή μηχανισμού προσωρινής ακινητοποίησης μερίδας της διαθέσιμης χωρητικότητας έναντι οικονομικής αποζημίωσης χορηγούμενης στους μεταφορείς που εκούσια αποσύρουν από την αγορά ποταμόπλοια για ορισμένη περίοδο. Αυτή η απόσυρση της προσωρινά πλεονάζουσας χωρητικότητας πρέπει να επιτρέψει να αποφευχθεί υπέρμετρος ανταγωνισμός που θα συνεπαγόταν την καθίζηση των ναύλων διατηρώντας αυτούς τους ναύλους σε ικανοποιητικό οικονομικό επίπεδο, η υπό μελέτη συμφωνία θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις ποταμοπλοίας να απολαύουν κανονικών συνθηκών εκμεταλλεύσεως και να προσαρμόσουν καλύτερα το υλικό τους στις ανάγκες των πελατών.

Η αποζημίωση βαρύνει Ταμείο («Ταμείο ακινητοποιήσεως πλοίων εξυπηρετούντων εσωτερικές γραμμές»), τροφοδοτούμενο από εισφορές που επιβάλλονται σε όλα τα πλοία που χρησιμοποιούν τις πλωτές οδούς που υπάγονται στο σύστημα.

Οι διατάξεις του οργανισμού αναφέρουν, λεπτομερώς και με ακρίβεια, ποιες είναι οι κατηγορίες των πλοίων που υπάγονται στο υπό μελέτη σύστημα. Καθορίζουν, εξάλλου, την προς είσπραξη εισφορά και τους όρους εισπράξεως ορίζοντας, για το πρώτο έτος, το βασικό συντελεστή της εισφοράς σε ποσό αντίστοιχο με 0,0175 γερμανικά μάρκα (DM), με βάσει των οποίων υπολογίζεται η ημερήσια εισφορά για κάθε πλοίο ανάλογα με τη χωρητικότητα και την ιπποδύναμή του, πολλαπλασιαζόμενο με ορισμένους συντελεστές αποτίμησης οριζόμενους για κάθε κατηγορία πλοίων.

Ο βασικός συντελεστής και οι συντελεστές αποτίμησης μπορούν να τροποποιηθούν από το συμβούλιο επιθεωρήσεως εντός των ορίων και υπό καθορισμένες περιστάσεις. Ο τρόπος εφαρμογής της ακινητοποίησης των πλοίων αποτελεί επίσης αντικείμενο λεπτομερειακών διατάξεων του οργανισμού.

Το επιχειρηματικό πλαίσιο του συστήματος είναι το «ευρωπαϊκό ταμείο ακινητοποιή-σεως πλοίων εξυπηρετούντων εξωτερικές γραμμές», που ιδρύεται από την υπό μελέτη συμφωνία και διέπεται από τον οργανισμό που προσαρτάται στη συμφωνία, της οποίας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος.

Το Ταμείο χαρακτηρίζεται ως «διεθνές δημόσιο ίδρυμα» που έχει νομική προσωπικότητα και την πλέον ευρεία δικαιοπρακτική ικανότητα που αναγνωρίζεται στα νομικά πρόσωπα (άρθρο πρώτο του κανονισμού). Τα όργανα του Ταμείου είναι το συμβούλιο επιθεωρήσεως και το συμβούλιο διοικήσεως, επικουρούμενο από ένα διευθυντή (άρθρο 26). Εξάλλου, ιδρύεται δικαστήριο που φέρει την ονομασία «Δικαστήριο του Ταμείου» (άρθρο 42).

Το συμβούλιο επιθεωρήσεως απαρτίζεται από έναν εκπρόσωπο ενός εκάστου των κρατών μελών — με μοναδική εξαίρεση την Ιρλανδία που εξέφρασε την επιθυμία να μη συμμετάσχει — από έναν εκπρόσωπο της Ελβετίας, καθώς και από έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής, ο οποίος και προεδρεύει.

Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο, εξαιρέσει του προέδρου, ο οποίος συμμετέχει στη διάσκεψη χωρίς δικαίωμα ψήφου. Εκτός αντίθετης διάταξης του κανονισμού, το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία των εκφρασθεισών ψήφων. Αυτή η πλειοψηφία πρέπει να περιλαμβάνει τις ευνοϊκές ψήφους τουλάχιστον τριών από τους εκπροσώπους των ακολούθων κρατών: του Βελγίου, της Γαλλίας, της Ελβετίας, των Κάτω Χωρών και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Ορισμένες σημαντικές αποφάσεις απαιτούν τη σύμφωνη γνώμη όλων των κρατών μελών (άρθρο 27).

Το διοικητικό συμβούλιο, απαρτίζεται από μέλη διοριζόμενα από τις κυβερνήσεις των κρατών των οποίων είναι υπήκοοι, με αναλογία τεσσάρων μελών από τη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες, δύο μελών από το Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ελβετία και ενός μέλους από το Λουξεμβούργο.

Η σύνθεσή του πρέπει να είναι αντιπροσωπευτική των διαφόρων βασικών κατηγοριών των επιχειρηματιών ποτάμιας μεταφοράς. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο, οι αποφάσεις λαμβάνονται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων των εκφρασθεισών ψήφων (άρθρο 28). Ο διευθυντής του Ταμείου διορίζεται από το συμβούλιο επιθεωρήσεως, κατόπιν προτάσεως του διοικητικού συμβουλίου (άρθρο 34).

Το δικαστήριο του Ταμείου απαρτίζεται από επτά δικαστές, υποδεικνυόμενους για περίοδο πέντε ετών, από τους οποίους ένας δικαστής υποδεικνύεται από την Ελβετία και έξι άλλοι δικαστές υποδεικνύονται από το σύνολο των άλλων συμβαλλομένων μερών (άρθρο 42, δεύτερη παράγραφος). Η πρόταση κανονισμού που υποβλήθηκε από την Επιτροπή στο Συμβούλιο ενόψει της σύναψης της συμφωνίας και της θέσεως της σε εφαρμογή προβλέπει, ωστόσο, ότι οι έξι αυτοί δικαστές υποδεικνύονται από το Δικαστήριο μεταξύ των μελών του (άρθρο 6 του σχεδίου κανονισμού).

Το Δικαστήριο θα θέσει στη διάθεση του δικαστηρίου του Ταμείου τις εγκαταστάσεις του και τις τεχνικές υπηρεσίες του και τη γραμματεία του. Το δικαστήριο του Ταμείου θα θεσπίσει το ίδιο τις αναγκαίες για τη λειτουργία του διατάξεις και κυρίως τον κανονισμό διαδικασίας του (κανονισμός άρθρο 6, οργανισμός του Ταμείου άρθρο 42, παράγραφος 4).

Το συμβούλιο επιθεωρήσεως που είναι «ο εγγυητής του γενικού συμφέροντος, με την τήρηση των σκοπών και των διατάξεων της συμφωνίας και του οργανισμού», καθορίζει, κατόπιν προτάσεως του διοικητικού συμβουλίου και εντός των οριζομένων από τον οργανισμό ορίων, το βασικό συντελεστή των εισφορών και εγκρίνει, ρητώς ή σιωπηρώς, τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου τις σχετικές με την περίοδο ακινητοποιήσεως και το ύψος των προς χορήγηση αποζημιώσεων (άρθρα 29 έως 31).

Το διοικητικό συμβούλιο μεριμνά για τη διοίκηση και την οικονομική διαχείριση του Ταμείου και φροντίζει για την εκτέλεση των αποφάσεων του συμβουλίου επιθεωρήσεως (άρθρο 29). Οι προσωπικές αποφάσεις που αφορούν την εφαρμογή εισφορών και τις αποζημιώσεις λόγω ακινητοποιήσε-ως λαμβάνονται από τον διευθυντή (άρθρο 35).

Οι αποφάσεις γενικής ισχύος που λαμβάνουν τα όργανα του Ταμείου είναι «δεσμευτικές στο σύνολό τους και έχουν άμεση ισχύ σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και στην Ελβετία» (άρθρο 39). Δημοσιεύονται στα επίσημα όργανα δημοσιεύσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ελβετίας (άρθρο 40).

Οι αποφάσεις που αφορούν οικονομική υποχρέωση πλοιοκτήτου ή εκμεταλλευόμενου πλοίο αποτελούν τίτλο εκτελεστό και αναγνωρίζονται ως εκτελεστοί τίτλοι σε καθένα από τα κράτη μέλη και την Ελβετία (άρθρο 46).

Οι προσωπικές αποφάσεις οι λαμβανόμενες από το διευθυντή υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον το διοικητικού συμβουλίου (άρθρο 35). Οι αιτιολογημένες αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου υπόκεινται σε προσφυγή, που μπορεί να ασκήσει οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο το οποίο δικαιολογεί την ύπαρξη συμφέροντος, ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων που τα κράτη υποδεικνύουν προς το σκοπό αυτό στο έδαφος όπου ευρίσκεται η κύρια έδρα ή υποκαστάστημα του Ταμείου. Τα δικαστήρια που έχουν ιδρυθεί με τη σύμβαση του MANNHEIM και τη σύμβαση του Μοζέλα μπορούν να κηρυχθούν αρμόδια προς το σκοπό αυτό (άρθρο 41).

Τα κράτη μέλη της Κοινότητας και η Ελβετία, καθώς και η Επιτροπή, μπορούν να ασκήσουν, ενώπιον του δικαστηρίου του Ταμείου, προσφυγές ακυρώσεως στρεφόμενες κατά των πράξεων των οργάνων του Ταμείου. Μπορούν, επίσης, να υποβάλλουν στο δικαστήριο του Ταμείου προσφυγή λόγω παραλείψεως σε κάθε περίπτωση όπου το συμβούλιο επιθεωρήσεως, παραβιάζοντας τη συμφωνία ή τον οργανισμό, απέχει από του να λάβει απόφαση (άρθρο 43).

Προσφυγή λόγω παραβάσεως μπορεί να ασκηθεί εναντίον οιουδήποτε κράτους μέλους ή της Ελβετίας από οποιοδήποτε άλλο κράτος εκπροσωπούμενο στο συμβούλιο επιθεωρήσεως και από την Επιτροπή (άρθρο 45).

Εξάλλου, το δικαστήριο του Ταμείου είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, προδικαστικά, ως προς την ερμηνεία της Συμφωνίας και του οργανισμού καθώς και ως προς το κύρος και την ερμηνεία των λαμβανομένων από τα όργανα του Ταμείου αποφάσεων για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων στο σύνολο των οικείων κρατών.

Στο δικαστήριο του Ταμείου μπορεί να υποβληθεί τέτοιο προδικαστικό ερώτημα από οποιοδήποτε δευτεροβάθμιο δικαστήριο κράτους μέλους ή της Ελβετίας. Ο περιορισμός της εν λόγω ευχέρειας στα δευτεροβάθμια δικαστήρια αποτελεί ωστόσο το αντικείμενο επιφυλάξεως εκ μέρους της ελβετικής αντιπροσωπείας.

Η παραπομπή στο δικαστήριο του ταμείου είναι υποχρεωτική αν το ερώτημα εγείρεται ενώπιον εθνικού δικαιοδοτικού οργάνου του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο του εθνικού δικαίου (άρθρο 44).

Η συμφωνία και ο κανονισμός θα έχουν υποχρεωτική ισχύ στο έδαφος των 9 κρατών μελών, περιλαμβανομένων επομένως των τριών κρατών μελών που δεν ήσαν συμβαλλόμενα μέρη στη συμφωνία — και της Ελβετίας (συμφωνία, άρθρο 4). Η συμφωνία θα παραμείνει εν ισχύ για διάρκεια πέντε ετών και θα μπορεί να παραταθεί για μεταγενέστερες περιόδους (άρθρο 5).

Τα συμβαλλόμενα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση του MANNHEIM και στη σύμβαση του Μοζέλα αναλαμβάνουν την υποχρέωση να επιφέρουν στις εν λόγω συμβάσεις τις τροποποιήσεις που κατέστησαν αναγκαίες λόγω της συμφωνίας (άρθρο 3). Πρόκειται, στις δύο περιπτώσεις, περί ορισμένων ρητρών δικαιοδοσίας, και επίσης, στην περίπτωση της συμβάσεως του MANNHEIM, περί της διατάξεως που απαγορεύει την επιβολή οιουδήποτε τέλους βασιζόμενου αποκλειστικά στη ναυσιπλοΐα.

Δυνάμει του κανονισμού που η Επιτροπή προέτεινε στο Συμβούλιο σχετικά με τη σύναψη και τη θέση σε εφαρμογή της συμφωνίας, κάθε ζήτημα εγειρόμενο ενώπιον του συμβουλίου επιθεωρήσεως και που εμφανίζει ενδιαφέρον αρχής για τη λειτουργία του Ταμείου ή ενδιαφέρον για την κοινή πολιτική των μεταφορών μπορεί να υποβάλλεται στο Συμβούλιο, που θα διασκέπτεται και αποφαίνεται, με ειδική πλειοψηφία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, ώστε να συναχθούν οι κοινοί προσανατολισμοί.

Σε μια τέτοια περίπτωση, τα κράτη μέλη που εκπροσωπούνται στο συμβούλιο επιθεωρήσεως του Ταμείου θα συμμορφούνται προς τις κατευθύνσεις και αποφάσεις του Συμβουλίου (κανονισμός, άρθρο 5). Κάθε παράταση της ισχύος της συμφωνίας και κάθε παρέκταση του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της θα υπόκεινται σε προηγούμενη και υποχρεωτική σύσκεψη του Συμβουλίου (άρθρα 3 και 4).

Συμπληρωματικές πληροφορίες

Εξετάζοντας τα υποβληθέντα από την Επιτροπή κείμενα, το Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη διαφοράς μεταξύ δύο διατάξεων σχετικών με την υπόδειξη των μελών του υπό μελέτη δικαστηρίου του Ταμείου. Σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 2 του οργανισμού, οι επτά δικαστές μέλη του δικαστηρίου του Ταμείου θα υποδειχθούν ως εξής: ένας δικαστής θα υποδειχθεί από την Ελβετία και οι έξι άλλοι δικαστές θα υποδειχθούν από το σύνολο των άλλων συμβαλλομένων μερών.

Όσον αφορά τους τελευταίους, το σχέδιο κανονισμού περί συνάψεως της συμφωνίας προβλέπει, αντιθέτως, στο άρθρο 6, ότι θα υποδειχθούν από το Δικαστήριο μεταξύ των μελών του. Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις με τις οποίες το σχέδιο κανονισμού υποβλήθηκε στο Συμβούλιο, η προβλεπόμενη στο άρθρο 6 διαδικασία συμφωνήθηκε απ' όλες τις αντιπροσωπείες κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και έγινε αποδεκτή από την ελβετική αντιπροσωπεία.

Εντούτοις ανάλογη ένδειξη δεν υπάρχει στις αιτιολογικές σκέψεις όσον αφορά άλλη διάταξη του σχεδίου κανονισμού με την οποία ασχολήθηκε το Δικαστήριο, δηλαδή το άρθρο 5, παράγραφος 1 το οποίο, με την ακόλουθη διατύπωση, αποσκοπεί στη διασφάλιση ομοιόμορφης θέσης της Κοινότητας και των κρατών μελών που εκπροσωπούνται στο συμβούλιο επιθεωρήσεως του ταμείου:

«Αρθρο 5

1.   Όταν ένα ζήτημα που ενέχει ενδιαφέρον από απόψεως αρχής για τη λειτουργία του ιδρυόμενου από τη συμφωνία Ταμείου ή ενδιαφέρον για την κοινή πολιτική των μεταφορών ανακύπτει ενώπιον του συμβουλίου επιθεωρήσεως του Ταμείου, το εν λόγω ζήτημα μπορεί, κατόπιν αιτήσεως ενός κράτους μέλους ή της Επιτροπής, να υποβληθεί στο Συμβούλιο, το οποίο διασκέπτεται το συντομότερο, αποφαινόμενο με ειδική πλειοψηφία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, προκειμένου να συναχθούν και οι κοινοί προσανατολισμοί και να λάβει, σε ενδεχόμενη περίπτωση, κάθε απόφαση που θεωρεί σκόπιμη.

Στην περίπτωση που το Συμβούλιο αποφάνθηκε επί παρομοίου ζητήματος, τα κράτη μέλη που εκπροσωπούνται στο συμβούλιο επιθεωρήσεως του Ταμείου συμμορφούνται στους κόλπους του εν λόγω ταμείου επιθεωρήσεως προς τις κατευθύνσεις που δόθηκαν ή τις αποφάσεις που ελήφθησαν από το Συμβούλιο.

Απέχουν εν τω μεταξύ από του να λάβουν θέση ικανή να προδικάσει ή να θέσει σε κίνδυνο τη διάσκεψη του Συμβουλίου επί του ζητήματος που του έχει υποβληθεί.»

Το Δικαστήριο ζήτησε, επομένως, από την Επιτροπή να του παράσχει κάθε πληροφορία επί του αν, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων περί της συμφωνίας ή μεταγενέστερα, η ελβετική αντιπροσωπεία έλαβε γνώση του περιεχομένου της προαναφερθείσας διάταξης, και αν την αποδέχθηκε.

Η Επιτροπή έδωσε συνέχεια σ' αυτή την αίτηση με ανακοίνωση της 3ης Μαρτίου 1977 από την οποία προκύπτουν κυρίως τα εξής:

Η πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου περί συνάψεως της υπό μελέτη συμφωνίας δεν ανακοινώθηκε τυπικά ως πρόταση στην ελβετική αντιπροσωπεία και αυτό σύμφωνα με πάγια πρακτική που ακολουθεί η Κοινότητα για τη σύναψη συμφωνιών με τρίτες χώρες. Εντούτοις, η ελβετική αντιπροσωπεία έλαβε ανεπισήμως γνώση των διατάξεων του προταθέντος κανονισμού, στο περιθώριο της κυρίας διαπραγμάτευσης, και η εν λόγω γνώση επιβεβαιώθηκε, μετά τη μονογράφηση της υπό μελέτη συμφωνίας, με τη δημοσίευση της εν λόγω πρότασης κανονισμού στην επίσημη εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Εν αντιθέσει με ορισμένες άλλες διατάξεις της πρότασης κανονισμού, το περιεχόμενο του άρθρου 5 δεν εξετάστηκε διεξοδικά με τις άλλες αντιπροσωπείες, και κυρίως την ελβετική αντιπροσωπεία, που δεν έλαβαν γνώση του εν λόγω περιεχομένου παρά ατύπως και δεν κλήθηκαν να το αποδεχθούν. Εντούτοις, η ελβετική αντιπροσωπεία προέβαλε αντίρρηση αρχής εναντίον κάθε κανόνα ικανού να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και την ελευθερία κρίσεως και ενεργείας που, κατά την ελβετική αντιπροσωπεία, κάθε μέλος του συμβουλίου επιθεωρήσεως του Ταμείου πρέπει να διαθέτει κατά την άσκηση της αποστολής του.

Υιοθετηθείσα από το Δικαστήριο άποψη

I

1

Το προβλεπόμενο από την υπό μελέτη συμφωνία σύστημα που συγκεκριμενοποιείται από τον οργανισμό που αποτελεί το παράρτημά της έχει ως αντικείμενο την εξυγίανση της οικονομικής κατάστασης του στόλου σε μια γεωγραφική περιοχή όπου οι μεταφορές δι' εσωτερικής πλωτής οδού ενέχουν ειδική σημασία για το σύνολο των δικτύων των διεθνών μεταφορών.

Ένα τέτοιο σύστημα εντάσσεται χωρίς καμιά αμφιβολία σαν σημαντικό στοιχείο στην κοινή πολιτική των μεταφορών, της οποίας η εγκαθίδρυση περιλαμβάνεται στη δράση της Κοινότητας που περιγράφεται στο άρθρο 3 της Συνθήκης ΕΟΚ. Για την εφαρμογή της εν λόγω πολιτικής, το άρθρο 75 της Συνθήκης αναθέτει στο Συμβούλιο, με τον προβλεπόμενο τρόπο, να θεσπίζει κοινούς κανόνες εφαρμοστέους στις διεθνείς μεταφορές που εκτελούνται από ή προς το έδαφος ενός κράτους μέλους.

Αυτό το άρθρο παρέχει έτσι, όσον αφορά την Κοινότητα, την αναγκαία νομική βάση για τη θέσπιση του υπό μελέτη συστήματος.

2

Το ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η θέσπιση κοινών κανόνων δυνάμει του άρθρου 75 της Συνθήκης δεν επιτρέπει εντούτοις την πλήρη εκπλήρωση του επιδιωκόμενου στόχου, αυτό οφείλεται στην παραδοσιακή συμμετοχή πλοίων που ανήκουν σε κράτος μη μέλος, την Ελβετία, στη ναυσιπλοΐα στις εν λόγω κύριες πλωτές οδούς, που υπάγονται στο σύστημα της ελεύθερης ναυσιπλοίας που έχει θεσπιστεί με διεθνείς συμφωνίες παλαιάς ημερομηνίας. Έτσι κατέστη αναγκαίο να λάβει μέρος στο υπό μελέτη σύστημα η Ελβετία μέσω διεθνούς συμφωνίας με το εν λόγω μη μέλος κράτος.

3

Η αρμοδιότητα της Κοινότητας για τη σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας δεν προβλέπεται ρητά από τη Συνθήκη. Ωστόσο, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να δεχθεί, πρόσφατα με την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1976 στις υποθέσεις 3/76, 4/76 και 6/76, KRAMER (REC. 1976, σ. 1279), ότι η αρμοδιότητα για την ανάληψη διεθνών υποχρεώσεων μπορεί να προκύπτει όχι μόνο από ρητή απονομή από τη Συνθήκη, αλλά επίσης να απορρέει σιωπηρά από τις διατάξεις της. Το Δικαστήριο δέχθηκε, κυρίως, ότι κάθε φορά που το κοινοτικό δίκαιο θέσπισε υπέρ των κοινοτικών οργάνων αρμοδιότητες επί του εσωτερικού πεδίου για την επίτευξη καθορισμένου στόχου, η Κοινότητα έχει την αρμοδιότητα να αναλάβει τις αναγκαίες για την επίτευξη του εν λόγω στόχου διεθνείς υποχρεώσεις, ακόμα και όταν δεν υφίσταται σχετική ρητή διάταξη.

4

Αυτό το συμπέρασμα επιβάλλεται ιδίως σε όλες τις περιπτώσεις όπου η εσωτερική αρμοδιότητα χρησιμοποιήθηκε για τη θέσπιση μέτρων εντασσόμενων στην πραγματοποίηση κοινών πολιτικών. Δεν περιορίζεται ωστόσο σ' αυτό το ενδεχόμενο. Παρ' όλον ότι τα εσωτερικά κοινοτικά μέτρα δεν θεσπίζονται παρά με την ευκαιρία της σύναψης και της θέσεως σε εφαρμογή της διεθνούς συμφωνίας, όπως αντιμετωπίζεται στην προκειμένη περίπτωση με την πρόταση του κανονισμού που υποβλήθηκε από την Επιτροπή στο Συμβούλιο, ωστόσο η αρμοδιότητα της Κοινότητας για να αναλαμβάνει υποχρεώσεις έναντι τρίτων χωρών απορρέει σιωπηρά από τις διατάξεις της Συνθήκης που θεσπίζουν την εσωτερική αρμοδιότητα, υπό την προϋπόθεση η συμμετοχή της Κοινότητας στη διεθνή σύμβαση, όπως στην προκειμένη περίπτωση, να είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός από τους στόχους της Κοινότητας.

5

Για την πραγματοποίηση της κοινής πολιτικής των μεταφορών, της οποίας το περιεχόμενο ορίζεται από τα άρθρα 74 και 75 της Συνθήκης, το Συμβούλιο είναι εξουσιοδοτημένο να λαμβάνει «κάθε άλλη χρήσιμη διάταξη» όπως ρητά αναφέρεται στην παράγραφο 1, γ, του άρθρου 75.

Συνεπώς, η Κοινότητα έχει όχι μόνον την ικανότητα να συνάψει σχετικά συμβατικές σχέσεις με τρίτη χώρα, αλλά έχει και την αρμοδιότητα, τηρούσα τη Συνθήκη, να συνεργάζεται με την εν λόγω χώρα στην εγκατάσταση κατάλληλης οργανικής δομής, όπως το διεθνές δημόσιο ίδρυμα που προβλέπεται να ιδρυθεί υπό την ονομασία «ευρωπαϊκό ταμείο ακινητοποιήσεως πλοίων εξυπηρετούντων εσωτερικές γραμμές». Η Κοινότητα μπορεί επίσης με αυτή την προοπτική να συνεργάζεται με τρίτη χώρα για να περιβληθούν τα όργανα ενός τέτοιου ιδρύματος με την κατάλληλη εξουσία λήψεως αποφάσεων και για να οριστούν, με πρόσφορο για τους επιδιωκόμενους στόχους τρόπο, η φύση, η έκδοση, η θέση σε εφαρμογή και τα αποτελέσματα των διατάξεων που πρέπει να ληφθούν μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο.

6

Ειδικό πρόβλημα τίθεται λόγω του γεγονότος ότι η υπό μελέτη συμφωνία προβλέπει τη συμμετοχή, ως συμβαλλομένων μερών, όχι μόνο της Κοινότητας και της Ελβετίας, αλλά επίσης ορισμένων κρατών μελών. Πρόκειται περί των έξι κρατών που ήσαν συμβαλλόμενα μέρη είτε στη σύμβαση του MANNHEIM που αναθεωρήθηκε για τη ναυσιπλοΐα στο Ρήνο της 17ης Οκτωβρίου 1968 είτε στη σύμβαση του Λουξεμβούργου για τη ναυσιπλοΐα στο Μοζέλα της 27ης Οκτωβρίου 1956, λαμβανομένων υπόψη των συνδέσεων της τελευταίας με τη σύμβαση για το Ρήνο.

Κατά το άρθρο 3 της συμφωνίας, αυτά τα κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να επιφέρουν στις δύο αναφερθείσες συμβάσεις τις τροποποιήσεις που καθίστανται αναγκαίες από την εφαρμογή του οργανισμού που προσαρτάται στη συμφωνία.

7

Αυτή η ειδική υποχρέωση, λαμβανόμενη σε σχέση με το άρθρο 234, δεύτερη παράγραφος της Συνθήκης, εξηγεί και δικαιολογεί τη συμμετοχή των αναφερόμενων στη συμφωνία έξι κρατών παρά το πλευρό της Κοινότητας. Χάρις ακριβώς σ' αυτή την υποχρέωση θα εξαφανιστεί το εμπόδιο που η ύπαρξη ορισμένων διατάξεων των συμβάσεων του MANNHEIM και του Λουξεμβούργου παρεμβάλλουν στην πραγματοποίηση του προβλεπόμενου από τη συμφωνία συστήματος. Η συμμετοχή των εν λόγω κρατών στη συμφωνία πρέπει να θεωρείται ότι έχει αυτό το μοναδικό σκοπό και ότι δεν είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση των άλλων πλευρών του συστήματος.

Πράγματι, κατά το άρθρο 4 της συμφωνίας, η υποχρεωτική ισχύς της εν λόγω συμφωνίας καθώς και του οργανισμού επεκτείνεται στα εδάφη του συνόλου των κρατών μελών, περιλαμβανομένων των κρατών που δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη στη συμφωνία επιτρέπεται, επομένως, να θεωρηθεί ότι — εκτός της ειδικής υποχρεώσεως για την οποία γίνεται λόγος πιο πάνω — τα έννομα αποτελέσματα της συμφωνίας για τα κράτη μέλη απορρέουν, σύμφωνα με το άρθρο 228, παράγραφος 2 της Συνθήκης, αποκλειστικά από τη σύναψή της από την Κοινότητα.

Υπ' αυτές τις συνθήκες, η συμμετοχή των έξι κρατών μελών ως συμβαλλόμενων μερών στη συμφωνία δεν είναι ικανή να καταπατήσει την εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας. Δεν πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι αυτό το στοιχείο της υπό μελέτη συμφωνίας είναι ασυμβίβαστο προς τη Συνθήκη.

II

8

Η συμμετοχή αυτών των κρατών μελών στις διαπραγματεύσεις, παρ' όλον ότι δικαιολογείται από τον προαναφερθέντα σκοπό, είχε ωστόσο αποτελέσματα που βαίνουν πέραν αυτού του αντικειμένου και που πολύ λίγο συμβιβάζονται με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις ίδιες τις έννοιες της Κοινότητας και της κοινής πολιτικής.

Πράγματι, η εν λόγω κατάσταση φαίνεται ότι προκάλεσε κάποια αβεβαιότητα όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας και του οργανισμού. Έτσι, το άρθρο 4 ορίζει ότι η συμφωνία και ο οργανισμός έχουν υποχρεωτική ισχύ στο έδαφος των εννέα κρατών μελών και της Ελβετίας, ενώ οι γενικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 αφορούν τα «συμβαλλόμενα μέρη», δηλαδή την Κοινότητα ως Κοινότητα και τα επτά συμβαλλόμενα κράτη.

9

Στον ίδιο τον οργανισμό, συναντάμε, σε διάφορες διατάξεις, ως υποκείμενα δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, άλλοτε όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας και την Ελβετία (όπως συμβαίνει στα άρθρα 39, 43, 45 και 46), άλλοτε τα κράτη μέλη, εκτός ενός, και την Ελβετία (αυτή είναι η οικονομία της διάταξης του άρθρου 27 περί συνθέσεως του συμβουλίου επιθεωρήσεως), άλλοτε την Κοινότητα ως Κοινότητα και την Ελβετία (στο άρθρο 40 που είναι σχετικό με τη δημοσίευση των πράξεων του Ταμείου), άλλοτε πέντε κράτη στα οποία έχει ανατεθεί ειδικός ρόλος στη διαδικασία εκδόσεως αποφάσεων (άρθρο 27, παράγραφος 5 του οργανισμού).

Σ' αυτό το σύνολο, ο ρόλος των κοινοτικών οργάνων είναι εξαιρετικά περιορισμένος: η Επιτροπή ασκεί την προεδρία και τη γραμματεία του συμβουλίου επιθεωρήσεως, χωρίς να έχει δικαίωμα ψήφου στους κόλπους του. Τα αποφασιστικά καθήκοντα αναλαμβάνονται, κατά τη λειτουργία του Ταμείου, από τα κράτη. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 1, το συμβούλιο επιθεωρήσεως απαρτίζεται από «αντιπροσώπους» που λαμβάνουν τις «εξουσίες» τους και την «εντολή» τους από τα ενδιαφερόμενα κράτη.

10

Το Δικαστήριο θεωρεί ότι αυτές οι διατάξεις, και ειδικότερα οι διατάξεις περί οργανώσεως και διασκέψεων του συμβουλίου επιθεωρήσεως, διευθύνοντος οργάνου του Ταμείου, θέτουν υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα των κοινοτικών οργάνων και τροποποιούν, επιπλέον, κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς τη Συνθήκη, τις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών εντός του κοινοτικού πλαισίου όπως έχουν οριστεί εξυπαρχής και κατά τη διεύρυνση της Κοινότητας.

11

Ειδικότερα, πρέπει να αναφερθούν σχετικά δύο περιπτώσεις:

α)

η αντικατάσταση, στην οργανική δομή του Ταμείου, της Κοινότητας και των οργάνων της από πλείονα κράτη μέλη σε τομέα που ανήκει σε κοινή πολιτική την οποία το άρθρο 3 της Συνθήκης ρητώς επιφύλαξε στη «δράση της Κοινότητας»,

β)

η τροποποίηση, συνέπεια αυτής της αντικατάστασης, των σχέσεων μεταξύ κρατών μελών, αντιθέτως προς απαίτηση που αναφέρεται ήδη στη δεύτερη παράγραφο της εισηγητικής εκθέσεως της Συνθήκης, κατά την οποία οι στόχοι της Κοινότητας πρέπει να επιτευχθούν με «κοινή δράση», νοουμένου ότι κατά το άρθρο 4 η εν λόγω δράση πρέπει να πραγματοποιηθεί από τα κοινοτικά όργανα, ενεργούντα το καθένα στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του. Σαφέστερα, φαίνεται ότι δεν συμβιβάζονται με την έννοια μιας τέτοιας κοινής δράσεως,

ο πλήρης αποκλεισμός — ακόμα και αν είναι εκούσιος — ορισμένο· κράτους μέλους από κάθε συμμετοχή στη δραστηριότητα του Ταμείου,

η ευχέρεια ορισμένα κράτη μέλη να μην ενδιαφερθούν, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 27, παράγραφος 1 εδάφιο 3 του οργανισμού σε θέμα που εντάσσεται στην κοινή πολιτική,

το γεγονός ότι, κατά τη λήψη αποφάσεων του Ταμείου, ειδικά προνόμια παραχωρούνται σε ορισμένα κράτη κατά παρέκκλιση των αντιλήψεων που υπερισχύουν, στο εσωτερικό της Κοινότητας, όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων στον τομέα της εξεταζόμενης κοινής πολιτικής.

12

Φαίνεται έτσι ότι ο οργανισμός, αντί να περιοριστεί στην επίλυση των προβλημάτων που προκύπτουν από ανάγκες συμφυείς με τις εξωτερικές σχέσεις της Κοινότητας, αποτελεί συγχρόνως παραίτηση από την αυτονομία δράσεως της Κοινότητας στις εξωτερικές της σχέσεις και τροποποίηση της εσωτερικής οργανώσεως της Κοινότητας διά της τροποποιήσεως ουσιωδών στοιχείων της κοινοτικής δομής όσον αφορά τόσο τα προνόμια τον οργάνων όσο και την αντίστοιχη θέση των κρατών μελών.

Το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι αυτή η δομή του συμβουλίου επιθεωρήσεως και η ρύθμιση της μεθόδου λήψεως αποφάσεων στους κόλπους αυτού του οργάνου δεν είναι σύμφωνες με τις απαιτήσεις ενότητας και αλληλεγγύης τις οποίες το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να υπογραμμίσει με την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1971 στην υπόθεση 22/70 Επιτροπή κατά Συμβουλίου, AETR (REC. 1971, σ. 263) και εκτενέστερα, με τη γνωμοδότησή του 1/75 της 11ης Νοεμβρίου 1975 (REC. 1975, σ. 1355, και EE C 268, σ. 18).

13

Η προσπάθεια παρεμβολής εκ των υστέρων, με το άρθρο 5 του σχεδίου κανονισμού, στη λειτουργία του συμβουλίου επιθεωρήσεως αντιλήψεων εγγύτερων προς τις απαιτήσεις της Συνθήκης δεν αποτελεί το κατάλληλο μέσο αποκαταστάσεως των σφαλμάτων που είναι συμφυή με τη δομή του Ταμείου, όπως εμφανίζεται στο κείμενο που διαπραγματεύτηκε η Επιτροπή.

14

Το Δικαστήριο εξέτασε όλες τις όψεις αυτού του ζητήματος και έλαβε δεόντως υπόψη τις δυσχέρειες που μπορούν να παρουσιαστούν κατά την αναζήτηση πρακτικής λύσεως στα προβλήματα που θέτει η οργάνωση διεθνούς δημοσίου ιδρύματος, διαχειριζόμενου από την Κοινότητα και από μία μόνο τρίτη χώρα, ως προς την τήρηση της αντίστοιχης αυτονομίας των δύο εταίρων. Χωρίς αμφιβολία, η ειδική φύση των υφισταμένων συμφερόντων μπορεί να εξηγήσει την επιθυμία να ζητηθεί η συνεργασία, στο πλαίσιο των διαχειριστικών οργάνων, με τις διοικήσεις που τα προβλήματα των εσωτερικών γραμμών ναυσιπλοΐας αφορούν περισσότερο.

Ο σκοπός άραγε αυτός δικαιολογεί την ίδρυση μικτού οργανισμού, στον οποίο η προάσπιση των συμφερόντων της Κοινότητας διασφαλίζεται με την παρουσία εθνικών αντιπροσώπων που συμμετέχουν στο συμβούλιο επιθεωρήσεως παρά το πλευρό του προέδρου και του αντιπροσώπου της Ελβετίας; Αφού το Δικαστήριο εστάθμισε τα υπέρ και τα κατά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μία ισορροπία, θεωρούμενη σκόπιμη, στη σύνθεση των οργάνων του Ταμείου είναι χωρίς αμφιβολία εφικτή, αλλά η επίτευξή της δεν θα έπρεπε να οδηγήσει σε αποδυνάμωση των κοινοτικών οργάνων και την εγκατάλειψη των βάσεων μιας κοινής πολιτικής, έστω και αν πρόκειται για ορισμένο και περιορισμένο αντικείμενο.

Η προοπτική ότι η συμφωνία και ο οργανισμός, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις της Επιτροπής, θα μπορούσαν να αποτελέσουν το πρότυπο μελλοντικών ρυθμίσεων σε άλλους τομείς συνέτεινε στη διαμόρφωση δυσμενούς γνώμης από το Δικαστήριο: η επανάλειψη τέτοιων μεθόδων μπορεί πράγματι να αποσυνθέσει προοδευτικά το κοινοτικό έργο κατά ανεπανόρθωτο τρόπο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι θα πρόκειται κάθε φορά για ανάληψη υποχρεώσεων έναντι τρίτων χωρών.

Οι σκέψεις αυτές υπερίσχυσαν στο τέλος για το σχηματισμό δυσμενούς κρίσεως από το Δικαστήριο όσον αφορά αυτή την όψη του σχεδίου.

III

15

Όσον αφορά την εξουσία λήψεως αποφάσεων που έχει απονεμηθεί στα όργανα του Ταμείου, το άρθρο 39 του οργανισμού ορίζει ότι οι γενικής φύσεως αποφάσεις που λαμβάνονται από τα όργανα του Ταμείου είναι δεσμευτικές στο σύνολό τους και έχουν άμεση ισχύ σε όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητος και στην Ελβετία. Γεννιέται το ερώτημα αν η απονομή τέτοιας φύσεως εξουσίας, ασκούμενης επί του συνόλου του εδάφους της Κοινότητας, σε διεθνές δημόσιο ίδρυμα άσχετο προς την Κοινότητα, εμπίπτει στις εξουσίες των κοινοτικών οργάνων.

Ειδικότερα, γεννήθηκε το ερώτημα αν τα κοινοτικά όργανα μπορούν ελεύθερα να μεταβιβάζουν, σε όχι κοινοτικούς οργανισμούς, τις εξουσίες ή μέρος των εξουσιών που τους έχουν απονεμηθεί από τη Συνθήκη και να δημιουργούν με τον τρόπο αυτό υποχρέωση των κρατών μελών να εφαρμόζουν άμεσα στις έννομες τάξεις τους νομικούς κανόνες ουχί κοινοτικής καταγωγής, θεσπιζόμενους υπό μορφή και προϋποθέσεις εκτός των προβλέψεων και εγγυήσεων της Συνθήκης.

16

Εντούτοις δεν υφίσταται ανάγκη να επιλυθεί με την παρούσα γνωμοδότηση το ανακύψαν έτσι πρόβλημα. Πράγματι, οι διατάξεις του οργανισμού καθορίζουν και περιγράφουν τις εξουσίες που απονέμονται στα όργανα του Ταμείου με τρόπο τόσο σαφή και λεπτομερειακό ώστε στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται παρά για εκτελεστικές εξουσίες. Έτσι ο τομέας εντός του οποίου τα όργανα μπορούν να δρουν περιορίζεται στο θέμα της εκούσιας ακινητοποίησης των πλεοναζουσών χωρητικοτήτων έναντι οικονομικής αποζημιώσεως εις βάρος του Ταμείου το οποίο τροφοδοτείται από εισφορές που επιβάλλονται στα πλοία που χρησιμοποιούν τις πλωτές οδούς του Ταμείου.

Μία συμπληρωματική διευκρίνιση επί του σημείου αυτού προκύπτει από το άρθρο 1 τρίτη παράγραφος της συμφωνίας, κατά την οποία το Ταμείο δεν μπορεί να έχει ως στόχο τον καθορισμό, έστω και εν τοις πράγμασι, ελαχίστου διαρκούς ορίου των ναύλων κατά τας περιόδους κρίσεως, ούτε να επιδιώκει την αποκατάσταση ισορροπίας. Ειδικότερα, το ύψος των εισφορών — δηλαδή τόσο ο βασικός συντελεστής όσο και οι συντελεστές αξιοποίησης — για το πρώτο έτος λειτουργίας του συστήματος καθορίζεται από τον ίδιο τον οργανισμό και οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις με απόφαση του συμβουλίου επιθεωρήσεως πρέπει να κινούνται εντός ορισμένων ορίων, δηλαδή να αποφασίζονται ομόφωνα.

IV

17

Το σύστημα απονομής δικαιοσύνης που προβλέπεται από την υπό μελέτη συμφωνία προβλέπει την απονομή ορισμένων αρμοδιοτήτων σε ένα όργανο, το δικαστήριο του Ταμείου, το οποίο, ιδίως με τη σύνθεσή του, διακρίνεται από το Δικαστήριο που έχει ιδρυθεί από τη Συνθήκη. Το δικαστήριο του Ταμείου θα έχει αρμοδιότητα για να αποφαίνεται, στον τομέα δραστηριοτήτων του Ταμείου, επί των προσφυγών που θα ασκούνται από τα όργανα του Ταμείου και τα κράτη, υπό τις οριζόμενες στο άρθρο 43 του οργανισμού προϋποθέσεις, και επί των προσφυγών λόγω παραβάσεως που θα ασκούνται από ένα από τα κράτη στο έδαφος του οποίου ο οργανισμός έχει άμεση ισχύ (όχι όμως η Κοινότητα ως Κοινότητα), υπό τις προβλεπόμενες στο άρθρο 45 προϋποθέσεις.

Επιπλέον, το δικαστήριο του Ταμείου θα είναι αρμόδιο για να αποφαίνεται επί των αιτήσεων εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που θα του υποβάλλονται από τα εθνικά δικαστήρια υπό τις οριζόμενες στο άρθρο 44 προϋποθέσεις. Ως προς τις τελευταίες αιτήσεις, παρατηρείται ότι μπορούν να αφορούν όχι μόνο το κύρος και την ερμηνεία των λαμβανόμενων από τα όργανα του Ταμείου αποφάσεων, αλλά επίσης την ερμηνεία της συμφωνίας και του οργανισμού.

18

Όμως, όπως το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να κρίνει, ιδίως με την απόφαση της 30ής Απριλίου 1974, στην υπόθεση 181/73, HAEGEMANN (REC. 1974, σ. 449), συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ Κοινότητας και τρίτης χώρας αποτελεί, όσον αφορά την Κοινότητα, πράξη λαμβανόμενη από ένα κοινοτικό όργανο υπό την έννοια του άρθρου 177, πρώτη παράγραφος, β της Συνθήκης, από όπου απορρέει ότι το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξης, είναι αρμόδιο να αποφαίνεται με προδικαστική απόφαση επί της ερμηνείας μιας τέτοιας συμφωνίας. Έτσι τίθεται το ερώτημα αν οι σχετικές με την αρμοδιότητα του δικαστηρίου του Ταμείου διατάξεις συμβιβάζονται με τις διατάξεις της Συνθήκης τις σχετικές με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

19

Κατά τις κατατεθείσες στο Δικαστήριο παρατηρήσεις, οι σχετικοί με την αρμοδιότητα εκδόσεως αποφάσεων κανόνες του οργανισμού είναι δυνατό να ερμηνευθούν κατά διαφορετικό τρόπο. Σύμφωνα με μία ερμηνεία, η αρμοδιότητα του δικαστηρίου του Ταμείου αντικαθιστά την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου όσον αφορά την ερμηνεία της συμφωνίας και του οργανισμού.

Κατά μία άλλη ερμηνεία, η αρμοδιότητα του δικαστηρίου του Ταμείου και η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου συντρέχουν έτσι ώστε εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο κράτους μέλους να αποτανθεί στο ένα ή στο άλλο δικαιοδοτικό όργανο.

20

Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως γνωμοδοτήσεως δυνάμει του άρθρου 228, δεύτερη παράγραφος της Συνθήκης να αποφανθεί οριστικά επί της ερμηνείας των κειμένων που αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως εκδόσεως γνωμοδοτήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, αρκεί να αναφερθεί ότι εναπόκειται στα οικεία δικαιοδοτικά όργανα να προβούν σ' αυτή την ερμηνεία. Εκφράζοντας την ευχή οι εν λόγω ερμηνείες να προκαλέσουν όσο το δυνατό λιγότερες συγκρούσεις αρμοδιοτήτων, δεν μπορεί εντούτοις να αποκλειστεί A PRIORI ότι τα οικεία δικαιοδοτικά όργανα δεν θα καταλήξουν σε διαφορετικές ερμηνείες που να έχουν επιπτώσεις στην ασφάλεια του δικαίου.

21

Η καθιέρωση συστήματος εκδόσεως αποφάσεων όπως το προβλεπόμενο από τον οργανισμό, που στο σύνολό του διασφαλίζει στους διαδίκους αποτελεσματική προστασία, δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τα επιτακτικά δεδομένα που προκύπτουν από τη συμμετοχή τρίτης χώρας. Η ανάγκη δημιουργίας προσφυγών και δικαστικών διαδικασιών που, στο ίδιο μέτρο για όλους τους διαδίκους, θα διασφαλίσουν την τήρηση του δικαίου κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του Ταμείου μπορεί να δικαιολογήσει, κατ' αρχήν, την υιοθετηθείσα δομή.

Παρόλον επομένως ότι το Δικαστήριο εγκρίνει τη φροντίδα, που διαγράφεται στις διατάξεις του οργανισμού, να οργανωθεί, στο πλαίσιο του Ταμείου, δικαστική προστασία προσαρμοσμένη στα δεδομένα του προβλήματος, είναι εντούτοις υποχρεωμένο να διατυπώσει ορισμένες επιφυλάξεις όσον αφορά το αν συμβιβάζεται η δομή του «δικαστηρίου του Ταμείου» με τη Συνθήκη.

22

Στην περίπτωση της δεύτερης ερμηνείας που αναφέρεται πιο πάνω στην παράγραφο 19, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, προκύπτει δυσχέρεια της θέσεως σε εφαρμογή του άρθρου 6 του σχεδίου κανονισμού λόγω του γεγονότος ότι τα έξι μέλη του Δικαστηρίου που καλούνται να συμμετάσχουν στο δικαστήριο του Ταμείου θα μπορούσαν να βρεθούν στην ανάγκη να προδικάσουν ζητήματα που θα υποβάλλονταν στο Δικαστήριο της Κοινότητας μετά την υποβολή τους στο δικαστήριο του Ταμείου και αντίστροφα. Η προτεινόμενη διευθέτηση μπορεί να προσκρούσει στην υποχρέωση των δικαστών να αποφαίνονται με πλήρη αμεροληψία επί των ενδίκων ερωτημάτων που θα υποβάλλονται στο Δικαστήριο. Σε σπάνιες περιπτώσεις, το Δικαστήριο θα μπορούσε να βρεθεί σε αδυναμία να συγκεντρώσει QUORUM δικαστών που θα ήταν σε θέση να αποφανθούν επί ερωτημάτων τα οποία ήδη θα είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο του Ταμείου. Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το δικαστήριο του Ταμείου δεν θα μπορούσε να ιδρυθεί, όπως προβλέπεται από το άρθρο 42 του οργανισμού, παρά υπό την προϋπόθεση να μη καλούνται να συμμετάσχουν στη σύνθεσή του δικαστές μέλη του Δικαστηρίου.

Εν συμπεράσματι,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

εκδίδει την ακόλουθη γνωμοδότηση:

Η υπό μελέτη συμφωνία σχετικά με την ίδρυση Ευρωπαϊκού Ταμείου ακινητοποιήσεως πλοίων εξυπηρετούντων εσωτερικές γραμμές δεν συμβιβάζεται προς τη Συνθήκη ΕΟΚ.

Kutscher

Donner

Pescatore

Mertens de Wilmars

Sørensen

Mackenzie Stuart

O'Keeffe

Bosco

Touffait

Λουξεμβούργο, 26 Απριλίου 1977.

Ο γραμματέας

Α. Van Houtte