Βρυξέλλες, 19.7.2018

COM(2018) 547 final

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Προστασία των ενδοενωσιακών επενδύσεων


I.Εισαγωγή

Ενθάρρυνση και προστασία των επενδύσεων στην ΕΕ

Η ενιαία αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί έναν μοναδικό χώρο επενδυτικών ευκαιριών. Ένας βασικός στόχος του επενδυτικού σχεδίου για την Ευρώπη 1  είναι η δημιουργία ενός πιο προβλέψιμου, σταθερού και σαφούς κανονιστικού περιβάλλοντος για την προώθηση των επενδύσεων. Ως μέρος μιας από τις κυριότερες πτυχές του παραπάνω στόχου, στο σχέδιο δράσης για την Ένωση Κεφαλαιαγορών 2 και στην ενδιάμεση επανεξέταση 3 του σχεδίου δράσης τονιζόταν ότι η ύπαρξη ενός σταθερού επιχειρηματικού περιβάλλοντος είναι κρίσιμης σημασίας για την προώθηση περισσότερων επενδύσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Επιτροπή έχει δεσμευτεί να διατηρήσει και να βελτιώσει ένα προβλέψιμο, σταθερό και σαφές κανονιστικό περιβάλλον καθώς και την αποτελεσματική επιβολή των δικαιωμάτων των επενδυτών. Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης είναι να καθορίσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους υφιστάμενους κανόνες της ΕΕ για τη μεταχείριση των διασυνοριακών επενδύσεων στην ΕΕ.

Η ενωσιακή νομοθεσία, όπως έχει διαμορφωθεί σταδιακά στη διάρκεια δεκαετιών, παρέχει στους επενδυτές υψηλό επίπεδο προστασίας, παρότι μπορεί να μην επιλύει όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους. Η ενωσιακή νομοθεσία αποτέλεσε τη βάση για την ανάπτυξη της ενιαίας αγοράς ως χώρο στον οποίο οι επενδυτές απολαύουν της ελευθερίας του να ιδρύουν μια επιχείρηση, να επενδύουν σε άλλες επιχειρήσεις, να εισάγουν και να εξάγουν αγαθά καθώς και να παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες και να απολαύουν της ισότιμης και χωρίς διακρίσεις μεταχείρισης διασυνοριακά. Η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων επιτρέπει την πραγματοποίηση κάθε είδους επένδυσης και η Συνθήκη απαγορεύει τη λήψη μέτρων που παρεμποδίζουν ή αποθαρρύνουν τις διασυνοριακές κινήσεις κεφαλαίων και πληρωμές.

Ταυτόχρονα, η ενωσιακή νομοθεσία επιτρέπει τη ρύθμιση των αγορών για λόγους θεμιτού δημοσίου συμφέροντος όπως η δημόσια ασφάλεια, η δημόσια υγεία, τα κοινωνικά δικαιώματα, η προστασία των καταναλωτών ή η διατήρηση του περιβάλλοντος, η οποία μπορεί να έχει επιπτώσεις και για τις επενδύσεις. Οι δημόσιες αρχές της ΕΕ και τα κράτη μέλη έχουν καθήκον και ευθύνη να προστατεύουν και να ρυθμίζουν τις αγορές. Ως εκ τούτου, η ΕΕ και τα κράτη μέλη μπορούν νομίμως να λαμβάνουν μέτρα για να προστατεύσουν τα εν λόγω συμφέροντα, τα οποία ενδέχεται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις επενδύσεις. Ωστόσο, μπορούν να το πράττουν υπό ορισμένες περιστάσεις και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, καθώς και σε συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία.

Οι διασυνοριακοί επενδυτές στην ΕΕ μπορούν να επικαλούνται άμεσα ισχύοντα ενωσιακά δικαιώματα που υπερέχουν έναντι του εσωτερικού δικαίου. Οι εθνικοί δικαστές έχουν ειδικό ρόλο και αρμοδιότητα να προστατεύουν τις επενδύσεις. Μαζί με το Δικαστήριο της ΕΕ («ΔΕΕ» ή το «Δικαστήριο») και μέσω της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως 4 , οι εθνικοί δικαστές πρέπει να διασφαλίζουν με πλήρη ανεξαρτησία την πλήρη εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας και την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων των ατόμων σε όλα τα κράτη μέλη. Επιπλέον, τα δικαιώματα των διασυνοριακών επενδυτών προστατεύονται στην ΕΕ και μέσω σειράς δημόσιων μηχανισμών που αποσκοπούν στην αποτροπή των παραβάσεων και την επίλυση των προβλημάτων που ενδέχεται να αντιμετωπίζουν οι επενδυτές σε σχέση με τις εθνικές αρχές.

Τις τελευταίες δεκαετίες, οι κυβερνήσεις ενθαρρύνουν τις διασυνοριακές επενδύσεις μέσω της σύναψης διμερών επενδυτικών συμφωνιών (ΔΕΣ). Οι εν λόγω ΔΕΣ περιλαμβάνουν συνήθως το δικαίωμα της εθνικής μεταχείρισης και της μεταχείρισης μάλλον ευνοούμενου κράτους, της δίκαιης και ισότιμης μεταχείρισης, της προστασίας έναντι της απαλλοτριώσεως και της ελευθερίας μεταφοράς κεφαλαίων. Οι επενδυτές μπορούν να προβάλλουν παράβαση των εν λόγω διατάξεων ενώπιον των διαιτητικών δικαστηρίων επενδυτών και κράτους. Παρόμοιες διατάξεις περιλαμβάνονται στη Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας, μια πολυμερή επενδυτική συνθήκη την οποία προώθησε η ΕΕ για να τονώσει τις επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας 5 . Η ΕΕ έχει ξεκινήσει μια ουσιαστική μεταρρύθμιση των εν λόγω συμφωνιών στο περιβάλλον εκτός της ΕΕ.

Έκτοτε, ορισμένες χώρες με τις οποίες κράτη μέλη της ΕΕ είχαν προηγουμένως συνάψει ΔΕΣ έχουν προσχωρήσει στην ΕΕ. Ως αποτέλεσμα της προσχώρησης, οι κανόνες ουσιαστικού δικαίου των ΔΕΣ, όπως εφαρμόζονται μεταξύ των κρατών μελών («ενδοενωσιακές ΔΕΣ»), κατέστησαν ένα παράλληλο σύστημα συνθηκών που αλληλεπικαλύπτονται με τους κανόνες της ενιαίας αγοράς, παρεμποδίζοντας, ως εκ τούτου, την πλήρη εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν οι ενδοενωσιακές ΔΕΣ ερμηνεύονται κατά τρόπον ώστε να συνιστούν τη βάση για τη χορήγηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων κατά παράβαση των ίσων όρων ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά.

Οι ενδοενωσιακές ΔΕΣ απονέμουν δικαιώματα μόνο σε σχέση με τους επενδυτές του ενός από τα δυο ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, γεγονός που αντίκειται στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων μεταξύ των επενδυτών της ΕΕ εντός της ενιαίας αγοράς βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας. Επιπροσθέτως, διά της δημιουργίας εναλλακτικού συστήματος επίλυσης διαφορών, οι ενδοενωσιακές ΔΕΣ αφαιρούν από τις εθνικές δικαστικές αρχές υποθέσεις που αφορούν εθνικά μέτρα και σχετίζονται με την ενωσιακή νομοθεσία. Αναθέτουν την επίλυση των εν λόγω υποθέσεων σε ιδιώτες διαιτητές, οι οποίοι δεν δύνανται να εφαρμόσουν δεόντως την ενωσιακή νομοθεσία ελλείψει του απαραίτητου δικαστικού διαλόγου με το Δικαστήριο.

Για αυτούς τους λόγους, παγίως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι της γνώμης ότι οι ενδοενωσιακές ΔΕΣ είναι ασύμβατες με την ενωσιακή νομοθεσία. Μέσω των αιτιολογημένων γνωμών της 23ης Σεπτεμβρίου 2016, η Επιτροπή απέστειλε επίσημο αίτημα στην Αυστρία, τις Κάτω Χώρες, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία και τη Σουηδία να καταγγείλουν τις ενδοενωσιακές τους ΔΕΣ.

Στην πρόσφατη προδικαστική απόφαση σχετικά με την υπόθεση Achmea 6 , το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι οι ρήτρες διαιτησίας μεταξύ επενδυτών και κράτους που περιλαμβάνονται στις ενδοενωσιακές ΔΕΣ είναι παράνομες.

Μετά την απόφαση Achmea, η Επιτροπή εντατικοποίησε τον διάλογο που διεξάγει με όλα τα κράτη μέλη, καλώντας τα να λάβουν μέτρα για την καταγγελία των ενδοενωσιακών ΔΕΣ, δεδομένης της αδιαμφισβήτητης ασυμβατότητάς τους με την ενωσιακή νομοθεσία. Η Επιτροπή θα παρακολουθεί την πρόοδο ως προς το θέμα αυτό και, εάν χρειαστεί, μπορεί να αποφασίσει να συνεχίσει τις διαδικασίες επί παραβάσει.

Ως επακόλουθο της απόφασης Achmea, η μη νομιμότητα της ενδοενωσιακής διαιτησίας μεταξύ επενδυτών και κράτους μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η ενωσιακή νομοθεσία δεν προβλέπει επαρκείς ουσιαστικές και δικονομικές εγγυήσεις για τους ενδοενωσιακούς επενδυτές. Ωστόσο, το νομικό σύστημα της ΕΕ προστατεύει τους διασυνοριακούς επενδυτές στην ενιαία αγορά και, ταυτόχρονα, διασφαλίζει ότι λαμβάνονται δεόντως υπόψη και άλλα θεμιτά συμφέροντα. Όταν οι επενδυτές ασκούν μία από τις θεμελιώδεις ελευθερίες τους, ωφελούνται από την προστασία που τους παρέχουν τα ακόλουθα: i) οι κανόνες της Συνθήκες που θεσπίζουν τις εν λόγω ελευθερίες· ii) ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Χάρτης»)· iii) οι γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου· και iv) η ευρεία νομοθεσία που καλύπτει συγκεκριμένους τομείς όπως οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, οι μεταφορές, η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, οι δημόσιες συμβάσεις, τα επαγγελματικά προσόντα, η διανοητική ιδιοκτησία ή το εταιρικό δίκαιο 7 . 

Χωρίς να είναι εξαντλητική, η παρούσα ανακοίνωση υπενθυμίζει τα πλέον συναφή ουσιαστικά και δικονομικά πρότυπα του ενωσιακού δικαίου σε ό,τι αφορά τη μεταχείριση των διασυνοριακών επενδύσεων στην ΕΕ. Καταδεικνύει ότι το ενωσιακό δίκαιο προστατεύει κάθε μορφή διασυνοριακών επενδύσεων στην ΕΕ καθόλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους. Υπενθυμίζει την υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν ότι τα εθνικά μέτρα που ενδεχομένως λαμβάνουν για να προστατεύσουν το δημόσιο συμφέρον δεν παρεμποδίζουν αδικαιολόγητα τις επενδύσεις. Εφιστά την προσοχή των επενδυτών στα ενωσιακά δικαιώματα που δύνανται να επικαλούνται ενώπιον των διοικητικών αρχών και των δικαστηρίων.

Η απόφαση Achmea και οι συνέπειές της

Στην απόφαση Achmea, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι ρήτρες διαιτησίας μεταξύ των επενδυτών και του κράτους που ορίζονται στις ενδοενωσιακές ΔΕΣ υπονομεύουν το σύστημα ένδικων μέσων που προβλέπεται στις Συνθήκες της ΕΕ και, ως εκ τούτου, θέτουν σε κίνδυνο την αυτονομία, την αποτελεσματικότητα, την υπεροχή και την άμεση ισχύ της ενωσιακής νομοθεσίας και την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών. Η προσφυγή σε τέτοιες ρήτρες υπονομεύοει τη διαδικασία εκδόσεως προδικαστικών αποφάσεων που προβλέπεται στο άρθρο 267 της ΣΛΕΕ, και δεν είναι συμβατή με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας. Αυτό συνεπάγεται ότι όλες οι ρήτρες διαιτησίας μεταξύ επενδυτών και του κράτους στις ενδοενωσιακές ΔΕΣ δεν είναι εφαρμοστέες και ότι οποιοδήποτε διαιτητικό δικαστήριο συστήνεται βάσει των εν λόγω ρητρών είναι αναρμόδιο λόγω απουσίας έγκυρης συμφωνίας διαιτησίας. Κατά συνέπεια, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να ακυρώνουν κάθε διαιτητική απόφαση που εκδίδεται επί της συγκεκριμένης βάσης και να μην την εκτελούν. Τα κράτη μέλη που είναι διάδικοι σε εκκρεμούσες υποθέσεις, υπό οιαδήποτε ιδιότητα, πρέπει επίσης να συνάγουν όλα τα συμπεράσματα από την απόφαση Achmea. Επιπλέον, βάσει της αρχής της ασφάλειας δικαίου, δεσμεύονται να καταγγείλουν επισήμως τις δικές τους ενδοενωσιακές ΔΕΣ.

Η απόφαση Achmea παρουσιάζει επίσης συνάφεια για τον μηχανισμό διαιτησίας μεταξύ επενδυτών και κράτους που συστάθηκε στο άρθρο 26 της συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας όσον αφορά τις ενδοενωσιακές σχέσεις. Η εν λόγω διάταξη, ερμηνευόμενη ορθά, δεν προβλέπει ρήτρα διαιτησίας μεταξύ επενδυτών και κράτους η οποία να εφαρμόζεται μεταξύ επενδυτών από ένα κράτος μέλος της ΕΕ και ένα άλλο κράτος μέλος της ΕΕ. Δεδομένης της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου, η εν λόγω ρήτρα, εφόσον ερμηνευτεί ως ισχύουσα εντός της ΕΕ, είναι ασύμβατη με το πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν εφαρμόζεται. Πράγματι, το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην υπόθεση Achmea ισχύει εξίσου και σε ό,τι αφορά την ενδοενωσιακή εφαρμογή μιας τέτοιας ρήτρας, η οποία, όπως και οι ρήτρες των ενδοενωσιακών ΔΕΣ, παρέχει τη δυνατότητα υποβολής των εν λόγω διαφορών σε φορέα που δεν ανήκει στο δικαστικό σύστημα της ΕΕ. Το γεγονός ότι η ΕΕ είναι επίσης συμβαλλόμενο μέρος της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας δεν επηρεάζει το ακόλουθο συμπέρασμα: η συμμετοχή της ΕΕ στην εν λόγω Συνθήκη έχει δημιουργήσει δικαιώματα και υποχρεώσεις μόνο μεταξύ της ΕΕ και τρίτων χωρών και δεν έχει επηρεάσει τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.

Πεδίο εφαρμογής της παρούσας ανακοίνωσης

Η παρούσα ανακοίνωση επικεντρώνεται στις ενδοενωσιακές επενδύσεις και, ως εκ τούτου, δεν αφορά επενδύσεις που πραγματοποιούν επενδυτές της ΕΕ σε τρίτες χώρες ή επενδύσεις που πραγματοποιούν επενδυτές τρίτων χωρών στην ΕΕ 8 . Οι κανόνες της συνθήκης σχετικά με την ελευθερία της κυκλοφορίας των κεφαλαίων αφορούν περιπτώσεις που εμπεριέχουν μια διασυνοριακή συνιστώσα ή περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι τουλάχιστον εφικτή η διασυνοριακή κυκλοφορία 9 . Ωστόσο, ορισμένες οδηγίες και κανονισμοί της ΕΕ βάσει των οποίων εξειδικεύονται και αναπτύσσονται περαιτέρω οι θεμελιώδεις ελευθερίες ενδέχεται να εφαρμόζονται και σε καθαρά εσωτερικές καταστάσεις, με αποτέλεσμα να ωφελούνται όλοι οι επενδυτές, περιλαμβανομένων των εθνικών επενδυτών. Η παρούσα ανακοίνωση επικεντρώνεται στην προστασία των επενδυτών έναντι εθνικών μέτρων και όχι έναντι μέτρων που θεσπίζονται από τα θεσμικά όργανα και τους φορείς της ΕΕ.

Οι θεμελιώδεις ελευθερίες και η πλειονότητα των νομοθετικών πράξεων του παράγωγου δικαίου της ΕΕ εφαρμόζονται επίσης κατ’ ουσίαν στην Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και τη Νορβηγία, μέσω της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο («συμφωνία ΕΟΧ»), που αποτελεί τμήμα της ενωσιακής νομοθεσίας 10 . Ως εκ τούτου, οι εν λόγω τρεις χώρες περιλαμβάνονται ουσιαστικά στην ενιαία αγορά 11 .

II.Το ενωσιακό δίκαιο προστατεύει όλες τις διασυνοριακές επενδύσεις στην ΕΕ καθόλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους

Οι επενδύσεις στην ενιαία αγορά μπορούν να λάβουν πολλές μορφές, γεγονός που αντικατοπτρίζει μια πολύπλευρη οικονομική πραγματικότητα. Το ενωσιακό δίκαιο καλύπτει και προστατεύει κάθε μορφή επένδυσης. Πράγματι, κάθε οικονομική δραστηριότητα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τουλάχιστον μίας από τις θεμελιώδεις ελευθερίες 12 και οι θεμελιώδεις ελευθερίες εφαρμόζονται ακόμη και αν η δραστηριότητα δεν είναι κερδοσκοπική 13 .

Σε αντίθεση με το διεθνές δίκαιο των επενδύσεων, το ενωσιακό δίκαιο τείνει να μην χρησιμοποιεί τους όρους «επένδυση» και «επενδυτής» στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς, και οι οικονομικοί φορείς αναφέρονται συνήθως ως «ημεδαποί» (ιδιώτες ή επιχειρήσεις) 14 , ή «με έδρα στην ημεδαπή» ή «με έδρα στην αλλοδαπή».

Ειδικότερα, το ενωσιακό δίκαιο καλύπτει και προστατεύει τις επενδύσεις που συνεπάγονται κινήσεις κεφαλαίων και σύσταση. Οι εν λόγω όροι αναφέρονται στα ακόλουθα:

· τις πράξεις επένδυσης, κτήσεως και εγκατάστασης επιχειρήσεων,

·το δικαίωμα κτήσεως, εκμεταλλεύσεως και μεταβιβάσεως ακινήτων,

·την επαναγορά μετοχών και ομολόγων τα οποία ήταν διαπραγματεύσιμα σε χρηματιστήριο και αποτελούσαν αντικείμενο επισήμου χρηματιστηριακής εγγραφής,

·τη διανομή μερισμάτων και τόκου,

·την εμπορική χορήγηση πιστώσεων (περιλαμβανομένων των καταναλωτικών πιστώσεων),

·την κτήση μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου, τις υποθήκες, τα κληροδοτήματα και τα δάνεια, κ.λπ. 15 , και

·την κτήση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, εμπορικών σημάτων και άλλων δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας 16 .

Το ενωσιακό δίκαιο προστατεύει την πρόσβαση στην αγορά, τις δραστηριότητες στην αγορά και την αποχώρηση από την αγορά.

i) Πρόσβαση στην αγορά

Η δημιουργία μιας νέας οικονομικής δραστηριότητας προστατεύεται κυρίως από τις ελευθερίες της αγοράς της ΕΕ. Αυτές είναι: το δικαίωμα των επενδυτών να μεταφέρουν κεφάλαια σε άλλα κράτη μέλη (άρθρο 63 ΣΛΕΕ), περιλαμβανομένων των οικονομικών και φυσικών κεφαλαίων (όπως μηχανήματα, εργοστάσια ή άλλους συντελεστές παραγωγής), και το δικαίωμα εγκατάστασης σε άλλα κράτη μέλη, ίδρυσης πρακτορείων, υποκαταστημάτων και θυγατρικών εταιρειών (άρθρο 49 ΣΛΕΕ) 17 . Το παράγωγο δίκαιο θέτει όρια στα συστήματα αδειοδότησης που μπορούν να επιβάλλουν τα κράτη μέλη 18  και απαγορεύει ορισμένα είδη απαιτήσεων 19 .

Ως «εγκατάσταση» νοείται ιδίως η ανάληψη και η άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας με σκοπό τη συμμετοχή, επί σταθερής και συνεχούς βάσης, στην οικονομική ζωή ενός κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος προελεύσεως. 20  

Για τους επενδυτές που επιθυμούν να επενδύσουν διασυνοριακά στην ΕΕ, η πρόσβαση στις δημόσιες συμβάσεις αποτελεί σημαντικό στοιχείο του ευρωπαϊκού επενδυτικού οικοσυστήματος όπου παρέχονται ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στην αγορά. Ορισμένα είδη διαγωνισμών υποβολής προσφορών υπόκεινται σε εναρμονισμένους κανόνες σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις 21 . Επιπλέον, το ενωσιακό δίκαιο προβλέπει ότι οι δημόσιες συμβάσεις παραχώρησης και οι διαδικασίες ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων που παρουσιάζουν διασυνοριακό ενδιαφέρον πρέπει να ανατίθενται/πραγματοποιούνται μέσω ανοικτής διαδικασίας χωρίς διακρίσεις και βάσει αντικειμενικών, αμερόληπτων και αναλογικών κριτηρίων 22 .

Παράδειγμα 1 – Μέσα άσκησης αποτελεσματικού ανταγωνισμού για νεοεισερχόμενους από άλλα κράτη μέλη

Υπόθεση C-442/02 - Caixa Bank

Η Γαλλία απαγόρευσε στις τράπεζες να παρέχουν αμοιβή τρεχούμενων λογαριασμών. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η εν λόγω απαγόρευση συνιστούσε, για τις επιχειρήσεις από κράτη μέλη διαφορετικά από τη Γαλλία, σοβαρό εμπόδιο που επηρέαζε την αποτελεσματική πρόσβαση στη γαλλική αγορά. Η συγκεκριμένη απαγόρευση κατέστησε δυσκολότερο για τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι θυγατρικές ξένων επιχειρήσεων το να συγκεντρώνουν κεφάλαια από το ευρύ κοινό, στερώντας τους τη δυνατότητα να ανταγωνίζονται αποτελεσματικότερα με τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι παραδοσιακά εγκατεστημένα στην εγχώρια αγορά.

Ενώ η απαγόρευση αμοιβής των τρεχούμενων λογαριασμών εξυπηρετούσε ένα θεμιτό δημόσιο συμφέρον, όπως η ενθάρρυνση της μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης αποταμίευσης, υπερέβαινε τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του εν λόγω στόχου. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι παραβίαζε την ελευθερία της εγκαταστάσεως.

ii) Δραστηριοποίηση στην αγορά

Από τη στιγμή που οι επενδυτές της ΕΕ αρχίζουν να δραστηριοποιούνται σε άλλο κράτος μέλος ή πραγματοποιούν άλλου είδους επένδυση, το ενωσιακό δίκαιο, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξακολουθεί να εφαρμόζεται. Τους προστατεύει, γενικά, έναντι δημόσιων μέτρων που θα τους στερούσαν τη δυνατότητα εκμετάλλευσης της περιουσίας τους ή θα περιόριζαν την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, ακόμη και σε περίπτωση που τα εν λόγω μέτρα θα ίσχυαν εξίσου και για τους εθνικούς οικονομικούς φορείς 23 .

Οι επενδυτές είναι ελεύθεροι να συστήσουν επιχείρηση σε κράτος μέλος της επιλογής τους και να ιδρύσουν δευτερεύουσα εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος, ανεξαρτήτως του τόπου όπου πρόκειται να διεξάγονται οι κύριες ή το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους 24 . Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αναγνωρίζουν επιχειρήσεις που έχουν συσταθεί νομίμως βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, ιδίως σε ό,τι αφορά την ικανότητα διαδίκου της επιχείρησης να προσφεύγει στο πλαίσιο διαφοράς 25 .

Σε περίπτωση που μια ευρωπαϊκή επιχείρηση επιθυμεί να μεταφερθεί και να μετατραπεί σε επιχείρηση που διέπεται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους, ωφελείται από την ελευθερία εγκαταστάσεως. Ως προς αυτό, το κράτος μέλος προελεύσεως δεν δύναται να επιβάλει οποιουσδήποτε περιορισμούς σχετικά με τη μεταφορά και τη μετατροπή, εκτός της περίπτωσης κατά την οποία υφίστανται επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος και κατά τρόπο αναλογικό. 26 Για παράδειγμα, η υποχρεωτική εκκαθάριση της επιχείρησης στο κράτος προελεύσεως ως προϋπόθεση για τη μεταφορά της σε άλλο κράτος μέλος είναι δυσανάλογη και, συνεπώς, αντίθετη προς το ενωσιακό δίκαιο. 27 Τα κράτη μέλη δύνανται να αποτρέπουν ή να τιμωρούν την απάτη σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο. Εντούτοις, το γεγονός ότι μια επιχείρηση ορίζει την καταστατική ή την πραγματική έδρα της σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό να υπαχθεί σε ευνοϊκότερη νομοθεσία δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση. 28  

Η Επιτροπή πρότεινε πρόσφατα ένα πλαίσιο που επιτρέπει στις επιχειρήσεις να δραστηριοποιούνται εύκολα στην ενιαία αγορά, περιλαμβανομένης της διασυνοριακής ανάπτυξης και αναδιάρθρωσής τους με σκοπό να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς 29 . Η πρωτοβουλία περιλαμβάνει κοινές ενωσιακές διαδικασίες για τις διασυνοριακές μετατροπές και διασπάσεις και επικαιροποιεί τους ισχύοντες κανόνες σχετικά με τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις. Ορίζει ισχυρές εγγυήσεις για την προστασία των νόμιμων δικαιωμάτων και συμφερόντων των εργαζομένων, των μετόχων και των πιστωτών, και για την αποτροπή της εκμετάλλευσης των εν λόγω διαδικασιών με σκοπό τη διαμόρφωση τεχνητών ρυθμίσεων που αποσκοπούν ιδίως στην απόκτηση καταχρηστικών φορολογικών πλεονεκτημάτων, σύμφωνα με τη νομολογία.

Μια επιχείρηση της ΕΕ που επιθυμεί να παρέχει υπηρεσίες σε προσωρινή βάση αντί να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος δικαιούται να εφοδιαστεί με τις απαραίτητες υποδομές στο κράτος μέλος υποδοχής 30 . Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτούν την πραγματοποίηση της παροχής υπηρεσιών στο έδαφός τους από την τήρηση όλων των απαιτούμενων προϋποθέσεων εγκαταστάσεως και κατ’ αυτόν τον τρόπο να στερούν από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών 31 . Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, για τα επαγγελματικά προσόντα 32 , τις κοινωνικές παροχές για τους εργαζόμενους 33 , τις άδειες λειτουργίας 34 , τις ολοκληρωμένες υποχρεώσεις γνωστοποίησης συναλλαγών 35 , ή τις γενικές υποχρεώσεις μετάφρασης της υποστηρικτικής τεκμηρίωσης 36 .

Επιπλέον, οι επενδυτές με παραγωγικές δραστηριότητες προστατεύονται επίσης, καθώς τα εμπορεύματα που διατίθενται νομίμως στην αγορά σε ένα κράτος μέλος μπορούν, καταρχήν, να διατίθενται ελεύθερα στην ενιαία αγορά, χάρη στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων 37 . Βάσει σειρά κανόνων της ΕΕ έχουν εναρμονιστεί τα συναφή θέματα και έχουν διαμορφωθεί μηχανισμοί ώστε να καταστεί πρακτικά εφαρμόσιμη η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων 38 . 

Στο πλαίσιο της πραγματοποίησης διασυνοριακών επενδύσεων, οι επενδυτές μπορούν επίσης να προσλαμβάνουν εργατικό δυναμικό στο κράτος υποδοχής 39 . Οι εργαζόμενοι της ΕΕ έχουν το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας (άρθρο 45 ΣΛΕΕ). Όσον αφορά εργαζομένους που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε άλλο κράτος μέλος, το κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί να εξαρτά την κυκλοφορία του προσωπικού, περιλαμβανομένων των εργαζομένων από τρίτες χώρες, από αδικαιολόγητους ή δυσανάλογους περιορισμούς όπως η υποχρέωση απόκτησης άδειας εργασίας 40 . Για την εναρμόνιση της ελεύθερης κυκλοφορίας στην ενιαία αγορά με την προστασία των εργαζομένων, το εργατικό δίκαιο της χώρας υποδοχής εφαρμόζεται για τους αποσπασμένους εργαζομένους ως προς τα ζητήματα που απαριθμούνται στην οδηγία 96/71/ΕΚ για τους αποσπασμένους εργαζομένους 41 .

Το ενωσιακό δίκαιο σχετικά με την ενιαία αγορά εκτείνεται και στους φορολογικούς κανόνες, οι οποίοι είναι καίριας σημασίας για τους επενδυτές. Για παράδειγμα, ο ΦΠΑ, οι ειδικοί φόροι καταναλώσεως και η φορολογία της ενέργειας ρυθμίζονται βάσει οδηγιών της ΕΕ. Επιπλέον, ακόμη και αν, βάσει του ισχύοντος ενωσιακού δικαίου, η άμεση φορολογία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρμοδιότητας των κρατών μελών, τα κράτη μέλη πρέπει, ωστόσο, να ασκούν την εν λόγω αρμοδιότητα σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, περιλαμβανομένων των θεμελιωδών ελευθεριών 42 . Επιπροσθέτως, το παράγωγο δίκαιο της ΕΕ ορίζει κάποια όρια όσον αφορά την εν λόγω εθνική αρμοδιότητα. Για παράδειγμα, προκειμένου να διασφαλίζεται η ουδετερότητα του φόρου, η οδηγία «μητρικών-θυγατρικών» 43 απαλλάσσει από την παρακράτηση φόρου τα κέρδη που διανέμει μια θυγατρική στη μητρική εταιρεία της. Συνεπώς, τα κράτη μέλη δεν δύνανται να λαμβάνουν μονομερώς περιοριστικά μέτρα και να εξαρτούν το δικαίωμα απαλλαγής από την παρακράτηση φόρου βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας από διάφορες προϋποθέσεις 44 .

Παράδειγμα 2 – Τα συνταξιοδοτικά ταμεία που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να υπόκεινται στην ίδια φορολογική μεταχείριση με τα εγχώρια συνταξιοδοτικά ταμεία

Υπόθεση C-493/09 - Επιτροπή κατά Πορτογαλίας

Βάσει της πορτογαλικής νομοθεσίας, τα μερίσματα που διανέμονται από τα πορτογαλικά συνταξιοδοτικά ταμεία απαλλάχθηκαν από τον φόρο υπό την προϋπόθεση ότι τα εταιρικά μερίδια κατέχονταν αδιαλείπτως επί τουλάχιστον ένα έτος· αντιθέτως, επιβλήθηκε παρακράτηση φόρου (καταρχήν 20 %) επί των μερισμάτων που διανέμονταν σε συνταξιοδοτικά ταμεία που έδρευαν σε άλλα κράτη μέλη σε σχέση με το εισόδημα που αποκτούνταν στο έδαφος της Πορτογαλίας. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η πορτογαλική νομοθεσία αντίκειτο στην ελευθερία της κυκλοφορίας των κεφαλαίων που κατοχυρώνεται στη Συνθήκη. Έκρινε ότι η Πορτογαλία δεν αιτιολόγησε τη μεροληπτική μεταχείριση των μερισμάτων που καταβάλλονταν σε συνταξιοδοτικά ταμεία που έδρευαν σε άλλα κράτη μέλη. Επιπλέον, το γεγονός ότι τα συνταξιοδοτικά ταμεία που εδρεύουν στην αλλοδαπή δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να τύχουν της απαλλαγής που χορηγείται στα συνταξιοδοτικά ταμεία που εδρεύουν στην Πορτογαλία δεν συμβιβαζόταν με την αρχή της αναλογικότητας ούτε λόγω των δυσχερειών που επικαλείται η Πορτογαλία όσον αφορά τη συγκέντρωση των κρίσιμων στοιχείων και την είσπραξη των φορολογικών οφειλών.

iii) Έξοδος από την αγορά

Στα δικαιώματα των επενδυτών βάσει του ενωσιακού δικαίου περιλαμβάνεται η ελευθερία προσδιορισμού της φύσης και της έκτασης της οικονομικής δραστηριότητάς τους. Συνεπώς, το Δικαστήριο αναγνώρισε επίσης το δικαίωμα των οικονομικών φορέων να αποφασίζουν για το μέγεθος της επένδυσής τους και την ελευθερία να περιορίζουν επακολούθως τη δραστηριότητά τους ή ακόμη και να τη διακόπτουν 45 . Ο περιορισμός της εν λόγω ελευθερίας πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένος και να συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας.

III.Το ενωσιακό δίκαιο προστατεύει τους επενδυτές από την αδικαιολόγητη επιβολή περιορισμών

Οι περιορισμοί των επενδύσεων μπορούν λάβουν διάφορες μορφές. Περιλαμβάνουν τα εξής:

·απαγόρευση κτήσεως συμμετοχών στο εταιρικό κεφάλαιο επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος μέλος 46 ,

·απαγόρευση πώλησης μεριδίων στο σύστημα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε ιδιώτες επενδυτές (δηλ. απαγόρευση ιδιωτικοποίησης),

·απαγόρευση στα συνταξιοδοτικά ταμεία να πραγματοποιούν επενδύσεις άνω του 5 % των περιουσιακών τους στοιχείων στο εξωτερικό 47 ,

·κανόνες που προβλέπουν την υποχρεωτική κατάθεση τίτλων που έχουν εκδοθεί ή είναι πληρωτέοι στην αλλοδαπή προς φύλαξη σε εξουσιοδοτημένη τράπεζα ή σε τράπεζα της αλλοδαπής που έχει επιλεγεί από εξουσιοδοτημένη τράπεζα 48 ,

·ειδικά δικαιώματα που διατηρούν κράτη μέλη σε ορισμένες επιχειρήσεις μετά την ιδιωτικοποίησή τους (προνομιούχες μετοχές - «golden shares») 49 , και

·συστήματα προηγούμενης έγκρισης για επενδύσεις σε ακίνητα (για παράδειγμα, σε γεωργική γη) 50 .

Ωστόσο, σε περίπτωση που επιβάλλουν περιορισμούς στα δικαιώματα των επενδυτών της ΕΕ, οι δημόσιες αρχές υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τους περιορισμούς που προβλέπονται από το ενωσιακό δίκαιο.

1.Οι διακρίσεις και οι εθνικοί περιορισμοί στα δικαιώματα των επενδυτών απαγορεύονται καταρχήν

Με βάση τη Συνθήκη, οι διακρίσεις βάσει εθνικότητας καθώς και άλλες μορφές διακρίσεων, απαγορεύονται καταρχήν και είναι νόμιμες μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Η εν λόγω απαγόρευση καλύπτει και τις έμμεσες διακρίσεις και, ως εκ τούτου, εκτείνεται και σε μέτρα που χρησιμοποιούν κριτήρια φαινομενικά ουδέτερα αλλά τα οποία οδηγούν στην πράξη σε αποτέλεσμα που ισοδυναμεί με διάκριση 51 .

Ο νομοθέτης της ΕΕ έχει καταστήσει απολύτως παράνομη οποιαδήποτε μορφή διάκρισης βάσει της εθνικότητας, άμεσου ή έμμεσου χαρακτήρα, σε ορισμένους τομείς οι οποίοι είναι εξαντλητικά ή εν μέρει εναρμονισμένοι, για παράδειγμα στην οδηγία σχετικά με τις υπηρεσίες ή στις οδηγίες για τον τομέα τηλεπικοινωνιών 52 .

Εκτός από τις διακρίσεις, η Συνθήκη ορίζει επίσης ότι περιορισμό συνιστά επίσης οποιοδήποτε μέτρο εφαρμόζεται αδιακρίτως 53 το οποίο απαγορεύει, παρακωλύει ή καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση μίας από τις θεμελιώδεις ελευθερίες, ακόμη και εάν αυτό συμβαίνει εμμέσως και εν δυνάμει.

Ο εν λόγω περιορισμός απαγορεύεται εκτός εάν είναι δεόντως αιτιολογημένος και συμβατός με τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα, 54 ακόμη και αν είναι περιορισμένης εμβέλειας ή ελάσσονος σημασίας, 55  και, επίσης, εάν επιβάλλεται από το κράτος μέλος προελεύσεως του επενδυτή 56 . Η εν λόγω απαγόρευση αφορά ιδίως τις εθνικές νομοθεσίες, άλλα γενικώς εφαρμοστέα μέτρα, και μεμονωμένες διοικητικές αποφάσεις.

Παράδειγμα 3 – Η υποχρέωση των επενδυτών να προβαίνουν σε κοινοποίηση των δραστηριοτήτων τους μπορεί επίσης να συνιστά παράνομο περιορισμό

Υπόθεση C-577/10 – Επιτροπή κατά Βελγίου («Limosa»)

Βάσει τη βελγικής νομοθεσίας, οι αλλοδαποί πάροχοι υπηρεσιών πρέπει να αποστέλλουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές δήλωση, πριν την άσκηση των δραστηριοτήτων, στην οποία περιγράφονται αναλυτικά οι δραστηριότητές τους στο Βέλγιο. Η Επιτροπή αμφισβήτησε την εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας όσον αφορά τους αυτοαπασχολούμενους παρόχους υπηρεσιών.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχαν βάσιμοι λόγοι για την ενέργεια αυτή. Κατά πρώτον, έκρινε ότι το υπό εξέταση μέτρο συνιστούσε περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Το Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι η προστασία των εργαζομένων, την οποία επικαλέστηκε το Βέλγιο, αποτελεί θεμιτό δημόσιο συμφέρον. Όμως το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το Βέλγιο δεν έχει δικαιολογήσει κατά τρόπο αρκούντως πειστικό, καίτοι όφειλε να το πράξει, γιατί η κοινοποίηση όλως λεπτομερών πληροφοριακών στοιχείων είναι απαραίτητη για την επίτευξη των σκοπών δημοσίου συμφέροντος τους οποίους επικαλείται, ούτε γιατί η υποχρέωση κοινοποιήσεώς τους πριν την άσκηση δραστηριότητας δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου προς επίτευξη των εν λόγω σκοπών μέτρου. Σε αυτό το πλαίσιο το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι οποιοδήποτε τεκμήριο κατάχρησης από αλλοδαπούς οικονομικούς φορείς είναι ασύμβατο με τη Συνθήκη. 

2.Οι εθνικοί περιορισμοί πρέπει να αιτιολογούνται

Οι ελευθερίες της αγοράς και τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν είναι απόλυτα αλλά πρέπει να εξισορροπούνται από τις δημόσιες αρχές με άλλους στόχους δημόσιας πολιτικής.

   α. Ορισμένοι περιορισμοί δεν μπορούν να αιτιολογηθούν ποτέ

Ορισμένα είδη περιορισμών είναι καθαυτά ασύμβατα με τη Συνθήκη, για παράδειγμα, η προϋπόθεση της αμοιβαιότητας έναντι άλλων κρατών μελών 57 ή το τεκμήριο απάτης όσον αφορά αλλοδαπούς 58 . 

Επιπλέον, ορισμένα σοβαρά είδη περιορισμών έχουν καταστεί απολύτως παράνομα από τον ευρωπαίο νομοθέτη (για παράδειγμα, η «μαύρη λίστα» που καθορίζεται στο άρθρο 14 της οδηγίας σχετικά με τις υπηρεσίες απαγορεύει την υποχρέωση ύπαρξης κύριας εγκατάστασης) 59 .

Επιπλέον, όσον αφορά θέματα που δεν είναι πλήρως εναρμονισμένα, οι κανόνες της ΕΕ περιορίζουν τη διακριτική ευχέρεια της ΕΕ ή των εθνικών αρχών, για παράδειγμα, καθορίζοντας τα κριτήρια για την προληπτική αξιολόγηση των ειδικών συμμετοχών σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα 60 .

   β.    Ορισμένοι περιορισμοί μπορούν να αιτιολογηθούν βάσει θεμιτών δημόσιων στόχων

Το ενωσιακό δίκαιο προβλέπει την επιβολή περιορισμών στις θεμελιώδεις ελευθερίες, στον βαθμό που αιτιολογούνται βάσει στόχων που εκφράζονται ρητώς στη Συνθήκη. Για παράδειγμα, το άρθρο 52 της Συνθήκης επιτρέπει την επιβολή περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών για λόγους δημόσιας πολιτικής, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας.

Οι περιορισμοί που δεν δημιουργούν διακρίσεις βάσει εθνικότητας μπορούν επίσης να αιτιολογηθούν με βάση επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως αναγνωρίζεται από τη νομολογία το Δικαστηρίου. Στους εν λόγω περιορισμούς περιλαμβάνονται οι ακόλουθοι:

·η προστασία του περιβάλλοντος 61 ,

·η συνοχή του φορολογικού συστήματος, 62  

·η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, 63  

·η διατήρηση μιας γεωργικής κοινότητας στον τόπο της και η καταπολέμηση της υπερβολικής κερδοσκοπίας στον τομέα της γης, 64  

·o χωροταξικός σχεδιασμός (για παράδειγμα, περιορισμοί στις δευτερεύουσες κατοικίες) 65 ,

·προστασία των καταναλωτών 66 ,

·η προστασία των εργαζομένων 67 , και

·η προστασία των πιστωτών και των μειοψηφούντων μετόχων 68 .

Ο κατάλογος των επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος έχει εξελιχθεί καθώς η νομολογία του Δικαστηρίου αναγνωρίζει τα διαρκώς μεταβαλλόμενα συμφέροντα των κοινωνιών μας. Ωστόσο, το δίκαιο της ΕΕ δεν επιτρέπει σε εθνικά μέτρα να περιορίζουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες για διοικητικούς ή καθαρά οικονομικούς λόγους 69 . Επιπλέον, το θεμιτό δημόσιο συμφέρον που αναγνωρίζεται στη Συνθήκη και στη νομολογία πρέπει να ερμηνεύεται υπό στενή έννοια 70 .

3.Όλοι οι περιορισμοί πρέπει να συνάδουν με τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου (αναλογικότητα, ασφάλεια δικαίου και δικαιολογημένη εμπιστοσύνη)

Οποιοδήποτε μέτρο θεσπίζεται από κράτος μέλος εντός του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου το οποίο επηρεάζει τα δικαιώματα των επενδυτών πρέπει να συνάδει με τις εφαρμοστέες γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου, οι οποίες μπορούν να διευκρινίζονται περαιτέρω στην ενωσιακή νομοθεσία 71 .

Κατά πρώτον, οι εθνικοί περιορισμοί πρέπει να συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή οι περιοριστικές διατάξεις πρέπει να ευνοούν την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου και, μεταξύ άλλων, πρέπει να εξυπηρετούν τον θεμιτό δημόσιο στόχο κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό 72 . Δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια του αναγκαίου προς επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος 73 .Ένα περιοριστικό μέτρο δεν είναι αναλογικό, εάν υφίσταται πιθανό εναλλακτικό μέτρο διά του οποίου μπορεί να επιδιωχθεί το επίμαχο δημόσιο συμφέρον κατά τρόπο λιγότερο περιοριστικό όσον αφορά την ελευθερία της κυκλοφορίας 74 . 

Στην πράξη, ο ρόλος της αρχής της αναλογικότητας είναι κεντρικής σημασίας. Το Δικαστήριο ασκεί εις βάθος έλεγχο όταν πρόκειται για ζητήματα αναλογικότητας εθνικών μέτρων που περιορίζουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Κατά την αξιολόγηση της αναλογικότητας, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης. Εναπόκειται στις εθνικές αρχές να καταδεικνύουν ότι η νομοθεσία τους είναι συνεπής προς την αρχή της αναλογικότητας. Συναφώς, οι δικαιολογητικοί λόγοι που μπορούν να προβληθούν από το κράτος μέλος πρέπει να συνοδεύονται από κατάλληλες αποδείξεις ή από ανάλυση της καταλληλότητας και της αναλογικότητας του περιοριστικού μέτρου 75 . 

Παράδειγμα 4 – Η έμμεση απαλλοτρίωση ως δυσανάλογος περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C52/16 και C113/16 – SEGRO και Horváth

Μια ουγγρική επιχείρηση (ιδιοκτήτες της οποίας ήταν ιδιώτες μόνιμοι κάτοικοι Γερμανίας) και ένας Αυστριακός πολίτης απέκτησαν, πριν από τις 30 Απριλίου 2014, δικαιώματα επικαρπίας σε γεωργική γη στην Ουγγαρία, τα οποία καταχωρίστηκαν στο κτηματολόγιο. Τροποποιήσεις στην οικεία ουγγρική νομοθεσία το 2013 εξάλειψαν όλα τα δικαιώματα επικαρπίας επί αρόσιμης γης, εκτός εάν μπορούσε να αποδειχθεί ότι τα εν λόγω δικαιώματα δημιουργήθηκαν μεταξύ μελών της ίδιας οικογένειας. Ως εκ τούτου, τα δικαιώματα των ενδιαφερόμενων αλλοδαπών της ΕΕ ήρθησαν από το κτηματολόγιο.

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι προαναφερθείσες τροποποιήσεις της νομοθεσίας το 2013 περιόριζαν την ελευθερία κυκλοφορίας των κεφαλαίων καθώς στερούσαν από τους προσφεύγοντες τη δυνατότητα να απολαύουν την περιουσία στην οποία επένδυσαν κεφάλαια, και δημιουργούσαν διακρίσεις υπό την έννοια ότι οι τροποποιήσεις στόχευαν εκ των πραγμάτων αλλοδαπούς. Τα μέτρα δεν ήταν κατάλληλα για την επίτευξη θεμιτών στόχων δημόσιας πολιτικής (για παράδειγμα, τη διατήρηση βιώσιμων γεωργικών κοινοτήτων), υπερέβαιναν τα όρια του αναγκαίου και θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από λιγότερο περιοριστικά μέσα.

Κατά δεύτερον, η ασφάλεια δικαίου αποτελεί γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου που αφορά και τους επενδυτές. Βάσει της εν λόγω αρχής, απαιτείται οι ενωσιακοί ή εθνικοί κανόνες να είναι σαφείς, ακριβείς και προβλέψιμοι όσον αφορά τις συνέπειές τους, ιδίως αυτές ενδέχεται να είναι δυσμενείς για ιδιώτες και επιχειρήσεις 76 . Η εν λόγω απαίτηση πρέπει να τηρείται κατά μείζονα λόγο αυστηρά σε περίπτωση που οι κανόνες ενδέχεται να έχουν αρνητικές συνέπειες για ιδιώτες και επιχειρήσεις 77 ή σε περίπτωση που οι κανόνες είναι πιθανό να συνεπάγονται οικονομικές επιπτώσεις για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα 78 . Όταν οι δημόσιες αρχές ενεργούν εντός του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, πρέπει να ασκούν τη διακριτική τους ευχέρεια βάσει αντικειμενικών, αρκούντως συγκεκριμένων και σαφών κριτηρίων που δεν δημιουργούν διακρίσεις και τα οποία είναι γνωστά εκ των προτέρων 79 .

Επιπλέον, η ασφάλεια δικαίου περιλαμβάνει επίσης την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης 80 . Εντούτοις, υπό ορισμένες μόνο περιστάσεις δύνανται οι επενδυτές της ΕΕ να αμφισβητήσουν την τροποποίηση των ισχυόντων κανόνων ή τη θέσπιση νέων κανόνων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, για λόγους προστασίας των δικαιολογημένης εμπιστοσύνης τους.

Προκειμένου να μπορούν να βασιστούν στην προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οι οικονομικοί φορείς πρέπει να ενεργούν καλόπιστα 81 και κατά τρόπο συνετό και επιμελή 82 . Αυτό σημαίνει ότι εάν ένας επενδυτής γνώριζε ή θα έπρεπε ευλόγως να γνωρίζει ότι η πηγή της προσφυγής του, οι κανόνες επί των οποίων βασίστηκε η προσφυγή του, η συμπεριφορά της δημόσιας αρχής που εφαρμόζει τους εν λόγω κανόνες ή η διαδικασία που ακολούθησε η εν λόγω δημόσια αρχή αντέβαιναν στο ενωσιακό δίκαιο, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης 83 .

Οι οικονομικοί φορείς δεν μπορούν να αναμένουν ότι ένα ισχύον νομικό καθεστώς μπορεί πάντοτε να διατηρείται 84 . Από την άλλη πλευρά, όταν η ΕΕ ή ένα κράτος μέλος λαμβάνει ένα νέο μέτρο κατά τρόπο που επηρεάζει αρνητικά τα συμφέροντα των επενδυτών, πρέπει να μεριμνά, κατά περίπτωση, για την πραγματοποίηση προσαρμογών των νέων κανόνων οι οποίες θα λαμβάνουν υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση των επηρεαζόμενων επενδυτών, εκτός εάν υφίσταται επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος που δεν επιτρέπει την πραγματοποίηση των εν λόγω προσαρμογών 85 .

Παράδειγμα 5 – Η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Υπόθεση C-201/08 – Plantanol GmbH & Co

Η γερμανική φορολογική νομοθεσία προέβλεπε φοροαπαλλαγή για ορισμένου είδους αναμεμειγμένο βιοκαύσιμο μέχρι τα τέλη του 2009. Η φοροαπαλλαγή αποσύρθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2006, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2007, δηλ. 2 πλήρη έτη πριν από την ημερομηνία λήξης.

Το Δικαστήριο υπενθύμισε το περιεχόμενο των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Εντούτοις, τόνισε επίσης ότι, όταν ένας συνετός και επιμελής επενδυτής είναι σε θέση να προβλέψει ότι η θέσπιση μέτρου ήταν ικανή να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή μετά τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι πρόκειται για εκτίμηση με βάση τα πραγματικά περιστατικά στην οποία πρέπει να προβεί το εθνικό δικαστήριο, αλλά επιβεβαίωσε ότι η ασφάλεια δικαίου και η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν εμποδίζουν, καταρχήν, ένα κράτος μέλος από το να αποσύρει ένα καθεστώς φοροαπαλλαγής πριν από την ημερομηνία λήξης.

Καταρχήν, οι επενδυτές της ΕΕ δεν θα πρέπει να βρίσκονται στην ανάγκη να επικαλούνται την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παρά μόνο περιστασιακά, διότι μπορούν συνήθως να βασίζονται στην εφαρμογή των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη (περιλαμβανομένης της αναλογικότητας και της αποφυγής δημιουργίας διακρίσεων) καθώς και στο παράγωγο δίκαιο της ΕΕ. Πράγματι, οι κανόνες της ΕΕ παράγουν έννομα αποτελέσματα από τη στιγμή της θέσης τους σε ισχύ 86 . Επίσης, εφαρμόζονται άμεσα και είναι δεσμευτικoί για ένα νέο κράτος μέλος από την ημερομηνία της προσχώρησής του, με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται για τα μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεων που προέκυψαν πριν από την προσχώρηση του εν λόγω κράτους μέλους στην ΕΕ 87 . 

4.Όλοι οι εθνικοί περιορισμοί πρέπει να συνάδουν με τα θεμελιώδη δικαιώματα

Οι διασυνοριακοί επενδυτές μπορούν επίσης να επικαλεστούν, εντός του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως η επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα ιδιοκτησίας και το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία όταν ενεργούν εντός του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου 88 . Όταν ένα κράτος μέλος (περιλαμβανομένου του εθνικού νομοθέτη) λαμβάνει ένα μέτρο που παρεκκλίνει από μία από τις θεμελιώδεις ελευθερίες που διασφαλίζει το ενωσιακό δίκαιο, το εν λόγω μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. Ως εκ τούτου, η προστασία που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο, περιλαμβανομένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, εφαρμόζεται στο ακέραιο 89 .

Η επιχειρηματική ελευθερία μπορεί να προβάλλεται αποτελεσματικά κατά σοβαρών περιορισμών της συμβατικής ελευθερίας του επενδυτή 90 . Το δικαίωμα ιδιοκτησίας (δηλαδή το δικαίωμα κατοχής, χρήσης και διάθεσης των νομίμως αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων) είναι ουσιώδους σημασίας για κάθε καθεστώς προστασίας των επενδύσεων. Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο, το θεμελιώδες δικαίωμα στην ιδιοκτησία αφορά την «ιδιοκτησία» υπό την ευρύτερη δυνατή έννοια της λέξης 91 και καλύπτει εξίσου την απρόσκοπτη χρήση του δικαιώματος. Συνεπάγεται άμεσα δικαίωμα αποζημίωσης για τη στέρηση της ιδιοκτησίας για λόγους γενικού συμφέροντος 92 . Η προστασία που παρέχεται επ’ αυτής της βάσης είναι ιδιαίτερα σημαντική στην περίπτωση απαλλοτρίωσης ή ισοδύναμων μέτρων.

Τα εν λόγω δικαιώματα δεν είναι απόλυτα και η άσκησή τους μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς, στον βαθμό που οι εν λόγω περιορισμοί δικαιολογούνται βάσει στόχων γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζονται βάσει του ενωσιακού δικαίου και είναι αναλογικοί. Η σημασία των στόχων που επιδιώκεται να επιτευχθούν με τα περιοριστικά μέτρα μπορεί να δικαιολογεί τις αρνητικές, ακόμη και τις σοβαρές, συνέπειες για ορισμένους οικονομικούς φορείς. Ωστόσο, οι περιορισμοί δεν πρέπει να συνιστούν, όσον αφορά τον επιδιωκόμενο στόχο, δυσανάλογη και μη ανεκτή παρέμβαση που υπονομεύει την ουσία των εν λόγω δικαιωμάτων. 93

5.Οι επενδυτές δύνανται να επικαλεστούν τους κανόνες της ΕΕ περί ανταγωνισμού έναντι εθνικών μέτρων

Στην ενιαία αγορά της ΕΕ πρέπει να διασφαλίζεται ο ανόθευτος ανταγωνισμός και οι ίσοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να χορηγούν κρατική ενίσχυση παρά μόνον εάν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά 94 . Επιπλέον, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να επιβάλλουν ή να διευκολύνουν τη σύναψη αντιθέτων προς το άρθρο 101 ή 102 της ΣΛΕΕ συμφωνιών, αποφάσεων ή συμπράξεων ή να ενισχύουν τα αποτελέσματά τους, ή να αφαιρούν από τις δικές τους κανονιστικές ρυθμίσεις τον κρατικό τους χαρακτήρα μεταθέτοντας την ευθύνη λήψεως αποφάσεων περί παρεμβάσεως σε οικονομικά θέματα σε ιδιώτες επιχειρηματίες 95 . Τα άρθρα 102 ΣΛΕΕ και 106 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ παραβιάζονται επίσης σε περίπτωση που ένα μέτρο που αποδίδεται σε ένα κράτος μέλος, και ιδίως ένα μέτρο μέσω του οποίου ένα κράτος μέλος αναγνωρίζει ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 106 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, δημιουργεί κίνδυνο κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης 96 . 

IV.Επιβολή των δικαιωμάτων των επενδυτών βάσει του ενωσιακού δικαίου

Ενώ το διεθνές δίκαιο των επενδύσεων (για παράδειγμα, οι διμερείς επενδυτικές συμφωνίες) επικεντρώνεται κυρίως στην αποζημίωση των επενδυτών μετά τη διάπραξη της παραβίασης, το ενωσιακό δίκαιο παρέχει τη δυνατότητα προστασίας των διασυνοριακών επενδυτών στην ΕΕ με διάφορους τρόπους και σε διαφορετικά επίπεδα. Οι διασυνοριακοί επενδυτές προστατεύονται στην ΕΕ μέσω σειράς μηχανισμών που αποσκοπούν στην πρόληψη ή την επίλυση των παραβιάσεων των δικαιωμάτων τους που προέρχονται από τον νομοθέτη, τις διοικητικές αρχές ή τη δικαστική εξουσία. Η δικαστική επιβολή των δικαιωμάτων που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο είναι μία από διάφορες πιθανές λύσεις. Σε περίπτωση που η δικαστική επιβολή θεωρείται η προσφορότερη οδός ή σε περίπτωση που έχουν εξαντληθεί άλλες οι δυνατότητες, ένας ιδιώτης μπορεί να βασιστεί σε ένα πλήρες και ολοκληρωμένο σύστημα ένδικων μέσων βάσει του ενωσιακού δικαίου.

1.Μηχανισμοί πρόληψης των παραβιάσεων και εξωδικαστικές λύσεις

Εκ των προτέρων έλεγχος εθνικών μέτρων που ενδέχεται να υπονομεύουν τα δικαιώματα ενός ιδιώτη βάσει ενωσιακού δικαίου

Η πρόληψη των παραβιάσεων των δικαιωμάτων ενός ιδιώτη βάσει του ενωσιακού δικαίου έχει ιδιαίτερη αξία για τους επενδυτές, οι οποίοι έχουν ιδιαίτερη ανάγκη να σχεδιάζουν και να εκτελούν τις οικονομικές αποφάσεις τους μέσα σε ένα προβλέψιμο και σταθερό κανονιστικό περιβάλλον.

Με σκοπό τη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων στην ενιαία αγορά, στο άρθρο 108 ΣΛΕΕ έχει θεσπιστεί ένα σύστημα εκ των προτέρων κοινοποίησης που αποσκοπεί να παρέχει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη δυνατότητα να διασφαλίζει τη συμβατότητα των μέτρων κρατικών ενισχύσεων (περιλαμβανομένης της εθνικής νομοθεσίας) με την ενιαία αγορά προτού τεθούν σε ισχύ.

Όσον αφορά τους κανόνες της ΕΕ σχετικά με την ελευθερία της κυκλοφορίας, ο νομοθέτης όρισε ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να κοινοποιούν ορισμένα μέτρα νομοθετικού ή διοικητικού χαρακτήρα πριν από τη θέσπισή τους και να τα υποβάλλουν στον έλεγχο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καθώς και, ανάλογα με την περίπτωση, των υπολοίπων κρατών μελών. Παρότι σε ορισμένες περιπτώσεις η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει απλώς την εξουσία έκδοσης σύστασης προς το οικείο κράτος μέλος, 97 σε άλλες περιπτώσεις έχει εκ του νομοθέτη την εξουσία να εκδίδει αποφάσεις βάσει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, οι οποίες είναι δεσμευτικές για το οικείο κράτος μέλος 98 . Η εν λόγω εξουσία λήψης αποφάσεων είναι διάφορη και διακριτή από την εξουσία του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί των παραβάσεων που διαπράττουν τα κράτη μέλη 99 . Για παράδειγμα, η οδηγία σχετικά με τις υπηρεσίες 100 εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να λαμβάνει αποφάσεις όσον αφορά την αιτιολόγηση και την αναλογικότητα ορισμένων νέων εθνικών φραγμών που ο νομοθέτης της ΕΕ έχει χαρακτηρίσει ως ιδιαίτερα επιβλαβείς για την επίτευξη της ενιαίας αγοράς όσον αφορά ορισμένες υπηρεσίες. Προκειμένου να καταστήσει τη διαδικασία κοινοποίησης αποτελεσματική στην πράξη, η Επιτροπή υπέβαλε πρόσφατα πρόταση για μια «οδηγία για την κοινοποίηση» 101 .

Παράδειγμα 6 – Μέτρο επιβολής της μεταφοράς ορισμένων πτήσεων από τον αερολιμένα του Λινάτε στον αερολιμένα Μαλπένσα

Υπόθεση C-361/98 – Ιταλία κατά Επιτροπής («Μαλπένσα»)

Σκοπός του κανονισμού 2408/92 είναι να επιτρέψει την εφαρμογή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα των αερομεταφορών. Η Ιταλία εξέδωσε, τον Ιούλιο του 1996 και τον Οκτώβριο του 1997 αντίστοιχα, δύο διατάγματα βάσει των οποίων το σύνολο της εναέριας κυκλοφορίας επρόκειτο να μεταφερθεί από τον αερολιμένα του Λινάτε, κοντά στο κέντρο του Μιλάνου, σε άλλους πιο απομακρυσμένους αερολιμένες, με μία μόνο εξαίρεση που πρακτικά αφορούσε μόνο το δρομολόγιο Μιλάνο-Ρώμη.

Μετά από καταγγελίες που υπέβαλαν διεθνείς αερομεταφορείς, η Επιτροπή εξέδωσε στις 16 Σεπτεμβρίου 1998 απόφαση που απαγόρευε τα επίμαχα ιταλικά μέτρα. Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε βάσει του άρθρου 8 του κανονισμού 2408/92 που εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να λαμβάνει αποφάσεις αναφορικά με εθνικά μέτρα που διέπουν την κατανομή της κυκλοφορίας εις βάρος παρόχων υπηρεσιών στον τομέα των αερομεταφορών. Στην απόφασή της η Επιτροπή έκρινε ότι το επίμαχο ιταλικό μέτρο δημιουργούσε εμμέσως διακρίσεις και ήταν εμμέσως δυσανάλογο. Η Ιταλία αμφισβήτησε το εν λόγω μέτρο ενώπιον του Δικαστηρίου, προβάλλοντας διάφορους λόγους τόσο όσον αφορά την εξουσία της Επιτροπής όσο και αναφορικά με την πραγματοποιηθείσα αξιολόγηση.

Στην απόφασή του, το Δικαστήριο απέρριψε την αμφισβήτηση της Ιταλίας. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δικαίως η Επιτροπή εξέτασε, αφενός, αν τα θεσπισθέντα με τα επίδικα διατάγματα εθνικά μέτρα επιβάλλουν περιορισμούς που εφαρμόζονται φαινομενικά αδιακρίτως και, αφετέρου, αν τα μέτρα αυτά μπορούν να διασφαλίσουν την πραγματοποίηση του στόχου τον οποίο επιδιώκουν, χωρίς να βαίνουν πέραν των ορίων του αναγκαίου για την επίτευξή του μέτρου. Εξέτασε την αξιολόγηση της αιτιολόγησης και της αναλογικότητας που πραγματοποίησε η Επιτροπή στο πλαίσιο της απόφασής της και διαπίστωσε ότι κανένας από τους πολυάριθμους λόγους που προέβαλε η Ιταλία δεν ήταν βάσιμος.

Εφαρμογή από τη διοίκηση κανόνων που συνάδουν με το δίκαιο της ΕΕ

Οι εθνικές διοικητικές αρχές είναι ο πρώτος και συνηθέστερος συνομιλητής με τον οποίο έρχονται σε επαφή οι επενδυτές σε ένα κράτος μέλος, όταν ξεκινούν μία επένδυση ή κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους. Οι εθνικές διοικητικές αρχές οφείλουν να εφαρμόζουν αποτελεσματικά το ενωσιακό δίκαιο, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο με βάση το ενωσιακό δίκαιο, να ακυρώνουν τις εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις που αντίκεινται στο ενωσιακό δίκαιο και να αίρουν τις συνέπειες των παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου (π.χ. επιστροφή αδικαιολόγητης φορολογίας). Οι εν λόγω αρχές, που απορρέουν από το καθήκον της καλόπιστης συνεργασίας των κρατών μελών βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 3 ΣΕΕ και την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου, 102 επιτρέπουν την ορθή και αποτελεσματική εφαρμογή των δικαιωμάτων που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο χωρίς την ανάγκη προσφυγής σε ένδικα μέσα. Πρέπει να τηρούνται, ακόμη και σε περίπτωση που δεν προβλέπονται ρητώς στο πλαίσιο των εθνικών δικονομικών κανόνων 103 . 

Παράδειγμα 7 – Μη εφαρμογή διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας από διοικητικούς φορείς

Υπόθεση C476/10 – Pepic

Δύο υπήκοοι του Λιχτενστάιν δεν έλαβαν την άδεια που απαιτούνταν βάσει της αυστριακής νομοθεσίας για την αγορά δευτερευουσών κατοικιών από αλλοδαπούς.

Το Δικαστήριο ερμήνευσε την υπόθεση επί τη βάσει των διατάξεων περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων του άρθρου 40 της συμφωνίας ΕΟΧ, η οποία, διαπίστωσε, ότι έχει το ίδιο πεδίο εφαρμογής με το άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Κατά πρώτον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απαίτηση αδειοδότησης συνιστούσε διάκριση βάσει της υπηκοότητας. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο δήλωσε ότι όλοι οι εθνικοί διοικητικοί φορείς πρέπει να τηρούν την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορρίψουν αυτού του είδους τις εσωτερικές νομοθετικές διατάξεις που δημιουργούν διακρίσεις.

Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα σε ακρόαση όταν οι αρχές των κρατών μελών λαμβάνουν μεμονωμένα μέτρα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου και μπορούν να επηρεάσουν το εν λόγω πρόσωπο. 104 Οι διοικητικές αρχές πρέπει να εφαρμόζουν τους κανόνες αμερόληπτα, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και χωρίς να δημιουργούν κανενός είδους διακρίσεις, 105 ενώ πρέπει να συνοδεύουν τις αποφάσεις με το κατάλληλο σκεπτικό 106 . Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος εισέπραξε φόρους κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου, απαιτείται καταρχήν να επιστρέψει τα σχετικά ποσά, εντόκως 107 . 

Αναγνωρίζοντας την ανάγκη ταχειών εξωδικαστικών λύσεων για διασυνοριακά προβλήματα, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη δημιούργησαν το SOLVIT το 2002. Σκοπός του SOLVIT είναι να παρέχει ρεαλιστικές λύσεις στους πολίτες και τις επιχειρήσεις των ΕΕ/ΕΟΧ σε περιπτώσεις που αντιμετωπίζουν δυσκολίες όσον αφορά την τήρηση των ενωσιακών δικαιωμάτων τους από τις δημόσιες αρχές. Στην ανακοίνωσή της «Σχέδιο δράσης για την ενίσχυση του δικτύου SOLVIT: απτά οφέλη για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις από την ενιαία αγορά», 108 η Επιτροπή δεσμεύθηκε, από κοινού με τα κράτη μέλη, να προχωρήσει για την ενίσχυση του στρατηγικού ρόλου του δικτύου SOLVIT, ώστε η ενιαία αγορά να λειτουργεί καλύτερα στην πράξη για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.

2.Αποτελεσματική δικαστική προστασία για τα δικαιώματα των επενδυτών βάσει του ενωσιακού δικαίου

Πλήρες σύστημα ένδικων μέσων σε επίπεδο ΕΕ και κρατών μελών

Δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 1 ΣΕΕ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να παρέχουν ένδικα μέσα προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική νομική προστασία στους τομείς που καλύπτει το ενωσιακό δίκαιο 109 . Βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη, ο οποίος εφαρμόζεται άμεσα, καθένας έχει το δικαίωμα πρόσβασης σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο και σε δίκαιη δίκη 110 . Τα εθνικά συστήματα απονομής δικαιοσύνης στην Ένωση υπόκεινται σε πρότυπα ανεξαρτησίας, ποιότητας και αποτελεσματικότητας, που ορίζονται στην πλούσια νομολογία του Δικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) 111 . 

Διατίθενται πολλαπλά ένδικα μέσα για τους ιδιώτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων

Διατίθεται σειρά ένδικων μέσων για τους ιδιώτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία συνίστανται, ειδικότερα, στα ακόλουθα:

oπροσωρινά μέτρα, 112  

oυποχρέωση ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου κατά τόπο που συνάδει με το ενωσιακό δίκαιο, 113

oυποχρέωση του δικαστή να ακυρώνει αυτεπαγγέλτως τυχόν πράξη (ακόμη και συνταγματικής φύσεως) που αντίκειται στο ενωσιακό δίκαιο, 114  

oεξάλειψη των συνεπειών παράβασης του ενωσιακού δικαίου, 115

oεπιδίκαση αποζημιώσεως για παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου (περιλαμβανομένης της δικαστικής αδικοπραξίας) 116 .

Για τα εν λόγω ένδικα μέσα υφίσταται άμεση νομική βάση στο ενωσιακό δίκαιο. Ως εκ τούτου, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να τα παρέχουν, ανεξάρτητα από το εάν καθορίζονται στο εσωτερικό δίκαιο. Ταυτόχρονα, οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων μπορούν να εφαρμόζονται μέσω του συνόλου των μέσων που παρέχει το εσωτερικό δίκαιο.

Παράδειγμα 8 – Ένδικα μέσα που βασίζονται στο ενωσιακό δίκαιο, παρότι αντίκεινται στο εσωτερικό συνταγματικό δίκαιο

Υπόθεση C-213/89 – Factortame και συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, Brasserie du Pêcheur και Factortame

Σειρά επιχειρήσεων, ιδιοκτητών ή διαχειριστών αλιευτικών σκαφών στερήθηκαν τα αλιευτικά τους δικαιώματα, αφότου οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου θέσπισαν νέους κανόνες που δημιουργούσαν διακρίσεις. Οι επιχειρήσεις υπέβαλαν αίτημα δικαστικής προσφυγής και λήψης προσωρινών μέτρων. Το House of Lords αναγνώρισε ότι οι προσφεύγοντες θα υφίσταντο ανεπανόρθωτη ζημία σε περίπτωση μη λήψης των προσωρινών μέτρων και ευδοκιμήσεώς τους της προσφυγής τους στην κύρια δίκη. Ωστόσο, δυνάμει του εθνικού δικαίου, τα βρετανικά δικαστήρια δεν είχαν την εξουσία να διατάσσουν προσωρινά μέτρα σε αυτού του είδους την περίπτωση. Ειδικότερα, υφίστατο προς τούτου κώλυμα από τον παλαιό κανόνα του common law, κατά τον οποίο κανέναν προσωρινό μέτρο δεν μπορεί να διαταχθεί κατά του Στέμματος, δηλαδή κατά της κυβερνήσεως, σε συνδυασμό με το τεκμήριο ότι οι εθνικοί νόμοι είναι σύμφωνοι προς το ενωσιακό δίκαιο, εφόσον δεν έχει εκδοθεί απόφαση για το αν συμβιβάζονται με το δίκαιο αυτό. Το House of Lords παρέπεμψε το ζήτημα στο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο απάντησε ότι ένα εθνικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου έχει αχθεί υπόθεση που αφορά το ενωσιακό δίκαιο και το οποίο κρίνει ότι το μόνο εμπόδιο για να διατάξει προσωρινά μέτρα αποτελεί ένας κανόνας εθνικού δικαίου, οφείλει να μην εφαρμόσει τον κανόνα αυτό.

Στο πλαίσιο περαιτέρω παραπομπής από άλλο δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου, αναφορικά με τους ίδιους επενδυτές, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαταστήσουν τη ζημία που προκλήθηκε στους ιδιώτες μέσω παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου από το κράτος είναι εφαρμοστέα σε περίπτωση που για την επίδικη παραβίαση ευθύνεται η εθνική νομοθεσία. Επιπλέον, η αποκατάσταση της ζημίας δεν μπορεί να εξαρτάται από την ύπαρξη πταίσματος, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, του πολιτειακού οργάνου στο οποίο καταλογίζεται, βαίνοντας πέραν της κατάφωρης παραβιάσεως του ενωσιακού δικαίου.

Βάσει του ενωσιακού δικαίου, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εφαρμόζουν αποτελεσματικές διαδικασίες που επιτρέπουν στους πολίτες και τις επιχειρήσεις, περιλαμβανομένων των επενδυτών, να αξιώνουν αποζημίωση για παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους βάσει του ενωσιακού δικαίου από τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι οι διασυνοριακοί επενδυτές ενδέχεται να αντιμετωπίζουν προβλήματα όταν αξιώνουν την ύπαρξη ευθύνης του κράτους, λόγω της πολυμορφίας των εθνικών δικονομικών δικαίων. Ωστόσο, η νομολογία του Δικαστηρίου δεν καθιερώνει μόνο την αρχή της εν λόγω ευθύνης, αλλά ορίζει και σειρά ελάχιστων απαιτήσεων για την εξωσυμβατική ευθύνη του κράτους όσον αφορά την παραβίαση του ενωσιακού δικαίου 117 .

Απαιτήσεις της ΕΕ και υποστήριξη αναφορικά με την ανεξαρτησία, την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της εθνική δικαστικής εξουσίας

Η ανεξαρτησία της εθνικής δικαστικής εξουσίας αποτελεί κοινή αρχή των συνταγματικών παραδόσεων των κρατών μελών και του ενωσιακού δικαίου 118 , και αναγνωρίζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας 119 . Οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας απαιτούν κανόνες σχετικά με τη σύνθεση του οργάνου και τον διορισμό των μελών του, τη διάρκεια της θητείας τους και τους λόγους εξαίρεσης ή παύσης τους. Οι εν λόγω κανόνες αποσκοπούν οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη στεγανότητα του εν λόγω οργάνου έναντι των εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιμαχόμενων συμφερόντων 120 .

Όπως αναφερόταν στην ανακοίνωση «Δίκαιο της ΕΕ: Καλύτερη εφαρμογή για καλύτερα αποτελέσματα 121 , η Επιτροπή θα ενθαρρύνει και θα βοηθήσει τα κράτη μέλη να βελτιώσουν την ικανότητά τους να επιβάλλουν το δίκαιο της ΕΕ και να παρέχουν ένδικα βοηθήματα και μέσα για να διασφαλίσουν ότι οι τελικοί χρήστες του δικαίου της ΕΕ — είτε πρόκειται για ιδιώτες είτε για επιχειρήσεις — μπορούν να απολαύσουν πλήρως των δικαιωμάτων τους.

Η Επιτροπή ενθαρρύνει τον εκσυγχρονισμό των αρχών επιβολής της νομοθεσίας μέσω του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και, εάν χρειαστεί, μέσω ειδικής νομοθεσίας. Η Επιτροπή συνεργάστηκε με τα κράτη μέλη προκειμένου να βελτιώσει περαιτέρω την αποτελεσματικότητα των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης, περιλαμβανομένης της ανεξαρτησίας, της ποιότητας και της αποτελεσματικότητάς τους. Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δικαστικών συστημάτων αποτελεί προτεραιότητα του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και το Συμβούλιο εκδίδει τακτικά συστάσεις για συγκεκριμένες χώρες σχετικά με τη βελτίωση των εθνικών δικαστικών συστημάτων βάσει προτάσεων της Επιτροπής.

Η ΕΕ στηρίζει οικονομικά ορισμένες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της δικαιοσύνης μέσω των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων. Μεταξύ του 2007 και του 2023, 16 κράτη μέλη θα έχουν δαπανήσει πάνω από 900 εκατ. EUR προκειμένου να βελτιώσουν την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα των δικαστικών συστημάτων τους 122 . Για παράδειγμα, κονδύλια της ΕΕ έχουν διευκολύνει την εισαγωγή νέων συστημάτων διαχείρισης υποθέσεων και φιλικών προς τον χρήστη ηλεκτρονικών υπηρεσιών στα δικαστήρια.

Οι εθνικές διαδικασίες πρέπει να διασφαλίζουν την αποτελεσματική επιβολή των δικαιωμάτων του πολίτη που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο

Με εξαίρεση τον κανονισμό 1215/2012 123 που αποσκοπεί να διευκολύνει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, ιδίως μέσω της παροχής κανόνων σχετικά με τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της ΕΕ σε διασυνοριακές υποθέσεις καθώς και σχετικά με την ταχεία και απλή αναγνώριση και επιβολή των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις 124 , το ενωσιακό δίκαιο αφήνει συνήθως τους δικονομικούς κανόνες να προσδιορίζονται βάσει του εθνικού δικαίου 125 . Εντούτοις, υπάρχουν εξαιρέσεις, για παράδειγμα η οδηγία περί των διαδικασιών προσφυγής που εναρμονίζει τις δικονομικές πτυχές που συνδέονται με την εκτέλεση αποφάσεων και τα ένδικα μέσα στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων 126 . 

Ακόμη και σε περίπτωση που το ενωσιακό δίκαιο δεν εναρμονίζει τις διαδικασίες, σε κάθε περίπτωση θεσπίζει ελάχιστες απαιτήσεις σε σχέση με αυτές. Για παράδειγμα, οι διαδικασίες για την επιβολή των ενωσιακών δικαιωμάτων δεν θα πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές σε σχέση με αυτές που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις σε εθνικό επίπεδο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν θα πρέπει να καθιστούν πρακτικά ανέφικτη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων (αρχή της αποτελεσματικότητας) 127 . Το κόστος μιας διαδικασίας δεν θα πρέπει να είναι απαγορευτικό και πρέπει να παρέχεται νομική υποστήριξη σε όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, στο μέτρο που η εν λόγω υποστήριξη είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη, περιλαμβανομένων, εφόσον αιτιολογείται, των νομικών προσώπων. 128 Επιπλέον, οι ιδιώτες έχουν το δικαίωμα να αναμένουν την έκδοση απόφασης και την εκτέλεση αυτής σε εύλογο χρονικό διάστημα 129 . 

Παράδειγμα 9 – Μη εφαρμογή εθνικών κανόνων περί αποσβεστικής προθεσμίας λόγω παραπλανητικής συμπεριφοράς εθνικών χωρών

Υπόθεση C-327/00 – Santex

Μια ιταλική επιχείρηση δεν μπόρεσε να συμμετάσχει σε διαδικασία υποβολής προσφορών λόγω μη συμμόρφωσης με μία από τις ρήτρες του διαγωνισμού υποβολής προσφορών που περιλαμβάνονταν στην προκήρυξη του διαγωνισμού. Μετά τη δημοσίευση της προκήρυξης, η αναθέτουσα αρχή ανέφερε στον αιτούντα ότι, δεδομένων των επιχειρημάτων κατά της συμμόρφωσης της εν λόγω ρήτρας με το ενωσιακό δίκαιο, θα την ερμήνευε κατά τρόπον ώστε να επιτρέψει στον αιτούντα να συμμετάσχει· ωστόσο, αργότερα υιοθέτησε την αντίθετη άποψη και αποφάσισε να αποκλείσει τον αιτούντα από τον διαγωνισμό. Μέχρι να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, οι εθνικές αποσβεστικές προθεσμίες για την αμφισβήτηση προκηρύξεων διαγωνισμών υποβολής προσφορών είχαν εκπνεύσει.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, γενικά, η καθορισμένη βάσει της εθνικής νομοθεσίας αποσβεστική προθεσμία ήταν εύλογη και, ως εκ τούτου, διασφάλιζε, καταρχήν, την ασφάλεια δικαίου για τους συμμετέχοντες στον διαγωνισμό. Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι περιστάσεις της κάθε περίπτωσης προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον έχει υπονομευτεί η αποτελεσματικότητα των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η συμπεριφορά της αναθέτουσας αρχής είχε δημιουργήσει κατάσταση αβεβαιότητας και ότι η εν λόγω κατάσταση ήρθη μόνο κατά το στάδιο της απόφασης αποκλεισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αναθέτουσα αρχή κατέστησε υπερβολικά δυσχερή την άσκηση, εκ μέρους του υποβάλλοντος προσφορά ο οποίος εθίγη, των δικαιωμάτων που του χορηγούνται από το ενωσιακό δίκαιο. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε ότι υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της επίδικης υπόθεσης, το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να επιτρέψει στον ενάγοντα να προβάλει τον λόγο της ασυμβατότητας της ρήτρας του διαγωνισμού με το ισχύον ενωσιακό δίκαιο, θα πρέπει να προβεί στην ερμηνεία ότι οι εθνικοί κανόνες σχετικά με τις αποσβεστικές προθεσμίες συμμορφώνονται με την αρχή της αποτελεσματικότητας της ΕΕ ή, σε περίπτωση που δεν είναι εφικτή η εν λόγω ερμηνεία, να μην τους εφαρμόσει.

Παραπομπή υπόθεσης στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τα εθνικά δικαστήρια ενεργούν ως «δικαστήρια της ΕΕ» και υπόκεινται στην υποχρέωση να μην εφαρμόζουν αυτεπαγγέλτως εθνικές διατάξεις που αντίκεινται σε άμεσα εφαρμόσιμες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου. Σε περίπτωση που η επιβολή των ενωσιακών δικαιωμάτων αποτελεί ζήτημα ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, το εν λόγω δικαστήριο δύναται να ζητήσει από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής απόφασης. Σε περίπτωση που το εν λόγω ζήτημα ανακύπτει ενώπιον δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, το εν λόγω δικαστήριο οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο 130 . Τα προδικαστικά ζητήματα μπορούν επίσης να αφορούν την εγκυρότητα των κανόνων της ΕΕ: σε περίπτωση που τα εν λόγω ζητήματα είναι βάσιμα, ένα εθνικό δικαστήριο πρέπει να τα παραπέμπει στο Δικαστήριο, το οποίο έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να εξετάζει την εγκυρότητα των νομοθετικών πράξεων της ΕΕ 131 . Προκειμένου να μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δικαστήριο κράτους μέλους» βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, και, ως εκ τούτου, να δύναται να προβαίνει σε παραπομπή στο Δικαστήριο, ένα όργανο πρέπει να πληροί σειρά κριτηρίων 132 . Οι ιδιώτες διαιτητές και τα διαιτητικά δικαστήρια που ορίζονται στις ενδοενωσιακές ΔΕΣ δεν πληρούν τα εν λόγω κριτήρια και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να θεωρηθούν «δικαστήρια» βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ 133 . 

Η ερμηνεία που δίδεται σε προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου είναι δεσμευτική για το εθνικό δικαστήριο, για τους σκοπούς της απόφασης που θα εκδοθεί στην κύρια δίκη 134 . Όλες οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να λαμβάνουν κάθε μέτρο, γενικού ή ειδικού χαρακτήρα, προκειμένου να συμμορφώνονται με προδικαστική απόφαση το συντομότερο δυνατόν 135 . Δεν είναι απαραίτητο ο εθνικός δικαστής να ζητήσει ή να αναμένει την πρότερη ακύρωση των διατάξεων που αντίκεινται στο ενωσιακό δίκαιο με νομοθετικά ή άλλα συνταγματικά μέτρα 136 .

Βάσει του άρθρου 19 ΣΕΕ, το Δικαστήριο έχει την εξουσία να διασφαλίζει την τήρηση του ενωσιακού δικαίου, και, ως εκ τούτου, διαδραματίζει κεντρικό ρόλο όσον αφορά τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και της ομοιογένειας των ενωσιακών κανόνων βάσει των οποίων αναγνωρίζονται δικαιώματα στους διασυνοριακούς επενδυτές.

3.Ο ρόλος της Επιτροπής ως θεματοφύλακα της Συνθήκης

Το άρθρο 17 παράγραφος 1 ΣΕΕ αναθέτει στην Επιτροπή την ευθύνη της αποτελεσματικής εφαρμογής, υλοποίησης και επιβολής του ενωσιακού δικαίου. Στο πλαίσιο αυτού του ρόλου, η Επιτροπή μπορεί να επανεξετάζει εθνικά μέτρα και να λαμβάνει μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις εγγυήσεις της ΕΕ που προστατεύουν τους επενδυτές. Ο πρωταρχικός σκοπός της διαδικασίας επί παραβάσει είναι να διασφαλίζεται ότι οι ενέργειες ή οι παραλείψεις των κρατών μελών εναρμονίζονται με το ενωσιακό δίκαιο (για παράδειγμα, μέσω της τροποποίησης του εσωτερικού δικαίου), ως στόχος γενικούς συμφέροντος. Οι ενέργειες των ιδιωτών επενδυτών που επιδιώκουν την ακύρωση εθνικών μέτρων ή αξιώνουν οικονομική αποζημίωση για τη ζημία που έχουν προκαλέσει παρόμοια μέτρα αποτελούν αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων.

Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο ώστε να συμμορφώνονται με απόφαση του Δικαστηρίου που διαπιστώνει παράβαση. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η Επιτροπή έχει την εξουσία να ζητήσει από το Δικαστήριο να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις στο μη συμμορφούμενο κράτος μέλος 137 . 

Η Επιτροπή έχει δεσμευτεί να αντιμετωπίζει αποφασιστικά τις παραβάσεις που παρακωλύουν την εφαρμογή σημαντικών στόχων πολιτικής της ΕΕ ή υπονομεύουν τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες  138 που είναι απαραίτητες για τους επενδυτές. Η Επιτροπή αποδίδει υψηλή προτεραιότητα στις παραβάσεις που αποκαλύπτουν συστημικές ανεπάρκειες και, ειδικότερα, που επηρεάζουν την ικανότητα των εθνικών δικαστικών συστημάτων να συμβάλλουν στην αποτελεσματική επιβολή του ενωσιακού δικαίου. θα πρέπει να επισημανθεί ότι σειρά υποθέσεων παραβάσεων επιλύονται πριν από την παραπομπή στο Δικαστήριο, καθώς το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τροποποιεί ή καταργεί την επίδικη νομοθετική πράξη ή λαμβάνει μέτρα που ευνοούν την αποκατάσταση της παράβασης.

V.Συμπέρασμα

Η προώθηση, η ενθάρρυνση και η προστασία των επενδύσεων συγκαταλέγονται μεταξύ των βασικών προτεραιοτήτων της ΕΕ όσον αφορά την ενιαία αγορά. Το ενωσιακό δίκαιο, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο, εξισορροπεί την προστασία των επενδύσεων και άλλους στόχους θεμιτών δημόσιων συμφερόντων που εξυπηρετούν την ευημερία των πολιτών. Η εν λόγω εξισορρόπηση των διαφόρων δημόσιων συμφερόντων θα πρέπει επίσης να λαμβάνει χώρα όταν τα κράτη μέλη ενεργούν σε εθνικό επίπεδο εντός του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.

Το ενωσιακό δίκαιο δεν επιλύει όλα τα προβλήματα που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι επενδυτές στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους. Εντούτοις, στην ενιαία αγορά, τα δικαιώματα των επενδυτών προστατεύονται βάσει του ενωσιακού δικαίου, γεγονός που επιτρέπει την άσκηση και ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων σε όλα τα κράτη μέλη. Οι επενδυτές μπορούν να επιβάλλουν τα δικαιώματά τους ενώπιον των εθνικών διοικητικών αρχών και δικαστηρίων, σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, ο οποίοι πρέπει να διασφαλίζουν την αποτελεσματική προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων.

Οι επενδυτές της ΕΕ δεν μπορούν να επικαλεστούν τις ενδοενωσιακές ΔΕΣ, οι οποίες είναι ασύμβατες με το ενωσιακό δίκαιο και δεν είναι πλέον απαραίτητες στην ενιαία αγορά. Δεν μπορούν να προσφύγουν σε διαιτητικά δικαστήρια που έχουν συσταθεί βάσει των εν λόγω ενδοενωσιακών ΔΕΣ ή, σε περιπτώσεις ενδοενωσιακών υποθέσεων, σε διαιτητικά δικαστήρια που έχουν συσταθεί βάσει της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας. Ωστόσο, το νομικό σύστημα της ΕΕ προστατεύει επαρκώς και αποτελεσματικά τους διασυνοριακούς επενδυτές στην ενιαία αγορά και, ταυτόχρονα, διασφαλίζει ότι λαμβάνονται δεόντως και νομίμως υπόψη και άλλα θεμιτά συμφέροντα. Όταν οι επενδυτές ασκούν μία από τις θεμελιώδεις ελευθερίες, όπως η ελευθερία εγκαταστάσεως ή η ελευθερία κυκλοφορίας των κεφαλαίων, ενεργούν εντός του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου και, ως εκ τούτου, απολαύουν την προστασία που προβλέπει το εν λόγω δίκαιο.

Τα κράτη μέλη έχουν την ευθύνη και την εξουσία να επιβάλλουν το ενωσιακό δίκαιο γενικά και τα δικαιώματα των επενδυτών ειδικότερα. Η Επιτροπή καταβάλλει προσπάθειες να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα του συστήματος επιβολής στην ΕΕ, περιλαμβανομένων δράσεων για την υποστήριξη της ανάπτυξης της διοικητικής ικανότητας ή την ενίσχυση των δικαστικών συστημάτων, και να αντιμετωπίζει τις παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου από τις εθνικές αρχές.

(1)

https://ec.europa.eu/commission/priorities/jobs-growth-and-investment/investment-plan-europe-juncker-plan_el

(2)

COM(2015) 0468 final.

(3)

COM(2017) 292 final.

(4)

Άρθρο 267 της ΣΛΕΕ.

(5)

Η συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας υπογράφτηκε από την ΕΕ, τα κράτη μέλη της και σειρά τρίτων χωρών.

(6)

Υπόθεση C-284/16 Achmea, ECLI:EU:C:2018:158, σκέψεις 56 και 58.

(7)

Παρότι στην παρούσα ανακοίνωση αναφέρονται ορισμένα παραδείγματα που αντλούνται από νομοθεσία συγκεκριμένων τομέων, η λεπτομερής ανάλυση της εν λόγω νομοθεσίας θα υπερέβαινε κατά πολύ το θέμα της.

(8)

Η συνθήκη προστατεύει επίσης την κυκλοφορία των κεφαλαίων από και προς τρίτες χώρες. Εντούτοις, βάσει του άρθρου 64 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο δύναται να θεσπίζει ομόφωνα μέτρα που συνιστούν ένα βήμα προόδου όσον αφορά την ελευθέρωση της κυκλοφορίας των κεφαλαίων από και προς τρίτες χώρες. Επιπροσθέτως, στο πλαίσιο της κοινής εμπορικής πολιτικής, στις 14 Σεπτεμβρίου 2017, η Επιτροπή πρότεινε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο για τον έλεγχο από τα κράτη μέλη των άμεσων ξένων επενδύσεων από τρίτες χώρες για λόγους ασφάλειας ή δημόσιας τάξης: Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πλαισίου για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, COM/2017/0487 final: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=COM:2017:487:FIN

(9)

Υπόθεση C-67/08 Block, ECLI:EU:C:2009:92, σκέψη 21· υπόθεση C-98/15 Berlington Hungary, ECLI:EU:C:2015:386, σκέψη 28· συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-197/11 και C-203/11 Libert ECLI:EU:C:2013:288, σκέψη 34· συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-570/07 και C-571/07 Blanco Pérez και Chao Gómez ECLI:EU:C:2010:300, σκέψη 40· συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-51/96 και C-191/97 Deliège, ECLI:EU:C:2000:199, σκέψη 58.

(10)

ΤΟ ΔΕΕ διευκρίνισε ότι, δεδομένου του στόχου της συμφωνίας ΕΟΧ να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται με ενιαίο τρόπο οι διατάξεις της που είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημες με τις διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας, η προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών των επενδύσεων εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, σε επενδύσεις μεταξύ της ΕΕ και των προαναφερθέντων κρατών ΕΖΕΣ. Βλέπε υπόθεση C-476/10 Pepic, ECLI:EU:C:2011:422, σκέψεις 33-35 και υπόθεση C-72/09 Établissements Rimbaud, ECLI:EU:C:2010:645, σκέψεις 20-22.

(11)

Υπόθεση C-452/01 Ospelt, ECLI:EU:C:2003:493, σκέψη 29.

(12)

Υπόθεση C-452/04 Fidium-Finanz, ECLI:EU:C:2006:631, σκέψη 32.

(13)

Υπόθεση C-281/06 Jundt, ECLI:EU:C:2007:816, σκέψη 33.

(14)

Οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο έχει συσταθεί σύμφωνα με το ισχύον σε ένα κράτος μέλος εταιρικό δίκαιο είναι νομικό πρόσωπο βάσει του άρθρου 54 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, απολαύει τις θεμελιώδεις ελευθερίες που θεσπίζονται στη Συνθήκη (βλέπε, για παράδειγμα, υπόθεση C-6/16 Eqiom, ECLI:EU:C:2017:641, σκέψεις. 48-49).

(15)

Κατά πάγια νομολογία η οδηγία 88/361/ΕΟΚ, μαζί με την ονοματολογία που προσαρτάται σε αυτήν, μπορεί να χρησιμοποιείται για τον ορισμό μιας κίνησης κεφαλαίων, βλέπε υπόθεση C-483/99 Επιτροπή κατά Γαλλίας, ECLI:EU:C:2002:327 σκέψη 36· Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-578/10 έως C-580/10 Van Putten, ECLI:EU:C:2012:246, σκέψεις 28 έως 36.

(16)

Υπόθεση C-255/97 Pfeiffer ECLI:EU:C:1999:240.

(17)

Η επένδυση σε μια επιχείρηση μπορεί να λάβει τη μορφή του ελέγχου (άμεση επένδυση) ή μπορεί να πραγματοποιηθεί με σκοπό το κέρδος, χωρίς πρόθεση ελέγχου ή επηρεασμού των αποφάσεων (επένδυση χαρτοφυλακίου).

(18)

Βλέπε, για παράδειγμα, τα άρθρα 5-13 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 2006) («Οδηγία σχετικά με τις υπηρεσίες»).

(19)

Για παράδειγμα, οι οικονομικές δοκιμές έχουν απαγορευτεί βάσει του άρθρου 14 της οδηγίας σχετικά με τις υπηρεσίες.

(20)

 Υπόθεση C-221/89 Factortame, ECLI:EU:C:1991:320 σκέψη 20.

(21)

Οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 65)· οδηγία 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων φορέων που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και την κατάργηση της οδηγίας 2004/17/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 243)· οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης (ΕΕ L 094 της 28.3.2014, σ. 1)· οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (ΕΕ L 395 της 30.12.1989, σ. 0033), όπως τροποποιήθηκε επακολούθως.

(22)

Υπόθεση C-458/03 Parking Brixen, ECLI:EU:C:2005:605, σκέψη 72· υπόθεση C-380/05 Centro Europa 7, ECLI:EU:C:2008:59, σκέψη 120· συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-458/14 και C-67/15 Promoimpresa, ECLI:EU:C:2016:558, σκέψεις 64-65.

(23)

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C52/16 και C113/16 SEGRO, ECLI:EU:C:2018:157, σκέψη 65· Υπόθεση C-179/14 Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, ECLI:EU:C:2016:108.

(24)

Υπόθεση C-212/97 Centros, ECLI:EU:C:1999:126· υπόθεση C-167/01 Inspire Art, ECLI:EU:C:2003:512, σκέψη 105.

(25)

Υπόθεση C-208/00 Überseering, ECLI:EU:C:2002:632, σκέψη 9.

(26)

Υπόθεση C-210/06 Cartesio, ECLI:EU:C:2008:723, σκέψη 113.

(27)

Υπόθεση C-106/16 Polbud, ECLI:EU:C:2017:804, σκέψη 65.

(28)

Υπόθεση C-106/16 Polbud ECLI:EU:C:2017:804, σκέψη 62.

(29)

 Βλέπε τις προτάσεις της Επιτροπής για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 όσον αφορά τις διασυνοριακές μετατροπές, συγχωνεύσεις και διασπάσεις: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=COM%3A2018%3A241%3AFIN

(30)

Υπόθεση C-55/94 Gebhard, ECLI:EU:C:1995:411, σκέψη 27.

(31)

Υπόθεση C-76/90 Säger, ECLI:EU:C:1991:331, σκέψη 13.

(32)

Υπόθεση C-342/14 X-Steuerberatungsgesellschaft, ECLI:EU:C:2015:827· υπόθεση C-76/90 Säger, ECLI:EU:C:1991:331, σκέψη 21.

(33)

Υπόθεση C-272/94 Guiot, ECLI:EU:C:1996:147, σκέψεις 14 και 15.

(34)

Υπόθεση C-496/01 Επιτροπή κατά Γαλλίας, ECLI:EU:C:2004:137, σκέψη 65.

(35)

Υπόθεση C-577/10 Επιτροπή κατά Βελγίου («Limosa»), ECLI:EU:C:2012:814, σκέψη 47· υπόθεση C-490/04 Επιτροπή κατά Γερμανίας, ECLI:EU:C:2007:430, σκέψη 89.

(36)

Υπόθεση C-490/04 Επιτροπή κατά Γερμανίας, ECLI:EU:C:2007:430, σκέψεις 68 και 69.

(37)

Άρθρα 28 και 29 ΣΛΕΕ.

(38)

Βλέπε ιδίως την ανακοίνωση της Επιτροπής «Η δέσμη μέτρων για τα προϊόντα: Ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην ενιαία αγορά» της 19ης Δεκεμβρίου 2017 (COM/2017/0787 final).

(39)

Υπόθεση C-201/15 ΑΓΕΤ Ηρακλής, ECLI:EU:C:2016:972, σκέψη 52.

(40)

Υπόθεση C-113/89 Rush Portuguesa, ECLI:EU:C:1990:142, σκέψη 12.

(41)

Οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (ΕΕ L 18 της 21.1.1997, σ. 1). Βλέπε επίσης οδηγία 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά («κανονισμός ΙΜΙ») (ΕΕ L 159 της 28.5.2014, σ. 11).

(42)

Υπόθεση C-319/02 Manninen, ECLI:EU:C:2004:484, σκέψη 19.

(43)

Άρθρο 5 της οδηγίας 2011/96/ΕΕ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2011, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 345 της 29.12.2011, σ. 8), όπως τροποποιήθηκε.

(44)

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-504/16 και 613/16 Deister Holding, ECLI:EU:C:2017:1009, σκέψεις 51-52.

(45)

 Υπόθεση C-201/15 ΑΓΕΤ Ηρακλής, ECLI:EU:C:2016:972, σκέψη 53.

(46)

Υπόθεση C-148/91 Veronica, ECLI:EU:C:1993:45 σκέψη 8 επ.

(47)

 Υπόθεση C-271/09 Επιτροπή κατά Πολωνίας, ECLI:EU:C:2011:855 σκέψη 51 (περιορισμοί στα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων).

(48)

Υπόθεση C-157/85 Brugnoni, ECLI:EU:C:1986:258 σκέψη 21.

(49)

Οι εν λόγω ενέργειες ξεκίνησαν μετά την «ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με ορισμένες νομικές πλευρές που αφορούν τις ενδοκοινοτικές επενδύσεις», 19 Ιουλίου 1997: http://eurlex.europa.eu/legalcontent/DE/TXT/HTML/?uri=CELEX: 31997Y0719(03)&from = en .

(50)

Βλέπε ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την απόκτηση γεωργικής γης και με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/ALL/?uri=OJ:C:2017:350:TOC

(51)

Υπόθεση C-83/14 CHEZ Bulgaria, ECLI:EU:C:2015:480, σκέψη 94. Οι διακρίσεις δεν προϋποθέτουν ότι τις υφίστανται μόνο εθνικοί οικονομικοί φορείς ή ότι μόνο αλλοδαποί οικονομικοί φορείς τίθενται σε μειονεκτική θέση (υπόθεση C-388/01 Επιτροπή κατά Ιταλίας, ECLI:EU:C:2003:30, σκέψη 14).

(52)

Οδηγία 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία αδειοδότησης) (ΕΕ 2002 L 108 της 24.4.2002, σ. 21), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2009/140/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009 L 337 της 18.12.2009, σ. 37)· οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Μαρτίου 2002 σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) (ΕΕ 2002 L 108 της 24.4.2002, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140/ΕΚ· οδηγία 2002/77/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ 2002 L 249 της 17.9.2002, σ. 21).

(53)

 Δηλ. εξίσου εφαρμοστέο σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς.

(54)

Υπόθεση C-492/14 Essent Belgium, ECLI:EU:C:2016:732, σκέψη 96-97.

(55)

Υπόθεση C-315/13 De Clercq, ECLI:EU:C:2014:2408, σκέψη 61.

(56)

Υπόθεση C-384/93 Alpine Investments, ECLI:EU:C:1995:126, σκέψεις 29 έως 31.

(57)

Υπόθεση C-5/94 Hedley Lomas, ECLI:EU:C:1996:205, σκέψεις 19-20· υπόθεση C-266/03 Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, ECLI:EU:C:2005:341, σκέψη 35.

(58)

Υπόθεση C-577/10 Επιτροπή κατά Βελγίου («Limosa»), ECLI:EU:C:2012:814, σκέψη 53· υπόθεση C-106/16 Polbud, ECLI:EU:C:2017:804, σκέψη 63.

(59)

Υπόθεση C-593/13 Rina Services, ECLI:EU:C:2015:399· υπόθεση C-179/14 Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, ECLI:EU:C:2016:108, σκέψη 47.

(60)

Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΟΚΑ IV) (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338)· οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (MiFID II) (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349)· οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(61)

Υπόθεση C-400/08 Επιτροπή κατά Ισπανίας («αγοραστικά κέντρα στην Καταλωνία»), ECLI:EU:C:2011:172 σκέψη 74. Βλέπε επίσης άρθρο 3 παράγραφος 3 της Συνθήκης ΕΕ και άρθρα 11 και 191 της ΣΛΕΕ.

(62)

Υπόθεση C-204/90 Bachmann, ECLI:EU:C:1992:35 σκέψη 28.

(63)

Υπόθεση C-72/09 Etablissements Rimbaud, ECLI:EU:C:2010:645 σκέψη 33 επ.

(64)

Υπόθεση C-370/05 Festersen, ECLI:EU:C:2007:59 σκέψη 27.

(65)

Υπόθεση C-213/04 Ewald Burtscher κατά Josef Stauderer, ECLI:EU:C:2005:731 σκέψη 46.

(66)

Υπόθεση C-342/14 X-Steuerberatungsgesellschaft, ECLI:EU:C:2015:827 σκέψη 53.

(67)

Υπόθεση C-341/05 Laval, ECLI:EU:C:2007:809 σκέψη 103.

(68)

Υπόθεση C-106/16 Polbud, ECLI:EU:C:2017:804 σκέψη 53.

(69)

Υπόθεση C-367/98 Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, ECLI:EU:C:2002:326 σκέψη 52· υπόθεση C-174/04 Επιτροπή κατά Ιταλίας, ECLI:EU:C:2005:350 σκέψη 37.

(70)

Βλέπε, μεταξύ άλλων, τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-52/16 και C-113/16 SEGRO και Horváth, ECLI:EU:C:2018:157, σκέψη 96.

(71)

Βλ. σχετικά την υπόθεση C-17/03 VEMW, ECLI:EU:C:2005:362, σκέψη 57 και επόμενες. Βλ. επίσης στο πλαίσιο αυτό υπόθεση C-195/12 Industrie du bois, ECLI:EU:C:2013:598.

(72)

Υπόθεση C-243/01 Gambelli, ECLI:EU:C:2003:597, σκέψη 67· C-169/07, Hartlauer, ECLI:EU:C:2009:141, σκέψη 55 και νομολογία που παρατίθεται σε αυτήν.

(73)

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-52/16 και C-113/16 SEGRO και Horváth, ECLI:EU:C:2018:157, σκέψη 76.

(74)

Υπόθεση C-452/01, Ospelt, ECLI:EU:C:2003:493, σκέψη 41.

(75)

Υπόθεση C-333/14 Scotch Whisky, ECLI:EU:C:2015:845, σκέψη 53· συνεκδικασθείσες υποθέσεις C52/16 και C113/16 SEGRO και Horváth, ECLI:EU:C:2018:157, σκέψη 85

(76)

Υπόθεση C-318/10 SIAT, ECLI:EU:C:2012:415, σκέψη 58.

(77)

Υπόθεση C-17/03 VEMW, ECLI:EU:C:2005:362, σκέψη 80· υπόθεση C-347/06 ASM Brescia, ECLI:EU:C:2008:416, σκέψη 69· C-362/12 Test Claimants in the Franked Investment Income Group Litigation, ECLI:EU:C:2013:834, σκέψη 44.

(78)

Υπόθεση C-17/01 Sudholz, ECLI:EU:C:2004:242, σκέψη 34.

(79)

Υπόθεση C-169/07 Hartlauer, ECLI:EU:C:2009:141, σκέψη 64· υπόθεση C-54/99 Association Église de Scientologie de Paris, ECLI:EU:C:2000:124, σκέψη 22· υπόθεση C-483/99 Επιτροπή κατά Γαλλίας («Elf Aquitaine»), ECLI:EU:C:2002:327, σκέψη 50.

(80)

Υπόθεση C-17/03 VEMW, ECLI:EU:C:2005:362, σκέψη 73-74.

(81)

Υπόθεση C-316/88 Krücken, ECLI:EU:C:1988:201, σκέψεις 23-24, υπόθεση C-5/89 Επιτροπή κατά Γερμανίας, ECLI:EU:C:1990:320, σκέψη 14.

(82)

Υπόθεση C-310/04 Ισπανία κατά Συμβουλίου, ECLI:EU:C:2006:521, σκέψη 81.

(83)

Υπόθεση C-24/95 Land Rheinland-Pfalz κατά Alcan Deutschland, ECLI:EU: 1997:163, σκέψεις 25 και 49· υπόθεση C-169/95 Ισπανία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1997:10, σκέψη 51.

(84)

Υπόθεση C-17/03 VEMW, ECLI:EU:C:2005:362, σκέψη 81· υπόθεση C-201/08 Plantanol, ECLI:EU:C:2009:539, σκέψη 53.

(85)

Υπόθεση C-17/03 VEMW, ECLI:EU:C:2005:362, σκέψη 81· υπόθεση C-201/08 Plantanol, ECLI:EU:C:2009:539, σκέψη 49·

(86)

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-10/97 και C-22/97 IN.CO.GE.’90, ECLI:EU:C:1998:498, σκέψη 23.

(87)

Υπόθεση C-122/96 Saldanha, ECLI:EU:C:1997:458, σκέψη 14.

(88)

Άρθρα 16, 17 και 47 του Χάρτη. Δυνάμει του άρθρου 52 παράγραφος 3 του Χάρτη, στο βαθμό που ο παρών Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση· η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία.

(89)

Υπόθεση C-685/15 Online Games Handels, ECLI:EU:C:2017:452, σκέψη 56.

(90)

Υπόθεση C-426/11 Alemo-Herron a.O. ECLI:EU:C:2013:521, σκέψη 35.

(91)

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αποφανθεί σε αρκετές περιπτώσεις ότι δικαιώματα παρόμοια με αυτό της ιδιοκτησίας καλύπτονται από το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, με βάση το ότι η έννοια του «περιουσιακού στοιχείου» έχει αυτόνομη σημασία η οποία δεν περιορίζεται στην ιδιοκτησία φυσικών αγαθών· ως εκ τούτου, ορισμένα άλλα δικαιώματα και συμφέροντα που συνιστούν περιουσιακά στοιχεία μπορούν επίσης να θεωρηθούν «δικαιώματα ιδιοκτησίας», και, συνεπώς, «περιουσιακά στοιχεία» για τους σκοπούς της εν λόγω διάταξης (βλέπε, για παράδειγμα, τις αποφάσεις Handyside κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1976· James κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21ης Φεβρουαρίου 1986 αναφορικά με μίσθωση με συμβόλαιο· Wittek κατά Γερμανίας, της 12ης Δεκεμβρίου 2002 αναφορικά με μεταβιβάσιμη επικαρπία επί εδάφους· Bruncrona κατά Φινλανδίας, της 16ης Φεβρουαρίου 2005 αναφορικά με μισθωτήριο συμβόλαιο).

(92)

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/16 και C-79/16 Pesce a.O., ECLI:EU:C:2016:428, σκέψη 86.

(93)

Υπόθεση C-44/79 Hauer, ECLI:EU:C:1979:290, σκέψεις 15 επ. Υπόθεση C-5/88, Wachauf, ECLI:EU:C:1989:321, σκέψη 18.

(94)

Βλέπε ιδίως άρθρα 107 έως 109 ΣΛΕΕ.

(95)

Υπόθεση C-198/01 CIF, ECLI:EU:C:2003:430, σκέψη 46.

(96)

Υπόθεση C-49/07 MOTOE, ECLI:EU:C:2008:376, σκέψη 50· Υπόθεση C-553/12 P, C-553/12 P Επιτροπή κατά Ελλάδας («ΔΕΗ»), σκέψεις 41-43.

(97)

Οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (EE L 241 της 17.9.2015, σ. 1). Τα κράτη μέλη πρέπει να ενημερώνουν την Επιτροπή ότι ορισμένοι τεχνικοί κανονισμοί έχουν σχεδιαστεί, πριν από την έκδοσή τους, να προστατεύουν, με τη χρήση μέσων προληπτικού ελέγχου, την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων και υπηρεσιών, που αποτελεί ένα από τα θεμέλια της Ένωσης και, προκειμένου ο εν λόγω έλεγχος να είναι αποτελεσματικός, πρέπει να κοινοποιούν όλα τα σχέδια τεχνικών κανονισμών που καλύπτει η εν λόγω οδηγία, και, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων έκτακτης ανάγκης, η έκδοση ή θέση τους σε ισχύ πρέπει να αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των περιόδων που καθορίζονται στην οδηγία (όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, βλέπε υπόθεση C-443/98 Unilever, ECLI:EU:C:2000:496, σκέψεις 40 επ.). Βλέπε επίσης, εν είδει παραδείγματος, τον κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με μέτρα κατοχύρωσης της ασφάλειας εφοδιασμού με φυσικό αέριο και την κατάργηση της οδηγίας 2004/67/ΕΚ.

(98)

Βλέπε, για παράδειγμα, το άρθρο 9 της οδηγίας 96/67/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1996, σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά υπηρεσιών εδάφους στους αερολιμένες της Κοινότητας (ΕΕ L 272 της 25.10.1996, σ. 36). Βάσει του εν λόγω κανονισμού η Επιτροπή έχει λάβει απόφαση σε τουλάχιστον 10 συγκεκριμένες περιπτώσεις και έχει περιστασιακά εκδώσει αρνητική απόφαση όσον αφορά το προτεινόμενο περιοριστικό μέτρο. Βλέπε επίσης το άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2010/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2010, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων) (ΕΕ L 95 της 15.4.2010, σ. 1).

(99)

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-15/76 και C-16/76 Γαλλία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1979:29, σκέψεις 26-28· Υπόθεση C-325/94 P An Taisce, ECLI:EU:C:1996:293, σκέψη 25.

(100)

Βλέπε άρθρο 15 παράγραφος 7 της οδηγίας σχετικά με τις υπηρεσίες.

(101)

Πρόταση οδηγίας για την επιβολή της οδηγίας σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, για τη θέσπιση διαδικασίας κοινοποίησης για τα συστήματα χορήγησης άδειας και τις απαιτήσεις που σχετίζονται με υπηρεσίες, [COM(2016) 821 final)].

(102)

Βλέπε, μεταξύ άλλων, υπόθεση C-103/88 Costanzo, ECLI:EU:C:1989:256, σκέψη 32· υπόθεση C-224/97 Ciola, ECLI:EU:C:1999:212, σκέψη 30· υπόθεση C-341/08 Petersen, ECLI:EU:C:2010:4, σκέψη 80.

(103)

Βλέπε σχετικά υπόθεση C-349/07 Sopropé, ECLI EU:C:2008:746, σκέψη 38.

(104)

Υπόθεση C-349/07 Sopropé, ECLI EU:C:2008:746, σκέψη 36.

(105)

Υπόθεση C-55/94 Gebhard, ECLI:EU:C:1995:411, σκέψη 37· υπόθεση C-269/90 Technische Universität München, EU:C:1991:438, σκέψη 14.

(106)

Υπόθεση C-19/92 Dieter Kraus, ECLI:EU:C:1993:125, σκέψη 40· υπόθεση C-34/17 Donnellan, ECLI:EU:C:2018:282, σκέψη 55.

(107)

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-10/97 έως C-22/97 IN.CO.GE.’90, ECLI:EU:C:1998:498, σκέψη 24· υπόθεση C-591/10 Littlewoods Retail a.O., ECLI:EU:C:2012:478, σκέψεις 25-26· υπόθεση C-69/14 Dragoş, ECLI:EU:C:2015:662, σκέψη 24 και νομολογία που αναφέρεται σε αυτήν

(108)

  http://ec.europa.eu/solvit/_docs/2017/com-2017-255_en.pdf

(109)

Υπόθεση C-64/16 Associação Sindical dos Juízes Portugueses, ECLI:EU:C:2018:117, σκέψη 29.

(110)

Υπόθεση C-414/16 Vera Egenberger, ECLI:EU:C:2018:257, σκέψη 78.

(111)

Βλέπε άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι συναφής με την ερμηνεία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθώς στο άρθρο 52 παράγραφος 3 του Χάρτη αναφέρεται ότι, στο μέτρο που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους επιφυλάσσει η εν λόγω σύμβαση, εκτός εάν το ενωσιακό δίκαιο παρέχει ευρύτερη προστασία.

(112)

Υπόθεση C-213/89 Factortame, ECLI:EU:C:1990:257· Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-143/88 και C-92/89, Zuckerfabrik, Süderdithmarschen ECLI:EU:C:1991:65.

(113)

Υπόθεση C-106/89 Marleasing ECLI:EU:C:1990:395· υπόθεση C-91/92 Faccini Dori, ECLI:EU:C:1994:292.

(114)

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-188/10 και 189/10 Melki και Abdeli, ECLI:EU:C:2010:363, σκέψεις 43-44. Η εν λόγω υποχρέωση αφορά και την παράβλεψη διαφοροποιούμενης νομολογίας: βλέπε υπόθεση C-689/13 Puligienica, ECLI:EU:C:2016:199, σκέψη 38.

(115)

Υπόθεση C- 503/04 Επιτροπή κατά Γερμανίας, ECLI:EU:C:2007/432, σκέψεις 33 επ.· υπόθεση C-276/07 Delay ECLI:EU:C:2008:282, σκέψη 23. Βλέπε, επίσης, κατωτέρω σχετικά με την επιστροφή φόρου που επιβλήθηκε παρανόμως.

(116)

Βλέπε, αντί πολλών, τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 και C-9/90 Francovich, ECLI:EU:C:1991:428· υπόθεση C-224/01 Köbler, ECLI:EU:C:2003:513.

(117)

Καταρχήν, οι προϋποθέσεις για την ευθύνη των κρατών μελών όσον αφορά τη ζημία που προκαλούν σε ιδιώτες λόγω παραβίασης του ενωσιακού δικαίου δεν διαφέρει από τις προϋποθέσεις που διέπουν την ευθύνη της ΕΕ και των θεσμικών οργάνων της για παρόμοια ζημία σύμφωνα με το άρθρο 340 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ· Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93 Brasserie du Pêcheur και Factortame, ECLI:EU:C:1996:79 σκέψεις 40 έως 42.

(118)

Άρθρο 47 παράγραφος 2 του Χάρτη και άρθρο 19 της ΣΕΕ.

(119)

Υπόθεση C-64/16 Associação Sindical dos Juízes Portugueses, ECLI:EU:C:2018:117, σκέψη 41.

(120)

Υπόθεση C-506/04 Wilson, ECLI:EU:C:2006:587, σκέψεις 50-53.

(121)

Ανακοίνωση «Δίκαιο της ΕΕ: Καλύτερη εφαρμογή για καλύτερα αποτελέσματα (2017/C18/02), που διατίθεται στη διεύθυνση https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=uriserv%3AOJ.C_.2017.018.01.0010.01.ENG&toc=OJ%3AC%3A2017%3A018%3ATOC

(122)

Ο πίνακας αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης του 2018, που διατίθεται στη διεύθυνση https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/justice_scoreboard_2018_en.pdf , σχήματα 2 και 3.

(123)

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 351 της 20.12.2012, σ. 1-32).

(124)

Ο κανονισμός 1215/2012 εφαρμόζεται μόνο για διαφορές που σχετίζονται με «αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Ως εκ τούτου, δεν εφαρμόζεται για διαφορές στις οποίες εμπλέκεται διάδικος (π.χ. κρατική αρχή) που ασκεί δημόσια εξουσία. Στο τομέα των αστικών και εμπορικών υποθέσεων, υπάρχουν επίσης αρκετοί κανονισμοί βάσει των οποίων θεσπίζονται συγκεκριμένες ευρωπαϊκές διαδικασίες που θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν οι επενδυτές, όπως ο κανονισμός για την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής (18796/2006) ή ο κανονισμός για την ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης λογαριασμού (655/2014).

(125)

Υπόθεση C‑362/12 Test Claimants in the Franked Investment Income Group Litigation, ECLI:EU:C:2013:834, σκέψη 31.

(126)

Οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2007 για την τροποποίηση των οδηγιών 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημόσιων συμβάσεων (ΕΕ L 335 της 20.12.2007, σ. 31).

(127)

Υπόθεση C‑169/14 Sánchez Morcillo, ECLI:EU:C:2014:2099, σκέψη 31.

(128)

Υπόθεση C-279/09 DEB, ECLI:EU:C:2010:811, σκέψη 59.

(129)

Υπόθεση C-612/15 Kolev, ECLI:EU:C:2018:392, σκέψεις 70-72.

(130)

Άρθρο 267 της ΣΛΕΕ.

(131)

Υπόθεση C-314/85 Foto-Frost, ECLI:EU:C:1987:452.

(132)

Για αυτόν τον σκοπό, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη σειρά παραγόντων, όπως το να έχει συσταθεί με νόμο, να έχει μόνιμο και υποχρεωτικό χαρακτήρα, να εκδίδει αποφάσεις κατ’ αντιδικία, να εφαρμόζει κανόνες δικαίου και να είναι ανεξάρτητο (υπόθεση C-54/96 Dorsch Consult, ECLI:EU:C:1997:413, σκέψη 23).

(133)

Βλέπε, αντίστοιχα, υπόθεση C-102/81 Nordsee, ECLI:EU:C:1982:107, σκέψεις 10 έως 13, και υπόθεση C-284/16 Achmea, ECLI:EU:C:2018:158, σκέψεις 43 επ.

(134)

Υπόθεση C‑689/13 Puligienica, ECLI:EU:C:2016:199, σκέψη 38.

(135)

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-231/06 έως C-233/06 Jonkman, ECLI:EU:C:2007:373, σκέψη 38.

(136)

Υπόθεση C‑689/13 Puligienica, ECLI:EU:C:2016:199, σκέψη 40.

(137)

Άρθρο 260 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

(138)

Ανακοίνωση «Δίκαιο της ΕΕ: Καλύτερη εφαρμογή για καλύτερα αποτελέσματα (2017/C18/02), που διατίθεται στη διεύθυνση https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=uriserv%3AOJ.C_.2017.018.01.0010.01.ENG&toc=OJ%3AC%3A2017%3A018%3ATOC