Βρυξέλλες, 18.4.2018

COM(2018) 194 final

2018/0095(NLE)

Πρόταση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας προστασίας των επενδύσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης, αφετέρου


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης

Οι δυναμικά αναπτυσσόμενες οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ασίας, με πάνω από 600 εκατομμύρια καταναλωτές και μια ταχέως αυξανόμενη μεσαία τάξη, είναι βασικές αγορές για τους εξαγωγείς και τους επενδυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με συνολικά 208 δισ. EUR σε συναλλαγές αγαθών και 77 δισ. EUR σε συναλλαγές υπηρεσιών (το 2016), ο Σύνδεσμος κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN), λαμβανόμενος ως σύνολο, είναι ο τρίτος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της ΕΕ εκτός Ευρώπης, μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα. Ταυτόχρονα, συνολικό απόθεμα άμεσων ξένων επενδύσεων ύψους 263 δισ. EUR (το 2016) στον ASEAN καθιστά την ΕΕ τον πρώτο άμεσο ξένο επενδυτή στον ASEAN, ενώ ο ASEAN ως σύνολο είναι με τη σειρά του ο δεύτερος μεγαλύτερος άμεσος ξένος επενδυτής από την Ασία στην ΕΕ — με συνολικό απόθεμα ξένων άμεσων επενδύσεων ύψους 116 δισ. EUR (το 2016).

Εντός του ASEAN, η Σινγκαπούρη είναι μακράν ο μεγαλύτερος εταίρος της ΕΕ, αντιπροσωπεύοντας λίγο κάτω από το ένα τρίτο των συναλλαγών σε αγαθά και υπηρεσίες μεταξύ ΕΕ και ASEAN, και σχεδόν τα δύο τρίτα των επενδύσεων μεταξύ των δύο περιφερειών. Πάνω από 10 000 επιχειρήσεις της ΕΕ είναι εγκατεστημένες στη Σινγκαπούρη και τη χρησιμοποιούν ως κόμβο για την εξυπηρέτηση ολόκληρης της Στεφάνης του Ειρηνικού.

Στις 23 Απριλίου 2007 το Συμβούλιο εξουσιοδότησε την Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις για τη σύναψη διαπεριφερειακής συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών (ΣΕΣ) με κράτη μέλη του ASEAN. Παρότι κατέστη σαφές ότι ο στόχος ήταν η διαπραγμάτευση διαπεριφερειακής ΣΕΣ, η εξουσιοδότηση προέβλεπε, ωστόσο, τη δυνατότητα διμερών διαπραγματεύσεων, σε περίπτωση που δεν θα καθίστατο δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία διαπραγμάτευσης από κοινού με μια ομάδα κρατών μελών του ASEAN. Υπό το πρίσμα των δυσχερειών που ανέκυψαν κατά τις διαπεριφερειακές διαπραγματεύσεις, αμφότερες οι πλευρές αναγνώρισαν ότι είχαν φτάσει σε αδιέξοδο και συμφώνησαν την παύση των διαπραγματεύσεων.

Στις 22 Δεκεμβρίου 2009 το Συμβούλιο συμφώνησε κατ’ αρχήν να ξεκινήσουν διμερείς διαπραγματεύσεις με μεμονωμένα κράτη μέλη του ASEAN, με βάση τις οδηγίες έγκρισης και διαπραγμάτευσης του 2007, διατηρώντας ταυτόχρονα τον στρατηγικό στόχο μιας διαπεριφερειακής συμφωνίας. Το Συμβούλιο εξουσιοδότησε, επίσης, την Επιτροπή να ξεκινήσει διμερείς διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών με τη Σινγκαπούρη, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει το πρώτο βήμα προς τον στόχο της έγκαιρης έναρξης των εν λόγω διαπραγματεύσεων με άλλα οικεία κράτη μέλη του ASEAN. Οι διμερείς διαπραγματεύσεις με τη Σινγκαπούρη άρχισαν τον Μάρτιο του 2010 και, έκτοτε, η ΕΕ έχει ξεκινήσει διαπραγματεύσεις διμερών ΣΕΣ με άλλα κράτη μέλη του ASEAN: με τη Μαλαισία (2010), το Βιετνάμ (2012), την Ταϊλάνδη (2013), τις Φιλιππίνες (2015) και την Ινδονησία (2016).

Στις 12 Σεπτεμβρίου 2011 το Συμβούλιο εξουσιοδότησε την Επιτροπή να επεκτείνει τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις με τη Σινγκαπούρη, ώστε να καλύπτουν επίσης την προστασία των επενδύσεων, με βάση μια νέα αρμοδιότητα που ανατίθεται στην ΕΕ δυνάμει της Συνθήκης της Λισαβόνας.

Με βάση τις οδηγίες διαπραγμάτευσης που θέσπισε το Συμβούλιο το 2007, και οι οποίες συμπληρώθηκαν το 2011 προκειμένου να συμπεριλάβουν την προστασία των επενδύσεων, η Επιτροπή διαπραγματεύθηκε με τη Δημοκρατία της Σινγκαπούρης μια φιλόδοξη και ολοκληρωμένη ΣΕΣ και μια συμφωνία προστασίας των επενδύσεων (ΣΠΕ), με στόχο τη δημιουργία νέων ευκαιριών και ασφάλειας δικαίου για την ανάπτυξη του εμπορίου και των επενδύσεων μεταξύ των δύο εταίρων. Τα αναθεωρημένα, μετά τον νομικό τους έλεγχο, κείμενα των συμφωνιών δημοσιοποιήθηκαν και διατίθενται στον ακόλουθο σύνδεσμο:

http://ec.europa.eu/trade/policy/countries-and-regions/countries/singapore/

Η Επιτροπή υποβάλλει τις ακόλουθες προτάσεις αποφάσεων του Συμβουλίου:

Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης·

Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης·

Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της συμφωνίας προστασίας των επενδύσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης, αφετέρου·

Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας προστασίας των επενδύσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης, αφετέρου.

Παράλληλα μ’ αυτές τις προτάσεις, η Επιτροπή θα υποβάλει πρόταση για οριζόντιο κανονισμό διασφάλισης που θα καλύπτει τη ΣΕΣ ΕΕ-Σινγκαπούρης, μεταξύ άλλων συμφωνιών.

Η επισυναπτόμενη πρόταση απόφασης του Συμβουλίου αποτελεί τη νομική πράξη για τη σύναψη της συμφωνίας προστασίας των επενδύσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης, αφετέρου.

Συνέπεια με τις ισχύουσες διατάξεις στον τομέα πολιτικής

Η διαπραγμάτευση της ΣΕΣ και της ΣΠΕ συνοδεύτηκε από την παράλληλη διαπραγμάτευση, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης, συμφωνίας εταιρικής σχέσης και συνεργασίας (ΣΕΣΣ) μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης, η οποία μονογραφήθηκε τον Οκτώβριο του 2013. Μόλις τεθεί σε ισχύ, η ΣΕΣΣ θα παρέχει το νομικό πλαίσιο για την περαιτέρω ανάπτυξη της ήδη μακροχρόνιας και ισχυρής εταιρικής σχέσης μεταξύ της ΕΕ και της Σινγκαπούρης, σε ευρύ φάσμα τομέων, όπως είναι ο πολιτικός διάλογος, το εμπόριο, η ενέργεια, οι μεταφορές, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η εκπαίδευση, η επιστήμη και η τεχνολογία, η δικαιοσύνη, το άσυλο και η μετανάστευση.

Η μακροχρόνια εμπορική και οικονομική σχέση μεταξύ ΕΕ και Σινγκαπούρης έχει μέχρι στιγμής αναπτυχθεί εν τη απουσία ειδικού νομικού πλαισίου. Η ΣΕΣ και η ΣΠΕ που υπήρξαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης θα αποτελέσουν ειδικές συμφωνίες οι οποίες θα εφαρμόζουν τις εμπορικές και επενδυτικές διατάξεις της ΣΕΣΣ και θα είναι αναπόσπαστο μέρος των συνολικών διμερών σχέσεων μεταξύ της ΕΕ και της Σινγκαπούρης.

Η ΣΠΕ ΕΕ-Σινγκαπούρης, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της, θα αντικαταστήσει τις διμερείς επενδυτικές συμφωνίες μεταξύ της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης και των κρατών μελών της ΕΕ οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα 5 (Συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 4.12) της ΣΠΕ.

Συνέπεια με άλλες πολιτικές της Ένωσης

Η ΣΕΣ και η ΣΠΕ ΕΕ-Σινγκαπούρης είναι πλήρως συνεπείς με τις πολιτικές της Ένωσης και δεν θα απαιτηθεί από την ΕΕ να τροποποιήσει τους κανόνες, τους κανονισμούς ή τα πρότυπά της σε κανέναν ρυθμιζόμενο τομέα (π.χ. τους τεχνικούς κανόνες και τα πρότυπα προϊόντων, τους υγειονομικούς ή φυτοϋγειονομικούς κανόνες, τους κανονισμούς σχετικά με τα τρόφιμα και την ασφάλεια, τα πρότυπα υγείας και ασφάλειας, τους κανόνες για τους ΓΤΟ, την προστασία του περιβάλλοντος, την προστασία των καταναλωτών κ.λπ.).

Επιπλέον, όπως και σε όλες τις άλλες εμπορικές και επενδυτικές συμφωνίες που έχει διαπραγματευθεί η Επιτροπή, η ΣΕΣ και η ΣΠΕ ΕΕ-Σινγκαπούρης διασφαλίζουν πλήρως τις δημόσιες υπηρεσίες και εξασφαλίζουν ότι το δικαίωμα των κυβερνήσεων να θεσπίζουν ρυθμίσεις με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον διαφυλάσσεται πλήρως από τις συμφωνίες και αποτελεί βασική υποκείμενη αρχή τους.

2.ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ, ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

Νομική βάση

Τον Ιούλιο του 2015 η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο της ΕΕ για γνωμοδότηση, δυνάμει του άρθρου 218 παράγραφος 11 της ΣΛΕΕ, σχετικά με το κατά πόσον η Ένωση είχε την απαραίτητη αρμοδιότητα να υπογράψει και να συνάψει μόνη της τη συμφωνία που είχε διαπραγματευθεί με τη Σινγκαπούρη ή αν θα ήταν αναγκαία, ή τουλάχιστον δυνατή, η συμμετοχή των κρατών μελών της ΕΕ όσον αφορά ορισμένα θέματα.

Το Δικαστήριο, στη γνωμοδότησή του 2/15, της 16ης Μαΐου 2017, επιβεβαίωσε την αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ όσον αφορά όλα τα θέματα που καλύπτονται από τη συμφωνία που είχε αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τη Σινγκαπούρη, με εξαίρεση τις μη άμεσες επενδύσεις και την επίλυση διαφορών επενδυτή-κράτους όπου τα κράτη μέλη είναι οι εναγόμενοι, θέματα τα οποία το Δικαστήριο έκρινε ως συντρέχουσα αρμοδιότητα της ΕΕ και των κρατών μελών. Το κείμενο σχετικά με την επίλυση διαφορών επενδυτή-κράτους αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από το Σύστημα Επενδυτικών Δικαστηρίων στη ΣΠΕ. Το Δικαστήριο συνήγαγε την αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ από το πεδίο εφαρμογής της κοινής εμπορικής πολιτικής δυνάμει του άρθρου 207 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ και του άρθρου 3 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (βάσει της επίδρασης των υφιστάμενων κοινών κανόνων που περιέχονται στο παράγωγο δίκαιο).

Λαμβανομένης υπόψη της γνωμοδότησης του Δικαστηρίου, και υπό το πρίσμα των εκτενών συζητήσεων με το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την αρχιτεκτονική οι οποίες ακολούθησαν τη γνωμοδότηση, το κείμενο της αρχικής διαπραγμάτευσης προσαρμόστηκε για τη δημιουργία δύο αυτόνομων συμφωνιών: μίας ΣΕΣ και μίας ΣΠΕ.

Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση 2/15, όλοι οι τομείς που καλύπτονται από τη ΣΕΣ ΕΕ-Σινγκαπούρης εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της ΕΕ και, ειδικότερα, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 91, του άρθρου 100 παράγραφος 2 και του άρθρου 207 της ΣΛΕΕ. Όλες οι ουσιαστικές διατάξεις για την προστασία των επενδύσεων στο πλαίσιο της ΣΠΕ, στον βαθμό που αυτές εφαρμόζονται στις άμεσες ξένες επενδύσεις, καλύπτονται από το άρθρο 207 της ΣΛΕΕ.

Η ΣΕΣ ΕΕ-Σινγκαπούρης θα υπογραφεί από την Ένωση σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 218 παράγραφος 5 της ΣΛΕΕ και θα συναφθεί από την Ένωση σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 218 παράγραφος 6 της ΣΛΕΕ, κατόπιν της συγκατάθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Η ΣΠΕ ΕΕ-Σινγκαπούρης θα υπογραφεί από την Ένωση σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 218 παράγραφος 5 της ΣΛΕΕ και θα συναφθεί από την Ένωση σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 218 παράγραφος 6 της ΣΛΕΕ, κατόπιν συγκατάθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κύρωσης από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αντίστοιχες εθνικές διαδικασίες τους.

Επικουρικότητα (σε περίπτωση μη αποκλειστικής αρμοδιότητας)

Όπως επιβεβαιώθηκε από τη γνωμοδότηση 2/15, η ΣΕΣ ΕΕ-Σινγκαπούρης, όπως παρουσιάστηκε στο Συμβούλιο, δεν καλύπτει θέματα που δεν εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ.

Όσον αφορά τη ΣΠΕ, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 207 της ΣΛΕΕ, η ΕΕ έχει αποκλειστική αρμοδιότητα όσον αφορά όλες τις ουσιαστικές διατάξεις για την προστασία των επενδύσεων, στον βαθμό που αυτές εφαρμόζονται στις άμεσες ξένες επενδύσεις. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε περαιτέρω την αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ όσον αφορά τον μηχανισμό επίλυσης διακρατικών διαφορών σε σχέση με την προστασία των επενδύσεων. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ΕΕ έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα όσον αφορά τις μη άμεσες επενδύσεις και την επίλυση διαφορών επενδυτή-κράτους (που αντικαταστάθηκε αργότερα από το Σύστημα Επενδυτικών Δικαστηρίων στο πλαίσιο της ΣΠΕ), όπου τα κράτη μέλη ενεργούν ως εναγόμενοι 1 . Τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να διαχωριστούν κατά συνεκτικό τρόπο από τις ουσιαστικές διατάξεις ή την επίλυση διακρατικών διαφορών και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στις συμφωνίες σε επίπεδο ΕΕ.

Αναλογικότητα

Η παρούσα πρόταση συνάδει με το όραμα της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» και συμβάλλει στην επίτευξη των εμπορικών και αναπτυξιακών στόχων της ΕΕ.

Επιλογή της νομικής πράξης

Η παρούσα πρόταση συνάδει με το άρθρο 218 της ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει την έκδοση αποφάσεων του Συμβουλίου σχετικά με διεθνείς συμφωνίες. Δεν υπάρχει άλλη νομική πράξη που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη του στόχου που επιδιώκεται με την παρούσα πρόταση.

3.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΝ, ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Εκ των υστέρων αξιολογήσεις / έλεγχοι καταλληλότητας της ισχύουσας νομοθεσίας

Αφότου οι διαπραγματεύσεις με τη Σινγκαπούρη ολοκληρώθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, μια εσωτερική ομάδα της οποίας ηγείτο ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΓΔ Εμπορίου εκπόνησε μελέτη για τα οικονομικά οφέλη που αναμένονται από τη συμφωνία. Η ανάλυση προβλέπει ότι οι εξαγωγές της ΕΕ προς τη Σινγκαπούρη θα μπορούσαν να αυξηθούν κατά περίπου 1,4 δισ. EUR σε μια περίοδο 10 ετών, ενώ οι εξαγωγές της Σινγκαπούρης προς την ΕΕ θα μπορούσαν να αυξηθούν κατά 3,5 δισ. EUR — ποσό που περιλαμβάνει αποστολές από τις πολλές θυγατρικές της ΕΕ στη Σινγκαπούρη προς την ΕΕ.

Λαμβανομένων υπόψη της μεγάλης διαφοράς μεγέθους των δύο οικονομιών, καθώς και του σχετικού ανοικτού χαρακτήρα της οικονομίας της Σινγκαπούρης, είναι αναπόφευκτο ότι τα οφέλη της συμφωνίας διαφέρουν για τους εταίρους. Η ανάλυση προβλέπει ότι το πραγματικό ΑΕΠ της ΕΕ θα μπορούσε να αυξηθεί κατά περίπου 550 εκατ. EUR σε μια περίοδο 10 ετών, ενώ η οικονομία της Σινγκαπούρης θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 2,7 δισ. EUR κατά την ίδια περίοδο.

Αυτές οι εκτιμήσεις σχετικά με τον ενδεχόμενο οικονομικό αντίκτυπο θεωρούνται συντηρητικές, επειδή είναι δύσκολο να προσδιοριστούν επακριβώς οι επιπτώσεις της άρσης των μη δασμολογικών φραγμών, η οποία αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της συμφωνίας.

Ενόψει του ρόλου της Σινγκαπούρης ως κόμβου για τις συναλλαγές σε αγαθά και υπηρεσίες μεταξύ της Ευρώπης και της Νοτιοανατολικής Ασίας, είναι επίσης πιθανό ότι τα οφέλη από τη συμφωνία θα αυξηθούν περαιτέρω, αν και όταν η ΕΕ συνάψει συμφωνίες με άλλα κράτη μέλη του ASEAN.

Επιπλέον, εκτιμήσεις που βασίζονται σε οικονομική μοντελοποίηση δεν εξηγούν ικανοποιητικά τη στρατηγική αξία που έχουν η ΣΕΣ και η ΣΠΕ ΕΕ-Σινγκαπούρης για την ΕΕ ως ζωτικής σημασίας συμφωνίες για την ευρύτερη ατζέντα της ΕΕ στην περιφέρεια του ASEAN και στην Ασία στο σύνολό της. Μετά τη ΣΕΣ ΕΕ-Κορέας, η ΣΕΣ ΕΕ-Σινγκαπούρης θα είναι η δεύτερη υψηλού επιπέδου εμπορική συμφωνία της ΕΕ με βασικό εταίρο από την Ασία, ενώ η ΣΠΕ ΕΕ-Σινγκαπούρης θα είναι με τη σειρά της η πρώτη συμφωνία προστασίας των επενδύσεων που συνάπτει η ΕΕ με εταίρο από την Ασία.

Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη

Πριν από την έναρξη των διμερών διαπραγματεύσεων με τη Σινγκαπούρη, διενεργήθηκε από εξωτερικό ανάδοχο εκτίμηση επιπτώσεων για τη βιωσιμότητα του εμπορίου (TSIA) της ΣΕΣ μεταξύ της ΕΕ και του ASEAN 2 , με σκοπό να μελετηθεί ο πιθανός οικονομικός, κοινωνικός και περιβαλλοντικός αντίκτυπος μιας στενότερης οικονομικής εταιρικής σχέσης μεταξύ των δύο περιφερειών.

Στο πλαίσιο της εκπόνησης της TSIA, ο ανάδοχος ζήτησε τη γνώμη εσωτερικών και εξωτερικών εμπειρογνωμόνων, διοργάνωσε δημόσιες διαβουλεύσεις στις Βρυξέλλες και στην Μπανγκόκ, και είχε διμερείς συναντήσεις και συνεντεύξεις με την κοινωνία των πολιτών στην ΕΕ και στις χώρες του ASEAN. Οι διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της TSIA παρείχαν πλατφόρμα για τη συμμετοχή των βασικών ενδιαφερομένων και της κοινωνίας των πολιτών στον διάλογο σχετικά με την εμπορική πολιτική σε σχέση με τη Νοτιοανατολική Ασία.

Τόσο η έκθεση TSIA όσο και οι διαβουλεύσεις που διεξάχθηκαν στο πλαίσιο της εκπόνησής της παρείχαν στην Επιτροπή πολύτιμα στοιχεία για όλες τις διμερείς εμπορικές και επενδυτικές διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν έκτοτε με μεμονωμένα κράτη μέλη του ASEAN.

Επιπλέον, πριν από την έναρξη διμερών διαπραγματεύσεων με τη Σινγκαπούρη, η Επιτροπή πραγματοποίησε δημόσια διαβούλευση σχετικά με τη μελλοντική συμφωνία, η οποία περιλάμβανε ερωτηματολόγιο που καταρτίστηκε για να συγκεντρωθούν στοιχεία από τους ενδιαφερομένους, στοιχεία τα οποία αργότερα βοήθησαν την Επιτροπή να θέσει προτεραιότητες και να λάβει αποφάσεις καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Δημοσιοποιήθηκε περίληψη των αποτελεσμάτων της διαβούλευσης 3 .

Επίσης, πριν και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, τα κράτη μέλη της ΕΕ ενημερώνονταν τακτικά και ζητήθηκε η γνώμη τους προφορικά και γραπτά σχετικά με τις διάφορες πτυχές της διαπραγμάτευσης μέσω της επιτροπής του Συμβουλίου για την εμπορική πολιτική. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερωνόταν επίσης τακτικά και ζητούνταν η γνώμη του μέσω της επιτροπής του για το διεθνές εμπόριο (INTA) και, ειδικότερα, της ομάδας παρακολούθησης της ΣΕΣ ΕΕ-Σινγκαπούρης. Τα κείμενα που προέκυπταν σταδιακά από τις διαπραγματεύσεις κοινοποιούνταν καθ’ όλη τη διαδικασία και στα δύο θεσμικά όργανα.

Συλλογή και χρήση εμπειρογνωσίας

Διενεργήθηκε εκτίμηση επιπτώσεων για τη βιωσιμότητα του εμπορίου της ΣΕΣ μεταξύ της ΕΕ και του ASEAN από τον εξωτερικό ανάδοχο «Ecorys».

Εκτίμηση επιπτώσεων

Η TSIA, που διενεργήθηκε από εξωτερικό ανάδοχο και ολοκληρώθηκε το 2009, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια φιλόδοξη ΣΕΣ ΕΕ-ASEAN θα έχει σημαντικό θετικό αντίκτυπο (όσον αφορά το ΑΕΠ, τα έσοδα, το εμπόριο και την απασχόληση) τόσο για την ΕΕ όσο και για τη Σινγκαπούρη. Οι επιπτώσεις στο εθνικό εισόδημα για τη μεν ΕΕ υπολογίστηκαν σε 13 δισ. EUR, για τη δε Σινγκαπούρη σε 7,5 δισ. EUR. Τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία ενδέχεται να υποεκτιμούν τον αντίκτυπο, δεδομένου ότι βασίστηκαν σε εμπορικές τάσεις του 2007 και έκτοτε το εμπόριο έχει αυξηθεί σημαντικά (+ 32 %).

Καταλληλότητα και απλούστευση του κανονιστικού πλαισίου

Η ΣΕΣ και η ΣΠΕ ΕΕ-Σινγκαπούρης δεν υπόκεινται σε διαδικασίες REFIT. Ωστόσο, περιέχουν ορισμένες διατάξεις οι οποίες θα απλουστεύσουν τις εμπορικές και επενδυτικές διαδικασίες, θα μειώσουν τις δαπάνες που σχετίζονται με τις εξαγωγές και τις επενδύσεις και, ως εκ τούτου, θα παρέχουν τη δυνατότητα σε περισσότερες μικρές επιχειρήσεις να δραστηριοποιούνται και στις δύο αγορές. Τα αναμενόμενα οφέλη περιλαμβάνουν τα εξής: λιγότερο επαχθείς τεχνικούς κανόνες, απαιτήσεις συμμόρφωσης, τελωνειακές διαδικασίες και κανόνες καταγωγής, την προστασία δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας ή τη μείωση του κόστους των προσφυγών στο πλαίσιο του Συστήματος Επενδυτικών Δικαστηρίων για προσφεύγοντες που είναι ΜΜΕ.

Θεμελιώδη δικαιώματα

Η πρόταση δεν έχει αντίκτυπο στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση.

4.ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Η ΣΕΣ ΕΕ-Σινγκαπούρης θα έχει δημοσιονομικό αντίκτυπο στον προϋπολογισμό της ΕΕ από την πλευρά των εσόδων. Εκτιμάται ότι οι διαφυγόντες δασμοί θα μπορούσαν να ανέλθουν στο ποσό των 248,8 εκατ. EUR μετά την πλήρη εφαρμογή της συμφωνίας. Η εκτίμηση βασίζεται στις μέσες εισαγωγές που προβλέπονται για το 2025 στην περίπτωση απουσίας συμφωνίας και αντιπροσωπεύει τις ετήσιες απώλειες εσόδων που προκύπτουν από την κατάργηση των δασμών της ΕΕ στις εισαγωγές από τη Σινγκαπούρη.

Η ΣΠΕ ΕΕ-Σινγκαπούρης αναμένεται να έχει δημοσιονομικό αντίκτυπο στον προϋπολογισμό της ΕΕ από την πλευρά των δαπανών. Θα πρόκειται για τη δεύτερη συμφωνία της ΕΕ (μετά τη Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία ΕΕ-Καναδά) που θα περιλαμβάνει το Σύστημα Επενδυτικών Δικαστηρίων (ICS) για την επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών. Προβλέπεται ποσό 200 000 EUR πρόσθετων ετήσιων δαπανών από το 2018 και μετά (υπό την επιφύλαξη της θέσης της συμφωνίας σε ισχύ) για τη χρηματοδότηση της μόνιμης δομής που περιλαμβάνει ένα πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ένα εφετείο. Συγχρόνως, η συμφωνία προβλέπει τη χρήση διοικητικών πόρων της γραμμής του προϋπολογισμού XX 01 01 01 (Δαπάνες σχετικές με υπαλλήλους και έκτακτο προσωπικό που εργάζεται στις υπηρεσίες του οργάνου), δεδομένου ότι εκτιμάται ότι ένας υπάλληλος διοίκησης, σε ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης, θα διατεθεί για την εκτέλεση των καθηκόντων που συνεπάγεται η εφαρμογή της συμφωνίας. Τα ανωτέρω επισημαίνονται στο νομοθετικό δημοσιονομικό δελτίο και τελούν υπό τους όρους που αναφέρονται σ’ αυτό.

5.ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Σχέδια εφαρμογής και ρυθμίσεις παρακολούθησης, αξιολόγησης και υποβολής εκθέσεων

Η ΣΕΣ και η ΣΠΕ ΕΕ-Σινγκαπούρης περιλαμβάνουν θεσμικές διατάξεις που θεσπίζουν μια δομή των εκτελεστικών φορέων η οποία θα παρακολουθεί διαρκώς την εφαρμογή, τη λειτουργία και τον αντίκτυπο των συμφωνιών. Καθώς οι συμφωνίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της συνολικής διμερούς σχέσης ανάμεσα στην ΕΕ και τη Σινγκαπούρη, όπως διέπεται από τη ΣΕΣΣ, οι προαναφερθείσες δομές θα συνιστούν τμήμα κοινού θεσμικού πλαισίου με τη ΣΕΣΣ.

Το θεσμικό κεφάλαιο της ΣΕΣ προβλέπει τη σύσταση επιτροπής εμπορίου, η οποία έχει ως κύριο καθήκον να επιβλέπει και να διευκολύνει την υλοποίηση και την εφαρμογή της συμφωνίας. Η επιτροπή εμπορίου απαρτίζεται από εκπροσώπους της ΕΕ και της Σινγκαπούρης, που συνέρχονται ανά διετία ή κατόπιν αιτήματος ενός εξ αυτών. Η επιτροπή εμπορίου θα είναι υπεύθυνη για την επίβλεψη του έργου όλων των εξειδικευμένων επιτροπών που συγκροτούνται δυνάμει της συμφωνίας (επιτροπή εμπορευματικών συναλλαγών· επιτροπή υγειονομικών και φυτοϋγειονομικών μέτρων· επιτροπή τελωνείων· και επιτροπή εμπορικών συναλλαγών στον τομέα των υπηρεσιών, των επενδύσεων και των δημοσίων συμβάσεων).

Η επιτροπή εμπορίου έχει επίσης το καθήκον να επικοινωνεί με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων του ιδιωτικού τομέα και της κοινωνίας των πολιτών, σχετικά με τη λειτουργία και την εφαρμογή της συμφωνίας. Στη συμφωνία, αμφότερες οι πλευρές αναγνωρίζουν τη σημασία της διαφάνειας και του ανοικτού χαρακτήρα και δεσμεύονται να λάβουν υπόψη τις απόψεις του κοινού, ώστε να αξιοποιήσουν ένα ευρύ φάσμα προοπτικών στην εφαρμογή της συμφωνίας.

Το θεσμικό κεφάλαιο της ΣΠΕ προβλέπει τη σύσταση επιτροπής η οποία έχει ως κύριο καθήκον να επιβλέπει και να διευκολύνει την υλοποίηση και την εφαρμογή της συμφωνίας. Μεταξύ άλλων καθηκόντων, η επιτροπή δύναται, με την επιφύλαξη της ολοκλήρωσης των εκατέρωθεν αντίστοιχων νομικών απαιτήσεων και διαδικασιών, να αποφασίζει τον διορισμό των μελών των διεθνών επενδυτικών δικαστηρίων, να καθορίζει τις μηνιαίες πάγιες αμοιβές τους και να εγκρίνει δεσμευτικές ερμηνείες της συμφωνίας.

Όπως τονίζεται στην ανακοίνωση «Εμπόριο για όλους», η Επιτροπή αφιερώνει αυξανόμενους πόρους στην αποτελεσματική εφαρμογή και επιβολή εμπορικών και επενδυτικών συμφωνιών. Το 2017 η Επιτροπή δημοσίευσε την πρώτη ετήσια έκθεση εφαρμογής των ΣΕΣ. Ο κύριος σκοπός της έκθεσης είναι να παρουσιάσει μια αντικειμενική εικόνα για την εφαρμογή των ΣΕΣ της ΕΕ, επισημαίνοντας την πρόοδο που έχει σημειωθεί και τις ελλείψεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Ο στόχος είναι να χρησιμεύσει η έκθεση ως βάση για ανοικτό διάλογο και συνεργασία με τα κράτη μέλη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την κοινωνία των πολιτών γενικότερα σχετικά με τη λειτουργία των ΣΕΣ και την εφαρμογή τους. Ως ετήσια διαδικασία, η δημοσίευση της έκθεσης θα επιτρέψει την τακτική παρακολούθηση των εξελίξεων, καταγράφοντας επίσης πώς αντιμετωπίστηκαν τα ζητήματα προτεραιότητας που είχαν προσδιοριστεί. Η έκθεση θα καλύπτει τη ΣΕΣ ΕΕ-Σινγκαπούρης από την έναρξη ισχύος της.

Επεξηγηματικά έγγραφα (για οδηγίες)

Άνευ αντικειμένου.

Αναλυτική επεξήγηση των επιμέρους διατάξεων της πρότασης

Η ΣΕΣ ΕΕ-Σινγκαπούρης καθορίζει τις προϋποθέσεις ώστε οι οικονομικοί φορείς της ΕΕ να επωφεληθούν πλήρως από τις ευκαιρίες που δημιουργούνται στη Σινγκαπούρη ως επιχειρηματικό και μεταφορικό κόμβο της Νοτιοανατολικής Ασίας.

Κατά τη διαπραγμάτευση αυτής της συμφωνίας, η Επιτροπή επιδίωξε δύο κύριους στόχους: πρώτον, να παράσχει τους βέλτιστους δυνατούς όρους πρόσβασης για τους φορείς εκμετάλλευσης της ΕΕ στην αγορά της Σινγκαπούρης· και, δεύτερον, να δημιουργήσει ένα πολύτιμο σημείο αναφοράς για τις άλλες διαπραγματεύσεις της ΕΕ στην εν λόγω περιοχή.

Αμφότεροι οι στόχοι έχουν επιτευχθεί πλήρως: η συμφωνία βαίνει πέρα από τις υφιστάμενες δεσμεύσεις του ΠΟΕ σε πολλούς τομείς, όπως στις υπηρεσίες, στις δημόσιες συμβάσεις, στους μη δασμολογικούς φραγμούς και στην προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας, περιλαμβανομένων των γεωγραφικών ενδείξεων (ΓΕ). Σ’ όλους αυτούς τους τομείς η Σινγκαπούρη συμφώνησε επίσης νέες δεσμεύσεις, που υπερβαίνουν σημαντικά ό,τι ήταν πρόθυμη μέχρι στιγμής να αποδεχθεί η Σινγκαπούρη, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο της ΣΕΣ της με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η συμφωνία ικανοποιεί τα κριτήρια του άρθρου XXIV της GATT (για την εξάλειψη δασμών και άλλων περιοριστικών ρυθμίσεων του εμπορίου όσον αφορά ουσιαστικά όλες τις συναλλαγές σε αγαθά μεταξύ των μερών), καθώς και του άρθρου V της GATS, το οποίο προβλέπει ανάλογο κριτήριο όσον αφορά τις υπηρεσίες.

Σύμφωνα με τους στόχους που ορίζονται από τις οδηγίες για τις διαπραγματεύσεις, η Επιτροπή διασφάλισε:

1)τη συνολική ελευθέρωση των αγορών υπηρεσιών και επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων οριζόντιων κανόνων για τη χορήγηση αδειών και την αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων, και τομεακών κανόνων που αποσκοπούν στην εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις της ΕΕ·

2)νέες ευκαιρίες διαγωνισμών για προσφέροντες από την ΕΕ, και ιδίως στην αγορά των υπηρεσιών κοινής ωφελείας, όπου υπάρχουν πολλοί κορυφαίοι προμηθευτές της ΕΕ·

3)την άρση των τεχνικών και κανονιστικών εμπορικών φραγμών στις συναλλαγές σε αγαθά, όπως η επανάληψη των δοκιμών, ιδίως με την προώθηση της χρήσης τεχνικών και κανονιστικών προτύπων που είναι οικεία στην ΕΕ στους τομείς των μηχανοκίνητων οχημάτων, των ηλεκτρονικών ειδών, των φαρμάκων και ιατροτεχνολογικών προϊόντων, καθώς και των «πράσινων» τεχνολογιών·

4)βάσει διεθνών προτύπων, ένα πιο ευνοϊκό για το εμπόριο καθεστώς όσον αφορά την έγκριση των ευρωπαϊκών εξαγωγών κρέατος στη Σινγκαπούρη·

5)τη δέσμευση της Σιγκαπούρης να μην αυξήσει τους δασμούς της (που σήμερα, ως επί το πλείστον, δεν εφαρμόζονται σε εθελοντική βάση) στις εισαγωγές από την ΕΕ, καθώς και τη λιγότερο δαπανηρή πρόσβαση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και καταναλωτών σε προϊόντα που κατασκευάζονται στη Σινγκαπούρη·

6)υψηλό επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά την επιβολή αυτών των δικαιωμάτων, και στα σύνορα·

7)επίπεδο προστασίας TRIPs-plus για τις ΓΕ της ΕΕ μετά την καταχώρισή τους στη Σινγκαπούρη, όταν η Σιγκαπούρη θεσπίσει μητρώο ΓΕ (πράγμα το οποίο έχει δεσμευτεί να πράξει μετά τη συγκατάθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη ΣΕΣ)·

8)ένα ολοκληρωμένο κεφάλαιο για το εμπόριο και την αειφόρο ανάπτυξη, το οποίο έχει ως στόχο να διασφαλίσει ότι το εμπόριο στηρίζει την προστασία του περιβάλλοντος και την κοινωνική ανάπτυξη και προωθεί την αειφόρο διαχείριση των δασών και της αλιείας. Το κεφάλαιο καθορίζει επίσης τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνικοί εταίροι και η κοινωνία των πολιτών θα συμμετέχουν στην υλοποίηση και την παρακολούθησή της·

9)μηχανισμούς γρήγορης επίλυσης διαφορών μέσω διαιτησίας από επιτροπή ή με τη βοήθεια διαμεσολαβητή· και

10)ένα ολοκληρωμένο και νέο κεφάλαιο για την προώθηση νέων ευκαιριών στον «τομέα της πράσινης ανάπτυξης», σύμφωνα με τη στρατηγική «Ευρώπη 2020».

Η ΣΠΕ ΕΕ-Σινγκαπούρης θα εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδύσεων, με παράλληλη διασφάλιση των δικαιωμάτων της ΕΕ και της Σινγκαπούρης να θεσπίζουν κανονιστικές ρυθμίσεις και να επιδιώκουν θεμιτούς στόχους δημόσιας πολιτικής, όπως η προστασία της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος.

Η συμφωνία περιλαμβάνει όλες τις καινοτομίες της νέας προσέγγισης της ΕΕ όσον αφορά την προστασία των επενδύσεων και τους μηχανισμούς επιβολής της που δεν περιλαμβάνονται στις 12 υπάρχουσες διμερείς επενδυτικές συμφωνίες μεταξύ της Σινγκαπούρης και κρατών μελών της ΕΕ. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό της ΣΠΕ, που αντικαθιστά και, συνεπώς, βελτιώνει τις 12 υφιστάμενες διμερείς επενδυτικές συμφωνίες.

Σύμφωνα με τους στόχους που ορίζονται από τις οδηγίες για τις διαπραγματεύσεις, η Επιτροπή εξασφάλισε ότι οι επενδυτές της ΕΕ και οι επενδύσεις τους στη Σινγκαπούρη θα τυγχάνουν δίκαιης και ισότιμης μεταχείρισης και δεν θα υφίστανται διακρίσεις σε σύγκριση με επενδύσεις από τη Σινγκαπούρη που βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις. Ταυτόχρονα, η ΣΠΕ προστατεύει τους επενδυτές της ΕΕ και τις επενδύσεις τους στη Σινγκαπούρη από απαλλοτρίωση, εκτός αν πρόκειται για δημόσιους σκοπούς, σύμφωνα με τη δέουσα διαδικασία, κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις και με καταβολή άμεσης, αρμόζουσας και ουσιαστικής αποζημίωσης σύμφωνα με την εύλογη αγοραία αξία της απαλλοτριωθείσας επένδυσης.

Επίσης, σύμφωνα με τις οδηγίες διαπραγμάτευσης, η ΣΠΕ την οποία διαπραγματεύθηκε η Επιτροπή θα προσφέρει στους επενδυτές την επιλογή ενός σύγχρονου και μεταρρυθμισμένου μηχανισμού επίλυσης επενδυτικών διαφορών. Το σύστημα αυτό εξασφαλίζει ότι τηρούνται οι κανόνες προστασίας των επενδύσεων και αποσκοπεί στην επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της προστασίας των επενδυτών με διαφανή τρόπο και της διαφύλαξης του δικαιώματος του κράτους να θεσπίζει κανονιστικές ρυθμίσεις με γνώμονα την επιδίωξη στόχων δημόσιας πολιτικής. Η συμφωνία προβλέπει τη σύσταση μόνιμου διεθνούς και πλήρως ανεξάρτητου συστήματος επίλυσης διαφορών, που θα αποτελείται από μόνιμο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εφετείο, τα οποία θα επιλύουν τις διαφορές κατά τρόπο διαφανή και αμερόληπτο.

Η Επιτροπή έχει επίγνωση της ισορροπίας που πρέπει να επιτευχθεί ανάμεσα στην προώθηση της μεταρρυθμισμένης πολιτικής της ΕΕ για τις επενδύσεις και στις ευαισθησίες των κρατών μελών όσον αφορά την ενδεχόμενη άσκηση συντρέχουσας αρμοδιότητας σχετικά με τα θέματα αυτά. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν έχει υποβάλει πρόταση για την προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας προστασίας των επενδύσεων. Ωστόσο, εάν τα κράτη μέλη επιθυμούν να δουν μια πρόταση για την προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας προστασίας των επενδύσεων, η Επιτροπή είναι έτοιμη να υποβάλει μια τέτοια πρόταση.

2018/0095 (NLE)

Πρόταση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας προστασίας των επενδύσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης, αφετέρου

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207, σε συνδυασμό με το άρθρο 218 παράγραφος 6 στοιχείο α) σημείο v),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Έχοντας υπόψη την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)Σύμφωνα με την απόφαση αριθ. [XX] του Συμβουλίου, η συμφωνία προστασίας των επενδύσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης, αφετέρου, (στο εξής «η συμφωνία») υπογράφηκε στις [XX XXX 2018].

(2)Η συμφωνία πρέπει να εγκριθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(3)Σύμφωνα με το άρθρο 4.11 (Απουσία άμεσης επίδρασης) της συμφωνίας, η συμφωνία δεν θα πρέπει να παρέχει δικαιώματα ή να επιβάλλει υποχρεώσεις σε πρόσωπα, πλην εκείνων που δημιουργούνται μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών βάσει του δημόσιου διεθνούς δικαίου,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Συνάπτεται η συμφωνία προστασίας των επενδύσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης, αφετέρου.

Άρθρο 2

Ο πρόεδρος του Συμβουλίου διορίζει το πρόσωπο που είναι αρμόδιο να προβεί, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην αποστολή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 4.15 παράγραφος 2 της συμφωνίας, προκειμένου να εκφραστεί η συναίνεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δεσμευθεί από τη συμφωνία 4 .

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει από την ημέρα της έκδοσής της.

Βρυξέλλες,

   Για το Συμβούλιο

   Ο Πρόεδρος

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

1.1.Τίτλος της πρότασης/πρωτοβουλίας

1.2.Σχετικοί τομείς πολιτικής στη δομή ΔΒΔ/ΠΒΔ

1.3.Χαρακτήρας της πρότασης/πρωτοβουλίας

1.4.Στόχοι

1.5.Αιτιολόγηση της πρότασης/πρωτοβουλίας

1.6.Διάρκεια και δημοσιονομικές επιπτώσεις

1.7.Προβλεπόμενοι τρόποι διαχείρισης

2.ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

2.1.Κανόνες παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων

2.2.Σύστημα διαχείρισης και ελέγχου

2.3.Μέτρα για την πρόληψη περιπτώσεων απάτης και παρατυπίας

3.ΕΚΤΙΜΩΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

3.1.Τομείς του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και γραμμές δαπανών του προϋπολογισμού που επηρεάζονται

3.2.Εκτιμώμενες επιπτώσεις στις δαπάνες 

3.2.1.Συνοπτική παρουσίαση των εκτιμώμενων επιπτώσεων στις δαπάνες

3.2.2.Εκτιμώμενες επιπτώσεις στις επιχειρησιακές πιστώσεις

3.2.3.Εκτιμώμενες επιπτώσεις στις πιστώσεις διοικητικού χαρακτήρα

3.2.4.Συμβατότητα με το ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο

3.2.5.Συμμετοχή τρίτων στη χρηματοδότηση

3.3.Εκτιμώμενες επιπτώσεις στα έσοδα

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

1.1.Τίτλος της πρότασης/πρωτοβουλίας

Συμφωνία προστασίας των επενδύσεων μεταξύ της ΕΕ και της Σινγκαπούρης

1.2.Σχετικοί τομείς πολιτικής στη δομή ΔΒΔ/ΠΒΔ 5  

20.02 — Εμπορική πολιτική

1.3.Χαρακτήρας της πρότασης/πρωτοβουλίας

☑ Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά νέα δράση

Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά νέα δράση μετά από πιλοτικό έργο/προπαρασκευαστική δράση 6  

◻ Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά την παράταση υφιστάμενης δράσης

◻ Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά δράση προσανατολισμένη σε νέα δράση

1.4.Στόχοι

1.4.1.Πολυετείς στρατηγικοί στόχοι της Επιτροπής τους οποίους αφορά η πρόταση/πρωτοβουλία

Η πρόταση μπορεί να ενταχθεί στην πρώτη από τις δέκα προτεραιότητες Juncker — Απασχόληση, ανάπτυξη και επενδύσεις.

1.4.2.Ειδικοί στόχοι και δραστηριότητες ΔΒΔ/ΠΒΔ

Ειδικός στόχος αριθ.

1

Σχετικές δραστηριότητες ΔΒΔ/ΠΒΔ

20.02 — Εμπορική πολιτική

1.4.3.Αναμενόμενα αποτελέσματα και επιπτώσεις

Να προσδιοριστούν τα αποτελέσματα που αναμένεται να έχει η πρόταση/πρωτοβουλία όσον αφορά τους/τις στοχευόμενους/-ες δικαιούχους/ομάδες.

Ο στόχος της συμφωνίας προστασίας των επενδύσεων (ΣΠΕ) ΕΕ-Σινγκαπούρης είναι να βελτιωθεί το επενδυτικό κλίμα μεταξύ της ΕΕ και της Σινγκαπούρης. Η συμφωνία θα αποφέρει οφέλη στους Ευρωπαίους επενδυτές, διασφαλίζοντας υψηλό επίπεδο προστασίας για τις επενδύσεις τους στη Σινγκαπούρη και παράλληλα διαφυλάσσοντας τα δικαιώματα της ΕΕ να θεσπίζει κανονιστικές ρυθμίσεις και να επιδιώκει θεμιτούς στόχους δημόσιας πολιτικής, όπως η προστασία της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος.

Η συμφωνία θεσπίζει ένα Σύστημα Επενδυτικών Δικαστηρίων (ICS), που έχει σχεδιαστεί ώστε να ανταποκρίνεται στις υψηλές προσδοκίες των πολιτών και της βιομηχανίας για ένα πιο δίκαιο, πιο διαφανές και θεσμοθετημένο σύστημα επίλυσης επενδυτικών διαφορών. Οι διατάξεις της ΣΠΕ ΕΕ-Σινγκαπούρης που έχουν αντίκτυπο στον προϋπολογισμό της ΕΕ αφορούν ακριβώς τα έξοδα δημιουργίας και λειτουργίας του ICS.

1.4.4.Δείκτες αποτελεσμάτων και επιπτώσεων

Να προσδιοριστούν οι δείκτες για την παρακολούθηση της υλοποίησης της πρότασης/πρωτοβουλίας.

Η ΣΠΕ προσφέρει ασφάλεια δικαίου και προβλεψιμότητα, που αναμένεται να βοηθήσουν την ΕΕ και τη Σινγκαπούρη να προσελκύσουν και να διατηρήσουν επενδύσεις για τη στήριξη της οικονομίας τους.

1.5.Αιτιολόγηση της πρότασης/πρωτοβουλίας

1.5.1.Βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη κάλυψη αναγκών

Διατήρηση ή βελτίωση του επιπέδου των επενδυτικών ροών μεταξύ της ΕΕ και της Σινγκαπούρης.

1.5.2.Προστιθέμενη αξία της ενωσιακής παρέμβασης

Το 2016 οι συνολικές άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) της ΕΕ στη Σινγκαπούρη ανήλθαν σε 168 δισ. EUR, ποσό που συνιστά περισσότερο από το ένα πέμπτο του συνολικού αποθέματος ΑΞΕ στη Σινγκαπούρη, καθιστώντας την ΕΕ τον μεγαλύτερο ξένο επενδυτή της Σινγκαπούρης. Αντίστροφα, η Σινγκαπούρη είναι ο τρίτος μεγαλύτερος επενδυτής της ΕΕ από την Ασία και ο έβδομος μεγαλύτερος εξωτερικός επενδυτής, διατηρώντας αποθέματα επενδύσεων που ανέρχονταν σε περίπου 88 δισ. EUR το 2016.

Ως στενοί επενδυτικοί εταίροι, η ΕΕ και η Σινγκαπούρη θα επωφεληθούν από τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος που θα παράσχει η ΣΠΕ. Η συμφωνία περιλαμβάνει περαιτέρω όλες τις καινοτομίες της νέας προσέγγισης της ΕΕ όσον αφορά την προστασία των επενδύσεων και τους μηχανισμούς επιβολής της που δεν περιλαμβάνονται στις 12 υφιστάμενες διμερείς επενδυτικές συμφωνίες μεταξύ της Σινγκαπούρης και κρατών μελών της ΕΕ τις οποίες θα αντικαταστήσει η ΣΠΕ.

1.5.3.Διδάγματα από ανάλογες εμπειρίες του παρελθόντος

Άνευ αντικειμένου

1.5.4.Συμβατότητα και ενδεχόμενη συνέργεια με άλλα κατάλληλα μέσα

Άνευ αντικειμένου

1.6.Διάρκεια και δημοσιονομικές επιπτώσεις

◻ Πρόταση/Πρωτοβουλία περιορισμένης διάρκειας

   Πρόταση/Πρωτοβουλία με ισχύ από [ΗΗ/MM]ΕΕΕΕ έως [ΗΗ/MM]ΕΕΕΕ

   Δημοσιονομικές επιπτώσεις από το ΕΕΕΕ έως το ΕΕΕΕ

☑ Πρόταση/πρωτοβουλία απεριόριστης διάρκειας

Περίοδος σταδιακής εφαρμογής από το 2018 (υπό την επιφύλαξη της επικύρωσης από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο).

και στη συνέχεια πλήρης εφαρμογή.

1.7.Προβλεπόμενοι τρόποι διαχείρισης 7  

◻ Άμεση διαχείριση από την Επιτροπή

από τις υπηρεσίες της, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού της στις αντιπροσωπείες της Ένωσης·

   από τους εκτελεστικούς οργανισμούς

◻ Επιμερισμένη διαχείριση με τα κράτη μέλη

☑ Έμμεση διαχείριση με ανάθεση καθηκόντων εκτέλεσης του προϋπολογισμού:

σε τρίτες χώρες ή οργανισμούς που αυτές έχουν ορίσει

σε διεθνείς οργανισμούς και τις οργανώσεις τους (να προσδιοριστούν)·

στην ΕΤΕπ και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων·

στους οργανισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 208 και 209 του δημοσιονομικού κανονισμού·

σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου·

σε οργανισμούς που διέπονται από ιδιωτικό δίκαιο και έχουν αποστολή δημόσιας υπηρεσίας, στον βαθμό που παρέχουν επαρκείς οικονομικές εγγυήσεις·

σε οργανισμούς που διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο κράτους μέλους, στους οποίους έχει ανατεθεί η εκτέλεση σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και οι οποίοι παρέχουν επαρκείς οικονομικές εγγυήσεις·

σε πρόσωπα επιφορτισμένα με την εκτέλεση συγκεκριμένων δράσεων στην ΚΕΠΠΑ βάσει του τίτλου V της ΣΕΕ και τα οποία προσδιορίζονται στην αντίστοιχη βασική πράξη.

Αν αναφέρονται περισσότεροι του ενός τρόποι διαχείρισης, να διευκρινιστούν στο τμήμα «Παρατηρήσεις».

Παρατηρήσεις

Όσον αφορά τη δημοσιονομική αντιμετώπιση του ICS στην ΣΠΕ ΕΕ-Σινγκαπούρης, θα χορηγηθεί συνεισφορά σε «υφιστάμενη δομή» [συγκεκριμένα, το Διεθνές Κέντρο για τον Διακανονισμό Διαφορών από Επενδύσεις («ICSID»)], ώστε αυτή να διανείμει τις πάγιες αμοιβές στους δικαστές που απαρτίζουν το Σύστημα Επενδυτικών Δικαστηρίων. Αμοιβές για τη διαχείριση υπόθεσης θα καταστούν καταβλητέες μόνο σε περίπτωση που ανακύψει διαφορά, άλλως, οι υπηρεσίες γραμματειακής υποστήριξης του ICSID παρέχονται δωρεάν.

2.ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

2.1.Κανόνες παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων

Να προσδιοριστούν η συχνότητα και οι όροι.

Σύμφωνα με τις διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου με τον οικείο οργανισμό.

2.2.Σύστημα διαχείρισης και ελέγχου

2.2.1.Κίνδυνοι που έχουν εντοπιστεί

Σύμφωνα με τις διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου με τον οικείο οργανισμό.

2.2.2.Πληροφορίες σχετικά με το σύστημα εσωτερικού ελέγχου που έχει καθοριστεί

Σύμφωνα με τις διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου με τον οικείο οργανισμό. Ιδίως, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες επαλήθευσης.

2.2.3.Εκτιμώμενο κόστος και όφελος των ελέγχων και αξιολόγηση του εκτιμώμενου επιπέδου κινδύνου σφάλματος

Δεδομένων των εκτιμώμενων δημοσιονομικών επιπτώσεων, δεν μπορεί να προσδιοριστεί οποιοδήποτε ουσιαστικό ποσοτικοποιήσιμο κόστος ή όφελος. Η συνεισφορά θα ενταχθεί στο συνολικό σύστημα ελέγχου της ΓΔ Εμπορίου.

2.3.Μέτρα για την πρόληψη περιπτώσεων απάτης και παρατυπίας

Να προσδιοριστούν τα ισχύοντα ή τα προβλεπόμενα μέτρα πρόληψης και προστασίας.

Σύμφωνα με τις διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου με τον οικείο οργανισμό. Επιπλέον, εφαρμόζεται η στρατηγική της ΓΔ Εμπορίου για την καταπολέμηση της απάτης, η οποία περιλαμβάνει ειδικό κεφάλαιο σχετικά με τη δημοσιονομική διαχείριση.

3.ΕΚΤΙΜΩΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

3.1.Τομείς του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και γραμμές δαπανών του προϋπολογισμού που επηρεάζονται

·Υφιστάμενες γραμμές του προϋπολογισμού

Κατά σειρά τομέων του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και των γραμμών του προϋπολογισμού.

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

Γραμμή του προϋπολογισμού

Είδος
δαπάνης

Συμμετοχή

Αριθμός
4

ΔΠ/ ΜΔΠ 8

χωρών ΕΖΕΣ 9

υποψηφίων για ένταξη χωρών 10

τρίτων χωρών

κατά την έννοια του άρθρου 21 παράγραφος 2 στοιχείο β) του δημοσιονομικού κανονισμού

20.0201

ΔΠ

ΟΧΙ

ΟΧΙ

ΟΧΙ

ΟΧΙ

·Νέες γραμμές του προϋπολογισμού, των οποίων έχει ζητηθεί η δημιουργία

Κατά σειρά τομέων του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και των γραμμών του προϋπολογισμού.

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

Γραμμή του προϋπολογισμού

Είδος
δαπάνης

Συμμετοχή

Αριθμός
Άνευ αντικειμένου

ΔΠ/ ΜΔΠ.

ΔΠ/ΜΔΠ χωρών ΕΖΕΣ

υποψήφιων για ένταξη χωρών

τρίτων χωρών

κατά την έννοια του άρθρου 21 παράγραφος 2 στοιχείο β) του δημοσιονομικού κανονισμού

Άνευ αντικειμένου

ΝΑΙ/ΟΧΙ

ΝΑΙ/ΟΧΙ

ΝΑΙ/ΟΧΙ

ΝΑΙ/ΟΧΙ

3.2.Εκτιμώμενες επιπτώσεις στις δαπάνες

3.2.1.Συνοπτική παρουσίαση των εκτιμώμενων επιπτώσεων στις δαπάνες

σε εκατ. EUR (με 3 δεκαδικά ψηφία)

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού
πλαισίου

Αριθμός

4

ΓΔ: TRADE

Έτος
2018

Έτος
2019

Έτος
2020

Έτος
2021

Να εγγραφούν όσα έτη απαιτούνται, ώστε να φαίνεται η διάρκεια των επιπτώσεων (βλ. σημείο 1.6)

ΣΥΝΟΛΟ

• Επιχειρησιακές πιστώσεις

Αριθμός γραμμής του προϋπολογισμού 20.0201

Αναλήψεις υποχρεώσεων

(1)

0,200

0,200

0,200

0,200

0,800

Πληρωμές

(2)

0,200

0,200

0,200

0,200

0,800

Αριθμός γραμμής του προϋπολογισμού

Αναλήψεις υποχρεώσεων

(1α)

-

-

-

-

Πληρωμές

(2α)

-

-

-

-

Πιστώσεις διοικητικού χαρακτήρα χρηματοδοτούμενες από το κονδύλιο ειδικών προγραμμάτων 11  

0

0

0

0

Αριθμός γραμμής του προϋπολογισμού

(3)

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων
για τη ΓΔ TRADE

Αναλήψεις υποχρεώσεων

=1+1α +3

0,200

0,200

0,200

0,200

0,800

Πληρωμές

=2+2α

+3

0,200

0,200

0,200

0,200

0,800






ΣΥΝΟΛΟ επιχειρησιακών πιστώσεων

Αναλήψεις υποχρεώσεων

(4)

0,200

0,200

0,200

0,200

0,800

Πληρωμές

(5)

0,200

0,200

0,200

0,200

0,800

• ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων διοικητικού χαρακτήρα χρηματοδοτούμενων από το κονδύλιο ειδικών προγραμμάτων

(6)

0

0

0

0

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων
του ΤΟΜΕΑ 4

του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

Αναλήψεις υποχρεώσεων

=4+ 6

0,200

0,200

0,200

0,200

0,800

Πληρωμές

=5+ 6

0,200

0,200

0,200

0,200

0,800

Αν η πρόταση/πρωτοβουλία επηρεάζει περισσότερους του ενός τομείς:

• ΣΥΝΟΛΟ επιχειρησιακών πιστώσεων

Αναλήψεις υποχρεώσεων

(4)

Πληρωμές

(5)

• ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων διοικητικού χαρακτήρα χρηματοδοτούμενων από το κονδύλιο ειδικών προγραμμάτων

(6)

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων
των ΤΟΜΕΩΝ 1 έως 4

του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

(Ποσό αναφοράς)

Αναλήψεις υποχρεώσεων

=4+ 6

Πληρωμές

=5+ 6




Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού
πλαισίου

5

«Διοικητικές δαπάνες»

σε εκατ. EUR (με 3 δεκαδικά ψηφία)

Έτος
2018

Έτος
2019

Έτος
2020

Έτος
2021

Να εγγραφούν όσα έτη απαιτούνται, ώστε να φαίνεται η διάρκεια των επιπτώσεων (βλ. σημείο 1.6)

ΣΥΝΟΛΟ

ΓΔ: TRADE

• Ανθρώπινοι πόροι

0,134

0,134

0,134

0,134

0,536

• Άλλες διοικητικές δαπάνες

0

0

0

0

ΣΥΝΟΛΟ ΓΔ TRADE

Πιστώσεις

0,134

0,134

0,134

0,134

0,536

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων
του ΤΟΜΕΑ 5

του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

(Σύνολο αναλήψεων υποχρεώσεων = Σύνολο πληρωμών)

0,134

0,134

0,134

0,134

0,536

σε εκατ. EUR (με 3 δεκαδικά ψηφία)

Έτος
2018

Έτος
2019

Έτος
2020

Έτος
2021

Να εγγραφούν όσα έτη απαιτούνται, ώστε να φαίνεται η διάρκεια των επιπτώσεων (βλ. σημείο 1.6)

ΣΥΝΟΛΟ

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων
των ΤΟΜΕΩΝ 1 έως 5

του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

Αναλήψεις υποχρεώσεων

0,334

0,334

0,334

0,334

1,336

Πληρωμές

0,334

0,334

0,334

0,334

1,336

3.2.2.Εκτιμώμενες επιπτώσεις στις επιχειρησιακές πιστώσεις

   Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση επιχειρησιακών πιστώσεων

   Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση επιχειρησιακών πιστώσεων, όπως εξηγείται κατωτέρω:

Πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων σε εκατ. EUR (με 3 δεκαδικά ψηφία)

Να προσδιοριστούν οι στόχοι και τα αποτελέσματα

Έτος
2018

Έτος
2019

Έτος
2020

Έτος
2021

Να εγγραφούν όσα έτη απαιτούνται, ώστε να φαίνεται η διάρκεια των επιπτώσεων (βλ. σημείο 1.6)

ΣΥΝΟΛΟ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ (OUTPUTS)

Είδος 12

Μέσο κόστος

Αριθμός

Κόστος

Αριθμός

Κόστος

Αριθμός

Κόστος

Αριθμός

Κόστος

Αριθμός

Κόστος

Αριθμός

Κόστος

Αριθμός

Κόστος

Συνολικός αριθμός

Συνολικό κόστος

ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ αριθ. 1 13

Λειτουργία του Συστήματος Επενδυτικών Δικαστηρίων

- Αποτέλεσμα

Γραμματεία

1

0,200

0,200

0,200

0,200

0,800

- Αποτέλεσμα

Υπόθεση(-εις)

-

π.υ.

π.υ.

π.υ.

- Αποτέλεσμα

Μερικό σύνολο για τον ειδικό στόχο αριθ. 1

0,200

0,200

0,200

0,200

0,800

ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ αριθ. 2 ...

- Αποτέλεσμα

Μερικό σύνολο για τον ειδικό στόχο αριθ. 2

ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΚΟΣΤΟΣ

0,200

0,200

0,200

0,200

0,800

3.2.3.Εκτιμώμενες επιπτώσεις στις πιστώσεις διοικητικού χαρακτήρα

3.2.3.1.Συνοπτική παρουσίαση

   Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση πιστώσεων διοικητικού χαρακτήρα

   Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση πιστώσεων διοικητικού χαρακτήρα, όπως εξηγείται κατωτέρω:

σε εκατ. EUR (με 3 δεκαδικά ψηφία)

Έτος
2018

Έτος
2019

Έτος
2020

Έτος
2021

Να εγγραφούν όσα έτη απαιτούνται, ώστε να φαίνεται η διάρκεια των επιπτώσεων (βλ. σημείο 1.6)

ΣΥΝΟΛΟ

ΤΟΜΕΑΣ 5
του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

Ανθρώπινοι πόροι

0,134

0,134

0,134

0,134

0,536

Άλλες διοικητικές δαπάνες

0

0

0

0

Μερικό σύνολο του ΤΟΜΕΑ 5
του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

Εκτός του ΤΟΜΕΑ 5 14
του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

Ανθρώπινοι πόροι

Άλλες δαπάνες
διοικητικού χαρακτήρα

Μερικό σύνολο
εκτός του ΤΟΜΕΑ 5

του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

ΣΥΝΟΛΟ

0,134

0,134

0,134

0,134

0,536

Οι απαιτούμενες πιστώσεις για ανθρώπινους πόρους και άλλες δαπάνες διοικητικού χαρακτήρα θα καλυφθούν από τις πιστώσεις της ΓΔ που έχουν ήδη διατεθεί για τη διαχείριση της δράσης και/ή έχουν ανακατανεμηθεί στο εσωτερικό της ΓΔ και οι οποίες θα συμπληρωθούν, κατά περίπτωση, με πρόσθετα κονδύλια που ενδέχεται να χορηγηθούν στην αρμόδια για τη διαχείριση ΓΔ στο πλαίσιο της ετήσιας διαδικασίας κατανομής και λαμβανομένων υπόψη των υφιστάμενων δημοσιονομικών περιορισμών.

3.2.3.2.Εκτιμώμενες ανάγκες σε ανθρώπινους πόρους

   Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση ανθρώπινων πόρων.

   Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση ανθρώπινων πόρων, όπως εξηγείται κατωτέρω:

Εκτίμηση η οποία πρέπει να εκφράζεται σε μονάδες ισοδυνάμων πλήρους απασχόλησης

Έτος
2018

Έτος
2019

Έτος 2020

Έτος 2021

Να εγγραφούν όσα έτη απαιτούνται, ώστε να φαίνεται η διάρκεια των επιπτώσεων (βλ. σημείο 1.6)

• Θέσεις απασχόλησης του πίνακα προσωπικού (θέσεις μόνιμων και έκτακτων υπαλλήλων)

XX 01 01 01 (έδρα και αντιπροσωπείες της Επιτροπής)

1

1

1

1

XX 01 01 02 (αντιπροσωπείες της ΕΕ)

XX 01 05 01 (έμμεση έρευνα)

10 01 05 01 (άμεση έρευνα)

Εξωτερικό προσωπικό (σε μονάδα ισοδυνάμου πλήρους απασχόλησης: ΠΑ) 15

XX 01 02 01 (AC, END, INT από το συνολικό κονδύλιο)

XX 01 02 02 (AC, AL, END, INT και JPD στις αντιπροσωπείες της ΕΕ)

XX 01 04 yy 16

- στην έδρα

- σε αντιπροσωπείες

XX 01 05 02 (AC, END, INT — έμμεση έρευνα)

10 01 05 02 (AC, END, INT — άμεση έρευνα)

Άλλες γραμμές του προϋπολογισμού (να προσδιοριστούν)

ΣΥΝΟΛΟ

1

1

1

1

XX είναι ο σχετικός τομέας πολιτικής ή ο σχετικός τίτλος του προϋπολογισμού.

Οι ανάγκες σε ανθρώπινους πόρους θα καλυφθούν από το προσωπικό της ΓΔ που έχει ήδη διατεθεί για τη διαχείριση της δράσης και/ή έχει ανακατανεμηθεί στο εσωτερικό της ΓΔ και το οποίο θα συμπληρωθεί, εάν χρειαστεί, από πρόσθετους πόρους που μπορεί να διατεθούν στην αρμόδια για τη διαχείριση ΓΔ στο πλαίσιο της ετήσιας διαδικασίας κατανομής και λαμβανομένων υπόψη των υφιστάμενων δημοσιονομικών περιορισμών.

Περιγραφή των προς εκτέλεση καθηκόντων:

Μόνιμοι και έκτακτοι υπάλληλοι

Παρακολούθηση της λειτουργίας του Συστήματος Επενδυτικών Δικαστηρίων / Χειρισμός υποθέσεων

Εξωτερικό προσωπικό

3.2.4.Συμβατότητα με το ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο

   Η πρόταση/πρωτοβουλία είναι συμβατή με το ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.

   Η πρόταση/πρωτοβουλία απαιτεί αναπρογραμματισμό του σχετικού τομέα του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου.

   Η πρόταση/πρωτοβουλία απαιτεί τη χρησιμοποίηση του μέσου ευελιξίας ή την αναθεώρηση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου.

3.2.5.Συμμετοχή τρίτων στη χρηματοδότηση

Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν προβλέπει συγχρηματοδότηση από τρίτους.

Η πρόταση/πρωτοβουλία προβλέπει τη συγχρηματοδότηση που εκτιμάται παρακάτω:

Πιστώσεις σε εκατ. EUR (με 3 δεκαδικά ψηφία)

Έτος
2018

Έτος
2019

Έτος
2020

Έτος
2021

Να εγγραφούν όσα έτη απαιτούνται, ώστε να φαίνεται η διάρκεια των επιπτώσεων (βλ. σημείο 1.6)

Σύνολο

Προσδιορισμός του φορέα συγχρηματοδότησης: Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης

0,200

0,200

0,200

0,200

0,800

ΣΥΝΟΛΟ συγχρηματοδοτούμενων πιστώσεων

0,200

0,200

0,200

0,200

0,800



3.3.Εκτιμώμενες επιπτώσεις στα έσοδα

   Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις στα έσοδα.

   Η πρόταση/πρωτοβουλία έχει τις δημοσιονομικές επιπτώσεις που περιγράφονται κατωτέρω:

   στους ιδίους πόρους

   στα διάφορα έσοδα

σε εκατ. EUR (με 3 δεκαδικά ψηφία)

Γραμμή εσόδων του προϋπολογισμού:

Διαθέσιμες πιστώσεις για το τρέχον οικονομικό έτος (B2016)

Επιπτώσεις της πρότασης/πρωτοβουλίας 17

Έτος
N

Έτος
N+1

Έτος
N+2

Έτος
N+3

Να εγγραφούν όσα έτη απαιτούνται, ώστε να φαίνεται η διάρκεια των επιπτώσεων (βλ. σημείο 1.6)

Άρθρο ………….

……………

Ως προς τα διάφορα έσοδα «για ειδικό προορισμό», να προσδιοριστούν οι γραμμές δαπανών του προϋπολογισμού που επηρεάζονται.

[…]

Να προσδιοριστεί η μέθοδος υπολογισμού των επιπτώσεων στα έσοδα.

[…]

(1)    Βλ. τη διευκρίνιση για την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-600/14, Γερμανία κατά Συμβουλίου (απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017), σκέψη 69.
(2)     http://trade.ec.europa.eu/doclib/html/145989.htm
(3)     http://trade.ec.europa.eu/doclib/html/153666.htm
(4)    Η ημερομηνία έναρξης της ισχύος της συμφωνίας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου.
(5)    ΔΒΔ: Διαχείριση βάσει δραστηριοτήτων – ΠΒΔ: Προϋπολογισμός βάσει δραστηριοτήτων.
(6)    Όπως αναφέρεται στο άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή β) του δημοσιονομικού κανονισμού.
(7)    Οι λεπτομέρειες σχετικά με τους τρόπους διαχείρισης, καθώς και οι παραπομπές στον δημοσιονομικό κανονισμό είναι διαθέσιμες στον δικτυακό τόπο BudgWeb: http://www.cc.cec/budg/man/budgmanag/budgmanag_en.html
(8)    ΔΠ = Διαχωριζόμενες πιστώσεις / ΜΔΠ = Μη διαχωριζόμενες πιστώσεις
(9)    ΕΖΕΣ: Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών.
(10)    Υποψήφιες χώρες και, κατά περίπτωση, δυνάμει υποψήφιες για ένταξη χώρες των Δυτικών Βαλκανίων.
(11)    Τεχνική και/ή διοικητική βοήθεια και δαπάνες στήριξης της εφαρμογής προγραμμάτων και/ή δράσεων της ΕΕ (πρώην γραμμές «BA»), έμμεση έρευνα, άμεση έρευνα.
(12)    Τα αποτελέσματα είναι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που θα παρασχεθούν (παράδειγμα: αριθμός ανταλλαγών φοιτητών που θα χρηματοδοτηθούν, αριθμός χλμ. οδών που θα κατασκευαστούν κ.λπ.).
(13)    Όπως περιγράφεται στο σημείο 1.4.2. «Ειδικοί στόχοι…».
(14)    Τεχνική και/ή διοικητική βοήθεια και δαπάνες στήριξης της εφαρμογής προγραμμάτων και/ή δράσεων της ΕΕ (πρώην γραμμές «BA»), έμμεση έρευνα, άμεση έρευνα.
(15)    AC = Συμβασιούχος υπάλληλος· AL = Τοπικός υπάλληλος· END = Αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμονας· INT = Προσωρινό προσωπικό· JED = Νέος εμπειρογνώμονας σε αντιπροσωπείες της ΕΕ.
(16)    Επιμέρους ανώτατο όριο εξωτερικού προσωπικού που καλύπτεται από επιχειρησιακές πιστώσεις (πρώην γραμμές «BA»).
(17)    Όσον αφορά τους παραδοσιακούς ιδίους πόρους (δασμούς, εισφορές ζάχαρης), τα αναγραφόμενα ποσά πρέπει να είναι καθαρά ποσά, δηλ. τα ακαθάριστα ποσά μετά την αφαίρεση του 25 % για έξοδα είσπραξης.

Βρυξέλλες, 18.4.2018

COM(2018) 194 final

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

της

πρότασης για απόφαση του Συμβουλίου

σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας για την προστασία των επενδύσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης, αφετέρου


ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ, ΑΦΕΝΟΣ,

ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΣΙΝΓΚΑΠΟΥΡΗΣ, ΑΦΕΤΕΡΟΥ

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ, (εφεξής καλούμενη «Ένωση»),

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ,

Η ΤΣΕΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΔΑΝΙΑΣ,

Η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΕΣΘΟΝΙΑΣ,

Η ΙΡΛΑΝΔΙΑ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΡΟΑΤΙΑΣ,

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ,

Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,



Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΛΕΤΟΝΙΑΣ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΛΙΘΟΥΑΝΙΑΣ,

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΟΥΚΑΤΟ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ,

Η ΟΥΓΓΑΡΙΑ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΜΑΛΤΑΣ,

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ,

Η ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Η ΡΟΥΜΑΝΙΑ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΣΛΟΒΕΝΙΑΣ,

Η ΣΛΟΒΑΚΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΦΙΝΛΑΝΔΙΑΣ,



ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΣΟΥΗΔΙΑΣ και

ΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ,

   αφενός, και

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΣΙΝΓΚΑΠΟΥΡΗΣ (εφεξής καλούμενη «Σινγκαπούρη»),

   αφετέρου,

εφεξής από κοινού καλούμενα «τα συμβαλλόμενα μέρη»,

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ τη μακροχρόνια και ισχυρή εταιρική τους σχέση, η οποία βασίζεται στις κοινές αρχές και αξίες που αντικατοπτρίζονται στη συμφωνία εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης, αφετέρου (εφεξής καλούμενη «ΣΕΣΣΕΕΣ»), και τις σημαντικές οικονομικές, εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις τους, όπως αυτές αντικατοπτρίζονται, μεταξύ άλλων, στη συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης (εφεξής καλούμενη «ΣΕΣΕΕΣ»)·

ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να ενισχύσουν περαιτέρω τη σχέση τους, ως μέρος και συνεκτικά προς τις συνολικές τους σχέσεις, και με την πεποίθηση ότι η παρούσα συμφωνία θα διαμορφώσει ένα νέο κλίμα για περαιτέρω ανάπτυξη των επενδύσεων μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών·

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι η παρούσα συμφωνία θα συμπληρώσει και θα προαγάγει τις προσπάθειες περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης·



ΣΚΟΠΕΥΟΝΤΑΣ να ενισχύσουν τις οικονομικές, εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις τους σύμφωνα με το στόχο της βιώσιμης ανάπτυξης, ως προς τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές του διαστάσεις, και να προωθήσουν τις επενδύσεις με τρόπο που λαμβάνει υπόψη τα υψηλά επίπεδα προστασίας του περιβάλλοντος και της εργασίας και τα σχετικά διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα και συμφωνίες στις οποίες είναι συμβαλλόμενα μέρη·

ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ την προσήλωσή τους στις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και της διαφάνειας, όπως αυτές αντανακλώνται στη ΣΕΣΕΕΣ·

ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ το δικαίωμα κάθε συμβαλλόμενου μέρους να θεσπίζει και να εφαρμόζει τα αναγκαία μέτρα για την επιδίωξη θεμιτών στόχων πολιτικής, όπως είναι οι στόχοι που αφορούν κοινωνικά και περιβαλλοντικά θέματα, την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια υγεία και ασφάλεια, και την προώθηση και προστασία της πολιτισμικής πολυμορφίας·

ΕΠΑΝΑΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ τη δέσμευσή τους στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που υπογράφηκε στο Σαν Φρανσίσκο στις 26 Ιουνίου 1945 και έχοντας υπόψη τις αρχές οι οποίες διατυπώνονται στην Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων που εκδόθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 10 Δεκεμβρίου 1948·

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ τη σημασία της διαφάνειας στο διεθνές εμπόριο και τις επενδύσεις προς όφελος όλων των ενδιαφερομένων·

ΑΞΙΟΠΟΙΩΝΤΑΣ τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις που υπέχουν δυνάμει της συμφωνίας ΠΟΕ, καθώς και άλλων πολυμερών, περιφερειακών και διμερών συμφωνιών και ρυθμίσεων στις οποίες είναι συμβαλλόμενα μέρη, ιδίως τη ΣΕΣΕΕΣ,

ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ

ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

ΑΡΘΡΟ 1.1

Στόχος

Στόχος της παρούσας συμφωνίας είναι να ενισχύσει το επενδυτικό κλίμα μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας.

ΑΡΘΡΟ 1.2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας νοείται ως:

1.    «καλυπτόμενη επένδυση»: επένδυση η οποία ανήκει, άμεσα ή έμμεσα, ή ελέγχεται, άμεσα ή έμμεσα, από καλυπτόμενο επενδυτή ενός συμβαλλόμενου μέρους στο έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους 1 .



«επένδυση»: κάθε περιουσιακό στοιχείο που έχει τα χαρακτηριστικά μιας επένδυσης, στα οποία συμπεριλαμβάνονται χαρακτηριστικά όπως η δέσμευση κεφαλαίων ή άλλων πόρων, η προσδοκία κέρδους ή ωφέλειας, η ανάληψη κινδύνου ή η καθορισμένη διάρκεια. Στις μορφές που μπορεί να λάβει μια επένδυση περιλαμβάνονται οι εξής:

α)    ενσώματα ή άυλα, κινητά ή ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, καθώς και οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα επί ιδιοκτησίας, όπως μισθώσεις, υποθήκες, ενυπόθηκες απαιτήσεις και ενέχυρα·

β)    μια επιχείρηση, συμπεριλαμβανομένων υποκαταστήματος, μετοχών, μεριδίων και άλλων μορφών συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης, καθώς και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτά·

γ)    ομόλογα, ομολογίες χρέους, δάνεια και άλλοι χρεωστικά μέσα, καθώς και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτά·

δ)    άλλα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των παραγώγων, των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης και των δικαιωμάτων προαίρεσης·

ε)    συμβάσεις επί παραδόσει τελειωμένου έργου, κατασκευής, διαχείρισης, παραγωγής, παραχώρησης, καταμερισμού των εσόδων, και άλλες παρόμοιες συμβάσεις·

στ)    χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις επί άλλων περιουσιακών στοιχείων ή για την εκτέλεση συμβατικής υποχρέωσης η οποία έχει οικονομική αξία·



ζ)    δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας 2 και υπεραξία· και

η)    άδειες, εξουσιοδοτήσεις, εγκρίσεις και παρόμοια δικαιώματα που έχουν χορηγηθεί δυνάμει της εγχώριας νομοθεσίας, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι παραχωρήσεις για την αναζήτηση, την καλλιέργεια, την εξαγωγή ή την εκμετάλλευση φυσικών πόρων 3 .

Οι αποδόσεις που επενδύονται θεωρούνται επενδύσεις και τυχόν τροποποίηση της μορφής με την οποία επενδύονται ή επανεπενδύονται περιουσιακά στοιχεία δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό τους ως επενδύσεων.

2.    «καλυπτόμενος επενδυτής»: φυσικό 4 ή νομικό πρόσωπο ενός συμβαλλόμενου μέρους το οποίο έχει πραγματοποιήσει επένδυση στο έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους.



3.    «φυσικό πρόσωπο ενός συμβαλλόμενου μέρους»: υπήκοος της Σινγκαπούρης ή ενός από τα κράτη μέλη της Ένωσης, σύμφωνα με την αντίστοιχη νομοθεσία τους·

4.    «νομικό πρόσωπο»: κάθε νομική οντότητα που έχει δεόντως συσταθεί ή οργανωθεί δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας, κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα, η οποία ανήκει στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών, των οικονομικών συνασπισμών μεγάλων επιχειρήσεων, των προσωπικών εταιρειών, των κοινών επιχειρήσεων, των ατομικών επιχειρήσεων ή των ενώσεων.

5.    «νομικό πρόσωπο της Ένωσης» ή «νομικό πρόσωπο της Σινγκαπούρης»: νομικό πρόσωπο που έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία, αντίστοιχα, της Ένωσης ή τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ένωσης ή της Σινγκαπούρης, και το οποίο έχει την καταστατική του έδρα, την κεντρική του διοίκηση 5 ή τον κύριο τόπο δραστηριοτήτων του στο έδαφος, αντίστοιχα, της Ένωσης ή της Σινγκαπούρης. Σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο έχει μόνο την καταστατική έδρα ή την κεντρική του διοίκηση στο έδαφος της Ένωσης ή της Σινγκαπούρης δεν θεωρείται, αντίστοιχα, νομικό πρόσωπο της Ένωσης ή νομικό πρόσωπο της Σινγκαπούρης, εκτός εάν συμμετέχει σε ουσιαστικές επιχειρηματικές δραστηριότητες 6 στο έδαφος, αντίστοιχα, της Ένωσης ή της Σινγκαπούρης.



6.    «μέτρο»: κάθε νόμος, κανονισμός, διαδικασία, απαίτηση ή πρακτική.

7.    «μεταχείριση» ή «μέτρο» 7 που θεσπίζεται η διατηρείται από συμβαλλόμενο μέρος: ο όρος αυτός περιλαμβάνει τα μέτρα που λαμβάνονται από:

α)    κεντρικές, περιφερειακές ή τοπικές διοικήσεις και αρχές· και

β)    μη κυβερνητικούς φορείς κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που μεταβιβάζονται από κεντρικές, περιφερειακές ή τοπικές διοικήσεις και αρχές.

8.    «αποδόσεις»: όλα τα ποσά που αποδίδονται ή προκύπτουν από μια επένδυση ή επανεπένδυση, στα οποία περιλαμβάνονται τα κέρδη, τα μερίσματα, η κεφαλαιακή υπεραξία, τα δικαιώματα, οι τόκοι, οι πληρωμές που συνδέονται με δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, οι πληρωμές σε είδος και κάθε άλλο νόμιμο εισόδημα.

9.    «ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα»: νόμισμα το οποίο αποτελεί αντικείμενο εκτεταμένων συναλλαγών στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος και χρησιμοποιείται ευρέως στις διεθνείς συναλλαγές.

10.    «εγκατάσταση»:

α)    η σύσταση, αγορά ή διατήρηση νομικού προσώπου· ή

β)    η δημιουργία ή διατήρηση υποκαταστήματος ή γραφείου αντιπροσωπείας,

ενόψει της σύναψης ή της διατήρησης διαρκών οικονομικών δεσμών εντός του εδάφους ενός συμβαλλόμενου μέρους, με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας.



11.    «οικονομική δραστηριότητα»: κάθε δραστηριότητα οικονομικής φύσης εκτός από τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας, δηλαδή δραστηριότητες που δεν πραγματοποιούνται σε εμπορική βάση ή στο πλαίσιο ανταγωνισμού με έναν ή περισσότερους οικονομικούς φορείς.

12.    «συμβαλλόμενο μέρος της ΕΕ»: η Ένωση ή τα κράτη μέλη της, ή η Ένωση και τα κράτη μέλη της, εντός των αντίστοιχων πεδίων αρμοδιότητάς τους όπως καθορίζεται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

ΑΡΘΡΟ 2.1

Πεδίο εφαρμογής

1.    Το παρόν κεφάλαιο ισχύει για τους καλυπτόμενους επενδυτές και τις καλυπτόμενες επενδύσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, ανεξαρτήτως του αν οι επενδύσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν πριν από ή μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας 8 .

2.    Κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης της παρούσας συμφωνίας, το άρθρο 2.3 (Εθνική μεταχείριση) δεν ισχύει για τις επιδοτήσεις ή τις επιχορηγήσεις που παρέχει ένα συμβαλλόμενο μέρος, συμπεριλαμβανομένων των δανείων, εγγυήσεων και ασφαλίσεων με κρατική υποστήριξη.



3.    Το άρθρο 2.3 (Εθνική μεταχείριση) δεν ισχύει για:

α)    την προμήθεια από δημόσιους φορείς αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζονται για να χρησιμοποιηθούν από δημόσιες αρχές και όχι για να μεταπωληθούν στο εμπορικό κύκλωμα ή για να χρησιμοποιηθούν στην παροχή αγαθών ή υπηρεσιών που προορίζονται για εμπορική πώληση· ή

β)    οπτικοακουστικές υπηρεσίες·

γ)    τις δραστηριότητες που διεξάγονται κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας στα αντίστοιχα εδάφη των συμβαλλόμενων μερών. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως δραστηριότητα που διεξάγεται κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας νοείται κάθε δραστηριότητα πλην αυτών που παρέχονται σε εμπορική βάση ή ανταγωνιστικά σε σχέση με έναν ή περισσότερους παρόχους.

ΑΡΘΡΟ 2.2

Επενδυτικά και ρυθμιστικά μέτρα

1.    Τα μέρη επιβεβαιώνουν εκ νέου το δικαίωμά τους να θεσπίζουν ρυθμίσεις στο έδαφός τους ώστε να επιτυγχάνουν θεμιτούς στόχους πολιτικής, όπως η προστασία της δημόσιας υγείας, οι κοινωνικές υπηρεσίες, η δημόσια παιδεία, η ασφάλεια, το περιβάλλον ή τα δημόσια ήθη, η κοινωνική προστασία ή η προστασία των καταναλωτών, η προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων καθώς και η προώθηση και προστασία της πολιτιστικής πολυμορφίας.



2.    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι αυτό καθαυτό το γεγονός ότι ένα συμβαλλόμενο μέρος θεσπίζει ρυθμίσεις, μεταξύ άλλων μέσω της τροποποίησης της νομοθεσίας του, κατά τρόπο που επηρεάζει αρνητικά μια επένδυση ή υπονομεύει τις προσδοκίες ενός επενδυτή, συμπεριλαμβανομένων των προσδοκιών του όσον αφορά τα κέρδη, δεν ισοδυναμεί με παραβίαση υποχρέωσης δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου.

3.    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι τυχόν απόφαση ενός συμβαλλόμενου μέρους να μην εκδώσει, ανανεώσει ή διατηρήσει επιδότηση ή επιχορήγηση:

α)    εάν δεν υπάρχει συγκεκριμένη υποχρέωση σύμφωνα με την εγχώρια νομοθεσία ή βάσει σύμβασης για έκδοση, ανανέωση ή διατήρηση της εν λόγω επιδότησης ή επιχορήγησης· ή

β)    εάν η απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με τους όρους ή τις προϋποθέσεις που συνδέονται με την έκδοση, ανανέωση ή διατήρηση της επιδότησης ή της επιχορήγησης, εάν υπάρχουν,

δεν συνιστά παραβίαση των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου.

4.    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι καμία διάταξη του παρόντος κεφαλαίου δεν θεωρείται ότι εμποδίζει ένα συμβαλλόμενο μέρος να διακόπτει τη χορήγηση επιδότησης 9 ή να ζητά την επιστροφή της, σε περίπτωση που η ενέργεια αυτή έχει διαταχθεί από αρμόδιο δικαστήριο, διοικητικό δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή 10 , ούτε απαιτεί από το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος να αποζημιώνει τον επενδυτή για το μέτρο αυτό.



ΑΡΘΡΟ 2.3

Εθνική μεταχείριση

1.    Κάθε συμβαλλόμενο μέρος παρέχει στους καλυπτόμενους επενδυτές του άλλου συμβαλλόμενου μέρους και στις καλυπτόμενες επενδύσεις τους, μεταχείριση εντός του εδάφους του όχι λιγότερο ευνοϊκή από αυτή που παρέχει, σε παρόμοιες καταστάσεις, στους δικούς του επενδυτές και στις επενδύσεις τους σε ό,τι αφορά τη λειτουργία, τη διαχείριση, τη διεξαγωγή, τη διατήρηση, τη χρήση, την αξιοποίηση και την πώληση ή άλλου είδους διάθεση των επενδύσεών τους.

2.    Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να θεσπίζει ή να διατηρεί οποιοδήποτε μέτρο σε σχέση με τη λειτουργία, τη διαχείριση, τη δραστηριότητα, τη διατήρηση, τη χρήση, την αξιοποίηση και την πώληση ή άλλου είδους διάθεση μιας εγκατάστασης, το οποίο δεν αντιβαίνει στις δεσμεύσεις που περιλαμβάνονται, αντίστοιχα, στον πίνακα συγκεκριμένων υποχρεώσεών του στα παραρτήματα 8-Α και 8-Β του κεφαλαίου 8 (Υπηρεσίες, εγκατάσταση και ηλεκτρονικό εμπόριο) της ΣΕΣΕΕΣ 11 , όταν το μέτρο αυτό είναι:

α)    ένα μέτρο που θεσπίζεται κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας ή πριν από αυτήν·



β)    ένα μέτρο που αναφέρεται στο στοιχείο α) και το οποίο συνεχίζεται, αντικαθίσταται ή τροποποιείται μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι το μέτρο αυτό είναι εξίσου σύμφωνο με την παράγραφο 1 μετά τη συνέχιση, την αντικατάσταση ή την τροποποίησή του με το μέτρο όπως ίσχυε πριν από τη συνέχιση, την αντικατάσταση ή την τροποποίησή του· ή

γ)    ένα μέτρο που δεν εμπίπτει στα σημεία α) ή β), υπό την προϋπόθεση ότι δεν εφαρμόζεται σε σχέση με καλυπτόμενες επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στο έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους πριν από την έναρξης ισχύος του εν λόγω μέτρου, ή ότι δεν εφαρμόζεται κατά τρόπο που να προκαλεί απώλειες ή ζημίες 12 στις επενδύσεις αυτές.

3.    Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1 και 2, ένα συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να θεσπίζει ή να διατηρεί μέτρα τα οποία παρέχουν στους καλυπτόμενους επενδυτές και επενδύσεις του άλλου συμβαλλόμενου μέρους λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από αυτήν που παρέχουν στους δικούς του επενδυτές και τις επενδύσεις τους σε παρόμοιες καταστάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν εφαρμόζονται κατά τρόπο που θα συνιστούσε μέσο αυθαίρετης ή αδικαιολόγητης διακριτικής μεταχείρισης σε βάρος των καλυπτόμενων επενδυτών ή επενδύσεων του άλλου συμβαλλόμενου μέρους στο έδαφος του πρώτου συμβαλλόμενου μέρους, ή κατά τρόπο που αποτελεί συγκαλυμμένο περιορισμό των καλυπτόμενων επενδύσεων, όταν τα μέτρα αυτά:



α)    είναι αναγκαία για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας ή των δημόσιων ηθών ή τη διατήρηση της δημόσιας τάξης 13 ·

β)    είναι αναγκαία για την προστασία της ζωής ή της υγείας των ανθρώπων, των ζώων ή των φυτών·

γ)    αφορούν τη διατήρηση εξαντλήσιμων φυσικών πόρων σε περίπτωση που τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται σε συνδυασμό με περιορισμούς για τους εγχώριους επενδυτές ή τις επενδύσεις·

δ)    είναι αναγκαία για την προστασία εθνικών θησαυρών με καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία·

ε)    είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με νόμους ή κανονισμούς που δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν:

i)    την πρόληψη δόλιων ή απατηλών πρακτικών ή στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πλημμελούς εκτέλεσης μιας σύμβασης·

ii)    την προστασία της ιδιωτικής ζωής των ατόμων, όσον αφορά την επεξεργασία και τη διάδοση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και στην προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα ατομικών στοιχείων και λογαριασμών·

iii)    την ασφάλεια·



στ)    αποσκοπούν στην εξασφάλιση της αποτελεσματικής ή δίκαιης 14 επιβολής ή είσπραξης άμεσων φόρων για επενδυτές ή επενδύσεις του άλλου συμβαλλόμενου μέρους.



ΑΡΘΡΟ 2.4

Πρότυπο μεταχείρισης

1.    Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6, κάθε συμβαλλόμενο μέρος παρέχει εντός του εδάφους του δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση 15 και πλήρη προστασία και ασφάλεια στις καλυπτόμενες επενδύσεις του άλλου συμβαλλόμενου μέρους.

2.    Ένα συμβαλλόμενο μέρος παραβιάζει την υποχρέωση της δίκαιης και ισότιμης μεταχείρισης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 όταν ένα μέτρο ή μία σειρά μέτρων συνιστά:

α)    αρνησιδικία 16 σε ποινικές, αστικές και διοικητικές διαδικασίες·

β)    ουσιώδη παραβίαση της προσήκουσας διαδικασίας·

γ)    εμφανώς αυθαίρετη συμπεριφορά·

δ)    παρενόχληση, καταναγκασμό, κατάχρηση εξουσίας ή παρόμοια κακόπιστη συμπεριφορά.



3.    Ένα δικαστήριο, για να καθορίσει κατά πόσον έχει παραβιαστεί η υποχρέωση δίκαιης και ισότιμης μεταχείρισης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2, μπορεί να λαμβάνει υπόψη, όπου αυτό ισχύει, το γεγονός ότι ένα συμβαλλόμενο μέρος προέβαλε συγκεκριμένους ή μη διφορούμενους ισχυρισμούς 17 προς έναν επενδυτή ώστε να τον παροτρύνει να πραγματοποιήσει την επένδυση, ισχυρισμούς στους οποίους στηρίχθηκε εύλογα ο καλυπτόμενος επενδυτής, αλλά οι οποίοι δεν εκπληρώθηκαν από το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος 18 .

4.    Κατόπιν αιτήματος ενός εκ των συμβαλλόμενων μερών ή συστάσεων από την επιτροπή, τα συμβαλλόμενα μέρη επανεξετάζουν το περιεχόμενο της υποχρέωσης για παροχή δίκαιης και ισότιμης μεταχείρισης σύμφωνα με τη διαδικασία τροποποιήσεων που καθορίζεται στο άρθρο 4.3 (Τροποποιήσεις), ιδίως για να αποφανθούν κατά πόσον μια μεταχείριση άλλη από εκείνες που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 μπορεί επίσης να συνιστά παραβίαση της δίκαιης και ισότιμης μεταχείρισης.

5.    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι η φράση «πλήρη προστασία και ασφάλεια» αναφέρεται μόνο στην υποχρέωση ενός συμβαλλόμενου μέρους όσον αφορά τη φυσική ασφάλεια των καλυπτόμενων επενδυτών και επενδύσεων.



6.    Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος έχει παράσχει, το ίδιο ή μέσω οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του άρθρου 1.2 (Ορισμοί), συγκεκριμένη και ρητή δέσμευση μέσω γραπτής συμβατικής υποχρέωσης 19 προς καλυπτόμενο επενδυτή του άλλου συμβαλλόμενου μέρους σε σχέση με επένδυσή του ή προς την εν λόγω καλυπτόμενη επένδυση, το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος δεν ματαιώνει ή υπονομεύει αυτή τη δέσμευση μέσω της άσκησης της κρατικής του εξουσίας 20 , είτε:

α)    σκόπιμα· ή

β)    κατά τρόπο που μεταβάλλει σημαντικά την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στη γραπτή συμβατική υποχρέωση, εκτός εάν το συμβαλλόμενο μέρος παρέχει εύλογη αποζημίωση ώστε να επαναφέρει τον καλυπτόμενο επενδυτή ή την καλυπτόμενη επένδυση στη θέση όπου θα βρισκόταν αν δεν είχε γίνει η ματαίωση ή υπονόμευση της δέσμευσης.

7.    Παραβίαση άλλης διάταξης της παρούσας συμφωνίας, ή χωριστής διεθνούς συμφωνίας, δεν στοιχειοθετεί παραβίαση του παρόντος άρθρου.



ΑΡΘΡΟ 2.5

Αποζημίωση για απώλειες

1.    Στους καλυπτόμενους επενδυτές ενός συμβαλλόμενου μέρους των οποίων οι καλυπτόμενες επενδύσεις υφίστανται απώλειες λόγω πολέμου ή άλλης ένοπλης σύγκρουσης, επανάστασης, κατάστασης εθνικής έκτακτης ανάγκης, εξέγερσης, στάσης ή ταραχών στο έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους παρέχεται από το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος, όσον αφορά την αποκατάσταση, την αποζημίωση ή άλλου είδους διευθέτηση, μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που παρέχεται από το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος στους δικούς του επενδυτές ή στους επενδυτές τρίτης χώρας, ανάλογα με το ποια από τις δύο είναι ευνοϊκότερη για τον συγκεκριμένο καλυπτόμενο επενδυτή.

2.    Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, οι καλυπτόμενοι επενδυτές ενός συμβαλλόμενου μέρους οι οποίοι, σε οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, υφίστανται απώλειες στο έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους οι οποίες προκαλούνται από:

α)    επίταξη της καλυπτόμενης επένδυσής τους ή μέρους αυτής από τις ένοπλες δυνάμεις ή τις αρχές του άλλου συμβαλλόμενου μέρους· ή

β)    καταστροφή της καλυπτόμενης επένδυσής τους ή μέρους αυτής από τις ένοπλες δυνάμεις ή τις αρχές του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, η οποία δεν επιτασσόταν από τις περιστάσεις,

δικαιούνται αποκατάσταση ή αποζημίωση από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος.



ΑΡΘΡΟ 2.6

Απαλλοτρίωση 21

1.    Κανένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να προβεί, άμεσα ή έμμεσα, σε εθνικοποίηση, απαλλοτρίωση ή λήψη μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος με εθνικοποίηση ή απαλλοτρίωση (εφεξής καλούμενη «απαλλοτρίωση») των καλυπτόμενων επενδύσεων που έχουν πραγματοποιήσει οι καλυπτόμενοι επενδυτές του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, εκτός αν αυτό γίνεται:

α)    για σκοπό δημοσίου συμφέροντος·

β)    σύμφωνα με τη δέουσα νομική διαδικασία·

γ)    χωρίς διακρίσεις· και

δ)    έναντι άμεσης, επαρκούς και αποτελεσματικής αποζημίωσης σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2.    Η αποζημίωση ισούται με τη δίκαιη αγοραία αξία που είχε η καλυπτόμενη επένδυση αμέσως πριν γίνει γνωστή η απαλλοτρίωση ή η επικείμενη απαλλοτρίωση, προσαυξημένη με τόκους με εμπορικά εύλογο επιτόκιο, το οποίο καθορίζεται με βάση τους όρους της αγοράς λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό διάστημα από τη στιγμή της απαλλοτρίωσης έως τη στιγμή της καταβολής της αποζημίωσης. Η εν λόγω αποζημίωση μπορεί να υλοποιηθεί αποτελεσματικά και να μεταφερθεί ελεύθερα σύμφωνα με το άρθρο 2.7 (Μεταφορά), ενώ καταβάλλεται δίχως καθυστέρηση.



Στα κριτήρια αποτίμησης που χρησιμοποιούνται για να καθοριστεί η πραγματική εμπορική αξία περιλαμβάνονται η αξία βάσει συνέχισης της δραστηριότητας (going concern value), η αξία ενεργητικού στην οποία συμπεριλαμβάνεται η δηλωμένη φορολογητέα αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, καθώς και άλλα κριτήρια, κατά περίπτωση.

3.    Το παρόν άρθρο δεν ισχύει για την έκδοση υποχρεωτικών αδειών σε σχέση με δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, στον βαθμό που η εν λόγω έκδοση συνάδει με τη συμφωνία TRIPS.

4.    Όλα τα μέτρα απαλλοτρίωσης ή αποτίμησης εξετάζονται από δικαστική ή άλλη ανεξάρτητη αρχή του συμβαλλόμενου μέρους που λαμβάνει το μέτρο, κατόπιν αιτήματος των καλυπτόμενων επενδυτών που επηρεάζονται από αυτά.

ΑΡΘΡΟ 2.7

Μεταφορά

1.    Κάθε συμβαλλόμενο μέρος επιτρέπει την πραγματοποίηση όλων των μεταφορών που σχετίζονται με μια καλυπτόμενη επένδυση σε ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα χωρίς περιορισμό ή καθυστέρηση. Στις μεταφορές αυτές περιλαμβάνονται:

α)    εισφορές σε κεφάλαιο όπως κύριοι και πρόσθετοι πόροι με σκοπό τη διατήρηση, την ανάπτυξη ή την αύξηση της καλυπτόμενης επένδυσης·

β)    κέρδη, μερίσματα, κεφαλαιακή υπεραξία και άλλες αποδόσεις, έσοδα από την πώληση του συνόλου ή μέρους της καλυπτόμενης επένδυσης ή από τη μερική ή πλήρη ρευστοποίηση της καλυπτόμενης επένδυσης·

γ)    τόκοι, πληρωμές δικαιωμάτων, έξοδα διαχείρισης, δαπάνες τεχνικής βοήθειας και άλλες δαπάνες·



δ)    πληρωμές που πραγματοποιούνται δυνάμει σύμβασης που έχει συναφθεί από τον καλυπτόμενο επενδυτή, ή την καλυπτόμενη επένδυσή του, συμπεριλαμβανομένων πληρωμών που πραγματοποιούνται σύμφωνα με δανειακή σύμβαση·

ε)    αποδοχές και άλλες αμοιβές προσωπικού που απασχολείται από το εξωτερικό και εργάζεται σε σχέση με μια καλυπτόμενη επένδυση·

στ)    πληρωμές που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 2.6 (Απαλλοτρίωση) και 2.5 (Αποζημίωση για απώλειες)·

ζ)    πληρωμές που απορρέουν από το άρθρο 3.18 (Αποφάσεις).

2.    Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν θεωρείται ότι εμποδίζει τα συμβαλλόμενα μέρη να εφαρμόζουν με δίκαιο τρόπο και χωρίς διακρίσεις τη νομοθεσία τους που αφορά:

α)    την πτώχευση, την αφερεγγυότητα ή την προστασία των δικαιωμάτων των πιστωτών·

β)    την έκδοση, την εμπορία ή τη διαπραγμάτευση τίτλων, συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, δικαιωμάτων προαίρεσης, ή άλλων παράγωγων προϊόντων·

γ)    τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση ή την τήρηση αρχείων των εμβασμάτων, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την παροχή συνδρομής στις αρχές επιβολής του νόμου ή στις χρηματοπιστωτικές ρυθμιστικές αρχές·

δ)    ποινικά αδικήματα·

ε)    την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με εντολές ή δικαστικές αποφάσεις σε δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες·



στ)    προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης, κρατικά συνταξιοδοτικά προγράμματα ή υποχρεωτικά προγράμματα αποταμίευσης· ή

ζ)    φορολογία.

3.    Όταν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις σοβαρών δυσχερειών, ή απειλής σοβαρών δυσχερειών, ως προς τη λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής ή της συναλλαγματικής πολιτικής σε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, το οικείο συμβαλλόμενο μέρος δύναται να λάβει προσωρινά μέτρα διασφάλισης όσον αφορά τις μεταφορές κεφαλαίων. Τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι απολύτως απαραίτητα, να μην υπερβαίνουν σε καμία περίπτωση το διάστημα των έξι μηνών 22 και να μην αποτελούν μέσο αυθαίρετης ή αδικαιολόγητης διάκρισης μεταξύ ενός συμβαλλόμενου μέρους και ενός μη συμβαλλόμενου μέρους σε παρεμφερείς καταστάσεις.

Το συμβαλλόμενο μέρος που θεσπίζει τα μέτρα διασφάλισης ενημερώνει το άλλο συμβαλλόμενο μέρος πάραυτα και υποβάλλει, το συντομότερο δυνατόν, χρονοδιάγραμμα για την κατάργησή τους.

4.    Εάν ένα συμβαλλόμενο μέρος αντιμετωπίζει ή κινδυνεύει να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσχέρειες σχετικά με το ισοζύγιο πληρωμών και την εξωτερική χρηματοδότηση, έχει τη δυνατότητα να θεσπίσει ή να διατηρήσει περιοριστικά μέτρα σχετικά με τις μεταβιβάσεις κεφαλαίων που σχετίζονται με επενδύσεις.



5.    Τα συμβαλλόμενα μέρη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποφύγουν την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 4. Κάθε περιοριστικό μέτρο που θεσπίζεται ή διατηρείται δυνάμει της παραγράφου 4 δεν δημιουργεί διακριτική μεταχείριση, έχει περιορισμένη διάρκεια και δεν υπερβαίνει το απολύτως αναγκαίο για την αποκατάσταση του ισοζυγίου πληρωμών και της εξωτερικής δημοσιονομικής κατάστασης. Είναι σύμφωνο με τους όρους που καθορίζονται στη συμφωνίας του Μαρακές για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, η οποία υπεγράφη στο Μαρακές, στις 15 Απριλίου 1994 (εφεξής καλούμενη «συμφωνία για τον ΠΟΕ») και συνάδει με τα άρθρα της συμφωνίας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, κατά περίπτωση.

6.    Το συμβαλλόμενο μέρος που διατηρεί ή θεσπίζει περιοριστικά μέτρα δυνάμει της παραγράφου 4, ή τροποποιήσεις αυτών, ενημερώνει αμέσως το άλλο συμβαλλόμενο μέρος.

7.    Σε περίπτωση θέσπισης ή διατήρησης περιοριστικών μέτρων δυνάμει της παραγράφου 4, πραγματοποιούνται αμέσως διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της επιτροπής. Κατά τη διάρκεια των εν λόγω διαβουλεύσεων εκτιμάται η κατάσταση του ισοζυγίου πληρωμών του σχετικού συμβαλλόμενου μέρους, καθώς και τα περιοριστικά μέτρα που θεσπίζονται ή διατηρούνται δυνάμει της παραγράφου 4, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, παραγόντων όπως:

α)    η φύση και η έκταση των δυσχερειών σχετικά με το ισοζύγιο πληρωμών καθώς και των εξωτερικών δημοσιονομικών δυσχερειών·

β)    το εξωτερικό οικονομικό και εμπορικό περιβάλλον· ή

γ)    τα εναλλακτικά διορθωτικά μέτρα που είναι δυνατόν να ληφθούν.



Κατά τις διαβουλεύσεις εξετάζεται η συμμόρφωση των περιοριστικών μέτρων προς τις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5. Γίνονται αποδεκτά όλα τα πορίσματα και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που υποβάλλονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (εφεξής καλούμενο «ΔΝΤ») σχετικά με το συνάλλαγμα, τα νομισματικά αποθεματικά και τα ισοζύγια πληρωμών. Τα συμπεράσματα βασίζονται στην εκτίμηση του ΔΝΤ όσον αφορά το ισοζύγιο πληρωμών και την εξωτερική δημοσιονομική κατάσταση του ενδιαφερόμενου συμβαλλόμενου μέρους.

ΑΡΘΡΟ 2.8

Υποκατάσταση

Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος, ή ένας οργανισμός που ενεργεί για λογαριασμό του εν λόγω μέρους, πραγματοποιεί μια πληρωμή προς όφελος επενδυτή του βάσει εγγύησης, ασφαλιστήριου συμβολαίου ή άλλης συμβατικής υποχρέωσης για αποζημίωση που έχει συνάψει ή εκχωρήσει σε σχέση με μια επένδυση, το άλλο συμβαλλόμενο μέρος αναγνωρίζει την υποκατάσταση ή τη μεταφορά κάθε δικαιώματος ή τίτλου ή την εκχώρηση κάθε απαίτησης σε σχέση με την εν λόγω επένδυση. Το συμβαλλόμενο μέρος ή ο οργανισμός έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν το υποκαταστηθέν ή εκχωρημένο δικαίωμα ή απαίτηση στον ίδιο βαθμό με το αρχικό δικαίωμα ή απαίτηση του επενδυτή. Τα εν λόγω υποκαταστηθέντα δικαιώματα μπορούν να ασκηθούν από το συμβαλλόμενο μέρος ή από οργανισμό, ή από τον επενδυτή εάν το επιτρέπουν το συμβαλλόμενο μέρος ή ο οργανισμός.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑ

ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΜΗΜΑ Α

ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΕΝΔΥΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

ΑΡΘΡΟ 3.1

Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

1.    Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται σε διαφορά ανάμεσα σε προσφεύγοντα ενός συμβαλλόμενου μέρους και το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, η οποία αφορά μεταχείριση 23 για την οποία εικάζεται ότι παραβιάζει τις διατάξεις του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων), κατά τρόπο που, όπως εικάζεται, προκαλεί απώλεια ή ζημία στον προσφεύγοντα ή στην τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία του.

2.    Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά:

α)    «διάδικα μέρη»: ο προσφεύγων και ο καθ’ ου·



β)    «προσφεύγων»: επενδυτής ενός συμβαλλόμενου μέρους ο οποίος σκοπεύει να προσφύγει ή έχει προσφύγει σύμφωνα με το παρόν τμήμα, είτε:

i)    ενεργώντας εξ ονόματος του ιδίου· ή

ii)    ενεργώντας εξ ονόματος μιας τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας, όπως ορίζεται στο στοιχείο γ), την οποία κατέχει ή ελέγχει 24 ·

γ)    «τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία»: νομικό πρόσωπο που ανήκει ή ελέγχεται 25 από επενδυτή ενός συμβαλλόμενου μέρους, ο οποίος είναι εγκατεστημένος στο έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους·

δ)    «μη διάδικο μέρος»: είτε η Σινγκαπούρη, σε περίπτωση που ο καθ’ ου είναι η Ένωση ή κράτος μέλος της Ένωσης· είτε η Ένωση, σε περίπτωση που ο καθ’ ου είναι η Σινγκαπούρη·

ε)    «καθ’ ου»: είτε η Σινγκαπούρη· είτε, στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ένωση ή το κράτος μέλος της Ένωσης το οποίο δέχεται κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 3.5 (Κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή). και



στ)    «χρηματοδότηση από τρίτο μέρος»: οποιαδήποτε χρηματοδότηση που παρέχεται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δεν είναι διάδικο μέρος, αλλά το οποίο συνάπτει συμφωνία με διάδικο μέρος με σκοπό τη χρηματοδότηση μέρους ή του συνόλου του κόστους της διαδικασίας, με αντάλλαγμα μερίδιο ή άλλο συμφέρον στα έσοδα ή τα δυνητικά έσοδα της διαδικασίας, τα οποία μπορεί να επιδικαστούν στο διάδικο μέρος, ή με τη μορφή δωρεάς ή επιχορήγησης.

ΑΡΘΡΟ 3.2

Φιλικός διακανονισμός

Οποιαδήποτε διαφορά θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να επιλύεται με φιλικό διακανονισμό μέσω διαπραγματεύσεων και, εάν είναι δυνατόν, πριν από την υποβολή αιτήματος για διαβουλεύσεις σύμφωνα με το άρθρο 3.3 (Διαβουλεύσεις). Ο φιλικός διακανονισμός μπορεί να συμφωνηθεί ανά πάσα στιγμή, ακόμη και μετά την έναρξη της διαδικασίας επίλυσης διαφορών δυνάμει του παρόντος τμήματος.

ΑΡΘΡΟ 3.3

Διαβουλεύσεις

1.    Σε περίπτωση που μια διαφορά δεν μπορεί να επιλυθεί όπως προβλέπεται στο άρθρο 3.2 (Φιλικός διακανονισμός), ο προσφεύγων ενός συμβαλλόμενου μέρους που επικαλείται παράβαση των διατάξεων του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων) μπορεί να υποβάλει αίτημα στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τη διενέργεια διαβουλεύσεων.



2.    Το αίτημα για διαβουλεύσεις περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)    το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του προσφεύγοντος και, εάν το εν λόγω αίτημα υποβάλλεται εξ ονόματος μιας τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας, την επωνυμία, τη διεύθυνση και τον τόπο σύστασής της·

β)    τις διατάξεις του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων) για τις οποίες υποστηρίζεται ότι έχουν παραβιαστεί·

γ)    τη νομική και πραγματική βάση της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένης της μεταχείρισης για την οποία εικάζεται ότι παραβιάζει τις διατάξεις του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων)· και

δ)    τα διορθωτικά μέτρα που ζητούνται και την εκτιμώμενη απώλεια ή ζημία που εικάζεται ότι προκλήθηκε στον προσφεύγοντα ή την τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία λόγω της παράβασης αυτής.

3.    Το αίτημα για διαβουλεύσεις υποβάλλεται:

α)    εντός 30 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων ή, κατά περίπτωση, η τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία, έλαβε γνώση —ή θα έπρεπε να έχει λάβει γνώση— για πρώτη φορά της μεταχείρισης για την οποία εικάζεται ότι παραβιάζει τις διατάξεις του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων)· ή



β)    στην περίπτωση που, κατά την εκπνοή του χρονικού διαστήματος που αναφέρεται στο στοιχείο α), έχει γίνει προσφυγή σε τοπικά μέσα θεραπείας, εντός ενός έτους από την ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων ή, κατά περίπτωση, η τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία, διακόψει την άσκηση των εν λόγω τοπικών μέσων θεραπείας· και σε κάθε περίπτωση, το αργότερο 10 έτη μετά από την ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων ή, κατά περίπτωση, η τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία του, έλαβε γνώση —ή θα έπρεπε να έχει λάβει γνώση— για πρώτη φορά της μεταχείρισης για την οποία εικάζεται ότι παραβιάζει τις διατάξεις του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων)·

4.    Σε περίπτωση που ο προσφεύγων δεν έχει προσφύγει στο δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο) εντός δεκαοκτώ μηνών από την υποβολή του αιτήματος για διαβουλεύσεις, θεωρείται ότι έχει αποσύρει το αίτημά του για διαβουλεύσεις, καθώς και κάθε κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή, και ότι έχει παραιτηθεί από τα δικαιώματά του όσον αφορά μια τέτοια προσφυγή. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί με συμφωνία μεταξύ των μερών που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις.

5.    Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 δεν καθιστούν απαράδεκτη μια απαίτηση, όταν ο προσφεύγων μπορεί να αποδείξει ότι η μη υποβολή αιτήματος για διαβουλεύσεις ή η μη προσφυγή, αναλόγως, οφείλεται σε αδυναμία του προσφεύγοντος να ενεργήσει εξαιτίας σκόπιμων ενεργειών του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, υπό την προϋπόθεση ότι ο προσφεύγων ενεργεί αμέσως μόλις είναι ευλόγως σε θέση να ενεργήσει.

6.    Σε περίπτωση που το αίτημα για διαβουλεύσεις αφορά εικαζόμενη παράβαση της παρούσας συμφωνίας από την Ένωση ή από κράτος μέλος της Ένωσης, αποστέλλεται στην Ένωση.

7.    Τα διάδικα μέρη μπορούν να διεξάγουν τις διαβουλεύσεις μέσω βιντεοδιάσκεψης ή με άλλα μέσα όταν ενδείκνυται, όπως στην περίπτωση όπου ο επενδυτής είναι μικρή ή μεσαία επιχείρηση.



ΑΡΘΡΟ 3.4

Διαμεσολάβηση και εναλλακτική επίλυση διαφορών

1.    Τα διάδικα μέρη μπορούν ανά πάσα στιγμή, ακόμη και πριν από την κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή, να συμφωνήσουν να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση.

2.    Η προσφυγή σε διαμεσολάβηση είναι προαιρετική και γίνεται με την επιφύλαξη της νομικής θέσης των διάδικων μερών.

3.    Η προσφυγή σε διαμεσολάβηση μπορεί να διέπεται από τους κανόνες που ορίζονται στο παράρτημα 6 (Μηχανισμός διαμεσολάβησης για διαφορές μεταξύ επενδυτών και συμβαλλόμενων μερών) ή από άλλους κανόνες στους οποίους ενδέχεται να συμφωνήσουν τα διάδικα μέρη. Όλες οι προθεσμίες που αναφέρονται στο παράρτημα 6 (Μηχανισμός διαμεσολάβησης για διαφορές μεταξύ επενδυτών και συμβαλλόμενων μερών) μπορούν να τροποποιηθούν με αμοιβαία συμφωνία των διάδικων μερών.

4.    Ο διαμεσολαβητής διορίζεται με συμφωνία των διάδικων μερών ή σύμφωνα με το άρθρο 3 (Επιλογή του διαμεσολαβητή) του παραρτήματος 6 (Μηχανισμός διαμεσολάβησης για διαφορές μεταξύ επενδυτών και συμβαλλόμενων μερών). Οι διαμεσολαβητές συμμορφώνονται με τις διατάξεις του παραρτήματος 7 (Κώδικας δεοντολογίας για τα μέλη του δικαστηρίου, του εφετείου και τους διαμεσολαβητές).

5.    Τα διάδικα μέρη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση εντός εξήντα ημερών από τον διορισμό του διαμεσολαβητή.



6.    Από τη στιγμή που τα διάδικα μέρη συμφωνήσουν να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση, οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 3.3 (Διαβουλεύσεις) δεν ισχύουν για το διάστημα ανάμεσα στην ημερομηνία κατά την οποία συμφωνήθηκε η προσφυγή σε διαμεσολάβηση, και τριάντα ημέρες μετά την ημερομηνία κατά την οποία οποιοδήποτε από τα διάδικα μέρη αποφασίζει να τερματίσει τη διαμεσολάβηση, με επιστολή στον διαμεσολαβητή και στο άλλο διάδικο μέρος.

7.    Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζει τα διάδικα μέρη να προσφεύγουν σε άλλες μορφές εναλλακτικής επίλυσης διαφορών.

ΑΡΘΡΟ 3.5

Κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή

1.    Εάν η διαφορά δεν μπορέσει να διευθετηθεί εντός τριών μηνών από την υποβολή του αιτήματος για διαβουλεύσεις, ο προσφεύγων μπορεί να κοινοποιήσει πρόθεση για προσφυγή, δηλώνοντας εγγράφως την πρόθεσή του να προσφύγει σε διαδικασία επίλυσης διαφορών, και παρέχοντας τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)    το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του προσφεύγοντος και, εάν το εν λόγω αίτημα υποβάλλεται εξ ονόματος τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας, την επωνυμία, τη διεύθυνση και τον τόπο σύστασής της·

β)    τις διατάξεις του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων) για τις οποίες εικάζεται ότι έχουν παραβιαστεί·

γ)    τη νομική και πραγματική βάση της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένης της μεταχείρισης για την οποία υποστηρίζεται ότι παραβιάζει τις διατάξεις του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων)· και



δ)    τα διορθωτικά μέτρα που ζητούνται και την εκτιμώμενη απώλεια ή ζημία που υποστηρίζεται ότι προκλήθηκε στον προσφεύγοντα ή την τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία λόγω της παράβασης αυτής.

Η κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή απευθύνεται στην Ένωση ή στη Σινγκαπούρη, ανάλογα με την περίπτωση.

2.    Στην περίπτωση που η κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή απευθύνεται στην Ένωση, η Ένωση προβαίνει σε προσδιορισμό του καθ’ ου εντός δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης. Η Ένωση ενημερώνει αμέσως τον προσφεύγοντα για τον εν λόγω προσδιορισμό, βάσει του οποίου ο προσφεύγων μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο).

3.    Όταν δεν έχει γίνει προσδιορισμός του καθ’ ου σύμφωνα με την παράγραφο 2, ισχύουν τα εξής:

α)    αν η κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή προσδιορίζει αποκλειστικά μεταχείριση από κράτος μέλος της Ένωσης, ως καθ’ ου ενεργεί το εν λόγω κράτος μέλος·

β)    αν η κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή προσδιορίζει μεταχείριση από οργανισμό, φορέα ή υπηρεσία της Ένωσης, ως καθ’ ου ενεργεί η Ένωση.

4.    Σε περίπτωση που ως καθ’ ου ενεργεί είτε η Ένωση είτε ένα κράτος μέλος, ούτε η Ένωση ούτε το οικείο κράτος μέλος μπορεί να προβάλει το απαράδεκτο μιας απαίτησης ή να υποστηρίξει κατ’ άλλον τρόπο ότι μια απαίτηση ή μια απόφαση είναι αβάσιμη ή άκυρη, με το αιτιολογικό ότι ο σωστός καθ’ ου θα πρέπει ή θα έπρεπε να είναι η Ένωση και όχι το κράτος μέλος ή αντιστρόφως.



5.    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας ή των ισχυόντων κανόνων επίλυσης διαφορών δεν εμποδίζει την ανταλλαγή, μεταξύ της Ένωσης και του οικείου κράτους μέλους, όλων των πληροφοριών που αφορούν μια διαφορά.

ΑΡΘΡΟ 3.6

Προσφυγή στο δικαστήριο

1.    Το νωρίτερο τρεις μήνες από την ημερομηνία επίδοσης της κοινοποίησης πρόθεσης για προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 3.5 (Κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή), ο προσφεύγων μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο στο πλαίσιο ενός από τους ακόλουθους κανόνες επίλυσης διαφορών 26 :

α)    τη σύμβαση για τη ρύθμιση των σχετιζομένων προς τις επενδύσεις διαφορών μεταξύ κρατών και υπηκόων άλλων κρατών μελών της 18ης Μαρτίου 1965 (εφεξής καλούμενη «σύμβαση ICSID»), υπό την προϋπόθεση ότι τόσο ο καθ’ ου όσο και το κράτος του προσφεύγοντα είναι συμβαλλόμενα μέρη της εν λόγω σύμβασης·



β)    τη σύμβαση ICSID σύμφωνα με τους κανόνες σχετικά με την πρόσθετη διευκόλυνση για τη διαχείριση διαδικασιών τους οποίους έχει θεσπίσει η Γραμματεία του Διεθνούς Κέντρου για τον Διακανονισμό των Διαφορών από Επενδύσεις (εφεξής καλούμενοι «κανόνες ICSID για την πρόσθετη διευκόλυνση»), υπό την προϋπόθεση ότι είτε ο καθ’ ου είτε το κράτος του προσφεύγοντος είναι συμβαλλόμενο μέρος της εν λόγω σύμβασης 27 ·

γ)    τους κανόνες διαιτησίας της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το διεθνές εμπορικό δίκαιο (UNCITRAL)· ή

δ)    οποιουσδήποτε άλλους κανόνες, εφόσον τα διάδικα μέρη συμφωνήσουν επί τούτου.

2.    Η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου συνιστά τη συγκατάθεση του καθ’ ου για την προσφυγή δυνάμει του παρόντος τμήματος. Η συγκατάθεση σύμφωνα με την παράγραφο 1 και η προσφυγή δυνάμει του παρόντος τμήματος θεωρείται ότι πληρούν τις απαιτήσεις:

α)    του κεφαλαίου II της σύμβασης ICSID και τους κανόνες ICSID για την πρόσθετη διευκόλυνση, σε ό,τι αφορά τη γραπτή συγκατάθεση των διάδικων μερών· και

β)    του άρθρου II της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, η οποία συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 10 Ιουνίου 1958 (εφεξής καλούμενη «σύμβαση της Νέας Υόρκης») σε ό,τι αφορά τη «γραπτή συμφωνία».



ΑΡΘΡΟ 3.7

Προϋποθέσεις προσφυγής

1.    Μια προσφυγή μπορεί να γίνει δυνάμει του παρόντος τμήματος μόνον εάν:

α)    η προσφυγή συνοδεύεται από τη γραπτή συγκατάθεση του προσφεύγοντος για την επίλυση της διαφοράς σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στο παρόν τμήμα και ύστερα από τον καθορισμό εκ μέρους του προσφεύγοντος των κανόνων ενός εκ των οργάνων που αναφέρονται στο άρθρο 3.6 παράγραφος 1 (Προσφυγή στο δικαστήριο) ως τους κανόνες που θα εφαρμοστούν για την επίλυση της διαφοράς·

β)    έχουν παρέλθει τουλάχιστον έξι μήνες από την υποβολή του αιτήματος για διαβουλεύσεις δυνάμει του άρθρου 3.3 (Διαβουλεύσεις) και έχουν παρέλθει τουλάχιστον τρεις μήνες από την υποβολή της κοινοποίησης πρόθεσης για προσφυγή δυνάμει του άρθρου 3.5 (Κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή)·

γ)    το αίτημα για διαβουλεύσεις και η κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή που υποβάλλονται από τον προσφεύγοντα πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3.3 παράγραφος 2 (Διαβουλεύσεις) και στο άρθρο 3.5 παράγραφος 1 (Κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή) αντίστοιχα·

δ)    η νομική και πραγματική βάση της διαφοράς υποβλήθηκε σε προηγούμενη διαβούλευση σύμφωνα με το άρθρο 3.3 (Διαβουλεύσεις)·

ε)    όλες οι απαιτήσεις που ορίζονται στην προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 3.6 (Προσφυγή στο Δικαστήριο) βασίζονται σε μεταχείριση που προσδιορίζεται στην κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή, η οποία πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 3.5 (Κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή)·



στ)    ο προσφεύγων:

i)    αποσύρει κάθε εκκρεμούσα απαίτηση που έχει υποβληθεί στο δικαστήριο ή σε οποιοδήποτε άλλο εγχώριο ή διεθνές δικαστήριο δυνάμει του εσωτερικού ή του διεθνούς δικαίου, η οποία αφορά την ίδια μεταχείριση με αυτήν για την οποία εικάζεται ότι παραβιάζει τις διατάξεις του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων)·

ii)    δηλώνει ότι δεν θα υποβάλει παρόμοια απαίτηση στο μέλλον· και

iii)    δηλώνει ότι δεν θα εφαρμόσει τυχόν απόφαση που εκδόθηκε σύμφωνα με το παρόν τμήμα πριν η απόφαση αυτή καταστεί οριστική, και δεν θα επιδιώξει την έφεση, τον έλεγχο, την εξαφάνιση, την ακύρωση, την αναθεώρηση ή την κίνηση οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας διαδικασίας ενώπιων διεθνούς ή εγχώριου δικαστηρίου, όσον αφορά απόφαση σύμφωνα με το παρόν τμήμα.

2.    Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο στ), ο όρος «προσφεύγων» αναφέρεται στον επενδυτή και, κατά περίπτωση, στην τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία. Επιπλέον, για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο στ) σημείο i), ο όρος «προσφεύγων» περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα που έχουν άμεσα ή έμμεσα ιδιοκτησιακό συμφέρον απέναντι στον επενδυτή ή ελέγχονται από αυτόν, ή, κατά περίπτωση, στην τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία.

3.    Κατόπιν αιτήματος του καθ’ ου, το δικαστήριο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο όταν ο προσφεύγων δεν συμμορφώνεται με οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις ή τις δηλώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.



4.    Η παράγραφος 1 στοιχείο στ) δεν εμποδίζει τον προσφεύγοντα να ζητήσει τη λήψη προσωρινών μέτρων προστασίας ενώπιον των δικαστηρίων ή των διοικητικών δικαστηρίων του καθ’ ου πριν από την έναρξη διαδικασίας ενώπιον οποιουδήποτε από τα όργανα επίλυσης διαφορών που αναφέρονται στο άρθρο 3.6 (Προσφυγή στο Δικαστήριο) ή ενόσω εκκρεμεί η διαδικασία αυτή. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα προσωρινά μέτρα λαμβάνονται με αποκλειστικό σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του προσφεύγοντος και δεν συνεπάγονται την καταβολή αποζημίωσης ή την επίλυση της ουσίας της εν λόγω διαφοράς.

5.    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι το Δικαστήριο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο όταν η διαφορά είχε προκύψει ή ήταν πολύ πιθανό να προκύψει κατά τη χρονική στιγμή κατά την οποία ο προσφεύγων απέκτησε την κυριότητα ή τον έλεγχο των επενδύσεων που αποτελούν αντικείμενο της διαφοράς, και το Δικαστήριο διαπιστώνει βάσει των πραγματικών στοιχείων ότι ο προσφεύγων απέκτησε την κυριότητα ή τον έλεγχο της επένδυσης με κύριο σκοπό την υποβολή της απαίτησης σύμφωνα με το παρόν τμήμα. Η διάταξη αυτή ισχύει με την επιφύλαξη άλλων ενστάσεων για θέματα αρμοδιότητας επί των οποίων ενδέχεται να αποφανθεί το Δικαστήριο.

ΑΡΘΡΟ 3.8

Χρηματοδότηση από τρίτο μέρος

1.    Το διάδικο μέρος που δέχεται χρηματοδότηση από τρίτο μέρος κοινοποιεί στο άλλο διάδικο μέρος και στο δικαστήριο το όνομα και τη διεύθυνση του τρίτου μέρους-χρηματοδότη.

2.    Η κοινοποίηση αυτή γίνεται κατά το χρόνο της προσφυγής ή, χωρίς καθυστέρηση, αμέσως μόλις συμφωνηθεί, δωριστεί ή χορηγηθεί η χρηματοδότηση από το τρίτο μέρος, κατά περίπτωση.



ΑΡΘΡΟ 3.9

Πρωτοβάθμιο δικαστήριο

1.    Συγκροτείται πρωτοβάθμιο δικαστήριο (εφεξής καλούμενο «δικαστήριο») για την εξέταση των απαιτήσεων που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο).

2.    Αμέσως μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, η επιτροπή προβαίνει στον διορισμό των έξι μελών του δικαστηρίου. Για τους σκοπούς του εν λόγω διορισμού:

α)    το συμβαλλόμενο μέρος της ΕΕ διορίζει δύο μέλη·

β)    η Σινγκαπούρη διορίζει δύο μέλη· και

γ)    το συμβαλλόμενο μέρος της ΕΕ και η Σινγκαπούρη διορίζουν από κοινού δύο μέλη, τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Ένωσης ή της Σινγκαπούρης.

3.    Η επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να αυξήσει ή να μειώσει τον αριθμό των μελών κατά πολλαπλάσια του τρία. Επιπλέον διορισμοί γίνονται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 2.

4.    Τα μέλη διαθέτουν τα προσόντα που απαιτούνται στη χώρα τους για την άσκηση δικαστικών καθηκόντων ή είναι νομικοί αναγνωρισμένου κύρους. Διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις ή πείρα στο δημόσιο διεθνές δίκαιο. Είναι επιθυμητό να διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις ιδίως όσον αφορά το διεθνές επενδυτικό δίκαιο, το διεθνές εμπορικό δίκαιο ή την επίλυση διαφορών που προκύπτουν από διεθνείς επενδυτικές ή εμπορικές συμφωνίες.



5.    Τα μέλη διορίζονται για θητεία οκτώ ετών. Ωστόσο, η εναρκτήρια θητεία τριών εκ των έξι προσώπων που θα διοριστούν αμέσως μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, και τα οποία θα αποφασιστούν με κλήρωση, θα επεκταθεί στα δώδεκα έτη. Η θητεία ενός μέλους μπορεί να ανανεωθεί κατά τη λήξη της, με απόφαση της επιτροπής. Οι θέσεις πληρούνται όταν κενώνονται. Το πρόσωπο που διορίζεται για να αντικαταστήσει μέλος του οποίου η θητεία δεν έχει λήξει, παραμένει στη θέση του μέχρις τη λήξη της θητείας του προκατόχου του. Πρόσωπο το οποίο ασκεί καθήκοντα σε τμήμα του δικαστηρίου κατά τη λήξη της θητείας του μπορεί, με την άδεια του προέδρου του δικαστηρίου, να εξακολουθήσει να ασκεί τα καθήκοντά του στο εν λόγω τμήμα έως ότου περατωθούν οι διαδικασίες του τμήματος και, μόνο για τον σκοπό αυτόν, θεωρείται ότι εξακολουθεί να αποτελεί μέλος του Δικαστηρίου.

6.    Ορίζεται πρόεδρος και αντιπρόεδρος του δικαστηρίου, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για οργανωτικά ζητήματα. Διορίζονται για θητεία τεσσάρων ετών και επιλέγονται με κλήρωση μεταξύ των μελών που διορίστηκαν δυνάμει της παραγράφου 2 στοιχείο γ). Υπηρετούν εκ περιτροπής, με σειρά που καθορίζεται με κλήρωση από τον πρόεδρο της επιτροπής. Ο αντιπρόεδρος αντικαθιστά τον πρόεδρο όταν ο τελευταίος δεν είναι διαθέσιμος.

7.    Το δικαστήριο εξετάζει υποθέσεις σε τμήματα που αποτελούνται από τρία μέλη, εκ των οποίων το πρώτο διορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α), το δεύτερο σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β) και το τρίτο σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο γ). Του τμήματος προεδρεύει το μέλος που έχει διοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο γ).

8.    Εντός 90 ημερών από μια προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο), ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει εκ περιτροπής τα μέλη που απαρτίζουν το τμήμα του δικαστηρίου το οποίο θα εξετάσει την υπόθεση, διασφαλίζοντας ότι η σύνθεση κάθε τμήματος είναι τυχαία και απρόβλεπτη, και παρέχοντας παράλληλα ίσες ευκαιρίες σε όλα τα μέλη του δικαστηρίου για να ασκήσουν καθήκοντα.



9.    Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 7, τα διάδικα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ότι μια υπόθεση θα εξεταστεί από ένα και μόνο μέλος. Το εν λόγω μέλος επιλέγεται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου μεταξύ των μελών που διορίστηκαν δυνάμει της παραγράφου 2 στοιχείο γ). Ο καθ’ ου εξετάζει ευνοϊκά το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος, ιδίως όταν αυτός είναι μικρομεσαία επιχείρηση ή όταν η αποζημίωση που ζητείται είναι σχετικά χαμηλή. Το αίτημα αυτό διατυπώνεται ταυτόχρονα με την προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο).

10.    Το δικαστήριο καθορίζει το ίδιο τη διαδικασία του.

11.    Τα μέλη του δικαστηρίου μεριμνούν ώστε να είναι διαθέσιμα και να μπορούν να εκτελέσουν τα καθήκοντα που ορίζονται στο παρόν τμήμα.

12.    Για να εξασφαλιστεί η διαθεσιμότητά τους, τα μέλη λαμβάνουν πάγια μηνιαία αμοιβή (retainer fee), η οποία καθορίζεται με απόφαση της επιτροπής. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου και, όπου αυτό αρμόζει, ο αντιπρόεδρος, λαμβάνουν αμοιβή ίση με την αμοιβή που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3.10 παράγραφος 11 (Εφετείο) για κάθε ημέρα εργασίας κατά την οποία άσκησαν καθήκοντα προέδρου του δικαστηρίου σύμφωνα με το παρόν τμήμα.

13.    Η πάγια μηνιαία αμοιβή και οι ημερήσιες αμοιβές για τον πρόεδρο ή τον αντιπρόεδρο του δικαστηρίου, όταν αυτοί ασκούν καθήκοντα προέδρου του δικαστηρίου σύμφωνα με το παρόν τμήμα, καταβάλλονται εξίσου από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη σε λογαριασμό τον οποίο διαχειρίζεται η γραμματεία του ICSID. Σε περίπτωση αδυναμίας ενός συμβαλλόμενου μέρους να καταβάλει την πάγια μηνιαία αμοιβή ή τις ημερήσιες αμοιβές, μπορεί να επιλέξει να την καταβάλει το άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Τυχόν καθυστερούμενες οφειλές συνεχίζουν να είναι καταβλητέες, με τον αντίστοιχο τόκο.



14.    Εκτός εάν η επιτροπή λάβει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 15, το ποσό των λοιπών αμοιβών και των δαπανών των μελών στο πλαίσιο ενός τμήματος του δικαστηρίου, είναι αυτό που καθορίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό 14 παράγραφος 1 των διοικητικών και οικονομικών κανονισμών της σύμβασης ICSID οι οποίοι ισχύουν κατά την ημερομηνία υποβολής της απαίτησης, και που επιμερίζεται από το δικαστήριο μεταξύ των διάδικων μερών σύμφωνα με το άρθρο 3.21 (Έξοδα).

15.    Ύστερα από απόφαση της επιτροπής, η πάγια μηνιαία αμοιβή και οι λοιπές αμοιβές και δαπάνες μπορούν να μετατραπούν μονίμως σε τακτικό μισθό. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα μέλη εργάζονται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης και η επιτροπή ορίζει τις αποδοχές τους και τα συναφή οργανωτικά ζητήματα. Στην περίπτωση αυτή, τα μέλη δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνουν οποιαδήποτε άλλη απασχόληση, είτε αμειβόμενη είτε όχι, εκτός εάν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο πρόεδρος του δικαστηρίου επιτρέψει εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν.

16.    Η γραμματεία του ICSID ενεργεί ως γραμματεία για το δικαστήριο, παρέχοντάς του την κατάλληλη υποστήριξη. Οι δαπάνες για την υποστήριξη αυτή επιμερίζονται από το δικαστήριο μεταξύ των διάδικων μερών σύμφωνα με το άρθρο 3.21 (Έξοδα).

ΑΡΘΡΟ 3.10

Εφετείο

1.    Συγκροτείται μόνιμο εφετείο για την εξέταση εφέσεων σχετικά με προσωρινές αποφάσεις του δικαστηρίου.



2.    Αμέσως μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, η επιτροπή προβαίνει στον διορισμό των έξι μελών του εφετείου. Για τους σκοπούς του εν λόγω διορισμού:

α)    η ΕΕ διορίζει δύο μέλη·

β)    η Σινγκαπούρη διορίζει δύο μέλη· και

γ)    το συμβαλλόμενο μέρος της ΕΕ και η Σινγκαπούρη διορίζουν από κοινού δύο μέλη, τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Ένωσης ή της Σινγκαπούρης.

3.    Η επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να αυξήσει ή να μειώσει τον αριθμό των μελών του εφετείου κατά πολλαπλάσια του τρία. Επιπλέον διορισμοί γίνονται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 2.

4.    Τα μέλη του εφετείου πρέπει να διαθέτουν τα προσόντα που απαιτούνται στη χώρα τους για τον διορισμό στα ανώτατα δικαστικά αξιώματα ή να είναι νομικοί αναγνωρισμένου κύρους. Πρέπει να έχουν εξειδικευμένες γνώσεις ή εμπειρογνωμοσύνη στο δημόσιο διεθνές δίκαιο. Είναι επιθυμητό να διαθέτουν εμπειρογνωμοσύνη ιδίως όσον αφορά το διεθνές επενδυτικό δίκαιο, το διεθνές εμπορικό δίκαιο ή την επίλυση διαφορών που προκύπτουν από διεθνείς επενδυτικές ή εμπορικές συμφωνίες.



5.    Τα μέλη του εφετείου διορίζονται για θητεία οκτώ ετών. Ωστόσο, η εναρκτήρια θητεία τριών εκ των έξι προσώπων που θα διοριστούν αμέσως μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, και τα οποία θα αποφασιστούν με κλήρωση, θα επεκταθεί στα δώδεκα έτη. Η θητεία ενός μέλους μπορεί να ανανεωθεί κατά τη λήξη της, με απόφαση της επιτροπής. Οι θέσεις πληρούνται όταν κενώνονται. Το πρόσωπο που ορίζεται να αντικαταστήσει μέλος του οποίου η θητεία δεν έχει λήξει παραμένει στη θέση του μέχρι τη λήξη της θητείας του προκατόχου του. Πρόσωπο το οποίο ασκεί καθήκοντα σε τμήμα του εφετείου κατά τη λήξη της θητείας του μπορεί, με την άδεια του προέδρου του εφετείου, να εξακολουθήσει να ασκεί τα καθήκοντά του στο εν λόγω τμήμα έως ότου περατωθούν οι διαδικασίες του τμήματος και, μόνο για τον σκοπό αυτόν, θεωρείται ότι εξακολουθεί να αποτελεί μέλος του εφετείου.

6.    Ορίζεται πρόεδρος και αντιπρόεδρος του εφετείου, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για οργανωτικά ζητήματα. Διορίζονται για θητεία τεσσάρων ετών και επιλέγονται με κλήρωση μεταξύ των μελών του εφετείου που διορίστηκαν δυνάμει της παραγράφου 2 στοιχείο γ). Υπηρετούν εκ περιτροπής, με σειρά που καθορίζεται με κλήρωση από τον πρόεδρο της επιτροπής. Ο αντιπρόεδρος αντικαθιστά τον πρόεδρο όταν ο τελευταίος δεν είναι διαθέσιμος.

7.    Το εφετείο εξετάζει υποθέσεις σε τμήματα που αποτελούνται από τρία μέλη, εκ των οποίων το πρώτο διορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α), το δεύτερο σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β) και το τρίτο σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο γ). Του τμήματος προεδρεύει το μέλος που έχει διοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο γ).

8.    Ο πρόεδρος του εφετείου διορίζει εκ περιτροπής τα μέλη που απαρτίζουν το τμήμα του εφετείου το οποίο θα εξετάσει την έφεση, διασφαλίζοντας ότι η σύνθεση κάθε τμήματος είναι τυχαία και απρόβλεπτη, και παρέχοντας παράλληλα ίσες ευκαιρίες σε όλα τα μέλη του εφετείου για να ασκήσουν καθήκοντα.

9.    Το εφετείο καθορίζει το ίδιο τη διαδικασία του.



10.    Τα μέλη του εφετείου μεριμνούν ώστε να είναι διαθέσιμα και να μπορούν να εκτελέσουν τα καθήκοντα που ορίζονται στο παρόν τμήμα.

11.    Για να εξασφαλιστεί η διαθεσιμότητά τους, τα μέλη λαμβάνουν πάγια μηνιαία αμοιβή (retainer fee) και αμοιβή για κάθε μέρα εργασίας ως μέλη· η αμοιβή αυτή καθορίζεται με απόφαση της επιτροπής. Ο πρόεδρος του εφετείου και, όπου αυτό αρμόζει, ο αντιπρόεδρος, λαμβάνουν αμοιβή για κάθε ημέρα εργασίας κατά την οποία άσκησαν καθήκοντα προέδρου του εφετείου σύμφωνα με το παρόν τμήμα.

12.    Η πάγια μηνιαία αμοιβή και οι ημερήσιες αμοιβές για τον πρόεδρο ή τον αντιπρόεδρο του εφετείου, όταν αυτοί ασκούν καθήκοντα προέδρου του εφετείου σύμφωνα με το παρόν τμήμα, καταβάλλονται εξίσου από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη σε λογαριασμό τον οποίο διαχειρίζεται η γραμματεία του ICSID. Σε περίπτωση αδυναμίας ενός συμβαλλόμενου μέρους να καταβάλει την πάγια αμοιβή ή τις ημερήσιες αμοιβές, μπορεί να επιλέξει να την καταβάλει το άλλο μέρος. Τυχόν καθυστερούμενες οφειλές συνεχίζουν να είναι καταβλητέες, με τον αντίστοιχο τόκο.

13.    Ύστερα από απόφαση της επιτροπής, η πάγια μηνιαία αμοιβή και οι ημερήσιες αμοιβές μπορούν να μετατραπούν μονίμως σε τακτικό μισθό. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα μέλη του εφετείου εργάζονται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης και η επιτροπή ορίζει τις αποδοχές τους και τα συναφή οργανωτικά ζητήματα. Στην περίπτωση αυτή, τα μέλη του εφετείου δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνουν οποιαδήποτε άλλη απασχόληση, είτε αμειβόμενη είτε όχι, εκτός εάν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο πρόεδρος του εφετείου επιτρέψει εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν.

14.    Η γραμματεία του ICSID ενεργεί ως γραμματεία του εφετείου και του παρέχει την κατάλληλη υποστήριξη. Οι δαπάνες για την υποστήριξη αυτή επιμερίζονται από το δικαστήριο μεταξύ των διάδικων μερών σύμφωνα με το άρθρο 3.21 (Έξοδα).



ΑΡΘΡΟ 3.11

Δεοντολογία

1.    Τα μέλη του δικαστηρίου και του εφετείου επιλέγονται μεταξύ προσώπων, η ανεξαρτησία των οποίων είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Δεν έχουν δεσμούς με καμία κυβέρνηση 28 και, ιδιαίτερα, δεν λαμβάνουν οδηγίες από καμία κυβέρνηση ή οργανισμό σχετικά με θέματα που αφορούν τη διαφορά. Δεν συμμετέχουν στην εξέταση διαφορών που θα ήταν δυνατόν να προκαλέσουν, άμεσα ή έμμεσα, σύγκρουση συμφερόντων. Με τον τρόπο αυτόν συμμορφώνονται με το παράρτημα 7 (Κώδικας δεοντολογίας για τα μέλη του δικαστηρίου, του εφετείου και τους διαμεσολαβητές). Επιπλέον, μετά τον διορισμό τους, δεν πρέπει να ενεργούν ως σύμβουλοι, ή ως εμπειρογνώμονες ή μάρτυρες διορισμένοι από ένα συμβαλλόμενο μέρος σε εκκρεμή ή νέα διαφορά που αφορά την προστασία των επενδύσεων, δυνάμει της παρούσας ή οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας ή εγχώριας νομοθεσίας.

2.    Εάν ένα διάδικο μέρος θεωρεί ότι ένα μέλος έχει σύγκρουση συμφερόντων, αποστέλλει στον πρόεδρο του δικαστηρίου ή του εφετείου, αντίστοιχα, δήλωση αμφισβήτησης του διορισμού του εν λόγω μέλους. Η δήλωση αμφισβήτησης αποστέλλεται εντός 15 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε στο διάδικο μέρος η σύνθεση του τμήματος του δικαστηρίου ή του εφετείου, ή εντός 15 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία το εν λόγω μέρος έλαβε γνώση των σχετικών πραγματικών περιστατικών, εάν δεν ήταν ευλόγως δυνατό να τα γνωρίζει κατά τη στιγμή της σύνθεσης του τμήματος. Στη δήλωση αναφέρονται οι λόγοι της αμφισβήτησης.



3.    Εάν, εντός 15 ημερών από την ημερομηνία της δήλωσης αμφισβήτησης, το αμφισβητούμενο μέλος επιλέξει να μην παραιτηθεί από το σχετικό τμήμα, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή ο πρόεδρος του εφετείου, αντίστοιχα, αφού ακούσει τα διάδικα μέρη και αφού δώσει στο μέλος την ευκαιρία να υποβάλει τυχόν παρατηρήσεις, εκδίδει απόφαση εντός 45 ημερών από την παραλαβή της δήλωσης αμφισβήτησης και ενημερώνει αμέσως τα διάδικα μέρη και τα άλλα μέλη του τμήματος.

4.    Για τυχόν αμφισβήτηση του διορισμού του προέδρου του δικαστηρίου σε κάποιο τμήμα, λαμβάνει απόφαση ο πρόεδρος του εφετείου και αντιστρόφως.

5.    Κατόπιν αιτιολογημένης σύστασης του προέδρου του εφετείου, τα συμβαλλόμενα μέρη, με απόφαση της επιτροπής, μπορούν να αποφασίσουν την απομάκρυνση ενός μέλους από το δικαστήριο ή από το εφετείο, όταν η συμπεριφορά του δεν συνάδει με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 και είναι ασύμβατη με τη συνέχιση της θητείας του στο δικαστήριο ή στο εφετείο. Εάν η εν λόγω συμπεριφορά αποδίδεται στον πρόεδρο του εφετείου, η αιτιολογημένη σύσταση διατυπώνεται από τον πρόεδρο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Για την πλήρωση κενών θέσεων που ενδέχεται να προκύψουν δυνάμει της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 3.9 παράγραφος 5 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο) και 3.10 παράγραφος 4 (Εφετείο), τηρουμένων των αναλογιών.



ΑΡΘΡΟ 3.12

Πολυμερής μηχανισμός για την επίλυση διαφορών

Τα μέρη επιδιώκουν μεταξύ τους και με άλλους εμπορικούς εταίρους τη σύσταση πολυμερούς επενδυτικού δικαστηρίου και δευτεροβάθμιου μηχανισμού για την επίλυση διεθνών επενδυτικών διαφορών. Κατά τη δημιουργία του εν λόγω πολυμερούς μηχανισμού, η επιτροπή εξετάζει την πιθανότητα έκδοσης απόφασης με την οποία να προβλέπεται ότι οι επενδυτικές διαφορές που υπάγονται στο παρόν τμήμα θα διευθετούνται σύμφωνα μ’ αυτόν τον πολυμερή μηχανισμό, και να εφαρμόζονται οι κατάλληλες μεταβατικές ρυθμίσεις.

ΑΡΘΡΟ 3.13

Ισχύουσα νομοθεσία και κανόνες ερμηνείας

1.    Το δικαστήριο κρίνει αν η μεταχείριση που αποτελεί αντικείμενο της απαίτησης συνιστά παράβαση υποχρέωσης δυνάμει του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων).



2.    Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, το δικαστήριο εφαρμόζει την παρούσα συμφωνία ερμηνεύοντάς την σύμφωνα με τη σύμβαση της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, καθώς και με άλλους κανόνες και αρχές του διεθνούς δικαίου που εφαρμόζονται μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών 29 .

3.    Όταν προκύπτουν σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά ζητήματα ερμηνείας που ενδέχεται να επηρεάσουν θέματα σχετικά με την παρούσα συμφωνία, η επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο στ) του άρθρου 4.1 (Επιτροπή), μπορεί να εγκρίνει ερμηνείες των διατάξεων της παρούσας συμφωνίας. Μια ερμηνεία που εγκρίνεται από την επιτροπή είναι δεσμευτική για το δικαστήριο και το εφετείο και κάθε απόφαση πρέπει να συνάδει με την ερμηνεία αυτή. Η επιτροπή μπορεί να αποφασίσει ότι μια ερμηνεία θα έχει δεσμευτική ισχύ από συγκεκριμένη ημερομηνία και μετά.

ΑΡΘΡΟ 3.14

Φανερά αβάσιμες απαιτήσεις

1.    Ο καθ’ ου δύναται, το αργότερο τριάντα ημέρες μετά τη συγκρότηση τμήματος του δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 3.9 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο) και, σε κάθε περίπτωση, πριν από την πρώτη συνεδρίαση του εν λόγω τμήματος του δικαστηρίου, να προβάλει ένσταση με το αιτιολογικό ότι η απαίτηση είναι φανερά αβάσιμη.



2.    Ο καθ’ ου διευκρινίζει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια τη βάση της ένστασης.

3.    Το δικαστήριο, αφού δώσει στα διάδικα μέρη την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την ένσταση, εκδίδει απόφαση ή προσωρινή απόφαση επί της ένστασης κατά την πρώτη του συνεδρίαση ή αμέσως μετά.

4.    Η διαδικασία αυτή και οποιαδήποτε απόφαση του δικαστηρίου δεν θίγουν το δικαίωμα του καθ’ ου να προβάλει ένσταση, σύμφωνα με το άρθρο 3.15 (Νομικά αβάσιμες απαιτήσεις) ή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, όσον αφορά τη νομική βασιμότητα μιας απαίτησης και με την επιφύλαξη της εξουσίας του Δικαστηρίου να εξετάζει άλλες ενστάσεις ως προδικαστικό ζήτημα.

ΑΡΘΡΟ 3.15

Νομικά αβάσιμες απαιτήσεις

1.    Με την επιφύλαξη της εξουσίας του δικαστηρίου να εξετάζει άλλες ενστάσεις ως προδικαστικό ζήτημα ή του δικαιώματος του καθ’ ου να υποβάλλει τέτοιες ενστάσεις σε εύθετο χρόνο, το δικαστήριο εξετάζει ως προδικαστικό ζήτημα και αποφαίνεται για οποιαδήποτε ένσταση προβάλλει ο καθ’ ου ισχυριζόμενος ότι, από νομική άποψη, μια απαίτηση, ή οποιοδήποτε μέρος αυτής, που έχει υποβληθεί δυνάμει του παρόντος τμήματος δεν αποτελεί απαίτηση για την οποία μπορεί να εκδοθεί απόφαση υπέρ του προσφεύγοντος δυνάμει του άρθρου 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο), ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα προβαλλόμενα περιστατικά είναι αληθή. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να λάβει υπόψη οποιαδήποτε άλλα σχετικά στοιχεία που δεν αποτελούν αντικείμενο της διαφοράς.



2.    Μια ένσταση δυνάμει της παραγράφου 1 προβάλλεται στο δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν μετά τη συγκρότηση του τμήματος του δικαστηρίου, και σε καμία περίπτωση μετά την ημερομηνία που ορίζει το δικαστήριο για την υποβολή απαντητικού υπομνήματος ή υπομνήματος αντίκρουσης από τον καθ’ ου ή, σε περίπτωση τροποποίησης της απαίτησης, μετά την ημερομηνία που ορίζει το δικαστήριο για την υποβολή της απάντησης του καθ’ ου στην τροποποίηση. Δεν είναι δυνατή η προβολή ένστασης δυνάμει της παραγράφου 1 ενόσω εκκρεμεί διαδικασία δυνάμει του άρθρου 3.14 (Φανερά αβάσιμες απαιτήσεις), εκτός εάν το δικαστήριο χορηγήσει άδεια για προβολή ένστασης δυνάμει του παρόντος άρθρου, αφού λάβει δεόντως υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης.

3.    Μετά την παραλαβή ένστασης δυνάμει της παραγράφου 1, και εκτός εάν κρίνει ότι η ένσταση είναι προδήλως αβάσιμη, το δικαστήριο αναστέλλει κάθε διαδικασία επί της ουσίας, καταρτίζει χρονοδιάγραμμα για την εξέταση της ένστασης το οποίο είναι σύμφωνο με τυχόν χρονοδιάγραμμα που έχει καταρτίσει για την εξέταση κάθε άλλου προδικαστικού ζητήματος, και εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση ή προσωρινή απόφαση επί της ένστασης.

ΑΡΘΡΟ 3.16

Διαφάνεια της διαδικασίας

Το παράρτημα 8 (Κανόνες σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα, τις ακροάσεις και τη δυνατότητα τρίτων να υποβάλλουν παρατηρήσεις) εφαρμόζεται στις διαφορές που εμπίπτουν στο παρόν τμήμα.



ΑΡΘΡΟ 3.17

Μη διάδικο συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας

1.    Το δικαστήριο δέχεται προφορικές ή γραπτές παρατηρήσεις σχετικά με θέματα ερμηνείας των συνθηκών από το μη διάδικο συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ή, μετά από διαβούλευση με τα διάδικα μέρη, μπορεί να καλέσει το εν λόγω μέρος να υποβάλει τις παρατηρήσεις αυτές.

2.    Το δικαστήριο δεν εξάγει κανένα συμπέρασμα από την απουσία παρατηρήσεων ή απαντήσεων σε τυχόν πρόσκληση που απευθύνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.    Το δικαστήριο διασφαλίζει ότι οποιαδήποτε υποβολή παρατηρήσεων δεν διαταράσσει ούτε επιβαρύνει αδικαιολόγητα τη διαδικασία, και ούτε ζημιώνει αδίκως οποιοδήποτε από τα διάδικα μέρη.

4.    Το δικαστήριο διασφαλίζει επίσης ότι τα διάδικα μέρη έχουν την εύλογη δυνατότητα να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με κάθε παρατήρηση που έχει υποβληθεί από το μη διάδικο συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας.

ΑΡΘΡΟ 3.18

Έκδοση απόφασης

1.    Όταν το δικαστήριο αποφασίζει ότι η μεταχείριση που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς παραβιάζει υποχρέωση δυνάμει του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων), μπορεί να επιδικάσει, χωριστά ή σε συνδυασμό, μόνο 30 :



α)    χρηματική αποζημίωση και τυχόν εφαρμοστέους τόκους· και

β)    επιστροφή περιουσιακών στοιχείων, υπό την προϋπόθεση ότι ο καθ’ ου μπορεί να καταβάλει χρηματική αποζημίωση και τυχόν εφαρμοστέους τόκους, όπως ορίζεται από το δικαστήριο σύμφωνα με το Κεφάλαιο Δύο (Προστασία των επενδύσεων) αντί της επιστροφής.

2.    Η χρηματική αποζημίωση δεν υπερβαίνει τη ζημία που υπέστη ο προσφεύγων, ή, κατά περίπτωση, η τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία του, ως αποτέλεσμα της παραβίασης των σχετικών διατάξεων του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων), και αφαιρείται από αυτήν τυχόν προηγούμενη αποζημίωση που είχε ήδη καταβάλει το σχετικό συμβαλλόμενο μέρος. Το δικαστήριο δεν επιδικάζει τιμωρητικές αποζημιώσεις.

3.    Όταν η απαίτηση έχει υποβληθεί εξ ονόματος τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας, η αποζημίωση που επιδικάζεται καταβάλλεται στην εν λόγω εταιρεία.

4.    Κατά γενικό κανόνα, το Δικαστήριο εκδίδει προσωρινή απόφαση εντός 18 μηνών από την ημερομηνία υποβολής της απαίτησης. Όταν το δικαστήριο θεωρεί ότι δεν μπορεί να εκδώσει την προσωρινή απόφαση εντός 18 μηνών, ενημερώνει γραπτώς τα διάδικα μέρη σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης, αναφέροντας την εκτιμώμενη περίοδο εντός της οποίας θα εκδώσει την εν λόγω απόφαση. Μια προσωρινή απόφαση γίνεται τελεσίδικη μετά την παρέλευση 90 ημερών από την ημερομηνία έκδοσής της και εφόσον κανένα από τα διάδικα μέρη δεν έχει προσβάλει την απόφαση στο εφετείο.



ΑΡΘΡΟ 3.19

Διαδικασία έφεσης

1.    Κάθε διάδικο μέρος μπορεί να ασκήσει έφεση στο εφετείο κατά της προσωρινής απόφασης εντός 90 ημερών από την έκδοσή της. Οι λόγοι έφεσης είναι οι εξής:

α)    το δικαστήριο έσφαλε κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας·

β)    το δικαστήριο έσφαλε προδήλως κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και κατά την εκτίμηση της συναφούς εσωτερικής νομοθεσίας· ή

γ)    οι λόγοι που προβλέπονται στο άρθρο 52 της σύμβασης ICSID, στο μέτρο που δεν καλύπτονται από τα στοιχεία α) και β).

2.    Εάν το εφετείο απορρίψει την έφεση, η προσωρινή απόφαση καθίσταται τελεσίδικη. Το εφετείο μπορεί επίσης να απορρίψει την έφεση με συνοπτικές διαδικασίες, όταν είναι σαφές ότι η έφεση είναι προδήλως αβάσιμη· στην περίπτωση αυτή, η προσωρινή απόφαση καθίσταται τελεσίδικη.

3.    Εάν η έφεση είναι βάσιμη, το εφετείο τροποποιεί ή αναιρεί τις νομικές κρίσεις και τα συμπεράσματα της προσωρινής απόφασης, εν μέρει ή στο σύνολό τους. Το εφετείο αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου, παρέχοντας ακριβείς διευκρινίσεις σχετικά με την τροποποίηση ή την αναίρεση των σχετικών κρίσεων και συμπερασμάτων του δικαστηρίου. Το δικαστήριο δεσμεύεται από τις κρίσεις και τα συμπεράσματα του εφετείου και, ύστερα από ακρόαση των διάδικων μερών, εάν αυτό αρμόζει, αναθεωρεί την προσωρινή του απόφαση αναλόγως. Το δικαστήριο προσπαθεί να εκδώσει αναθεωρημένη απόφαση εντός 90 ημερών από την αναπομπή της υπόθεσης ενώπιόν του.



4.    Κατά γενικό κανόνα, η διαδικασία έφεσης δεν υπερβαίνει τις 180 ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία διάδικος ανακοινώνει επισήμως την απόφασή του να ασκήσει έφεση έως την ημερομηνία που το εφετείο εκδίδει την απόφασή του. Όταν το εφετείο θεωρεί ότι δεν μπορεί να εκδώσει την απόφασή του εντός 180 ημερών, ενημερώνει γραπτώς τα διάδικα μέρη σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης, αναφέροντας την εκτιμώμενη περίοδο εντός της οποίας θα εκδώσει την εν λόγω απόφαση. Σε καμία περίπτωση η σχετική διαδικασία δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις 270 ημέρες.

5.    Το διάδικο μέρος που ασκεί έφεση καταβάλλει εγγύηση για τα έξοδα της έφεσης. Το διάδικο μέρος παρέχει επίσης οποιαδήποτε άλλη εγγύηση που μπορεί να διατάξει το εφετείο.

6.    Για τη διαδικασία έφεσης εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 3.8 (Χρηματοδότηση από τρίτο μέρος), του παραρτήματος 8 (Κανόνες σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα, τις ακροάσεις και τη δυνατότητα τρίτων να υποβάλλουν παρατηρήσεις), του άρθρου 3.17 (Μη διάδικο συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας) και του άρθρου 3.21 (Έξοδα), τηρουμένων των αναλογιών.

ΑΡΘΡΟ 3.20

Αποζημίωση ή άλλη μορφή αποκατάστασης

Ο καθ’ ου δεν μπορεί να επικαλεστεί, και το δικαστήριο δεν δέχεται, ως υπεράσπιση, ανταπαίτηση, δικαίωμα συμψηφισμού ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ότι ο προσφεύγων έχει λάβει ή θα λάβει αποζημίωση ή άλλη μορφή αποκατάστασης σύμφωνα με σύμβαση ασφάλισης ή εγγύησης, για το σύνολο ή μέρος της αποζημίωσης που ζητείται στο πλαίσιο διαφοράς η οποία κινείται δυνάμει του παρόντος τμήματος.



ΑΡΘΡΟ 3.21

Έξοδα

1.    Το δικαστήριο καταδικάζει το ηττηθέν διάδικο μέρος στα έξοδα της διαδικασίας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το δικαστήριο μπορεί να επιμερίσει τα έξοδα μεταξύ των διάδικων μερών, εάν κρίνει ότι ο επιμερισμός ενδείκνυται με βάση τις περιστάσεις της υπόθεσης.

2.    Άλλα εύλογα έξοδα, μεταξύ των οποίων οι δαπάνες νομικής εκπροσώπησης και αρωγής, βαρύνουν τον ηττηθέντα διάδικο, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει ότι αυτή η κατανομή των εξόδων δεν αρμόζει με βάση τις περιστάσεις της υπόθεσης.

3.    Σε περίπτωση που ορισμένα μόνο μέρη των απαιτήσεων ευδοκίμησαν, τα επιδικαζόμενα έξοδα προσαρμόζονται αναλογικά προς τον αριθμό ή την έκταση των ευδοκιμήσαντων μερών των απαιτήσεων.

4.    Όταν μια απαίτηση ή μέρη αυτής απορρίπτονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3.14 (Φανερά αβάσιμες απαιτήσεις) ή του άρθρου 3.15 (Νομικά αβάσιμες απαιτήσεις), το Δικαστήριο καταδικάζει το ηττηθέν διάδικο μέρος να αναλάβει όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εν λόγω απαίτηση ή τα εν λόγω μέρη αυτής, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας και άλλων εύλογων εξόδων, μεταξύ των οποίων οι δαπάνες νομικής εκπροσώπησης και αρωγής.



5.    Η επιτροπή εξετάζει τη σκοπιμότητα θέσπισης συμπληρωματικών κανόνων σχετικά με τις αμοιβές, με σκοπό να καθοριστεί το μέγιστο ποσό των δαπανών νομικής εκπροσώπησης και αρωγής που μπορούν να βαρύνουν συγκεκριμένες κατηγορίες ηττηθέντων διάδικων μερών. Αυτοί οι συμπληρωματικοί κανόνες λαμβάνουν υπόψη τους οικονομικούς πόρους του προσφεύγοντος, όταν αυτός είναι φυσικό πρόσωπο ή μικρομεσαία επιχείρηση. Η επιτροπή προσπαθεί να εκδώσει αυτούς τους συμπληρωματικούς κανόνες το αργότερο ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας.

ΑΡΘΡΟ 3.22

Εκτέλεση των αποφάσεων

1.    Οι αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος τμήματος δεν είναι εκτελεστές έως ότου καταστούν τελεσίδικες σύμφωνα με το άρθρο 3.18 παράγραφος 4 (Αποφάσεις), το άρθρο 3.19 (Διαδικασία έφεσης) παράγραφος 2 ή παράγραφος 3. Οι τελεσίδικες αποφάσεις που εκδίδει το δικαστήριο δυνάμει του παρόντος τμήματος είναι δεσμευτικές για τα διάδικα μέρη και δεν υπόκεινται σε έφεση, έλεγχο, εξαφάνιση, ακύρωση ή οποιοδήποτε άλλο ένδικο μέσο 31 .

2.    Κάθε συμβαλλόμενο μέρος αναγνωρίζει κάθε απόφαση που εκδόθηκε δυνάμει της παρούσας συμφωνίας ως δεσμευτική και επιβάλλει τις χρηματικές υποχρεώσεις εντός του εδάφους του σαν να επρόκειτο για τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου του οικείου συμβαλλόμενου μέρους.



3.    Η εκτέλεση μιας απόφασης διέπεται από τους νόμους σχετικά με την εκτέλεση δικαστικών ή άλλων αποφάσεων οι οποίοι ισχύουν κατά τη στιγμή που υποβάλλεται το αίτημα της εκτέλεσης.

4.    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι το άρθρο 4.11 (Απουσία άμεσου αποτελέσματος) ή το Κεφάλαιο Τέσσερα (Θεσμικές, γενικές και τελικές διατάξεις) δεν εμποδίζουν την αναγνώριση, εκτέλεση και επιβολή των επιδικάσεων σύμφωνα με το παρόν τμήμα.

5.    Για τους σκοπούς του άρθρου I της σύμβασης της Νέας Υόρκης, οι τελεσίδικες αποφάσεις σύμφωνα με το παρόν τμήμα είναι διαιτητικές αποφάσεις που συνδέονται με απαιτήσεις οι οποίες θεωρείται ότι απορρέουν από εμπορική σχέση ή συναλλαγή.

6.    Για μεγαλύτερη βεβαιότητα και με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, όταν έχει κινηθεί προσφυγή για την επίλυση διαφοράς σύμφωνα με το άρθρο 3.6 παράγραφος 1 στοιχείο α) (Προσφυγή στο δικαστήριο), μια τελεσίδικη απόφαση σύμφωνα με το παρόν τμήμα θεωρείται ότι αποτελεί διαιτητική απόφαση δυνάμει του τμήματος 6 της σύμβασης ICSID.

ΑΡΘΡΟ 3.23

Ρόλος των συμβαλλόμενων μερών της συμφωνίας

1.    Κανένα συμβαλλόμενο μέρος δεν παρέχει διπλωματική προστασία, ούτε εγείρει απαίτηση σε διεθνές επίπεδο, όσον αφορά διαφορά την οποία ένας από τους επενδυτές του και το άλλο συμβαλλόμενο μέρος έχουν συμφωνήσει να υποβάλουν ή έχουν υποβάλει προς επίλυση σύμφωνα με το παρόν τμήμα, εκτός εάν το εν λόγω άλλο συμβαλλόμενο μέρος δεν έχει τηρήσει ή δεν έχει συμμορφωθεί με την απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαφοράς αυτής. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η διπλωματική προστασία δεν περιλαμβάνει τις άτυπες διπλωματικές επαφές που πραγματοποιούνται με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της διευθέτησης της διαφοράς.



2.    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι η παράγραφος 1 δεν αποκλείει τη δυνατότητα ενός συμβαλλόμενου μέρους να προσφεύγει στις διαδικασίες επίλυσης διαφορών που προβλέπονται στο Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα Β (Επίλυση διαφορών μεταξύ συμβαλλόμενων μερών) σχετικά με ένα μέτρο γενικής εφαρμογής, ακόμη και αν το μέτρο αυτό εικάζεται ότι παραβιάζει τους όρους της συμφωνίας όσον αφορά μια συγκεκριμένη επένδυση για την οποία έχει ασκηθεί προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο) και ισχύει με την επιφύλαξη του άρθρου 3.17 (Μη διάδικο συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας).

ΑΡΘΡΟ 3.24

Ενοποίηση

1.    Όταν δύο ή περισσότερες ξεχωριστές προσφυγές δυνάμει του άρθρου 3.6 (Προσφυγή στο Δικαστήριο) έχουν ένα κοινό νομικό ή πραγματικό ζήτημα και απορρέουν από τα ίδια γεγονότα ή τις περιστάσεις, ένα διάδικο μέρος μπορεί να ζητήσει τη σύσταση χωριστού τμήματος του δικαστηρίου («τμήμα συνεκδίκασης») και την έκδοση από αυτό το τμήμα εντολής συνεκδίκασης σύμφωνα με:

α)    τη συμφωνία όλων των διάδικων μερών για τα οποία ζητείται να καλύπτονται από την εντολή, οπότε τα διάδικα μέρη υποβάλλουν κοινό αίτημα σύμφωνα με την παράγραφο 3· ή

β)    τις παραγράφους 2 έως 12, υπό την προϋπόθεση ότι μόνο ένας καθʼ ου επιδιώκει να καλυφθεί από την εντολή.



2.    Ένα διάδικο μέρος που ζητεί την έκδοση εντολής συνεκδίκασης επιδίδει πρώτα σχετική ειδοποίηση στα άλλα διάδικα μέρη για τα οποία ζητείται να καλύπτονται από την εντολή. Στην ειδοποίηση αυτή προσδιορίζονται:

α)    τα ονόματα και οι διευθύνσεις όλων των διάδικων μερών για τα οποία ζητείται να καλύπτονται από την εντολή·

β)    οι αξιώσεις ή τα μέρη αυτών για τα οποία ζητείται να καλύπτονται από την εντολή· και

γ)    οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η έκδοση της εντολής.

Τα διάδικα μέρη επιδιώκουν συμφωνία σχετικά με την ζητούμενη εντολή συνεκδίκασης και με τους εφαρμοστέους κανόνες επίλυσης διαφορών.

3.    Στην περίπτωση που τα διάδικα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεν καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τη συνεκδίκαση εντός τριάντα ημερών από την ειδοποίηση, ένα διάδικο μέρος μπορεί να υποβάλει αίτημα για έκδοση εντολής συνεκδίκασης σύμφωνα με τις παραγράφους 3 έως 7. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως στον πρόεδρο του δικαστηρίου και σε όλα τα διάδικα μέρη για τα οποία ζητείται να καλύπτονται από την εντολή. Στο αίτημα αυτό προσδιορίζονται:

α)    τα ονόματα και οι διευθύνσεις όλων των διάδικων μερών για τα οποία ζητείται να καλύπτονται από την εντολή·

β)    οι αξιώσεις ή τα μέρη αυτών για τα οποία ζητείται να καλύπτονται από την εντολή· και

γ)    οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η έκδοση της εντολής.



Στην περίπτωση που τα διάδικα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την συνεκδίκαση των απαιτήσεων, υποβάλλουν κοινό αίτημα στον πρόεδρο του δικαστηρίου σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

4.    Εκτός εάν ο πρόεδρος του δικαστηρίου διαπιστώσει εντός τριάντα ημερών από την παραλαβή ενός αιτήματος σύμφωνα με την παράγραφο 3 ότι το αίτημα είναι προδήλως αβάσιμο, συγκροτείται τμήμα συνεκδίκασης του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 3.9 παράγραφος 8 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο).

5.    Το τμήμα συνεκδίκασης του Δικαστηρίου εκτελεί τις εργασίες του ως εξής:

α)    εκτός εάν όλα τα διάδικα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά, όταν το σύνολο των απαιτήσεων για τις οποίες ζητείται εντολή συνεκδίκασης έχουν υποβληθεί με βάση τους ίδιους κανόνες επίλυσης διαφορών, το τμήμα συνεκδίκασης εκδικάζει με βάση τους ίδιους κανόνες επίλυσης διαφορών·

β)    στην περίπτωση που οι απαιτήσεις για τις οποίες ζητείται εντολή συνεκδίκασης δεν έχουν υποβληθεί με βάση τους ίδιους κανόνες επίλυσης διαφορών:

i)    τα διάδικα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν σχετικά με τους εφαρμοστέους κανόνες επίλυσης διαφορών που είναι διαθέσιμοι δυνάμει του άρθρου 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο), οι οποίοι θα εφαρμοστούν κατά τη διαδικασία συνεκδίκασης· ή

ii)    αν τα διάδικα μέρη δεν μπορέσουν να συμφωνήσουν για τους ίδιους κανόνες επίλυσης διαφορών εντός τριάντα ημερών από την υποβολή του αιτήματος σύμφωνα με την παράγραφο 3, εφαρμόζονται οι κανόνες διαιτησίας της UNCITRAL στη διαδικασία συνεκδίκασης.



6.    Σε περίπτωση που το τμήμα συνεκδίκασης κρίνει ότι δύο ή περισσότερες απαιτήσεις που έχουν υποβληθεί δυνάμει του άρθρου 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο) έχουν ένα κοινό νομικό ή πραγματικό ζήτημα και απορρέουν από τα ίδια γεγονότα ή περιστάσεις, τότε, προκειμένου να διασφαλίσει τη δίκαιη και αποτελεσματική διευθέτηση των απαιτήσεων, καθώς και τη συνέπεια των αποφάσεων, και αφού ακούσει τα διάδικα μέρη, το τμήμα συνεκδίκασης μπορεί, μέσω εντολής:

α)    να κηρύξει εαυτό αρμόδιο επί του συνόλου ή μέρους των απαιτήσεων και να τις εκδικάσει ταυτόχρονα· ή

β)    να κηρύξει εαυτό αρμόδιο επί μίας ή περισσότερων απαιτήσεων, η διευθέτηση των οποίων θεωρεί ότι θα μπορούσε να βοηθήσει στην επίλυση και των άλλων, και να εκδικάσει αυτές τις απαιτήσεις ταυτόχρονα.

7.    Στην περίπτωση που έχει συγκροτηθεί τμήμα συνεκδίκασης, ένας προσφεύγων που έχει προσφύγει σύμφωνα με το άρθρο 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο) και ο οποίος δεν κατονομάζεται σε αίτημα που έχει υποβληθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3, μπορεί να υποβάλει γραπτό αίτημα στο τμήμα συνεκδίκασης ώστε να συμπεριληφθεί σε τυχόν εντολή που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου 6. Το εν λόγω αίτημα πρέπει να συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 3.

8.    Κατόπιν αιτήματος ενός από τα διάδικα μέρη, το τμήμα συνεκδίκασης, έως ότου εκδοθεί η απόφασή του δυνάμει της παραγράφου 6, μπορεί να αποφασίσει την αναστολή των εργασιών ενός τμήματος που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 3.9 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο), εκτός εάν αυτό έχει ήδη διακόψει τις εργασίες του.

9.    Ένα τμήμα του δικαστηρίου που έχει συγκροτηθεί δυνάμει του άρθρου 3.9 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο) παύει να έχει αρμοδιότητα για την έκδοση απόφασης σχετικά με μια απαίτηση ή τμήματα μιας απαίτησης που έχουν περιέλθει στην αρμοδιότητα του τμήματος συνεκδίκασης, και οι εργασίες του τμήματος που έχει συγκροτηθεί δυνάμει του άρθρου 3.9 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο) αναστέλλονται ή διακόπτονται αναλόγως.



10.    Η απόφαση του τμήματος συνεκδίκασης σχετικά με απαιτήσεις, ή μέρη απαιτήσεων, που έχουν περιέλθει στην αρμοδιότητά του, είναι δεσμευτική για τα τμήματα που έχουν συγκροτηθεί δυνάμει του άρθρου 3.9 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο) όσον αφορά τις εν λόγω απαιτήσεις, από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση καθίσταται τελεσίδικη σύμφωνα με το άρθρο 3.18 παράγραφος 4 (Αποφάσεις) και με το άρθρο 3.19 (Διαδικασία έφεσης) παράγραφος 2 ή παράγραφος 3.

11.    Ο προσφεύγων μπορεί να αποσύρει την απαίτησή του ή μέρος αυτής, η οποία υπόκειται σε συνεκδίκαση, από τη διαδικασία επίλυσης διαφορών δυνάμει του παρόντος άρθρου, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω απαίτηση ή μέρος αυτής δεν μπορεί πλέον να υποβληθεί εκ νέου δυνάμει του άρθρου 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο).

12.    Κατόπιν αιτήματος ενός από τα διάδικα μέρη, το τμήμα συνεκδίκασης δύναται να λάβει τα μέτρα που θεωρεί κατάλληλα προκειμένου να διατηρηθεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των προστατευόμενων πληροφοριών του εν λόγω διάδικου μέρους έναντι των άλλων διάδικων μερών. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν τη δυνατότητα για υποβολή στα άλλα διάδικα μέρη αναδιατυπωμένων εκδόσεων των εγγράφων που περιέχουν προστατευόμενες πληροφορίες ή ρυθμίσεις ώστε κάποια μέρη της ακρόασης να πραγματοποιηθούν κεκλεισμένων των θυρών.

ΤΜΗΜΑ B

ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

ΑΡΘΡΟ 3.25

Πεδίο εφαρμογής

Το παρόν κεφάλαιο ισχύει για κάθε διαφορά η οποία αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας συμφωνίας, εκτός εάν προβλέπεται ρητώς διαφορετικά.



ΑΡΘΡΟ 3.26

Διαβουλεύσεις

1.    Τα συμβαλλόμενα μέρη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίλυση τυχόν διαφορών ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 3.25 (Πεδίο εφαρμογής) μέσω της διεξαγωγής διαβουλεύσεων καλή τη πίστει με στόχο την επίτευξη αμοιβαία αποδεκτής λύσης.

2.    Ένα συμβαλλόμενο μέρος ζητά τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων μέσω γραπτού αιτήματος προς το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, με αντίγραφο στην επιτροπή, και παρέχει τους λόγους υποβολής του αιτήματος, προσδιορίζοντας μεταξύ άλλων τα επίμαχα μέτρα, τις ισχύουσες διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3.25 (Πεδίο εφαρμογής) και τους λόγους για τους οποίους οι διατάξεις αυτές είναι εφαρμόσιμες.

3.    Οι διαβουλεύσεις πραγματοποιούνται εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος, στο έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία, εκτός εάν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Οι διαβουλεύσεις θεωρείται ότι έχουν ολοκληρωθεί εντός εξήντα ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος, εκτός εάν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Οι διαβουλεύσεις έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα και διεξάγονται χωρίς να θίγονται τα δικαιώματα των συμβαλλόμενων μερών σε περαιτέρω διαδικασίες.

4.    Οι διαβουλεύσεις για επείγοντα ζητήματα διεξάγονται εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος και θεωρείται ότι έχουν ολοκληρωθεί εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία αυτή, εκτός εάν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.



5.    Εάν το συμβαλλόμενο μέρος στο οποίο υποβάλλεται το αίτημα για διαβουλεύσεις δεν ανταποκριθεί εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του, ή εάν οι διαβουλεύσεις δεν πραγματοποιηθούν στα χρονικά πλαίσια που καθορίζονται στην παράγραφο 3 ή 4 αντίστοιχα, ή εάν οι διαβουλεύσεις ολοκληρωθούν χωρίς να επιτευχθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση, το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας σύμφωνα με το άρθρο 3.28 (Έναρξη διαδικασίας διαιτησίας).

ΑΡΘΡΟ 3.27

Διαμεσολάβηση

Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να υποβάλει προς το άλλο μέρος αίτηση για την έναρξη διαδικασίας διαμεσολάβησης σχετικά με οποιοδήποτε μέτρο το οποίο επηρεάζει δυσμενώς τις επενδύσεις μεταξύ των μερών, σύμφωνα με το παράρτημα 10 (Διαδικασία διαμεσολάβησης για διαφορές μεταξύ συμβαλλόμενων μερών).

ΑΡΘΡΟ 3.28

Έναρξη διαδικασίας διαιτησίας

1.    Σε περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη δεν καταφέρουν να επιλύσουν τη διαφορά μέσω διαβουλεύσεων όπως προβλέπεται στο άρθρο 3.26 (Διαβουλεύσεις), το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας σύμφωνα με το παρόν άρθρο.



2.    Το αίτημα για τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας υποβάλλεται γραπτώς στο συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου γίνεται η καταγγελία και στην επιτροπή. Το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος προσδιορίζει στο αίτημά του το συγκεκριμένο επίμαχο μέτρο, και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους το εν λόγω μέτρο συνιστά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής) κατά τρόπο αρκούντως αναλυτικό ώστε να παρουσιάζεται με σαφήνεια η νομική βάση της καταγγελίας.

ΑΡΘΡΟ 3.29

Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας

1.    Συγκροτείται ειδική ομάδα διαιτησίας, η οποία απαρτίζεται από τρεις διαιτητές.

2.    Εντός πέντε ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία παραλαμβάνει το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3.28 (Έναρξη διαδικασίας διαιτησίας), τα συμβαλλόμενα μέρη ξεκινούν διαβουλεύσεις με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τη σύνθεση της ειδικής ομάδας διαιτησίας.

3.    Σε περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τον πρόεδρο της ειδικής ομάδας διαιτησίας εντός δέκα ημερών από την έναρξη των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, ο πρόεδρος της επιτροπής ή ο εκπρόσωπος του προέδρου, εντός είκοσι ημερών από την έναρξη των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, επιλέγει έναν διαιτητή, ο οποίος θα αναλάβει χρέη προέδρου, με κλήρωση από τον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3.44 (Κατάλογοι διαιτητών).

4.    Σε περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε συμφωνία, εντός δέκα ημερών από την έναρξη των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, σχετικά με τους διαιτητές:



α)    κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να επιλέξει έναν διαιτητή, ο οποίος δεν θα εκτελεί χρέη προέδρου, μεταξύ των προσώπων στον κατάλογο που θεσπίζεται δυνάμει του άρθρου 3.44 παράγραφος 2 (Κατάλογοι διαιτητών), εντός δεκαπέντε ημερών από την έναρξη των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2· και

β)    εάν κάποιο εκ των συμβαλλόμενων μερών δεν επιλέξει διαιτητή σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο α), ο πρόεδρος της επιτροπής ή ο εκπρόσωπος του προέδρου επιλέγει τους τυχόν εναπομείναντες διαιτητές με κλήρωση από τα πρόσωπα που προτείνονται από το συμβαλλόμενο μέρος σύμφωνα με το άρθρο 3.44 παράγραφος 2 (Κατάλογοι διαιτητών), εντός είκοσι ημερών από την έναρξη των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

5.    Εάν ο κατάλογος που προβλέπεται στο άρθρο 3.44 παράγραφος 2 (Κατάλογοι διαιτητών) δεν καταρτιστεί μέσα στο χρονικό διάστημα που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 4:

α)    σε περίπτωση που και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη έχουν προτείνει πρόσωπα σύμφωνα με το άρθρο 3.44 παράγραφος 2 (Κατάλογοι διαιτητών), κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να επιλέξει έναν διαιτητή, ο οποίος δεν θα εκτελεί χρέη προέδρου, από τα προτεινόμενα πρόσωπα, εντός δεκαπέντε ημερών από την έναρξη των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Εάν ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν επιλέξει διαιτητή, ο πρόεδρος της επιτροπής ή ο εκπρόσωπος του προέδρου επιλέγει τον διαιτητή με κλήρωση από τα πρόσωπα που έχει προτείνει το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος· ή

β)    σε περίπτωση που μόνο το ένα συμβαλλόμενο μέρος έχει προτείνει πρόσωπα σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3.44 (Κατάλογοι διαιτητών), κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να επιλέξει έναν διαιτητή, ο οποίος δεν θα εκτελεί χρέη προέδρου, από τα προτεινόμενα πρόσωπα, εντός δεκαπέντε ημερών από την έναρξη των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Εάν κάποιο συμβαλλόμενο μέρος δεν επιλέξει διαιτητή, ο πρόεδρος της επιτροπής ή ο εκπρόσωπος του προέδρου επιλέγει τον διαιτητή με κλήρωση από τα προτεινόμενα πρόσωπα.



6.    Εάν ο κατάλογος που προβλέπεται στο άρθρο 3.44 παράγραφος 1 (Κατάλογοι διαιτητών) δεν καταρτιστεί μέσα στο χρονικό διάστημα που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 3, ο πρόεδρος επιλέγεται με κλήρο από τα πρώην μέλη του δευτεροβάθμιου οργάνου του ΠΟΕ, με την προϋπόθεση να μην υπάγεται σε κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη.

7.    Η ημερομηνία σύστασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας είναι η ημερομηνία κατά την οποία επιλέγεται ο τελευταίος από τους τρεις διαιτητές.

8.    Η αντικατάσταση των διαιτητών πραγματοποιείται μόνο για τους λόγους και σύμφωνα με τις διαδικασίες που περιγράφονται αναλυτικά στα άρθρα 19 έως 25 του παραρτήματος 9 (Διαδικαστικοί κανόνες διαιτησίας).

ΑΡΘΡΟ 3.30

Προκαταρκτική απόφαση σχετικά με τον χαρακτήρα του επείγοντος

Εφόσον το ζητήσει ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, η ειδική ομάδα διαιτησίας εκδίδει προκαταρκτική απόφαση εντός δέκα ημερών από τη σύστασή της σχετικά με το αν κρίνει τη συγκεκριμένη υπόθεση ως επείγουσα.



ΑΡΘΡΟ 3.31

Ενδιάμεση έκθεση της ειδικής ομάδας διαιτησίας

1.    Το αργότερο ενενήντα ημέρες από την ημερομηνία σύστασης της, η ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιεί στα συμβαλλόμενα μέρη μια ενδιάμεση έκθεση στην οποία περιέχονται τα πραγματικά περιστατικά, η δυνατότητα εφαρμογής των σχετικών διατάξεων και η βασική αιτιολόγηση για τυχόν διαπιστώσεις και συστάσεις. Σε περίπτωση που ο πρόεδρος της ειδικής ομάδας διαιτησίας κρίνει ότι η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να τηρηθεί, ενημερώνει γραπτώς τα συμβαλλόμενα μέρη και την επιτροπή, αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησης και την ημερομηνία κατά την οποία η ειδική ομάδα διαιτησίας σκοπεύει να κοινοποιήσει την ενδιάμεση έκθεσή της. Η ειδική ομάδα διαιτησίας δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να κοινοποιήσει την ενδιάμεση έκθεσή της σε διάστημα μεγαλύτερο των 120 ημερών από την ημερομηνία σύστασής της.

2.    Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να υποβάλει γραπτό αίτημα στην ειδική ομάδα διαιτησίας προκειμένου να επανεξετάσει συγκεκριμένες πτυχές της ενδιάμεσης έκθεσης εντός τριάντα ημερών από την κοινοποίησή της.

3.    Σε επείγουσες περιπτώσεις, η ειδική ομάδα διαιτησίας καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να ολοκληρώσει την ενδιάμεση έκθεσή της και τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν γραπτό αίτημα για την επανεξέταση από την ειδική ομάδα διαιτησίας συγκεκριμένων πτυχών της ενδιάμεσης έκθεσης, στο ήμισυ των αντίστοιχων χρονικών διαστημάτων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.    Αφού εξετάσει τυχόν γραπτές παρατηρήσεις των μερών σχετικά με την ενδιάμεση έκθεση, η ειδική ομάδα διαιτησίας δύναται να τροποποιήσει την έκθεσή της και να προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω εξέταση κρίνει σκόπιμη. Τα πορίσματα της τελικής απόφασης της ομάδας περιλαμβάνουν μια ικανοποιητική ανάλυση των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν στο στάδιο της ενδιάμεσης επανεξέτασης, και απαντούν σαφώς στις γραπτές παρατηρήσεις των δύο συμβαλλόμενων μερών.



ΑΡΘΡΟ 3.32

Απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας

1.    Η ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιεί την απόφασή της στα συμβαλλόμενα μέρη και στην επιτροπή εντός 150 ημερών από την ημερομηνία σύστασής της. Σε περίπτωση που ο πρόεδρος της ειδικής ομάδας διαιτησίας κρίνει ότι η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να τηρηθεί, ενημερώνει γραπτώς τα συμβαλλόμενα μέρη και την επιτροπή, αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησης και την ημερομηνία κατά την οποία η ειδική ομάδα διαιτησίας σκοπεύει να εκδώσει την απόφασή της. Η ειδική ομάδα διαιτησίας δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να εκδώσει την απόφασή της σε διάστημα μεγαλύτερο των 180 ημερών από την ημερομηνία σύστασής της.

2.    Σε επείγουσες περιπτώσεις, η ειδική ομάδα διαιτησίας καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να εκδώσει την απόφασή της εντός εβδομήντα πέντε ημερών από την ημερομηνία σύστασής της. Η ειδική ομάδα διαιτησίας δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να εκδώσει την απόφασή της σε διάστημα μεγαλύτερο των ενενήντα ημερών από την ημερομηνία σύστασής της.

ΑΡΘΡΟ 3.33

Συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας

Τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν καλή τη πίστει με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας, και καταβάλλουν προσπάθειες για να συμφωνήσουν όσον αφορά το χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη συμμόρφωση με την απόφαση.



ΑΡΘΡΟ 3.34

Εύλογο χρονικό διάστημα για τη συμμόρφωση

1.    Το αργότερο εντός τριάντα ημερών από τη στιγμή που τα συμβαλλόμενα μέρη παραλαμβάνουν την κοινοποίηση της απόφασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας, το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία ανακοινώνει στο καταγγέλλον μέρος το χρονικό περιθώριο (εφεξής καλούμενο «εύλογο χρονικό διάστημα») που θα απαιτηθεί για τη συμμόρφωση, αν αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί αμέσως.

2.    Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών όσον αφορά το εύλογο χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας, το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος, εντός είκοσι ημερών από την κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 από το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία, ζητά γραπτώς από την αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας να προσδιορίσει τη διάρκεια του εύλογου χρονικού διαστήματος. Η εν λόγω αίτηση κοινοποιείται ταυτόχρονα στο άλλο μέρος και στην επιτροπή. Η αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιεί την απόφασή της στα συμβαλλόμενα μέρη και ειδοποιεί την επιτροπή εντός είκοσι ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος.

3.    Σε περίπτωση που κάποιο μέλος της αρχικής ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν είναι πλέον διαθέσιμο, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που καθορίζονται στο άρθρο 3.29 (Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας). Η προθεσμία για την κοινοποίηση της απόφασης είναι τριάντα πέντε ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

4.    Το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία ενημερώνει γραπτώς το καταγγέλλον μέρος σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειώσει ως προς τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας τουλάχιστον έναν μήνα πριν από τη λήξη του εύλογου χρονικού διαστήματος.



5.    Το εύλογο χρονικό διάστημα μπορεί να παραταθεί με αμοιβαία συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών.

ΑΡΘΡΟ 3.35

Επανεξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας

1.    Πριν από το τέλος του εύλογου χρονικού διαστήματος, το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία κοινοποιεί στο καταγγέλλον μέρος και στην επιτροπή κάθε μέτρο που έχει λάβει με σκοπό τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας.

2.    Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών όσον αφορά την ύπαρξη ή τη συνάφεια μέτρου κοινοποιηθέντος στο πλαίσιο της παραγράφου 1 ή τη συμφωνία του μέτρου αυτού με τις διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής), το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει γραπτώς από την αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας να αποφανθεί σχετικά με το ζήτημα. Στο αίτημα αυτό προσδιορίζονται το συγκεκριμένο επίμαχο μέτρο και οι διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής) με τις οποίες θεωρείται ότι δεν συνάδει το εν λόγω μέτρο κατά τρόπο αρκούντως αναλυτικό ώστε να παρουσιάζεται με σαφήνεια η νομική βάση της καταγγελίας, και διευκρινίζεται ο λόγος για τον οποίο το συγκεκριμένο μέτρο δεν συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής). Η αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιεί την απόφασή της εντός σαράντα πέντε ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος.

3.    Σε περίπτωση που κάποιο μέλος της αρχικής ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν είναι πλέον διαθέσιμο, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που καθορίζονται στο άρθρο 3.29 (Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας). Η προθεσμία για την έκδοση της απόφασης είναι εξήντα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 2.



ΑΡΘΡΟ 3.36

Προσωρινά μέτρα αποκατάστασης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης

1.    Εάν, πριν από τη λήξη του εύλογου χρονικού διαστήματος, το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία δεν κοινοποιήσει τη λήψη μέτρου με σκοπό τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας, ή εάν η ειδική ομάδα διαιτησίας κρίνει ότι δεν έχει ληφθεί κανένα μέτρο συμμόρφωσης ή ότι το μέτρο που κοινοποιήθηκε δυνάμει της του άρθρου 3.35 παράγραφος 1 (Επανεξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας) δεν συνάδει με τις υποχρεώσεις αυτού του συμβαλλόμενου μέρους δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής), το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία ξεκινά διαπραγματεύσεις με το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος προκειμένου να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία για αποζημίωση.

2.    Εάν δεν επιτευχθεί καμία συμφωνία για αποζημίωση εντός τριάντα ημερών από τη λήξη του εύλογου χρονικού διαστήματος ή από την έκδοση της απόφασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας δυνάμει του άρθρου 3.35 (Επανεξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας) σύμφωνα με την οποία δεν έχει ληφθεί κανένα μέτρο συμμόρφωσης ή το μέτρο που έχει ληφθεί δεν συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής), το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος έχει το δικαίωμα, κατόπιν κοινοποίησης στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος και στην επιτροπή, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα σε επίπεδο ισοδύναμο με την ολική ή μερική αναίρεση των οφελών που προκάλεσε η παραβίαση. Τα μέτρα αυτά προσδιορίζονται στη σχετική κοινοποίηση. Το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να λάβει τα εν λόγω μέτρα οποιαδήποτε στιγμή μετά την παρέλευση δέκα ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης από το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία, εκτός εάν το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία ζητήσει διαδικασία διαιτησίας δυνάμει της παραγράφου 3.



3.    Εάν το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία θεωρεί ότι τα μέτρα που έλαβε το καταγγέλλον μέρος δεν είναι ισοδύναμα με την ολική ή μερική αναίρεση των οφελών που προκάλεσε η παραβίαση, μπορεί να ζητήσει γραπτώς από την αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας να αποφανθεί σχετικά με το ζήτημα. Το αίτημα αυτό κοινοποιείται στο καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος και στην επιτροπή πριν από τη λήξη της χρονικής περιόδου των δέκα ημερών που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Η αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας, αφού πρώτα ζητήσει, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, τη γνώμη εμπειρογνωμόνων, κοινοποιεί στα συμβαλλόμενα μέρη και στην επιτροπή την απόφασή της όσον αφορά το επίπεδο αναστολής των υποχρεώσεων εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος. Δεν λαμβάνονται μέτρα μέχρις ότου η αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιήσει την απόφασή της, και κάθε μέτρο πρέπει να συνάδει με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας.

4.    Σε περίπτωση που κάποιο μέλος της αρχικής ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν είναι πλέον διαθέσιμο, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που ορίζονται στο άρθρο 3.29 (Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας). Η προθεσμία για την έκδοση της απόφασης είναι σαράντα πέντε ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

5.    Τα μέτρα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο είναι προσωρινά και δεν εφαρμόζονται έπειτα από:

α)    την επίτευξη αμοιβαία αποδεκτής λύσης από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3.39 (Αμοιβαία αποδεκτή λύση)· ή

β)    την επίτευξη συμφωνίας από τα συμβαλλόμενα μέρη σχετικά με το κατά πόσον το μέτρο που κοινοποιήθηκε δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 3.37 (Επανεξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση μετά την εφαρμογή προσωρινών μέτρων αποκατάστασης για τη μη συμμόρφωση) επιτυγχάνει τη συμμόρφωση του συμβαλλόμενου μέρους κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία με τις διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής)· ή



γ)    την απόσυρση τυχόν μέτρων τα οποία κρίθηκαν μη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής), ή την τροποποίησή τους με σκοπό τη συμμόρφωσή τους με τις εν λόγω διατάξεις, σύμφωνα με απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου 3.37 (Επανεξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση μετά την εφαρμογή προσωρινών μέτρων αποκατάστασης για τη μη συμμόρφωση).

ΑΡΘΡΟ 3.37

Επανεξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση
μετά την εφαρμογή προσωρινών μέτρων αποκατάστασης για τη μη συμμόρφωση

1.    Το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία κοινοποιεί στο καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος και στην επιτροπή κάθε μέτρο που έχει λάβει με σκοπό τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας, καθώς και το αίτημά του για τη λήξη των μέτρων που εφαρμόζει το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος.

2.    Σε περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με το κατά πόσον το κοινοποιηθέν μέτρο επιτυγχάνει τη συμμόρφωση του συμβαλλόμενου μέρους κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία με τις διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής) εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης, το καταγγέλλον μέρος μπορεί να ζητεί γραπτώς από την ειδική ομάδα διαιτησίας να αποφανθεί σχετικά με το ζήτημα. Η εν λόγω αίτηση κοινοποιείται ταυτόχρονα στο άλλο μέρος και στην επιτροπή. Η απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας κοινοποιείται στα συμβαλλόμενα μέρη και στην επιτροπή εντός σαράντα πέντε ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος. Εάν η ειδική ομάδα διαιτησίας αποφασίσει ότι το μέτρο που ελήφθη για τη συμμόρφωση συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής), περατώνονται τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 3.36 (Προσωρινά μέτρα αποκατάστασης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης).



ΑΡΘΡΟ 3.38

Αναστολή και λήξη διαδικασιών διαιτησίας

1.    Κατόπιν γραπτού αιτήματος και των δύο συμβαλλόμενων μερών, η ειδική ομάδα διαιτησίας αναστέλλει τις εργασίες της ανά πάσα στιγμή για χρονικό διάστημα που συμφωνείται από τα συμβαλλόμενα μέρη και το οποίο δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες, και επαναλαμβάνει τις εργασίες της στο τέλος αυτού του συμφωνηθέντος διαστήματος κατόπιν γραπτού αιτήματος του καταγγέλλοντος συμβαλλόμενου μέρους, ή πριν από το τέλος αυτού του συμφωνηθέντος διαστήματος κατόπιν γραπτού αιτήματος και των δύο συμβαλλόμενων μερών. Σε περίπτωση που το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος δεν ζητήσει την επανάληψη των εργασιών της ειδικής ομάδας διαιτησίας πριν από τη λήξη του συμφωνηθέντος διαστήματος αναστολής, τότε οι διαδικασίες διευθέτησης διαφορών που ξεκίνησαν σύμφωνα με το παρόν τμήμα θεωρείται ότι έχουν λήξει. Με την επιφύλαξη του άρθρου 3.45 (Σχέση με τις υποχρεώσεις στο πλαίσιο του ΠΟΕ), η αναστολή και η λήξη των εργασιών της ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν θίγουν τα δικαιώματα των συμβαλλόμενων μερών σε άλλες διαδικασίες.

2.    Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν, ανά πάσα στιγμή, να συμφωνήσουν γραπτώς στη λήξη των διαδικασιών διευθέτησης διαφορών που ξεκίνησαν σύμφωνα με το παρόν τμήμα.

ΑΡΘΡΟ 3.39

Αμοιβαία αποδεκτή λύση

Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν ανά πάσα στιγμή να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση σχετικά με διαφορά στο πλαίσιο του παρόντος κεφαλαίου. Κοινοποιούν τη λύση αυτή στην επιτροπή και στην ειδική ομάδα διαιτησίας, εάν υπάρχει. Εάν η λύση απαιτεί έγκριση σύμφωνα με τις οικείες εγχώριες διαδικασίες κάποιου συμβαλλόμενου μέρους, τότε η κοινοποίηση περιέχει αναφορά σε αυτή την απαίτηση και οι διαδικασίες διευθέτησης διαφορών που ξεκίνησαν σύμφωνα με το παρόν τμήμα αναστέλλονται. Εάν δεν απαιτείται τέτοια έγκριση, ή μετά την κοινοποίηση της ολοκλήρωσης των εγχώριων αυτών διαδικασιών, η διαδικασία λήγει.



ΑΡΘΡΟ 3.40

Διαδικαστικοί κανόνες

1.    Οι διαδικασίες επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο του παρόντος τμήματος διέπονται από το παράρτημα 9 (Διαδικαστικοί κανόνες διαιτησίας).

2.    Οι συνεδριάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας είναι ανοιχτές στο κοινό σύμφωνα με το παράρτημα  9 (Διαδικαστικοί κανόνες διαιτησίας).

ΑΡΘΡΟ 3.41

Υποβολή στοιχείων

1.    Κατόπιν αιτήματος ενός συμβαλλόμενου μέρους ή αυτεπαγγέλτως, η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί να λαμβάνει πληροφορίες από οποιαδήποτε πηγή, συμπεριλαμβανομένων των μερών που εμπλέκονται στη διαφορά, την οποία θεωρεί κατάλληλη για τη διαδικασία της ειδικής ομάδας διαιτησίας. Η ειδική ομάδα διαιτησίας έχει επίσης το δικαίωμα, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, να ζητήσει τη σχετική γνώμη εμπειρογνωμόνων. Πριν από την επιλογή των εμπειρογνωμόνων, η ειδική ομάδα διαιτησίας προβαίνει σε διαβούλευση με τα συμβαλλόμενα μέρη. Κάθε πληροφορία που συγκεντρώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να κοινοποιείται και στα δύο συμβαλλόμενα μέρη για τη διατύπωση παρατηρήσεων.

2.    Τα ενδιαφερόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα των συμβαλλόμενων μερών μπορούν να υποβάλουν φιλικές παρατηρήσεις (amicus curiae) στην ειδική ομάδα διαιτησίας σύμφωνα με το παράρτημα 9 (Εσωτερικός κανονισμός για τη διαιτησία).



ΑΡΘΡΟ 3.42

Κανόνες ερμηνείας

Η ειδική ομάδα διαιτησίας ερμηνεύει τις διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής) σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες ερμηνείας του δημόσιου διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των κωδικοποιημένων διατάξεων της Σύμβασης της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών. Εάν μια υποχρέωση δυνάμει της παρούσας συμφωνίας είναι ταυτόσημη με μια υποχρέωση δυνάμει της συμφωνίας ΠΟΕ, η ειδική ομάδα διαιτησίας λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε σχετική ερμηνεία η οποία ορίζεται στις αποφάσεις του οργάνου επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ (εφεξής καλούμενο «ΟΕΔ»). Οι αποφάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν αυξάνουν ή μειώνουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής).

ΑΡΘΡΟ 3.43

Αποφάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας

1.    Η ειδική ομάδα διαιτησίας καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να λαμβάνει κάθε απόφαση με συναίνεση. Παρά ταύτα, σε περίπτωση που δεν είναι δυνατό να ληφθεί απόφαση με συναίνεση, η σχετική απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία.

2.    Κάθε απόφαση της επιτροπής διαιτησίας είναι δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα μέρη και δεν δημιουργεί δικαιώματα ή υποχρεώσεις για φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Στην απόφαση περιέχονται τα πραγματικά περιστατικά, η δυνατότητα εφαρμογής των σχετικών διατάξεων του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής) και η αιτιολόγηση για τυχόν διαπιστώσεις και συμπεράσματα που διατυπώνονται σε αυτήν. Η επιτροπή δημοσιοποιεί στο ακέραιο τις αποφάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας, εκτός εάν αποφασίσει διαφορετικά προκειμένου να διασφαλίσει το απόρρητο πληροφοριών τις οποίες έχει χαρακτηρίσει εμπιστευτικές ένα εκ των δύο συμβαλλόμενων μερών.



ΑΡΘΡΟ 3.44

Κατάλογοι διαιτητών

1.    Κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, τα συμβαλλόμενα μέρη καταρτίζουν κατάλογο πέντε ατόμων τα οποία είναι πρόθυμα και ικανά να αναλάβουν την προεδρία της ειδικής ομάδας διαιτησίας που αναφέρεται στο άρθρο 3.29 (Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας).

2.    Το αργότερο εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, η επιτροπή καταρτίζει κατάλογο τουλάχιστον δέκα προσώπων τα οποία είναι πρόθυμα και ικανά να εκτελέσουν χρέη διαιτητή. Καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη προτείνει, κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, τουλάχιστον πέντε πρόσωπα ως διαιτητές.

3.    Η επιτροπή εξασφαλίζει τη διατήρηση των καταλόγων των προσώπων που θα εκτελέσουν χρέη προέδρου ή διαιτητή, οι οποίοι καταρτίζονται, αντίστοιχα, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2.

4.    Οι διαιτητές διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις ή πείρα όσον αφορά το δίκαιο και το διεθνές εμπόριο ή τις διεθνείς επενδύσεις, ή όσον αφορά την επίλυση διαφορών που προκύπτουν από διεθνείς εμπορικές συμφωνίες. Είναι ανεξάρτητοι, συμμετέχουν σε ατομική βάση και δεν συνδέονται με την κυβέρνηση οποιουδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη, και συμμορφώνονται με το παράρτημα 11 (Κώδικας δεοντολογίας των διαιτητών και των διαμεσολαβητών).



ΑΡΘΡΟ 3.45

Σχέση με τις υποχρεώσεις στο πλαίσιο του ΠΟΕ

1.    Η προσφυγή στις διατάξεις του παρόντος τμήματος που αφορούν την επίλυση διαφορών δεν θίγει τη δυνατότητα ανάληψης δράσης στο πλαίσιο του ΠΟΕ, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών επίλυσης διαφορών.

2.    Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, εάν ένα συμβαλλόμενο μέρος έχει κινήσει διαδικασία επίλυσης διαφορών σε σχέση με ένα συγκεκριμένο μέτρο, είτε δυνάμει του παρόντος τμήματος είτε δυνάμει της συμφωνίας για τον ΠΟΕ, δεν μπορεί να κινήσει διαδικασία επίλυσης διαφορών σχετικά με το ίδιο μέτρο στο πλαίσιο του άλλου οργάνου πριν περατωθεί η πρώτη διαδικασία. Επιπλέον, ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να κινήσει διαδικασία επίλυσης διαφορών δυνάμει του παρόντος τμήματος και της συμφωνίας για τον ΠΟΕ, εκτός εάν η διαφορά αφορά υποχρεώσεις οι οποίες διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους στο πλαίσιο των δύο συμφωνιών, ή εκτός αν το όργανο που επιλέγεται δεν καταφέρει, για διαδικαστικούς ή δικαιοδοτικούς λόγους, να καταλήξει σε πόρισμα όσον αφορά την απαίτηση για αποκατάσταση της εν λόγω υποχρέωσης, με την προϋπόθεση ότι αυτό δεν οφείλεται σε έλλειψη επιμέλειας ενός διάδικου μέρους.

3.    Για τους σκοπούς της παραγράφου 2:

α)    οι διαδικασίες επίλυσης των διαφορών δυνάμει της συμφωνίας για τον ΠΟΕ θεωρείται ότι κινούνται όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος ζητά τη σύσταση ειδικής ομάδας δυνάμει του άρθρου 6 του μνημονίου συμφωνίας σχετικά με τους κανόνες και τις διαδικασίες που διέπουν την επίλυση των διαφορών, το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα 2 της συμφωνίας για τον ΠΟΕ (εφεξής καλούμενο «ΜΕΔ») και θεωρείται ότι περατώνονται όταν το ΟΕΔ εγκρίνει την έκθεση της ομάδας και την έκθεση του δευτεροβάθμιου οργάνου κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 17 παράγραφος 14 του ΜΕΔ· και



β)    οι διαδικασίες επίλυσης διαφορών δυνάμει του παρόντος τμήματος θεωρείται ότι κινούνται όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος ζητά τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 3.28 (Έναρξη διαδικασίας διαιτησίας) και θεωρείται ότι περατώνονται όταν η ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιήσει την απόφασή της στα συμβαλλόμενα μέρη και στην επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3.32 (Απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας) ή όταν τα συμβαλλόμενα μέρη καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση σύμφωνα με το άρθρο 3.39 (Αμοιβαία αποδεκτή λύση).

4.    Καμία διάταξη του παρόντος τμήματος δεν εμποδίζει ένα συμβαλλόμενο μέρος να εφαρμόσει την αναστολή υποχρεώσεων που εγκρίνεται από το ΟΕΔ. Κανένα μέρος δεν μπορεί να επικαλεστεί τη συμφωνία για τον ΠΟΕ ή τη συμφωνία ΣΕΣΕΕΣ με σκοπό να εμποδίσει ένα συμβαλλόμενο μέρος να λάβει τα κατάλληλα μέτρα δυνάμει του άρθρου 3.36 (Προσωρινά μέτρα αποκατάστασης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης) του παρόντος τμήματος.

ΑΡΘΡΟ 3.46

Προθεσμίες

1.    Όλες οι προθεσμίες που προβλέπονται στο παρόν τμήμα, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιών κοινοποίησης των αποφάσεων από τις ειδικές ομάδες διαιτησίας, υπολογίζονται σε ημερολογιακές ημέρες, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα που έπεται της πράξης ή του γεγονότος που αφορούν, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά.

2.    Όλες οι προθεσμίες που αναφέρονται στο παρόν τμήμα μπορούν να τροποποιηθούν με αμοιβαία συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΕΡΑ

ΘΕΣΜΙΚΕΣ, ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΑΡΘΡΟ 4.1

Επιτροπή

1.    Τα συμβαλλόμενα μέρη συγκροτούν επιτροπή, η οποία περιλαμβάνει εκπροσώπους του συμβαλλόμενου μέρους της ΕΕ και της Σινγκαπούρης.

2.    Κανονικά, η επιτροπή συνέρχεται ανά διετία στην Ένωση ή στη Σινγκαπούρη διαδοχικά ή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν αιτήματος ενός εκ των συμβαλλόμενων μερών. Καθήκοντα προέδρου στην επιτροπή ασκούν από κοινού ο υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας της Σινγκαπούρης και το μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που είναι αρμόδιο για το εμπόριο, ή οι αντίστοιχοι εκπρόσωποί τους. Η επιτροπή συμφωνεί σχετικά με το χρονοδιάγραμμα των συνεδριάσεών της, καθορίζει το θεματολόγιό της και μπορεί να θεσπίσει τον εσωτερικό κανονισμό της.

3.    Η επιτροπή:

α)    διασφαλίζει την ορθή λειτουργία της παρούσας συμφωνίας·

β)    επιβλέπει και διευκολύνει την υλοποίηση και την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας και προωθεί τους γενικούς της στόχους·



γ)    μελετά τρόπους για την περαιτέρω τόνωση των επενδυτικών σχέσεων μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών·

δ)    εξετάζει τις δυσκολίες που ενδεχομένως προκύπτουν κατά την εφαρμογή του Κεφαλαίου Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα A (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και των συμβαλλόμενων μερών) και διερευνά πιθανές βελτιώσεις, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα των εμπειριών και των εξελίξεων σε άλλα διεθνή όργανα·

ε)    επανεξετάζει τη γενική λειτουργία του Κεφαλαίου Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα A (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και των συμβαλλόμενων μερών), λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, κάθε ζήτημα που προκύπτει από τις προσπάθειες καθιέρωσης του πολυμερούς μηχανισμού για την επίλυση διαφορών που εξετάζεται στο άρθρο 3.12 (Πολυμερής μηχανισμός για την επίλυση διαφορών)·

στ)    με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κεφαλαίου Τρία (Επίλυση διαφορών), επιδιώκει την επίλυση των προβλημάτων που ενδέχεται να προκύψουν στους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα συμφωνία, ή την επίλυση των διαφορών που ενδέχεται να προκύψουν σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας· και

ζ)    εξετάζει όλα τα θέματα ενδιαφέροντος που αφορούν τομείς οι οποίοι καλύπτονται από την παρούσα συμφωνία.

4.    Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, και μετά την εκπλήρωση των αντίστοιχων νομικών απαιτήσεων και διαδικασιών τους, η επιτροπή μπορεί να αποφασίζει:

α)    τον διορισμό των μελών του δικαστηρίου και των μελών του εφετείου σύμφωνα με το άρθρο 3.9 παράγραφος 2 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο) και το άρθρο 3.10 παράγραφος 2 (Εφετείο), την αύξηση ή τη μείωση του αριθμού των μελών σύμφωνα με τα άρθρα 3.9 παράγραφος 3 και 3.10 παράγραφος 3, και την απομάκρυνση ενός μέλους από το δικαστήριο ή το εφετείο σύμφωνα με το άρθρο 3.11 παράγραφος 5 (Δεοντολογία)·



β)    τον καθορισμό, αφενός, της μηνιαίας πάγιας αμοιβής για τα μέλη του δικαστηρίου και του εφετείου, σύμφωνα με τα άρθρα 3.9 παράγραφος 12 και 3.10 παράγραφος 11 και, αφετέρου, του ποσού των ημερήσιων αμοιβών των μελών που ασκούν καθήκοντα σε τμήμα του εφετείου και των προέδρων του δικαστηρίου και του εφετείου, σύμφωνα με τα άρθρα 3.10 παράγραφος 12 και 3.9 παράγραφος 13·

γ)    τη μετατροπή της πάγιας μηνιαίας αμοιβής και των λοιπών αμοιβών και δαπανών των μελών του δικαστηρίου και του εφετείου σε τακτικό μισθό, σύμφωνα με τα άρθρα 3.9 παράγραφος 15 και 3.10 παράγραφος 13·

δ)    τον καθορισμό τυχόν αναγκαίων μεταβατικών ρυθμίσεων σύμφωνα με το άρθρο 3.12 (Πολυμερής μηχανισμός για την επίλυση διαφορών)·

ε)    τη θέσπιση συμπληρωματικών κανόνων για τις αμοιβές, σύμφωνα με το άρθρο 3.21 παράγραφος 5 (Έξοδα)·

στ)    την έκδοση ερμηνειών σχετικά με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας, οι οποίες είναι δεσμευτικές για τα συμβαλλόμενα μέρη και όλους τους φορείς που συγκροτούνται δυνάμει της παρούσας συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων του δικαστηρίου και του εφετείου που αναφέρονται στο Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα A (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και συμβαλλόμενων μερών), και των ειδικών ομάδων διαιτησίας που αναφέρονται στο Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα B (Επίλυση διαφορών μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών)· και

ζ)    τη θέσπιση κανόνων που συμπληρώνουν τους εφαρμοστέους κανόνες διαιτησίας ή τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα. Οι εν λόγω κανόνες είναι δεσμευτικοί για το δικαστήριο και το εφετείο που αναφέρονται στο Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα A (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και συμβαλλόμενων μερών), καθώς και για τις ειδικές ομάδες διαιτησίας που αναφέρονται στο Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα B (Επίλυση διαφορών μεταξύ συμβαλλόμενων μερών).



ΑΡΘΡΟ 4.2

Λήψη αποφάσεων

1.    Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις στο πλαίσιο της επιτροπής, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρούσα συμφωνία. Οι λαμβανόμενες αποφάσεις είναι δεσμευτικές για τα συμβαλλόμενα μέρη, τα οποία λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεσή τους.

2.    Η επιτροπή μπορεί να διατυπώνει κατάλληλες συστάσεις, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρούσα συμφωνία.

3.    Η επιτροπή εκδίδει τις αποφάσεις τις συστάσεις της κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.

ΑΡΘΡΟ 4.3

Τροποποιήσεις

1.    Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν στην τροποποίηση της παρούσας απόφασης. Μια τροποποίηση τίθεται σε εφαρμογή, αφού τα συμβαλλόμενα μέρη ανταλλάξουν γραπτές κοινοποιήσεις με τις οποίες βεβαιώνουν ότι έχουν ολοκληρώσει τις αντίστοιχες ισχύουσες νομικές απαιτήσεις και διαδικασίες τους, όπως αυτές ορίζονται στην πράξη τροποποίησης.

2.    Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται, στο πλαίσιο της επιτροπής, να εγκρίνουν απόφαση για την τροποποίηση της παρούσας συμφωνίας, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρούσα συμφωνία.



ΑΡΘΡΟ 4.4

Προληπτικά μέτρα

1.    Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί έτσι ώστε να εμποδίζει ένα συμβαλλόμενο μέρος να θεσπίσει ή να διατηρήσει σε ισχύ εύλογα μέτρα για προληπτικούς λόγους, όπως:

α)    την προστασία των επενδυτών, των καταθετών, των ληπτών ασφάλισης ή των προσώπων τα οποία έχουν καταπιστευματική αξίωση έναντι φορέα παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών·

β)    τη διαφύλαξη της ασφάλειας, της αξιοπιστίας, της ακεραιότητας ή της χρηματοπιστωτικής ευθύνης των φορέων παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών· ή

γ)    τη διαφύλαξη της ακεραιότητας και της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος του συμβαλλόμενου μέρους.

2.    Τα μέτρα αυτά δεν είναι περισσότερο επαχθή απ’ όσο απαιτείται για την επίτευξη του στόχου τους και δεν συνιστούν μέσο αυθαίρετης ή αδικαιολόγητης διακριτικής μεταχείρισης σε βάρος των παρόχων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών του άλλου συμβαλλόμενου μέρους σε σύγκριση με τους δικούς του ομοειδείς παρόχους χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό των συναλλαγών στον τομέα των υπηρεσιών.

3.    Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν θεωρείται ότι επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη να κοινοποιούν πληροφορίες σχετικά με επιχειρηματικές υποθέσεις και λογαριασμούς μεμονωμένων καταναλωτών, ούτε πληροφορίες εμπιστευτικού ή περιουσιακού χαρακτήρα που έχουν στην κατοχή τους δημόσιοι φορείς.



ΑΡΘΡΟ 4.5

Εξαιρέσεις για λόγους ασφάλειας

Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν ερμηνεύεται κατά την έννοια ότι:

α)    απαιτεί από τα συμβαλλόμενα μέρη να παρέχουν πληροφορίες, την κοινοποίηση των οποίων θεωρούν αντίθετη προς τα ουσιώδη συμφέροντα ασφάλειάς τους·

β)    εμποδίζει τα συμβαλλόμενα μέρη να προβαίνουν σε ενέργειες τις οποίες κρίνουν αναγκαίες για την προάσπιση των ουσιωδών συμφερόντων ασφάλειάς τους και οι οποίες:

i)    συνδέονται με την παραγωγή ή το εμπόριο όπλων, πυρομαχικών και πολεμικών υλικών, και σχετίζονται με τη διακίνηση άλλων αγαθών και υλικών και με οικονομικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται άμεσα ή έμμεσα με σκοπό τον εφοδιασμό στρατιωτικών εγκαταστάσεων·

ii)    αφορούν την παροχή υπηρεσιών η οποία αποσκοπεί άμεσα ή έμμεσα στον εφοδιασμό στρατιωτικών εγκαταστάσεων·

iii)    αφορούν σχάσιμα ή συντήξιμα υλικά ή τα υλικά από τα οποία αυτά παράγονται· ή

iv)    λαμβάνονται σε καιρό πολέμου ή άλλης έκτακτης κατάστασης ως προς τις διεθνείς σχέσεις, ή για την προστασία δημόσιων υποδομών ζωτικής σημασίας (ο όρος αυτός αφορά υποδομές τηλεπικοινωνιών, ηλεκτρισμού και ύδρευσης οι οποίες παρέχουν βασικά αγαθά ή υπηρεσίες στο ευρύ κοινό) από σκόπιμες απόπειρες εξουδετέρωσης ή διακοπής τους·



γ)    εμποδίζει τα συμβαλλόμενα μέρη να λαμβάνουν μέτρα με σκοπό τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.

ΑΡΘΡΟ 4.6

Φορολογία

1.    Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται στα φορολογικά μέτρα μόνο εφόσον η εφαρμογή αυτή είναι αναγκαία για να παραγάγουν αποτελέσματα οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας 32 .

2.    Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις είτε της Σινγκαπούρης είτε της Ένωσης ή οποιουδήποτε κράτους μέλους της, δυνάμει οποιασδήποτε φορολογικής σύμβασης μεταξύ της Σινγκαπούρης και της Ένωσης ή οποιουδήποτε κράτους μέλους της. Σε περίπτωση ασυμφωνίας ανάμεσα στην παρούσα συμφωνία και οποιαδήποτε τέτοια σύμβαση, η εν λόγω σύμβαση υπερισχύει όσον αφορά την ασυμφωνία. Στην περίπτωση που υπάρχει φορολογική σύμβαση μεταξύ της Σινγκαπούρης και της Ένωσης ή ενός από τα κράτη μέλη της, οι αρμόδιες αρχές δυνάμει της εν λόγω σύμβασης έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφανθούν σχετικά με το αν υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ της παρούσας συμφωνίας και της εν λόγω σύμβασης.



3.    Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν εμποδίζει τα συμβαλλόμενα μέρη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ φορολογικά μέτρα τα οποία διαχωρίζουν τους φορολογουμένους με βάση ορθολογικά κριτήρια, όπως φορολογουμένους που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, ιδίως όσον αφορά τον τόπο διαμονής τους ή τον τόπο όπου επενδύουν τα κεφάλαιά τους 33 .

4.    Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν εμποδίζει τη θέσπιση ή τη διατήρηση μέτρων που στοχεύουν στην πρόληψη της φοροαποφυγής ή της φοροδιαφυγής, κατ’ εφαρμογήν φορολογικών διατάξεων που περιέχονται σε συμφωνίες για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, σε άλλες φορολογικές ρυθμίσεις ή στην εγχώρια φορολογική νομοθεσία.

5.    Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν εμποδίζει τη Σινγκαπούρη να θεσπίζει ή να διατηρεί σε ισχύ φορολογικά μέτρα που είναι αναγκαία για την προστασία ανώτερων δημόσιων συμφερόντων της Σινγκαπούρης, τα οποία προκύπτουν από τους συγκεκριμένους περιορισμούς χώρου που ισχύουν γι’ αυτήν.

ΑΡΘΡΟ 4.7

Ειδική εξαίρεση

Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν εφαρμόζεται στις δραστηριότητες κεντρικής τράπεζας ή νομισματικής αρχής ή οποιουδήποτε άλλου δημόσιου φορέα κατά την εφαρμογή νομισματικών ή συναλλαγματικών πολιτικών.



ΑΡΘΡΟ 4.8

Κρατικά επενδυτικά ταμεία

Κάθε συμβαλλόμενο μέρος ενθαρρύνει τα κρατικά επενδυτικά ταμεία του ώστε να τηρούν τις γενικώς αποδεκτές αρχές και πρακτικές (αρχές του Σαντιάγο).

ΑΡΘΡΟ 4.9

Κοινοποίηση πληροφοριών

1.    Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν θεωρείται ότι υποχρεώνει ένα συμβαλλόμενο μέρος να κοινοποιεί εμπιστευτικές πληροφορίες η δημοσιοποίηση των οποίων θα εμπόδιζε την επιβολή του νόμου ή θα ήταν με άλλο τρόπο αντίθετη στο δημόσιο συμφέρον ή θα έβλαπτε τα νόμιμα εμπορικά συμφέροντα συγκεκριμένων δημόσιων ή ιδιωτικών επιχειρήσεων.

2.    Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος υποβάλλει στην επιτροπή πληροφορίες οι οποίες θεωρούνται εμπιστευτικές σύμφωνα με τη νομοθεσία και τους κανονισμούς του, το άλλο συμβαλλόμενο μέρος αντιμετωπίζει τις πληροφορίες αυτές ως εμπιστευτικές, εκτός εάν το συμβαλλόμενο μέρος που τις υποβάλλει συμφωνήσει διαφορετικά.



ΑΡΘΡΟ 4.10

Εκπλήρωση υποχρεώσεων

Τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν τα γενικά ή ειδικά μέτρα που απαιτούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχουν δυνάμει της παρούσας συμφωνίας. Μεριμνούν για την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στην παρούσα συμφωνία.

ΑΡΘΡΟ 4.11

Απουσία άμεσης επίδρασης

Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν θεωρείται ότι παρέχει δικαιώματα ή επιβάλλει υποχρεώσεις σε πρόσωπα, πλην εκείνων που δημιουργούνται μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών δυνάμει του δημόσιου διεθνούς δικαίου.

ΑΡΘΡΟ 4.12

Σχέση με άλλες συμφωνίες

1.    Η παρούσα συμφωνία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των συνολικών διμερών σχέσεων που διέπονται από την ΣΕΣΣΕΕΣ και συνιστούν τμήμα κοινού θεσμικού πλαισίου. Αποτελεί ειδική συμφωνία με την οποία παράγουν αποτελέσματα οι διατάξεις περί εμπορίου της ΣΕΣΣΕΕΣ.

2.    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν τα υποχρεώνει να ενεργούν κατά τρόπο μη συμβατό με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της συμφωνίας για τον ΠΟΕ.



3.    α)    Κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, παύουν να ισχύουν οι συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών της Ένωσης και της Σινγκαπούρης που παρατίθενται στο παράρτημα 5 (Συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 4.12), συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές, και η παρούσα συμφωνία τις αντικαθιστά και υπερισχύει έναντι αυτών.

β)    Σε περίπτωση προσωρινής εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 4.15 (Έναρξη ισχύος), η εφαρμογή των διατάξεων των συμφωνιών που παρατίθενται στο παράρτημα 5 (Συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 4.12), καθώς και των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές, αναστέλλεται από την ημερομηνία της προσωρινής εφαρμογής. Σε περίπτωση που η προσωρινή εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας λήξει και η παρούσα συμφωνία δεν τεθεί σε ισχύ, η αναστολή αυτή παύει και οι συμφωνίες που παρατίθενται στο παράρτημα 5 (Συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 4.12) τίθενται σε ισχύ.

γ)    Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3 στοιχεία α) και β), είναι δυνατή η προσφυγή σύμφωνα με τις διατάξεις συμφωνίας που παρατίθεται στο παράρτημα 5 (Συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 4.12), σχετικά με μεταχείριση που έλαβε χώρα κατά το διάστημα που ίσχυε η εν λόγω συμφωνία, σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικασίες που καθορίζονται σ’ αυτήν, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν παρέλθει περισσότερα από τρία έτη από την ημερομηνία αναστολής της συμφωνίας σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο β), ή, εάν η συμφωνία δεν ανεστάλη σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο β), την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας.



δ)    Κατά παρέκκλιση της παραγράφου στοιχεία α) και β), εάν η προσωρινή εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας λήξει και η παρούσα συμφωνία δεν τεθεί σε ισχύ, είναι δυνατή η προσφυγή σύμφωνα με το Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα Α (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και των συμβαλλόμενων μερών) σχετικά με μεταχείριση που έλαβε χώρα κατά το διάστημα προσωρινής εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν παρέλθει περισσότερα από τρία έτη από την ημερομηνία λήξης της προσωρινής εφαρμογής.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, δεν ισχύει ο ορισμός της «έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας» που προβλέπεται στην παράγραφο 4 στοιχείο δ) του άρθρου 4.15 (Έναρξη ισχύος).

ΑΡΘΡΟ 4.13

Εδαφική εφαρμογή

Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται:

α)    όσον αφορά την Ένωση, στα εδάφη στα οποία ισχύουν η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπό τους όρους που προβλέπονται στις συνθήκες αυτές· και

β)    όσον αφορά τη Σινγκαπούρη, στο έδαφός της.

Οι αναφορές στο πλαίσιο της παρούσας συμφωνίας στον όρο «έδαφος» νοούνται με αυτή την έννοια, εκτός εάν περιέχεται ρητά αντίθετη διάταξη.



ΑΡΘΡΟ 4.14

Παραρτήματα, προσαρτήματα, κοινές δηλώσεις, πρωτόκολλα και μνημόνια συμφωνιών

Τα παραρτήματα, τα προσαρτήματα, οι κοινές δηλώσεις. τα πρωτόκολλα και τα μνημόνια συμφωνιών της παρούσας συμφωνίας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής.

ΑΡΘΡΟ 4.15

Έναρξη ισχύος

1.    Η παρούσα συμφωνία εγκρίνεται από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με τις οικείες διαδικασίες τους.

2.    Η παρούσα συμφωνία αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα μετά τον μήνα κατά τον οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη ανταλλάσσουν γραπτές κοινοποιήσεις με τις οποίες βεβαιώνουν ότι έχουν εκπληρώσει τις αντίστοιχες ισχύουσες νομικές απαιτήσεις και διαδικασίες τους όσον αφορά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν, με συμφωνία, να καθορίσουν άλλη ημερομηνία.

3.    Οι κοινοποιήσεις αποστέλλονται στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον διευθυντή της Διεύθυνσης Βόρειας Αμερικής και Ευρώπης του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας της Σινγκαπούρης, ή στους αντίστοιχους διάδοχους φορείς τους.



4.    α)    Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται προσωρινά από την πρώτη ημέρα του μήνα μετά την ημερομηνία κατά την οποία η Ένωση και η Σινγκαπούρη κοινοποιούν αμοιβαία την ολοκλήρωση των αντίστοιχων σχετικών διαδικασιών τους. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν, με αμοιβαία συμφωνία, να καθορίσουν άλλη ημερομηνία.

β)    Στην περίπτωση που δεν είναι δυνατή η προσωρινή εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της παρούσας συμφωνίας, το συμβαλλόμενο μέρος το οποίο δεν μπορεί να προβεί στην προσωρινή αυτή εφαρμογή κοινοποιεί στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος τις διατάξεις η προσωρινή εφαρμογή των οποίων δεν είναι δυνατή.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 4 στοιχείο α), και εφόσον το άλλο συμβαλλόμενο μέρος έχει ολοκληρώσει τις αναγκαίες διαδικασίες και δεν αντιταχθεί στην προσωρινή εφαρμογή εντός δέκα ημερών από την κοινοποίηση της αδυναμίας προσωρινής εφαρμογής ορισμένων διατάξεων, οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας οι οποίες δεν έχουν κοινοποιηθεί εφαρμόζονται προσωρινά από την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την κοινοποίηση.

γ)    Η Ένωση ή η Σινγκαπούρη δύναται να περατώσει την προσωρινή εφαρμογή με γραπτή κοινοποίηση στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Η περάτωση αυτή αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα μετά την κοινοποίηση.

δ)    Σε περίπτωση προσωρινής εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας ή ορισμένων διατάξεων αυτής, η φράση «έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας» σημαίνει την ημερομηνία προσωρινής εφαρμογής. Η επιτροπή μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά της κατά τη διάρκεια της προσωρινής εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας. Όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο της άσκησης αυτών των καθηκόντων θα παύσουν να ισχύουν μόνο σε περίπτωση που η προσωρινή εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας περατωθεί και η παρούσα συμφωνία δεν τεθεί σε ισχύ.



ΑΡΘΡΟ 4.16

Διάρκεια ισχύος

1.    Η παρούσα συμφωνία είναι αορίστου χρόνου.

2.    Είτε το συμβαλλόμενο μέρος της ΕΕ είτε η Σινγκαπούρη μπορεί να ενημερώσει γραπτώς το άλλο συμβαλλόμενο μέρος για την πρόθεσή του να καταγγείλει την παρούσα συμφωνία.

3.    Η παρούσα συμφωνία παύει να ισχύει έξι μήνες έπειτα από την κοινοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 2, με την επιφύλαξη του άρθρου 4.17 (Καταγγελία).

4.    Εντός 30 ημερών από την παράδοση κοινοποίησης δυνάμει της παραγράφου 2, κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει διαβουλεύσεις σχετικά με το αν η καταγγελία οποιασδήποτε διάταξης της παρούσας συμφωνίας θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει σε μεταγενέστερη ημερομηνία από αυτήν που προβλέπεται στην παράγραφο 2. Οι διαβουλεύσεις αυτές αρχίζουν εντός 30 ημερών από την παράδοση του εν λόγω αιτήματος ενός συμβαλλόμενου μέρους.



ΑΡΘΡΟ 4.17

Καταγγελία

Σε περίπτωση καταγγελίας της παρούσας συμφωνίας σύμφωνα με το άρθρο 4.16 (Διάρκεια ισχύος), η παρούσα συμφωνία συνεχίζει να ισχύει για επιπλέον διάστημα είκοσι ετών από την ημερομηνία καταγγελίας της, όσον αφορά τις καλυπτόμενες επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από την εν λόγω ημερομηνία. Το παρόν άρθρο δεν ισχύει σε περίπτωση που η προσωρινή εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας καταγγελθεί και η παρούσα συμφωνία δεν τεθεί σε ισχύ.

ΑΡΘΡΟ 4.18

Προσχώρηση νέων κρατών μελών στην Ένωση

1.    Η Ένωση κοινοποιεί στη Σιγκαπούρη, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε αίτημα τρίτης χώρας για προσχώρηση στην Ένωση.

2.    Κατά τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ένωσης και της υποψήφιας χώρας που ζητεί να προσχωρήσει στην Ένωση, η Ένωση:

α)    παρέχει, κατόπιν αιτήματος της Σινγκαπούρης και στο μέτρο του δυνατού, όλες τις πληροφορίες σχετικά με οποιοδήποτε ζήτημα καλύπτεται από την παρούσα συμφωνία· και

β)    λαμβάνει υπόψη τυχόν ανησυχίες που διατυπώνει η Σινγκαπούρη.



3.    Η Ένωση κοινοποιεί, το συντομότερο δυνατό, στη Σινγκαπούρη το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων προσχώρησης με την χώρα που είναι υποψήφια για προσχώρηση στην Ένωση, και της κοινοποιεί την έναρξη ισχύος κάθε προσχώρησης στην Ένωση.

4.    Η επιτροπή εξετάζει τις ενδεχόμενες συνέπειες της προσχώρησης στην παρούσα συμφωνία, αρκετό χρόνο πριν από την ημερομηνία της προσχώρησης, και αποφασίζει για την αναγκαιότητα τυχόν προσαρμογών ή μεταβατικών ρυθμίσεων.

5.    Κάθε νέο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσχωρεί στην παρούσα συμφωνία καταθέτοντας τη σχετική πράξη προσχώρησης στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον Διευθυντή της Διεύθυνσης Βόρειας Αμερικής και Ευρώπης του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας της Σινγκαπούρης, ή στους αντίστοιχους διάδοχους φορείς τους.

ΑΡΘΡΟ 4.19

Αυθεντικά κείμενα

Η παρούσα συμφωνία συντάσσεται σε δύο αντίτυπα στην αγγλική, βουλγαρική, γαλλική, γερμανική, δανική, ελληνική, εσθονική, ισπανική, ιταλική, κροατική, λετονική, λιθουανική, μαλτέζικη, ολλανδική, ουγγρική, πολωνική, πορτογαλική, ρουμανική, σλοβακική, σλοβενική, σουηδική, τσεχική και φινλανδική γλώσσα. Όλα τα κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά.

(1)    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι οι επενδύσεις που πραγματοποιούνται «στο έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους» περιλαμβάνουν τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται σε αποκλειστική οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα, όπως προβλέπεται στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας της 10ης Δεκεμβρίου 1982.
(2)    «δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας»:α)    όλες οι κατηγορίες διανοητικής ιδιοκτησίας που αναφέρονται στα τμήματα 1 έως 7 του μέρους II της συμφωνίας για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου, η οποία περιέχεται στο παράρτημα 1Γ της συμφωνίας για τον ΠΟΕ (εφεξής καλούμενη «συμφωνία TRIPS») και πιο συγκεκριμένα:i)    δικαιώματα δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα·ii)    διπλώματα ευρεσιτεχνίας (τα οποία, στην περίπτωση της Ένωσης, περιλαμβάνουν δικαιώματα που απορρέουν από συμπληρωματικά πιστοποιητικά προστασίας)·iii)    εμπορικά σήματα·iv)    σχέδια·v)    διατάξεις (τοπογραφίες) ολοκληρωμένων κυκλωμάτων·vi)    γεωγραφικές ενδείξεις·vii)    προστασία μη κοινοποιημένων πληροφοριών· καιβ)    δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών.
(3)    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι διαταγή ή απόφαση που εκδίδεται στο πλαίσιο δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας δεν συνιστά από μόνη της επένδυση.
(4)    Ο όρος «φυσικό πρόσωπο» περιλαμβάνει φυσικά πρόσωπα που διαμένουν μόνιμα στη Λετονία και τα οποία δεν είναι πολίτες της Λετονίας ή άλλου κράτους αλλά, δυνάμει των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων της Λετονίας, δικαιούνται διαβατήριο μη πολίτη (διαβατήριο αλλοδαπού).
(5)    Με τον όρο «κεντρική διοίκηση» νοείται η έδρα όπου λαμβάνονται οι τελικές αποφάσεις.
(6)    Το συμβαλλόμενο μέρος της ΕΕ θεωρεί ότι η έννοια της «ουσιαστικής και διαρκούς σχέσης» με την οικονομία ενός κράτους μέλους της Ένωσης που καθιερώνεται με το άρθρο 54 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ισοδύναμη με την έννοια των «ουσιαστικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων». Ομοίως, για ένα νομικό πρόσωπο που έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία της Σινγκαπούρης και το οποίο έχει μόνο την καταστατική έδρα ή την κεντρική του διοίκηση στο έδαφος της Σινγκαπούρης, η Ένωση επεκτείνει τα οφέλη της παρούσας συμφωνίας μόνον εάν το εν λόγω νομικό πρόσωπο έχει ουσιαστική και διαρκή οικονομική σχέση με την οικονομία της Σινγκαπούρης.
(7)    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θεωρούν ότι οι όροι «μεταχείριση» ή «μέτρο» περιλαμβάνουν και τις παραλείψεις.
(8)    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι το παρόν κεφάλαιο δεν ισχύει για τη μεταχείριση των καλυπτόμενων επενδυτών ή των καλυπτόμενων επενδύσεων εκ μέρους ενός συμβαλλόμενου μέρους πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας.
(9)    Στην περίπτωση του συμβαλλόμενου μέρους της ΕΕ, στις «επιδοτήσεις» περιλαμβάνονται οι «κρατικές ενισχύσεις», όπως αυτές ορίζονται στο ενωσιακό δίκαιο.
(10)    Στην περίπτωση του συμβαλλόμενου μέρους της ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές που δικαιοδοτούνται να διατάσσουν τις ενέργειες που αναφέρονται στο άρθρο 2.2 παράγραφος 4 είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή δικαστήριο κράτους μέλους κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις.
(11)    Εξυπακούεται ότι ένα μέτρο «το οποίο δεν αντιβαίνει τις δεσμεύσεις που περιλαμβάνονται, αντίστοιχα, στον πίνακα συγκεκριμένων υποχρεώσεων ενός συμβαλλόμενου μέρους στα παραρτήματα 8-Α και 8-Β του κεφαλαίου 8 (Υπηρεσίες, εγκατάσταση και ηλεκτρονικό εμπόριο)» αφορά κάθε μέτρο σε σχέση με οποιονδήποτε τομέα το οποίο δεν περιλαμβάνεται στον εν λόγω πίνακα, καθώς και κάθε μέτρο που δεν είναι ασυνεπές με οποιονδήποτε όρο, περιορισμό ή επιφύλαξη που περιλαμβάνεται σε σχέση με οποιονδήποτε τομέα στον αντίστοιχο πίνακα, ανεξάρτητα από το αν το εν λόγω μέτρο επηρεάζει την «εγκατάσταση» όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 8.8 στοιχείο δ) (Ορισμοί) της ΣΕΣΕΕΣ.
(12)    Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο γ), εξυπακούεται ότι παράγοντες όπως το γεγονός ότι ένα συμβαλλόμενο μέρος έχει προβλέψει εύλογη μεταβατική περίοδο για την εφαρμογή ενός μέτρου ή ότι ένα συμβαλλόμενο μέρος έχει κάνει οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του μέτρου για τις καλυπτόμενες επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του, λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του αν το μέτρο προκαλεί απώλειες ή ζημίες στις καλυπτόμενες επενδύσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του μέτρου.
(13)    Η επίκληση της εξαίρεσης για λόγους δημόσιας τάξης είναι δυνατή μόνον όταν υπάρχει πραγματικός και επαρκώς σοβαρός κίνδυνος για θεμελιώδη συμφέροντα της κοινωνίας.
(14)    Τα μέτρα που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής ή δίκαιης επιβολής ή είσπραξης άμεσων φόρων περιλαμβάνουν μέτρα που λαμβάνει ένα μέρος στο πλαίσιο του φορολογικού συστήματός του, τα οποία:α)    εφαρμόζονται σε επενδυτές ή επενδύσεις που δεν εδρεύουν σε αυτό, σε αναγνώριση του γεγονότος ότι η φορολογική υποχρέωση των μη μόνιμων κατοίκων καθορίζεται βάσει των στοιχείων φορολόγησης που προέρχονται από το έδαφος του εν λόγω συμβαλλόμενου μέρους ή βρίσκονται σε αυτό·β)    εφαρμόζονται σε μη μόνιμους κατοίκους με σκοπό να εξασφαλιστεί η επιβολή ή η είσπραξη φόρων στο έδαφος του εν λόγω συμβαλλόμενου μέρους·γ)    εφαρμόζονται σε μόνιμους ή μη μόνιμους κατοίκους προκειμένου να αποτρέπεται η φοροαποφυγή ή η φοροδιαφυγή, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων συμμόρφωσης·δ)    εφαρμόζονται σε επενδύσεις που πραγματοποιούνται στο ή από το έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, με σκοπό να εξασφαλιστεί η επιβολή ή η είσπραξη φόρων από τους εν λόγω χρήστες για στοιχεία που προέρχονται από το έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους·ε)    διακρίνουν επενδυτές ή επενδύσεις που υπόκεινται σε φορολογία για διεθνή στοιχεία φορολόγησης από άλλους επενδυτές ή επενδύσεις, αναγνωρίζοντας τη διαφορά που υφίσταται μεταξύ τους ως προς τη φύση της φορολογικής βάσης· ήστ)    καθορίζουν, χορηγούν ή διανέμουν τα εισοδήματα, τα κέρδη, τις ζημίες, τις εκπτώσεις ή τις πιστώσεις των μόνιμων κατοίκων ή υποκαταστημάτων ή μεταξύ προσώπων ή υποκαταστημάτων που συνδέονται με το ίδιο νομικό πρόσωπο, με σκοπό να διασφαλιστεί η φορολογική βάση ενός συμβαλλόμενου μέρους.Οι όροι ή οι έννοιες φορολογίας που αναφέρονται στο στοιχείο στ) και στην παρούσα υποσημείωση πρέπει να καθορίζονται ανάλογα με τους ορισμούς και τις έννοιες φορολογίας ή με ισοδύναμους ή παρεμφερείς ορισμούς και έννοιες, σύμφωνα με την εγχώρια νομοθεσία του συμβαλλόμενου μέρους που λαμβάνει το συγκεκριμένο μέτρο.
(15)    Η μεταχείριση στο παρόν άρθρο περιλαμβάνει τη μεταχείριση καλυπτόμενων επενδυτών, η οποία επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα τη λειτουργία, τη διαχείριση, τη διεξαγωγή, τη διατήρηση, τη χρήση, την αξιοποίηση και την πώληση ή άλλου είδους διάθεση, εκ μέρους των καλυπτόμενων επενδυτών, των καλυπτόμενων επενδύσεών τους.
(16)    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι το γεγονός καθαυτό ότι η προσφυγή του καλυπτόμενου επενδυτή κρίθηκε απαράδεκτη, απορρίφθηκε ή δεν ήταν επιτυχής, δεν συνιστά από μόνο του αρνησιδικία.
(17)    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι στους ισχυρισμούς που προβάλλονται για να παρακινηθεί ο επενδυτής να πραγματοποιήσει μια επένδυση περιλαμβάνονται οι ισχυρισμοί που έχουν στόχο να πείσουν τον επενδυτή να συνεχίσει μια επένδυση, να μην τη ρευστοποιήσει ή να πραγματοποιήσει περαιτέρω επενδύσεις.
(18)    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι η μη εκπλήρωση των δικαιολογημένων προσδοκιών όπως περιγράφεται στην παρούσα παράγραφο δεν ισοδυναμεί καθαυτή με παραβίαση της παραγράφου 2· η εν λόγω μη εκπλήρωση των δικαιολογημένων προσδοκιών πρέπει να απορρέει από τα ίδια γεγονότα ή τις περιστάσεις που προκαλούν την παραβίαση της παραγράφου 2.
(19)    Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ως «γραπτή συμβατική υποχρέωση» νοείται μια γραπτή συμφωνία που συνάπτει ένα συμβαλλόμενο μέρος, το ίδιο ή μέσω οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του άρθρου 1.2 (Ορισμοί), με καλυπτόμενο επενδυτή ή καλυπτόμενη επένδυση, μέσω μίας ή περισσότερων πράξεων, η οποία δημιουργεί αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις, και που είναι δεσμευτική και για τα δύο μέρη.
(20)    Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ένα συμβαλλόμενο μέρος ματαιώνει ή υπονομεύει μια δέσμευση μέσω της άσκησης της κρατικής του εξουσίας όταν ματαιώνει ή υπονομεύει την εν λόγω δέσμευση μέσω της θέσπισης, της διατήρησης ή της μη θέσπισης μέτρων που είναι υποχρεωτικά ή εφαρμοστέα σύμφωνα με την εγχώρια νομοθεσία.
(21)    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι το παρόν άρθρο πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τα παραρτήματα 1 έως 3.
(22)    Η εφαρμογή των μέτρων διασφάλισης μπορεί να παραταθεί με την επίσημη επαναθέσπισή τους σε συνεχιζόμενες εξαιρετικές περιστάσεις και μετά την ενημέρωση του άλλου συμβαλλόμενου μέρους σχετικά με την υλοποίηση τυχόν προτεινόμενης επίσημης επαναθέσπισης.
(23)    Τα συμβαλλόμενα μέρη θεωρούν ότι ο όρος «μεταχείριση» μπορεί να περιλαμβάνει παραλείψεις.
(24)    Για την αποφυγή αμφιβολιών, η παράγραφος 2 στοιχείο β) συνιστά συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών να μεταχειρίζονται μια τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία ως υπήκοο άλλου συμβαλλόμενου κράτους για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφος 2 στοιχείο β) της σύμβασης για τη ρύθμιση των σχετιζομένων προς τις επενδύσεις διαφορών μεταξύ κρατών και υπηκόων άλλων κρατών της 18ης Μαρτίου 1965.
(25)    Ένα νομικό πρόσωπο:α)    ανήκει σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα του άλλου συμβαλλόμενου μέρους εάν οι πραγματικοί δικαιούχοι πάνω από το 50 % του μετοχικού κεφαλαίου του είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα του εν λόγω συμβαλλόμενου μέρους·β)    ελέγχεται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα του άλλου συμβαλλόμενου μέρους εάν τα εν λόγω φυσικά ή νομικά πρόσωπα έχουν το δικαίωμα να διορίζουν την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού συμβουλίου του ή να διευθύνουν άλλως νομίμως τις δραστηριότητές του·
(26)    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι:α)    οι κανόνες των σχετικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών ισχύουν με την επιφύλαξη των ειδικών κανόνων που ορίζονται στο παρόν τμήμα, και συμπληρώνονται με αποφάσεις που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 4.1 παράγραφος 4 στοιχείο ζ) (Επιτροπή)· καιβ)    είναι απαράδεκτες απαιτήσεις για τις οποίες ένας αντιπρόσωπος υποβάλλει ομαδική απαίτηση στο όνομα ομάδας που αποτελείται από ακαθόριστο αριθμό απροσδιόριστων προσφευγόντων και σκοπεύει να διεξαγάγει τη σχετική διαδικασία εκπροσωπώντας τα συμφέροντα των εν λόγω προσφευγόντων και λαμβάνοντας όλες τις αποφάσεις που σχετίζονται με την υποβολή της απαίτησης εξ ονόματός τους.
(27)    Για τους σκοπούς των στοιχείων α) και β), ο όρος «κράτος» θεωρείται ότι περιλαμβάνει την Ένωση, εάν η Ένωση έχει προσχωρήσει στη σύμβαση ICSID.
(28)    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο εισπράττει εισόδημα από μια κυβέρνηση, ή απασχολούνταν στο παρελθόν από μια κυβέρνηση, ή έχει οικογενειακή σχέση με πρόσωπο που εισπράττει εισόδημα από μια κυβέρνηση, δεν καθιστά από μόνο του το εν λόγω πρόσωπο μη επιλέξιμο.
(29)    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι το εσωτερικό δίκαιο των συμβαλλόμενων μερών δεν αποτελεί μέρος του εφαρμοστέου δικαίου. Όταν το Δικαστήριο καλείται να καθορίσει την έννοια μιας διάταξης του εσωτερικού δικαίου ενός εκ των συμβαλλόμενων μερών ως πραγματικό γεγονός, ακολουθεί την επικρατούσα ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, όπως αυτή έχει διατυπωθεί από τα δικαστήρια ή τις αρχές του οικείου συμβαλλόμενου μέρους, ενώ οποιαδήποτε έννοια που αποδίδεται από το δικαστήριο στη σχετική εσωτερική νομοθεσία δεν είναι δεσμευτική για τα δικαστήρια ή τις αρχές κανενός συμβαλλομένου μέρους. Το δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τη νομιμότητα ενός μέτρου, το οποίο εικάζεται ότι συνιστά παραβίαση της παρούσας συμφωνίας, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του διάδικου μέρους.
(30)    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι απόφαση εκδίδεται κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος και αφού ληφθούν υπόψη τυχόν παρατηρήσεις των διάδικων μερών.
(31)    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι αυτό δεν εμποδίζει ένα διάδικο μέρος να ζητήσει από το δικαστήριο να αναθεωρήσει, να διορθώσει ή να ερμηνεύσει μία απόφαση, σύμφωνα με τα άρθρα 50 και 51 της σύμβασης ICSID ή τα άρθρα 37 και 38 των κανόνων διαιτησία της UNCITRAL, ή ισοδύναμες διατάξεις άλλων κανόνων, όπως εφαρμόζονται στις εν λόγω διαδικασίες.
(32)    Ως «διατάξεις της παρούσας συμφωνίας» νοούνται οι διατάξεις που επιτρέπουν: α) τη μη διακριτική μεταχείριση των επενδυτών, κατά τρόπο και στον βαθμό που προβλέπεται στο άρθρο 2.3 (Εθνική μεταχείριση)· και β) την προστασία των επενδυτών και των επενδύσεών τους από απαλλοτρίωση, κατά τρόπο και στον βαθμό που προβλέπεται στο άρθρο 2.6 (Απαλλοτρίωση).
(33)    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θεωρούν από κοινού ότι καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν εμποδίζει τη λήψη οποιουδήποτε φορολογικού μέτρου το οποίο αποσκοπεί στην κοινωνική πρόνοια, τη δημόσια υγεία και άλλους κοινωφελείς σκοπούς ή στη μακροοικονομική σταθερότητα· επίσης, καμία διάταξη δεν εμποδίζει τη θέσπιση φορολογικών πλεονεκτημάτων τα οποία συνδέονται με τον τόπο σύστασης της εταιρείας και όχι με την ιθαγένεια του ιδιοκτήτη της. Τα φορολογικά μέτρα που αποσκοπούν στη μακροοικονομική σταθερότητα είναι μέτρα τα οποία λαμβάνονται ως απάντηση σε εξελίξεις και τάσεις που παρουσιάζονται στην εθνική οικονομία, με στόχο την αντιμετώπιση ή την πρόληψη συστημικών ανισορροπιών οι οποίες απειλούν σοβαρά τη σταθερότητα της εθνικής οικονομίας.

Βρυξέλλες, 18.4.2018

COM(2018) 194 final

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

της

πρότασης για απόφαση του Συμβουλίου

σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας για την προστασία των επενδύσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης, αφετέρου


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ

Τα συμβαλλόμενα μέρη επιβεβαιώνουν την κοινή τους αντίληψη κατά την οποία:

1.    Το άρθρο 2.6 (Απαλλοτρίωση) εξετάζει δύο καταστάσεις. Η πρώτη είναι η άμεση απαλλοτρίωση, όπου μια καλυπτόμενη επένδυση εθνικοποιείται ή απαλλοτριώνεται με άλλο τρόπο μέσω τυπικής μεταβίβασης του τίτλου ή κατάσχεσης. Η δεύτερη είναι η έμμεση απαλλοτρίωση, όταν ένα μέτρο ή σειρά μέτρων που λαμβάνονται από ένα συμβαλλόμενο μέρος έχει αποτέλεσμα που ισοδυναμεί με άμεση απαλλοτρίωση, υπό την έννοια ότι αποστερεί σε μεγάλο βαθμό τον καλυπτόμενο επενδυτή από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά κυριότητας στην καλυπτόμενη επένδυσή του –συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να χρησιμοποιεί, να επικαρπώνεται και να διαθέτει την καλυπτόμενη επένδυσή του– χωρίς τυπική μεταβίβαση της κυριότητας ή κατάσχεση.

2.    Ο καθορισμός τού κατά πόσον ένα μέτρο ή μία σειρά μέτρων που λαμβάνονται από ένα συμβαλλόμενο μέρος, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, συνιστά έμμεση απαλλοτρίωση απαιτεί μια κατά περίπτωση και τεκμηριωμένη έρευνα, που λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων:

α)    τις οικονομικές επιπτώσεις του μέτρου ή της σειράς μέτρων και τη διάρκειά τους, μολονότι το γεγονός ότι ένα μέτρο ή μια σειρά μέτρων που λαμβάνονται από ένα συμβαλλόμενο μέρος έχει αρνητικές συνέπειες στην οικονομική αξία της επένδυσης δεν αποδεικνύει, από μόνο του, ότι έχει πραγματοποιηθεί έμμεση απαλλοτρίωση·



β)    τον βαθμό στον οποίο το μέτρο ή η σειρά μέτρων επηρεάζει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί κανείς, να επικαρπώνεται ή να διαθέτει το περιουσιακό στοιχείο· και

γ)    τον χαρακτήρα του μέτρου ή της σειράς μέτρων, ιδίως το αντικείμενο, το πλαίσιο και τον σκοπό του.

Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι εκτός από τη σπάνια περίπτωση κατά την οποία οι επιπτώσεις ενός μέτρου ή μιας σειράς μέτρων είναι τόσο σοβαρές, υπό το πρίσμα του σκοπού του, ώστε να φαίνεται προδήλως υπερβολικό, διευκρινίζεται ότι το μη εισάγον διακρίσεις μέτρο ή σειρά μέτρων που λαμβάνονται από ένα μέρος και τα οποία σχεδιάζονται και εφαρμόζονται για την προστασία θεμιτών στόχων δημόσιας πολιτικής, όπως της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος, δεν συνιστούν έμμεση απαλλοτρίωση.

________________



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΓΗΣ

1.    Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2.6 (Απαλλοτρίωση), εφόσον η Σινγκαπούρη είναι το συμβαλλόμενο μέρος που απαλλοτριώνει, οποιοδήποτε μέτρο απαλλοτρίωσης γης, το οποίο λαμβάνεται όπως ορίζεται στο Land Acquisition Act (νόμος για την απόκτηση γης από αλλοδαπούς) (κεφάλαιο 152) 1 , θα πραγματοποιείται με πληρωμή αποζημίωσης στην αγοραία αξία, σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομοθεσία.

2.    Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, οποιοδήποτε μέτρο απαλλοτρίωσης στο πλαίσιο του Land Acquisition Act (κεφάλαιο 152) θα πρέπει να εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό ή να είναι συναφές με σκοπό δημοσίου συμφέροντος.

________________



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3

ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ

Για λόγους σαφήνειας, η ανάκληση, ο περιορισμός ή η δημιουργία δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, στον βαθμό που το μέτρο συνάδει με τη συμφωνία TRIPS και το Κεφάλαιο Δέκα (Διανοητική ιδιοκτησία) της Συμφωνίας Ελεύθερων Συναλλαγών μεταξύ της ΕΕ και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης (ΣΕΣΕΕΣ), δεν συνιστά απαλλοτρίωση. Επιπλέον, το συμπέρασμα ότι το μέτρο δεν συνάδει με τη συμφωνία TRIPS και το Κεφάλαιο Δέκα (Διανοητική ιδιοκτησία) της ΣΕΣΕΕΣ δεν αποδεικνύει ότι υφίσταται απαλλοτρίωση.

________________



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4

ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ

1.    Προσφυγή με την οποία προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η αναδιάρθρωση χρέους συμβαλλόμενου μέρους συνιστά παραβίαση υποχρέωσης του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων) δεν επιτρέπεται και, σε περίπτωση υφιστάμενης προσφυγής, δεν επιτρέπεται να επιδιωχθεί η ικανοποίησή της σύμφωνα με το Κεφάλαιο Δύο (Επίλυση διαφορών) τμήμα Α (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και συμβαλλόμενων μερών), εάν η αναδιάρθρωση είναι αναδιάρθρωση κατόπιν διαπραγμάτευσης κατά το χρόνο της προσφυγής, ή αναδιάρθρωση κατόπιν διαπραγμάτευσης μετά την προσφυγή, με την εξαίρεση προσφυγής σύμφωνα με την οποία η αναδιάρθρωση παραβιάζει το άρθρο 2.3 (Εθνική μεταχείριση) 2 .

2.    Κατά παρέκκλιση του άρθρου 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο) σύμφωνα με το Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα Α (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και συμβαλλόμενων μερών), και με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του παρόντος παραρτήματος, ένας επενδυτής δεν επιτρέπεται να προσφύγει στο δικαστήριο σύμφωνα με το Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα Α (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και συμβαλλόμενων μερών) με τον ισχυρισμό ότι η αναδιάρθρωση χρέους ενός συμβαλλόμενου μέρους συνιστά παραβίαση σύμφωνα με το Κεφάλαιο Δύο (Προστασία των επενδύσεων) άλλη από εκείνες του κεφαλαίου 2.3 (Εθνική μεταχείριση), εκτός εάν έχουν παρέλθει 270 ημέρες από την ημερομηνία υποβολής από τον προσφεύγοντα γραπτής αίτησης διαβουλεύσεων σύμφωνα με το Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα Α (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και συμβαλλόμενων μερών) άρθρο 3.3 (Διαβουλεύσεις).



3.    Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

«αναδιάρθρωση κατόπιν διαπραγμάτευσης» σημαίνει την αναδιάρθρωση ή αναδιάταξη χρέους συμβαλλόμενου μέρους η οποία έχει διενεργηθεί μέσω i) τροποποίησης ή μεταβολής χρεωστικών τίτλων, όπως προβλέπεται στους όρους αυτών, συμπεριλαμβανομένου του εφαρμοστέου δικαίου που τους διέπει, ή ii) ανταλλαγής χρέους ή άλλης παρόμοιας διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας οι κάτοχοι τουλάχιστον του 75 % του συνολικού κεφαλαίου του υπό αναδιάρθρωση ανεξόφλητου χρέους συναίνεσαν στην εν λόγω ανταλλαγή χρέους ή άλλη διαδικασία.

«εφαρμοστέο δίκαιο» ορισμένου χρεωστικού μέσου σημαίνει το νομικό και ρυθμιστικό πλαίσιο μιας έννομης τάξης το οποίο διέπει το εν λόγω χρεωστικό μέσο.

4.    Για λόγους σαφήνειας, «χρέος συμβαλλόμενου μέρους» σημαίνει, για την περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημόσιο χρέος κράτους μέλους ή δημόσιο χρέος κράτους μέλους σε επίπεδο κεντρικής, περιφερειακής ή τοπικής κυβέρνησης.

________________



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5

ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 4.12

Οι συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Σινγκαπούρης είναι:

1.    Συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης και της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας για την αμοιβαία προώθηση και προστασία των επενδύσεων, η οποία συνήφθη στη Σινγκαπούρη στις 15 Σεπτεμβρίου 2003·

2.    Συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης και της Οικονομικής Ένωσης Βελγίου και Λουξεμβούργου για την προώθηση και προστασία των επενδύσεων, η οποία συνήφθη στις Βρυξέλλες στις 17 Νοεμβρίου 1978·

3.    Συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης και της κυβέρνησης της Τσεχικής Δημοκρατίας για την προώθηση και προστασία των επενδύσεων, η οποία συνήφθη στη Σινγκαπούρη στις 8 Απριλίου 1995·

4.    Συνθήκη μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης για την προώθηση και την αμοιβαία προστασία των επενδύσεων, η οποία συνήφθη στη Σινγκαπούρη στις 3 Οκτωβρίου 1973·



5.    Συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης και της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Γαλλίας για την προώθηση και προστασία των επενδύσεων, η οποία συνήφθη στο Παρίσι στις 8 Σεπτεμβρίου 1975·

6.    Συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης και της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Λετονίας για την προώθηση και προστασία των επενδύσεων, η οποία συνήφθη στη Σινγκαπούρη στις 7 Ιουλίου 1998·

7.    Συμφωνία μεταξύ της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης και της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας για την προώθηση και προστασία των επενδύσεων, η οποία συνήφθη στη Σινγκαπούρη στις 17 Απριλίου 1997·

8.    Συμφωνίας οικονομικής συνεργασίας μεταξύ της κυβέρνησης του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης, η οποία συνήφθη στη Σινγκαπούρη στις 16 Μαΐου 1972·

9.    Συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης και της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Πολωνίας για την προώθηση και προστασία των επενδύσεων, η οποία συνήφθη στη Βαρσοβία, Πολωνία, στις 3 Ιουνίου 1993·

10.    Συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης και της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Σλοβενίας για την αμοιβαία προώθηση και προστασία των επενδύσεων, η οποία συνήφθη στη Σινγκαπούρη στις 25 Ιανουαρίου 1999·



11.    Συμφωνία μεταξύ της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης και της Σλοβακικής Δημοκρατίας για την προώθηση και την αμοιβαία προστασία των επενδύσεων, η οποία συνήφθη στη Σινγκαπούρη στις 13 Οκτωβρίου 2006· και

12.    Συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης και της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας για την προώθηση και προστασία των επενδύσεων, η οποία συνήφθη στη Σινγκαπούρη στις 22 Ιουλίου 1975.

________________



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 6

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ
ΓΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΕΝΔΥΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

ΑΡΘΡΟ 1

Στόχος

Στόχος του μηχανισμού διαμεσολάβησης είναι να διευκολυνθεί η εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης μέσα από μια συνεκτική και μη χρονοβόρο διαδικασία με τη βοήθεια διαμεσολαβητή.

ΤΜΗΜΑ A

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ

ΑΡΘΡΟ 2

Έναρξη της διαδικασίας

1.    Ένα διάδικο μέρος μπορεί να ζητήσει, ανά πάσα στιγμή, την έναρξη διαδικασίας διαμεσολάβησης. Το αίτημα απευθύνεται γραπτώς στο άλλο μέρος.



2.    Το μέρος στο οποίο απευθύνεται το αίτημα το εξετάζει ευμενώς και παρέχει γραπτώς θετική ή αρνητική απάντηση εντός δέκα ημερών από την παραλαβή του.

3.    Όταν το αίτημα αφορά μεταχείριση από θεσμικό όργανο, αρχή ή οργανισμό της Ένωσης ή από οποιοδήποτε κράτος μέλος της Ένωσης, και δεν προσδιορίζεται ο καθʼ ού σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3.5 (Κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή), το αίτημα απευθύνεται στην Ένωση. Αν η Ένωση κάνει δεκτό το αίτημα, η απάντηση προσδιορίζει εάν μέρος της διαδικασίας διαμεσολάβησης θα είναι η Ένωση ή το οικείο κράτος μέλος 3 .

ΑΡΘΡΟ 3

Επιλογή του διαμεσολαβητή

1.    Τα διάδικα μέρη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να συμφωνήσουν σε έναν διαμεσολαβητή το αργότερο εντός δεκαπέντε ημερών μετά την παραλαβή της απάντησης στο αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 (Έναρξη της διαδικασίας) του παρόντος παραρτήματος. Η εν λόγω συμφωνία μπορεί να περιλαμβάνει τον διορισμό διαμεσολαβητή από τα μέλη του δικαστηρίου που συστήνεται σύμφωνα με το άρθρο 3.9 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο).



2.    Εάν τα διάδικα μέρη δεν μπορούν να συμφωνήσουν σχετικά με τον διαμεσολαβητή σύμφωνα με την παράγραφο 1, οποιοδήποτε εξ αυτών μπορεί να ζητήσει από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την επιλογή διαμεσολαβητή με κλήρωση από τα μέλη του δικαστηρίου που συστήνεται σύμφωνα με το άρθρο 3.9 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο). Ο πρόεδρος του δικαστηρίου επιλέγει τον διαμεσολαβητή εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την υποβολή του αιτήματος από οποιοδήποτε διάδικο μέρος.

3.    Ο διαμεσολαβητής δεν είναι υπήκοος των συμβαλλόμενων μερών, εκτός αν τα διάδικα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.

4.    Ο διαμεσολαβητής επικουρεί, κατά αμερόληπτο και διαφανή τρόπο, τα διάδικα μέρη ώστε να αποσαφηνίσουν το μέτρο και τις πιθανές αρνητικές του συνέπειες για τις επενδύσεις και να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση.

ΑΡΘΡΟ 4

Κανόνες της διαδικασίας διαμεσολάβησης

1.    Εντός δέκα ημερών από τον διορισμό του διαμεσολαβητή, το διάδικο μέρος που έχει κινήσει τη διαδικασία διαμεσολάβησης υποβάλλει γραπτώς λεπτομερή περιγραφή του προβλήματος στον διαμεσολαβητή και στο άλλο διάδικο μέρος, ιδίως σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του επίμαχου μέτρου και τις αρνητικές του συνέπειες στις επενδύσεις. Εντός είκοσι ημερών από την ημερομηνία παράδοσης αυτής της περιγραφής, το άλλο διάδικο μέρος μπορεί να παράσχει γραπτώς τις παρατηρήσεις του σχετικά με την περιγραφή του προβλήματος. Τα διάδικα μέρη μπορούν να συμπεριλάβουν στην περιγραφή ή στις παρατηρήσεις τους κάθε πληροφορία που θεωρούν σχετική.



2.    Ο διαμεσολαβητής μπορεί να αποφασίσει σχετικά με τον πιο κατάλληλο τρόπο για την αποσαφήνιση του μέτρου και των πιθανών αρνητικών συνεπειών του για τις επενδύσεις. Ειδικότερα, ο διαμεσολαβητής μπορεί να διοργανώνει συναντήσεις μεταξύ των διάδικων μερών, να διαβουλεύεται με τα διάδικα μέρη από κοινού ή μεμονωμένα, να ζητά τη συνδρομή σχετικών πραγματογνωμόνων και ενδιαφερόμενων μερών ή να διαβουλεύεται μαζί τους και να παρέχει κάθε πρόσθετη στήριξη που του ζητείται από τα διάδικα μέρη. Ωστόσο, προτού ζητήσει βοήθεια ή διενεργήσει διαβουλεύσεις με σχετικούς πραγματογνώμονες και ενδιαφερόμενους φορείς, ο διαμεσολαβητής διαβουλεύεται με τα διάδικα μέρη.

3.    Ο διαμεσολαβητής μπορεί να παρέχει συμβουλές και να προτείνει μια λύση προς εξέταση από τα διάδικα μέρη, τα οποία μπορούν να δεχτούν ή να απορρίψουν την προτεινόμενη λύση ή να συμφωνήσουν σε μια διαφορετική λύση. Ωστόσο, ο διαμεσολαβητής δεν συμβουλεύει ούτε σχολιάζει κατά πόσον το επίμαχο μέτρο συνάδει με το Κεφάλαιο Δύο (Προστασία των επενδύσεων).

4.    Η διαδικασία διεξάγεται στο έδαφος του διάδικου μέρους στο οποίο απευθύνεται το αίτημα ή, κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας, σε οποιονδήποτε άλλο τόπο ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο.

5.    Τα διάδικα μέρη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση εντός εξήντα ημερών από τον διορισμό του διαμεσολαβητή. Εν αναμονή της τελικής συμφωνίας, τα διάδικα μέρη μπορούν να εξετάζουν πιθανές προσωρινές λύσεις.

6.    Οι αμοιβαία αποδεκτές λύσεις δημοσιοποιούνται. Ωστόσο, η έκδοση που διατίθεται στο κοινό μπορεί να μην περιλαμβάνει πληροφορίες τις οποίες ένα διάδικο μέρος έχει χαρακτηρίσει εμπιστευτικές.



7.    Η διαδικασία περατώνεται:

α)    με την έγκριση αμοιβαία αποδεκτής λύσης από τα διάδικα μέρη, κατά την ημερομηνία της έγκρισης·

β)    με αμοιβαία συμφωνία των διάδικων μερών σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, κατά την ημερομηνία της εν λόγω συμφωνίας·

γ)    με γραπτή δήλωση του διαμεσολαβητή, κατόπιν διαβούλευσης με τα διάδικα μέρη, ότι περαιτέρω προσπάθειες διαμεσολάβησης δεν θα είχαν αποτέλεσμα, κατά την ημερομηνία της εν λόγω δήλωσης·

δ)    με γραπτή δήλωση ενός διάδικου μέρους μετά τη διερεύνηση αμοιβαία αποδεκτών λύσεων βάσει της διαδικασίας διαμεσολάβησης και μετά την εξέταση τυχόν συμβουλών και προτεινόμενων λύσεων εκ μέρους του διαμεσολαβητή, κατά την ημερομηνία της εν λόγω δήλωσης.

ΤΜΗΜΑ B

ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ

ΑΡΘΡΟ 5

Υλοποίηση αμοιβαία αποδεκτής λύσης

1.    Όταν τα διάδικα μέρη συμφωνήσουν σε μια λύση, κάθε διάδικο μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την υλοποίηση της αμοιβαία αποδεκτής λύσης εντός του συμφωνηθέντος χρονικού πλαισίου.



2.    Το υλοποιούν διάδικο μέρος ενημερώνει γραπτώς το άλλο διάδικο μέρος για τυχόν βήματα ή μέτρα που λαμβάνει για την υλοποίηση της αμοιβαία αποδεκτής λύσης.

3.    Εφόσον το ζητήσουν τα διάδικα μέρη, ο διαμεσολαβητής τους χορηγεί γραπτώς σχέδιο έκθεσης πραγματικών περιστατικών, στο οποίο παρέχεται σύντομη περίληψη:

α)    του επίμαχου μέτρου σʼ αυτές τις διαδικασίες·

β)    των ακολουθούμενων διαδικασιών· και

γ)    τυχόν αμοιβαία αποδεκτής λύσης που επιτεύχθηκε ως τελική έκβαση των διαδικασιών αυτών, συμπεριλαμβανομένων πιθανών προσωρινών λύσεων.

Ο διαμεσολαβητής παρέχει στα διάδικα μέρη προθεσμία δεκαπέντε εργάσιμων ημερών προκειμένου να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί του σχεδίου έκθεσης. Αφού εξετάσει τις παρατηρήσεις των διάδικων μερών που υποβάλλονται μέσα σʼ αυτό το χρονικό διάστημα, ο διαμεσολαβητής υποβάλλει γραπτώς στα διάδικα μέρη τελική έκθεση πραγματικών περιστατικών εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών. Η έκθεση πραγματικών περιστατικών δεν περιλαμβάνει ερμηνεία της παρούσας συμφωνίας.



ΤΜΗΜΑ Γ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΑΡΘΡΟ 6

Σχέση με την επίλυση διαφορών

1.    Η διαδικασία διαμεσολάβησης δεν αποσκοπεί στο να χρησιμεύσει ως βάση για τις διαδικασίες επίλυσης διαφορών που προβλέπονται βάσει της παρούσας ή άλλης συμφωνίας. Ένα διάδικο μέρος δεν βασίζεται ούτε υποβάλλει ως αποδεικτικά στοιχεία σʼ αυτές τις διαδικασίες επίλυσης διαφορών και οποιοδήποτε όργανο επίλυσης διαφορών, δικαστήριο ή ειδική ομάδα δεν λαμβάνει υπόψη τα εξής:

α)    τις θέσεις που υιοθετεί το άλλο διάδικο μέρος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολάβησης·

β)    το γεγονός ότι το άλλο διάδικο μέρος έχει εκφράσει τη βούλησή του να αποδεχθεί λύση για το μέτρο που αποτελεί αντικείμενο της διαμεσολάβησης· ή

γ)    τις συμβουλές ή προτάσεις του διαμεσολαβητή.

2.    Ο μηχανισμός διαμεσολάβησης υπόκειται στην επιφύλαξη των νομικών θέσεων των μερών και των διάδικων μερών σύμφωνα με το Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα Α (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και συμβαλλόμενων μερών) ή τμήμα Β (Επίλυση διαφορών μεταξύ συμβαλλόμενων μερών).



3.    Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6 του άρθρου 4 (Κανόνες της διαδικασίας διαμεσολάβησης) του παρόντος παραρτήματος και εκτός εάν τα διάδικα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά, όλα τα στάδια της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συμβουλών ή προτεινόμενων λύσεων, έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα. Ωστόσο, κάθε διάδικο μέρος μπορεί να δημοσιοποιήσει το γεγονός ότι διεξάγεται διαμεσολάβηση.

ΑΡΘΡΟ 7

Προθεσμίες

Όλες οι προθεσμίες που αναφέρονται στο παρόν παράρτημα μπορούν να τροποποιηθούν με αμοιβαία συμφωνία των διάδικων μερών.

ΑΡΘΡΟ 8

Έξοδα

1.    Κάθε διάδικο μέρος αναλαμβάνει τα έξοδά του που απορρέουν από τη συμμετοχή στη διαδικασία διαμεσολάβησης.



2.    Έξοδα που απορρέουν από οργανωτικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων της αμοιβής και των εξόδων του διαμεσολαβητή, βαρύνουν από κοινού και εξίσου τα διάδικα μέρη. Οι αμοιβές και τα έξοδα των διαμεσολαβητών είναι σύμφωνα με εκείνα που ορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό 14 παράγραφος 1 των διοικητικών και οικονομικών κανονισμών της σύμβασης ICSID, όπως ισχύουν την ημερομηνία έναρξης της διαμεσολάβησης.

________________



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 7

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,
ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΕΣ

Ορισμοί

1.    Σύμφωνα με τον παρόντα κώδικα δεοντολογίας, νοείται ως:

«μέλος»: μέλος του δικαστηρίου ή του εφετείου που συστήνεται σύμφωνα με το Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα Α (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και συμβαλλόμενων μερών)·

«διαμεσολαβητής»: το πρόσωπο που διενεργεί διαμεσολάβηση σύμφωνα με το Κεφάλαιο Τρία (επίλυση διαφορών) τμήμα Α (επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και συμβαλλόμενων μερών)·

«υποψήφιος»: το πρόσωπο το οποίο εξετάζεται για ενδεχόμενη επιλογή του ως μέλους·

«βοηθός»: το πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με τους όρους περί διορισμού μέλους, διεξάγει έρευνα ή επικουρεί το μέλος·

«προσωπικό»: σε σχέση με ένα μέλος, πρόσωπα άλλα από τους βοηθούς, τα οποία τελούν υπό τη διοίκηση και τον έλεγχο του εν λόγω μέλους.



Υποχρεώσεις όσον αφορά τη διαδικασία

2.    Οι υποψήφιοι και τα μέλη αποφεύγουν οποιαδήποτε παρατυπία ή εντύπωση παρατυπίας, είναι ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι, αποφεύγουν τις άμεσες και έμμεσες συγκρούσεις συμφερόντων και τηρούν αυστηρούς κανόνες δεοντολογίας για την εξασφάλιση της ακεραιότητας και της αμεροληψίας του μηχανισμού επίλυσης διαφορών. Τα μέλη δεν λαμβάνουν οδηγίες από οποιονδήποτε οργανισμό ή δημόσια αρχή σχετικά με τα θέματα τα οποία έχουν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου ή του εφετείου. Τα πρώην μέλη υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 15 έως 21 του παρόντος κώδικα δεοντολογίας.

Υποχρεώσεις γνωστοποίησης

3.    Πριν από τον διορισμό του ως μέλους, ο υποψήφιος γνωστοποιεί στα μέρη κάθε παρελθόν ή υφιστάμενο συμφέρον, σχέση ή ζήτημα που θα μπορούσε να επηρεάσει την ανεξαρτησία ή την αμεροληψία του ή που θα μπορούσε να δώσει ευλόγως την εντύπωση παρατυπίας ή μεροληψίας κατά τη διαδικασία. Για τον σκοπό αυτό, ο υποψήφιος καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να λαμβάνει γνώση της ύπαρξης τέτοιου είδους συμφερόντων, σχέσεων ή ζητημάτων.

4.    Τα μέλη γνωστοποιούν θέματα σχετικά με πραγματικές ή πιθανές παραβιάσεις του παρόντος κώδικα δεοντολογίας στα διάδικα μέρη και το μη διάδικο μέρος.



5.    Τα μέλη καταβάλλουν συνεχώς κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να λαμβάνουν γνώση για τυχόν συμφέροντα, σχέσεις ή ζητήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος κώδικα δεοντολογίας, και τα γνωστοποιούν. Η υποχρέωση γνωστοποίησης είναι διαρκές καθήκον, που επιτάσσει σε ένα μέλος να γνωστοποιεί οποιαδήποτε τέτοια συμφέροντα, σχέσεις και ζητήματα τα οποία μπορεί να ανακύψουν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας το νωρίτερο δυνατόν αφού το μέλος λάβει γνώση αυτών. Τα μέλη γνωστοποιούν τα εν λόγω συμφέροντα, σχέσεις και ζητήματα, ενημερώνοντας τα διάδικα μέρη και το μη διάδικο μέρος εγγράφως, ώστε να τα λάβουν υπόψη.

Καθήκοντα των μελών

6.    Τα μέλη, από τη στιγμή της επιλογής τους, εκτελούν τα καθήκοντά τους ενδελεχώς και χωρίς καθυστέρηση, με δίκαιο τρόπο και επιμελώς καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

7.    Τα μέλη εξετάζουν αποκλειστικά και μόνο τα θέματα που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία και που είναι απαραίτητα για τη λήψη απόφασης και δεν αναθέτουν σε κανένα άλλο πρόσωπο το καθήκον αυτό.

8.    Τα μέλη λαμβάνουν όλα τα δέοντα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι βοηθοί και το προσωπικό τους γνωρίζουν τις παραγράφους 2, 3, 4, 5, 19, 20 και 21 του παρόντος κώδικα δεοντολογίας και συμμορφώνονται μʼ αυτές.

9.    Τα μέλη δεν πραγματοποιούν μονομερείς επαφές σχετικά με τη διαδικασία.



Ανεξαρτησία και αμεροληψία των μελών

10.    Τα μέρη πρέπει να είναι ανεξάρτητα και αμερόληπτα, να αποφεύγουν τη δημιουργία εντύπωσης μεροληψίας ή παρατυπίας και να μην επηρεάζονται από ίδιο συμφέρον, έξωθεν πιέσεις, πολιτικές πεποιθήσεις, διαμαρτυρίες της κοινής γνώμης, αφοσίωση σε διάδικο ή μη διάδικο μέρος ή από τον φόβο της κριτικής.

11.    Τα μέλη δεν αναλαμβάνουν, αμέσως ή εμμέσως, υποχρεώσεις ούτε δέχονται οφέλη τα οποία θα μπορούσαν με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσουν, ή να φανεί ότι επηρεάζουν, τη δέουσα εκτέλεση των καθηκόντων τους.

12.    Τα μέλη δεν χρησιμοποιούν την ιδιότητά τους στο δικαστήριο για την προώθηση προσωπικών ή ιδιωτικών συμφερόντων και αποφεύγουν ενέργειες οι οποίες ενδέχεται να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι τρίτοι είναι σε θέση να επηρεάζουν τα μέλη.

13.    Τα μέλη δεν επιτρέπουν να επηρεάζεται η συμπεριφορά τους ή η κρίση τους από σχέσεις ή ευθύνες οικονομικού, επιχειρηματικού, επαγγελματικού, οικογενειακού ή κοινωνικού χαρακτήρα.

14.    Τα μέλη οφείλουν να αποφεύγουν να συνάπτουν οποιαδήποτε σχέση ή να αποκτούν οποιαδήποτε οικονομικά οφέλη που ενδέχεται να επηρεάσουν την αμεροληψία τους ή που θα μπορούσαν εύλογα να δημιουργήσουν την εντύπωση παρατυπίας ή μεροληψίας.



Υποχρεώσεις πρώην μελών

15.    Όλα τα πρώην μέλη πρέπει να αποφεύγουν ενέργειες οι οποίες ενδέχεται να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι τα μέλη επέδειξαν μεροληψία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή ότι αποκόμισαν όφελος από την απόφαση του δικαστηρίου ή του εφετείου.

16.    Με την επιφύλαξη του άρθρου 3.9 παράγραφος 5 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο) και του άρθρου 3.10 παράγραφος 4 (Εφετείο), τα μέλη δεσμεύονται ότι μετά το τέλος της θητείας τους δεν θα συμμετέχουν με οποιονδήποτε τρόπο στα παρακάτω:

α)    επενδυτικές διαφορές που εκκρεμούσαν ενώπιον του δικαστηρίου ή του εφετείου πριν από το τέλος της θητείας τους·

β)    επενδυτικές διαφορές που συνδέονται άμεσα και σαφώς με διαφορές, συμπεριλαμβανομένων διευθετημένων διαφορών, με τις οποίες ασχολήθηκαν ως μέλη του δικαστηρίου ή του εφετείου.

17.    Τα μέλη δεσμεύονται ότι για διάστημα τριών ετών μετά το τέλος της θητείας τους, δεν θα ενεργούν ως εκπρόσωποι ενός εκ των διάδικων μερών σε επενδυτικές διαφορές ενώπιον του δικαστηρίου ή του εφετείου.

18.    Αν ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή του εφετείου ενημερωθεί ή άλλως υποπέσει στην αντίληψή του ότι εικάζεται ότι πρώην μέλος του δικαστηρίου ή του εφετείου, αντίστοιχα, παρέβη τις υποχρεώσεις των παραγράφων 15 έως 17, εξετάζει το ζήτημα και παρέχει στο πρώην μέλος τη δυνατότητα ακρόασης. Αν, μετά τον έλεγχο, διαπιστώσει ότι η εικαζόμενη παραβίαση επιβεβαιώνεται, ενημερώνει:



α)    την επαγγελματική ένωση ή άλλον παρόμοιο φορέα όπου ανήκει το πρώην μέλος·

β)    τα συμβαλλόμενα μέρη· και

γ)    τον πρόεδρο οποιουδήποτε άλλου σχετικού επενδυτικού δικαστηρίου ή του εφετείου.

Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή του εφετείου δημοσιοποιεί τα πορίσματά του σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

Απόρρητο

19.    Κανένα μέλος ή πρώην μέλος και σε καμία χρονική στιγμή δεν αποκαλύπτει ούτε χρησιμοποιεί μη δημόσιες πληροφορίες που σχετίζονται με διαδικασία ή που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, παρά μόνο για τους σκοπούς της διαδικασίας αυτής και, ειδικότερα, δεν αποκαλύπτει ούτε χρησιμοποιεί τις πληροφορίες αυτές προκειμένου να αποκτήσει προσωπικό πλεονέκτημα ή πλεονέκτημα για άλλους ή να επηρεάσει το συμφέρον άλλων.

20.    Τα μέλη δεν γνωστοποιούν απόφαση ή τμήματα αυτής πριν από τη δημοσίευσή της σύμφωνα με το παράρτημα 8.

21.    Μέλος ή πρώην μέλος ουδέποτε αποκαλύπτει τις συζητήσεις του δικαστηρίου ή του εφετείου ή τις απόψεις οποιουδήποτε μέλους σχετικά με τις συζητήσεις αυτές.



Έξοδα

22.    Κάθε μέλος τηρεί αρχείο και παρέχει τελικό απολογισμό ως προς τον χρόνο που αφιέρωσε στη διαδικασία και τα έξοδά του.

Διαμεσολαβητές

23.    Οι κανόνες που περιγράφονται στον παρόντα κώδικα δεοντολογίας, όπως ισχύουν για τα μέλη και τα πρώην μέλη, ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, για τους διαμεσολαβητές.

Συμβουλευτική επιτροπή

24.    Ο πρόεδρος του δικαστηρίου και ο πρόεδρος του εφετείου επικουρούνται έκαστος από συμβουλευτική επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από τον αντίστοιχο αντιπρόεδρο και το αρχαιότερο ηλικιακά μέλος του δικαστηρίου και του εφετείου αντίστοιχα, με σκοπό την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής του παρόντος κώδικα δεοντολογίας, άρθρο 3.11 (Δεοντολογία) και για την εκτέλεση κάθε άλλου καθήκοντος, εφόσον προβλέπεται.

________________



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 8

ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΣΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ, ΤΙΣ ΑΚΡΟΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΡΙΤΩΝ ΝΑ ΥΠΟΒΑΛΛΟΥΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

ΑΡΘΡΟ 1

1.    Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 2 και 4 του παρόντος παραρτήματος, ο καθʼ ού, αφού λάβει τα ακόλουθα έγγραφα, τα διαβιβάζει πάραυτα στο μη διάδικο μέρος και στο αποθετήριο που προβλέπεται στο άρθρο 5 του παρόντος παραρτήματος, το οποίο τα θέτει στη διάθεση του κοινού:

α)    το αίτημα για διαβουλεύσεις που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3.3 (Διαβουλεύσεις)·

β)    την κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3.5 (Κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή)·

γ)    τον προσδιορισμό του καθʼ ού που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3.5 (Κοινοποίηση πρόθεσης προσφυγής)·

δ)    την προσφυγή αναφέρεται στο άρθρο 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο)·



ε)    διαδικαστικά έγγραφα, υπομνήματα και παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο δικαστήριο από διάδικο μέρος, εκθέσεις πραγματογνωμόνων, καθώς και τις γραπτές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 3.17 (Μη διάδικο συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας) και το άρθρο 3 του παρόντος παραρτήματος·

στ)    πρακτικά ή απομαγνητοφωνήσεις των ακροάσεων του δικαστηρίου, εφόσον υπάρχουν· και

ζ)    εντολές και αποφάσεις του δικαστηρίου ή, όπου αυτό ισχύει, του προέδρου ή του αντιπροέδρου του δικαστηρίου.

2.    Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων του άρθρου 4 του παρόντος παραρτήματος, το δικαστήριο δύναται να αποφασίσει, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος από οποιοδήποτε πρόσωπο, και κατόπιν διαβούλευσης με τα διάδικα μέρη, εάν και με ποιον τρόπο θα διαθέσει οποιαδήποτε άλλα έγγραφα έχουν υποβληθεί στο δικαστήριο ή εκδοθεί από αυτό, τα οποία δεν εμπίπτουν στην παράγραφο 1. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει, παραδείγματος χάριν, τη διάθεση των εν λόγω εγγράφων σε ένα συγκεκριμένο τόπο ή μέσω του αποθετηρίου που αναφέρεται στο άρθρο 5 του παρόντος παραρτήματος.

ΑΡΘΡΟ 2

Το δικαστήριο διεξάγει ακροάσεις ανοικτές στο κοινό και καθορίζει, σε διαβούλευση με τα διάδικα μέρη, τις κατάλληλες υλικοτεχνικές ρυθμίσεις. Ωστόσο, κάθε διάδικο μέρος που προτίθεται να χρησιμοποιήσει σε ακρόαση πληροφορίες που έχουν χαρακτηριστεί ως προστατευόμενες πληροφορίες, ενημερώνει σχετικά το δικαστήριο. Το δικαστήριο λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των πληροφοριών αυτών από τη δημοσιοποίηση.



ΑΡΘΡΟ 3

1.    Το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν διαβουλεύσεων με τα διάδικα μέρη, να επιτρέψει σε πρόσωπο που δεν είναι διάδικο μέρος ούτε μη διάδικο μέρος της συμφωνίας (εφεξής «τρίτο πρόσωπο») να καταθέσει γραπτές παρατηρήσεις προς το δικαστήριο όσον αφορά θέμα που εμπίπτει στο πλαίσιο της διαφοράς.

2.    Τρίτο πρόσωπο που επιθυμεί να υποβάλει παρατηρήσεις υποβάλλει αίτηση στο δικαστήριο και παρέχει γραπτώς τις ακόλουθες πληροφορίες σε μία από τις γλώσσες της διαδικασίας με συνοπτικό τρόπο και εντός του ορίου σελίδων που έχει ενδεχομένως καθορίσει το δικαστήριο:

α)    περιγραφή του τρίτου προσώπου, η οποία περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, την υπαγωγή και το νομικό του καθεστώς (π.χ. εμπορική ένωση ή άλλος μη κυβερνητικός οργανισμός), τους γενικούς στόχους, τη φύση των δραστηριοτήτων του, τυχόν μητρικό οργανισμό, καθώς και κάθε οργανισμό ο οποίος ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα, το τρίτο πρόσωπο·

β)    δημοσιοποίηση οποιασδήποτε σχέσης, άμεσης ή έμμεσης, την οποία έχει το τρίτο πρόσωπο με οποιοδήποτε διάδικο μέρος·

γ)    πληροφορίες σχετικά με οποιαδήποτε κυβέρνηση, πρόσωπο ή οργανισμό που έχει παράσχει τυχόν οικονομική ή άλλη αρωγή κατά την προετοιμασία της υποβολής παρατηρήσεων ή έχει παράσχει σημαντική βοήθεια στο τρίτο πρόσωπο σε κάποιο από τα δύο έτη που προηγούνται της υποβολής της αίτησης από το τρίτο πρόσωπο βάσει του παρόντος άρθρου (π.χ. χρηματοδότηση περίπου 20 τοις εκατό των συνολικών δραστηριοτήτων του ετησίως)·



δ)    περιγραφή της φύσης των συμφερόντων που έχει το τρίτο πρόσωπο στη διαδικασία· και

ε)    προσδιορισμό των συγκεκριμένων πραγματικών ή νομικών ζητημάτων όσον αφορά τη διαδικασία τα οποία επιθυμεί το τρίτο πρόσωπο να εξετάσει με τις γραπτές παρατηρήσεις του.

3.    Κατά τον προσδιορισμό του κατά πόσον πρέπει να επιτραπεί μια τέτοια υποβολή παρατηρήσεων, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, μεταξύ άλλων:

α)    αν το τρίτο πρόσωπο έχει σημαντικό συμφέρον στη διαδικασία· και

β)    τον βαθμό στον οποίο η υποβολή παρατηρήσεων θα βοηθούσε το δικαστήριο στον καθορισμό ενός πραγματικού ή νομικού ζητήματος που σχετίζεται με τη διαδικασία, παρέχοντας μια προοπτική, ιδιαίτερη γνώση ή επίγνωση διαφορετική από εκείνη των διάδικων μερών.

4.    Οι παρατηρήσεις που υποβάλλονται από το τρίτο πρόσωπο:

α)    φέρουν ημερομηνία και την υπογραφή του προσώπου που υποβάλλει τις παρατηρήσεις εξ ονόματος του τρίτου προσώπου·

β)    είναι συνοπτικές και σε καμία περίπτωση εκτενέστερες απ’ όσο επιτρέπεται από το δικαστήριο·

γ)    αποτελούν σαφή δήλωση της θέσης του τρίτου προσώπου επί των ζητημάτων· και

δ)    εξετάζουν μόνο ζητήματα που εμπίπτουν στο πλαίσιο της διαφοράς.



5.    Το δικαστήριο διασφαλίζει ότι οι παρατηρήσεις αυτές δεν διακόπτουν ούτε επιβαρύνουν αδικαιολόγητα τις διαδικασίες, ούτε βλάπτουν άδικα οποιοδήποτε από τα διάδικα μέρη. Το δικαστήριο μπορεί να εγκρίνει κατάλληλες διαδικασίες, όπου είναι αναγκαίο, για να διαχειριστεί πολλαπλές παρατηρήσεις.

6.    Το δικαστήριο διασφαλίζει ότι τα διάδικα μέρη έχουν την εύλογη δυνατότητα να υποβάλλουν τα σχόλιά τους σχετικά με τυχόν παρατηρήσεις από τρίτο πρόσωπο.

ΑΡΘΡΟ 4

1.    Εμπιστευτικές ή προστατευόμενες πληροφορίες, όπως ορίζονται στην παράγραφο 2 και όπως προσδιορίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 3 έως 9, δεν τίθενται στη διάθεση του κοινού.

2.    Οι εμπιστευτικές ή προστατευόμενες πληροφορίες αποτελούνται από:

α)    εμπιστευτικές επιχειρηματικές πληροφορίες·

β)    πληροφορίες που προστατεύονται έναντι της διάθεσής τους στο κοινό σύμφωνα με την παρούσα συμφωνία·

γ)    πληροφορίες οι οποίες προστατεύονται έναντι της διάθεσής τους στο κοινό, στην περίπτωση πληροφοριών του καθού βάσει του δικαίου του καθού και, σε περίπτωση άλλων πληροφοριών, βάσει οποιασδήποτε νομοθεσίας ή κανόνων που έχουν προσδιοριστεί ότι ισχύουν για την δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών από το δικαστήριο.



3.    Όταν έγγραφο άλλο από εντολή ή απόφαση του δικαστηρίου πρόκειται να διατεθεί στο κοινό σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του παρόντος παραρτήματος, το διάδικο μέρος, το μη διάδικο μέρος ή το τρίτο πρόσωπο που υποβάλλει το έγγραφο, κατά τη στιγμή της υποβολής του εγγράφου:

α)    αναφέρει αν υποστηρίζει ότι το έγγραφο περιέχει πληροφορίες οι οποίες πρέπει να προστατευθούν από τη δημοσίευση·

β)    προσδιορίζει σαφώς τις πληροφορίες τη στιγμή της υποβολής τους στο δικαστήριο· και

γ)    αμέσως ή εντός της προθεσμίας που καθορίζεται από το δικαστήριο, υποβάλλει αναδιατυπωμένη έκδοση του εγγράφου η οποία δεν περιέχει τις εν λόγω πληροφορίες.

4.    Όταν έγγραφο άλλο από εντολή ή απόφαση του δικαστηρίου πρόκειται να διατεθεί στο κοινό δυνάμει απόφασης του δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος παραρτήματος, το διάδικο μέρος, το μη διάδικο μέρος ή το τρίτο μέρος που έχει υποβάλει το έγγραφο υποδεικνύει, εντός τριάντα ημερών από την απόφαση του δικαστηρίου για διάθεση του εγγράφου στο κοινό, αν υποστηρίζει ότι το έγγραφο περιέχει πληροφορίες οι οποίες πρέπει να προστατευθούν από τη δημοσίευση και υποβάλλει αναδιατυπωμένη έκδοση του εγγράφου που δεν περιέχει τις εν λόγω πληροφορίες.

5.    Όταν προτείνεται αναδιατύπωση δυνάμει της παραγράφου 4, κάθε διάδικο μέρος άλλο από το πρόσωπο που υπέβαλε το εν λόγω έγγραφο μπορεί να αντιταχθεί στην προτεινόμενη αναδιατύπωση και/ή να προτείνει ότι το έγγραφο πρέπει να αναδιατυπωθεί με διαφορετικό τρόπο. Οποιαδήποτε τέτοια ένσταση ή αντιπρόταση προβάλλεται εντός τριάντα ημερών από τη λήψη της προτεινόμενης αναδιατύπωσης του εγγράφου.



6.    Όταν μια εντολή ή απόφαση του δικαστηρίου πρόκειται να διατεθεί στο κοινό σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του παρόντος παραρτήματος, το δικαστήριο παρέχει σε όλα τα διάδικα μέρη την ευκαιρία να υποβάλουν παρατηρήσεις όσον αφορά το βαθμό στον οποίο το έγγραφο περιέχει πληροφορίες οι οποίες πρέπει να προστατευθούν από τη δημοσίευση και να προτείνουν αναδιατύπωση του εγγράφου για την πρόληψη της δημοσίευσης των εν λόγω πληροφοριών.

7.    Το δικαστήριο αποφαίνεται επί όλων των ζητημάτων που σχετίζονται με την προτεινόμενη αναδιατύπωση των εγγράφων σύμφωνα με τις παραγράφους 3 έως 6, και καθορίζει, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, τον βαθμό στον οποίο θα πρέπει να αναδιατυπωθεί κάθε πληροφορία που περιέχεται σε έγγραφα που πρόκειται να τεθούν στη διάθεση του κοινού.

8.    Εάν το δικαστήριο κρίνει ότι οι πληροφορίες εγγράφου δεν θα πρέπει να αναδιατυπωθούν σύμφωνα με τις παραγράφους 3 έως 6 ή ότι δεν θα πρέπει να εμποδιστεί η διάθεση εγγράφου στο κοινό, οποιοδήποτε διάδικο μέρος, μη διάδικο μέρος ή τρίτο πρόσωπο που υπέβαλε οικειοθελώς το έγγραφο δύναται, εντός τριάντα ημερών από την κρίση του δικαστηρίου:

α)    να αποσύρει το σύνολο ή μέρος του εγγράφου που περιέχει τις εν λόγω πληροφορίες από τον φάκελο της διαδικασίας· ή

β)    να υποβάλει εκ νέου το έγγραφο σε μορφή που να συνάδει με την κρίση του δικαστηρίου.

9.    Κάθε διάδικο μέρος που προτίθεται να χρησιμοποιήσει σε ακρόαση πληροφορίες που υποστηρίζει ότι είναι εμπιστευτικές ή προστατευόμενες ενημερώνει σχετικά το δικαστήριο. Μετά από διαβούλευση με τα διάδικα μέρη, το δικαστήριο αποφασίζει κατά πόσον οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να προστατεύονται και λαμβάνει μέτρα για την πρόληψη της δημοσιοποίησης κάθε προστατευόμενης πληροφορίας σύμφωνα με το άρθρο 2 του παρόντος παραρτήματος.



10.    Πληροφορίες δεν διατίθενται στο κοινό εάν, σε περίπτωση διάθεσής τους στο κοινό, θα έθεταν σε κίνδυνο την ακεραιότητα της διαδικασίας επίλυσης διαφορών όπως καθορίζεται βάσει της παραγράφου 11.

11.    Το δικαστήριο μπορεί, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αίτησης διάδικου μέρους, μετά από διαβούλευση με τα διάδικα μέρη όπου είναι εφικτό, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τον περιορισμό ή την καθυστέρηση της δημοσίευσης πληροφοριών, αν η δημοσίευση αυτή θα έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητα της διαδικασίας επίλυσης διαφορών:

α)    διότι θα μπορούσε να παρεμποδίσει τη συλλογή ή την υποβολή αποδεικτικών στοιχείων· ή

β)    διότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκφοβισμό μαρτύρων, δικηγόρων που ενεργούν για λογαριασμό των διάδικων μερών, ή μελών του δικαστηρίου· ή

γ)    σε συγκριτικά εξαιρετικές περιστάσεις.

ΑΡΘΡΟ 5

Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, μέσω της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το διεθνές εμπορικό δίκαιο (UNCITRAL), ενεργεί ως αποθετήριο και θέτει στη διάθεση του κοινού πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν παράρτημα.



ΑΡΘΡΟ 6

Στις περιπτώσεις που το παρόν παράρτημα προβλέπει ότι το δικαστήριο ενεργεί σύμφωνα με τη διακριτική του ευχέρεια, το δικαστήριο ασκεί την ευχέρεια αυτή, λαμβάνοντας υπόψη:

α)    το δημόσιο συμφέρον για διαφάνεια στην επίλυση επενδυτικών διαφορών βάσει συνθήκης και τη συγκεκριμένη διαδικασία· και

β)    το συμφέρον των διάδικων μερών για δίκαιη και αποτελεσματική διευθέτηση της διαφοράς τους.

________________



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 9

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

Γενικές διατάξεις

1.    Στο Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα Β (Επίλυση διαφορών μεταξύ συμβαλλόμενων μερών) και στο παρόν παράρτημα, νοείται ως:

«σύμβουλος»: το πρόσωπο που προσλαμβάνεται από συμβαλλόμενο μέρος για την παροχή συμβουλών ή συνδρομής προς το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος κατά τη διαδικασία που ακολουθείται στο πλαίσιο της ειδικής ομάδας διαιτησίας·

«διαιτητής»: το μέλος της ειδικής ομάδας διαιτησίας η οποία συγκροτείται βάσει του άρθρου 3.29 (Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας)·

«βοηθός»: το πρόσωπο που, σύμφωνα με τους όρους περί διορισμού διαιτητή, διεξάγει έρευνα ή επικουρεί τον διαιτητή·

«καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος»: το συμβαλλόμενο μέρος που ζητεί τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας σύμφωνα με το άρθρο 3.28 (Έναρξη διαδικασίας διαιτησίας)·

«συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία»: το συμβαλλόμενο μέρος εναντίον του οποίου υπάρχει ισχυρισμός ότι έχει παραβιάσει τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3.25 (Πεδίο εφαρμογής)·



«ειδική ομάδα διαιτησίας»: η ειδική ομάδα που συγκροτείται βάσει του άρθρου 3.29 (Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας)·

«εκπρόσωπος μέρους»: εργαζόμενος ή οποιοδήποτε πρόσωπο διορίζεται από δημόσια υπηρεσία ή οργανισμό ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο φορέα μέρους, προκειμένου να εκπροσωπεί το μέρος σε διαφορά στο πλαίσιο της παρούσας συμφωνίας.

2.    Το παρόν παράρτημα εφαρμόζεται σε διαδικασίες επίλυσης διαφορών σύμφωνα με το Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα Β (Επίλυση διαφορών μεταξύ συμβαλλόμενων μερών), εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.

3.    Το μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία αναλαμβάνει την υλικοτεχνική διαχείριση της διαδικασίας επίλυσης διαφοράς, ιδίως τη διοργάνωση των ακροάσεων, εκτός αν συμφωνηθεί άλλως. Τα συμβαλλόμενα μέρη μοιράζονται εξίσου τις δαπάνες που προέρχονται από οργανωτικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων των διαιτητών.

Κοινοποιήσεις

4.    Τα συμβαλλόμενα μέρη και η ειδική ομάδα διαιτησίας διαβιβάζουν κάθε αίτηση, ανακοίνωση, γραπτή παρατήρηση ή άλλο έγγραφο με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, με αντίγραφο που αποστέλλεται την ίδια ημέρα με φαξ, με συστημένη επιστολή, με υπηρεσίες ταχείας αποστολής, με παράδοση έναντι απόδειξης παραλαβής ή με άλλο τρόπο τηλεπικοινωνίας που παρέχει απόδειξη της αποστολής. Εκτός αν υπάρχουν αποδείξεις για το αντίθετο, ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου θεωρείται ότι έχει παραληφθεί την ίδια ημερομηνία της αποστολής του.



5.    Κάθε συμβαλλόμενο μέρος παρέχει ηλεκτρονικό αντίγραφο των γραπτών παρατηρήσεων του και ενστάσεών του σε κάθε διαιτητή και ταυτόχρονα στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Υποβάλλεται επίσης έντυπο αντίγραφο του εγγράφου.

6.    Όλες οι κοινοποιήσεις απευθύνονται στον διευθυντή της Διεύθυνσης Βόρειας Αμερικής και Ευρώπης του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας της Σινγκαπούρης και στη Γενική Διεύθυνση Εμπορίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ένωσης, αντίστοιχα.

7.    Ήσσονος σημασίας λάθη γραφής σε αίτηση, ανακοίνωση, γραπτή παρατήρηση ή άλλο έγγραφο που αφορά τη διαδικασία της ειδικής ομάδας διαιτησίας μπορεί να διορθώνονται με την παράδοση νέου εγγράφου, στο οποίο αναφέρονται σαφώς οι αλλαγές, εκτός εάν το άλλο συμβαλλόμενο μέρος προβάλει αντιρρήσεις.

8.    Σε περίπτωση που η τελευταία ημέρα για την παράδοση εγγράφου συμπίπτει με επίσημη νόμιμη αργία της Σινγκαπούρης ή της Ένωσης, το έγγραφο παραδίδεται την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

Έναρξη της διαιτησίας

10.    α)    Αν, δυνάμει του άρθρου 3.29 (Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας) ή των κανόνων 22, 24 ή 51 του παρόντος παραρτήματος, οι διαιτητές επιλεγούν με κλήρωση, στην κλήρωση έχουν δικαίωμα να παρευρίσκονται εκπρόσωποι και των δύο συμβαλλόμενων μερών.

β)    Εκτός αν συμφωνήσουν διαφορετικά, τα συμβαλλόμενα μέρη συναντούν την ειδική ομάδα διαιτησίας μέσα σε επτά ημέρες από τη σύστασή της προκειμένου να καθοριστούν ζητήματα που τα συμβαλλόμενα μέρη ή η ειδική ομάδα διαιτησίας θεωρούν κατάλληλα, συμπεριλαμβανομένων των καταβλητέων αμοιβών και εξόδων των διαιτητών. Οι διαιτητές και οι εκπρόσωποι των συμβαλλόμενων μερών μπορούν να συμμετέχουν σ’ αυτή τη συνεδρίαση μέσω τηλεφώνου ή τηλεδιάσκεψης.



11.    α)    αν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμφωνήσουν διαφορετικά εντός επτά ημερών από την ημερομηνία συγκρότησης της ειδικής ομάδας διαιτησίας, η εντολή της ειδικής ομάδας διαιτησίας θα είναι η ακόλουθη:

«να εξετάσει, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές διατάξεις της συμφωνίας, το ζήτημα που αναφέρεται στην αίτηση σύστασης ειδικής ομάδας διαιτησίας η οποία υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 3.28· να αποφανθεί σχετικά με τη συμβατότητα του υπό εξέταση μέτρου με τις διατάξεις του άρθρου 3.25, διατυπώνοντας νομικές εκτιμήσεις και/ή εκτιμήσεις των πραγματικών περιστατικών, καθώς και τη σχετική αιτιολόγηση· και να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με τα άρθρα 3.31 και 3.32».

β)    Σε περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει επί της εντολής της επιτροπής διαιτησίας, θα πρέπει να κοινοποιήσουν αυτήν τη συμφωνία αμέσως στην ειδική ομάδα διαιτησίας.

Αρχικές παρατηρήσεις

12.    Το καταγγέλλον μέρος υποβάλλει τις αρχικές γραπτές του παρατηρήσεις το αργότερο εντός είκοσι ημερών από την ημερομηνία συγκρότησης της ειδικής ομάδας διαιτησίας. Το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία διαβιβάζει τη γραπτή απάντησή του στις παρατηρήσεις το αργότερο εντός είκοσι ημερών από την ημερομηνία διαβίβασης των αρχικών γραπτών παρατηρήσεων.

Εργασίες των ειδικών ομάδων διαιτησίας

13.    Ο πρόεδρος της ειδικής ομάδας διαιτησίας προεδρεύει σε όλες τις συνεδριάσεις της. Η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί να εξουσιοδοτήσει τον πρόεδρο να λαμβάνει διοικητικές και διαδικαστικές αποφάσεις.



14.    Εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα Β (Επίλυση διαφορών μεταξύ συμβαλλόμενων μερών), η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί να διεξάγει τις δραστηριότητές της με κάθε μέσο, μεταξύ άλλων τηλεφωνικώς, με φαξ ή μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή.

15.    Στις συσκέψεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας μπορούν να συμμετέχουν μόνο οι διαιτητές, αλλά η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί να επιτρέψει στους βοηθούς των διαιτητών να παρίστανται στις συσκέψεις της.

16.    Η σύνταξη των αποφάσεων παραμένει αποκλειστική αρμοδιότητα της ειδικής ομάδας διαιτησίας και δεν ανατίθεται σε άλλους.

17.    Όταν προκύπτει διαδικαστική ερώτηση που δεν καλύπτεται από το Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα Β (Επίλυση διαφορών μεταξύ συμβαλλόμενων μερών) και των παραρτημάτων του, η ειδική ομάδα διαιτησίας, έπειτα από διαβούλευση με τα συμβαλλόμενα μέρη, υιοθετεί την κατάλληλη διαδικασία που είναι συμβατή με τις εν λόγω διατάξεις.

18.    Αν η ειδική ομάδα διαιτησίας θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να τροποποιηθεί οποιαδήποτε προθεσμία ισχύει για τη διαδικασία ή να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε άλλη διαδικαστική ή διοικητική προσαρμογή, ενημερώνει γραπτώς τα συμβαλλόμενα μέρη σχετικά με τους λόγους της αλλαγής ή της προσαρμογής, καθώς και σχετικά με την απαιτούμενη προθεσμία ή προσαρμογή.

Αντικατάσταση

19.    Αν ένας διαιτητής αδυνατεί να συμμετέχει στην διαδικασία, αποσυρθεί, ή πρέπει να αντικατασταθεί, επιλέγεται αντικαταστάτης σύμφωνα με το άρθρο 3.29 (Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας).



20.    Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος θεωρεί ότι ένας διαιτητής δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κώδικα δεοντολογίας στο παράρτημα 11 (στο εξής «κώδικας δεοντολογίας») και ότι για τον λόγο αυτό πρέπει να αντικατασταθεί, ειδοποιεί το άλλο συμβαλλόμενο μέρος εντός δεκαπέντε ημερών από τη στιγμή που αντιλήφθηκε τις περιστάσεις που συνιστούν μη συμμόρφωση του διαιτητή με τον κώδικα δεοντολογίας.

21.    Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος θεωρεί ότι ένας διαιτητής, εκτός από τον πρόεδρο, δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κώδικα δεοντολογίας, τα συμβαλλόμενα μέρη προχωρούν σε διαβουλεύσεις και, αν συμφωνήσουν, αντικαθιστούν τον διαιτητή και επιλέγουν αντικαταστάτη σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 3.29 (Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας).

22.    Αν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμφωνούν ως προς την ανάγκη αντικατάστασης ενός διαιτητή, οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει την παραπομπή του ζητήματος στον πρόεδρο της ειδικής ομάδας διαιτησίας, η απόφαση του οποίου είναι οριστική.

Αν, σύμφωνα με το αίτημα αυτό, ο πρόεδρος διαπιστώσει ότι ένας διαιτητής δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κώδικα δεοντολογίας, επιλέγεται νέος διαιτητής.

Το συμβαλλόμενο μέρος που είχε επιλέξει τον διαιτητή ο οποίος πρέπει να αντικατασταθεί, επιλέγει έναν διαιτητή από τα υπόλοιπα πρόσωπα του καταλόγου που έχει καταρτιστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3.44 (Κατάλογοι διαιτητών). Αν το συμβαλλόμενο μέρος δεν επιλέξει διαιτητή εντός πέντε ημερών από τη διαπίστωση του προέδρου της ειδικής ομάδας διαιτησίας, ο πρόεδρος της επιτροπής ή ο εκπρόσωπος του προέδρου επιλέγει έναν διαιτητή με κλήρωση από τα υπόλοιπα πρόσωπα του καταλόγου που έχει καταρτιστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3.44 (Κατάλογοι διαιτητών), εντός δέκα ημερών από τη διαπίστωση του πρόεδρου της ειδικής ομάδας διαιτησίας.



Σε περίπτωση που ο κατάλογος που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3.44 (Κατάλογοι διαιτητών) δεν έχει καταρτιστεί κατά τον χρόνο που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3.29 (Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας), το συμβαλλόμενο μέρος που είχε επιλέξει τον διαιτητή ο οποίος πρέπει να αντικατασταθεί ή, αν το εν λόγω μέρος δεν το πράξει, ο πρόεδρος της επιτροπής ή ο εκπρόσωπος του προέδρου, επιλέγει έναν διαιτητή εντός πέντε ημερών από τη διαπίστωση του προέδρου της ειδικής ομάδας διαιτησίας:

α)    αν το συμβαλλόμενο μέρος δεν προτείνει κάποιο πρόσωπο, από τα υπόλοιπα πρόσωπα που έχει προτείνει το άλλο συμβαλλόμενο μέρος σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3.44 (Κατάλογοι διαιτητών)·

β)    αν τα μέρη δεν συμφωνήσουν σε κατάλογο ονομάτων σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3.44 (Κατάλογοι διαιτητών), από τα πρόσωπα που είχε προτείνει το συμβαλλόμενο μέρος σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3.44 (Κατάλογοι διαιτητών).

23.    Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος θεωρεί ότι ο πρόεδρος της ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κώδικα δεοντολογίας, τα συμβαλλόμενα μέρη προχωρούν σε διαβουλεύσεις και, αν συμφωνήσουν, αντικαθιστούν τον πρόεδρο και επιλέγουν αντικαταστάτη σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 3.29 (Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας).

24.    Αν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμφωνήσουν σχετικά με την ανάγκη να αντικατασταθεί ο πρόεδρος, κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει να παραπεμφθεί το θέμα σε ένα ουδέτερο τρίτο μέρος. Αν τα συμβαλλόμενα μέρη αδυνατούν να συμφωνήσουν σχετικά με ένα ουδέτερο τρίτο μέρος, το εν λόγω θέμα παραπέμπεται σε ένα από τα υπόλοιπα μέλη του καταλόγου ο οποίος αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3.44 (Κατάλογοι διαιτητών). Το όνομά του/της επιλέγεται με κλήρωση από τον πρόεδρο της επιτροπής ή από τον αναπληρωτή του προέδρου. Η απόφαση που λαμβάνει αυτό το πρόσωπο σχετικά με την ανάγκη να αντικατασταθεί ο πρόεδρος είναι οριστική.



Αν αυτό το πρόσωπο αποφασίσει ότι ο αρχικός πρόεδρος δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κώδικα δεοντολογίας, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν με την αντικατάσταση. Αν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμφωνήσουν σχετικά με τον νέο πρόεδρο, ο πρόεδρος της επιτροπής ή ο εκπρόσωπος του προέδρου επιλέγει με κλήρωση από τα υπόλοιπα μέλη του πίνακα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3.44 (Κατάλογοι διαιτητών). Μεταξύ των υπολοίπων μελών του καταλόγου δεν περιλαμβάνεται, ανάλογα με την περίπτωση, το πρόσωπο που αποφάσισε ότι ο αρχικός πρόεδρος δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κώδικα δεοντολογίας. Η επιλογή του νέου προέδρου γίνεται εντός πέντε ημερών από τη διαπίστωση της ανάγκης αντικατάστασης του προέδρου.

25.    Οι εργασίες της ομάδας διαιτησίας αναστέλλονται για την περίοδο που χρειάζεται για να διεξαχθούν οι διαδικασίες που προβλέπονται στους κανόνες 19, 20, 21, 22, 23 και 24 του παρόντος παραρτήματος.

Ακροάσεις

26.    Ο πρόεδρος καθορίζει την ημερομηνία και την ώρα της ακρόασης κατόπιν διαβουλεύσεων με τα συμβαλλόμενα μέρη και τους υπόλοιπους διαιτητές και επιβεβαιώνει τις πληροφορίες αυτές εγγράφως στα συμβαλλόμενα μέρη. Οι πληροφορίες αυτές δημοσιοποιούνται επίσης από το συμβαλλόμενο μέρος που είναι επιφορτισμένο με τα καθήκοντα της διοικητικής μέριμνας της διαδικασίας, εκτός εάν η ακρόαση δεν είναι δημόσια. Η ειδική ομάδα διαιτησίας δύναται να αποφασίσει να μην συγκαλέσει ακρόαση, εκτός εάν κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη διαφωνήσει.

27.    Εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά, η ακρόαση πραγματοποιείται στις Βρυξέλλες όταν το καταγγέλλον μέρος είναι η Σινγκαπούρη και στη Σινγκαπούρη όταν το καταγγέλλον μέρος είναι η Ένωση.

28.    Η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί να πραγματοποιεί επιπλέον ακροάσεις, εφόσον συμφωνούν τα συμβαλλόμενα μέρη.



29.    Όλοι οι διαιτητές είναι παρόντες καθʼ όλη τη διάρκεια των ακροάσεων.

30.    Τα ακόλουθα πρόσωπα μπορούν να παρίστανται στις ακροάσεις, ανεξάρτητα από το αν οι διαδικασίες είναι δημόσιες ή όχι:

α)    εκπρόσωποι των μερών·

β)    σύμβουλοι των μερών·

γ)    διοικητικό προσωπικό, διερμηνείς, μεταφραστές και δημοσιογράφοι δικαστικών θεμάτων· και

δ)    βοηθοί διαιτητών.

Μόνο οι εκπρόσωποι και οι σύμβουλοι των συμβαλλόμενων μερών μπορούν να απευθυνθούν στην ομάδα διαιτησίας.

31.    Το αργότερο πέντε ημέρες πριν από την ημερομηνία της ακρόασης, κάθε συμβαλλόμενο μέρος παραδίδει στην ειδική ομάδα διαιτησίας, και ταυτόχρονα στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος, κατάλογο, αφενός, με τα ονόματα των προσώπων τα οποία θα αναπτύξουν προφορικά επιχειρήματα ή παρατηρήσεις κατά την ακρόαση, εκ μέρους του εν λόγω συμβαλλόμενου μέρους και, αφετέρου, άλλων εκπροσώπων ή συμβούλων, οι οποίοι θα παρευρίσκονται στην ακρόαση.

32.    Οι ακροάσεις των ειδικών ομάδων διαιτησίας είναι δημόσιες, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη αποφασίσουν ότι οι ακροάσεις θα είναι εν μέρει ή εξ ολοκλήρου κλειστές στο κοινό. Όταν οι ακροάσεις είναι δημόσιες, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει διαφορετικά:



α)    πραγματοποιείται δημόσια προβολή μέσω ταυτόχρονης αναμετάδοσης με κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης σε χωριστή αίθουσα προβολής στον χώρο της διαιτησίας·

β)    απαιτείται εγγραφή για την παρακολούθηση της δημόσιας προβολής των ακροάσεων·

γ)    στην αίθουσα προβολής δεν επιτρέπεται η μαγνητοσκόπηση, η μαγνητοφώνηση ή η φωτογράφηση·

δ)    η ειδική ομάδα έχει το δικαίωμα να συγκαλεί συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών για οποιαδήποτε από τις ακροάσεις για την εξέταση θεμάτων σχετικά με οποιεσδήποτε εμπιστευτικές πληροφορίες.

Η ειδική ομάδα διαιτησίας συνέρχεται κεκλεισμένων των θυρών, σε περίπτωση που οι παρατηρήσεις και τα επιχειρήματα ενός εκ των μερών περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες. Κατ’ εξαίρεση, η ειδική ομάδα έχει το δικαίωμα να διεξάγει τις ακροάσεις κεκλεισμένων των θυρών, ανά πάσα στιγμή, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αίτησης ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη.

33.    Η ειδική ομάδα διαιτησίας είναι αρμόδια για τον συντονισμό της ακρόασης, εξασφαλίζοντας τον ίδιο χρόνο για το καταγγέλλον μέρος και για το μέρος κατά του οποίου υποβάλλεται η καταγγελία και τηρώντας την ακόλουθη δομή:

Παρατηρήσεις

α)    υποβολή παρατηρήσεων από το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος·

β)    απάντηση στις παρατηρήσεις από το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία.



Αντικρούσεις

α)    αντίκρουση ισχυρισμών του καταγγέλλοντος συμβαλλόμενου μέρους·

β)    απάντηση στην αντίκρουση ισχυρισμών από το συμβαλλόμενο μέρους κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία.

34.    Η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις σε οποιοδήποτε μέρος ανά πάσα στιγμή κατά την ακρόαση.

35.    Η ειδική ομάδα διαιτησίας μεριμνά για τη σύνταξη πρακτικών για κάθε ακρόαση και για τη διαβίβασή τους στα συμβαλλόμενα μέρη το ταχύτερο δυνατόν.

36.    Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να παραδώσει στην επιτροπή διαιτησίας και ταυτόχρονα στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος συμπληρωματική γραπτή παρατήρηση σχετικά με οποιοδήποτε θέμα που προέκυψε κατά τη διάρκεια της ακρόασης εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της ακρόασης.

Γραπτές ερωτήσεις

37.    Η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί, ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, να απευθύνει ερωτήσεις γραπτώς σε ένα ή και στα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Κάθε μέρος λαμβάνει αντίγραφο των ερωτήσεων που υποβάλλονται από την ειδική ομάδα διαιτησίας.

38.    Κάθε συμβαλλόμενο μέρος παρέχει επίσης αντίγραφο των γραπτών απαντήσεών του στις ερωτήσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας στην επιτροπή διαιτησίας και ταυτόχρονα στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Σε κάθε συμβαλλόμενο μέρος παρέχεται η δυνατότητα να σχολιάσει γραπτώς τις απαντήσεις του άλλου συμβαλλόμενου μέρους εντός πέντε ημερών από την ημερομηνία παραλαβής τους.



Απόρρητο

39.    Τα συμβαλλόμενα μέρη και οι σύμβουλοί τους προστατεύουν το απόρρητο των ακροάσεων της ειδικής ομάδας διαιτησίας, όταν οι ακροάσεις διενεργούνται κεκλεισμένων των θυρών σύμφωνα με τον κανόνα 32 του παρόντος παραρτήματος, των συζητήσεων και της ενδιάμεσης έκθεσης της ειδικής ομάδας, καθώς και όλων των γραπτών παρατηρήσεων προς αυτήν και των ανακοινώσεων της ειδικής ομάδας διαιτησίας. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος και οι σύμβουλοί του μεταχειρίζονται ως εμπιστευτικές τις πληροφορίες που υποβάλλει στην ειδική ομάδα διαιτησίας το άλλο συμβαλλόμενο μέρος και τις οποίες το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος έχει χαρακτηρίσει εμπιστευτικές. Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος έχει υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις στην ειδική ομάδα διαιτησίας που περιλαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες, το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος παρέχει επίσης, κατόπιν αιτήματος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, εντός δεκαπέντε ημερών, μη εμπιστευτική εκδοχή των παρατηρήσεων που μπορεί να γνωστοποιηθεί στο κοινό. Καμία διάταξη του παρόντος παραρτήματος δεν εμποδίζει ένα συμβαλλόμενο μέρος να δημοσιοποιήσει τις δικές του θέσεις, στον βαθμό που, όταν παραπέμπει σε πληροφορίες που υποβλήθηκαν από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, δεν αποκαλύπτει πληροφορίες που έχουν χαρακτηριστεί εμπιστευτικές από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος.

Μονομερείς επαφές

40.    Η ειδική ομάδα διαιτησίας δεν πραγματοποιεί συναντήσεις, ούτε δέχεται σε ακρόαση ή έχει άλλου είδους επαφές με το ένα συμβαλλόμενο μέρος αν δεν παρευρίσκεται και το άλλο συμβαλλόμενο μέρος.

41.    Δεν επιτρέπεται στους διαιτητές να συζητούν πτυχές του αντικειμένου της διαδικασίας με ένα συμβαλλόμενο μέρος ή συμβαλλόμενα μέρη, εν απουσία των άλλων διαιτητών.



Φιλικές παρατηρήσεις

42.    Εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά εντός τριών ημερών από την ημερομηνία συγκρότησης της επιτροπής διαιτησίας, η επιτροπή διαιτησίας μπορεί να λάβει μη ζητηθείσες γραπτές παρατηρήσεις από ενδιαφερόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα των συμβαλλόμενων μερών, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές θα υποβληθούν εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία σύστασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας, ότι είναι συνοπτικές και σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνουν τις 15 δακτυλογραφημένες σελίδες, συμπεριλαμβανομένων τυχόν παραρτημάτων, και ότι συνδέονται άμεσα με τα πραγματικά περιστατικά που εξετάζονται από την ειδική ομάδα διαιτησίας.

43.    Οι παρατηρήσεις περιλαμβάνουν περιγραφή του προσώπου που τις υποβάλλει, φυσικού ή νομικού, συμπεριλαμβανομένης της ιθαγένειας ή του τόπου εγκατάστασης, της φύσης των δραστηριοτήτων του και των χρηματοδοτικών του πηγών, και προσδιορίζουν τη φύση του συμφέροντος που έχει το εν λόγω πρόσωπο στη διαδικασία διαιτησίας. Συντάσσονται στις γλώσσες που επιλέγονται από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με τον κανόνα 46 του παρόντος παραρτήματος.

44.    Η ειδική ομάδα διαιτησίας περιλαμβάνει στην απόφασή της όλες τις παρατηρήσεις που έχει λάβει οι οποίες συμμορφώνονται με τους κανόνες 42 και 43 του παρόντος παραρτήματος. Η ειδική ομάδα διαιτησίας δεν υποχρεούται να εξετάσει στην απόφασή της τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στις εν λόγω παρατηρήσεις. Κάθε παρατήρηση που λαμβάνει η ειδική ομάδα διαιτησίας βάσει του παρόντος παραρτήματος υποβάλλεται στα συμβαλλόμενα μέρη προς διατύπωση σχολίων.

Επείγουσες περιπτώσεις

45.    Σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης που αναφέρονται στο Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα Β (Επίλυση διαφορών μεταξύ συμβαλλόμενων μερών), η ομάδα διαιτησίας, κατόπιν διαβούλευσης με τα συμβαλλόμενα μέρη, προσαρμόζει καταλλήλως τις προθεσμίες που αναφέρονται στο παρόν παράρτημα και ενημερώνει τα συμβαλλόμενα μέρη για τις προσαρμογές αυτές.



Μετάφραση και διερμηνεία

46.    Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 3.26 (Διαβουλεύσεις), και το αργότερο έως τη συνεδρίαση που αναφέρεται στον κανόνα 10 στοιχείο β) του παρόντος παραρτήματος, τα συμβαλλόμενα μέρη προσπαθούν να συμφωνήσουν σχετικά με μια κοινή γλώσσα εργασίας για τις διαδικασίες ενώπιον της ειδικής ομάδας διαιτησίας.

47.    Κάθε συμβαλλόμενο μέρος δύναται να υποβάλει παρατηρήσεις για οποιαδήποτε μετάφραση εγγράφου που συντάσσεται σύμφωνα με το παρόν παράρτημα.

48.    Σε περίπτωση απόκλισης σχετικά με την ερμηνεία της παρούσας συμφωνίας, η ειδική ομάδα διαιτησίας λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις για την παρούσα συμφωνία διεξήχθησαν στα αγγλικά.

Υπολογισμός των προθεσμιών

49.    Εφόσον, λόγω της εφαρμογής του κανόνα 8 του παρόντος παραρτήματος, ένα συμβαλλόμενο μέρος παραλαμβάνει έγγραφο σε ημερομηνία άλλη από την ημερομηνία κατά την οποία το εν λόγω έγγραφο παραλαμβάνεται από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, οποιαδήποτε προθεσμία που υπολογίζεται με βάση την ημερομηνία παραλαβής του εγγράφου αυτού, υπολογίζεται από την τελευταία ημερομηνία παραλαβής του συγκεκριμένου εγγράφου.



Άλλες διαδικασίες

50.    Το παρόν παράρτημα εφαρμόζεται επίσης σε διαδικασίες που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με το άρθρο 3.34 παράγραφος 2 (Εύλογο χρονικό διάστημα για τη συμμόρφωση), το άρθρο 3.35 παράγραφος 2 (Επανεξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας), το άρθρο 3.36 παράγραφος 3 (Προσωρινά μέτρα αποκατάστασης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης), το άρθρο 3.37 παράγραφος 2 (Επανεξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση μετά την εφαρμογή προσωρινών μέτρων αποκατάστασης για τη μη συμμόρφωση). Οι προθεσμίες που καθορίζονται στο παρόν παράρτημα ευθυγραμμίζονται με τις ειδικές προθεσμίες που προβλέπονται για την έγκριση απόφασης από την ομάδα διαιτησίας σε εκείνες τις άλλες διαδικασίες.

51.    Στην περίπτωση που η αρχική ομάδα διαιτησίας ή ορισμένα από τα μέλη της αδυνατούν να συνέλθουν εκ νέου για τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 3.34 παράγραφος 2 (Εύλογο χρονικό διάστημα για τη συμμόρφωση), στο άρθρο 3.35 παράγραφος 2 (Επανεξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας), στο άρθρο 3.36 παράγραφος 3 (Προσωρινά μέτρα αποκατάστασης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης), στο άρθρο 3.37 παράγραφος 2 (Επανεξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση μετά την εφαρμογή προσωρινών μέτρων αποκατάστασης για τη μη συμμόρφωση), ισχύουν οι διαδικασίες που καθορίζονται στο άρθρο 3.29 (Σύσταση της ειδικής ομάδας διαιτησίας). Η προθεσμία για την κοινοποίηση της απόφασης παρατείνεται κατά δεκαπέντε ημέρες.

________________



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 10

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ ΓΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

ΑΡΘΡΟ 1

Στόχοι και πεδίο εφαρμογής

1.    Στόχος του παρόντος παραρτήματος είναι να διευκολύνει την εξεύρεση αμοιβαίως αποδεκτής λύσης μέσω ολοκληρωμένης και μη χρονοβόρου διαδικασίας με τη βοήθεια διαμεσολαβητή.

2.    Το παρόν παράρτημα εφαρμόζεται σε κάθε μέτρο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας και το οποίο επηρεάζει αρνητικά το εμπόριο ή τις επενδύσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά.

ΑΡΘΡΟ 2

Αίτημα για παροχή πληροφοριών

1.    Πριν από την έναρξη της διαδικασίας διαμεσολάβησης, ένα συμβαλλόμενο μέρος μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να ζητήσει γραπτώς πληροφορίες σχετικά με ένα μέτρο το οποίο επηρεάζει αρνητικά το εμπόριο ή τις επενδύσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών. Το συμβαλλόμενο μέρος στο οποίο απευθύνεται το εν λόγω αίτημα παρέχει γραπτή απάντηση εντός είκοσι ημερών.



2.    Όταν το απαντών συμβαλλόμενο μέρος θεωρεί ότι δεν είναι εφικτή η παροχή απάντησης εντός είκοσι ημερών, ενημερώνει το αιτούν συμβαλλόμενο μέρος για τους λόγους της καθυστέρησης, παρέχοντας μια εκτίμηση σχετικά με το συντομότερο χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα μπορέσει να δώσει την απάντησή του.

ΑΡΘΡΟ 3

Έναρξη της διαδικασίας

1.    Ένα συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να υποβάλει, ανά πάσα στιγμή, αίτημα για την έναρξη διαδικασίας διαμεσολάβησης στην οποία θα συμμετάσχουν τα συμβαλλόμενα μέρη. Το αίτημα απευθύνεται γραπτώς στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Το αίτημα είναι αρκούντως αναλυτικό ώστε να παρουσιάζει με σαφήνεια τις ανησυχίες του αιτούντος συμβαλλόμενου μέρους και:

α)    προσδιορίζει το συγκεκριμένο επίμαχο μέτρο·

β)    αναφέρει τις εικαζόμενες δυσμενείς επιπτώσεις τις οποίες το αιτούν συμβαλλόμενο μέρος εκτιμά ότι έχει ή πρόκειται να έχει το μέτρο στο εμπόριο ή τις επενδύσεις μεταξύ των μερών· και

γ)    επεξηγεί τον τρόπο με τον οποίο το αιτούν συμβαλλόμενο μέρος θεωρεί ότι οι επιπτώσεις αυτές συνδέονται με το μέτρο.

2.    Το συμβαλλόμενο μέρος στο οποίο απευθύνεται το αίτημα το εξετάζει ευμενώς και παρέχει γραπτώς θετική ή αρνητική απάντηση εντός δέκα ημερών από την παραλαβή του.



ΑΡΘΡΟ 4

Επιλογή του διαμεσολαβητή

1.    Τα συμβαλλόμενα μέρη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να συμφωνήσουν σε έναν διαμεσολαβητή το αργότερο εντός δεκαπέντε ημερών μετά την παραλαβή της απάντησης στο αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 (Έναρξη της διαδικασίας) του παρόντος παραρτήματος.

2.    Αν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε έναν διαμεσολαβητή εντός της ταχθείσας προθεσμίας, κάθε μέρος μπορεί να ζητήσει από τον πρόεδρο της επιτροπής ή τον εκπρόσωπο του προέδρου να επιλέξει τον διαμεσολαβητή με κλήρωση από τον κατάλογο που θεσπίζεται στο άρθρο 3.44 παράγραφος 2 (Κατάλογοι διαιτητών). Στην κλήρωση έχουν δικαίωμα να παρευρίσκονται εκπρόσωποι και των δύο συμβαλλόμενων μερών.

3.    Ο πρόεδρος της επιτροπής ή ο εκπρόσωπος του προέδρου επιλέγει τον διαμεσολαβητή εντός πέντε εργάσιμων ημερών από το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

4.    Ο διαμεσολαβητής δεν είναι υπήκοος των συμβαλλόμενων μερών, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.

5.    Ο διαμεσολαβητής επικουρεί, κατά αμερόληπτο και διαφανή τρόπο, τα συμβαλλόμενα μέρη ώστε να αποσαφηνίσουν το μέτρο και τις πιθανές αρνητικές του συνέπειες για το εμπόριο και τις επενδύσεις και να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση. Για τους διαμεσολαβητές ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, το παράρτημα 11. Ισχύουν επίσης, τηρουμένων των αναλογιών, οι κανόνες 4 έως 9 και 46 έως 49 του παραρτήματος 9.



ΑΡΘΡΟ 5

Κανόνες της διαδικασίας διαμεσολάβησης

1.    Εντός δέκα ημερών από τον διορισμό του διαμεσολαβητή, το συμβαλλόμενο μέρος που έχει κινήσει τη διαδικασία διαμεσολάβησης υποβάλλει γραπτώς λεπτομερή περιγραφή του προβλήματος στον διαμεσολαβητή και στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος, ιδίως σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του επίμαχου μέτρου και τις αρνητικές του συνέπειες στις επενδύσεις. Εντός είκοσι ημερών από την ημερομηνία παράδοσης αυτής της περιγραφής, το άλλο συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να παράσχει γραπτώς τις παρατηρήσεις του σχετικά με την περιγραφή του προβλήματος. Οποιοδήποτε μέρος μπορεί να συμπεριλάβει στην περιγραφή ή στις παρατηρήσεις του κάθε πληροφορία που κρίνει σχετική.

2.    Ο διαμεσολαβητής μπορεί να αποφασίσει τον καταλληλότερο τρόπο για την αποσαφήνιση του μέτρου και των πιθανών αρνητικών συνεπειών του για τις επενδύσεις. Ειδικότερα, ο διαμεσολαβητής μπορεί να διοργανώνει συναντήσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, να διαβουλεύεται από κοινού ή ξεχωριστά με τα συμβαλλόμενα μέρη, να ζητά βοήθεια ή να διενεργεί διαβουλεύσεις με σχετικούς εμπειρογνώμονες και ενδιαφερόμενους φορείς και να παρέχει κάθε πρόσθετη στήριξη που ζητείται από τα συμβαλλόμενα μέρη. Ωστόσο, προτού ζητήσει βοήθεια ή διενεργήσει διαβουλεύσεις με σχετικούς εμπειρογνώμονες και ενδιαφερόμενους φορείς, ο διαμεσολαβητής διαβουλεύεται με τα συμβαλλόμενα μέρη.

3.    Ο διαμεσολαβητής μπορεί να παρέχει συμβουλές και να προτείνει μια λύση προς εξέταση από τα συμβαλλόμενα μέρη, τα οποία μπορούν να δεχτούν ή να απορρίψουν την προτεινόμενη λύση ή να συμφωνήσουν σε μια διαφορετική λύση. Ωστόσο, ο διαμεσολαβητής δεν εκφέρει γνώμη ούτε σχολιάζει κατά πόσον το επίμαχο μέτρο συνάδει με την παρούσα συμφωνία.

4.    Η διαδικασία λαμβάνει χώρα στο έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους στο οποίο απευθύνεται το αίτημα ή, κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας, σε οποιονδήποτε άλλο τόπο ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο.



5.    Τα συμβαλλόμενα μέρη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση εντός εξήντα ημερών από τον διορισμό του διαμεσολαβητή. Εν αναμονή της τελικής συμφωνίας, τα μέρη μπορούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο προσωρινών λύσεων.

6.    Η λύση μπορεί να εγκριθεί με απόφαση της επιτροπής. Καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη μπορεί να θέσει ως προϋπόθεση για την υλοποίηση της λύσης την ολοκλήρωση των αναγκαίων εσωτερικών διαδικασιών. Οι αμοιβαία αποδεκτές λύσεις δημοσιοποιούνται. Ωστόσο, η έκδοση που διατίθεται στο κοινό μπορεί να μην περιλαμβάνει πληροφορίες τις οποίες ένα συμβαλλόμενο μέρος έχει χαρακτηρίσει εμπιστευτικές.

7.    Η διαδικασία περατώνεται:

α)    με την έγκριση αμοιβαία αποδεκτής λύσης από τα συμβαλλόμενα μέρη, κατά την ημερομηνία της έγκρισης·

β)    με αμοιβαία συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, κατά την ημερομηνία της εν λόγω συμφωνίας·

γ)    με γραπτή δήλωση του διαμεσολαβητή, κατόπιν διαβουλεύσεων με τα συμβαλλόμενα μέρη, ότι περαιτέρω προσπάθειες διαμεσολάβησης δεν θα είχαν αποτέλεσμα, κατά την ημερομηνία της εν λόγω δήλωσης· ή

δ)    με γραπτή δήλωση ενός εκ των συμβαλλόμενων μερών κατόπιν διερεύνησης αμοιβαίως αποδεκτών λύσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας διαμεσολάβησης, και μετά την εξέταση τυχόν συμβουλών και προτεινόμενων λύσεων εκ μέρους του διαμεσολαβητή, κατά την ημερομηνία της εν λόγω δήλωσης.



ΑΡΘΡΟ 6

Υλοποίηση αμοιβαία αποδεκτής λύσης

1.    Όταν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν σε μια λύση, κάθε μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την υλοποίηση της αμοιβαία αποδεκτής λύσης εντός του συμφωνηθέντος χρονικού πλαισίου.

2.    Το υλοποιούν συμβαλλόμενο μέρος ενημερώνει γραπτώς το άλλο συμβαλλόμενο μέρος σχετικά με τυχόν βήματα που έγιναν ή μέτρα που ελήφθησαν για την εφαρμογή της αμοιβαία συμφωνηθείσας λύσης.

3.    Εφόσον το ζητήσουν τα συμβαλλόμενα μέρη, ο διαμεσολαβητής τους χορηγεί, γραπτώς, σχέδιο έκθεσης πραγματικών περιστατικών, στην οποία παρέχεται σύντομη περίληψη: i) του επίμαχου μέτρου σʼ αυτές τις διαδικασίες· ii) των ακολουθούμενων διαδικασιών· και iii) τυχόν αμοιβαία αποδεκτής λύσης που επιτεύχθηκε ως τελική έκβαση των διαδικασιών αυτών, συμπεριλαμβανομένων πιθανών προσωρινών λύσεων. Ο διαμεσολαβητής παρέχει στα συμβαλλόμενα μέρη προθεσμία δεκαπέντε ημερών προκειμένου να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί του σχεδίου έκθεσης. Αφού εξετάσει τις παρατηρήσεις των συμβαλλόμενων μερών που υποβλήθηκαν μέσα σʼ αυτό το χρονικό διάστημα, ο διαμεσολαβητής υποβάλλει γραπτώς στα συμβαλλόμενα μέρη τελική έκθεση των πραγματικών περιστατικών εντός δεκαπέντε ημερών. Η έκθεση πραγματικών περιστατικών δεν περιλαμβάνει ερμηνεία της παρούσας συμφωνίας.

ΑΡΘΡΟ 7

Σχέση με την επίλυση διαφορών

1.    Η διαδικασία διαμεσολάβησης υπόκειται στην επιφύλαξη των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών σύμφωνα με το Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα Β (Επίλυση διαφορών μεταξύ συμβαλλόμενων μερών).



2.    Η διαδικασία διαμεσολάβησης δεν αποσκοπεί στο να χρησιμεύσει ως βάση για τις διαδικασίες επίλυσης διαφορών που προβλέπονται βάσει της παρούσας ή οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας. Ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν βασίζεται ούτε υποβάλλει ως αποδεικτικά στοιχεία σʼ αυτές τις διαδικασίες επίλυσης διαφορών, ούτε η ειδική ομάδα λαμβάνει υπόψη:

α)    τις θέσεις που υιοθετεί το άλλο συμβαλλόμενο μέρος στη διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολάβησης·

β)    το γεγονός ότι το άλλο συμβαλλόμενο μέρος έχει εκφράσει τη βούλησή του να αποδεχθεί λύση για το μέτρο που αποτελεί αντικείμενο της διαμεσολάβησης· ή

γ)    τις συμβουλές ή προτάσεις του διαμεσολαβητή.

3.    Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6 του άρθρου 5 (Κανόνες της διαδικασίας διαμεσολάβησης) του παρόντος παραρτήματος και εκτός εάν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά, όλα τα στάδια της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συμβουλών ή προτεινόμενων λύσεων, έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα. Ωστόσο, οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη μπορεί να δημοσιοποιήσει το γεγονός ότι διενεργείται διαμεσολάβηση.

ΑΡΘΡΟ 8

Προθεσμίες

Όλες οι προθεσμίες που αναφέρονται στο παρόν παράρτημα μπορούν να τροποποιηθούν κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας των μερών.



ΑΡΘΡΟ 9

Έξοδα

1.    Κάθε συμβαλλόμενο μέρος αναλαμβάνει τα έξοδά του τα οποία απορρέουν από τη συμμετοχή του στη διαδικασία διαμεσολάβησης.

2.    Έξοδα που απορρέουν από οργανωτικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων της αμοιβής και των εξόδων του διαμεσολαβητή, βαρύνουν εξίσου τα συμβαλλόμενα μέρη. Η αμοιβή του διαμεσολαβητή πρέπει να είναι σύμφωνη με την προβλεπόμενη στον κανόνα 10 στοιχείο β) του παραρτήματος 9.

ΑΡΘΡΟ 10

Επανεξέταση

Πέντε έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας, τα συμβαλλόμενα μέρη προβαίνουν σε μεταξύ τους διαβουλεύσεις σχετικά με την ανάγκη τροποποίησης της διαδικασίας διαμεσολάβησης με βάση την εμπειρία που έχουν αποκτήσει και την ανάπτυξη αντίστοιχου μηχανισμού στο πλαίσιο του ΠΟΕ.

________________



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 11

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΑΙΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΩΝ

Ορισμοί

1.    Στον παρόντα κώδικα δεοντολογίας, νοείται ως:

«διαιτητής»: το μέλος της ειδικής ομάδας διαιτησίας που συγκροτείται βάσει του άρθρου 3.29 (Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας)·

«υποψήφιος»: το πρόσωπο το όνομα του οποίου περιλαμβάνεται στον κατάλογο διαιτητών που αναφέρεται στο άρθρο 3.44 (Κατάλογοι διαιτητών) και το οποίο εξετάζεται για ενδεχόμενη επιλογή του ως διαιτητή σύμφωνα με το άρθρο 3.29 (Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας)·

«βοηθός»: το πρόσωπο που, σύμφωνα με τους όρους περί διορισμού διαιτητή, διεξάγει έρευνα ή επικουρεί τον διαιτητή·

«διαδικασία»: εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, διαδικασία που διεξάγεται στο πλαίσιο ειδικής ομάδας διαιτησίας σύμφωνα με το Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα Β (Επίλυση διαφορών μεταξύ συμβαλλόμενων μερών)·

«προσωπικό»: πρόσωπα άλλα από τους βοηθούς, τα οποία τελούν υπό τη διοίκηση και τον έλεγχο του διαιτητή.



Υποχρεώσεις όσον αφορά τη διαδικασία

2.    Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, κάθε υποψήφιος και διαιτητής αποφεύγει οποιαδήποτε παρατυπία ή εντύπωση παρατυπίας, είναι ανεξάρτητος και αμερόληπτος, αποφεύγει τις άμεσες ή έμμεσες συγκρούσεις συμφερόντων και τηρεί αυστηρούς κανόνες δεοντολογίας για την εξασφάλιση της ακεραιότητας και της αμεροληψίας στο πλαίσιο του μηχανισμού επίλυσης των διαφορών. Οι διαιτητές δεν λαμβάνουν οδηγίες από οποιονδήποτε οργανισμό ή δημόσια αρχή σχετικά με τα θέματα τα οποία έχουν τεθεί ενώπιον της ειδικής ομάδας. Οι πρώην διαιτητές υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 15, 16, 17 και 18 του παρόντος κώδικα δεοντολογίας.

Υποχρεώσεις γνωστοποίησης

3.    Πριν από την επιβεβαίωση της επιλογής του ως διαιτητή βάσει του Κεφαλαίου Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα Β (Επίλυση διαφορών μεταξύ συμβαλλόμενων μερών), ο υποψήφιος γνωστοποιεί κάθε συμφέρον, σχέση ή ζήτημα που θα μπορούσε να επηρεάσει την ανεξαρτησία ή την αμεροληψία του ή που θα μπορούσε να εγείρει ευλόγως υπόνοια παρατυπίας ή μεροληψίας κατά τη διαδικασία. Για τον σκοπό αυτό, ο υποψήφιος καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να λαμβάνει γνώση της ύπαρξης τέτοιου είδους συμφερόντων, σχέσεων ή ζητημάτων.

4.    Κάθε υποψήφιος ή διαιτητής γνωστοποιεί θέματα σχετικά με πραγματικές ή πιθανές παραβιάσεις του παρόντος κώδικα δεοντολογίας μόνο στην επιτροπή, προς εξέταση από τα συμβαλλόμενα μέρη.



5.    Από τη στιγμή της επιλογής του, ο διαιτητής εξακολουθεί να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να λαμβάνει γνώση τυχόν συμφερόντων, σχέσεων ή ζητημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος κώδικα δεοντολογίας και τα γνωστοποιεί. Η υποχρέωση γνωστοποίησης είναι διαρκές καθήκον, που επιτάσσει στον διαιτητή να γνωστοποιεί οποιαδήποτε τέτοια συμφέροντα, σχέσεις και ζητήματα, τα οποία μπορεί να ανακύψουν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και το νωρίτερο δυνατόν αφού ο διαιτητής λάβει γνώση αυτών. Ο διαιτητής γνωστοποιεί τυχόν συμφέροντα, σχέσεις ή ζητήματα αυτού του είδους ενημερώνοντας εγγράφως την επιτροπή, προς εξέταση από τα συμβαλλόμενα μέρη.

Καθήκοντα διαιτητών

6.    Μετά την επιλογή του ο διαιτητής εκτελεί τα καθήκοντά του ενδελεχώς και δίχως καθυστέρηση καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, με δίκαιο τρόπο και επιμελώς.

7.    Ο διαιτητής εξετάζει μόνο τα θέματα που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία και που είναι απαραίτητα για τη λήψη απόφασης, και δεν αναθέτει σε κανένα άλλο πρόσωπο αυτό το καθήκον.

8.    Ο διαιτητής λαμβάνει όλα τα δέοντα μέτρα για να διασφαλίζεται ότι οι βοηθοί και το προσωπικό του γνωρίζουν και συμμορφώνονται με τις παραγράφους 2, 3, 4, 5, 16, 17 και 18 του παρόντος κώδικα δεοντολογίας.

9.    Ο διαιτητής δεν πραγματοποιεί μονομερείς επαφές σχετικά με τη διαδικασία.

Ανεξαρτησία και αμεροληψία των διαιτητών

10.    Ο διαιτητής πρέπει να είναι ανεξάρτητος και αμερόληπτος, να αποφεύγει τη δημιουργία εντύπωσης παρατυπίας ή μεροληψίας και να μην επηρεάζεται από ίδιο συμφέρον, έξωθεν πιέσεις, πολιτικές πεποιθήσεις, διαμαρτυρίες της κοινής γνώμης, αφοσίωση σε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη ή από τον φόβο της κριτικής.



11.    Ο διαιτητής δεν αναλαμβάνει, άμεσα ή έμμεσα, υποχρεώσεις ούτε δέχεται οφέλη τα οποία θα μπορούσαν με οποιονδήποτε τρόπο να επηρεάσουν, ή να φανεί ότι επηρεάζουν, την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων του.

12.    Ο διαιτητής δεν χρησιμοποιεί τη θέση του στην ειδική ομάδα διαιτησίας για να προωθήσει τυχόν προσωπικά ή ιδιωτικά συμφέροντα και αποφεύγει ενέργειες οι οποίες ενδέχεται να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι τρίτοι είναι σε θέση να τον επηρεάζουν.

13.    Ο διαιτητής δεν επιτρέπει να επηρεάζουν την συμπεριφορά ή την κρίση του οικονομικές, εμπορικές, επαγγελματικές, οικογενειακές ή κοινωνικές σχέσεις ή ευθύνες.

14.    Ο διαιτητής αποφεύγει να συνάπτει οποιαδήποτε σχέση, ή να αποκτά οποιαδήποτε οικονομικά οφέλη, που ενδέχεται να επηρεάσουν την αμεροληψία του ή τα οποία θα μπορούσαν εύλογα να δημιουργήσουν την εντύπωση παρατυπίας ή μεροληψίας.

Υποχρεώσεις πρώην διαιτητών

15.    Όλοι οι πρώην διαιτητές πρέπει να αποφεύγουν ενέργειες που μπορούν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι επέδειξαν μεροληψία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή ότι αποκόμισαν όφελος από την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας.



Απόρρητο

16.    Κανένας διαιτητής ή πρώην διαιτητής και σε καμία χρονική στιγμή δεν αποκαλύπτει ούτε χρησιμοποιεί μη δημόσιες πληροφορίες σχετικά με μία διαδικασία ή που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, παρά μόνο για τους σκοπούς της διαδικασίας αυτής και, ειδικότερα, δεν αποκαλύπτει ούτε χρησιμοποιεί τις πληροφορίες αυτές προκειμένου να αποκτήσει προσωπικό πλεονέκτημα ή πλεονέκτημα για άλλους ή να επηρεάσει το συμφέρον των άλλων.

17.    Ένας διαιτητής δεν αποκαλύπτει απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας ή μέρος αυτής πριν από τη δημοσίευσή της σύμφωνα με το Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα Β (Επίλυση διαφορών μεταξύ συμβαλλόμενων μερών).

18.    Διαιτητής ή πρώην διαιτητής ουδέποτε αποκαλύπτει τις συζητήσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας ή τις απόψεις οποιουδήποτε διαιτητή σχετικά με τις συσκέψεις αυτές.

Έξοδα

19.    Κάθε διαιτητής τηρεί αρχείο και παρέχει τελικό απολογισμό ως προς τον χρόνο που αφιέρωσε στη διαδικασία και τα έξοδά του, καθώς και τον χρόνο και τα έξοδα των βοηθών του.

Διαμεσολαβητές

20.    Οι κανόνες που περιγράφονται στον παρόντα κώδικα δεοντολογίας και που εφαρμόζονται για τους διαιτητές ή πρώην διαιτητές ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, για τους διαμεσολαβητές.

________________



ΣΥΜΦΩΝΙΑ 1

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΥΣ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ ΧΩΡΟΥ Ή ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΥΣΙΚΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ ΣΤΗ ΣΙΝΓΚΑΠΟΥΡΗ

1.    Το άρθρο 2.3 (Εθνική μεταχείριση) δεν εφαρμόζεται για κανένα μέτρο που συνδέεται με τα ακόλουθα:

α)    την παροχή πόσιμου νερού στη Σινγκαπούρη·

β)    την κυριότητα, την αγορά, την ανάπτυξη, τη διοίκηση, τη συντήρηση, τη χρήση, την κάρπωση, την πώληση ή την κατ’ άλλον τρόπο διάθεση οικιστικών ακινήτων 4 ή οποιοδήποτε πρόγραμμα οικισμών κοινωνικού χαρακτήρα στη Σινγκαπούρη.

2.    Τρία έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας και, στη συνέχεια, ανά διετία, εάν εξακολουθεί να ισχύει το πρόσθετο τέλος μεταβίβασης ακινήτων (Αdditional Buyer’s Stamp Duty - ABSD), η επιτροπή θα επανεξετάσει το ζήτημα προκειμένου να κρίνει αν η διατήρηση του ABSD είναι αναγκαία για τη διατήρηση της σταθερότητας της αγοράς οικιστικών ακινήτων. Κατά τις διαβουλεύσεις αυτές, η Σινγκαπούρη θα παρέχει στατιστικά στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της αγοράς οικιστικών ακινήτων.

________________



ΣΥΜΦΩΝΙΑ 2

ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΜΟΙΒΗ ΤΩΝ ΔΙΑΙΤΗΤΩΝ

Όσον αφορά τον κανόνα 10 του παραρτήματος 9, αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη επιβεβαιώνουν την ακόλουθη συμφωνία:

1.    Η αμοιβή και τα έξοδα που καταβάλλονται στους διαιτητές βασίζονται σε πρότυπα συγκρίσιμων διεθνών μηχανισμών επίλυσης διαφορών σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες.

2.    Το ακριβές ποσό της αμοιβής και των εξόδων συμφωνείται από τα συμβαλλόμενα μέρη πριν από τη συνεδρίασή τους με την ειδική ομάδα διαιτησίας σύμφωνα με τον κανόνα 10 του παραρτήματος 9.

3.    Αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη εφαρμόζουν τη συμφωνία αυτή με καλή πίστη, με σκοπό να διευκολύνεται η λειτουργία της ειδικής ομάδας διαιτησίας.

________________

(1)    Land Acquisition Act (νόμος για την απόκτηση γης από αλλοδαπούς) (κεφάλαιο 152) όπως ισχύει κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας.
(2)    Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, το γεγονός και μόνο ότι στο πλαίσιο της σχετικής αντιμετώπισης γίνεται διάκριση μεταξύ επενδύσεων και επενδυτών για λόγους θεμιτών στόχων πολιτικής στο πλαίσιο κρίσης χρέους ή κινδύνου επέλευσης τέτοιας κρίσης δεν συνιστά παραβίαση του άρθρου 2.3 (Εθνική μεταχείριση).
(3)    Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι, εάν το αίτημα αφορά μεταχείριση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μέρος της διαδικασίας διαμεσολάβησης είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και κάθε οικείο κράτος μέλος συμμετέχει πλήρως στη διαδικασία. Εάν το αίτημα αφορά αποκλειστικά μεταχείριση από κράτος μέλος, μέρος της διαδικασίας διαμεσολάβησης είναι το οικείο κράτος μέλος, εκτός εάν αυτό ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση να είναι μέρος.
(4)    Ο όρος «οικιστικά ακίνητα» αναφέρεται σε ακίνητη περιουσία η οποία καλύπτεται από τον ορισμό του κεφαλαίου 274 του νόμου περί ακίνητης περιουσίας κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας.