Βρυξέλλες, 4.5.2017

COM(2017) 208 final

2017/0090(COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 σε σχέση με την υποχρέωση εκκαθάρισης, την αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης, τις απαιτήσεις αναφοράς, τις τεχνικές μείωσης κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, την εγγραφή και την εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών και τις απαιτήσεις για αρχεία καταγραφής συναλλαγών.

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

{SWD(2017) 148 final}
{SWD(2017) 149 final}


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

1.1.Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης

Στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η ΕΕ εξέδωσε το 2012 τον κανονισμό για τις υποδομές των ευρωπαϊκών αγορών 1 (EMIR) για την αντιμετώπιση των αδυναμιών που διαπιστώθηκαν στη λειτουργία της αγοράς εξωχρηματιστηριακών (OTC) παραγώγων.

Μία από τις βασικές αδυναμίες ήταν ότι οι ρυθμιστικές αρχές δεν διέθεταν πληροφόρηση σχετικά με τη δραστηριότητα στις αγορές εξωχρηματιστηριακών παραγώγων· αυτό σήμαινε ότι οι κίνδυνοι μπορούσαν να μη γίνονται αντιληπτοί έως ότου εκδηλωθούν. Επιπλέον, συχνά ο πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου μεταξύ των αντισυμβαλλομένων σε συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων δεν μετριαζόταν, γεγονός που μπορούσε να οδηγήσει σε ζημίες, όταν ένας αντισυμβαλλόμενος περιερχόταν σε καθεστώς αθέτησης πριν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Λόγω των μεγάλων όγκων εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών στις αγορές παραγώγων και λόγω της διασύνδεσης των συμμετεχόντων στις αγορές, οι ζημίες αυτές θα μπορούσαν να συνιστούν γενικότερη απειλή για το χρηματοοικονομικό σύστημα 2 .

Οι εν λόγω αδυναμίες οδήγησαν το 2009 τους ηγέτες της G20 να δεσμευτούν για τη λήψη εκτεταμένων μέτρων για την αύξηση της σταθερότητας της αγοράς των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, μεταξύ άλλων και ότι όλες οι τυποποιημένες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων θα πρέπει να εκκαθαρίζονται μέσω κεντρικών αντισυμβαλλομένων και ότι οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων θα πρέπει να αναφέρονται στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών.

Με τον κανονισμό EMIR υλοποιείται στην ΕΕ η δέσμευση που ανέλαβαν οι ηγέτες της G20 το 2009. Ο κύριος στόχος του κανονισμού EMIR είναι η μείωση του συστημικού κινδύνου μέσω της αύξησης της διαφάνειας των αγορών εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, καθώς και μέσω της άμβλυνσης του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου και μείωσης του λειτουργικού κινδύνου που συνδέεται με τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα. Για τον σκοπό αυτό, ο κανονισμός EMIR θεσπίζει βασικές απαιτήσεις σχετικά με τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Οι εν λόγω απαιτήσεις περιλαμβάνουν:

1.Κεντρική εκκαθάριση τυποποιημένων συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων·

2.Απαιτήσεις περιθωρίων ασφαλείας για τυποποιημένες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν υπόκεινται σε κεντρική εκκαθάριση·

3.Απαιτήσεις μετριασμού του λειτουργικού κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν υπόκεινται σε κεντρική εκκαθάριση·

4.Υποχρεώσεις αναφοράς των συμβάσεων παραγώγων·

5.Απαιτήσεις για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους· και

6.Απαιτήσεις για τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών.

Με βάση την πρώτη εμπειρία που αποκομίστηκε πάνω από τέσσερα έτη μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού EMIR, το πλαίσιο λειτουργεί σε γενικές γραμμές πολύ καλά. Μόνο σε έναν περιορισμένο αριθμό τομέων έχουν προκύψει πρακτικά ζητήματα με την εφαρμογή του νέου πλαισίου. Η παρούσα πρόταση παραθέτει συνεπώς ορισμένες στοχοθετημένες τροποποιήσεις του κανονισμού EMIR, ιδιαιτέρως για την απλούστευση και μεγαλύτερη αναλογικότητα των κανόνων. Ταυτόχρονα, η πρόταση διατηρεί όλα τα βασικά στοιχεία του πλαισίου τα οποία έχει αποδειχθεί ότι καθιστούν δυνατή την επίτευξη των στόχων του κανονισμού EMIR.

Ο κανονισμός EMIR τέθηκε σε ισχύ στις 16 Αυγούστου 2012. Ωστόσο, οι περισσότερες από τις απαιτήσεις δεν εφαρμόστηκαν αμέσως, καθώς ο κανονισμός EMIR εξουσιοδοτούσε την Επιτροπή να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις που προσδιόριζαν τα τεχνικά πρακτικά ζητήματα και το χρονοδιάγραμμα σταδιακής εισαγωγής των βασικών απαιτήσεων. Κατά συνέπεια, οι απαιτήσεις τέθηκαν σε εφαρμογή σε διάφορα στάδια. Ορισμένες από αυτές, όπως οι απαιτήσεις υποχρεωτικής εκκαθάρισης και οι απαιτήσεις περιθωρίων ασφαλείας για μη εκκαθαρισμένα παράγωγα, τέθηκαν μόλις πρόσφατα σε εφαρμογή.

Σύμφωνα με το άρθρο 85 παράγραφος 1 του κανονισμού EMIR, ανατέθηκε στην Επιτροπή, έως τον Αύγουστο του 2015, να επανεξετάσει τον κανονισμό EMIR, να συντάξει γενική έκθεση και να την υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Από τον Μάιο έως τον Αύγουστο του 2015, η Επιτροπή προέβη σε εκτενή αξιολόγηση των κανόνων που ίσχυαν για την κατάρτιση της έκθεσης και μιας πιθανής νομοθετικής πρότασης. Η αξιολόγηση περιλάμβανε δημόσια διαβούλευση με περισσότερες από 170 εισηγήσεις από ευρύ φάσμα ενδιαφερόμενων μερών, καθώς και εκθέσεις που προέβλεπε το άρθρο 85 παράγραφος 1 του κανονισμού EMIR από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ). Επιπλέον, αποφασίστηκε να τηρηθεί στάση αναμονής ώστε να ληφθούν υπόψη οι προτάσεις στο πλαίσιο της πρόσκλησης υποβολής στοιχείων σχετικά με το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες από τον Σεπτέμβριο του 2015 έως τον Ιανουάριο του 2016, προκειμένου να συλλεγούν περαιτέρω στοιχεία για την τρέχουσα κατάσταση της εφαρμογής του κανονισμού EMIR.

Τον Νοέμβριο του 2016, η Επιτροπή ενέκρινε την έκθεση για τον κανονισμό EMIR 3 . Αφενός, στην έκθεση αναφερόταν ότι δεν πρέπει να επέλθει καμία θεμελιώδης αλλαγή στη φύση των βασικών απαιτήσεων του κανονισμού EMIR, οι οποίες είναι σύμφυτες με τη διασφάλιση της διαφάνειας και του μετριασμού των συστημικών κινδύνων στις αγορές παραγώγων και οι οποίες υποστηρίζονται ευρέως από τις αρχές και τους συμμετέχοντες στην αγορά. Επιπλέον, δεν είναι ακόμα δυνατή μια συνολική εκτίμηση των επιπτώσεων του κανονισμού EMIR, δεδομένου ότι ορισμένες βασικές απαιτήσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο του κανονισμού EMIR δεν έχουν ακόμα εφαρμοστεί ή ολοκληρωθεί.

Αφετέρου, η έκθεση επεσήμανε τη δυνατότητα τροποποίησης του κανονισμού EMIR σε ορισμένους ειδικούς τομείς, ώστε να εξαλειφθούν τα δυσανάλογα έξοδα και οι επιβαρύνσεις σε ορισμένους αντισυμβαλλομένους επί παραγώγων - ιδιαίτερα μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους - και να απλοποιηθούν οι κανόνες χωρίς να τεθούν σε κίνδυνο οι στόχοι της νομοθεσίας.

Λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης μείωσης των δυσανάλογων εξόδων και επιβαρύνσεων για τις μικρές επιχειρήσεις, και απλοποίησης των κανόνων χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η αξιολόγηση του κανονισμού EMIR συμπεριλήφθηκε στο Πρόγραμμα της Επιτροπής του 2016 για τον έλεγχο της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας της νομοθεσίας (REFIT) 4 .

Στο πλαίσιο του REFIT, η Επιτροπή αξιολόγησε τον βαθμό στον οποίο οι ειδικές απαιτήσεις πολιτικής στον κανονισμό EMIR πέτυχαν τους στόχους τους κατά τρόπο αποτελεσματικό και αποδοτικό, παραμένοντας παράλληλα συνεκτικές και συναφείς και παρέχοντας ενωσιακή προστιθέμενη αξία. Στην αξιολόγηση αναφέρεται ότι σε ορισμένα στοχευμένα πεδία ο κανονισμός EMIR επιβάλλει δυσανάλογα έξοδα και επιβαρύνσεις και υπερβολικά περίπλοκες απαιτήσεις, και ότι θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί με πιο αποδοτικό τρόπο ο στόχος του κανονισμού EMIR για αύξηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Τα πεδία αυτά περιλαμβάνουν τα εξής: 1) συμμόρφωση για τους αντισυμβαλλομένους σε συναλλαγές επί παραγώγων που αποτελούν τμήμα της περιφέρειας του δικτύου διαπραγμάτευσης παραγώγων (π.χ. μικρούς χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, συνταξιοδοτικά ταμεία)· 2) διαφάνεια· και 3) πρόσβαση σε μηχανισμούς εκκαθάρισης.

Η έκθεση εκτίμησης των επιπτώσεων που συνοδεύει την παρούσα πρόταση εξετάζει συνεπώς το κόστος και τα οφέλη προσαρμογών σε πεδία του κανονισμού EMIR, όπου η στοχοθετημένη λήψη μέτρων θα μπορούσε να διασφαλίσει την εκπλήρωση των στόχων του κανονισμού EMIR με αναλογικότερο, αποδοτικότερο και αποτελεσματικότερο τρόπο.

Η εκτίμηση επιπτώσεων παρέχει ολοκληρωμένη τεκμηρίωση ότι η μείωση των εξόδων και των επιβαρύνσεων μπορεί να επιτευχθεί παράλληλα με την απλούστευση του κανονισμού EMIR, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις συμβάλλουν στους στόχους της Ένωσης Κεφαλαιαγορών (CMU) και στην ατζέντα για την απασχόληση και την ανάπτυξη σύμφωνα με τις προτεραιότητες πολιτικής της Επιτροπής.

1.2.Συνοχή με ισχύουσες διατάξεις στον τομέα πολιτικής

Ο κανονισμός EMIR συνδέεται με διάφορα νομοθετήματα της ΕΕ, μεταξύ άλλων τον κανονισμό για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRR) 5 , την οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFID I 6 και MiFID II 7 ) και τον σχετικό κανονισμό 8 , καθώς και την πρόταση της Επιτροπής σχετικά με την ανάκαμψη και εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων 9 .

Η εν λόγω πρόταση συνάδει με τη νομοθετική πρόταση της Επιτροπής για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 10 . Στο πλαίσιο αυτής της πρότασης, στόχος της Επιτροπής είναι να εξαιρέσει από τον δεσμευτικό δείκτη μόχλευσης τα αρχικά περιθώρια των κεντρικά εκκαθαριζόμενων συναλλαγών παραγώγων που εισπράττονται από τα ιδρύματα σε μετρητά από τους πελάτες τους και μεταβιβάζονται στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους. Η πρόταση για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θα διευκολύνει επομένως την πρόσβαση σε μηχανισμούς εκκαθάρισης, καθώς οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για την παροχή υπηρεσιών εκκαθάρισης πελατών ή υπηρεσιών έμμεσης εκκαθάρισης θα μειωθούν.

Η παρούσα πρόταση συνάδει επίσης με τις οδηγίες MiFID I και MiFID II και τον σχετικό κανονισμό, που παρέχουν τη βάση για τον ορισμό των παραγώγων και των χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων. Σε σχέση με αυτό, η επικείμενη εφαρμογή τον Ιανουάριο του 2018 των οδηγιών MiFID I και MiFID II θα έχει αντίκτυπο στο φάσμα των αντισυμβαλλομένων που θεωρούνται χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι καθώς και στην εναρμόνιση του ορισμού των συμβάσεων συναλλάγματος (FX) που θα εμπίπτουν στον κανονισμό EMIR. Το πλαίσιο της οδηγίας MiFID II στοχεύει στην αναταξινόμηση μεγάλων μη χρηματοοικονομικών διαπραγματευτών εμπορευμάτων ως χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων, με την χρήση μιας «δοκιμής παρεπόμενης δραστηριότητας», η οποία προσδιορίζει το ύψος των μη αντισταθμιστικών (ή κερδοσκοπικών) συναλλαγών σε παράγωγα επί εμπορευμάτων τις οποίες μπορούν να πραγματοποιούν μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις προτού η δραστηριότητα αυτή παύσει να θεωρείται «παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας» της επιχείρησης και η επιχείρηση υποχρεωθεί να ζητήσει άδεια MiFID. Επομένως, οι μεγαλύτεροι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι που δραστηριοποιούνται στις αγορές εμπορευμάτων θα υποχρεωθούν να ζητήσουν άδεια MiFID. Η εξέλιξη αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα οι μεγαλύτεροι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι να υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης βάσει του κανονισμού EMIR. Όσον αφορά την εναρμόνιση του ορισμού των συμβάσεων παραγώγων επί συναλλάγματος, αυτή θα επιτρέψει την ομοιόμορφη και συνεκτική εφαρμογή των κανόνων του κανονισμού EMIR στις εν λόγω συμβάσεις εντός της Ένωσης.

Επιπλέον, η παρούσα πρόταση συνάδει με την πρόταση της Επιτροπής σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Η υποχρέωση εκκαθάρισης τυποποιημένων συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων αναμένεται να αυξήσει την κλίμακα και τη σημασία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων εντός και πέραν της Ευρώπης. Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι διαχειρίζονται τους κινδύνους που ενυπάρχουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές (π.χ. τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο ρευστότητας και τον κίνδυνο της αγοράς), και ως εκ τούτου βελτιώνουν τη συνολική σταθερότητα και ανθεκτικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Κατά τη διάρκεια τη διαδικασίας, καθίστανται κρίσιμοι κόμβοι του χρηματοπιστωτικού συστήματος, συνδέοντας πολλούς χρηματοπιστωτικούς παράγοντες και συγκεντρώνοντας σημαντικά ποσά από την έκθεσή τους σε διάφορους κινδύνους. Η αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και η αυστηρή εποπτεία είναι επομένως καθοριστικής σημασίας για τη διασφάλιση επαρκούς κάλυψης της εν λόγω έκθεσης. Ο κανονισμός EMIR ρυθμίζει του κεντρικούς αντισυμβαλλομένους σε σχέση με τη διασφάλιση ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι επαρκώς ανθεκτικοί, αλλά δεν ρυθμίζει τα σενάρια ανάκαμψης και εξυγίανσης. Η παρούσα πρόταση συμπληρώνει το προτεινόμενο πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, εισάγοντας τον μηχανισμό προσωρινής αναστολής της υποχρέωσης εκκαθάρισης σε άλλες καταστάσεις πλην της εξυγίανσης.

Η παρούσα πρόταση συνάδει επίσης με τον εγκριθέντα κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό της Επιτροπής για την τροποποίηση των κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμών (ΕΕ) 2015/2205, (ΕΕ) 2016/592 και (ΕΕ) 2016/1178 όσον αφορά την προθεσμία για τη συμμόρφωση με υποχρεώσεις εκκαθάρισης για ορισμένους αντισυμβαλλομένους που πραγματοποιούν συναλλαγές σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα 11 . Ο εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός θα παρατείνει την προθεσμία συμμόρφωσης για αντισυμβαλλομένους που ανήκουν στην «Κατηγορία 3» (μικροί χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι) όπως ορίζεται στα σχετικά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα 12 έως τις 21 Ιουνίου 2019 λόγω των σημαντικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν αυτοί οι αντισυμβαλλόμενοι για να αποκτήσουν πρόσβαση σε μηχανισμούς εκκαθάρισης.

Τέλος, η παρούσα πρόταση συνάδει με τις εργασίες που διεξάγονται σε διεθνές επίπεδο στο πλαίσιο του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Financial Stability Board - FSB), με στόχο, μεταξύ άλλων, i) την επίτευξη συνεκτικής εφαρμογής των αρχών για τις υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών (PFMIs) που καταρτίστηκαν από την Επιτροπή για τις Υποδομές Πληρωμών και Αγορών (CPMI) και τη Διεθνή Οργάνωση Επιτροπών Κεφαλαιαγοράς (IOSCO)· ii) την παρακολούθηση και εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων των αγορών παραγώγων της G20 (μέσω της ομάδας εργασίας του ΣΧΣ για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα)· iii) την ανάπτυξη περαιτέρω κατευθυντήριων γραμμών για την εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων (Ομάδα εξυγίανσης του Σ Χ Σ)· και iv) την εναρμόνιση και την καθιέρωση μεγαλύτερης τυποποίησης στα συστήματα αναφοράς των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων (οι ομάδες του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και της Επιτροπής για τις Υποδομές Πληρωμών και Αγορών και της Διεθνούς Οργάνωσης Επιτροπών κεφαλαιαγορών για την άρση των νομικών φραγμών για τις ρυθμιστικές αρχές όσον αφορά την πρόσβαση σε στοιχεία ή τη δημιουργία του αναγνωριστικού κωδικού συναλλαγής (UTI) και του αναγνωριστικού κωδικού προϊόντος (UPI))

1.3.Συνοχή με άλλες πολιτικές της Ένωσης

Η παρούσα πρόταση συνδέεται και συνάδει με την τρέχουσα πρωτοβουλία για τη δημιουργία μιας Ένωσης Κεφαλαιαγορών. Τα αποτελεσματικά και ανθεκτικά μετασυναλλακτικά συστήματα και οι αγορές εμπράγματων ασφαλειών αποτελούν απαραίτητα στοιχεία μιας εύρυθμης Ένωσης Κεφαλαιαγορών και εντείνουν τις προσπάθειες για τη στήριξη των επενδύσεων, της ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας σύμφωνα με τις πολιτικές προτεραιότητες της Επιτροπής.

2.ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ, ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

2.1.Νομική βάση

Η νομική βάση της παρούσας πρότασης είναι το άρθρο 114 της ΣΛΕΕ, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση για τον κανονισμό EMIR. Η ανάλυση που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της έκθεσης εκτίμησης επιπτώσεων επισημαίνει ότι στοιχεία του κανονισμού EMIR πρέπει να τροποποιηθούν για την εξάλειψη των δυσανάλογων εξόδων/επιβαρύνσεων σε ορισμένους αντισυμβαλλομένους σε συναλλαγές επί παραγώγων και την απλούστευση των κανόνων χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Μόνο οι συννομοθέτες έχουν την αρμοδιότητα να προβούν στις αναγκαίες τροποποιήσεις.

2.2.Επικουρικότητα (σε περίπτωση μη αποκλειστικής αρμοδιότητας)

Ο κανονισμός EMIR είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Οι στόχοι του κανονισμού EMIR για τον μετριασμό των κινδύνων και τη βελτίωση της διαφάνειας και της τυποποίησης των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μέσω της θέσπισης ομοιόμορφων απαιτήσεων για τις εν λόγω συμβάσεις και για την άσκηση δραστηριοτήτων κεντρικών αντισυμβαλλομένων και αρχείων καταγραφής συναλλαγών δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν συνεπώς, λόγω της κλίμακας των δράσεων, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της ΣΛΕΕ.

2.3.Αναλογικότητα

Στόχος της παρούσας πρότασης είναι η διασφάλιση ότι επιτυγχάνονται οι στόχοι του κανονισμού EMIR με πιο αναλογικό, αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο. Αυτό οδηγεί σε απλούστερες ή μειωμένες απαιτήσεις του κανονισμού EMIR, με στόχο τη μείωση του διοικητικού φόρτου του κανονισμού στα ενδιαφερόμενα μέρη, ιδίως στα μικρότερα. Επίσης, αναπροσαρμόζοντας ορισμένες απαιτήσεις του κανονισμού EMIR, η πρόταση συμβάλλει άμεσα στο να καταστεί συνολικά αναλογικότερος ο κανονισμός EMIR. Ταυτόχρονα η πρόταση δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη παρακολούθησης και μετριασμού των κινδύνων των παραγώγων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

2.4.Επιλογή του νομικού μέσου

Ο EMIR είναι κανονισμός και επομένως πρέπει να τροποποιηθεί με κανονισμό.

3.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΝ, ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

3.1.Εκ των υστέρων αξιολογήσεις / έλεγχοι καταλληλότητας ισχύουσας νομοθεσίας

Η εκτίμηση επιπτώσεων που συνοδεύει την παρούσα πρόταση περιλαμβάνει έκθεση αξιολόγησης σχετικά με τον κανονισμό EMIR.

Ο κανονισμός EMIR συμπεριλήφθηκε το 2016 στο Πρόγραμμα ελέγχου της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας της νομοθεσίας (REFIT) της Επιτροπής. Αυτό υπαγορεύθηκε από την ανάγκη απλούστευσης των απαιτήσεων στοχοθετημένων πεδίων του κανονισμού EMIR και στην ανάγκη να καταστούν αναλογικότεροι, όπως αποδεικνύεται από τις εισηγήσεις κατά τη δημόσια διαβούλευση για τον κανονισμό EMIR και την πρόσκληση υποβολής στοιχείων για την κανονιστική ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών , καθώς και από την αξιολόγηση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού EMIR. Σε αυτό το πλαίσιο, αξιολογήθηκε ο βαθμός στον οποίο οι ειδικές απαιτήσεις πολιτικής στον κανονισμό EMIR πέτυχαν τους στόχους τους και ιδίως εάν οι εν λόγω απαιτήσεις το πέτυχαν κατά τρόπο αποτελεσματικό και αποδοτικό, παραμένοντας παράλληλα συνεκτικές και συναφείς και παρέχοντας προστιθέμενη αξία για την ΕΕ.

Ορισμένες από τις βασικές απαιτήσεις του κανονισμού EMIR τέθηκαν μόλις πρόσφατα σε εφαρμογή ή δεν έχουν ακόμα αρχίσει να εφαρμόζονται. Εξακολουθεί επομένως να υπάρχει έλλειψη επαρκών στοιχείων και είναι πολύ νωρίς ώστε να συναχθούν αξιόπιστα συμπεράσματα σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Συνεπώς η ανάλυση δεν αποτέλεσε πλήρη αξιολόγηση του κανονισμού EMIR. Αντίθετα, αξιολογείται κατά πόσο οι βασικές απαιτήσεις του κανονισμού EMIR για την αναφορά των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, για την κεντρική εκκαθάριση των τυποποιημένων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και για την υπαγωγή μη εκκκαθαρισμένων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων σε τεχνικές μείωσης κινδύνου και κανόνες περιθωρίων πληρούν τις λειτουργικές απαιτήσεις για: i) την απόκτηση πλήρους και ολοκληρωμένης πληροφόρησης σχετικά με τις θέσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, ii) την αύξηση της χρήσης των υπηρεσιών εκκαθάρισης κεντρικών αντισυμβαλλομένων iii) τη βελτίωση των διμερών πρακτικών εκκαθάρισης. Στο μέτρο του δυνατού, στην εξέταση αναλύθηκαν τα αποτελέσματα των σχετικών απαιτήσεων του κανονισμού EMIR στο πλαίσιο πέντε κριτηρίων αξιολόγησης: 1) αποδοτικότητα· 2) αποτελεσματικότητα· 3) συνάφεια· 4) συνοχή· και 5) προστιθέμενη αξία της δράσης της ΕΕ.

Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των απαιτήσεων του κανονισμού EMIR για την απόκτηση πλήρων και ολοκληρωμένων πληροφοριών σχετικά με τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, την αύξηση της χρήσης των υπηρεσιών εκκαθάρισης κεντρικών αντισυμβαλλομένων και την υπαγωγή μη εκκαθαρισμένων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων σε τεχνικές μείωσης κινδύνου και κανόνες περιθωρίων, η αξιολόγηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ενώ τα αρχικά αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά, υπάρχει περιθώριο απλούστευσης των απαιτήσεων χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων, η αξιολόγηση διαπιστώνει ότι υπήρξε πρόοδος στη συλλογή πληροφοριών σχετικά με την αγορά εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, αλλά ότι οι απαιτήσεις αναφοράς θα μπορούσαν να εξορθολογιστούν ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα των στοιχείων που υποβάλλονται και να καταστεί αποτελεσματικότερη η εποπτεία. Όσον αφορά την υποχρέωση εκκαθάρισης, η αξιολόγηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ενώ υπήρξε αύξηση του μεριδίου των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που έχουν εκκαθαριστεί κεντρικά, υπάρχουν πολλά εμπόδια όσον αφορά την πρόσβαση σε κεντρικούς μηχανισμούς εκκαθάρισης για ορισμένους συμμετέχοντες στην αγορά, καθώς και η ανάγκη θέσπισης ενός μηχανισμού για την αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, η αξιολόγηση προσδιορίζει συγκεκριμένους τομείς στους οποίους οι απαιτήσεις θα μπορούσαν να προσαρμοστούν καλύτερα για τη μείωση δυσανάλογων εξόδων/επιβαρύνσεων που συνδέονται με ορισμένες συναλλαγές ή με ορισμένους αντισυμβαλλομένους σε συμβάσεις επί παραγώγων (δηλαδή μικρούς χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, συνταξιοδοτικά ταμεία). Όσον αφορά τη συνάφεια, η αξιολόγηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι βασικές απαιτήσεις του EMIR παραμένουν αναπόσπαστο στοιχείο των διεθνών προσπαθειών για τη μεταρρύθμιση της παγκόσμιας αγοράς εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Οι αποτελεσματικοί και αποδοτικοί κανόνες του κανονισμού EMIR συμβάλλουν επίσης στην επίτευξη της τρέχουσας πρωτοβουλίας της Επιτροπής για τη δημιουργία μιας Ένωσης Κεφαλαιαγορών και στην ατζέντα για την απασχόληση και την ανάπτυξη σύμφωνα με τις προτεραιότητες πολιτικής της Επιτροπής.

Ο κανονισμός EMIR συνάδει με άλλα νομοθετήματα της ΕΕ, όπως περιγράφεται σε συνέχεια της πρόσκλησης υποβολής στοιχείων και στην τροποποίηση που πρότεινε η Επιτροπή στον κανονισμό για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Όσον αφορά την προστιθέμενη αξία της ΕΕ, ο κανονισμός EMIR κάλυψε ένα κενό που υπήρχε στη νομοθεσία, εισάγοντας ένα νέο πλαίσιο που στοχεύει στην αντιμετώπιση, κατά τη διάρκεια μιας ομοιόμορφης διαδικασίας σε επίπεδο ΕΕ, της έλλειψης διαφάνειας της αγοράς εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και των σχετικών συστημικών κινδύνων.

3.2.Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη

Η παρούσα πρόταση βασίζεται σε δημόσια διαβούλευση σχετικά με την αξιολόγηση του κανονισμού EMIR, η οποία πραγματοποιήθηκε την περίοδο από τον Μάιο έως τον Αύγουστο του 2015. Η διαβούλευση συγκέντρωσε περισσότερες από 170 εισηγήσεις από ευρύ φάσμα ενδιαφερόμενων μερών 13 . Στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων πραγματοποιήθηκε δημόσια ακρόαση στις Βρυξέλλες, στις 29 Μαΐου 2015, με τη συμμετοχή περίπου 200 ενδιαφερόμενων φορέων 14 . Ελήφθησαν συγκεκριμένες πληροφορίες από την ΕΑΚΑΑ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, σύμφωνα με την εντολή της Επιτροπής για αξιολόγηση του κανονισμού EMIR. Σε σχετικό τομέα, η Επιτροπή διεξήγαγε δημόσια διαβούλευση, από τον Σεπτέμβριο του 2015 έως τον Ιανουάριο του 2016, με τίτλο «Πρόσκληση υποβολής στοιχείων». Με τη διαβούλευση επιδιώχθηκε σχολιασμός, συγκεκριμένα παραδείγματα και εμπειρικά στοιχεία σχετικά με τις επιπτώσεις του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Οι απαντήσαντες στην Πρόσκληση υποβολής στοιχείων διατύπωσαν παρατηρήσεις σχετικά με τον κανονισμό EMIR 15 . Στις 17 Μαΐου 2016 πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες δημόσια ακρόαση 16 . Στις 7 Δεκεμβρίου 2016, η Επιτροπή ζήτησε τη γνώμη των εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών σχετικά με τις διάφορες επιλογές πολιτικής σε τομείς που προσδιορίστηκαν στην έκθεση για την αξιολόγηση του EMIR 17 .

Γενικά υποστηρίχτηκαν οι στόχοι του κανονισμού EMIR για την προώθηση της διαφάνειας και της τυποποίησης στις αγορές παραγώγων, καθώς και της μείωσης του συστημικού κινδύνου μέσω των βασικών του απαιτήσεων. Αυτές οι βασικές απαιτήσεις - κεντρική εκκαθάριση, απαιτήσεις περιθωρίων ασφαλείας, απαιτήσεις μετριασμού του λειτουργικού κινδύνου, αναφορά και απαιτήσεις για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και αρχεία καταγραφής συναλλαγών - θεωρήθηκε ότι επιτυγχάνουν τους στόχους του κανονισμού EMIR, και τηρούν τις διεθνείς δεσμεύσεις του για κανονιστική μεταρρύθμιση. Ωστόσο, οι ενδιαφερόμενοι ανέφεραν ορισμένους τομείς στους οποίους οι απαιτήσεις του EMIR θα μπορούσαν να προσαρμοστούν χωρίς να τίθενται σε κίνδυνο οι γενικοί του στόχοι προκειμένου: i) να απλουστευτεί και να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των απαιτήσεων· και ii) να μειωθούν δυσανάλογα έξοδα και επιβαρύνσεις. Η πρόταση λαμβάνει υπόψη αυτά τα σχόλια των ενδιαφερομένων, εισάγοντας στοχοθετημένες τροποποιήσεις στον κανονισμό EMIR, ιδίως μέσω i) καλύτερης προσαρμογής της εφαρμογής ορισμένων απαιτήσεων σε συγκεκριμένους παράγοντες, ιδίως σε μικρούς χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους και συνταξιοδοτικά ταμεία, ii) της άρσης των εμποδίων για τις υπηρεσίες εκκαθάρισης, και iii) της απλούστευσης των κανόνων, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων υποβολής αναφορών. Ορισμένα αιτήματα των ενδιαφερομένων δεν μπορούσαν να συμπεριληφθούν στην πρόταση λόγω της ανάγκης να διασφαλιστεί ότι ο κανονισμός EMIR εξακολουθεί να επιτυγχάνει τους στόχους του για την προώθηση της διαφάνειας και της τυποποίησης στις αγορές παραγώγων, καθώς και για τη μείωση του συστημικού κινδύνου, λόγω θεσμικών περιορισμών ή λόγω της φύσης της πρότασης στο πλαίσιο του REFIT. Άλλα θέματα σχετικά με τον κανονισμό EMIR ενδέχεται να χρειαστεί να αξιολογηθούν και να αναπτυχθούν περαιτέρω σε εύθετο χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη μελλοντικές εξελίξεις.

3.3.Εκτίμηση των επιπτώσεων

Η Επιτροπή διεξήγαγε εκτίμηση των επιπτώσεων των συναφών εναλλακτικών επιλογών πολιτικής. Οι επιλογές πολιτικής αξιολογήθηκαν σε σχέση με τους βασικούς στόχους για την αύξηση της αναλογικότητας των κανόνων που οδηγούν σε περιττό διοικητικό φόρτο και κόστος συμμόρφωσης χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και για την αύξηση της διαφάνειας των θέσεων και ανοιγμάτων επί εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.

Η εκτίμηση επιπτώσεων εγκρίθηκε από την επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου στις 16 Φεβρουαρίου 2017. Υποβλήθηκε στην επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου την 1η Φεβρουαρίου, η οποία ωστόσο διατύπωσε ορισμένες συστάσεις για βελτιώσεις και συνεπώς η εκτίμηση επιπτώσεων υποβλήθηκε εκ νέου στην επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου στις 8 Φεβρουαρίου. Οι τροποποιήσεις που υποβλήθηκαν στην εκτίμηση επιπτώσεων ώστε να ληφθούν υπόψη οι συστάσεις που είχαν διατυπωθεί από την Επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου ήταν οι εξής:

1. Ορισμός του προβλήματος Εισαγωγή καλύτερης περιγραφής του γενικού νομικού πλαισίου της Ένωσης που ισχύει για τις αγορές παραγώγων και της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων επί των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων της G20 από άλλες δικαιοδοσίες. Συμπερίληψη των κύριων στοιχείων του παραρτήματος της αξιολόγησης στο κυρίως κείμενο της εκτίμησης επιπτώσεων. Αναφορά σε πρόσθετα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία στην περιγραφή των προβλημάτων, προκειμένου να καταδειχθεί το μέγεθός τους, ιδίως για μικρούς παράγοντες της αγοράς. Παροχή εξηγήσεων όσον αφορά τον λόγο για τον οποίο δεν αξιολογήθηκαν όλα τα ζητήματα που τέθηκαν από τους ενδιαφερομένους.

2. Πολιτικοί συμβιβασμοί. Ρητή αναφορά στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στις επιλογές πολιτικής για την αξιολόγηση του συμβιβασμού μεταξύ των πιθανών μειώσεων των επιβαρύνσεων για τους παράγοντες της αγοράς και των ενδεχόμενων κινδύνων που συνδέονται με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

3. Υπολογισμός της μείωσης της επιβάρυνσης. Συμπερίληψη ορισμένων ποσοτικών στοιχείων για τον υπολογισμό των μειώσεων των επιβαρύνσεων για διάφορους παράγοντες της αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τους υφιστάμενους περιορισμούς για τον ποσοτικό προσδιορισμό της συνολικής μείωσης των επιβαρύνσεων. Εισαγωγή των κυριότερων παραδοχών σε σχέση με τις εκτιμήσεις κόστους στο κυρίως κείμενο της έκθεσης, και πρόσθετες προειδοποιήσεις σε σχέση με την αξιοπιστία των εκτιμήσεων. Περιγραφή των μη ποσοτικοποιημένων εξόδων.

4. Επιλογές. Εξορθολογισμός των επιλογών για την παρουσίαση εναλλακτικών δεσμών μέτρων.

Οι επιλογές που εξετάζονται στην εκτίμηση επιπτώσεων αφορούν στοχοθετημένες προσαρμογές συγκεκριμένων διατάξεων του κανονισμού EMIR. Για την επίτευξη των επιθυμητών στόχων προσδιορίστηκαν ορισμένες προτιμώμενες επιλογές πολιτικής.

·Πρέπει να προβλεφθεί νέα μεταβατική απαλλαγή από την υποχρέωση εκκαθάρισης για τους μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων, με την αιτιολογία ότι μέχρι σήμερα δεν έχει προκύψει βιώσιμη τεχνική λύση που να διευκολύνει τη συμμετοχή των συνταξιοδοτικών συστημάτων στα συστήματα κεντρικής εκκαθάρισης. Σε αντίθεση με άλλες επιλογές που αξιολογήθηκαν, αυτό θα δώσει περισσότερο χρόνο στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, στα εκκαθαριστικά μέλη και στους μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων, ώστε να διερευνήσουν τεχνικές λύσεις και μέτρα για να διευκολυνθούν, τηρώντας παράλληλα στον στόχο του κανονισμού EMIR σύμφωνα με τον οποίο σκοπός των μηχανισμών συνταξιοδοτικών καθεστώτων παραμένει η κεντρική εκκαθάριση, μόλις αυτό καταστεί εφικτό.

·Θα πρέπει να διασφαλιστεί καλύτερη προσαρμογή των κανόνων σχετικά με την αναγνώριση των μη χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων που υπόκεινται σε απαιτήσεις εκκαθάρισης και περιθωρίων, λαμβάνοντας καλύτερα υπόψη τη φύση των συναλλαγών επί παραγώγων που πραγματοποιούν οι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι, για τις οποίες η εκκαθάριση πρέπει να είναι υποχρεωτική. Αυτό θα μειώσει τα έξοδα για ορισμένους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους και δεν θα εγείρει ανησυχίες όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ταυτόχρονα, ορισμένοι αντισυμβαλλόμενοι που επί του παρόντος θεωρούνται μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι αλλά οι οποίοι λόγω της φύσης των δραστηριοτήτων τους είναι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι (για παράδειγμα επενδυτικοί οργανισμοί βάσει εθνικών πλαισίων) θα συμπεριληφθούν στον ορισμό του χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου και συνεπώς δεν θα αντιμετωπίζονται πλέον ως μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι.

·Η κατηγορία των μικρών χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων θα πρέπει να οριστεί με τρόπο τέτοιον ώστε οι πολύ μικροί χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι για τους οποίους η κεντρική εκκαθάριση δεν είναι οικονομικά εφικτή λόγω του μικρού όγκου δραστηριοτήτων τους να μην υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης. Αυτό θα μειώσει την επιβάρυνση για τους μικρούς χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους οι οποίοι χειρίζονται μικρό όγκο παραγώγων, υποχρεώνοντας παράλληλα τους υπόλοιπους μικρούς χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους (αυτούς που ανήκουν στην «Κατηγορία 3» η οποία ορίζεται στα σχετικά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα) σε εκκαθάριση μετά το πέρας της περιόδου σταδιακής εφαρμογής που ορίζεται στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, διατηρώντας έτσι τα κίνητρα για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, τα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες τους για την ανάπτυξη λύσεων συμμετοχής αυτού του τύπου μικρών χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων.

·Η υποχρέωση αναφοράς παλαιότερων συναλλαγών (του επονομαζόμενου «backloading») πρέπει να καταργηθεί. Αυτό θα μειώσει σημαντικά τα έξοδα και τις επιβαρύνσεις για τους αντισυμβαλλομένους και θα εξαλείψει το δυνητικά ανυπέρβλητο εμπόδιο της υποχρέωσης αναφοράς στοιχείων τα οποία μπορεί απλώς να μην είναι διαθέσιμα χωρίς να διακυβεύονται ανάγκες προληπτικής εποπτείας. Ταυτόχρονα, σε σύγκριση με την υπάρχουσα κατάσταση, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα μόνο μια πολύ περιορισμένη απώλεια στοιχείων σε σχέση με τους ισχυόντες κανόνες.

·Οι εντός του ομίλου συναλλαγές στις οποίες συμμετέχουν μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση αναφοράς. Λόγω της φύσης και του περιορισμένου όγκου τέτοιων συναλλαγών, αυτό έχει το πλεονέκτημα ότι θα μειώσει σημαντικά τα έξοδα και τις επιβαρύνσεις της υποβολής αναφορών για τους αντισυμβαλλομένους που επηρεάζονται πλέον δυσανάλογα από την απαίτηση, ενώ η πολύ περιορισμένη απώλεια στοιχείων που προκύπτει δεν θα επηρεάσει σημαντικά τη δυνατότητα των αρχών να παρακολουθούν τον συστημικό κίνδυνο στις εξωχρηματιστηριακές αγορές παραγώγων.

·Για τις συναλλαγές χρηματιστηριακών παραγώγων θα πρέπει να εφαρμοστεί μονομερής αναφορά από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους. Αυτό έχει το πλεονέκτημα ότι οι αναφορές χρηματιστηριακών παραγώγων θα απλουστευτούν σε μεγάλο βαθμό χωρίς να επηρεαστεί δυσμενώς η διαφάνεια της αγοράς παραγώγων. Ενώ οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα υποστούν ελαφρώς υψηλότερη επιβάρυνση, είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο και η συνολική επιβάρυνση σε σχέση με τις αναφορές θα μειωθεί καθώς η απαίτηση υποβολής αναφορών σε σχέση με τα χρηματιστηριακά παράγωγα θα καταργηθεί για όλους τους αντισυμβαλλομένους.

·Για συναλλαγές πλην των συναλλαγών χρηματιστηριακών παραγώγων, η ευθύνη, συμπεριλαμβανομένης της νομικής υποχρέωσης, για την αναφορά συναλλαγών μεταξύ ενός μικρού μη χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου (δηλαδή που δεν υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης) και ενός χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να βαρύνει τον χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο στη συναλλαγή. Αυτό θα μειώσει σημαντικά την επιβάρυνση σε σχέση με τις αναφορές για μικρούς μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, για τους οποίους η επιβάρυνση αυτή είναι πιο σημαντική, χωρίς να οδηγήσει σε απώλεια στοιχείων. Αυτό θα εισαγάγει επίσης στον κανονισμό EMIR παρόμοιους κανόνες υποβολής αναφορών με αυτούς που περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων.

·Οι κανόνες και οι διαδικασίες υποβολής αναφορών θα πρέπει να εναρμονιστούν περαιτέρω και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών θα πρέπει να διασφαλίζουν την ποιότητα των στοιχείων. Αυτό θα συμβάλει στην αύξηση της διαφάνειας στις αγορές εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, θα διευκολύνει το έργο των αρμόδιων αρχών για την παρακολούθηση του συστημικού κινδύνου και θα διατηρήσει στο μέτρο του δυνατού την ευθυγράμμιση με τα διεθνή πρότυπα στον τομέα αυτόν. Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα η προσέγγιση αυτή θα αυξήσει επίσης την αναλογικότητα των κανόνων υποβολής αναφορών και θα μειώσει τα έξοδα και τις επιβαρύνσεις.

·Το ανώτατο όριο του βασικού ύψους των προστίμων για παραβάσεις σε σχέση με τις απαιτήσεις του κανονισμού EMIR θα πρέπει να αυξηθεί. Το πλεονέκτημα αυτής της επιλογής είναι η αυξημένη αποτελεσματικότητα και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, τα οποία θεωρούνται απαραίτητα από τις ρυθμιστικές αρχές για την παροχή κινήτρων για την καλή ποιότητα των στοιχείων, εξασφαλίζοντας παράλληλα την αναλογικότητα των κανόνων.

·Πρέπει να αποσαφηνιστεί η αλληλεπίδραση μεταξύ των εργαλείων διαχείρισης αθέτησης υποχρέωσης βάσει του κανονισμού EMIR και των εθνικών νομοθετικών διατάξεων περί αφερεγγυότητας, ώστε να διασφαλιστεί η θωράκιση των περιουσιακών στοιχείων των πελατών σε περίπτωση αφερεγγυότητας .

·Η αρχή της παροχής υπηρεσιών εκκαθάρισης με δίκαιους, εύλογους και αμερόληπτους εμπορικούς όρους (αρχή «FRAND») εισάγεται στον κανονισμό EMIR. Τα μέτρα αυτά αντιμετωπίζουν διαφορετικά εμπόδια πρόσβασης σε μηχανισμούς εκκαθάρισης· η ενδεχόμενη επιπρόσθετη ρυθμιστική επιβάρυνση δικαιολογείται από το δημόσιο συμφέρον ώστε να εφαρμοστεί το έργο της κεντρικής εκκαθάρισης και να τηρηθεί η υποχρέωση εκκαθάρισης.

Στην εκτίμηση επιπτώσεων εξετάστηκαν επίσης το συνολικό κόστος και τα οφέλη των προτιμώμενων επιλογών, προκειμένου να μειωθεί το κόστος συμμόρφωσης και η επιβάρυνση που επιβάλλεται στους συμμετέχοντες στην αγορά, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Ενώ ο κανονισμός EMIR επιδιώκει τον γενικό στόχο της μείωσης του συστημικού κινδύνου μέσω της αύξησης της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας της αγοράς εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, η παρούσα πρωτοβουλία αποσκοπεί στην πιο αποτελεσματική και αποδοτική εφαρμογή του κανονισμού EMIR, προσαρμόζοντας καλύτερα ορισμένες απαιτήσεις, για τη μείωση του κανονιστικού φόρτου και του φόρτου συμμόρφωσης για τους συμμετέχοντες στην αγορά, στις περιπτώσεις που το κόστος συμμόρφωσης υπερβαίνει τα οφέλη προληπτικής εποπτείας, χωρίς ωστόσο να τίθεται σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Αυτό συνάδει με την ατζέντα της Επιτροπής για τη βελτίωση της νομοθεσίας.

Ενώ υπάρχουν ορισμένοι περιορισμοί όσον αφορά τον υπολογισμό του ακριβούς ποσού των μειώσεων κόστους, σύμφωνα με την εκτίμηση επιπτώσεων, η συνδυασμένη επίδραση του συνόλου των προτιμώμενων επιλογών, που υπολογίζεται αποκλειστικά για τον σκοπό της εκτίμησης επιπτώσεων, ισοδυναμεί με μειώσεις κόστους οι οποίες κυμαίνονται από 2,3 δισ. EUR έως 6,9 δισ. EUR για τις πάγιες (εφάπαξ) δαπάνες και μεταξύ 1,1 δισ. EUR και 2,66 δισ. EUR για τις λειτουργικές δαπάνες. Το παράρτημα 8 της εκτίμησης επιπτώσεων παρουσιάζει λεπτομερώς τις υποκείμενες παραδοχές οι οποίες οδήγησαν στις εν λόγω εκτιμήσεις και τους περιορισμούς που επηρεάζουν την αξιοπιστία τους. Βασικές προκλήσεις όσον αφορά την ποσοτικοποίηση των μειώσεων του κόστους σχετίζονται κυρίως με το γεγονός ότι οι περισσότερες απαιτήσεις του κανονισμού EMIR άρχισαν να ισχύουν πρόσφατα (πχ. οι υποχρεώσεις εκκαθάρισης και οι απαιτήσεις περιθωρίου), και ότι ορισμένες δεν έχουν ακόμη αρχίσει να ισχύουν (π.χ. η υποχρέωση εκκαθάρισης για τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους της Κατηγορίας 3). Ως εκ τούτου, οι εκτιμώμενες μειώσεις του κόστους βασίζονται σε περιορισμένο αριθμό δημόσια διαθέσιμων στοιχείων καθώς και σε ανεπίσημα στοιχεία της αγοράς, τα οποία ενδέχεται να μην αποτυπώνουν με ακρίβεια την ποικιλομορφία και την ιδιαιτερότητα των εκάστοτε αντισυμβαλλομένων. Αυτό σημαίνει επίσης ότι οι εκτιμώμενες μειώσεις κόστους ισχύουν μόνο τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Τέλος, δεδομένου ότι οι υπολογισμοί επικεντρώθηκαν στις μειώσεις του κόστους, ορισμένα ελάχιστα έξοδα προσαρμογής δεν έχουν ποσοτικοποιηθεί. Ωστόσο, έχουν περιγραφεί ποιοτικά λεπτομερώς στο παράρτημα 7 της εκτίμησης επιπτώσεων.

Συνολικά οι επιχειρήσεις, οι ΜΜΕ και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις θα επωφεληθούν, ιδίως, από i) τη μείωση των κανονιστικών απαιτήσεων σε περιπτώσεις όπου το δυσανάλογο κόστος συμμόρφωσης φαίνεται να υπερβαίνει τα προληπτικά οφέλη και ii) τη βελτίωση της πρόσβασης σε μηχανισμούς εκκαθάρισης. Η απλούστευση των απαιτήσεων υποβολής αναφορών θα ωφελήσει όλους τους αντισυμβαλλομένους, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ. Επιπλέον, οι μικρές ΜΜΕ θα επωφεληθούν από την υποβολή αναφορών για τις συναλλαγές από τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλόμενους που συμμετέχουν σε αυτές. Τέλος, η θέσπιση νέων αρχών FRAND θα διευκολύνει την πρόσβαση σε μηχανισμούς εκκαθάρισης για πολλούς αντισυμβαλλομένους.

Η ενότητα 6 της εκτίμησης επιπτώσεων παρέχει μια ανάλυση της κατανομής της μείωσης του κόστους/του ελάχιστου κόστους προσαρμογής, που καλύπτει όλους τους αντισυμβαλλομένους.

Πρώτον, όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής των απαιτήσεων εκκαθάρισης, η μεγαλύτερη αναλογικότητα στην εφαρμογή των κανόνων εκκαθάρισης θα ωφελήσει τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, καθώς τα προβλεπόμενα μέτρα θα διασφαλίζουν καλύτερες συνθήκες ανταγωνισμού για την αναγνώριση των μη χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων που υπόκεινται σε απαιτήσεις εκκαθάρισης και περιθωρίου, προστατεύοντάς τους από πρόσθετες πάγιες δαπάνες που κυμαίνονται μεταξύ 9,6 εκατ. EUR και 26,7 εκατ. EUR. Μια αναπροσαρμογή αυτού που συνιστά έναν μικρό χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο που θα υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης θα επιτρέψει σε (πολύ) μικρούς χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, για τους οποίους η κεντρική εκκαθάριση δεν είναι οικονομικά εφικτή, να αποφύγουν εκτιμώμενο κόστος που κυμαίνεται μεταξύ 509,7 εκατ. EUR και 1,4 δισ. EUR. Οι μηχανισμοί συνταξιοδοτικών καθεστώτων, και έμμεσα οι αντισυμβαλλόμενοι, θα επωφεληθούν από μια νέα μεταβατική εξαίρεση από την εκκαθάριση, λόγω του ότι μέχρι στιγμής δεν έχει προκύψει βιώσιμη τεχνική λύση εκκαθάρισης. Εκτιμάται ότι το λειτουργικό κόστος που αποφεύγεται θα πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 780 εκατ. EUR και 1,56 δισ. EUR. Επιπλέον, μετά από αλλαγές στο πεδίο εφαρμογής των απαιτήσεων υποβολής αναφορών, όλοι οι αντισυμβαλλόμενοι που υποβάλλουν αναφορές αναμένεται να επωφεληθούν από τον περιορισμό ορισμένων απαιτήσεων υποβολής αναφορών, όπως η κατάργηση της υποχρέωσης αναφοράς παλαιότερων συναλλαγών («backloading») και της υποβολής αναφορών σχετικά με τις συναλλαγές χρηματιστηριακών παραγώγων. Ειδικότερα, η εξαίρεση από την υποχρέωση υποβολής αναφορών για τις εντός του ομίλου συναλλαγές στις οποίες ένας από τους αντισυμβαλλομένους είναι μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος και η απαλλαγή από την υποχρέωση μικρών μη χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων αναμένεται να μειώσει το κόστος συμμόρφωσης που συνδέεται με τον κανονισμό EMIR για την «πραγματική οικονομία». Η κατά προσέγγιση εκτίμηση της συνολικής μείωσης του κόστους συμμόρφωσης που συνδέεται με τον κανονισμό EMIR για επιχειρήσεις κυμαίνεται μεταξύ 350 εκατ. EUR και 1,1 δισ. EUR για λειτουργικές δαπάνες και μεταξύ 1,8 δισ. EUR και 5,3 δισ. EUR για πάγιες δαπάνες.

Δεύτερον, η μεγαλύτερη διαφάνεια των θέσεων και των ανοιγμάτων επί εξωχρηματιστηριακών παραγώγων θα επιτρέψει στις αρχές να εντοπίσουν ενδεχόμενα προβλήματα σε προγενέστερο στάδιο και να λάβουν έγκαιρα μέτρα αντιμετώπισης των ενδεχόμενων κινδύνων, ενισχύοντας έτσι την ανθεκτικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, με ελάχιστο κόστος προσαρμογής για τους αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών.

Τρίτον, η βελτίωση της πρόσβασης σε μηχανισμούς εκκαθάρισης θα επιτρέψει σε επιπλέον συμμετέχοντες στην αγορά, κυρίως από την «πραγματική οικονομία», να διαχειρίζονται και να αντισταθμίζουν τους κινδύνους τους και, με τη μείωση της πιθανότητας αιφνίδιων κλυδωνισμών και διαταραχών στην επιχειρηματική δραστηριότητα, θα συμβάλει σε ένα λιγότερο ασταθές επιχειρηματικό περιβάλλον και στην ασφάλεια των θέσεων απασχόλησης των εργαζομένων τους. Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις που θα εξακολουθήσουν να υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης λόγω του προφίλ συστημικού κινδύνου τους θα πρέπει να επωφεληθούν από μια μείωση των πάγιων δαπανών που κυμαίνεται μεταξύ 24,8 εκατ. EUR και 69,5 εκατ. EUR. Ομοίως, τα εκτιμώμενα οφέλη για τους συστημικούς μικρούς χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους από μια βελτιωμένη πρόσβαση σε μηχανισμούς εκκαθάρισης θα πρέπει να ανέλθουν από 32,6 εκατ. EUR έως 91,3 εκατ. EUR όταν ισχύσει η υποχρέωση εκκαθάρισης. Αυτές οι εκτιμώμενες μειώσεις κόστους θα απελευθερώσουν επομένως περαιτέρω τις επενδυτικές ευκαιρίες, συμβάλλοντας στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης Κεφαλαιαγορών και στην ατζέντα της Επιτροπής για την απασχόληση και την ανάπτυξη.

Γενικά, δεν θα πρέπει να υπάρχει σημαντικό κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Η προβλεπόμενη απλούστευση και η αυξημένη αναλογικότητα των κανόνων σχετικά με την υποβολή αναφορών θα επιτρέψουν την επίτευξη των στόχων του κανονισμού EMIR, μειώνοντας ταυτόχρονα σημαντικά τον συνολικό διοικητικό φόρτο των αντισυμβαλλομένων που υπόκεινται σε απαιτήσεις υποβολής αναφορών σύμφωνα με τον κανονισμό EMIR. Όσον αφορά την τροποποίηση της ευθύνης για την υποχρέωση υποβολής αναφορών, οι φορείς που θα πρέπει να αναλάβουν την υποχρέωση υποβολής αναφορών στο μέλλον θα έχουν εξοπλιστεί καλύτερα για αυτό το έργο και, λόγω των οικονομιών κλίμακας που υπεισέρχονται, το σχετικό συνολικό κόστος θα πρέπει να μειωθεί. Ειδικότερα, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα αντιμετωπίσουν το ελάχιστο κόστος προσαρμογής σε σχέση με την ανάγκη υποβολής αναφορών σχετικά με τα χρηματιστηριακά παράγωγα. Ωστόσο, καθώς οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι διαθέτουν ήδη σημαντικό όγκο στοιχείων σχετικά με τις εν λόγω συναλλαγές και υποχρεούνται ήδη να αναφέρουν όλες τις συναλλαγές επί παραγώγων που έχουν εκκαθαριστεί κεντρικά βάσει του κανονισμού EMIR, η πρόσθετη επιβάρυνση που επιβάλλεται στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους θα είναι περιορισμένη. Τα πρόσθετα μέτρα για την εναρμόνιση του υπολογισμού των κατώτατων ορίων εκκαθάρισης και η περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων και διαδικασιών υποβολής αναφορών ενδέχεται να συνεπάγονται το πολύ ορισμένα περιορισμένα διοικητικά έξοδα προσαρμογής, ιδίως για τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών, στα αρχικά στάδια εφαρμογής, αλλά θα πρέπει να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και να μειώσουν τη συνολική επιβάρυνση μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Όσον αφορά τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών, δεδομένου ότι θα πρέπει να εφαρμόζουν κατάλληλες διαδικασίες σε κάθε περίπτωση για την εκπλήρωση των απαιτήσεων σύμφωνα με τον κανονισμό για τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, η δράση πολιτικής στο πλαίσιο του κανονισμού EMIR που εξετάστηκε σε αυτήν την εκτίμησης επιπτώσεων δεν θα δημιουργήσει σημαντική πρόσθετη επιβάρυνση. Ομοίως, η απαίτηση τήρησης δίκαιων, εύλογων και αμερόληπτων εμπορικών όρων στην παροχή υπηρεσιών εκκαθάρισης, η οποία θα ωφελήσει πολλούς αντισυμβαλλομένους, αναμένεται να συνεπάγεται μόνο περιορισμένα πρόσθετα διοικητικά έξοδα για τα εκκαθαριστικά μέλη.

3.4.Θεμελιώδη δικαιώματα

Η πρόταση δεν είναι πιθανό να έχει άμεσο αντίκτυπο στα δικαιώματα που απαριθμούνται στις κύριες συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των Συνθηκών της ΕΕ, και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ΕΣΑΔ).

4.ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Η πρόταση δεν θα έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Ένωσης.

Η παρούσα πρόταση θα απαιτήσει από την ΕΑΚΑΑ την επικαιροποίηση ή την εκπόνηση πέντε τεχνικών προτύπων. Τα τεχνικά πρότυπα είναι παραδοτέα 9 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού. Τα προτεινόμενα καθήκοντα για την ΕΑΚΑΑ δεν θα απαιτήσουν τη δημιουργία πρόσθετων θέσεων και μπορούν να πραγματοποιηθούν με τους υπάρχοντες πόρους.

5.ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

5.1.Σχέδια εφαρμογής και ρυθμίσεις παρακολούθησης, αξιολόγησης και υποβολής εκθέσεων

Η πρόταση περιλαμβάνει μια ρήτρα σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να πραγματοποιηθεί αξιολόγηση του κανονισμού EMIR στο σύνολό του, με ιδιαίτερη έμφαση στην αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητά του σε σχέση με την επίτευξη των αρχικών του στόχων με την ΕΑΚΑΑ να αναφέρει ορισμένα συγκεκριμένα στοιχεία:

·εάν έχουν αναπτυχθεί βιώσιμες λύσεις που διευκολύνουν τη συμμετοχή των μηχανισμών συνταξιοδοτικών καθεστώτων στην κεντρική εκκαθάριση και τον αντίκτυπό τους στο επίπεδο της κεντρικής εκκαθάρισης από τους μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων·

·τον αντίκτυπο των προτεινόμενων λύσεων στο επίπεδο εκκαθάρισης από μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους καθώς και εξέταση της κατανομής της εκκαθάρισης στο εσωτερικό της κατηγορίας των μη χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων, ιδίως όσον αφορά την καταλληλότητα των κατώτατων ορίων εκκαθάρισης·

·τον αντίκτυπο των προτεινόμενων λύσεων στο επίπεδο εκκαθάρισης από μικρούς χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους καθώς και εξέταση της κατανομής της εκκαθάρισης στο εσωτερικό της κατηγορίας των μικρών χρηματοοικονομικών συμβαλλομένων, ιδίως όσον αφορά την καταλληλότητα των κατώτατων ορίων εκκαθάρισης·

·την ποιότητα των δεδομένων συναλλαγών που αναφέρονται στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών, την προσβασιμότητα των εν λόγω δεδομένων και την ποιότητα των πληροφοριών που λαμβάνονται από τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών·

·την προσβασιμότητα όλων των αντισυμβαλλομένων στους μηχανισμούς εκκαθάρισης·

Κατ’ αρχήν, η αξιολόγηση αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί το αργότερο 3 έτη μετά την εφαρμογή των τροποποιήσεων που επιφέρει η παρούσα πρόταση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως για τους μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων, είναι σημαντικό να παρακολουθείται η πρόοδος όσον αφορά τη διαθεσιμότητα λύσεων για την εκκαθάριση των μηχανισμών συνταξιοδοτικών καθεστώτων σε συνεχή βάση.

5.2.Αναλυτική επεξήγηση των επιμέρους διατάξεων της πρότασης

Τροποποιήσεις της υποχρέωσης εκκαθάρισης (κανονισμός EMIR, άρθρα 2, 4, νέο 4α, νέο 6β, 10, 85 και 89)

Χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι

Το άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο α) της παρούσας πρότασης τροποποιεί το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού EMIR ώστε οι όροι για τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που θα υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης όταν ένας αντισυμβαλλόμενος είναι χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος να αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο του νέου άρθρου 4α παράγραφος 1. Το νέο αυτό άρθρο εισάγεται με το άρθρο 1 παράγραφος 3 της παρούσας πρότασης. Το δεύτερο εδάφιο του νέου άρθρου 4α παράγραφος 1 ορίζει τα κατώτατα όρια εκκαθάρισης για συμβάσεις που συνάπτουν χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι με παραπομπή στα κατώτατα όρια εκκαθάρισης που ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο β), επομένως τα κατώτατα όρια εκκαθάρισης είναι τα ίδια όπως εκείνα για τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους. Το άρθρο 4α παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β) διευκρινίζει ότι η υπέρβαση μίας από τις τιμές που καθορίζονται για μια κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ενεργοποιεί την υποχρέωση εκκαθάρισης για όλες τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων. Το νέο άρθρο 4α παράγραφος 1 εξηγεί επίσης τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζονται τα κατώτατα όρια εκκαθάρισης. Ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης εάν η συνολική μέση θέση στο τέλος του μήνα για τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο υπερβαίνει τα κατώτατα όρια εκκαθάρισης. Αυτό αντιστοιχεί στον υπολογισμό κατώτατων ορίων εκκαθάρισης από μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους.

Τέλος, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο ορισμός καλύπτει όλες τις οντότητες οι οποίες λόγω της φύσης των δραστηριοτήτων τους είναι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι, το άρθρο 1 παράγραφος 1 ενσωματώνει τον ορισμό του χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου που περιέχεται στο άρθρο 2 του κανονισμού EMIR για τους οργανισμούς εναλλακτικών επενδύσεων που έχουν καταχωρηθεί σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και θεωρούνται επί του παρόντος μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι στο πλαίσιο του κανονισμού EMIR, κεντρικά αποθετήρια τίτλων, και οντότητες ειδικού σκοπού τιτλοποίησης. Οι εν λόγω οντότητες θα αντιμετωπίζονται επομένως ως χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι στο πλαίσιο του κανονισμού EMIR.

Μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι

Το άρθρο 1 παράγραφος 8 τροποποιεί το άρθρο 10 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού EMIR. Η τροποποιημένη παράγραφος 1 αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζονται τα κατώτατα όρια εκκαθάρισης. Ο μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης εάν η συνολική μέση θέση στο τέλος του μήνα για τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο υπερβαίνει τα κατώτατα όρια εκκαθάρισης και όχι εάν ο κινητός μέσος όρος της θέσης του επί 30 εργάσιμες ημέρες δεν υπερβαίνει το κατώφλι εκκαθάρισης, όπως συμβαίνει σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες του κανονισμού EMIR. Η παραπομπή στην παράγραφο 3 σημαίνει ότι διατηρείται η τρέχουσα εξαίρεση από την αντιστάθμιση, οπότε, μόνο οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων για τις οποίες δεν μπορεί να μετρηθεί αντικειμενικά η συμβολή στη μείωση των κινδύνων που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης διαθεσίμων, υπολογίζονται στα κατώτατα όρια.

Η παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β) διευκρινίζει ότι η υποχρέωση εκκαθάρισης εφαρμόζεται μόνο για την κατηγορία περιουσιακών στοιχείων ή τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων για τις οποίες έχει σημειωθεί υπέρβαση του κατώτατου ορίου εκκαθάρισης και για τις οποίες ισχύει η υποχρέωση εκκαθάρισης.

Μηχανισμοί συνταξιοδοτικών καθεστώτων

Το άρθρο 1 παράγραφος 20 αντικαθιστά το άρθρο 89 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού EMIR προκειμένου να παραταθεί για τρία έτη η προσωρινή εξαίρεση από την υποχρέωση εκκαθάρισης των μηχανισμών συνταξιοδοτικών καθεστώτων, ελλείψει βιώσιμης τεχνικής λύσης για τη μεταφορά μέσω μηχανισμών συνταξιοδοτικών καθεστώτων ασφαλειών που δεν συνίστανται σε μετρητά, ως περιθωρίων διαφορών αποτίμησης. Το άρθρο 1 παράγραφος 19 στοιχείο β) αντικαθιστά το άρθρο 85 παράγραφος 2 του κανονισμού EMIR και ορίζει, στα στοιχεία α), β), γ), δ), ε) και στ) τα κριτήρια που η Επιτροπή αξιολογεί και εξετάζει σε μια έκθεση σχετικά με την πρόοδο προς την κατεύθυνση βιώσιμων τεχνικών λύσεων, με τη συμβολή της ΕΑΚΑΑ, της ΕΑΑΕΣ, της ΕΑΤ και του ΕΣΣΚ. Μολονότι διάφοροι παράγοντες εμπόδισαν μέχρι στιγμής την ανάπτυξη τέτοιων λύσεων, η Επιτροπή θεωρεί εφικτή την ανάπτυξη βιώσιμων τεχνικών λύσεων εντός τριών ετών από την έγκριση της πρότασης, και αναμένει από τους συμμετέχοντες στην αγορά να εργαστούν βάσει αυτού του χρονοδιαγράμματος. Αυτό ενισχύεται επίσης από την προσδοκία ότι ορισμένα ρυθμιστικά αντικίνητρα για την ευρύτερη διάθεση των διαθέσιμων υπηρεσιών εκκαθάρισης (για παράδειγμα η εισαγωγή κεφαλαιακών απαιτήσεων βάσει του δείκτη μόχλευσης) θα αντιμετωπιστούν κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου. Μόνο στην απίθανη περίπτωση απρόβλεπτων εξελίξεων σημαντικού χαρακτήρα, παρέχεται στην Επιτροπή η εξουσία να παρατείνει την παρέκκλιση μία φορά ανά δύο έτη μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, αν δικαιολογείται από τις προσεκτικά αξιολογηθείσες περιστάσεις.

Κατάργηση της απαίτησης πρόωρης εκκαθάρισης («frontloading).

Το άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β) καταργεί την απαίτηση του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii) του κανονισμού EMIR για την εκκαθάριση συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται ή ανανεώνονται κατά ή μετά από μια κοινοποίηση από μια αρμόδια αρχή στην ΕΑΚΑΑ σχετικά με την εξουσιοδότηση κεντρικού αντισυμβαλλομένου για την εκκαθάριση μιας κατηγορίας εξωχρηματιστηριακών παραγώγων αλλά πριν από την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα η υποχρέωση εκκαθάρισης εφόσον η εναπομένουσα διάρκεια των συμβάσεων είναι μεγαλύτερη από την ελάχιστη εναπομένουσα διάρκεια που καθορίζεται σε έναν κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό της Επιτροπής σχετικά με τις υποχρεώσεις εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο γ).

Αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης

Το άρθρο 1 παράγραφος 6 εισάγει στον κανονισμό EMIR ένα νέο άρθρο 6β που δίνει στην Επιτροπή την εξουσία, για συγκεκριμένους λόγους, να αναστείλει προσωρινά κάθε υποχρέωση εκκαθάρισης κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ και το οποίο καθορίζει τη διαδικασία αναστολής. Όπως έχει επισημάνει και η ΕΑΚΑΑ, η εν λόγω εξουσία είναι απαραίτητη καθώς, υπό ορισμένες συγκεκριμένες συνθήκες, η συνέχιση της εφαρμογής της υποχρέωσης εκκαθάρισης μπορεί να είναι αδύνατη (για παράδειγμα, επειδή ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που προβαίνει σε εκκαθάριση του μεγαλύτερου μέρους συγκεκριμένης κατηγορίας εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μπορεί να αποσυρθεί από την αγορά αυτή) ή ενδέχεται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα (για παράδειγμα, επειδή η υποχρέωση εκκαθάρισης θα εμπόδιζε τη διμερή αντιστάθμιση για τους αντισυμβαλλομένους χωρίς πρόσβαση στην κεντρικώς εκκαθαριζόμενη αγορά). Οι εν λόγω εξελίξεις μπορεί να προκύψουν απροσδόκητα και η τρέχουσα διαδικασία για την κατάργηση μιας υποχρέωσης εκκαθάρισης που θα απαιτούσε την τροποποίηση ενός ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου μπορεί να είναι ιδιαίτερα βραδεία για να ανταποκριθεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς ή στις ανησυχίες που αφορούν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η νέα εξουσία υπόκειται σε αυστηρά οριοθετημένες προϋποθέσεις και η αναστολή θα είναι περιορισμένης χρονικής διάρκειας. Η διαδικασία για την οριστική κατάργηση της υποχρέωσης εκκαθάρισης παραμένει αμετάβλητη και κάτι τέτοιο απαιτεί πάντα μια τροποποίηση του ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου.

Τροποποιήσεις με σκοπό την παροχή κινήτρων για την εκκαθάριση και την αύξηση της πρόσβασης σε αυτήν (άρθρα 4 και 39 του κανονισμού EMIR)

Το άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ) εισάγει μια νέα παράγραφο 3α στο άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού EMIR, σύμφωνα με την οποία τα εκκαθαριστικά μέλη και οι πελάτες τους που παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης σε άλλους αντισυμβαλλομένους ή προσφέρουν στους πελάτες τους τη δυνατότητα να παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες σε άλλους αντισυμβαλλομένους να το πράξουν με δίκαιους, εύλογους και αμερόληπτους εμπορικούς όρους. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων να προσδιορίζει ποιοι είναι οι δίκαιοι, εύλογοι και αμερόληπτοι όροι.

Το άρθρο 1 παράγραφος 11 εισάγει μια νέα παράγραφο στο άρθρο 39 του κανονισμού EMIR για να διασαφηνίσει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν τις θέσεις που καταχωρούνται σε λογαριασμό δεν περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του εκκαθαριστικού μέλους που τηρεί χωριστά αρχεία και λογαριασμούς. Η διάταξη αυτή παρέχει βεβαιότητα σε όσους παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης ή προσφέρουν στους πελάτες τους τη δυνατότητα να παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες ώστε να είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις τους όσον αφορά τις διαδικασίες διαχείρισης αθέτησης που ορίζονται στον κανονισμό EMIR. Αυτό τους παρέχει κίνητρα ώστε να παρέχουν την υπηρεσία πρόσβασης σε μηχανισμούς κεντρικής εκκαθάρισης των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Ομοίως, οι διατάξεις παρέχουν βεβαιότητα στους πελάτες και στους έμμεσους πελάτες ότι σε περίπτωση αθέτησης ενός εκκαθαριστικού μέλους ή ενός πελάτη που παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης, τα περιουσιακά τους στοιχεία προστατεύονται και μπορούν έτσι να μεταφερθούν σε άλλα εκκαθαριστικά μέλη ή πελάτες που παρέχουν υπηρεσίες έμμεσης εκκαθάρισης. Αυτό παρέχει περαιτέρω κίνητρα για κεντρική εκκαθάριση.

Τροποποιήσεις απαιτήσεων για τη διαφάνεια των κεντρικών αντισυμβαλλομένων (άρθρο 38 του κανονισμού EMIR)

Το άρθρο 1 παράγραφος 10 προσθέτει τις παραγράφους 6 και 7 στο άρθρο 38 του κανονισμού EMIR, έτσι ώστε οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι να υποχρεούνται να παρέχουν στα εκκαθαριστικά μέλη τους τα εργαλεία για την προσομοίωση των απαιτήσεων αρχικού περιθωρίου ασφαλείας (παράγραφος 6), αλλά και λεπτομερή επισκόπηση των χαρακτηριστικών των μοντέλων αρχικών περιθωρίων ασφαλείας που χρησιμοποιούν (παράγραφος 7).

Τροποποιήσεις των τεχνικών μείωσης κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο (άρθρο 11 του κανονισμού EMIR)

Προκειμένου να αποφευχθούν οι ασυνέπειες στην Ένωση όσον αφορά την εφαρμογή των τεχνικών μείωσης του κινδύνου, το άρθρο 1 παράγραφος 9 δίνει εντολή στις ΕΕΑ να καταρτίσουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθοριστεί η διαδικασία εκ των προτέρων έγκρισης από τις εποπτικές αρχές των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου οι οποίες προβλέπουν την έγκαιρη, επακριβή και κατάλληλα διαχωρισμένη ανταλλαγή ασφαλειών, και σημαντικών αλλαγών των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου.

Τροποποιήσεις της υποχρέωσης εκκαθάρισης (άρθρο 9 του κανονισμού EMIR)

Το άρθρο 1 παράγραφος 7 στοιχείο α) καταργεί την απαίτηση του άρθρου 9 παράγραφος 1 του κανονισμού EMIR για την αναφορά ιστορικών συναλλαγών, δηλαδή συναλλαγών που δεν ήταν εκκρεμείς κατά την ημερομηνία έναρξης της υποχρέωσης υποβολής αναφορών στις 12 Φεβρουαρίου 2014. Εισάγει επίσης μια διάταξη στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού EMIR σύμφωνα με την οποία οι εντός του ομίλου συναλλαγές, όταν ένας από τους αντισυμβαλλομένους είναι μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος, απαλλάσσονται από την υποχρέωση αναφοράς.

Το άρθρο 1 παράγραφος 7 στοιχείο β) προσθέτει μια νέα παράγραφο 1α στο άρθρο 9. Αυτή η νέα παράγραφος 1α καθορίζει κανόνες σχετικά με την υποχρέωση υποβολής αναφορών σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις όπου καθορίζεται ποιος είναι υπεύθυνος για την υποβολή αναφορών, συμπεριλαμβανομένης κάθε ευθύνης που σχετίζεται με αυτές:

·για συναλλαγές που δεν είναι συναλλαγές εξωχρηματιστηριακών παραγώγων (συναλλαγές χρηματιστηριακών παραγώγων), ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ευθύνεται, και είναι νομικά υπεύθυνος, για την υποβολή αναφορών εξ ονόματος και των δύο αντισυμβαλλομένων·

·για συναλλαγές μεταξύ χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου και μη χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου που δεν υπόκειται σε υποχρέωση εκκαθάρισης, ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος ευθύνεται, και είναι νομικά υπεύθυνος, για την υποβολή αναφορών εξ ονόματος και των δύο αντισυμβαλλομένων·της συναλλαγής·

·η εταιρεία διαχείρισης που διαχειρίζεται ΟΣΕΚΑ, η οποία είναι αντισυμβαλλόμενος σε μια σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ευθύνεται, και είναι νομικά υπεύθυνη, για την υποβολή αναφορών εξ ονόματος του εν λόγω ΟΣΕΚΑ·

·ο διαχειριστής ευθύνεται, και είναι νομικά υπεύθυνος για την υποβολή αναφορών εξ ονόματος οργανισμού εναλλακτικών επενδύσεων που είναι αντισυμβαλλόμενος σε σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.

Σε κάθε περίπτωση οι αντισυμβαλλόμενοι και οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι πρέπει να εξασφαλίζουν ότι δεν γίνεται διπλή αναφορά των λεπτομερειών σχετικά με τις συμβάσεις παραγώγων. Επίσης, μπορούν να εκχωρήσουν την υποχρέωση αναφοράς.

Το άρθρο 1 παράγραφος 7 στοιχείο γ) επεκτείνει την εντολή της ΕΑΚΑΑ για την ανάπτυξη τεχνικών προτύπων, ώστε να επιτραπεί περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων και των απαιτήσεων υποβολής αναφορών, ιδίως των προτύπων δεδομένων, των μεθόδων και των ρυθμίσεων για την υποβολή αναφορών.

Τροποποιήσεις για την εξασφάλιση της ποιότητας των δεδομένων (άρθρα 78 και 81 του κανονισμού EMIR)

Το άρθρο 1 παράγραφος 16 προσθέτει στις γενικές απαιτήσεις για τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών στο άρθρο 78 του κανονισμού EMIR τις απαιτήσεις για την καθιέρωση κατάλληλων διαδικασιών για τη συμφωνία των δεδομένων στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών· για την καθιέρωση κατάλληλων διαδικασιών για την εξασφάλιση της ποιότητας των αναφερόμενων δεδομένων· και για τη θέσπιση κατάλληλων πολιτικών για την ομαλή μεταφορά των δεδομένων σε άλλα αρχεία καταγραφής συναλλαγών όταν αυτό απαιτείται από μια επιχείριση που υπόκειται στην υποχρέωση υποβολής αναφορών βάσει του άρθρου 9 ή απαιτείται για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Επιπλέον, η ΕΑΚΑΑ έχει την εντολή να αναπτύξει διαδικασίες που θα εφαρμοστούν από το αρχείο καταγραφής συναλλαγών για την επικύρωση των αναφερόμενων δεδομένων ως προς την πληρότητα και την ακρίβειά τους και για τη συμφωνία των δεδομένων στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών.

Το άρθρο 1 παράγραφος 17 στοιχείο β) προσθέτει μια νέα παράγραφο 3α στο άρθρο 81 του κανονισμού EMIR, βάσει της οποίας τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών πρέπει να παρέχουν στους αντισυμβαλλομένους πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα που αναφέρονται για λογαριασμό τους, προκειμένου να είναι δυνατή η εξακρίβωση της ακρίβειάς τους.

Τροποποιήσεις της καταχώρισης των αρχείων καταγραφής συναλλαγών (άρθρα 56 και 72 του κανονισμού EMIR)

Το άρθρο 1 παράγραφος 12 στοιχείο α) τροποποιεί το άρθρο 56 του κανονισμού EMIR, εισάγοντας τη δυνατότητα υποβολής απλουστευμένης αίτησης για την επέκταση της καταχώρισης αρχείων καταγραφής συναλλαγών που έχουν ήδη καταχωριστεί βάσει του κανονισμού για τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων. Το άρθρο 1 παράγραφος 12 στοιχεία β) και γ) αναθέτει στην ΕΑΚΑΑ την εντολή για την ανάπτυξη τεχνικών προτύπων απλουστευμένης αίτησης για επέκταση των καταχωρίσεων, προκειμένου να αποφεύγεται η αλληλοεπικάλυψη των διαδικασιών. Το άρθρο 1 παράγραφος 14 εισάγει μια επακόλουθη αλλαγή στο άρθρο 72 παράγραφος 1 σχετικά με τα τέλη, όταν ένα αρχείο καταγραφής συναλλαγών έχει ήδη καταχωριστεί στο πλαίσιο του κανονισμού για τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων (SFTR).

Τροποποιήσεις της εποπτείας των αρχείων καταγραφής συναλλαγών (άρθρο 65 και παράρτημα Ι του κανονισμού EMIR)

Τα πρόστιμα που είναι σε θέση να επιβάλλει η ΕΑΚΑΑ για τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών που εποπτεύει άμεσα θα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά, ώστε να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα των εποπτικών αρμοδιοτήτων της ΕΑΚΑΑ. Επομένως, το άρθρο 1 παράγραφος 13 τροποποιεί το άρθρο 65 παράγραφος 2 του κανονισμού EMIR αυξάνοντας το ανώτατο όριο του βασικού ύψους των προστίμων που μπορεί να επιβάλει η ΕΑΚΑΑ για τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών σε 100 000 ή 200 000, ανάλογα με την παράβαση. Επιπλέον, η τροποποίηση εισάγει τα βασικά ποσά προστίμων που λείπουν για παραβάσεις που σχετίζονται με εμπόδια στις εποπτικές δραστηριότητες που αναφέρονται στο τμήμα IV του παραρτήματος Ι. Για τις εν λόγω παραβάσεις προτείνεται να επιβάλλονται πρόστιμα ύψους τουλάχιστον 5 000 EUR και τα οποία δεν θα υπερβαίνουν τις 10 000 EUR.

Το άρθρο 1 παράγραφος 21 τροποποιεί το παράρτημα Ι του κανονισμού με την προσθήκη στον κατάλογο των παραβάσεων που περιέχονται σε αυτόν παραβάσεων που αντιστοιχούν στις νέες γενικές απαιτήσεις για τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών που προβλέπονται στη νέα παράγραφο 9 του άρθρου 78 του κανονισμού EMIR καθώς και της παράβασης που περιέχεται στο άρθρο 55 παράγραφος 4 η οποία υφίσταται όταν ένα αρχείο καταγραφής συναλλαγών δεν ενημερώνει εγκαίρως την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις ουσιώδεις μεταβολές της κατάστασης της αρχικής εγγραφής του.

Tροποποιήσεις των απαιτήσεων για τη διαθεσιμότητα των δεδομένων των αρχείων καταγραφής συναλλαγών (άρθρα 76α και 81 του κανονισμού EMIR).

Το άρθρο 1 παράγραφος 15 προσθέτει ένα νέο άρθρο 76α στον κανονισμό EMIR. Στις αρχές των τρίτων χωρών που διαθέτουν αρχεία καταγραφής συναλλαγών παρέχεται άμεση πρόσβαση στα δεδομένα που τηρούνται στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών της Ένωσης εάν η Επιτροπή έχει εκδώσει εκτελεστική πράξη με την οποία δήλωσε ότι α) τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών έλαβαν κανονικώς άδεια λειτουργίας, β) υπάρχει επί διαρκούς βάσεως αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή του νόμου όσον αφορά τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών· γ) υπάρχουν εγγυήσεις όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου που αναλαμβάνουν οι αρχές σε συνεργασία με τρίτα μέρη, οι οποίες είναι τουλάχιστον ισοδύναμες προς τις προβλεπόμενες στον παρόντα κανονισμό· και δ) τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην τρίτη χώρα υπέχουν νομικά δεσμευτική και εκτελεστή υποχρέωση να παρέχουν στις σχετικές αρχές της Ένωσης απευθείας και άμεση πρόσβαση στα δεδομένα. Το άρθρο 1 παράγραφος 17 εισάγει μια αλλαγή στο άρθρο 81 του κανονισμού EMIR όσον αφορά τον κατάλογο των οντοτήτων στων οποίων τη διάθεση θα πρέπει να θέτουν τις πληροφορίες τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις αντίστοιχες ευθύνες και εντολές τους. Οι αλλαγές αυτές είναι αναγκαίες για την ανταπόκριση στη σύσταση που υποβλήθηκε κατά τη θεματική αξιολόγηση από ομοτίμους της αναφοράς συναλλαγών εξωχρηματιστηριακών παραγώγων τον Νοέμβριο του 2015 ότι όλες οι δικαιοδοσίες θα πρέπει, το αργότερο έως τον Ιούνιο του 2018, να διέπονται από ένα νομικό πλαίσιο που να επιτρέπει την πρόσβαση τόσο στις εθνικές όσο και στις αλλοδαπές αρχές σε δεδομένα που τηρούνται στα εθνικά αρχεία καταγραφής συναλλαγών (TRs). Ταυτόχρονα, είναι σαφώς προς το συμφέρον των δημόσιων αρχών να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα που τηρούνται από TRs τρίτων χωρών, προκειμένου να έχουν πλήρη εικόνα των παγκόσμιων αγορών παραγώγων. Η αλλαγή αυτή είναι στοχευμένη και περιορίζεται στην αμοιβαία πρόσβαση των δημόσιων αρχών στα δεδομένα.

Το άρθρο 1 παράγραφος 17 στοιχείο β) εισάγει μια νέα απαίτηση προς τα TRs για την παροχή πρόσβασης σε αντισυμβαλλομένους και σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν αναθέσει τις από μέρους τους υποχρεώσεις αναφοράς στα δεδομένα που αναφέρονται εκ μέρους τους.

Το άρθρο 1 παράγραφος 17 στοιχείο β) επεκτείνει την εντολή που δόθηκε στην ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 5 του κανονισμού ΕΜΙR να καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό και την εναρμόνιση των όρων και των προϋποθέσεων, των ρυθμίσεων και της τεκμηρίωσης βάσει των οποίων τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών θα παρέχουν απευθείας και άμεση πρόσβαση στις οντότητες που προβλέπονται στο άρθρο 81 παράγραφος 3.

Ρήτρα αξιολόγησης (άρθρο 85 του κανονισμού EMIR)

Το άρθρο 1 παράγραφος 19 θεσπίζει εντολή για την αξιολόγηση του κανονισμού EMIR από την Επιτροπή και για την από μέρους της σύνταξη γενικής έκθεσης που υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη, ενδεχομένως από κατάλληλες προτάσεις.

2017/0090 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 σε σχέση με την υποχρέωση εκκαθάρισης, την αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης, τις απαιτήσεις αναφοράς, τις τεχνικές μείωσης κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, την εγγραφή και την εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών και τις απαιτήσεις για αρχεία καταγραφής συναλλαγών.

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας 18 ,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής 19 ,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία 20 ,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1)Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 21 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στις 27 Ιουλίου 2012 και τέθηκε σε ισχύ στις 16 Αυγούστου 2012. Οι απαιτήσεις που περιέχει, δηλαδή η κεντρική εκκαθάριση τυποποιημένων συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων (OTC)· οι απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας· οι απαιτήσεις μετριασμού του λειτουργικού κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται κεντρικά· οι υποχρεώσεις αναφοράς των συμβάσεων παραγώγων· οι απαιτήσεις για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους (CCPs) και οι απαιτήσεις για αρχεία καταγραφής συναλλαγών (TRs) συμβάλλουν στη μείωση του συστημικού κινδύνου μέσω της αύξησης της διαφάνειας των εξωχρηματιστηριακών αγορών παραγώγων και της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου και του λειτουργικού κινδύνου που συνδέεται με τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα.

2)H απλούστευση ορισμένων τομέων που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και μια πιο αναλογική προσέγγιση σε αυτούς είναι σύμφωνη με το πρόγραμμα βελτίωσης της καταλληλότητας και της αποδοτικότητας του κανονιστικού πλαισίου (REFIT), το οποίο υπογραμμίζει την ανάγκη μείωσης του κόστους και απλοποίησης έτσι ώστε οι στόχοι των πολιτικών της Ένωσης να επιτυγχάνονται με τον πιο αποδοτικό τρόπο και αποσκοπεί ειδικότερα στη μείωση του κανονιστικού και διοικητικού φόρτου.

3)Τα αποτελεσματικά και ανθεκτικά μετασυναλλακτικά συστήματα και οι αγορές εμπράγματων ασφαλειών αποτελούν απαραίτητα στοιχεία μιας εύρυθμα λειτουργούσας Ένωσης Κεφαλαιαγορών και εντείνουν τις προσπάθειες για τη στήριξη των επενδύσεων, της ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας σύμφωνα με τις πολιτικές προτεραιότητες της Επιτροπής.

4)Το 2015 και το 2016 η Επιτροπή πραγματοποίησε δύο δημόσιες διαβουλεύσεις για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) υπέβαλαν στην επιτροπή προτάσεις όσον αφορά την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού. Από αυτές τις δημόσιες διαβουλεύσεις συνάγεται ότι οι στόχοι του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 στηρίχθηκαν από τους ενδιαφερόμενους και ότι δεν είναι αναγκαία μια σημαντική αναδιάρθρωση του κανονισμού αυτού. Στις 23 Νοεμβρίου 2016 η Επιτροπή ενέκρινε έκθεση επανεξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 85 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.  648/2012. Παρ’ όλο που οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.  648/2012 δεν είναι ακόμη όλες πλήρως εφαρμοστέες και, ως εκ τούτου, η περιεκτική αξιολόγησή του κανονισμού αυτού δεν είναι ακόμη εφικτή, η έκθεση εντόπισε τομείς στους οποίους είναι αναγκαία η ανάληψη στοχευμένης δράσης προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι στόχοι του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 επιτυγχάνονται με πιο αναλογικό, αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο.

5)Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 θα πρέπει να καλύπτει όλους τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλόμενους που μπορεί να αντιπροσωπεύουν σημαντικό συστημικό κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ως εκ τούτου, ο ορισμός των χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων θα πρέπει να τροποποιηθεί.

6)Οι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι με όγκο δραστηριότητας σε εξωχρηματιστηριακές αγορές παραγώγων ο οποίος είναι υπερβολικά χαμηλός για να ενέχει σημαντικό συστημικό κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και υπερβολικά χαμηλός για να είναι η κεντρική εκκαθάριση οικονομικά βιώσιμη, θα πρέπει να εξαιρείται από την υποχρέωση εκκαθάρισης και ταυτόχρονα να συνεχίσει να υπόκειται στην απαίτηση ανταλλαγής ασφαλειών για τον περιορισμό κάθε είδους συστημικού κινδύνου. Ωστόσο, η υπέρβαση του κατωφλίου εκκαθάρισης για μία τουλάχιστον κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων από έναν χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο θα πρέπει να ενεργοποιεί την υποχρέωση εκκαθάρισης για όλες τις κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων λόγω της διασυνδεσιμότητας των χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων και των πιθανών συστημικών κινδύνων για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι οποίοι ενδέχεται να προκύψουν εάν οι εν λόγω συμβάσεις παραγώγων δεν εκκαθαρίζονται κεντρικά.

7)Οι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι λιγότερο διασυνδεδεμένοι από τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους. Επιπλέον, είναι συνήθως ενεργοί μόνο σε μία κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Συνεπώς, η δραστηριότητά τους ενέχει λιγότερους συστημικούς κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε σχέση με τη δραστηριότητα των χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων. Επομένως, το πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης εκκαθάρισης για τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους θα πρέπει να περιοριστεί, έτσι ώστε οι εν λόγω μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι να υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης μόνο όσον αφορά την κατηγορία ή τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων που υπερβαίνουν το κατώφλι εκκαθάρισης, διατηρώντας ταυτόχρονα την απαίτησή τους για ανταλλαγή ασφαλειών όταν γίνεται υπέρβαση οποιουδήποτε από τα κατώφλια εκκαθάρισης.

8)Η απαίτηση εκκαθάρισης ορισμένων συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται πριν από την ημερομηνία κατά την οποία η υποχρέωση εκκαθάρισης παράγει αποτελέσματα δημιουργεί έλλειψη ασφάλειας δικαίου και λειτουργικές επιπλοκές με αντάλλαγμα περιορισμένα οφέλη. Ειδικότερα, η εν λόγω απαίτηση έχει ως αποτέλεσμα την καταβολή συμπληρωματικού κόστους και προσπαθειών από τους αντισυμβαλλομένους στις συμβάσεις αυτές και ενδέχεται επίσης να επηρεάσει την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς χωρίς να οδηγεί στη σημαντική βελτίωση της ενιαίας και συνεπούς εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή στον καθορισμό ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά. Συνεπώς, η απαίτηση αυτή θα πρέπει να καταργηθεί.

9)Οι αντισυμβαλλόμενοι με περιορισμένο όγκο δραστηριότητας σε εξωχρηματιστηριακές αγορές παραγώγων αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρόσβασης στην κεντρική εκκαθάριση, είτε ως πελάτες ενός εκκαθαριστικού μέλους είτε μέσω ρυθμίσεων έμμεσης εκκαθάρισης. Επομένως, η απαίτηση προς τα εκκαθαριστικά μέλη για τη διευκόλυνση των υπηρεσιών έμμεσης εκκαθάρισης υπό εύλογους εμπορικούς όρους δεν είναι αποτελεσματική. Ως εκ τούτου, τα εκκαθαριστικά μέλη και οι πελάτες των εκκαθαριστικών μελών που παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης άμεσα σε άλλους αντισυμβαλλομένους ή έμμεσα επιτρέποντας στους δικούς τους πελάτες να παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές σε άλλους αντισυμβαλλομένους θα πρέπει να υποχρεούνται ρητώς να το πράξουν υπό δίκαιους, εύλογους και αμερόληπτους εμπορικούς όρους.

10)H αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης θα πρέπει να επιτρέπεται σε ορισμένες καταστάσεις. Πρώτον, η εν λόγω αναστολή θα πρέπει να επιτρέπεται στις περιπτώσεις που τα κριτήρια βάσει των οποίων υπάχθηκε στην υποχρέωση εκκαθάρισης μια συγκεκριμένη κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων παύουν να πληρούνται. Αυτό μπορεί να συμβεί στις περιπτώσεις που μια κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων δεν προσφέρεται πλέον για υποχρεωτική κεντρική εκκαθάριση ή που υπήρξε ουσιαστική μεταβολή σε ένα από αυτά τα κριτήρια όσον αφορά μια συγκεκριμένη κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης θα πρέπει επίσης να επιτρέπεται στις περιπτώσεις που ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παύει να παρέχει μια υπηρεσία εκκαθάρισης για μια συγκεκριμένη κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ή για ένα συγκεκριμένο είδος αντισυμβαλλομένου ενώ οι άλλοι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι δεν μπορούν να παρέμβουν αρκετά γρήγορα ώστε να αναλάβουν να παράσχουν τις εν λόγω υπηρεσίες εκκαθάρισης. Τέλος, η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης θα πρέπει επίσης να είναι δυνατή όπου κρίνεται αναγκαία για την αποφυγή μιας σοβαρής απειλής για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης.

11)Η αναφορά για τις ιστορικές συναλλαγές αποδείχθηκε δύσκολη λόγω της έλλειψης ορισμένων λεπτομερειών προς αναφορά για τις οποίες δεν υπήρχε απαίτηση αναφοράς πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, αλλά τώρα υπάρχει. Αυτό οδήγησε σε υψηλό ποσοστό αποτυχίας αναφοράς και σε κακή ποιότητα των παρεχόμενων δεδομένων, ενώ ο φόρτος της αναφοράς των εν λόγω συναλλαγών είναι σημαντικός. Επομένως, είναι εξαιρετικά πιθανό αυτά τα ιστορικά δεδομένα να μη χρησιμοποιηθούν. Επιπλέον, ορισμένες από τις ιστορικές συναλλαγές θα έχουν ήδη λήξει πριν από την ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας για την αναφορά τους και, μαζί τους, η αντίστοιχη έκθεση και κίνδυνοι. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, η απαίτηση αναφοράς ιστορικών συναλλαγών θα πρέπει να καταργηθεί.

12)Οι εντός του ομίλου συναλλαγές στις οποίες συμμετέχουν μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι αντιπροσωπεύουν μικρό μέρος των συναλλαγών εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και χρησιμοποιούνται κυρίως για εσωτερική αντιστάθμιση εντός ομίλων. Ως εκ τούτου, οι συναλλαγές αυτές δεν συμβάλλουν σημαντικά στον συστημικό κίνδυνο και στη διασυνδεσιμότητα, όμως η υποχρέωση αναφοράς για αυτές συνεπάγεται υψηλό κόστος και φόρτο για τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους. Επομένως, οι εντός του ομίλου συναλλαγές, κατά τις οποίες ένας από τους αντισυμβαλλομένους είναι μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να εξαιρούνται από την υποχρέωση αναφοράς.

13)Η απαίτηση αναφοράς για τις συμβάσεις χρηματιστηριακών παραγώγων (‘ETDs’) επιβάλλει σημαντικό φόρτο στους αντισυμβαλλομένους λόγω του μεγάλου όγκου των συμβάσεων χρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται επί καθημερινής βάσεως. Επιπλέον, καθώς ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 22 απαιτεί κάθε χρηματιστηριακό παράγωγο να εκκαθαρίζεται από έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι ήδη κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος των λεπτομερειών των συμβάσεων αυτών. Για να μειωθεί ο φόρτος της αναφοράς για τα χρηματιστηριακά παράγωγα, η ευθύνη, συμπεριλαμβανομένης οιασδήποτε έννομης υποχρέωσης, της αναφοράς για τα χρηματιστηριακά παράγωγα εκ μέρους και των δύο αντισυμβαλλομένων και για την εξασφάλιση της ακρίβειας των αναφερόμενων λεπτομερειών θα πρέπει να βαρύνει τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

14)Για να μειωθεί ο φόρτος της αναφοράς για τους μικρούς μη χρηματοοικονοικούς αντισυμβαλλομένους, ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να είναι υπεύθυνος, και κατά νόμο υπόχρεος για την αναφορά τόσο εκ μέρους του ίδιου όσο και εκ μέρους του μη χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου που δεν υπάγεται σε υποχρέωση εκκαθάρισης για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνήφθησαν από τον εν λόγω μη χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο, και για την εξασφάλιση της ακρίβειας των αναφερόμενων λεπτομερειών.

15)Επιπλέον, πρέπει να οριστεί η ευθύνη αναφοράς για άλλες συμβάσεις παραγώγων. Συνεπώς, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η εταιρεία διαχείρισης ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) είναι υπεύθυνη και κατά νόμο υπόχρεη να υποβάλλει αναφορά εκ μέρους του εν λόγω ΟΣΕΚΑ για τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που σύναψε ο ΟΣΕΚΑ, και για την εξασφάλιση της ακρίβειας των αναφερόμενων λεπτομερειών. Ομοίως, ο διαχειριστής ενός οργανισμού εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ) θα πρέπει να είναι υπεύθυνος, και κατά νόμο υπόχρεος να υποβάλει αναφορά εκ μέρους του εν λόγω ΟΕΕ για τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που σύναψε ο ΟΕΕ και για την εξασφάλιση της ακρίβειας των αναφερόμενων λεπτομερειών.

16)Προκειμένου να αποφευχθούν οι ασυνέπειες στην Ένωση όσον αφορά την εφαρμογή των τεχνικών μετριασμού του κινδύνου, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να εγκρίνουν διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου οι οποίες προβλέπουν την έγκαιρη, επακριβή και κατάλληλα διαχωρισμένη ανταλλαγή ασφαλειών μεταξύ αντισυμβαλλομένων ή οιαδήποτε σημαντική αλλαγή των διαδικασιών αυτών, πριν εφαρμοστούν.

17)Προκειμένου να υπάρχει περισσότερη διαφάνεια και προβλεψιμότητα των αρχικών περιθωρίων ασφαλείας και να υποχρεωθούν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι να μην τροποποιήσουν με φιλοκυκλικό τρόπο τα μοντέλα αρχικού περιθωρίου ασφαλείας που εφαρμόζουν, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να παρέχουν στα εκκαθαριστικά μέλη τους όχι μόνο εργαλεία για την προσομοίωση των απαιτήσεων αρχικού περιθωρίου ασφαλείας αλλά και μια λεπτομερή επισκόπηση των μοντέλων αρχικού περιθωρίου ασφαλείας που χρησιμοποιούν. Αυτό είναι σύμφωνο με τα διεθνή πρότυπα που δημοσιεύτηκαν από την Επιτροπή Πληρωμών και Υποδομών της Αγοράς και από το Συμβούλιο του Διεθνούς Οργανισμού Επιτροπών Κεφαλαιαγοράς , ιδίως δε με το υπόδειγμα για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2012 23 και με τα δημόσια πρότυπα δημοσιοποίησης για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που δημοσιεύτηκαν το 2015 24 , τα οποία απαιτούνται για την προαγωγή της ακριβούς κατανόησης του κινδύνου και του κόστους που συνεπάγεται οιαδήποτε συμμετοχή των εκκαθαριστικών μελών σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο από τα εκκαθαριστικά μέλη και για την ενίσχυση της διαφάνειας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων έναντι των συμμετεχόντων στην αγορά.

18)Εξακολουθούν να υφίστανται αβεβαιότητες όσον αφορά το κατά πόσον τα στοιχεία ενεργητικού που διατηρούνται σε συλλογικούς ή σε ατομικούς διαχωρισμένους λογαριασμούς είναι ασφαλή σε περίπτωση αφερεγγυότητας. Συνεπώς, δεν είναι σαφές σε ποιες περιπτώσεις οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να μεταβιβάσουν θέσεις πελάτη σε περιπτώσεις αθέτησης υποχρέωσης ενός εκκαθαριστικού μέλους ή σε ποιες περιπτώσεις οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι μπορούν, με επαρκή ασφάλεια δικαίου, να καταβάλλουν το προϊόν της εκκαθάρισης απευθείας στους πελάτες. Για την παροχή κινήτρων για εκκαθάριση και για τη βελτίωση της πρόσβασης σε αυτή, θα πρέπει να αποσαφηνιστούν οι κανόνες για τη θωράκιση των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού και των θέσεων έναντι του κινδύνου αφερεγγυότητας.

19)Τα πρόστιμα που είναι σε θέση να επιβάλλει η ΕΑΚΑΑ σε αρχεία καταγραφής συναλλαγών που υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της θα πρέπει να είναι αρκετά αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά, ώστε να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα των εποπτικών αρμοδιοτήτων της ΕΑΚΑΑ και να αυξάνουν τη διαφάνεια των θέσεων και της έκθεσης των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Τα ποσά των προστίμων που προβλέπονται αρχικά στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 αποδείχθηκαν ανεπαρκώς αποτρεπτικά, λαμβανομένου υπόψη του τρέχοντος κύκλου εργασιών των αρχείων καταγραφής συναλλαγών, γεγονός που θα μπορούσε ενδεχομένως να περιορίσει την αποτελεσματικότητα των εποπτικών εξουσιών της ΕΑΚΑΑ δυνάμει του εν λόγω κανονισμού σχετικά με τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Ως εκ τούτου, το ανώτατο όριο των βασικών ποσών των προστίμων θα πρέπει να αυξηθεί.

20)Οι αρχές των τρίτων χωρών θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα που αναφέρονται στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών της Ένωσης στις περιπτώσεις που η τρίτη χώρα πληροί τις προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την επεξεργασία αυτών των δεδομένων και που η τρίτη χώρα προβλέπει μια νομικά δεσμευτική και εκτελεστή υποχρέωση χορήγησης στις αρχές της Ένωσης άμεσης πρόσβασης στα δεδομένα που αναφέρονται στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών στην εν λόγω τρίτη χώρα.

21)O κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 25 προβλέπει μια απλουστευμένη διαδικασία για την καταχώριση αρχείων καταγραφής συναλλαγών ήδη καταχωρισμένων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 τα οποία επιθυμούν να παρατείνουν την καταχώριση με σκοπό να παρέχουν τις υπηρεσίες τους που αφορούν τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων. Θα πρέπει να καθιερωθεί μια απλουστευμένη διαδικασία καταχώρισης για την καταχώριση αρχείων καταγραφής συναλλαγών ήδη καταχωρισμένων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2365 τα οποία επιθυμούν να επεκτείνουν την καταχώριση αυτή προκειμένου να παρέχουν τις υπηρεσίες τους που αφορούν τις συμβάσεις παραγώγων.

22)Η ανεπαρκής ποιότητα και διαφάνεια των δεδομένων που παρέχουν τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών καθιστά δυσχερή τη χρήση των δεδομένων αυτών από τις οντότητες στις οποίες έχει χορηγηθεί πρόσβαση στα δεδομένα αυτά για την από μέρους τους παρακολούθηση των αγορών παραγώγων και εμποδίζει τις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές να εντοπίσουν εγκαίρως τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Προκειμένου να βελτιωθούν η ποιότητα και η διαφάνεια των δεδομένων και να ευθυγραμμιστούν οι απαιτήσεις αναφοράς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 με εκείνες του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, είναι αναγκαία η περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων και των απαιτήσεων αναφοράς, και ειδικότερα η περαιτέρω εναρμόνιση των προτύπων δεδομένων, των μεθόδων και των ρυθμίσεων για τη γνωστοποίηση καθώς και των εφαρμοστέων από τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών διαδικασιών για την επικύρωση των δεδομένων που παρέχονται όσον αφορά την πληρότητα και την ακρίβειά τους, καθώς και η συμφωνία των δεδομένων με εκείνα που διατηρούνται σε άλλα αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Επιπλέον, τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών θα πρέπει να παρέχουν στους αντισυμβαλλομένους, ύστερα από αίτησή τους, πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα που αναφέρονται εκ μέρους τους ώστε οι εν λόγω αντισυμβαλλόμενοι να είναι σε θέση να επαληθεύσουν την ακρίβεια των δεδομένων αυτών.

23)Όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχονται από τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 καθιέρωσε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Ως εκ τούτου, οι αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέγουν το αρχείο καταγραφής συναλλαγών στο οποίο επιθυμούν να υποβάλουν αναφορά ενώ θα πρέπει να είναι σε θέση να αλλάξουν αρχείο καταγραφής συναλλαγών εφόσον το επιθυμούν. Για τη διευκόλυνση αυτής της αλλαγής και για τη διασφάλιση της συνεχούς διαθεσιμότητας των δεδομένων χωρίς να γίνεται διπλή αναφορά, τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών θα πρέπει να εφαρμόζουν κατάλληλες πολιτικές για τη διασφάλιση της ομαλής διαβίβασης των παρεχόμενων δεδομένων προς άλλα αρχεία καταγραφής συναλλαγών εφόσον ζητηθεί από μια επιχείρηση που υπόκειται στην υποχρέωση αναφοράς.

24)Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ορίζει ότι η υποχρέωση εκκαθάρισης δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων (PSAs) έως ότου εκπονηθεί προς αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος κατάλληλη τεχνική λύση για τη μεταβίβαση ασφαλειών που δεν συνίστανται σε μετρητά, ως περιθωρίων διαφορών αποτίμησης. Καθώς δεν έχει αναπτυχθεί έως τώρα καμία βιώσιμη λύση για τη διευκόλυνση της κεντρικής εκκαθάρισης των μηχανισμών συνταξιοδοτικών καθεστώτων, η περίοδος εφαρμογής αυτής της προσωρινής παρέκκλισης θα πρέπει να παραταθεί για άλλα τρία έτη. Ωστόσο, η κεντρική εκκαθάριση θα πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί απώτερο στόχο εάν ληφθεί υπόψη ότι οι τρέχουσες ρυθμιστικές εξελίξεις και οι εξελίξεις της αγοράς δίνουν τη δυνατότητα στους συμμετέχοντες στην αγορά να αναπτύξουν κατάλληλες τεχνικές λύσεις εντός της εν λόγω χρονικής περιόδου. Με τη βοήθεια της ΕΑΚΑΑ, της ΕΑΤ, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ) και του ΕΣΣΚ, η Επιτροπή θα πρέπει να παρακολουθεί την πρόοδο που σημειώνουν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, τα εκκαθαριστικά μέλη και οι μηχανισμοί συνταξιοδοτικών καθεστώτων προς την εξεύρεση βιώσιμων λύσεων για τη διευκόλυνση της συμμετοχής των μηχανισμών συνταξιοδοτικών καθεστώτων στην κεντρική εκκαθάριση και να υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εν λόγω πρόοδο. Η έκθεση αυτή θα πρέπει επίσης να καλύπτει τις λύσεις και το συναφές κόστος για τους μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων, λαμβάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο υπόψη τις ρυθμιστικές εξελίξεις και τις εξελίξεις της αγοράς όπως τις αλλαγές όσον αφορά το είδος χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου που υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης. Προκειμένου να καλυφθούν οι εξελίξεις που δεν έχουν προβλεφθεί κατά την έγκριση του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία να παρατείνει την εν λόγω παρέκκλιση για δύο επιπλέον έτη, αφού αξιολογήσει με προσοχή κατά πόσον υφίσταται ανάγκη για μια τέτοια παράταση.

25)Η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι εμπορικοί όροι για την παροχή υπηρεσιών εκκαθάρισης θεωρούνται ότι είναι δίκαιοι, εύλογοι και αμερόληπτοι και για την παράταση της περιόδου κατά την οποία η υποχρέωση εκκαθάρισης δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή.

26)Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίοι όροι εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και ιδίως όσον αφορά τη διαθεσιμότητα των πληροφοριών που περιέχονται στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών της Ένωσης στις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, οι εκτελεστικές αρμοδιότητες θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 26 .

27)Προκειμένου να εξασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση των κανόνων για τις διαδικασίες μετριασμού του κινδύνου, για την καταχώριση αρχείων καταγραφής συναλλαγών και για τις απαιτήσεις αναφοράς, η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που έχουν καταρτιστεί από την ΕΑΤ, την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ όσον αφορά τις διαδικασίες εποπτείας για τη διασφάλιση της αρχικής και συνεχούς επικύρωσης των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου οι οποίες προβλέπουν την έγκαιρη, επακριβή και κατάλληλα διαχωρισμένη ανταλλαγή ασφαλειών, τις λεπτομέρειες της απλουστευμένης αίτησης για την επέκταση των καταχωρίσεων ενός αρχείου καταγραφής συναλλαγών ήδη καταχωρισμένου σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2365, τις λεπτομέρειες των διαδικασιών που εφαρμόζονται από το αρχείο καταγραφής συναλλαγών για τον έλεγχο της συμμόρφωσης του αναφέροντος αντισυμβαλλομένου ή της υποβάλλουσας οντότητας με τις απαιτήσεις αναφοράς, την πληρότητα και ακρίβεια των πληροφοριών που κοινοποιούνται και τις λεπτομέρειες των διαδικασιών για τη συμφωνία των στοιχείων μεταξύ των αρχείων καταγραφής συναλλαγών. Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με κατ' εξουσιοδότηση πράξεις βάσει του άρθρου 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 27 , τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 28 και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 29 .

28)Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία να εγκρίνει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που έχουν καταρτιστεί από την ΕΑΚΑΑ μέσω εκτελεστικών πράξεων δυνάμει του άρθρου 291 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 όσον αφορά τα πρότυπα δεδομένων για τις πληροφορίες προς αναφορά για τις διάφορες κατηγορίες παραγώγων και για τις μεθόδους και ρυθμίσεις για τη γνωστοποίηση.

29)Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η διασφάλιση της αναλογικότητας των κανόνων που έχουν ως αποτέλεσμα περιττό διοικητικό φόρτο και κόστος συμμόρφωσης χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και η αύξηση της διαφάνειας των θέσεων και της έκθεσης των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά μπορούν, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεών τους, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων αυτών.

30)Η εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να αναβληθεί προκειμένου να θεσπιστούν όλα τα απαραίτητα εκτελεστικά μέτρα και να δοθεί η δυνατότητα στους συμμετέχοντες στην αγορά να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για τους σκοπούς της συμμόρφωσης.

31)Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, του οποίου η γνώμη ζητήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 30 , γνωμοδότησε στις [...].

32)Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 τροποποιείται ως εξής:

(1)Στο άρθρο 2, το σημείο 8) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8)    «χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι»: επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 31 , πιστωτικά ιδρύματα που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 32 , ΟΣΕΚΑ που έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με την οδηγία 2009/65/ΕΚ, ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, κατά την έννοια του άρθρου 6 στοιχείο α) της οδηγίας 2003/41/ΕΚ, οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ) όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, κεντρικά αποθετήρια τίτλων που έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 33 και οντότητες ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 66) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 34 ·»

(2)Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

(a)Στην παράγραφο 1, το στοιχείο α) τροποποιείται ως εξής:

i)τα στοιχεία i) έως iv) αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:

«i)μεταξύ δύο χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων που υπόκεινται στους όρους του άρθρου 4α παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο·

ii)μεταξύ ενός χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου που υπόκειται στους όρους του άρθρου 4α παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο και ενός μη χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου που υπόκειται στους όρους του άρθρου 10 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο·

iii)μεταξύ δύο μη χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων που υπόκεινται στους όρους του άρθρου 10 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο·

iv)μεταξύ, αφενός, ενός χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου που υπόκειται στους όρους του άρθρου 4α παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο ή ενός μη χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου που υπόκειται στους όρους του άρθρου 10 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο και, αφετέρου, μιας οντότητας εγκατεστημένης σε τρίτη χώρα, η οποία θα υπαγόταν στην υποχρέωση εκκαθάρισης, εάν ήταν εγκατεστημένη στην Ένωση·»·

(b)η παράγραφος 1 στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)    συνάπτονται ή ανανεώνονται από την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα η υποχρέωση εκκαθάρισης, ή έπειτα από αυτήν»·

(c)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 3α:

«3α. Τα εκκαθαριστικά μέλη και οι πελάτες που παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης, είτε άμεσα είτε έμμεσα, παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες με δίκαιους, εύλογους και αμερόληπτους εμπορικούς όρους.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 82 για τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους οι εμπορικοί όροι που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο θεωρούνται ότι είναι δίκαιοι, εύλογοι και αμερόληπτοι.»·

(3)Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 4α:

«Άρθρο 4α

Χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι που υπόκεινται σε υποχρέωση εκκαθάρισης

1.    Ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει θέσεις σε συμβόλαια εξωχρηματιστηριακών παραγώγων υπολογίζει ετησίως τη συνολική μέση θέση στο τέλος του μήνα για τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Όταν το αποτέλεσμα αυτού του υπολογισμού υπερβαίνει τα όρια εκκαθάρισης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο β), ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος:

α)    ενημερώνει αμέσως την ΕΑΚΑΑ και τη σχετική αρμόδια αρχή·

β)    υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 για μελλοντικές συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, ανεξαρτήτως της κατηγορίας ή των κατηγοριών στοιχείων ενεργητικού για τα οποία έχει σημειωθεί υπέρβαση του ορίου εκκαθάρισης·

γ)    εκκαθαρίζει τις συμβάσεις που αναφέρονται στο σημείο β) εντός τεσσάρων μηνών από τη στιγμή της υπαγωγής του στην υποχρέωση εκκαθάρισης.

2.    Ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος που υπόκειται σε υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με την παράγραφο 1 και στη συνέχεια αποδεικνύει στη σχετική αρμόδια αρχή ότι η συνολική μέση θέση του στο τέλος του μήνα για τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο ενός δεδομένου έτους δεν υπερβαίνει πλέον το όριο εκκαθάρισης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, δεν υπόκειται πλέον στην υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4.

3.    Κατά τον υπολογισμό των θέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος περιλαμβάνει όλες τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που έχει συνάψει ο εν λόγω χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος ή έχουν συνάψει άλλες οντότητες του ομίλου στον οποίο ανήκει ο συγκεκριμένος χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος.»·

(4)Στο άρθρο 5 παράγραφος 2, το στοιχείο γ) απαλείφεται·

(5)Στο άρθρο 6 παράγραφος 2, το στοιχείο ε) απαλείφεται·

(6)Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 6β:

«Άρθρο 6β

Αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης σε περιπτώσεις εκτός από την εξυγίανση

1.    Σε περιστάσεις διαφορετικές από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 6α παράγραφος 1, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να αναστείλει την υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 για συγκεκριμένη κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ή για συγκεκριμένο τύπο αντισυμβαλλομένου, όταν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)    η κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων δεν είναι πλέον κατάλληλη για κεντρική εκκαθάριση με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 4 πρώτο εδάφιο και στην παράγραφο 5 του άρθρου 5·

β)    ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενδέχεται να παύσει να εκκαθαρίζει τη συγκεκριμένη κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και κανένας άλλος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν είναι σε θέση να εκκαθαρίσει τη συγκεκριμένη κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων χωρίς διακοπή·

γ)    η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης για συγκεκριμένη κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ή για συγκεκριμένο τύπο αντισυμβαλλομένου είναι απαραίτητη προκειμένου να αποφευχθεί ή να αντιμετωπιστεί σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση και η αναστολή αυτή είναι ανάλογη προς τον σκοπό αυτό.

Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) του πρώτου εδαφίου, η ΕΑΚΑΑ διαβουλεύεται με το ΕΣΣΚ πριν από την αίτηση που αναφέρεται σε αυτό.

Όταν η ΕΑΚΑΑ ζητεί από την Επιτροπή να αναστείλει την υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, αναφέρει τους λόγους και αποδεικνύει ότι πληρούται τουλάχιστον μία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο.

2.    Η αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν δημοσιοποιείται.

3.    Εντός 48 ωρών από την υποβολή της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και με βάση τους λόγους και τις αποδείξεις που παρέχει η ΕΑΚΑΑ, η Επιτροπή είτε αναστέλλει την υποχρέωση εκκαθάρισης για τη συγκεκριμένη κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ή για τον συγκεκριμένο τύπο αντισυμβαλλομένου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είτε απορρίπτει την αιτούμενη αναστολή.

4.    Η απόφαση της Επιτροπής να αναστείλει την υποχρέωση εκκαθάρισης κοινοποιείται στην ΕΑΚΑΑ και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής και στο δημόσιο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 6.

5.    Η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης σύμφωνα με το παρόν άρθρο ισχύει για περίοδο τριών μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της εν λόγω αναστολής στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6.    Η Επιτροπή, έπειτα από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, μπορεί να παρατείνει την αναστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 5 για συμπληρωματικές περιόδους τριών μηνών, με συνολική περίοδο αναστολής που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες. Η παράταση της αναστολής δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 4.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η Επιτροπή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ την πρόθεσή της να παρατείνει την αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης. Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει γνώμη σχετικά με την παράταση της αναστολής εντός 48 ωρών από την εν λόγω κοινοποίηση.»·

(7)Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

(a)Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Οι αντισυμβαλλόμενοι και οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι διασφαλίζουν ότι οι λεπτομερείς πληροφορίες για κάθε σύμβαση παραγώγων που έχουν συνάψει, καθώς και κάθε τροποποίηση ή λήξη της σύμβασης, αναφέρονται σύμφωνα με την παράγραφο 1α σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών το οποίο έχει καταχωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 55 ή αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 77. Οι πληροφορίες υποβάλλονται το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από τη σύναψη, την τροποποίηση ή τη λήξη της σύμβασης.

Η υποχρέωση αναφοράς ισχύει για συμβάσεις παραγώγων οι οποίες:

α)    συνήφθησαν πριν τις 12 Φεβρουαρίου 2014 και παραμένουν άληκτες την ημερομηνία αυτή·

β)    τέθηκαν σε ισχύ κατά ή μετά τις 12 Φεβρουαρίου 2014.

Η υποχρέωση αναφοράς δεν εφαρμόζεται στις εντός του ομίλου συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 3, όταν ένας από τους αντισυμβαλλομένους είναι μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος.»·

(b)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 1α:

«1α.    Οι λεπτομέρειες των συμβάσεων παραγώγων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αναφέρονται ως εξής:

(a)Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι υπεύθυνοι για την υποβολή εκ μέρους των δύο αντισυμβαλλομένων στοιχείων σχετικά με τις λεπτομέρειες των συμβάσεων παραγώγων που δεν αποτελούν συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, καθώς και για τη διασφάλιση της ακρίβειας των αναφερόμενων λεπτομερειών·

(b)Οι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι υπεύθυνοι για την αναφορά, εξ ονόματος των αντισυμβαλλομένων, των λεπτομερειών των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται με μη χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο που δεν υπόκειται στους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, καθώς και για τη διασφάλιση της ακρίβειας των αναφερόμενων λεπτομερειών·

(c)η εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ είναι υπεύθυνη για την αναφορά των λεπτομερειών των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων στις οποίες είναι αντισυμβαλλόμενος ο εν λόγω ΟΣΕΚΑ, καθώς και για τη διασφάλιση της ακρίβειας των αναφερόμενων λεπτομερειών·

(d)ο διαχειριστής ΟΕΕ είναι υπεύθυνος για την αναφορά των λεπτομερειών των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων στις οποίες είναι αντισυμβαλλόμενος ο εν λόγω ΟΕΕ, καθώς και για τη διασφάλιση της ακρίβειας των αναφερόμενων λεπτομερειών·

(e)οι αντισυμβαλλόμενοι και οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι μεριμνούν ώστε οι λεπτομέρειες των συμβάσεων παραγώγων τους να αναφέρονται με ακρίβεια και χωρίς επαναλήψεις.

Οι αντισυμβαλλόμενοι και οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που υπόκεινται στην υποχρέωση αναφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορούν να εκχωρήσουν την εν λόγω υποχρέωση αναφοράς.»·

(c)η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.    Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των παραγράφων 1 και 3, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό:

(a)των προτύπων και μορφοτύπων δεδομένων για τις προς αναφορά πληροφορίες, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

i)    παγκόσμιο αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας (LEI)·

ii)    διεθνείς αριθμούς αναγνώρισης τίτλων (ISIN)·

iii)    μοναδικούς αναγνωριστικούς κωδικούς συναλλαγής (UTI)·

(b)τις μεθόδους και τις ρυθμίσεις για την υποβολή αναφορών·

(c)τη συχνότητα των αναφορών·

(d)την ημερομηνία μέχρι την οποία πρέπει να αναφέρονται οι συμβάσεις παραγώγων, συμπεριλαμβανομένης τυχόν σταδιακής εφαρμογής για συμβάσεις που συνήφθησαν προτού αρχίσει να ισχύει η υποχρέωση αναφοράς.

Κατά την εκπόνηση των εν λόγω σχεδίων τεχνικών προτύπων, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις και τα πρότυπα που έχουν συμφωνηθεί σε επίπεδο Ένωσης ή σε παγκόσμιο επίπεδο και τη συνοχή τους με τις απαιτήσεις υποβολής αναφορών που ορίζονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365* και στο άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [να προστεθεί από την Υπηρεσία Εκδόσεων η ημερομηνία 9 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

__________________________________________________________________

*    Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ.1).

(8)Στο άρθρο 10, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.    Ο μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει θέσεις σε συμβόλαια εξωχρηματιστηριακών παραγώγων υπολογίζει ετησίως τη συνολική μέση θέση στο τέλος του μήνα για τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Όταν το αποτέλεσμα αυτού του υπολογισμού υπερβαίνει τα όρια εκκαθάρισης που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο β), ο μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος:

(a)ενημερώνει αμέσως την ΕΑΚΑΑ και την αρχή που έχει οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 5 για το γεγονός αυτό·

(b)υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 για μελλοντικές συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων στην κατηγορία ή στις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού για τα οποία έχει σημειωθεί υπέρβαση του ορίου εκκαθάρισης·

(c)εκκαθαρίζει τις συμβάσεις που αναφέρονται στο σημείο β) εντός τεσσάρων μηνών από τη στιγμή της υπαγωγής του στην υποχρέωση εκκαθάρισης.

2.    Ο μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος που υπόκειται σε υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο και στη συνέχεια αποδεικνύει στην αρχή που έχει οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 5 ότι η συνολική μέση θέση του στο τέλος του μήνα για τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο ενός δεδομένου έτους δεν υπερβαίνει πλέον το όριο εκκαθάρισης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, δεν υπόκειται πλέον στην υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4.»·

(9)Στο άρθρο 11, η παράγραφος 15 τροποποιείται ως εξής:

(a)Το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)    τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου, περιλαμβανομένων των επιπέδων και του είδους της παρεχόμενης ασφάλειας και των ρυθμίσεων διαχωρισμού που αναφέρονται στην παράγραφο 3, καθώς και τις σχετικές εποπτικές διαδικασίες για την εξασφάλιση της αρχικής και διαρκούς επικύρωσης των εν λόγω διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου·»·

(b)Η πρώτη πρόταση στο δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι ΕΕΑ υποβάλλουν τα εν λόγω κοινά σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [να προστεθεί από την Υπηρεσία Εκδόσεων η ημερομηνία 9 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].»·

(10)Στο άρθρο 38, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 6 και 7:

«6.    Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει στα εκκαθαριστικά μέλη του ένα εργαλείο προσομοίωσης που τους επιτρέπει να καθορίσουν το ποσό, σε ακαθάριστη βάση, του πρόσθετου αρχικού περιθωρίου που μπορεί να απαιτήσει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατά την εκκαθάριση μιας νέας συναλλαγής. Το εργαλείο αυτό είναι προσπελάσιμο μόνο βάσει ασφαλούς πρόσβασης και τα αποτελέσματα της προσομοίωσης δεν είναι δεσμευτικά.

7.    Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει στα εκκαθαριστικά μέλη του πληροφορίες σχετικά με τα μοντέλα αρχικού περιθωρίου που χρησιμοποιεί. Οι πληροφορίες πληρούν όλους τους ακόλουθους όρους:

α)εξηγούν σαφώς τον σχεδιασμό του μοντέλου αρχικού περιθωρίου και τον τρόπο λειτουργίας του·

β)    περιγράφουν σαφώς τις βασικές παραδοχές και τους περιορισμούς του μοντέλου αρχικού περιθωρίου και τις περιστάσεις υπό τις οποίες οι εν λόγω υποθέσεις δεν ισχύουν πλέον

γ)    είναι τεκμηριωμένες.»·

(11)Στο άρθρο 39, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 11:

«11. Όταν πληρούται η απαίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 9, τα στοιχεία ενεργητικού και οι θέσεις που καταγράφονται στους εν λόγω λογαριασμούς δεν θεωρούνται μέρος της πτωχευτικής περιουσίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του εκκαθαριστικού μέλους.»·

(12)Το άρθρο 56 τροποποιείται ως εξής:

(a)Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.Για τους σκοπούς του άρθρου 55 παράγραφος 1, τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών υποβάλλουν στην ΕΑΚΑ ένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

(a)αίτηση καταχώρισης·

(b)αίτηση επέκτασης της καταχώρισης, εάν το αρχείο καταγραφής συναλλαγών είναι ήδη καταχωρισμένο δυνάμει του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2015/2365.»·

(b)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.Προκειμένου να διασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό:

(a)των στοιχείων της αίτησης καταχώρισης η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α)·

(b)των στοιχείων της απλουστευμένης αίτησης επέκτασης της καταχώρισης η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β)·

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [να προστεθεί από την Υπηρεσία Εκδόσεων η ημερομηνία 9 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού]. 

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

(c)η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό:

(a)του μορφότυπου της αίτησης καταχώρισης η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α)·

(b)του μορφότυπου της αίτησης επέκτασης της καταχώρισης η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β).

Σε συνάρτηση με το πρώτο εδάφιο στοιχείο β), η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει απλουστευμένο μορφότυπο.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [να προστεθεί από την Υπηρεσία Εκδόσεων η ημερομηνία 9 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

(13)Το άρθρο 65 παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

(a)στο στοιχείο α), το ποσό «20 000 EUR» αντικαθίσταται από το ποσό «200 000 EUR»·

(b)στο στοιχείο β), το ποσό «10 000 EUR» αντικαθίσταται από το ποσό «100 000 EUR»·

(c)προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο γ):

«γ)    για τις παραβάσεις που αναφέρονται στο τμήμα IV του παραρτήματος Ι, το ύψος των προστίμων είναι τουλάχιστον 5 000 EUR και δεν υπερβαίνει τα 10 000 EUR.»·

(14)Στο άρθρο 72, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.    Το ύψος του τέλους που επιβάλλεται σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών καλύπτει όλες τις διοικητικές δαπάνες της ΕΑΚΑΑ για τις δραστηριότητες καταχώρισης και εποπτείας και είναι ανάλογο προς τον κύκλο εργασιών του εν λόγω αρχείου καταγραφής συναλλαγών και τον τύπο της καταχώρισης και εποπτείας που ασκείται.»·

(15)Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 76α:

«Άρθρο 76α

Αμοιβαία άμεση πρόσβαση στα δεδομένα

1.    Εάν είναι αναγκαίο για την άσκηση των καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών στις οποίες έχει συσταθεί ένα ή περισσότερα αρχεία καταγραφής συναλλαγών έχουν άμεση πρόσβαση σε πληροφορίες στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση, υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή έχει εκδώσει προς τούτο εκτελεστική πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2.    Μετά την υποβολή αίτησης από τις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις, σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 86 παράγραφος 2, που καθορίζουν εάν το νομικό πλαίσιο της τρίτης χώρας της αιτούσας αρχής πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)    τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών που είναι εγκατεστημένα στην εν λόγω τρίτη χώρα είναι δεόντως εξουσιοδοτημένα·

β)    υπάρχει συνεχώς αποτελεσματική εποπτεία και αποτελεσματική επιβολή όσον αφορά τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών στην εν λόγω τρίτη χώρα·

γ)    υπάρχουν εγγυήσεις όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο και οι εγγυήσεις αυτές είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου που αναλαμβάνουν οι αρχές σε συνεργασία με τρίτα μέρη·

δ)    τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην τρίτη χώρα υπέχουν νομικά δεσμευτική και εκτελεστή υποχρέωση να παρέχουν στις οντότητες του άρθρου 81 παράγραφος 3 απευθείας και άμεση πρόσβαση στα δεδομένα.»·

(16)Στο άρθρο 78, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 9 και 10:

«9)    το αρχείο καταγραφής συναλλαγών θεσπίζει τις ακόλουθες διαδικασίες και πολιτικές:

α)    διαδικασίες αποτελεσματικής συμφωνίας δεδομένων μεταξύ των αρχείων καταγραφής συναλλαγών·

β)    διαδικασίες για τη διασφάλιση της πληρότητας και της ακρίβειας των αναφερόμενων δεδομένων·

γ)    πολιτικές για την ομαλή μεταφορά δεδομένων σε άλλα αρχεία καταγραφής συναλλαγών, εφόσον το ζητήσουν οι αντισυμβαλλόμενοι ή οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που αναφέρονται στο άρθρο 9 ή όπου είναι άλλως αναγκαίο.

10)    Προκειμένου να διασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό:

α)    των διαδικασιών συνδυασμού δεδομένων μεταξύ των αρχείων καταγραφής συναλλαγών·

β)    των διαδικασιών που πρέπει να εφαρμόσει το αρχείο καταγραφής συναλλαγών για να επαληθεύσει τη συμμόρφωση του αντισυμβαλλομένου ή του φορέα υποβολής στοιχείων με τις απαιτήσεις υποβολής αναφορών και να επαληθεύσει την πληρότητα και την ακρίβεια των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 9.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [να προστεθεί από την Υπηρεσία Εκδόσεων η ημερομηνία 9 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

(17)Το άρθρο 81 τροποποιείται ως εξής:

(a)στην παράγραφο 3, προστίθεται το ακόλουθο σημείο ιζ):

«ιζ)    των οικείων αρχών τρίτης χώρας σε σχέση με τις οποίες έχει εκδοθεί εκτελεστική πράξη δυνάμει του άρθρου 76 στοιχείο α)·»·

(b)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 3α:

«3α.    Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών παρέχει στους αντισυμβαλλομένους και στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1α δεύτερο εδάφιο τις πληροφορίες που αναφέρονται για λογαριασμό τους.»·

(c)η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5. Για να εξασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ, έπειτα από διαβούλευση με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για τη διευκρίνιση των εξής:

α)    των πληροφοριών που πρέπει να δημοσιεύονται ή να διατίθενται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3·

β)    της συχνότητας δημοσίευσης των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

γ)    των επιχειρησιακών προτύπων που απαιτούνται για τη συγκέντρωση και τη σύγκριση δεδομένων μεταξύ των αρχείων καταγραφής συναλλαγών και για την πρόσβαση των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στις εν λόγω πληροφορίες·

δ)    των όρων και προϋποθέσεων, των ρυθμίσεων και της απαιτούμενης τεκμηρίωσης βάσει της οποίας τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών παρέχουν πρόσβαση στις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [να προστεθεί από την Υπηρεσία Εκδόσεων η ημερομηνία 9 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

Κατά την εκπόνηση των εν λόγω σχεδίων τεχνικών προτύπων, η ΕΑΚΑΑ μεριμνά ώστε η δημοσίευση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να μην αποκαλύπτει την ταυτότητα οποιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους σε οποιαδήποτε σύμβαση.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

(18)το άρθρο 82 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.    Η προβλεπόμενη στο άρθρο 1 παράγραφος 6, στο άρθρο 4 παράγραφος 3, στο άρθρο 64 παράγραφος 7, στο άρθρο 70, στο άρθρο 72 παράγραφος 3, στο άρθρο 76α και στο άρθρο 85 παράγραφος 2 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή επ’ αόριστον.»·

(19)Το άρθρο 85 τροποποιείται ως εξής:

(a)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.    Έως τις [να προστεθεί από την Υπηρεσία εκδόσεων η τελευταία ημερομηνία έναρξης ισχύος + 3 έτη] η Επιτροπή αξιολογεί την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και καταρτίζει γενική έκθεση. Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από ενδεδειγμένες προτάσεις.

(b)η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.    Έως τις [να προστεθεί από την Υπηρεσία εκδόσεων η ημερομηνία έναρξης ισχύος + 2 έτη], η Επιτροπή εκπονεί έκθεση στην οποία αξιολογείται κατά πόσον έχουν εκπονηθεί βιώσιμες τεχνικές λύσεις για τη μεταφορά από τους μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων χρηματικών και μη χρηματικών ασφαλειών, ως περιθωρίων διαφορών αποτίμησης και η ανάγκη λήψης μέτρων για τη διευκόλυνση αυτών των τεχνικών λύσεων.

Η ΕΑΚΑΑ, έως τις [να προστεθεί από την Υπηρεσία εκδόσεων η ημερομηνία έναρξης ισχύος + 18 μήνες],  σε συνεργασία με την ΕΑΑΕΣ, την ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή για την αξιολόγηση των εξής:

α)    κατά πόσον οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, τα εκκαθαριστικά μέλη και οι μηχανισμοί συνταξιοδοτικών καθεστώτων έχουν αναπτύξει βιώσιμες τεχνικές λύσεις που διευκολύνουν τη συμμετοχή των μηχανισμών συνταξιοδοτικών καθεστώτων στον κεντρικό συμψηφισμό με την καταχώριση χρηματικών και μη χρηματικών ασφαλειών ως περιθωρίων διαφορών αποτίμησης, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων των λύσεων αυτών στη ρευστότητα και στην ενίσχυση των κυκλικών τάσεων της αγοράς·

β)    του όγκου και της φύσης της δραστηριότητας των μηχανισμών συνταξιοδοτικών καθεστώτων σε αγορές εκκαθαριζόμενων και μη εκκαθαριζόμενων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ανά κατηγορία στοιχείων ενεργητικού και κάθε σχετικού συστημικού κινδύνου για το χρηματοπιστωτικό σύστημα·

γ)    των συνεπειών εκπλήρωσης από τους μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων της απαίτησης εκκαθάρισης όσον αφορά τις επενδυτικές τους στρατηγικές, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε μετατόπισης των ταμειακών διαθεσίμων τους και της κατανομής μη χρηματικών στοιχείων ενεργητικού·

δ)    των συνεπειών των ορίων εκκαθάρισης που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 4 για τους μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων·

ε)    των επιπτώσεων άλλων νομικών απαιτήσεων στη διαφορά κόστους μεταξύ εκκαθαρισμένων και μη εκκαθαρισμένων συναλλαγών εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων περιθωρίων για μη εκκαθαρισμένα παράγωγα και του υπολογισμού του δείκτη μόχλευσης που διενεργείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

στ)    εάν χρειάζονται περαιτέρω μέτρα για να διευκολυνθεί μια λύση εκκαθάρισης για τους μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων·

Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 82 για την επέκταση της τριετούς περιόδου του άρθρου 89 παράγραφος 1 μία φορά για δύο έτη, εφόσον διαπιστώσει ότι δεν έχει αναπτυχθεί βιώσιμη τεχνική λύση και ότι οι δυσμενείς συνέπειες των κεντρικά εκκαθαρισμένων συμβάσεων παραγώγων επί των συνταξιοδοτικών παροχών των μελλοντικών συνταξιούχων παραμένουν αμετάβλητες.»·

(c)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.    Έως τις [να προστεθεί από την Υπηρεσία εκδόσεων η ημερομηνία 6 μήνες πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1] η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τα εξής:

α)    εάν έχουν αναπτυχθεί βιώσιμες τεχνικές λύσεις που διευκολύνουν τη συμμετοχή των μηχανισμών συνταξιοδοτικών καθεστώτων στην κεντρική εκκαθάριση και τον αντίκτυπο αυτών των λύσεων στο επίπεδο της κεντρικής εκκαθάρισης από τους μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων, λαμβανομένης υπόψη της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2·

β)    τον αντίκτυπο του παρόντος κανονισμού στο επίπεδο εκκαθάρισης από τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους και την κατανομή της εκκαθάρισης στην κατηγορία μη χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων, ιδίως όσον αφορά την καταλληλότητα των κατωφλίων εκκαθάρισης που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 4·

γ)    τον αντίκτυπο του παρόντος κανονισμού στο επίπεδο εκκαθάρισης από τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, εκτός εκείνων που εμπίπτουν στο άρθρο 4α παράγραφος 2, και την κατανομή των συμψηφισμών στην εν λόγω κατηγορία χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων, ιδίως όσον αφορά την καταλληλότητα των ορίων εκκαθάρισης που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 4·

δ)    τη βελτίωση της ποιότητας των δεδομένων συναλλαγών που αναφέρονται στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών, την προσβασιμότητα των εν λόγω δεδομένων και την ποιότητα των πληροφοριών που λαμβάνονται από τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών σύμφωνα με το άρθρο 81·

ε)    την προσβασιμότητα της εκκαθάρισης από τους αντισυμβαλλομένους.»·

(20)Στο άρθρο 89, το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.    Έως τις [να προστεθεί από την Υπηρεσία εκδόσεων η ημερομηνία έναρξης ισχύος + 3 έτη], η υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων για τις οποίες μπορεί να μετρηθεί αντικειμενικά ότι μειώνουν τους επενδυτικούς κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την χρηματοοικονομική φερεγγυότητα των μηχανισμών συνταξιοδοτικών καθεστώτων και σε οντότητες που έχουν συσταθεί για να παρέχουν αποζημίωση σε μέλη μηχανισμών συνταξιοδοτικών καθεστώτων σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής εκ μέρους ενός μηχανισμού συνταξιοδοτικών καθεστώτων.»·

(21)Το παράρτημα I τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 1 παράγραφος 3, το άρθρο 1 παράγραφος 7 στοιχείο δ) και το άρθρο 1 παράγραφοι 8, 10 και 11 εφαρμόζονται από τις [να προστεθεί από την Υπηρεσία εκδόσεων η ημερομηνία 6 μήνες μετά την έναρξη ισχύος] και  το άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ), το άρθρο 1 παράγραφος 7 στοιχείο ε), το άρθρο 1 παράγραφος 9, το άρθρο 1 παράγραφος 12 στοιχεία β) και γ) και το άρθρο 1 παράγραφος 16 ισχύουν από την [να προστεθεί από την Υπηρεσία εκδόσεων η ημερομηνία 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο    Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος    Ο Πρόεδρος

(1) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4 Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών.
(2) Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής - Εκτίμηση επιπτώσεων, συνοδευτικό έγγραφο της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών. SEC(2010) 1059, διαθέσιμο στη διεύθυνση http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX%3A52010SC1058 .
(3) Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο βάσει του άρθρου 85 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών COM(2016) 857 final της 23.11.2016. http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?qid=1480141638729&uri=COM:2016:857:FIN .
(4) Ευρωπαϊκή Επιτροπή, REFIT και οι 10 προτεραιότητες της Επιτροπής, 25 Οκτωβρίου 2016. http://ec.europa.eu/atwork/pdf/201621025_refit_scoreboard_summary_en.pdf .
(5) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).
(6) Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.1.2004, σ. 1).
(7) Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).
(8) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).
(9) Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, και (ΕΕ) 2015/2365, COM(2016) 856 final.
(10) Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.
(11) Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) …/... της Επιτροπής, της 16ης Μαρτίου 2017, για την τροποποίηση των κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμών (ΕΕ) 2015/2205, (ΕΕ) 2016/592 και (ΕΕ) 2016/1178 όσον αφορά την προθεσμία για τη συμμόρφωση με υποχρεώσεις εκκαθάρισης για ορισμένους αντισυμβαλλομένους που πραγματοποιούν συναλλαγές σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, C(2017) 1658 final.
(12) Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/2205 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2015, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την υποχρέωση εκκαθάρισης (ΕΕ L 314 της 1.12.2015, σ. 15) Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/592 της Επιτροπής, της 1ης Μαρτίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την υποχρέωση εκκαθάρισης (ΕΕ L 103 της 19.4.2016, σ. 5). Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/1178 της Επιτροπής, της 10ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την υποχρέωση εκκαθάρισης (ΕΕ L 195 της 195, 20.7.2016, σ. 3).
(13) Η διαβούλευση και η περίληψη των απαντήσεων είναι διαθέσιμες στη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/finance/consultations/2015/emir-revision/index_en.htm.
(14) Πληροφορίες είναι διαθέσιμες στη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/finance/events/2015/0529-emir-revision/index_en.htm.
(15) Η διαβούλευση είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/finance/consultations/2015/financial-regulatory-framework-review/index_en.htm .
(16) Περισσότερες πληροφορίες βρίσκονται στη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/finance/events/2016/0517-emir-revision/index_en.htm.
(17) Περισσότερες πληροφορίες βρίσκονται στη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/transparency/regexpert/index.cfm?do=groupDetail.groupDetailDoc&id=30153&no=2.
(18) ΕΕ C […] της […], σ. […].
(19) ΕΕ C […] της […], σ. […].
(20) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (ΕΕ ...) και απόφαση του Συμβουλίου της ...
(21) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1)
(22) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).
(23) http://www.bis.org/cpmi/publ/d106.pdf
(24) http://www.bis.org/cpmi/publ/d125.pdf
(25) Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 1).
(26) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).
(27) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).
(28) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).
(29) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).
(30) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).
(31) Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).
(32) Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).
(33) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).
(34) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

Βρυξέλλες, 4.5.2017

COM(2017) 208 final

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

στην πρόταση για

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 όσον αφορά την υποχρέωση εκκαθάρισης, την αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης, τις απαιτήσεις αναφοράς, τις τεχνικές μείωσης του κινδύνου για τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, την καταχώριση και εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών και τις απαιτήσεις για τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών

{SWD(2017) 148 final}
{SWD(2017) 149 final}


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα I τροποποιείται ως εξής:

(1)Στο τμήμα Ι προστίθενται τα ακόλουθα σημεία θ), ι) και ια):

«θ)    το αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 78 παράγραφος 9 στοιχείο α) λόγω μη θέσπισης κατάλληλων διαδικασιών για τον έλεγχο της συμφωνίας των δεδομένων μεταξύ των αρχείων καταγραφής συναλλαγών·

ι)    το αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 78 παράγραφος 9 στοιχείο β) λόγω μη θέσπισης κατάλληλων διαδικασιών προκειμένου να διασφαλίζεται η πληρότητα και η ακρίβεια των υποβαλλόμενων δεδομένων·

ια)    το αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 78 παράγραφος 9 στοιχείο γ) λόγω μη θέσπισης κατάλληλων πολιτικών για την ορθή διαβίβαση δεδομένων σε άλλα αρχεία καταγραφής συναλλαγών εφόσον ζητηθεί από τους αντισυμβαλλομένους και τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που αναφέρονται στο άρθρο 9 ή εάν αυτό είναι αναγκαίο για οιονδήποτε άλλο λόγο.»·

(2)Στο τμήμα IV, παρεμβάλλεται το εξής στοιχείο δ):

«δ)    το αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 55 παράγραφος 4 λόγω μη κοινοποίησης στην ΕΑΚΑΑ σε εύθετο χρόνο ουσιωδών αλλαγών στους όρους καταχώρισής του.».