ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 4ης Φεβρουαρίου 1959 ( *1 )

Στην υπόθεση 1/58,

Friedrich Stork & Co., Kohlengroßhandlung, με έδρα το Bünde (Βεστφαλία) με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Félicien Jansen, δικαστικό επιμελητή, 21, rue Aldringer,

προσφεύγουσα,

εκπροσωπούμενη από τους Krengel, Hollmann και Stork (δικηγόροι Bielefeld),

κατά

Ανωτάτης Αρχής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 'Ανθρακα και Χάλυβα, με τόπο επιδόσεων τα γραφεία της, 2, place de Metz, Λουξεμβούργο,

καθής,

εκπροσωπούμενης από τον νομικό της σύμβουλο, Robert Krawielicki, επικουρούμενο από τον καθηγητή Philipp Möhring, δικηγόρο Καρλσρούης,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Ανωτάτης Αρχής της 27ης Νοεμβρίου 1957, που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 6 Δεκεμβρίου 1957,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους A.M. Donner, Πρόεδρο, Ο. Riese (εισηγητή δικαστή), και J.Rueff, προέδρους τμήματος, L. Delvaux, Ch. L. Hammes, R. Rossi και Ν. Catalano, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Μ. Lagrange

γραμματέας: Α. van Houtte

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

(το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

Σκεπτικό

1.

Η προσφυγή, κατά το κύριό της αίτημα, προσβάλλει την απόφαση της Ανωτάτης Αρχής της 27ης Νοεμβρίου 1957, η οποία, βάσει Διατάξεως του Landgericht της Έσσης περί αναστολής της διαδικασίας, είχε διαπιστώσει ότι οι απαγορεύσεις που εξαγγέλλονται στο άρθρο 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν εφαρμόζονται στις αποφάσεις των έξι εταιριών πωλήσεων άνθρακα της Ruhr, της 5ης Φεβρουαρίου 1953. Κατά της αποφάσεως αυτής της Ανωτάτης Αρχής μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 4, εδάφιο 2. Το Δικαστήριο είναι, επομένως, αρμόδιο να κρίνει την παρούσα διαφορά.

2.

Καθώς πρόκειται για προσφυγή που ασκήθηκε στα πλαίσια του άρθρου 65 της Συνθήκης, η προσφεύγουσα έχει, κατά το άρθρο 80, το δικαίωμα να προσφύγει στο Δικαστήριο, μολονότι δεν ασχολείται με την παραγωγή, αλλά με τη διάθεση του άνθρακα. Το δικαίωμα αυτό των επιχειρήσεων πωλήσεων προς άσκηση προσφυγής δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες αυτές οι ίδιες συμμετέχουν στην οικεία σύμπραξη, αλλ' εκτείνεται και στην περίπτωση, κατά την οποία απόφαση, στηριζόμενη στο άρθρο 65, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, θίγει άμεσα τη σφαίρα των συμφερόντων της προσφεύγουσας επιχειρήσεως πωλήσεων.

Το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να κρίνει, εν προκειμένω, εάν η προσφυγή βάσει του άρθρου 65, παράγραφος 4, πρέπει να συγκεντρώνει εξάλλου όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 33 για την προσφυγή ακυρώσεως, διότι δεν υφίσταται αμφιβολία ότι εδώ αυτές συντρέχουν: πρόκειται για ατομική απόφαση που αφορά την προσφεύγουσα. Της κοινοποιήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1957 και η προσφεύγουσα άσκησε κατ' αυτής προσφυγή στις 4 Ιανουαρίου, δηλαδή εντός της προθεσμίας του ενός μηνός που προβλέπεται στο άρθρο 33, εδάφιο 3. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ατομικής φύσεως, επειδή αποφαίνεται επί της νομικής ισχύος συγκεκριμένων αποφάσεων σαφώς καθορισμένων συμπράξεων. Αφορά την προσφεύγουσα επειδή εκδόθηκε στα πλαίσια εκκρεμούς διαφοράς μεταξύ αυτής και άλλου διαδίκου, διαφοράς επί της εκβάσεως της οποίας μπορεί να ασκήσει επιρροή.

3.

Η Ανωτάτη Αρχή είναι, κατά το άρθρο 65, παράγραφος 4, αρμόδια να αποφαίνεται αν οι συμφωνίες περί συμπράξεων ή οι αποφάσεις τους είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις αυτού του άρθρου. Ο κανόνας αυτός έχει την έννοια ότι η Ανωτάτη Αρχή έχει εξάλλου το δικαίωμα να διαπιστώνει εάν το άρθρο 65 εφαρμόζεται καταρχήν στις συμφωνίες ή αποφάσεις αυτές βάσει άλλων διατάξεων της Συνθήκης ή της Συμβάσεως περί μεταβατικών διατάξεων ή όχι. Δεν αμφισβητείται λοιπόν ότι η Ανωτάτη Αρχή δεν απάντησε άμεσα, εν προκειμένω, στο ερώτημα που υπέβαλε το Landgericht της Έσσης με την απόφασή του περί αναστολής της διαδικασίας, αν δηλαδή οι αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1953 αντίκεινται στην απαγόρευση του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης, αλλά διαπίστωσε ότι οι απαγορεύσεις του άρθρου 65 δεν εφαρμόζονταν στις αποφάσεις αυτές μέχρι την έναρξη ισχύος των αποφάσεων της Ανωτάτης Αρχής 5/56 έως 7/56. Παρ' όλα αυτά παραμένει το γεγονός ότι ασκήθηκε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 65, παράγραφος 4, της Συνθήκης, ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφασίσει και ότι η προσφεύγουσα νομιμοποιείται σε άσκηση της προσφυγής, για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω υπό 1 και 2.

4.

Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι συντρέχει κατάχρηση εξουσίας ή παράβαση της Συνθήκης που δικαιολογεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, εκ του γεγονότος ότι η Ανωτάτη Αρχή αγνόησε ότι οι επίδικες αποφάσεις έπρεπε να κριθούν κατά το γερμανικό δίκαιο, βάσει του οποίου ήταν άκυρες. Η άποψη αυτή είναι αβάσιμη.

α)

Πράγματι, κατά το άρθρο 8 της Συνθήκης, η Ανωτάτη Αρχή καλείται να εφαρμόζει μόνο το κοινοτικό δίκαιο. Δεν είναι αρμόδια να εφαρμόζει το εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών. Ομοίως, το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 31 της Συνθήκης, εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της Συνθήκης και των εκτελεστικών κανονισμών. Δεν αποφαίνεται, κατά γενικό κανόνα, επί των κανόνων του εσωτερικού δικαίου. Δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να εξετάσει έναν λόγο ακυρώσεως, κατά τον οποίο η Ανωτάτη Αρχή παρέβη, κατά την έκδοση της αποφάσεώς της, τις αρχές του γερμανικού συνταγματικού δικαίου (ιδίως τα άρθρα 2 και 12 του Θεμελιώδους Νόμου).

β)

Στην Ανωτάτη Αρχή απόκειται να εξετάσει τις συμφωνίες και αποφάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης και προορίζονται να εφαρμοστούν στην κοινή αγορά, προκειμένου να κρίνει εάν είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις αυτού του άρθρου, ανεξάρτητα από την ισχύ τους κατά το εσωτερικό δίκαιο. Συμφωνία έγκυρη κατά το εσωτερικό δίκαιο μπορεί κάλλιστα να αντίκειται στην απαγόρευση του άρθρου 65, παράγραφος 1. Τότε είναι άκυρη δυνάμει του δικαίου της Κοινότητας (άρθρο 65, παράγραφος 4). Εάν, εξάλλου, μια συμφωνία είναι άκυρη κατά το εσωτερικό δίκαιο, μπορεί να προορίζεται να εφαρμοστεί στην κοινή αγορά και να έχει επιπτώσεις ασυμβίβαστες προς τη Συνθήκη. Προς αποφυγή αυτής της περιπτώσεως πρέπει η Ανωτάτη Αρχή να εξετάζει επίσης εάν μια συμφωνία που θεωρείται άκυρη κατά το εσωτερικό δίκαιο συμβιβάζεται προς τη Συνθήκη.

Εν προκειμένω, οι αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1953 προορίζονταν να εφαρμοστούν από την έναρξη της νέας ανθρακικής χρήσεως, δηλαδή από 1ης Απριλίου 1953. Σύμφωνα με τη βούληση των ενδιαφερομένων, έπρεπε λοιπόν να εφαρμοστούν σε χρόνο κατά τον οποίο η κοινή αγορά υπήρχε ήδη. Η Ανωτάτη Αρχή ήταν, επομένως, υποχρεωμένη να τις εξετάσει από τις απόψεις που εκτέθηκαν ανωτέρω, δηλαδή χωρίς να λάβει υπόψη την εγκυρότητά τους κατά το εσωτερικό δίκαιο. Έπρεπε να ενεργήσει βάσει του δικαίου της Κοινότητας, το οποίο εφαρμοζόταν, εν πάση περιπτώσει, αποκλειστικά, στον τομέα του άνθρακα από τις 10 Φεβρουαρίου 1953 (ημέρα ιδρύσεως της κοινής αγοράς άνθρακα) κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, εδάφιο τελευταίο, το άρθρο 2, παράγραφος 3, το άρθρο 1, παράγραφος 4 και το άρθρο 8, εδάφιο 2, α, της Συμβάσεως περί των μεταβατικών διατάξεων.

Η νομική κατάσταση που διαπιστώθηκε ανωτέρω δεν μεταβλήθηκε κατά τίποτε από το γεγονός ότι οι απαγορεύσεις του άρθρου 65 δεν τέθηκαν σε ισχύ από την ίδρυση της κοινής αγοράς, δηλαδή στις 10 Φεβρουαρίου 1953, αλλά μόνο στις 31 Αυγούστου 1953 ή μεταγενέστερα, σύμφωνα με το άρθρο 12 της Συμβάσεως και της εκτελεστικής αποφάσεως 37/53 της Ανωτάτης Αρχής.

5.

Αφού το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηρίξει την απόφασή του επί νομικών βάσεων αβέβαιης ισχύος, θεωρεί ενδεδειγμένη την προηγούμενη εξέταση του ζητήματος εάν το άρθρο 65 εφαρμοζόταν, όχι από την έναρξη ισχύος της κοινής αγοράς του άνθρακα (10 Φεβρουαρίου 1953), αλλά ήδη από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (δηλαδή την 25η Ιουλίου 1952).

Από το κείμενο του άρθρου 12 της Συμβάσεως ασφαλώς δεν προκύπτει άμεσα ότι η αρχή της εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης, από την έναρξη ισχύος της αρχής που θεσπίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 5, της Συμβάσεως, καταργήθηκε από ειδική ρύθμιση, όσον αφορά τους κανόνες του άρθρου 65 περί συμπράξεων και συγκεντρώσεων. Αυτό το άρθρο 12, στο δεύτερο εδάφιο, προβλέπει μόνο ότι οι απαγορεύσεις του άρθρου 65 της Συνθήκης περί συμπράξεων θα εφαρμόζονται μετά την πάροδο εύλογης προθεσμίας που καθορίζεται σχετικά, όταν η Ανωτάτη Αρχή αρνείται να τους χορηγήσει την άδεια που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο αυτού του άρθρου. Ενώ οι συμπράξεις που συνάπτονται μετά την ίδρυση της κοινής αγοράς πλήττονται αμέσως από την απαγόρευση του άρθρου 65, παρά την ενδεχόμενη μεταγενέστερη άδεια («απαγόρευση υπό την επιφύλαξη χορηγήσεως αδείας»), οι «παλαιές» συμπράξεις παραμένουν προσωρινά σε ισχύ, μέχρι την άρνηση χορηγήσεως αδείας και μέχρι την πάροδο της προθεσμίας που καθορίζεται από την Ανωτάτη Αρχή. Μέχρι τότε απολαύουν «αδείας υπό την επιφύλαξη απαγορεύσεως». Το άρθρο 12, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως δεν αναφέρει όμως, εάν ως «παλαιές» συμπράξεις πρέπει να θεωρηθούν μόνον αυτές που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ή εάν της μεταβατικής αυτής ρυθμίσεως μπορούν να απολαύουν και εκείνες που έχουν συναφθεί μεταξύ της ημερομηνίας αυτής και της ιδρύσεως της κοινής αγοράς.

Δεν υπάρχει, λοιπόν, ρητή κανονιστική ρύθμιση που να προβλέπει ότι, κατ' εξαίρεση των αρχών που εξαγγέλλονται στο άρθρο 1, παράγραφος 5, της Συμβάσεως, οι απαγορεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 65 της Συνθήκης δεν εφαρμόζονται στις συμπράξεις, ήδη από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης, αλλά μόνο από την ίδρυση της κοινής αγοράς, ενώ κατά το ενδιάμεσο διάστημα εφαρμόζεται η ειδική ρύθμιση του άρθρου 12, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως. Η αρχή όμως αυτή πρέπει να συναχθεί από την έννοια και τον σκοπό της μεταβατικής ρυθμίσεως.

Η Σύμβαση, όπως διαπιστώνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, συνάπτεται στη Συνθήκη προκειμένου να «προβλέψει τα αναγκαία μέτρα για τη δημιουργία της κοινής αγοράς και την προοδευτική προσαρμογή της παραγωγής στις νέες συνθήκες, διευκολύνοντας ταυτόχρονα την εξάλειψη των ανισοτήτων που απορρέουν από τις παλαιές συνθήκες». Το άρθρο 12 της Συμβάσεως πρέπει να ερμηνευθεί σε συνάρτηση προς την αρχή αυτή.

Το σύστημα που εισάγεται από το άρθρο 65 της Συνθήκης στηρίζεται όχι μόνο στην απαγόρευση των συμπράξεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, αλλά, συγχρόνως, και στη δυνατότητα χορηγήσεως αδείας για τις ωφέλιμες και αναγκαίες συμβάσεις που προβλέπεται στην παράγραφο 2. Αυτή η δυνατότητα χορηγήσεως αδείας παρουσιάζει μεγάλη σημασία, λόγω του γεγονότος ότι, παρά τους περιορισμούς που η Συνθήκη θέτει στις συμπράξεις, προβλέπει και αναγνωρίζει διαδικασία για την από κοινού πώληση άνθρακα, όπως αυτή εφαρμόζεται από πολλού σε όλες τις χώρες της Κοινότητας που παράγουν άνθρακα σε μεγάλες ποσότητες.

Αν οι συμπράξεις που έχουν συναφθεί στο χρονικό διάστημα μεταξύ της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης (25 Ιουλίου 1952), και της ιδρύσεως της κοινής αγοράς (10 Φεβρουαρίου 1953) υπάγονταν στο άρθρο 65 της Συνθήκης, θα προέκυπτε ότι, κατ' εξαίρεση από τον κανόνα της απαγορεύσεως των συμπράξεων, το πλήρες σύστημα που προβλέπεται στο άρθρο αυτό δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί κατά τους έξι πρώτους μήνες μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης, επειδή, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, δεν υπήρχε καμιά αρχή εξουσιοδοτημένη να χορηγεί τις άδειες. Η Ανωτάτη Αρχή, αφενός, είχε την εξουσία αυτή μόνο μετά την έναρξη ισχύος της κοινής αγοράς (άρθρο 2, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο της Συμβάσεως). Οι κυβερνήσεις των κρατών μελών, αφετέρου, δεν ήταν αρμόδιες να εφαρμόζουν το κοινοτικό δίκαιο, για να χορηγούν, δηλαδή, οι ίδιες τις άδειες που προβλέπονται στο άρθρο 65, εδάφιο 2. Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, της Συμβάσεως μπορούσαν να εξακολουθήσουν να ασκούν μόνο τις εξουσίες που τους απένεμε το εθνικό δίκαιο («οι αντίστοιχες εξουσίες εξακολουθούν να ασκούνται από τα κράτη μέλη»), όχι όμως και να ασκούν αντί της Ανωτάτης Αρχής τις εξουσίες που η Συνθήκη απένειμε στην τελευταία.

Δεν μπορεί να υποτεθεί ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δέχτηκαν ότι για μια περίοδο που άρχιζε από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης και της οποίας η διάρκεια δεν μπορούσε να προβλεφθεί (ανήλθε στην πραγματικότητα σε έξι μήνες) εφαρμοζόταν η απαγόρευση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ενώ η ευχέρεια χορηγήσεως αδείας που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού και συνδέεται στενά προς τον απαγορευτικό κανόνα ήταν ανενεργός.

Βάσει του στόχου της Συμβάσεως που αναφέρθηκε ανωτέρω, και διατυπώνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, το άρθρο της 12 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η παράγραφος 2 εφαρμόζεται επίσης σε συμπράξεις που έχουν συναφθεί μεταξύ του χρόνου ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης και της ιδρύσεως της κοινής αγοράς. Μόνο αυτή η ερμηνεία επιτρέπει την αποτροπή του μη ικανοποιητικού αποτελέσματος που περιγράφηκε ανωτέρω, δηλαδή την αυθαίρετη διαίρεση των συνεκτικών στοιχείων του άρθρου 65 σε ένα τμήμα που θα ίσχυε άμεσα και ένα άλλο που θα είχε άμεση ισχύ μόνο μετά την πάροδο ακαθόριστου χρονικού διαστήματος.

Η διαφορετική ρύθμιση που εφαρμόζεται στις απαγορεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, στοιχεία α έως γ, και η κατά πολύ σαφέστερη μεταβατική ρύθμιση που προβλέπεται στο άρθρο 13 της Συμβάσεως για την εφαρμογή του κανόνα του άρθρου 66 της Συνθήκης επί των συγκεντρώσεων επιχειρήσεων δεν αντιτίθενται στην ερμηνεία που υιοθετήθηκε ανωτέρω, επειδή εκεί πρόκειται για γεγονότα άλλης τάξεως, τα οποία έπρεπε ευλόγως να υπαχθούν σε άλλο καθεστώς. Ιδίως το άρθρο 13 στηρίζεται σε τελείως διαφορετικά δεδομένα, υποθέσεις, επειδή οι συγκεντρώσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από ορισμένη ημερομηνία εκφεύγουν εντελώς της εφαρμογής της Συνθήκης, ενώ το άρθρο 65 θα εφαρμοζόταν, αργά ή γρήγορα, σε όλες τις συμπράξεις, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία πραγματοποιήσεως τους.

Κατά συνέπεια, οι συμπράξεις που έχουν συναφθεί πριν από τις 10 Φεβρουαρίου 1953 απολαύουν της προστασίας του άρθρου 12, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως.

6.

α)

Από το άρθρο 12, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 2 και 3 της αποφάσεως της Ανωτάτης Αρχής 37/53 της 11ης Ιουλίου 1953(Journal Officiel de la Communauté, 1953, σ. 153) προκύπτει ότι οι «παλαιές» συμπράξεις, που έχουν συναφθεί πριν από τις 10 Φεβρουαρίου 1953, δεν θεωρούνται άκυρες από την έναρξη ισχύος της κοινής αγοράς (10 Φεβρουαρίου 1953), αλλά απολαύουν αδείας υπό την επιφύλαξη απαγορεύσεως, και, εκτός ειδικής αποφάσεως της Ανωτάτης Αρχής, δεν είχε επ' αυτών εφαρμογή η απαγόρευση του άρθρου 65, παρά μόνο από τις 31 Αυγούστου 1953, οπότε καθίσταντο άκυρες. Εάν είχε υποβληθεί αίτηση χορηγήσεως αδείας για μια τέτοια σύμπραξη πριν από την ημερομηνία αυτή, η εν λόγω σύμπραξη διατηρούνταν σε ισχύ και μετά την ημερομηνία αυτή, εφόσον η Ανωτάτη Αρχή δεν είχε εκδώσει σχετική απορριπτική απόφαση.

β)

Από την εφαρμογή των νομικών αρχών που προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι δικαίως η Ανωτάτη Αρχή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ότι οι απαγορεύσεις του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν εφαρμόζονται στις αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1953 μέχρι την έναρξη ισχύος των αποφάσεων 5/56 έως 7/56, διότι επρόκειτο, στην περίπτωση των αποφάσεων αυτών που εκδόθηκαν πέντε ημέρες πριν από την έναρξη ισχύος της κοινής αγοράς, για «παλαιές» συμπράξεις, για τις οποίες είχε υποβληθεί αίτηση χορηγήσεως αδείας πριν από τις 31 Αυγούστου 1953, αίτηση που δεν απορρίφθηκε παρά μόνο με τις αποφάσεις 5/56 και 7/56.

Οι σχετικές, επομένως, αντιρρήσεις της προσφεύγουσας δεν είναι βάσιμες.

ί)

Η προσφεύγουσα δήλωσε ότι οι αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1953 δεν ήταν στην πραγματικότητα «παλαιές» συμπράξεις, αλλά είχαν ληφθεί ad hoc μερικές μόνο ημέρες πριν από την έναρξη ισχύος της κοινής αγοράς, με την πρόθεση, δηλαδή, να εμποδιστεί η άμεση εφαρμογή των απαγορεύσεων του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

Ακόμη και αν προσετίθετο μια τέτοια πρόθεση στα αίτια που οδήγησαν τα ενδιαφερόμενα μέρη να λάβουν τις αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1953, πράγμα που το Δικαστήριο θεωρεί πιθανό, αλλ' όχι αποδεδειγμένο, αυτό δεν θα επαρκούσε για να αποκλειστεί η εφαρμογή των άρθρων 1 έως 3 της αποφάσεως της Ανωτάτης Αρχής 37/53. Η κανονιστική απόφαση 20 του Συμβουλίου της ανωτάτης συμμαχικής επιτροπής, της 9ης Σεπτεμβρίου 1952, είχε υποχρεώσει τις εταιρίες πωλήσεως άνθρακα της Ruhr να αναδιοργανώσουν την πώληση άνθρακα πριν από τις 31 Μαρτίου 1953. Το μέτρο αυτό μπορούσε να οδηγήσει συγχρόνως τους ενδιαφερόμενους σε προσθήκη διατάξεων περί προσχωρήσεως των χονδρεμπόρων στις απευθείας παραγγελίες, αφού μάλιστα η απόφαση 20 είχε επανειλημμένα αναφερθεί ρητά στους εμπόρους αυτούς. Εάν υφίστατο, συνεπώς, νομική υποχρέωση για τις εταιρίες πωλήσεως άνθρακα της Ruhr προς σύναψη συμβάσεων περί αναδιοργανώσεώς τους, δεν είναι, από νομική άποψη, βέβαιο ότι οι αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1953 ελήφθησαν μόνο για να εμποδίσουν την εφαρμογή του άρθρου 65 της Συνθήκης.

Κατά το πρώτο άρθρο της αποφάσεως της Ανωτάτης Αρχής 37/53, το καθοριστικό στοιχείο είναι εάν συμφωνίες, αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές, υφί-σταντο ήδη κατά τη δημιουργία της κοινής αγοράς (10 Φεβρουαρίου 1953). Αυτό συμβαίνει με τις αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1953.

ii)

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει στη συνέχεια ότι, αφού δεν επιτράπηκαν ποτέ, οι αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1953 πλήττονται από την απόλυτη απαγόρευση του άρθρου 65 και είναι συνεπώς άκυρες. Η άποψη αυτή δεν είναι βάσιμη.

Πράγματι, η Ανωτάτη Αρχή αρνήθηκε να επιτρέψει τις αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1953. Η άρνηση αυτή δεν διατυπώθηκε ρητά, αλλ' υπονοείται σαφώς στην άδεια που δόθηκε για την κανονιστική ρύθμιση των πωλήσεων από τις αποφάσεις 5/56 έως 7/56.

Το Δικαστήριο θεωρεί, επομένως, βάσιμη την άποψη της καθής, κατά την οποία η άδεια που δόθηκε στη νέα ρύθμιση με τις αποφάσεις 556 έως 7/56 ταυτιζόταν νομικά με την τυπική άρνηση χορηγήσεως αδείας στην παλαιά ρύθμιση και κατά την οποία, για λόγους αναφερόμενους ανωτέρω υπό το 6 α) και β), η ημερομηνία που ορίστηκε για τη θέση σε ισχύ της νέας ρυθμίσεως (22 Φεβρουαρίου 1956) πρέπει να θεωρείται ως εκείνη κατά την οποία οι απαγορεύσεις του άρθρου 65 έπρεπε να εφαρμοστούν στην παλαιά ρύθμιση, σύμφωνα προς το άρθρο 3 της αποφάσεως 37/53.

Επιπλέον, δεν είναι δυνατό, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, να συναχθεί από τη διάσταση μεταξύ των συμπράξεων που τελικά επιτράπηκαν και των αποφάσεων της 5ης Φεβρουαρίου 1953 ότι οι συμπράξεις που επιτράπηκαν μεταγενέστερα δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αιτήσεως χορηγήσεως αδείας που υποβλήθηκε σε εύθετο χρόνο, λόγω του ότι οι συμπράξεις που επιτράπηκαν με τις αποφάσεις 5/56 έως 7/56 δηλώθηκαν προς χορήγηση αδείας από ενδιαφερομένους διαφορετικούς από εκείνους που έλαβαν τις αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1953 και λόγω του ότι το περιεχόμενό τους δεν συμπίπτει με τους όρους αυτών των αποφάσεων.

Ύστερα από την εξέταση της ρυθμίσεως των πωλήσεων του άνθρακα της Ruhr που της υποβλήθηκε προς χορήγηση αδείας, μέρος της οποίας αποτελούσαν οι αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1953, η Ανωτάτη Αρχή κατέστησε αντιληπτό ότι δεν μπορούσε να επιτρέψει την παλαιά ρύθμιση. Έπρεπε, εντούτοις, να αποφύγει την εξαφάνιση της παλαιάς νομικής οργανώσεως των πωλήσεων άνθρακα της Ruhr, χωρίς την παράλληλη αντικατάστασή της από νέα ρύθμιση συμβιβάσιμη προς τη Συνθήκη. Ήταν σύμφωνο προς αυτήν την πρόθεση που δικαιολογείτο από τους γενικούς στόχους της Συνθήκης και ιδίως το άρθρο της 3 α, να αναμείνει την υποβολή νέας ρυθμίσεως προς χορήγηση αδείας εκ μέρους των επιχειρήσεων άνθρακα της Ruhr, για να απορρίψει ρητά την παλαιά ρύθμιση. Το σύνολο των προσπαθειών που καταβλήθηκαν για την εφαρμογή ρυθμίσεως των πωλήσεων του άνθρακα της Ruhr αποτελούσε οργανικό σύνολο, από τις αιτήσεις χορηγήσεως αδείας για τις αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1953 μέχρι την άδεια που δόθηκε στις συμφωνίες που τελικά προσαρμόστηκαν στις απαιτήσεις της Ανωτάτης Αρχής και τις οποίες αφορούν οι αποφάσεις 5/56 έως 7/56. Δεν μπορεί να διακόψει κανείς τεχνητά τη συνεχή εξέλιξη, της οποίας κατάληξη αποτελεί η ισχύουσα ρύθμιση, για να στερήσει την πρώτη εμπρόθεσμη αίτηση περί χορηγήσεως αδείας του ανασταλτικού αποτελέσματος που προβλέπεται στην απόφαση 37/53.

γ)

Κανένα νομικό ελάττωμα δεν βαρύνει, επομένως, τη διαπίστωση που περιέχει η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την οποία δηλαδή οι απαγορεύσεις του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν εφαρμόζονται στις αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1953 και αυτό μέχρι την έναρξη ισχύος των αποφάσεων 5/56 έως 7/56, δηλαδή μέχρι τις 22 Φεβρουαρίου 1956. Παρόμοια διαπίστωση δεν προδικάζει την κρίση επί του ζητήματος που το Landgericht της Έσσης παρέλειψε να θέσει στη Διάταξή του περί αναστολής της διαδικασίας, σύμφωνα δηλαδή με ποιο δίκαιο έπρεπε να κριθούν οι αποφάσεις αυτές κατά την περίοδο από τις 5 μέχρι τις 10 Φεβρουαρίου και εάν, σύμφωνα με το εφαρμοστέο κατά την περίοδο αυτή δίκαιο, ήταν ή όχι έγκυρες.

δ)

Όπως παρατήρησε η προσφεύγουσα, είναι ακριβές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται ιδίως στο γεγονός ότι, μέχρι την έκδοση των αποφάσεων 5/56 και 7/56, η Ανωτάτη Αρχή δεν είχε επέμβει στην επίδικη ρύθμιση. Το άρθρο 12 της Συμβάσεως δεν προβλέπει ορισμένη προθεσμία για την επέμβαση στις «παλαιές» συμπράξεις, έτσι ώστε η Ανωτάτη Αρχή διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή σχετικής ημερομηνίας. Το ότι της χρειάστηκαν τρία χρόνια για να εξετάσει την παλαιά οργάνωση της εμπορίας του άνθρακα της Ruhr και για να προκαλέσει την αναδιοργάνωσή της δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί κατάχρηση αυτής της ευχέρειας, ενόψει του περίπλοκου χαρακτήρα και της μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής σημασίας της αναδιοργανώσεως αυτής.

7.

Αν η προσφεύγουσα θεωρούσε ότι η Ανωτάτη Αρχή έπρεπε να επέμβει χωριστά στην επίδικη ρύθμιση του εμπορίου και σε χρόνο προγενέστερο, είχε τη δυνατότητα να φέρει το θέμα ενώπιόν της σύμφωνα με το άρθρο 35 της Συνθήκης και να ασκήσει προσφυγή κατά παραλείψεως στην περίπτωση αδράνειας της Ανωτάτης Αρχής. Αφού η προσφεύγουσα δεν ακολούθησε τη διαδικασία αυτήν, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Ανωτάτη Αρχή, μη ενεργώντας εκείνη την περίοδο, παραβίασε τη Συνθήκη. Ούτε τα αιτήματα της προσφεύγουσας που στηρίζονται στον δήθεν παράνομο χαρακτήρα των αποφάσεων 5/56 έως 7/56 της Ανωτάτης Αρχής είναι περισσότερο βάσιμα.

α)

Το Δικαστήριο της ΕΚΑΧ αποφάσισε ήδη ότι, για να αιτιολογήσει την προσφυγή του κατά ατομικής αποφάσεως, ο προσφεύγων μπορεί να επικαλεστεί τον παράνομο χαρακτήρα της γενικής αποφάσεως, επί της οποίας στηρίζεται η ατομική απόφαση. Το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να κρίνει εδώ το ζήτημα εάν συμβαίνει το ίδιο, όταν η ατομική απόφαση στηρίζεται επί άλλης φερομένης ως μη νόμιμης αποφάσεως, αλλά επίσης ατομικής, διότι οι αποφάσεις 5/56 έως 7/56 δεν αποτελούν τη βάση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Αυτό προκύπτει ήδη από το γεγονός ότι, βάσει της ερμηνείας του άρθρου 12 της Συμβάσεως και της αποφάσεως 37/53 που υιοθετήθηκε ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να ακολουθήσει την ίδια κατεύθυνση, εάν η Ανωτάτη Αρχή, εκδίδοντας τις αποφάσεις 5/56 έως 7/56, ξεκίνησε από τη σκέψη ότι μόνο η ρύθμιση του εμπορίου, ως είχε πριν από τις αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1953, συμβιβαζόταν προς το άρθρο 65. Οι αποφάσεις 5/56 έως 7/56 δεν αποτελούν στοιχείο καθοριστικό παρά μόνο για τον καθορισμό της ημερομηνίας, μετά την οποία οι απαγορεύσεις που εξαγγέλλονται στο άρθρο 65 είχαν εφαρμογή στις «παλαιές» συμφωνίες και αποφάσεις. Δεν υπάρχει, επομένως, πραγματικός σύνδεσμος μεταξύ της προσβαλλόμενης αποφάσεως και των αποφάσεων 5/56 έως 7/56.

β)

Στο μέτρο που η προσφεύγουσα προσβάλλει τη νομιμότητα των αποφάσεων 5/56 έως 7/56 και με το επικουρικό της αίτημα (που υποβάλλεται, εξάλλου, στο υπόμνημα απαντήσεως, δηλαδή εκτός της προθεσμίας του άρθρου 22 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού και του άρθρου 29 του Κανονισμού του Δικαστηρίου και είναι, ήδη για τον λόγο αυτόν, απαράδεκτο) ζητεί προφανώς την ακύρωση των αποφάσεων αυτών, η προσφυγή είναι απαράδεκτη, διότι αφορά αποφάσεις διαφορετικές από την προσβαλλόμενη.

Η προσφεύγουσα δεν προσέβαλε τις αποφάσεις 5/56 έως 7/56 εντός των προθεσμιών του άρθρου 33 της Συνθήκης. Δεν μπορεί να τις προσβάλει παρεμπιπτόντως κατά την παρούσα δίκη. Το ίδιο ισχύει και για τις αποφάσεις 10/57 έως 12/57 και 16/57 έως 18/57 που περιορίζονται στην τροποποίηση και συμπλήρωση των αποφάσεων 5/56 έως 7/56.

Ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας, κατά τον οποίο δεν μπόρεσε τότε να προσβάλει τις αποφάσεις 5/56 έως 7/56, διότι δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις που αυτές προέβλεπαν, είναι αβάσιμος. Αφού οι αποφάσεις αυτές την απέκλειαν από την απευθείας αγορά, έθιγαν την προσφεύγουσα. Θα μπορούσε, επομένως, να τις προσβάλει εμπρόθεσμα και να επιτύχει τη δικαστική εξέταση των ισχυρισμών της περί σοβαρών και κατ' αυτήν ασυμβίβαστων προς το πνεύμα της Συνθήκης επιπτώσεων της εν λόγω ρυθμίσεως επί της υπάρξεως πολυάριθμων παλαιών χονδρεμπόρων «από πρώτο χέρι». Δεν χρειάζεται, εντούτοις, να προβώ εν προκειμένω στην εξέταση αυτήν, διότι η προσφυγή αφορά μόνο την απόφαση της Ανωτάτης Αρχής της 27ης Νοεμβρίου 1957, που δεν έχει σχέση με το ζήτημα αυτό.

8.

Πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή και να καταδικαστεί η προσφεύγουσα σε καταβολή των δικαστικών εξόδων, σύμφωνα με το άρθρο 60, παράγραφος 1, του Κανονισμού του Δικαστηρίου.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

έχοντας υπόψη τα διαδικαστικά έγγραφα, αφού άκουσε την έκθεση του εισηγητή δικαστή, τις αγορεύσεις των διαδίκων, καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 3, 4, 8, 31, 33, 35, 65 και 80 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, καθώς και τις παραγράφους 1, 2, 8, 12 και 13 της Συμβάσεως περί των μεταβατικών διατάξεων, το Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, τον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, τις αποφάσεις 1/53 και 37/53 της Ανωτάτης Αρχής, καθώς και τα έγγραφα που απηύθυνε η Ανωτάτη Αρχή στις 7 και 10 Φεβρουαρίου 1953 προς τις κυβερνήσεις των κρατών μελών,

απορρίπτοντας κάθε άλλο αίτημα, ευρύτερο ή αντίθετο, αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως της Ανωτάτης Αρχής της 27ης Νοεμβρίου 1957, που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 6 Δεκεμβρίου 1957.

 

2)

Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 

Dormer

Riese

Rueff

Delvaux

Hammes

Rossi

Catalano

Κρίθηκε από το Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο στις 4 Φεβρουαρίου 1959.

Δημοσιεύτηκε στο Λουξεμβούργο στις 4 Φεβρουαρίου 1959.

Dormer

Riese

Rueff

Delvaux

Hammes

Rossi

Catalano

Ο γραμματέας

Α. van Houtte

Ο Πρόεδρος

Α. Μ. Donner


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.