30.6.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 206/16


Τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων (1)

Παράγωγα επιτοκίου σε ευρώ (EIRD)

(AT.39914)

(2017/C 206/06)

Στις 5 Μαρτίου 2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε διαδικασία δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (2) κατά των Barclays (3), Deutsche Bank (4), Société Générale, RBS (5), Crédit Agricole, HSBC και JP Morgan (6).

Έπειτα από συζητήσεις σχετικά με το ενδεχόμενο διευθέτησης των διαφορών και την υποβολή σχετικών αιτημάτων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10α παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 (7), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απηύθυνε κοινοποίηση αιτιάσεων («ΚΑ») στις 29 Οκτωβρίου 2013 στις Barclays, Deutsche Bank, Société Générale και RBS (τα «μέρη της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών»). Σύμφωνα με την ΚΑ, κατά τη διάρκεια της περιόδου εμπλοκής τους μεταξύ των ετών 2005 και 2008, τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών συμμετείχαν σε συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές με στόχο τη στρέβλωση της κανονικής πορείας των συνιστωσών τιμολόγησης στον κλάδο των παραγώγων επιτοκίου σε ευρώ που συνδέονται με το διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού και/ή τον μέσο δείκτη επιτοκίων του ευρώ για τοποθετήσεις μίας ημέρας («EIRD»). Οι εν λόγω συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές συνιστούσαν ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ.

Στις αντίστοιχες απαντήσεις τους στην κοινοποίηση αιτιάσεων, όλα τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών επιβεβαίωσαν ότι το περιεχόμενο της κοινοποίησης αιτιάσεων αντιστοιχούσε στα σχετικά υπομνήματα που είχαν καταθέσει.

Σύμφωνα με το άρθρο 16 της απόφασης 2011/695/ΕΕ, εξέτασα κατά πόσο το σχέδιο απόφασης, το οποίο απευθύνεται στα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών, αφορά μόνον αιτιάσεις σχετικά με τις οποίες δόθηκε στα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών η δυνατότητα να καταστήσουν γνωστές τις απόψεις τους, και κατέληξα σε θετικό συμπέρασμα επ’ αυτού.

Με βάση τα ανωτέρω, και λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών δεν μου υπέβαλαν κανένα αίτημα ούτε εξέφρασαν αντίρρηση (8), θεωρώ ότι έχει τηρηθεί στην παρούσα υπόθεση η αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών τους δικαιωμάτων.

Βρυξέλλες, 29 Νοεμβρίου 2013.

Joos STRAGIER


(1)  Σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 17 της απόφασης 2011/695/ΕΕ του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού (ΕΕ L 275 της 20.10.2011, σ. 29).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1).

(3)  Barclays plc, Barclays Bank plc, Barclays Directors Limited, Barclays Group Holdings Limited, Barclays Capital Services Limited. Στις 29 Οκτωβρίου 2013, η Επιτροπή επέκτεινε τη διαδικασία στην Barclays Services Jersey Limited.

(4)  Deutsche Bank AG, DB Group Services (UK) Limited και Deutsche Bank Services (Jersey) Limited.

(5)  The Royal Bank of Scotland Group plc και The Royal Bank of Scotland plc.

(6)  Εκκρεμεί η διαδικασία κατά των Crédit Agricole, HSBC και JP Morgan.

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 18).

(8)  Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 της απόφασης 2011/695/ΕΕ, τα μέρη διαδικασιών σε υποθέσεις συμπράξεων, τα οποία συμμετέχουν σε διαδικασίες διευθέτησης διαφορών σύμφωνα με το άρθρο 10α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, δύνανται να απευθύνονται στον σύμβουλο ακροάσεων σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών για να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών τους δικαιωμάτων. Βλέπε επίσης παράγραφο 18 της ανακοίνωσης της Επιτροπής 2008/C 167/01 σχετικά με τη διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών ενόψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ C 167 της 2.7.2008, σ. 1).