ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
GERHARD REISCHL
της 15ης Σεπτεμβρίου 1976 ( 1 )
Κύριε Πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
Για να γίνει αντιληπτή η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Cour d'appel της MONS προς το Δικαστήριο με Διάταξη της 9ης Δεκεμβρίου 1975, ενδείκνυται να γίνουν οι ακόλουθες προκριματικές παρατηρήσεις.
Η γαλλική εταιρία BOUYER, με έδρα το TOMBLAINE (νομός του MEURTHE και MOSELLE), συνήψε, στις 24 Οκτωβρίου 1959, με τη βελγική εταιρία DE BLOOS, εγκατεστημένη στη LEUZE, σύμβαση βάσει της οποίας ανατίθετο στην τελευταία η αποκλειστική διανομή για το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και το πρώην Βελγικό Κογκό των παραγόμενων από την BOUYER προϊόντων. Η σύμβαση συνήφθη καταρχάς για περίοδο τριών ετών, αργότερα δε παρατάθηκε σιωπηρά ελλείψει καταγγελίας. Η εν λόγω σύμβαση κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή κατ' εφαρμογή του κανονισμού 17 χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής εξαίρεσης, εφόσον, σύμφωνα με ανακοίνωση της Επιτροπής του 1969, υπήγετο στον κανονισμό 67/67 περί εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3 της Συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικότητος (EE ειδ. έκδ. 08/001, σ. 65).
Φαίνεται ότι οι δυσχέρειες ανέκυψαν μεταξύ των συμβληθεισών εταιριών κατά το φθινόπωρο 1972, κατόπιν ενάρξεως στο Βέλγιο από την εταιρία BOUYER διαπραγματεύσεων με άλλη επιχείρηση σχετικά με την πώληση προϊόντων BOUYER. Η εταιρία DE BLOOS θεώρησε ότι η συμπεριφορά αυτή συνιστούσε παραβίαση της σύμβασης, συνεπαγόμενη ορισμένα έννομα αποτελέσματα. Επικαλείται σχετικά βελγικό νόμο της 27ης Ιουλίου 1961, ο οποίος τροποποιήθηκε με το νόμο της 13ης Απριλίου 1971, σύμφωνα με τον οποίο συμβάσεις παρόμοιες με την επίδικη θεωρούνται ότι συνήφθησαν για αόριστη διάρκεια όταν έχουν παραταθεί δύο φορές. Ο ίδιος νόμος προβλέπει εξάλλου ότι σε περίπτωση μονομερούς καταγγελίας χωρίς εύλογη προειδοποίηση, το υφιστάμενο ζημία μέρος μπορεί να ζητήσει δικαία αποζημίωση και ότι συντρέχει λόγος να της χορηγηθεί συμπληρωματική εύλογη αποζημίωση όταν η σύμβαση καταγγέλλεται από τον προμηθευτή για λόγους άλλους εκτός του πταίσματος του αποκλειστικού διανομέα.
Η εταιρία DE BLOOS προσέφυγε στο TRIBUNAL DE COMMERCE της TOURNAI προσβάλλουσα τις πιο πάνω διατάξεις. Ζήτησε από το εν λόγω δικαστήριο να κηρύξει, από 1ης Οκτωβρίου 1972, λελυμένη τη σύμβαση αποκλειστικής διανομής, αποκλειστική υπαιτιότητι της εταιρίας BOUYER λόγω παραβιάσεως της σύμβασης, καθώς και να καταδικάσει τη γαλλική εταιρία στην καταβολή αποζημιώσεως.
Η εναγομένη εταιρία αμφισβήτησε την αρμοδιότητα του επιληφθέντος δικαστηρίου. Ο βελγικός νόμος ορίζει σχετικώς ότι οι αγωγές που εγείρει αποκλειστικός διανομέας κατά του προμηθευτή του λόγω παραβιάσεως της συμβάσεως, μπορούν να εισαχθούν ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας του διανομέα όταν η σύμβαση αποκλειστικής διανομής παράγει τα αποτελέ-σματά της στο Βέλγιο. Το TRIBUNAL DE COMMERCE δεν έλαβε, ωστόσο, υπόψη αυτή τη διάταξη, διότι έκρινε, προφανώς κατ' ορθή εφαρμογή του δικαίου, ότι η εν λόγω διάταξη αντικαταστάθηκε από τη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις που τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαρτίου 1973. Επικαλέστηκε αντιθέτως την εν λόγω Σύμβαση, και ιδίως το άρθρο 5, σημείο 1 το οποίο ορίζει:
«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος: (1) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή…»
Ρήτρες αναγραφόμενες στα επιστολόχαρτα και στα τιμολόγια της εναγόμενης εταιρίας περί απονομής αρμοδιότητας στα δικαστήρια του NANCY και καθορίζοντας ότι τα τιμολόγια είναι πληρωτέα στο NANCY, τα δε προϊόντα παραδοτέα στις εγκαταστάσεις της εναγομένης, οδήγησαν το TRIBUNAL DE COMMERCE στο συμπέρασμα ότι η εναγομένη εταιρία όφειλε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της όχι στο Βέλγιο, αλλά στη Γαλλία. Για το λόγο αυτό έκρινε ότι τα βελγικά δικαστήρια ήσαν αναρμόδια για να επιληφθούν της διαφοράς.
Η εταιρία DE BLOOS άσκησε έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του Cour d'appel της MONS, το οποίο καταρχάς κατέληξε, μετά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, σε άλλο συμπέρασμα καθόσον έκρινε ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είχαν συνάψει συμφωνία, όσον αφορά την επίδικη υποχρέωση, περί του τόπου εκτελέσεως της στη Γαλλία, ούτε, κατά συνέπεια, συνάψει συμφωνία αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας υπό την έννοια του άρθρου 17 της προαναφερθείσας Σύμβασης. Έκρινε πράγματι σχετικώς ότι οι αναφερόμενες ρήτρες δεν είχαν εφαρμογή παρά στις διάφορες πράξεις αγοράς και όχι επί της συμβάσεως-πλαισίου, της οποίας η κανονική εκτέλεση αποτελούσε το μόνο αντικείμενο της δίκης. Κατά το Cour d'appel, μπορεί επίσης να κριθεί ότι τα βελγικά δικαστήρια είναι αρμόδια βάσει είτε του άρθρου 5, 1 που προαναφέρθηκε της Σύμβασης, είτε του άρθρου 5, 5 το οποίο ορίζει ότι:
«ως προς διαφορές σχετικές με την εκμετάλλευση υποκαταστήματος, πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκατάστασης, ενώπιον του δικαστηρίου της τοποθεσίας τους».
Η άποψη αυτή, ωστόσο, γεννά ορισμένες αμφιβολίες του Cour d'appel για τους ακόλουθους λόγους.
Δυνάμει του βελγικού δικαίου που εφήρμοσε στα πραγματικά περιστατικά της προκειμένης δίκης λόγω κανόνα περί συγκρούσεως δικαιοδοσίας περιεχόμενου στο βελγικό νόμο του 1961, διότι η σύμβαση αποκλειστικής διανομής παρήγε τα αποτελέσματά της στο Βέλγιο, το Cour d'appel έκρινε, ενόψει του άρθρου 5, 1 της Σύμβασης, ότι η διεκδικούμενη απαίτηση μπορούσε να χαρακτηριστεί διαφοροτρόπως. Για τους μεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η υποχρέωση αποζημιώσεως αντικαθιστά την υποχρέωση τηρήσεως εύλογης προθεσμίας προειδοπονήσεως· για τους δε, η υποχρέωση του παραχωρήσαντος την αποκλειστικότητα συνιστά τη βάση της απαιτήσεως αποζημιώσεως, η οποία για τους οπαδούς αυτής της άποψης συνιστά επομένως απαίτηση εκ συμβάσεως. Έτεροι λαμβάνουν ως αφετηρία ότι ο παραχωρήσας την αποκλειστικότητα έχει την ευχέρεια είτε να τηρήσει λογική προθεσμία προειδοποιήσεως είτε να καταβάλει αποζημίωση και θεωρούν ότι η υποχρέωση αποζημιώσεως είναι η έννομη συνέπεια της καταγγελίας της συμβάσεως, δηλαδή νέα και αυτόνομη υποχρέωση. Ανάλογα με τη μία ή την άλλη άποψη, ως τόπος εκτελέσεως θεωρείται το Βέλγιο χώρα όπου ο παραχωρήσας την αποκλειστικότητα οφείλει να εκπληρώσει την κυρία υποχρέωσή του, ή, δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις πληρωμής οφείλουν να εκπληρωθούν στην κατοικία του οφειλέτη, στην έδρα της οφειλέτιδας γαλλικής εταιρίας κατά της οποίας ασκήθηκε η αγωγή.
Το Cour d'appel θεωρεί ότι η εφαρμογή του άρθρου 5, 5 της Σύμβασης θέτει προβλήματα ως προς το ότι ο έχων την αποκλειστικότητα των πωλήσεων δεν ήταν εξουσιοδοτημένος, σύμφωνα με ό, τι αποδείχτηκε κατά τη διάρκεια της δίκης, να συμβάλλεται στο όνομα του προμηθευτή και δεν τελούσε υπό τη διεύθυνση και τον έλεγχο του τελευταίου.
Αναρωτιέται έτσι αν ο έχων την αποκλειστικότητα των πωλήσεων βέλγος μπορεί να θεωρηθεί ως πρακτορείο και λοιπά, υπό την έννοια του άρθρου 5, 5 της Σύμβασης.
Για τους λόγους αυτούς, το Cour d'appel ανέβαλε την έκδοση της οριστικής του απόφασης ώστε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία της Σύμβασης για τη διεθνή δι καιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Η Διάταξη περί παραπομπής της 9ης Δεκεμβρίου 1975, αναφέρει τα ακόλουθα ερωτήματα:
I — |
Σε διαφορά μεταξύ έχοντος την αποκλειστικότητα πωλήσεων και του παραχωρήσαντος την αποκλειστικότητα αυτή στον οποίο προσάπτει ότι παραβίασε την αποκλειστική παραχώρηση των πωλήσεων, ο όρος «παροχή» του άρθρου 5, σημείο 1, της Σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, μπορεί να εφαρμοστεί αδιαφό-ρως σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω αναφερόμενες υποχρεώσεις ή πρέπει να εξαιρεθεί από την εν λόγω εφαρμογή η μία ή η άλλη από τις εξής υποχρεώσεις:
|
II — |
Ο έχων την αποκλειστικότητα των πωλήσεων ευρίσκεται επικεφαλής υποκαταστήματος, πρακτορείου ή εγκαταστάσεως του παραχωρήσαντος την αποκλειστικότητα υπό την έννοια του άρθρου 5, σημείο 5 της Σύμβασης των Βρυξελλών, όταν, αφενός, δεν έχει το δικαίωμα ούτε να ενεργεί στο όνομα του τελευταίου και να τον δεσμεύει και, αφετέρου, δεν υπόκειται ούτε στον έλεγχο ούτε στη διεύθυνσή του; |
I — |
Πριν προβώ στην εξέταση αυτών των ερωτημάτων, θα πρέπει να λυθεί ένα πρόβλημα διαδικασίας. Επί της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, η οποία διαβιβάστηκε κατά σύστημα σε όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας, κατέθεσε προτάσεις και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, παρόλον ότι η Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και το πρωτόκολλο για την ερμηνεία της, μέχρι τώρα, είχε εφαρμογή στα μόνα αρχικά κράτη μέλη της Κοινότητας. Όπως προέκυψε κατά τη διάρκεια της δίκης, οι γνώμες διαφέρουν ως προς τη νομιμότητα των εν λόγω παρατηρήσεων όταν προέρχονται από τα τρία νέα κράτη μέλη. Οι οπαδοί της νομιμότητας επικαλούνται πρώτον το άρθρο 5 του πρωτοκόλλου για την ερμηνεία της Σύμβασης από το Δικαστήριο το οποίο παραπέμπει στο πρωτόκολλο περί του οργανισμού του Δικαστηρίου. Έχω τη γνώμη ότι, δεδομένου ότι το άρθρο 20 του τελευταίου αυτού πρωτοκόλλου αφορά ασφαλώς όλα τα κράτη μέλη, πρέπει να συμβαίνει επίσης το αυτό για τις διαδικασίες του άρθρου 3 του πρωτοκόλλου για την ερμηνεία της Σύμβασης. Επικαλούνται επιπλέον το άρθρο 37 του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ, σύμφωνα με το οποίο όλα τα κράτη μέλη μπορούν να παρεμβαίνουν στις διαφορές που υποβάλλονται στο Δικαστήριο. Αντιθέτως, η Γαλλική Κυβέρνηση, που είναι η μόνη που είχε αντιρρήσεις, ισχυρίστηκε ότι η αδυναμία των νέων κρατών μελών να συμμετάσχουν στη διαδικασία επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι τα δικαστήρια των αρχικών κρατών μελών και οι «αρμόδιες αρχές τους» υπό την έννοια του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου για την ερμηνεία της Σύμβασης, ήταν τα μόνα που είχαν τη δυνατότητα να απευθυνθούν στο Δικαστήριο. Η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί εξάλλου ότι μόνον τα συμβαλλόμενα κράτη, δηλαδή τα κράτη που συνήψαν τη Σύμβαση, είναι σε θέση να διευκρινίσουν το περιεχόμενό της. Για να λυθεί αυτό το αμφισβητούμενο θέμα, μπορεί ασφαλώς να διερωτηθεί κανείς αν η αναφορά στο άρθρο 5 του πρωτοκόλλου για την ερμηνεία της Σύμβασης αρκεί για να δικαιολογήσει τη συμμετοχή των νέων κρατών μελών στις αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής απόφασης που αφορούν την εν λόγω Σύμβαση. Δεν μπορεί, πράγματι, να παροραθεί ότι το άρθρο 5 αρχίζει με τις λέξεις «με την επιφύλαξη αντιθέτων διατάξεων του παρόντος πρωτοκόλλου» πράγμα που μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το πνεύμα και η οικονομία του πρωτοκόλλου είναι καθοριστικά και ότι πρέπει να στηριχτεί κανείς στο ποια κράτη μέλη δεσμεύονται ήδη από το πρωτόκολλο. Μπορεί, εξάλλου, να γίνει επίκληση του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου όπου, εξαιρέσει της Επιτροπής και του Συμβουλίου, δεν γίνεται λόγος παρά περί κοινοποιήσεως στα συμβαλλόμενα κράτη. Μπορεί να θεωρηθεί ότι η εν λόγω διάταξη καθορίζει κατά γενικό τρόπο το δικαίωμα συμμετοχής στη δίκη, δεδομένου ότι δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό για ποια αιτία οι διαδικασίες του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου για την ερμηνεία της Σύμβασης που αφορούν αποκλειστικά την ερμηνεία, θα απαιτούσαν τη συμμετοχή ομίλου κρατών μελών διαφορετικού από τον όμιλο που έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στις διαδικασίες του άρθρου 3. Πρέπει ωστόσο να γίνει δεκτό αφετέρου ότι οι αναφορές στο άρθρο 3, παράγραφος 2 της πράξεως προσχωρήσεως και στις προσαρμογές των συνθηκών, καθώς και στο άρθρο 63 της Σύμβασης για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που έγιναν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, είναι πολύ σημαντική. Κατά τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 2 της πράξεως προσχωρήσεως, τα νέα κράτη μέλη ανέλαβαν την υποχρέωση «να προσχωρήσουν στις συμβάσεις που προβλέπονται από το άρθρο 220 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και στα πρωτόκολλα περί της ερμηνείας των συμβάσεων αυτών από το Δικαστήριο, που υπεγράφησαν από τα αρχικά κράτη μέλη, και να αρχίσουν για το σκοπό αυτό διαπραγματεύσεις με τα αρχικά κράτη μέλη για να επιφέρουν στα κείμενα αυτά τις αναγκαίες προσαρμογές», διαπραγματεύσεις των οποίων είναι γνωστό ότι έληξε ήδη η πρώτη φάση. Το άρθρο 63 της Σύμβασης για τη διεθνή δι καιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ορίζει τα εξής: «Τα συμβαλλόμενα κράτη αναγνωρίζουν ότι κάθε κράτος που γίνεται μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας θα υποχρεωθεί να αποδεχτεί την παρούσα Σύμβαση ως βάση για τις αναγκαίες διαπραγματεύσεις, με σκοπό να διασφαλίσει στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών και του κράτους αυτού την εφαρμογή του άρθρου 220, τελευταίο εδάφιο της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Οι αναγκαίες προσαρμογές μπορούν να γίνουν με ειδική σύμβαση μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών αφενός και του κράτους αυτού αφετέρου.» Κατά την εισηγητική έκθεση τη σχετική με τη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που στο εξής θα αναφέρεται απλά ως «έκθεση», η εν λόγω διάταξη σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να αποστεί από τις αρχές της Σύμβασης, πράγμα που σημαίνει ότι τα ουσιώδη στοιχεία και οι θεμελιώδεις αρχές της Σύμβασης θα έχουν εφαρμογή και επί των νέων κρατών μελών. Τα μελλοντικά συμβαλλόμενα κράτη έχουν, επομένως, πραγματικό και άξιο προστασίας συμφέρον να συμμετάσχουν πάραυτα στις σημερινές απόπειρες ερμηνείας. Πράγματι, οι δικαστικές αποφάσεις που θα ακολουθήσουν θα αποτελέσουν, εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά τις θεμελιώδεις αρχές της Σύμβασης, μέρος των νομικών κανόνων που τα νέα κράτη μέλη πρέπει να εγκρίνουν. Δεδομένου, όμως, ότι δεν είναι ασφαλώς εύκολο να γίνει διάκριση μεταξύ των ουσιωδών στοιχείων της Σύμβασης και των διατάξεων της Σύμβασης που επιτρέπουν προσαρμογές, δεν θα έπρεπε, κατά την άποψή μου, να υφίσταται δισταγμός ως προς το να γίνει ένα επιπλέον βήμα και να επιτραπεί γενικά στα νέα κράτη μέλη να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους στο πλαίσιο των διαδικασιών εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που αφορούν τη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Εξάλλου, μπορεί να υιοθετηθεί αυτή η λύση και για την αιτία ότι πρόκειται πράγματι περί αντικειμενικής διαδικασίας που έχει προορισμό να διακριβωθεί το πνεύμα της Σύμβασης και της οποίας κανένα στοιχείο, δεν αφίεται καταρχήν στην πρωτοβουλία των διαδίκων. Εξάλλου, αν αυτό συνέβαινε, τα αρχικά συμβαλλόμενα κράτη θα μπορούσαν ασφαλώς να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους για να προστατεύσουν τις προθέσεις που είχαν κατά τη σύναψη της Σύμβασης. Χωρίς, κατ' εμέ, να είναι αναγκαίο να εξεταστεί λεπτομερώς το άρθρο 37 του οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ, δεδομένου ότι η εφαρμογή του σε διαδικασίες τέτοιας φύσεως μου φαίνεται εν πάση περιπτώσει, πολύ αμφίβολη, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι καμία αντίρρηση δεν μπορεί να αντιταχθεί στη συμμετοχή των νέων κρατών μελών σε δίκες που αφορούν την ερμηνεία της Σύμβασης για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. |
II — |
|
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.