ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ GERHARD REISCHL
Της 19ης Σεπτεμβρίου 1979 ( *1 )
Κύριε πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
Η υπόθεση που μας απασχολεί σήμερα αφορά Απόφαση, την οποία εξέδωσε η επιτροπή των ευρωπαϊκών κοινοτήτων βάσει του άρθρου 86 της συνθήκης εοκ, περί «καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως δεσποζούσης θέσεως εντός της κοινής αγοράς».
Η προσφεύγουσα στην υπόθεση αυτή είναι η μητρική εταιρία του ομίλου Hoffmann- La Roche με παγκόσμιο πεδίο δράσεως, με έδρα τη βασιλεία, και θυγατρικές εταιρίες σ' όλα σχεδόν τα κράτη μελη της κοινότητος εκτός από το λουξεμβούργο και την ιρλανδία. η hoffmann-la roche — στο εξής θα την αποκαλώ κατά σύντμηση roche — παρασκεύαζε μεταξύ άλλων μη συσκευασμένες συνθετικές βιταμίνες. αυτή η παραγωγή άρχισε εν μερει ήδη στη δεκαετία του 1930 και του 1940· εν τω μεταξύ φαίνεται πως έληξαν τα σχετικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας. η roche έχει στην κοινή αγορά περίπου 5000 πελάτες, που απασχολούνται στον τομέα της φαρμακευτικής παραγωγής, της παραγωγής ειδών διατροφής και ζωοτροφών. με ορισμένους από αυτούς — πρόκειται για 22 αγοραστές, που μετέχουν στην κοινή αγορά ως παραγωγοί και πωλητές — συνήψε από το 1963 έως το 1973 συμβάσεις για την κάλυψη των αναγκών τους, επί του εν μερει διαφορετικού περιεχομένου των οποίων θα επανέλθω στη συνέχεια. κατά την άποψη της επιτροπής, οι συμβάσεις αυτές είχαν ως σκοπό να κάνουν τους κύριους αγοραστές βιταμινών να εξαρτώνται από την προσφεύγουσα, και μάλιστα είτε με τη βοήθεια ρητών υποχρεώσεων προμηθείας όσον αφορά το σύνολο ή το μεγαλύτερο μερος των αναγκών είτε με τη βοήθεια — διαφορετικά διαμορφωμένων — εκπτώσεων υπέρ πιστών πελατών ή τιμών προτιμήσεως.
Αυτές τις συμφωνίες — οι δεσμεύσεις πρέπει να υφίσταντο μεχρι τέλους 1974 — η επιτροπή τις θεωρεί αντίθετες στο κοινοτικό δίκαιο. συγκεκριμένα πιστεύει ότι διαπιστώνεται δεσπόζουσα θέση της roche σε μία σειρά αγορών βιταμινών και θεωρεί ότι τέτοιου είδους συμφωνίες είναι ικανές να πλήξουν την ελευθερία επιλογής και την ίση μεταχείρηση των αγοραστών.
Η προσφεύγουσα δεν συμμερίζεται αυτή την άποψη. όμως — όπως μας διαβεβαίωσε, ήδη έπειτα από μια πρώτη επίσκεψη υπαλλήλων της επιτροπής το φθινόπωρο του 1974 — άρχισε την τροποποίηση των επικρινομένων συμβάσεων. οι συμβάσεις αυτές λύθηκαν ή τροποποιήθηκαν ήδη πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. φαίνεται πως νέες συμβάσεις-πλαίσια διαβιβάστηκαν τον ιανουάριο 1975 στην επιτροπή για γνωμάτευση. εκτός αυτού φαίνεται πως τον ιούνιο 1975 υποβλήθηκαν στην επιτροπή προς κρίση νέες διατυπώσεις των συμβάσεων που έπρεπε να συναφθούν με την επιχείρηση Merck, έναν από τους αγοραστές για τους οποίους πρόκειται.
Εντούτοις, όσον αφορά το προηγουμένως εφαρμοζόμενο σύστημα πωλήσεων, κινήθηκε τον Ιούλιο 1975 διαδικασία αθέμιτου ανταγωνισμού κατά της Roche. Η διαδικασία αυτή περατώθηκε στις 9 Ιουνίου 1976 με την έκδοση αποφάσεως, αφού έλαβαν θέση η προσφεύγουσα και οι αντισυμβαλλόμενοι της επί της αιτιάσεως που διατύπωσε η Επιτροπή, αφού ακούστηκαν οι ενδιαφερόμενοι και αφού δόθηκαν απαντήσεις στις αιτήσεις πληροφοριών που απευθύνθηκαν στους πελάτες και στις θυγατρικές εταιρίες της προσφεύγουσας στην Κοινή Αγορά.
Με την απόφαση αυτή η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα έχει στην Κοινή Αγορά δεσπόζουσα θέση σε επτά αγορές βιταμινών (βιταμίνη A, Β 2 , Β 6 , C, Ε, Η και πα-ντοθενικό οξύ). Η προσφεύγουσα θα μπορούσε να κατηγορηθεί για κατάχρηση κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ όσον αφορά την κατά διαφόρους τρόπους επιτευχθείσα δέσμευση μερικών αγοραστών της και τη διαφορετική τους μεταχείριση. Γι' αυτό το άρθρο 2 της αποφάσεως απαιτεί να σταματήσει χωρίς καθυστέρηση η επικρινόμενη συμπεριφορά. Εκτός αυτού, με την αιτιολογία ότι η παράβαση του άρθρου 86 έγινε εκ προθέσεως, ή τουλάχιστον εξ αμελείας, επιβλήθηκε πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2 του κανονισμού 17, αφού όμως ελήφθη υπόψη μόνον το χρονικό διάστημα από 1970 έως 1974. Αυτό το πρόστιμο που πρέπει να καταβληθεί εντός τριών μηνών από της επιδόσεως της αποφάσεως ανέρχεται, σύμφωνα με το άρθρο 3 της αποφάσεως, σε 300000 λογιστικές μονάδες και επειδή η προσφεύγουσα έχει θυγατρική εταιρία στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μετατράπηκε στην απόφαση σε 1098000 γερμανικά μάρκα.
Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε η Roche προσφυγή στις 27 Αυγούστου 1976. Σύμφωνα με το κύριο αίτημά της πρέπει να ακυρωθεί ολόκληρη η απόφαση αυτή. Επικουρικώς ζήτησε η Roche να ακυρωθεί μόνο το άρθρο 3 της εν λόγω αποφάσεως, δηλαδή η επιβολή του προστίμου.
Αφού υποβλήθησαν εκτενείς προτάσεις επί της διαφοράς — οι διάδικοι έδωσαν πολλές πρόσθετες διευκρινήσεις έπειτα από εκτενές ερωτηματολόγιο του Δικαστηρίου — και αφού έγινε λεπτομερής συζήτηση στη συνεδρίαση της 31ης Μαΐου 1978, λαμβάνω την εξής θέση επί του ζητήματος.
I — |
Για ένα διάστημα μπορεί να υπήρχε ασάφεια, αν η προσφεύγουσα ζητεί μόνο την ακύρωση των προστίμων που της επιβλήθηκαν, δηλαδή του άρθρου 3 της αποφάσεως, ή την ακύρωση ολόκληρης της αποφάσεως. Επ'αυτού δεν υπάρχουν πια αμφιβολίες, μετά από ρητή διευκρίνηση στην προφορική συζήτηση. Η προσφεύγουσα επιμένει και στο κύριο αίτημα, που αφορά την ακύρωση της διαπιστώσεως ότι η προσφεύγουσα κατέχει δεσπόζουσα θέση σε ορισμένες αγορές βιταμινών, την οποία καταχραστηκε με τη διαμόρφωση των συμβάσεων προμηθείας που είχε προηγουμένως συνάψει. |
II — |
Η εξέταση πρέπει επομένως να αρχίσει με το πράγματι αμφισβητούμενο ζήτημα, εάν η προσφεύγουσα κατείχε στο επίμαχο διάστημα, ιδίως από το 1970 έως το 1974, δεσπόζουσα θέση. Κατόπιν θα εξετάσω, αν η σύναψη των αναφερθεισών συμβάσεων προμηθείας πρέπει να αξιολογηθεί ως κατάχρηση, κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ, και μόνο έπειτα θα εξετάσω τους λοιπούς λόγους της προσφυγής στο μέτρο που δεν έχουν εν τω μεταξύ εγκαταλειφθεί, όπως η αιτίαση ότι η Επιτροπή παράνομα, και συγκεκριμένα κατά παράβαση του άρθρου 18 του κανονισμού 17, καθόρισε το πρόστιμο στο νόμισμα ενός κράτους μέλους. |
1. |
Επί της εννοίας «δεσπόζουσα θέση» του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ υπάρχει ήδη κάποια νομολογία. Σύμφωνα με αυτή γίνεται λόγος για δεσπόζουσα θέση όταν παρεμποδίζεται ουσιωδώς ο ανταγωνισμός (υπόθεση 6/72, Europemballagen Corporation και Continental Can Company Inc. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1973, Slg. 1973, σ. 215), όταν μία επιχείρηση — όπως αναφέρεται στην απόφαση επί της υποθέσεως 78/70 (Deutsche Grammophon Gesellschaft mbH κατά Metro-SB-Großmärkte GmbH & Co. KG, απόφαση της 8ης Ιουνίου 1971, Slg. 1971, σ. 487) — είναι σε θέση να εμποδίζει τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό σε σημαντικό τμήμα της εν λόγω αγοράς. Κατά την εξέταση αυτή πρέπει ιδίως να ληφθεί υπόψη — αυτό προκύπτει επίσης από την τελευταία απόφαση — αν υπάρχουν παραγωγοί που κυκλοφορούν παρεμφερή προϊς ντα και ποια θέση έχουν αυτοί στην αγορά. Για μερίδια αγοράς έγινε μεταξύ άλλων λόγος σε σχέση με το άρθρο 86 στην περίφημη υπόθεση της ζάχαρης (υποθέσεις 40 κ.λπ./73, Coöperatieve vereniging «Suiker Unie» UA και λοιποί κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1975, Slg 1975, σ. 1663). Από αυτή συνάγεται ότι στην περίπτωση αυτή, όπου τα μερίδια σε ορισμένες αγορές που μπορούν να οριοθετηθούν είναι πολύ υψηλά (85, 90, 95 %) και οι εισαγωγές έχουν πολύ μικρή έκταση, μπορεί άνευ ετέρου, δηλαδή χωρίς πρόσθετη έρευνα, να θεωρηθεί ότι η εν λόγω επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να εμποδίσει τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό. Μια σημαντική πρόσθετη διευκρίνηση έγινε με την απόφαση επί της υποθέσεως 27/76 (United Brands κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1978), στην οποία ιδίως παρέπεμψε η Επιτροπή. Σημαντική από την απόφαση αυτή είναι η γενική διαπίστωση ότι χαρακτηριστικό για κάποιον που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά είναι ότι δεν χρειάζεται, μέχρις ορισμένου σημείου, να λαμβάνει υπόψη του ανταγωνιστές, πελάτες και καταναλωτές. Περαιτέρω τονίζεται στην απόφαση ότι η δεσπόζουσα θέση προκύπτει γενικά από περισσότερους παράγοντες· απαραίτητη είναι αφενός η εξέταση της δομής της εν λόγω επιχειρήσεως και αφετέρου της καταστάσεως που επικρατεί στην αγορά από πλευράς ανταγωνισμού. Όσον αφορά το πρώτο σημείο, στην απόφαση 27/76 έπαιξε ρόλο ολόκληρη σειρά στοιχείων, όπως η σημαντικού βαθμού κάθετη ολοκλήρωση της επιχειρήσεως, η ύπαρξη ιδιωτικών μεταφορικών μέσων, οι τεχνικές γνώσεις, η αποτελεσματική διαφήμιση που οδηγούσε σε προτίμηση των καταναλωτών, ο περιορισμένος αριθμός πελατών και η μικρή παραγωγή προϊς ντων. Όσον αφορά την κατάσταση της αγοράς από πλευράς ανταγωνισμού — από μια άποψη και μερικά από τα παραπάνω στοιχεία αναφέρονται σ' αυτή — το μερίδιο αγοράς της προσφεύγουσας, που κυμαίνεται μεταξύ 40 και 45 %, είναι σημαντικό. Επιπλέον όμως διαπιστώθηκε — και μόνο μετά τη διαπίστωση αυτή δέχθηκε το Δικαστήριο την ύπαρξη δεσποζούσης θέσεως — ότι η προσφεύγουσα ήταν ο σημαντικότερος όμιλος στον τομέα της μπανάνας περαιτέρω διεξήχθησαν έρευνες για τον αριθμό και τη δύναμη των ανταγωνιστών και διαπιστώθηκε ότι παρά τον επανειλημμένο, πολύ έντονο ανταγωνισμό σε μεμονωμένες αγορές, στον οποίο μπόρεσε να αντισταθεί η προσφεύγουσα, δεν άλλαξαν τα μερίδια αγοράς. Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης ότι η πρόσβαση στην αγορά έγινε δύσκολη, λόγω του ότι απαιτούνταν μεγάλης εκτάσεως επενδύσεις, και ότι γι' αυτό δεν υπήρχε πιθανότητα εμφανίσεως νέων ανταγωνιστών στην αγορά, ενώ αντίθετα δεν θεωρήθηκαν σημαντικές οι σκέψεις για την αποδοτικότητα και τη δυνατότητα καθορισμού των τιμών. |
2. |
Χρήσιμη επομένως μου φαίνεται μια σύντομη ματιά στις εθνικές έννομες τάξεις, που γνωρίζουν την έννοια της δεσποζούσης στην αγορά θέσεως. Σύμφωνα με τις θεωρητικές γνώμες και την πρακτική που έχουν αναπτυχθεί εκεί, μπορεί πράγματι να θεωρηθεί, ότι η απόφαση για τις μπανάνες που μόλις αναφέρθηκε, όσον αφορά τα μερίδια αγοράς που πρέπει να ληφθούν υπόψη και τις πρόσθετες εξετάσεις, ακολουθεί μία γραμμή που γενικά θεωρείται ορθή. Έτσι είναι ενδιαφέρον ότι στη Γαλλία πολλές φορές μερίδια αγοράς περίπου 50 % θεωρούνται σημαντικά, πράγμα στο οποίο προστίθενται έπειτα περαιτέρω σκέψεις — όπως δύναμη και μέγεθος άλλων ανταγωνιστών, τεχνική και εμπορική οργάνωση και παρόμοια (βλ. R. Collin στο La réglementation du comportement des monopoles et entreprises dominantes en droit communautaire, Semaine de Bruges 1977, σ. 244 και επόμενες). Και το γερμανικό επίσης δίκαιο δίνει σημασία σε τέτοιου μεγέθους μερίδια αγοράς (βλέπε τις αποφάσεις του Bundesgerichtschof της 3ης Ιουλίου 1976 και 16ης Δεκεμβρίου 1976, Wirtschaft und Wettbewerb 1976, σ. 783, και 1977, σ. 255). Σ' αυτά όμως προστίθενται ακόμη λεπτομερείς έρευνες των σχέσεων ανταγωνισμού, της θέσεως των ανταγωνιστών, της δομής της αγοράς, της εξέλιξης της αγοράς και της συμπεριφοράς των ενδιαφερομένων ακόμη λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές και τεχνικές πηγές του δεσπόζοντος στην αγορά. Το ίδιο φαίνεται ότι συμβαίνει στις βόρειες χώρες (βλ. La réglementation du comportement des monopoles et entreprises doninantes en droit communautaire, Semaine de Bruges 1977, σ. 301 και επόμενες). Έτσι στη Φινλανδία γίνεται λόγος για δεσπόζουσα θέση, όταν ελέγχεται περισσότερο από το 50 % της αγοράς. Στο μέτρο που σε άλλες έννομες τάξεις (Νορβηγία, Δανία και Σουηδία) αρκούν μερίδια αγοράς ύψους 25 % ή μεταξύ 25 και 50 %, δεν πρέπει να λησμονείται ότι εκεί η οικεία αγορά ερμηνεύεται πολύ στενά. Τέλος δεν παραλλάσσει καθόλου και η εικόνα που εμφανίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής με την πλούσια πρακτική που παρουσιάζουν σε ζητήματα δικαίου των μονοπωλίων. Χαρακτηρίζεται με επιτυχία από μια επισκόπηση της νομολογίας που παρουσιάζει ο Holley στο δημοσίευμα της Semaine de Bruges 1977, που μόλις αναφέρθηκε, στις σελίδες 174 και επόμενες. Σύμφωνα με αυτή δεν χρειάζονται περαιτέρω επιχειρήματα όταν η αγορά ελέγχεται σε ποσοστό 90 %. Ήδη όταν το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά είναι 75 % αυτό δεν ισχύει πια στην περίπτωση αυτή πρέπει να ληφθούν υπόψη επιπλέον και άλλοι παράγοντες, αλλά υφίσταται τόσο ισχυρό τεκμήριο κυριαρχίας της αγοράς, ώστε είναι δύσκολο να ανατραπεί. Αν τα μερίδια αγοράς είναι κατώτερα (60-70 %), το βάρος των παραγόντων που πρέπει να ληφθούν επιπρόσθετα υπόψη είναι μεγαλύτερο· αν τα μερίδια αγοράς μόλις υπερβαίνουν το 50 %, η κυριαρχία της αγοράς πρέπει να προκύπτει από ισχυρές ενδείξεις άλλου είδους, και αν τα μερίδια αγοράς είναι κάτω από 50 %, σύμφωνα με το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, είναι προφανώς πολύ δύσκολο να αποδειχθεί η ύπαρξη δεσποζούσης θέσεως στην αγορά. |
3. |
Προχωρώντας βάσει αυτών των δεδομένων στην εξέταση της προκειμένης περιπτώσεως, πρέπει κατ' αρχήν να θυμάται κανείς ότι η Επιτροπή συνήγαγε τη δεσπόζουσα θέση της προσφεύγουσας λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το μέγεθος των μεριδίων της στις διάφορες αγορές βιταμινών και τη θέση των αμέσως επομένων κατά μέγεθος παραγωγών. Για την Επιτροπή είχε όμως σημασία και το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός βιταμινών και διαθέτει τη σχετική ευκαμψία και δύναμη κεφαλαίου, ότι μπορεί να προσφέρει πολύ μεγάλη ποικιλία βιταμινών δικής της παραγωγής και ότι έχει έναντι των ανταγωνιστών της τεχνολογικό και εμπορικό προβάδισμα, πράγμα που φέρνει στο νου την τεχνογνωσία (know-how) και το πολύ ανεπτυγμένο δίκτυο διανομής της προσφεύγουσας. Σ' αυτά η προσφεύγουσα αντιτάσσει κατ' αρχήν, ότι η Επιτροπή βασίστηκε σε στοιχεία που δεν ευσταθούν στην πραγματικότητα η προσφεύγουσα έχει μικρότερα μερίδια αγοράς για τις μεμονωμένες βιταμίνες. Περαιτέρω, μερικές πλευρές που αξιολόγησε πρόσθετα η Επιτροπή — μεγάλη ποικιλία βιταμινών της προσφεύγουσας καθώς και η οικονομική της δύναμη — δεν σημαίνουν τίποτα αν ληφθεί υπόψη η κατάσταση των ανταγωνιστών, όσον αφορά τη δύναμη που έχει η προσφεύγουσα στην αγορά. Εκτός αυτού, εσφαλμένα η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη της άλλους παράγοντες. Η προσφεύγουσα αναφέρεται στην εξέταση της καταστάσεως της αγοράς και της συμπεριφοράς στην αγορά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, όπου ιδιαίτερη σημασία έχει ότι η αγορά βιταμινών βρίσκεται σε μεγάλη ανάπτυξη ακόμη ισχυρίζεται ότι δεν έχει τη δύναμη να καθορίζει τις τιμές, αντίθετα η εξέλιξη των τιμών συγκαθορίζεται υπό την πίεση άλλων ανταγωνιστών, και δυνάμει ανταγωνιστών. Ακόμη, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της την πρόσβαση στις αγορές εφοδιασμού, όπου η προσφεύγουσα, αντίθετα απ' ό, τι οι κύριοι ανταγωνιστές της, αντιμετωπίζει δυσκολίες, επειδή εξαρτάται από άλλους παραγωγούς όσον αφορά τις πρώτες ύλες. |
4. |
Κατά συνέπεια, ενδείκνυται να εξεταστούν κατ' αρχήν τα μερίδια αγοράς που διαθέτει η προσφεύγουσα όσον αφορά τις επιμέρους βιταμίνες. Ως προς αυτό όλοι συμφωνούν ότι οι αγορές των βιταμινών πρέπει να εξεταστούν χωριστά, διότι κάθε βιταμίνη απαιτεί ιδιαίτερες εγκαταστάσεις παραγωγής και η μία βιταμίνη δεν μπορεί να αντικαταστήσει την άλλη. Στη διαδικασία, αφού η Επιτροπή γνωστοποίησε τους αριθμούς πωλήσεων των ανταγωνιστών της προσφεύγουσας, μπόρεσε να επιτευχθεί συμφωνία και ως προς ορισμένα δεδομένα, όπως προκύπτει από την κοινή θέση των διαδίκων επί του ερωτηματολογίου του Δικαστηρίου. Στο μέτρο που εξακολουθούν να υπάρχουν σημεία διαφωνίας, θα τα εξετάσω όταν πραγματευθώ τις επιμέρους αγορές βιταμινών.
|
5. |
Έπειτα από αυτές τις παρατηρήσεις για τα μερίδια αγοράς, από τις οποίες προκύπτει ότι το ζήτημα της κυριαρχίας της αγοράς δεν απαιτεί σημαντικές πρόσθετες έρευνες όσον αφορά τις βιταμίνες, Β2 , Β6 , Η και C — αλλά ισχύουν μόνον όσον αφορά τη βιταμίνη Α, καθώς και τη βιταμίνη Ε, για ένα τμήμα του χρονικού διαστήματος που τώρα εξετάζεται — θα στραφώ τώρα στους συμπληρωματικούς παράγοντες, που ρητά ανέφερε η Επιτροπή στην απόφασή της, για να εξετάσω αν επιβεβαιώνουν την προσωρινή κρίση περί δεσποζούσης θέσεως της προσφεύγουσας στην αγορά.
|
6. |
Επειδή όμως η εξέταση των μεριδίων αγοράς σε ορισμένους τομείς (βιταμίνη Α και εν μέρει βιταμίνη Ε η βιταμίνη Β 3 μπορεί να μην εξεταστεί για άλλους λόγους) οδήγησε μόνο σε αριθμούς που βρίσκονται στα όρια των σημαντικών μεγεθών και επειδή στο μέτρο αυτό στην προαναφερθείσα απόφαση για τις μπανάνες διεξήχθησαν λεπτομερείς πρόσθετες έρευνες παντός είδους, θα εξετάσω τώρα και τις απόψεις που προβάλλει η προσφεύγουσα για να δικαιολογήσει αμφιβολίες για την ισχύ της στην αγορά.
|
7. |
Σύμφωνα με αυτά πρέπει να γίνει δεκτό ότι ορθά η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση αναγνώρισε την ύπαρξη δεσποζούσης θέσεως της προσφεύγουσας στην αγορά για τις βιταμίνες A, Β 2 , Β6 , C, Ε και Η. Διαφορετική κρίση δεν δικαιολογείται παρά μόνο για τη βιταμίνη Β3 . Βέβαια και για το προϊς ν αυτό η προσφεύγουσα διέθετε το 1974 μερίδιο αγοράς μεγέθους σημαντικού για το άρθρο 86. Αυτή η επιμέρους αγορά δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη, λόγω του μεγέθους των μεριδίων αγοράς των ανταγωνιστών και της εξελίξεως των τιμών για τη βιταμίνη αυτή, ιδίως όμως διότι οι συμβάσεις που ενδιαφέρουν την προκειμένη περίπτωση συνήφθησαν το αργότερο το 1973. |
III — |
Πρέπει περαιτέρω να εξεταστεί αν η προσφεύγουσα πράγματι καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της. Η Επιτροπή θεωρεί τέτοια κατάχρηση τη σύναψη 26 συμβάσεων με 22 αγοραστές της προσφεύγουσας, μεταξύ των ετών 1963 και 1973. Οι συμβάσεις αυτές οδηγούσαν με διάφορους τρόπους στο αποτέλεσμα να εξαρτώνται οι αγοραστές από τη Roche όσον αφορά τον εφοδιασμό μεμονωμένων βιταμινών ή όλων των βιταμινών που χρειάζονταν οι διάφοροι πελάτες. Εκτός αυτού, προσέφεραν στους πελάτες διάφορα πλεονεκτήματα, όχι ανάλογα της εξοικονομήσεως κόστους της Roche. Επειδή με τον τρόπο αυτό περιορίζεται η ελευθερία επιλογής των αγοραστών και ο ανταγωνισμός μεταξύ παραγωγών βιταμινών, παρεμποδίζεται δε η πρόσβαση άλλων παραγωγών προς τους αγοραστές αυτούς, θα μπορούσε να γίνει λόγος για προσβολή της αρχής του άρθρου 3 στ της Συνθήκης ΕΟΚ, σύμφωνα με το οποίο πρέπει να εξασφαλίζεται ο ανόθευτος ανταγωνισμός. Εξάλλου, παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως κατά την έννοια του άρθρου 86, δεύτερη παράγραφος, στοιχείο γ. Επ' αυτού η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για ενιαίο σύστημα πωλήσεων ιδίως οι συμφωνίες με την Unilever και τη Merck παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που δικαιολογούν ιδιαίτερη εξέταση. Σημαντικό είναι περαιτέρω ότι οι συμβάσεις δεν συνήφθησαν βάσει δεσποζούσης θέσεως στην αγορά, δηλαδή δεν συνδέονται με θέση ισχύος, και εκτός αυτού θεωρούνται συνήθεις στις συναλλαγές. Τουλάχιστον κατά την αξιολόγησή τους ενδείκνυται να χωρήσει στάθμιση συμφερόντων και ιδίως να ληφθεί υπόψη ότι η καλούμενη αγγλική ρήτρα που περιέχεται στις συμβάσεις άφησε αρκετό περιθώριο στον ανταγωνισμό. Όσον αφορά τις διαφορές που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή, δικαιολογούνται τουλάχιστον εν μέρει, λόγω των διαφορετικών δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε η Roche. Σε καμία περίπτωση δεν είχαν έκταση που να μπορεί να βλάψει την ικανότητα ανταγωνισμού των αγοραστών. Τέλος, πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι επιπτώσεις των συμβάσεων στην αγορά. Αν αφήσει κανείς κατά μέρος τις συμφωνίες, των οποίων ο χαρακτηρισμός δεν γεννά προβλήματα, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο ανταγωνισμός και το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών υπέστησαν αισθητή βλάβη. |
1. |
Αρχίζω την κρίση της διαφωνίας αυτής με την εξέταση μερικών γενικών επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα.
|
2. |
Συνεχίζοντας την έρευνα της υποθέσεως θα ασχοληθώ κατ' αρχήν με το πραγματικό της δεσμεύσεως των αγοραστών της προσφεύγουσας. Κατά την έρευνα αυτή πρέπει πάντως — σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας — να εξαιρεθούν οι συμβάσεις με την Unilever και τη Merck προσωρινά, διότι παρουσιάζουν δήθεν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που καθιστούν σε κάθε περίπτωση αναγκαία τη διαφορετική εκτίμηση. Στις συμβάσεις απαντώνται δύο ειδών δεσμεύσεις: αφενός ρητές υποχρεώσεις εφοδιασμού, σε συνδυασμό με υποσχέσεις εκπτώσεων, και αφετέρου δεσμεύσεις που βασίζονται μόνο σε εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών, αν μπορεί κανείς να καλέσει έτσι συνοπτικά τα υποσχεθέντα πλεονεκτήματα.
|
3. |
Αφού αποδείχθηκε έτσι ότι η Επιτροπή ορθά — τουλάχιστον όσον αφορά την πλειονότητα των εν λόγω συμβάσεων — δέχθηκε την ύπαρξη καταχρηστικού δεσμού με την προσφεύγουσα, θα εξεταστούν τώρα οι συμβάσεις που συνήφθησαν με τις επιχειρήσεις Merck και Unilever για να διαπιστωθεί αν δικαιολογείται ως προς αυτές ιδιαίτερη κρίση.
|
4. |
Στη συνέχεια θα εξετάσω το δεύτερο πραγματικό της καταχρήσεως, που αφορά την εφαρμογή ανίσων όρων επί ισοδυνάμων παροχών, την οποία απαγορεύει στις επιχειρήσεις με δεσπόζουσα θέση στην αγορά το άρθρο 86, δεύτερη παράγραφος, στοιχείο γ. Και επ' αυτού μπορεί να γίνει παραπομπή στην υπόθεση της ζάχαρης, όπου κατακρίθηκαν ακριβώς οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών με την αιτιολογία ότι κατ' αυτό τον τρόπο οι αγοραστές περιέρχονται σε δυσμενέστερη θέση από πλευράς ανταγωνισμού. Εκτός αυτού, ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι και στο εθνικό δίκαιο απαντώνται τέτοιες αξιολογήσεις, όπως για παράδειγμα η απαγόρευση του γαλλικού δικαίου να εφαρμόζονται διαφορετικές τιμές που δεν δικαιολογούνται από διαφορετικές τιμές κτήσεως· παρόμοια ισχύουν και σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο (βλέπε την έκθεση του «Monopoly's and restrictive practices commission on supply of insulated electric wires and cables»). Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, και ούτε και η προσφεύγουσα αμφισβήτησε, ότι στην προκειμένη περίπτωση υπήρξε διαφορετική μεταχείριση των αγοραστών όσον αφορά τον υπολογισμό των εκπτώσεων. Από την εξέταση των κλιμακωτών εκπτώσεων επί του συνόλου των πωλήσεων προκύπτουν εν μέρει σημαντικές διαφορές όσον αφορά τις απαιτούμενες ελάχιστες ποσότητες και τις εκπτώσεις που αναλογούν στις ποσότητες, μάλιστα δε τόσο κατά τη σύγκριση συμβάσεων που είναι εκφρασμένες στο ίδιο νόμισμα και αφορούν το ίδιο χρονικό διάστημα όσο και κατά την αντιπαράθεση συμβάσεων που έχουν εκφραστεί σε διαφορετικό νόμισμα. Το ίδιο ισχύει για τις υπόλοιπες εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών, συμπεριλαμβανομένων των αποκαλουμένων εκπτώσεων οι οποίες στηρίζονται στην πίστη (Delkredererabatte), όπου οι συντελεστές κυμαίνονται μεταξύ 1 % και 7,5 %, αν δεν ληφθούν υπόψη οι εκπτώσεις που χαρακτηρίζονται ως εκπτώσεις λόγω ποσότητας στη σύμβαση με τη Merck. Οι διακυμάνσεις αυτές δεν δικαιολογούνται ούτε με επίκληση των χρονικών διαστημάτων, για τα οποία ίσχυσαν οι συμφωνίες — εν μέρει καλύπτονται — ούτε με αναφορά στην έκταση της καλύψεως των αναγκών ή στους πραγματικούς εφοδιασμούς, που γνωστοποιήθηκαν στο Δικαστήριο για το έτος 1974. Αυτό δεν χρειάζεται να αποδειχθεί τώρα λεπτομερώς· μία προσεκτική ανάλυση των συμβάσεων δεν επιτρέπει την παραμικρή αμφιβολία για το θέμα αυτό. Γι' αυτό και οι προσπάθειες δικαιολογήσεως που καταβάλλει η προσφεύγουσα είναι τελείως διαφορετικές. Έτσι ισχυρίστηκε στην ακρόαση της από την Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία ότι οι εκπτώσεις και οι διαφορές των εκπτώσεων δεν έγιναν αισθητές λόγω των νομισματικών διακυμάνσεων. Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι σε καμία περίπτωση δεν υπέστη βλάβη η ικανότητα ανταγωνισμού των πελατών. Πράγματι, σχεδόν όλοι οι αγοραστές επεξεργάζονται βιταμίνες. Στο τελικό όμως προϊς ν οι βιταμίνες παίζουν δευτερεύοντα ρόλο· συγκεκριμένα στην παραγωγή ειδών ζωοτροφών και διατροφής, που απορροφά το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων, δεν κατέχουν παρά πολύ μικρό ποσοστό στην τελική τιμή, δηλαδή 1 % ή λιγότερο. Γι' αυτό μια διαφορά εκπτώσεων ύψους 5 % δεν μπορούσε να επιδράσει στις σχέσεις ανταγωνισμού. Πιστεύω όμως ότι με την απάντηση αυτή η προσφεύγουσα δεν μπορεί να καταρρίψει την κατηγορία περί καταχρήσεως. Ως προς το πρώτο σημείο, αρκεί να υπενθυμίσω ότι οι αποκλίσεις στους συντελεστές εκπτώσεως βρίσκονται και στις συμβάσεις που είναι εκφρασμένες στο ίδιο νόμισμα. Όσον αφορά το δεύτερο σημείο της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας, ορθά κατά τη γνώμη μου επισημαίνει η Επιτροπή ότι η έκφραση «περιέρχονται σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό», που περιέχεται στο άρθρο 86, δεύτερη παράγραφος, στοιχείο γ, δεν έχει την ίδια έννοια με την προσβολή της ικανότητας ανταγωνισμού. Σχετικά τονίζεται και στη θεωρία (Siraguza, Semaine de Bruges 1977, σ. 425) ότι οι διακρίσεις είναι απαράδεκτες και εκεί όπου δεν υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ των ενδιαφερομένων αγοραστών. Εκτός αυτού δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι αγοραστές έδωσαν όπως φαίνεται μεγάλη σημασία στις εκπτώσεις, πράγμα από το οποίο συνάγεται ότι βάρυναν για τη θέση τους στην αγορά και για τις οικονομικής φύσεως αποφάσεις τους· ακόμη πρέπει να υπενθυμιστεί ότι και στην υπόθεση της ζάχαρης το Δικαστήριο θεώρησε ότι αρκούσαν διαφορές τιμών ύψους 5 % για να γίνει λόγος για προσβολή του άρθρου 86, δεύτερη παράγραφος, στοιχείο γ. Σύμφωνα με αυτά μπορεί κανείς να καταλήξει μόνο στο συμπέρασμα — και μάλιστα χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το προφανώς εκτός θέματος επιχείρημα ότι και οι ανταγωνιστές της προσφεύγουσας χορήγησαν εκπτώσεις του ιδίου μεγέθους — ότι ορθά η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση διαπίστωσε κατάχρηση και όσον αφορά τον καθορισμό διαφορετικών όρων συναλλαγών. |
5. |
Έπειτα από αυτές τις βασικές διαπιστώσεις περί της καταχρήσεως δεσποζούσης θέσεως πρέπει τώρα να εξεταστεί ακόμη το ζήτημα εάν μπορεί να κλονιστεί η αξιολόγηση της Επιτροπής, η οποία — όπως είδαμε — ευσταθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της, με αναφορά στον όγκο των συναλλαγών που καλύπτονται από τις συμβάσεις. Πρέπει επομένως ακόμη να ερευνηθεί εάν επήλθε αισθητή προσβολή του ανταγωνισμού και του διακρατικού εμπορίου και αν, στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με την άποψη της προσφεύγουσας, μπορεί να αποκλειστεί η εφαρμογή του άρθρου 86, διότι δεν επήλθε τέτοια προσβολή. Επ' αυτού ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι το επικρινόμενο σύστημα πωλήσεων — αν δεν λάβει κανείς υπόψη του τις συμβάσεις με τη Merck και την Unilever και περιοριστεί σε αμιγείς συμβάσεις υπέρ πιστών πελατών, εξαιρώντας τις εκπτώσεις επί του συνόλου των πωλήσεων — κάλυπτε κατά μέσο όρο για τα έτη 1970 έως 1974 μόνον το 4 % των πωλήσεων βιταμινών στην Κοινή Αγορά. Πιστεύω ότι ούτε σ' αυτό το σημείο δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη της προσφεύγουσας. Ορθά η Επιτροπή επισημαίνει ότι η θεωρία του αισθητού αναπτύχθηκε για το άρθρο 85, δηλαδή για έναν τομέα όπου ο υφιστάμενος αποτελεσματικός ανταγωνισμός περιορίζεται με συμφωνίες και παρόμοιες μεθόδους. Αντίθετα, στα πραγματικά που καλύπτονται από το άρθρο 86 ο ανταγωνισμός πρακτικά εξαφανίζεται, διότι μία δεσπόζουσα επιχείρηση δεν υπόκειται σε αποτελεσματικό ανταγωνισμό. Εδώ δεν επιτρέπεται πράγματι να μη ληφθεί υπόψη η συμπεριφορά μιας τέτοιας επιχειρήσεως, που σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 86 πρέπει να αξιολογηθεί ως καταχρηστική, επειδή οι επιπτώσεις της στις σχέσεις ανταγωνισμού δεν είναι αισθητές. Ακόμη και αν υποστηριχθεί ότι πρέπει κανείς να αδιαφορεί για τις καταχρήσεις ή τουλάχιστον να μην επιβάλλει κυρώσεις, στις περιπτώσεις όπου δεν πρόκειται παρά για ασήμαντες ποσότητες («quantités négligeables»), υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες αν η προκειμένη περίπτωση εμπίπτει στην κατηγορία αυτή. Όπως είδαμε, σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό να μη ληφθούν υπόψη οι συμβάσεις με τη Merck και την Unilever, αλλά μόνον αυτές με την Protector και την Upjohn, που όμως δεν καταλαμβάνουν παρά λιγότερο από το μισό τοις εκατό των συνολικών πωλήσεων βιταμινών στην Κοινότητα κατά το έτος 1974. Σημασία έχει επίσης ότι πρόκειται για συμβάσεις με σημαντικούς αγοραστές της προσφεύγουσας, που συγκεντρώνουν τη δραστηριότητά τους στον τομέα της παραγωγής ειδών διατροφής και ζωοτροφών. Ανεξαρτήτως όμως του αν θα συγκρίνει κανείς τον όγκο των συναλλαγών τους με το σύνολο πωλήσεων της προσφεύγουσας ή — όπως επιθυμεί η προσφεύγουσα — με το σύνολο των πωλήσεων βιταμινών στην Κοινή Αγορά, σε καμία περίπτωση δεν προκύπτουν μεγέθη τα οποία, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η αγγλική ρήτρα, να επιτρέπουν να γίνει λόγος για εντελώς ασήμαντες επιπτώσεις στις σχέσεις ανταγωνισμού. Επειδή εκτός αυτού πρόκειται για συμβάσεις με επιχειρήσεις επεξεργασίας βιταμινών, των οποίων η δραστηριότητα δεν περιορίζεται στο έδαφος ένός κράτους μέλους, επιτρέπεται συγχρόνως να γίνει δεκτό ότι υφίσταται προσβολή του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών σε έκταση που έχει σημασία για το άρθρο 86. |
IV — |
Αφού οι μέχρι τώρα σκέψεις έδειξαν ότι η νομιμότητα της αποφάσεως της Επιτροπής, στο μέτρο που αναγνωρίζει την ύπαρξη καταχρήσεως δεσποζούσης θέσεως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της, θα εξετάσω τώρα το περαιτέρω ερώτημα αν μπορεί να επικριθεί η επιβολή προστίμου. Επ' αυτού ενδιαφέρουν κυρίως τρεις σκέψεις:
|
1. |
Επί της πρώτης σκέψεως η προσφεύγουσα παρέπεμψε στο άρθρο 22 του γερμανικού νόμου κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού, σύμφωνα με το οποίο η καταχρηστική συμπεριφορά επιχειρήσεως που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά δεν τιμωρείται αυτή καθαυτή με πρόστιμο, και σε άλλες εθνικές διατάξεις για τον ανταγωνισμό, που προβλέπουν πρόστιμα μόνο σε περίπτωση μη τηρήσεως συγκεκριμένων διατάξεων των αρμοδίων για τις συμπράξεις αρχών. Εκτός αυτού υπενθύμισε ότι με νόμο του έτους 1973 εισήχθη στο γερμανικό νόμο κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού πρόσθετη διαδικασία απαγορεύσεως, με την αιτιολογία ότι οι διατάξεις περί προστίμων δεν ενδείκνυνται για τη διευκρίνηση των σχετικών ζητημάτων. Εντούτοις, αν δεν κάνω λάθος, η προσφεύγουσα δεν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι διατάξεις περί προστίμων του άρθρου 15 του κανονισμού 17 είναι, στο μέτρο που αναφέρονται στο άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΟΚ, στο σύνολό τους απαράδεκτες. Πιστεύει μόνον, ότι αυτό το άρθρο 15 πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο με τα ατομικά δικαιώματα, με την έννοια ότι πρόστιμα μπορούν να επιβληθούν μόνον όταν έχουν ήδη εκδοθεί διευκρινιστικές διοικητικές αποφάσεις. Κυριότερη αφετηρία για τη γνώμη αυτή είναι η άποψη ότι στην προκειμένη περίπτωση επικρίνεται η σύναψη ορισμένων συμβάσεων, που είναι καθ' όλα συνηθισμένες, χωρίς να γεννούν προβλήματα από πλευράς δικαίου των συμπράξεων, και οι οποίες μπορεί να θεωρηθούν ανεπίτρεπτες μόνον σε περίπτωση υπάρξεως δεσποζούσης θέσεως. Όσον αφορά όμως το ζήτημα της κυριαρχίας στην αγορά, πρέπει να παραδεχτεί κανείς ότι συνδέεται με δυσχερείς αξιολογήσεις πραγματικών περιστατικών και ότι επιπλέον, επειδή δεν εξαρτάται μόνο από τα μερίδια αγοράς και τη δομή της αγοράς, αλλά και από ολόκληρη σειρά συμπληρωματικών θεμάτων, πρέπει στην προκειμένη περίπτωση να υφίστανται τουλάχιστον δικαιολογημένες αμφιβολίες. Επομένως, η επιβολή προστίμου σε τέτοια περίπτωση έρχεται σε αντίθεση με τη βασική αρχή ότι οι ποινικές διατάξεις πρέπει να είναι επαρκώς ορισμένες προτού εφαρμοστούν. Αυτή η αρχή του ορισμένου των διατάξεων, που συνδέεται με την αρχή της ασφαλείας δικαίου, βρίσκει εν μέρει έρεισμα στο εθνικό συνταγματικό δίκαιο (άρθρο 103 του γερμανικού Grundgesetz, άρθρο 25, παράγραφος 2 του ιταλικού συντάγματος), όπως προκύπτει από τη θεωρία και τη νομολογία εκτός αυτού — όπως επίσης προκύπτει από τη θεωρία — έχει βρει έκφραση στο άρθρο 7 της συμβάσεως για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όσον αφορά έννομες τάξεις στις οποίες ελλείπει τέτοια συνταγματική διάταξη, η οποία άλλωστε δεν αναφέρεται μόνο σε ποινικές κυρώσεις αλλά και σε διοικητικές παραβάσεις (Ordungswidrigkeiten), θα μπορούσε, όπως για παράδειγμα στο βελγικό δίκαιο, να γίνει αναφορά στην αρχή «in dubio pro reo» ή — και αυτό ισχύει και για άλλα κράτη μέλη — στην αρχή «nullum crimen sine lege». Και από τις αρχές αυτές μπορεί να συναχθεί — μάλιστα δε και όσον αφορά τις διοικητικές παραβάσεις— ότι δεν χωρεί κύρωση όταν οι έννοιες είναι ασαφείς και υφίστανται αμφιβολίες για την ερμηνεία τους. Σύμφωνα με αυτά, θα πρέπει τουλάχιστον οι αόριστοι νόμοι να ερμηνεύονται στενά. Οι σκέψεις αυτές προκάλεσαν στην Επιτροπή πολλούς δισταγμούς και αντιρρήσεις, που αφορούν συγκεκριμένα την έκταση ισχύος των εν λόγω συνταγματικών διατάξεων, της διατάξεως της συμβάσεως για τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς και της αρχής του βελγικού δικαίου, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να αμφισβητηθεί αν υφίσταται γενική αρχή του δικαίου με το περιεχόμενο που υποστηρίζει η προσφεύγουσα. Η Επιτροπή επισήμανε ότι μια τέτοια αρχή απαντάται μόνο στο συνταγματικό δίκαιο δύο κρατών μελών, που γνωρίζουν το δικαστικό έλεγχο της νομοθετικής εξουσίας, ότι πρόκειται για καινοφανή αρχή και ότι αναφέρεται κυρίως στο ποινικό δίκαιο, ενώ δεν έχει ακόμη οριστικά διευκρινιστεί, αν ισχύει και για το δίκαιο των διοικητικών παραβάσεων, όπου εντάσσονται τα πρόστιμα σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού 17. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να θεωρηθεί ότι η αρχή αυτή δεν δικαιολογεί υπερβολικά αυστηρά συμπεράσματα. Τόσο στο γερμανικό όσο και στο ιταλικό δίκαιο, έχει γίνει αποδεκτό να περιέχουν οι διατάξεις του νόμου γενικές έννοιες, μη σαφώς καθορισμένες, και επομένως σημασία έχει κυρίως αν το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι έννοιες αυτές επιτρέπει στο δικαστή να προβεί σε ερμηνεία και να προσφέρει αξιόπιστη βάση για τη νομολογία. Αυτό ισχύει ιδίως για το δίκαιο του ανταγωνισμού, στο οποίο είναι αναγκαίες οι γενικές έννοιες λόγω της πολυμορφίας της οικονομικής ζωής. Εδώ θα ήταν αρκετό να μπορεί να ανευρεθεί το ακριβές περιεχόμενο μιας διατάξεως με αναγωγή στο σκοπό του κανόνα δικαίου στο σύνολό του και γι' αυτό παίζει, σε μια περίπτωση σαν την προκειμένη, οπωσδήποτε ρόλο ότι μια μεγάλη επιχείρηση που ασχολείται με το διεθνές εμπόριο μπορεί να αντλήσει αρκετά στοιχεία για το νόμιμο ή το παράνομο της συμπεριφοράς της από τη γνώση διαφόρων εθνικών εννόμων τάξεων. Θα ήταν ασφαλώς εξαιρετικά ενδιαφέρον να εξεταστούν τα επί μέρους προβλήματα που παρουσιάζει αυτή η αντιπαράθεση — και γι' αυτό την εξέθεσα σχετικά λεπτομερώς. Για λόγους όμως που θα γίνουν κατανοητοί στη συνέχεια, δεν είναι αυτό αναγκαίο στην προκειμένη περίπτωση. Δύσκολα μπορεί νομίζω να υποστηριχθεί η άποψη ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για εφαρμογή της διατάξεως περί προστίμου του κανονισμού 17 πριν από την έκδοση διοικητικών αποφάσεων που να συγκεκριμενοποιούν το άρθρο 86. Αυτό θα ήταν προφανώς υπερβολικό, διότι οπωσδήποτε υπάρχουν πραγματικά, τα οποία μπορούν χωρίς δυσκολία να υπαχθούν στη διάταξη του άρθρου 86, για τα οποία δηλαδή δεν υφίστανται σοβαρές αμφιβολίες για την ύπαρξη δεσποζούσης θέσεως στην αγορά, καθώς και καταχρήσεως, κατά την έννοια των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 86. Όσο όμως υπάρχουν πέρα από αυτό συγκεχυμένες ζώνες και οριακοί τομείς, όσο η διοικητική πρακτική ακόμη δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς, θα πρέπει στις περισσότερες περιπτώσεις να είναι δυνατό να ληφθούν αυτά υπόψη βάσει εκτιμήσεων που αναφέρονται στην αποδιδόμενη ευθύνη. Αυτό θα πρέπει να συμβεί τουλάχιστον στην προκειμένη περίπτωση και γι' αυτό νομίζω ότι πρέπει να ριχτεί το βάρος στην εξέταση του ζητήματος αυτού, δηλαδή στη δεύτερη από τις σκέψεις που προέβαλε η προσφεύγουσα. |
2. |
Επί του ζητήματος αν η προσφεύγουσα καταχράστηκε υπαίτια, δηλαδή από δόλο ή αμέλεια, τη δεσπόζουσα θέση της, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε την ενδιαφέρουσα νομική μορφή της συγγνωστής νομικής πλάνης. Με τη βοήθεια λεπτομερών συγκριτικών αντιπαραθέσεων των δικαίων η προσφεύγουσα κατώρθωσε να δείξει ότι πρόκειται για ευρέως διαδεδομένη νομική έννοια και ότι επομένως πρέπει να αναγνωριστεί ως στοιχείο προόδου και για τον τομέα της ΕΟΚ και για τις διατάξεις περί προστίμων που ισχύουν εδώ. Επ' αυτού παραπέμπω στις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας για την ισχύ της νομικής πλάνης στο γερμανικό δίκαιο, μάλιστα δε και στο δίκαιο των διοικητικών παραβάσεων, καθώς και στο δανικό, ολλανδικό και γαλλικό δίκαιο — τουλάχιστον όσον αφορά την εκεί θεωρία — υπενθυμίζοντας ότι ο Jeschek στο άρθρο του «Die Strafgewalt übernationaler Gemeinschaften»(Zeitschrift für die gesamte Staatwissenschaft 1953, σ. 497 και επόμενες) εξέφρασε την άποψη ότι μια αντίστοιχη αρχή συνάγεται για το δίκαιο της ΕΚΑΧ από το άρθρο 36 της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Αντίθετα, δεν θα έπρεπε να βαρύνει πολύ ότι στο αγγλικό και ιταλικό δίκαιο παρατηρείται ακόμη κάποιος δισταγμός στο ζήτημα αυτό. Αν δεχτεί κανείς την άποψη αυτή, τότε το αποφασιστικό ερώτημα είναι αν στην προκειμένη περίπτωση πράγματι μπορεί να γίνει λόγος για πλάνη της προσφεύγουσας που αποκλείει την υπαιτιότητα, όσον αφορά τη δεσπόζουσα θέση της και τη συμπεριφορά για την οποία την κατηγορεί η Επιτροπή. Όσον αφορά τη δεσπόζουσα θέση — και εντελώς ανεξάρτητα από πιθανή πραγματική πλάνη, για την οποία μπορεί να παίξει ρόλο το μερίδιο της προσφεύγουσας στην παγκόσμια αγορά — πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα: Σε ορισμένες αγορές (βιταμίνη Α και Ε) το μερίδιο της προσφεύγουσας κυμαίνεται προφανώς στα όρια αυτού που θεωρείται σημαντικό. Στο μέτρο που ισχύει αυτό, μπορεί να έχει σημασία ότι στην πρακτική λήψεως αποφάσεων, που ίσχυε πριν από τη σύναψη των συμβάσεων της προσφεύγουσας με τους πελάτες της, επρόκειτο κυρίως για μονοπώλια ή για πολύ υψηλά μερίδια αγοράς. Προτάθηκε, χωρίς να αμφισβητηθεί, ότι, σύμφωνα με τη γερμανική πρακτική πριν από την τροποποίηση του νόμου του 1973, ακόμη και πολύ υψηλά μερίδια αγοράς δεν αρκούσαν για την αποδοχή δεσποζούσης θέσεως, εάν υπήρχε συγχρόνως ποιοτικός ανταγωνισμός. Στο πλαίσιο αυτό μπορούν να παίξουν ρόλο αυτά που προέκυψαν από τη διαδικασία επί της εξελίξεως των τιμών στις αγορές βιταμινών και επί του ανταγωνισμού τιμών, ιδίως σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, η δεσπόζουσα θέση εξαρτάται από τη δύναμη καθορισμού των τιμών. Τέλος, για την άποψη της προσφεύγουσας, ότι δεν μπόρεσε να αποκλείσει τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, μπορεί να είχε σημασία και η γνώση της οικονομικής δυνάμεως των μεγάλων ανταγωνιστών και επίσης δεν αποκλείεται να επηρεάστηκε στην εκτίμηση της καταστάσεως στην οποία προέβη από τη διαπίστωση ότι δρούσε σε μια έντονα αναπτυσσόμενη αγορά. Για τη συμπεριφορά που επικρίνει η Επιτροπή — στο μέτρο που πρόκειται για το πραγματικό ανίσου μεταχειρίσεως των αγοραστών — μπορεί να ληφθεί υπόψη ότι οι επιπτώσεις επί της ικανότητας ανταγωνισμού παρέμεναν εντός ορισμένων ορίων και ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά δεν μπορούσαν τότε να διαγνώσουν χωρίς άλλο ότι αυτό δεν είχε αποφασιστική σημασία για το άρθρο 86. Όσον αφορά τη δέσμευση των αγοραστών, πρέπει νομίζω να αναγνωριστεί ότι οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών στο δίκαιο της ΕΚΑΧ και σε σχέση με το άρθρο 86 δεν επικρίνονται εν μέρει ούτε από τη θεωρία (βλέπε Van Hecke Kartelle und Monopole im modernen Recht, πρώτος τόμος, σ. 338) και ότι κατά το χρόνο συνά ψεως των επικρινομένων συμβάσεων δεν υπήρχε ακόμη απόφαση περί πραγματικών ή μη πραγματικών εκπτώσεων υπέρ πιστών πελατών. Ιδίως οι συμβάσεις αυτές, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας που δεν αμφισβητήθηκαν, δεν τιμωρούνταν μέχρι τότε με πρόστιμο, όπως φαίνεται, ούτε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ούτε στη γερμανική πρακτική. Επίσης δεν φαίνεται τελείως εσφαλμένη η άποψη της προσφεύγουσας ότι σε μία φάση αναπτύξεως της αγοράς τέτοιοι θεσμοί δημιουργούν λιγότερα προβλήματα, διότι — αντίθετα απ' ό, τι σε μια στάσιμη αγορά — παραμένει αρκετό πεδίο δράσεως για όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι σφάλλει απόλυτα η προσφεύγουσα αποδίδοντας σημασία στην αρχή της σταθμίσεως των συμφερόντων, για την οποία πάντως γίνεται λόγος στην απόφαση GEMA της Επιτροπής, σε σχέση με δεσμό αποκλειστικότητας, και στην απόφαση Sabam του Δικαστηρίου, σε σχέση με παρόμοια περίπτωση. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει επίσης να παίξει ρόλο η αγγλική ρήτρα που περιέχεται σ' όλες τις συμβάσεις, καθώς και ο πραγματικός χειρισμός της από την προσφεύγουσα, αυτό δε κυρίως σε σχέση με το γεγονός ότι μια τέτοια ρήτρα περιελήφθη στην απόφαση Dunlop της Επιτροπής (Abl 1969, L 323, σ. 21), επιμελεία της ιδίας. Βάσει όλων αυτών των σκέψεων — στις οποίες δεν νομίζω ότι μπορεί να αντιταχθεί πειστικά ότι η προσφεύγουσα μπορούσε να προφυλαχθεί συλλέγοντας νομικές πληροφορίες και ότι η γνώση των εθνικών δικαίων, τα οποία πράγματι εν μέρει διαφέρουν σημαντικά, έπρεπε να την καταστήσει προσεκτική — δεν θα πρέπει να διστάσει κανείς να κάνει λόγο στην περίπτωσή της για συγγνωστή νομική πλάνη, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 86. Τουλάχιστον μπορεί να υποστηριχτεί ότι υπάρχει τόσο μικρός βαθμός υπαιτιότητας ώστε δεν υπάρχει λόγος επιβολής προστίμου, και αυτό ιδίως έναντι επιχειρήσεως η οποία φάνηκε εξαιρετικά συνεργάσιμη, κατά κοινή ομολογία, κατά τη διοικητική διαδικασία και προθυμοποιήθηκε αμέσως να θέσει τέρμα στην επικρινόμενη συμπεριφορά. |
3. |
Σύμφωνα με αυτά δεν χρειάζεται πλέον να εξεταστεί το επιχείρημα περί ανίσου μεταχειρίσεως όσον αφορά την επιβολή του προστίμου. Αν παρόλα αυτά θελήσει κανείς να προχωρήσει στην εξέταση, θα πρέπει σύντομα να παρατηρηθεί επ' αυτού ότι στην προκειμένη περίπτωση το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί στην πραγματικότητα να βοηθήσει την προσφεύγουσα. Στο μέτρο που η προσφεύγουσα αναφέρεται στο πλαίσιο αυτό στην υπόθεση της ζάχαρης, πρέπει πράγματι να υπενθυμιστεί ότι στην υπόθεση αυτή επιβλήθηκε πρόστιμο και για παραβάση του άρθρου 86 λόγω χορηγήσεως εκπτώσεων υπέρ πιστών πελατών και ότι το πρόστιμο αυτό απλώς μειώθηκε από το Δικαστήριο, έστω και σε σημαντική έκταση. |
4. |
Επίσης — αν θεωρηθεί ορθή η ακύρωση της αποφάσεως περί προστίμου — περιττεύει να εξεταστεί αν χρειάζεται να διορθωθεί τουλάχιστον ο υπολογισμός του. Επ' αυτού όμως θέλω τουλάχιστον να παρατηρήσω ότι μια τέτοια διόρθωση θα ήταν σε κάθε περίπτωση ενδεδειγμένη, διότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα της διαδικασίας δεν υπάρχει κυριαρχία της αγοράς για τη βιταμίνη Β3, ακόμη δε και διότι η αιτίαση περί καταχρήσεως, όσον αφορά τη δέσμευση των αγοραστών, δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ως προς δύο συμβάσεις. Εκτός αυτού, θα έπρεπε στο πλαίσιο αυτό να ληφθεί κατά το δυνατόν υπόψη το γεγονός ότι σημαντικό μέρος των ποσοτήτων που προμήθευε η προσφεύγουσα εξυπηρετούσε τεχνολογικούς σκοπούς, εισερχόταν δηλαδή σε μία αγορά, για την οποία δεν αποδείχθηκε δεσπόζουσα θέση της προσφεύγουσας. Εξάλλου, θα πρέπει εδώ να ληφθούν υπόψη και οι πραγματικές επιπτώσεις των επικρινομένων συμβάσεων. Επ' αυτού υπενθυμίζω τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, των οποίων την ορθότητα προσπάθησε εν μέρει να αποδείξει, αναφερόμενη στις θέσεις των αγοραστών της επί των αιτιάσεων της Επιτροπής, ότι οι αγοραστές αισθάνονταν σε μεγάλη έκταση ελεύθεροι στις αποφάσεις τους για αγορά κυρίως χάρη στην αγγλική ρήτρα και στο φιλελεύθερο τρόπο με τον οποίο η προσφεύγουσα έκανε χρήση αυτής. Υπενθυμίζω ακόμη τις απαντήσεις της Επιτροπής, σύμφωνα με τις οποίες, όπως φαίνεται — αυτό προφανώς δεν ελεγχόταν πάντοτε —, οι επιβαλλόμενες υποχρεώσεις δεν τηρούνταν πάντοτε και η έλξη, που ασκήθηκε από τη χορήγηση εκπτώσεων, δεν ήταν παντού τόσο μεγάλη όσο υπήρχε φόβος. Αυτή η έννοια πρέπει τουλάχιστον να δοθεί στην περιληπτική διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι 22 αγοραστές της προσφεύγουσας που ενδιαφέρουν την προκειμένη περίπτωση κάλυψαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τις ανάγκες τους αποκλειστικά ή κυρίως από την προσφεύγουσα. Δεν θα εξετάσω τώρα περισσότερες λεπτομέρειες. Επ' αυτού παραπέμπω στις παρατηρήσεις της Επιτροπής στις σελίδες 52 και επόμενες της ανταπαντήσεώς της και στις θέσεις που έλαβε επί του ερωτηματολογίου του Δικαστηρίου (σ. 12 και επόμενες) καθώς και στις εκθέσεις που προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο και αφορούν έρευνες που έγιναν στους πελάτες της προσφεύγουσας. |
V — |
Δεν τελείωσε όμως ακόμη η έρευνα της υποθέσεως. Πρέπει να εξεταστούν ακόμη δύο επιχειρήματα, τα οποία σύμφωνα με την άποψη της προσφεύγουσας κλονίζουν τη νομιμότητα ολόκληρης της απόφασης, συγκεκριμένα η παράβαση της απαγορεύσεως αξιοποιήσεως παρανόμως αποκτηθέντων εγγράφων και η παράβαση του δικαιώματος ακροάσεως.
|
VI — |
Ας συνοψίσω για άλλη μια φορά την άποψή μου. Έχω τη γνώμη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, στο μέτρο που δέχεται δεσπόζουσα θέση της προσφεύγουσας στις αγορές έξι βιταμινών, δηλαδή όχι στην αγορά της βιταμίνης Β3, και στο μέτρο που επιρρίπτει στην προσφεύγουσα καταχρηστική δέσμευση είκοσι αγοραστών, δηλαδή όχι των επιχειρήσεων Protector και Upjohn, καθώς και καταχρηστική άνιση μεταχείριση των επιχειρήσεων που αναφέρονται στην απόφαση. Αντίθετα, νομίζω ότι η επιβολή προστίμου λόγω προσβολής του άρθρου 86 δεν δικαιολογείται ελλείψει επαρκούς υπαιτιότητας της προσφεύγουσας. Στο μέτρο αυτό πρέπει να γίνει δεκτή η προσφυγή της Hoffmann-La Roche· κατά τα λοιπά πρέπει να απορριφθεί. |
( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.