Βρυξέλλες, 30.11.2016

COM(2016) 762 final

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

για την εφαρμογή της οδηγίας 2009/81/EΚ για τις δημόσιες συμβάσεις στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας, ώστε να συμμορφώνεται με το άρθρο 73 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας

{SWD(2016) 407 final}


1.Εισαγωγή

Η οδηγία 2009/81/EK (στο εξής: οδηγία) θεσπίζει τους κανόνες που διέπουν την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας με βάση τις διαδικασίες της προκήρυξης διαγωνισμών που βασίζονται στις αρχές της διαφάνειας και της ισότιμης μεταχείρισης.

Η παρούσα έκθεση, η οποία είναι υποχρεωτική δυνάμει του άρθρου 73 παράγραφος 2 της οδηγίας, παρουσιάζει τα κύρια πορίσματα που προκύπτουν από την επανεξέταση της εφαρμογής της, και, με γνώμονα τα πορίσματα αυτά, παρουσιάζει προτάσεις για τη μελλοντική πορεία. Το συνοδευτικό έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής περιέχει λεπτομερή αξιολόγηση της οδηγίας.

Στην επανεξέταση, η Επιτροπή αξιολογεί τη λειτουργία της οδηγίας και τον αντίκτυπό της στην αγορά αμυντικού εξοπλισμού και στη βιομηχανική βάση, κατά το μέτρο που το επιτρέπει το βραχύ χρονικό διάστημα που παρήλθε από την προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο, και το ακόμα βραχύτερο χρονικό διάστημα από την εφαρμογή της στην πράξη από τα κράτη μέλη  1 . Οι κύριες πηγές στις οποίες βασίζεται η έκθεση είναι οι ακόλουθες: η βάση δεδομένων Tenders Electronic Daily (EE-TED), μία δημόσια διαβούλευση μέσω διαδικτύου καθώς και συναντήσεις διαβούλευσης με κράτη μέλη και ενδιαφερόμενους φορείς, ενώ επίσης χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα της Eurostat και της βάσης δεδομένων IΗS Jane  2 .

2.Ιστορικό του φακέλου

Το κύριο συγκεκριμένο πρόβλημα που οδήγησε στην υποβολή πρότασης εκ μέρους της Επιτροπής και στη συνέχεια στην έκδοση της οδηγίας το 2009 ήταν ότι κράτη μέλη προσέφευγαν ιδίως στο άρθρο 296 παράγραφος 1 στοιχείο β) ΣΕΚ (νυν άρθρο 346 παράγραφος 1 στοιχείο β) ΣΛΕΕ) για τη σχεδόν αυτόματη εξαίρεση από τους κανόνες της ΕΕ περί δημοσίων συμβάσεων τις συμβάσεις προμηθειών για στρατιωτικό εξοπλισμό. Ως κύριος λόγος του προβλήματος κρίθηκε εκείνη τη στιγμή το ζήτημα ότι οι κανόνες δημοσίων συμβάσεων της ΕΕ δεν κάλυπταν σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιαίτερες ανάγκες που παρουσίαζαν οι προμήθειες στον τομέα της άμυνας και σε ευαίσθητους τομείς της ασφάλειας.

Κατά το χρονικό διάστημα 2011-2015, η συνολική αξία των δαπανών για τις προμήθειες στους τομείς της άμυνας από τα 28 κράτη μέλη και τις χώρες ΕΟΧ κυμαίνονταν από 81 έως 82 δισεκατομμύρια EUR ανά έτος  3 . Κύριος στόχος της οδηγίας ήταν η διασφάλιση ότι οι προμήθειες στον τομέα της άμυνας και σε ευαίσθητους τομείς της ασφάλειας ακολουθούν διαδικασίες που τηρούν τους ενωσιακούς κανόνες με βάση τον ανταγωνισμό, τη διαφάνεια και την ίση μεταχείριση. Τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του στόχου είναι η θέσπιση ειδικά προσαρμοσμένων κανόνων για τις εν λόγω προμήθειες, προκειμένου να περιορισθεί η χρήση των εξαιρέσεων, ιδίως δε εκείνων που βασίζονται στο άρθρο 346 ΣΛΕΕ, αποκλειστικά σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Με τον τρόπο αυτό, η οδηγία σκοπεί στην υποστήριξη της δημιουργίας μιας ανοικτής και ανταγωνιστικής Ευρωπαϊκής αγοράς αμυντικού εξοπλισμού (EDEM), και, επίσης, στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της αμυντικής βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης στην Ευρώπη (EDTIB).

3.Εφαρμογή

3.1.Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

Σε γενικές γραμμές, η μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών καθυστέρησε σε σημαντικό βαθμό. Η προθεσμία είχε ταχθεί για τις 21 Αυγούστου 2011. Μόνο 3 κράτη μέλη κοινοποίησαν μέτρα πλήρους μεταφοράς έως την ως άνω ημερομηνία. Μέχρι τον Μάρτιο του 2012 το είχαν πράξει 19 κράτη μέλη. Μέχρι τον Μάιο του 2013, όλα τα κράτη μέλη είχαν κοινοποιήσει μέτρα πλήρους μεταφοράς.

Η Επιτροπή δεν εντόπισε θεμελιώδη προβλήματα όσον αφορά τον συμβατό χαρακτήρα των εθνικών μέτρων μεταφοράς προς την οδηγία, ήτοι δεν διαπιστώθηκαν προβλήματα που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη εν γένει λειτουργία της οδηγίας. Εντούτοις πρέπει να διευκρινισθούν ορισμένα ζητήματα για έναν περιορισμένο αριθμό διατάξεων της οδηγίας  4 .

Πριν από την έκδοση της οδηγίας, 18 κράτη μέλη διέθεταν συστηματικούς κανόνες αντιστάθμισης (ήτοι για όλες τις συμβάσεις ή για εκείνες που ξεπερνούσαν ορισμένο χρηματικό ποσό) και απαιτούσαν την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης όταν αλλοδαποί προμηθευτές αγόραζαν εξοπλισμό άμυνας από το σχετικό κράτος μέλος. Οι εν λόγω ρυθμίσεις ήταν ουσιαστικά ασυμβίβαστες με τις Συνθήκες της ΕΕ καθώς και με τους κανόνες περί ορθής μεταφοράς και εφαρμογής της οδηγίας. Τα κράτη μέλη πλέον είτε έχουν καταργήσει είτε έχουν αναθεωρήσει τους σχετικούς κανόνες αντιστάθμισης. Οι κανόνες που τελούν ακόμα σε ισχύ ορίζουν ότι, κατόπιν ανάλυσης κατά περίπτωση, μπορεί να απαιτηθούν αντισταθμιστικά/βιομηχανικά οφέλη εάν πληρούνται οι όροι του άρθρου 346 ΣΛΕΕ. Εντούτοις, υφίσταται ακόμα το ζήτημα κατά πόσον μπορεί να διασφαλισθεί ότι, σε συγκεκριμένες πρακτικές σύναψης δημόσιων συμβάσεων, η χρήση των απαιτήσεων αντισταθμιστικών/βιομηχανικών οφελών συνάδει με τους αυστηρούς όρους για την εφαρμογή του άρθρου 346 ΣΛΕΕ.

3.2.Χρήση της οδηγίας

Κατόπιν της θέσης της σε ισχύ, η υιοθέτηση της οδηγίας ήταν σχεδόν άμεση και εμφάνισε μια σαφή ανοδική τάση. Από τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο από τα κράτη μέλη, η αξία των συμβάσεων στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας που συνήφθησαν στο πλαίσιο της οδηγίας υπερδεκαπλασιάστηκε. H συνολική αξία των συμβάσεων που συνήφθησαν στον τομέα ασφάλειας και άμυνας στο πλαίσιο της οδηγίας ανήλθε στο ποσό των 30,85 δισεκατομμυρίων EUR  5 το χρονικό διάστημα 2011-2015. Δημόσιες συμβάσεις στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας συνήφθησαν επίσης δυνάμει των οδηγιών σχετικά με συμβάσεις μη στρατιωτικών προμηθειών, με αξία που ανέρχεται περίπου στα 8 δισεκατομμύρια EUR, ενώ άγγιξε το συνολικό ποσό των περίπου 39 δισεκατομμυρίων EUR κατά το 2011-2015, για συμβάσεις που συνήφθησαν σύμφωνα με τους κανόνες για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εντούτοις, η χρήση της οδηγίας σε κάθε κράτος μέλος παραμένει ανομοιογενής. Οι συμβάσεις που ανατέθηκαν από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ανέρχονταν στο ήμισυ της αξίας των συμβάσεων που ανατέθηκαν συνολικά δυνάμει της οδηγίας κατά την πενταετή περίοδο η οποία αποτέλεσε αντικείμενο της εξέτασης (περίπου 17 δισεκατομμύρια EUR). Η Γαλλία, η Πολωνία, η Γερμανία κι η Ιταλία, που περιλαμβάνονται στα κράτη μέλη με τις μεγαλύτερες δαπάνες συμβάσεων στον τομέα της άμυνας, ακολουθούν στη σειρά κατάταξης. Μεταξύ του 2011 και του 2015, δεν δημοσιεύτηκε καμία γνωστοποίηση ανάθεσης σύμβασης από αναθέτουσες αρχές των εξής έξι κρατών μελών: Κύπρος, Ελλάδα, Ιρλανδία, Μάλτα, Λουξεμβούργο και Ισπανία 6 . Σημειώνονται επίσης σημαντικές διαφορές μεταξύ κρατών μελών εάν αντιπαρατεθεί η αξία των ανατεθεισών συμβάσεων δυνάμει της οδηγίας σε σχέση με τους διαθέσιμους προϋπολογισμούς (δαπάνες ως προς ανατεθείσες συμβάσεις στον τομέα της άμυνας). Ο δείκτης εμφανίζει διαφορές που κυμαίνονται, ενδεικτικά από 38,4 % (Λιθουανία), 36,4 % (Σλοβακία), 17,7 % (Ηνωμένο Βασίλειο), 10,3 % (Γαλλία) έως 1,3 % στις Κάτω Χωρών και 1 % στη Σουηδία και την Αυστρία.

Όσον αφορά τη χρήση των διαδικασιών, πρέπει να επισημανθεί ότι οι συμβάσεις με προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως και με προκήρυξη διαγωνισμού συνιστούσαν το 60 % του αριθμού των γνωστοποιήσεων ανάθεσης σύμβασης και το 70 % ως προς την αξία. Οι διαδικασίες με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση ανέρχονταν στο 38 % και 23 % των ως άνω τιμών αντίστοιχα.

Οι εκτιμήσεις όσον αφορά την διάκριση μεταξύ των συμβάσεων στον τομέα της ασφάλειας και των συμβάσεων στον τομέα της άμυνας αποδεικνύουν ότι η συντριπτική πλειονότητα αφορούσε αγορές αμυντικού εξοπλισμού. Οι συμβάσεις στους ευαίσθητους τομείς της ασφάλειας απάρτιζαν μόλις το 7 % του αριθμού των γνωστοποιήσεων και το 3 % της αξίας.

4.Αποτέλεσμα της αξιολόγησης

Η οδηγία αξιολογήθηκε με βάση πέντε κριτήρια: αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα, συνοχή, συνάφεια και προστιθέμενη αξία για την ΕΕ.

4.1.Αποτελεσματικότητα

Το βασικό στοιχείο της αξιολόγησης είναι η εκτίμηση του εάν, και κατά πόσον, η οδηγία έχει επιτύχει τους στόχους της.

4.1.1.Ανταγωνισμός, διαφάνεια και απαγόρευση διακρίσεων στην Ευρωπαϊκή αγορά αμυντικού εξοπλισμού (EDEM)

O πρωταρχικός σκοπός της οδηγίας είναι η συμβολή στη δημιουργία μιας ανοικτής και ανταγωνιστικής EDEM, μέσω της διασφάλισης ότι οι δημόσιες συμβάσεις στον τομέα της άμυνας και σε ευαίσθητους τομείς της ασφάλειας ανατίθενται μέσω ανταγωνιστικών και δίκαιων διαδικασιών ανάθεσης.

Για την περίοδο (αναφοράς) 2008-2010, η μέση ετήσια αξία των δημόσιων συμβάσεων στον τομέα της ασφάλειας και άμυνας που δημοσιεύθηκαν σε επίπεδο ΕΕ ανερχόταν στα 2,9 δισεκατομμύρια ΕUR και αντιπροσώπευε περίπου το 3,3 % των συνολικών δαπανών όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις στον τομέα της άμυνας  7 . Αφότου κατέστη εφαρμοστέα η οδηγία, η μέση ετήσια αξία των δημοσίων συμβάσεων στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας που δημοσιεύθηκαν σε επίπεδο ΕΕ ήταν περίπου 6,2 δισεκατομμύρια ή 7,8 δισεκατομμύρια EUR εάν συνυπολογισθούν οι αγορές στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας με βάση το καθεστώς σύναψης συμβάσεων μη στρατιωτικών προμηθειών. Αυτό ισοδυναμεί αντίστοιχα σε ποσοστό περίπου 7,6 % έως 9,5 % της συνολικής αξίας των δαπανών σχετικά με συμβάσεις στον τομέα της άμυνας για την περίοδο αναφοράς.

Τα ως άνω αποδεικνύουν ότι η οδηγία οδήγησε σε μια υπερδιπλάσια αύξηση της αξίας των συμβάσεων στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας που δημοσιεύθηκαν σε επίπεδο ΕΕ και ανατέθηκαν, βάσει διαγωνισμού, δυνάμει κανόνων που βασιζόντουσαν στη διαφάνεια και την ισότιμη μεταχείριση. Εντούτοις, όπως επισημαίνεται ανωτέρω, ο βαθμός της εφαρμογής της οδηγίας, και, ως εκ τούτου, η αύξηση του επιπέδου ανταγωνισμού, διαφάνειας και απαγόρευσης των διακρίσεων παραμένουν ανομοιογενείς μεταξύ των κρατών μελών.

Παρά τη θετική τάση που σημειώνεται με τον αυξημένο όγκο των δημοσίων συμβάσεων που πραγματοποιούνται δυνάμει των ενωσιακών κανόνων, από την αξιολόγηση αποδεικνύεται ότι πολύ σημαντικό μερίδιο των δαπανών σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις στον τομέα της άμυνας σημειώνεται εκτός του πλαισίου της οδηγίας. Συγκεκριμένα, η οδηγία χρησιμοποιήθηκε σε πολύ περιορισμένο βαθμό για την προμήθεια πολύπλοκων αμυντικών συστημάτων υψηλής αξίας και στρατηγικής σημασίας  8 . Εντούτοις, υπήρχαν ορισμένα πρόσφατα παραδείγματα υποβολής προσφορών ως προς πολύπλοκα αμυντικά συστήματα στο πλαίσιο της οδηγίας  9 .

Όσον αφορά την εξάπλωση των διασυνοριακών δημοσίων συμβάσεων, από την εκτίμηση διαπιστώθηκε ότι περίπου 10 % της αξίας των συμβάσεων που ανατέθηκαν δυνάμει της οδηγίας ανατέθηκε απευθείας σε αλλοδαπές εταιρείες  10 . Κατά τη σύγκριση των ευρημάτων με την περίοδο αναφοράς (παρά την ύπαρξη ορισμένων μεθοδολογικών παρεκκλίσεων), εμφαίνεται ότι από τη στιγμή που η οδηγία τέθηκε σε εφαρμογή, οι άμεσες διασυνοριακές συμβάσεις στην ΕΕ παρέμειναν σε παρόμοια επίπεδα σύναψης εν σχέσει προς το σύνολο των δαπανών σε συμβάσεις στον τομέα της άμυνας.

Οι άμεσες διασυνοριακές συμβάσεις συνάπτονται όταν εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται στην εγχώριά τους αγορά υποβάλλουν προσφορές και κερδίζουν συμβάσεις σε προσκλήσεις υποβολής προσφορών που προκηρύσσονται σε άλλο κράτος μέλος. Οι διασυνοριακές συμβάσεις μπορούν να συνάπτονται εμμέσως μέσω θυγατρικών εταιρειών (για παράδειγμα, η θυγατρική υποβάλλει υποβολή προσφοράς σε διαφορετική χώρα από εκείνη της έδρας της ή της θυγατρικής ομάδας). Από τη σύγκριση των εταιρειών οι οποίες κέρδισαν διαγωνισμούς ανάθεσης σύμβασης με βάση την κατάταξη του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών της Στοκχόλμης για την Ειρήνη (Stockholm International Peace Research Institute — SIPRI) όσον αφορά τις 100 κορυφαίες εταιρείες αμυντικού εξοπλισμού  11 , η συνολική αξία των εμμέσων διασυνοριακών συμβάσεων που ανατέθηκαν κατά το χρονικό διάστημα 2011-2015 ισοδυναμούσε περίπου με το 40 % της συνολικής αξίας των ανατεθεισών συμβάσεων βάσει της οδηγίας (12,44 δισεκατομμύρια EUR). Τόσο ο αριθμός όσο και η αξία των έμμεσων διασυνοριακών συμβάσεων στην πραγματικότητα ενδεχομένως παρουσιάζουν μεγαλύτερα νούμερα, καθώς οι έμμεσες διασυνοριακές συμβάσεις οι οποίες ανατέθηκαν σε μικρότερες εταιρείες (οι οποίες δεν βρίσκονται στον ως άνω κατάλογο του ινστιτούτου SIPRI) δεν ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό του ως άνω ποσοστού.

Τέλος, για την πρακτική των αντισταθμιστικών/βιομηχανικών οφελών πρέπει να ληφθεί υπόψη η λειτουργία της αγοράς. Με βάση τις παρατηρήσεις που προέρχονται από τον ίδιο τον τομέα και τα δεδομένα που δημοσιεύτηκαν από το Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ  12 , μπορούν να συναχθούν τα εξής συμπεράσματα: φαίνεται ότι τα κράτη μέλη εξακολουθούν να χρησιμοποιούν σε κάποιον βαθμό όρους αντισταθμιστικών/βιομηχανικών οφελών (τεκμαίρεται ότι προς τούτο προσφεύγουν στο άρθρο 346 ΣΛΕΕ). Η συχνότητα της πρακτικής των εν λόγω απαιτήσεων φαίνεται να έχει μειωθεί οριακά. Επίσης, φαίνεται να σημειώνεται μια τάση απομάκρυνσης από τα έμμεσα αντισταθμιστικά οφέλη μη στρατιωτικού χαρακτήρα. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ορισμένοι φορείς συμφερόντων του κλάδου εξέφρασαν την ανησυχία τους ως προς την αβεβαιότητα που διέπει την πρακτική χρήση των απαιτήσεων σχετικά με τα αντισταθμιστικά οφέλη σε ορισμένα κράτη μέλη.

Ως εκ τούτου, μπορεί να διαπιστωθεί ότι οι στόχοι της οδηγίας έχουν επιτευχθεί μόνο εν μέρει: καίτοι αρχικά οδήγησε στην τόνωση του ανταγωνισμού, της διαφάνειας και της απαγόρευσης διακρίσεων στην ευρωπαϊκή αγορά δημοσίων συμβάσεων στον τομέα της άμυνας, εντούτοις πρέπει να σημειωθεί πολύ μεγαλύτερη πρόοδος στη συνεπή χρήση της οδηγίας από τα κράτη μέλη για την ολοκληρωτική επίτευξη των εν λόγω στόχων.

Εκτιμάται ότι η ανομοιόμορφη και τμηματική χρήση της οδηγίας οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, γεγονός το οποίο και επηρέασε την επίτευξη των στόχων της οδηγίας. Έχει παρέλθει σχετικά μικρό χρονικό διάστημα (2-3 έτη) μεταξύ της πραγματικής μεταφοράς της οδηγίας στα κράτη μέλη και της παρούσας αξιολόγησης που πραγματοποιήθηκε το περασμένο έτος (2015). Εάν διατηρηθεί η ανοδική τάση που παρατηρείται ως προς τη χρήση της οδηγίας, τότε ο αντίκτυπός της αναμένεται να γίνει ακόμα πιο εμφανής στα επόμενα δύο έτη. Εξάλλου, ενδεχομένως οι αρχές των κρατών μελών λαμβάνουν ακόμα πολύ περιορισμένη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση σχετικά με τους κανόνες της οδηγίας. Ένας άλλος παράγοντας που ενδέχεται να επηρεάζει την εφαρμογή της οδηγίας ίσως είναι η εμμονή στη χρήση μιας υπερβολικά διασταλτικής ερμηνείας των πιθανών εξαιρέσεων, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 346 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, ενδέχεται να έχει δαπανηθεί σημαντικό μερίδιο των δαπανών ως προς συμβάσεις στον τομέα της άμυνας που έχουν ανατεθεί στο πλαίσιο των προγραμμάτων συνεργασίας που είχαν ήδη ξεκινήσει πολύ πριν από την έκδοση της οδηγίας. Τέλος, η δημοσιονομική κρίση ίσως οδήγησε με τη σειρά της στην ακύρωση ή αναβολή νέων σχεδίων συμβάσεων μεγάλης κλίμακας που ενδεχομένως θα είχαν υλοποιηθεί δυνάμει της οδηγίας.

4.1.2.Κανόνες που προσαρμόζονται στις δημόσιες συμβάσεις στον τομέα της άμυνας

Η οδηγία σκοπεί στη διασφάλιση του ανταγωνισμού, της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης, ενώ επίσης περιέχει διατάξεις που προσαρμόζονται στις ιδιαίτερες ανάγκες των δημοσίων συμβάσεων στον τομέα της άμυνας και την διαφύλαξη των συμφερόντων ασφαλείας των κρατών μελών. Οι πιο σημαντικές διατάξεις ως προς το ζήτημα αυτό είναι εκείνες που αφορούν τις εξαιρέσεις (δηλαδή όσες εξαιρούν ορισμένες συμβάσεις από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας στις ειδικές περιστάσεις που συναντώνται στο πλαίσιο των δημόσιων συμβάσεων στον τομέα της άμυνας), καθώς και οι διατάξεις σχετικά με την ασφάλεια των πληροφοριών και την ασφάλεια του εφοδιασμού.

Όσον αφορά τις εξαιρέσεις, και κατόπιν των διαβουλεύσεων με κράτη μέλη και φορείς συμφερόντων, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν απαιτείται τροποποίηση της διατύπωσης των σχετικών διατάξεων. Ωστόσο, θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμη η παροχή καθοδήγησης όσον αφορά την εφαρμογή ορισμένων εκ των σχετικών διατάξεων. Ορισμένα κράτη μέλη ανέφεραν ειδικότερα ότι τυχόν διευκρινίσεις ως προς το άρθρο 12 στοιχείο γ) σχετικά με τους διεθνείς οργανισμούς θα μπορούσαν να καταστούν ιδιαίτερα χρήσιμες. Ορισμένοι φορείς συμφερόντων του τομέα της άμυνας εξέφρασαν τους προβληματισμούς τους ως προς την εφαρμογή ορισμένων εξαιρέσεων, κυρίως δε του άρθρου 13 στοιχείο στ) σχετικά με συμβάσεις που ανατίθενται από μια κυβέρνηση σε άλλη κυβέρνηση, και ζήτησαν καθοδήγηση και θέσπιση μέτρων επιβολής ως προς την πτυχή αυτή.

Επίσης μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα ότι οι διατάξεις σχετικά με την ασφάλεια των πληροφοριών είναι κατάλληλες για τους στόχους της οδηγίας. Δεν εντοπίστηκε ομοίως κανένα πρόβλημα όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά με την ασφάλεια του εφοδιασμού. Εντούτοις, είναι εμφανές ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν μόνο ένα τμήμα ενός πολύ πιο πολύπλοκου προβλήματος και, επομένως, δεν επαρκούν από μόνες τους για να διασφαλίσουν πλήρως την ασφάλεια του εφοδιασμού των κρατών μελών.

4.1.3.Αντίκτυπος στην αμυντική βιομηχανική και τεχνολογική βάση στην Ευρώπη (EDTIB)

Από την ανάλυση που διεξήχθη όσον αφορά την κατάσταση στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας αποδεικνύεται ότι, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, είναι δύσκολο να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η EDTIB έχει μεταβληθεί θεμελιωδώς κατά το χρονικό διάστημα 2011-2015 λόγω της θέσπισης της οδηγίας. Μάλιστα, υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που ενδεχομένως επηρεάζουν την EDTIB, όπως τυχόν μεταβολές στον προϋπολογισμό των κρατών μελών, η εμφάνιση νέων ανταγωνιστών σε αγορές κρατών εκτός της ΕΕ, καθώς και η τεχνολογική ανάπτυξη, που συμβάλει σε μια αποτελεσματικότερη ευρωπαϊκή αγορά. Δεδομένου του μακροχρόνιου κύκλου ζωής των προϊόντων που συνδέονται με την άμυνα, όλοι αυτοί οι παράγοντες ενδεχομένως να χρειαστούν αρκετά έτη για να επιφέρουν αλλαγές στην EDTIB. Επομένως, είναι αδύνατo να αποδειχθεί τυχόν αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των αποτελεσμάτων της οδηγίας και των εξελίξεων στο πλαίσιο EDTIB, δεδομένης της παρόδου μόλις πέντε ετών από την προθεσμία μεταφοράς. Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι σημαντικές καθυστερήσεις που σημειώθηκαν στη μεταφορά της οδηγίας στο δίκαιο των κρατών μελών καθώς και το γεγονός ότι τα κράτη μέλη έχουν μέχρι στιγμής υιοθετήσει την οδηγία μόνο εν μέρει.

4.1.4.Η κατάσταση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ)

Οι μικρότερες εταιρείες μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στην αγορά δημόσιων συμβάσεων μέσω υποβολής επιτυχούς προσφοράς σε διαγωνισμό και της ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων σε αυτές, ή επίσης μέσω υπεργολαβίας από τον επιτυχόντα ανάδοχο (υπεργολαβία).

Για την εκτίμηση του μεριδίου των συμβάσεων που ανατέθηκαν σε ΜΜΕ δυνάμει την οδηγίας, εξετάσθηκε δείγμα αναδόχων επιχειρήσεων και ελέγχθηκε η παρουσία ΜΜΕ στο εν λόγω δείγμα  13 . Η ανάλυση έδειξε ότι το 27,9 % των συμβάσεων του δείγματος είχε ανατεθεί σε ΜΜΕ. Υπό όρους μεριδίου αγοράς, οι συμβάσεις αυτές αντιστοιχούσαν στο 6,1 % της συνολικής αξίας των συμβάσεων στο δείγμα. Επομένως, οι ΜΜΕ φαίνονται να παρουσιάζουν μικρότερη επιτυχία στη ανάθεση συμβάσεων δυνάμει της οδηγίας σε σχέση με το γενικό καθεστώς δημοσίων συμβάσεων της ΕΕ, στις οποίες αποτελούν το 56 % εκ του συνολικού αριθμού των συμβάσεων και το 29 % της συνολικής αξίας των συμβάσεων. Η διαφορά αυτή ενδεχομένως δικαιολογείται λόγω της ιδιαιτερότητας της αγοράς των δημοσίων συμβάσεων στον τομέα της άμυνας.

H αντίληψη των φορέων συμφερόντων όσον αφορά τον αντίκτυπο της οδηγίας είναι μάλλον ανομοιογενής. Αρκετοί εξ αυτών δεν παρατηρούν σημαντικό αντίκτυπο (αρνητικό ή θετικό). Σε γενικές γραμμές, οι φορείς συμφερόντων εκτιμούν ότι οι εταιρείες αντιμετωπίζουν πρόσθετες δυσκολίες, καίτοι δεν σημειώθηκε καμία θεμελιώδης αλλαγή στην κατάσταση των ΜΜΕ στον τομέα της άμυνας τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τους ίδιους, οι δυσκολίες αυτές οφείλονται μάλλον σε παράγοντες όπως οι περικοπές στους εθνικούς αμυντικούς προϋπολογισμούς παρά στη θέσπιση της οδηγίας.

Σύμφωνα με την παραδοσιακή προσέγγιση όσον αφορά την υπεργολαβία, ο ανάδοχος είναι ελεύθερος να αποφασίσει σχετικά με την ανάθεση υπεργολαβίας σε άλλες εταιρείες. Οι αναθέτουσες αρχές δήλωσαν ότι σε ποσοστό που αγγίζει το 10 % των γνωστοποιημένων συναφθεισών συμβάσεων δυνάμει της οδηγίας, κάποιο μερίδιο της ανατεθείσας σύμβασης ενδέχεται να ανατεθεί υπό μορφή υπεργολαβίας σε τρίτους. Αυτές οι συμβάσεις αντιπροσωπεύουν κατ’ αξίαν το 42 % του συνόλου των ανατεθεισών δημοσίων συμβάσεων στο πλαίσιο της οδηγίας, ήτοι περίπου 13 δισεκατομμύρια EUR. Εάν το 30 % χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο αναφοράς για το μερίδιο υπεργολαβίας των εν λόγω συμβάσεων, τότε η συνολική αξία που αντιπροσωπεύει η εργολαβία ανέρχεται περίπου στα 3,8 δισεκατομμύρια EUR. Το ποσοστό αυτό συνιστά εκτίμηση των επιχειρηματικών ευκαιριών που προσφέρονται για τις ΜΜΕ και τους επιμέρους προμηθευτές (υπεργολάβους) μέσω της δυνατότητας ελεύθερης επιλογής τους από τον ανάδοχο προμηθευτή (κύριος εργολάβος).

Οι ειδικές διατάξεις περί υπεργολαβίας της οδηγίας επιτρέπουν στην αναθέτουσα αρχή να απαιτήσει από τον επιτυχόντα ανάδοχο να αναθέσει με υπεργολαβία ποσοστό της σύμβασης σε τρίτους με διαδικασία ανταγωνισμού, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στα άρθρα 50 έως 53. Είναι εμφανές ότι οι διατάξεις αυτές δεν έχουν χρησιμοποιηθεί από αρχές των κρατών μελών: ο αριθμός των δημοσιευθεισών προκηρύξεων υπεργολαβίας είναι αμελητέος. Η αρνητική αξιολόγηση περί της αποτελεσματικότητας των διατάξεων της οδηγίας σχετικά με την υπεργολαβία επιβεβαιώνεται από τα κράτη μέλη, τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας και τον σχετικό βιομηχανικό κλάδο. Με βάση τις παρατηρήσεις τους, οι κύριοι λόγοι για τους οποίους οι εν λόγω διατάξεις δεν έχουν χρησιμοποιηθεί είναι οι ακόλουθοι: i) δεν παρέχεται κίνητρο στα κράτη μέλη να χρησιμοποιήσουν τις εν λόγω διατάξεις, διότι δεν εγγυώνται τη συμμετοχή τοπικών επιχειρήσεων· ii) στόχος των διατάξεων αυτών είναι το άνοιγμα αλυσίδων εφοδιασμoύ για την ανάθεση συγκεκριμένων συμβάσεων, ενώ οι αλυσίδες εφοδιασμού έχουν ήδη παγιοποιηθεί εδώ και πολύ καιρό, κυρίως στον τομέα της άμυνας, iii) η χρήση αυτής της μορφής ανταγωνιστικής υπεργολαβίας δύναται να εγείρει διάφορα νομικά και διοικητικά ζητήματα.

Εφόσον οι διατάξεις περί υπεργολαβίας απλώς προσφέρουν εναλλακτικές επιλογές για τα κράτη μέλη και τις αναθέτουσες αρχές, το γεγονός ότι δεν έχουν χρησιμοποιηθεί δεν εμποδίζει τη χρήση της οδηγίας ούτε υπονομεύει τη λειτουργία της. Εντούτοις, δεν επιτεύχθηκε ο στόχος της παροχής επιπλέον ευκαιριών στους υπεργολάβους και τις ΜΜΕ μέσω της τόνωσης του ανταγωνισμού στις αλυσίδες εφοδιασμού των κυρίων αναδόχων με τη χρήση νομοθετικών μέτρων.

4.2.Αποδοτικότητα

Η αποδοτικότητα της οδηγίας αξιολογείται με βάση το κόστος που συνεπάγεται η εφαρμογή της σε σύγκριση με τα σχετικά οφέλη.

Το συνολικό κόστος των διαδικασιών ανάθεσης συμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει της οδηγίας εκτιμάται περίπου στο ποσό των 89,6 εκατομμυρίων EUR κατά το χρονικό διάστημα 2011-2015 (27,6 εκατομμύρια EUR για τις αναθέτουσες αρχές και περίπου 62 εκατομμύρια EUR για όλες τις επιχειρήσεις, ακόμα και τις μη επιλαχούσες στη διαδικασία.) Τα ποσά αυτά δεν προκύπτουν μόνο άμεσα από τις υποχρεώσεις που γεννώνται δυνάμει της οδηγίας, αλλά επίσης περιλαμβάνουν άλλα στοιχεία κόστους τα οποία δεν μπορούν να διαχωριστούν, όπως οι δαπάνες «ομαλής επιχειρηματικής λειτουργίας» ή οι δαπάνες που προκύπτουν από την εθνική νομοθεσία  14 . Σε σύγκριση με τη συνολική αξία των ανατεθεισών συμβάσεων (30,85 δισεκατομμύρια EUR για το χρονικό διάστημα 2011-2015), το κόστος των διαδικασιών αντιστοιχεί στο 0,3 % της αξίας της σύμβασης.

Αρκετοί φορείς συμφερόντων (συμπεριλαμβανομένης της πλειονότητας των αποκριθέντων στη διαδικτυακή έρευνα) θεωρούν ότι οι δαπάνες έχουν αυξηθεί στο πλαίσιο της οδηγίας. Εντούτοις, η αντίληψη αυτή προκύπτει ως αποτέλεσμα της σύγκρισης της οδηγίας με προγενέστερη κατάσταση στην οποία οι διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων στον τομέα της άμυνας δεν υπόκειντο σε κανόνες ανταγωνισμού. Από συναντήσεις διαβούλευσης με τους φορείς του κλάδου διαπιστώνεται επίσης ότι οι τελευταίοι δεν πιστεύουν ότι η επίτευξη των στόχων θα ήταν δυνατή με σημαντικά λιγότερα ρυθμιστικά μέτρα.

Όσον αφορά την ανάλυση κόστους-οφέλους, η οδηγία αναμένεται να επιφέρει εξοικονόμηση πόρων περίπου 770 εκατομμυρίων EUR, εάν χρησιμοποιηθεί συντηρητική παραδοχή αποταμιεύσεων της τάξης του 2,5 %, με βάση την εκτίμηση του 2011 σχετικά με τις οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων μη στρατιωτικών προμηθειών. Επομένως, η εξοικονόμηση πόρων που αναμένεται να επιφέρει η οδηγία ενδέχεται να ξεπεράσει, κατά συντελεστή σχεδόν εννιά, το κόστος των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων για τις δημόσιες αρχές και εταιρείες  15 .

Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων, οι φορείς του κλάδου κλήθηκαν επίσης να προσφέρουν μια συνολική αξιολόγηση της αποδοτικότητας της οδηγίας, συγκρίνοντας τις δαπάνες και τα οφέλη της πραγματοποίησης (για τις αναθέτουσες αρχές) ή της συμμετοχής (για τις επιχειρήσεις) σε διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων στο πλαίσιο της οδηγίας. Μεταξύ των αναθετουσών αρχών, η αντίληψη είναι ως επί το πλείστον θετική, ενώ η αντίληψη των επιχειρήσεων που αποκρίθηκαν είναι πιο επικριτική. Όπως προκύπτει από τις συναντήσεις διαβούλευσης, οι επιχειρήσεις φαίνονται να θεωρούν ότι το κόστος συμμετοχής στις διαδικασίες ανάθεσης δημόσιας σύμβασης στο πλαίσιο της οδηγίας είναι κατά πολύ μεγαλύτερο των οφελών που προκύπτουν από την ίδια, αλλά κυρίως εξαιτίας της περιορισμένης υιοθέτησής της από τα κράτη μέλη και της έλλειψης συνοχής ως προς την εφαρμογή των κανόνων της.

H οδηγία θεσπίζει υποχρεώσεις πληροφόρησης σχετικά με διαδικασίες ανάθεσης κυρίως όσον αφορά τις αναθέτουσες αρχές και όχι τις αναθέτουσες επιχειρήσεις. Οι υποχρεώσεις αυτές συνιστούν τη βάση των κανόνων των δημοσίων συμβάσεων της ΕΕ και δεν διαφέρουν από εκείνους που διέπουν τις οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων μη στρατιωτικών προμηθειών. Επομένως, στην αξιολόγηση διαπιστώθηκε ότι ο διοικητικός φόρτος που απορρέει από τους κανόνες της οδηγίας είναι αμελητέος.

Παρά το γεγονός ότι η γνώμη των φορέων συμφερόντων σχετικά με την αποδοτικότητα δεν είναι απολύτως θετική, η Επιτροπή διαπίστωσε, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των αξιολογήσεων σχετικά με το κόστος και την εξοικονόμηση πόρων, ότι, καίτοι η οδηγία είναι ιδιαίτερα αποδοτική, εντούτοις πρέπει να σημειωθεί περισσότερη πρόοδος για τη διασφάλιση της πιο συνεπούς και αυξημένης χρήσης της οδηγίας από τα κράτη μέλη.

4.3.Συνάφεια

H Επιτροπή εκτιμά ότι οι στόχοι της οδηγίας παρουσιάζουν πλήρη συνάφεια. Όπως εμφαίνεται ανωτέρω, έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά τους στόχους αυτούς, αλλά απαιτείται να σημειωθεί πολύ περισσότερη πρόοδος. Το σύνολο του σκεπτικού και οι ανάγκες οι οποίες οδήγησαν στην έκδοση της οδηγίας εξακολουθούν να ισχύουν. Ως προς τα ανωτέρω σημειώνεται ευρεία συναίνεση μεταξύ των κρατών μελών και των ενδιαφερομένων φορέων.

Οι νέες εξελίξεις που σημειώθηκαν μετά την έκδοση της οδηγίας, όπως η επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί, η διαφαινόμενη συναίνεση σχετικά με την ανάγκη στρατηγικής αυτονομίας και ενισχυμένης συνεργασίας, το νέο νομικό πλαίσιο για τις δημόσιες συμβάσεις μη στρατιωτικών προμηθειών, δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τη συνάφεια των στόχων της οδηγίας.

4.4.Συνοχή

Η αξιολόγηση εξέτασε την εσωτερική συνοχή μεταξύ των διαφορετικών διατάξεων της οδηγίας, καθώς και τη συνοχή με τις νομοθετικές πράξεις και τα μέσα πολιτικής στους σχετικούς τομείς.

Η Επιτροπή δεν εντόπισε προβλήματα εσωτερικής συνοχής όσον αφορά τις διατάξεις της οδηγίας, ούτε προέκυψε σχετικό ζήτημα από τις διαβουλεύσεις.

Εξετάσθηκε επίσης η συνοχή της οδηγίας με το πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου περί δημοσίων συμβάσεων. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν προβλήματα συνοχής με λοιπές νομοθετικές πράξεις στον τομέα του δικαίου του ΕΕ για τις δημόσιες συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων των νέων οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων μη στρατιωτικών προμηθειών. Στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα κατά πόσον (ορισμένες) καινοτομίες που εισήχθησαν με τις νέες οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων μη στρατιωτικών προμηθειών πρέπει να μεταφερθούν στην οδηγία (για τις συμβάσεις στον τομέα της άμυνας) συγκέντρωσε σε μεγάλο βαθμό την προσοχή των κρατών μελών και ενδιαφερομένων φορέων, οι οποίοι εκφράζουν ανάμικτες απόψεις όσον αφορά το ζήτημα. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι καινοτομίες των νέων οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων μη στρατιωτικών προμηθειών δεν δημιουργούν προβλήματα συνοχής όσον αφορά το υφιστάμενο κείμενο της οδηγίας (για τις δημόσιες συμβάσεις στον τομέα της άμυνας).

Κατά την κρίση της Επιτροπής, δεν παρατηρείται έλλειψη συνοχής όσον αφορά τις διατάξεις της κρινόμενης οδηγίας ούτε όσον αφορά την οδηγία 2009/43/ΕΚ ως προς την ενδοενωσιακή μεταφορά προϊόντων που συνδέονται με τον τομέα της άμυνας  16 . Τα κράτη μέλη και οι ενδιαφερόμενοι φορείς υπογράμμισαν ότι η εφαρμογή της διάταξης είναι σημαντικός παράγοντας για την πλήρη υιοθέτηση της οδηγίας.

Τα τελευταία χρόνια, τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και οι φορείς συμφερόντων τόνισαν την ανάγκη για ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα της άμυνας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του πεδίου των δημοσίων συμβάσεων. Η οδηγία αναγνωρίζει τη σημασία της πτυχής αυτής και σκοπεί να διευκολύνει τα κράτη μέλη στην επιδίωξη συνεργατικών μορφών δημοσίων συμβάσεων με διάφορους τρόπους. Με βάση τις συζητήσεις που διεξήχθησαν με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, τις διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερόμενους φορείς και χάρη στην ειδική συνδρομή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (EDA), μπορεί να συναχθεί ότι η οδηγία δεν εμποδίζει τη συνεργατική μορφή δημοσίων συμβάσεων. Εντούτοις, πρέπει να αποδοθεί ιδιαίτερη σημασία στην ενθάρρυνση των κρατών μελών να αξιοποιήσουν πλήρως την ευελιξία που προσφέρει η οδηγία ως προς τη συνεργατική μορφή δημοσίων συμβάσεων.

4.5.Προστιθέμενη αξία για την ΕΕ

Η οδηγία ενίσχυσε την αξία των συμβάσεων στον τομέα της άμυνας, οι οποίες δημοσιεύθηκαν σε ενωσιακό επίπεδο και ανατέθηκαν μέσω δίκαιων και ανταγωνιστικών διαδικασιών ανάθεσης. Η εκτίμηση όσον αφορά την ανάλυση κόστους-οφέλους επίσης αποδεικνύει ότι η οδηγία ενδέχεται να έχει επιφέρει εξοικονόμηση πόρων οι οποίοι ξεπερνούν κατά πολύ το κόστος διενέργειας των διαδικασιών για δημόσιες αρχές και επιχειρήσεις. Εάν ενισχυθεί περαιτέρω η υιοθέτηση της οδηγίας, τα αποτελέσματα αυτά ίσως γίνουν ακόμα πιο αισθητά.

Τα ίδια αποτελέσματα δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν μέσω ενεργειών των ίδιων των κρατών μελών, τα οποία θα κατέληγαν αναπόφευκτα στην χρήση διαφορετικών καθεστώτων, και, κατά συνέπεια, στην κανονιστική πολυπλοκότητα και στην πρόκληση άσκοπων εμποδίων για τις διασυνοριακές δραστηριότητες. Καίτοι δεν υπάρχει ειδικό καθεστώς της ΕΕ όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις στον τομέα της άμυνας και τους ευαίσθητους τομείς της ασφάλειας, η ανοδική τάση στη χρήση διαφανών και χωρίς διακρίσεις συμβάσεων με διαγωνισμό, καθώς και η αντίστοιχη μείωση της χρήσης των εξαιρέσεων δεν θα συνέχιζε και ίσως μάλιστα να ανατρεπόταν.

Επομένως, η οδηγία διαθέτει σαφή ενωσιακή προστιθέμενη αξία και συνεχίζει να συμμορφώνεται με την αρχή της επικουρικότητας.

5.Συμπεράσματα και περαιτέρω πορεία

Σε συνέχεια της αξιολόγησης, και εν γένει σε συμφωνία με τις παρατηρήσεις των κρατών μελών και των ενδιαφερόμενων φορέων, η Επιτροπή εκτιμά ότι, σε γενικές γραμμές, το κείμενο της οδηγίας εξυπηρετεί τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται, ότι η οδηγία βρίσκεται σε πορεία επίτευξης των στόχων της και ότι δεν απαιτείται τροποποίηση της οδηγίας. Εντούτοις, όπως αποδεικνύεται ανωτέρω, και δεδομένου του βραχέος χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε από την πραγματική μεταφορά της οδηγίας, είναι ιδιαίτερα σημαντική η εστίαση στην αποτελεσματική εφαρμογή της, με σκοπό τη βελτίωση της αποδοτικότητάς της και, συνάμα, της αποτελεσματικότητάς της. Τα ως άνω απαιτούν, μεταξύ άλλων, ένα σταθερό νομοθετικό πλαίσιο. Καίτοι μια νομοθετική πρόταση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ορισμένες περιθωριακές βελτιώσεις στο κείμενο, εντούτοις σε αυτό το στάδιο δεν θα συνέβαλε στην πρόοδο για την επίτευξη των στόχων της οδηγίας. Επομένως, η Επιτροπή αποφάσισε να μην προτείνει νομοθετική πρόταση μέσω της έκθεσης αυτής. Ωστόσο, πράγματι παρουσιάζονται προτάσεις για τη μελλοντική πορεία με βάση τα συμπεράσματα της αξιολόγησης.

Δεν ανιχνεύθηκαν θεμελιώδη προβλήματα σχετικά με τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών. Εντούτοις, υπάρχουν ορισμένα ζητήματα που πρέπει να διευκρινισθούν σχετικά με τη μεταφορά περιορισμένου αριθμού διατάξεων της οδηγίας.

η επιτροπή θα επικοινωνήσει με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη για την επίλυση των εν λόγω εκκρεμών ζητημάτων και την απόκτηση τυχόν διευκρινίσεων.

Η εφαρμογή της οδηγίας οδήγησε σε μια αρχική ενίσχυση του ανταγωνισμού, της διαφάνειας και της απαγόρευσης των διακρίσεων στην ευρωπαϊκή αγορά δημοσίων συμβάσεων, καθώς και στην αντίστοιχη μείωση στη χρήση των εξαιρέσεων. Εντούτοις, πολύ σημαντικό μερίδιο των δαπανών σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις στον τομέα της άμυνας σημειώνεται εκτός του πλαισίου της οδηγίας. Συγκεκριμένα, η οδηγία χρησιμοποιήθηκε σε πολύ περιορισμένο βαθμό για την ανάθεση συμβάσεων ως προς πολύπλοκα αμυντικά συστήματα υψηλής αξίας και στρατηγικής σημασίας. Επιπλέον, ο βαθμός εφαρμογής της οδηγίας εξακολουθεί να παρουσιάζει ανομοιομορφία μεταξύ των κρατών μελών, με αποτέλεσμα να προκαλείται πρόσθετο κόστος για τον κλάδο. Φαίνεται ότι τα κράτη μέλη εξακολουθούν να χρησιμοποιούν σε κάποιον βαθμό όρους αντισταθμιστικών/βιομηχανικών οφελών (τεκμαίρεται ότι προς τούτο προσφεύγουν στο άρθρο 346 ΣΛΕΕ). Οι φορείς συμφερόντων του κλάδου εξέφρασαν τις ανησυχίες τους όσον αφορά την αβεβαιότητα που διέπει τους ως άνω όρους.

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα προβεί στις ακόλουθες ενέργειες:

Παροχή καθοδήγησης ως προς την ερμηνεία/εφαρμογή των ειδικών διατάξεων της οδηγίας όσον αφορά τις εξαιρέσεις. Η έγκριση ανακοίνωσης της Επιτροπής όσον αφορά την καθοδήγηση σχετικά με συμβάσεις που ανατίθενται από μια κυβέρνηση σε άλλη κυβέρνηση αποτελεί το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Η Επιτροπή επίσης θα εξετάσει το ενδεχόμενο ανάπτυξης περαιτέρω μέτρων καθοδήγησης σχετικά με τη χρήση των όρων αντισταθμιστικών/βιομηχανικών οφελών.

Ενίσχυση του διαλόγου με τα κράτη μέλη και τους φορείς συμφερόντων σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας. Η ενίσχυση των διαβουλεύσεων μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα χρήσιμη όσον αφορά σχέδια δημοσίων συμβάσεων μεγάλης κλίμακας.

Δημοσίευση περιοδικών στατιστικών εκθέσεων (πινάκων επιδόσεων) όσον αφορά τη χρήση της οδηγίας από τα κράτη μέλη.

Κίνηση διαδικασιών επί παραβάσει, όταν εντοπίζονται σοβαρές παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου όσον αφορά συγκεκριμένες περιπτώσεις δημοσίων συμβάσεων στον τομέα της άμυνας. Ιδιαίτερη εστίαση πρέπει να αποδοθεί στις περιπτώσεις μη εφαρμογής της οδηγίας και στις σχετικές στρεβλώσεις της αγοράς όπως εκείνες των απαιτήσεων αντισταθμιστικών/βιομηχανικών οφελών.

Οι διατάξεις της οδηγίας περί υπεργολαβίας δεν έχουν χρησιμοποιηθεί και θεωρούνται αναποτελεσματικές.

Η Επιτροπή θα αναθεωρήσει την καθοδήγηση που παρέχεται σχετικά με τις διατάξεις υπεργολαβίας, με σκοπό την αύξηση της ευελιξίας για τις αρχές ανάθεσης συμβάσεων των κρατών μελών, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό κίνητρα για τη χρήση των εν λόγω διατάξεων, και, συμβάλλοντας γενικότερα στην τόνωση του ανταγωνισμού στις αλυσίδες εφοδιασμού.

Η οδηγία δεν εμποδίζει τη συνεργατική μορφή δημοσίων συμβάσεων. Εντούτοις, με σκοπό να παρακινήσει τα κράτη μέλη να αξιοποιήσουν πλήρως την ευελιξία που τους παρέχει η οδηγία:

Η Επιτροπή θα προσφέρει καθοδήγηση για να επεξηγήσει ολόκληρο το φάσμα των επιλογών συνεργατικής σύναψης συμβάσεων στο πλαίσιο της οδηγίας.

Η Επιτροπή θα προσφέρει πρόσθετη ή αναθεωρημένη καθοδήγηση επί του συνόλου των ως άνω ζητημάτων σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη και σε διαβούλευση με τους σχετικούς φορείς συμφερόντων.

Τέλος, οι προτάσεις που περιέχονται στο σχέδιο δράσης για την ευρωπαϊκή άμυνα σκοπούν στην προώθηση της διασυνοριακής πρόσβασης στην αγορά των υπεργολάβωνς και των ΜΜΕ, ενώ αναμένεται ότι επίσης θα συμβάλουν στη βελτίωση του επιπέδου διασυνοριακής διείσδυσης και συμμετοχής των ΜΜΕ στις συμβάσεις στον τομέα της άμυνας.

(1)  Κατά τα απαιτούμενα στο άρθρο 73 παράγραφος 2 της οδηγίας, η αξιολόγηση εστιάζει κυρίως στην αγορά αμυντικού εξοπλισμού και στην αμυντική βιομηχανική βάση, παρά το γεγονός ότι η οδηγία εφαρμόζεται ομοίως στις προμήθειες εξοπλισμού σε ευαίσθητους τομείς της ασφάλειας.
(2)  Για περισσότερες πληροφορίες στη μεθοδολογία της αξιολόγησης, παρακαλείστε να μεταβείτε στο τμήμα 4 και το παράρτημα III του εγγράφου εργασίας.
(3)  Τα παρακάτω αποτελούν τις γενικές κυβερνητικές δαπάνες στον τομέα της στρατιωτικής άμυνας, οι οποίες συντίθενται από τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και την ενδιάμεση ανάλωση, ανεξαρτήτως εάν το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας καλύπτει συγκεκριμένες αγορές. Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. τμήμα 2.1.1. του εγγράφου εργασίας.
(4)  Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. τμήμα 5.1.2. του εγγράφου εργασίας.
(5)  Εφόσον ένα σημαντικό μερίδιο των γνωστοποιήσεων περί ανάθεσης σύμβασης δεν συμπεριλαμβάνει την τελική αξία της σύμβασης, το ποσό των 30,85 δισεκατομμυρίων EUR λαμβάνεται ως η ελάχιστη αξία του συνόλου των συμβάσεων που ανατέθηκαν στο πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας. Εάν τα ελλείποντα στοιχεία συμπληρωθούν με τη χρήση του μέσου όρου αξίας των συμβάσεων, τότε η ως άνω αξία αυξάνεται στο ποσό των 34,55 δισεκατομμυρίων EUR κατά προσέγγιση.
(6)  Οι χώρες αυτές έχουν δημοσιεύσει σειρά από γνωστοποιήσεις ανάθεσης συμβάσεων με αντικείμενο που σχετίζεται με τον τομέα της άμυνας με βάση τις οδηγίες ως προς τις συμβάσεις μη στρατιωτικών προμηθειών. Αναλυτικότερα, βλ. τμήμα 5.3.1.1 του εγγράφου εργασίας.
(7)  Συμπεριλαμβάνονται συμβάσεις που δημοσιεύθηκαν στη βάση δεδομένων EE/ΤΕD με βάση τις οδηγίες περί συμβάσεων μη στρατιωτικών προμηθειών και συμβάσεις που δημοσιεύθηκαν στον ηλεκτρονικό πίνακα ανακοινώσεων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (ΕΟΑ).
(8)  Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. τμήμα 6.1.2. του εγγράφου εργασίας.
(9)  Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η γνωστοποίηση ανάθεσης σύμβασης που δημοσιεύθηκε από τις γερμανικές αρχές τον Ιούλιο του 2015 για την αγορά πολεμικών πλοίων πολλαπλών χρήσεων.
(10)  Το ποσοστό των «άμεσων διασυνοριακών συμβάσεων» που συνήφθησαν με βάση τις οδηγίες περί σύναψης συμβάσεων μη στρατιωτικών προμηθειών για το χρονικό διάστημα 2007-2009 ήταν 3,5 % από την άποψη της αξίας των συμβάσεων.
(11)  Οι κορυφαίες εταιρείες κατασκευής όπλων και στρατιωτικών υπηρεσιών παγκοσμίως, με εξαίρεση την Κίνα, Δεκέμβριος 2015. http://books.sipri.org/files/FS/SIPRIFS1512.pdf .
(12)  Η ετήσια έκθεση με τίτλο «Offsets in Defense Trade», https://www.bis.doc.gov/index.php/other-areas/strategic-industries-and-economic-security-sies/offsets-in-defense-trade . Αναλυτικότερα, βλ. τμήμα 6.1.1.4 του εγγράφου εργασίας.
(13)  Αναλυτικότερα, βλ. τμήμα 6.1.4.5 και παράρτημα ΙΙΙ του εγγράφου εργασίας.
(14)  Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις εκτιμήσεις του κόστους και σχετικά με μεθοδολογικά ζητήματα, βλ, τμήμα 6.2.1. και παράρτημα ΙΙΙ του εγγράφου εργασίας.
(15)  Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. τμήμα 6.2.2. του εγγράφου εργασίας.
(16)  Βλ. τμήμα 6.4.2 του εγγράφου εργασίας.