ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Της 14ης Μαΐου 1975 ( *1 )

Στην υπόθεση 74/74,

Comptoir national technique agricole (CNTA) SA, Παρίσι, εκπροσωπούμενη από το Jean-François Pericaud, δικηγόρο Παρισιού, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο J. Wolter, 2, rue Goethe,

ενάγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από το νομικό της σύμβουλο J. Η. J. Bourgeois, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ρ. Lamoureux, 4, boulevard Royal,

εναγόμενη,

που έχει ως αντικείμενο αγωγή αποζημιώσεως σύμφωνα με το άρθρο 215, παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους R. Lecourt, Πρόεδρο, J. Mertens de Wilmars και Mackenzie Stuart, πρόεδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, P. Pescatore, Η. Kutscher, Μ. Sørensen (εισηγητή) και Α. O'Keeffe, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Α. Trabucchi

γραμματέας: Α. Van Houtte

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

(το μέρος που περιέχει τα πραγματικά περιστατικά παραλείπεται)

Σκεπτικό

1

Με αγωγή που ασκήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1974, ζητείται από το Δικαστήριο να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα να καταβάλει ποσό 955130,47 γαλλικών φράγκων (FF) για την αποκατάσταση της ζημίας που η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη ύστερα από την κατάργηση, με τον κανονισμό 189/72 της Επιτροπής, της 26ης Ιανουαρίου 1972, των νομισματικών εξισωτικών ποσών που ίσχυαν για τους κραμβόσπορους και το εξ αυτών παραγόμενο έλαιο.

Επί του παραδεκτού

2

Η Επιτροπή, η οποία είναι η εναγόμενη, αντιτείνει ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη κατά το μέτρο που στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο δεν περιέχονται τα αναγκαία, σύμφωνα με το άρθρο 19 του οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 38, παράγραφος 1 του κανονισμού διαδικασίας, στοιχεία ως προς το αντικείμενο της διαφοράς και τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς.

3

Δεδομένου ότι πρόκειται περί αγωγής αποζημιώσεως δυνάμει των άρθρων 178 και 215 της Συνθήκης και όχι περί αγωγής για την καταβολή ποσού, το δικόγραφο πάσχει από ελάττωμα ιδίως κατά το μέτρο που δεν περιέχει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ύπαρξη ζημίας, ξεχωριστής απ' αυτήν που προήλθε από την κατάργηση των νομισματικών εξισωτικών ποσών.

4

Οι προβαλλόμενες ατέλειες δεν μπόρεσαν ούτε να εμποδίσουν την Επιτροπή στο να υπερασπίσει αποτελεσματικά τα συμφέροντά της ούτε να παρακωλύσουν το Δικαστήριο στην άσκηση του δικαστικού του ελέγχου, δεδομένου άλλωστε ότι η ενάγουσα παρέσχε, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, κάθε χρήσιμη διευκρίνιση.

5

Η ενάγουσα, ιδίως με το υπόμνημά της απαντήσεως, διασαφήνισε τα αρχικά της αιτήματα, ζητώντας από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει, με παρεμπίπτουσα απόφαση, ότι η Επιτροπή υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία που η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη και να μην αποφανθεί, παρά μόνο κατόπιν πραγματογνωμοσύνης, ως προς την ακριβή έκταση της ζημίας και το ποσό της αποζημίωσης.

6

Επομένως, η προσφυγή είναι παραδεκτή.

Επί της ουσίας

7

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η κατάργηση, με τον κανονισμό 189/72, των εξισωτικών ποσών που ίσχυαν για τους κραμβόσπορους τη ζημίωσε όσον αφορά, αφενός, ορισμένες ποσότητες σπόρων αποτελούντων το αντικείμενο προκαθορισμού ενισχύσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 136/66 του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1966, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών, και, αφετέρου, ορισμένες άλλες ποσότητες προοριζόμενες για εξαγωγή προς τρίτη χώρα και για τις οποίες, δυνάμει του ίδιου κανονισμού, είχαν προκαθοριστεί επιστροφές.

8

Το θεσπισμένο με τον κανονισμό 974/71 του Συμβουλίου, της 12ης Μαΐου 1971, σύστημα εξισωτικών ποσών, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, παρέχει σε ένα κράτος μέλος, το οποίο αποδέχεται για το νόμισμά του τιμή συναλλάγματος υπερβαίνουσα το όριο διακυμάνσεως που επιτρέπεται από τις διεθνείς ρυθμίσεις, την ευχέρεια να εισπράττει κατά την εισαγωγή και να χορηγεί κατά την εξαγωγή εξισωτικά ποσά για συγκεκριμένα γεωργικά προϊςντα, εφόσον η εφαρμογή αυτής της τιμής συναλλάγματος θα συνεπαγόταν διαταραχές στο εμπόριο των σχετικών προϊςντων.

9

Στην Επιτροπή εναπόκειται, κατόπιν γνώμης των επιτροπών διαχειρίσεως, να διαπιστώσει την ύπαρξη της κατάστασης αυτής.

10

Το σύστημα των εξισωτικών ποσών, το οποίο στην αρχή δεν ίσχυε επί των υπαγόμενων στον τομέα των λιπαρών ουσιών προϊςντων, επεκτάθηκε επί των κραμβόσπορων και του εξ αυτών παραγόμενου ελαίου με τον κανονισμό 1471/71 της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 1971, όσον αφορά τη συγκομιδή της οποίας η διάθεση στο εμπόριο επρόκειτο να αρχίσει κατά τις αρχές της περιόδου 1971-1972.

11

Ύστερα από την επελθούσα, το Δεκέμβριο του 1971, μεταβολή της τιμής συναλλάγματος σε σχέση με το δολάριο, το σύστημα των εξισωτικών ποσών που ίσχυε προηγουμένως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στο Βέλγιο, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες, επεκτάθηκε και στα λοιπά κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και στη Γαλλία.

12

Τα ποσά που ίσχυαν μετά τις 3 Ιανουαρίου 1972, συμπεριλαμβανομένων και των ποσών που ίσχυαν στη Γαλλία για τους κραμβόσπορους, καθορίστηκαν με τον κανονισμό 17/72 της Επιτροπής της 31ης Δεκεμβρίου 1971.

13

Με τον κανονισμό 144/72 της Επιτροπής, της 21ης Ιανουαρίου 1972, που τέθηκε σε ισχύ στις 24 Ιανουαρίου 1972, ορίστηκαν νέα εξισωτικά ποσά, για τον καθορισμό των οποίων ελήφθησαν υπόψη οι τιμές συναλλάγματος που είχαν σημειωθεί μεταξύ της 13ης και της 19ης Ιανουαρίου 1972.

14

Τέλος, με τον κανονισμό 189/72, της 26ης Ιανουαρίου, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 28 Ιανουαρίου 1972 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 1972, η Επιτροπή κατήργησε τα εξισωτικά ποσά που ίσχυαν για τους κραμβόσπορους και το εξ αυτών παραγόμενο έλαιο, κρίνοντας ότι από την κατάσταση της αγοράς προέκυπτε ότι ο καθορισμός των ποσών αυτών δεν ήταν πλέον απαραίτητος για την αποφυγή διαταραχών στο εμπόριο των προϊόντων αυτών.

15

Ο προκαθορισμός ενισχύσεως και επιστροφών για τις εξαγωγές, που η ενάγουσα επικαλείται προς στήριξη της αξιώσεώς της για αποζημίωση, έγινε ως προς αυτήν μεταξύ της 6ης και της 21ης Ιανουαρίου 1972, δηλαδή κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία ίσχυαν στη Γαλλία εξισωτικά ποσά για τους κραμβόσπορους.

16

Δεδομένου ότι η επικρινόμενη πράξη είναι κανονιστικού χαρακτήρα και αποτελεί μέτρο οικονομικής πολιτικής, δεν είναι δυνατό, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 215, δεύτερη παράγραφος της Συνθήκης, να υφίσταται ευθύνη της Κοινότητας για τη ζημία που ιδιώτες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν λόγω της πράξεως αυτής παρά μόνο σε περίπτωση διαπράξεως ιδιαζόντως σοβαρής παραβάσεως υπέρτερου κανόνα δικαίου ο οποίος προστατεύει τους ιδιώτες.

17

Συναφώς, η ενάγουσα ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η Επιτροπή, καταργώντας με τον κανονισμό 189/72 τα εξισωτικά ποσά, παρέβη το βασικό κανονισμό 974/71 του Συμβουλίου.

18

Ο κανονισμός αυτός, καίτοι παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να διαπιστώνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή εξισωτικών ποσών, δεν της επιτρέπει να αποφασίζει την κατάργηση των ποσών αυτών, εφόσον αυτά έχουν θεσπιστεί, και απαιτεί, εν πάση περιπτώσει, όπως η απόφαση της Επιτροπής λαμβάνεται βάσει εκτιμήσεως νομισματικής και μόνο φύσεως δεδομένων, αποκλειόμενων των οικονομικής φύσεως στοιχείων που έλαβε, εν προκειμένω, υπόψη η Επιτροπή.

19

Από το άρθρο 1, παράγραφος 2, τελευταία φράση του κανονισμού 974/71, προκύπτει ότι η ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη να καθορίζουν εξισωτικά ποσά δεν μπορεί να ασκείται παρά μόνο εφόσον τα σχεδιασθέντα νομισματικά μέτρα θα συνεπάγονταν διαταραχές στο εμπόριο των γεωργικών προϊςντων.

20

Δεδομένου ότι ο καθορισμός εξισωτικών ποσών αποτελεί κατ' εξαίρεση μέτρο, η διάταξη αυτή πρέπει να νοηθεί ως εισάγουσα προϋπόθεση όχι μόνο για τη θέσπιση αλλά επίσης και για τη διατήρηση εξισωτικών ποσών όσον αφορά ένα συγκεκριμένο προϊςν.

21

Η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να κρίνει αν τα σχεδιασθέντα νομισματικά μέτρα θα μπορούσαν να συνεπάγονται διαταραχές στο εμπόριο του εν λόγω προϊςντος.

22

Για την εκτίμηση του κινδύνου τέτοιων διαταραχών, επιτρέπεται στην Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη τόσο τις συνθήκες της αγοράς όσο και νομισματικής φύσεως παράγοντες.

23

Δεν αποδείχτηκε ότι η Επιτροπή υπερέβη τα κατ' αυτόν τον τρόπο καθοριζόμενα όρια της εξουσίας της όταν έκρινε, περί τα τέλη του Ιανουαρίου του 1972, ότι η κατάσταση της αγοράς κραμβόσπορων δεν επέβαλλε πλέον τον καθορισμό εξισωτικών ποσών για τα προϊςντα αυτά.

24

Εξάλλου, η ενάγουσα διατείνεται ότι η κατάργηση με τον κανονισμό 189/72 των εξισωτικών ποσών είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 7 του κανονισμού 974/71, το οποίο ορίζει ότι δεν μπορεί να γίνεται μερική ή προσωρινή χρήση της προβλεπόμενης από τον κανονισμό δυνατότητας.

25

Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 974/71, ένα κράτος μέλος το οποίο έχει θεσπίσει ορισμένα νομισματικής φύσεως μέτρα «έχει τη δυνατότητα» να εφαρμόζει εξισωτικά ποσά.

26

Το άρθρο 7, το οποίο επαναλαμβάνει την έκφραση «δυνατότητα» απευθύνεται μόνο στα κράτη μέλη και δεν αφορά τις εξουσίες της Επιτροπής.

27

Κατά συνέπεια, ο κανονισμός 189/72 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως στερούμενος νομιμότητας από πλευράς των διατάξεων του κανονισμού 974/71.

28

Δεύτερον, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η κατάργηση, από την 1η Φεβρουαρίου 1972, των εξισωτικών ποσών, αφενός, παραβίασε, δεδομένου ότι είχε αναδρομικά αποτελέσματα, την αρχή της ασφάλειας του δικαίου ενώ, αφετέρου, προέβαλε τη θεμιτή εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων όσον αφορά τη διατήρηση, για τις τρέχουσες συναλλαγές, εξισωτικών ποσών.

29

Όσον αφορά, κατ' αρχάς, το πρόβλημα της αναδρομικότητας, πρέπει να υπομνηστεί ότι τα εξισωτικά ποσά εισπράττονται κατά την εισαγωγή και χορηγούνται κατά την εξαγωγή των σχετικών προϊςντων χωρίς να είναι δυνατός κανένας προκαθορισμός τους.

30

Από τις προηγούμενες σκέψεις έπεται ότι δικαίωμα για λήψη εξισωτικών ποσών για εξαγωγές δεν γεννάται παρά με την εκτέλεση της εξαγωγής και μόνο μετά την πραγματοποίησή της.

31

Ο κανονισμός 189/72 της 26ης Ιανουαρίου 1972, ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 28 Ιανουαρίου και τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 1972, εφαρμόζεται μόνο επί των εξαγωγών και εισαγωγών που πραγματοποιήθησαν μετά την ημερομηνία αυτή, ενώ οι εισαγωγές και εξαγωγές που έγιναν πριν από την εν λόγω ημερομηνία εξακολουθούν να διέπονται από τις προγενέστερες ρυθμίσεις.

32

Επομένως, ο κανονισμός δεν έχει αναδρομικό, υπό την κύρια έννοια του όρου, αποτέλεσμα.

33

Εξάλλου, η ενάγουσα διατείνεται ότι η άμεση κατάργηση των εξισωτικών ποσών προσέβαλε την εμπιστοσύνη που είχε, όσον αφορά τη διατήρησή τους, όταν ζήτησε τον προκαθορισμό ενισχύσεων και επιστροφών για τις εξαγωγές, αναλαμβάνοντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, οριστικά, έναντι των αρμόδιων αρχών, την υποχρέωση πραγματοποιήσεως εμπορικών συναλλαγών από τις οποίες δεν μπορούσε να υπαναχωρήσει διότι, άλλως, θα έχανε τη συσταθείσα ασφάλεια.

34

Σχετικά με το ζήτημα αυτό, επιβάλλεται να εξεταστεί χωριστά η κατάσταση όσον αφορά τον προκαθορισμό, αφενός, ενισχύσεων και, αφετέρου, επιστροφών για τις εξαγωγές.

35

Όσον αφορά τις ποσότητες σπόρων για τις οποίες είχε προκαθοριστεί ενίσχυση και, ως εκ τούτου, αυτές δεν προορίζονταν για εξαγωγή, η ενάγουσα δεν μπορούσε να τύχει απευθείας κανενός εξισωτικού ποσού.

36

Καίτοι είναι αληθές ότι το σύστημα των νομισματικών ποσών αποσκοπεί κυρίως στην προστασία του επιπέδου των τιμών στο οικείο κράτος μέλος από διαταραχές που θα μπορούσαν να προκύψουν από νομισματική αστάθεια, είναι, εν πάση περιπτώσει, βέβαιο ότι η κατάργηση, εν προκειμένω, από την 1η Φεβρουαρίου 1972, των εξισωτικών ποσών στον τομέα των λιπαρών ουσιών δεν επηρέασε αισθητά τις τιμές του κραμβόσπορου στη γαλλική αγορά.

37

Από τα προηγούμενα πρέπει να συναχθεί ότι η ενάγουσα δεν υπέστη καμιά ζημία από τον κανονισμό 189/72 όσον αφορά τις ποσότητες σπόρων που δεν προορίζονταν για εξαγωγή.

38

Εξάλλου, όσον αφορά τις προοριζόμενες για εξαγωγή ποσότητες, για τις οποίες η ενάγουσα είχε πετύχει τον προκαθορισμό επιστροφών, πρέπει να παρατηρηθεί ότι στόχος του συστήματος των εξισωτικών ποσών είναι, όπως προκύπτει από την κοινοτική νομοθεσία, μάλλον η αποτροπή των δυσχερειών που η νομισματική αστάθεια μπορεί να προκαλέσει στην εύρυθμη λειτουργία των κοινών οργανώσεων των αγορών, παρά η προστασία των ατομικών συμφερόντων των επιχειρηματιών.

39

Πράγματι, στις προϋποθέσεις που διέπουν την εφαρμογή και την κατάργηση του συστήματος των εξισωτικών ποσών σε ένα συγκεκριμένο τομέα δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε η ατομική κατάσταση των επιχειρηματιών ούτε τους παρέχεται εγγύηση όσον αφορά τη συνεχή εφαρμογή του συστήματος.

40

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι το σύστημα των εξισωτικών ποσών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ισοδύναμο με εγγύηση στους επιχειρηματίες κατά των κινδύνων μεταβολής της τιμής συναλλάγματος.

41

Εξίσου όμως αληθές είναι ότι η εφαρμογή εξισωτικών ποσών απομακρύνει στην πράξη τον κίνδυνο μιας τέτοιας μεταβολής, οπότε ένας επιχειρηματίας, έστω και συνετός, μπορεί να ωθηθεί στο να μην καλυφθεί έναντι τέτοιου κινδύνου.

42

Υπό τις περιστάσεις αυτές, είναι λογικό ένας επιχειρηματίας να προσδοκά όσον αφορά τις σχετικές με συναλλαγές υποχρεώσεις που έχει αμετάκλητα αναλάβει, διότι του χορηγήθηκαν, κατόπιν συστάσεως ασφαλείας, πιστοποιητικά για εξαγωγές συνεπαγόμενα προκαθορισμό του ποσού της επιστροφής, ότι δεν πρόκειται να επέλθει καμιά απρόβλεπτη μεταβολή η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα, καθώς θα υφίσταται εκ νέου κίνδυνος μεταβολής της τιμής συναλλάγματος, να υποστεί αυτός αναπόφευκτες ζημίες.

43

Επομένως, ευθύνη της Κοινότητας ανακύπτει αν, ελλείψει αντίθετου δημόσιου συμφέροντος επιτακτικής φύσεως, η Επιτροπή καταργήσει με άμεσο αποτέλεσμα και χωρίς προειδοποίηση τα εξισωτικά ποσά σε ένα συγκεκριμένο τομέα χωρίς να έχει λάβει μεταβατικά μέτρα, πράγμα το οποίο θα επέτρεπε, τουλάχιστον, σε ένα επιχειρηματία είτε να αποφύγει τη ζημία που θα υφίστατο κατά την εκτέλεση των σχετικών με εξαγωγές συμβάσεων, των οποίων η ύπαρξη και το αμετάκλητο συνδέονται με προκαθορισμό επιστροφών, είτε να τύχει της σχετικής αποζημιώσεως.

44

Ελλείψει επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος, η Επιτροπή, μη συνοδεύοντας τον κανονισμό 189/72 από μεταβατικά μέτρα για την προστασία της εμπιστοσύνης που ήταν εύλογο να έχουν οι επιχειρηματίες στην κοινοτική νομοθεσία, παρέβη υπέρτερο κανόνα δικαίου, καθιστώντας έτσι υπεύθυνη την Κοινότητα.

45

Όσον αφορά την έκταση της προς αποκατάσταση ζημίας, επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ουδόλως είχε διασφαλιστεί στην ενάγουσα η διατήρηση των νομισματικών ποσών και ότι, επομένως, η τελευταία δεν μπορούσε λογικώς να προσδοκά την πραγματοποίηση, οπωσδήποτε, των κερδών που θα μπορούσε να έχει αποκομίσει από τη σχετική σύμβαση υπό το καθεστώς των εξισωτικών ποσών.

46

Η προστασία που η ενάγουσα μπορεί να αξιώσει λόγω της δικαιολογημένης της εμπιστοσύνης συνίσταται απλώς στο να μην υποστεί αυτή ζημίες από την κατάργηση των ποσών αυτών.

47

Δεδομένου ότι το ποσό της οφειλόμενης στην ενάγουσα αποζημιώσεως δεν μπορεί να καθοριστεί στο παρόν στάδιο της διαδικασίας, πρέπει να γίνει δεκτό, με παρεμπίπτουσα απόφαση, ότι η Κοινότητα υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία που η ενάγουσα υπέστη, λόγω της καταργήσεως των εξισωτικών ποσών, όσον αφορά την εκτέλεση εξαγωγών για τις οποίες είχαν καθοριστεί, με πιστοποιητικά της 6ης Ιανουαρίου 1972, επιστροφές, ενώ το ζήτημα του καθορισμού του ποσού της αποζημιώσεως θα πρέπει να κανονιστεί είτε με κοινή συμφωνία των διαδίκων είτε, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, από το Δικαστήριο.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί παρεμπίπτοντος ζητήματος, αποφασίζει:

 

1)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οφείλει να αποκαταστήσει στο Comptoir national technique agricole τη ζημία που αυτό υπέστη από τον κανονισμό 189/72, της 26ης Ιανουαρίου 1972, όσον αφορά την εκτέλεση εξαγωγών για τις οποίες είχαν καθοριστεί, με πιστοποιητικά της 6ης Ιανουαρίου 1972, επιστροφές.

 

2)

Οι διάδικοι οφείλουν να γνωστοποιήσουν στο Δικαστήριο, εντός προθεσμίας 6 μηνών από της εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως, το ύψος του ποσού της αποζημιώσεως το οποίο θα έχει προσδιοριστεί με κοινή συμφωνία.

 

3)

Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, οι διάδικοι οφείλουν να υποβάλουν στο Δικαστήριο, εντός της ίδιας προθεσμίας, τα αιτήματά τους μετά των σχετικών αριθμητικών στοιχείων.

 

4)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

Lecourt

Mertens de Wilmars

Mackenzie Stuart

Donner

Monaco

Pescatore

Kutscher

Sørensen

O'Keeffe

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Μαΐου 1975.

Ο γραμματέας

Α. Van Houtte

Ο πρόεδρος

R. Lecourt


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.