Βρυξέλλες, 1.12.2017

COM(2017) 736 final

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

Συνέχεια που δόθηκε στη διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων - Κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες


Έκθεση της Επιτροπής σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στη διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων:
Κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις 30 Σεπτεμβρίου 2015 η Επιτροπή ξεκίνησε διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Στόχος ήταν να εξακριβωθεί εάν τα περισσότερα από 40 νομοθετικά κείμενα της ΕΕ που εκδόθηκαν από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης είχαν τα προβλεπόμενα αποτελέσματα.

Περισσότεροι από 300 ενδιαφερόμενοι φορείς μοιράστηκαν την εμπειρία τους από την εφαρμογή των χρηματοπιστωτικών κανονισμών της ΕΕ και παρείχαν τις εκτιμήσεις τους σχετικά με τις μεμονωμένες και συνδυασμένες επιπτώσεις των κανόνων της ΕΕ. Η διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, η οποία αποτέλεσε το πρώτο παράδειγμα μιας τέτοιας διαδικασίας που πραγματοποιήθηκε σε διεθνές επίπεδο στον εν λόγω τομέα για την παρακολούθηση της ανταπόκρισης στη χρηματοπιστωτική κρίση, απέδειξε την προσήλωση της Επιτροπής στο θεματολόγιο για τη βελτίωση της νομοθεσίας, στόχος του οποίου είναι να διασφαλιστεί ότι η νομοθεσία της ΕΕ αποδίδει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, με αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο και με ελάχιστο κόστος.

Η διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων απέδειξε ότι σε γενικές γραμμές το πλαίσιο χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στην ΕΕ λειτουργεί ικανοποιητικά και ότι οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν ήταν αναγκαίες. Η διαδικασία αποδείχθηκε επίσης χρήσιμη για τη διατήρηση της στήριξης σε έναν ισχυρό κανονιστικό προσανατολισμό ο οποίος διασφαλίζει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στηρίζει την απασχόληση και την ανάπτυξη με πιο βιώσιμο τρόπο.

Η δέσμευση της Επιτροπής για παρακολούθηση της εφαρμογής και της λειτουργίας των νέων κανόνων, καθώς και η ετοιμότητά της να εξετάζει το ενδεχόμενο ενδεδειγμένων τροποποιήσεων εφόσον οι κανόνες δεν έχουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, έτυχε ευρείας στήριξης, ιδίως από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων συνέβαλε στη δημοκρατική λογοδοσία, διασφαλίζοντας ότι όσοι επηρεάζονται από τους κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των τελικών χρηστών, έχουν εμπιστοσύνη σε αυτούς.

Τον Νοέμβριο του 2016, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στη διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων («ανακοίνωση») και δημοσίευσε έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής που συνοδεύει την ανακοίνωση. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, μολονότι το πλαίσιο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στην ΕΕ λειτουργεί εν γένει ικανοποιητικά, αιτιολογείται η θέσπιση στοχευμένων επακόλουθων μέτρων σε τέσσερις τομείς:

1.μείωση των ανώφελων κανονιστικών περιορισμών στη χρηματοδότηση της οικονομίας·

2.ενίσχυση της αναλογικότητας των κανόνων, χωρίς υπονόμευση των στόχων προληπτικής εποπτείας·

3.μείωση των αδικαιολόγητων κανονιστικών επιβαρύνσεων·

4.ενίσχυση της συνεκτικότητας και του μακρόπνοου χαρακτήρα του κανονιστικού πλαισίου.

Πολλά από τα εν λόγω επακόλουθα μέτρα ενσωματώθηκαν:

·σε επανεξετάσεις μεμονωμένων νομοθετικών κειμένων: για παράδειγμα, εκτός από την εξέταση της συνεισφοράς από τη διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων στις προτάσεις για τον κανονισμό για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (ΚΚΑ) 1 /την οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (ΟΚΑ IV) του 2013 2 , επακόλουθες ενέργειες ενσωματώθηκαν επίσης στις τροποποιήσεις του κανονισμού για τις υποδομές των ευρωπαϊκών αγορών (EMIR) 3 και στην αξιολόγηση των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (ΕΕΑ) 4 ·

·στην εφαρμογή της συνεχούς εργασίας σε επίπεδο πολιτικής [π.χ. για την περαιτέρω ανάπτυξη της Ένωσης Κεφαλαιαγορών (CMU)]·

·στη βελτιωτική προσαρμογή των τεχνικών προτύπων «επιπέδου 2» και των επικείμενων κανονισμών και οδηγιών «επιπέδου 1»·

·στη συμμετοχή της ΕΕ σε παγκόσμια φόρουμ.

Οι γνώσεις που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων αποδείχθηκαν πολύτιμες ακόμα και εκτός του πλαισίου των επακόλουθων μέτρων που παρουσιάστηκαν στην ανακοίνωση του Νοεμβρίου του 2016. Οι πρόσφατες εξελίξεις σε παγκόσμιο και ενωσιακό επίπεδο έχουν συμβάλει στην ανάπτυξη προτεραιοτήτων, όπως η μεγαλύτερη εστίαση στη βιώσιμη χρηματοδότηση και στις καινοτόμες τεχνολογίες. Η διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και την προσαρμογή της ανταπόκρισης της Επιτροπής στις εν λόγω εξελίξεις. Επίσης, στην ενδιάμεση επανεξέταση του σχεδίου δράσης για την Ένωση Κεφαλαιαγορών 5  επεσήμανε τομείς στους οποίους μια πιο αναλογική κανονιστική προσέγγιση θα ενισχύσει περαιτέρω της κεφαλαιαγορές της ΕΕ.

Έναν χρόνο μετά την έκδοση της ανακοίνωσης, η παρούσα έκθεση προόδου παρέχει ενημέρωση σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στη διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνονται δύο βασικά μηνύματα:

1)η Επιτροπή δραστηριοποιήθηκε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίστηκαν από τους ενδιαφερόμενους φορείς στη διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων και συνεχίζει να το κάνει προκειμένου να εξασφαλίσει ότι η νομοθεσία της ΕΕ εξακολουθεί να είναι κατάλληλη για τον σκοπό που εξυπηρετεί.

2)η Επιτροπή εργάζεται για να διασφαλίσει ότι το πλαίσιο κανονιστικής συμμόρφωσης είναι κατάλληλο για την ψηφιακή εποχή, μέσω αυτοματοποίησης και τυποποίησης όπου είναι δυνατό. Κάτι τέτοιο αναμένεται τελικά να οδηγήσει στη μείωση της επιβάρυνσης για τη βιομηχανία και σε καλύτερη χρηματοπιστωτική εποπτεία.

Γενικότερα, η διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων συνέβαλε στο να διασφαλίζεται ότι οι μεμονωμένες νομοθετικές προτάσεις εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Επιπλέον, πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στην ευρύτερη οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της ταχείας τεχνολογικής αλλαγής, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι κανόνες εξακολουθούν να ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Σε γενικές γραμμές, η διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων αποδείχτηκε σημαντική και με διαρκή αντίκτυπο που θα πρέπει να οδηγήσει σε βελτίωση του νομοθετικού έργου στην ΕΕ.

Το τμήμα 2 της παρούσας έκθεσης πραγματεύεται την πρόοδο που επιτεύχθηκε μέχρι τώρα, δεδομένου ότι σχεδόν το ήμισυ των μέτρων ολοκληρώθηκαν εντός 12 μηνών μετά την έκδοση της ανακοίνωσης σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στη διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Στο τμήμα 3 παρέχονται περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με τη δέσμευση της Επιτροπής να προβεί σε ολοκληρωμένη αξιολόγηση του συνολικού πλαισίου υποβολής εποπτικών αναφορών. Πρόκειται για έναν από τους βασικούς προβληματισμούς που επισήμαναν οι ερωτηθέντες, και είναι η πρώτη φορά που το ζήτημα αντιμετωπίζεται με ολοκληρωμένο τρόπο. Τέλος, στο τμήμα 4 επιβεβαιώνεται η σταθερή προσήλωση της Επιτροπής στη χάραξη πολιτικής βάσει στοιχείων.



2. ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ: ΠΡΟΟΔΟΣ ΠΟΥ ΕΠΙΤΕΥΧΘΗΚΕ

Από το προηγούμενο έτος η Επιτροπή έχει ήδη εκδώσει μεγάλο αριθμό επακόλουθων μέτρων που περιγράφονται στην ανακοίνωση. Συνολικά, τα μέτρα συμβάλλουν σε ένα κανονιστικό πλαίσιο το οποίο:

·είναι πιο ευνοϊκό για δανεισμό και επενδύσεις·

·αναγνωρίζει τα μοναδικά χαρακτηριστικά των μικρότερων και λιγότερο επισφαλών επιχειρήσεων·

·έχει ως στόχο να διατηρηθεί ο φόρτος συμμόρφωσης στο ελάχιστο αναγκαίο επίπεδο.

Οι μη ηθελημένες αλληλεπιδράσεις ή επιπτώσεις αντιμετωπίστηκαν στο μέτρο του δυνατού στις νέες νομοθετικές προτάσεις και στις προτάσεις για την αναθεώρηση ισχυόντων νόμων, καθώς και στην εφαρμογή των κανόνων, με παράλληλη διατήρηση των στόχων προληπτικής εποπτείας και διασφάλιση της συνολικής σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Ορισμένα επακόλουθα μέτρα εξακολουθούν να βρίσκονται σε εξέλιξη. Τα περισσότερα από αυτά αφορούν νομοθεσία που δεν έχει ακόμα εφαρμοστεί πλήρως, ενώ κάποια άλλα ανακοινώθηκαν ειδικά σε σχέση με επικείμενες επανεξετάσεις. Όσον αφορά συγκεκριμένα ζητήματα, η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να διερευνά τα διαθέσιμα στοιχεία προκειμένου να αξιολογήσει εάν απαιτούνται αλλαγές.

2.1Μείωση των ανώφελων κανονιστικών περιορισμών στη χρηματοδότηση της οικονομίας

Στο πλαίσιο της προτεραιότητας που έχει θέσει για τόνωση της δημιουργίας θέσεων εργασίας, της ανάπτυξης και των επενδύσεων, η Επιτροπή δίνει ιδιαίτερη προσοχή σε τομείς στους οποίους οι κανόνες της ΕΕ οι κανόνες της ΕΕ ενδέχεται να παρεμποδίζουν την πρόσβαση στη χρηματοδότηση και διερευνά κατά πόσον είναι δυνατή η επίτευξη των ίδιων στόχων προληπτικής εποπτείας με διαφορετικό τρόπο. Η Επιτροπή επικεντρώθηκε επίσης σε περιπτώσεις στις οποίες οι ισχύοντες κανόνες θα μπορούσαν δυνητικά να αποβούν επιζήμιοι για τις επενδύσεις και την οικονομική ανάπτυξη.

Ορισμένοι ερωτηθέντες στη διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων εξέφρασαν ανησυχίες για τον αντίκτυπο του κανονιστικού πλαισίου στην ικανότητα των τραπεζών να χρηματοδοτούν την οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης των ΜΜΕ, των κινήτρων για μακροπρόθεσμες βιώσιμες επενδύσεις, της ρευστότητας της αγοράς και της πρόσβασης σε υπηρεσίες εκκαθάρισης. Στην απάντησή της, η Επιτροπή παρουσίασε μια σειρά επακόλουθων μέτρων στους εν λόγω τομείς. Οι παρατηρήσεις συνεισέφεραν επίσης στην ενδιάμεση επανεξέταση του σχεδίου δράσης για την Ένωση Κεφαλαιαγορών, με αποτέλεσμα μια σειρά μέτρων για την επίτευξη πιο αναλογικής κανονιστικής προσέγγισης, λιγότερες τριβές για τις διασυνοριακές επενδύσεις και ανάπτυξη ενός πανευρωπαϊκού οικοσυστήματος κεφαλαιαγορών.

Η Επιτροπή έχει πλέον υλοποιήσει τα περισσότερα από τα εν λόγω επακόλουθα μέτρα:

·Τον Νοέμβριο του 2016 η Επιτροπή πρότεινε μια δέσμη μέτρων για τον τραπεζικό τομέα στο πλαίσιο του ευρύτερου θεματολογίου της για τη μείωση των κινδύνων. Εκτιμάται ότι, ως εκ τούτου, οι δημόσιοι πόροι που απαιτούνται για τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος σε περίπτωση χρηματοπιστωτικής κρίσης μεγέθους παρόμοιου με την κρίση της περιόδου 2007-2008 θα μειωθούν κατά 32 % ή κατά 17 δισεκατομμύρια EUR 6 . Η δέσμη μέτρων περιλαμβάνει βασικές πρωτοβουλίες για τη διατήρηση της ικανότητας των τραπεζών να χρηματοδοτούν την οικονομία, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ και των υποδομών:

oΈχουν προβλεφθεί περίοδοι προσαρμογών και σταδιακής εφαρμογής για την υλοποίηση της ριζικής αναθεώρησης του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης. Στόχος είναι να αποφευχθούν δυσανάλογες αυξήσεις κεφαλαίων και να διασφαλιστεί η συνέχεια στη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών της ΕΕ.

oΓια να διαφυλαχθεί η ικανότητα των τραπεζών να παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης στο πλαίσιο του EMIR, η Επιτροπή πρότεινε την αναπροσαρμογή του δείκτη μόχλευσης, ώστε να μπορούν οι τράπεζες να αντισταθμίζουν το πιθανό μελλοντικό άνοιγμα των σχετικών συναλλαγών επί παραγώγων έναντι του αρχικού περιθωρίου.

oΗ μείωση των ρυθμιστικών κεφαλαιακών απαιτήσεων για δάνεια προς τις ΜΜΕ (συντελεστής υποστήριξης των ΜΜΕ) επεκτάθηκε ούτως ώστε να παρέχει στις τράπεζες κεφαλαιακά κίνητρα για δανειοδότηση ΜΜΕ.

oΠροκειμένου να προωθηθούν περαιτέρω οι επενδύσεις σε έργα υποδομών, μειώθηκαν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις πιστωτικού κινδύνου για τις επενδύσεις των τραπεζών σε επιλέξιμα έργα.

oΜε στόχο να συνδράμει τα πιστωτικά ιδρύματα στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση από πιστωτές εκτός της ΕΕ, η Επιτροπή πρότεινε προσαρμογή της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η απαίτηση για συμβατική αναγνώριση των διατάξεων διάσωσης με ίδια μέσα για τους πιστωτές εκτός της ΕΕ εφαρμόζεται με ρεαλιστικό τρόπο.

oΗ Επιτροπή πρότεινε μέτρα για την προώθηση της ενσωμάτωσης των διασυνοριακών τραπεζικών συναλλαγών, δίνοντας τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή να απαλλάσσει από την εφαρμογή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και ρευστότητας εφόσον εποπτεύει τόσο το μητρικό ίδρυμα όσο και τις θυγατρικές του που είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη της Τραπεζικής Ένωσης. Προκειμένου να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, κάτι τέτοιο είναι δυνατό μόνο εάν το μητρικό ίδρυμα εγγυηθεί το πλήρες ποσό της απαλλαγής και εάν η εγγύηση είναι εξασφαλισμένη κατά τουλάχιστον 50 %.

·Τον Μάιο του 2017, η Επιτροπή ενέκρινε πρόταση στο πλαίσιο του REFIT για τον EMIR 7 για απλούστευση και βελτίωση της αναλογικότητας ορισμένων από τους κανόνες της ΕΕ για τα παράγωγα. Για να βελτιωθεί η πρόσβαση σε υπηρεσίες εκκαθάρισης, η πρόταση θεσπίζει απαίτηση για την παροχή υπηρεσιών εκκαθάρισης με δίκαιους και εύλογους εμπορικούς όρους που δεν εισάγουν διακρίσεις. Επίσης απαλλάσσει τους μικρούς χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλόμενους από την υποχρέωση εκκαθάρισης και θεσπίζει μια πιο αναλογική υποχρέωση εκκαθάρισης για τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους. Οι εκτιμήσεις των δυνητικών εξοικονομήσεων για μικρότερους χρηματοοικονομικούς και μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους κυμαίνονται από 2,3 δισεκατομμύρια EUR έως 6,9 δισεκατομμύρια EUR σε σταθερές ή εφάπαξ δαπάνες, και από 1,1 δισεκατομμύρια EUR έως 2,66 δισεκατομμύρια EUR σε λειτουργικές δαπάνες 8 .

·Τον Ιούνιο του 2017, η Επιτροπή εξέδωσε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη στο πλαίσιο της οδηγίας «Φερεγγυότητα II» για τη μείωση της βαθμονόμησης των επιβαρύνσεων κινδύνου για επενδύσεις ασφαλιστών σε οντότητες ή εταιρικούς ομίλους που αντλούν τη συντριπτική πλειονότητα των εσόδων τους από την ιδιοκτησία, τη χρηματοδότηση, την ανάπτυξη ή τη λειτουργία στοιχείων υποδομής (εταιρείες υποδομών). Η πράξη αυτή συμπληρώνει προηγούμενη τροποποίηση με την οποία θεσπίστηκαν χαμηλότερες χρεώσεις για τα επιλέξιμα έργα υποδομής που εγκρίθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2015. Αυτή η τελευταία τροποποίηση της βαθμονόμησης όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις δίνει τη δυνατότητα στις ασφαλιστικές εταιρείες να αυξήσουν τις επενδύσεις τους σε εταιρείες υποδομών κατά περίπου 30 % 9 .

·Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες σχετικά με υποτιθέμενη μείωση της ρευστότητας στις αγορές εταιρικών ομολόγων, συστάθηκε ομάδα εμπειρογνωμόνων με σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή μια ανάλυση της λειτουργίας των αγορών εταιρικών ομολόγων της ΕΕ, καθώς και συστάσεις για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους στη χρηματοδότηση της οικονομίας. Η έκθεση της ομάδας δημοσιεύτηκε στις 20 Νοεμβρίου 2017 και περιείχε συστάσεις με στόχο: i) τη διευκόλυνση της έκδοσης για εταιρείες· ii) την προώθηση ποικιλόμορφης και έμπειρης βάσης επενδυτών· iii) τη στήριξη του παραδοσιακού μοντέλου διαμεσολάβησης μέσω ειδικών διαπραγματευτών· iv) τη συνεκτίμηση της αυξανόμενης σημασίας των ηλεκτρονικών μορφών συναλλαγών και του αποτελεσματικού περιβάλλοντος μετά τη συναλλαγή· και v) τη διασφάλιση κατάλληλου επιπέδου πληροφόρησης και διαφάνειας. Με βάση τις εν λόγω συστάσεις, προγραμματίζεται δημόσια διαβούλευση για τις αρχές του 2018, η οποία θα οδηγήσει στην έκδοση ανακοίνωσης αργότερα το ίδιο έτος.

·Η Επιτροπή προέβη σε αρχική αξιολόγηση της λειτουργίας των αγορών συμφωνιών επαναγοράς στο πλαίσιο έκθεσης για τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, η οποία δημοσιεύτηκε στις 19 Οκτωβρίου 2017. Στην αξιολόγηση αναγνωρίζεται το μεταβαλλόμενο δυναμικό της αγοράς τα τελευταία χρόνια, καθώς και η ένταση στην παροχή υψηλής ποιότητας εξασφαλίσεων λόγω της αυξανόμενης ζήτησης, ιδίως όσον αφορά τις ημερομηνίες υποβολής κανονιστικών αναφορών.

Άλλα επακόλουθα μέτρα βρίσκονται σε εξέλιξη και προχωρούν σύμφωνα με το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα. Ορισμένα επακόλουθα μέτρα αφορούν νομοθεσία που δεν έχει τεθεί ακόμα σε ισχύ ή μελλοντικές αναθεωρήσεις.    

·Στο πλαίσιο της αξιολόγησης του ορισμού της εξαίρεσης για τις «δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης» από τον κανονισμό για τις ανοικτές πωλήσεις η Επιτροπή απέστειλε αίτημα για υποβολή γνωμοδότησης στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) τον Ιανουάριο του 2017. Η γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ αναμένεται τον Δεκέμβριο του 2017.

·Μετά τη συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ένα πλαίσιο για απλές, διαφανείς και τυποποιημένες τιτλοποιήσεις (τιτλοποιήσεις STS), η Επιτροπή προετοιμάζει τροποποίηση των μέτρων εφαρμογής της οδηγίας «Φερεγγυότητα II» για να διασφαλίσει ότι οι ασφαλιστές μπορούν επίσης να διαδραματίσουν τον ρόλο τους ως μακροπρόθεσμοι επενδυτές στην αγορά τιτλοποιήσεων STS 10 .

·Η Επιτροπή σημειώνει επίσης πρόοδο όσον αφορά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της για τροποποιήσεις του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού για τη συμπλήρωση της οδηγίας «Φερεγγυότητα II» το 2018. Οι εργασίες επικεντρώνονται στην επανεξέταση της προληπτικής μεταχείρισης των ιδιωτικών μετοχικών κεφαλαίων και των ιδιωτικών τοποθετήσεων χρέους, στις περιπτώσεις που δικαιολογείται για προληπτικούς λόγους, από την άποψη της εποπτείας βάσει κινδύνου. Τον Ιούλιο του 2016 διαβιβάστηκε στην Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ) αίτημα υποβολής γνωμοδότησης, και η απάντηση της ΕΑΑΕΣ αναμένεται τον Φεβρουάριο του 2018.

·Ως μέρος των ευρύτερων εργασιών για τη χρηματοδότηση των ΜΜΕ, όπως την εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο, η Επιτροπή θα παρακολουθεί την εφαρμογή των κανόνων στο πλαίσιο της οδηγίας για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFID II) όσον αφορά την έρευνα στον τομέα των επενδύσεων μόλις τεθούν σε εφαρμογή τον Ιανουάριο του 2018. Σε αυτό το πλαίσιο, προβλέπεται η εκπόνηση μελέτης για την αξιολόγηση του αντίκτυπου στις οικονομικές αναλύσεις των εισηγμένων ΜΜΕ.

·Στο πλαίσιο της ενδιάμεσης επανεξέτασης του σχεδίου δράσης για την Ένωση Κεφαλαιαγορών, η Επιτροπή δεσμεύτηκε να διερευνήσει στο 2ο τρίμηνο του 2018 εάν οι στοχοθετημένες τροποποιήσεις της συναφούς νομοθεσίας της ΕΕ (συμπεριλαμβανομένου του κανονισμού για την κατάχρηση της αγοράς, και της οδηγίας MiFID II) θα μπορούσαν να προσφέρουν ένα πιο αναλογικό, αλλά συνετό, κανονιστικό περιβάλλον για τη στήριξη της εισαγωγής των ΜΜΕ σε δημόσιες αγορές στις μελλοντικές «αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ».

·Η αναθεώρηση της οδηγίας «Φερεγγυότητα II» το 2020 θα αποτελέσει ευκαιρία για αποτίμηση της δέσμης μέτρων για τις μακροπρόθεσμες εγγυήσεις με στόχο την περαιτέρω διερεύνηση κινήτρων για μακροπρόθεσμες επενδύσεις από τους ασφαλιστές. Η πρώτη έκθεση της ΕΑΑΕΣ για το εν λόγω ζήτημα δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2016 και χρησίμευσε για τη χαρτογράφηση της χρήσης μέτρων για τις μακροπρόθεσμες εγγυήσεις από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Η ΕΑΑΕΣ θα δημοσιεύσει δεύτερη προπαρασκευαστική έκθεση πριν από το τέλος του 2017.

2.2Καθιέρωση πιο αναλογικών κανόνων με παράλληλη διατήρηση των στόχων προληπτικής εποπτείας

Οι κανόνες πρέπει να εφαρμόζονται στις εταιρείες με αναλογικό τρόπο, αντικατοπτρίζοντας το επιχειρηματικό μοντέλο, το μέγεθος, τη συστημική σημασία τους καθώς και την πολυπλοκότητα και τη διασυνοριακή δραστηριότητά τους. Οι πιο αναλογικοί κανόνες θα συμβάλουν στην προώθηση του ανταγωνισμού και στην αύξηση της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, διαφυλάσσοντας την πολυμορφία του χωρίς να υπονομεύονται οι στόχοι της προληπτικής εποπτείας, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η συνολική ανθεκτικότητα. Οι ερωτηθέντες στη διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων προσδιόρισαν διάφορους τομείς στους οποίους θα μπορούσε να ενισχυθεί η αναλογικότητα των κανόνων. Η Επιτροπή έχει δεσμευτεί να αντιμετωπίσει τις εν λόγω ανησυχίες μέσω διαφόρων επακόλουθων μέτρων στον τραπεζικό τομέα, τον τομέα των παραγώγων, τον ασφαλιστικό τομέα, τον τομέα της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και τον τομέα αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

Η Επιτροπή έχει υλοποιήσει αρκετά βασικά επακόλουθα μέτρα στον εν λόγω τομέα:

·Η προαναφερθείσα δέσμη μέτρων για τον τραπεζικό τομέα, που εγκρίθηκε από την Επιτροπή τον Νοέμβριο του 2016, περιλαμβάνει σειρά μέτρων με στόχο την αύξηση της αναλογικότητας στη ρύθμιση του τραπεζικού κλάδου, μεταξύ άλλων μέσω: i) της μείωσης του φόρτου που συνδέεται με την υποβολή αναφορών και τη δημοσιοποίηση για τα μικρά και μη σύνθετα πιστωτικά ιδρύματα· ii) της εξαίρεσης των μικρών και μη σύνθετων ιδρυμάτων και του προσωπικού με χαμηλά επίπεδα μεταβλητών αποδοχών από τους κανόνες για τις αναβαλλόμενες αποδοχές και τις αποδοχές υπό μορφή χρηματοπιστωτικών μέσων· και iii) της κατάργησης της άσκοπης πολυπλοκότητας στη μεταχείριση του κινδύνου αγοράς του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου.

·Ελλείψει συγκεκριμένων λύσεων όσον αφορά την ανησυχία ότι τα συνταξιοδοτικά ταμεία ενδέχεται να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στην αξιολόγηση των αναγκαίων εξασφαλίσεων σε μετρητά, η Επιτροπή πρότεινε τον Μάιο του 2017 στο πλαίσιο του REFIT για τον EMIR την επέκταση κατά τρία επιπλέον έτη της προσωρινής εξαίρεσης των συνταξιοδοτικών ταμείων από την κεντρική εκκαθάριση, με τη δυνατότητα έκτακτης επέκτασης της εξαίρεσης για άλλα 2 έτη σε περίπτωση απρόβλεπτων περιστάσεων. Τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των συνταξιοδοτικών ταμείων, των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των εκκαθαριστικών μελών που παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης, πρέπει να αναπτύξουν επειγόντως κατάλληλες λύσεις προκειμένου να μπορούν τα συνταξιοδοτικά ταμεία να συμμετέχουν στην κεντρική εκκαθάριση.

·Όπως ανακοινώθηκε στην ενδιάμεση επανεξέταση του σχεδίου δράσης για την Ένωση Κεφαλαιαγορών, η Επιτροπή προτίθεται σύντομα να εγκρίνει νομοθετική πρόταση για τη θέσπιση ενός νέου και περισσότερο αναλογικού καθεστώτος προληπτικής εποπτείας για τις μικρότερες επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν έχουν συστημική σημασία. Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίζεται η ανησυχία ότι η ισχύουσα εφαρμογή των κανόνων ΚΚΑ που έχουν σχεδιαστεί για τις τράπεζες δεν είναι επαρκώς αναλογική όσον αφορά τους χαμηλότερους κινδύνους που θέτουν ορισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων.

Μια σειρά άλλων επακόλουθων μέτρων βρίσκονται σε εξέλιξη και απαιτούν περαιτέρω ανάλυση πριν πραγματοποιηθούν αλλαγές.

·Όπως προτείνεται στην υφιστάμενη δέσμη μέτρων για τον τραπεζικό τομέα, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) θα δρομολογήσει ένα εργαλείο ΤΠ για την περαιτέρω προώθηση της αναλογικότητας στη ρύθμιση του τραπεζικού τομέα. Το εν λόγω εργαλείο ΤΠ θα καθοδηγεί τις τράπεζες όσον αφορά τις ισχύουσες κανονιστικές διατάξεις, τα πρότυπα και τα υποδείγματα λαμβάνοντας υπόψη το συγκεκριμένο μέγεθος και το επιχειρηματικό μοντέλο τους.

·Στο πλαίσιο της αναθεώρησης της οδηγίας σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (AIFMD), η Επιτροπή αξιολογεί επί του παρόντος την αναλογικότητα των κανόνων της οδηγίας AIFMD (για παράδειγμα, όσον αφορά την ευθυγράμμιση των καθεστώτων αμοιβών και τη μείωση των επιβαρύνσεων που συνδέονται με την υποβολή αναφορών). Έχει ανατεθεί η εκπόνηση εξωτερικής μελέτης για την AIFMD (που πρόκειται να ολοκληρωθεί το 2018), η οποία θα καλύψει επίσης το ζήτημα της αναλογικότητας. Η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση στους συννομοθέτες σχετικά με τα αποτελέσματα της επανεξέτασης της οδηγίας AIFDM το 2018.

·Η επανεξέταση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού «Φερεγγυότητα ΙΙ» το 2018 θα διερευνήσει τρόπους απλούστευσης των μεθόδων, των παραδοχών και των υπολογισμών ορισμένων ενοτήτων του τυποποιημένου μαθηματικού τύπου, καθώς και τρόπους ανάπτυξης του πλαισίου για τη χρήση εναλλακτικών πιστοληπτικών αξιολογήσεων με βάση της τεχνικές συμβουλές της ΕΑΑΕΣ. Η ΕΑΑΕΣ υπέβαλε τις πρώτες προτάσεις για απλουστεύσεις τον Οκτώβριο του 2017, και θα ακολουθήσουν περισσότερες τον Φεβρουάριο του 2018.

·Η Επιτροπή αξιολογεί επί του παρόντος κατά πόσον ο κανονισμός για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα μπορούσε να εφαρμοστεί με πιο αναλογικό τρόπο ώστε να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός στον εν λόγω τομέα.

2.3Μείωση των αδικαιολόγητων κανονιστικών επιβαρύνσεων

Η διατήρηση του κανονιστικού φόρτου στο ελάχιστο επίπεδο που απαιτείται για να επιτύχουν οι κανόνες τους στόχους τους αποτελεί έναν από τους βασικούς σκοπούς του προγράμματος REFIT της Επιτροπής στο πλαίσιο του θεματολογίου για τη βελτίωση της νομοθεσίας. Ωστόσο, ορισμένοι ενδιαφερόμενοι φορείς θεώρησαν ότι κάποιες απαιτήσεις, για παράδειγμα οι απαιτήσεις για την υποβολή αναφορών, δεν ήταν αναλογικές ούτε αποδοτικές.

Η Επιτροπή έχει θεσπίσει μια σειρά μέτρων για την υποβολή εποπτικών αναφορών. Σε αυτά περιλαμβάνονται δράσεις με στόχο την τομεακή νομοθεσία, καθώς και η δρομολόγηση ολοκληρωμένου ελέγχου καταλληλότητας για το συνολικό πλαίσιο υποβολής εποπτικών αναφορών της ΕΕ. Στο τμήμα 3 της παρούσας έκθεσης παρέχονται περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την προσέγγιση της Επιτροπής στην υποβολή εποπτικών αναφορών. Εκτός από τα μέτρα που επικεντρώνονται στην υποβολή εποπτικών αναφορών, η Επιτροπή δεσμεύεται επίσης να αναλάβει δράση σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης, τους φραγμούς εισόδου και την ολοκλήρωση της αγοράς, καθώς και σχετικά με το κόστος συμμόρφωσης γενικότερα.

Η Επιτροπή έχει υλοποιήσει μια σειρά επακόλουθων μέτρων με αποτέλεσμα τη μείωση των κανονιστικών επιβαρύνσεων σε διάφορους βασικούς τομείς:

·Στο πλαίσιο της ενδιάμεσης επανεξέτασης του σχεδίου δράσης για την Ένωση Κεφαλαιαγορών, η Επιτροπή ενέκρινε τον Μάρτιο του 2017 έκθεση σχετικά με τα εθνικά εμπόδια στις ροές κεφαλαίων 11 , στην οποία επισημαίνονται οι εθνικές διατάξεις που δημιουργούν αδικαιολόγητη ή δυσανάλογη επιβάρυνση στη διασυνοριακή κίνηση των κεφαλαίων. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι ακόλουθες: i) άνισες και επαχθείς διαδικασίες ελάφρυνσης της παρακράτησης του φόρου στην πηγή· ii) εμπόδια για τη διασυνοριακή διανομή επενδυτικών κεφαλαίων· και iii) απαιτήσεις μόνιμης κατοικίας. Τον Μάιο του 2017 συμφωνήθηκε μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών ένας κοινός χάρτης πορείας με δράσεις για την αντιμετώπιση των εμποδίων που εντοπίστηκαν. Η Επιτροπή σύστησε επίσης ομάδα έργου για την παρακράτηση φόρου η οποία επιφορτίστηκε με την κατάρτιση κώδικα δεοντολογίας για την απλούστευση και την τυποποίηση των διαδικασιών επιστροφής και ελάφρυνσης στην πηγή. Ο κώδικας δεοντολογίας σχετικά με την παρακράτηση φόρου θα δημοσιευθεί στο τέλος του 2017.

·Πολλοί ερωτηθέντες στη διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων τόνισαν επίσης ότι η ύπαρξη διαφορετικών και μη συνεκτικών εποπτικών προσεγγίσεων συνέβαλε σε περιττές κανονιστικές επιβαρύνσεις. Οι συγκεκριμένες ανησυχίες αντιμετωπίστηκαν στο πλαίσιο διαφόρων πρωτοβουλιών με στόχο την επίτευξη μεγαλύτερης σύγκλισης μεταξύ των διαφορετικών προσεγγίσεων της εποπτείας σε επίπεδο ΕΕ. Οι εν λόγω πρωτοβουλίες μειώνουν τον διοικητικό φόρτο της άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας στην ενιαία αγορά, ενισχύοντας παράλληλα την εποπτεία και διασφαλίζοντας ίσους όρους ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, προσφάτως, στο έγγραφο προβληματισμού σχετικά με την εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης 12 και στην ενδιάμεση αξιολόγηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών επισημάνθηκε ότι η αποτελεσματικότερη εποπτεία και, τελικά, η δημιουργία μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αρχής εποπτείας των κεφαλαιαγορών είναι σημαντικά στοιχεία για μια πραγματικά λειτουργική Ένωση Κεφαλαιαγορών. Τον Σεπτέμβριο του 2017, η Επιτροπή πρότεινε τροποποιήσεις στους κανονισμούς σχετικά με τη σύσταση των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (ΕΕΑ) για την προώθηση ενός περισσότερο συνεκτικού πλαισίου σε ολόκληρη την ΕΕ. Σε στοχευμένους τομείς, η Επιτροπή πρότεινε την ενίσχυση των εξουσιών των ΕΕΑ όσον αφορά την εποπτική σύγκλιση και την ανάθεση ειδικών νέων ρόλων στην ΕΑΚΑΑ ως την άμεση εποπτική αρχή για τη στήριξη μιας λειτουργικής Ένωσης Κεφαλαιαγορών.

 

Στον συγκεκριμένο τομέα βρίσκονται σε εξέλιξη μια σειρά άλλων επακόλουθων μέτρων. Ορισμένα επακόλουθα μέτρα αφορούσαν νομοθεσία που δεν έχει τεθεί ακόμα σε ισχύ, ενώ κάποια άλλα απαιτούσαν μια περισσότερο προσεκτική αξιολόγηση προκειμένου να αποφευχθεί η ακούσια αύξηση του κόστους συμμόρφωσης λόγω βεβιασμένης αλλαγής των απαιτήσεων.

·Η Επιτροπή έχει ολοκληρώσει τη διαδικασία χαρτογράφησης των εθνικών μέτρων μεταφοράς 11 οδηγιών 13 στο εθνικό δίκαιο και συνεργάζεται με τα κράτη μέλη για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίστηκαν. Τα εν λόγω μέτρα θα συμβάλουν στην εξάλειψη ορισμένων από τις αποκλίσεις στη μεταφορά των οδηγιών της ΕΕ στην εθνική νομοθεσία. Για 10 άλλες οδηγίες 14 , η διαδικασία χαρτογράφησης βρίσκεται σε εξέλιξη και αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2018. Προβλέπεται επίσης ότι το 2018 η διαδικασία χαρτογράφησης θα καλύψει την οδηγία MiFID II και την επιπέδου 2 εκτελεστική οδηγία της 15 .

·Η Επιτροπή αξιολογεί επί του παρόντος τα εθνικά μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο για την οδηγία περί διαφάνειας και την οδηγία για τη λογιστική. Στη διαδικασία αυτή περιλαμβάνεται επίσης η αξιολόγηση του προβληματισμού ότι υπάρχουν αποκλίνοντες κανόνες σχετικά με την κοινοποίηση της κατοχής σημαντικών δικαιωμάτων ψήφου. Η Επιτροπή θα αντιμετωπίσει τα εν λόγω ζητήματα στο πλαίσιο ενός ευρύτερου ελέγχου καταλληλότητας της ενωσιακής νομοθεσίας για την υποβολή χρηματοοικονομικών εκθέσεων και τη διαφάνεια, ο οποίος θα ξεκινήσει στο τέλος του 2017.

·Κατόπιν διαβουλεύσεων σχετικά με διασυνοριακά εμπόδια στη διανομή των κεφαλαίων και στο πλαίσιο της ενδιάμεσης αξιολόγησης της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, η Επιτροπή καταρτίζει πρόταση για το πρώτο τρίμηνο του 2018. Στόχος της πρωτοβουλίας είναι η βελτίωση της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς για τα ευρωπαϊκά ταμεία επενδύσεων, μειώνοντας τα κανονιστικά εμπόδια στη διανομή των κεφαλαίων, διατηρώντας παράλληλα υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών. Στους συναφείς τομείς περιλαμβάνονται απαιτήσεις και πρακτικές εμπορικής προώθησης, διοικητικές απαιτήσεις, διοικητικά τέλη, απαιτήσεις γνωστοποίησης και διαδικτυακή διανομή.

·Η Επιτροπή θα παρακολουθεί την εφαρμογή και τις επιπτώσεις των διατάξεων για την εξωτερική ανάθεση που περιέχονται στον κανονισμό για τους δείκτες αναφοράς αμέσως μόλις τεθεί σε πλήρη ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2018.

2.4Ενίσχυση της συνεκτικότητας και του μακρόπνοου χαρακτήρα του κανονιστικού πλαισίου

Στη διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων υπογραμμίστηκε επίσης η ανάγκη: i) να διασφαλιστεί συνεκτικότητα στο συνολικό κανονιστικό πλαίσιο· ii) να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η προστασία των επενδυτών και των καταναλωτών· iii) να αντιμετωπιστούν οι εναπομένοντες κίνδυνοι για το χρηματοπιστωτικό σύστημα· και iv) να συνεχίσει το κανονιστικό πλαίσιο να συμβαδίζει με τις τεχνολογικές εξελίξεις. Οι ενδιαφερόμενοι φορείς ζήτησαν επίσης από την Επιτροπή να συμβάλει στη διαμόρφωση ορισμών, στην προώθηση βέλτιστων πρακτικών και στον καθορισμό κινήτρων για μακροπρόθεσμες βιώσιμες επενδύσεις και ανάπτυξη της αγοράς βιώσιμης χρηματοδότησης.

Η Επιτροπή έχει υλοποιήσει αρκετά επακόλουθα μέτρα στον εν λόγω τομέα:

·Η δέσμη μέτρων για τον τραπεζικό τομέα του Νοεμβρίου του 2016 επιδιώκει τη σταδιακή εφαρμογή των προληπτικών κεφαλαιακών επιπτώσεων που απορρέουν από το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΠ 9), ώστε να αποφευχθούν απότομες συνέπειες στον δανεισμό από τις τράπεζες. Τον Ιούνιο του 2017, το Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Θεμάτων (ECOFIN) ενέκρινε μια γενική προσέγγιση, επισπεύδοντας τη θέσπιση των εν λόγω μεταβατικών μέτρων.

·Τον Νοέμβριο του 2016, η Επιτροπή ενέκρινε πρόταση για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων (CCP). Με τον προτεινόμενο κανονισμό θα εφαρμοστούν στο ενωσιακό δίκαιο τα διεθνή πρότυπα που εγκρίθηκαν στον εν λόγω τομέα από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB) και τις CPMI-IOSCO 16 . Λαμβάνει υπόψη την αυξανόμενη σημασία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, η οποία απορρέει από την απαίτηση να εκκαθαρίζουν τυποποιημένα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα. Μολονότι στην ΕΕ οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι οφείλουν να πληρούν υψηλά πρότυπα (στο πλαίσιο του κανονισμού EMIR) λόγω του κεντρικού ρόλου τους στην οικονομία και των κινδύνων που διαχειρίζονται, η εν λόγω πρόταση θα θεσπίσει τους αναγκαίους εναρμονισμένους κανόνες και εξουσίες της ΕΕ για τις καταστάσεις στις οποίες οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσχέρειες ή ακόμη και πτώχευση.

·Τον Μάρτιο του 2017, η Επιτροπή ενέκρινε Σχέδιο Δράσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες προς τους καταναλωτές, στο οποίο καθόρισε τα βήματα για την οικοδόμηση μιας βαθύτερης ενιαίας αγοράς για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες προς τους καταναλωτές. Οι 12 δράσεις που καθορίζονται στο εν λόγω έγγραφο αποσκοπούν στα ακόλουθα:

oαύξηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και ενδυνάμωσή τους·

oφθηνότερες διασυνοριακές πληρωμές·

oμείωση των νομικών και κανονιστικών εμποδίων που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες διασυνοριακά·

oαξιοποίηση των ευκαιριών ενός καινοτόμου ψηφιακού κόσμου για μια βαθύτερη ενιαία αγορά για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες προς τους καταναλωτές.

·Τον Ιούλιο του 2017, η Επιτροπή δημοσίευσε την αξιολόγηση της συνάφειας, της αποτελεσματικότητας, της αποδοτικότητας, της συνοχής και της προστιθέμενης αξίας του υφιστάμενου πλαισίου που παρέχεται στο πλαίσιο της οδηγίας για τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων (FICOD) 17 . Τα κύρια συμπεράσματά της ήταν ότι είναι σημαντική η διατήρηση ενός εποπτικού πλαισίου για τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους μεικτής δραστηριότητας, και ότι η οδηγία FICOD έχει συνολικά λειτουργήσει ορθά.

·Τον Δεκέμβριο του 2016, η Επιτροπή σύστησε ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου με σκοπό την κατάρτιση μιας ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής στρατηγικής για τη βιώσιμη χρηματοδότηση. Τον Ιούνιο του 2017, η Επιτροπή δημοσίευσε κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την υποβολή εκθέσεων μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών, στηρίζοντας τη βελτίωση της εταιρικής διαφάνειας όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνονται για την προώθηση της βιώσιμης χρηματοδότησης. Επιπλέον, τον Σεπτέμβριο του 2017, η Επιτροπή πρότεινε, στο πλαίσιο της αξιολόγησης των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (ΕΕΑ), να αναλάβουν οι ΕΕΑ σημαντικό ρόλο στην προώθηση της βιώσιμης χρηματοδότησης, διασφαλίζοντας παράλληλα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ειδικότερα, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, οι ΕΕΑ πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους που συνδέονται με παράγοντες που αφορούν το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση (ESG).

Διάφορα άλλα επακόλουθα μέτρα βρίσκονται σε εξέλιξη:

·Στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης για την Ένωση Κεφαλαιαγορών, η Επιτροπή δρομολόγησε μελέτη για την αξιολόγηση του τρόπου διανομής των επενδυτικών προϊόντων σε ιδιώτες επενδυτές σε ολόκληρη την ΕΕ, στην οποία περιλαμβάνονται τα ακόλουθα: i) οι συνθήκες παροχής των προϊόντων σε διαφορετικά κράτη μέλη· ii) η πρόσβαση σε χρηματοπιστωτικές συμβουλές· iii) ο αντίκτυπος της διαδικτυακής διανομής· iv) οι κίνδυνοι και τα οφέλη από νέα μοντέλα διανομής που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της χρηματοοικονομικής τεχνολογίας. Τα τελικά πορίσματα της μελέτης αναμένονται στις αρχές του 2018. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, τα πορίσματα θα ενσωματωθούν σε δυνητικές αποφάσεις πολιτικής της Ένωσης.

·Το μακροπροληπτικό πλαίσιο της ΕΕ αφορά τα ακόλουθα: i) τη διακυβέρνηση, ii) τη δέσμη εργαλείων για τον τραπεζικό τομέα και iii) τη δέσμη εργαλείων εκτός του τραπεζικού τομέα.

I.Όσον αφορά τη διακυβέρνηση, η Επιτροπή υπέβαλε τον Σεπτέμβριο του 2017 πρόταση για την τροποποίηση του κανονισμού για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) με στοχευμένο τρόπο όσον αφορά τη διακυβέρνηση και τα εργαλεία του.

II.Όσον αφορά τη δέσμη εργαλείων για τον τραπεζικό τομέα, από την αξιολόγηση της Επιτροπής προέκυψε ότι η μακροπροληπτική δέσμη εργαλείων είναι γενικά αποτελεσματική, ως εκ τούτου δεν προτείνεται αναμόρφωσή της. Στη δέσμη μέτρων που εγκρίθηκε τον Νοέμβριο του 2016, η Επιτροπή πρότεινε να διασαφηνιστεί ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης (πυλώνας 2) θα πρέπει να περιοριστούν σε μικροπροληπτικούς σκοπούς.

III.Όσον αφορά τη δέσμη εργαλείων εκτός του τραπεζικού τομέα, στόχος της Επιτροπής είναι να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων εργαλείων και διατάξεων της τομεακής νομοθεσίας προτού αποφανθεί εάν απαιτούνται πρόσθετες πρωτοβουλίες. Υποστηρίζει τις συνεχείς προσπάθειες που καταβάλλουν το ΕΣΣΚ, το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και οι ΕΕΑ για την παρακολούθηση και εξάλειψη των κενών στα δεδομένα.

·Η Επιτροπή απέστειλε τον Ιούλιο του 2016 αίτημα για υποβολή γνωμοδότησης στην ΕΑΑΕΣ πριν από την αναθεώρηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού «Φερεγγυότητα ΙΙ» το 2018. Στόχος είναι η αξιολόγηση του πλαισίου μετριασμού του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου της οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ» και η πιθανή αλληλεπίδρασή του με τον κανονισμό EMIR. Στην εν λόγω επανεξέταση θα αξιολογηθούν επίσης τυχόν ανακολουθίες μεταξύ της οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ» και του ΚΚΑ όσον αφορά τη μεταχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις.

·Μετά τη δημόσια διαβούλευση σχετικά με τη χρηματοοικονομική τεχνολογία 18 , η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2017, η Επιτροπή αξιολογεί επί του παρόντος τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε επίπεδο ΕΕ ώστε να συμβάλει στην εμβάθυνση και τη διεύρυνση των κεφαλαιαγορών της ΕΕ από την άποψη της χρηματοοικονομικής τεχνολογίας. Ειδικότερα, η Επιτροπή αξιολογεί επί του παρόντος εάν δικαιολογούνται νέες, πιο αναλογικές ρυθμίσεις αδειοδότησης για δραστηριότητες και εταιρείες χρηματοοικονομικής τεχνολογίας, καθώς και εάν οι εταιρείες χρηματοοικονομικής τεχνολογίας που ασκούν διασυνοριακή επιχειρηματική δραστηριότητα θα πρέπει να ωφελούνται από μηχανισμό διαβατηρίου σε επίπεδο ΕΕ.

·Με βάση τις συστάσεις της ομάδας εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου για τη βιώσιμη χρηματοδότηση, η Επιτροπή θα παρουσιάσει ένα φιλόδοξο σχέδιο δράσης για τη βιώσιμη χρηματοδότηση με κανονιστικά μέτρα στις αρχές του 2018.



3. ΕΣΤΙΑΣΗ ΣΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΚΘΕΣΕΩΝ

3.1 Πλαίσιο και περιγραφή του προβλήματος

Βάσει των απαιτήσεων υποβολής εποπτικών αναφορών παρέχονται στις αρμόδιες αρχές δεδομένα σχετικά με τους παράγοντες της αγοράς και τις δραστηριότητές τους. Η πρόσβαση σε αυτά τα δεδομένα είναι καίριας σημασίας για την άσκηση εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και για την παρακολούθηση του συστημικού κινδύνου και τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών, της προστασίας των επενδυτών και του θεμιτού ανταγωνισμού. Η χρηματοπιστωτική κρίση κατέδειξε συγκεκριμένες αδυναμίες ορισμένων απαιτήσεων υποβολής εποπτικών αναφορών, οι οποίες ενδέχεται να μην παρέχουν επαρκείς ή χρήσιμες πληροφορίες. Ως εκ τούτου, οι νομοθέτες χρειάστηκε να αναπτύξουν έναν μεγάλο αριθμό νέων και πιο λεπτομερών απαιτήσεων υποβολής εποπτικών αναφορών. Μολονότι με τις εν λόγω πρόσθετες απαιτήσεις υποβολής αναφορών αντιμετωπίστηκαν ορισμένες από τις αρχικές ελλείψεις, η μεταξύ τους αλληλεπίδραση εξακολουθεί να είναι ασαφής, ενώ παράλληλα προκαλούν αύξηση του κόστους συμμόρφωσης και των επιβαρύνσεων υποβολής αναφορών για τις εταιρείες.

Οι ερωτηθέντες στη διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων εξέφρασαν ορισμένες ανησυχίες σχετικά με τον φόρτο συμμόρφωσης που απορρέει από τις απαιτήσεις υποβολής αναφορών σε διάφορα νομοθετικά κείμενα της ΕΕ:

1.κρίνουν ότι οι απαιτήσεις υποβολής εποπτικών αναφορών είναι υπερβολικά πολυάριθμες και πολύπλοκες. Η πολυπλοκότητα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε επαναλήψεις και επικαλύψεις μεταξύ διαφορετικών πλαισίων υποβολής αναφορών, αλλά και σε ανεπαρκή τυποποίηση και έλλειψη σαφήνειας όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να υποβάλλονται (π.χ. έλλειψη εναρμονισμένων ορισμών χρηματοοικονομικών δεδομένων, έλλειψη αναφορών στα υφιστάμενα διεθνή πρότυπα).

2.Η πραγματοποίηση μεγάλων αλλαγών στη νομοθεσία της ΕΕ σχετικά με την υποβολή εποπτικών αναφορών συχνά οδηγεί σε σημαντικές εφάπαξ δαπάνες, ιδίως σε περιπτώσεις που απαιτείται προσαρμογή των συστημάτων ΤΠ ή των εσωτερικών διαδικασιών. Ως εκ τούτου, οι ενδιαφερόμενοι φορείς τόνισαν ότι είναι σημαντικό να μειωθεί η συχνότητα των αλλαγών στις απαιτήσεις υποβολής εποπτικών αναφορών και να δοθεί επαρκής χρόνος για την εφαρμογή των εν λόγω αλλαγών.

3.Οι ad hoc απαιτήσεις, π.χ. οι απαιτήσεις των εποπτικών αρχών που υπερβαίνουν τις συνήθεις απαιτήσεις υποβολής αναφορών, θεωρήθηκαν ιδιαιτέρως διασπαστικές και δαπανηρές.

Οι εποπτικές αρχές πιστεύουν ότι η ποιότητα της υποβολής εποπτικών αναφορών θα μπορούσε να βελτιωθεί περαιτέρω προκειμένου να λαμβάνονται περισσότερο ενημερωμένες και έγκαιρες αποφάσεις σχετικά με το προφίλ κινδύνου των εταιρειών ή των τομέων. Αυτό οφείλεται εν μέρει σε κενά που εξακολουθούν να υφίστανται μεταξύ των υφιστάμενων πλαισίων υποβολής εποπτικών αναφορών. Ένας ακόμα παράγοντας που συμβάλλει είναι η κακή ποιότητα των δεδομένων που υποβάλλονται. Αυτό με τη σειρά του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις δυσκολίες συγκέντρωσης δεδομένων λόγω ανεπαρκούς τυποποίησης.

Σε συνέχεια της διαδικασίας συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, η Επιτροπή απεφάνθη ότι απαιτείται διττή προσέγγιση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που επηρεάζουν την υποβολή εποπτικών αναφορών. Πρώτον, θα πρέπει να ληφθούν άμεσα και στοχευμένα μέτρα για την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση των πλέον προβληματικών τομέων. Δεύτερον, απαιτείται μια πιο ολοκληρωμένη, μακροπρόθεσμη προσέγγιση προκειμένου να αντιμετωπιστούν το κόστος και τα οφέλη της υποβολής εποπτικών αναφορών. Η Επιτροπή έχει λάβει και εξακολουθεί να λαμβάνει μέτρα προς αμφότερες τις κατευθύνσεις, όπως συζητήθηκε κατωτέρω.

3.2 Μέτρα που λήφθηκαν από τον Νοέμβριο του 2016

Από την έκδοση της ανακοίνωσης, τον Νοέμβριο του 2016, η Επιτροπή έχει θεσπίσει διάφορα στοχευμένα επακόλουθα μέτρα για άμεση ανταπόκριση στα προβλήματα που επισημαίνονται ανωτέρω. Τα μέτρα αυτά επικεντρώνονται στις πλέον εμφανείς ανεπάρκειες του πλαισίου υποβολής εποπτικών αναφορών, οι οποίες θα μπορούσαν να μετριαστούν χωρίς οι εταιρείες να επιβαρυνθούν με μεγάλο διοικητικό κόστος ή κόστος συμμόρφωσης.

·Τον Μάιο του 2017 προτάθηκε, στο πλαίσιο της πρότασης EMIR REFIT, να μειωθεί ο φόρτος υποβολής αναφορών των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών, με απαλλαγή τους από την υποχρέωση υποβολής αναφορών σχετικά με εντός ομίλου συναλλαγές και απαιτώντας είτε από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο είτε από τον χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο να υποβάλλει αναφορές εξ ονόματος αμφότερων των αντισυμβαλλομένων σε περίπτωση συναλλαγών με μη χρηματοοικονομικές εταιρείες 19 .

·Στο πλαίσιο της δέσμης μέτρων για τον τραπεζικό τομέα, η Επιτροπή πρότεινε να μειωθεί η συχνότητα με την οποία οι μικρότερες και λιγότερο σύνθετες τράπεζες θα υποχρεούνται να υποβάλλουν αναφορές.

·Η Επιτροπή θα εξετάσει τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών κατά την αναθεώρηση της οδηγίας AIFMD, η οποία ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2017. Η Επιτροπή θα συνεργαστεί στενά, κατά περίπτωση, με την ΕΑΚΑΑ και τα εθνικά εποπτικά όργανα. Επιπλέον, ο εξωτερικός αντισυμβαλλόμενος που έχει επιφορτιστεί με την υποβολή αναφορών σχετικά με τη λειτουργία της AIFMD θα αναλύσει επίσης ειδικότερα την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα των απαιτήσεων υποβολής αναφορών.

·Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η ΕΑΤ θα ολοκληρώσει διαβούλευση σχετικά με δέσμη συγκεκριμένων προτάσεων για περαιτέρω μείωση του φόρτου υποβολής αναφορών στον τραπεζικό τομέα. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται ευθυγράμμιση των απαιτήσεων υποβολής εποπτικών, στατιστικών και μακροπροληπτικών αναφορών, καθώς και την ενίσχυση της συνοχής μεταξύ των ορισμών που χρησιμοποιούνται στις διάφορες νομοθετικές πράξεις.

·Η Επιτροπή θα λάβει σύντομα τις τεχνικές συμβουλές της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τη σκοπιμότητα της καθιέρωσης μιας ενιαίας πλατφόρμας υποβολής αναφορών για τις ανοικτές πωλήσεις. Μια ενιαία πλατφόρμα υποβολής αναφορών θα συμβάλει στην ενίσχυση των πληροφοριών που παρέχονται στις ρυθμιστικές αρχές, μειώνοντας παράλληλα τον φόρτο για την αναφορά των καθαρών αρνητικών θέσεων.

·Αναθεωρήθηκαν ορισμένα τεχνικά πρότυπα σχετικά με την υποβολή αναφορών (π.χ. εκείνα που αφορούν τον κανονισμό EMIR), προκειμένου να καταστεί σαφέστερο το αντικείμενο των αναφορών και ο τρόπος υποβολής τους. Αυτό συνεπάγεται την καταβολή προσπαθειών προκειμένου να διασφαλιστεί μεγαλύτερη ευθυγράμμιση μεταξύ διαφορετικών πλαισίων υποβολής αναφορών [π.χ. μεταξύ του κανονισμού EMIR και της οδηγίας MiFID/του κανονισμού για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFIR)]. Συμπεριλήφθηκαν, κατά περίπτωση, αναφορές σε διεθνή πρότυπα 20 .

·Οι ερωτηθέντες στη διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων ανέφεραν ότι σε μια σειρά περιπτώσεων τα κράτη μέλη θέσπισαν πρόσθετες απαιτήσεις υποβολής εποπτικών αναφορών πέραν εκείνων που προβλέπονται από την ενωσιακή νομοθεσία (ο λεγόμενος «κανονιστικός υπερθεματισμός»). Μετά την έγκριση της έκθεσης σχετικά με τα εθνικά εμπόδια στις ροές κεφαλαίων από την Επιτροπή τον Μάρτιο του 2017 (βλ. επίσης ενότητα 2.3), η ομάδα εμπειρογνωμόνων για τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, η οποία απαρτίζεται από όλα τα κράτη μέλη, ζήτησε περαιτέρω εργασίες για την αντιμετώπιση των εμποδίων που εντοπίστηκαν, συμπεριλαμβανομένης της διπλής υποβολής αναφορών.

3.3 Η ολοκληρωμένη προσέγγιση της Επιτροπής στην υποβολή εποπτικών αναφορών

Μολονότι τα βραχυπρόθεσμα επακόλουθα μέτρα που περιγράφονται ανωτέρω μπορούν να βελτιώσουν την αποδοτικότητα της διαδικασίας υποβολής εποπτικών αναφορών, προορίζονται για μεμονωμένα νομοθετικά κείμενα και δεν αντιμετωπίζουν απαραιτήτως την αλληλεπίδραση μεταξύ διαφορετικών πλαισίων υποβολής εποπτικών αναφορών. Δεδομένων των πολυάριθμων διασυνδέσεων μεταξύ των απαιτήσεων υποβολής αναφορών στα διάφορα νομοθετικά κείμενα, δικαιολογείται μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση στην υποβολή εποπτικών αναφορών. Όπως ορίζεται στην ενότητα 3.1, οι ενδιαφερόμενοι φορείς έχουν τονίσει ότι είναι σημαντικό να αποφεύγονται οι συχνές αλλαγές των μεμονωμένων απαιτήσεων υποβολής αναφορών, δεδομένων των υψηλών εφάπαξ δαπανών που συνδέονται με την αλλαγή των συστημάτων ΤΠ. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή προτίθεται να υιοθετήσει μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση όσον αφορά τα πλαίσια υποβολής εποπτικών αναφορών της ΕΕ. Το συνολικό όραμα έγκειται στη διασφάλιση ότι οι απαιτήσεις υποβολής εποπτικών αναφορών που προβλέπονται βάσει του ενωσιακού δικαίου παρέχουν στις εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές υψηλής ποιότητας και έγκαιρη πληροφόρηση που θα τις βοηθήσει να διασφαλίσουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, διατηρώντας παράλληλα το διοικητικό κόστος, το κόστος συμμόρφωσης και την επιβάρυνση για τις εταιρείες στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο.

Σύμφωνα με το όραμα αυτό, το έργο έχει δύο βασικούς στόχους:

1.Τον εντοπισμό συγκεκριμένων τομέων στους οποίους απαιτείται ανάληψη δράσης, π.χ. στην ενωσιακή νομοθεσία, όπου οι απαιτήσεις υποβολής εποπτικών αναφορών φαίνεται ότι επικαλύπτονται ή δημιουργούν επαναλήψεις και όπου δεν υπάρχει επαρκής σαφήνεια ως προς το τι πρέπει να αναφέρεται, η τυποποίηση είναι ανεπαρκής και υπάρχουν κενά ή ανακολουθίες.

2.Την κατάρτιση συγκεκριμένων μέτρων που μπορούν να συμβάλουν στη μείωση του κόστους συμμόρφωσης για τις εταιρείες, βελτιώνοντας παράλληλα την ποιότητα των πληροφοριών που παρέχονται στις εποπτικές αρχές. Αυτό συνεπάγεται εξορθολογισμό και απλούστευση των απαιτήσεων υποβολής εποπτικών αναφορών, καθώς και εξέταση του ενδεχομένου να υιοθετηθεί μιας εντελώς νέα και καινοτόμος προσέγγιση στην υποβολή εποπτικών αναφορών. Βασική συνιστώσα της εν λόγω διαδικασίας είναι η αρχή της «μίας αναφοράς». Η αρχή αυτή βασίζεται στην ιδέα ότι οι οντότητες υποβάλλουν τις πληροφορίες τους μόνο μία φορά, και στη συνέχεια κάθε αρμόδια αρχή έχει πρόσβαση στα εν λόγω στοιχεία όποτε καταστεί αναγκαίο.

Η συγκεκριμένη προσέγγιση έχει δύο βασικά σκέλη: i) τον έλεγχο καταλληλότητας των απαιτήσεων υποβολής εποπτικών αναφορών· και ii) το έργο «τυποποίησης χρηματοπιστωτικών δεδομένων». Τα σκέλη αυτά εφαρμόζονται ταυτόχρονα ούτως ώστε να αλληλοενισχύονται.

3.3.1Σκέλος 1 — Έλεγχος καταλληλότητας

Ο έλεγχος καταλληλότητας, που δρομολογήθηκε το καλοκαίρι του 2017, θα παράσχει μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση υψηλού επιπέδου σχετικά με την αποτελεσματικότητα, την αποδοτικότητα, τη συνοχή, τη συνάφεια και την ενωσιακή προστιθέμενη αξία των πλαισίων υποβολής εποπτικών αναφορών, με ιδιαίτερη έμφαση σε συγκεκριμένα προϊόντα ή τομείς αναφοράς (π.χ. παράγωγα). Θα περιλαμβάνει ολοκληρωμένη επισκόπηση των βασικών πηγών κόστους και επιβαρύνσεων για την υποβολή εποπτικών αναφορών. Ο έλεγχος καταλληλότητας θα εντοπίσει πιθανούς τομείς στους οποίους θα μπορούσε να μειωθεί το κόστος και η επιβάρυνση συμμόρφωσης που απορρέουν από τις υποχρεώσεις υποβολής εποπτικών αναφορών (για παράδειγμα, μέσω εξορθολογισμού ή απλούστευσής τους) χωρίς να υπονομεύονται οι στόχοι των εν λόγω υποχρεώσεων ως προς τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς και την προστασία του καταναλωτή. Οι εργασίες προβλέπεται να ολοκληρωθούν μέχρι το τέλος του 2018, οπότε τα αποτελέσματα θα δημοσιευθούν σε έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής.

Στο πλαίσιο σημαντικής συμβολής στον έλεγχο καταλληλότητας, η Επιτροπή δρομολογεί σήμερα δημόσια διαβούλευση για τη συγκέντρωση στοιχείων σχετικά με το κόστος συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις υποβολής εποπτικών αναφορών, καθώς και σχετικά με τη συνοχή και την αποδοτικότητα των εν λόγω απαιτήσεων. Η διαβούλευση θα βασιστεί στα πορίσματα της διαδικασίας συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων και σε άλλες πιο εστιασμένες αναθεωρήσεις. Στόχος είναι η συλλογή πιο συγκεκριμένων πληροφοριών, μεταξύ άλλων σχετικά με τυχόν επενδύσεις που απαιτούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων υποβολής αναφορών, με παραδείγματα επαναλαμβανόμενων αναφορών και με παραδείγματα υποβολής πλεοναζόντων ή περιττών δεδομένων. Θα ζητήσει επίσης στοιχεία σχετικά με τρόπους με τους οποίους μπορούν περισσότερο προηγμένα και αποδοτικά εργαλεία ΤΠΕ, σε συνδυασμό με πρότυπα για τα δεδομένα, να συμβάλουν στη μείωση του κόστους συμμόρφωσης, καθώς και στοιχεία για την ύπαρξη εμποδίων στην εφαρμογή και τη χρήση της συγκεκριμένης τεχνολογίας και των προτύπων. Η διαβούλευση θα διαρκέσει 3 μήνες. Τα αποτελέσματα θα παρουσιαστούν και θα τεθούν υπό συζήτηση κατά τη διάρκεια ειδικού εργαστηρίου που έχει προγραμματιστεί για τις 26 Μαρτίου 2018.

Άλλες πτυχές των εν λόγω εργασιών περιλαμβάνουν την εκπόνηση μελέτης από εξωτερικό εμπειρογνώμονα προκειμένου να αξιολογηθεί περισσότερο διεξοδικά το κόστος συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις υποβολής εποπτικών αναφορών στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

 Τον Οκτώβριο του 2017, η Επιτροπή δημιούργησε ομάδα στρογγυλής τράπεζας με ενδιαφερόμενους φορείς, στην οποία συμμετέχουν οι σχετικοί παράγοντες στον τομέα της υποβολής αναφορών από την κοινότητα των εποπτικών και ρυθμιστικών αρχών της ΕΕ. Τα μέλη της ομάδας θα στηρίξουν την Επιτροπή κατά την αξιολόγηση του κόστους συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις υποβολής εποπτικών αναφορών. Οι εργασίες συμπληρώνουν τη δημόσια διαβούλευση και τη μελέτη και υπογραμμίζουν τη σημασία μιας συντονισμένης προσέγγισης.

3.3.2Σκέλος 2 — Τυποποίηση χρηματοπιστωτικών δεδομένων

Το έργο τυποποίησης χρηματοπιστωτικών δεδομένων (FDS) δρομολογήθηκε το 2016. Χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα «ISA2» της ΕΕ σχετικά με λύσεις διαλειτουργικότητας για τις ευρωπαϊκές δημόσιες διοικήσεις, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες 21 . Τα παραδοτέα του θα ενσωματωθούν απευθείας στον έλεγχο καταλληλότητας, δεδομένου ότι αποσκοπεί στα εξής:

(1)χαρτογράφηση όλων των υφιστάμενων απαιτήσεων υποβολής εποπτικών αναφορών έως και το επίπεδο στοιχείων δεδομένων προκειμένου να εντοπιστούν κενά, επικαλύψεις, πλεονασμοί και ανακολουθίες·

(2)διερεύνηση τρόπων με τους οποίους θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναρμονισμένοι ορισμοί των δεδομένων (μια «κοινή γλώσσα χρηματοπιστωτικών δεδομένων») για τη βελτιστοποίηση της υποβολής εποπτικών αναφορών χωρίς να υπονομεύονται οι στόχοι της συναφούς νομοθεσίας.

Ειδικότερα, στο πλαίσιο του έργου τυποποίησης χρηματοπιστωτικών δεδομένων θα εντοπιστούν συγκεκριμένοι τομείς που θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την περαιτέρω τυποποίηση και θα υποβληθούν συγκεκριμένες προτάσεις για τον εξορθολογισμό και την απλούστευση των απαιτήσεων υποβολής αναφορών. Μακροπρόθεσμος στόχος είναι να υποβάλουν όλες οι αναφέρουσες οντότητες τα στοιχεία τους μόνο μία φορά, παρέχοντας παράλληλα πρόσβαση σε όλες τις αρμόδιες αρχές (η «αρχή της μίας έκθεσης»). Η λεπτομερής εξέταση των επικαλύψεων και των ανακολουθιών στα πλαίσια υποβολής αναφορών σε επίπεδο στοιχείων δεδομένων θα ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2018. Θα χρησιμεύσει ως βάση για μεταγενέστερες ενέργειες για συνεκτική και μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση. Από τα πρώτα πορίσματα του έργου τυποποίησης χρηματοπιστωτικών δεδομένων έχει ήδη προκύψει ότι μία από τις προϋποθέσεις μεγαλύτερης τυποποίησης είναι η θέσπιση εναρμονισμένων ορισμών των δεδομένων (δηλαδή, μια κοινή γλώσσα χρηματοπιστωτικών δεδομένων). Αυτό φαίνεται επίσης αναγκαίο για την καλύτερη αξιοποίηση των ΤΠΕ στην υποβολή εποπτικών αναφορών. Το εν λόγω έργο θα επιδιώξει επίσης την επίτευξη συνεκτικότητας με παράλληλες εξελίξεις στην υποβολή χρηματοοικονομικών εκθέσεων, ιδίως με την καθιέρωση ενός ευρωπαϊκού ενιαίου ηλεκτρονικού μορφότυπου με βάση το XBRL στο πλαίσιο της οδηγίας για τη διαφάνεια.

Το έργο τυποποίησης χρηματοπιστωτικών δεδομένων θα επικουρείται στις προσπάθειές του από τη στρογγυλή τράπεζα ενδιαφερόμενων φορέων και θα βρίσκεται σε στενή αλληλεπίδραση με τον έλεγχο καταλληλότητας.

3.4Μελλοντικές προοπτικές: η τεχνολογία στην υπηρεσία της υποβολής εποπτικών αναφορών

Η Επιτροπή θα υποβάλει, έως το καλοκαίρι του 2019, έκθεση με τα αποτελέσματα του ελέγχου καταλληλότητας και τα βασικά πορίσματα του έργου τυποποίησης χρηματοπιστωτικών δεδομένων, καθώς και ορισμένες ιδέες για πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης τυχόν επικαλύψεων και ανακολουθιών που εντοπίστηκαν και βελτιστοποίησης των απαιτήσεων υποβολής εποπτικών αναφορών. Σε αυτές θα συμπεριληφθούν τρόποι για την επίτευξη μεγαλύτερης τυποποίησης και την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που θα μπορούσαν να παρέχουν η αυτοματοποίηση και η καινοτόμος τεχνολογία ΤΠΕ για τον περαιτέρω εξορθολογισμό και την απλούστευση της διαδικασίας υποβολής αναφορών.

Η τυποποίηση είναι το πρώτο και αναγκαίο στάδιο για τον εξορθολογισμό των απαιτήσεων υποβολής εποπτικών αναφορών και τελικά για τη δημιουργία μιας «κοινής γλώσσας» όσον αφορά την υποβολή αναφορών. Η αυτοματοποίηση προχωρά ακόμα περισσότερο: έχοντας αναπτύξει ένα τυποποιημένο καθεστώς υποβολής αναφορών, οι πρωτοβουλίες για την προώθηση της αυτοματοποίησης με τη χρήση καινοτόμου τεχνολογίας θα μπορούσαν να ελαχιστοποιήσουν την ανάγκη ανθρώπινης παρέμβασης τόσο στην υποβολή αναφορών όσο και στην ανάλυση δεδομένων. Αυτό θα απλουστεύσει και θα επισπεύσει σε μεγάλο βαθμό την υποβολή αναφορών και την επεξεργασία των δεδομένων, και, ως εκ τούτου, θα μειώσει δραστικά τόσο το κόστος όσο και τον φόρτο της διαδικασίας υποβολής εποπτικών αναφορών.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας τυποποίησης, έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή μια σειρά πρωτοβουλιών στο πλαίσιο του έργου τυποποίησης χρηματοπιστωτικών δεδομένων:

·Η Επιτροπή θα μπορούσε να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στη διασφάλιση της εφαρμογής μιας κοινής γλώσσας χρηματοπιστωτικών δεδομένων. Με τη θέσπιση κοινής γλώσσας θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ασάφειας των ορισμών, το οποίο προβάλλει ως μία από τις βασικές αιτίες του φόρτου που συνδέεται με την υποβολή αναφορών.

·Η Επιτροπή θα διερευνήσει επίσης τα πλεονεκτήματα της δημιουργίας ενός «ευρωπαϊκού αποθετηρίου δεδομένων αναφοράς» προκειμένου να προωθήσει και να επισπεύσει την εναρμόνιση των αναγνωριστικών στοιχείων χρηματοπιστωτικών δεδομένων και των μοντέλων δεδομένων αναφοράς που χρησιμοποιούνται σε ολόκληρο τον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Κάτι τέτοιο θα καταστήσει ευκολότερη την υποβολή αναφορών δεδομένων εκ μέρους των επιχειρήσεων σε διαφορετικές εποπτικές αρχές, και θα βοηθήσει τις εν λόγω αρχές στη γρηγορότερη και αποδοτικότερη συγκέντρωση και ανάλυση των δεδομένων που έχουν υποβληθεί.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτοματοποίησης, η Επιτροπή θα διερευνήσει τα πλεονεκτήματα πιθανών πρωτοβουλιών οι οποίες θα επιτρέψουν στις εταιρείες να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών χωρίς ή με ελάχιστη ανθρώπινη παρέμβαση, μειώνοντας, ως εκ τούτου, περαιτέρω το κόστος συμμόρφωσης. Αυτό περιλαμβάνει την εξέταση καινοτόμων τεχνολογιών ΤΠΕ, οι οποίες θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο σε αυτό το επόμενο στάδιο, για παράδειγμα μέσω της αναβάθμισης και, όπου είναι αναγκαίο, της εναρμόνισης των υποδομών μεταφοράς δεδομένων, προκειμένου να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη ροή δεδομένων. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να οδηγήσει στην αυτόματη αναφορά συναλλαγών που διενεργούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές, γεγονός που θα μπορούσε να μειώσει ακόμα περισσότερο το κόστος συμμόρφωσης. Όσον αφορά τις εποπτικές αρχές, η εν λόγω αυτοματοποίηση θα οδηγήσει σε πιο αποτελεσματική παρακολούθηση του κινδύνου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Συνολικά, αυτή η διεξοδική και ολοκληρωμένη αξιολόγηση των απαιτήσεων υποβολής εποπτικών αναφορών θα αποτελέσει μια πολύ ισχυρή βάση για να δρομολογήσει η Επιτροπή συντονισμένη μελλοντική δράση η οποία θα μπορούσε να συμβάλει στη ριζική μεταρρύθμιση της υποβολής αναφορών και στη σημαντική βελτίωση της ποιότητας και της προσβασιμότητας των δεδομένων.



4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων κατέδειξε τη δέσμευση της Επιτροπής για βελτίωση της νομοθεσίας ως βασική μέθοδο εργασίας της. Επιβεβαιώθηκε ότι η ανάπτυξη και η προσαρμογή των πολιτικών βάσει τεκμηριωμένων στοιχείων, η εξέταση πιθανών αλληλεπιδράσεων με την ισχύουσα νομοθεσία και η συμμετοχή των ενδιαφερόμενων φορέων μπορεί να δημιουργήσει καλύτερες και αποτελεσματικότερες ρυθμίσεις. Αυτό, με τη σειρά του, ενθαρρύνει τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, διασφαλίζοντας παράλληλα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την προστασία καταναλωτών και επενδυτών.

Έναν χρόνο μετά την έκδοση της ανακοίνωσης, η Επιτροπή εκπλήρωσε πολλές από τις δεσμεύσεις της και εξακολουθεί να δεσμεύεται για τις εναπομένουσες δράσεις, σε συνδυασμό με πρόσθετα μέτρα που προέκυψαν κατά το προηγούμενο έτος. Στο πλαίσιο των εν λόγω εργασιών, θα εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται αυστηρά και στο σύνολό τους οι αρχές για τη βελτίωση της νομοθεσίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις δυνητικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής νομοθεσίας της ΕΕ, σύμφωνα με τις τρέχουσες εργασίες για την πληρέστερη ενσωμάτωση των ζητημάτων βιωσιμότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ΕΕ. Κατά την εκπόνηση νομοθετικών προτάσεων, η Επιτροπή δεσμεύεται να προβεί σε συστηματικές εκτιμήσεις και αξιολογήσεις των εναλλακτικών επιλογών και του δυνητικού αντίκτυπού τους, προκειμένου να ελαχιστοποιείται το κόστος συμμόρφωσης και να διασφαλίζεται η αναλογικότητα. Επιπλέον, η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να συνεργάζεται με το ευρύ κοινό και με άλλους σχετικούς ενδιαφερόμενους φορείς μέσω των διαφόρων μηχανισμών διαβούλευσης, δίνοντάς τους την ευκαιρία να παρέχουν περαιτέρω τεκμηριωμένα στοιχεία και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη πολιτικής.

Επίσης, όπως επεσήμανε ο πρόεδρος Juncker στην ομιλία του για την κατάσταση της Ένωσης τον Σεπτέμβριο του 2017, η Επιτροπή αναλαμβάνει ισχυρή δέσμευση για αλληλεπίδραση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, καθώς και με τα εθνικά κοινοβούλια της ΕΕ βάσει της συμφωνίας-πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, και της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Στις 14 Νοεμβρίου 2017, ο πρόεδρος θέσπισε επισήμως την επιχειρησιακή ομάδα «Επικουρικότητα, αναλογικότητα και ‘Κάνουμε λιγότερα με πιο αποδοτικό τρόπο’» 22 . Η ειδική ομάδα θα υποβάλει έκθεση στον πρόεδρο στις 15 Ιουλίου 2018 στην οποία θα διατυπώσει συστάσεις για την καλύτερη εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, προσδιορίζοντας τομείς πολιτικής όπου, με την πάροδο του χρόνου, η διαδικασία λήψης αποφάσεων και/ή η εφαρμογή θα μπορούσαν να ανατεθούν εκ νέου περιστασιακά ή και οριστικά στα κράτη μέλη, καθώς και τρόπους για την καλύτερη συμμετοχή των περιφερειακών και τοπικών αρχών στη διαμόρφωση και υλοποίηση της πολιτικής της ΕΕ.

Τέλος, η Επιτροπή δεσμεύεται επίσης να εισάγει τις αρχές βελτίωσης της νομοθεσίας στη θέσπιση παγκόσμιων προτύπων. Έχει συμβάλει ενεργά και έχει διαμορφώσει την πρωτοβουλία του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για αξιολόγηση των επιπτώσεων των μεταρρυθμίσεων της ομάδας G20 μετά την κρίση. Οι ηγέτες της G20 ενέκριναν πρόσφατα ένα πλαίσιο αξιολόγησης εμπνευσμένο από την ευρωπαϊκή εμπειρία. Η Επιτροπή θα αναλάβει ενεργό ρόλο στην πρώτη αξιολόγηση του εν λόγω πλαισίου, ιδίως προκειμένου να αξιολογήσει τον αντίκτυπο της χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης στη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και στη χρηματοδότηση των υποδομών. Η διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων της Επιτροπής σχετικά με το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες αποτελεί πειστικό παράδειγμα της δέσμευσής της να χρησιμοποιεί βιώσιμα και αξιόπιστα πραγματικά στοιχεία ως βάση για τη χάραξη της πολιτικής της.

(1)

Kανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(2)

Οδηγία 2013/36/ΕΕ.

(3)

Kανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(4)

Πρόταση κανονισμού COM(2017)536/948972.

(5)

COM(2017) 292 final.

(6)

MEMO/16/3840.

(7)

Το πρόγραμμα βελτίωσης της καταλληλότητας και της αποδοτικότητας του κανονιστικού πλαισίου (REFIT) της Επιτροπής εξασφαλίζει ότι η νομοθεσία της ΕΕ αποδίδει αποτελέσματα για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, με αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο και με ελάχιστο κόστος. Στόχος του προγράμματος REFIT είναι η διατήρηση της απλότητας του ενωσιακού δικαίου, η εξάλειψη περιττών επιβαρύνσεων και η προσαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας χωρίς να υπονομεύονται οι στόχοι πολιτικής.

(8)

Συνοπτικός πίνακας αποτελεσμάτων του προγράμματος βελτίωσης της καταλληλότητας και της αποδοτικότητας του κανονιστικού πλαισίου (REFIT) (2017).

(9)

SWD(2017) 219 final.

(10)

Όπως ανακοινώθηκε στην ενδιάμεση επανεξέταση του σχεδίου δράσης για την Ένωση Κεφαλαιαγορών, COM(2017) 292 final.

(11)

http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:52017DC0147&from=DE

(12)

https://ec.europa.eu/commission/publications/reflection-paper-deepening-economic-and-monetary-union_el.

(13)

2010/78/ΕΕ Omnibus I· 2011/89/ΕΕ FICOD· 2011/61/ΕΕ AIFMD· 2013/36/ΕΕ ΟΚΑ IV· 2014/59/ΕΕ BRRD· 2014/49/ΕΕ DGS· 2013/14/ΕΕ CRA·

(14)

2009/138/ΕΚ Φερεγγυότητα ΙΙ· 2014/51/ΕΕ Omnibus II· 2013/34/ΕΕ Λογιστική· 2013/50/ΕΕ Διαφάνεια· 2014/91/ΕΕ ΟΣΕΚΑ· 2014/17/ΕΕ οδηγία για την ενυπόθηκη πίστη· 2014/56/ΕΕ Υποχρεωτικοί έλεγχοι· εκτελεστική οδηγία 2015/2392 MAR· 2014/92/ΕΕ οδηγία για τους λογαριασμούς πληρωμών· 2014/95/ΕΕ σχετικά με τη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών.

(15)

2014/65/ΕΕ MiFID ΙI· 2017/593 εκτελεστική οδηγία της MiFID ΙI· 03/07/2017.

(16)

Επιτροπή Συστημάτων Πληρωμών και Διακανονισμού της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) - Διεθνής Οργάνωση Επιτροπών Εποπτείας Χρηματιστηρίων.

(17)

SWD(2017) 272 final.

(18)

https://ec.europa.eu/info/finance-consultations-2017-fintech_en

(19)

https://ec.europa.eu/info/law/better-regulation/initiatives/com-2017-208_en.

(20)

Π.χ. ISO 2022, ISIN, UTI κ.λπ.

(21)

Το πρόγραμμα προωθεί επίσης το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Διαλειτουργικότητας (ΕΠΔ) με στόχο: τη βελτίωση της διακυβέρνησης δραστηριοτήτων διαλειτουργικότητας· την καθιέρωση σχέσεων μεταξύ οργανισμών· τον εξορθολογισμό των διαδικασιών για τη στήριξη διατερματικών ψηφιακών ανταλλαγών· και τη διασφάλιση ότι τόσο η ισχύουσα όσο και η νέα νομοθεσία στηρίζουν τις προσπάθειες διαλειτουργικότητας.

(22)

C(2017)7810.