Στρασβούργο, 13.11.2018

COM(2018) 851 final

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Σχετικά με την πρόοδο της Ρουμανίας στο πλαίσιο του Μηχανισμού Συνεργασίας και Ελέγχου

{SWD(2018) 551 final}


1.    ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τον Ιανουάριο του 2017 η Επιτροπή προέβη σε συνολική αξιολόγηση της προόδου που σημείωσε η Ρουμανία κατά τη διάρκεια των δέκα ετών από τη θέσπιση του μηχανισμού συνεργασίας και ελέγχου (ΜΣΕ) το 2007 1 . Με βάση αυτήν τη μακροπρόθεσμη προοπτική και τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί κατά τη διάρκεια των δέκα ετών έως τον Ιανουάριο του 2017, η Επιτροπή διατύπωσε δώδεκα βασικές συστάσεις οι οποίες, εάν υλοποιηθούν, θα ολοκληρώσουν τη διαδικασία του ΜΣΕ, σύμφωνα με τον στόχο που έθεσε ο Πρόεδρος Juncker για την ολοκλήρωση της διαδικασίας του ΜΣΕ στο πλαίσιο της εντολής της Επιτροπής. Οι συστάσεις του Ιανουαρίου του 2017 θεωρήθηκαν, συνεπώς, επαρκείς για την ολοκλήρωση του ΜΣΕ, εκτός εάν προκύψουν εξελίξεις που αντιστρέφουν σαφώς την πορεία προόδου. Υπογραμμίστηκε επίσης ότι η ταχύτητα της διαδικασίας θα εξαρτηθεί από την ταχύτητα με την οποία η Ρουμανία θα είναι σε θέση να υλοποιήσει τις συστάσεις κατά τρόπο μη αναστρέψιμο. Ειδικότερα, οι συστάσεις επικεντρώθηκαν στην ευθύνη και την απαιτούμενη λογοδοσία των ρουμανικών αρχών και στη δημιουργία εσωτερικών δικλείδων ασφαλείας για την εξασφάλιση μη αναστρέψιμων αποτελεσμάτων, ώστε να αποδεικνύεται ότι τα τρέχοντα έργα θα συνεχιστούν, ακόμη και χωρίς τον ΜΣΕ. Όπως έχει τονίσει το Συμβούλιο, ο ΜΣΕ θα λήξει όταν εκπληρωθούν ικανοποιητικά και τα τέσσερα κριτήρια αναφοράς που ισχύουν για τη Ρουμανία 2 . 

Στην έκθεση του Νοεμβρίου του 2017 3 , η Επιτροπή επισήμανε την επίτευξη προόδου σε ορισμένες συστάσεις της έκθεσης του Ιανουαρίου του 2017, «ιδίως στη σύσταση 8, η οποία έχει εφαρμοστεί με ικανοποιητικό τρόπο, και, με την επιφύλαξη της εφαρμογής στην πράξη, τις συστάσεις 2, 7 και 12. Ενώ σημειωνόταν ικανοποιητική πρόοδος στην υλοποίηση ορισμένων συστάσεων, η δυναμική των μεταρρυθμίσεων χάθηκε συνολικά κατά τη διάρκεια του 2017, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η υλοποίηση των υπολοίπων συστάσεων και να υπάρχει ο κίνδυνος να ανοίξουν εκ νέου θέματα που στην έκθεση του Ιανουαρίου του 2017 είχε θεωρηθεί ότι είχαν κλείσει επιτυχώς. Οι προκλήσεις που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης υπήρξαν επίσης διαρκής πηγή ανησυχίας.» Αυτό διαπιστώνεται και από το Συμβούλιο στα συμπεράσματά του όπου καλεί τη Ρουμανία «να επικεντρώσει τις προσπάθειές της στην περαιτέρω εμπέδωση της προόδου αυτής, να αποφύγει οπισθοδρομήσεις και να ανταποκριθεί πλήρως στις ανησυχίες και όλες τις συστάσεις που διατυπώνει η Επιτροπή στην έκθεσή της.» 4

Στην παρούσα έκθεση παρατίθεται απολογισμός της κατάστασης από τον Νοέμβριο του 2017. Από την έκθεση του Ιανουαρίου του 2017 και έπειτα, η Ρουμανία προέβη σε ενέργειες που ανάγκασαν την Επιτροπή να επανεξετάσει τη βάση της συνολικής της αξιολόγησης, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή της Βενετίας εξέδωσε πρόσφατα δύο γνωμοδοτήσεις σχετικά με τις νομοθετικές αλλαγές στη Ρουμανία. Ως εκ τούτου, πέραν της αξιολόγησης της προόδου που έχει σημειωθεί ως προς τις συστάσεις, στην παρούσα έκθεση επισημαίνονται επίσης οι τομείς στους οποίους οι εξελίξεις έχουν αντιστρέψει την πορεία προόδου σε θέματα που η Επιτροπή έκρινε θετικά τον Ιανουάριο του 2017. Πρόκειται συγκεκριμένα για την πρόοδο ως προς το κριτήριο αναφοράς 1 (Ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και δικαστική μεταρρύθμιση) και το κριτήριο αναφοράς 3 (Αντιμετώπιση της διαφθοράς σε υψηλό επίπεδο). Επομένως, οι δώδεκα συστάσεις της έκθεσης του Ιανουαρίου του 2017 δεν είναι πλέον επαρκείς για την ολοκλήρωση του ΜΣΕ και, για τον σκοπό αυτόν, στην παρούσα έκθεση διατυπώνονται πρόσθετες συστάσεις.

Όπως και τα προηγούμενα έτη, η παρούσα έκθεση είναι το αποτέλεσμα ενδελεχούς διαδικασίας ανάλυσης εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία βασίζεται στη στενή συνεργασία με τα θεσμικά όργανα της Ρουμανίας, καθώς και στη συμβολή της κοινωνίας των πολιτών και άλλων ενδιαφερόμενων φορέων, συμπεριλαμβανομένων και άλλων κρατών μελών.

2.    Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΝ ΓΕΝΕΙ

Στην έκθεση του Ιανουαρίου του 2017, επισημαίνεται ότι υφίστανται κοινωνικοί, νομικοί και πολιτικοί παράγοντες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΜΣΕ και δεν καλύπτονται από τις συστάσεις του, οι οποίοι, ωστόσο, «έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ικανότητα υλοποίησης μεταρρυθμίσεων και ιδίως έχουν καταστήσει δυσκολότερο για τη Ρουμανία να αποδείξει ότι η μεταρρύθμιση αυτή κατοχυρώνεται σε μόνιμη βάση». Μεταξύ των σημείων που επισημαίνονται είναι το γεγονός ότι η νομοθετική πρακτική δεν έχει ακόμη αναπτύξει αρχές για τη βελτίωση της νομοθεσίας, η αντιπαράθεση μεταξύ κρατικών παραγόντων και το δυσμενές περιβάλλον για τα μέσα ενημέρωσης.

Παρά το γεγονός ότι αυτοί οι ευρύτεροι παράγοντες δεν εμπίπτουν στο άμεσο πεδίο εφαρμογής του ΜΣΕ, έχουν σαφείς επιπτώσεις στην πρόοδο της δικαστικής μεταρρύθμισης και την καταπολέμηση της διαφθοράς. Δεν έχει σημειωθεί βελτίωση σε κανέναν από τους εν λόγω παράγοντες από την έκθεση του Ιανουαρίου του 2017 και έπειτα. Νομοθετικές αλλαγές μείζονος σημασίας πραγματοποιήθηκαν εσπευσμένα με διαδικασίες επείγοντος και ελάχιστες διαβουλεύσεις. Εξακολουθούν να παρατηρούνται προσωπικές επιθέσεις στα μέσα ενημέρωσης κατά δικαστών και εισαγγελέων, ενώ οι μηχανισμοί έννομης προστασίας αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Διαφορετικοί κλάδοι του κράτους βρίσκονται σε αντιπαράθεση και εμπλέκονται σε διάφορες δικαστικές υποθέσεις ενώπιον του συνταγματικού δικαστηρίου. Επιπλέον, η κοινωνία των πολιτών η οποία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία μεταρρύθμισης, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, βρίσκεται στο επίκεντρο αυξημένων πιέσεων. Η κατάσταση αυτή έχει προκαλέσει πολλές δημόσιες διαδηλώσεις τις οποίες οι αρχές αντιμετώπισαν με τρόπο που οδηγεί σε περαιτέρω αντιπαράθεση. Παράλληλα, η ελευθερία και ο πλουραλισμός στα μέσα ενημέρωσης συμβάλλει σημαντικά στη λογοδοσία των ιθυνόντων για τις πράξεις τους, για παράδειγμα, με την αποκάλυψη πιθανών υποθέσεων διαφθοράς. Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι η έναρξη ισχύος του γενικού κανονισμού για την προστασία δεδομένων συνεπάγεται την υποχρέωση των κρατών μελών να μεριμνούν για την προστασία της ελευθερίας έκφρασης και πληροφόρησης όσον αφορά τα μέσα ενημέρωσης.

Ένας από τους εν λόγω ευρύτερους παράγοντες είναι οι ισχυρισμοί, που έχουν αποτελέσει αντικείμενο δημόσιων συζητήσεων, περί συστημικής κατάχρησης των συμφωνιών συνεργασίας μεταξύ των δικαστικών θεσμικών οργάνων, ιδίως των εισαγγελικών αρχών, και των ρουμανικών υπηρεσιών πληροφοριών, ιδιαίτερα σε υποθέσεις διαφθοράς. Οι εν λόγω διαβαθμισμένες συμφωνίες αναφέρονται ως η αιτία για τις αιφνίδιες νομοθετικές αλλαγές και την έντονη κριτική εναντίον του δικαστικού σώματος. Η λειτουργία των υπηρεσιών πληροφοριών δεν αποτελεί αρμοδιότητα της ΕΕ και δεν εμπίπτει στα κριτήρια αναφοράς του ΜΣΕ. Είναι αρμοδιότητα των δικαστηρίων να αποφαίνονται κατά πόσον συγκεκριμένες καταγγελίες κατάχρησης είναι δεόντως αιτιολογημένες και απαιτούνται ανοικτές και αμερόληπτες έρευνες για να διαπιστωθεί κατά πόσον υπήρξαν συστημικές αδυναμίες, όπως παράνομη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων ή παράνομη επιρροή σε δικαστικούς, και κατά πόσον χρειάζεται ενίσχυση των υφιστάμενων νομικών εγγυήσεων. Είναι προφανώς σημαντικό να διασφαλιστεί ένα πλαίσιο δέουσας επιτήρησης των υπηρεσιών πληροφοριών, αποτελεσματικής διερεύνησης και τιμωρίας των εγκλημάτων και απόλυτου σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, εντός του οποίου οι πολίτες θα μπορούν να είναι σίγουροι ότι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης προστατεύεται. Η άντληση εμπειρογνωσίας από άλλα κράτη μέλη θα μπορούσε να συμβάλει στη δημιουργία ισχυρότερου συστήματος για μέτρα εποπτείας που θα χρησιμοποιούν οι εισαγγελικές αρχές, καθώς και για τη συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών πληροφοριών και των εισαγγελικών αρχών η οποία είναι απαραίτητη για τη δίωξη σοβαρών εγκλημάτων, όπως η τρομοκρατία και το ηλεκτρονικό έγκλημα.

3.    ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΣΥΣΤΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ EΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΤΟΥ 2017

3.1.    Κριτήριο αναφοράς 1: Ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και δικαστική μεταρρύθμιση

Προτού εξεταστούν οι συγκεκριμένες συστάσεις, στο παρόν τμήμα εξετάζονται οι εξελίξεις σε δύο τομείς λόγω των οποίων η Επιτροπή αναγκάστηκε να επανεξετάσει τη βάση της αξιολόγησης του Ιανουαρίου του 2017.

Νόμοι περί δικαιοσύνης και νομικές εγγυήσεις για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης

Οι τρεις νόμοι περί δικαιοσύνης, του 2004, ρυθμίζουν το καθεστώς των δικαστών και των εισαγγελέων, καθώς και την οργάνωση και τη λειτουργία των δικαστηρίων, των εισαγγελιών και του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Οι νόμοι περί δικαιοσύνης αποτέλεσαν ιδιαίτερα σημαντική βάση για τη θετική αξιολόγηση της Ρουμανίας στο πλαίσιο του ΜΣΕ τον Ιανουάριο του 2017. Στην έκθεση του Νοεμβρίου του 2017, επισημαίνεται ήδη η ανάγκη η κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο της χώρας να εξασφαλίσουν ανοικτή, διαφανή και εποικοδομητική νομοθετική διαδικασία, στην οποία η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και η γνώμη του δικαστικού σώματος θα εκτιμώνται και θα λαμβάνονται δεόντως υπόψη 5 . Στην έκθεση υπενθυμίζεται επίσης η σημασία της αξιοποίησης της γνωμοδότησης της Επιτροπής της Βενετίας ως του καλύτερου δυνατού τρόπου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα της μεταρρύθμισης και η εκπλήρωση των κριτηρίων αναφοράς του ΜΣΕ.

Οι τροποποιημένοι νόμοι περί δικαιοσύνης έχουν πλέον αρχίσει να ισχύουν 6 . Περιέχουν δέσμη μέτρων τα οποία περιορίζουν τις νομικές εγγυήσεις για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και ενδέχεται να υπονομεύουν την ουσιαστική ανεξαρτησία δικαστών και εισαγγελέων και, συνεπώς, την εμπιστοσύνη των πολιτών στο δικαστικό σώμα. Η εν λόγω δέσμη μέτρων έχει προκαλέσει αρνητικές αντιδράσεις από το δικαστικό σώμα και την κοινωνία των πολιτών. Στις κυριότερες προβληματικές διατάξεις περιλαμβάνονται ειδικότερα: η σύσταση εξειδικευμένης εισαγγελικής υπηρεσίας για τη διερεύνηση αδικημάτων που διαπράττονται από δικαστικούς, νέες διατάξεις περί εμπράγματης ευθύνης των δικαστικών για τις αποφάσεις τους, νέο σύστημα πρόωρης συνταξιοδότησης, 7  περιορισμοί της ελευθερίας έκφρασης για τους δικαστικούς 8 και διεύρυνση των λόγων ανάκλησης μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου 9 ., 10  

Καμία από τις προαναφερθείσες αλλαγές δεν βασίζεται σε συστάσεις του ΜΣΕ. Μία ήταν η σύσταση που απαιτούσε συγκεκριμένα νομοθετικές αλλαγές εντός του πεδίου εφαρμογής των νόμων περί δικαιοσύνης και αφορούσε τη διαδικασία διορισμού των ανώτατων εισαγγελέων 11 . Η εν λόγω σύσταση δεν εφαρμόστηκε και οι σωρευτικές επιπτώσεις των νομοθετικών αλλαγών υπονομεύουν τα θεσμικά αντίβαρα που διέπουν την επιχειρησιακή ανεξαρτησία των εισαγγελέων και, ως εκ τούτου, ενισχύουν περαιτέρω τον ρόλο του Υπουργείου Δικαιοσύνης 12 . Οι τροποποιήσεις εγείρουν επίσης ερωτήματα όσον αφορά την ικανότητα των εισαγγελικών αρχών να εξακολουθήσουν να καταπολεμούν τη διαφθορά σε υψηλό επίπεδο με τον ίδιο βαθμό ανεξαρτησίας.

Πολλοί εξωτερικοί παρατηρητές —ιδίως η Επιτροπή της Βενετίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, 13 η ομάδα κρατών κατά της διαφθοράς (GRECO), 14  άλλα κράτη μέλη και διεθνείς εταίροι 15 — έχουν επίσης επισημάνει τον κίνδυνο ότι τα εν λόγω στοιχεία, τόσο μεμονωμένα όσο και από την άποψη των σωρευτικών τους επιπτώσεων, είναι πιθανό να ασκήσουν πιέσεις στους δικαστές και τους εισαγγελείς και, εντέλει, να υπονομεύσουν την ανεξαρτησία, την αποτελεσματικότητα και την ποιότητα του δικαστικού σώματος. 

Στις ανωτέρω αξιολογήσεις υπογραμμίζεται επίσης ότι οι έλεγχοι συνταγματικότητας είναι σημαντικοί, δεν αποτελούν όμως το μόνο ζήτημα που διακυβεύεται, διότι δεν αντικαθιστούν την ανάγκη διεξαγωγής διαλόγου σχετικά με τις επιλογές πολιτικής που διέπουν τις μείζονες αλλαγές.

Η Επιτροπή της Βενετίας εξέδωσε προκαταρκτική γνωμοδότηση τον Ιούλιο, ωστόσο, οι νόμοι δημοσιεύθηκαν ως είχαν. Επιπλέον, η κυβέρνηση εξέδωσε ορισμένα έκτακτα διατάγματα τα οποία ενέτειναν ορισμένα από τα διαπιστωθέντα προβλήματα, επειδή, παραδείγματος χάρη, εδραιώνουν την εξουσία του υπουργού Δικαιοσύνης έναντι των εισαγγελέων, ιδίως με την κίνηση πειθαρχικών διαδικασιών 16 . Η απόφαση της κυβέρνησης, αφενός, να τροποποιήσει τις διατάξεις σύστασης της εξειδικευμένης υπηρεσίας για τη διεξαγωγή ερευνών για δικαστικούς και, αφετέρου, να επιβάλει νέες διαδικασίες για τον τρόπο σύστασης του εν λόγω οργάνου από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, έχει εγείρει περαιτέρω ερωτήματα σχετικά με την ανεξαρτησία της εν λόγω υπηρεσίας 17 . Έχει εγείρει επίσης ερωτήματα σχετικά με την πρόθεση της κυβέρνησης να εφαρμόσει τις συστάσεις της Επιτροπής της Βενετίας μόνον επιλεκτικά. Υπό αυτή την έννοια, πρόκειται για μια χαμένη ευκαιρία.

Απόλυση του προϊστάμενου εισαγγελέα της DNA και πολιτικές πιέσεις στα δικαστικά θεσμικά όργανα

Παράλληλα με τις νομικές τροποποιήσεις, συγκεκριμένες αποφάσεις καθιστούν σαφείς τις συνέπειες της συγκέντρωσης της εξουσίας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Πρώτο σχετικό παράδειγμα αποτελεί η απόλυση του προϊστάμενου εισαγγελέα της Εθνικής Διεύθυνσης Καταπολέμησης της Διαφθοράς (DNA) κατόπιν αιτήματος του υπουργού Δικαιοσύνης. Αρχικά, ο Πρόεδρος της Ρουμανίας απέρριψε την προταθείσα απόλυση, σύμφωνα με την αρνητική γνώμη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Ωστόσο, μια απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου τον Μάιο σχετικά με τη διαδικασία απόλυσης ενίσχυσε την τάση αυξημένης εξουσίας του υπουργού 18 : έπειτα από την εν λόγω απόφαση, ο Πρόεδρος υποχρεώθηκε να υπογράψει το διάταγμα για την εφαρμογή της απόλυσης τον Ιούλιο. Δεύτερο παράδειγμα της συγκέντρωσης εξουσίας στο πρόσωπο του υπουργού Δικαιοσύνης αποτελεί η απόφαση του υπουργού να προτείνει τον διορισμό νέου προϊστάμενου εισαγγελέα της DNA, παρά την αρνητική γνώμη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου σύμφωνα με την οποία ο υποψήφιος δεν πληρούσε πολλά βασικά κριτήρια. Αυτές οι εξελίξεις έχουν επίσης επιπτώσεις στη μη αναστρεψιμότητα της καταπολέμησης της διαφθοράς 19 .

Επιπλέον, παρόμοιες με τη διαδικασία που αφορά τον προϊστάμενο εισαγγελέα της DNA υπήρξαν άλλες ενέργειες εναντίον βασικών δικαστικών θεσμικών οργάνων. Ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο με την περίπτωση απόλυσης του προϊστάμενου εισαγγελέα της DNA, στις 24 Οκτωβρίου ο υπουργός Δικαιοσύνης δρομολόγησε τη διαδικασία απόλυσης του γενικού εισαγγελέα. Νωρίτερα τον Οκτώβριο, η Βουλή των Αντιπροσώπων είχε ήδη παραπέμψει τον γενικό εισαγγελέα στο Συνταγματικό Δικαστήριο, με αντικείμενο τη συμφωνία συνεργασίας με τις υπηρεσίες πληροφοριών. Η κυβέρνηση αποφάσισε επίσης να παραπέμψει το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο στο Συνταγματικό Δικαστήριο 20 . Η ομοιότητα των εν λόγω ενεργειών εναντίον αυτών των βασικών δικαστικών θεσμικών οργάνων έχει σαφείς επιπτώσεις στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.

Ανησυχίες έχουν εκφραστεί και για τις εργασίες της Δικαστικής Επιθεώρησης. Σε διαδοχικές εκθέσεις του ΜΣΕ έως τον Ιανουάριο του 2017, έχει αναγνωριστεί θετικά η πρόοδος ως προς την ανεξαρτησία και τον επαγγελματισμό της Δικαστικής Επιθεώρησης. Έως τον Νοέμβριο του 2017, ωστόσο, διατυπώθηκαν ανησυχίες και επιδεινώθηκαν οι σχέσεις με το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο 21 . Η έκθεση του Νοεμβρίου του 2017 περιλάμβανε συγκεκριμένη μνεία στη Δικαστική Επιθεώρηση από την άποψη της ανάγκης περαιτέρω ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ των δικαστικών θεσμικών οργάνων.

Πλέον έχει αρχίσει να ασκείται σημαντική κριτική κατά της Δικαστικής Επιθεώρησης. Έχουν κινηθεί αρκετές πειθαρχικές έρευνες εναντίον προϊσταμένων βασικών δικαστικών θεσμικών οργάνων 22 . Πολλοί δε από τους εμπλεκόμενους δικαστικούς ήταν επικριτές των εν εξελίξει νομοθετικών διαδικασιών. Σημειωτέον ότι τόσο το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Δικαστών όσο και η Επιτροπή της Βενετίας έχουν τονίσει πόσο σημαντικό είναι οι δικαστές να είναι ελεύθεροι να διατυπώνουν την άποψή τους σε σχετικές δημόσιες συζητήσεις 23 . 24  Επιπλέον, η Δικαστική Επιθεώρηση διεξήγαγε ορισμένους ελέγχους στη Γενική Εισαγγελία και την Εθνική Διεύθυνση Καταπολέμησης της Διαφθοράς. Σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις, δημιουργήθηκε έντονη αντιπαράθεση λόγω πληροφοριών που διέρρευσαν στον Τύπο πριν από την ολοκλήρωση των ελέγχων 25 .

Επιπλέον, το Ανώτατο Συμβούλιο δεν διοργάνωσε διαγωνισμό για τον διορισμό νέας διοίκησης της Δικαστικής Επιθεώρησης, παρόλο που η θητεία της διευθυντικής ομάδας έληξε στα τέλη του Αυγούστου του 2018. Οι ανησυχίες δεν κατευνάστηκαν καθόλου από την απόφαση της κυβέρνησης να επιλύσει την κατάσταση με την έκδοση έκτακτου διατάγματος για τον διορισμό της εν ενεργεία προσωρινής ομάδας, αντί να επιτρέψει στο Ανώτατο Συμβούλιο να επιληφθεί του θέματος 26 .  

Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δεν μπόρεσε να διαδραματίσει τον σημαντικό συνταγματικό του ρόλο, όπως επισημαίνεται στην έκθεση του Ιανουαρίου του 2017, ως αποτελεσματικού θεσμικού αντίβαρου για την προάσπιση της ανεξαρτησίας των δικαστικών θεσμικών οργάνων όταν τους ασκούνται πιέσεις. Οι διχογνωμίες εντός του Συμβουλίου, οι οποίες κατέστησαν σαφείς κατά τη διάρκεια συνεδριάσεων με υπηρεσίες της Επιτροπής, δυσχεραίνουν ολοένα και περισσότερο την αποτελεσματικότητα του Συμβουλίου ως προασπιστή του συστήματος απονομής δικαιοσύνης —ιδίως όταν ζητείται η γνώμη του για θέματα νομοθεσίας— και ως διαχειριστή του συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Ακόμη και όταν το Συμβούλιο διατύπωσε ομόφωνη γνώμη, αυτή αγνοήθηκε σε σημαντικές υποθέσεις 27 . Παρόλο που το 2018 τα δικαστικά θεσμικά όργανα και μεμονωμένοι δικαστές και εισαγγελείς υπέστησαν ιδιαίτερα αυστηρή δημόσια κριτική από κυβερνητικούς και κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους, το Συμβούλιο δεν ήταν πρόθυμο να λάβει αυτεπάγγελτες αποφάσεις για να αντιδράσει σε προσβολές της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος. Αυτό εγκυμονεί τον κίνδυνο οι δικαστικοί να αποτρέπονται από το να διαδραματίζουν τον συνήθη ρόλο τους ως κλάδου του κράτους, όταν τοποθετούνται επί θεμάτων που άπτονται του συστήματος απονομής δικαιοσύνης 28 .  

Ανεξαρτησία της δικαιοσύνης

Σύσταση 1: να τεθεί σε εφαρμογή ένα ισχυρό και ανεξάρτητο σύστημα διορισμού των ανώτερων εισαγγελέων, βάσει σαφών και διαφανών κριτηρίων, με τη στήριξη της Επιτροπής της Βενετίας.

Σύσταση 2: να διασφαλιστεί ότι ο κώδικας δεοντολογίας για τους βουλευτές που εξετάζεται επί του παρόντος στο Κοινοβούλιο περιλαμβάνει σαφείς διατάξεις για τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των θεσμικών οργάνων και να καταστεί σαφές ότι οι βουλευτές και η κοινοβουλευτική διαδικασία πρέπει να σέβονται την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας. Παρόμοιος κώδικας δεοντολογίας θα μπορούσε να θεσπιστεί για τους υπουργούς.

Διορισμοί

Τον Ιανουάριο του 2017, η Επιτροπή επανέλαβε τη σύστασή της για τη θέσπιση συστήματος διαφανών και αξιοκρατικών διορισμών των ανώτατων εισαγγελέων που θα παρέχει επαρκείς εγγυήσεις κατά της πολιτικοποίησης. Σε διαδοχικές εκθέσεις του ΜΣΕ τονίζονται οι αδυναμίες των θεσμικών αντίβαρων στην εν λόγω διαδικασία όσον αφορά τον βαθμό διακριτικής ευχέρειας του υπουργού Δικαιοσύνης κατά την επιλογή υποψηφίων, τον περιορισμένο ρόλο του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου (ΑΔΣ) και το κατά πόσον θα ισχύει η ίδια διαδικασία διορισμού και απόλυσης σε χαμηλότερα επίπεδα διοίκησης των εισαγγελικών αρχών.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου του 2017, επισημαίνεται η έλλειψη προόδου, η οποία, ωστόσο, μπορεί να αντιμετωπιστεί με την ευκαιρία των εν εξελίξει τροποποιήσεων των νόμων περί δικαιοσύνης. Στην έκθεση τονίστηκε επίσης εκ νέου η ανάγκη να ζητηθεί η γνώμη της Επιτροπής της Βενετίας. Οι ρουμανικές αρχές δεν αξιοποίησαν αυτή τη σύσταση, ωστόσο, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης απευθύνθηκε στην Επιτροπή της Βενετίας 29 . Η γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας εφιστά ειδικότερα την προσοχή στην ανάγκη αλλαγών ώστε να εξασφαλίζεται ουδέτερη και αντικειμενική διαδικασία διορισμού και απόλυσης που εξισορροπεί τους ρόλους των διαφόρων θεσμικών οργάνων 30 . Ωστόσο, οι τροποποιήσεις των νόμων περί δικαιοσύνης αποδυναμώνουν τον ρόλο του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου και τον ρόλο του Προέδρου της Ρουμανίας όσον αφορά τη διαδικασία διορισμού ανώτερων εισαγγελέων, ενώ ενισχύουν τον ρόλο του υπουργού Δικαιοσύνης. Αυτή η περαιτέρω συγκέντρωση εξουσίας στο πρόσωπο του υπουργού Δικαιοσύνης αποκλίνει από την εν λόγω σύσταση.

Κώδικες δεοντολογίας

Από την τελευταία έκθεση του ΜΣΕ έως σήμερα, συνεχίζεται να ασκείται κριτική του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και των δικαστικών στα μέσα ενημέρωσης και από κυβερνητικούς και κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους. Καθόλη τη διάρκεια του 2018, ασκήθηκε τακτικά κριτική κατά του συνόλου του δικαστικού σώματος, ιδίως των θεσμικών οργάνων που είναι αρμόδια για υποθέσεις διαφθοράς σε υψηλά επίπεδα, καθώς και κατά μεμονωμένων δικαστικών. Αυτό, αφενός, προφανώς υπονομεύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο δικαστικό σώμα 31  και, αφετέρου, επιβεβαιώνει την ανάγκη λήψης μέτρων για την αποθάρρυνση ανοικτών προκλήσεων που θίγουν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και το κύρος των δικαστικών αποφάσεων. Προσπάθειες αποκατάστασης έγιναν μέσω του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου και μέσω μεμονωμένων δικαστικών που προσέφυγαν για δικές τους υποθέσεις στα δικαστήρια. Η σύσταση του ΜΣΕ για κώδικα δεοντολογίας των βουλευτών αποσκοπούσε στη θεσμική αναγνώριση του προβλήματος και σε διαδικασία λήψης μέτρων για την αντιμετώπισή του.

Η έγκριση κώδικα δεοντολογίας από το Κοινοβούλιο και από την κυβέρνηση αναγνωρίστηκε ως θετικό βήμα στην έκθεση του Νοεμβρίου του 2017. Διατυπώθηκε επίσης η ελπίδα ότι αυτό το βήμα θα συμβάλει πρακτικά στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται, ελλείψει ρητής διάταξης για σεβασμό της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος, ο κώδικας δεν επιτελεί ακόμη αυτή τη λειτουργία. Η Επιτροπή δεν έχει ενημερωθεί για καμία υπόθεση στην οποία κινήθηκαν διαδικασίες στο Κοινοβούλιο έπειτα από δήλωση που θίγει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.

Δικαστική μεταρρύθμιση

Σύσταση 3: η παρούσα φάση της μεταρρύθμισης του ρουμανικού Ποινικού Κώδικα θα πρέπει να ολοκληρωθεί, με την προώθηση από το Κοινοβούλιο των σχεδίων του για έγκριση των τροποποιήσεων που υποβλήθηκαν από την κυβέρνηση το 2016 κατόπιν διαβούλευσης με τις δικαστικές αρχές. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο θα πρέπει να οριστικοποιήσουν ένα σχέδιο δράσης με σκοπό να εξασφαλιστεί ότι η νέα προθεσμία για την εφαρμογή των υπόλοιπων διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μπορεί να τηρηθεί.

Σύσταση 4: προκειμένου να βελτιωθεί περαιτέρω η διαφάνεια και η προβλεψιμότητα της νομοθετικής διαδικασίας και να ενισχυθούν οι εσωτερικές ασφαλιστικές δικλείδες προς το συμφέρον της μη αναστρεψιμότητας, η κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο θα πρέπει να εξασφαλίσουν την πλήρη διαφάνεια και να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες αρχές και τους ενδιαφερόμενους φορείς στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και στη νομοθετική δραστηριότητα όσον αφορά τον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τους νόμους για τη διαφθορά, τους νόμους περί ακεραιότητας (σχετικά με περιπτώσεις ασυμβίβαστου, σύγκρουσης συμφερόντων, μη δικαιολογημένου πλουτισμού), τους νόμους περί δικαιοσύνης (που αφορούν την οργάνωση του δικαστικού συστήματος) και τον Αστικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αντλώντας έμπνευση από τη διαφάνεια στη διαδικασία λήψης αποφάσεων που θεσπίστηκε από την κυβέρνηση το 2016.

Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας

Η σύσταση 3 καλύπτει την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Οι εξελίξεις αποδεικνύουν την έλλειψη σταθερότητας όσον αφορά την εκπόνηση αυτής της βασικής νομοθεσίας. Τον Δεκέμβριο του 2016 ορίστηκε νέα προθεσμία μέχρι τον Ιανουάριο του 2019 για την έναρξη εφαρμογής των υπόλοιπων διατάξεων του εν λόγω Κώδικα. Σύμφωνα με την έκθεση του Νοεμβρίου του 2017, έχουν δρομολογηθεί τα πρώτα μέτρα για να εξασφαλιστεί η αναγκαία υποδομή για το νέο σύστημα. Ωστόσο, τον Ιούνιο το Κοινοβούλιο ενέκρινε τροποποιήσεις με τις οποίες θεσπίζονται ουσιώδεις αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως, μεταξύ άλλων, η κατάργηση του σταδίου του Δικαστικού Συμβουλίου κατά την πολιτική δικονομία. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο προσέφυγε επιτυχώς κατά ορισμένων από τις εν λόγω τροποποιήσεις ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να αναθεωρηθεί ο νόμος στο Κοινοβούλιο και να συνυπολογιστεί δεόντως για αυτή τη διαδικασία ο φόρτος εργασίας του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

Ποινικοί κώδικες

Σύμφωνα με την έκθεση του ΜΣΕ του Νοεμβρίου του 2017, παραμένει σε εκκρεμότητα η σύσταση να ολοκληρωθεί η παρούσα φάση της μεταρρύθμισης των ρουμανικών Ποινικών Κωδίκων. Η σύσταση βασίστηκε στο γεγονός ότι εκπονήθηκαν σταδιακά τροποποιήσεις μέσω διαβουλεύσεων και εξέτασης της ανάγκης προσαρμογής στις πρόσφατες αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου, καθώς και της ανάγκης μεταφοράς οδηγιών της ΕΕ στο εθνικό δίκαιο 32 . Τον Νοέμβριο του 2017 η κυβέρνηση ενέκρινε ένα νομοσχέδιο. Ωστόσο, όταν άρχισε η συζήτηση σε κοινοβουλευτική επιτροπή τον Απρίλιο του 2018, αυτή βασίστηκε σε εξ ολοκλήρου νέα σχέδια και πολυάριθμες τροποποιήσεις. Αυτές λήφθηκαν υπόψη στα τελικά σχέδια που ενέκρινε το Κοινοβούλιο τον Ιούνιο και τον Ιούλιο.

Οι τροποποιήσεις συνιστούν ριζικό μετασχηματισμό των Κωδίκων του 2014, μεταξύ άλλων, όσον αφορά διαδικαστικές πτυχές των ποινικών ερευνών και δικών, καθώς και την ισορροπία μεταξύ δημόσιου συμφέροντος κατά την επιβολή κυρώσεων για εγκλήματα, των δικαιωμάτων των θυμάτων και των δικαιωμάτων των υπόπτων. Επιπλέον, οι τροποποιήσεις συρρικνώνουν την υπόσταση της διαφθοράς ως αδικήματος, γεγονός που —αν επιβεβαιωθεί όταν οι νόμοι επιστρέψουν στο Κοινοβούλιο έπειτα από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου— θα καταστήσει απαραίτητη την επαναξιολόγηση της έως σήμερα επιτευχθείσας προόδου στο πλαίσιο του ΜΣΕ 33 .

Οι τροποποιήσεις δεν έχουν αρχίσει να ισχύουν, διότι αποτελούν αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Τον Οκτώβριο το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι σημαντικός αριθμός των τροποποιήσεων είναι αντισυνταγματικές 34 . Οι εν λόγω τροποποιήσεις δεν έχουν εγείρει μόνο ζητήματα συνταγματικότητας αλλά και πολυάριθμες νομικές ανησυχίες και ανησυχίες πολιτικής, όπως επισημαίνουν οι αρχές επιβολής του νόμου και η κοινωνία των πολιτών της Ρουμανίας, καθώς και πολλοί εταίροι στο εξωτερικό της χώρας 35 . 

Στις 20 Οκτωβρίου η Επιτροπή της Βενετίας εξέδωσε γνωμοδότηση σχετικά με τις τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 36 Τα συμπεράσματα της Επιτροπής της Βενετίας έχουν κρίσιμη σημασία, διότι εφιστούν την προσοχή σε προβλήματα του κράτους δικαίου λόγω ατιμωρησίας εγκλημάτων, στην έλλειψη ποιότητας της νομοθεσίας, όπως επίσης και σε ελλείψεις κατά την εκπόνηση της νομοθεσίας και αποκλίσεις από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, ιδίως στον τομέα της καταπολέμηση της διαφθοράς. Επομένως, η Επιτροπή της Βενετίας συνιστά «οι ρουμανικές αρχές να διεξαγάγουν συνολική επαναξιολόγηση των τροποποιήσεων του ποινικού κώδικα και του κώδικα ποινικής δικονομίας μέσω ολοκληρωμένης και αποτελεσματικής διαδικασίας διαβούλευσης, ώστε να διαμορφωθεί μια εμπεριστατωμένη και συνεπής νομοθετική πρόταση που θα χαίρει ευρείας στήριξης από τη ρουμανική κοινωνία και θα λαμβάνει πλήρως υπόψη τα εφαρμοστέα πρότυπα».

Διαφάνεια και προβλεψιμότητα της νομοθετικής διαδικασίας για τη νομοθεσία σχετικά με τη δικαστική μεταρρύθμιση και την καταπολέμηση της διαφθοράς

Στην έκθεση του Νοεμβρίου του 2017, αναφέρθηκαν οι δυνατότητες της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη συστηματοποίηση, την ενοποίηση και τη διασφάλιση της νομοθετικής σταθερότητας σε θέματα δικαιοσύνης, ώστε να θεσπιστεί προβλέψιμη διαδικασία τροποποίησης, που να εξασφαλίζει διάλογο και δημόσια διαβούλευση.

Η εν λόγω επιτροπή ασχολήθηκε με τις μεταρρυθμίσεις των νόμων περί δικαιοσύνης και των ποινικών κωδίκων. Ορισμένες πτυχές της νομοθετικής διαδικασίας που ακολουθείται στην επιτροπή μπορούν να θεωρηθούν βήματα προόδου σε σύγκριση με το παρελθόν: οι διαβουλεύσεις αναμεταδίδονται, τα σχέδια των κειμένων είναι συνήθως διαθέσιμα και τα δικαστικά θεσμικά όργανα καλούνται να συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις και να παραθέσουν τη γνώμη τους. Ωστόσο, η επιλογή διαδικασιών επείγοντος περιορίζει σημαντικά την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία των εν λόγω βημάτων προόδου. Οι αντικειμενικοί λόγοι για τη χρήση διαδικασιών επείγοντος εξακολουθούν να μην είναι αντιληπτοί ούτως ή άλλως, όπως και η μη επαναξιολόγηση εκ των υστέρων του χαρακτήρα επείγοντος, δεδομένων των αμφιβολιών θεμελιώδους σημασίας που εγείρονται για τα σχέδια. Σχετικές αμφιβολίες εξέφρασαν ρουμανικά θεσμικά όργανα, όπως το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, και εξωτερικοί εταίροι, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και άλλα κράτη μέλη. Η απουσία διαλόγου προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση, δεδομένου ότι, έπειτα από τις εσπευσμένες διαδικασίες της επιτροπής, στα ίδια τα δύο σώματα του Κοινοβουλίου δεν διεξάχθηκε σχεδόν κανένας διάλογος για τα εν λόγω μείζονα θέματα δημόσιας πολιτικής. Ακόμη και όταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία για τους νόμους περί δικαιοσύνης, η κυβέρνηση πραγματοποίησε νέες αλλαγές με έκτακτο διάταγμα τον Οκτώβριο, με ακόμη μικρότερο περιθώριο διαβούλευσης. Αυτή η διαδικασία συνεπάγεται μια τεράστια πρόκληση εφαρμογής για τις δικαστικές αρχές και έναν πραγματικό κίνδυνο για την απονομή δικαιοσύνης, που δεν φαίνεται να συνυπολογίστηκαν κατά τη διαδικασία.

Ορισμένα μέλη του Κοινοβουλίου ισχυρίζονται ότι η νομοθετική διαδικασία είναι διαφανής και λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του δικαστικού σώματος. Είναι γεγονός ότι οι νόμοι πράγματι περιλαμβάνουν τροποποιήσεις τις οποίες πρότειναν μέλη του δικαστικού σώματος. Εντούτοις, αυτό δεν ισχύει στις περισσότερες από τις πλέον αμφιλεγόμενες διατάξεις, οι οποίες ενσωματώθηκαν σε νόμους με καμία σχεδόν εξήγηση του λόγου για τον οποίον δεν έγιναν δεκτές οι απόψεις μελών του δικαστικού σώματος. Η κλίμακα των ερωτημάτων που έχει διατυπώσει το Συνταγματικό Δικαστήριο —σχετικά με ζητήματα συνταγματικότητας και μόνον— αποδεικνύει ακόμη μια φορά την ελλιπή κατάρτιση των προαναφερόμενων τροποποιήσεων και τις συνέπειες της μη αξιοποίησης της εμπειρογνωσίας των βασικών δικαστικών θεσμικών οργάνων. Επιπλέον, όπως επισήμαναν η Επιτροπή της Βενετίας και η GRECO, κατά την πρόβλεψη τόσο θεμελιωδών νομικών αλλαγών, το Κοινοβούλιο θα έπρεπε να διεξαγάγει ουσιαστικό διάλογο για τις ανάγκες της κοινωνίας και τις επιπτώσεις των τροποποιήσεων βάσει ευρέων διαβουλεύσεων. Αυτά είναι ζητήματα δημόσιας πολιτικής και δεν είναι δυνατόν τα ζητήματα συνταγματικότητας που εξετάζονται στο Συνταγματικό Δικαστήριο να θεωρούνται τα μόνα συναφή ερωτήματα. Το γεγονός ότι στη γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας σχετικά με τους νόμους περί δικαιοσύνης διαπιστώνονται τέσσερα μείζονα εκκρεμούντα προβλήματα στους νόμους και οι ανησυχίες για μη συμμόρφωση των τροποποιήσεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με τις νομικές υποχρεώσεις της Ρουμανίας σε επίπεδο ΕΕ και διεθνές επίπεδο, αποδεικνύουν αμφότερα τους κινδύνους που συνεπάγονται οι εσπευσμένες διαδικασίες. Αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει με τη σύσταση.

Σύσταση 5: η κυβέρνηση θα πρέπει να καταρτίσει κατάλληλο σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση του ζητήματος της εφαρμογής των δικαστικών αποφάσεων και της εφαρμογής της νομολογίας των δικαστηρίων από τη δημόσια διοίκηση, συμπεριλαμβανομένου ενός μηχανισμού για την παροχή επακριβών στατιστικών στοιχείων, ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση στο μέλλον. Θα πρέπει επίσης να αναπτύξει ένα σύστημα εσωτερικού ελέγχου, με τη συμμετοχή του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή υλοποίηση του σχεδίου δράσης.

Σύσταση 6: οι στρατηγικοί υπεύθυνοι της δικαστικής διαχείρισης, δηλ. ο Υπουργός Δικαιοσύνης, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο και ο Γενικός Εισαγγελέας θα πρέπει να διασφαλίσουν την υλοποίηση του σχεδίου δράσης όπως έχει εγκριθεί και να υποβάλλουν τακτικά από κοινού δημόσιες εκθέσεις σχετικά με την υλοποίησή του, συμπεριλαμβανομένων λύσεων για τα θέματα των ελλείψεων των δικαστικών υπαλλήλων, του υπερβολικού φόρτου εργασίας και των καθυστερήσεων στην αιτιολόγηση των αποφάσεων.

Σεβασμός των δικαστικών αποφάσεων

Ο σεβασμός και η εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της αποτελεσματικότητας του συστήματος απονομής δικαιοσύνης όπως ορίζεται στο κριτήριο αναφοράς 1 37 . Έπειτα από καταδικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 2016, η Ρουμανία πρότεινε στην Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σχέδιο δράσης για να αντιμετωπιστούν τα διαρθρωτικά προβλήματα της μη εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων σε βάρος του δημοσίου 38 . Το εν λόγω σχέδιο δράσης και τα πρόσθετα απαιτούμενα μέτρα από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν άμεση συνάφεια για την εφαρμογή της παρούσας σύστασης.

Έχουν δρομολογηθεί μέτρα για να επιτευχθεί πρόοδος ως προς το σχέδιο δράσης και τον Σεπτέμβριο υποβλήθηκε στην κυβέρνηση κατάλογος μέτρων προς λήψη. Στις προτάσεις περιλαμβάνονται τροποποιήσεις του νομικού πλαισίου ώστε να εξασφαλίζεται έγκαιρη εκτέλεση, καθώς και ένας μηχανισμός επιτήρησης και πρόληψης της εκπρόθεσμης εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων για στις οποίες το δημόσιο είναι οφειλέτης. Επί του παρόντος, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο προχωρούν στη δημιουργία μητρώου ΤΠ δικαστικών αποφάσεων στις οποίες το δημόσιο είναι οφειλέτης ή πιστωτής 39 .

Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις του συστήματος απονομής δικαιοσύνης

Σύμφωνα με την έκθεση του Νοεμβρίου του 2017, το ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης που εγκρίθηκε το 2016 40 , το οποίο προβλέπει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προς υλοποίηση έως το 2020 για την ανάπτυξη του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, έχει δρομολογηθεί και αναμένεται να αποτελέσει εργαλείο με το οποίο θα επέλθουν σημαντικά οφέλη για τους χρήστες του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και θα βελτιωθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών. Το εν λόγω σχέδιο δράσης καταρτίστηκε και προσαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του 2018 και έχει λάβει χρηματοδοτική στήριξη από διαρθρωτικά κονδύλια της ΕΕ, 41  σύμφωνα με τις κατευθύνσεις των συνεδριάσεων του Συμβουλίου Στρατηγικής Διαχείρισης. Το σχέδιο επίσης καλύπτει θέματα όπως η σύσταση μόνιμου μηχανισμού διαλόγου μεταξύ των εκπροσώπων των τριών εξουσιών και ο εκσυγχρονισμός του συστήματος ΤΠ όσον αφορά την προστασία δεδομένων.

Εντούτοις, το Συμβούλιο Στρατηγικής Διαχείρισης δεν έχει αναδειχθεί σε φόρουμ που είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μείζονα στρατηγικά ερωτήματα σχετικά το σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Για παράδειγμα, δεν φαίνεται να διαδραμάτισε κανέναν ρόλο στις συζητήσεις σχετικά με τις αλλαγές των νόμων περί δικαιοσύνης και του Αστικού και του Ποινικού Κώδικα, οι οποίες θα έχουν ουσιώδεις συνέπειες για τη λειτουργία και την οργάνωση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Όπως επισημαίνεται ανωτέρω, η εφαρμογή των νόμων περί δικαιοσύνης πραγματοποιήθηκε μέσω μονομερών έκτακτων διαταγμάτων και όχι μέσω συναινετικών αποφάσεων από τους στρατηγικούς υπεύθυνους της δικαστικής διαχείρισης. 42  

Σύσταση 7: το νέο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο θα πρέπει να καταρτίσει ένα συλλογικό πρόγραμμα για τη θητεία του, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για την προαγωγή της διαφάνειας και της λογοδοσίας. Θα πρέπει να περιλαμβάνει μια στρατηγική για τις δραστηριότητες προβολής, με τακτικές ανοικτές συνεδριάσεις με συνελεύσεις δικαστών και εισαγγελέων σε όλα τα επίπεδα, καθώς και με την κοινωνία των πολιτών και επαγγελματικές οργανώσεις, καθώς και ετήσια έκθεση προς συζήτηση σε γενικές συνελεύσεις δικαστών και εισαγγελέων.

Διαφάνεια και υποχρέωση λογοδοσίας του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου 

Όπως επισημαίνεται στην έκθεση του Νοεμβρίου του 2017, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο όρισε τις προτεραιότητές του για τη θητεία του (2017-2022), οι οποίες αποτελούν ένα πρώτο βήμα για να προωθηθεί η υποχρέωση λογοδοσίας του εν λόγω οργάνου. Στην έκθεση αναφέρεται επίσης ότι το Συμβούλιο, παρά τις δύσκολες συνθήκες που είχε να αντιμετωπίσει, κατόρθωσε να λάβει δύσκολες αποφάσεις, παραδείγματος χάρη, απορρίπτοντας προτεινόμενες τροποποιήσεις των νόμων περί δικαιοσύνης. Η έκθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «το Συμβούλιο θα πρέπει να συνεχίσει το έργο του όσον αφορά την προστασία της φήμης του δικαστικού σώματος με συνεπή και αποτελεσματικό τρόπο, και να συμβάλει σε εποικοδομητικό και διαφανή διάλογο με την κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο».

Έκτοτε, οι συνθήκες δυσχεραίνουν ολοένα και περισσότερο τις προσπάθειες του Συμβουλίου να διατηρήσει την προσέγγιση που προβλέπεται στις προτεραιότητές του, καθώς μια σειρά γνωμοδοτήσεών του δεν έγιναν δεκτές από την κυβέρνηση 43 . Επικράτησε διχογνωμία εντός του Συμβουλίου όσον αφορά τη συνέχεια που έπρεπε να δοθεί στις συστάσεις της Επιτροπής της Βενετίας και της GRECO σχετικά με τους νόμους περί δικαιοσύνης, ακόμη και σε τομείς περισσότερο διοικητικού χαρακτήρα, όπως η ανάλυση των επιπτώσεων των τροποποιήσεων π.χ. του συστήματος πρόωρης συνταξιοδότησης και της καθυστερημένης εισόδου στο επάγγελμα.

Όσον αφορά τις τροποποιήσεις των Ποινικών Κωδικών, ζητήθηκε από το Συμβούλιο να διατυπώσει την άποψή του 44 . Αυτό προέβη σε διαβουλεύσεις με όλα τα δικαστήρια και τις εισαγγελίες και κοινοποίησε μια συνοπτική άποψη στην κοινοβουλευτική επιτροπή. Μέλη του Συμβουλίου συμμετείχαν στις συζητήσεις εντός του Κοινοβουλίου, προτείνοντας διορθώσεις και παρατηρήσεις. Ωστόσο, μετά την έγκριση των νόμων από το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο δεν γνωμοδότησε για τις αλλαγές, ούτε πραγματοποίησε ανάλυση επιπτώσεων των τροποποιήσεων στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης.

Στην έκθεση του Ιανουαρίου του 2017, επισημαίνεται ειδικότερα πόσο σημαντικό είναι το Συμβούλιο να υποβάλλει δημόσιες εκθέσεις σχετικά με μέτρα που έχει λάβει για την προάσπιση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, καθώς και την προστασία της φήμης, της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστικών. Ωστόσο, το Συμβούλιο δεν κατόρθωσε να διατυπώσει ισχυρή άποψη στον εν λόγω τομέα, παρά την εν γένει άσκηση δημόσιας κριτικής κατά του δικαστικού σώματος και των δικαστικών θεσμικών οργάνων.

Τον Ιανουάριο του 2017, η Επιτροπή έκρινε ότι είχε σημειωθεί «σημαντική πρόοδος» ως προς το κριτήριο αναφοράς 1. Με βάση την κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί ως προς τη σύσταση 5 (εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων), η Ρουμανία έχει λάβει άλλα μέτρα τα οποία έχουν αντιστρέψει ή υπονομεύσει την επιτευχθείσα πρόοδο. Δεν εφαρμόστηκαν οι συστάσεις 1, 3 και 4. Δεν σημειώθηκε καμία πρόοδος προς την επίτευξη ουσιαστικών αποτελεσμάτων για τις συστάσεις 2, 6 και 7. Γενικότερα, οι νομοθετικές αλλαγές που υπονομεύουν τις εγγυήσεις για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και συμβάλλουν στη συγκέντρωση περισσότερης εξουσίας στο πρόσωπο του υπουργού Δικαιοσύνης, καθώς και μια δέσμη μέτρων που ασκούν πιέσεις σε βασικά δικαστικά θεσμικά όργανα, αποτελούν οπισθοδρόμηση εκ μέρους των ρουμανικών αρχών σε σύγκριση με τη βάση της αξιολόγησης του Ιανουαρίου του 2017. Οι εν εξελίξει τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ενέχουν επίσης σοβαρούς κινδύνους οπισθοδρόμησης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι το κριτήριο αναφοράς 1 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται και ότι, προκειμένου να επιτευχθεί ο εν λόγω στόχος, απαιτούνται πρόσθετες συστάσεις, όπως προβλέπεται στα συμπεράσματα της παρούσας έκθεσης.

3.2.    Κριτήριο αναφοράς 2: Το πλαίσιο ακεραιότητας και η Εθνική Υπηρεσία Ακεραιότητας

Σύσταση 8: να διασφαλιστεί η έναρξη λειτουργίας του συστήματος PREVENT. Η Εθνική Υπηρεσία Ακεραιότητας και η Εθνική Υπηρεσία Δημοσίων Συμβάσεων θα πρέπει να θεσπίσουν την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τον εκ των προτέρων έλεγχο των διαδικασιών δημοσίων συμβάσεων και την παρακολούθησή τους, συμπεριλαμβανομένων των εκ των υστέρων ελέγχων, καθώς και με περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων ή διαφθοράς, και να διοργανώνουν δημόσιες συζητήσεις, ώστε η Κυβέρνηση, οι τοπικές αρχές, ο δικαστικός κλάδος και η κοινωνία των πολιτών να καλούνται να απαντήσουν.

Σύσταση 9: το Κοινοβούλιο θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από διαφάνεια κατά τη λήψη των αποφάσεών του όσον αφορά τη συνέχεια που θα δοθεί στις οριστικές και αμετάκλητες αποφάσεις περί ασυμβίβαστου, σύγκρουσης συμφερόντων και αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά των μελών του.

Το σύστημα PREVENT

Το σύστημα PREVENT αποσκοπεί στην πρόληψη συγκρούσεων συμφερόντων κατά τις διαδικασίες δημοσίων συμβάσεων, με τη δημιουργία ενός μηχανισμού εκ των προτέρων επαλήθευσης και επιτρέποντας στις αναθέτουσες αρχές να διορθώνουν πιθανά προβλήματα πριν από την ανάθεση της σύμβασης. Το σύστημα έχει πλέον τεθεί σε πλήρη λειτουργία και η Εθνική Υπηρεσία Ακεραιότητας αναφέρει θετικά αποτελέσματα 45 . Πέρα από την κοινοποίηση προειδοποιήσεων, το σύστημα PREVENT έχει επίσης συμβάλει στην ευαισθητοποίηση των αναθετουσών αρχών. Σε γενικές γραμμές, φαίνεται ότι η προληπτική προσέγγιση κερδίζει έδαφος, ενώ η αξία αυτής της προσέγγισης αποδεικνύεται από την προθυμία της μεγάλης πλειονότητας των αναθετουσών αρχών να αίρουν πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων πριν από την υπογραφή συμβάσεων. Έχει θεσπιστεί νομοθετική αλλαγή με την οποία καθιερώνεται η δυνατότητα επιβολής προστίμου σε αναθέτουσα αρχή εάν αυτή δεν ανταποκριθεί σε προειδοποιήσεις του συστήματος PREVENT, ωστόσο, η προστιθέμενη αξία αυτής της νομοθετικής αλλαγής δεν είναι σαφής 46 .

Γενικότερα, η Υπηρεσία σημείωσε σταθερές επιδόσεις όσον αφορά τις έρευνες περί ασυμβίβαστου και διοικητικών συγκρούσεων συμφερόντων 47 . Ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται προκλήσεις για τη σταθερότητα του νομικού πλαισίου που σχετίζεται με την ακεραιότητα. Τον Ιούλιο εγκρίθηκαν δύο νομοθετικές προτάσεις από το Κοινοβούλιο, παρά την αρνητική γνωμοδότηση της Εθνικής Υπηρεσίας Ακεραιότητας. Με την πρώτη πρόταση προβλέπεται τριετής προθεσμία παραγραφής πράξεων βάσει των οποίων καθορίζεται η ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων ή ασυμβίβαστου 48 . Με τη δεύτερη πρόταση τροποποιείται το καθεστώς επιβολής κυρώσεων όσον αφορά τις περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων για τους αιρετούς εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης 49 . Αμφότερες οι προτάσεις έχουν αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου 50 . Εκκρεμεί η έγκριση και άλλων προτάσεων από το Κοινοβούλιο.

Μία ακόμη πρόκληση σχετίζεται με τους οικονομικούς πόρους της Εθνικής Υπηρεσίας Ακεραιότητας. Έπειτα από δραστική μείωση του προϋπολογισμού της το 2017, η Εθνική Υπηρεσία Ακεραιότητας αντιμετωπίζει περαιτέρω περικοπές, διακινδυνεύοντας με αυτόν τον τρόπο οικονομικό κώλυμα στην καταβολή των μισθών των υπαλλήλων και των αμοιβών των αναδόχων 51 . Είναι απαραίτητο η Υπηρεσία να διαθέτει τους απαιτούμενους πόρους ώστε να εκπληρώνει τα καθήκοντά της σύμφωνα με το κριτήριο αναφοράς 2.

Εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που αφορούν μέλη του Κοινοβουλίου

Σε παλαιότερες εκθέσεις του ΜΣΕ επισημαίνονται καθυστερήσεις και έλλειψη συνοχής κατά την επιβολή κυρώσεων σε μέλη του Κοινοβουλίου για τα οποία διαπιστώθηκε ασυμβίβαστο ή σύγκρουση συμφερόντων έπειτα από οριστική δικαστική απόφαση κατόπιν εκθέσεως της Υπηρεσίας. Η Επιτροπή είχε συστήσει, ως εκ τούτου, περισσότερη διαφάνεια στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και παρουσίασε ορισμένες συγκεκριμένες προτάσεις για τον σκοπό αυτόν στην έκθεση του Νοεμβρίου του 2017. Από τον Οκτώβριο του 2016 και έπειτα, έχουν εκδοθεί πέντε οριστικές και αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις κατά μελών του Κοινοβουλίου. Σε δύο υποθέσεις, καθώς και σε δύο άλλες υποθέσεις σχετικές με τις εκλογές του Δεκεμβρίου του 2016 52 , το Κοινοβούλιο απηύθυνε επιστολή προς την Εθνική Υπηρεσία Ακεραιότητας στην οποία δήλωνε ότι δεν θα επιβαλλόταν καμία πειθαρχική ποινή 53 . Το Κοινοβούλιο δεν έχει προς το παρόν προβεί σε καμία ενέργεια όσον αφορά τις άλλες υποθέσεις. Παρά το γεγονός ότι επιστολές όπως η προαναφερόμενη αποτελούν βήμα προόδου ως προς τη διαφάνεια, το σκεπτικό του Κοινοβουλίου ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας νομικών κενών όσον αφορά τον αποτρεπτικό χαρακτήρα των κυρώσεων. Το σκεπτικό ήταν ότι δεν ελήφθη καμία δράση, επειδή η υπό εξέταση υπόθεση ακεραιότητας προέκυψε σε παλαιότερη θητεία ή θέση. Αυτή δεν είναι η έως τώρα εφαρμοζόμενη ερμηνεία από τα δικαστήρια ή άλλα δημόσια θεσμικά όργανα. Επομένως, καθίσταται σαφής η ανάγκη αποσαφήνισης των κανόνων περί ασυμβίβαστου και σύγκρουσης συμφερόντων κατά τρόπο που πληροί το κριτήριο αναφοράς του ΜΣΕ για την εξασφάλιση «δεσμευτικών αποφάσεων βάσει των οποίων μπορούν να επιβληθούν αποτρεπτικές κυρώσεις».

Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι έμεινε στάσιμη η σημαντική πρόοδος που επιτεύχθηκε στο πλαίσιο του κριτηρίου αναφοράς 2 τον Νοέμβριο του 2017. Η σύσταση 8 εκπληρώνεται στον βαθμό που το σύστημα PREVENT εδραιώνεται ως αποτελεσματικό εργαλείο πρόληψης. Για την επίτευξη προόδου ως προς τη σύσταση 9 απαιτείται η διευθέτηση της υφιστάμενης έλλειψης σαφήνειας των κανόνων.

3.3    Κριτήριο αναφοράς 3: Αντιμετώπιση της διαφθοράς σε υψηλό επίπεδο

Βιωσιμότητα της Εθνικής Διεύθυνσης Καταπολέμησης της Διαφθοράς και μη αναστρεψιμότητα της καταπολέμησης της διαφθοράς

Στην έκθεση του Ιανουαρίου του 2017, αναγνωρίστηκε η σημαντική πρόοδος που σημειώθηκε στον τομέα της καταπολέμησης της διαφθοράς σε υψηλό επίπεδο. Υπογραμμίστηκε επίσης ότι, τόσο η αποδυνάμωση ή η συρρίκνωση της υπόστασης της διαφθοράς ως αδικήματος, όσο και μείζονες προκλήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία και την αποτελεσματικότητα της εισαγγελίας καταπολέμησης της διαφθοράς, θα αποτελούσαν οπισθοδρόμηση. Λόγω των εξελίξεων από την έκθεση του ΜΣΕ του Νοεμβρίου του 2017 και έπειτα, η Επιτροπή αναγκάστηκε να επανεξετάσει την αξιολόγησή της. Η τάση άσκησης πίεσης σε βασικά θεσμικά όργανα καταπολέμησης της διαφθοράς συνέβαλε στη δημιουργία αυξανόμενων ανησυχιών για το κατά πόσον τα εν λόγω όργανα εξακολουθούν να μπορούν να επιτυγχάνουν αποτελέσματα και, κατά συνέπεια, για τη μη αναστρεψιμότητα της καταπολέμησης της διαφθοράς.

Η Εθνική Διεύθυνση Καταπολέμησης της Διαφθοράς (DNA) έχει δεχθεί έντονες πιέσεις που είναι πιθανό να υπονομεύσουν την ανεξαρτησία της. Πέρα από την άσκηση αιχμηρής κριτικής εκ μέρους υψηλόβαθμων πολιτικών δημοσίως και στα μέσα ενημέρωσης, μείζονες αμφιβολίες για τη διαδικασία εγείρει το γεγονός ότι, τόσο με την απόλυση του εν ενεργεία προϊστάμενου εισαγγελέα της DNA όσο και με τον προτεινόμενο διορισμό νέου προϊστάμενου εισαγγελέα της DNA, αγνοήθηκε η αρνητική γνωμοδότηση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου (βλέπε ανωτέρω). Επιπλέον, ο υπουργός Δικαιοσύνης έχει δρομολογήσει διαδικασίες για τον διορισμό νέων αναπληρωτών και προϊσταμένων τμημάτων ακολουθώντας την ίδια διαδικασία. Οι τροποποιημένο νόμοι περί δικαιοσύνης δημιουργούν επίσης πιθανές δυσκολίες υπό την έννοια ότι μέλη του προσωπικού ενδέχεται να χρειαστεί να απομακρυνθούν από την DNA. Τον Οκτώβριο η κυβέρνηση εξέδωσε νέο έκτακτο διάταγμα με το οποίο θα τροποποιηθούν οι απαιτήσεις προϋπηρεσίας για τους εισαγγελείς της DNA, γεγονός που ενδέχεται να έχει περαιτέρω αρνητικές επιπτώσεις στην επιχειρησιακή ικανότητα της DNA.

Η άσκηση πίεσης έχει πλέον επεκταθεί στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, ιδίως στους δικαστές ποινικών υποθέσεων. Όπως αναφέρεται ανωτέρω, η κυβέρνηση έχει παραπέμψει το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Επιπροσθέτως αυτής της πίεσης, το δικαστικό σύστημα δέχεται πίεση εκ των έσω, καθώς δημιουργήθηκαν αντιπαραθέσεις, όταν το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δεν ανανέωσε τη θητεία του προέδρου του τμήματος ποινικών υποθέσεων του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο για πολλές υποθέσεις διαφθοράς σε υψηλό επίπεδο, καθώς και όταν υποβλήθηκαν καταγγελίες κατά του προέδρου του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου ενώπιον της Δικαστικής Επιθεώρησης (βλέπε ανωτέρω).

Τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση συνίστανται επίσης σε προφανή μείωση της συνεργασίας με την DNA, καθώς πολλά δημόσια θεσμικά όργανα, όπως υπουργεία, το ελεγκτικό συνέδριο και άλλοι ελεγκτικοί φορείς, φέρεται να είναι λιγότερο πρόθυμα να κοινοποιούν υποθέσεις πιθανής απάτης και διαφθοράς 54 . 

Η σύσταση της νέας υπηρεσίας διερεύνησης αδικημάτων που διαπράττονται από δικαστικούς, η οποία προβλέπεται στους τροποποιημένους νόμους περί δικαιοσύνης, εγείρει συγκεκριμένη ανησυχία για την καταπολέμηση της διαφθοράς, διότι μια νέα δομή ενδέχεται να είναι περισσότερο ευάλωτη από πλευράς ανεξαρτησίας σε σύγκριση με την DNA έως τώρα, δεδομένου ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ένα πρόσθετο μέσο εκφοβισμού και άσκησης πίεσης στους δικαστικούς. Επιπλέον, η εν λόγω νέα δομή, ως τμήμα γενικών υποθέσεων αρμόδιο για όλα τα αδικήματα δικαστικών, δεν θα έχει εμπειρογνωσία στη διερεύνηση συγκεκριμένων υποθέσεων διαφθοράς, ενώ, παράλληλα, οι επιπτώσεις ενδέχεται να είναι ακόμη σοβαρότερες, εάν οι διεξαγόμενες έρευνες για όλα τα πρόσωπα που συνδέονται με υπόθεση στην οποία εμπλέκεται δικαστικός αφαιρούνταν και από την αρμοδιότητα της DNA. Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο, οι τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που ενέκρινε το Κοινοβούλιο πριν από το καλοκαίρι ενδέχεται επίσης να υπονομεύσουν την καταπολέμηση της διαφθοράς (βλέπε ανωτέρω). Στο πλαίσιο της εκτεταμένης κριτικής των εν λόγω τροποποιήσεων, έχουν επισημανθεί οι επιπτώσεις στον τομέα της διαφθοράς. Πέρα από τη σοβαρή παρακώλυση της έρευνας, της δίωξης και της εκδίκασης, συρρικνώνεται η υπόσταση πολλών εγκλημάτων διαφθοράς ως αδικημάτων. Αυτό εξάλλου αποτελεί σημαντικό στοιχείο και στην γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας σχετικά με τους Κώδικες 55 , και ενδέχεται να δημιουργήσει αμφιβολίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς κυρωθείσες από τη Ρουμανία διεθνείς συμβάσεις. Η Επιτροπή της Βενετίας επισημαίνει ότι «εξεταζόμενες μεμονωμένα, ιδίως όμως λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος, πολλές τροποποιήσεις θα βλάψουν σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητα του ρουμανικού συστήματος ποινικής δικαιοσύνης όσον αφορά την καταπολέμηση διαφόρων μορφών εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που σχετίζονται με τη διαφθορά, των βίαιων εγκλημάτων και του οργανωμένου εγκλήματος». Δεν υφίσταται καμία ένδειξη ότι το ζήτημα της συμμόρφωσης προς διεθνείς συμβάσεις έχει αποτελέσει αντικείμενο διαλόγου στην κυβέρνηση ή το Κοινοβούλιο. Ορισμένες από τις εν λόγω αλλαγές έχουν χαρακτηριστεί αντισυνταγματικές με δικαστικές αποφάσεις 56 .

Σύσταση 10: να θεσπιστούν αντικειμενικά κριτήρια για τη λήψη και την αιτιολόγηση των αποφάσεων άρσης της ασυλίας μελών του Κοινοβουλίου για να εξασφαλιστεί ότι η ασυλία δεν θα χρησιμοποιείται για να αποφεύγεται η διερεύνηση και δίωξη εγκλημάτων διαφθοράς. Η Κυβέρνηση θα μπορούσε επίσης να εξετάσει το ενδεχόμενο τροποποίησης του νόμου προκειμένου να περιορίσει την ασυλία των υπουργών στη διάρκεια της θητείας τους. Αυτά τα μέτρα θα μπορούσαν να υποστηριχθούν από την Επιτροπή της Βενετίας και την GRECO 57 . Το Κοινοβούλιο θα πρέπει να καθιερώσει ένα σύστημα για την τακτική υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνονται από τα τμήματά του όσον αφορά τις αιτήσεις για την άρση ασυλιών και θα μπορούσε να οργανώσει μια δημόσια συζήτηση έτσι ώστε το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και η κοινωνία των πολιτών να μπορούν να εκφέρουν γνώμη.

Η σύσταση 10 αφορά την υποχρέωση λογοδοσίας του Κοινοβουλίου στις αποφάσεις του επί εισαγγελικών αιτήσεων να εγκριθούν προληπτικά μέτρα, όπως π.χ. έρευνα ή σύλληψη, και επί αιτήσεων να επιτραπεί η έρευνα μελών του Κοινοβουλίου που κατέχουν ή κατείχαν υπουργικό αξίωμα. Πρόκειται για εξουσία προβλεπόμενη από το Σύνταγμα η οποία απαντάται σε πολλά κοινοβουλευτικά συστήματα στα οποία προβλέπονται ασυλίες για την προστασία των μελών του Κοινοβουλίου κατά την άσκηση του αιρετού τους αξιώματος. Η σύσταση δεν αφορά το κατά πόσον υφίσταται η εν λόγω εξουσία αλλά τον τρόπο με τον οποίο αυτή ασκείται. Σε παλαιότερες εκθέσεις του ΜΣΕ, επισημαίνεται η σημασία πρόβλεψης διαφανών κριτηρίων ώστε το Κοινοβούλιο να μπορεί να αποδεικνύει την άσκηση της εν λόγω εξουσίας με αντικειμενικό τρόπο. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε επίσης, αφενός, να αποδειχθεί ότι η απόρριψη αιτημάτων από τις εισαγγελικές αρχές συνδέεται με την προστασία μελών του Κοινοβουλίου κατά την άσκηση του αιρετού τους αξιώματος και, αφετέρου, να αποτρέπεται ο περιορισμός ή η αποφυγή της έρευνας και της δίωξης εγκλημάτων διαφθοράς.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου του 2017, διατυπώθηκε ικανοποίηση για το γεγονός ότι ελήφθη υπόψη η ανάγκη για μεγαλύτερη διαφάνεια σχετικά με τη συνέχεια που δίδεται σε αιτήματα των εισαγγελικών αρχών. Ωστόσο, κρίθηκε ότι απαιτούνται περισσότερα για την υλοποίηση της σύστασης 10 και διατυπώθηκε εκ νέου η συμβουλή να ζητηθεί η συνδρομή της Επιτροπής της Βενετίας και της GRECO. Η νομική επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων έχει δηλώσει ότι είναι πρόθυμη να αναφερθεί σε υφιστάμενα κριτήρια που προβλέπονται από την Επιτροπή της Βενετίας, αυτό όμως δεν έχει συμβεί έως σήμερα 58  και δεν έχει θεσπιστεί επισήμως στους εσωτερικούς κανονισμούς της Βουλής των Αντιπροσώπων ή της Γερουσίας.

Το 2018 δεν δόθηκε καμία συνέχεια στην πρόσκληση προς την κυβέρνηση να εξετάσει το ενδεχόμενο τροποποίησης του νόμου ώστε να διευκρινιστεί ότι η υπουργική ασυλία αφορά μόνο μέτρα που λαμβάνουν οι υπουργοί κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Το 2018 από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο, ο πρόεδρος της Ρουμανίας έκανε δεκτά δύο αιτήματα για την έναρξη ποινικής διαδικασίας κατά πρώην υπουργών που δεν είναι μέλη του Κοινοβουλίου.

Στη σύσταση γίνεται επίσης λόγος για την υποβολή εκθέσεων σχετικά με αποφάσεις και τη διεξαγωγή δημόσιου διαλόγου. Ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι το γεγονός ότι οι συζητήσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών και της ολομέλειας μεταδίδονται ζωντανά και διατίθενται επίσης εκ των υστέρων προς προβολή μέσω διαδικτύου.

Βάσει ανάλυσης του κριτηρίου αναφοράς 3, η Επιτροπή επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει τον Νοέμβριο του 2017 ότι απαιτούνται περισσότερα για την υλοποίηση της σύστασης 10. Επιπλέον, οι λόγοι στους οποίους βασίστηκε η θετική αξιολόγηση όσον αφορά το κριτήριο αναφοράς 10 τον Ιανουάριο του 2017 τίθενται εκ νέου υπό αμφισβήτηση εξαιτίας της Ρουμανίας. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η σύσταση 10 έχει υλοποιηθεί επαρκώς ώστε να πληρούται το κριτήριο αναφοράς και, για αυτόν τον λόγο, στα συμπεράσματα της παρούσας έκθεσης παρατίθενται πρόσθετες συστάσεις.

3.4    Κριτήριο αναφοράς 4: Αντιμετώπιση της διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα

Σύσταση 11: να συνεχιστεί η εφαρμογή της εθνικής στρατηγικής για την καταπολέμηση της διαφθοράς, τηρώντας τις προθεσμίες που όρισε η κυβέρνηση τον Αύγουστο του 2016. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα πρέπει να θέσει σε εφαρμογή ένα σύστημα υποβολής εκθέσεων σχετικά με την αποτελεσματική εφαρμογή της εθνικής στρατηγικής για την καταπολέμηση της διαφθοράς (συμπεριλαμβανομένων των στατιστικών για περιστατικά που αφορούν την ακεραιότητα στη δημόσια διοίκηση, λεπτομερειών σχετικά με τις πειθαρχικές διαδικασίες και τις κυρώσεις και πληροφοριών σχετικά με τα διαρθρωτικά μέτρα που εφαρμόζονται στους ευάλωτους τομείς).

Σύσταση 12: να διασφαλιστεί ότι η εθνική υπηρεσία για τη διαχείριση των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων είναι πλήρως λειτουργική και αποτελεσματική, έτσι ώστε να μπορεί να υποβάλει μια πρώτη ετήσια έκθεση με αξιόπιστες στατιστικές πληροφορίες σχετικά με τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες. Η Υπηρεσία θα πρέπει να καθιερώσει ένα σύστημα για την τακτική υποβολή εκθέσεων σχετικά με την εξέλιξη της διοικητικής ικανότητας και των αποτελεσμάτων όσον αφορά τη δήμευση και διαχείριση περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες. 

Εθνική στρατηγική για την καταπολέμηση της διαφθοράς

Το περασμένο έτος συνεχίστηκε η πρόοδος ως προς την εθνική στρατηγική για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Τον Μάρτιο του 2018 η τεχνική γραμματεία η οποία υπάγεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης δημοσίευσε την πρώτη της έκθεση παρακολούθησης 59 . Η τεχνική γραμματεία εξακολούθησε να διοργανώνει θεματικές αξιολογήσεις δημόσιων θεσμικών οργάνων, με στόχο να εξακριβωθεί ο τρόπος με τον οποίο τα εν λόγω όργανα ορίζουν τους κινδύνους διαφθοράς σε βασικούς τομείς και τα μέτρα που εφαρμόζουν για την πρόληψη περιστατικών διαφθοράς. Οι αξιολογήσεις ομοτίμων θα στηριχθούν με κονδύλια της ΕΕ. Η υλοποίηση της στρατηγικής φαίνεται να έχει προχωρήσει σε ορισμένους σημαντικούς ευαίσθητους τομείς, ιδίως στην εκπαίδευση, το Υπουργείο Εσωτερικών και την τοπική αυτοδιοίκηση, λιγότερο όμως στον τομέα της υγείας.

Ένας από τους στόχους της στρατηγικής είναι να βελτιωθούν οι επιδόσεις της καταπολέμησης της διαφθοράς με την επιβολή ποινικών και διοικητικών κυρώσεων. Το περασμένο έτος η Εθνική Υπηρεσία Ακεραιότητας και η Εθνική Διεύθυνση Καταπολέμησης της Διαφθοράς συνέχισαν τις εργασίες τους και η Γενική Εισαγγελία προέβη στη δίωξη αδικημάτων διαφθοράς που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της DNA 60 . Ωστόσο, όπως αναφέρεται παραπάνω, η αποτελεσματικότητα των εν λόγω βασικών θεσμικών οργάνων υπονομεύεται και πολλές εν εξελίξει νομοθετικές πρωτοβουλίες εγείρουν ερωτήματα όσον αφορά τις πιθανές επιπτώσεις τους στην υλοποίηση της στρατηγικής και, ταυτόχρονα, στέλνουν ένα αντιφατικό μήνυμα όσον αφορά την πολιτική στήριξη της συνέχισης της πρόληψης της διαφθοράς και της επιβολής κυρώσεων. Στις εν λόγω πρωτοβουλίες περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καθώς και του νομικού πλαισίου περί ακεραιότητας, με δυνητικό αντίκτυπο σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης.

Εθνική υπηρεσία για τη διαχείριση των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων

Η εθνική υπηρεσία για τη διαχείριση των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων (ANABI) είναι πλέον πλήρως επιχειρησιακή, συνεχίζει τις εργασίες της και τις περιγράφει με σαφήνεια στις ετήσιες εκθέσεις της. Η υπηρεσία έχει επίσης σημειώσει πρόοδο ως προς την ανάπτυξη εθνικού ολοκληρωμένου συστήματος παρακολούθησης των μέτρων που λαμβάνουν οι αρχές σε κάθε βήμα της διαδικασία ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων. Ωστόσο, η ANABI διαθέτει περιθώρια περισσότερης ανάπτυξης. Σημαντικό στοιχείο προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να είναι η ανάπτυξη δραστηριοτήτων σχετικών με την επαναχρησιμοποίηση κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων για κοινωνικούς σκοπούς και σκοπούς δημόσιου συμφέροντος, εφόσον η νομοθεσία καθιστά εφικτή τη στήριξη έργων της κοινωνίας των πολιτών, όπως, για παράδειγμα, νομική κατάρτιση, πρόληψη της εγκληματικότητας, παροχή βοήθειας σε θύματα και άλλα έργα δημόσιου συμφέροντος. Λόγω ανεπαρκούς διοικητικής ικανότητας, η υπηρεσία δεν έχει προκηρύξει έως σήμερα πρόσκληση υποβολής προτάσεων. Τον Οκτώβριο του 2018 η υπηρεσία λειτουργούσε με 20 μόνο μέλη προσωπικού έναντι των προβλεπόμενων 35, γεγονός που την αναγκάζει να επικεντρώνει τις προσπάθειές της στις βασικές της δραστηριότητες 61 .

Βάσει ανάλυσης του κριτηρίου αναφοράς 4, η Επιτροπή επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει τον Νοέμβριο του 2017 ότι απαιτούνται περισσότερα για την επίτευξη προόδου ως προς την εκπλήρωση του κριτηρίου αναφοράς. Η πρόληψη της διαφθοράς παρεμποδίζεται από πολιτικές εξελίξεις, γεγονός που υπονομεύει την αξιοπιστία της προόδου (σύσταση 11). Όσον αφορά τη σύσταση 12, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω σύσταση έχει υλοποιηθεί, ωστόσο, είναι σημαντικό να εξασφαλιστούν επαρκείς ανθρώπινοι πόροι για την ANABI.

4.    ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Κατά τη διάρκεια των δώδεκα μηνών από τον Νοέμβριο του 2017, η Ρουμανία έκανε μερικά βήματα για την υλοποίηση των συστάσεων που διατυπώθηκαν στην έκθεση του Ιανουαρίου του 2017. Σύμφωνα με την αξιολόγηση που παρατίθεται στην εν λόγω έκθεση, η Επιτροπή κρίνει ότι οι συστάσεις 8 και 12 μπορεί να θεωρηθούν ότι έχουν υλοποιηθεί, και ότι έχει επιτευχθεί περαιτέρω πρόοδος ως προς τις συστάσεις 5 και 9.

Ωστόσο, η αξιολόγηση της έκθεσης του Ιανουαρίου του 2017 είχε πάντοτε ως προϋπόθεση την αποφυγή αρνητικών ενεργειών που θα έθεταν υπό αμφισβήτηση την πρόοδο που σημειώθηκε τα τελευταία 10 έτη. Η έναρξη ισχύος των τροποποιημένων νόμων περί δικαιοσύνης, η πίεση που ασκείται εν γένει στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και ειδικότερα στην Εθνική Διεύθυνση Καταπολέμησης της Διαφθοράς, καθώς και άλλες ενέργειες που υπονομεύουν την καταπολέμηση της διαφθοράς έχουν ανατρέψει ή θέσει υπό αμφισβήτηση τη μη αναστρεψιμότητα της προόδου, ιδίως στο πλαίσιο των κριτηρίων αναφοράς 1 και 3.

Ως εκ τούτου, οι δώδεκα συστάσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση του Ιανουαρίου του 2017 δεν είναι πλέον επαρκείς για να ολοκληρωθεί η διαδικασία του ΜΣΕ σύμφωνα με τον στόχο που έθεσε ο πρόεδρος Juncker και, για τον λόγο αυτόν, στην παρούσα έκθεση διατυπώνονται πρόσθετες συστάσεις. Τα κύρια θεσμικά όργανα της Ρουμανίας πρέπει να επιδείξουν ισχυρή προσήλωση στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και την καταπολέμηση της διαφθοράς ως απαραίτητους ακρογωνιαίους λίθους, καθώς και στην αποκατάσταση της ικανότητας των εθνικών δικλείδων ασφαλείας και θεσμικών αντίβαρων για δράση όταν υπάρχει κίνδυνος οπισθοδρόμησης.

Για την αντιμετώπιση της κατάστασης, συνιστώνται τα ακόλουθα μέτρα:

Νόμοι περί δικαιοσύνης

·Άμεση αναστολή της εφαρμογής των νόμων περί δικαιοσύνης και των επακόλουθων έκτακτων διαταγμάτων.

·Αναθεώρηση των νόμων περί δικαιοσύνης λαμβανομένων πλήρως υπόψη των συστάσεων που έχουν διατυπωθεί στο πλαίσιο του ΜΣΕ και των συστάσεων που έχουν εκδοθεί από την Επιτροπή της Βενετίας και τη GRECO.

Διορισμοί/απολύσεις στο δικαστικό σώμα

·Άμεση αναστολή όλων των εν εξελίξει διορισμών και των απολύσεων των ανώτερων εισαγγελέων.

·Επανεκκίνηση της διαδικασίας για τον διορισμό προϊστάμενου εισαγγελέα της DNA με αποδεδειγμένη πείρα όσον αφορά την άσκηση διώξεων για εγκλήματα διαφθοράς και με σαφή εντολή να συνεχίσει η DNA τη διεξαγωγή επαγγελματικής, ανεξάρτητης και αμερόληπτης διερεύνησης υποθέσεων διαφθοράς.

·Άμεσος διορισμός από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ενδιάμεσης ομάδας για τη διαχείριση της Δικαστικής Επιθεώρησης και, εντός τριών μηνών, διορισμός νέας διευθυντικής ομάδας της Επιθεώρησης μέσω διαγωνισμού.

·Σεβασμός των αρνητικών γνωμοδοτήσεων του Ανώτατου Συμβουλίου όσον αφορά τους διορισμούς ή τις απολύσεις εισαγγελέων σε διευθυντικές θέσεις, έως ότου τεθεί σε εφαρμογή νέο νομικό πλαίσιο σύμφωνο με τη σύσταση 1 του Ιανουαρίου του 2017. 

Ποινικοί κώδικες

·Αναστολή της έναρξης ισχύος των τροποποιήσεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

·Επανεκκίνηση της αναθεώρησης του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, λαμβανομένης πλήρως υπόψη της ανάγκης συμμόρφωσης με το δίκαιο της ΕΕ, τα διεθνή νομικά μέσα για την καταπολέμηση της διαφθοράς, τις συστάσεις στο πλαίσιο του ΜΣΕ και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας. 

Η Επιτροπή θα συνεχίσει να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς και θα αξιολογήσει την κατάσταση πριν από το τέλος της θητείας της παρούσας Επιτροπής. Η άμεση εφαρμογή των πρόσθετων μέτρων είναι απαραίτητη για την επαναφορά της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας σε τροχιά προόδου, και για τη συνέχιση της πορείας προς την ολοκλήρωση της διαδικασίας του ΜΣΕ, όπως ορίζεται στην έκθεση του Ιανουαρίου 2017.

(1)

     COM (2017) 44 - https://ec.europa.eu/info/files/progress-report-romania-2017-com-2017-44_en . Έπειτα από τα συμπεράσματα του Συμβουλίου των Υπουργών, της 17ης Οκτωβρίου 2006 (13339/06), ο μηχανισμός θεσπίστηκε με απόφαση της Επιτροπής της 13ης Δεκεμβρίου 2006 (C(2006) 6569).

(2)

 Συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με τον μηχανισμό συνεργασίας και ελέγχου της 12ης Δεκεμβρίου 2017 - https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/20171212-st15587_en.pdf . Τα τέσσερα κριτήρια αναφοράς που ισχύουν για τη Ρουμανία καθορίζονται στη συνοδευτική τεχνική έκθεση, σελίδα 1.

(3)

  COM(2017) 751 - https://ec.europa.eu/info/files/progress-report-romania-2017-com-2017-751_en .

(4)

Συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με τον μηχανισμό συνεργασίας και ελέγχου της 12ης Δεκεμβρίου 2017 - https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/20171212-st15587_en.pdf .

(5)

     Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Δικαστών του Συμβουλίου της Ευρώπης (CCJE) έχει αποφανθεί σε προηγούμενες γνωμοδοτήσεις ότι «θα πρέπει να ζητείται η γνώμη της δικαστικής εξουσίας, η οποία θα πρέπει να συμμετέχει ενεργά στην προπαρασκευή της νομοθεσίας σχετικά με το καθεστώς και τη λειτουργία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης». «Η θέση της δικαστικής εξουσίας και η σχέση της με τις άλλες εξουσίες του κράτους σε μια σύγχρονη δημοκρατία», Γνωμοδότηση αριθ. 18 (2015).

(6)

     Ο νόμος 207/2018 για την τροποποίηση του νόμου 304/2004 σχετικά με την οργάνωση του δικαστικού σώματος άρχισε να ισχύει στις 20 Ιουλίου, ο νόμος 234/2018 για την τροποποίηση και τη συμπλήρωση του νόμου αριθ. 317/2004 σχετικά με το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο άρχισε να ισχύει στις 11 Οκτωβρίου, και ο νόμος 242/2018 για την τροποποίηση και τη συμπλήρωση του νόμου αριθ. 303/2004 περί του καθεστώτος των δικαστών και των εισαγγελέων άρχισε να ισχύει στις 15 Οκτωβρίου.

(7)

     Βάσει του έκτακτου διατάγματος 92/2018 της 15ης Οκτωβρίου 2018, η έναρξη ισχύος του συστήματος πρόωρης συνταξιοδότησης αναβάλλεται για ένα έτος, ωστόσο, δεν καταργείται τελείως, όπως συνιστάται στη γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας.

(8)

  Η εν λόγω διάταξη θα πρέπει επίσης να εξεταστεί σε συνδυασμό με τους περιορισμούς της ελευθερίας λήψης και μετάδοσης πληροφοριών για ποινικές δικαστικές υποθέσεις, οι οποίοι προβλέπονται στις τροποποιήσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

(9)

     Με το έκτακτο διάταγμα 92/2018 εισάγονται επιπλέον αλλαγές στη διαδικασία ανάκλησης.

(10)

     Οι διατάξεις αυτές περιγράφονται αναλυτικότερα στη συνοδευτική τεχνική έκθεση.

(11)

     Βλέπε σύσταση 1 παρακάτω.

(12)

     Ειδικότερα όσον αφορά τη Ρουμανία, η Επιτροπή της Βενετίας επισήμανε την ανάγκη να ενισχυθεί η ανεξαρτησία των εισαγγελέων (γνωμοδότηση 924/2018).

(13)

      Γνωμοδότηση αριθ. 924/2018 της Επιτροπής της Βενετίας της 20ης Οκτωβρίου 2018.

(14)

     Greco-AdHocRep(2018)2 της 23ης Μαρτίου 2018.

(15)

     Κοινή δήλωση του Βελγίου, του Καναδά, της Δανίας, της Φινλανδίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, του Λουξεμβούργου, των Κάτω Χωρών, της Νορβηγίας, της Σουηδίας, της Ελβετίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της 29ης Ιουνίου 2018. Είναι διαθέσιμη στον ιστότοπο της πρεσβείας ενός εκ των υπογραφόντων κρατών: https://www.swedenabroad.se/en/embassies/romania-bucharest/current/news/joint-statement2/.

(16)

     Έκτακτο διάταγμα 92/2018.

(17)

     Έκτακτο διάταγμα 90/2018.

(18)

Απόφαση 358 του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 30ής Μαΐου 2018. Η Επιτροπή της Βιέννης τόνισε επίσης την ύπαρξη αποκλίσεων στη νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου όπου σε παλαιότερες αποφάσεις δεν τέθηκε ζήτημα συνταγματικότητας όσον αφορά τον ρόλο του Προέδρου κατά τη διαδικασία διορισμού ανώτατων εισαγγελέων, είχε δε διατυπωθεί ότι ο ρόλος του Προέδρου στην εν λόγω διαδικασία δεν μπορεί να είναι αμιγώς τυπικός.

(19)

Βλέπε επίσης κριτήριο αναφοράς 3 παρακάτω.

(20)

Το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2018.

(21)

     Σχετικό παράδειγμα υπήρξε η θετική αντίδραση της διοίκησης της Δικαστικής Επιθεώρησης στην πρόταση του υπουργού Δικαιοσύνης τον Αύγουστο του 2017 να περιέλθει η Δικαστική Επιθεώρηση στην αρμοδιότητά του. Η Δικαστική Επιθεώρηση προσέβαλε την απόφαση 13044/2.08.2018 του ΑΔΣ με την οποία απορρίφθηκε έκθεση της Δικαστικής Επιθεώρησης για παράβαση του κώδικα δεοντολογίας από τον γενικό εισαγγελέα.

(22)

   Έχουν κινηθεί πειθαρχικές διαδικασίες εναντίον του γενικού εισαγγελέα, εναντίον του προέδρου του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, εναντίον του πρώην προϊστάμενου εισαγγελέα της Εθνικής Διεύθυνσης Καταπολέμησης της Διαφθοράς, εναντίον του αναπληρωτή προϊστάμενου εισαγγελέα της Εθνικής Διεύθυνσης Καταπολέμησης της Διαφθοράς, και εναντίον προϊσταμένου και αναπληρωτή προϊσταμένου τμήματος της Εθνικής Διεύθυνσης Καταπολέμησης της Διαφθοράς. 

(23)

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επισήμανε ότι τυχόν παρεμβάσεις στην ελευθερία έκφρασης δικαστών που κατέχουν διοικητική θέση καθιστούν απαραίτητη τη διενέργεια διεξοδικού ελέγχου, καθώς και ότι ζητήματα σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης χαίρουν υψηλού βαθμού προστασίας βάσει του δικαιώματος ελευθερίας έκφρασης. Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι ο φόβος επιβολής κυρώσεων λειτουργεί αποθαρρυντικά για την άσκηση της ελευθερίας έκφρασης, ιδίως για άλλους δικαστές που επιθυμούν να τοποθετηθούν δημοσίως επί ζητημάτων που άπτονται της διαχείρισης του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και του δικαστικού σώματος. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, απόφαση στην υπόθεση Baka εναντίον Ουγγαρίας, της 23ης Ιουνίου 2016, αριθ. προσφυγής 20261/12, σκέψεις 162-167.

(24)

      Η Επιτροπή της Βενετίας, στη γνωμοδότησή της σχετικά με τους νόμους περί δικαιοσύνης, εξέφρασε επίσης ανησυχίες για τους περιορισμούς που επιβάλλονται στην ελευθερία έκφρασης δικαστών και εισαγγελέων με τον τροποποιημένο νόμο 303/2014. Γνωμοδότηση 924/2018 της Επιτροπής της Βενετίας, σ. 23.

(25)

      Βλέπε τεχνική έκθεση – SWD(2018) 551 – Σύσταση 7, σ. 19.

(26)

      Βλέπε τεχνική έκθεση – Σύσταση 7.

(27)

     Για παράδειγμα: αρνητικές γνώμες σχετικά με τις νομοθετικές τροποποιήσεις των νόμων περί δικαιοσύνης τον Σεπτέμβριο και τον Νοέμβριο του 2017, αρνητική γνώμη σχετικά με την απόλυση του προϊστάμενου εισαγγελέα της Εθνικής Διεύθυνσης Καταπολέμησης της Διαφθοράς τον Μάρτιο του 2018, αρνητική γνώμη σχετικά με τον προς διορισμό υποψήφιο προϊστάμενο εισαγγελέα της Εθνικής Διεύθυνσης Καταπολέμησης της Διαφθοράς τον Οκτώβριο του 2018.

(28)

  Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει τονίσει ότι τυχόν παρεμβάσεις στην ελευθερία έκφρασης ανώτατων δικαστών καθιστούν απαραίτητη τη διενέργεια διεξοδικού ελέγχου, καθώς και ότι ζητήματα σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης χαίρουν υψηλού βαθμού προστασίας βάσει του δικαιώματος ελευθερίας έκφρασης. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, απόφαση στην υπόθεση Baka εναντίον Ουγγαρίας, της 23ης Ιουνίου 20167.

(29)

Τον Απρίλιο του 2018 η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής της Βενετίας σχετικά με τις τροποποιήσεις των τριών νόμων περί δικαιοσύνης.

(30)

Γνωμοδότηση αριθ. 924/2018 της Επιτροπής της Βενετίας της 20ης Οκτωβρίου 2018. Η Επιτροπή της Βενετίας αναγνώρισε ότι για τις αλλαγές που χρειάζονται για να διασφαλιστεί η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των ρόλων των διαφορετικών θεσμικών οργάνων, ενδέχεται να απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση.

(31)

 Βλέπε σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης CM/Rec (2010)12 με τίτλο «Δικαστές: ανεξαρτησία, αποτελεσματικότητα και αρμοδιότητες», σημείο 18: «Όταν τοποθετούνται επί αποφάσεων δικαστών, η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία θα πρέπει να αποφεύγουν να ασκούν κριτική η οποία θα μπορούσε να υπονομεύσει την ανεξαρτησία ή την εμπιστοσύνη των πολιτών στο δικαστικό σώμα».

(32)

     Για παράδειγμα, οδηγίες της ΕΕ για το τεκμήριο αθωότητας και για τη δέσμευση και τη δήμευση των προϊόντων εγκλήματος.

(33)

     Βλέπε επίσης κριτήριο αναφοράς 3 παρακάτω.

(34)

  Απόφαση για τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας της 12ης Οκτωβρίου και απόφαση για τον Ποινικό Κώδικα της 25ης Οκτωβρίου 2018. Το σκεπτικό των αποφάσεων δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.

(35)

     Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απηύθυνε επιστολή στην κυβέρνηση της Ρουμανίας στις 4 Οκτωβρίου, με την οποία την καλεί να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με διάφορα ζητήματα που αφορούν τη συμβατότητα με το δίκαιο της ΕΕ. Στις 5 Νοεμβρίου έλαβε απάντηση η οποία παραπέμπει στη συνέχεια που πρόκειται να δοθεί στην απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

(36)

  Γνωμοδότηση 930/2018 της Επιτροπής της Βενετίας.

(37)

     Guide on Article 6 of the European Convention on Human Rights – Right to a fair trial (civil limb) [Οδηγός για το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων — Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (αστικό σκέλος)], http://www.echr.coe.int/Documents/Guide_Art_6_ENG.pdf . 

(38)

  https://rm.coe.int/CoERMPublicCommonSearchServices/DisplayDCTMContent?documentId=09000016806dda63.

(39)

     Βλέπε τεχνική έκθεση – Σύσταση 5.

(40)

  Το σχέδιο δράσης για την εφαρμογή της στρατηγικής για την ανάπτυξη του δικαστικού συστήματος για την περίοδο 2015-2020 εγκρίθηκε με την κυβερνητική απόφαση αριθ. 282/2016.

(41)

  Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, το Εθνικό Ινστιτούτο για το Δικαστικό Σώμα, η Εθνική Σχολή Δικαστικών Υπαλλήλων και η Δικαστική Επιθεώρηση έχουν υποβάλει επιτυχώς αιτήσεις για έργα στο πλαίσιο του ειδικού στόχου 2.3 του επιχειρησιακού προγράμματος διοικητικής ικανότητας. Επιπλέον, το Υπουργείο Δημοσίου υλοποιεί επί του παρόντος διάφορα έργα που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του ίδιου στρατηγικού στόχου.

(42)

Έκτακτο διάταγμα 90/2018, της 10ης Οκτωβρίου 2018, για τη λήψη μέτρων ώστε να καταστεί επιχειρησιακή η υπηρεσία διερεύνησης αδικημάτων που διαπράττονται από μέλη του δικαστικού σώματος. Έκτακτο διάταγμα 92/2018, της 16ης Οκτωβρίου 2018, για την τροποποίηση του νόμου περί του καθεστώτος των δικαστικών. Έκτακτο διάταγμα 77/2018, της 5ης Σεπτεμβρίου 2018, για τον διορισμό προσωρινής διοίκησης της Δικαστικής Επιθεώρησης.

(43)

     Βλέπε υποσημείωση 27.

(44)

      Τα μέλη του ΑΔΣ ενημέρωσαν την αποστολή του ΜΣΕ ότι η «άποψη» διαφέρει από τη γνωμοδότηση και ότι για αυτήν δεν απαιτείται απόφαση από την ολομέλεια του ΑΔΣ.

(45)

     Από την έναρξη της λειτουργίας του τον Ιούνιο του 2017 έως την 1η Σεπτεμβρίου 2018, το σύστημα PREVENT ανέλυσε 16 210 διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων συνολικής αξίας περίπου 15 470 000 EUR. Το οκτώ τοις εκατό των αναλυθεισών διαδικασιών αφορούν κονδύλια της ΕΕ. Η Εθνική Υπηρεσία Ακεραιότητας έχει εκδώσει 57 προειδοποιήσεις περί ακεραιότητας, μερικές εκ των οποίων φορούν συμβάσεις ιδιαίτερα υψηλής αξίας. Το συνολικό ποσό των διαδικασιών συμβάσεων για τις οποίες έχει εκδοθεί προειδοποίηση περί ακεραιότητας ανέρχεται σε 112 εκατ. EUR. Σε 48 περιπτώσεις, οι αναθέτουσες αρχές εξάλειψαν την πιθανή σύγκρουση συμφερόντων. Σε 9 περιπτώσεις, δεν αντιμετωπίστηκε η πιθανή σύγκρουση συμφερόντων. Σε δύο από τις εν λόγω περιπτώσεις, η Εθνική Υπηρεσία Ακεραιότητας κίνησε διερευνητική διαδικασία για σύγκρουση συμφερόντων.

(46)

   Έκτακτο διάταγμα 98/2017 της 14ης Δεκεμβρίου 2017. Βλέπε επίσης τεχνική έκθεση – Σύσταση 8, σ. 22.

(47)

Βλέπε επίσης τεχνική έκθεση – Κριτήριο αναφοράς 2, σ. 21.

(48)

Νόμος για την τροποποίηση του νόμου 176/2010 όσον αφορά την ακεραιότητα σε δημόσια λειτουργήματα.

(49)

Νόμος για την τροποποίηση του νόμου 393/2004 σχετικά με το καθεστώς των αιρετών εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης.

(50)

  Το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε σχετικά με έναν από τους νόμους στις 16 Οκτωβρίου 2018 και σχετικά με τον άλλον νόμο στις 6 Νοεμβρίου 2018, ανακοινώνοντας σε δελτίο Τύπου ότι η πρώτη νομοθετική πρόταση είναι αντισυνταγματική.

(51)

      Από περίπου 33 εκατ. λέου το 2016, ο προϋπολογισμός ανήλθε σε 22,5 εκατ. λέου το 2017. Το 2018 ο προϋπολογισμός μειώθηκε περαιτέρω σε 18 εκατ. λέου (η Υπηρεσία ζήτησε συμπληρωματικό ποσό ύψους 1,5 εκατ. λέου το οποίο όμως δεν εγκρίθηκε).

(52)

     Οι εν λόγω τρεις συνολικά αποφάσεις αναφέρονται στην έκθεση του Νοεμβρίου του 2017 COM(2017) 751, σ. 9.

(53)

      Αναφερόμενο στις αποφάσεις της μόνιμης επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων του Φεβρουαρίου του 2018. Βλέπε τεχνική έκθεση – Σύσταση 9.

(54)

Βλέπε τεχνική έκθεση – Σύσταση 3.

(55)

     Γνωμοδότηση 930/2018 της Επιτροπής της Βενετίας.

(56)

  Απόφαση 78/2000 του Συνταγματικού Δικαστηρίου για τον ειδικό νόμο περί διαφθοράς, της 25ης Σεπτεμβρίου 2018, και για τον Ποινικό Κώδικα, της 25ης Οκτωβρίου 2018.

(57)

     Η ομάδα κρατών κατά της διαφθοράς (GRECO) δημιουργήθηκε το 1999 από το Συμβούλιο της Ευρώπης με σκοπό την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τα πρότυπα του οργανισμού κατά της διαφθοράς.

(58)

     Την περίοδο μεταξύ Σεπτεμβρίου του 2017 και Αυγούστου του 2018, υπήρξε ένα αίτημα για την έναρξη ποινικής έρευνας για πρώην υπουργό, ο οποίος είναι πλέον μέλος του Κοινοβουλίου. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και δεν έγινε καμία μνεία των κριτηρίων.

(59)

 Έκθεση προόδου του 2017 σχετικά με την υλοποίηση της εθνικής στρατηγικής για την καταπολέμηση της διαφθοράς για την περίοδο 2016-2020 https://sna.just.ro/Rapoarte+de+monitorizare .

(60)

     Τα αποτελέσματα των θεσμικών οργάνων περιγράφονται λεπτομερώς στην τεχνική έκθεση.

(61)

Πρόσφατα εγκρίθηκαν ορισμένες διαδικασίες προσλήψεων.