8.5.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 157/1


Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με κατευθύνσεις για τις συνεργατικές προμήθειες στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας (οδηγία 2009/81/ΕΚ για τις δημόσιες συμβάσεις στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2019/C 157/01)

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η σημασία της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων στον τομέα των προμηθειών, επισημάνθηκε πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στα συμπεράσματά του του Δεκεμβρίου 2013 (1), και η κοινή δήλωση ΕΕ-ΝΑΤΟ του Ιουλίου 2016 (2) τόνισαν, μεταξύ άλλων, ότι η αμυντική συνεργασία θα ήταν η σωστή απάντηση στις εντεινόμενες προκλήσεις στον τομέα της ασφάλειας, στο αυξανόμενο κόστος των νέων αμυντικών συστημάτων και των δημοσιονομικών περιορισμών των κρατών μελών, καθώς και στα υψηλά επίπεδα αλληλεπικάλυψης και κατακερματισμού στον αμυντικό τομέα της ΕΕ.

Η έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την αξιολόγηση της οδηγίας 2009/81/ΕΚ για τις δημόσιες συμβάσεις στον τομέα της άμυνας (3) (εφεξής: «η οδηγία»), η οποία δημοσιεύθηκε στις 30 Νοεμβρίου 2016 (4), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η οδηγία δεν εμποδίζει τις συνεργατικές προμήθειες (τη συνεργατική μορφή δημόσιων συμβάσεων). Το συμπέρασμα αυτό βασίστηκε σε συζητήσεις που διεξήχθησαν με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και στα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων με ενδιαφερόμενους φορείς. Έλαβε επίσης υπόψη την αξιολόγηση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (ΕΟΑ) (5), σύμφωνα με την οποία τα προβλήματα αναφορικά με τη δρομολόγηση πρωτοβουλιών συνεργασίας στον τομέα της άμυνας οφείλονται μάλλον σε άλλα στοιχεία, όπως οι περικοπές στον αμυντικό προϋπολογισμό, ο ανεπαρκής συγχρονισμός των δημοσιονομικών κύκλων και η έλλειψη εναρμόνισης των απαιτήσεων.

Παράλληλα, στην αξιολόγηση ανακοινώθηκε ότι η Επιτροπή θα δώσει οδηγίες για τον σκοπό αυτόν. Η ίδια ανακοίνωση έγινε και στο σχέδιο δράσης για την ευρωπαϊκή άμυνα (6), το οποίο επίσης θεσπίστηκε τον Νοέμβριο του 2016. Η παρούσα ανακοίνωση της Επιτροπής αποτελεί συνέχεια της δέσμευσης που αναλήφθηκε στην έκθεση σχετικά με την αξιολόγηση της οδηγίας και στο σχέδιο δράσης για την ευρωπαϊκή άμυνα.

Η Επιτροπή πιστεύει επίσης ότι χρειάζεται να αποσαφηνιστεί το φάσμα των επιλογών σχετικά με τις συνεργατικές προμήθειες δύο ή περισσότερων κρατών μελών, προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι αρχές των κρατών μελών να αξιοποιούν πλήρως τις δυνατότητες που υπάρχουν στο πλαίσιο της οδηγίας στον τομέα της άμυνας και σε ευαίσθητους τομείς της ασφάλειας.

Όπως ανακοινώθηκε στο σχέδιο δράσης για την ευρωπαϊκή άμυνα, τον Ιούνιο του 2017, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία δρομολόγησε το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας (7), το οποίο αποτελείται από σκέλη έρευνας και ικανοτήτων.

Στα συμπεράσματά του της 22ας και 23ης Ιουνίου 2017 (8) το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε τις προαναφερθείσες πρωτοβουλίες που βασίζονται στη συνεργασία της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Ύστερα από τη συμφωνία που επιτεύχθηκε από τους συννομοθέτες, ο κανονισμός για τη θέσπιση του ευρωπαϊκού προγράμματος βιομηχανικής ανάπτυξης στον τομέα της άμυνας (EDIDP) εγκρίθηκε στις 18 Ιουλίου 2018 (9), ενώ η προπαρασκευαστική δράση για την έρευνα στον τομέα της άμυνας (PADR), η οποία στηρίζει τη συνεργατική έρευνα στον τομέα της άμυνας, παράγει αποτελέσματα από το 2017· τα πρώτα δύο προγράμματα εργασίας εγκρίθηκαν στις 11 Απριλίου 2017 και στις 9 Μαρτίου 2018.

Στις 13 Ιουνίου 2018 η Επιτροπή ενέκρινε την πρόταση κανονισμού για τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας (10) για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο 2021-2027, με την οποία πρότεινε συνολικό προϋπολογισμό ύψους 13 δισεκατ. ευρώ για την εν λόγω περίοδο, με στόχο τη στήριξη συνεργατικών έργων έρευνας και ανάπτυξης στον τομέα της άμυνας.

Λαμβανομένων υπόψη αυτών των εξελίξεων, η Επιτροπή επιβεβαιώνει εκ νέου ότι απαιτείται περισσότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις προμήθειες στον τομέα της άμυνας. Η παρούσα ανακοίνωση παρέχει καθοδήγηση σχετικά με τις διάφορες δυνατότητες συνεργατικών προμηθειών στον τομέα της άμυνας, με βάση τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας. Κατά περίπτωση, λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) (εφεξής: «οδηγία 2014/24/ΕΕ») σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες, στον βαθμό που θα μπορούσαν να παράσχουν καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο προσέγγισης ορισμένων θεμάτων που δεν καλύπτονται πλήρως από την οδηγία. Με τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης, η Επιτροπή επιδιώκει να παράσχει διευκρινίσεις στις αναθέτουσες αρχές των κρατών μελών, να αυξήσει την ασφάλεια δικαίου και να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους (συμπεριλαμβανομένων των διαφαινόμενων κινδύνων) μη συμμόρφωσης με τη νομοθεσία της ΕΕ για τις δημόσιες προμήθειες. Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτό θα έχει θετικό αντίκτυπο στις συνεργατικές προμήθειες στον τομέα της άμυνας μεταξύ των κρατών μελών.

Η παρούσα ανακοίνωση εξετάζει τις δυνατότητες τις οποίες προσφέρουν η οδηγία για τις δημόσιες συμβάσεις στον τομέα της άμυνας και η οδηγία 2014/24/ΕΕ σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες στα κράτη μέλη όσον αφορά την επιδίωξη συνεργατικών προμηθειών. Επιχειρεί να προωθήσει παραδείγματα σεναρίων συνεργατικών προμηθειών στον τομέα της άμυνας, τα οποία θα μπορούσαν να επιτρέπονται από τις διατάξεις και των δύο οδηγιών. Τα σενάρια αυτά διαφέρουν από ορισμένες απόψεις, αλλά έχουν ένα πολύ σημαντικό κοινό στοιχείο, δηλαδή αναφέρονται σε καταστάσεις στις οποίες δύο ή περισσότερα κράτη μέλη (ενδεχομένως σε συνεργασία με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες) συνεργάζονται, μέσω ad hoc ή διαρθρωμένων ρυθμίσεων, για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού (ή υπηρεσιών) προς χρήση από αυτά.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα σενάρια συνεργατικών προμηθειών που καλύπτει η παρούσα ανακοίνωση μπορούν, καταρχήν, να εφαρμοστούν τόσο στον τομέα του στρατιωτικού εξοπλισμού όσο και στον τομέα του ευαίσθητου εξοπλισμού ασφάλειας, δεδομένου ότι η οδηγία εφαρμόζεται και στους δύο αυτούς τομείς (12).

Η παρούσα ανακοίνωση επικεντρώνεται στις διατάξεις της οδηγίας για τις δημόσιες συμβάσεις στον τομέα της άμυνας. Δεν εξετάζει άλλα ζητήματα, όπως η ευθυγράμμιση των τεχνικών απαιτήσεων, ο συγχρονισμός των εθνικών δημοσιονομικών κύκλων, και άλλα νομικά και διοικητικά ζητήματα που μπορεί να έχουν πολύ σημαντικό αντίκτυπο στις συνεργατικές προμήθειες στον τομέα της άμυνας. Ο ΕΟΑ συνεργάζεται με τα κράτη μέλη για πολλά από αυτά τα ζητήματα. Η ανακοίνωση λαμβάνει επίσης υπόψη τον οδηγό του ΕΟΑ για τις συνεργατικές προμήθειες στον τομέα της άμυνας (αρχικά, από τον Απρίλιο του 2015).

Η ανακοίνωση δεν είναι νομικά δεσμευτική. Μόνο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να παρέχει νομικά δεσμευτική ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ.

Το τμήμα 3 της παρούσας ανακοίνωσης αντικαθιστά το τμήμα 3.3) «Cooperative programmes» του καθοδηγητικού σημειώματος του 2010 με τίτλο «Defence- and Security-specific exclusions» (13) και αντικαθιστά το σημείο 6 του καθοδηγητικού σημειώματος του 2010 «Research and Development» (14), ενώ το τμήμα 4 αντικαθιστά το τμήμα 2.4) «Contract award rules of international organisations» του καθοδηγητικού σημειώματος του 2010 με τίτλο «Defence- and Security-specific exclusions» (15).

2.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΟΤΑΝ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΥΝ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ

Στο παρόν τμήμα εξετάζονται διάφορες δυνατότητες ομαδοποιημένων προμηθειών από αναθέτουσες αρχές διαφόρων κρατών μελών. Η ομαδοποιημένη προμήθεια θα μπορούσε να πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση κεντρικής αρχής προμηθειών. Σύμφωνα με το άρθρο 1 σημείο 18), η κεντρική αρχή προμηθειών μπορεί να είναι μια ευρωπαϊκή δημόσια υπηρεσία ή αναθέτουσα αρχή/αναθέτων φορέας ενός κράτους μέλους (σενάριο του επικεφαλής κράτους).

2.1.   Ομαδοποιημένη προμήθεια χωρίς τη χρήση κεντρικής αρχής προμηθειών

Μολονότι η οδηγία δεν προβλέπει κανόνες ειδικά σχετικά με τις διαδικασίες ομαδοποιημένων προμηθειών στις οποίες συμμετέχουν αναθέτουσες αρχές από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, το κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο προβλέπεται από την οδηγία 2014/24/ΕΕ (ιδίως το άρθρο 39), δείχνει ότι η δυνατότητα οργάνωσης τέτοιων κοινών (από κοινού) διαδικασιών δεν είναι ασυμβίβαστη με τους στόχους της οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται ορισμένες απαιτήσεις. Ειδικότερα, η χρήση διαδικασίας ομαδοποιημένης προμήθειας δεν θα πρέπει να οδηγεί σε καταστρατήγηση των απαιτήσεων που ορίζονται στην οδηγία. Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται ότι, στον βαθμό που οι αναθέτουσες αρχές βασίζουν τις διαδικασίες ομαδοποιημένων προμηθειών τους στις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 39 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, για τις προμήθειές τους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, οι διαδικασίες αυτές θα ήταν συμβατές με την οδηγία.

Το άρθρο 39 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ προβλέπει τα στοιχεία που προσδιορίζονται σε συμφωνίες ομαδοποιημένων (από κοινού) προμηθειών ή ρυθμίσεις: τις ευθύνες των μερών της ομαδοποιημένης προμήθειας, τις σχετικές εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν διορθωτικά μέτρα) και την εσωτερική οργάνωση της διαδικασίας προμήθειας. Για λόγους διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου, η ανάθεση ευθυνών και το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να αναφέρονται στα έγγραφα της προμήθειας.

Σε περίπτωση που δύο ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές διεξάγουν κοινή διαδικασία προμηθειών στο σύνολό της, θα είναι από κοινού υπεύθυνες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους δυνάμει της οδηγίας. Αυτό, στην πράξη, σημαίνει ότι όλες οι αναθέτουσες αρχές θα φέρουν την ευθύνη για τυχόν παρατυπίες ή σφάλματα στη διαδικασία, υπό το πρίσμα των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία.

Ωστόσο, οι οικονομικοί φορείς που θα ήθελαν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους βάσει της οδηγίας δεν θα χρειάζεται να απευθύνονται σε όλες τις αναθέτουσες αρχές που συμμετέχουν στην ομαδοποιημένη προμήθεια, αλλά μόνο στην αναθέτουσα αρχή που είναι υπεύθυνη για τη διεξαγωγή της διαδικασίας υποβολής προσφορών. Ως εκ τούτου, οι οικονομικοί φορείς συναλλάσσονται με μία μόνο αναθέτουσα αρχή.

2.2.   Ομαδοποιημένη προμήθεια με τη χρήση κεντρικής αρχής προμηθειών

Το άρθρο 10 της οδηγίας ρυθμίζει την αγορά έργων, αγαθών ή υπηρεσιών από κεντρική αρχή προμηθειών ή μέσω αυτής. Μολονότι το άρθρο 10 δεν προβλέπει κανέναν κανόνα που να αφορά ειδικά τις περιπτώσεις στις οποίες εμπλέκονται περισσότερα του ενός κράτη μέλη που αγοράζουν από κοινού μέσω κεντρικής αρχής προμηθειών, το κανονιστικό πλαίσιο δείχνει ότι η δυνατότητα οργάνωσης τέτοιων κοινών διαδικασιών δεν είναι ασυμβίβαστη με τους στόχους της οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται ορισμένες απαιτήσεις. Ειδικότερα, η χρήση μίας κεντρικής αρχής προμηθειών δεν θα πρέπει να οδηγεί σε καταστρατήγηση των απαιτήσεων που ορίζονται στην οδηγία. Επομένως, οι ομαδοποιημένες προμήθειες από διάφορες αναθέτουσες αρχές διαφορετικών κρατών μελών, οι οποίες εκτελούνται μέσω κεντρικής αρχής προμηθειών, φαίνεται ότι αποτελούν πλήρως έγκυρο εργαλείο για τις δημόσιες προμήθειες στον τομέα της άμυνας, υπό την προϋπόθεση ότι μια συμφωνία μεταξύ των εμπλεκόμενων κρατών μελών καθιστά δυνατή την εν λόγω ομαδοποιημένη προμήθεια.

Το άρθρο 1 σημείο 18) της οδηγίας ορίζει ότι η κεντρική αρχή προμηθειών είναι μια αναθέτουσα αρχή/ένας αναθέτων φορέας ή μια ευρωπαϊκή δημόσια υπηρεσία που:

αποκτά προϊόντα και/ή υπηρεσίες που προορίζονται για αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς, ή

αναθέτει συμβάσεις ή συνάπτει συμφωνίες-πλαίσια για έργα, προϊόντα ή υπηρεσίες που προορίζονται για αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς (16).

Συνεπώς, κεντρική αρχή προμηθειών θα μπορούσε να είναι η κεντρική αρχή προμηθειών ενός κράτους μέλους που συμμετέχει στην ομαδοποιημένη προμήθεια ή μια ευρωπαϊκή δημόσια υπηρεσία.

2.2.1.   Ευρωπαϊκή δημόσια υπηρεσία ως κεντρική αρχή προμηθειών

Όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 1 σημείο 18) της οδηγίας αναγνωρίζει ότι μια δημόσια ευρωπαϊκή υπηρεσία η οποία δεν είναι η ίδια αναθέτουσα αρχή/αναθέτων φορέας μπορεί να ενεργεί ως κεντρική αρχή προμηθειών κατά την έννοια του άρθρου 10. Η οδηγία δεν ορίζει την έννοια της «ευρωπαϊκής δημόσιας υπηρεσίας». Ωστόσο, η αιτιολογική σκέψη 23 αναφέρει ότι «τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να ορίζουν ευρωπαϊκές δημόσιες υπηρεσίες που δεν υπόκεινται στην παρούσα οδηγία, όπως είναι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας, ως κεντρικές αρχές προμηθειών, υπό τον όρο ότι οι υπηρεσίες αυτές εφαρμόζουν σε εκείνες τις αγορές κανόνες σύναψης συμβάσεων σύμφωνους προς όλες τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας».

Σε περίπτωση που η κεντρική αρχή προμηθειών δεν είναι η ίδια αναθέτουσα αρχή, οι αναθέτουσες αρχές που τη χρησιμοποιούν υποχρεούνται να διασφαλίζουν ότι οι κανόνες που εφαρμόζει η κεντρική αρχή προμηθειών συμμορφώνονται με τους κανόνες της οδηγίας. Εκτός από την ιδιαιτερότητα αυτή, οι κανόνες που διέπουν τη χρήση μιας ευρωπαϊκής δημόσιας υπηρεσίας ως κεντρικής αρχής προμηθειών είναι οι ίδιοι με αυτούς που σχετίζονται με τη χρήση μιας κεντρικής αρχής προμηθειών που είναι αναθέτουσα αρχή/αναθέτων φορέας, όπως περιγράφεται στην παράγραφο κατωτέρω.

2.2.2.   Το σενάριο του επικεφαλής κράτους

Το σενάριο του επικεφαλής κράτους αναφέρεται σε μια κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα κράτη μέλη θα πραγματοποιήσουν από κοινού αγορά και θα οργανώσουν την εν λόγω αγορά ορίζοντας ως κεντρική αρχή προμηθειών την αναθέτουσα αρχή/τον αναθέτοντα φορέα ενός από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

α)   Ισχύον δίκαιο και ευθύνες των κεντρικών αρχών προμηθειών και των χρηστών τους

Μολονότι η οδηγία δεν περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις σχετικά με το σενάριο του επικεφαλής κράτους, η Επιτροπή πιστεύει ότι το κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο προβλέπεται από την οδηγία 2014/24/ΕΕ (ιδίως το άρθρο 39), δείχνει ότι η δυνατότητα οργάνωσης από κοινού αγορών δεν είναι ασυμβίβαστη με τους στόχους της οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται ορισμένες απαιτήσεις. Ειδικότερα, η χρήση του σεναρίου του επικεφαλής κράτους δεν θα πρέπει να οδηγεί σε καταστρατήγηση των απαιτήσεων που ορίζονται στην οδηγία. Εν προκειμένω, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι η καταστρατήγηση αυτή αποκλείεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αναθέτουσες αρχές ακολουθούν, τηρουμένων των αναλογιών, τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 39 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ για τις δημόσιες προμήθειες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

Έτσι, σε περίπτωση που δύο ή περισσότερα κράτη μέλη προβούν σε από κοινού αγορά και οργανώσουν την εν λόγω αγορά ορίζοντας την αναθέτουσα αρχή/τον αναθέτοντα φορέα ενός από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη ως κεντρική αρχή προμηθειών, η από κοινού αγορά πραγματοποιείται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η κεντρική αρχή προμηθειών (άρθρο 39 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ). Επιπλέον, κατ’ αναλογία προς το άρθρο 39 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, οι συμφωνίες ή οι ρυθμίσεις μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών μελών θα πρέπει να καθορίζουν τα εξής: τις ευθύνες της κεντρικής αρχής προμηθειών και των άλλων αναθετουσών αρχών, τις σχετικές εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν διορθωτικά μέτρα) και την εσωτερική οργάνωση της διαδικασίας προμήθειας. Για λόγους διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου, η ανάθεση ευθυνών και το σχετικό εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να αναφέρονται στις προδιαγραφές και στα έγγραφα της προμήθειας.

β)   Η ευθύνη για τη συμμόρφωση με την οδηγία

Όσον αφορά το ζήτημα της διαίρεσης της ευθύνης για τη συμμόρφωση με την οδηγία, το άρθρο 10 προβλέπει ότι «οι αναθέτουσες αρχές που αγοράζουν έργα, προμήθειες και/ή υπηρεσίες από ή μέσω κεντρικής αρχής προμηθειών θεωρείται ότι έχουν τηρήσει την παρούσα οδηγία, εφόσον την έχει τηρήσει η κεντρική αρχή προμηθειών». Αυτό σημαίνει ότι μια αναθέτουσα αρχή που αγοράζει έργα, αγαθά (προμήθειες) ή υπηρεσίες από την κεντρική αρχή προμηθειών, ή μέσω αυτής, εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από την οδηγία, εφόσον η κεντρική αρχή προμηθειών από ή μέσω της οποίας γίνεται η αγορά εφαρμόζει την οδηγία μέσω της εθνικής νομοθεσίας μεταφοράς.

Μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η κεντρική αρχή προμηθειών εκτελεί μόνο ορισμένα μέρη της διαδικασίας προμήθειας για τις άλλες αναθέτουσες αρχές. Αυτό μπορεί να συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση που η κεντρική αρχή προμηθειών είναι υπεύθυνη για τη σύναψη συμφωνίας-πλαισίου και οι επιμέρους αναθέτουσες αρχές είναι υπεύθυνες για την επανεκκίνηση διαγωνισμού για την ανάθεση συγκεκριμένων συμβάσεων, βάσει της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αναθέτουσες αρχές που χρησιμοποιούν την κεντρική αρχή προμηθειών έχουν αποκλειστική ευθύνη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία όσον αφορά τα τμήματα της διαδικασίας προμήθειας που διεξάγουν οι ίδιες.

Μια συμφωνία μεταξύ των εμπλεκομένων κρατών μελών καθιστά δυνατή την εν λόγω ομαδοποιημένη προμήθεια.

3.   ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΝΕΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ — ΑΡΘΡΟ 13 ΣΤΟΙΧΕΙΟ Γ) ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ

Το άρθρο 13 στοιχείο γ) της οδηγίας αφορά συγκεκριμένη κατηγορία πρωτοβουλιών συνεργασίας στον τομέα της άμυνας. Προβλέπει ειδική εξαίρεση για τα προγράμματα συνεργασίας βάσει έρευνας και ανάπτυξης. Η οδηγία δεν εφαρμόζεται «στις συμβάσεις που ανατίθενται στο πλαίσιο προγράμματος συνεργασίας βάσει έρευνας και ανάπτυξης, που εκτελούνται από κοινού από τουλάχιστον δύο κράτη μέλη για την ανάπτυξη νέου προϊόντος και, κατά περίπτωση, τις μεταγενέστερες φάσεις για όλα ή μέρη του κύκλου ζωής του προϊόντος αυτού».

Η εν λόγω εξαίρεση αναγνωρίζει την ιδιαίτερη σημασία των προγραμμάτων συνεργασίας για την ενίσχυση των ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνατοτήτων και τη δημιουργία μιας ισχυρής και ανταγωνιστικής ευρωπαϊκής βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης στον τομέα της άμυνας (ΕΒΤΒΑ), δεδομένου ότι αυτά τα προγράμματα «συμβάλλουν στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και στην αντιμετώπιση του υψηλού κόστους έρευνας και ανάπτυξης πολυσύνθετων οπλικών συστημάτων» (αιτιολογική σκέψη 28 της οδηγίας).

Το άρθρο 11 της οδηγίας καθιστά σαφές ότι: «Οι κανόνες, διαδικασίες, προγράμματα, συμφωνίες, διακανονισμοί ή συμβάσεις των οποίων μνεία γίνεται στο παρόν τμήμα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται με σκοπό την παράκαμψη των διατάξεων της παρούσας οδηγίας». Αυτό αφορά επίσης και την εφαρμογή του άρθρου 13 στοιχείο γ) της οδηγίας.

3.1.   «Βάσει έρευνας και ανάπτυξης»

Για να μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 13 στοιχείο γ), ένα πρόγραμμα συνεργασίας πρέπει να βασίζεται στην έρευνα και ανάπτυξη (εφεξής «Ε & Α»). Για τους σκοπούς της οδηγίας 2009/81/ΕΚ, η έρευνα και ανάπτυξη ορίζεται στο άρθρο 1 σημείο 27), ενώ στην αιτιολογική σκέψη 13 παρέχονται περαιτέρω εξηγήσεις.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 σημείο 27), «"έρευνα και ανάπτυξη": όλες οι δραστηριότητες που περιλαμβάνουν βασική έρευνα, εφαρμοσμένη έρευνα και πειραματική ανάπτυξη, όπου η τελευταία μπορεί να περιλαμβάνει την υλοποίηση έργων τεχνολογικής επίδειξης, δηλαδή συσκευών που θα καταδεικνύουν τις επιδόσεις νέας μεθόδου ή τεχνολογίας σε σχετικό ή αντιπροσωπευτικό περιβάλλον».

Η αιτιολογική σκέψη 13 έχει ως εξής: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η έρευνα και ανάπτυξη θα πρέπει να καλύπτει τη βασική έρευνα, την εφαρμοσμένη έρευνα και την πειραματική ανάπτυξη. Η βασική έρευνα συνίσταται σε πειραματική ή θεωρητική εργασία που αναλαμβάνεται κυρίως για την παραγωγή νέων γνώσεων σχετικά με τα βασικά αίτια φαινομένων και παρατηρήσιμων γεγονότων, χωρίς να προβλέπεται πρακτική εφαρμογή ή χρήση. Η εφαρμοσμένη έρευνα συνίσταται επίσης σε πρωτότυπα έργα με σκοπό την παραγωγή νέας γνώσης. Πάντως, κατευθύνεται πρωτίστως προς έναν συγκεκριμένο πρακτικό στόχο ή σκοπό. Η πειραματική ανάπτυξη συνίσταται σε έργο που βασίζεται σε υφιστάμενη γνώση που έχει ληφθεί από έρευνα και/ή εμπειρία στην πράξη με σκοπό την παρασκευή νέων υλικών, προϊόντων ή συσκευών, την εισαγωγή νέων διεργασιών, συστημάτων και υπηρεσιών ή τη σημαντική βελτίωση εκείνων που ήδη υπάρχουν. Η πειραματική ανάπτυξη μπορεί να περιλαμβάνει την υλοποίηση έργων τεχνολογικής επίδειξης, δηλαδή συσκευών που θα καταδεικνύουν τις επιδόσεις νέας μεθόδου ή τεχνολογίας σε σχετικό ή αντιπροσωπευτικό περιβάλλον. Η έρευνα και ανάπτυξη δεν περιλαμβάνει την κατασκευή και τον χαρακτηρισμό πρωτοτύπων προ-παραγωγής, εργαλεία και βιομηχανική μηχανοτεχνία, βιομηχανικό σχεδιασμό ή κατασκευή».

Η προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία ένα πρόγραμμα πρέπει να βασίζεται σε έρευνα και ανάπτυξη σημαίνει ότι το πρόγραμμα πρέπει να περιλαμβάνει φάση έρευνας και ανάπτυξης.

Χάριν ευκολίας, η «Ε & Α» σύμφωνα με το άρθρο 13 στοιχείο γ) καλύπτει κατά κανόνα τα επίπεδα τεχνολογικής ετοιμότητας (17) 1 έως 7. Τα εν λόγω επίπεδα τεχνολογικής ετοιμότητας συνιστούν Ε & Α στον βαθμό που συνεπάγονται την απόκτηση νέων γνώσεων ή τον συνδυασμό, τη διαμόρφωση, τη χρήση και τη δοκιμή υφιστάμενων γνώσεων και δεξιοτήτων με στόχο την ανάπτυξη νέων ή βελτιωμένων προϊόντων, υλικών, συστημάτων, διαδικασιών και υπηρεσιών. Για τους σκοπούς του άρθρου 13 στοιχείο γ), το πρόγραμμα συνεργασίας δεν χρειάζεται να περιλαμβάνει δραστηριότητες που καλύπτουν όλα τα διαφορετικά επίπεδα τεχνολογικής ετοιμότητας. Ωστόσο, για τους σκοπούς της οδηγίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δραστηριότητα έρευνας και ανάπτυξης η προετοιμασία πρωτοτύπων προ-παραγωγής (έκδοση που υποβάλλεται σε δοκιμή για να εντοπιστούν προβλήματα και να αξιολογηθεί η καταλληλότητα των κατασκευαστικών διεργασιών πριν από την έναρξη της παραγωγής).

Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο ορισμός της Ε & Α για τους σκοπούς της οδηγίας δεν θίγει τους ορισμούς της Ε & Α που περιέχονται σε άλλες πράξεις της ΕΕ.

3.2.   Η ανάπτυξη νέου προϊόντος

Μία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 13 στοιχείο γ) είναι ο σκοπός του προγράμματος, δηλαδή η ανάπτυξη νέου προϊόντος.

Σύμφωνα με τους ευρύτερους στόχους του άρθρου 13 στοιχείο γ), δηλαδή για να συμβάλλουν στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και στην αντιμετώπιση του υψηλού κόστους έρευνας και ανάπτυξης πολυσύνθετων οπλικών συστημάτων, τα προϊόντα συνεργασίας που βασίζονται στην έρευνα και ανάπτυξη για την αναβάθμιση υφιστάμενων προϊόντων μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εμπίπτουν και στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας διάταξης. Για να μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 13 στοιχείο γ), η εν λόγω αναβάθμιση πρέπει να οδηγεί σε σημαντικές αλλαγές ή ουσιαστικές βελτιώσεις του προϊόντος. Τα σχετικά κριτήρια για την εκτίμηση των εν λόγω αλλαγών ή βελτιώσεων μπορούν να περιλαμβάνουν: σημαντικές αλλαγές στον υφιστάμενο εξοπλισμό· την έκταση των νέων λειτουργιών του εξοπλισμού· διαρθρωτικές αλλαγές σε πλατφόρμες.

3.3.   Μεταγενέστερες φάσεις του κύκλου ζωής

Παράλληλα με την ανάπτυξη νέου προϊόντος, το άρθρο 13 στοιχείο γ) προβλέπει ότι το πρόγραμμα μπορεί να περιλαμβάνει τις μεταγενέστερες φάσεις του συνόλου ή μέρους του κύκλου ζωής του προϊόντος, όπως η κατασκευή πρωτοτύπων προ-παραγωγής, η παραγωγή ή η συντήρηση. Οι συμβάσεις που σχετίζονται με αυτές τις μεταγενέστερες φάσεις καλύπτονται από την εξαίρεση, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω συμβάσεις ανατίθενται επίσης στο πλαίσιο του προγράμματος συνεργασίας. Αντιθέτως, ένα κράτος μέλος το οποίο συμμετέχει στη φάση έρευνας και ανάπτυξης, αλλά αποφασίζει να πραγματοποιήσει τις αγορές του για τις μεταγενέστερες φάσεις του κύκλου ζωής του προϊόντος χωριστά, θα πρέπει να εφαρμόσει την οδηγία για την ανάθεση των εν λόγω συμβάσεων.

3.4.   Συμβάσεις που ανατίθενται στο πλαίσιο προγράμματος συνεργασίας

Το άρθρο 13 στοιχείο γ) εφαρμόζεται σε όλες τις συμβάσεις που συνάπτονται από αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς κρατών μελών, ή εξ ονόματός τους, στο πλαίσιο προγράμματος συνεργασίας που βασίζεται στην Ε & Α, αρκεί η σύμβαση να πληροί τους λοιπούς όρους της εν λόγω διάταξης. Στο πλαίσιο αυτό, η αιτιολογική σκέψη 28 αναφέρει ρητά ότι η εξαίρεση του άρθρου 13 στοιχείο γ) θα πρέπει να εφαρμόζεται σε προγράμματα βάσει Ε & Α τα οποία διαχειρίζονται διεθνείς οργανισμοί, όπως ο Κοινός Οργανισμός Συνεργασίας στον τομέα των Εξοπλισμών (OCCAR) ή οι υπηρεσίες του ΝΑΤΟ, ή οργανισμοί της Ένωσης, όπως ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας (ΕΟΑ), οι οποίοι στη συνέχεια αναθέτουν συμβάσεις εξ ονόματος των κρατών μελών. Το ίδιο ισχύει για τις συμβάσεις οι οποίες ανατίθενται από αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς ενός κράτους μέλους βάσει του μοντέλου του «επικεφαλής κράτους» που ενεργούν για ίδιο λογαριασμό και εξ ονόματος τουλάχιστον ενός άλλου κράτους μέλους.

Οι συμβάσεις ανατίθενται «στο πλαίσιο προγράμματος συνεργασίας», εφόσον ανατίθενται από την οντότητα ή τις οντότητες που έχουν οριστεί για τον σκοπό αυτόν βάσει των ρυθμίσεων που διέπουν το πρόγραμμα συνεργασίας, και σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικασίες που περιλαμβάνονται σε αυτές τις ρυθμίσεις. Η ύπαρξη διαφόρων ρυθμίσεων, καθεμία από τις οποίες καλύπτει διαφορετικές φάσεις του προγράμματος, ή αλλαγών στη σύνθεση των συμμετεχόντων κρατών μελών (υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον δύο συμμετέχουν στο πρόγραμμα), δεν αποκλείουν την εκπλήρωση του όρου αυτού για τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 13 στοιχείο γ).

3.5.   Προγράμματα «που εκτελούνται από κοινού από τουλάχιστον δύο κράτη μέλη»

Τα προγράμματα συνεργασίας πρέπει να «εκτελούνται από κοινού από τουλάχιστον δύο κράτη μέλη». Η συμμετοχή μπορεί να περιορίζεται ή να μην περιορίζεται στα κράτη μέλη της ΕΕ. Με άλλα λόγια, τα προγράμματα συνεργασίας με συμμετοχή τρίτων χωρών καλύπτονται επίσης από την εξαίρεση, αρκεί να συμμετέχουν επίσης τουλάχιστον δύο κράτη μέλη. Σε κάθε περίπτωση, και σύμφωνα με το άρθρο 11, οι όροι «εκτελούνται από κοινού» και «πρόγραμμα συνεργασίας» υποδηλώνουν ότι το πρόγραμμα πρέπει να βασίζεται σε μια πραγματικά συνεργατική αντίληψη. Επομένως, η συμμετοχή σε ένα πρόγραμμα συνεργασίας ερμηνεύεται ως κάτι που δεν περιορίζεται μόνο στην αγορά του εξοπλισμού, αλλά περιλαμβάνει, ιδίως, την αναλογική κατανομή των τεχνικών και οικονομικών κινδύνων και ευκαιριών, τη συμμετοχή στη διαχείριση του προγράμματος και τη λήψη αποφάσεων σχετικά με αυτό. Δεδομένων των διαφορών μεταξύ των προϋπολογισμών άμυνας των κρατών μελών και των αναγκών των αντίστοιχων ενόπλων δυνάμεών τους, το ύψος της επιμέρους συνεισφοράς στα προγράμματα συνεργασίας μπορεί να ποικίλλει σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση του κατά πόσον ένα πρόγραμμα βασίζεται σε πραγματικά συνεργατική αντίληψη, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 13 στοιχείο γ), πρέπει να επικεντρώνεται στη συνεργατική φύση του προγράμματος και στην ποιότητα της συμμετοχής κάθε κράτους μέλους, και όχι σε ποσοτική προσέγγιση.

Ένα πρόγραμμα Ε & Α που τελεί υπό τη διαχείριση των θεσμικών οργάνων ή των οργανισμών της ΕΕ, δηλαδή υλοποιείται σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ και χρηματοδοτείται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ (ή από άλλο διεθνή οργανισμό στον οποίο συμμετέχουν τουλάχιστον δύο κράτη μέλη), θα αποτελούσε πρόγραμμα συνεργασίας που θα εκτελούνταν από κοινού από τουλάχιστον δύο κράτη μέλη κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχείο γ). Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα μπορούσε —όπως κάθε πρόγραμμα Ε & Α— να συνεχιστεί για τις φάσεις μετά την Ε & Α, και, στην περίπτωση αυτή, οι συμβάσεις που ανατίθενται στο πλαίσιο του προγράμματος παρακολούθησης μπορούν επίσης να εξαιρεθούν δυνάμει του άρθρου 13 στοιχείο γ) (βλέπε τμήμα 3.3 ανωτέρω).

3.6.   Προσχώρηση κρατών μελών σε μεταγενέστερο στάδιο

Με σκοπό την τόνωση της συμμετοχής των κρατών μελών σε προγράμματα συνεργασίας βάσει Ε & Α, πρέπει να ερμηνευθεί ότι η εξαίρεση δυνάμει του άρθρου 13 στοιχείο γ) επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να συμμετάσχει σε ένα τέτοιο πρόγραμμα μετά τη λήξη της φάσης Ε & Α για τις μεταγενέστερες φάσεις του κύκλου ζωής του προϊόντος, υπό τον όρο ότι το κράτος μέλος θα καταστεί πλήρες μέλος του προγράμματος. Αυτό σημαίνει ότι η συμμετοχή του επισημοποιείται με συμφωνία ή ρύθμιση με τα λοιπά συμμετέχοντα κράτη μέλη και συνεπάγεται ότι το νέο κράτος μέλος απολαύει των ειδικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προβλέπονται για τα μέλη του προγράμματος συνεργασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας, η συμμετοχή ενός ή περισσότερων κρατών μελών που προσχωρούν αργότερα πρέπει να είναι πραγματική συμμετοχή στο πρόγραμμα, αποφεύγοντας κάθε καταστρατήγηση των κανόνων της οδηγίας. Στην περίπτωση αυτή, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει επίσης να κοινοποιήσει την προσχώρησή του στο πρόγραμμα.

3.7.   Κοινοποίηση στην Επιτροπή

Το τελευταίο μέρος του άρθρου 13 στοιχείο γ) παραθέτει τις πληροφορίες τις οποίες τα κράτη μέλη πρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος (18). Παρόλο που δεν προσδιορίζει πόσο λεπτομερείς πρέπει να είναι οι πληροφορίες σχετικά με το μερίδιο της Ε & Α, τον επιμερισμό του κόστους και το προβλεπόμενο ποσοστό αγορών, βάσει της γενικής έννοιας της παρούσας διάταξης, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαιτούνται επαρκείς πληροφορίες ώστε να καταδεικνύεται:

1)

ότι το πρόγραμμα αφορά την ανάπτυξη νέου προϊόντος ή αναβαθμισμένου προϊόντος το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3.2 ανωτέρω·

2)

ότι η συμμετοχή των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας δεν είναι απλώς συμβολική συνεισφορά σε εθνικό πρόγραμμα, και ότι αφορά πραγματική συμμετοχή.

Για τον σκοπό αυτό, η κοινοποίηση πρέπει να αναφέρει τουλάχιστον το μερίδιο των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης σε σχέση με το συνολικό κόστος του προγράμματος και τη συμφωνία επιμερισμού του κόστους. Το προβλεπόμενο ποσοστό αγορών ανά κράτος μέλος θα πρέπει να παρέχεται μόνο στον βαθμό που οι πληροφορίες αυτές είναι ήδη διαθέσιμες κατά τη στιγμή της κοινοποίησης.

Κάθε συμμετέχον κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για τη δική του κοινοποίηση. Τα κράτη μέλη που συμμετέχουν σε πρόγραμμα συνεργασίας μετά τις αρχικές φάσεις του, ακόμη και μετά το τέλος της φάσης Ε & Α, πρέπει επίσης να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή την προσχώρησή τους στο πρόγραμμα (προαιρετικά, με κοινοποίηση στα λοιπά συμμετέχοντα κράτη μέλη).

Οι κοινοποιήσεις μπορούν να αποστέλλονται είτε ταχυδρομικώς είτε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στη ΓΔ GROW (μονάδα G3). Η ηλεκτρονική διεύθυνση για την αποστολή των κοινοποιήσεων είναι: GROW-DEFENCE@ec.europa.eu.

Η ταχυδρομική διεύθυνση είναι:

European Commission

DG GROW/G3

1049 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË

Όσον αφορά τη χρονική στιγμή της κοινοποίησης, το άρθρο 13 στοιχείο γ) αναφέρει σαφώς ότι η κοινοποίηση θα πρέπει να λάβει χώρα «μόλις ολοκληρωθεί το πρόγραμμα συνεργασίας». Αυτό σημαίνει ότι η κοινοποίηση θα πρέπει να λάβει χώρα αμέσως μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος συνεργασίας μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών. Σε κάθε περίπτωση, η κοινοποίηση θα πρέπει να λάβει χώρα πριν από την ανάθεση των συμβάσεων.

4.   ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΜΕΣΩ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ — ΑΡΘΡΟ 12 ΣΤΟΙΧΕΙΟ Γ) ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ

Ο όρος «διεθνής οργανισμός» δεν ορίζεται στην οδηγία. Το επεξηγηματικό σημείωμα του 2010 με τίτλο «Defence- and Security-specific exclusions» (19) αναφερόταν σε «μόνιμο φορέα με χωριστή νομική προσωπικότητα, που έχει θεσπιστεί με συνθήκη μεταξύ κυρίαρχων κρατών ή διακυβερνητικών οργανισμών και έχει τους δικούς του οργανωτικούς κανόνες και δομές (a permanent institution with separate legal personality, set up by a treaty between sovereign states or intergovernmental organisations and having its own organisational rules and structures)». Ο ορισμός που δίνει η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών (20) είναι: «οργανισμός ο οποίος έχει συσταθεί με συνθήκη ή άλλο μέσο που διέπεται από το διεθνές δίκαιο και διαθέτει τη δική του διεθνή νομική προσωπικότητα (an organisation established by a treaty or other instrument governed by international law and possessing its own international legal personality)».

Το άρθρο 12 στοιχείο γ) της οδηγίας προβλέπει δύο εξαιρέσεις.

Σύμφωνα με την πρώτη εξαίρεση, η οδηγία δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις που διέπονται από τους ειδικούς διαδικαστικούς κανόνες διεθνούς οργανισμού που αγοράζει για δικούς του σκοπούς. Η τελευταία πρόταση της αιτιολογικής σκέψης 26 της οδηγίας διευκρινίζει ότι πρόκειται για «συμβάσεις που συνάπτονται από διεθνείς οργανισμούς για δικούς τους σκοπούς». Δεδομένου ότι η οδηγία απευθύνεται σε κράτη μέλη και δεν μπορεί να δεσμεύσει διεθνείς οργανισμούς, σύμφωνα με το άρθρο 12 στοιχείο γ), οι κανόνες της οδηγίας δεν εφαρμόζονται στις αγορές που πραγματοποιούνται από διεθνή οργανισμό εξ ονόματος του ιδίου και για ίδιο λογαριασμό.

Οι αγορές που πραγματοποιούνται από διεθνή οργανισμό για τους σκοπούς του θα πρέπει να νοείται ότι καλύπτουν τις αγορές αμυντικού εξοπλισμού/υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από διεθνή οργανισμό για τους σκοπούς ή τις αποστολές του (την επίτευξη αυτών), όπως ορίζονται συνήθως στις σχετικές ιδρυτικές πράξεις. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να υπάρχει σαφής σύνδεση μεταξύ των σκοπών και των αποστολών του διεθνούς οργανισμού και μεταξύ των όσων αγοράζονται και των όσων καθορίζονται στην ανάθεση της σύμβασης.

Σύμφωνα με τη δεύτερη εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 12 στοιχείο γ), η οδηγία δεν εφαρμόζεται σε «συμβάσεις που πρέπει να αναθέσει κράτος μέλος» σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανόνες διεθνούς οργανισμού. Αυτό μπορεί να συμβεί, για παράδειγμα, όταν ένα κράτος μέλος ενεργεί εξ ονόματος διεθνούς οργανισμού ή λαμβάνει χρηματοδοτική συνεισφορά από τον εν λόγω διεθνή οργανισμό για την εκτέλεση της σύμβασης που το υποχρεώνει να εφαρμόσει τους ειδικούς διαδικαστικούς κανόνες του διεθνούς οργανισμού για τις δημόσιες προμήθειες.

Το άρθρο 11 καθιστά σαφές ότι τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν συμβάσεις ανάθεσης μέσω διεθνών οργανισμών με σκοπό την παράκαμψη των διατάξεων της οδηγίας. Για να μπορέσει να επικαλεστεί την εξαίρεση του άρθρου 12 στοιχείο γ), το κράτος μέλος που επιθυμεί να βασιστεί σε αυτή θα πρέπει να είναι σε θέση να δικαιολογήσει μια τέτοια απόφαση [δηλαδή να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 12 στοιχείο γ)].

5.   ΣΥΓΚΛΙΣΗ ΤΩΝ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΩΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΚΡΑΤΩΝ

Ορισμένες διατάξεις της οδηγίας καλύπτουν ρητά καταστάσεις στις οποίες τουλάχιστον δύο κράτη μέλη θεσπίζουν πρωτοβουλία συνεργασίας στον τομέα της άμυνας. Παράδειγμα τέτοιας διάταξης αποτελεί το άρθρο 13 στοιχείο γ), το οποίο αφορά τα προγράμματα συνεργασίας για την ανάπτυξη νέου προϊόντος βάσει Ε & Α που διεξάγεται από κοινού από τουλάχιστον δύο κράτη μέλη (όπως παρουσιάζεται στο τμήμα 3).

Θα μπορούσαν επίσης να υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η απόφαση για συνεργασία και έναρξη διαδικασίας σύγκλισης δυνατοτήτων (π.χ. «συνένωση και κοινή χρήση») με άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα πραγματοποιείται όταν η εν λόγω στρατιωτική δυνατότητα είναι ήδη σε λειτουργία στο εν λόγω κράτος ή χώρα.

5.1.   Συνεργασία στον τομέα της άμυνας που θεσπίζεται σε μεταγενέστερο στάδιο

Για τη θέσπιση συνεργασίας στον τομέα της άμυνας, μπορεί να απαιτηθεί η αγορά από κράτος μέλος δυνατότητας που ανήκει ήδη σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα. Εάν η αγορά γίνει από το απόθεμα αυτού του άλλου κράτους ή χώρας, το άρθρο 13 στοιχείο στ) προβλέπει ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται στην αγορά αυτή. Η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις συμβάσεις μεταξύ κυβερνήσεων εξηγεί τους κανόνες και τις βέλτιστες πρακτικές που εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή (21).

5.2.   Διαδικασία διαπραγμάτευσης χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού — άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

Εκτός από τις αγορές μεταξύ κυβερνήσεων, είναι επίσης δυνατό να πραγματοποιηθεί αγορά απευθείας από τον παραγωγό του σχετικού εξοπλισμού. Το άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας ορίζει ότι οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς μπορούν να αναθέτουν συμβάσεις έργων, αγαθών (προμηθειών) και υπηρεσιών με διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς να προηγείται δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού «εάν, για λόγους τεχνικούς ή σχετικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, η σύμβαση μπορεί να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο οικονομικό φορέα».

Η χρήση αυτής της διαδικασίας πρέπει να αιτιολογείται στη γνωστοποίηση ανάθεσης σύμβασης, όπως απαιτείται από το άρθρο 30 παράγραφος 3 της οδηγίας (22).

Η αιτιολογική σκέψη 52 της οδηγίας περιέχει περαιτέρω εξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας και παραδείγματα περιπτώσεων στις οποίες η σύμβαση μπορεί να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο οικονομικό φορέα. Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη έχει ως εξής: «Ενδέχεται για ορισμένες αγορές εντός του πεδίου της παρούσας οδηγίας, μόνον ένας οικονομικός φορέας να μπορεί να εκτελέσει τη σύμβαση διότι διαθέτει αποκλειστικά δικαιώματα ή για τεχνικούς λόγους. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να επιτρέπεται στις αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς να συνάπτουν συμβάσεις ή συμφωνίες-πλαίσιο απευθείας μόνον με αυτόν τον οικονομικό φορέα. Πάντως, τεχνικοί λόγοι ότι μόνον ένας οικονομικός φορέας μπορεί να εκτελέσει τη σύμβαση, θα πρέπει να καθορίζονται με αυστηρότητα και να αιτιολογούνται κατά περίπτωση. Θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν, επί παραδείγματι, αυστηρά τεχνική αδυναμία ενός υποψηφίου εκτός του επιλεγέντος οικονομικού φορέα να επιτύχει τους απαιτούμενους στόχους, ή την αναγκαιότητα χρήσης ειδικής τεχνογνωσίας, εργαλείων ή μέσων που διαθέτει μόνον ένας φορέας. Τέτοια μπορεί να είναι η περίπτωση, επί παραδείγματι, τροποποίησης ή εκ των υστέρων μετατροπής ιδιαίτερα πολυσύνθετου εξοπλισμού. Οι τεχνικοί λόγοι μπορεί να προέρχονται επίσης από ειδικές απαιτήσεις διαλειτουργικότητας ή ασφάλειας, που πρέπει να πληρούνται για να εξασφαλισθεί η λειτουργία των ενόπλων δυνάμεων ή των δυνάμεων ασφαλείας».

Δεδομένου ότι η αγορά πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 28 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας, η ανάθεση της σύμβασης από το κράτος μέλος αγοράς θα υπόκειται στις διατάξεις της οδηγίας σχετικά με τις διαδικασίες προσφυγής (άρθρο 55 και επόμενα). Επιπλέον, η ύπαρξη τεχνικών λόγων που αποκλείουν τη δημοσίευση της προκήρυξης διαγωνισμού πρέπει να εξηγούνται και να αιτιολογούνται δεόντως σε κάθε περίπτωση, λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι η δυνατότητα εφαρμογής της εξαίρεσης πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση και να ερμηνεύεται στενά.

Σε περιπτώσεις συνεργασίας μεταξύ κρατών στον τομέα της άμυνας, όταν ένα κράτος μέλος αγοράζει (απευθείας από τον παραγωγό) αμυντική δυνατότητα που ανήκει ήδη σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα που συμμετέχει στη συνεργασία, «τεχνικοί λόγοι» κατά την έννοια του άρθρου 28 παράγραφος 1 στοιχείο ε) θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να συντρέχουν εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

Θεσπίζεται πραγματική πρωτοβουλία συνεργασίας στον τομέα της άμυνας (π.χ. «συνένωση και κοινή χρήση», από κοινού συντήρηση και ενδοϋπηρεσιακή υποστήριξη ή κοινή επιχείρηση) με διεθνή συμφωνία ή ρύθμιση μεταξύ του κράτους μέλους αγοράς και άλλων κρατών μελών ή τρίτων χωρών·

Αυτό γίνεται πριν από τον καθορισμό της στρατηγικής προμηθειών από το κράτος μέλος αγοράς·

Αφού αξιολογήσει κατά πόσον τα ομοειδή προϊόντα και/ή ο εξοπλισμός που κυκλοφορούν στην αγορά θα καθιστούσαν δυνατή την εφαρμογή της πρωτοβουλίας συνεργασίας στον τομέα της άμυνας, το κράτος μέλος αγοράς τεκμηριώνει ότι μόνον η προμήθεια εξοπλισμού που είναι ίδιος με αυτόν που βρίσκεται ήδη σε λειτουργία στο άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα επιτρέπει την υλοποίηση της πρωτοβουλίας συνεργασίας στον τομέα της άμυνας. Η αξιολόγηση αυτή θα μπορούσε, για παράδειγμα, να λάβει τη μορφή της ανάλυσης αγοράς που προβλέπεται στο κεφάλαιο 3 της ανακοίνωσης της Επιτροπής που παρέχει κατευθυντήριες γραμμές για την ανάθεση συμβάσεων μεταξύ κυβερνήσεων στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας [άρθρο 13 στοιχείο στ) της οδηγίας 2009/81/ΕΚ].

Οι ανωτέρω «λόγοι» για τη χρήση του άρθρου 28 παράγραφος 1 στοιχείο ε) δεν ισχύουν για την αρχική προμήθεια του κράτους μέλους που απέκτησε πρώτο την εν λόγω δυνατότητα.


(1)  Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου EUCO 217/13 της 20ής Δεκεμβρίου 2013, http://data.consilium.europa.eu/doc/document/ST-217-2013-INIT/el/pdf.

(2)  Κοινή δήλωση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του γενικού γραμματέα του Οργανισμού Βορειοατλαντικού συμφώνου, της 8ης Ιουλίου 2016, https://www.nato.int/cps/en/natohq/official_texts_133163.htm.

(3)  Οδηγία 2009/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης ορισμένων συμβάσεων έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται από αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας καθώς και την τροποποίηση των οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ (ΕΕ L 216 της 20.8.2009, σ. 76).

(4)  Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την εφαρμογή της οδηγίας 2009/81/ΕΚ για τις δημόσιες συμβάσεις στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας, ώστε να συμμορφώνεται με το άρθρο 73 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας [COM(2016) 762 final].

(5)  Συζητήθηκε με τα κράτη μέλη σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων και εθνικών διευθυντών εξοπλισμών.

(6)  Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — Σχέδιο δράσης για την ευρωπαϊκή άμυνα [COM(2016) 0950 final].

(7)  Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — Δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας [COM(2017) 295 final].

(8)  https://www.consilium.europa.eu/media/23968/22-23-euco-final-conclusions-el.pdf

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1092 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, για τη θέσπιση του ευρωπαϊκού προγράμματος βιομηχανικής ανάπτυξης στον τομέα της άμυνας, που αποσκοπεί στη στήριξη της ανταγωνιστικότητας και της καινοτόμου ικανότητας της αμυντικής βιομηχανίας της Ένωσης (ΕΕ L 200 της 7.8.2018, σ. 30).

https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32018R1092&from=EN

(10)  Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας [COM(2018) 476 final – 2018/0254 (COD)].

(11)  Οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 65).

(12)  Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας καθορίζεται στο άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας.

(13)  http://ec.europa.eu/DocsRoom/documents/15408/attachments/1/translations/

(14)  http://ec.europa.eu/DocsRoom/documents/14833/attachments/1/translations

(15)  http://ec.europa.eu/DocsRoom/documents/15408/attachments/1/translations/

(16)  Ο αντίστοιχος ορισμός στη γενική οδηγία 2014/24/ΕΕ για τις δημόσιες προμήθειες είναι διαφορετικός από ορισμένες απόψεις. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 16) της εν λόγω οδηγίας, ως «κεντρική αρχή αγορών» νοείται η αναθέτουσα αρχή που παρέχει κεντρικές δραστηριότητες προμηθειών και, ενδεχομένως, επικουρικές δραστηριότητες προμηθειών, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 14) της ίδιας οδηγίας, ως «κεντρικές δραστηριότητες προμηθειών» νοούνται δραστηριότητες που διεξάγονται σε μόνιμη βάση με μία από τις κατωτέρω μορφές:

α)

η απόκτηση αγαθών και/ή υπηρεσιών που προορίζονται για αναθέτουσες αρχές,

β)

η ανάθεση δημόσιων συμβάσεων ή η σύναψη συμφωνιών-πλαισίων για έργα, αγαθά ή υπηρεσίες που προορίζονται για αναθέτουσες αρχές.

Ορισμένες οργανωτικές πτυχές της συμμετοχής των κεντρικών αρχών προμηθειών ορίζονται στην οδηγία 2014/24/ΕΕ, όπου θεσπίζεται υποχρέωση ηλεκτρονικής επικοινωνίας.

(17)  Περιγραφή των επιπέδων τεχνολογικής ετοιμότητας παρέχεται στο πλαίσιο του προγράμματος «Ορίζων 2020»: http://ec.europa.eu/research/participants/data/ref/h2020/wp/2014_2015/annexes/h2020-wp1415-annex-g-trl_en.pdf.

(18)  Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή όταν ένα πρόγραμμα συνεργασίας συνάπτεται μεταξύ κρατών μελών μόνον.

(19)  Directive 2009/81/EC on the award of contracts in the fields of defence and security: Defence-and security-specific exclusions, Guidance Note, Directorate General Internal Market and Services, http://ec.europa.eu/DocsRoom/documents/15408/attachments/1/translations/.

(20)  Yearbook of the International Law Commission 2011, Volume II Part Two, http://legal.un.org/docs/?path=../ilc/publications/yearbooks/english/ilc_2011_v2_p2.pdf&lang=EFS.

(21)  Ανακοίνωση της Επιτροπής της 30ής Νοεμβρίου 2016 — Κατευθυντήριες γραμμές για την ανάθεση συμβάσεων μεταξύ κυβερνήσεων στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας [άρθρο 13 στοιχείο στ) της οδηγίας 2009/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου] [C(2016) 7727 final] (ΕΕ C 450 της 2.12.2016, σ. 1).

(22)  Οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς που έχουν συνάψει σύμβαση ή συμφωνία-πλαίσιο, αποστέλλουν ειδοποίηση με τα αποτελέσματα της διαδικασίας σύναψης το αργότερο 48 ημέρες μετά τη σύναψη της σύμβασης ή της συμφωνίας-πλαισίου.

Στην περίπτωση συμφωνιών-πλαισίων που έχουν συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 29, οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς απαλλάσσονται από την αποστολή ειδοποίησης με τα αποτελέσματα της διαδικασίας ανάθεσης κάθε σύμβασης που βασίζεται στην εν λόγω συμφωνία.

Ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τη σύναψη της σύμβασης ή της συμφωνίας-πλαισίου μπορούν να μη δημοσιεύονται, σε περίπτωση που η γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών θα μπορούσε να εμποδίσει την εφαρμογή των νόμων, να είναι αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον, και ιδίως τα συμφέροντα άμυνας και/ή ασφαλείας, ή να βλάψει τα νόμιμα εμπορικά συμφέροντα δημόσιων ή ιδιωτικών οικονομικών φορέων ή τις συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ αυτών.