52014DC0036

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ σχετικά με την πρόοδο της Βουλγαρίας στο πλαίσιο του μηχανισμού συνεργασίας και ελέγχου /* COM/2014/036 final */


1. Εισαγωγή

Το 2012, πέμπτο έτος του μηχανισμού συνεργασίας και ελέγχου (ΜΣΕ), η Επιτροπή αποφάσισε να διενεργήσει μια πιο μακροπρόθεσμη αξιολόγηση, ώστε να υπάρχει μια πλήρης εικόνα της προόδου. Η αξιολόγηση αυτή δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2012[1]. Έδειξε ότι υπάρχει σημαντική πρόοδος όσον αφορά την προσαρμογή του βασικού νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου, αλλά και κάποια εναπομένοντα σημαντικά κενά καθώς και ανάγκη για αποτελεσματική και συνεπή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Εξακολουθούσαν να υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις προς αντιμετώπιση. Στο πλαίσιο αυτό αποφασίστηκε να διατεθεί μεγαλύτερη χρονική περίοδος μέχρι την επόμενη έκθεση (18 μήνες), ώστε να φανεί πώς εδραιώνονται οι μεταρρυθμίσεις που έχει ήδη εφαρμόσει η Βουλγαρία και να υπάρχει αρκετός χρόνος προκειμένου να αξιολογηθεί ο βαθμός βιωσιμότητας πριν από την επόμενη αξιολόγηση. Η έκθεση του 2012, η μεθοδολογία της και τα συμπεράσματά της εγκρίθηκαν επίσης στα συμπεράσματα του Συμβουλίου Υπουργών[2].

Η παρούσα έκθεση αξιολογεί την πρόοδο που έχει επιτελέσει η Βουλγαρία στους κεντρικούς τομείς του ΜΣΕ, δηλαδή τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, την πάταξη της διαφθοράς και την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Τα ζητήματα αυτά έχουν καίριο ρόλο για τον εκσυγχρονισμό της βουλγαρικής κοινωνίας: για να επιτύχει η μεταρρύθμιση, χρειάζεται μια συνεπής και συνεκτική προσέγγιση, βασισμένη σε ευρεία συναίνεση της βουλγαρικής κοινωνίας. Το γεγονός ότι η περίοδος που καλύπτεται από την παρούσα έκθεση χαρακτηρίστηκε από τρεις διαφορετικές κυβερνήσεις δεν βοήθησε στη δημιουργία αυτής της συναίνεσης, αν και τα γεγονότα έδειξαν επίσης ευρεία επιθυμία του κοινού για μεταρρύθμιση.

Η Επιτροπή πιστεύει ότι η διαδικασία παρακολούθησης του ΜΣΕ, οι ευκαιρίες που προσφέρονται από τη χρηματοδότηση της ΕΕ και η εποικοδομητική συμμετοχή της Επιτροπής και πολλών κρατών μελών συνεχίζουν να αποτελούν πολύτιμη στήριξη για τις μεταρρυθμίσεις στη Βουλγαρία. Η επόμενη επίσημη έκθεση θα συνταχθεί σε ένα έτος περίπου.

2. Η μεταρρυθμιστική διαδικασία στη Βουλγαρία

2.1       Μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος

Ανεξαρτησία, ακεραιότητα και λογοδοσία

Η εμπιστοσύνη του κοινού στο βουλγαρικό δικαστικό σύστημα δεν είναι υψηλή[3]. Οι εκθέσεις του ΜΣΕ έχουν δείξει τρόπους βελτίωσης της εν λόγω εμπιστοσύνης, με μια επαγγελματική προσέγγιση διαχείρισης του συστήματος ώστε να απομονωθούν οι διορισμοί των δικαστικών και οι δικαστικές αποφάσεις από τις πολιτικές επιρροές[4].

Από τον Ιούλιο του 2012 έχουν πραγματοποιηθεί ορισμένα σημαντικά βήματα. Οι διαδικασίες διορισμού των ανώτερων δικαστικών έχουν καταστεί πιο δημόσιες και υπήρξε πιο επίμονη προσπάθεια για την επίλυση ορισμένων από τα διοικητικά προβλήματα που αντιμετωπίζει το διοικητικό σύστημα, όπως οι ανισορροπίες του φόρτου εργασίας. Αναγνωρίστηκε ότι είναι αναγκαία η ανάληψη δράσης για κάποια σοβαρά προβλήματα, όπως η ανάγκη προστασίας του συστήματος ανάθεσης υποθέσεων από τη χειραγώγηση. Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2013, δεν υπήρξαν μετωπικές επιθέσεις της εκτελεστικής εξουσίας κατά του δικαστικού συστήματος.[5] Ωστόσο, όπως έχει επίσης τονιστεί σε προηγούμενες εκθέσεις, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος στη Βουλγαρία.

Τον Ιούλιο του 2012, η Επιτροπή εξέφρασε την ελπίδα ότι η μελλοντική διοίκηση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου (ΑΔΣ) θα το καταστήσει βασικό όργανο για την επίτευξη προόδου όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος. Οι μεταρρυθμίσεις το 2012 καθιέρωσαν πιο δημόσιες διαδικασίες εκλογής για το ΑΔΣ.  Ωστόσο, η διενέργεια των εκλογών για το ΑΔΣ, το φθινόπωρο του 2012, δεν έπεισε ότι επρόκειτο για ανοικτό διαγωνισμό βασισμένο στην επαγγελματική αξία και την ακεραιότητα. Οι διαδικασίες εκλογής της κοινοβουλευτικής ποσόστωσης, αν και ήταν περισσότερο ανοικτές απ’ ό,τι στο παρελθόν,[6] έδειξαν ότι υπήρξε σημαντική πολιτική επιρροή από τα κόμματα. Η εκλογή της δικαστικής ποσόστωσης έπασχε λόγω της απόφασης να μην επιτραπούν οι άμεσες εκλογές από τους δικαστές.[7] Αυτό έδωσε υπερβολική ισχύ στην υφιστάμενη δικαστική ηγεσία, περιορίζοντας τις δυνατότητες για μια νέα αρχή.

Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο έχει καθορίσει τις προτεραιότητές του με μεγαλύτερη σαφήνεια απ’ ό,τι στο παρελθόν. Έχει επίσης καταβάλει προσπάθειες για πιο ανοικτό χαρακτήρα, για μεγαλύτερη προβολή και για την ίδρυση ενός Συμβουλίου Πολιτών,  για παροχή συμβουλών από την κοινωνία των πολιτών στο ΑΔΣ, το οποίο θα αποτελείται από σημαντικές ΜΚΟ, καθώς και επαγγελματικές οργανώσεις. Μια δραστήρια κοινωνία των πολιτών στον τομέα αυτόν επισημάνθηκε στην έκθεση του Ιουλίου 2012 ως σημαντικό βήμα προόδου για τη Βουλγαρία.[8] Ωστόσο, η πραγματική επιρροή της στην πολιτική παραμένει ασαφής, και μια σαφέστερη διαδικασία για τη διαβούλευση με το Συμβούλιο Πολιτών  και την εξήγηση του πότε δεν ακολουθούνται οι συστάσεις του θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα του Συμβουλίου Πολιτών. Γενικά, το ΑΔΣ θα πρέπει να λάβει περαιτέρω μέτρα προς την κατεύθυνση της διαφάνειας.

Το ΑΔΣ έχει λάβει ορισμένα μέτρα για τη διοικητική μεταρρύθμιση. Όσον αφορά τον φόρτο εργασίας και την ανακατανομή των πόρων, μια πρακτική προσέγγιση φαίνεται ότι σημειώνει κάποια πρόοδο. Σε άλλους τομείς, όπως οι διαδικασίες για αντικειμενική αξιολόγηση και προαγωγές ή η εξασφάλιση μεγαλύτερης συνεκτικότητας στις πειθαρχικές διαδικασίες, μέχρι σήμερα λίγα συγκεκριμένα βήματα έχουν γίνει. [9] Η επιτροπή δεοντολογίας θα μπορούσε να ενεργήσει ως υπέρμαχος της ακεραιότητας, αλλά το ΑΔΣ δεν έχει λάβει θέση ώστε η ακεραιότητα να αποτελεί σημαντική προτεραιότητα.[10] Ως εκ τούτου, δυσκολεύεται να εξαλείψει τις συνεχιζόμενες ανησυχίες για τις πολιτικές παρεμβάσεις κατά τη λήψη των αποφάσεών του.

Το αποτέλεσμα είναι ότι το ΑΔΣ σήμερα δεν θεωρείται αυτόνομη και ανεξάρτητη αρχή που να είναι σε θέση να υπερασπιστεί αποτελεσματικά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ενώπιον του εκτελεστικού και του κοινοβουλευτικού κλάδου της κυβέρνησης. Το βάρος της προάσπισης της ανεξαρτησίας του δικαστικού συστήματος, ή του ελέγχου για το κατά πόσον  πολιτικά ευαίσθητες υποθέσεις διεκπεραιώνονται αντικειμενικά,[11] συχνά φαίνεται ότι βαρύνει την κοινωνία των πολιτών. Το ΑΔΣ θα πρέπει να αναγνωρίσει το γεγονός αυτό ως κύριο θέμα προτεραιότητας και να θεσπίσει διαφανείς διαδικασίες για τον συνεπή χειρισμό ζητημάτων, όταν ανακύπτουν. Αυτό δείχνει επίσης την ανάγκη για πιο συνεκτική πολιτική έναντι των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Ένας από τους κύριους τομείς που επηρεάζουν την αντίληψη του κοινού σχετικά με την επιβολή του νόμου και τη δικαιοσύνη είναι οι διορισμοί. Αυτοί έχουν λειτουργήσει ως επίκεντρο των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της πολιτικής. Οι ανησυχίες σχετικά με τις αποφάσεις για διορισμούς σε σημαντικές δημόσιες θέσεις που λαμβάνονται με αδιαφανή τρόπο και υπό την επιρροή σημαντικών οικονομικών και πολιτικών ομάδων συμφερόντων, ενισχύθηκαν περαιτέρω λόγω πολλών σημαντικών διορισμών κατά τη διάρκεια του παρελθόντος έτους. Συγκεκριμένα παραδείγματα ήταν οι ανεπιτυχείς διορισμοί στο Συνταγματικό Δικαστήριο και την κρατική υπηρεσία εθνικής ασφάλειας (SANS).[12] Και στις δύο περιπτώσεις, οι υποψήφιοι τελικά αναγκάστηκαν να αποσυρθούν, αλλά και από τους δύο παρέμειναν ανησυχίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα. Αυτές ήταν μόνο οι πιο χαρακτηριστικές υποθέσεις. Σε άλλες περιπτώσεις, τα αποτελέσματα ήταν λιγότερο αμφισβητήσιμα, αλλά η διαδικασία εξακολουθεί να δίνει μια εικόνα αδιαφανούς διαμόρφωσης των αποφάσεων, που έχει μεγαλύτερη επιρροή από τις τυπικές διαδικασίες, παρά τις βελτιώσεις όσον αφορά τη διαφάνεια.[13]

Οι περιπτώσεις αυτές δείχνουν ότι, ενώ οι διαφανείς διαδικασίες είναι σημαντικές για την ορθή λειτουργία των δημόσιων θεσμών, οι τυπικοί κανόνες δεν αρκούν πάντοτε. Για να δημιουργήσει εμπιστοσύνη στα θεσμικά όργανά της, η Βουλγαρία θα πρέπει να αναπτύξει ένα ιστορικό αποφάσεων σχετικά με τους διορισμούς, συμπεριλαμβανομένων των θέσεων υψηλού επιπέδου, οι οποίες να βασίζονται σε πραγματικό ανταγωνισμό μεταξύ υποψηφίων σύμφωνα με τα σαφή πρότυπα αξίας και ακεραιότητας που τονίζονται σε προηγούμενες εκθέσεις ΜΣΕ.[14] Μια σημαντική κρίσιμη περίπτωση θα είναι ο επικείμενος διορισμός και εκλογή του επικεφαλής επιθεωρητή της δικαστικής επιθεώρησης. Οι καθυστερήσεις έχουν δώσει την εντύπωση ότι ο βασικός παράγοντας είναι η αδυναμία να υπάρξει συμφωνία για έναν υποψήφιο εκ των προτέρων, ενώ μια θέση αυτού του είδους θα πρέπει να πληρούται μετά από ανοικτή διαδικασία σχεδιασμένη για τον διορισμό ενός επαγγελματία με υψηλά προσόντα, ο οποίος να μπορεί να επιδεικνύει και να εφαρμόζει πλήρη αντικειμενικότητα. Η εκλογή του Προέδρου του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου θα αποτελέσει επίσης σημαντικό διορισμό αργότερα, κατά τη διάρκεια του 2014.

Ένα σημαντικό στοιχείο για την προστασία της λογοδοσίας και της ακεραιότητας του δικαστικού συστήματος είναι οι πειθαρχικές διαδικασίες που επιβάλλονται στους δικαστές. Αυτό χρειάζεται συστηματικά κριτήρια με στόχο τη συνέπεια όσον αφορά τις πειθαρχικές κυρώσεις.[15] Όταν δεν υπάρχουν σαφή πρότυπα για την αξιολόγηση των επιμέρους περιπτώσεων, στη διαδικασία υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για λήψη αυθαίρετων αποφάσεων. Το γεγονός ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έχει επανειλημμένως ανατρέψει αποφάσεις του ΑΔΣ δείχνει επίσης είτε ασυνέπεια είτε έλλειψη κοινής ερμηνείας των κανόνων. Μια συστηματική προσέγγιση για τις πειθαρχικές διαδικασίες αποτελεί βασικό στοιχείο της δικαστικής ανεξαρτησίας και ακεραιότητας, δεδομένου ότι οι αυθαίρετες αποφάσεις στον τομέα αυτόν τείνουν να δημιουργούν τη βάση για – πραγματική ή υποκειμενική – αδικαιολόγητη πίεση στους δικαστές. 

Η νέα μονάδα που έχει συσταθεί για τη διερεύνηση εγκλημάτων που διαπράττονται από δικαστές θα είναι υπεύθυνη για έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα. Αν είναι σε θέση να αποκτήσει ένα ιστορικό αντικειμενικότητας και αποτελεσματικότητας, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό συμπλήρωμα των προσπαθειών για την προώθηση της ακεραιότητας. Ωστόσο, οι καταχρήσεις που εντοπίστηκαν από την τρέχουσα ηγεσία της εισαγγελίας στην προηγούμενη επιθεώρηση εισαγγελίας τονίζουν επίσης τους κινδύνους των αυτόνομων φορέων στο πλαίσιο της εισαγγελίας.[16] Η υλοποίηση και η εφαρμογή σαφών, διαφανών και υπεύθυνων διαδικασιών είναι ουσιαστικής σημασίας για την αντιστάθμιση του κινδύνου αυτού.

Νομικό πλαίσιο

Οι τρέχουσες συζητήσεις για τη μεταρρύθμιση του ποινικού κώδικα έχουν σκοπό την ολοκλήρωση των μακροχρόνιων συζητήσεων σχετικά με το πρώτο σχέδιο, και υποβλήθηκε πρόταση στο Κοινοβούλιο τον Ιανουάριο. Ο νέος κώδικας αναμένεται να επιφέρει  σημαντικές βελτιώσεις. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, αν και η μεταρρύθμιση του – τακτικά τροποποιούμενου – ποινικού κώδικα του 1968 θα είναι χρήσιμη, θα πρέπει να εντάσσεται σε μια ευρύτερη προσέγγιση για την ποινική δικαιοσύνη και να συζητηθεί διεξοδικά με τους επαγγελματίες του τομέα της δικαιοσύνης και την κοινωνία των πολιτών. Στους τομείς που καλύπτονται από τον ΜΣΕ, είναι σημαντικό να εντοπιστούν και να εξηγηθούν οι διατάξεις που αποβλέπουν στη βελτίωση της καταπολέμησης της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά θα είναι επίσης σημαντικό να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο μπορούν να συνδυαστούν οι αλλαγές με την καλύτερη διαχείριση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και επιβολής του νόμου. Αυτό ενδέχεται να απαιτήσει τροποποιήσεις του κώδικα ποινικής δικονομίας. Ταυτόχρονα, η ανάγκη για νομοθετικές αλλαγές δεν θα πρέπει να αποτελέσει τροχοπέδη για χρήσιμα πρακτικά και οργανωτικά μέτρα που μπορούν να ληφθούν βραχυπρόθεσμα, ανεξαρτήτως της νέας νομοθεσίας. Σημαντικό στοιχείο στη διαδικασία αυτή θα πρέπει να είναι τα συμπεράσματα της ανάλυσης των ανεπιτυχών περιπτώσεων, που αποτελεί σύσταση της Επιτροπής,[17] καθώς και άλλων αναλύσεων θεμάτων όπως οι καθυστερήσεις σε ποινικές διαδικασίες (βλ. κατωτέρω).

Στρατηγικό πλαίσιο για τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος

Εκτός από το ΑΔΣ, ο άλλος βασικός παράγοντας που δίνει τον ρυθμό στη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Με τις αλλαγές στην ηγεσία του Υπουργείου και μια σύνθεση του Κοινοβουλίου η οποία πλέον καθιστά δύσκολη την αλλαγή της νομοθεσίας, είναι δύσκολο για το Υπουργείο να προσφέρει την προοπτική που απαιτείται, αν και η υποστήριξη τομέων όπως η ηλεκτρονική δικαιοσύνη μπορεί να εξασφαλίσει οφέλη στο μέλλον. Εάν δοθεί η δυνατότητα για πραγματική συμμετοχή, οι τρέχουσες προσπάθειες για την επικαιροποίηση της πιο μακροπρόθεσμης στρατηγικής για τη δικαστική μεταρρύθμιση θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως χρήσιμο κεντρικό σημείο.

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει ζητήσει από κορυφαίες ΜΚΟ να το βοηθήσουν να αναλύσει την κατάσταση προόδου της μεταρρύθμισης του δικαστικού συστήματος μέχρι σήμερα.  Η ιδέα είναι να αξιοποιηθεί η στρατηγική του 2010, η οποία εφαρμόστηκε μόνο εν μέρει, και να καλυφθεί ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, στα οποία περιλαμβάνονται η επανεξισορρόπηση των πόρων σε σχέση με τις ανάγκες, διάφορα θέματα ακεραιότητας, η εναρμόνιση των πρακτικών διοίκησης των δικαστηρίων, καθώς και ο ρόλος των διοικητικών προϊσταμένων. Αυτή η ανάλυση θα έπρεπε να είναι έτοιμη το φθινόπωρο του 2013, αλλά έχει καθυστερήσει. Πρόκειται να εγκριθεί το 2014, κατόπιν διαβουλεύσεων με τους σχετικούς ενδιαφερόμενους φορείς και θα καλύψει περίοδο 7 ετών για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, εν μέρει για να ευθυγραμμιστεί το χρονοδιάγραμμα με τον προγραμματισμό της στήριξης στο πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ. Είναι σημαντικό να υπόκειται η στρατηγική σε ευρεία διαβούλευση, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνίας των πολιτών και των επαγγελματικών οργανώσεων, αλλά στη συνέχεια να εγκριθεί ως συμφωνηθείς χάρτης πορείας από την κυβέρνηση και το ΑΔΣ, προκειμένου να διασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή ενεργός συμμετοχή.

Αποτελεσματικότητα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και επιβολής του νόμου

Λαμβάνονται τα πρώτα μέτρα για την αντιμετώπιση δύσκολων θεμάτων φόρτου εργασίας και ανακατανομής των πόρων μεταξύ των δικαστηρίων και των εισαγγελιών. Αυτό μπορεί να προσκρούσει σε κάποια αντίσταση από ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι βασίζεται σε αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια, θα ενεργήσει επίσης ως απόδειξη ότι η δικαστική ηγεσία μπορεί να αντιμετωπίσει ευαίσθητα θέματα. Μαζί με την προκήρυξη καθυστερημένων διαγωνισμών, αυτό θα πρέπει πλέον να έχει ως αποτέλεσμα ορισμένες πραγματικές βελτιώσεις.[18] Οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στο ΑΔΣ όσον αφορά την ανάπτυξη μεθοδολογικών κατευθυντήριων γραμμών για την αντιμετώπιση της ανισορροπίας του φόρτου εργασίας θα προσφέρουν επίσης μια καλή βάση για το μέλλον. Η δίκαιη κατανομή του φόρτου εργασίας όχι μόνο θα εξασφαλίσει ένα αποτελεσματικότερο σύστημα που εξυπηρετεί καλύτερα το βουλγαρικό κοινό – θα έχει επίσης συνέπειες για τις πειθαρχικές διαδικασίες. Προς το παρόν, η πραγματικότητα των εκτεταμένων καθυστερήσεων μπορεί πολύ εύκολα να χρησιμοποιηθεί για τις πειθαρχικές υποθέσεις – συχνά σε ασυνεπή βάση – παρόλο που για το πρόβλημα μπορεί να ευθύνονται μάλλον η δικαστική ηγεσία και οι διοικητικοί προϊστάμενοι.

Όσον αφορά την κατανομή των υποθέσεων, το ΑΔΣ προτίθεται να εγκαταστήσει ένα κεντρικό σύστημα παρακολούθησης της ανάθεσης των υποθέσεων με τυχαία επιλογή σε όλα τα δικαστήρια, για την αντιμετώπιση των ανησυχιών ότι το ισχύον σύστημα μπορεί να χειραγωγηθεί.[19] Είναι θετικό το γεγονός ότι έχει πλέον αναγνωριστεί η ύπαρξη προβλήματος. Ένα μόνιμο σύστημα θα πρέπει να επωφελείται από την παροχή εξωτερικής εμπειρογνωμοσύνης και τη συμμετοχή των ενδιαφερόμενων φορέων και της κοινωνίας των πολιτών, προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη. Είναι επίσης σημαντικό να υπάρξουν κοινοί κανόνες εφαρμογής, ούτως ώστε όλα τα μέρη να γνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο το σύστημα μπορεί να μετουσιωθεί σε πράξη, και να αναζητούν πληροφορίες όταν φαίνεται ότι δεν έχουν τηρηθεί οι κανόνες.

Ένα άλλο σημαντικό μέρος της διοίκησης του δικαστικού συστήματος είναι η Επιθεώρηση που υπάγεται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Όπως επισημαίνεται σε προηγούμενες εκθέσεις ΜΣΕ,[20] η Επιθεώρηση θα μπορούσε να αποτελέσει πολύτιμο εργαλείο για την ενθάρρυνση μιας πιο αυστηρής προσέγγισης διαχείρισης και για τη στόχευση στις ελλείψεις που εντοπίζονται, αναπροσανατολίζοντας το έργο της από μια τυπική σε μια ποιοτική προσέγγιση των επιθεωρήσεων. Επί του παρόντος, η Επιθεώρηση αναλύει στατιστικές σχετικά με τη συμμόρφωση με τις προθεσμίες ή τον έλεγχο της εφαρμογής της ανάθεσης υποθέσεων με τυχαία επιλογή, αλλά σπάνια ελέγχει την ποιότητα των φακέλων των υποθέσεων ούτε λαμβάνει υπόψη ζητήματα φόρτου εργασίας με συστηματικό τρόπο. Κατά συνέπεια, τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η Επιθεώρηση σε τομείς όπως η ανάθεση υποθέσεων με τυχαία επιλογή δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν πλήρως τα ζητήματα.   Επιπλέον, τα θέματα που σχετίζονται με την ακεραιότητα ή τη δεοντολογική συμπεριφορά των δικαστών δεν καλύπτονται από την Επιθεώρηση, δεδομένου ότι η Επιθεώρηση θεωρεί ότι αυτά δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της. Οι εν λόγω παράγοντες περιορίζουν την επιρροή της Επιθεώρησης όσον αφορά την εξέταση των ευρύτερων αδυναμιών του δικαστικού συστήματος στη Βουλγαρία.[21]

Ένα παράδειγμα όπου η διαχείριση έχει ακολουθήσει μια πιο συστηματική προσέγγιση είναι η εισαγγελία.[22] Ο έλεγχος τον οποίο διενήργησε ο γενικός εισαγγελέας και το επακόλουθο σχέδιο δράσης παρέχει μια σαφή και συχνά ειλικρινή ανάλυση των ελλείψεων, και επιδιώκει να προσδιορίσει συγκεκριμένα διορθωτικά μέτρα. Εάν εφαρμοστεί με επιτυχία, θα μπορούσε να αποφέρει σημαντικά αποτελέσματα, ενώ δείχνει επίσης ότι δεν είναι πάντοτε απαραίτητοι οι πρόσθετοι πόροι για την τόνωση της αλλαγής. Ενώ μια τέτοια διαδικασία όσον αφορά την εισαγγελία δεν μπορεί αυτομάτως να αναπαραχθεί στον δικαστικό τομέα, λόγω της λιγότερο ιεραρχικής διοίκησης, παρέχει ένα παράδειγμα προθυμίας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και για συγκεκριμένες προβλεπόμενες λύσεις. Ωστόσο, θα ήταν χρήσιμο να εφαρμοστεί μεγαλύτερη διαφάνεια στη διαδικασία, για να εξασφαλιστεί ότι η λογοδοσία για την εφαρμογή της θα μπορεί να είναι αποτελεσματική. Η μεταρρύθμιση στον τομέα της εισαγγελίας θα πρέπει επίσης να προχωρήσει στο πλαίσιο της ευρύτερης στρατηγικής για τη  δικαστική μεταρρύθμιση – τα προβλήματα όπως η αντιμετώπιση δυσκολιών που σχετίζονται με τη χρησιμοποίηση της εμπειρογνωμοσύνης στο Δικαστήριο χρειάζονται μια κοινή προσέγγιση από την εισαγγελία και το ΑΔΣ. Ζητήματα όπως οι αξιολογήσεις επιδόσεων θα μπορούσαν επίσης να προωθηθούν με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται συνεκτική προσέγγιση για τους δικαστές και τους εισαγγελείς.

Γενικότερα, το Υπουργείο Εσωτερικών έχει πραγματοποιήσει αρκετές σημαντικές μεταρρυθμίσεις για να επικεντρωθεί στον βασικό του σκοπό της επιβολής του νόμου και της αναδιάταξης του προσωπικού του από διοικητικές σε επιχειρησιακές λειτουργίες. Η προβληματική πρακτική των δωρεών στο Υπουργείο, η οποία είχε περιοριστεί σε δημόσιες αρχές και επιχειρήσεις, λέγεται ότι έχει σταματήσει. Ταυτόχρονα, το Υπουργείο έχει να αντιμετωπίσει προκλήσεις όπως ο κατάλληλος χειρισμός των διαδηλώσεων και η πίεση στα σύνορα.

2.2       Διαφθορά 

Η εκτεταμένη διαφθορά θεωρείται ότι αποτελεί μείζον πρόβλημα και είναι μια σημαντική πρόκληση για τις βουλγαρικές αρχές.[23] Έχει σαφείς συνέπειες στην προθυμία των επιχειρήσεων να επενδύσουν στη Βουλγαρία.[24] Η προηγούμενη κυβέρνηση υιοθέτησε το 2010 μια στρατηγική καταπολέμησης της διαφθοράς, η οποία τώρα βρίσκεται σε στάδιο επικαιροποίησης – θα μπορούσε επωφελώς να χρησιμοποιηθεί ανεξάρτητη εξωτερική εμπειρογνωμοσύνη στο έργο αυτό. Συνολικά, τα αποτελέσματα των προηγούμενων προσπαθειών υπήρξαν πολύ περιορισμένα. Η γενική εικόνα είναι μιας ασθενούς και ασυντόνιστης απάντησης σε κάτι που είναι συστημικό πρόβλημα σε όλη τη δημόσια διοίκηση. Οι ελλείψεις που εντοπίστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης έκθεσης ΜΣΕ εξακολουθούν να υφίστανται.[25]

Πραγματοποιήθηκαν ορισμένες θεσμικές αλλαγές τα τελευταία χρόνια, αλλά υπάρχει μια τάση των εν λόγω πρωτοβουλιών να συναντούν προβλήματα ή απλώς να μην παρουσιάζουν απτά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, η επιτροπή σύγκρουσης συμφερόντων, η οποία θα μπορούσε να έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη στόχευση των παράτυπων πρακτικών σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου τομέα, βρέθηκε εγκλωβισμένη σε ένα σκάνδαλο που αφορά σοβαρές υποψίες ισχυρής πολιτικής επιρροής.  Το σχέδιο BORKOR για την καταπολέμηση της διαφθοράς, που είχε παρουσιαστεί ως σημαντικό εργαλείο για τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση κινδύνων διαφθοράς, εξακολουθεί να μην εμφανίζει κανένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, παρά τους πόρους που έχουν διατεθεί για την εκτέλεση του σχεδίου.  Στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, ένα πολύπλοκο και διαρκώς μεταβαλλόμενο νομοθετικό πλαίσιο έχει καταστήσει ακόμη πιο δύσκολη τη δημιουργία μιας νοοτροπίας αντικειμενικότητας και ακρίβειας. Ορισμένες επιχειρηματικές οργανώσεις χάνουν την εμπιστοσύνη τους στο ότι μπορεί να ανακοπεί ένα κύμα χειραγώγησης δημοσίων συμβάσεων.[26]

Εντούτοις, υπάρχουν επίσης ορισμένες θετικές εξελίξεις. Από το 2007, οι εσωτερικές επιθεωρήσεις της κρατικής διοίκησης που εργάζονται υπό την καθοδήγηση της γενικής επιθεώρησης που υπάγεται στο Γραφείο του Πρωθυπουργού έχουν ενισχυθεί. Έχουν τη δυνατότητα να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στον εντοπισμό και στην πρόληψη των παρατυπιών, καθώς και στην κατάρτιση προτάσεων για περαιτέρω βελτιώσεις στο σύστημα καταπολέμησης της διαφθοράς. Η πρακτική της σύστασης κοινών ομάδων μεταξύ των ανακριτικών υπηρεσιών και της εισαγγελίας αναμένεται επίσης ότι θα οδηγήσει σε πιο αποτελεσματική αντίδραση όσον αφορά σοβαρά αδικήματα διαφθοράς. Εξακολουθεί να ισχύει ότι οι προσπάθειες για την καταπολέμηση της διαφθοράς είναι διάσπαρτες, χωρίς να  υπάρχει ενιαία αρχή κατά της διαφθοράς που να διαθέτει την εξουσία, καθώς και την αυτονομία, να προωθήσει την αλλαγή. Η γενική επιθεώρηση θα μπορούσε να ενεργήσει ως πυρήνας για το έργο αυτό, αλλά επί του παρόντος σε υπερβολικά μικρή κλίμακα ώστε να έχει σημαντικό αντίκτυπο.

Η πείρα δείχνει, ωστόσο, ότι κεντρική σημασία για την αξιοπιστία της δράσης για την καταπολέμηση της διαφθοράς έχει η επιτυχής δίωξη της διαφθοράς υψηλού επιπέδου, έτσι ώστε να είναι εμφανές ότι οι παραβάτες προσάγονται στη δικαιοσύνη. Η έλλειψη ιστορικού επιτυχιών κατά την δίωξη υποθέσεων διαφθοράς υψηλού επιπέδου παραμένει εμπόδιο στο να πειστεί το βουλγαρικό κοινό ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μια σοβαρή προσπάθεια για την επίλυση του προβλήματος.

2.3       Οργανωμένο έγκλημα

Ομοίως, η έλλειψη συνολικής προόδου σε εμβληματικές υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος έχει αναπόφευκτες συνέπειες στην αντίληψη σχετικά με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Ορισμένες ιδιαίτερα προβεβλημένες υποθέσεις έχουν αποσυρθεί, ενώ για άλλα σοβαρά εγκλήματα, όπως οι δολοφονίες με συμβόλαιο, δεν έχουν απαγγελθεί κατηγορίες μετά από αρκετά έτη έρευνας.

Το γεγονός ότι προβεβλημένα άτομα εμπλεκόμενα στο οργανωμένο έγκλημα ήταν σε θέση να διαφύγουν από τη δικαιοσύνη στις παραμονές της τελικής ετυμηγορίας, τον Ιούλιο του 2012, ήταν πηγή γενικευμένης ανησυχίας:[27] όμως, το γεγονός ότι κανείς δεν ήταν πρόθυμος να αναλάβει την ευθύνη γι’ αυτό, και ότι δεν ελήφθη κανένα μέτρο που να εγγυάται ότι αυτό δεν θα μπορεί να συμβεί εκ νέου, αποτελεί μια ακόμα ισχυρότερη ένδειξη των δυσκολιών του συστήματος να αντιμετωπίσει τα προβλήματα.[28]

Το κυριότερο μέτρο που έλαβε η νέα κυβέρνηση ήταν η ενίσχυση της κρατικής υπηρεσίας εθνικής ασφαλείας (SANS), η οποία τώρα θα αντιμετωπίζει όχι μόνο την κατασκοπεία και την αντικατασκοπεία, αλλά και το οργανωμένο έγκλημα και διάφορα άλλα εγκλήματα που θεωρούνται ότι είναι αρκετά σημαντικά ώστε να επηρεάζουν την ασφάλεια του κράτους. Αυτό περιλαμβάνει τη μετάταξη των ειδικών αστυνομικών μονάδων για το οργανωμένο έγκλημα (GDBOP) στις υπηρεσίες ασφαλείας (SANS). Αυτό έχει προκαλέσει ορισμένες διαταραχές στη λειτουργία των σχετικών υπηρεσιών και είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι η επίδραση αυτή θα είναι μόνο μεταβατική. Πιο συγκεκριμένα, ο τρόπος με τον οποίο ελήφθη τότε η απόφαση, χωρίς διαβούλευση ή αιτιολόγηση, προκάλεσε σημαντικές ζημίες στη φήμη των υπηρεσιών, καθώς και της νέας κυβέρνησης, που μπορούν να επανορθωθούν μόνο αν οι υπηρεσίες αποδείξουν ότι η αλλαγή συνεπάγεται βελτίωση των επιχειρησιακών αποτελεσμάτων. Όπως προαναφέρθηκε, στην περίπτωση αυτή, η γενική εικόνα μιας μεταρρύθμισης που εφαρμόστηκε πρόωρα επιδεινώθηκε λόγω της διαμάχης σχετικά με τον διορισμό του νέου προϊσταμένου της υπηρεσίας ασφαλείας.

Ένα βασικό ζήτημα είναι επίσης ο καταμερισμός της εργασίας με το Υπουργείο Εσωτερικών. Για παράδειγμα, η SANS θα ασχολείται με την παραγωγή ναρκωτικών και τη διεθνή διακίνηση ναρκωτικών, ενώ η αστυνομία θα ασχολείται με άλλα εγκλήματα σχετικά με τα ναρκωτικά.  Η SANS θα ασχολείται με τη διαφθορά υψηλού επιπέδου, η αστυνομία με όλες τις άλλες μορφές διαφθοράς. Μερικές φορές, ίσως χρειαστεί κάποιες περιπτώσεις να ανατεθούν εκ νέου κατά τη διάρκεια της έρευνας.

Η SANS και η εισαγγελία έχουν δημιουργήσει ειδικευμένες ομάδες αντιμετώπισης της διαφθοράς, της εμπορίας ανθρώπων και των οικονομικών εγκλημάτων.[29] 

Αν και αυτή η αναδιοργάνωση θα μπορούσε να αποφέρει ορισμένες θετικές εξελίξεις, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι έχει μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση, δεδομένης της συνάφειας μεταξύ της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος, η νέα υπηρεσία θα πρέπει να δημιουργήσει ένα καλό ιστορικό επιδόσεων προκειμένου να αρθούν οι αρνητικές εντυπώσεις που δημιούργησε η αμφιλεγόμενη ατμόσφαιρα της δημιουργίας της. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στη συνεργασία με τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου σε άλλα κράτη μέλη.[30]

Γενικότερα, οι εκθέσεις ΜΣΕ είχαν συστήσει μια πλήρη ανάλυση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους οι υποθέσεις κατά το παρελθόν είχαν σταματήσει ή ήταν ανεπιτυχείς, με τη συμμετοχή όλων των σχετικών κρατικών και δικαστικών αρχών.[31] Αισθητά προβλήματα όπως η χρήση των καταθέσεων πραγματογνωμόνων στο Δικαστήριο, η ανεπαρκής προστασία των μαρτύρων και τα προβλήματα με τα αποδεικτικά στοιχεία θα πρέπει να εξεταστούν από την άποψη της αστυνομικής διερεύνησης, της ποινικής δίωξης και της φάσης εκδίκασης, εάν πρόκειται να υπάρξουν βελτιώσεις. Η πρόοδος αυτής της ανάλυσης ήταν αργή και οι παράλληλες πρωτοβουλίες της εισαγγελίας και του ΑΔΣ δείχνουν κάποια  έλλειψη συντονισμού και, σε κάποιο βαθμό, πλήρους συμμετοχής.[32] Είναι απαραίτητες οι  ανοικτές συζητήσεις με τους ενδιαφερόμενους και την κοινωνία των πολιτών, και στη συνέχεια ένα σαφές σχέδιο δράσης, για να δοθεί νέα ώθηση στη διαδικασία αυτή.

Η δήμευση περιουσιακών στοιχείων αποτελεί βασικό εργαλείο που στερεί από τις ομάδες οργανωμένου εγκλήματος τα παράνομα έσοδά τους.  Η νέα ηγεσία της επιτροπής δήμευσης περιουσιακών στοιχείων (CEPACA) φαίνεται να έχει επιτύχει μια μέτρια αύξηση των κατασχέσεων περιουσιακών στοιχείων. Ωστόσο, ο νέος νόμος, αν και έχει βελτιώσει ορισμένες πτυχές, περιλαμβάνει επίσης ορισμένες τροπολογίες του Κοινοβουλίου με τις οποίες δημιουργήθηκαν νέα εμπόδια, ιδίως πολύ υψηλό κατώτατο όριο αδικαιολόγητου πλουτισμού για αυτεπάγγελτη παρέμβαση της υπηρεσίας (CEPACA). Ως εκ τούτου, εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένα ερωτηματικά όσον αφορά την νέα έννομη τάξη και τις επιπτώσεις της στην ικανότητα της CEPACA να δρα αποτελεσματικά.[33]

Ομοίως, η εξειδικευμένη εισαγγελία και τα εξειδικευμένα δικαστήρια χρειάζεται ακόμα να δημιουργήσουν ένα ιστορικό αποτελεσματικής αντιμετώπισης σημαντικών υποθέσεων. Εξακολουθεί να υπάρχει ανησυχία ότι ορισμένες πτυχές του σχεδίου παρεμποδίζουν την αποτελεσματικότητά τους, ιδίως η έλλειψη εξουσίας να δίνουν προτεραιότητα, η οποία επιβαρύνει τις υπηρεσίες με υποθέσεις ήσσονος σημασίας. Η έλλειψη τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης έχει επίσης επισημανθεί συχνά από την εξειδικευμένη εισαγγελία ως σοβαρό επιχειρησιακό πρόβλημα, και η αυξανόμενη σημασία των χρηματοοικονομικών ερευνών κατά του οργανωμένου εγκλήματος το καθιστά ιδιαίτερα σημαντικό.

3.         ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

Από την τελευταία έκθεση της Επιτροπής τον Ιούλιο του 2012 και ύστερα, η Βουλγαρία έχει πραγματοποιήσει λίγα βήματα προς τα εμπρός. Υπήρξαν ορισμένες βελτιώσεις στις διαδικασίες διορισμού, ορισμένα χρήσιμα διαχειριστικά μέτρα από τον γενικό εισαγγελέα και κάποια πρόοδος από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο όσον αφορά το θέμα του φόρτου εργασίας.

Ωστόσο, η συνολική πρόοδος ήταν έως τώρα ανεπαρκής και εύθραυστη. Η εμπιστοσύνη του κοινού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από καίριες στιγμές κατά τις οποίες οι αποφάσεις ή τα γεγονότα έχουν αρκετά μεγάλη σημασία ώστε να δικαιολογούν το ευρύτερο ενδιαφέρον.  Τα περισσότερα από αυτά τα γεγονότα κατά τη διάρκεια των τελευταίων 18 μηνών – περίοδος κατά την οποία η Βουλγαρία είχε τρεις διαφορετικές κυβερνήσεις – ήταν πηγή ανησυχίας και όχι καθησυχασμού, με διορισμούς που έπρεπε να ακυρωθούν λόγω προβλημάτων ακεραιότητας, διαφυγή από τη δικαιοσύνη καταδικασθέντων ηγετών του οργανωμένου εγκλήματος και μια σειρά αποκαλύψεων σχετικά με την πολιτική επιρροή στο δικαστικό σύστημα. Εξακολουθούν να υπάρχουν πολύ λίγες υποθέσεις στις οποίες οι δίκες για εγκλήματα διαφθοράς ή οργανωμένου εγκλήματος έχουν ολοκληρωθεί στο Δικαστήριο.

Υπάρχουν φωνές υπέρ των μεταρρυθμίσεων στη Βουλγαρία, απογοητευμένες από τον αργό ρυθμό των αλλαγών, που τους αξίζει ενθάρρυνση. Προκειμένου να υπάρξει ταχύτερη πρόοδος προς την κατεύθυνση των δεικτών αναφοράς του ΜΣΕ, οι βουλγαρικές αρχές θα πρέπει να συνεργαστούν με αυτές και να επιδείξουν ηγετικά χαρακτηριστικά με βάση ένα όραμα επικεντρωμένο σε βασικές αρχές, όπως η έννομη τάξη και η ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος. Αυτό σημαίνει πολιτική δέσμευση για μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για τη μεταρρύθμιση, καθώς και συγκεκριμένα και πρακτικά βραχυπρόθεσμα μέτρα για να προχωρήσει η διαδικασία.

Η Επιτροπή καλεί τη Βουλγαρία να λάβει μέτρα στους ακόλουθους τομείς:

1.         Ανεξαρτησία, λογοδοσία και ακεραιότητα της δικαιοσύνης

Οι κανόνες που διέπουν τους διορισμούς θα πρέπει να εφαρμόζονται με σαφήνεια και διαφάνεια. Θα είναι αναγκαία μια σειρά περιπτώσεων στις οποίες ο επαγγελματισμός και η ακεραιότητα θα είναι προφανώς οι κυριότεροι παράγοντες σε μια διαδικασία διορισμού, προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη του κοινού, ιδίως στην περίπτωση του διορισμού των πιο ανώτερων υπαλλήλων. Στον τομέα αυτό η Βουλγαρία θα πρέπει:

· Να καθορίσει ένα σύνολο αντικειμενικών προτύπων για τις κρίσεις και τις προαγωγές, με έμφαση στα προσόντα, την ακεραιότητα και τη διαφάνεια, και να θέσει σε εφαρμογή ένα σύστημα για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση της εφαρμογής των εν λόγω προτύπων στην τρέχουσα πρακτική, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες των καθηκόντων των δικαστών, των εισαγγελέων και των ανακριτών. Και στα δύο στάδια, χρειάζεται η συμμετοχή των επαγγελματικών ενώσεων και άλλων ενδιαφερόμενων μερών.

· Να αναπτύξει μια συνεπή πρακτική στο πλαίσιο του ΑΔΣ, το οποίο θα εφαρμόζει αντικειμενικά κριτήρια αξίας, ακεραιότητας και διαφάνειας στις προσλήψεις, συμπεριλαμβανομένων των θέσεων υψηλού επιπέδου.

· Να παρέχει εγγυήσεις για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια του συστήματος κατανομής των υποθέσεων σε όλο το δικαστικό σώμα, με ένα σύστημα τυχαίας ανάθεσης ελεγχόμενο από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι διοικητικοί προϊστάμενοι είναι πλήρως υπόλογοι για όλες τις αποφάσεις απόκλισης από το σύστημα. Απαιτούνται κοινοί κανόνες για την εφαρμογή του συστήματος, οι οποίοι θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλα τα δικαστήρια. 

· Να επαναπροσανατολίσει το έργο της Επιθεώρησης του ΑΔΣ, ώστε να ενεργεί με προενεργό τρόπο για την προώθηση της ακεραιότητας και της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος.

· Να καθιερώσει μια σαφή διαδικασία βάσει της οποίας το ΑΔΣ θα αντιδρά δημοσίως σε περιπτώσεις πολιτικής παρέμβασης στα δικαστήρια και την εισαγγελία.

2.         Μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος

Η επικαιροποιημένη στρατηγική για τη δικαστική μεταρρύθμιση θα πρέπει να αξιοποιηθεί ώστε να δοθεί κατεύθυνση και ώθηση στη μεταρρύθμιση. Στον τομέα αυτόν η Βουλγαρία θα πρέπει:

· Να εφαρμόσει το σχέδιο δράσης για την εισαγγελία μέσα στο προτεινόμενο χρονοδιάγραμμα. Να ενσωματώσει το σχέδιο δράσης στην ευρύτερη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος. Εν τω μεταξύ, στο ΑΔΣ, να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του άνισου φόρτου εργασίας μεταξύ δικαστηρίων και δικαστικών με αντικειμενικό τρόπο.

· Η στρατηγική θα πρέπει να περιλαμβάνει μια ετήσια έκθεση προόδου του ΑΔΣ για τα μέτρα και τους στόχους της δικαστικής μεταρρύθμισης για τα προσεχή έτη, ούτως ώστε να ενισχυθεί η διαφάνεια της διαδικασίας.

Να θέσει ως στόχο την ολοκλήρωση των εργασιών σχετικά με τον νέο ποινικό κώδικα και την εφαρμογή του. Να διασφαλίσει την ανοικτή συμμετοχή όλων των σημαντικών ΜΚΟ και επαγγελματικών οργανώσεων κατά τον καθορισμό και την παρακολούθηση των στρατηγικών για τη μεταρρύθμιση.

.

3.         Αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος

Τα ζητήματα των ανισορροπιών του φόρτου εργασίας και της κατανομής των πόρων θα πρέπει να εξακολουθήσουν να αντιμετωπίζονται, καθώς και θέματα όπως οι κρίσεις και οι προαγωγές, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη την ακεραιότητα. Επιπλέον, στον τομέα αυτόν η Βουλγαρία θα πρέπει:

· Να καθορίσει σαφείς διαδικασίες, πρότυπα και κυρώσεις για την εξασφάλιση συνεκτικών πειθαρχικών αποφάσεων. Αυτά θα πρέπει να αποτελούν τη βάση για μια συνεκτική προσέγγιση των διοικητικών προϊσταμένων.

· Να δημοσιοποιήσει πλήρως τον λειτουργικό έλεγχο των εισαγγελιών που διεξάγεται από τον γενικό εισαγγελέα, καθώς και το σχέδιο δράσης, και να πραγματοποιήσει δημόσια διαβούλευση σχετικά με το σχέδιο δράσης.

Να κλείσει τα «παραθυράκια» που παρεμποδίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων, όπως η διαφυγή για την αποφυγή ποινών φυλάκισης ή η αποτυχία επιβολής των οικονομικών κυρώσεων που ορίζονται στο Δικαστήριο.

· Να επιτύχει συγκεκριμένη πρόοδο σχετικά με την ηλεκτρονική δικαιοσύνη, ως μέσο για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, της διαφάνειας και της συνέπειας των δικαστικών διαδικασιών, βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.

4.         Διαφθορά

Η αντιμετώπιση της διαφθοράς προϋποθέτει διαρκείς και συνεπείς προσπάθειες πρόληψης, αλλά και δίωξης παραβάσεων, καθώς και επίδειξης του ότι οι παραβάσεις συνεπάγονται κυρώσεις. Στον τομέα αυτόν η Βουλγαρία θα πρέπει:

Να αναθέσει σε ένα και μόνο όργανο το καθήκον να συντονίζει την καταπολέμηση της διαφθοράς, να επικουρεί και να συντονίζει τις προσπάθειες σε διάφορους τομείς.

· Να αναθεωρήσει και να επικαιροποιήσει την εθνική στρατηγική για την καταπολέμηση της διαφθοράς, σε διαβούλευση με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, με ένα τυποποιημένο υπόδειγμα δημόσιας διοίκησης που θα έχει εσωτερικές επιθεωρήσεις με ανεξαρτησία, διαφάνεια και λογοδοσία.

· Να λάβει μέτρα για τον περιορισμό του κινδύνου διαφθοράς στις διαδικασίες δημοσίων συμβάσεων, καθιστώντας τις απλούστερες και περισσότερο διαφανείς.

· Να επανεξετάσει τις διαδικασίες σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητά τους και η αμεροληψία τους, καθώς και η αξιοπιστία του μηχανισμού επιβολής κυρώσεων.

5.         Οργανωμένο έγκλημα

Η επιτυχής διερεύνηση και επιβολή κυρώσεων για το οργανωμένο έγκλημα θα είναι πάντοτε ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος για την επίτευξη προόδου, επομένως η πρόοδος σε εμβληματικές υποθέσεις εξακολουθεί να έχει κεντρική σημασία. Στον τομέα αυτόν η Βουλγαρία θα πρέπει:

· Να συντάξει και να εφαρμόσει ένα σχέδιο δράσης, με βάση την από μακρού αναμενόμενη ανεξάρτητη και ολοκληρωμένη ανάλυση των αποτυχημένων υποθέσεων, με χρονοδιάγραμμα για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την αντιμετώπιση όλων των πτυχών και όλων των σταδίων του συστήματος επιβολής του νόμου και απονομής δικαιοσύνης.

· Να αντιμετωπίσει ειδικά το πρόβλημα των κατηγορουμένων υψηλού επιπέδου που διαφεύγουν πριν από την τελική απόφαση του Δικαστηρίου, με σαφή απόδοση της ευθύνης για τυχόν αδυναμίες.

· Να αναπτύξει σαφή πολιτική όσον αφορά τη σχέση της κρατικής υπηρεσίας εθνικής ασφαλείας (SANS) με τους φορείς που ασχολούνται με το οργανωμένο έγκλημα σε άλλα κράτη μέλη, με ειδικές επιχειρησιακές διαδικασίες με αυτούς τους φορείς, ώστε να διασφαλιστεί ότι η συνεργασία θα διατηρηθεί και θα βελτιωθεί.

· Να προβλέψει ότι το Ειδικό Δικαστήριο για το οργανωμένο έγκλημα και η συνδεδεμένη Εισαγγελία μπορούν να εστιάζουν σε ιδιαίτερα προβεβλημένες υποθέσεις. 

· Να εξασφαλίσει την απαραίτητη συνεργασία ανάμεσα στην επιτροπή δήμευσης περιουσιακών στοιχείων και τα σχετικά όργανα επιβολής του νόμου. Να διενεργήσει ανεξάρτητη αξιολόγηση του νέου νόμου για τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων και τον αντίκτυπό του, μέχρι το καλοκαίρι του 2014.

[1] COM(2012) 411 final.

[2] 24 Σεπτεμβρίου 2012.

[3]  Βλέπε τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ  http://reports.weforum.org/the-global-competitiveness-report-2013-2014/ .

[4] Για παράδειγμα, COM(2012) 411, σ. 6-8.

[5] Για παράδειγμα, καταργήθηκε η πρακτική να ονομάζονται οι επιχειρήσεις της αστυνομίας με τα ονόματα δικαστών που δεν είχαν επιβάλει μέτρα κράτησης σε συλληφθέντες υπόπτους.

[6] Τεχνική έκθεση σ. 2.

[7] COM(2012) 411 final, έγγρ. αναφ.

[8] COM(2012) 411 final, σ. 6.

[9] Τεχνική έκθεση σ. 13-14.

[10] Τεχνική έκθεση σ. 11-12.

[11] Τρέχουσες υποθέσεις που αφορούν εικαζόμενες υποκλοπές τηλεπικοινωνιών και  καλπονοθεία θα αποτελέσουν δείγμα γραφής ως προς το θέμα αυτό.

[12] Τεχνική έκθεση σ. 4 και 25.

[13] Τεχνική έκθεση σ. 5.

[14] Υπάρχουν διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα, όπως αυτά που προέρχονται από το Ευρωπαϊκό δίκτυο δικαστικών συμβουλίων: http://encj.net/images/stories/pdf/GA/Dublin/encj_dublin_declaration_def_dclaration_de_dublin_recj_def.pdf. 

[15] Όσον αφορά τις κρίσεις και τις προαγωγές, οι πειθαρχικές διαδικασίες ορισμένες φορές λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία προαγωγών και ορισμένες φορές όχι.

[16] Τεχνική έκθεση σ. 10.

[17] COM(2012) 411 final, σ. 21.

[18] Τεχνική έκθεση σ. 14.

[19] Τεχνική έκθεση σ. 6-7.

[20] COM(2012) 411 final, σ. 7 και 21.

[21] Τεχνική έκθεση σ. 11.

[22] Τεχνική έκθεση σ. 9.

[23] Κέντρο για τη μελέτη της δημοκρατίας, της διαφθοράς και της καταπολέμησης της διαφθοράς στη Βουλγαρία (2012-2013), Policy Brief No. 43, Νοέμβριος 2013. Σύμφωνα με τον δείκτη μέτρησης της διαφθοράς του 2013, που δημοσιεύθηκε από την Διεθνή Διαφάνεια, η Βουλγαρία καταλαμβάνει τη δεύτερη υψηλότερη θέση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ όσον αφορά το αντιληπτό επίπεδο της διαφθοράς. (http://www.transparency.org/cpi2013).

[24] Η Παγκόσμια Έκθεση για την Ανταγωνιστικότητα του 2013 αναφέρει τη διαφθορά ως τον πλέον προβληματικό παράγοντα για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας στη Βουλγαρία. http://www3.weforum.org/docs/WEF_GlobalCompetitivenessReport_2013-14.pdf  σ. 138.

[25] COM(2012) 411 final  σ. 14.

[26] Άμεσες επαφές μεταξύ της Επιτροπής και των επιχειρηματικών οργανώσεων.

[27] Το γεγονός ότι μια υπόθεση δήμευσης περιουσιακών στοιχείων κατά της ίδιας ομάδας έχει τώρα σταματήσει ενίσχυσε τις ανησυχίες αυτές.

[28] Πράγματι, μια παρόμοια υπόθεση που αφορούσε έναν κατηγορούμενο καταδικασμένο για διπλή δολοφονία εμφανίστηκε τον Δεκέμβριο του 2013.

[29] Επιπλέον της μονάδας για εγκλήματα σχετικά με το δικαστικό σώμα, που αναφέρεται ανωτέρω.

[30] Ένα ιδιαίτερο πρόβλημα αφορά το παραδεκτό, σε ορισμένες δικαιοδοσίες, των αποδεικτικών στοιχείων που συλλέγουν οι υπηρεσίες ασφαλείας.

[31] COM(2012) 411 final, σ. 14 και 21.

[32] Τεχνική έκθεση σ. 24.

[33] Τεχνική έκθεση σ. 25-26.