ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ALBERTO TRABUCCHI

της 22ας Ιουνίου 1976 ( *1 )

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. 

Με τις αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικών αποφάσεων που υποβλήθηκαν στο δικαστήριο στις υπό κρίση υποθέσεις, τα δύο ολλανδικά δικαστήρια θέλουν να λάβουν τα στοιχεία που θα τους επιτρέψουν να προσδιορίσουν αν οι εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν στις Κάτω Χώρες, κατ' εφαρμογή των συστάσεων που διατυπώθηκαν το Νοέμβριο του 1974 από την Επιτροπή στο πλαίσιο της Διεθνούς Συμβάσεως περί Αλιείας του Βορειοανατολικού Ατλαντικού (ΔΣΑΒΑ), συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, με τους κανόνες της Συνθήκης περί γεωργίας και απαγορεύσεως των ποσοτικών περιορισμών, με τους κανονισμούς του Συμβουλίου 2141/70 και 2142/70, περί εφαρμογής κοινής πολιτικής δομών και κοινής οργανώσεως αγορών στον τομέα της αλιείας αντιστοίχως, καθώς και με το άρθρο 102 της Πράξεως Προσχωρήσεως, το οποίο προβλέπει τον προσδιορισμό από το Συμβούλιο των όρων αλιείας προκειμένου να εξασφαλιστεί, μεταξύ άλλων, η διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας.

Αποβλέπουσες στη διατήρηση των αλιευτικών πόρων της θαλάσσιας αυτής ζώνης, οι προαναφερθείσες συστάσεις καθορίζουν τις ανώτατες γενικές ποσοστώσεις για την αλιεία στη Βόρεια Θάλασσα για το έτος 1975, ιδίως όσον αφορά τη γλώσσα και το ψισσίδιο, υποδιαιρώντας, εξάλλου, τις ποσοστώσεις αυτές σε κατ' ιδίαν ποσοστώσεις για τα διάφορα ενδιαφερόμενα κράτη. Οι συστάσεις αυτές προβλέπουν επίσης την απαγόρευση της αλιείας στα παράκτια ύδατα σε πλοία άνω ορισμένων διαστάσεων ή ορισμένης ιπποδυνάμεως. Οι ολλανδικές αρχές προέβησαν σε εκτέλεση των συστάσεων αυτών μέσω σειράς μέτρων περιορισμού της αλιείας· σε περίπτωση μη τηρήσεως των υποχρεώσεων που αυτά συνεπάγονται, οι παραβάτες υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις.

Τα παραπέμποντα ολλανδικά δικαστήρια διερωτώνται αν, ενόψει των προαναφερθει-σών κοινοτικών κανονιστικών ρυθμίσεων, τα κράτη μέλη διατηρούν ακόμα την εξουσία συνάψεως διεθνών συμφωνιών που αποσκοπούν στη διατήρηση των αλιευτικών πόρων και λήψεως μέτρων περί καθορισμού ποσοστώσεων αλιεύσεως. Επομένως, τα ερωτήματα αυτά αφορούν, αφενός, την αρμοδιότητα των κρατών μελών να ενεργούν μονομερώς επί διεθνούς επιπέδου στον υπό κρίση τομέα, εφόσον υφίσταται κοινοτική κανονιστική ρύθμιση στον τομέα της αλιείας, και αφετέρου, την έκταση εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και, ειδικότερα, το περιεχόμενο της κοινής οργανώσεως αγοράς και των κανόνων της Συνθήκης που απαγορεύουν τα μέτρα ισοδυνάμου προς ποσοτικούς περιορισμούς αποτελέσματος σχετικά με τα περιοριστικά μέτρα του είδους που ελήφθησαν από τις εθνικές αρχές σε εκτέλεση διεθνών υποχρεώσεων.

Ενδείκνυται επομένως να αποδειχτεί πρώτ' απ' όλα αν η εξουσία συνάψεως διεθνών συμφωνιών στον τομέα της διατηρήσεως των αλιευτικών πόρων ανήκει σήμερα αποκλειστικά στην Κοινότητα ή αν, αντίθετα, τα κράτη διατηρούν τη δυνατότητα να ενεργούν μονομερώς στον τομέα αυτό. Αν η απάντηση είναι ότι τα κράτη μέλη δεν έχουν τέτοια εξουσία, καθίσταται περιττή η εξέταση των λοιπών ερωτημάτων. Στην αντίθετη περίπτωση, θα έπρεπε αντιθέτως να εξεταστεί αν, παρά την ύπαρξη κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως στον τομέα της αλιείας, τα κράτη μέλη μπορούν να ενεργούν θεμιτώς επιδιώκοντας τον παραπάνω σκοπό, θέτοντας περιορισμούς στην αλιεία και, ειδικότερα, καθορίζοντας ποσοστώσεις. Σχετικά, τα άρθρα 30 επ. της Συνθήκης περί της απαγορεύσεως των περιορισμών ισοδυνάμων προς ποσοστώσεις μπορούν επίσης να ληφθούν υπόψη. Υπό τη δεύτερη αυτή εκδοχή, το ερώτημα τίθεται ανεξαρτήτως του αν οι υπό κρίση περιορισμοί απορρέουν από συμφωνία ή μονομερή πράξη.

2. 

Ας εξετάσω πρώτα τα προβλήματα σχετικά με τον προσδιορισμό των εξωτερικών αρμοδιοτήτων της Κοινότητας και των κρατών μελών στον τομέα που μας απασχολεί εν προκειμένω.

Ας ενθυμηθούμε πρώτ' απ' όλα ότι η υπό κρίση Σύμβαση (ΔΣΑΒΑ) συνάφθηκε στις 24 Ιανουαρίου 1959 και τέθηκε σε ισχύ στις 27 Ιουνίου 1963 για όλα τα υπογράψαντα κράτη, συμπεριλαμβανομένων επτά κρατών μελών. Σκοπός της Συμβάσεως αυτής είναι η εξασφάλιση της διατηρήσεως των αλιευτικών πόρων του Βορειοανατολικού τμήματος του Ατλαντικού Ωκεανού, συμπεριλαμβανομένων των χωρικών και παρακτίων υδάτων. Η εφαρμογή της Συμβάσεως ανατίθεται σε ειδική επιτροπή, αποτελούμενη από εκπροσώπους όλων των συμβαλλόμενων κρατών.

Τα ερωτήματα που υπέβαλαν στην παρούσα υπόθεση τα δύο ολλανδικά δικαστήρια δεν αφορούν το γενικό πρόβλημα της δυνατότητας των κρατών μελών να εξακολουθούν να μετέχουν ατομικώς σε πράξη όπως αυτή της υπό κρίση συμβάσεως, αλλ' απλώς και μόνο το νόμιμο της λήψεως, από καθένα των κρατών μελών ενεργώντας ατομικώς, περιοριστικών μέτρων της αλιείας σε εκτέλεση υποχρεώσεων που απορρέουν από νέα διάταξη θεσπισθείσα στο πλαίσιο της εν λόγω Συμβάσεως, το άρθρο 7, στοιχεία G και Η, με την οποία όλα τα μέρη της συμφωνίας διεύρυναν τις αρμοδιότητες της προαναφερθείσας επιτροπής, απονέμωντάς της την εξουσία να καθορίζει γενικές ποσοστώσεις αλιείας και να τις κατανέμει μεταξύ των κρατών. Η τροποποίηση αυτή αποφασίστηκε το 1971 και τέθηκε σε ισχύ το 1974 , δηλαδή μετά την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση περί της οργανώσεως του τομέα της αλιείας.

Όσον αφορά τη συμπεριφορά των κρατών στο διεθνές επίπεδο, τα προδικαστικά αυτά ερωτήματα περιέχουν επομένως το ερώτημα του συμβιβαστού της Συμβάσεως με το κοινοτικό δίκαιο, μόνο κατά το μέτρο που τα κράτη μέλη μετέσχαν στην υιοθέτηση της τροποποιήσεως που επήλθε στη ΔΣΑΒΑ.

Με την απόφασή του στην υπόθεση 22/70 (Επιτροπή κατά Συμβουλίου), σχετική με την Ευρωπαϊκή Συμφωνία περί της εργασίας πληρωμάτων αυτοκινήτων οχημάτων διεθνών οδικών μεταφορών, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «κάθε φορά που η Κοινότητα, προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή μια κοινή πολιτική προβλεπόμενη από τη Συνθήκη, θεσπίζει διατάξεις θέτουσες, υπό οποιαδήποτε μορφή, κοινούς κανόνες, τα κράτη μέλη δεν έχουν πλέον το δικαίωμα, ενεργώντας ατομικώς ή και συλλογικώς, να αναλαμβάνουν έναντι τρίτων κρατών υποχρεώσεις θίγουσες τους κανόνες αυτούς· εφόσον θεσπιστούν οι κοινοί αυτοί κανόνες, μόνο η Κοινότητα είναι σε θέση να αναλαμβάνει και να εκτελεί, με ισχύ για ολόκληρο το πεδίο εφαρμογής της κοινοτικής έννομης τάξης, τις υποχρεώσεις που ανέλαβε έναντι τρίτων κρατών· επομένως, με τη θέση σε εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης δεν μπορεί να γίνει διαχωρισμός του συστήματος των εσωτερικών μέτρων της Κοινότητας από εκείνο των εξωτερικών σχέσεων» (Racc. 1971, σ. 274 και 275).

Για να μπορέσει ένα εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί αν οι εσωτερικές διατάξεις που θεσπίζονται σε εκτέλεση των συστάσεων που προβλέπει η Σύμβαση περί αλιείας του Βορειοανατολικού Ατλαντικού συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει επομένως πρώτ' απ' όλα να διαπιστωθεί, υπό το φως των αρχών που τέθηκαν με την απόφαση 22/70, αν, μετά την έναρξη ισχύος της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως στον τομέα της αλιείας, τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να εξακολουθούν θεμιτώς να ενεργούν αυτονόμως επί διεθνούς επιπέδου, στο πλαίσιο της Συμβάσεως, αναλαμβάνοντας και νέες υποχρεώσεις. Μπορούσαν τα κράτη, το 1971, να δεσμευτούν σε διεθνές επίπεδο, συναινώντας στον καθορισμό περιορισμών στην άσκηση μιας δραστηριότητας περιλαμβανόμενης σε τομέα που αποτελούσε έκτοτε το αντικείμενο κοινοτικής οργανώσεως αγοράς;

Ας σημειωθεί αμέσως ότι, ενώ η ΔΣΑΒΑ αφορά επίσης την αλιεία σε ανοικτή θάλασσα, η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση που ρυθμίζει συγκεκριμένα τον τομέα της αλιείας, μολονότι προβλέπουσα επίσης στο καθεστώς εμπορίου με τις τρίτες χώρες, αφορά προπαντός δραστηριότητες και καταστάσεις εμπίπτουσες στην κυριαρχία ή στη δικαιοδοσία των κρατών μελών. Αυτό είναι εξάλλου εύλογα κατανοητό· πράγματι, δύσκολα αντιλαμβάνεται κανείς μια μονομερή κανονιστική ρύθμιση, ακόμα και αν εκτελείται από την Κοινότητα, των προβλημάτων που αφορούν την αλιεία ανοικτής θάλασσας, τα οποία, από τη φύση τους, μπορούν να αντιμετωπιστούν και επιλυθούν λυσιτελώς μόνο στο πλαίσιο συμφωνιών, στις οποίες μετέχουν όλα τα ενδιαφερόμενα υποκείμενα του δημοσίου δικαίου και, ως εκ τούτου, στην περίπτωσή μας, τα τρίτα κράτη των οποίων οι αλιείς δραστηροποιούνται στην υπό κρίση θαλάσσια ζώνη. Το λέω αυτό χωρίς προφανώς να προδικάζω ενδεχόμενα μέτρα, έστω και μονομερή, τα οποία θα μπορούσαν ακόμα να ληφθούν, σε εκτέλεση ιδίως του άρθρου 1 του κανονισμού 2141/70 και του άρθρου 102 της Πράξεως Προσχωρήσεως, σχετικά με την προώθηση λελογισμένης εκμεταλλεύσεως των βιολογικών πόρων της θάλασσας χάρη σε μια ρύθμιση των όρων αλιείας.

Κατά τη γνώμη μου, η αρχή που απορρέει από την απόφαση 22/70 ότι η άσκηση, σε συγκεκριμένο τομέα, μιας εσωτερικής νομοθετικής αρμοδιότητας της Κοινότητας εμπεριέχει την αποκλειστική άσκηση από την Κοινότητα της αρμοδιότητας — ανήκουσας προηγουμένως στα κράτη μέλη της — αναλήψεως διεθνών υποχρεώσεων στον τομέα αυτό, πρέπει να εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του αν οι διεθνείς υποχρεώσεις αποσκοπούν στην παραγωγή αποτελεσμάτων τους αποκλειστικώς στο έδαφος που υπόκειται στην κυριαρχία των κρατών μελών ή ακόμα και εκτός του γεωγραφικού αυτού πλαισίου, όπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση της υπό κρίση εν προκειμένω Διεθνούς Συμβάσεως.

Εκείνο που είναι προσδιοριστικό για την αναγνώριση του αποκλειστικού κοινοτικού χαρακτήρα της εξωτερικής αρμοδιότητας είναι η ύπαρξη μιας λειτουργικής σχέσης μεταξύς της δραστηριότητας που αναπτύσσεται εκτός του κατά κυριολεξία κοινοτικού γεωγραφικού πλαισίου, που αποτελεί το αντικείμενο της διεθνούς κανονιστικής ρυθμίσεως, και της κοινής κανονιστικής ρυθμίσεως περί των δραστηριοτήτων που εξελίσσονται στο πλαίσιο αυτό. Η αυτόματη διεύρυνση των εσωτερικών κοινοτικών αρμοδιοτήτων στο εξωτερικό πεδίο έχει πράγματι το λόγο υπάρξεώς της και τη νομική δικαιολογία της στη λειτουργική σχέση που υφίσταται μεταξύ της ασκήσεως των εξωτερικών αρμοδιοτήτων και της ασκήσεως των εσωτερικών αρμοδιοτήτων στο ίδιο θέμα. Κατά συνέπεια, όταν μια εξωτερική αρμοδιότητα, έστω κι αν αποσκοπεί να ρυθμίσει δραστηριότητες που εξελίσσονται σε γεωγραφικό πλαίσιο ευρύτερο από εκείνο που υπόκειται άμεσα στην κοινοτική νομοθετική εξουσία, αφορά άμεσα ένα τομέα που αποτελεί ήδη το αντικείμενο, εντός της Κοινότητας, μιας κοινής κανονιστικής ρυθμίσεως και μπορεί επομένως να έχει επίπτωση στη λειτουργία των μηχανισμών και των κοινών κανόνων που έχει θεσπίσει η Κοινότητα στον υπό κρίση τομέα δραστηριότητας, πρέπει επομένως να αναγνωριστεί αυτή η λειτουργική σχέση μεταξύ της εσωτερικής και της εξωτερικής αρμοδιότητας που έχει ως αποτέλεσμα να αναλαμβάνει επίσης η Κοινότητα την τελευταία αυτή αρμοδιότητα παραλλήλως με την αποτελεσματική άσκηση της εσωτερικής νομοθετικής της αρμοδιότητας στον ίδιο τομέα.

3. 

Κρίνω σκόπιμο να διευκρινίσω, πάντοτε προκαταρκτικά, ότι, για να προσδιοριστούν οι αρμοδιότητες που έχουν απονεμηθεί στην Κοινότητα από το κοινοτικό σύστημα, δεν πρέπει να δοθεί καμιά σημασία στις ενδεχόμενες αντιρρήσεις που ορισμένες τρίτες χώρες θα μπορούσαν να αντιτάξουν στη συμμετοχή της Κοινότητας στην προαναφερθείσα υπό κρίση διεθνή σύμβαση. Το γεγονός αυτό μολονότι μπορεί να παρουσιάζει ορισμένο ενδιαφέρον για την εκτίμηση της συμπεριφοράς που επέδειξαν εν τω μεταξύ τα κράτη μέλη, δεν μπορεί βεβαίως να έχει καμιά επίπτωση ούτε επί του καταφατικού ισχυρισμού ότι η Κοινότητα έχει αρμοδιότητα στον υπό κρίση τομέα ούτε επί του χαρακτηρισμού της αρμοδιότητας αυτής σε σχέση με τη θέση των κρατών μελών. Με άλλα λόγια, ενδεχόμενη διαπίστωση των δυσχερειών αυτών που είναι συμφυείς με τη συμπεριφορά — υποκινούμενη από σκέψεις πολιτικής φύσεως — ορισμένων τρίτων χωρών δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να τροποποιήσει τον κανόνα δικαίου που χαρακτηρίζει, στην κοινοτική έννομη τάξη, τις σχέσεις μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών της. Μολονότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου με οδηγεί να διαπιστώσω ότι η προστασία των αλιευτικών πόρων πρέπει να ρυθμίζεται μόνο από την Κοινότητα, ακόμα και στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων, η αντίσταση που ορισμένες τρίτες χώρες θα μπορούσαν να αντιτάξουν στην άμεση και πλήρη συμμετοχή της Κοινότητας στις διαπραγματεύσεις περί της ΔΣΑΒΑ και στη λειτουργία της συμβάσεως αυτής, δεν είναι δυνατό να έχουν ως αποτέλεσμα να στερήσουν την Κοινότητα μιας αρμοδιότητας που της ανήκει και να τη μεταφέρουν στα κράτη μέλη. Πολύ περισσότερο, στην περίπτωση που οι δυσχέρειες αυτές αποδεικνύονταν ανυπέρβλητες, η Κοινότητα θα μπορούσε να εξουσιοδοτήσει τα κράτη μέλη της να ενεργήσουν για λογαριασμό της, τηρώντας αυστηρά τις οδηγίες που θα τους έδιδε.

Πρέπει επίσης να αποφευχθεί και ένας άλλος κίνδυνος. Το γεγονός ότι ο επιδιωκόμενος από τα κράτη σκοπός όταν δέχονται περιορισμούς των διαφόρων ειδών ελευθερίας αλιείας είναι διαυγής και, θα πρόσθετα, αναγκαίος, δεν πρέπει να επισκιάζει το γεγονός ότι η οικολογική πλευρά των ζητημάτων, καίτοι προέχουσας σημασίας, δεν είναι η μόνη που εμπλέκεται στη διεθνή κανονιστική ρύθμιση της αλιείας. Υπάρχει επίσης μια σημαντική οικονομική και εμπορική πλευρά, η οποία αφορά επομένως τις πράξεις και την αρμοδιότητα της Κοινότητας και έχει, πράγματι, πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για όλα τα μέρη της συμφωνίας. Κατά συνέπεια, πρέπει να αποφευχθεί ώστε το ενδιαφέρον για την επιδίωξη του οικολογικού σκοπού να οδηγεί σε αδιάκριτη αποδοχή των χρησιμοποιούμενων διαδικασιών ή μέσων.

Τέλος, πρέπει να σημειώσω ότι κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας μάθαμε πόσο φτωχά λειτούργησε στην πράξη η προηγούμενη προσυνεννόηση, σε κοινοτικό επίπεδο, την οποία τα κράτη μέλη επιδίωξαν να πετύχουν μεταξύ τους για τις διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της ΔΣΑΒΑ. Ενώ τα περιστατικά αυτά με αναγκάζουν να επιστήσω την προσοχή στην απαίτηση της προσυνεννοήσεως που αποτελεί τη βάση του άρθρου 116 της Συνθήκης ΕΟΚ, μπορούν επίσης να αφήσουν κάποια μικροαμφιβολία όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας αυτής.

4. 

Μπορώ τώρα να εισέλθω στην εξέταση της ουσίας του ζητήματος αν η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση στον τομέα της αλιείας, λαμβανομένων υπόψη του πραγματικού της περιεχομένου και των σκοπών της, μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο, όσον αφορά την αρμοδιότητα, στην τήρηση εκ μέρους των κρατών μελών των διεθνών υποχρεώσεων όπως είναι αυτές που ανελήφθησαν στο πλαίσιο της προαναφερθείσας τροποποίησης, η οποία επήλθε στο άρθρο 7 της Συμπληρωματικής Συμβάσεως περί Αλιείας στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό. Προς τούτο, επιβάλλεται να υπομνηστούν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως.

Ο κανονισμός 2141/70, περί θεσπίσεως κοινής πολιτικής δομών στον τομέα της αλιείας, εισάγει ένα κοινό σύστημα αλιείας στα θαλάσσια ύδατα και προβλέπει το συντονισμό της διαρθρωτικής πολιτικής των κρατών μελών στον τομέα αυτό. Αυτή η κοινή κανονιστική ρύθμιση χαρακτηρίζεται από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως την οποία τα κράτη μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν έναντι όλων εκείνων που αλιεύουν στα θαλάσσια ύδατα στα οποία κάθε κράτος μέλος ασκεί την κυριαρχία του ή τη δικαιοδοσία του.

Το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού ορίζει ότι, όταν η αλίευση εντός των θαλασσίων υδάτων στα οποία τα κράτη μέλη ασκούν την κυριαρχία τους ή τη δικαιοδοσία τους εκθέτει ορισμένους από τους πόρους τους στον κίνδυνο της υπερεκμεταλλεύσεως, το Συμβούλιο μπορεί να λάβει τα αναγκαία για τη διατήρηση των πόρων αυτών μέτρα.

Ο κανονισμός προβλέπει επίσης τις ενδεδειγμένες ενέργειες που συμβάλλουν στη βελτίωση της παραγωγικότητας και των συνθηκών παραγωγής και εμπορίας, ιδρύεται δε, υπό την αιγίδα της Επιτροπής, μια μόνιμη «AD HOC» επιτροπή για την προώθηση του συντονισμού της διαρθρωτικής πολιτικής των κρατών μελών.

Ο κανονισμός 2142/70, περί κοινής οργανώσεως στον τομέα των προϊόντων αλιείας, προβλέπει τη θέσπιση οργανώσεων παραγωγών, ενός συστήματος τιμών και ενός καθεστώτος εμπορίου με τις τρίτες χώρες. Ρυθμίζει επίσης την κατανομή των ενισχύσεων από τα κράτη στις οργανώσεις παραγωγών και προβλέπει τη δυνατότητα θεσπίσεως κοινών κανόνων εμπορίας, οι οποίοι μπορούν ειδικότερα να καλύπτουν την κατάταξη κατά κατηγορίες ποιότητας, μέγεθος, βάρος, συσκευασία κ.λπ.

Το σύστημα τιμών βασίζεται στον καθορισμό μιας τιμής προσανατολισμού και, ενδεχομένως, μιας τιμής παρεμβάσεως. Οι οργανώσεις παραγωγών μπορούν επίσης να καθορίζουν μια τιμή αποσύρσεως, κάτω από την οποία δεν μπορούν να πωλούν τα προϊόντα που τους προμηθεύουν τα μέλη τους. Η οργάνωση παραγωγών προσδιορίζει στην περίπτωση αυτή τον προορισμό των αποσυρομένων κατ' αυτό τον τρόπο προϊόντων. Για τη χρηματοδότηση των πράξεων αποσύρσεως, οι οργανώσεις αυτές πρέπει να δημιουργήσουν κεφάλαια παρεμβάσεως χρηματοδοτούμενα από τις εισφορές των μελών τους.

Το καθεστώς εμπορίου με τις τρίτες χώρες χαρακτηρίζεται από την απαγόρευση εισπράξεως κάθε επιβαρύνσεως ισοδυνάμου προς δασμό αποτελέσματος και την επιβολή κάθε ποσοτικού περιορισμού. Για τη διατήρηση της σταθερότητας της εσωτερικής κοινοτικής αγοράς, ο κανονισμός προβλέπει τον κατ' έτος καθορισμό τιμής αναφοράς και την είσπραξη κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες μιας αντισταθμιστικής επιβαρύνσεως ίσης προς τη διαφορά μεταξύ της τιμής αναφοράς και της τιμής εισόδου, για την περίπτωση κατά την οποία η τελευταία θα ήταν κατώτερη από την τιμή αναφοράς. Η επιβάρυνση αυτή είναι ίση για όλα τα κράτη μέλη. Τέλος, ο κανονισμός προβλέπει επίσης κοινοτικά μέτρα διασφαλίσεως σε περίπτωση κινδύνου διαταράξεως, οφειλομένου στις εισαγωγές ή στις εξαγωγές.

Λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως αυτής της σύνθετης κανονιστικής ρύθμισης, που διέπει τον τομέα της αλιείας εντός της Κοινότητας, ανακύπτει το ερώτημα αν τα κράτη μέλη μπορούν να εξακολουθήσουν να συνάπτουν ατομικώς διεθνείς συμφωνίες στον τομέα αυτό.

Ως προς το ζήτημα αυτό, η επίλυση του οποίου απαιτεί όπως ο σκοπός της υπό κρίση διεθνούς συμφωνίας να εξεταστεί υπό το πρίσμα του σκοπού της κοινής κανονιστικής ρυθμίσεως της αγοράς, το αποτέλεσμα της αποφάσεώς σας στην υπόθεση 22/70 δεν σημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αναλαμβάνουν μονομερώς διεθνείς υποχρεώσεις στον τομέα της διατηρήσεως των αλιευτικών πόρων, ακόμα και όταν οι υποχρεώσεις αυτές δεν περιορίζονται στην ανοικτή θάλασσα, αλλά αφορούν, όπως ακριβώς στην προκειμένη περίπτωση, στη διενεργούμενη εντός των χωρικών υδάτων αλιεία, δηλαδή σε ένα τομέα που έχει ήδη υπαχθεί, υπό άλλες απόψεις, σε συγκεκριμένη κοινοτική κανονιστική ρύθμιση.

Πράγματι, στην υπόθεση 20/70, το περιεχόμενο της διεθνούς συμφωνίας που τα κράτη μέλη επρόκειτο να διαπραγματευτούν, συνέπιπτε κατ' ουσία με την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση, η οποία κάλυπτε ήδη τον ίδιο ειδικό τομέα. Υπήρχε επομένως μια πραγματική καθ' ύλην σύμπτωση μεταξύ του σκοπού της κανονιστικής ρυθμίσεως και του σκοπού της προς υπογραφή διεθνούς συμβάσεως.

Στην παρούσα περίπτωση, αντίθετα, το άρθρο 5 του κανονισμού 2141/70 περιορίζεται στην πρόβλεψη της δυνατότητας για το Συμβούλιο να λαμβάνει μέτρα που είναι αναγκαία για τη διατήρηση των πόρων σχετικά με την αλιεία εντός των θαλασσίων υδάτων που ελέγχουν τα κράτη μέλη. Επομένως, δεν πρόκειται για ένα υφιστάμενο ουσιαστικό κανόνα, αλλά απλώς και μόνο για μια διάταξη που προβλέπει εξουσία κοινοτικής δράσεως, της οποίας δεν έχει μέχρι τώρα γίνει άσκηση. Ας σημειώσω αμέσως ότι παράλληλα προς τη διάταξη αυτή, η οποία, δεδομένης της περιορισμένης εφαρμογής της στις θαλάσσιες ζώνες που υπόκεινται στην κυριαρχία ή στη δικαιοδοσία των κρατών μελών, προβλέπει εξουσία μονομερούς δράσεως εκ μέρους της Κοινότητας, ο ίδιος κανονισμός, με το άρθρο 1, αναθέτει στην Κοινότητα μια ευρύτερη αποστολή, σχετικά με τη λελογισμένη εκμετάλλευση των βιολογικών πόρων της θάλασσας, χωρίς περιορισμό στο πεδίο της γεωγραφικής εφαρμογής. Το ίδιο μπορώ να παρατηρήσω όσον αφορά το άρθρο 102 της Πράξεως Προσχωρήσεως στις Κοινότητες των τριών νέων κρατών μελών, το οποίο ορίζει ότι «το αργότερο από το έκτο έτος μετά την προσχώρηση, το Συμβούλιο προτάσει της Επιτροπής καθορίζει τους όρους ασκήσεως αλιευτικών δραστηριοτήτων για να εξασφαλίσει την προστασία των αλιευτικών αποθεμάτων και τη διατήρηση των βιολογικών πόρων της θαλάσσης». Ούτε θέτει ο κανόνας αυτός γεωγραφικά όρια στο πεδίο δράσεως το οποίο έχει ανατεθεί στην Κοινότητα. Η εφαρμογή του μπορεί να συνεπάγεται ειδικότερα ένα σύστημα κοινοτικών ποσοστώσεων. Ούτε, πάντως, μετά τον κανόνα αυτό ακολούθησε η λήψη μέτρων εφαρμογής.

Η άμεση και πλήρης εφαρμογή των δύο προαναφερόμενων διατάξεων, λαμβανομένων υπόψη του θέματος για το οποίο πρόκειται και της ανάγκης για κοινή δράση αρκετών κρατών που συνεπάγεται κανονιστική ρύθμιση, θα καταστήσει αναμφισβητήτως αναγκαία τα μέτρα της Κοινότητας στο διεθνές επίπεδο. Πράγματι, η διατήρηση των αλιευτικών πόρων δεν μπορεί να γίνει κατά τρόπο αποτελεσματικό παρά μέσω διεθνών συμφωνιών. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Κοινότητα έχει λάβει την εξουσία να ασχοληθεί η ίδια με αυτή την πλευρά της κανονιστικής ρυθμίσεως της αλιείας, έστω και αν πρόκειται για την ανοικτή θάλασσα. Αυτό προκύπτει ήδη απλώς και μόνο από το γεγονός ότι υπάρχει κατ' ανάγκη σύνδεσμος και, θα προσέθετα, αλληλεξάρτηση μεταξύ της λειτουργίας της κοινής οργανώσεως αγοράς, της εφαρμογής της κοινής διαρθρωτικής πολιτικής στον τομέα της αλιείας και των περιορισμών αλιεύσε-ως στην ανοικτή θάλασσα που μπορούν να δικαιολογηθούν από οικολογικούς και οικονομικούς λόγους. Αυτός είναι επομένως ο λόγος για τον οποίο πρέπει να δεχτούμε ότι, καίτοι έχουν απονεμηθεί στην Κοινότητα νομοθετικές εξουσίες στον υπό κρίση τομέα, αυτή έχει επίσης λάβει την εξουσία να διαπραγματεύεται στον ίδιο τομέα διεθνώς, θα προσέθετα εξάλλου ότι, έστω και αν δεν είναι δυνατό να συναχθεί αμέσως από τους κανόνες της Συνθήκης ΕΟΚ περί γεωργίας η αρμοδιότητα αυτή (και, στο σημείο αυτό, δεν χρειάζεται να λάβω οπωσδήποτε θέση εδώ), θα αρκούσε το γεγονός ότι ο κανονισμός 2141/70 στηρίζεται τυπικώς στο άρθρο 235 της Συνθήκης.

Σύμφωνα με την απόφαση 22/70, το ότι στην Κοινότητα έχει απονεμηθεί απλώς και μόνο μια νομοθετική εξουσία σε συγκεκριμένο τομέα δεν αρκεί για να αποκλειστεί αυτομάτως η εξουσία των κρατών μελών να διαπραγματεύονται διεθνώς στον ίδιο αυτό τομέα. Αντίθετα — όπως προείπα — πρέπει να έχει γίνει πραγματική άσκηση της εξουσίας αυτής και, κατά συνέπεια, να έχει πράγματι ρυθμιστεί κανονιστικά ο τομέας από τον κοινοτικό νομοθέτη. Μόνο στην περίπτωση αυτή μπορεί η διεθνής αρμοδιότητα των κρατών να αντικατασταθεί πλήρως από την αρμοδιότητα της Κοινότητας. Εκτός αυτού, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, αν ένας τομέας έχει αποτελέσει γενικώς το αντικείμενο κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως, αυτό δεν αρκεί για να στερηθούν αυτομάτως τα κράτη μέλη κάθε εξουσίας παρεμβάσεως στον τομέα αυτό. Το ασυμβίβαστο μιας κρατικής αρμοδιότητας σε συγκεκριμένο τομέα πρέπει να αποδεικνύεται όχι μόνο «ΙΝ ABSTRACTO» αλλά συγκεκριμένα με πραγματική σύγκριση προς την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση. Αν αυτό ισχύει σε ό, τι αφορά την αρμοδιότητα των κρατών να θεσπίζουν κανόνες εσωτερικού δικαίου, όπως απορρέει από τη νομολογία του Δικαστηρίου (π.χ. αποφάσεις στις υποθέσεις 2/73, GEDDO, Racc. 1973, σ. 865· 51/74, VAN DER HULST, Racc. 1975, σ. 79· 65/75, TASCA της 26ης Φεβρουαρίου 1976), πρέπει εξίσου να ισχύει, με την ίδια βάση, για τις εξωτερικές αρμοδιότητες των κρατών.

Αν έχει επομένως αποδειχτεί ότι, παρά την ύπαρξη κοινής κανονιστικής ρυθμίσεως για τον τομέα της αλιείας, η κανονιστική αυτή ρύθμιση δεν έχει ακόμα καλύψει συγκεκριμένα ένα ειδικό υποτομέα όπως αυτόν της διατηρήσεως των αλιευτικών πόρων, είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι τα κράτη εξακολουθούν να είναι αρμόδια να αναλαμβάνουν διεθνείς υποχρεώσεις στον τομέα αυτό;

Σχετικά, πρέπει να φέρετε κατά νου ότι, κατά τη θέσπιση διεθνούς κανονιστικής ρυθμίσεως της αλιείας για οικολογικούς σκοπούς, πρέπει, μεταξύ άλλων, να γίνεται κατανομή των οικονομικών επιβαρύνσεων, τις οποίες συνεπάγονται τα μέτρα προστασίας, μεταξύ όλων των υποκειμένων δημοσίου δικαίου που ενδιαφέρονται για την αλιεία στις υπό κρίση ζώνες. Έτσι, η θέσπιση της κανονιστικής αυτής ρυθμίσεως επηρεάζει άμεσα όχι μόνο την εσωτερική λειτουργία των οργανώσεων αγοράς, αλλά και την ίδια την εφαρμογή της κοινής εμπορικής πολιτικής.

Κατά συνέπεια, πρόκειται περί θέματος που επηρεάζει, από διάφορες πλευρές, τα συμφέροντα και τις αρμοδιότητες της Κοινότητας. Κατ' αναλογία αυτών που υπογράμμισε το Δικαστήριο με τη γνωμοδότησή του 1/75 σχετικά με την κοινή εμπορική πολιτική, ένας τρόπος — και ίσως ο πιο ενδεδειγμένος — για ένα συγκεκριμένο ορισμό της κοινής πολιτικής στον υπό κρίση τομέα συνίσταται στο να μη συνάπτονται πλέον συμφωνίες με τρίτες χώρες απλώς από τα κράτη μέλη, αλλά από την Κοινότητα που είναι η μόνη σε θέση να εφαρμόζει πολιτική προστασίας των πράγματι κοινών συμφερόντων.

Αυτό δεν μπορεί να μην επηρεάσει την ελευθερία δράσεως των κρατών μελών, ακόμα και προτού η Κοινότητα υλοποιήσει την αρμοδιότητά της σε συγκεκριμένα μέτρα, αν όχι αποκλείοντας τη συντρέχουσα αρμοδιότητα των κρατών, τουλάχιστον περιορίζοντάς την. Κατά συνέπεια, εν αναμονή συγκεκριμένων κοινοτικών μέτρων και λαμβανομένων υπόψη του επείγοντος που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα κράτη εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα θεσπίσεως, ενεργώντας ατομικώς στο πλαίσιο των δικών τους αρμοδιοτήτων, των μέτρων που είναι αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών, τη σπουδαιότητα των οποίων έχει αναγνωρίσει αυτό το ίδιο το κοινοτικό σύστημα, πλην όμως οφείλουν να το πράττουν μέσα στα όρια στα οποία τα προβλεπόμενα προς τούτο μέσα δεν αντιβαίνουν στους κανόνες της Συνθήκης. Δεν πρέπει εξάλλου να λησμονείται ότι τα λαμβανόμενα μονομερώς μέτρα θα είναι αποκλειστικά μεταβατικού χαρακτήρα και δεν μπορούν επομένως να αποτελέσουν εμπόδιο στην πλήρη αποτελεσματικότητα όχι μόνο της ισχύουσας κοινοτικής κανονιστικής ρύθμισης, αλλά και των μέτρων που θα πρέπει η Κοινότητα να λάβει στον ίδιο τομέα για την επίτευξη των σκοπών που αφορούν την εφαρμογή της κοινής πολιτικής. Κατά συνέπεια, οι γενικές υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 5 της Συνθήκης, σε συνδυασμό με ό, τι προβλέπει το προαναφερθέν άρθρο 116, οδηγούν αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι υπάρχει, κατά τη μεταβατική αυτή φάση, μια συγκεκριμένη υποχρέωση των κρατών μελών να προσυνεν-νοούνται σε επίπεδο κοινότητας, ώστε να αποφεύγεται, επί διεθνούς επιπέδου, η λήψη ατομικών αποφάσεων δυνάμενων να εμποδίσουν τον προσδιορισμό και την εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής στον τομέα αυτό.

5. 

Αν επομένως δεχτούμε ότι εναπομένει, τουλάχιστον μεταβατικώς, κάποια περιορισμένη αρμοδιότητα των κρατών μελών να αναλαμβάνουν διεθνείς υποχρεώσεις σχετικά με τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων, πρέπει τώρα να επιλυθεί το ζήτημα αν, ενόψει του ειδικού περιεχομένου τους και του σκοπού τους, οι διεθνείς υποχρεώσεις που ανελήφθησαν το 1971 από τα επτά εκ των εννέα κρατών μελών με τη θέσπιση των στοιχείων G και Η του άρθρου 7 της Συμβάσεως τα οποία απονέμουν στην ειδική επιτροπή, που ενεργεί στο πλαίσιο της συμφωνίας, την εξουσία να απευθύνει στα μετέχοντα κράτη συστάσεις ενόψει της θε-σπίσεως μέτρων για τη ρύθμιση του μεγέθους της αλιευτικής δραστηριότητας, της συνολικής ποσότητας αλιευμάτων και της κατανομής τους μεταξύ των κρατών κατά τη διάρκεια μιας προσδιοριστέας περιόδου, δεν αντιβαίνουν κατ' ουσία στην κοινή κανονιστική ρύθμιση της αγοράς περί αλιείας ή στους κανόνες της Συνθήκης ΕΟΚ.

Πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά το γεγονός ότι οι συστάσεις του διεθνούς αυτού οργανισμού είναι υποχρεωτικές αν υιοθετηθούν με πλειοψηφία των δύο τρίτων, κάθε κράτος στο οποίο αυτές απευθύνονται διατηρεί τη δυνατότητα να απαλλάσσεται νομίμως από την εκτέλεσή τους, υποβάλλοντας απλή δήλωση εντός 90 ημερών.

Συνεπώς, μολονότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι μέτρα που η προαναφερθείσα Επιτροπή έχει την εξουσία να συνιστά βάσει των στοιχείων G και Η του άρθρου 7 θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστα με την ισχύουσα στην Κοινότητα κοινή κανονιστική ρύθμιση του τομέα της αλιείας, η αναγνωριζόμενη σε καθένα από τα μέρη της συμβάσεως ευχέρεια να απαλλάσσεται, όταν το κρίνει σκόπιμο, από την εφαρμογή των συστάσεων αυτών επιτρέπει το συμπέρασμα ότι η αποδοχή της προαναφερθείσας τροποποίησης του άρθρου 7 από τα κράτη μέλη, μέρη της συμβάσεως, δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να θέσει τα κράτη αυτά σε ασυμβίβαστη προς τις κοινοτικές τους υποχρεώσεις θέ-ση.

Οι νέες διατάξεις του άρθρου 7 αποσκοπούν στον περιορισμό της αλιείας και όχι στο εμπόριο των ψαριών. Αυτό και μόνο το γεγονός αποκλείει την ιδέα ότι θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστα «ΙΝ ABSTRACTO» μέτρα δυνάμενα να ληφθούν δυνάμει των διατάξεων αυτών προς την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση η οποία, όπως ήδη υπογράμμισα, αφορά προπαντός τη φάση της εμπορίας του προϊόντος και δεν διέπει ακόμα άμεσα τη φάση της αλιείας ή, όπως κακώς λέγεται συχνά, την παραγωγή «των ψαριών».

6. 

Το πρόβλημα που παρουσιάζει τις μεγαλύτερες δυσκολίες και που πρέπει τώρα να εξετάσω αφορά το αν συμβιβάζονται «ΙΝ CONCRETO» με το κοινοτικό δίκαιο κρατικά μέτρα όπως αυτά στα οποία αναφέρεται το εθνικό δικαστήριο και τα οποία ελήφθησαν σε εκτέλεση της συστάσεως που διατυπώθηκε το Νοέμβριο του 1974, με ισχύ για ολόκληρο το 1975, από την Επιτροπή που προβλέπει η Σύμβαση περί Αλιείας του Βορειοανατολικού Ατλαντικού.

Η ολλανδική κανονιστική ρύθμιση, της οποίας το συμβιβαστό με το κοινοτικό δίκαιο αποτελεί το θέμα της αμφιβολίας των παραπεμπόντων δικαστηρίων, περιλαμβάνει τρεις ομάδες μέτρων.

Υπάρχει πρώτ' απ' όλα η απόφαση του Υπουργού Γεωργίας της 25ης Φεβρουαρίου 1975, που επιβάλλει ποικιλόμορφους περιορισμούς στην αλιεία γλώσσας και ψησ-σιδίου, ήτοι μια γενική και απόλυτη απαγόρευση αλιείας σε ορισμένες ζώνες, απαγόρευση αλιείας στα παράκτια ύδατα για πλοία άνω ορισμένων διαστάσεων και με κινητήρα υπερβαίνοντα ορισμένη ισχύ και, τέλος, περιορισμό των αλιευμάτων για το σύνολο των εθνικών υδάτων στη Βόρεια θάλασσα και στη θάλασσα της Ιρλανδίας.

Σε εκτέλεση της υπουργικής αυτής αποφάσεως, ο αρμόδιος ολλανδικός οργανισμός (ο «PRODUKTSCHAP VOOR VIS ΕΝ VISPRODUKTEN») εξέδωσε απόφαση απαγορεύου-σα την εκφόρτωση γλωσσών και ψησσιδίων αλιευθέντων στις ζώνες που υπόκεινται στην απόλυτη απαγόρευση αλιείας ή αλιευθέντων στα χωρικά ύδατα από αλιευτικά σκάφη που είχαν μεγαλύτερη χωρητικότητα ή ιπποδύναμη μεγαλύτερη απ'ό, τι προβλέπεται στην υπουργική απόφαση· η απόφαση του «PRODUKTSCHAP» προβλέπει, εξάλλου, τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής για την κατανομή των ποσοστώσεων αλιείας που γίνονται δεκτές για το σύνολο των ολλανδών αλιέων. Αυτοί οι κανόνες εφαρμογής εκδόθηκαν εν συνεχεία από τον πρόεδρο του εν λόγω οργανισμού και υπέστησαν αρκετές τροποποιήσεις κατά τη διάρκεια του 1975. Τον πρώτο καιρό, περιορίστηκε ο αριθμός εξόδων κάθε αλιευτικού πλοίου στη Βόρεια Θάλασσα· εν συνεχεία προστέθηκε ένας ποσοτικός περιορισμός στις εβδομαδιαίες εκφορτώσεις γλωσσών για κάθε αλιευτικό πλοίο, ανεξαρτήτως του αριθμού εξόδων· κατόπιν, η κανονιστική αυτή ρύθμιση αντικαταστάθηκε από ένα σύστημα ποσοστώσεων που θεσπίστηκαν για κάθε πλοίο ανάλογα με την ισχύ του κινητήρα και, τέλος, από 27ης Νοεμβρίου 1975 απαγορεύτηκε πλήρως κάθε εκφόρτωση γλώσσας προελεύσεως Βόρειας Θάλασσας. Αντίθετα, όσον αφορά το ψησ-σίδιο, το μόνο μέτρο που ελήφθη για το 1975 ήταν να υποχρεωθούν οι αλιείς να δηλώνουν τις αλιευόμενες ποσότητες και την προέλευσή τους.

Πρέπει η κανονιστική ρύθμιση αυτού του είδους να θεωρηθεί ασυμβίβαστη, κατά το παρόν στάδιο, με την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση στον τομέα της αλιείας ή, γενικότερα, με τους απευθείας εφαρμοστέους κανόνες της Συνθήκης ΕΟΚ;

Απ' όσα προεξέθεσα, προκύπτει ότι η εθνική κανονιστική ρύθμιση που θεσπίστηκε για την εξασφάλιση της τηρήσεως της ποσοστώσεως που χορηγήθηκε στις Κάτω Χώρες περιλαμβάνει δύο διαφορετικούς τύπους απαγορεύσεων ή περιορισμών: Ο πρώτος τύπος, που αφορά άμεσα την αλιεία, αποβλέπει στη διατήρηση των συνολικών αλιευμάτων των ολλανδών αλιέων εντός των ορίων της ποσοστώσεως που χορηγήθηκε στις Κάτω Χώρες· ο δεύτερος τύπος συνίσταται σε περιορισμούς διαφόρων ειδών (αριθμός εξόδων, ποσότητες ψαριών που κάθε αλιευτικό πλοίο μπορεί να εκφορτώσει, κ.λπ.), οι οποίες δεν αφορούν άμεσα τις αλιευτικές δραστηριότητες, αλλά μάλλον τον προορισμό του προϊόντος αυτών, και έχουν ως σκοπό τους την κατανομή της συνολικής εθνικής ποσοστώσεως μεταξύ των διαφόρων ολλανδών αλιέων.

Ενώ επομένως οι περιορισμοί του πρώτου τύπου έχουν άμεση επιρροή στη φάση που προηγείται της εμπορίας του προϊόντος, οι περιορισμοί του δευτέρου τύπου, ή τουλάχιστον ορισμένοι μεταξύ αυτών, ιδίως οι ποσοτικοί περιορισμοί και η απόλυτη απαγόρευση εκφορτώσεως ορισμένων τύπων ψαριών, φαίνονται να παράγουν μάλλον τα αποτελέσματά τους κατά την έναρξη της εμπορικής φάσεως, περιορίζοντάς την πο-σοτικώς ή και εμποδίζοντάς την ριζικά όσον αφορά το αλιευόμενο στη Βόρειο Θάλασσα προϊόν. Πάντως, τα μέτρα του δευτέρου αυτού τύπου λαμβάνονται αποκλειστικά προς περιορισμό της αλιείας.

Εξάλλου, είναι σαφές ότι ακόμα και όταν η απαγόρευση ισχύει άμεσα κατά το προηγούμενο στάδιο, δηλαδή σχετικά με τις κατά κυριολεξία αλιευτικές δραστηριότητες, η απαγόρευση αυτή μπορεί προδήλως να έχει επιπτώσεις στο εμπόριο του προϊόντος, περιορίζοντας εξαρχής τις ποσότητες που μπορούν να προσφερθούν από το σύνολο των εθνικών αλιέων στην αγορά, αυτό δε ισχύει όχι μόνο για την εθνική αγορά, αλλά και για κάθε αγορά οποιασδήποτε άλλης χώρας, δεδομένου ότι η ποσόστωση που έχει χορηγηθεί σε κάποιο κράτος ισχύει ανεξαρτήτως του τόπου εκφορτώσεως του αλιεύματος του εθνικού αλιευτικού στόλου ή του τόπου προσφοράς πωλήσεως του.

Ανακύπτει το ερώτημα αν τέτοιοι περιορισμοί πρέπει να θεωρηθούν ως μέτρα ισοδυνάμου προς ποσοτικούς περιορισμούς αποτελέσματος, που εμπίπτουν, ως τοιαύτα, στην απαγόρευση του άρθρου 31 της Συνθήκης, του οποίου η απευθείας εφαρμογή έχει ήδη αναγνωριστεί από το Δικαστήριο (απόφαση στην υπόθεση 13/68, SALGOIL, Racc. 1968, σ. 612).

Όπως είδαμε, όλοι οι περιορισμοί για τους οποίους πρόκειται, έστω και αν είναι διαφορετικής φύσεως και έστω και αν πρόκειται για διαφορετικά στάδια της οικονομικής δραστηριότητας, επιβλήθηκαν αποκλειστικά για να περιορίσουν την ποσότητα των αλιευμάτων. Ο περιορισμός του εμπορίου, αυτός καθαυτός, είναι εντελώς άσχετος προς τους σκοπούς οι οποίοι επιδιώκονται είτε από το διεθνές όργανο για την εφαρμογή της ΔΣΑΒΑ είτε από το κράτος μέλος για το οποίο πρόκειται εν προκειμένω.

Η νομολογία του Δικαστηρίου έχει προσδιορίσει με ευρύτητα την έννοια των μέτρων ισοδυνάμου προς ποσοτικούς περιορισμούς αποτελέσματος, η οποία καλύπτει κάθε εμπορική κανονιστική ρύθμιση «δυνάμενη να εμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά το ενδοκοινοτικό εμπόριο» (απόφαση στην υπόθεση 8/74, DASSONVILLE, Racc. 1974, σ. 852), εκτεινό-μενη ακόμα μέχρι σημείου να περιλαμβάνει τα μέτρα που δρουν άμεσα σε μόνο το στάδιο της παραγωγής. Με την απόφαση στην υπόθεση 193/73, Van Haaster (Racc. 1974, σ. 1132), κρίνατε ότι αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος μια εσωτερική κανονιστική ρύθμιση αποβλέπουσα στο να περιορίσει ποσοτικώς την καλλιέργεια ενός καλλωπιστικού φυτού που αποτελούσε το αντικείμενο κοινής οργανώσεως αγοράς. Πάντως, από το σκεπτικό της αποφάσεως, δεν μπορεί να συναχθεί ότι το συμπέρασμα αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη γενικού κανόνα εφαρμοστέου σε κάθε περίπτωση σε όλα τα προϊόντα που εμπίπτουν σε κοινή οργάνωση αγοράς, καθόσον η απόφαση αυτή στηρίχτηκε στα χαρακτηριστικά της ειδικής οργανώσεως αγοράς για την οποία πρόκειται.

Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο έδωσε πράγματι προέχουσα έμφαση στην ύπαρξη κανόνων που έθεταν κοινά ποιοτικά κριτήρια και είχαν, αυτοί καθαυτοί, περιοριστικό αποτέλεσμα επί της παραγωγής.

Οι κοινοτικοί κανόνες περί αλιείας προβλέπουν, επίσης, μέτρα αποβλέποντα στη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων και στην προσαρμογή του όγκου της προσφοράς στις απαιτήσεις της αγοράς (άρθρο 5 του κανονισμού 2142/70). Όμως, μολονότι μια κανονιστική ρύθμιση τέτοιου είδους μπορεί να συντελέσει στην αποφυγή της υπερπαραγωγής, δεν αρκεί βεβαίως για την πρόληψη της μειώσεως των φυσικών πόρων.

Στην παρούσα υπόθεση, το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο έγκειται στο γεγονός ότι το προϊόν για το οποίο πρόκειται, αντίθετα προς τους υακίνθους που αποτελούσαν το αντικείμενο της κανονιστικής ρυθμίσεως που είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση στην υπόθεση VAN HAASTER, δεν μπορεί να αναπαραχθεί σε απεριόριστες ποσότητες κατά τη βούληση του ανθρώπου. Η αναπαραγωγή του εξαρτάται αποκλειστικά από φυσικούς παράγοντες και συνθήκες του περιβάλλοντος τις οποίες ο άνθρωπος μπορεί βεβαίως να επιδεινώσει, όπως μας έχει δείξει η πρόσφατη πείρα των πλέον βιομηχανοποιημένων χωρών, για την προστασία της οποίας τα κράτη επιδιώκουν ακριβώς να προωθήσουν τα κοινά αυτά μέτρα ή τουλάχιστον να τα συντονίσουν, μέσα στα οποία εντάσσονται τα υπό εξέταση περιοριστικά μέτρα.

Η τωρινή πραγματικότητα όσον αφορά την αναπαραγωγή των ψαριών χαρακτηρίζεται από την απειλή ερημώσεως των θαλασσών, οφειλόμενης, μεταξύ άλλων, στην τελειοποίηση της τεχνικής και στην αύξηση της αποτελεσματικότητας των αλιευτικών μέσων. Σε μια κατάσταση του είδους αυτού, που συνεπάγεται σοβαρούς κινδύνους, όχι μόνο όσον αφορά την οικολογική ισορροπία, αλλά και όσον αφορά, από οικονομικής πλευράς, τον εφοδιασμό, μπορεί να γίνει δεκτό ότι κρατικά μέτρα δυνάμενα να περιορίσουν λελογισμένα την αλιεία βάσει των επιστημονικών δεδομένων (υπό την έννοια ότι επιβάλλουν αναγκαίους και ανάλογους περιορισμούς), προκειμένου να διατηρηθούν στο μέλλον οι πραγματικές δυνατότητες αλιείας και επομένως του εμπορίου ψαριών, διαφεύγουν από την απαγόρευση των άρθρων 30 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ;

Η λήψη υπόψη του αμέσου αποτελέσματος των μέτρων αυτών, συνισταμένου στη δυνάμενη να προβλεφθεί μείωση του εμπορίου ψαριών μεταξύ των κρατών μελών, οδηγεί κατ' ανάγκη στο να εμπέσουν αυτά εντός των κοινοτικών απαγορεύσεων. Αντίθετα, αν το φαινόμενο θεωρηθεί υπό ευρύτερη σκοπιά, όπου λαμβάνονται επίσης υπόψη τα δυνάμενα να προβλεφθούν πιο μακροπρόθεσμα αποτελέσματα των υπό κρίση μέτρων, τα οποία δεν μπορούν παρά να είναι ευνοϊκά για την αλιευτική δραστηριότητα και το εμπόριο, θα μπορούσαν να βρεθούν επιχειρήματα προς υποστήριξη διαφορετικού υπό κάποια έννοια συμπεράσματος.

Ο αποκλεισμός τέτοιων μέτρων από το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 30 και 31 της Συνθήκης προϋποθέτει αποδοχή μιας έννοιας κάπως πραγματιστικής και ίσως σαφώς ευέλικτης έννοιας των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος, η οποία θα έπρεπε να μπορεί να προσαρμόζεται σε μια εκτίμηση της επιπτώσεως των ενδεχόμενων αποτελεσμάτων επί του εμπορίου, τα οποία δεν περιορίζονται σε βραχύ χρονικό διάστημα.

Το να περιληφθεί στην έννοια του μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος ο επιδιωκόμενος σκοπός και τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα μπορεί να καταστήσει την έννοια συγχρόνως πιο περίπλοκη και λιγότερο σαφή, με κίνδυνο να περιοριστεί η αποτελεσματικότητα της απαγορεύσεως. Για το λόγο αυτό, διστάζω να προτείνω την αποδοχή. Πιστεύω, αντίθετα, ότι οι οικολογικοί σκοποί μπορούν να επιδιωχτούν λυσιτελώς χωρίς να υπάρξει διακινδύνευση εξασθενίσεως της απαγορεύσεως των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς· φρονώ επίσης ότι οι σκοποί αυτοί θα μπορούσαν να επιδιωχτούν πιο αποτελεσματικά, με την αποφυγή εισαγωγής στο κοινοτικό σύστημα εθνικών ρητρών διαφυγής, που θα μπορούσαν στην πράξη να παραβλάψουν την αποτελεσματική άσκηση της κοινοτικής αρμοδιότητας στον τομέα για τον οποίο πρόκειται.

Προς αποφυγή τέτοιων κινδύνων, σε περίπτωση κατά την οποία θα ήθελε κανείς να στηριχτεί σε μια πιο αυστηρή έννοια, που θα σήμαινε ότι η κατηγορία των υπό κρίση μέτρων εμπίπτει στο πεδίο της απαγορεύσεως του άρθρου 31 της Συνθήκης, θα πρέπει να εξεταστεί πρώτ' απ' όλα αν η ει-σάγουσα παρέκκλιση ρήτρα του άρθρου 36 έχει ως αποτέλεσμα να εξαιρεί από την απαγόρευση αυτή κρατικά μέτρα περιορίζοντα την αλιεία για λόγους δικαιο-λογούμενους από τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων. Ο κανόνας αυτός επιτρέπει παρεκκλίσεις από τις απαγορεύσεις ποσοτικών περιορισμών και μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος προκειμένου να προστατεύεται, μεταξύ άλλων, η ζωή των ζώων ή η διατήρηση των φυτών. Ελλείψει κοινοτικού μέτρου ικανού προς επίτευξη του σκοπού αυτού της διατηρήσεως του φυσικού περιβάλλοντος, διερωτώμαι αν η εξαίρεση αυτή επιτρέπει τον αποκλεισμό από την απαγόρευση της μονομερούς δράσεως των κρατών που ενεργούν καθαρώς με βάση λόγους διατηρήσεως, κατά το μέτρο βεβαίως που οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί είναι αναγκαίοι και ενδεδειγμένοι.

Το άρθρο 36 επιτρέπει άμεσους ποσοτικούς περιορισμούς στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Κατά μείζονα λόγο θα μπορούσαν να γίνουν δεκτοί έμμεσοι περιορισμοί, όπως είναι, διττώς, οι περιορισμοί της αλιείας: έμμεσοι, πρώτ' απ' όλα, διότι δρουν επί της «παραγωγής» και δεύτερον, δεν έχουν απευθείας επίπτωση στις εισαγωγές και εξαγωγές. Πράγματι, ακόμα και κατά το μέτρο που οι περιορισμοί έναντι των εθνικών αλιέων εφαρμόζονται άμεσα στις ποσότητες ψαριών που επιτρέπεται να εκφορτωθούν στις Κάτω Χώρες, το διακρατικό εμπόριο δεν εμπλέκεται άμεσα εν προκειμένω, καθόσον το ψάρι θεωρείται, από το κοινοτικό δίκαιο, ως προϊόν καταγόμενο από το κράτος στο οποίο είναι νηολογημένο το αλιευτικό πλοίο και φέρει τη σημαία του (βλ. άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχ. στ του κανονισμού 802/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου).

Ενόψει των στόχων που επιδιώκονται μέσω της διεθνούς κανονιστικής ρυθμίσεως για την αλιεία, της οποίας οι υπό κρίση εγχώριες διατάξεις αποτελούν απλά μέτρα εκτελέσεως, μπορεί να αποκλειστεί εντελώς η ιδέα ότι οι περιορισμοί για τους οποίους πρόκειται αποτελούν μέσο αυθαίρετης διάκρισης ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Μολονότι οι επιδιωκόμενοι σκοποί έχουν μια σημαντική οικονομική επίπτωση, δεν έχουν εν πάση περιπτώσει κανένα διακριτικό ή προστατευτικό αποτέλεσμα. Αποσκοπούν προπαντός στη διατήρηση του περιβάλλοντος.

Από την άποψη δε αυτή, πληρούνται επομένως οι προϋποθέσεις που έχουν τεθεί για την εφαρμογή του άρθρου 36.

Παρ' όλ' αυτά, μπορεί να λείπει ένα στοιχείο που αφορά αυτό τούτο το πνεύμα και τη λειτουργία αυτής της ρήτρας παρεκκλίσεως: με άλλα λόγια λείπει ο μονομερής πράγματι χαρακτήρας, περιοριζόμενος σε ένα και μόνο κράτος, των περιοριστικών μέτρων που απορρέει από το γεγονός ότι το συμφέρον για το οποίο το άρθρο 36 παρέχει προστασία είναι κατ' ουσία εθνικό και εσωτερικό του κράτους. Όπως έχω ήδη παρατηρήσει, τα υπό κρίση μέτρα μπορούν να πετύχουν το σκοπό τους μόνο αν αποτελέσουν τμήμα — όπως συμβαίνει εν προκειμένω — μιας κοινής δράσεως όλων των κρατών που δραστηριοποιούνται στην ευρεία θαλάσσια ζώνη για την οποία πρόκειται. Αυτό εμφαίνει εν προκειμένω ότι δεν υφίσταται ένα ιδιαίτερο συμφέρον κράτους αντιτιθέμενο στο συμφέρον των άλλων κρατών, δηλαδή ότι τα εν λόγω μέτρα αφορούν στην πραγματικότητα ένα συμφέρον που είναι, από τη φύση του, κοινό σε όλα αυτά τα κράτη και είναι επίσης συμφέρον της Κοινότητας, η οποία θα πρέπει να το διασφαλίζει η ίδια, υποκαθιστώσα τα κατ' ιδίαν κράτη μέλη.

Η αποδεδειγμένη ανάγκη κοινής δράσεως για την προστασία των αλιευτικών πόρων αποτελεί μια επί πλέον απόδειξη της κατ' εξοχή κοινοτικού χαρακτήρα αρμοδιότητας ενεργείας στον τομέα αυτό, σύμφωνα με όσα προβλέπουν οι ήδη προαναφερθέντες κανόνες του κανονισμού 2141/70 και της Πράξεως Προσχωρήσεως.

Μπορώ επίσης να υπενθυμίσω ό, τι έχω παρατηρήσει με τις προτάσεις μου στην υπόθεση DASSONVILLE: ο κανόνας αυτός περί παρεκκλίσεων επιτρέπει σε κάθε κράτος μέλος να επιβάλλει περιορισμούς στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων σύμφωνα με την προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων που περιλαμβάνονται στο πεδίο κυριαρχίας τους. Θα μπορούσαν να περιληφθούν στην έννοια αυτή περιορισμοί της αλιείας στην ανοικτή θάλασσα, δηλαδή σε ζώνη εκτός των χωρικών υδάτων που δεν επάγεται ούτε στην κυριαρχία ούτε στη δικαιοδοσία κράτους μέλους θεωρούμενου ατομικά;

Όμως, από άλλη άποψη, αυτή η ακριβής εκτίμηση του περιεχομένου του άρθρου 36 και η τυπική του λειτουργία που συνίσταται στο να παρέχει στα κράτη, θεωρούμενα ατομικώς, μια προστασία έναντι των γενι-κώτερου χαρακτήρα κοινοτικών κριτηρίων της ελεύθερης κυκλοφορίας θα ήταν αρκετή για να αποκλειστεί η δυνατότητα επικλήσεως της ρήτρας αυτής στην περίπτωσή μας;

Είδαμε ότι υπάρχει κενό στην κοινοτική κανονιστική ρύθμιση περί αλιείας, δεδομένου ότι εξακολουθεί να λείπει μια κανονιστική ρύθμιση για την προστασία των αλιευτικών πόρων. Η Κοινότητα, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που της έχει προς τούτο απονεμηθεί, θα υποχρεωθεί προφανώς να επιβάλει περιορισμούς σαν αυτούς που αποτελούν το αντικείμενο των εθνικών μέτρων για τα οποία πρόκειται. Εν αναμονή των κοινοτικών μέτρων, τα μέτρα που λαμβάνει κάθε κράτος για τον ίδιο σκοπό θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι αποσκοπούν στην εξασφάλιση της απαραίτητης προστασίας ενός από τα αγαθά της, το οποίο αγαθό βρίσκει επίσης το ισοδύνα-μό του στο συμφέρον των άλλων κρατών μελών. Αυτό το στοιχείο ουσίας θα μπορούσε ίσως να επιτρέψει, παρά τις σημαντικές ρητές αντιρρήσεις που προεκτέθηκαν, την επίκληση, έστω και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, αυτού του κανόνα του άρθρου 36, που αποσκοπεί κατ' ουσία στην προστασία των βασικών αγαθών κάθε κράτους μέλους, έστω και αν δεν πρόκειται για ίδια συμφέροντά του αντιπαρατιθέμενα στα κοινά συμφέροντα, αλλά για ίδια συμφέροντα που πρέπει να προστατευτούν εν αναμονή της προστασίας τους στο ευρύτερο πλαίσιο της Κοινότητας.

7. 

Παρ' όλ' αυτά, εμφανίζεται μια άλλη δυνατότητα πιο ικανοποιητική στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος, ήτοι η δυνατότητα επικλήσεως προς υποστήριξη των μέτρων που έλαβαν όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη για τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων του Βορειοανατολικού Ατλαντικού (πρόκειται, όπως γνωρίζουμε, για όλα τα κράτη μέλη, εκτός από το Λουξεμβούργο και την Ιταλία που δεν έχουν άμεση πρόσβαση στους πόρους αυτούς) μιας γενικής αρχής του δικαίου, η οποία επιτρέπει κατ' εξαίρεση σε κάθε υποκείμενο δικαίου να ενεργεί προς το συμφέρον άλλου υποκειμένου δικαίου, έστω και χωρίς εντολή, προβαίνοντας σε πράξεις διατηρήσεως. Στο εσωτερικό δημόσιο δίκαιο, η αρχή αυτή έχει εφαρμογή π.χ. σε πράξεις εκείνου ο οποίος έχει συμφωνηθεί να αποκαλείται «DE FACTO υπάλληλος».

Εν προκειμένω, το γεγονός ότι τα περιοριστικά μέτρα των κρατών αποτελούσαν εξαίρεση από τη θεμελιώδη αρχή της κοινής αγοράς θα μπορούσε να παρουσιάσει δυσχέρειες. Σχετικά, οι συγγραφείς έχουν ήδη παρατηρήσει από ορισμένο χρόνο ότι, και ένα μονομερές κρατικό μέτρο που παρεκκλίνει από τους θεμελιώδεις κανόνες της κοινής αγοράς θα μπορούσε κατ' εξαίρεση να υφίσταται στην κοινοτική τάξη υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για μέτρα διατηρήσεως ανταποκρινόμενο αντικειμενικά στο κοινό συμφέρον που προστατεύει η Συνθήκη και ότι υπάρχουν έγκυροι λόγοι να αποκλειστεί η δυνατότητα εφαρμογής κοινοτικής διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή, το κράτος μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ενεργήσει ως όργανο της Κοινότητας και η πράξη του, ανταποκρινόμενη στο γενικό συμφέρον, θα μπορούσε να υιοθετηθεί από την Κοινότητα, ενδεχομένως, μέσω επίσημης κυρώσεως της αρχής η οποία, δυνάμει της Συνθήκης, θα είχε αρμοδιότητα λήψεως του ίδιου περιοριστικού μέτρου στον ίδιο τομέα ή παροχής εξουδιοδοτήσε-ως για τη λήψη του από τα κράτη (Βλ. P. Gori, «Les clauses de sauvegarde des traités CECA et CEE» Heule, 1967, σ. 274).

Οι δυσχέρειες που τόνισα στην αρχή των προτάσεών μου και τις οποίες η Κοινότητα αντιμετώπισε στο παρελθόν προσπαθώντας να πείσει ορισμένα κράτη μέλη να αποδεχτούν την πλήρη συμμετοχή της στη ΔΣΑΒΑ, η έλλειψη ορισμού της πολιτικής της και, επομένως, συγκεκριμένης σχετικής γραμμής δράσεώς της και, τέλος, το επείγον της λήψεως διεθνών μέτρων για την προστασία των βιολογικών πόρων της θα-λάσσιας ζώνης για την οποία πρόκειται μπορούν να θεωρηθούν ως έγκυροι λόγοι δικαιολογούντες την έγκριση εκ μέρους της Επιτροπής, υπό επιφυλάξεις αν παραστεί ανάγκη, των μέτρων που έχουν λάβει τα κράτη μέλη επί διεθνούς επιπέδου και των εντεύθεν εσωτερικών εκτελεστικών αυτών μέτρων, εφόσον τα τελευταία ανταποκρίνονται σε ειδικό κοινοτικό συμφέρον.

Στις 6 Απριλίου 1976, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με πρόταση της Επιτροπής, θέσπισε σχετική διάταξη υπό μορφή κανονισμού, προκειμένου να διαλύσει κάθε αμφιβολία ως προς τη νομιμότητα, επί μεταβατικής βάσεως στην κοινοτική έννομη τάξη, των υποχρεώσεων που ανέλαβαν μονομερώς τα κράτη μέλη στον τομέα αυτό. Η διάταξη επιτρέπει επομένως ρητώς στα κράτη μέλη να διατηρήσουν προσωρινά, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1976, τα μέτρα που περιορίζουν τις αλιεύσεις των αλιευτικών τους στόλων, σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί ή πρόκειται να αναληφθούν.

Στην παρούσα διαδικασία, δεν νομίζω ότι είναι απαραίτητο να εξεταστεί το τμήμα του κανονισμού σχετικά με την ενδεχόμενη σύναψη νέων διεθνών υποχρεώσεων από τα κατ' ιδίαν κράτη μέλη. Θα μπορούσαν ίσως να γεννηθούν αμφιβολίες όσον αφορά το νομότυπο μιας εν λευκώ εξουσιοδοτήσεως, μη συνοδευόμενης από προσδιορισμό των γενικών προσανατολισμών, για οποιαδήποτε μελλοντικά μέτρα των κρατών, προοριζόμενα να εφαρμοστούν σε ένα πλαίσιο που αφορά τόσο άμεσα τις κοινοτικές αρμοδιότητες και τα θέματα που διέπονται από την κοινή γεωργική κανονιστική ρύθμιση.

Όσον αφορά την εκτέλεση των αναληφθει-σών υποχρεώσεων, πράγμα που είναι το μόνο που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, ο κανονισμός μπορεί να χρησιμεύει, ανάλογα με την περίπτωση, ως κύρωση των κρατικών μέτρων.

Προς αντιμετώπιση σοβαρής οικολογικής απειλής, ο κανονισμός αναγνωρίζει ρητά την ανάγκη θεσπίσεως από τα κράτη μέλη, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, μέτρων ενδεδειγμένων για τον έλεγχο της αλιείας και σημαίνει θετική εκτίμηση από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, όσον αφορά τη συμφωνία του με το κοινοτικό συμφέρον, της οράσεως που ανέλαβαν από κοινού όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη για την αλιεία εντός της οικείας θαλάσσιας ζώνης.

Μέσα στην προοπτική αυτή, ο «κανονισμός» του Συμβουλίου δέχεται κατ' εξαίρεση τη δράση αυτή, για περιορισμένο χρόνο, βάσει μιας κατάστασης ανάγκης και λαμβανομένου υπόψη του κενού που εξακολουθεί να υφίσταται στην κοινοτική κανονιστική ρύθμιση του τομέα.

Αυτό αρκεί για να καταστεί δυνατή η διάσωση της δράσεως αυτής μέσα στην κοινοτική τάξη και για να δικαιολογηθούν, συνεπώς, τα μέτρα που τα κράτη έχουν ήδη λάβει για τον περιορισμό της αλιείας.

Ακόμη και αν αυτό δεν μπορεί προδήλως να συνεπάγεται, στις σχέσεις με τις τρίτες χώρες, την αυτόματη υποκατάσταση της Κοινότητος στα κράτη μέλη που μετέχουν στη Σύμβαση για την οποία πρόκειται, θα μπορούσε τουλάχιστον να ισοδυναμεί, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κρατών της, με επιτραπέντα εθνικά μέτρα ανα-δίδοντα τα αποτελέσματά τους επί μεταβατικής βάσεως, εν αναμονή άμεσης δράσης της Κοινότητας που θα υποκαθιστούσε ρητώς, και στο πεδίο των εξωτερικών σχέσεων, τη δράση των κρατών μελών. Αυτή είναι η λύση που θεωρώ, εντέλει, την πιο σύμφωνη με το κοινοτικό σύστημα.

8. 

Το συμπέρασμα αυτό καθιστά περιττή την εξέταση των ζητημάτων ερμηνείας που αφορούν το περιεχόμενο της κοινής κανονιστικής.ρύθμισης του αλιευτικού τομέα σχετικά με τα εθνικά μέτρα όπως είναι τα υπό κρίση εν προκειμένω.

Θα περιοριστώ επομένως σε μερικές σχετικές σύντομες παρατηρήσεις.

Η Επιτροπή εκθέτει ότι το γεγονός της επιβολής ποσοτικών περιορισμών στη δραστηριότητα των αλιευτικών στόλων της Κοινότητας έχει προπαντός ως αποτέλεσμα να επηρεάζει τον κανονικό σχηματισμό των τιμών των ψαριών και, κατά συνέπεια, να διαταράσσει την κανονική λειτουργία του κοινού συστήματος τιμών που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 2142/70. Εξάλλου, η κοινοτική διαδικασία λήψεως αποφάσεων όσον αφορά τις τιμές θα καθίστατο εξαιρετικά δύσκολη και ευαίσθητη αν ο συνολικός όγκος των αλιευμάτων εξαρτιόταν από αποφάσεις λαμβανόμενες εκτός του κοινοτικού πλαισίου. Ο ποσοτικός αυτός περιορισμός θα μπορούσε επίσης να συνεπαχθεί αύξηση των εισαγωγών προελεύσεως τρίτων χωρών. Το σύστημα των ποσοστώσεων έχει επομένως και μια επίπτωση συναφώς στην κατά κυριολεξία κοινοτική εμπορική πολιτική. Στην εσωτερική αγορά της Κοινότητας, ένα σύστημα εθνικών ποσοστώσεων το οποίο διαπραγματεύτηκε ατομικώς κάθε κράτος μέλος θα μπορούσε να είχε άμεση επίπτωση στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Το αποτέλεσμα επομένως θα ήταν η μεταβολή των συνθηκών υπό τις οποίες πρέπει να διενεργούνται οι συναλλαγές στο πλαίσιο της Κοινότητας σύμφωνα με την κοινή πολιτική αλιείας, η οποία στηρίζεται στην αρχή της ελευθερίας του εμπορίου υπό συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού σε προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει επίσης ότι κάθε εθνική διάταξη αποσκοπούσα στην προστασία των αλιευτικών πόρων συνδέεται αναγκαστικά με την κοινή πολιτική δομών.

Όλες αυτές οι αλληλεπιδράσεις είναι αναμφισβήτητες, είναι δε βέβαιον επίσης ότι η Κοινότητα, διαπραγματευόμενη διεθνείς συμφωνίες για τη διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας, θα είναι σε θέση να λάβει υπόψη, καλύτερα απ' ό, τι θα μπορούσαν να το πράξουν ατομικώς τα κράτη μέλη, τις απαιτήσεις λειτουργίας της κοινής κανονιστικής ρυθμίσεως της αλιείας, καθώς και τις απαιτήσεις και τα συμφέροντα της κοινής εμπορικής πολιτικής. Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος ώστε να ελπίζεται ότι η Κοινότητα θα λάβει σύντομα τα προς τούτο κατάλληλα μέτρα που θα αντικαταστήσουν όσα έχουν λάβει μέχρι τώρα τα κράτη μέλη. Εν τω μεταξύ όμως, τα μέτρα αυτά, για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί, πρέπει να θεωρούνται έγκυρα επί μεταβατικής βάσεως, παρά τους περιορισμούς που επιβάλλουν άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά στην κανονική λειτουργία της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως στον τομέα της αλιείας.

9. 

Συμπεραίνοντας, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει, στα ερωτήματα που του υπέβαλαν τα δύο ολλανδικά δικαστήρια, ότι η Κοινότητα έχει αρμοδιότητα συνάψεως διεθνών συμφωνιών που διέπουν την αλιεία, έστω και με σκοπό τη διατήρηση των βιολογικών πόρων της ανοικτής θάλασσας, πλην όμως, μέχρις ότου γίνει πραγματική άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι τα ίδια αρμόδια προς ανάληψη διεθνών προς τούτο υποχρεώσεων, αυτό δε υπό την επιφύλαξη του ζητήματος του συμβιβαστού τους με τους ουσιαστικούς κανόνες του κοινοτικού δικαίου που διέπουν τη λειτουργία της κοινής αγοράς και, ειδικότερα, του τομέα της αλιείας.

Τα εθνικά μέτρα που περιορίζουν την ελευθερία της αλιείας, με τον καθορισμό ιδίως ποσοστώσεων, μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο στην κανονική λειτουργία της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως στον τομέα της αλιείας, που θεσπί-στηκε με τους κανονισμούς του Συμβουλίου 2141/70 και 2142/70 και αντιβαίνουν, καταρχήν, στην απαγόρευση των μέτρων ισοδυνάμου προς ποσοτικούς περιορισμούς αποτελέσματος στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, που θεσπίζουν τα άρθρα 30 και 31 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Εντούτοις, κατά τη διάρκεια της περιόδου που είναι αναγκαία για την κατάρτιση της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως, ενδεδειγμένης για την επίτευξη των σκοπών και την εκπλήρωση της αποστολής που έχει ανατεθεί στην Κοινότητα με τα άρθρα 1 και 5 του κανονισμού 2141/70 του Συμβουλίου και με το άρθρο 102 της Πράξεως Προσχωρήσεως, μέτρα της φύσεως αυτής, εφόσον η θέσπισή τους είναι επείγουσα και αναγκαία για την επίτευξη στόχων κοινού συμφέροντος, όπως είναι η προστασία των αλιευτικών πόρων που απειλούνται από μείωση και περιέχουν περιορισμούς μη δυσαναλόγους προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, πρέπει να θεωρούνται έγκυρα και μπορούν επομένως να παραγάγουν πλήρως τα αποτελέσματά τους, έστω και επί μεταβατικής μόνο βάσεως.


( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.