52013PC0078

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την ασφάλεια των καταναλωτικών προϊόντων και την κατάργηση των οδηγιών 87/357/ΕΟΚ και 2001/95/ΕΚ του Συμβουλίου /* COM/2013/078 final - 2013/0049 (COD) */


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.           ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Η ελεύθερη κυκλοφορία ασφαλών καταναλωτικών προϊόντων είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι σημαντικός πυλώνας της ενιαίας αγοράς και παρέχει στους καταναλωτές εμπιστοσύνη όταν αγοράζουν προϊόντα.

Η παρούσα πρόταση κανονισμού για την ασφάλεια των καταναλωτικών προϊόντων, που θα αντικαταστήσει την οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων[1] («οδηγία για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων» ή απλώς ΟΓΑΠ), αφορά τα κατασκευασμένα μη εδώδιμα καταναλωτικά προϊόντα. Όπως η ΟΓΑΠ, έτσι και ο προτεινόμενος κανονισμός απαιτεί τα καταναλωτικά προϊόντα να είναι «ασφαλή», προβλέπει ορισμένες υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων και περιλαμβάνει διατάξεις για την ανάπτυξη προτύπων προς υποστήριξη της γενικής απαίτησης ασφάλειας.

Ωστόσο, η λειτουργία του προτεινόμενου κανονισμού και η διασύνδεσή του με τη λοιπή νομοθεσία της Ένωσης θα εξορθολογιστούν και θα απλουστευθούν σημαντικά, ενώ, παράλληλα, θα διατηρηθεί ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών.

Οι αλληλεπικαλύψεις των κανόνων εποπτείας της αγοράς και των υποχρεώσεων των οικονομικών φορέων που προβλέπονται σε διάφορες νομοθετικές πράξεις της Ένωσης [ΟΓΑΠ, κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων[2] και τομεακή εναρμονιστική νομοθεσία της Ένωσης που επίσης καλύπτει τα καταναλωτικά προϊόντα] έχουν οδηγήσει σε σύγχυση τόσο τους οικονομικούς φορείς όσο και τις εθνικές αρχές και έχουν δυσχεράνει σημαντικά την αποτελεσματικότητα των δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς στην Ένωση.

Η παρούσα πρόταση αποσκοπεί στην αποσαφήνιση του κανονιστικού πλαισίου για τα καταναλωτικά προϊόντα, λαμβάνοντας υπόψη τις νομοθετικές εξελίξεις των τελευταίων ετών, όπως το νέο νομοθετικό πλαίσιο για την εμπορία των προϊόντων που θεσπίστηκε το 2008[3], η ευθυγράμμιση της τομεακής εναρμονιστικής νομοθεσίας της Ένωσης με το εν λόγω νέο πλαίσιο[4] και η έναρξη εφαρμογής, την 1η Ιανουαρίου 2013, ενός νέου κανονισμού για την ευρωπαϊκή τυποποίηση[5].

Η πρόταση εντάσσεται στη «δέσμη μέτρων για την ασφάλεια των προϊόντων και την εποπτεία της αγοράς», η οποία περιλαμβάνει επίσης μια πρόταση κανονισμού για την εποπτεία της ενιαίας αγοράς και ένα πολυετές σχέδιο δράσης για την εποπτεία της αγοράς που καλύπτει την περίοδο 2013-2015. Η πράξη για την ενιαία αγορά (2011)[6] προσδιόρισε την αναθεώρηση της ΟΓΑΠ και την κατάρτιση ενός σχεδίου εποπτείας της αγοράς ως πρωτοβουλίες που θα συμβάλουν στην τόνωση της ανάπτυξης και στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Η πράξη II για την ενιαία αγορά[7], η οποία εκδόθηκε το 2012, επιβεβαιώνει τη «δέσμη μέτρων για την ασφάλεια των προϊόντων και την εποπτεία της αγοράς» ως βασική δράση για τη «βελτίωση της ασφάλειας των προϊόντων που κυκλοφορούν στην ΕΕ μέσω της καλύτερης συνοχής και επιβολής των κανόνων για την ασφάλεια των προϊόντων και την εποπτεία της αγοράς».

2.           ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ

Από το 2009 έως το 2011 η Επιτροπή διενήργησε εκτενείς δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με την αναθεώρηση της ΟΓΑΠ όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της εκτίμησης αντικτύπου. Μετά τον ορισμό του πεδίου εφαρμογής της εκτίμησης αντικτύπου, η Επιτροπή προχώρησε σε δεύτερο γύρο δημόσιων διαβουλεύσεων που επικεντρώθηκε σε τέσσερις κύριους ουσιαστικούς τομείς για βελτίωση του καθεστώτος της ΕΕ για την ασφάλεια των προϊόντων: i) διαδικασίες για την παροχή εντολών για κατάρτιση προτύπων βάσει της ΟΓΑΠ για τα μη εναρμονισμένα προϊόντα, ii) εναρμόνιση των αξιολογήσεων ασφάλειας, iii) συνεργασία και συντονισμός στον τομέα της εποπτείας της αγοράς, συμπεριλαμβανομένης της λειτουργίας του συστήματος ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών της ΕΕ (RAPEX) και των ηλεκτρονικών διαύλων διανομής, και iv) ευθυγράμμιση με τη δέσμη μέτρων για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

Ο δεύτερος γύρος των δημόσιων διαβουλεύσεων σχετικά με τα προβλήματα που διαπιστώθηκαν και τις λύσεις που προτάθηκαν από την Επιτροπή πραγματοποιήθηκε μεταξύ του Μαΐου και του Δεκεμβρίου του 2010. Μεταξύ της 18ης Μαΐου και της 20ής Αυγούστου 2010 η Επιτροπή διοργάνωσε μια δημόσια διαβούλευση στο διαδίκτυο, η οποία επικεντρώθηκε στους τέσσερις αυτούς τομείς. Η Επιτροπή αναζήτησε πληροφορίες μέσω τεσσάρων εγγράφων διαβούλευσης και εννέα διαδικτυακών ερωτηματολογίων που επικεντρώθηκαν σε διάφορες ομάδες ενδιαφερομένων. Απάντησαν 55 εθνικές αρχές, από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ εκτός από ένα και από τη Νορβηγία, την Ισλανδία και την Ελβετία. Διάφοροι άλλοι ενδιαφερόμενοι, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από τριάντα επιχειρηματικών ενώσεων, δεκαεπτά οργανώσεων καταναλωτών και πάνω από πενήντα μεμονωμένων οικονομικών φορέων (μεταξύ των οποίων διάφορες ΜΜΕ), συνεισέφεραν στη διαβούλευση. Ελήφθησαν συνολικά 305 απαντήσεις στα εννέα διαδικτυακά ερωτηματολόγια. Επιπλέον, δεκατρείς επιχειρήσεις και οργανώσεις καταναλωτών υπέβαλαν χωριστά έγγραφα διατύπωσης θέσης. Πραγματοποιήθηκαν επίσης κατά τη διάρκεια της περιόδου διαβούλευσης πολλές παρουσιάσεις και άμεσες ανταλλαγές απόψεων με τους ενδιαφερομένους (τόσο με τις επιχειρήσεις όσο και με τις οργανώσεις καταναλωτών).

Ο δεύτερος γύρος των δημόσιων διαβουλεύσεων έληξε με μια διεθνή διάσκεψη με τους ενδιαφερομένους με θέμα «Αναθεώρηση της οδηγίας για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων», η οποία πραγματοποιήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 2010 και κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή έλαβε από τους ενδιαφερομένους παρατηρήσεις σχετικά με τα βασικά συμπεράσματα της δημόσιας διαβούλευσης που διενεργήθηκε στο διαδίκτυο.

Ο τρίτος γύρος των δημόσιων διαβουλεύσεων πραγματοποιήθηκε μεταξύ του Ιανουαρίου και του Μαρτίου του 2011. Έλαβε τη μορφή στοχευμένων συνεδριάσεων με τους ενδιαφερομένους, με τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων στους σχετικούς τομείς. Αυτές οι συνεδριάσεις αφορούσαν διαρθρωτικά θέματα, όπως η οργάνωση του συντονισμού της εποπτείας της αγοράς, ο αντίκτυπος των νέων ορισμών των υποχρεώσεων των οικονομικών φορέων (ιδίως των υποχρεώσεων ιχνηλασιμότητας), οι διαδικασίες για την παροχή εντολών που οδηγούν στη θέσπιση ευρωπαϊκών προτύπων βάσει της ΟΓΑΠ και τρόποι θέσπισης μιας σαφούς και κατανοητής δομής για τους κανόνες ασφάλειας των μη εδώδιμων προϊόντων.

Ένα από τα αποτελέσματα της διαδικασίας δημόσιων διαβουλεύσεων και του διαλόγου με τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν η μεταφορά των κανόνων εποπτείας της αγοράς από την υφιστάμενη ΟΓΑΠ σε έναν νέο αυτοτελή κανονισμό για την εποπτεία της αγοράς, ο οποίος θα καταρτιστεί και θα εκδοθεί μαζί με την παρούσα πρόταση αναθεώρησης της ΟΓΑΠ.

Συνεπώς, η εκτίμηση αντικτύπου που εκπονήθηκε από την Επιτροπή καλύπτει πτυχές που συνδέονται τόσο με την παρούσα πρόταση όσο και με πρόταση ενός νέου κανονισμού για την εποπτεία της αγοράς. Η επιτροπή εκτίμησης αντικτύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διατύπωσε εν προκειμένω ευνοϊκή γνώμη τον Σεπτέμβριο του 2012.

3.           ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

· Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

Ο προτεινόμενος κανονισμός οριοθετεί σαφώς το πεδίο εφαρμογής του σε σύγκριση με την τομεακή εναρμονιστική νομοθεσία της Ένωσης. Ενώ η γενική αρχή ότι όλα τα μη εδώδιμα καταναλωτικά προϊόντα πρέπει να είναι ασφαλή εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς, οι πιο λεπτομερείς υποχρεώσεις σχετικά με τους οικονομικούς φορείς εφαρμόζονται μόνο στις επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται στις αντίστοιχες υποχρεώσεις οι οποίες καθορίζονται στην εναρμονιστική νομοθεσία που καλύπτει έναν συγκεκριμένο τομέα προϊόντων. Η Επιτροπή προβλέπει εξετάζει την κατάρτιση κατευθυντήριων γραμμών που θα βοηθήσουν τις επιχειρήσεις, ιδίως τις μικρομεσαίες, να προσδιορίσουν ποια νομοθεσία εφαρμόζεται στα καταναλωτικά προϊόντα που παράγουν ή διανέμουν.

Το τμήμα των ορισμών έχει επικαιροποιηθεί και, κατά περίπτωση, έχει ευθυγραμμιστεί με το νέο νομοθετικό πλαίσιο για την εμπορία των προϊόντων[8].

· Γενική απαίτηση ασφάλειας και υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων

Η απαίτηση ότι όλα τα καταναλωτικά προϊόντα πρέπει να είναι ασφαλή όταν διατίθενται ή καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά της Ένωσης αποτελεί θεμελιώδη πυλώνα της νομοθεσίας της ΕΕ στον τομέα της ασφάλειας των προϊόντων. Αυτή η γενική απαίτηση ασφάλειας των προϊόντων, που προβλεπόταν ήδη στην ΟΓΑΠ, διατηρήθηκε. Εντούτοις, η λειτουργία της στην πράξη θα απλουστευθεί σημαντικά λόγω της σαφούς σύνδεσης με την τομεακή νομοθεσία και της απλούστευσης των κανόνων για τα πρότυπα.

Τα καταναλωτικά προϊόντα που συμμορφώνονται με την τομεακή εναρμονιστική νομοθεσία της Ένωσης που έχει στόχο την εξασφάλιση της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων τεκμαίρεται ότι είναι ασφαλή και βάσει του παρόντος κανονισμού. Αν δεν συμμορφώνονται με την εφαρμοστέα εναρμονιστική νομοθεσία, δεν θα επωφελούνται από το τεκμήριο ασφάλειας, αλλά η διόρθωση αυτής της κατάστασης θα διέπεται από την τομεακή νομοθεσία σε συνδυασμό με τον μελλοντικό κανονισμό για την εποπτεία της ενιαίας αγοράς.

Επιπλέον, η πρόταση καθορίζει τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων (κατασκευαστές, εισαγωγείς, διανομείς) που δραστηριοποιούνται στην αλυσίδα εφοδιασμού των καταναλωτικών προϊόντων, εφόσον δεν υπόκεινται στις αντίστοιχες απαιτήσεις που προβλέπονται από την τομεακή εναρμονιστική νομοθεσία της Ένωσης. Οι υποχρεώσεις βασίζονται στις διατάξεις αναφοράς που ορίζονται στην απόφαση αριθ. 768/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για κοινό πλαίσιο εμπορίας των προϊόντων[9] και αφορούν, μεταξύ άλλων, θέματα που σχετίζονται με την επισήμανση, την ταυτοποίηση του προϊόντος, τις διορθωτικές ενέργειες που πρέπει να αναλαμβάνονται σε περίπτωση μη ασφαλών προϊόντων και την ενημέρωση των αρμόδιων αρχών. Ανάλογα με τους ενδεχόμενους κινδύνους των προϊόντων τους, οι κατασκευαστές θα είναι υποχρεωμένοι να καταρτίσουν τεχνική τεκμηρίωση σχετικά με τα προϊόντα τους, η οποία θα περιέχει τις απαραίτητες πληροφορίες που θα αποδεικνύουν ότι το προϊόν τους είναι ασφαλές.

Επίσης με βάσει την απόφαση αριθ. 768/2008/ΕΚ, η πρόταση απαιτεί από τους οικονομικούς φορείς να είναι σε θέση να προσδιορίζουν τους επιχειρηματίες που τους προμήθευσαν το προϊόν και εκείνους στους οποίους το προμήθευσαν αυτοί. Όταν δικαιολογείται λόγω των εγγενών κινδύνων συγκεκριμένων τύπων προϊόντων, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίζει μέτρα που να απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να καθιερώσουν ή να προσχωρήσουν σε ηλεκτρονικό σύστημα ιχνηλασιμότητας.

· Χρήση των ευρωπαϊκών προτύπων

Όπως η ΟΓΑΠ, έτσι και η πρόταση νέου κανονισμού ευνοεί τη χρήση προτύπων προς υποστήριξη της εφαρμογής της γενικής απαίτησης ασφάλειας. Ωστόσο, η διαδικασία για τον εντοπισμό των υφιστάμενων ευρωπαϊκών προτύπων ή την αίτηση ανάπτυξης νέων ευρωπαϊκών προτύπων που θα έδιναν τη δυνατότητα να τεκμαίρεται ότι ένα προϊόν είναι ασφαλές έχει απλουστευθεί σημαντικά και έχει ευθυγραμμιστεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1025/2012, ο οποίος θεσπίζει ένα νέο γενικό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή τυποποίηση[10]. Αυτό υπογραμμίζει τη σημασία που δίνει η Επιτροπή στην ανάγκη μιας προσέγγισης συρρύθμισης και θα ενισχύσει τη χρήση των ευρωπαϊκών προτύπων προς υποστήριξη του προτεινόμενου κανονισμού.

· Μεταφορά των κανόνων εποπτείας της αγοράς και του RAPEX σε νέο κανονισμό για την εποπτεία της αγοράς

Σύμφωνα με τον στόχο ενίσχυσης και εξορθολογισμού της εποπτείας της αγοράς για όλα τα προϊόντα, ανεξαρτήτως αν είναι ή δεν είναι εναρμονισμένα και αν προορίζονται για τους καταναλωτές ή για τους επαγγελματίες, οι διατάξεις σχετικά με την εποπτεία της αγοράς και το RAPEX που περιέχονται σήμερα στη ΟΓΑΠ μεταφέρθηκαν στην πρόταση νέου κανονισμού για την εποπτεία της ενιαίας αγοράς. Αυτός ο νέος κανονισμός θα δημιουργήσει ένα μοναδικό σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου όλοι οι κανόνες εποπτείας της αγοράς θα συγκεντρωθούν σε ένα ενιαίο μέσο και το RAPEX θα είναι το ενιαίο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης σχετικά με τα προϊόντα που παρουσιάζουν κίνδυνο. Περισσότερες πληροφορίες παρέχονται στην πρόταση κανονισμού για την εποπτεία των προϊόντων στην αγορά.

· Αρμοδιότητα της Ένωσης, επικουρικότητα, αναλογικότητα και νομική μορφή

Η πρόταση βασίζεται στο άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), το οποίο προβλέπει την ίδια νομική βάση για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σύμφωνα με την οποία εκδόθηκε η υφιστάμενη ΟΓΑΠ. Όσον αφορά τη ρύθμιση της ασφάλειας των προϊόντων, η Ένωση ασκεί τις συντρέχουσες αρμοδιότητές της βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

Εντός της εσωτερικής αγοράς, όπου τα προϊόντα μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα, οι κανόνες για την ασφάλεια των προϊόντων μπορούν πράγματι να θεσπίζονται μόνο σε επίπεδο Ένωσης. Αυτό είναι απαραίτητο για να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή (σύμφωνα με το άρθρο 169 της ΣΛΕΕ) και επίσης για να εμποδίζονται τα κράτη μέλη να θεσπίσουν αποκλίνουσες νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με τα προϊόντα, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κατακερματισμό της ενιαίας αγοράς. Σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας και της επικουρικότητας, που προβλέπονται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η παρούσα πρόταση δεν υπερβαίνει ό,τι είναι απαραίτητο για την επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων.

Η πρόταση παίρνει τη μορφή κανονισμού. Αυτό είναι το κατάλληλο νομικό μέσο, επειδή επιβάλλει σαφείς και λεπτομερείς κανόνες, που εφαρμόζονται με ομοιόμορφο τρόπο και ταυτόχρονα σε όλη την Ένωση. Έτσι θα αποφευχθεί η αποκλίνουσα μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετικά επίπεδα προστασίας της υγείας και της ασφάλειας και να δημιουργήσει φραγμούς στην εσωτερική αγορά. Η αντικατάσταση των εθνικών μέτρων μεταφοράς έχει επίσης ένα ισχυρό αποτέλεσμα απλούστευσης, επειδή επιτρέπει στους οικονομικούς φορείς να ασκήσουν την επιχειρηματική δραστηριότητά τους με βάση ένα ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο και όχι με βάση ένα «μωσαϊκό» εθνικών νόμων των κρατών μελών.

· Θεμελιώδη δικαιώματα

Σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, η παρούσα πρόταση επιδιώκει να εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου (άρθρο 35 του Χάρτη) και προστασίας των καταναλωτών (άρθρο 38), εξασφαλίζοντας υψηλό επίπεδο ασφάλειας των καταναλωτικών προϊόντων που κυκλοφορούν στην αγορά της Ένωσης. Η πρόταση επηρεάζει την επιχειρηματική ελευθερία των οικονομικών φορέων (άρθρο 16), αλλά οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους κατασκευαστές, στους εισαγωγείς και στους διανομείς καταναλωτικών προϊόντων είναι απαραίτητες για την κατοχύρωση υψηλού επιπέδου ασφάλειας των εν λόγω προϊόντων.

4.           ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Η πρόταση δεν έχει άλλες δημοσιονομικές επιπτώσεις από εκείνες που συνδέονται με τη σωστή διαχείριση του κανονισμού, ο οποίος, με τη μορφή της ΟΓΑΠ, αποτελεί ήδη μέρος του κεκτημένου της Ένωσης. Οι δημοσιονομικές επιπτώσεις έχουν ήδη προβλεφθεί στα υφιστάμενα ή προτεινόμενα προγράμματα και συνάδουν με την πρόταση της Επιτροπής για το νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο. Οι λεπτομέρειες εξηγούνται στο δημοσιονομικό δελτίο που επισυνάπτεται στην παρούσα πρόταση.

5.           ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞΥΠΝΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Η παρούσα πρόταση συμβάλλει στην απλούστευση της νομοθεσίας της ΕΕ και είναι σύμφωνη με τις αρχές της «έξυπνης νομοθεσίας». Κατά την προετοιμασία της παρούσας πρότασης η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη σημαντική πρόοδο της τομεακής νομοθεσίας που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ασφάλειας των προϊόντων και που συνήθως δεν κάνει διάκριση όσον αφορά το αν τα καλυπτόμενα προϊόντα προορίζονται για τους καταναλωτές ή για επαγγελματίες χρήστες. Αντίθετα με την κατάσταση που επικρατούσε πριν από 10 ή 15 χρόνια, δεν χρειάζεται πλέον να εφαρμοστεί μια δεύτερη σειρά υποχρεώσεων στους οικονομικούς φορείς που έχουν ήδη ρυθμιστεί καταλλήλως από τομεακή νομοθεσία. Παράλληλα, οι υποχρεώσεις για όσους παράγουν, εισάγουν ή διανέμουν καταναλωτικά προϊόντα που δεν καλύπτονται από ειδική νομοθεσία έχουν σε μεγάλο βαθμό ευθυγραμμιστεί με εκείνες που ισχύουν για τα εναρμονισμένα προϊόντα.

Η προσέγγιση αυτή θα μειώσει τον διοικητικό φόρτο και το κόστος συμμόρφωσης για τις επιχειρήσεις, ιδίως για τις μικρομεσαίες. Στο μέλλον, θα μπορούν να προσδιορίζουν εύκολα το σύνολο των κανόνων που ισχύουν για την εμπορική τους δραστηριότητα, έτσι ώστε να εξοικονομούν το κόστος που προκαλείται από την έλλειψη ασφάλειας δικαίου.

Λόγω του αντικειμένου και του στόχου του προτεινόμενου κανονισμού, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής[11], δεν μπορούν να εξαιρεθούν από τις απαιτήσεις του, επειδή οι κανόνες που αποσκοπούν στην προστασία της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων πρέπει να εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το μέγεθος του οικονομικού φορέα. Αλλά οι πολύ μικρές επιχειρήσεις είναι πιθανό να ωφεληθούν περισσότερο από την απλούστευση που θα επιφέρει η νέα νομοθετική πράξη, η οποία είναι κατάλληλη για τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται και αντικαθιστά δύο οδηγίες που έχουν καταστεί παρωχημένες. Η Επιτροπή έχει αναλάβει τη δέσμευση να παράσχει περαιτέρω καθοδήγηση στις επιχειρήσεις, ιδίως στις μικρομεσαίες, και στους καταναλωτές, ώστε να τους βοηθήσει να προσδιορίσουν εύκολα τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους.

2013/0049 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την ασφάλεια των καταναλωτικών προϊόντων και την κατάργηση των οδηγιών 87/357/ΕΟΚ και 2001/95/ΕΚ του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[12],

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)       Η oδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 2001, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων[13] ορίζει ότι τα καταναλωτικά προϊόντα πρέπει να είναι ασφαλή και ότι οι αρχές εποπτείας της αγοράς των κρατών μελών πρέπει να αναλαμβάνουν δράση κατά των επικίνδυνων προϊόντων και να ανταλλάσσουν εν προκειμένω πληροφορίες μέσω του κοινοτικού συστήματος ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών RAPEX. Η οδηγία 2001/95/ΕΚ πρέπει να αναθεωρηθεί εκ βάθρων, ώστε να βελτιωθεί η λειτουργία της και να εξασφαλιστεί η συνοχή με τις εξελίξεις στη νομοθεσία της Ένωσης όσον αφορά την εποπτεία της αγοράς, τις υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων και την τυποποίηση. Για λόγους σαφήνειας, η οδηγία 2001/95/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από τον παρόντα κανονισμό.

(2)       Ο κανονισμός είναι η ενδεδειγμένη νομική πράξη, επειδή επιβάλλει σαφείς και λεπτομερείς κανόνες που δεν αφήνουν περιθώρια για αποκλίνουσα μεταφορά της πράξης στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών. Ο κανονισμός εξασφαλίζει ότι οι νομικές απαιτήσεις εφαρμόζονται ταυτόχρονα σε όλη την Ένωση.

(3)       Ο παρών κανονισμός πρέπει να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στο άρθρο 169 της ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, θα πρέπει να αποσκοπεί στη διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς όσον αφορά τα προϊόντα που προορίζονται για τους καταναλωτές, με τη θέσπιση ομοιόμορφων κανόνων όσον αφορά τη γενική απαίτηση ασφάλειας, τα κριτήρια αξιολόγησης και τις υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων. Δεδομένου ότι οι κανόνες για την εποπτεία της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων σχετικά με το RAPEX, ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. […/…] [για την εποπτεία των προϊόντων στην αγορά][14] ο οποίος ισχύει επίσης για τα προϊόντα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, δεν χρειάζονται περαιτέρω διατάξεις σχετικά με την εποπτεία της αγοράς ή το RAPEX στον παρόντα κανονισμό.

(4)       Η νομοθεσία της Ένωσης για τα τρόφιμα, τις ζωοτροφές και τους σχετικούς τομείς προβλέπει τη σύσταση ενός ειδικού καθεστώτος που να εξασφαλίζει την ασφάλεια των προϊόντων που καλύπτονται από αυτήν. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει, επομένως, να μην εφαρμόζεται στα προϊόντα αυτά, με εξαίρεση τα υλικά και είδη που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα, εφόσον υπάρχουν κίνδυνοι που δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1935/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τα υλικά και αντικείμενα που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα[15] ή από άλλη νομοθεσία για τα τρόφιμα η οποία καλύπτει μόνο τους χημικούς και βιολογικούς κινδύνους σχετικά με τα τρόφιμα.

(5)       Τα φαρμακευτικά προϊόντα υπόκεινται σε αξιολόγηση πριν από τη διάθεσή τους στην αγορά, η οποία περιλαμβάνει ειδική ανάλυση κινδύνου/οφέλους. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να αποκλειστούν εντελώς από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(6)       Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να καλύπτει τις υπηρεσίες. Ωστόσο, για να εξασφαλιστεί η επίτευξη της προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών, θα πρέπει να εφαρμόζεται στα προϊόντα που παρέχονται ή διατίθενται στους καταναλωτές στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων στα οποία οι καταναλωτές εκτίθενται άμεσα κατά τη διάρκεια της παροχής υπηρεσιών. Οι εξοπλισμοί με τους οποίους κυκλοφορούν ή ταξιδεύουν οι καταναλωτές και τους οποίους χειρίζονται οι πάροχοι υπηρεσιών θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, δεδομένου ότι πρέπει να εξετάζονται σε συνδυασμό με την ασφάλεια της παρεχόμενης υπηρεσίας.

(7)       Παρά την ανάπτυξη τομεακής εναρμονιστικής νομοθεσίας της Ένωσης η οποία καλύπτει τις πτυχές ασφάλειας συγκεκριμένων προϊόντων ή κατηγοριών προϊόντων, είναι πρακτικά αδύνατον να θεσπιστεί νομοθεσία της Ένωσης για όλα τα καταναλωτικά προϊόντα που υπάρχουν ή ενδέχεται να αναπτυχθούν. Κατά συνέπεια, εξακολουθεί να υπάρχει ανάγκη για ένα νομοθετικό πλαίσιο οριζόντιου χαρακτήρα που θα καλύπτει τα κενά και θα εξασφαλίζει την προστασία των καταναλωτών η οποία δεν εξασφαλίζεται διαφορετικά, ιδίως με σκοπό να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών, όπως απαιτείται από το άρθρο 114 και το άρθρο 169 της ΣΛΕΕ.

(8)       Όσον αφορά τα καταναλωτικά προϊόντα που υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό, το πεδίο εφαρμογής των διαφόρων μερών του θα πρέπει να είναι σαφώς οριοθετημένο σε σχέση με την τομεακή εναρμονιστική νομοθεσία της Ένωσης. Ενώ η γενική απαίτηση ασφάλειας των προϊόντων και οι σχετικές διατάξεις θα πρέπει να ισχύουν για όλα τα καταναλωτικά προϊόντα, οι υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται όταν η εναρμονιστική νομοθεσία της Ένωσης περιλαμβάνει ισοδύναμες υποχρεώσεις, όπως η νομοθεσία της Ένωσης για τα καλλυντικά, τα παιχνίδια, τις ηλεκτρικές συσκευές ή τα προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών.

(9)       Για να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ του παρόντος κανονισμού και της τομεακής εναρμονιστικής νομοθεσίας της Ένωσης όσον αφορά τις ειδικές υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων, οι διατάξεις σχετικά με τους κατασκευαστές, τους εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους, τους εισαγωγείς και τους διανομείς πρέπει να βασίζονται στις διατάξεις αναφοράς που περιλαμβάνονται στην απόφαση αριθ. 768/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για κοινό πλαίσιο εμπορίας των προϊόντων[16].

(10)     Το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να περιορίζεται σε καμία τεχνική πώλησης καταναλωτικών προϊόντων και, συνεπώς, θα πρέπει να καλύπτονται και οι πωλήσεις εξ αποστάσεως.

(11)     Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται στα μεταχειρισμένα προϊόντα που επανέρχονται στην αλυσίδα εφοδιασμού στο πλαίσιο μιας εμπορικής δραστηριότητας, εκτός από τα μεταχειρισμένα προϊόντα για τα οποία ο καταναλωτής δεν μπορεί εύλογα να προσδοκά ότι πληρούν τα πλέον εξελιγμένα πρότυπα ασφάλειας, όπως τα αντικείμενα αρχαιολογικής αξίας.

(12)     Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται επίσης στα καταναλωτικά προϊόντα τα οποία, αν και δεν είναι τρόφιμα, μοιάζουν με τρόφιμα και είναι δυνατόν να εκληφθούν ως τρόφιμα κατά τρόπον ώστε να υπάρχει ενδεχόμενο οι καταναλωτές, ειδικά τα παιδιά, να τα βάλουν στο στόμα τους, να τα γλείψουν ή να τα καταπιούν, με κίνδυνο να προκληθεί π.χ. ασφυξία, δηλητηρίαση, διάτρηση ή απόφραξη του πεπτικού συστήματος. Τα εν λόγω προϊόντα απομίμησης τροφίμων ρυθμίζονται μέχρι σήμερα από την οδηγία 87/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1987, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τα προϊόντα που, επειδή δεν εμφανίζονται υπό την πραγματική τους μορφή, θέτουν σε κίνδυνο την υγεία ή την ασφάλεια των καταναλωτών[17], η οποία θα πρέπει να καταργηθεί.

(13)     Η ασφάλεια των προϊόντων θα πρέπει να αξιολογείται με βάση όλες τις σχετικές πτυχές, ιδίως τα χαρακτηριστικά και την παρουσίασή τους, καθώς και τις κατηγορίες των καταναλωτών που ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν τα προϊόντα, συνεκτιμώντας τον ευάλωτο χαρακτήρα των εν λόγω κατηγοριών, ιδίως των παιδιών, των ηλικιωμένων και των ατόμων με αναπηρία.

(14)     Για να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη των απαιτήσεων ασφάλειας και η μη συμβατότητα με τη λοιπή νομοθεσία της Ένωσης, ένα προϊόν που συμμορφώνεται με την τομεακή εναρμονιστική νομοθεσία της Ένωσης η οποία έχει στόχο την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων θα πρέπει να τεκμαίρεται ότι είναι ασφαλές βάσει του παρόντος κανονισμού.

(15)     Οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να φέρουν την ευθύνη για τη συμμόρφωση των προϊόντων, σε σχέση με τους αντίστοιχους ρόλους τους στην αλυσίδα εφοδιασμού, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών.

(16)     Όλοι οι οικονομικοί φορείς που παρεμβαίνουν στην αλυσίδα προσφοράς και διανομής θα πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι καθιστούν διαθέσιμα στην αγορά μόνο προϊόντα που είναι ασφαλή και σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Είναι απαραίτητο να προβλεφθεί σαφής και αναλογική κατανομή των υποχρεώσεων, που να ανταποκρίνεται στον ρόλο κάθε οικονομικού φορέα στη διαδικασία προσφοράς και διανομής.

(17)     Οι εισαγωγείς φέρουν την ευθύνη για τη συμμόρφωση των προϊόντων από τρίτες χώρες που διαθέτουν στην αγορά της Ένωσης με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Συνεπώς, οι ειδικές υποχρεώσεις των εισαγωγέων θα πρέπει να συμπεριληφθούν στον παρόντα κανονισμό.

(18)     Οι διανομείς καθιστούν προϊόντα διαθέσιμα στην αγορά αφού πρώτα τα προϊόντα αυτά έχουν διατεθεί στην αγορά από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα και θα πρέπει να ενεργούν με τη δέουσα προσοχή, ώστε να εξασφαλίζουν ότι ο τρόπος με τον οποίο χειρίζονται το προϊόν δεν επηρεάζει αρνητικά τη συμμόρφωση του προϊόντος με τον παρόντα κανονισμό.

(19)     Οποιοσδήποτε οικονομικός φορέας διαθέτει προϊόν στην αγορά με τη δική του επωνυμία ή εμπορικό σήμα ή τροποποιεί προϊόν κατά τρόπον ώστε να επηρεαστεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεωρείται ότι είναι ο κατασκευαστής και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις του κατασκευαστή.

(20)     Η διασφάλιση της ταυτοποίησης και της ιχνηλασιμότητας των προϊόντων σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού συμβάλλει στην ταυτοποίηση των οικονομικών φορέων και στην εφαρμογή αποτελεσματικών διορθωτικών μέτρων κατά των μη ασφαλών προϊόντων, όπως οι στοχευμένες ανακλήσεις προϊόντων. Συνεπώς, η ταυτοποίηση και η ιχνηλασιμότητα των προϊόντων εξασφαλίζουν ότι οι καταναλωτές και οι οικονομικοί φορείς λαμβάνουν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τα μη ασφαλή προϊόντα, πράγμα που ενισχύει την εμπιστοσύνη στην αγορά και εξασφαλίζει την αποφυγή άσκοπων διαταραχών στις εμπορικές συναλλαγές. Συνεπώς, τα προϊόντα θα πρέπει να φέρουν πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίησή τους και τον προσδιορισμό του κατασκευαστή τους και, κατά περίπτωση, του εισαγωγέα τους. Οι κατασκευαστές θα πρέπει να καταρτίζουν επίσης τεχνική τεκμηρίωση όσον αφορά τα προϊόντα τους, για την οποία θα πρέπει να επιλέγουν τον πιο κατάλληλο και μη δαπανηρό τρόπο, όπως τα ηλεκτρονικά μέσα. Επιπλέον, οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να υποχρεούνται να δηλώνουν τους επιχειρηματίες που τους προμήθευσαν καθώς και εκείνους στους οποίους αυτοί προμήθευσαν το προϊόν. Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[18] εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

(21)     Η ένδειξη καταγωγής συμπληρώνει τις βασικές απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας σχετικά με το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή. Ειδικότερα, η ένδειξη της χώρας καταγωγής βοηθά στον προσδιορισμό του πραγματικού τόπου κατασκευής σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες ο κατασκευαστής δεν μπορεί να εντοπιστεί ή η αναγραφόμενη διεύθυνσή του διαφέρει από τον πραγματικό τόπο κατασκευής. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να διευκολύνουν το έργο των αρχών εποπτείας της αγοράς κατά τον προσδιορισμό του πραγματικού τόπου κατασκευής του προϊόντος και να επιτρέψουν την επαφή με τις αρχές των χωρών καταγωγής στο πλαίσιο της διμερούς ή πολυμερούς συνεργασίας για την ασφάλεια των καταναλωτικών προϊόντων, ώστε να μπορούν να αναληφθούν οι ενδεδειγμένες ενέργειες παρακολούθησης.

(22)     Για να διευκολυνθεί η αποτελεσματική και συνεκτική εφαρμογή της γενικής απαίτησης ασφάλειας που ορίζεται στον παρόντα κανονισμό, είναι σημαντικό να χρησιμοποιούνται τα ευρωπαϊκά πρότυπα που καλύπτουν ορισμένα προϊόντα και κινδύνους κατά τρόπον ώστε ένα προϊόν που είναι σύμφωνο με ένα τέτοιο ευρωπαϊκό πρότυπο, τα στοιχεία του οποίου έχουν δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να τεκμαίρεται ότι συμμορφώνονται με την εν λόγω απαίτηση.

(23)     Όταν η Επιτροπή επισημαίνει την ανάγκη για ένα ευρωπαϊκό πρότυπο που διασφαλίζει τη συμμόρφωση ορισμένων προϊόντων με τη γενική απαίτηση ασφάλειας βάσει του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με την ευρωπαϊκή τυποποίηση[19], ώστε να ζητείται από έναν ή περισσότερους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης είτε να καταρτίσουν είτε να προσδιορίσουν ένα πρότυπο κατάλληλο για να εξασφαλιστεί ότι τα προϊόντα που συμμορφώνονται με αυτό τεκμαίρεται ότι είναι ασφαλή. Τα στοιχεία αναφοράς των εν λόγω ευρωπαϊκών προτύπων θα πρέπει να δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(24)                 Οι διαδικασίες έκδοσης αιτημάτων για ευρωπαϊκά πρότυπα προς υποστήριξη του παρόντος κανονισμού και οι διαδικασίες προβολής επίσημων αντιρρήσεων σχετικά με τα πρότυπα αυτά θα πρέπει να ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και να ευθυγραμμίζονται με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012. Συνεπώς, για να διασφαλιστεί η συνολική συνεκτικότητα σε θέματα ευρωπαϊκής τυποποίησης, τα αιτήματα για ευρωπαϊκά πρότυπα ή οι αντιρρήσεις σχετικά με ένα ευρωπαϊκό πρότυπο θα πρέπει να παραπέμπονται στην επιτροπή που συστάθηκε με τον εν λόγω κανονισμό, έπειτα από κατάλληλη διαβούλευση με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών στον τομέα της ασφάλειας των καταναλωτικών προϊόντων.

(25)     Τα ευρωπαϊκά πρότυπα των οποίων τα στοιχεία αναφοράς έχουν δημοσιευτεί σύμφωνα με την οδηγία 2001/95/EΚ θα πρέπει να εξακολουθήσουν να παρέχουν τεκμήριο συμμόρφωσης με τη γενική απαίτηση ασφάλειας. Οι εντολές τυποποίησης που εκδίδονται από την Επιτροπή σύμφωνα με την οδηγία 2001/95/ΕΚ θα πρέπει να θεωρούνται αιτήματα τυποποίησης που εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(26)     Όταν δεν υπάρχουν σχετικά ευρωπαϊκά πρότυπα ή άλλα αναγνωρισμένα μέσα για την αξιολόγηση της ασφάλειας των προϊόντων, η αξιολόγηση της ασφάλειας των προϊόντων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις της Επιτροπής που θεσπίζονται για τον σκοπό αυτό σύμφωνα με το άρθρο 292 της ΣΛΕΕ.

(27)     Για να εξασφαλιστούν ενιαίοι όροι εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ενδείκνυται να εκχωρηθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες όσον αφορά την απαλλαγή από την υποχρέωση ενημέρωσης των αρχών εποπτείας της αγοράς σχετικά με τα προϊόντα που παρουσιάζουν κίνδυνο, όσον αφορά τον τύπο του φορέα δεδομένων και την τοποθέτησή του στο προϊόν για τους σκοπούς του συστήματος ιχνηλασιμότητας, όσον αφορά τα αιτήματα τυποποίησης σε ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης και όσον αφορά τις αποφάσεις για επίσημες αντιρρήσεις σχετικά με ευρωπαϊκά πρότυπα. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή[20].

(28)     Η συμβουλευτική διαδικασία θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων όσον αφορά τις αντιρρήσεις σε εναρμονισμένα πρότυπα και όταν τα στοιχεία αναφοράς στα εκάστοτε εναρμονισμένα πρότυπα δεν έχουν ακόμα δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι το σχετικό πρότυπο δεν έχει ακόμη οδηγήσει στο τεκμήριο συμμόρφωσης με τη γενική απαίτηση ασφάλειας που ορίζεται στον παρόντα κανονισμό.

(29)     Για να διατηρηθεί ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών, θα πρέπει να εκχωρηθεί στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έκδοσης πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, όσον αφορά τα προϊόντα για τα οποία το όνομα και η διεύθυνση του κατασκευαστή και του εισαγωγέα δεν χρειάζεται να αναγράφονται επάνω στο ίδιο το προϊόν, λόγω της χαμηλής επικινδυνότητας των προϊόντων αυτών, και όσον αφορά με την ταυτοποίηση και την ιχνηλασιμότητα των προϊόντων που ενδέχεται να εγκυμονούν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια. Η Επιτροπή επιβάλλεται να προβεί στις κατάλληλες διαβουλεύσεις, και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της. Η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία και κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και ενδεδειγμένη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(30)     Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που θα ισχύουν για τις παραβάσεις του παρόντος κανονισμού και θα εξασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(31)     Για να δοθεί στους οικονομικούς φορείς, στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή η δυνατότητα να προσαρμοστούν στις αλλαγές που επιφέρει ο παρών κανονισμός, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί επαρκής μεταβατική περίοδος έως ότου αρχίσουν να εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

(32)     Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, που είναι η εξασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς όσον αφορά τα προϊόντα που προορίζονται για τους καταναλωτές, με την παράλληλη εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται συνεπώς, λόγω της κλίμακας της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, που προβλέπεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που προβλέπεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

(33)     Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, ο παρών κανονισμός αποσκοπεί στη διασφάλιση της πλήρους συμμόρφωσης όσον αφορά την υποχρέωση να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και προστασίας των καταναλωτών, καθώς και της ελευθερίας άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες σχετικά με την ασφάλεια των καταναλωτικών προϊόντων που διατίθενται ή καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά της Ένωσης.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.           Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα προϊόντα που παράγονται μέσω μεταποιητικής διεργασίας τα οποία διατίθενται ή καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για καινούργια, μεταχειρισμένα ή ανασυσκευασμένα, και τα οποία πληρούν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)      προορίζονται για τους καταναλωτές·

β)      είναι πιθανό, υπό ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες, να χρησιμοποιούνται από καταναλωτές ακόμη και αν δεν προορίζονται για χρήση από αυτούς·

γ)      οι καταναλωτές εκτίθενται σ’ αυτά στο πλαίσιο μιας υπηρεσίας που τους παρέχεται.

2.           Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε προϊόντα που πρέπει να επισκευαστούν ή να ανασυσκευαστούν πριν από τη χρήση τους, όταν τα εν λόγω προϊόντα καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά με τη μορφή αυτή.

3.           Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)      στα φάρμακα που προορίζονται για χρήση από τον άνθρωπο ή για κτηνιατρική χρήση·

β)      στα τρόφιμα·

γ)      στα υλικά και τα αντικείμενα που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα, εφόσον οι κίνδυνοι που συνδέονται με τα προϊόντα αυτά καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1935/2004 ή από άλλη νομοθεσία της Ένωσης που ισχύει για τα τρόφιμα·

δ)      στις ζωοτροφές·

ε)      στα ζώντα φυτά και ζώα, στους γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς και στους γενετικώς τροποποιημένους μικροοργανισμούς σε περιορισμένη χρήση, καθώς και στα προϊόντα φυτών και ζώων που σχετίζονται άμεσα με τη μελλοντική αναπαραγωγή τους·

στ)    στα ζωικά υποπροϊόντα και στα παράγωγα προϊόντα·

ζ)      στα φυτοπροστατευτικά προϊόντα·

η)      στους εξοπλισμούς με τους οποίους κυκλοφορούν ή ταξιδεύουν οι καταναλωτές και τους οποίους χειρίζονται οι πάροχοι υπηρεσιών στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσίας στους καταναλωτές·

θ)      στα αντικείμενα αρχαιολογικής αξίας.

4.           Τα κεφάλαια II έως IV του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται στα προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε απαιτήσεις που αποσκοπούν στην προστασία της υγείας και της ασφάλειας του ανθρώπου και που προβλέπονται από εναρμονιστική νομοθεσία της Ένωσης ή έχουν θεσπιστεί δυνάμει αυτής.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

(1) «ασφαλές προϊόν»: κάθε προϊόν το οποίο, υπό τις συνήθεις ή ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες χρήσης του, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας χρήσης και, ενδεχομένως, των απαιτήσεων σχετικά με τη θέση του σε λειτουργία, την εγκατάσταση και τη συντήρησή του, δεν παρουσιάζει κανέναν κίνδυνο ή παρουσιάζει μόνο ελάχιστους κινδύνους που συμβιβάζονται με τη χρήση του προϊόντος και οι οποίοι θεωρείται ότι είναι αποδεκτοί και ότι συνάδουν με την επίτευξη υψηλού βαθμού προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων·

(2) «διαθεσιμότητα στην αγορά»: κάθε προσφορά προϊόντος για διανομή, κατανάλωση ή χρήση στην ενωσιακή αγορά στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας είτε έναντι αντιτίμου είτε δωρεάν·

(3) «διάθεση στην αγορά»: η πρώτη φορά κατά την οποία ένα προϊόν καθίσταται διαθέσιμο στην αγορά της Ένωσης·

(4) «κατασκευαστής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατασκευάζει ένα προϊόν ή αναθέτει σε άλλους τον σχεδιασμό ή την κατασκευή ενός προϊόντος και διοχετεύει στην αγορά το προϊόν αυτό υπό την επωνυμία ή το εμπορικό σήμα του·

(5) «εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ένωση, που έχει λάβει γραπτή εντολή από κατασκευαστή να ενεργεί εξ ονόματός του για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων·

(6) «εισαγωγέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση που διαθέτει προϊόν τρίτης χώρας στην αγορά της Ένωσης·

(7) «διανομέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην αλυσίδα εφοδιασμού, διαφορετικό από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα, το οποίο καθιστά διαθέσιμο ένα προϊόν στην αγορά·

(8) «οικονομικοί φορείς»: ο κατασκευαστής, ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, ο εισαγωγέας και ο διανομέας·

(9) «ευρωπαϊκό πρότυπο»: ένα ευρωπαϊκό πρότυπο, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012·

(10) «διεθνές πρότυπο»: ένα διεθνές πρότυπο, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012·

(11) «εθνικό πρότυπο»: ένα εθνικό πρότυπο, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012·

(12) «ευρωπαϊκός οργανισμός τυποποίησης»: ένας ευρωπαϊκός οργανισμός τυποποίησης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012·

(13) «αρχή εποπτείας της αγοράς»: μια αρχή εποπτείας της αγοράς, όπως ορίζεται στο άρθρο [3 παράγραφος 12] του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. […/…] [για την εποπτεία των προϊόντων στην αγορά]·

(14) «ανάκληση»: κάθε μέτρο που αποσκοπεί στην επιστροφή προϊόντος που έχει ήδη καταστεί διαθέσιμο στον τελικό χρήστη·

(15) «απόσυρση»: κάθε μέτρο που αποσκοπεί να αποτρέψει την περαιτέρω διαθεσιμότητα στην αγορά ενός προϊόντος που βρίσκεται στην αλυσίδα εφοδιασμού·

(16) «εναρμονιστική νομοθεσία της Ένωσης»: κάθε νομοθεσία της Ένωσης η οποία εναρμονίζει τους όρους εμπορίας των προϊόντων·

(17) «σοβαρός κίνδυνος»: κίνδυνος ο οποίος απαιτεί ταχεία παρέμβαση και παρακολούθηση, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες οι επιπτώσεις μπορεί να μην είναι άμεσες.

Άρθρο 4

Γενική απαίτηση ασφάλειας

Οι οικονομικοί φορείς διαθέτουν ή καθιστούν διαθέσιμα στην αγορά της Ένωσης μόνο ασφαλή προϊόντα.

Άρθρο 5

Τεκμήριο ασφάλειας

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ένα προϊόν τεκμαίρεται ότι πληροί τη γενική απαίτηση ασφάλειας που προβλέπεται στο άρθρο 4 στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)           όσον αφορά τους κινδύνους που καλύπτονται από απαιτήσεις που αποσκοπούν στην προστασία της υγείας και της ασφάλειας του ανθρώπου και που προβλέπονται από εναρμονιστική νομοθεσία της Ένωσης ή έχουν θεσπιστεί δυνάμει αυτής: αν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις αυτές·

β)           ελλείψει απαιτήσεων που προβλέπονται από εναρμονιστική νομοθεσία της Ένωσης ή έχουν θεσπιστεί δυνάμει αυτής, όπως αναφέρεται στο στοιχείο α), όσον αφορά τους κινδύνους που καλύπτονται από ευρωπαϊκά πρότυπα: αν συμμορφώνεται με τα οικεία ευρωπαϊκά πρότυπα ή μέρη αυτών, τα στοιχεία αναφοράς των οποίων έχουν δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 17·

γ)           ελλείψει απαιτήσεων που προβλέπονται από εναρμονιστική νομοθεσία της Ένωσης ή έχουν θεσπιστεί δυνάμει αυτής, όπως αναφέρεται στο στοιχείο α), και ευρωπαϊκών προτύπων που αναφέρονται στο στοιχείο β), όσον αφορά τους κινδύνους που καλύπτονται από απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας οι οποίες προβλέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους στην αγορά του οποίου καθίσταται διαθέσιμο το προϊόν: αν συμμορφώνεται με τις εν λόγω εθνικές απαιτήσεις.

Άρθρο 6

Πτυχές για την αξιολόγηση της ασφάλειας των προϊόντων

1.           Ελλείψει εναρμονιστικής νομοθεσίας της Ένωσης, ευρωπαϊκών προτύπων ή απαιτήσεων υγείας και ασφάλειας που προβλέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους στην αγορά του οποίου καθίσταται διαθέσιμο το προϊόν, όπως αναφέρεται στα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 5, κατά την αξιολόγηση του αν ένα προϊόν είναι ασφαλές λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθες πτυχές, και ιδίως:

α)      τα χαρακτηριστικά του προϊόντος, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσής του, της συσκευασία του, των οδηγιών συναρμολόγησης, και, ενδεχομένως, εγκατάστασης και συντήρησής του·

β)      η επίδραση που έχει το προϊόν αυτό σε άλλα, όταν είναι ευλόγως δυνατόν να προβλεφθεί ότι το προϊόν αυτό θα χρησιμοποιηθεί μαζί με άλλα προϊόντα·

γ)      η παρουσίαση του προϊόντος, η επισήμανσή του, οι προειδοποιήσεις και οι οδηγίες χρήσης και διάθεσής του, καθώς και κάθε άλλη οδηγία ή πληροφορία σχετική με το προϊόν·

δ)      οι κατηγορίες καταναλωτών που αντιμετωπίζουν σοβαρό κίνδυνο κατά τη χρήση του προϊόντος, ιδίως οι ευάλωτοι καταναλωτές·

ε)      η εμφάνιση του προϊόντος και ιδίως όταν ένα προϊόν, αν και δεν είναι τρόφιμο, μοιάζει με τρόφιμο και είναι δυνατόν να εκληφθεί ως τρόφιμο λόγω της μορφής, της μυρωδιάς, του χρώματος, της όψης, της συσκευασίας, της επισήμανσης, του όγκου, του μεγέθους ή άλλων χαρακτηριστικών του.

Η δυνατότητα επίτευξης υψηλότερου βαθμού ασφάλειας ή η διαθεσιμότητα άλλων προϊόντων που παρουσιάζουν μικρότερο κίνδυνο δεν συνιστά επαρκή λόγο για τον χαρακτηρισμό ενός προϊόντος ως μη ασφαλούς.

2.           Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, κατά την αξιολόγηση του αν ένα προϊόν είναι ασφαλές, λαμβάνονται υπόψη, εφόσον είναι διαθέσιμα, τα ακόλουθα στοιχεία, και ιδίως:

α)      οι υφιστάμενες γνώσεις και τεχνικές·

β)      τα ευρωπαϊκά πρότυπα, εκτός εκείνων τα στοιχεία αναφοράς των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 17·

γ)      τα διεθνή πρότυπα·

δ)      οι διεθνείς συμφωνίες·

ε)      οι συστάσεις ή οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για την αξιολόγηση της ασφάλειας των προϊόντων·

στ)    τα εθνικά πρότυπα που ισχύουν στο κράτος μέλος στην αγορά του οποίου διατίθεται το προϊόν·

ζ)      οι κώδικες ορθής πρακτικής για την ασφάλεια των προϊόντων, οι οποίοι ισχύουν στον συγκεκριμένο τομέα·

η)      η ασφάλεια την οποία δικαιούνται ευλόγως να προσδοκούν οι καταναλωτές.

Άρθρο 7

Ένδειξη καταγωγής

3.           Οι κατασκευαστές και οι εισαγωγείς εξασφαλίζουν ότι τα προϊόντα φέρουν ένδειξη της χώρας καταγωγής του προϊόντος ή, όταν το μέγεθος ή η φύση του προϊόντος δεν το επιτρέπουν, μεριμνούν ώστε η ένδειξη αυτή να αναγράφεται στη συσκευασία ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν.

4.           Για τους σκοπούς του προσδιορισμού της χώρας καταγωγής κατά την έννοια της παραγράφου 1, εφαρμόζονται οι κανόνες μη προτιμησιακής καταγωγής οι οποίοι προβλέπονται στα άρθρα 23 έως 25 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα[21].

5.           Όταν η χώρα καταγωγής που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 είναι κράτος μέλος της Ένωσης, οι κατασκευαστές και οι εισαγωγείς μπορούν να κάνουν αναφορά στην Ένωση ή σε συγκεκριμένο κράτος μέλος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων

Άρθρο 8

Υποχρεώσεις των κατασκευαστών

1.           Όταν διαθέτουν τα προϊόντα τους στην αγορά, oι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι αυτά είναι σχεδιασμένα και κατασκευασμένα σύμφωνα με τη γενική απαίτηση ασφάλειας που προβλέπεται στο άρθρο 4.

2.           Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται οι κατάλληλες διαδικασίες ώστε η μαζική παραγωγή να συμμορφώνεται με τη γενική απαίτηση ασφάλειας που προβλέπεται στο άρθρο 4.

3.           Ανάλογα με τους πιθανούς κινδύνους που παρουσιάζει ένα προϊόν, οι κατασκευαστές διενεργούν, για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών, δειγματοληπτικές δοκιμές στα προϊόντα που έχουν διατεθεί στην αγορά, ερευνούν τις σχετικές καταγγελίες, τηρούν αρχείο για τις καταγγελίες, τα μη συμμορφούμενα προϊόντα και τις ανακλήσεις προϊόντων και ενημερώνουν τους διανομείς για τις έρευνες τους.

4.           Ανάλογα με τους πιθανούς κινδύνους που παρουσιάζει ένα προϊόν, οι κατασκευαστές καταρτίζουν τεχνικό φάκελο. Ο τεχνικός φάκελος περιέχει, κατά περίπτωση, τα ακόλουθα:

α)      γενική περιγραφή του προϊόντος και των βασικών ιδιοτήτων του που έχουν σημασία για την αξιολόγηση της ασφάλειάς του·

β)      ανάλυση των πιθανών κινδύνων που σχετίζονται με το προϊόν και των λύσεων που έχουν επιλεγεί για την εξάλειψη ή τον μετριασμό των κινδύνων αυτών, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων τυχόν δοκιμών που διενεργήθηκαν από τον κατασκευαστή ή από άλλο μέρος για λογαριασμό του·

γ)      κατά περίπτωση, κατάλογο των ευρωπαϊκών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 5 στοιχείο β) ή τις απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας που προβλέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους στην αγορά του οποίου καθίσταται διαθέσιμο το προϊόν, που αναφέρονται στο άρθρο 5 στοιχείο γ), ή τις άλλες πτυχές που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2, οι οποίες εφαρμόστηκαν για να ικανοποιηθεί η γενική απαίτηση ασφάλειας που προβλέπεται στο άρθρο 4.

Όταν οποιοδήποτε από τα ευρωπαϊκά πρότυπα, τις απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας ή τις άλλες πτυχές που αναφέρονται στο στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου εφαρμόστηκε μόνο εν μέρει, προσδιορίζονται τα μέρη που έχουν εφαρμοστεί.

5.           Οι κατασκευαστές τηρούν τον τεχνικό φάκελο του προϊόντος επί δέκα έτη από τη διάθεσή του στην αγορά και τον θέτουν στη διάθεση των αρχών εποπτείας της αγοράς, αν τους τον ζητήσουν.

6.           Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι τα προϊόντα τους φέρουν αριθμό τύπου, παρτίδας ή σειράς ή άλλο στοιχείο που επιτρέπει την ταυτοποίηση του προϊόντος και το οποίο είναι εύκολα ορατό και ευανάγνωστο για τους καταναλωτές, ή, αν το μέγεθος ή η φύση του προϊόντος δεν το επιτρέπουν, εξασφαλίζουν ότι οι απαιτούμενες πληροφορίες αναγράφονται στη συσκευασία ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν.

7.           Οι κατασκευαστές αναγράφουν στο προϊόν ή, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, στη συσκευασία του ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν, το όνομά τους, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία τους ή το κατατεθειμένο εμπορικό σήμα τους και τη διεύθυνση στην οποία μπορεί κανείς να έρθει σε επαφή μαζί τους. Η διεύθυνση πρέπει να υποδεικνύει ένα μοναδικό σημείο στο οποίο μπορεί κάποιος να έρθει σε επαφή με τον κατασκευαστή.

8.           Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι το προϊόν τους συνοδεύεται από οδηγίες και από πληροφορίες ασφάλειας σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές, η οποία καθορίζεται από το κράτος μέλος στο οποίο διατίθεται το προϊόν, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες το προϊόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια και σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τον κατασκευαστή χρήση του χωρίς τέτοιες οδηγίες και πληροφορίες ασφάλειας.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τυχόν διατάξεις που θεσπίζουν για τον προσδιορισμό της απαιτούμενης γλώσσας ή των απαιτούμενων γλωσσών.

9.           Οι κατασκευαστές που θεωρούν ή έχουν λόγους να πιστεύουν ότι προϊόν που έχουν διαθέσει στην αγορά δεν είναι ασφαλές ή δεν συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό για κάποιον άλλο λόγο λαμβάνουν αμέσως τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωσή του, να το αποσύρουν ή να το ανακαλέσουν, κατά περίπτωση. Επιπλέον, αν το προϊόν δεν είναι ασφαλές, οι κατασκευαστές ενημερώνουν αμέσως για το θέμα αυτό τις αρχές εποπτείας της αγοράς των κρατών μελών στα οποία διέθεσαν το προϊόν, παραθέτοντας λεπτομερή στοιχεία ιδίως σχετικά με τον κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια και σχετικά με τα τυχόν διορθωτικά μέτρα που έλαβαν.

Άρθρο 9

Εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι

1.           Οι κατασκευαστές μπορούν να ορίζουν, με γραπτή εντολή, εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο.

Οι υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 4 δεν αποτελούν μέρος της εντολής του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου.

2.           Ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος ασκεί τα καθήκοντα που προσδιορίζονται στην εντολή την οποία λαμβάνει από τον κατασκευαστή. Η εντολή επιτρέπει στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο τουλάχιστον τα εξής:

α)      να παρέχει στην αρχή εποπτείας της αγοράς, κατόπιν αιτήματός της, κάθε πληροφορία και τεκμηρίωση που απαιτείται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση ενός προϊόντος·

β)      να συνεργάζεται με τις αρχές εποπτείας της αγοράς, κατόπιν αιτήματός τους, για κάθε ενέργεια που γίνεται προς εξάλειψη των κινδύνων τους οποίους εγκυμονούν τα προϊόντα που καλύπτει η εντολή τους.

Άρθρο 10

Υποχρεώσεις των εισαγωγέων

1.           Προτού διαθέσουν ένα προϊόν στην αγορά, οι εισαγωγείς εξασφαλίζουν ότι το προϊόν συμμορφώνεται με τη γενική απαίτηση ασφάλειας που προβλέπεται στο άρθρο 4 και ότι ο κατασκευαστής έχει τηρήσει τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφοι 4, 6 και 7.

2.           Αν ένας εισαγωγέας θεωρεί ή έχει λόγους να πιστεύει ότι ένα προϊόν δεν συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό, δεν το διαθέτει στην αγορά έως ότου το προϊόν συμμορφωθεί με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις. Επιπλέον, αν το προϊόν δεν είναι ασφαλές, ο εισαγωγέας ενημερώνει σχετικά τον κατασκευαστή και τις αρχές εποπτείας της αγοράς του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος.

3.           Οι εισαγωγείς αναγράφουν στο προϊόν ή, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, στη συσκευασία του ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν, το όνομά τους, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία τους ή το κατατεθειμένο εμπορικό σήμα τους και τη διεύθυνση στην οποία μπορεί κανείς να έρθει σε επαφή μαζί τους. Εξασφαλίζουν ότι τυχόν πρόσθετη επισήμανση δεν κρύβει κανένα από τα στοιχεία που περιέχονται στην επισήμανση που παρέχεται από τον κατασκευαστή.

4.           Οι εισαγωγείς εξασφαλίζουν ότι το προϊόν συνοδεύεται από οδηγίες και από πληροφορίες ασφάλειας σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές, η οποία καθορίζεται από το κράτος μέλος στο οποίο διατίθεται το προϊόν, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες το προϊόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια και σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τον κατασκευαστή χρήση του χωρίς τέτοιες οδηγίες και πληροφορίες ασφάλειας.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τυχόν διατάξεις που θεσπίζουν για τον προσδιορισμό της απαιτούμενης γλώσσας ή των απαιτούμενων γλωσσών.

5.           Οι εισαγωγείς εξασφαλίζουν ότι, ενόσω το προϊόν βρίσκεται υπό την ευθύνη τους, οι συνθήκες αποθήκευσης ή μεταφοράς δεν θέτουν σε κίνδυνο τη συμμόρφωσή του με τη γενική απαίτηση ασφάλειας που προβλέπεται στο άρθρο 4 και τη συμμόρφωσή του με το άρθρο 8 παράγραφος 6.

6.           Ανάλογα με τους τυχόν κινδύνους που παρουσιάζει το προϊόν, οι εισαγωγείς, για να προστατεύσουν την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων, διενεργούν δειγματοληπτικές δοκιμές στα προϊόντα που έχουν διατεθεί στην αγορά, ερευνούν τις σχετικές καταγγελίες, τηρούν αρχείο για τις καταγγελίες, τα μη συμμορφούμενα προϊόντα και τις ανακλήσεις προϊόντων και ενημερώνουν τον κατασκευαστή και τους διανομείς για τις δραστηριότητές τους αυτές.

7.           Οι εισαγωγείς που θεωρούν ή έχουν λόγους να πιστεύουν ότι προϊόν που έχουν διαθέσει στην αγορά δεν είναι ασφαλές ή δεν συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό για κάποιον άλλο λόγο λαμβάνουν αμέσως τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωσή του, να το αποσύρουν ή να το ανακαλέσουν, κατά περίπτωση. Επιπλέον, αν το προϊόν δεν είναι ασφαλές, οι εισαγωγείς ενημερώνουν αμέσως για το θέμα αυτό τις αρχές εποπτείας της αγοράς των κρατών μελών στα οποία κατέστησαν διαθέσιμο το προϊόν, παραθέτοντας λεπτομερή στοιχεία ιδίως σχετικά με τον κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια και σχετικά με τα τυχόν διορθωτικά μέτρα που έλαβαν.

8.           Οι εισαγωγείς τηρούν τον τεχνικό φάκελο του προϊόντος επί δέκα έτη από τη διάθεσή του στην αγορά και τον θέτουν στη διάθεση των αρχών εποπτείας της αγοράς, αν τους τον ζητήσουν.

Άρθρο 11

Υποχρεώσεις των διανομέων

1.           Ο διανομέας, όταν καθιστά διαθέσιμο ένα προϊόν στην αγορά, ενεργεί με τη δέουσα επιμέλεια σε σχέση με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

2.           Πριν καταστήσουν διαθέσιμο ένα προϊόν στην αγορά, οι διανομείς επαληθεύουν ότι ο κατασκευαστής και ο εισαγωγέας έχουν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφοι 6, 7 και 8 και στο άρθρο 10 παράγραφοι 3 και 4, κατά περίπτωση.

3.           Αν ένας διανομέας θεωρεί ή έχει λόγους να πιστεύει ότι ένα προϊόν δεν συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό, δεν το καθιστά διαθέσιμο στην αγορά έως ότου το προϊόν συμμορφωθεί με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις. Επιπλέον, αν το προϊόν δεν είναι ασφαλές, ο διανομέας ενημερώνει σχετικά τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα, κατά περίπτωση, καθώς και την αρχή εποπτείας της αγοράς του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο διανομέας.

4.           Οι διανομείς εξασφαλίζουν ότι, ενόσω το προϊόν βρίσκεται υπό την ευθύνη τους, οι συνθήκες αποθήκευσης ή μεταφοράς δεν θέτουν σε κίνδυνο τη συμμόρφωσή του με τη γενική απαίτηση ασφάλειας που προβλέπεται στο άρθρο 4 και τη συμμόρφωσή του με το άρθρο 8 παράγραφοι 6, 7 και 8 και το άρθρο 10 παράγραφοι 3 και 4, κατά περίπτωση.

5.           Οι διανομείς που θεωρούν ή έχουν λόγους να πιστεύουν ότι ένα προϊόν που έχουν καταστήσει διαθέσιμο στην αγορά δεν είναι ασφαλές ή δεν συμμορφώνεται με το άρθρο 8 παράγραφοι 6, 7 και 8 και το άρθρο 10 παράγραφοι 3 και 4, κατά περίπτωση, εξασφαλίζουν ότι λαμβάνονται τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα για τη συμμόρφωση του προϊόντος ή μεριμνούν για την απόσυρση ή την ανάκλησή του, κατά περίπτωση. Επιπλέον, αν το προϊόν δεν είναι ασφαλές, οι διανομείς ενημερώνουν αμέσως για το θέμα αυτό τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα, κατά περίπτωση, καθώς και τις αρχές εποπτείας της αγοράς των κρατών μελών στα οποία κατέστησαν διαθέσιμο το προϊόν, παραθέτοντας λεπτομερή στοιχεία ιδίως σχετικά με τον κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια και σχετικά με τα τυχόν διορθωτικά μέτρα που έλαβαν.

Άρθρο 12

Περιπτώσεις στις οποίες οι υποχρεώσεις των κατασκευαστών εφαρμόζονται στους εισαγωγείς και στους διανομείς

Ένας εισαγωγέας ή διανομέας θεωρείται κατασκευαστής για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και υπόκειται στις υποχρεώσεις που προβλέπονται για τον κατασκευαστή σύμφωνα με το άρθρο 8, όταν διαθέτει ένα προϊόν στην αγορά με τη δική του επωνυμία ή το δικό του εμπορικό σήμα ή όταν τροποποιεί προϊόν που έχει ήδη διατεθεί στην αγορά κατά τρόπο που μπορεί να θίξει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 13

Απαλλαγή των κατασκευαστών, των εισαγωγέων και των διανομέων από ορισμένες υποχρεώσεις

1.           Η υποχρέωση ενημέρωσης των αρχών εποπτείας της αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 9, το άρθρο 10 παράγραφοι 2 και 7 και το άρθρο 11 παράγραφοι 3 και 5, δεν εφαρμόζεται, αν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)      μόνο ένας περιορισμένος αριθμός σαφώς προσδιορισμένων προϊόντων δεν είναι ασφαλή·

β)      ο κατασκευαστής, ο εισαγωγέας ή ο διανομέας μπορεί να αποδείξει ότι ο κίνδυνος έχει ελεγχθεί πλήρως και δεν μπορεί πλέον να απειλήσει την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων·

γ)      η αιτία της επικινδυνότητας του προϊόντος είναι τέτοια που η γνώση της δεν αποτελεί χρήσιμη πληροφορία για τις αρχές ή το κοινό.

2.           Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει με εκτελεστικές πράξεις τις περιστάσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 19 παράγραφος 3.

3.           Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 20 για να προσδιορίσει τα προϊόντα, τις κατηγορίες ή τις ομάδες προϊόντων για τα οποία, λόγω της χαμηλής τους επικινδυνότητας, δεν χρειάζεται να αναγράφονται στο ίδιο το προϊόν οι πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 7 και στο άρθρο 10 παράγραφος 3.

Άρθρο 14

Ταυτοποίηση των οικονομικών φορέων

1.           Οι οικονομικοί φορείς γνωστοποιούν, αν τους ζητηθεί, τα ακόλουθα στοιχεία στις αρχές εποπτείας της αγοράς:

α)      κάθε οικονομικό φορέα ο οποίος τους έχει προμηθεύσει το προϊόν·

β)      κάθε οικονομικό φορέα στον οποίο έχουν προμηθεύσει το προϊόν.

2.           Οι οικονομικοί φορείς είναι σε θέση να παρέχουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο επί 10 έτη αφότου έχουν προμηθευτεί το προϊόν και επί 10 έτη αφότου έχουν προμηθεύσει το προϊόν.

Άρθρο 15

Ιχνηλασιμότητα των προϊόντων

1.           Για ορισμένα προϊόντα, κατηγορίες ή ομάδες προϊόντων που, λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών τους ή των ειδικών όρων διανομής ή χρήσης τους, ενδέχεται να εγκυμονούν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τους οικονομικούς φορείς που διαθέτουν και καθιστούν διαθέσιμα τα εν λόγω προϊόντα στην αγορά να θεσπίσουν ή να προσχωρήσουν σε σύστημα ιχνηλασιμότητας.

2.           Το σύστημα ιχνηλασιμότητας συνίσταται, αφενός, στη συλλογή και την αποθήκευση, με ηλεκτρονικά μέσα, δεδομένων που καθιστούν δυνατή την ταυτοποίηση του προϊόντος και των οικονομικών φορέων που δραστηριοποιούνται στην αλυσίδα εφοδιασμού του και, αφετέρου, στην τοποθέτηση ενός φορέα δεδομένων στο προϊόν, στη συσκευασία του ή στα συνοδευτικά του έγγραφα που να επιτρέπει την πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα.

3.           Η Επιτροπή δικαιούται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 20:

α)      για να προσδιορίσει τα προϊόντα, τις κατηγορίες ή τις ομάδες προϊόντων που ενδέχεται να εγκυμονούν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β)      για να προσδιορίσει τα στοιχεία τα οποία πρέπει να συλλέγουν και να αποθηκεύουν οι οικονομικοί φορείς μέσω του συστήματος ιχνηλασιμότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

4.           Η Επιτροπή μπορεί, με εκτελεστικές πράξεις, να καθορίζει το είδος και την τοποθέτηση του φορέα δεδομένων για τον οποίο γίνεται λόγος στην παράγραφο 2. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 19 παράγραφος 3.

5.           Κατά τη θέσπιση των μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

α)      τη σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας των μέτρων, καθώς και τον αντίκτυπό τους στις επιχειρήσεις, και ιδίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις·

β)      τη συμβατότητα με συστήματα ιχνηλασιμότητας διαθέσιμα σε διεθνές επίπεδο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Ευρωπαϊκά πρότυπα που παρέχουν τεκμήριο συμμόρφωσης

Άρθρο 16

Αιτήματα τυποποίησης σε ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης

1.           Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από έναν ή περισσότερους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης να καταρτίσουν ή να εντοπίσουν ένα ευρωπαϊκό πρότυπο που να εξασφαλίζει ότι τα προϊόντα που συμμορφώνονται με το εν λόγω πρότυπο ή τα μέρη τους συμμορφώνονται με τη γενική απαίτηση ασφάλειας που προβλέπεται στο άρθρο 4. Η Επιτροπή καθορίζει τις απαιτήσεις που πρέπει να πληροί το περιεχόμενο του ζητούμενου ευρωπαϊκού προτύπου και τάσσει προθεσμία για την έγκρισή του.

Η Επιτροπή διατυπώνει το αίτημα για το οποίο γίνεται λόγος στο πρώτο εδάφιο με εκτελεστική απόφαση. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 19 παράγραφος 3.

2.           Ο σχετικός ευρωπαϊκός οργανισμός τυποποίησης δηλώνει, μέσα σε ένα μήνα από την παραλαβή του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αν το αποδέχεται.

3.           Αν υποβληθεί αίτηση για χρηματοδότηση, η Επιτροπή ενημερώνει τους σχετικούς ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης, εντός δύο μηνών από την παραλαβή της δήλωσης αποδοχής του αιτήματος για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 2, σχετικά με τη χορήγηση επιδότησης για την κατάρτιση ευρωπαϊκού προτύπου.

4.           Οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί τυποποίησης ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις ενέργειες που έκαναν για την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού προτύπου που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης, αξιολογεί τη συμμόρφωση των ευρωπαϊκών προτύπων που έχουν καταρτιστεί ή εντοπιστεί από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης προς το αρχικό της αίτημα.

5.           Αν το ευρωπαϊκό πρότυπο ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις που επιδιώκει να καλύψει και τη γενική απαίτηση ασφάλειας που προβλέπεται στο άρθρο 4, η Επιτροπή δημοσιεύει αμελλητί τα στοιχεία αναφοράς του εν λόγω ευρωπαϊκού προτύπου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 17

Επίσημες αντιρρήσεις για ευρωπαϊκά πρότυπα

1.           Αν ένα κράτος μέλος ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί ότι ένα ευρωπαϊκό πρότυπο που αναφέρεται στο άρθρο 16 δεν ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις που επιδιώκει να καλύψει και τη γενική απαίτηση ασφάλειας που προβλέπεται στο άρθρο 4, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή, παρέχοντας λεπτομερείς εξηγήσεις, και η Επιτροπή αποφασίζει:

α)      να δημοσιεύσει, να μη δημοσιεύσει ή να δημοσιεύσει με περιορισμούς τα στοιχεία αναφοράς του σχετικού ευρωπαϊκού προτύπου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

β)      να διατηρήσει, να διατηρήσει με περιορισμούς ή να αποσύρει τα στοιχεία αναφοράς του σχετικού ευρωπαϊκού προτύπου στην (ή από την) Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.           Η Επιτροπή δημοσιεύει στον ιστότοπό της πληροφορίες για τα ευρωπαϊκά πρότυπα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.           Η Επιτροπή ενημερώνει τον σχετικό ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης για την απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και, αν χρειαστεί, ζητά την αναθεώρηση του οικείου ευρωπαϊκού προτύπου.

4.           Η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου εκδίδεται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 19 παράγραφος 2.

5.           Η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 19 παράγραφος 3.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 18

Κυρώσεις

1.           Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή έως [ημερομηνία — 3 μήνες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού] και κοινοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση που τις επηρεάζει.

2.           Οι κυρώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνουν υπόψη το μέγεθος των επιχειρήσεων, και ιδίως την κατάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Οι κυρώσεις μπορεί να επαυξηθούν αν ο σχετικός οικονομικός φορέας έχει διαπράξει στο παρελθόν παρόμοια παράβαση και μπορεί να συμπεριλαμβάνουν και ποινικές κυρώσεις για σοβαρές παραβάσεις.

Άρθρο 19

Διαδικασία επιτροπής

1.           Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Ωστόσο, για τους σκοπούς των άρθρων 16 και 17 του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1025/2012. Η εν λόγω επιτροπή είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.           Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.           Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

4.           Αν η επιτροπή που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 πρέπει να γνωμοδοτήσει με έγγραφη διαδικασία, η εν λόγω διαδικασία περατώνεται χωρίς αποτέλεσμα αν, εντός της προθεσμίας για την παροχή της γνωμοδότησης, το αποφασίσει ο πρόεδρος της επιτροπής ή το ζητήσει η απλή πλειοψηφία των μελών της επιτροπής.

Άρθρο 20

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.           Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων υπό τους όρους που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.           Η εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 3 και στο άρθρο 15 παράγραφος 3 ανατίθεται στην Επιτροπή επ’ αόριστον από [ημερομηνία — ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού].

3.           Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 3 και στο άρθρο 15 παράγραφος 3 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Η ανάκληση αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση. Δεν επηρεάζει το κύρος καμίας από τις ήδη ισχύουσες κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις.

4.           Μόλις εκδώσει πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.           Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 3 και του άρθρου 15 παράγραφος 3 αρχίζουν να ισχύουν μόνο αν δεν εκφράσει σχετική αντίρρηση το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίησή τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν από την παρέλευση της εν λόγω χρονικής περιόδου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν σκοπεύουν να προβάλουν αντίρρηση. Το εν λόγω χρονικό διάστημα μπορεί να παραταθεί κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 21

Αξιολόγηση

Το αργότερο [πέντε] έτη από την ημερομηνία εφαρμογής, η Επιτροπή αξιολογεί την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και υποβάλλει έκθεση αξιολόγησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η εν λόγω έκθεση αξιολογεί αν ο παρών κανονισμός πέτυχε τους στόχους του, ιδίως όσον αφορά την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών από τα μη ασφαλή προϊόντα, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπό του στις επιχειρήσεις και ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Άρθρο 22

Κατάργηση

1.           Η οδηγία 2001/95/ΕΚ καταργείται από [ημερομηνία - ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού].

2.           Η οδηγία 87/357/ΕΟΚ καταργείται από [ημερομηνία - ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού].

3.           Οι παραπομπές στην οδηγία 2001/95/ΕΚ και την οδηγία 87/357/ΕΟΚ νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα.

Άρθρο 23

Μεταβατικές διατάξεις

1.           Τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν να καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά τα προϊόντα που καλύπτονται από την οδηγία 2001/95/ΕΚ τα οποία συμμορφώνονται με την εν λόγω οδηγία και διατέθηκαν στην αγορά πριν από [ημερομηνία - ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού].

2.           Τα ευρωπαϊκά πρότυπα τα στοιχεία των οποίων δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με την οδηγία 2001/95/ΕΚ θεωρούνται ευρωπαϊκά πρότυπα κατά την έννοια του άρθρου 5 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού.

3.           Οι εντολές που δίνονται από την Επιτροπή σε ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης σύμφωνα με την οδηγία 2001/95/ΕΚ θεωρούνται αιτήματα τυποποίησης κατά την έννοια του άρθρου 15 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 24

1.           Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει [ημερομηνία - την ίδια ημέρα με την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. […/…] [για την εποπτεία των προϊόντων στην αγορά]].

2.           Εφαρμόζεται από [ημερομηνία - την ίδια ημέρα με την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. […/…] [για την εποπτεία των προϊόντων στην αγορά]].

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο                     Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος                                                   Ο Πρόεδρος

Παράρτημα

Πίνακας αντιστοιχίας

Οδηγία 2001/95/ΕΚ || Οδηγία 87/357/ΕΟΚ || Ο παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1 || || Άρθρο 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο || || Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο || || Άρθρο 2 παράγραφος 4

Άρθρο 2 || || Άρθρο 3

Άρθρο 2 στοιχείο β) σημεία i) - iv) || || Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 1 || || Άρθρο 4

Άρθρο 3 παράγραφος 2 || || Άρθρο 5

Άρθρο 3 παράγραφος 3 || || Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 3 παράγραφος 4 || || -

Άρθρο 4 || || Άρθρα 16 και 17

Άρθρο 5 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο || || Άρθρο 8 παράγραφος 8

Άρθρο 5 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο || || -

Άρθρο 5 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο || || Άρθρο 8 παράγραφος 9

Άρθρο 5 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο || || Άρθρο 8 παράγραφοι 3, 6 και 7

Άρθρο 5 παράγραφος 1 πέμπτο εδάφιο || || -

Άρθρο 5 παράγραφος 2 || || Άρθρο 11

Άρθρο 5 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο || || Άρθρο 8 παράγραφος 9 και άρθρο 11 παράγραφος 5

Άρθρο 5 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο || || -

Άρθρο 5 παράγραφος 4 || || -

Άρθρο 6 παράγραφος 1 || || -

Άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 3 || || -

Άρθρο 7 || || Άρθρο 18

Άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) || || -

Άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχεία β) - στ) || || -

Άρθρο 8 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο || || -

Άρθρο 8 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο || || -

Άρθρο 8 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο || || -

Άρθρο 8 παράγραφος 3 || || -

Άρθρο 8 παράγραφος 4 || || -

Άρθρο 9 παράγραφος 1 || || -

Άρθρο 9 παράγραφος 2 || || -

Άρθρο 10 || || -

Άρθρο 11 || || -

Άρθρο 12 || || -

Άρθρο 13 || || -

Άρθρο 14 || || -

Άρθρο 15 || || Άρθρο 19

Άρθρο 16 || || -

Άρθρο 17 || || -

Άρθρο 18 παράγραφος 1 || || -

Άρθρο 18 παράγραφος 2 || || -

Άρθρο 18 παράγραφος 3 || || -

Άρθρο 19 παράγραφος 1 || || -

Άρθρο 19 παράγραφος 2 || || Άρθρο 21

Άρθρο 20 || || -

Άρθρο 21 || || -

Άρθρο 22 || || Άρθρο 22

Άρθρο 23 || || Άρθρο 24

Παράρτημα Ι τμήμα 1 || || Άρθρο 8 παράγραφος 9 και άρθρο 11 παράγραφος 5

Παράρτημα I τμήμα 2 πρώτη περίοδος || || -

Παράρτημα Ι τμήμα 2 δεύτερη περίοδος || || Άρθρο 13 παράγραφοι 1 και 2

Παράρτημα Ι τμήμα 3 || || -

Παράρτημα II || || -

Παράρτημα ΙΙΙ || || -

Παράρτημα IV || || Παράρτημα

|| Άρθρο 1 || Άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

|| Άρθρα 2 έως 7 || -

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

1.           ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

              1.1.    Ονομασία της πρότασης/πρωτοβουλίας

              1.2.    Σχετικός/-οί τομέας/-είς πολιτικής στη δομή ΔΒΔ/ΠΒΔ

              1.3.    Χαρακτήρας της πρότασης/πρωτοβουλίας

              1.4.    Στόχος/-οι

              1.5.    Αιτιολόγηση της πρότασης/πρωτοβουλίας

              1.6.    Διάρκεια και δημοσιονομικός αντίκτυπος

              1.7.    Προβλεπόμενος/-οι τρόπος/-οι διαχείρισης

2.           ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

              2.1.    Κανόνες παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων

              2.2.    Σύστημα διαχείρισης και ελέγχου

              2.3.    Μέτρα για την πρόληψη της απάτης και των παρατυπιών

3.           ΕΚΤΙΜΩΜΕΝΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

              3.1.    Τομέας/-είς του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και γραμμή/-ές δαπανών του προϋπολογισμού που επηρεάζονται

              3.2.    Εκτιμώμενες επιπτώσεις στις δαπάνες

              3.2.1. Συνοπτική παρουσίαση της εκτιμώμενης επίπτωσης στις δαπάνες

              3.2.2. Εκτιμώμενη επίπτωση στις επιχειρησιακές πιστώσεις

              3.2.3. Εκτιμώμενη επίπτωση στις πιστώσεις διοικητικού χαρακτήρα

              3.2.4. Συμβατότητα με το ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο

              3.2.5. Συμμετοχή τρίτων στη χρηματοδότηση

              3.3.    Εκτιμώμενη επίπτωση στα έσοδα

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

1.           ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

1.1.        Ονομασία της πρότασης/πρωτοβουλίας

Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ασφάλεια των καταναλωτικών προϊόντων.

1.2.        Σχετικός/-οί τομέας/-είς πολιτικής στη δομή ΔΒΔ/ΠΒΔ[22]

Τίτλος 17 – Υγεία και προστασία των καταναλωτών – Κεφάλαιο 17 02: Πολιτική για τους καταναλωτές

1.3.        Χαρακτήρας της πρότασης/πρωτοβουλίας

¨ Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά νέα δράση

¨ Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά νέα δράση έπειτα από πιλοτικό έργο / προπαρασκευαστική δράση[23]

X Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά την παράταση υφιστάμενης δράσης

¨ Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά δράση προσανατολισμένη προς νέα δράση

1.4.        Στόχοι

1.4.1.     Πολυετής/-είς στρατηγικός/-οί στόχος/-οι της Επιτροπής τον/τους οποίο/-ους αφορά η πρόταση/πρωτοβουλία

Η πρόταση συμβάλλει στη δεκαετή αναπτυξιακή στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Ευρώπη 2020» ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στην ασφάλεια των προϊόντων και βελτιώνοντας τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς.

1.4.2.     Ειδικός/-οί στόχος-/οι και σχετική/-ές δραστηριότητα/-ες ΔΒΔ/ΠΒΔ

Ειδικός στόχος SANCO: Εδραίωση και ενίσχυση της ασφάλειας των προϊόντων μέσω της αποτελεσματικότερης εποπτείας της αγοράς σε ολόκληρη την Ένωση.

1.4.3.     Αναμενόμενο/-α αποτέλεσμα/-τα και αντίκτυπος

Να προσδιοριστούν τα αποτελέσματα που αναμένεται να έχει η πρόταση/πρωτοβουλία στους στοχευμένους δικαιούχους/ομάδες.

Για τους καταναλωτές: Ενίσχυση της εμπιστοσύνης σχετικά με την ασφάλεια των καταναλωτικών προϊόντων που καθίστανται διαθέσιμα στην ενιαία αγορά.

Για τους οικονομικούς φορείς: Σαφέστεροι κανόνες όσον αφορά τις σχετικές υποχρεώσεις των κατασκευαστών, των εισαγωγέων και των διανομέων.

Για τις αρχές: Σαφές νομικό πλαίσιο για την επιβολή της γενικής απαίτησης ασφάλειας, την εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων των οικονομικών φορέων και τη βελτίωση του εντοπισμού των (επικίνδυνων) καταναλωτικών προϊόντων.

1.4.4.     Δείκτες αποτελεσμάτων και αντικτύπου

Να προσδιοριστούν οι δείκτες για την παρακολούθηση της υλοποίησης της πρότασης/πρωτοβουλίας.

Λόγος (αναλογία) ιχνηλατήσιμων / μη ιχνηλατήσιμων καταναλωτικών προϊόντων που καλύπτει ο παρών κανονισμός, τα οποία κοινοποιούνται στο πλαίσιο του RAPEX.

Αριθμός εντολών προς ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης και αριθμός ευρωπαϊκών προτύπων που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα βάσει του νέου κανονισμού.

1.5.        Αιτιολόγηση της πρότασης/πρωτοβουλίας

1.5.1.     Βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη κάλυψη αναγκών

Στόχος είναι η δημιουργία ενός συνεκτικού κανονιστικού πλαισίου για ασφαλή προϊόντα στην ενιαία αγορά. Με τον τρόπο αυτόν θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του κατακερματισμού των κανόνων εποπτείας της αγοράς και των υποχρεώσεων των οικονομικών φορέων μεταξύ διαφόρων πράξεων της ενωσιακής νομοθεσίας [οδηγία 2001/95/ΕΚ, κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και τομεακή εναρμονιστική νομοθεσία της Ένωσης], που οδήγησε σε σύγχυση τους οικονομικούς φορείς και τις εθνικές αρχές και υπονόμευσε σημαντικά την αποτελεσματικότητα των δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς στην Ένωση.

Μαζί με μια σειρά άλλων δράσεων, η πράξη για την ενιαία αγορά I και II προσδιόρισε την αναθεώρηση της οδηγίας για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων, στο πλαίσιο της δέσμης μέτρων για την ασφάλεια των προϊόντων και την εποπτεία της αγοράς, ως σημαντική πρωτοβουλία που θα συμβάλει στην τόνωση της ανάπτυξης και στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.

1.5.2.     Προστιθέμενη αξία της συμμετοχής της ΕΕ

Η προτεινόμενη αναθεώρηση της οδηγίας 2001/95/ΕΚ, που θα ενσωματώσει τις τροποποιήσεις της Συνθήκης της Λισαβόνας, είναι δυνατόν να επιτευχθεί μόνο σε ενωσιακό επίπεδο. Η πρόταση βασίζεται στο άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), στο οποίο παραπέμπει επίσης το άρθρο 169 της ΣΛΕΕ, προκειμένου να εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των ευρωπαίων καταναλωτών και να δημιουργήσει μια εσωτερική αγορά για τα καταναλωτικά αγαθά.

Σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας και της επικουρικότητας, που προβλέπονται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η παρούσα πρόταση δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών όρια.

1.5.3.     Κυριότερα διδάγματα που αποκομίστηκαν από ανάλογες εμπειρίες του παρελθόντος

Η χρήση ευρωπαϊκών προτύπων προς υποστήριξη της οδηγίας 2001/95/ΕΚ είναι περίπλοκη και απαιτεί σημαντικούς πόρους. Η πρόταση αποσκοπεί στην απλούστευση των διαδικασιών.

Σε ό,τι αφορά τα μέτρα εποπτείας της αγοράς, η εφαρμογή της οδηγίας 2001/95/ΕΚ στα καταναλωτικά προϊόντα που καλύπτονται και από τομεακή νομοθεσία δεν ήταν πάντοτε σαφής και θα αποσαφηνιστεί.

1.5.4.     Συνέπεια και ενδεχόμενη συνέργεια με άλλα συναφή μέσα

Η παρούσα πρόταση αποτελεί μέρος της δέσμης μέτρων για την ασφάλεια των προϊόντων και την εποπτεία της αγοράς και, συνεπώς, συνάδει πλήρως με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εποπτεία της αγοράς προϊόντων.

Η παρούσα πρόταση ευθυγραμμίζει τους ορισμούς και τις υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων με το νέο νομοθετικό πλαίσιο που εγκρίθηκε το 2008. Συνεπώς, συνάδει με τη «δέσμη μέτρων ευθυγράμμισης» της τομεακής εναρμονιστικής νομοθεσίας της Ένωσης, η οποία αποτελεί αυτή τη περίοδο αντικείμενο διαπραγματεύσεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Οι διατάξεις σχετικά με τα ευρωπαϊκά πρότυπα συνάδουν με τον προσφάτως εκδοθέντα κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 για την ευρωπαϊκή τυποποίηση.

1.6.        Διάρκεια και δημοσιονομικός αντίκτυπος

¨ Πρόταση/πρωτοβουλία περιορισμένης διάρκειας

– ¨  Η πρόταση/πρωτοβουλία θα ισχύει από [ΗΗ/MM] ΕΕΕΕ έως [ΗΗ/MM] ΕΕΕΕ

– ¨  Δημοσιονομικός αντίκτυπος από το ΕΕΕΕ μέχρι το ΕΕΕΕ

X Πρόταση/πρωτοβουλία απεριόριστης διάρκειας

– Περίοδος σταδιακής εφαρμογής από το ΕΕΕΕ μέχρι το ΕΕΕΕ,

– και στη συνέχεια λειτουργία με κανονικό ρυθμό.

1.7.              Προβλεπόμενος/-οι τρόπος/-οι διαχείρισης[24]

X Κεντρική άμεση διαχείριση από την Επιτροπή

X Κεντρική έμμεση διαχείριση με ανάθεση καθηκόντων εκτέλεσης σε:

– x   εκτελεστικούς οργανισμούς

– ¨  οργανισμούς που έχουν συσταθεί από τις Κοινότητες[25]

– ¨  εθνικούς δημόσιους οργανισμούς / οργανισμούς με αποστολή δημόσιας υπηρεσίας

– ¨  πρόσωπα επιφορτισμένα με την εκτέλεση συγκεκριμένων δράσεων δυνάμει του τίτλου V της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προσδιορίζονται στην αντίστοιχη βασική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 49 του δημοσιονομικού κανονισμού

– ¨ Επιμερισμένη διαχείριση με τα κράτη μέλη

– ¨ Αποκεντρωμένη διαχείριση με τρίτες χώρες

¨ Από κοινού διαχείριση με διεθνείς οργανισμούς (να προσδιοριστεί)

Αν αναφέρονται περισσότεροι τρόποι διαχείρισης, παρακαλείστε να τους διευκρινίσετε στο τμήμα «Παρατηρήσεις».

Παρατηρήσεις:

Η εφαρμογή του προτεινόμενου κανονισμού θα πρέπει να εξασφαλιστεί με κεντρική άμεση διαχείριση από την Επιτροπή.

Η διαχείριση του προτεινόμενου κανονισμού μπορεί να συμπληρωθεί με ενέργειες στις οποίες θα συμμετάσχει ο Εκτελεστικός Οργανισμός για την Υγεία και τους Καταναλωτές (EAHC) στον οποίο, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 58/2003 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, μπορούν να ανατεθούν ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων[26]. Η Επιτροπή έχει αναθέσει[27] στον Εκτελεστικό Οργανισμό για την Υγεία και τους Καταναλωτές εκτελεστικά καθήκοντα για τη διαχείριση του προγράμματος κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής για τους καταναλωτές για την περίοδο 2007-2013. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να αναθέσει στον Εκτελεστικό Οργανισμό για την Υγεία και τους Καταναλωτές και εκτελεστικά καθήκοντα για τη διαχείριση του προγράμματος για τους καταναλωτές και για την περίοδο 2014-2020, το οποίο, όταν εγκριθεί, θα είναι η νομική βάση για τις δημόσιες συμβάσεις και τις επιδοτήσεις στον τομέα της ασφάλειας των προϊόντων.

Η προβλεπόμενη ανάθεση καθηκόντων για το πρόγραμμα θα είναι επέκταση των καθηκόντων που έχουν ήδη ανατεθεί στον Εκτελεστικό Οργανισμό για την Υγεία και τους Καταναλωτές.

2.           ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

2.1.        Κανόνες παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων

Να προσδιοριστούν η συχνότητα και οι όροι.

Η επιτροπή της ΟΓΑΠ [που ο προτεινόμενος κανονισμός θα μετατρέψει σε επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011], οι υπάρχουσες ομάδες εμπειρογνωμόνων και/ή το Ευρωπαϊκό Φόρουμ για την Εποπτεία της Αγοράς, που προβλέπεται στην πρόταση κανονισμού για την εποπτεία της ενιαίας αγοράς, θα αποτελούν τακτική «πλατφόρμα» για τη συζήτηση των θεμάτων που συνδέονται με την εφαρμογή του νέου κανονισμού.

Η πρόταση ορίζει ότι η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει την εφαρμογή του κανονισμού και να υποβάλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

2.2.        Σύστημα διαχείρισης και ελέγχου

2.2.1.     Κίνδυνος/-οι που εντοπίστηκε/-αν

Οι δύο προτάσεις (για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων και για την εποπτεία της αγοράς) που αποτελούν μέρος της δέσμης διαχωρίζονται η μία από την άλλη κατά τη διάρκεια των νομοθετικών διαπραγματεύσεων και δεν προχωρούν παράλληλα.

2.2.2.     Προβλεπόμενη/-ες μέθοδος/-οι ελέγχου

Οι διατάξεις για την έναρξη ισχύος είναι αλληλένδετες στις δύο προτάσεις.

2.3.        Μέτρα για την πρόληψη της απάτης και των παρατυπιών

Να προσδιοριστούν τα ισχύοντα ή τα προβλεπόμενα μέτρα πρόληψης και προστασίας.

Εκτός από την εφαρμογή όλων των κανονιστικών μηχανισμών ελέγχου, η ΓΔ SANCO θα καταστρώσει στρατηγική για την καταπολέμηση της απάτης, σύμφωνη με τη νέα στρατηγική για την καταπολέμηση της απάτης (CAFS, που εγκρίθηκε στις 24 Ιουνίου 2011), για να εξασφαλιστεί, μεταξύ άλλων, ότι οι εσωτερικοί της έλεγχοι για την καταπολέμηση της απάτης ευθυγραμμίζονται πλήρως με την CAFS και ότι η προσέγγιση που ακολουθεί η Επιτροπή για τη διαχείριση των κινδύνων απάτης είναι προσανατολισμένη προς τον εντοπισμό των τομέων στους οποίους υπάρχει κίνδυνος απάτης και προς την κατάλληλη αντιμετώπιση των εν λόγω κινδύνων. Όπου κρίνεται αναγκαίο, θα συγκροτηθούν ομάδες δικτύωσης και θα αναπτυχθούν κατάλληλα εργαλεία ΤΠ με στόχο την ανάλυση των περιπτώσεων απάτης που σχετίζονται με το πρόγραμμα για τους καταναλωτές. Ειδικότερα θα εφαρμοστεί σειρά μέτρων όπως τα ακόλουθα:

- Οι αποφάσεις, οι συμφωνίες και οι συμβάσεις που απορρέουν από την εφαρμογή του προγράμματος για τους καταναλωτές θα εξουσιοδοτούν ρητά την Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένης της OLAF, και το Ελεγκτικό Συνέδριο να διενεργούν λογιστικούς ελέγχους, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις.

- Κατά το στάδιο της αξιολόγησης μιας πρόσκλησης υποβολής προτάσεων/προσφορών, οι προτείνοντες και οι προσφέροντες ελέγχονται σύμφωνα με τα δημοσιευμένα κριτήρια αποκλεισμού βάσει δηλώσεων και σύμφωνα με το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης (EWS).

- Οι κανόνες που διέπουν την επιλεξιμότητα των δαπανών θα απλουστευθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού.

- Σε όλο το προσωπικό που συμμετέχει στη διαχείριση των συμβάσεων καθώς και στους ελεγκτές που διενεργούν επιτόπιες επαληθεύσεις των δηλώσεων των δικαιούχων παρέχεται τακτική κατάρτιση σε θέματα που αφορούν την απάτη και τις παρατυπίες.

3.           ΕΚΤΙΜΩΜΕΝΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

3.1.        Τομέας/-είς του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και γραμμή/-ές δαπανών του προϋπολογισμού που επηρεάζονται

· Υφιστάμενες γραμμές προϋπολογισμού για δαπάνες

Με τη σειρά των τομέων του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και των γραμμών του προϋπολογισμού.

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || Γραμμή του προϋπολογισμού || Είδος της δαπάνης || Συνεισφορά

Αριθμός [Περιγραφή … … … … … … ….] || Διαχ./Μη διαχ.[28] || από χώρες ΕΖΕΣ[29] || από υποψήφιες χώρες[30] || από τρίτες χώρες || κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχείο αα) του δημοσιονομικού κανονισμού

Αριθ. 3: Ασφάλεια και ιθαγένεια || 17.01.04.01 Διοικητικές δαπάνες για τη στήριξη του προγράμματος για τους καταναλωτές 2014 – 2020 || Μη διαχ. || ΝΑΙ || ΟΧΙ || ΟΧΙ || ΟΧΙ

· Νέες γραμμές του προϋπολογισμού, των οποίων έχει ζητηθεί η δημιουργία

Με τη σειρά των τομέων του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και των γραμμών του προϋπολογισμού.

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || Γραμμή του προϋπολογισμού || Είδος της δαπάνης || Συνεισφορά

Αριθμός [Ονομασία … … … … … … …..] || Διαχ./Μη διαχ. || από χώρες ΕΖΕΣ || από υποψήφιες χώρες || από τρίτες χώρες || κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχείο αα) του δημοσιονομικού κανονισμού

Αριθ. 3: Ασφάλεια και ιθαγένεια || 17 02 01 Πρόγραμμα για τους καταναλωτές 2014 - 2020 || Διαχ. || ΝΑΙ || ΝΑΙ || ΟΧΙ || ΟΧΙ

3.2.        Εκτιμώμενες επιπτώσεις στις δαπάνες

3.2.1.     Συνοπτική παρουσίαση της εκτιμώμενης επίπτωσης στις δαπάνες[31]

εκατ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές (με 3 δεκαδικά ψηφία)

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου: || 3 || Ασφάλεια και ιθαγένεια

ΓΔ: SANCO || || || 2015 || 2016 || 2017 || 2018 || 2019 || 2020 || ΣΥΝΟΛΟ

Ÿ  Επιχειρησιακές πιστώσεις || || || || || || ||

Αριθμός γραμμής του προϋπολογισμού: 17.02.01 || Αναλήψεις υποχρεώσεων || (1) || 1,107 || 1,189 || 1,272 || 1,356 || 1.443 || 1.530 || 7,897

Πληρωμές || (2) || 0,554 || 1,148 || 1.230 || 1,314 || 1.400 || 2,251 || 7,897

Πιστώσεις διοικητικού χαρακτήρα που χρηματοδοτούνται από το κονδύλιο για τα ειδικά προγράμματα[32] || || || || || || ||

Αριθμός γραμμής του προϋπολογισμού: 17.01.04.01 || Αναλήψεις υποχρεώσεων || (1α) || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,564

Πληρωμές || (2α) || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,564

|| || || || || || || || ||

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων για την ΓΔ SANCO   || Αναλήψεις υποχρεώσεων || = 1 + 1α || 1,201 || 1 283 || 1.366 || 1450 || 1,537 || 1,624 || 8,461

Πληρωμές || = 2 + 2α || 0,648 || 1,242 || 1,324 || 1,408 || 1,494 || 2,345 || 8,461

Ÿ ΣΥΝΟΛΟ επιχειρησιακών πιστώσεων || Αναλήψεις υποχρεώσεων || (3) || 1,107 || 1,189 || 1,272 || 1,356 || 1.443 || 1.530 || 7,897

Πληρωμές || (4) || 0,554 || 1,148 || 1.230 || 1,314 || 1.400 || 2,251 || 7,897

Ÿ ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων διοικητικού χαρακτήρα που χρηματοδοτούνται από το κονδύλιο για τα ειδικά προγράμματα || (5) || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,564

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων του ΤΟΜΕΑ 3 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου   || Αναλήψεις υποχρεώσεων || = 3 + 5 || 1,201 || 1 283 || 1.366 || 1450 || 1,537 || 1,624 || 8,461

Πληρωμές || = 4 + 5 || 0,648 || 1,242 || 1,324 || 1,408 || 1,494 || 2,345 || 8,461

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου: || 5 || «Διοικητικές δαπάνες»

εκατ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές (με 3 δεκαδικά ψηφία)

|| || || 2015 || 2016 || 2017 || 2018 || 2019 || 2020 || ΣΥΝΟΛΟ

|| || || || || || ||

Ÿ Ανθρώπινοι πόροι || 0,524 || 0,524 || 0,524 || 0,524 || 0,524 || 0,524 || 3,144

Ÿ Άλλες διοικητικές δαπάνες (αποστολές, συνεδριάσεις) || 0,069 || 0,069 || 0,069 || 0,069 || 0,069 || 0,069 || -0,414

ΣΥΝΟΛΟ || Πιστώσεις || 0,593 || 0,593 || 0,593 || 0,593 || 0,593 || 0,593 || 3,558

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων του ΤΟΜΕΑ 5 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου     || (Σύνολο αναλήψεων υποχρεώσεων = Σύνολο πληρωμών) || 0,593 || 0,593 || 0,593 || 0,593 || 0,593 || 0,593 || 3,558

εκατ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές (με 3 δεκαδικά ψηφία)

|| || || 2015 || 2016 || 2017 || 2018 || 2019 || 2020 || ΣΥΝΟΛΟ

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων των ΤΟΜΕΩΝ 1 έως 5 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου     || Αναλήψεις υποχρεώσεων || 1,794 || 1,876 || 1,959 || 2,043 || 2,130 || 2,217 || 12,019

Πληρωμές || 1,241 || 1,835 || 1,917 || 2,001 || 2,087 || 2,938 || 12,019

3.2.2.     Εκτιμώμενη επίπτωση στις επιχειρησιακές πιστώσεις

– Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση επιχειρησιακών πιστώσεων, όπως εξηγείται κατωτέρω:

Πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων σε εκατ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές (με 3 δεκαδικά ψηφία)

Να προσδιοριστούν οι στόχοι και τα αποτελέσματα ò || || || 2015 || 2016 || 2017 || 2018 || 2019 || 2020 || ΣΥΝΟΛΟ

||

Είδος αποτελέσματος[33] || Μέσο κόστος αποτελέσματος || Αριθμός αποτελεσμάτων || Κόστος || Αριθμός αποτελεσμάτων || Κόστος || Αριθμός αποτελεσμάτων || Κόστος || Αριθμός αποτελεσμάτων || Κόστος || Αριθμός αποτελεσμάτων || Κόστος || Αριθμός αποτελεσμάτων || Κόστος || Συνολικός αριθμός αποτελεσμάτων || Συνολικό κόστος

ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ: Εδραίωση και ενίσχυση της ασφάλειας των προϊόντων μέσω της αποτελεσματικότερης εποπτείας της αγοράς σε ολόκληρη την Ένωση || || || || || || || || || || || || || ||

- Αποτέλεσμα || || || || || || || || || || || || || || || ||

Ασφάλεια των προϊόντων: επιστημονικές συμβουλές, διεθνής συνεργασία, παρακολούθηση και αξιολόγηση της ασφάλειας των προϊόντων, βάση γνώσεων || || 1,316 || 4 || 1,107 || 4 || 1,189 || 4 || 1,272 || 4 || 1,356 || 4 || 1.443 || 4 || 1.530 || 24 || 7,897

Υποσύνολο για τον ειδικό στόχο: Εδραίωση και ενίσχυση της ασφάλειας των προϊόντων μέσω της αποτελεσματικότερης εποπτείας της αγοράς σε ολόκληρη την Ένωση || 4 || 1,107 || 4 || 1,189 || 4 || 1,272 || 4 || 1,356 || 4 || 1.443 || 4 || 1.530 || 24 || 7,897

ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΚΟΣΤΟΣ || 4 || 1,107 || 4 || 1,189 || 4 || 1,272 || 4 || 1,356 || 4 || 1.443 || 4 || 1.530 || 24 || 7,897

3.2.3.     Εκτιμώμενη επίπτωση στις πιστώσεις διοικητικού χαρακτήρα

3.2.3.1.  Περίληψη

– Η πρόταση/πρωτοβουλία απαιτεί τη χρήση διοικητικών πιστώσεων, όπως εξηγείται κατωτέρω:

εκατ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές (με 3 δεκαδικά ψηφία)

|| 2015 || 2016 || 2017 || 2018 || 2019 || 2020 || ΣΥΝΟΛΟ

ΤΟΜΕΑΣ 5 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || || || || || || ||

Ανθρώπινοι πόροι || 0,524 || 0,524 || 0,524 || 0,524 || 0,524 || 0,524 || 3,144

Άλλες διοικητικές δαπάνες || 0,069 || 0,069 || 0,069 || 0,069 || 0,069 || 0,069 || -0,414

Υποσύνολο ΤΟΜΕΑ 5 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου   || 0,593 || 0,593 || 0,593 || 0,593 || 0,593 || 0,593 || 3,558

Εκτός του ΤΟΜΕΑ 5[34] του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου   || || || || || || ||

Ανθρώπινοι πόροι || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || || 0

Άλλες δαπάνες διοικητικού χαρακτήρα || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,564

Υποσύνολο εκτός ΤΟΜΕΑ 5 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου     || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,094 || 0,564

ΣΥΝΟΛΟ || 0,687 || 0,687 || 0,687 || 0,687 || 0,687 || 0,687 || 4,122

3.2.3.2.  Εκτιμώμενες απαιτήσεις ανθρώπινων πόρων

– Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση ανθρώπινων πόρων, όπως εξηγείται κατωτέρω:

εκατ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές (με 3 δεκαδικά ψηφία)

|| 2015 || 2016 || 2017 || 2018 || 2019 || 2020 || ΣΥΝΟΛΟ

17 01 01 01 (Έδρα και αντιπροσωπείες της Επιτροπής σε χώρες της ΕΕ) || 0,524 || 0,524 || 0,524 || 0,524 || 0,524 || 0,524 || 3,144

XX 01 01 02 (Αντιπροσωπείες εκτός ΕΕ) || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || ||

XX 01 05 01 (Έμμεση έρευνα) || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || ||

10 01 05 01 (Άμεση έρευνα) || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || ||

XX 01 02 01 (CA, INT, SNE από το «συνολικό κονδύλιο») || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || ||

XX 01 02 02 (CA, INT, JED, LA και SNE στις αντιπροσωπείες εκτός ΕΕ) || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || ||

XX 01 04 yy[35] || - Στην έδρα[36] || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || ||

- Σε αντιπροσωπείες εκτός ΕΕ || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || ||

XX 01 05 02 (CA, INT, SNE - Έμμεση έρευνα) || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || ||

10 01 05 02 (CA, INT, SNE - Άμεση έρευνα) || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || ||

Άλλες γραμμές του προϋπολογισμού (να προσδιοριστούν) || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || ||

ΣΥΝΟΛΟ || 0,524 || 0,524 || 0,524 || 0,524 || 0,524 || 0,524 || 3,144

XX είναι ο σχετικός τομέας πολιτικής ή ο σχετικός τίτλος του προϋπολογισμού.

Οι ανάγκες σε ανθρώπινους πόρους θα καλυφθούν από το προσωπικό της ΓΔ που έχει ήδη διατεθεί για τη διαχείριση της δράσης και/ή το οποίο έχει ανακατανεμηθεί στο εσωτερικό της ΓΔ, σε συνδυασμό, αν χρειαστεί, με κάθε πρόσθετο κονδύλιο που θα μπορούσε να χορηγηθεί στην αρμόδια για τη διαχείριση ΓΔ στο πλαίσιο της ετήσιας διαδικασίας χορήγησης πόρων εντός των ορίων του προϋπολογισμού. Οι πόροι που απαιτούνται αναγράφονται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα καθήκοντα που θα εκτελεστούν από εκτελεστικό οργανισμό. Η πρόταση δεν οδηγεί σε αύξηση των πόρων που χρησιμοποιούνται ήδη από τον εκτελεστικό οργανισμό.

Περιγραφή των προς εκτέλεση καθηκόντων:

Μόνιμοι και έκτακτοι υπάλληλοι || Διοικητικοί υπάλληλοι: Εξασφάλιση της καλής εκτέλεσης και εφαρμογής των πολιτικών της ΕΕ στον τομέα της ασφάλειας των προϊόντων, παρακολούθηση του θέματος και υποβολή σχετικών εκθέσεων. Παρακολούθηση των εξελίξεων πολιτικής στον τομέα της ασφάλειας των προϊόντων και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών. Συμμετοχή και εκπροσώπηση της Επιτροπής σε συνεδριάσεις επιτροπών και ομάδων εμπειρογνωμόνων που συνδέονται με την ασφάλεια των προϊόντων. Προσδιορισμός και προετοιμασία πρωτοβουλιών στο πλαίσιο του κανονισμού για την ασφάλεια των καταναλωτικών προϊόντων, προκειμένου να εξασφαλιστεί συνεκτικός και υψηλός βαθμός ασφάλειας των καταναλωτικών προϊόντων, και ιδίως παροχή εντολών τυποποίησης και αξιολόγηση προτύπων και προδιαγραφών προς υποστήριξη της εφαρμογής του κανονισμού. Βοηθοί: Παροχή διοικητικής υποστήριξης για τη λειτουργία των επιτροπών και των ομάδων εμπειρογνωμόνων. Εκτέλεση διαφόρων καθηκόντων όσον αφορά τις επαφές με τους εσωτερικούς και εξωτερικούς ανταποκριτές και με τους παράγοντες του τομέα της ασφάλειας των προϊόντων. · Συνδρομή στην προκήρυξη, τη διαχείριση και την παρακολούθηση των προσκλήσεων υποβολής προσφορών και στην εκτέλεση των συμβάσεων.

3.2.4.     Συμβατότητα με το ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο

– X  Η πρόταση/πρωτοβουλία είναι συμβατή με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο που πρότεινε η Επιτροπή για την περίοδο 2014-2020.

– ¨  Η πρόταση/πρωτοβουλία απαιτεί επαναπρογραμματισμό του σχετικού τομέα του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου.

Να εξηγηθεί ο απαιτούμενος αναπρογραμματισμός, με προσδιορισμό των σχετικών γραμμών του προϋπολογισμού και των αντίστοιχων ποσών.

– ¨  Η πρόταση/πρωτοβουλία απαιτεί εφαρμογή του μέσου ευελιξίας ή αναθεώρηση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου[37].

Να εξηγηθεί η ανάγκη, με προσδιορισμό των σχετικών τομέων και γραμμών του προϋπολογισμού, καθώς και των αντίστοιχων ποσών.

3.2.5.     Συμμετοχή τρίτων μερών στη χρηματοδότηση

– Η πρόταση δεν προβλέπει συγχρηματοδότηση από τρίτα μέρη

3.3.        Εκτιμώμενος αντίκτυπος στα έσοδα

– Χ  Η πρόταση δεν έχει κανένα δημοσιονομικό αντίκτυπο στα έσοδα.

[1]               ΕΕ L 11 της 15.1.2002, σ. 4.

[2]               ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30.

[3]               Που απαρτίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και την απόφαση αριθ. 768/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για κοινό πλαίσιο εμπορίας των προϊόντων, ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 82.

[4]               Που εγκρίθηκε από την Επιτροπή στις 21 Νοεμβρίου 2011, http://ec.europa.eu/enterprise/policies/single-market-goods/internal-market-for-products/new-legislative-framework/index_en.htm.

[5]               Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, ΕΕ L 316 της 14.11.2012, σ. 12.

[6]               COM(2011) 206 τελικό.

[7]               COM(2012) 573 τελικό.

[8]               Βλέπε υποσημείωση 3.

[9]               ΕΕ L 218της 13.8.2008, σ. 82.

[10]             Βλέπε υποσημείωση 5.

[11]             ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36.

[12]             ΕΕ C της , σ. .

[13]             ΕΕ L 11 της 15.1.2002, σ. 4.

[14]             ΕΕ L της , σ. .

[15]             ΕΕ L 338 της 13.11.2004, σ. 4.

[16]             ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 82.

[17]             ΕΕ L 192 της 11.7.1987, σ. 42.

[18]             ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

[19]             ΕΕ L 316 της 14.11.2012, σ. 12.

[20]             ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ.13.

[21]             ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1.

[22]             ΔΒΔ: Διαχείριση βάσει δραστηριοτήτων – ΠΒΔ: Προϋπολογισμός βάσει δραστηριοτήτων.

[23]             Όπως αναφέρεται στο άρθρο 49 παράγραφος 6 στοιχεία α) ή β) του δημοσιονομικού κανονισμού.

[24]             Λεπτομερή στοιχεία για τους τρόπους διαχείρισης και παραπομπές στον δημοσιονομικό κανονισμό υπάρχουν στον ιστότοπο BudgWeb: http://www.cc.cec/budg/man/budgmanag/budgmanag_en.html

[25]             Όπως αναφέρονται στο άρθρο 185 του δημοσιονομικού κανονισμού.

[26]             ΕΕ L 11 της 16.1.2003, σ. 1.

[27]             Απόφαση της Επιτροπής Ε(2008) 4943, της 9ης Σεπτεμβρίου 2008.

[28]             Διαχ. = Διαχωριζόμενες πιστώσεις / Μη διαχ. = μη διαχωριζόμενες πιστώσεις.

[29]             ΕΖΕΣ: Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών.

[30]             Υποψήφιες χώρες και, κατά περίπτωση, δυνητικά υποψήφιες χώρες από τα Δυτικά Βαλκάνια.

[31]             Τα σχετικά ποσά εξαρτώνται από την έκβαση της νομοθετικής διαδικασίας σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής για το νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο 2014-2020.

[32]             Τεχνική και/ή διοικητική βοήθεια και δαπάνες για τη στήριξη της εφαρμογής προγραμμάτων και/ή δράσεων της ΕΕ (πρώην γραμμές «BA»), έμμεση έρευνα, άμεση έρευνα.

[33]             Το αποτέλεσμα συνίσταται στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου ασφάλειας των καταναλωτικών προϊόντων. Θα ήταν δύσκολο να υποδιαιρεθεί περαιτέρω σε ποσοτικά αποτελέσματα διότι, λόγω της έλλειψης αξιόπιστων στοιχείων, δεν είναι δυνατόν να αναφερθεί, σε απόλυτες ή σε σχετικές τιμές, ένας αριθμός-στόχος για λιγότερα μη ασφαλή προϊόντα στην αγορά. Ο αριθμός των κοινοποιήσεων RAPEX δεν αντικατοπτρίζει απαραιτήτως τον αριθμό των μη ασφαλών προϊόντων στην αγορά. Η αύξηση του αριθμού των κοινοποιήσεων RAPEX μπορεί να σημαίνει αποτελεσματικότερη εποπτεία της αγοράς αλλά λιγότερα μη ασφαλή προϊόντα και αντιστρόφως.

[34]             Τεχνική ή/και διοικητική βοήθεια και δαπάνες για τη στήριξη της εφαρμογής προγραμμάτων και/ή δράσεων της ΕΕ (πρώην γραμμές «BA»), έμμεση έρευνα, άμεση έρευνα.

[35]             Κάτω από το ανώτατο όριο εξωτερικού προσωπικού βάσει επιχειρησιακών πιστώσεων (πρώην γραμμές «BA»).

[36]             Κυρίως για τα διαρθρωτικά ταμεία, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας (ΕΤΑ).

[37]             Βλέπε σημεία 19 και 24 της διοργανικής συμφωνίας.