52015DC0012

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, THN ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟ ΕΠΑΚΡΟ ΤΗΣ ΕΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ /* COM/2015/012 final */


Πίνακας περιεχομένων

1. Εισαγωγή. 3

2. Διευκρινίσεις σχετικά με τις επενδύσεις. 6

3. Διευκρινίσεις σχετικά με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. 11

4. Διευκρινίσεις σχετικά με τις κυκλικές συνθήκες. 17

5. Συμπέρασμα. 21

Παράρτημα 1 - Η στατιστική καταχώρηση των συνεισφορώνσχετικά με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων. 23

Παράρτημα 2 - Πίνακας για τον προσδιορισμό της ετήσιας δημοσιονομικής προσαρμογής  για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου (ΜΔΣ)  στο πλαίσιο του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου. 25

1. Εισαγωγή

Στην ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης του 2015 (ΕΕΑ)[1], η Επιτροπή προσδιόρισε τις επενδύσεις, τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική ευθύνη ως βασικά στοιχεία της στρατηγικής οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και ανάπτυξης. Επίσης, παρουσίασε ένα νέο Επενδυτικό Σχέδιο για την Ευρώπη προς στήριξη αυτής της στρατηγικής[2]. Τόσο αυτή η συνολική οικονομική προσέγγιση όσο και τα συγκεκριμένα στοιχεία του Επενδυτικού Σχεδίου εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 18ης-19ης Δεκεμβρίου 2014.

Η Επιτροπή ανακοίνωσε επίσης ότι, για να ενισχυθεί ο σύνδεσμος μεταξύ των επενδύσεων, των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής ευθύνης, θα παράσχει περαιτέρω καθοδήγηση σχετικά με την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση της ευελιξίας που εμπεριέχεται στους ισχύοντες κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (εφεξής «το Σύμφωνο»)[3], χωρίς να μεταβάλει τους κανόνες αυτούς. Τούτο αποτελεί συνέχεια δέσμευσης που απορρέει από τις πολιτικές κατευθύνσεις για τη νέα Επιτροπή[4], καθώς και προηγούμενων συζητήσεων που πραγματοποιήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο[5] και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο[6].

Η παρούσα ερμηνευτική ανακοίνωση[7] παρέχει αυτήν την πρόσθετη καθοδήγηση, χωρίς να τροποποιεί ή να αντικαθιστά τους υφιστάμενους κανόνες. Το Σύμφωνο αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και είναι αποφασιστικής σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Σκοπό έχει να προωθήσει υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές και να διασφαλίσει τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών στα κράτη μέλη. Αφότου άρχισε να ισχύει το 1997, το Σύμφωνο αναμορφώθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης το 2005 και το 2011-2013 και εμπλουτίστηκε με την κτηθείσα πείρα. Κατά τα τελευταία έτη, έχει λειτουργήσει ως μέρος ενός ευρύτερου και ενισχυμένου ετήσιου κύκλου συντονισμού της οικονομικής πολιτικής, γνωστού ως το «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο».

Η αξιοπιστία των κανόνων που έχουν συμφωνηθεί είναι καίριας σημασίας για τη διατηρησιμότητα των δημοσίων οικονομικών και για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ και στο σύνολο της ΕΕ. Η κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα και του δημόσιου χρέους των τελευταίων ετών κατέδειξε την αλληλεξάρτηση των ευρωπαϊκών οικονομιών και την ανάγκη για ισχυρό οικονομικό και δημοσιονομικό συντονισμό εντός της ΕΕ. Η ύπαρξη και η τήρηση των κανόνων αυτών ήταν ουσιαστικής σημασίας για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης. Η ΕΕ, αφού βρέθηκε αντιμέτωπη με την κλιμάκωση των ελλειμμάτων και του χρέους σε πολλές χώρες μόλις πριν από λίγα χρόνια, έχει επιτελέσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά τη βελτίωση της ευρωστίας των δημόσιων οικονομικών συνολικά.

Στο επίκεντρο της εφαρμογής του Συμφώνου πρέπει να είναι η αρχή της ίσης μεταχείρισης όλων των κρατών μελών. Το Σύμφωνο είναι σύστημα βασισμένο σε κανόνες, το οποίο καθορίζει ένα πλαίσιο που ενστερνίζονται και εφαρμόζουν όλα τα κράτη μέλη, βάσει του οποίου η Επιτροπή προτείνει και το Συμβούλιο αποφασίζει. Ίση μεταχείριση, ωστόσο, δεν σημαίνει «προκρούστεια κλίνη» και πρέπει να συνδυάζεται με την οικονομική αξιολόγηση που απαιτείται από κάθε κατάσταση. Σκοπίμως το Σύμφωνο προβλέπει ευελιξία στον τρόπο με τον οποίον θα πρέπει να εφαρμόζονται οι κανόνες του, τόσο διαχρονικά όσο και μεταξύ των χωρών. Σκοπίμως επίσης παρέχεται κάποια διακριτική ευχέρεια, στο πλαίσιο των κανόνων που έχουν συμφωνηθεί, προκειμένου η Επιτροπή και το Συμβούλιο να αξιολογούν την ευρωστία των δημόσιων οικονομικών υπό το πρίσμα των ιδιαιτεροτήτων κάθε χώρας, ώστε να συνιστούν τα καλύτερα μέτρα που πρέπει να ληφθούν με βάση τις τελευταίες εξελίξεις και πληροφορίες.

Ο βαθμός ευελιξίας ποικίλλει ανάλογα με το αν ένα κράτος μέλος βρίσκεται στο προληπτικό ή στο διορθωτικό σκέλος του Συμφώνου. Το προληπτικό σκέλος αποσκοπεί στην εξασφάλιση υγιούς δημοσιονομικής θέσης σε όλα τα κράτη μέλη: στο επίκεντρό του βρίσκεται η επίτευξη από κάθε κράτος μέλος του μεσοπρόθεσμου στόχου του για υγιή δημοσιονομική θέση (δηλαδή του αποκαλούμενου μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου ή ΜΔΣ), που καθορίζεται σύμφωνα με από κοινού συμφωνηθείσες αρχές[8]. Αυτός ο ΜΔΣ διατυπώνεται σε διαρθρωτικούς όρους, δηλαδή προσαρμόζεται ώστε να λαμβάνει υπόψη τον οικονομικό κύκλο και διορθώνεται ώστε να αποκλείονται οι συνέπειες των εφάπαξ μέτρων, είναι δε εξατομικευμένος για κάθε χώρα. Διέπεται από τη λογική ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτύχουν και να διατηρήσουν μια δημοσιονομική θέση που θα επιτρέπει στους αυτόματους σταθεροποιητές να διαδραματίσουν πλήρως τον ρόλο τους στον μετριασμό πιθανών οικονομικών κλυδωνισμών. Αυτό θα πρέπει επίσης να χρησιμεύσει για τη μείωση του χρέους σε συνετά επίπεδα, λαμβάνοντας υπόψη τη δημογραφική κατάσταση κάθε χώρας και το δημοσιονομικό κόστος που συνεπάγεται η γήρανση του πληθυσμού. Το διορθωτικό σκέλος του Συμφώνου αφορά καταστάσεις στις οποίες το δημόσιο έλλειμμα και/ή το χρέος υπερβαίνουν τις τιμές αναφοράς που καθορίζονται στη Συνθήκη: στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη υπόκεινται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος («ΔΥΕ»), η οποία συνεπάγεται αυστηρότερους όρους και παρακολούθηση[9].

Η καθοδήγηση που παρέχεται εδώ δεν τροποποιεί την υφιστάμενη νομοθεσία, αλλά εστιάζει στο περιθώριο ερμηνείας που επαφίεται στην Επιτροπή, σύμφωνα με τους κανόνες του Συμφώνου. Διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο τρεις συγκεκριμένες διαστάσεις πολιτικής μπορούν να λαμβάνονται καλύτερα υπόψη κατά την εφαρμογή των κανόνων. Αυτές αφορούν: i) τις επενδύσεις, ιδίως όσον αφορά τη σύσταση ενός νέου Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων, ως μέρος του Επενδυτικού Σχεδίου για την Ευρώπη, ii) τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, και iii) τις κυκλικές συνθήκες.

Η παρούσα ερμηνευτική ανακοίνωση αποτελεί συμβολή στη διαμόρφωση ενός ευνοϊκότερου για την ανάπτυξη δημοσιονομικού προσανατολισμού στη ζώνη του ευρώ[10]. Εντάσσεται επίσης στις προσπάθειες της Επιτροπής για ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της κατανόησης των – ενίοτε κατ’ ανάγκην περίπλοκων – κανόνων για την εφαρμογή των οποίων είναι αρμόδια. Η διαφάνεια και η προβλεψιμότητα είναι ουσιαστικής σημασίας προκειμένου να ενστερνιστούν όλοι οι εμπλεκόμενοι τους κανόνες αυτούς.

2.      Διευκρινίσεις σχετικά με τις επενδύσεις 2.1.      Το νέο Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων

Μια κεντρική πτυχή του Επενδυτικού Σχεδίου για την Ευρώπη, που πρότεινε η Επιτροπή, είναι η σύσταση ενός νέου Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων (EΤΣΕ) στο πλαίσιο εταιρικής σχέσης μεταξύ της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Μετά την έγκριση της πρότασης από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 18‑19 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση κανονισμού για το ΕΤΣΕ[11].

Το Ταμείο θα προσφέρει μια νέα ικανότητα ανάληψης κινδύνου, που θα επιτρέπει στην ΕΤΕπ, αφενός, να επενδύει σε μετοχές, δάνεια μειωμένης εξασφάλισης και σε μερίδια προνομιακών οφειλών με υψηλότερο κίνδυνο και, αφετέρου, να παρέχει πιστωτικές ενισχύσεις σε επιλέξιμα έργα. Μια πρώτη συνεισφορά σε αυτή την ικανότητα ανάληψης κινδύνου θα παρασχεθεί από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, με τη μορφή ενός νέου ταμείου εγγυήσεων, καθώς και από τους ίδιους πόρους της ΕΤΕπ. Η χρήση αυτής της εγγύησης της ΕΕ και των πόρων της ΕΤΕπ δεν έχει επιπτώσεις στα επίπεδα του ελλείμματος ή του χρέους των κρατών μελών.

Η ικανότητα του ΕΤΣΕ μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω μέσω συμπληρωματικών χρηματοδοτικών συνεισφορών από τα κράτη μέλη. Στο Επενδυτικό Σχέδιο για την Ευρώπη, η Επιτροπή ανακοίνωσε την πρόθεσή της να λάβει «ευνοϊκή θέση έναντι των (εν λόγω) εισφορών κεφαλαίου στο Ταμείο στο πλαίσιο της αξιολόγησης των δημόσιων οικονομικών βάσει του Συμφώνου». Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 18ης-19ης Δεκεμβρίου 2014 σημείωσε την εν λόγω πρόθεση[12].

Πέραν της συνεισφοράς τους στο ΕΤΣΕ, τα κράτη μέλη θα έχουν τη δυνατότητα να συγχρηματοδοτούν επιμέρους έργα που επίσης συγχρηματοδοτούνται από αυτό. Η παρούσα ενότητα παρέχει καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι διάφορες αυτές συνεισφορές θα αξιολογούνται βάσει του Συμφώνου.

2.1.1. Χρηματοδοτικές συνεισφορές των κρατών μελών στο ΕΤΣΕ

Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ δύο πτυχών στο σημείο αυτό: i) η πρώτη αφορά το εάν οι εν λόγω συνεισφορές καταχωρούνται στατιστικά ως έλλειμμα και/ή χρέος, σύμφωνα με τους καθιερωμένους ορισμούς του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών (ΕΣΛ), και ii) η δεύτερη αφορά τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη τις εν λόγω συνεισφορές κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με το Σύμφωνο.

Στατιστική καταχώρηση

Όσον αφορά τη στατιστική καταχώρηση, αυτή θα εξαρτάται από την ιδιαίτερη φύση των συνεισφορών και την κατάταξή τους σε κατηγορίες από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat), με πλήρη σεβασμό της ανεξαρτησίας της. Το παράρτημα 1 παρέχει περισσότερες πληροφορίες, με βάση συγκεκριμένα παραδείγματα.

Εφαρμογή του Συμφώνου

Νομικό πλαίσιο Το Σύμφωνο προβλέπει ότι, κατά την εκτίμηση της αναγκαίας δημοσιονομικής αναπροσαρμογής στο πλαίσιο του προληπτικού και του διορθωτικού σκέλους του, το Συμβούλιο καθορίζει στόχους που διατυπώνονται σε «διαρθρωτικούς» όρους. Προληπτικό σκέλος Το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 προβλέπει ότι «[μ]ε βάση τις εκτιμήσεις της Επιτροπής και της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής, το Συμβούλιο […] εκτιμά […] εάν τα μέτρα που λαμβάνονται ή προτείνονται [από το κράτος μέλος] επαρκούν για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου σε όλη τη διάρκεια του κύκλου. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή, όταν εκτιμούν την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, εξετάζουν αν το οικείο κράτος μέλος προβαίνει στην απαιτούμενη για το σκοπό αυτό ετήσια βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου δημοσιονομικού ισοζυγίου του, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και λοιπά προσωρινά μέτρα, το ενδεικτικό ύψος της οποίας ορίζεται σε 0,5% του ΑΕΠ [...].» Διορθωτικό σκέλος Το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 προβλέπει ότι «[η] Επιτροπή, […] εφόσον κρίνει ότι υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα, απευθύνει στο Συμβούλιο γνώμη και πρόταση […] και ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το Συμβούλιο αποφασίζει εάν υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα [...]. Όταν αποφασίζει ότι πράγματι υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα, το Συμβούλιο απευθύνει ταυτόχρονα συστάσεις στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος [...]. Στις συστάσεις που απευθύνει [...], το Συμβούλιο θέτει μέγιστη προθεσμία έξι μηνών, προκειμένου το συγκεκριμένο κράτος μέλος να λάβει αποτελεσματικά μέτρα [...]. Το Συμβούλιο, με τη σύστασή του, θέτει επίσης προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος, η οποία θα πρέπει να λήγει εντός του έτους που ακολουθεί εκείνο κατά το οποίο διαπιστώθηκε το υπερβολικό έλλειμμα, εκτός εάν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις. Στη σύστασή του το Συμβούλιο καλεί το κράτος μέλος να επιτύχει ετήσιους δημοσιονομικούς στόχους οι οποίοι, με βάση τις προβλέψεις στις οποίες βασίζεται η σύσταση, συνεπάγονται ελάχιστη ετήσια βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου δημοσιονομικού αποτελέσματός του κατά τουλάχιστον 0,5 % του ΑΕΠ, ως ενδεικτικό ποσοστό, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και προσωρινά μέτρα, ώστε να διασφαλισθεί η διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος εντός της προθεσμίας που ορίζεται στη σύσταση. […]»

Χωρίς να θίγεται η στατιστική καταχώρηση από την Eurostat των συνεισφορών στο ΕΤΣΕ, η Επιτροπή είναι ήδη σε θέση να παράσχει καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμόζονται σε αυτές τις περιπτώσεις οι ισχύοντες κανόνες του Συμφώνου.

Κατά την εκτίμηση της αναγκαίας δημοσιονομικής προσαρμογής στο πλαίσιο του προληπτικού και του διορθωτικού σκέλους, το Συμβούλιο καθορίζει στόχους σε διαρθρωτικούς όρους. Στους στόχους αυτούς δεν περιλαμβάνονται τα έκτακτα εφάπαξ μέτρα, τα οποία δεν επηρεάζουν την υποκείμενη δημοσιονομική θέση. Αυτό θα ισχύει κατά κανόνα για τις αρχικές χρηματοδοτικές συνεισφορές στο Ταμείο[13].

Ειδικότερα, η Επιτροπή θα θεωρεί ότι:

§ Στο πλαίσιο του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου, δεν θα επηρεαστεί ούτε η επίτευξη του ΜΔΣ ούτε η απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή για την επίτευξή του, δεδομένου ότι και οι δύο έχουν καθοριστεί σε διαρθρωτικούς όρους. Το διαρθρωτικό ισοζύγιο εξ ορισμού δεν επηρεάζεται από εφάπαξ δαπάνες, όπως οι συνεισφορές στο Ταμείο.

§ Στο πλαίσιο του διορθωτικού σκέλους του Συμφώνου (ΔΥΕ), η συμμόρφωση με την προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής που συνέστησε το Συμβούλιο δεν θα επηρεαστεί, δεδομένου ότι αυτή επίσης μετράται σε διαρθρωτικούς όρους. Μια συνεισφορά στο ΕΤΣΕ συνεπώς δεν θα πρέπει να έχει ως συνέπεια να θεωρηθεί ότι ένα κράτος μέλος δεν έχει συμμορφωθεί με τη σύσταση ΔΥΕ που το αφορά.

§ Σε περίπτωση μη τήρησης της τιμής αναφοράς για το έλλειμμα, κατά την κατάρτιση της έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 126 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή θα θεωρεί τη συνεισφορά στο ΕΤΣΕ ως «κρίσιμο παράγοντα» σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα κινείται ΔΥΕ, εάν η εν λόγω μη τήρηση οφείλεται στη συνεισφορά και εάν η υπέρβαση της τιμής αναφοράς είναι μικρή και αναμένεται ότι θα είναι προσωρινή.

§ Σε περίπτωση μη τήρησης της τιμής αναφοράς για το χρέος, κατά την κατάρτιση της έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 126 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή θα θεωρεί τη συνεισφορά στο ΕΤΣΕ ως «κρίσιμο παράγοντα» σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα κινείται ΔΥΕ εάν η μη τήρηση οφείλεται στην συνεισφορά.

2.1.2. Συγχρηματοδότηση από τα κράτη μέλη επενδυτικών σχεδίων που συγχρηματοδοτούνται επίσης από το ΕΤΣΕ

Το ΕΤΣΕ θα συμβάλλει σε μια ποικιλία επενδυτικών σχεδίων και θα χρησιμεύει στη διασφάλιση πρόσθετων ιδιωτικών και/ή δημόσιων επενδύσεων για τα εν λόγω σχέδια. Η συγχρηματοδότηση από τα κράτη μέλη επιμέρους σχεδίων, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων επενδυτικών πλατφορμών, θα λαμβάνει κατά κανόνα τη μορφή καινοτόμων χρηματοδοτικών μέσων, όπως δάνεια, χρεωστικά μέσα ή συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο. Η στατιστική καταχώρηση ποικίλλει ανάλογα με το μέσο (βλ. παράρτημα 1).

Από την άποψη της εφαρμογής του Συμφώνου, η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη την εθνική συγχρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων που συγχρηματοδοτούνται επίσης από το ΕΤΣΕ κατά την εφαρμογή της λεγόμενης «ρήτρας επενδύσεων», που περιγράφεται στην ενότητα 2.2 κατωτέρω.

Περίληψη σχετικά με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων Οι εθνικές συνεισφορές στο ΕΤΣΕ δεν θα λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή κατά τον καθορισμό της δημοσιονομικής προσαρμογής στο πλαίσιο είτε του προληπτικού είτε του διορθωτικού σκέλους του Συμφώνου. Σε περίπτωση υπέρβασης της τιμής αναφοράς για το έλλειμμα, η Επιτροπή δεν θα κινεί ΔΥΕ εάν η υπέρβαση αυτή οφείλεται μόνο στη συνεισφορά, είναι μικρή και αναμένεται ότι θα είναι προσωρινή. Κατά την αξιολόγηση υπέρβασης της τιμής αναφοράς για το χρέος, οι συνεισφορές στο ΕΤΣΕ δεν θα λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή.

2.2     Άλλες επενδύσεις στο πλαίσιο του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου

Νομικό πλαίσιο

Το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 προβλέπει ότι «[...] το Συμβούλιο και η Επιτροπή λαμβάνουν υπόψη την εφαρμογή μειζόνων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με άμεσες μακροπρόθεσμες θετικές δημοσιονομικές επιπτώσεις, περιλαμβανομένης της αύξησης της δυνητικής βιώσιμης ανάπτυξης [...]». Το άρθρο αυτό παρουσιάζεται λεπτομερέστερα στο πλαίσιο με τίτλο «Νομικό πλαίσιο» στην ενότητα 3.1 κατωτέρω.

Στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου, ορισμένες επενδύσεις που θεωρούνται ισοδύναμες με μείζονες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να δικαιολογούν προσωρινή απόκλιση από τον ΜΔΣ του οικείου κράτους μέλους ή από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξή του.

Η Επιτροπή έχει διατυπώσει στο παρελθόν αρχικές κατευθύνσεις για τον τρόπο με τον οποίο οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις δημόσιες επενδύσεις που έχουν θετικό, άμεσο και επαληθεύσιμο μακροπρόθεσμο δημοσιονομικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη και στη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών[14]. Οι εν λόγω κατευθύνσεις (κοινώς αποκαλούμενες «ρήτρα επενδύσεων») εξειδικεύονται και επισημοποιούνται μέσω της παρούσας ανακοίνωσης, ώστε να λαμβάνονται καλύτερα υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας, σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα του Συμφώνου. Στο εξής, τα κράτη μέλη θα επωφελούνται από τη «ρήτρα επενδύσεων», εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)            η αύξηση του ΑΕΠ τους είναι αρνητική ή το ΑΕΠ παραμένει πολύ κατώτερο του δυνητικού (με αποτέλεσμα αρνητικό παραγωγικό κενό μεγαλύτερο από 1,5% του ΑΕΠ);

ii)           η απόκλιση από τον ΜΔΣ ή τη συμφωνηθείσα πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής για την επίτευξή του δεν οδηγεί σε υπέρβαση της τιμής αναφοράς του 3% του ΑΕΠ όσον αφορά το έλλειμμα και διατηρείται ένα κατάλληλο περιθώριο ασφαλείας:

iii)          η απόκλιση συνδέεται, αφενός, με εθνικές δαπάνες για έργα που συγχρηματοδοτούνται από την ΕΕ στο πλαίσιο της διαρθρωτικής πολιτικής και της πολιτικής για τη συνοχή[15], των διευρωπαϊκών δικτύων και της διευκόλυνσης «Συνδέοντας την Ευρώπη» και, αφετέρου, με την εθνική συγχρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων που συγχρηματοδοτούνται επίσης από το ΕΤΣΕ, τα οποία έχουν άμεσες μακροπρόθεσμες θετικές και επαληθεύσιμες δημοσιονομικές επιπτώσεις:

iv)          οι συγχρηματοδοτούμενες δαπάνες δεν θα πρέπει να υποκαθιστούν την εθνική χρηματοδότηση επενδύσεων, ούτως ώστε να μην επέρχεται μείωση των συνολικών δημόσιων επενδύσεων;

v)           το κράτος μέλος πρέπει να αντισταθμίζει τυχόν προσωρινές αποκλίσεις, ο δε ΜΔΣ πρέπει να επιτυγχάνεται εντός του τετραετούς ορίζοντα του οικείου τρέχοντος προγράμματος σταθερότητας ή σύγκλισης..

Σε σύγκριση με τις προηγούμενες κατευθύνσεις, αυτό σημαίνει ότι η Επιτροπή θα εφαρμόζει τη «ρήτρα επενδύσεων», ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση της ζώνης του ευρώ ή της ΕΕ συνολικά, ούτως ώστε να τη συνδέει μόνο με τις κυκλικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν τα επιμέρους κράτη μέλη. Η παροχή στα κράτη μέλη της δυνατότητας να επωφελούνται από την εν λόγω ρήτρα όταν εμφανίζουν αρνητική ανάπτυξη ή όταν η παραγωγή τους είναι πολύ κατώτερη των δυνατοτήτων τους θα καταστήσει δυνατή την ευρύτερη εφαρμογή της ρήτρας σε σχέση με το παρελθόν, κατά τρόπο που θα αντικατοπτρίζει καλύτερα τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν σε κάθε χώρα[16].

Περίληψη σχετικά με τη «ρήτρα επενδύσεων» στο πλαίσιο του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου Τα κράτη μέλη που υπάγονται στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου μπορούν να αποκλίνουν προσωρινά από τον ΜΔΣ τους ή από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξή του, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ανάγκες επενδύσεων, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: η αύξηση του ΑΕΠ τους είναι αρνητική ή το ΑΕΠ παραμένει πολύ κάτω του δυνητικού· η απόκλιση δεν οδηγεί σε υπέρβαση της τιμής αναφοράς του 3% για το έλλειμμα και διατηρείται κατάλληλο περιθώριο ασφαλείας· τα επίπεδα επενδύσεων αυξάνονται ουσιαστικά ως συνέπεια της απόκλισης· η απόκλιση αντισταθμίζεται εντός του χρονικού πλαισίου του προγράμματος σταθερότητας ή σύγκλισης του κράτους μέλους. Επιλέξιμες επενδύσεις είναι, αφενός, οι εθνικές δαπάνες για έργα που συγχρηματοδοτούνται από την ΕΕ στο πλαίσιο της διαρθρωτικής πολιτικής και της πολιτικής για τη συνοχή, των διευρωπαϊκών δικτύων και της διευκόλυνσης «Συνδέοντας την Ευρώπη» και, αφετέρου, η εθνική συγχρηματοδότηση έργων που συγχρηματοδοτούνται επίσης από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων.

3.      Διευκρινίσεις σχετικά με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις 3.1.      Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου

Νομικό πλαίσιο Το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη θα πρέπει να σημειώσουν πρόοδο για την επίτευξη υγιούς δημοσιονομικής θέσης. Προβλέπει συγκεκριμένα ότι «[…] Όταν καθορίζουν την πορεία προσαρμογής προς επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, για τα κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη επιτύχει τον στόχο αυτό, και όταν επιτρέπουν προσωρινή απόκλιση από αυτόν, για τα κράτη μέλη που τον έχουν ήδη επιτύχει, εφόσον διατηρείται κατάλληλο περιθώριο ασφαλείας όσον αφορά την τιμή αναφοράς για το έλλειμμα και η δημοσιονομική κατάσταση αναμένεται να επανέλθει στον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο εντός της περιόδου του προγράμματος, το Συμβούλιο και η Επιτροπή λαμβάνουν υπόψη την εφαρμογή μειζόνων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με άμεσες μακροπρόθεσμες θετικές δημοσιονομικές επιπτώσεις, περιλαμβανομένης της αύξησης της δυνητικής βιώσιμης ανάπτυξης, και κατά συνέπεια έχουν επαληθεύσιμο αντίκτυπο στη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Ιδιαίτερη προσοχή δίδεται σε μεταρρυθμίσεις των συνταξιοδοτικών συστημάτων οι οποίες εισάγουν σύστημα πολλαπλών πυλώνων που περιλαμβάνει έναν υποχρεωτικό πυλώνα με πλήρη χρηματοδότηση. Στα κράτη μέλη που εφαρμόζουν τέτοιες μεταρρυθμίσεις επιτρέπεται να αποκλίνουν από την πορεία προσαρμογής προς επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου ή από τον ίδιο τον στόχο, εφόσον η απόκλιση αντικατοπτρίζει τις άμεσες επαυξητικές επιπτώσεις της μεταρρύθμισης στο κρατικό ισοζύγιο, εφόσον διατηρείται κατάλληλο περιθώριο ασφαλείας σε σχέση με την τιμή αναφοράς του ελλείμματος.» Το άρθρο 9 του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι ο ίδιος κανόνας εφαρμόζεται στα κράτη μέλη εκτός της ζώνης του ευρώ.

Η παρούσα ενότητα παρέχει καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου, δηλαδή τη λεγόμενη «ρήτρα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων»[17].

Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες του Συμφώνου, επιτρέπεται στα κράτη μέλη που θέτουν σε εφαρμογή μείζονες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις να αποκλίνουν προσωρινά από τον ΜΔΣ τους ή από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξή του. Αυτό τους επιτρέπει να καλύπτουν το βραχυπρόθεσμο κόστος της εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που επιφέρουν μακροπρόθεσμες θετικές δημοσιονομικές επιπτώσεις, περιλαμβανομένης της αύξησης της δυνητικής διατηρήσιμης ανάπτυξης.

«Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» οι οποίες μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του Συμφώνου

Για να εφαρμοστεί πλήρως, η «ρήτρα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», πρέπει να βασίζεται σε σαφώς καθορισμένες αρχές όσον αφορά την επιλεξιμότητα των εν λόγω μεταρρυθμίσεων. Η Επιτροπή θα βασίζει την εκτίμησή της στα ακόλουθα κριτήρια:

i)            Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να είναι μείζονες. Μολονότι υπάρχουν ορισμένες μεμονωμένες μεταρρυθμίσεις με μείζονα θετικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη και τη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, όπως οι συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, οι καλά σχεδιασμένες και σφαιρικές δέσμες μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση διαρθρωτικών αδυναμιών μπορεί να έχουν επίσης μείζονα θετικό αντίκτυπο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν οι μεταρρυθμίσεις αλληλοενισχύουν τον αντίκτυπό τους μέσω της κατάλληλης επιλογής του μείγματος πολιτικής και της αλληλουχίας των φάσεων υλοποίησης.

ii)           Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να έχουν άμεσες μακροπρόθεσμες θετικές δημοσιονομικές επιπτώσεις, περιλαμβανομένης της αύξησης της δυνητικής διατηρήσιμης ανάπτυξης και, επομένως, επαληθεύσιμο αντίκτυπο στη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Οι επιπτώσεις στη διατηρησιμότητα μπορεί να απορρέουν  από την άμεση εξοικονόμηση δημοσιονομικών πόρων χάρη στις μεταρρυθμίσεις (όπως στις συντάξεις και την υγειονομική περίθαλψη) ή από τα αυξημένα έσοδα που αντλούνται μεσομακροπρόθεσμα από μια πιο αποδοτική οικονομία με υψηλότερο δυνητικό προϊόν (π.χ. λόγω της μείωσης της διαρθρωτικής ανεργίας ή της αύξησης του εργατικού δυναμικού) ή από συνδυασμό των δύο αυτών ειδών επιπτώσεων[18].

iii)          Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να εφαρμόζονται πλήρως. Μολονότι γίνεται δεκτό ότι όλες οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να εγκρίνονται προτού θεωρηθούν επιλέξιμες για τη ρήτρα, είναι επίσης αληθές ότι η ουσιαστική εφαρμογή εγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων απαιτεί ενίοτε χρόνο και μπορεί να υπόκειται σε καθυστερήσεις και εμπόδια. Το γεγονός αυτό θέτει το ζήτημα της θέσπισης ισχυρών διασφαλίσεων έναντι του κινδύνου να προκύψουν σφάλματα κατά την εφαρμογή. Μολονότι το Σύμφωνο δεν παρέχει τα εργαλεία για την παρακολούθηση της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου λειτουργεί το Σύμφωνο – και συγκεκριμένα η διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και η νέα διαδικασία υπερβολικών ανισορροπιών (ΔΥΑ)[19] – επιτρέπει στην Επιτροπή και το Συμβούλιο να εκτιμούν τις προκλήσεις και τις ανισορροπίες που απαιτούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να παρακολουθούν τα μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη.

Ενεργοποίηση της «ρήτρας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων»

Η Επιτροπή θα θεωρεί ότι το κριτήριο σχετικά με την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων πληρούται εκ των προτέρων όταν:

§ Το κράτος μέλος υποβάλλει πλήρες και λεπτομερές μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (για παράδειγμα, στο πλαίσιο του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων, το οποίο δημοσιεύεται μαζί με το πρόγραμμα σταθερότητας ή σύγκλισης) που περιλαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα και αξιόπιστο χρονοδιάγραμμα για την έγκριση και την υλοποίησή τους. Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θα παρακολουθείται στενά στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.

§ Στη συγκεκριμένη περίπτωση κράτους μέλους που υπόκειται στη διαδικασία υπερβολικών ανισορροπιών (ΔΥΑ), το εν λόγω κράτος μέλος έχει υποβάλει σχέδιο διορθωτικών μέτρων (ΣΔΜ) με τις αναγκαίες πληροφορίες. Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θα παρακολουθείται τότε μέσω της ΔΥΑ.

Και στις δύο περιπτώσεις, τα κράτη μέλη θα οφείλουν να παρέχουν εμπεριστατωμένη και διαφανή τεκμηρίωση και να εκφράζουν ποσοτικά τις μεταρρυθμίσεις όσον αφορά τόσο τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό τους αντίκτυπο όσο και τον μεσοπρόθεσμο αντίκτυπό τους στη δυνητική ανάπτυξη. Θα πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης λεπτομέρειες σχετικά με το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων.

Εφαρμογή της «ρήτρας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων»

Στην ειδική περίπτωση των μεταρρυθμίσεων του συνταξιοδοτικού συστήματος που συνίστανται στην εισαγωγή συστήματος πολλαπλών πυλώνων που περιλαμβάνει έναν υποχρεωτικό πυλώνα με πλήρη χρηματοδότηση, η μεθοδολογία που επιτρέπει να ληφθούν υπόψη τέτοιες μεταρρυθμίσεις στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου περιγράφεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 (βλ. πλαίσιο στην αρχή της παρούσας ενότητας)[20].

Για άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η Επιτροπή θα βασίζεται στις πληροφορίες που περιέχονται στο ειδικό σχέδιο διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (ή στο σχέδιο διορθωτικών μέτρων). Στην περίπτωση αυτή, θα συνιστά την παροχή στα επιλέξιμα κράτη μέλη πρόσθετου χρόνου για να επιτύχουν τον ΜΔΣ, επιτρέποντας επομένως προσωρινές αποκλίσεις από την πορεία διαρθρωτικής προσαρμογής για την επίτευξή του, ή για να αποκλίνουν προσωρινά από τον ΜΔΣ όσον αφορά τα κράτη μέλη που τον έχουν επιτύχει, υπό την προϋπόθεση ότι:

i)            οι μεταρρυθμίσεις πληρούν τα ανωτέρω κριτήρια·

ii)           η προσωρινή απόκλιση δεν υπερβαίνει το 0,5% του ΑΕΠ, και ο ΜΔΣ θα επιτευχθεί εντός του τετραετούς ορίζοντα του προγράμματος σταθερότητας ή σύγκλισης του έτους κατά το οποίο ενεργοποιείται η ρήτρα·

iii)          διατηρείται συνεχώς κατάλληλο περιθώριο ασφαλείας ώστε η απόκλιση από τον ΜΔΣ ή από τη συμφωνηθείσα πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής να μην έχει ως αποτέλεσμα την υπέρβαση της τιμής αναφοράς του 3% του ΑΕΠ για το έλλειμμα.

Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος παραλείψει να υλοποιήσει τις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις, δεν θα θεωρείται πλέον δικαιολογημένη η προσωρινή απόκλιση από τον ΜΔΣ ή από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξή του. Αν μια τέτοια μη συμμόρφωση οδηγεί σε σημαντική απόκλιση από τον ΜΔΣ ή από την πορεία προς αυτόν, η Επιτροπή θα εφαρμόζει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 και στο άρθρο 10 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97. Τούτο σημαίνει ότι η Επιτροπή θα εκδίδει προειδοποίηση προς το εν λόγω κράτος μέλος, ακολουθούμενη από πρόταση σύστασης του Συμβουλίου, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το κράτος μέλος θα λάβει εντός πέντε μηνών τα ενδεδειγμένα μέτρα πολιτικής για την αντιμετώπιση αυτής της απόκλισης. Για τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, μια συνεχιζόμενη μη συμμόρφωση μπορεί τελικά να οδηγήσει σε απαίτηση πραγματοποίησης τοκοφόρου κατάθεσης[21].

 

 Περίληψη σχετικά με τη «ρήτρα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» στο πλαίσιο του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου Η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη τον θετικό δημοσιονομικό αντίκτυπο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις: (i) είναι μείζονες, (ii) έχουν επαληθεύσιμες άμεσες μακροπρόθεσμες θετικές δημοσιονομικές επιπτώσεις, περιλαμβανομένης της αύξησης της δυνητικής διατηρήσιμης ανάπτυξης, και (iii) εφαρμόζονται πλήρως. Για να θεωρηθεί ότι μεταρρυθμιστικά μέτρα πληρούν τις προϋποθέσεις εκ των προτέρων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποβάλλουν ειδικό σχέδιο διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με λεπτομερείς και επαληθεύσιμες πληροφορίες, καθώς και αξιόπιστα χρονοδιαγράμματα έγκρισης και υλοποίησης. Η Επιτροπή θα προβαίνει σε εκτίμηση του σχετικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων προτού συστήσει να επιτραπεί προσωρινή απόκλιση από τον ΜΔΣ ή από την πορεία προς αυτόν. Η Επιτροπή θα παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Σε περίπτωση μη εφαρμογής, η Επιτροπή θα λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα.

3.2      Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του διορθωτικού σκέλους του Συμφώνου

Νομικό πλαίσιο

Το άρθρο 2 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1467/97 προβλέπει ότι «[… ] Η Επιτροπή, όταν καταρτίζει την έκθεσή της [που ζητείται] σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ [δηλαδή όταν ένα κράτος μέλος δεν πληροί τις απαιτήσεις βάσει του κριτηρίου του ελλείμματος ή του χρέους ή και των δύο], λαμβάνει υπόψη όλους τους κρίσιμους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, στο μέτρο που επηρεάζουν σημαντικά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους με τα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους. Η έκθεση απεικονίζει κατάλληλα: α) την εξέλιξη της μεσοπρόθεσμης οικονομικής κατάστασης […]· β) την εξέλιξη των μεσοπρόθεσμων οικονομι[κ]ών καταστάσεων, ειδικότερα τις επιδόσεις όσον αφορά την προσαρμογή στον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο, το επίπεδο του πρωτογενούς ισοζυγίου και των εξελίξεων στις πρωτογενείς δαπάνες, τόσο τις τρέχουσες όσο και κεφαλαιακές, την εφαρμογή πολιτικών στο πλαίσιο της πρόληψης και διόρθωσης των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών, την εφαρμογή πολιτικών στο πλαίσιο της κοινής αναπτυξιακής στρατηγικής για την Ένωση και τη συνολική ποιότητα των δημόσιων οικονομικών, ιδίως την αποτελεσματικότητα των εθνικών δημοσιονομικών πλαισίων· γ) την εξέλιξη της μεσοπρόθεσμης κατάστασης του δημόσιου χρέους […].

Η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως και ρητώς υπόψη οποιονδήποτε άλλο παράγοντα ο οποίος, κατά τη γνώμη του οικείου κράτους μέλους, συμβάλλει στην ολοκληρωμένη ποιοτική αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους και τον οποίον το κράτος μέλος έχει προτείνει στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή. […]

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή προβαίνουν σε ισόρροπη συνολική αξιολόγηση όλων των κρίσιμων παραγόντων [...]. Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με βάση το κριτήριο του ελλείμματος, εάν ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, οι παράγοντες αυτοί λαμβάνονται υπόψη κατά το στάδιο πριν από τη λήψη της απόφασης για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος που προβλέπεται στο άρθρο 126 παράγραφοι 4, 5 και 6 της ΣΛΕΕ, μόνον εάν πληρούνται απολύτως και οι δύο προϋποθέσεις της θεμελιώδους αρχής - ότι, για να ληφθούν υπόψη οι κρίσιμοι παράγοντες, το έλλειμμα του ευρύτερου δημόσιου τομέα παραμένει πλησίον της τιμής αναφοράς και ότι η υπέρβαση της τιμής αυτής είναι προσωρινή [...].

Αν το Συμβούλιο [...] αποφασίζει ότι υπάρχει υπερβολικό έλλειμμα σε κράτος μέλος, το Συμβούλιο και η Επιτροπή λαμβάνουν υπόψη, στα επόμενα στάδια της διαδικασίας του άρθρου 126 της ΣΛΕΕ τους σχετικούς παράγοντες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου [...], ιδίως για τον καθορισμό προθεσμίας για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος και ενδεχομένως την παράτασή της. [...]»

Ο κύριος σκοπός του διορθωτικού σκέλους του Συμφώνου είναι να διασφαλιστεί η ταχεία διόρθωση των υπερβολικών ελλειμμάτων. Οι σχετικοί κανόνες δεν περιλαμβάνουν λεπτομερείς διατάξεις ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (ή οι επενδύσεις) κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον ένα κράτος μέλος έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα σύμφωνα με τις συστάσεις του Συμβουλίου για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος. Ωστόσο, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν όντως αναγνωρισμένη θέση στο διορθωτικό σκέλος του Συμφώνου όταν αποφασίζονται διαφορετικά στάδια στο πλαίσιο της ΔΥΕ[22].

Πρώτον, η Επιτροπή, όταν εξετάζει εάν πρέπει να κινηθεί ΔΥΕ για ένα δεδομένο κράτος μέλος, αναλύει προσεκτικά όλες τις σχετικές μεσοπρόθεσμες εξελίξεις όσον αφορά την οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση και την κατάσταση του χρέους. Σε αυτούς τους «κρίσιμους παράγοντες» περιλαμβάνεται η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, όπως στη διαδικασία υπερβολικών ανισορροπιών. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η μη εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων συνιστά επιβαρυντικό κρίσιμο παράγοντα.

Δεύτερον, οι κρίσιμοι παράγοντες λαμβάνονται επίσης υπόψη κατά τον καθορισμό της προθεσμίας για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος. Μολονότι η διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος αναμένεται να πραγματοποιηθεί κατά το έτος που έπεται της διαπίστωσής του, η υλοποίηση μειζόνων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων συνιστά παράγοντα καίριας σημασίας που λαμβάνεται υπόψη όταν εναλλακτικά εξετάζεται μια πολυετής πορεία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος.

Για να καταστεί εφαρμόσιμη η διάταξη αυτή για τις μεταρρυθμίσεις που δεν έχουν ακόμη τεθεί πλήρως σε εφαρμογή, η Επιτροπή θα θεωρεί ότι μπορούν να ληφθούν υπόψη εκ των προτέρων, υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος υποβάλλει ειδικό σχέδιο διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, εγκεκριμένο από την κυβέρνηση και/ή το εθνικό κοινοβούλιο, με λεπτομερείς και επαληθεύσιμες πληροφορίες, καθώς και με αξιόπιστα χρονοδιαγράμματα για την εφαρμογή και την υλοποίησή του, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις όπως και για την ενεργοποίηση της «ρήτρας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» που περιγράφεται στην ενότητα 3.1. Τούτο δεν θίγει την ελάχιστη ετήσια βελτίωση κατά 0,5% του ΑΕΠ, που προβλέπει ως ενδεικτικό ποσοστό το άρθρο 3 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97.

Σε περίπτωση που κράτος μέλος αδυνατεί να υλοποιήσει τις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις, η Επιτροπή θα θεωρεί το γεγονός αυτό επιβαρυντικό παράγοντα κατά την αξιολόγηση της ανάληψης αποτελεσματικής δράσης ως απόκριση στη σύσταση που απευθύνθηκε στο πλαίσιο της ΔΥΕ και κατά τον καθορισμό προθεσμίας για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος. Η μη ανάληψη αποτελεσματικής δράσης θα οδηγεί σε εντατικοποίηση της διαδικασίας και σε ενδεχόμενη αναστολή των αναλήψεων υποχρεώσεων/πληρωμών των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών και επενδυτικών ταμείων[23]. Για τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, τούτο σημαίνει ότι η Επιτροπή θα συνιστά στο Συμβούλιο την επιβολή προστίμου[24].

Τρίτον, προκειμένου να περατώσει τη ΔΥΕ, η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη, κατά περίπτωση, το άμεσο κόστος των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων οι οποίες εισάγουν ένα σύστημα πολλαπλών πυλώνων που περιλαμβάνει έναν υποχρεωτικό πυλώνα με πλήρη χρηματοδότηση. Συγκεκριμένα, η ΔΥΕ μπορεί να περατωθεί, ακόμη και εάν το έλλειμμα είναι άνω του 3% του ΑΕΠ εφόσον, αφενός, η υπέρβαση οφείλεται εξ ολοκλήρου στο κόστος που συνεπάγεται η εφαρμογή της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος και, αφετέρου, το έλλειμμα μειώνεται ουσιαστικά και διαρκώς και έχει φθάσει σε επίπεδο που προσεγγίζει την τιμή αναφοράς.

Περίληψη σχετικά με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του διορθωτικού σκέλους του Συμφώνου Η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη ειδικού σχεδίου διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, το οποίο περιλαμβάνει λεπτομερείς και επαληθεύσιμες πληροφορίες, καθώς και αξιόπιστα χρονοδιαγράμματα για την έγκριση και την υλοποίησή του, όταν συνιστά προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος ή για τη διάρκεια ενδεχόμενης παράτασης της εν λόγω προθεσμίας. Η Επιτροπή θα παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Σε περίπτωση μη εφαρμογής, η Επιτροπή θα λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα.

4.      Διευκρινίσεις σχετικά με τις κυκλικές συνθήκες 4.1       Διαφοροποίηση της δημοσιονομικής προσπάθειας κατά τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου στο πλαίσιο του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου

Νομικό πλαίσιο Το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη θα πρέπει να σημειώσουν πρόοδο για την επίτευξη υγιούς δημοσιονομικής θέσης. Ειδικότερα, το άρθρο 5 προβλέπει ότι «[…] Το Συμβούλιο και η Επιτροπή, όταν εκτιμούν την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, εξετάζουν αν το οικείο κράτος μέλος προβαίνει στην απαιτούμενη για το σκοπό αυτό ετήσια βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου δημοσιονομικού ισοζυγίου του, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και λοιπά προσωρινά μέτρα, το ενδεικτικό ύψος της οποίας ορίζεται σε 0,5% του ΑΕΠ. Για τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν επίπεδο χρέους υψηλότερο του 60% του ΑΕΠ ή σημαντικούς κινδύνους όσον αφορά τη γενικότερη βιωσιμότητα του χρέους, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξετάζουν κατά πόσον η ετήσια βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου ισοζυγίου, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και λοιπά προσωρινά μέτρα, είναι σημαντικά υψηλότερη του 0,5% του ΑΕΠ. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή λαμβάνουν υπόψη κατά πόσο καταβάλλεται μεγαλύτερη προσπάθεια προσαρμογής σε περιόδους ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας, ενώ η προσπάθεια μπορεί να είναι πιο περιορισμένη σε περιόδους δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας.  Ιδιαίτερα λαμβάνονται υπόψη τα έκτακτα έσοδα και η υστέρηση εσόδων. [...]»

Προκειμένου να αξιολογηθεί η κατάλληλη πορεία προσαρμογής για κάθε κράτος μέλος προς τον αντίστοιχο ΜΔΣ, το Σύμφωνο απαιτεί να δίνεται η δέουσα προσοχή στην οικονομική κατάσταση, καθώς και στις προϋποθέσεις βιωσιμότητας. Καταρχήν, τα κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη επιτύχει τον ΜΔΣ τους πρέπει, ως ενδεικτικό ποσοστό, να επιδιώξουν ετήσια βελτίωση του διαρθρωτικού δημοσιονομικού ισοζυγίου της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ. Οι κανόνες προβλέπουν επίσης ότι η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη κατά πόσο καταβάλλεται μεγαλύτερη προσπάθεια προσαρμογής σε περιόδους ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας, ενώ η προσπάθεια μπορεί να είναι πιο περιορισμένη σε δυσμενείς περιόδους.

Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή κατήρτισε πίνακα (βλ. παράρτημα 2), ο οποίος διευκρινίζει και εξειδικεύει τις απαιτήσεις δημοσιονομικής προσαρμογής στο πλαίσιο του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου. Ο πίνακας αυτός είναι συμμετρικός και διακρίνει μεταξύ της μεγαλύτερης δημοσιονομικής προσπάθειας που πρέπει να καταβάλλεται σε ευνοϊκότερους καιρούς και της μικρότερης δημοσιονομικής προσπάθειας που πρέπει να καταβάλλεται όταν οι οικονομικές συνθήκες είναι δυσχερείς. Αυτό αναμένεται να επιτρέψει την καλύτερη συνεκτίμηση των κυκλικών συνθηκών. Αναμένεται επίσης να εξομαλύνει την απαιτούμενη δημοσιονομική προσπάθεια με την πάροδο του χρόνου ώστε να αποφευχθούν αδικαιολόγητες διακοπές καθώς αλλάζουν οι οικονομικές περιστάσεις.

Περίληψη σχετικά με τη διαφοροποίηση της δημοσιονομικής προσπάθειας κατά τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου στο πλαίσιο του προληπτικού σκέλους Στο εξής, η Επιτροπή θα εφαρμόζει πίνακα (ο οποίος παρατίθεται στο παράρτημα 2) για να προσδιορίζει την κατάλληλη δημοσιονομική προσαρμογή και να λαμβάνει καλύτερα υπόψη την κατάσταση του οικονομικού κύκλου των επιμέρους κρατών μελών στο πλαίσιο του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου.

4.2    Συνυπολογισμός μιας απρόβλεπτης πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας στο πλαίσιο του διορθωτικού σκέλους του Συμφώνου

Νομικό πλαίσιο Το Σύμφωνο λαμβάνει υπόψη απρόβλεπτες αρνητικές οικονομικές συνθήκες σε επίπεδο κράτους μέλους στο διορθωτικό σκέλος του Συμφώνου. Το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 προβλέπει ότι το Συμβούλιο, εφόσον κρίνει ότι υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα, απευθύνει σύσταση για ανάληψη αποτελεσματικής δράσης, η οποία περιλαμβάνει προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος, καθώς και ετήσιους δημοσιονομικούς στόχους για το κράτος μέλος. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να λάβει αποτελεσματικά μέτρα προς τον σκοπό αυτό εντός της προθεσμίας που τάσσεται από το Συμβούλιο. Ειδικότερα, το άρθρο 3 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1467/97 προβλέπει τα εξής: «Εάν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα σύμφωνα με τη σύσταση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της ΣΛΕΕ και μετά την έκδοση της σύστασης αυτής προκύψουν απρόβλεπτα αντίξοα οικονομικά συμβάντα με μείζονες αρνητικές επιπτώσεις για τα δημόσια οικονομικά, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει, με σύσταση της Επιτροπής, να εκδώσει αναθεωρημένη σύσταση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της ΣΛΕΕ. Με την αναθεωρημένη σύσταση, λαμβανομένων υπόψη των κρίσιμων παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, δύναται ιδίως να παραταθεί η προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος κατά ένα έτος κατά κανόνα. […]»

Οι κανόνες προβλέπουν τη δυνατότητα να ληφθεί υπόψη μια απρόβλεπτη επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, αναγνωρίζοντας την ανάγκη να γίνεται διάκριση μεταξύ των μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης και των αποτελεσμάτων της δημοσιονομικής εξυγίανσης, δεδομένου ότι τα τελευταία επηρεάζονται συχνά από εξελίξεις που εκφεύγουν του ελέγχου των αρχών.

Εάν μια χώρα έχει αναλάβει αποτελεσματική δράση καταβάλλοντας τη διαρθρωτική δημοσιονομική προσπάθεια που συνέστησε το Συμβούλιο, μπορεί να λάβει παράταση της προθεσμίας για διόρθωση του υπερβολικού ονομαστικού ελλείμματος, χωρίς επιβολή οικονομικών κυρώσεων (για τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ) ή αναστολή αναλήψεων υποχρεώσεων/πληρωμών των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών και επενδυτικών ταμείων (για όλα τα κράτη μέλη)[25].

Η Επιτροπή έχει αναπτύξει μια συστηματική προσέγγιση για την αξιολόγηση της πραγματοποίησης της απαιτούμενης διαρθρωτικής δημοσιονομικής προσπάθειας, την οποία ενέκρινε πρόσφατα το Συμβούλιο[26]. Η προσέγγιση αυτή βοηθά τον όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διαχωρισμό των δημοσιονομικών εξελίξεων που μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκονται υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης από τις εξελίξεις που οφείλονται σε μια απρόβλεπτη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας.

Περίληψη σχετικά με τον συνυπολογισμό του οικονομικού κύκλου στο πλαίσιο του διορθωτικού σκέλους Η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να αξιολογεί την αποτελεσματική δράση στο πλαίσιο του διορθωτικού σκέλους του Συμφώνου με βάση τη μέτρηση της διαρθρωτικής δημοσιονομικής προσπάθειας, με εξαίρεση τις δημοσιονομικές εξελίξεις που εκφεύγουν του ελέγχου των κυβερνήσεων.

4.3      Σοβαρή οικονομική ύφεση στη ζώνη του ευρώ ή στην Ένωση ως σύνολο

Νομικό πλαίσιο

Το Σύμφωνο μεριμνά για περιπτώσεις ασυνήθιστα αρνητικών οικονομικών συνθηκών σε επίπεδο ΕΕ ή ζώνης του ευρώ, τόσο στο προληπτικό όσο και στο διορθωτικό σκέλος του.

Προληπτικό σκέλος

Όπως εξηγείται στα πλαίσια με τίτλο «Νομικό πλαίσιο» στις ενότητες 2.1.1, 3.1 και 4.1, το Συμβούλιο εξετάζει κατά πόσον τα κράτη μέλη στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου λαμβάνουν επαρκή μέτρα για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου σε όλη τη διάρκεια του κύκλου. Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι κρίσιμοι παράγοντες, καθώς και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται. Επιπλέον, το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 καλύπτει την περίπτωση αρνητικών, ασυνήθων οικονομικών συνθηκών.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 5 προβλέπει ότι «[...] σε περίπτωση ασυνήθων περιστάσεων που εκφεύγουν του ελέγχου του συγκεκριμένου κράτους μέλους και έχουν σημαντική επίπτωση στη δημοσιονομική του κατάσταση ή σε περιόδους σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ ή την ΕΕ συνολικά, επιτρέπεται στα κράτη μέλη να αποκλίνουν προσωρινά από την πορεία προσαρμογής προς επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο, εφόσον δεν τίθεται σε κίνδυνο η διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα. […]»

Διορθωτικό σκέλος

Όπως εξηγείται στα πλαίσια με τίτλο «Νομικό πλαίσιο» στις ενότητες 2.1 και 4.2, το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 προβλέπει ότι το Συμβούλιο, εφόσον κρίνει ότι υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα, απευθύνει σύσταση για ανάληψη αποτελεσματικής δράσης, η οποία περιλαμβάνει προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος καθώς και ετήσιους δημοσιονομικούς στόχους για το κράτος μέλος. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να λάβει αποτελεσματικά μέτρα προς τον σκοπό αυτό εντός της προθεσμίας που τάσσεται από το Συμβούλιο. Το άρθρο 3 επιτρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα ασυνήθιστα αρνητικών οικονομικών συνθηκών.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 3 αναφέρει ότι «[…] [σ]ε περίπτωση σοβαρής ύφεσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ ή στην ΕΕ συνολικώς, το Συμβούλιο μπορεί επίσης να αποφασίσει, κατόπιν συστάσεως της Επιτροπής, να εκδώσει αναθεωρημένη σύσταση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της ΣΛΕΕ, με την προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο δεν θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα.»

Από το 2011, το Σύμφωνο επιτρέπει, σε περιπτώσεις σοβαρής ύφεσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ ή στην Ένωση συνολικά, να προσαρμόζεται ο ρυθμός της δημοσιονομικής εξυγίανσης για όλα τα κράτη μέλη, με την προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο δεν θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα.

Η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμοσθεί ποτέ μέχρι σήμερα, παρόλο που, εκ των πραγμάτων, αντικατοπτρίζει τη συλλογιστική που χρησιμοποιήθηκε κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, όταν οι πορείες προσαρμογής ανασχεδιάστηκαν για διάφορα κράτη μέλη. Η ενεργοποίηση της διάταξης αυτής δεν θα είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή της δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά μάλλον τον ανασχεδιασμό της πορείας προσαρμογής σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας, από την άποψη τόσο των προσπαθειών προσαρμογής όσο και των προθεσμιών για την επίτευξη των στόχων, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξαιρετικές περιστάσεις της σοβαρής ύφεσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ ή στην Ένωση συνολικά. Η χρήση αυτής της διάταξης θα πρέπει να παραμείνει περιορισμένη σε εξαιρετικές και σαφώς προσδιορισμένες περιστάσεις ώστε να περιοριστεί στο ελάχιστο ο ηθικός κίνδυνος.

Περίληψη σχετικά με την περίπτωση της σοβαρής οικονομικής ύφεσης

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι διατάξεις του Συμφώνου για την αντιμετώπιση σοβαρής οικονομικής ύφεσης στη ζώνη του ευρώ ή στην ΕΕ ως σύνολο θα πρέπει να χρησιμοποιούνται όταν κρίνεται απαραίτητο.

5.      Συμπέρασμα

Η παρούσα ερμηνευτική ανακοίνωση παρέχει πρόσθετη καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή θα εφαρμόζει το περιθώριο ερμηνείας που διαθέτει κατά την εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Η Επιτροπή θα εφαρμόσει την καθοδήγηση αυτή αμέσως. Θα συνεργαστεί με τα κράτη μέλη και το Συμβούλιο για να παράσχει τις τυχόν αναγκαίες διευκρινίσεις ενόψει των επικείμενων σημαντικών προθεσμιών, ειδικότερα δε ενόψει της παρουσίασης των προγραμμάτων σταθερότητας ή σύγκλισης και των εθνικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων την άνοιξη του 2015. Η Επιτροπή θα υποβάλει επίσης την παρούσα ανακοίνωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Η παρούσα ανακοίνωση παρέχει σαφήνεια στα κράτη μέλη σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να διασφαλιστεί ότι το κοινό δημοσιονομικό πλαίσιο θα στηρίζει την ατζέντα της ΕΕ για την απασχόληση και την ανάπτυξη, ιδίως όσον αφορά τις επενδύσεις και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, λαμβάνοντας συγχρόνως καλύτερα υπόψη την κατάσταση του οικονομικού κύκλου στα επιμέρους κράτη μέλη.

Η παρούσα ανακοίνωση δεν αντικαθιστά τους υφιστάμενους κανόνες του Συμφώνου, ούτε την ανάγκη για μια συνολική αξιολόγηση από την Επιτροπή και το Συμβούλιο της ευρύτερης οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης κάθε κράτους μέλους, της ζώνης του ευρώ και της ΕΕ ως συνόλου, σύμφωνα με το πνεύμα της Συνθήκης και τον γενικό της στόχο για εξασφάλιση υγιών δημόσιων οικονομικών. Επιπλέον, υπάρχουν επαρκείς διασφαλίσεις και προϋποθέσεις ώστε, εκτός από τη βέλτιστη χρησιμοποίηση της ευελιξίας στο πλαίσιο των υφιστάμενων κανόνων, να διαφυλαχθούν η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητά τους για μια υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική.

Πέρα από την παρούσα ανακοίνωση, η Επιτροπή θα συνεργαστεί επίσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη σε όλα τα επίπεδα για να καθορίσει περαιτέρω μέτρα ώστε να εξασφαλιστεί στενότερος συντονισμός της οικονομικής πολιτικής και πρόοδος προς την εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής  Ένωσης.

Όπως συμφωνήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ο Πρόεδρος της Επιτροπής, σε στενή συνεργασία με τον Πρόεδρο της Συνόδου Κορυφής για το Ευρώ, τον Πρόεδρο της Ευρωομάδας και τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα υποβάλει έκθεση σχετικά με αυτά τα ζητήματα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2015. Στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας της για το 2015 [27], η Επιτροπή έχει επίσης αναλάβει τη δέσμευση να επεξεργασθεί προτάσεις για περαιτέρω βήματα προς μια κοινή κυριαρχία στον τομέα της οικονομικής διακυβέρνησης.

Παράρτημα 1 - στατιστική καταχώρηση των συνεισφορών σχετικά με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων

Παρατίθενται κατωτέρω ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο διάφοροι τύποι συνεισφορών μπορούν να καταχωρούνται από στατιστική άποψη από την Eurostat. Αυτή η στατιστική καταχώρηση αποτελεί χωριστό στάδιο και δεν θίγει την από μέρους της Επιτροπής αξιολόγηση των εν λόγω συνεισφορών δυνάμει των σχετικών διατάξεων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Παράδειγμα 1. Συνεισφορές σε χρήμα των κρατών μελών στο επίπεδο του ΕΤΣΕ

Δεν μπορεί να προσδιοριστεί με πλήρη βεβαιότητα εάν οι συνεισφορές σε χρήμα των κρατών μελών στο EΤΣΕ έχουν στατιστικές επιπτώσεις στο έλλειμμά τους, έως ότου θεσπιστούν οι λεπτομερείς νομικές ρυθμίσεις και διευθετήσεις διακυβέρνησης του Ταμείου. Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος δεν διαθέτει τους πόρους για τις εν λόγω συνεισφορές και καταφύγει σε δανεισμό για να τους αποκτήσει, αυτό θα αυξήσει το δημόσιο χρέος.

Παράδειγμα 2. Χρησιμοποίηση εγγυήσεων από τα κράτη μέλη στο επίπεδο του ΕΤΣΕ

Στην περίπτωση που τα κράτη μέλη παρέχουν εγγυήσεις προς το ΕΤΣΕ, δεν πρέπει να υπάρχουν άμεσες επιπτώσεις στο έλλειμμα ή το χρέος μέχρι τη στιγμή που η εγγύηση καταπίπτει, και για το ποσό της σχετικής απαίτησης, εάν ζητηθεί.

Παράδειγμα 3. Συγχρηματοδότηση των κρατών μελών για επιμέρους έργα

Οι άμεσες συνεισφορές από τα κράτη μέλη για έργα, συμπεριλαμβανομένων των επενδυτικών πλατφορμών, μπορούν να πραγματοποιούνται με διάφορες μορφές, όπως συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο, δάνεια, εγγυήσεις, κλπ. Η στατιστική καταχώρηση ποικίλλει ανάλογα με τη μορφή του μέσου:

§ Για τις εγγυήσεις, η στατιστική καταχώρηση θα ακολουθεί τις ίδιες αρχές όπως στο παράδειγμα 2.

§ Για τη συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο, η στατιστική καταχώρηση εξαρτάται από το κατά πόσον μπορεί να αναμένεται κανονικό για τα δεδομένα της αγοράς ποσοστό απόδοσης (παρόμοιο με εκείνο που θα ανέμενε ένας ιδιώτης επενδυτής). Στην περίπτωση αυτή, η συμμετοχή δεν θα έχει αντίκτυπο στο έλλειμμα. Ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στα επίπεδα χρέους εάν η χρηματοδότηση γίνεται μέσω κρατικού δανεισμού.

§ Η χορήγηση δανείων δεν έχει αντίκτυπο στο έλλειμμα, εκτός εάν υπάρχουν αποδείξεις ότι το δάνειο δεν θα επιστραφεί. Ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στα επίπεδα χρέους εάν η χρηματοδότηση γίνεται μέσω κρατικού δανεισμού.

§ Οι επιχορηγήσεις έχουν άμεσο αντίκτυπο στο έλλειμμα και έμμεσο αντίκτυπο στο χρέος εάν η χρηματοδότηση γίνεται μέσω κρατικού δανεισμού.

§ Εάν τα κράτη μέλη κάνουν χρήση πόρων από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία, το τμήμα της εθνικής συγχρηματοδότησης θα έχει αντίκτυπο στο έλλειμμα. Ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στα επίπεδα χρέους εάν η χρηματοδότηση γίνεται μέσω κρατικού δανεισμού. Το τμήμα της ευρωπαϊκής συγχρηματοδότησης καταχωρείται ως χρηματοοικονομική συναλλαγή και ως εκ τούτου δεν έχει αντίκτυπο στους λογαριασμούς των κρατών μελών.

Παράδειγμα 4. Συνεισφορές μέσω εθνικών τραπεζών στήριξης

Ένα κράτος μέλος μπορεί να εξετάσει τη δυνατότητα καταβολής συνεισφορών μέσω εθνικής τράπεζας στήριξης (ΕΤΣ), τόσο στο επίπεδο του ΕΤΣΕ όσο και στο επίπεδο μεμονωμένων έργων, συμπεριλαμβανομένων των επενδυτικών πλατφορμών. Ο αντίκτυπος θα εξαρτηθεί κατά πρώτο και κύριο λόγο από το εάν η εθνική τράπεζα στήριξης κατατάσσεται ή όχι στον δημόσιο τομέα. Εάν η τράπεζα κατατάσσεται στον δημόσιο τομέα, ο αντίκτυπος θα είναι ακριβώς ο ίδιος όπως εάν η επένδυση πραγματοποιείτο από το ίδιο το Δημόσιο. Εάν η τράπεζα κατατάσσεται εκτός του δημόσιου τομέα, η στατιστική καταχώρηση θα εξαρτηθεί από το εάν η εθνική τράπεζα στήριξης αναλαμβάνει την επένδυση για λογαριασμό της ή εάν συνεισφέρει στο έργο εξ ονόματος του Δημοσίου. Εάν διαπιστωθεί ότι συμβαίνει αυτό, η πράξη θα θεωρείται ως μέρος των δημόσιων λογαριασμών, πράγμα που σημαίνει ότι τα ποσά που δαπανώνται εξ ονόματος του Δημοσίου θα αντιμετωπίζονται ως δημόσιες δαπάνες, ενώ οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται για την εξασφάλιση αυτού του ποσού θα αντιμετωπίζονται ως δημόσιο χρέος.

Παράρτημα 2 - Πίνακας για τον προσδιορισμό της ετήσιας δημοσιονομικής προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου (ΜΔΣ) στο πλαίσιο του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου

|| || Απαιτούμενη ετήσια δημοσιονομική προσαρμογή*

|| Κατάσταση || Χρέος κάτω του 60 και κανένας κίνδυνος για τη διατηρησιμότητα || Χρέος άνω του 60 ή κίνδυνος για τη διατηρησιμότητα

Εξαιρετικά δυσμενείς περίοδοι || Πραγματική ανάπτυξη <0 ή παραγωγικό κενό <-4 || Δεν χρειάζεται προσαρμογή

Πολύ δυσμενείς περίοδοι || -4 ≤ παραγωγικό κενό <-3 || 0 || 0,25

Δυσμενείς περίοδοι || -3 ≤ παραγωγικό κενό <-1,5 || 0 εάν η ανάπτυξη είναι κάτω της δυνητικής, 0,25 εάν η ανάπτυξη είναι άνω της δυνητικής || 0,25 εάν η ανάπτυξη είναι κάτω της δυνητικής, 0,5 εάν η ανάπτυξη είναι άνω της δυνητικής

Κανονικές περίοδοι || -1,5 ≤ παραγωγικό κενό <1,5 || 0,5 || > 0,5

Ευνοϊκές περίοδοι || παραγωγικό κενό ≥ 1,5 || > 0,5 εάν η ανάπτυξη είναι κάτω της δυνητικής, ≥ 0,75 εάν η ανάπτυξη είναι άνω της δυνητικής || ≥ 0,75 εάν η ανάπτυξη είναι κάτω της δυνητικής, ≥ 1 εάν η ανάπτυξη είναι άνω της δυνητικής

* Όλα τα αριθμητικά στοιχεία εκφράζονται ως % του ΑΕΠ.

Ορισμοί:

Δημοσιονομική προσαρμογή: βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης σε διαρθρωτικούς όρους (δηλαδή κυκλικά προσαρμοσμένο και χωρίς τα εφάπαξ μέτρα). Δυνητική ανάπτυξη: εκτιμώμενο ποσοστό ανάπτυξης όταν η οικονομία εξαντλεί το παραγωγικό της δυναμικό. Παραγωγικό κενό: διαφορά μεταξύ του επιπέδου πραγματικής και δυνητικής παραγωγής (εκφραζόμενο σε ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τη δυνητική παραγωγή). Δυνητική παραγωγή: συνοπτικός δείκτης της ικανότητας της οικονομίας να δημιουργεί βιώσιμη, μη πληθωριστική παραγωγή.

Επεξηγήσεις:

Ο πίνακας βοηθά ώστε τα κράτη μέλη να επανακαθορίζουν τις δημοσιονομικές τους προσαρμογές κατά τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη τις ανάγκες δημοσιονομικής εξυγίανσης.

Όσο μεγαλύτερο είναι το θετικό (αρνητικό) παραγωγικό κενό, τόσο μεγαλύτερη (μικρότερη) είναι η απαιτούμενη προσπάθεια προσαρμογής. Ο πίνακας λαμβάνει υπόψη την κατεύθυνση προς την οποία οδεύει η οικονομία, δηλαδή αν η οικονομική κατάσταση βελτιώνεται ή επιδεινώνεται, διακρίνοντας αν το πραγματικό ΑΕΠ υπερβαίνει ή υπολείπεται του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης για μια συγκεκριμένη χώρα.

Η προσπάθεια που απαιτείται είναι επίσης μεγαλύτερη για τα κράτη μέλη με συνολικά δυσμενείς δημοσιονομικές θέσεις, δηλαδή όταν η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών βρίσκεται σε κίνδυνο ή ο δείκτης του χρέους προς το ΑΕΠ είναι πάνω από την τιμή αναφοράς του 60% του ΑΕΠ που προβλέπει η Συνθήκη. 

Όλα τα κράτη μέλη αναμένεται να συσσωρεύουν αποταμιεύσεις σε περιόδους ευνοϊκής συγκυρίας ώστε να μπορούν να διαθέτουν επαρκή περιθώρια για τη λειτουργία των λεγόμενων αυτόματων σταθεροποιητών (π.χ. υψηλότερες κοινωνικές δαπάνες και χαμηλότερα φορολογικά έσοδα) σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Σε περιόδους ευνοϊκής συγκυρίας, τα δημόσια έσοδα αυξάνουν λόγω της εντονότερης οικονομικής δραστηριότητας, ενώ μειώνονται οι δαπάνες που σχετίζονται με την ανεργία. Ως εκ τούτου, ο πίνακας προβλέπει υψηλότερη δημοσιονομική προσαρμογή για τα κράτη μέλη που κρίνεται ότι διέρχονται περίοδο ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας, ήτοι όταν το παραγωγικό κενό τους εκτιμάται ότι είναι ≥ 1,5%. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν κινδύνους για τη δημοσιονομική τους βιωσιμότητα ή των οποίων οι δείκτες χρέους προς το ΑΕΠ υπερβαίνουν το 60% και, ως εκ τούτου, τα εν λόγω κράτη μέλη θα απαιτείται να πραγματοποιούν διαρθρωτική δημοσιονομική προσαρμογή ύψους ≥ 0,75% του ΑΕΠ ή ≥ 1% του ΑΕΠ, ανάλογα με το αν η ευνοϊκή οικονομική τους κατάσταση εξακολουθεί να βελτιώνεται περαιτέρω ή όχι.

Σε κανονικές περιόδους, δηλαδή όταν το παραγωγικό κενό κυμαίνεται μεταξύ -1,5% και +1,5%, όλα τα κράτη μέλη με δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ κάτω του 60% απαιτείται να καταβάλλουν προσπάθεια ύψους 0,5% του ΑΕΠ, ενώ τα κράτη μέλη με επίπεδο χρέους άνω του 60% του ΑΕΠ οφείλουν να προβαίνουν σε προσαρμογή άνω του 0,5% του ΑΕΠ.

Σε δυσμενείς περιόδους, δηλαδή όταν το παραγωγικό κενό κυμαίνεται μεταξύ -3% και -1,5%, η απαιτούμενη προσαρμογή θα είναι μικρότερη. Όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ με δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ κάτω του 60% θα πρέπει να εξασφαλίζουν δημοσιονομική προσπάθεια ύψους 0,25% του ΑΕΠ όταν η οικονομική τους ανάπτυξη υπερβαίνει τη δυνητική, ενώ θα επιτρέπεται προσωρινά μηδενική δημοσιονομική προσαρμογή όταν η οικονομική τους ανάπτυξη υπολείπεται της δυνητικής.

Σε πολύ δυσμενείς περιόδους, δηλαδή όταν το παραγωγικό κενό κυμαίνεται μεταξύ -4% και -3%, θα επιτρέπεται προσωρινά μηδενική προσαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη με δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ κάτω του 60%, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα απαιτείται να πραγματοποιηθεί δημοσιονομική προσπάθεια, ενώ τα κράτη μέλη των οποίων οι δείκτες χρέους προς το ΑΕΠ υπερβαίνουν το 60% θα χρειάζεται να πραγματοποιήσουν ετήσια προσαρμογή ύψους 0,25% του ΑΕΠ.

Σε εξαιρετικά δυσμενείς περιόδους, δηλαδή όταν το παραγωγικό κενό βρίσκεται κάτω του -4% ή όταν το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώνεται, όλα τα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από τα επίπεδα του χρέους τους, θα απαλλάσσονται προσωρινά από την υποχρέωση πραγματοποίησης οποιασδήποτε δημοσιονομικής προσπάθειας.

Ο καθορισμός των κατώτατων ορίων για το παραγωγικό κενό σε -3% και -4% στηρίζεται σε ιστορικά δεδομένα: από τη δεκαετία του 1980, τα παραγωγικά κενά στις χώρες της ΕΕ υπήρξαν κατώτερα του -4% ένα μόνο έτος ανά 20ετία, ενώ ανήλθαν σε -3% ένα μόνο έτος ανά 10ετία και, ως εκ τούτου, οι δύο αυτές τιμές είναι πραγματικά δηλωτικές πολύ δυσμενών και εξαιρετικά δυσμενών περιόδων.

[1]               COM(2014) 902 της 28ης Νοεμβρίου 2014.

[2]               COM(2014) 903 της 26ης Νοεμβρίου 2014.

[3]               Το Σύμφωνο εδράζεται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και αποτελείται από τον κανονισμό (ΕΚ) 1466/97 του Συμβουλίου (το «προληπτικό σκέλος», με βάση το άρθρο 121 της ΣΛΕΕ) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ 1467/97 του Συμβουλίου (το «διορθωτικό σκέλος», με βάση το άρθρο 126 της ΣΛΕΕ), καθώς και από τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις τους και τη συναφή νομοθεσία. Για πρόσβαση στα έγγραφα, βλ.: http://ec.europa.eu/economy_finance/economic_governance/sgp/index_en.htm

[4]               «Όσον αφορά τη χρήση των εθνικών προϋπολογισμών για ανάπτυξη και επενδύσεις, οφείλουμε – όπως επανεπιβεβαίωσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 27 Ιουνίου 2014 – να τηρήσουμε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, χρησιμοποιώντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ευελιξία που εμπεριέχεται στους ισχύοντες κανόνες του Συμφώνου, όπως μεταρρυθμίστηκαν το 2005 και το 2011. Σκοπεύω να εκδώσω συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές για το ζήτημα αυτό, στο πλαίσιο της φιλόδοξης δέσμης μέτρων για την απασχόληση, την ανάπτυξη και τις επενδύσεις». Jean-Claude Juncker, «Νέο ξεκίνημα για την Ευρώπη: Το πρόγραμμά μου για απασχόληση, ανάπτυξη, δικαιοσύνη και δημοκρατική αλλαγή. Πολιτικές κατευθύνσεις για την επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή», 15 Ιουλίου 2014. Διατίθεται στον δικτυακό τόπο:

                http://ec.europa.eu/priorities/docs/pg_el.pdf

[5]                      «Σεβόμαστε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Όλες οι οικονομίες μας πρέπει να εξακολουθήσουν να επιδιώκουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Σαφέστατα, η κοινή μας ισχύς εξαρτάται από την επιτυχία κάθε χώρας ξεχωριστά. Για το λόγο αυτόν, η Ένωση χρειάζεται τολμηρά βήματα για να ενθαρρύνει την ανάπτυξη, να αυξήσει τις επενδύσεις, να δημιουργήσει περισσότερες και καλύτερες θέσεις απασχόλησης και να ενθαρρύνει τις μεταρρυθμίσεις για την ανταγωνιστικότητα. Αυτό επίσης προϋποθέτει βέλτιστη χρήση της εγγενούς ευελιξίας των ισχυόντων κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.» Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2014. Διατίθεται στον δικτυακό τόπο:       http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_Data/docs/pressdata/en/ec/143478.pdf

[6]               Βλ. ιδίως το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το «Ευρωπαϊκό εξάμηνο για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών: εφαρμογή των προτεραιοτήτων του 2014» (A8-0019/2014), της 22ας Οκτωβρίου 2014.

[7]               Για άλλο ένα παράδειγμα ερμηνευτικής ανακοίνωσης, βλ. την ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με ορισμένες πτυχές των διατάξεων της οδηγίας "τηλεόραση χωρίς σύνορα" όσον αφορά την τηλεοπτική διαφήμιση, ΕΕ C 102 της 28.4.2004, σ. 2.

[8]               Ο ΜΔΣ υπολογίζεται ως συνάρτηση της δυνητικής ανάπτυξης, του χρέους της γενικής κυβέρνησης και του κόστους της γήρανσης του πληθυσμού.

[9]               Επί του παρόντος, ένδεκα κράτη μέλη βρίσκονται στο διορθωτικό σκέλος του Συμφώνου («σε ΔΥΕ»), έναντι είκοσι τεσσάρων το 2011.

[10]             Βλ. ομιλία του Προέδρου της ΕΚΤ κ. Mario Draghi στις 22 Αυγούστου 2014 στο Jackson Hole: «[Μ]πορεί να αποδειχθεί χρήσιμη μια συζήτηση σχετικά με τον συνολικό δημοσιονομικό προσανατολισμό της ζώνης του ευρώ. Αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει σε άλλες μεγάλες προηγμένες οικονομίες, ο δημοσιονομικός μας προσανατολισμός δεν στηρίζεται σε έναν και μοναδικό προϋπολογισμό που εγκρίνεται από ένα και μοναδικό Κοινοβούλιο, αλλά στη συνάθροιση 18 [από την 1η Ιανουαρίου 2015: 19] εθνικών προϋπολογισμών και του προϋπολογισμού της ΕΕ. Ο στενότερος συντονισμός μεταξύ των διαφόρων εθνικών δημοσιονομικών προσανατολισμών αναμένεται καταρχήν να μας επιτρέψει να επιτύχουμε έναν συνολικά ευνοϊκότερο για την ανάπτυξη δημοσιονομικό προσανατολισμό για τη ζώνη του ευρώ.»

[11]             COM(2015) 10 της 13ης Ιανουαρίου 2015.

[12]             «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σημειώνει την ευνοϊκή θέση της Επιτροπής όσον αφορά τέτοιου είδους εισφορές κεφαλαίου στο πλαίσιο της αξιολόγησης των δημόσιων οικονομικών δυνάμει του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, οπωσδήποτε σύμφωνα με την ευελιξία που υπάρχει στους ισχύοντες κανόνες του». Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 18ης-19ης Δεκεμβρίου 2014, διαθέσιμα στη διεύθυνση:

                http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_data/docs/pressdata/en/ec/146411.pdf

[13]             Με τον ίδιο τρόπο θα αντιμετωπίζονται οι εγγυήσεις, στο μέτρο που επηρεάζουν το έλλειμμα και/ή το χρέος.

[14]                    Επιστολή της 3ης Ιουλίου 2013 του πρώην Αντιπροέδρου της Επιτροπής Olli Rehn στους υπουργούς Οικονομικών της ΕΕ για την εφαρμογή του άρθρου 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97. Η προσέγγιση αυτή εφαρμόστηκε το 2013 για τη Βουλγαρία και το 2014 για τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία.

[15]             Συμπεριλαμβανομένων έργων που συγχρηματοδοτούνται μέσω της Πρωτοβουλίας για την Απασχόληση των Νέων.

[16]             Βλ. επίσης ενότητα 4 κατωτέρω.

[17]             Βλ. ομιλία του Προέδρου της ΕΚΤ κ. Mario Draghi στις 22 Αυγούστου 2014 στο Jackson Hole: «[Η] υπάρχουσα ευελιξία στο πλαίσιο των κανόνων θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να αντιμετωπιστεί καλύτερα η ισχνή ανάκαμψη και να καλυφθεί το κόστος των απαιτούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.»

[18]             Για ανάλυση των επιπτώσεων των μεταρρυθμίσεων, βλ. European Economy, Economic Papers 541, Δεκέμβριος 2014:  «Ο δυνητικός αναπτυξιακός αντίκτυπος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην ΕΕ — συγκριτική αξιολόγηση», που δημοσιεύθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

[19]             Βλ. κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1176/2011.

[20]             Η εν λόγω μεθοδολογία έχει εφαρμοστεί, για παράδειγμα, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος που θεσπίστηκε στη Λετονία το 2013.

[21]             Άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1173/2011.

[22]             Επιπλέον, όταν υπάγονται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ  πρέπει να υποβάλλουν πρόγραμμα οικονομικής εταιρικής σχέσης το οποίο περιγράφει τα μέτρα πολιτικής και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική και διατηρήσιμη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος. Βλ. άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 473/2013.

[23]             Άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1303/2013.

[24]             Άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1173/2011.

[25]             Άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1303/2013.

[26]             Βλ. συμπεράσματα του Συμβουλίου ECOFIN της 20ής Ιουνίου 2014 στη διεύθυνση: http://www.consilium.europa.eu/ueDocs/cms_Data/docs/pressData/en/ecofin/143293.pdf

[27]             COM(2014) 910 της 16ης Δεκεμβρίου 2014.