52013DC0442

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ Σχετικά με την εφαρμογή της πρωτοβουλίας για τις πρώτες ύλες /* COM/2013/0442 final */


ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

Σχετικά με την εφαρμογή της πρωτοβουλίας για τις πρώτες ύλες

1.           Ιστορικό του φακέλου

Στην ανακοίνωσή της της 4ης Νοεμβρίου 2008 με τίτλο «Πρωτοβουλία για τις πρώτες ύλες: κάλυψη των ουσιωδών αναγκών μας για ανάπτυξη και απασχόληση στην Ευρώπη» (COM(2008)0699) και εκείνη της 2ας Φεβρουαρίου 2011 με τίτλο «Η αντιμετώπιση των προκλήσεων που αφορούν τις αγορές βασικών εμπορευμάτων και τις πρώτες ύλες» (COM(2011)0025, στο εξής η ανακοίνωση του 2011), η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η εξασφάλιση αξιόπιστης και χωρίς στρεβλώσεις πρόσβασης σε πρώτες ύλες αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ. Οι ανωτέρω ανακοινώσεις επέτρεψαν τη δρομολόγηση και την ενίσχυση της πρωτοβουλίας για τις πρώτες ύλες (ΠΠΥ), που αποτελεί ολοκληρωμένη στρατηγική με στόχο την αντιμετώπιση των διαφόρων προκλήσεων όσον αφορά την πρόσβαση στις μη ενεργειακές και μη γεωργικές πρώτες ύλες. Η πρωτοβουλία για τις πρώτες ύλες βασίζεται σε τρεις πυλώνες: 1) εξασφάλιση ίσων όρων πρόσβασης σε πόρους που βρίσκονται σε τρίτες χώρες· 2) προώθηση ενός βιώσιμου εφοδιασμού με πρώτες ύλες από ευρωπαϊκές πηγές· και 3) ενίσχυση της αποδοτικότητας των πόρων και της ανακύκλωσης.

Το Συμβούλιο ενέκρινε την ενισχυμένη πρωτοβουλία για τις πρώτες ύλες στα συμπεράσματά του σχετικά με την αντιμετώπιση των προκλήσεων που αφορούν τις πρώτες ύλες και τις αγορές αγαθών της 10ης Μαρτίου 2011.

Επίσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε την εν λόγω στρατηγική, με το ψήφισμά του της 13ης Σεπτεμβρίου 2011. Στην έκθεση για μια αποτελεσματική στρατηγική στον τομέα των πρώτων υλών για την Ευρώπη (2011/2056 (INI)) το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε να ενημερώνεται τακτικά σχετικά με την ανάπτυξη των μη ενεργειακών πρώτων υλών στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας για τις πρώτες ύλες και σχετικά με την εκπλήρωση των στόχων της πρωτοβουλίας μέσω μιας ετήσιας έκθεσης σχετικά με την πρόοδο, επίσης με επίκεντρο τις πολιτικές συνοχής όσον αφορά το εμπόριο, τις αναπτυξιακές και τις περιβαλλοντικές πολιτικές, τον κοινωνικό αντίκτυπο, καθώς και στοιχεία για τις πρώτες ύλες κρίσιμης σημασίας (CRM).

Η Επιτροπή εξέδωσε την κοινή θέση της σχετικά με το εν λόγω ψήφισμα στις 7 Δεκεμβρίου 2011.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, σκοπός της παρούσας έκθεσης είναι να παρουσιάσει την τρέχουσα κατάσταση όσον αφορά την εφαρμογή της πρωτοβουλίας για τις πρώτες ύλες και να παράσχει επισκόπηση των εν εξελίξει πρωτοβουλιών, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει το κοινό συμφέρον για την ΕΕ και τις τρίτες χώρες που είναι πλούσιες σε πρώτες ύλες να εργάζονται σε σύμπραξη.

2.           Κρίσιμης σημασίας πρώτεσ υλεσ

Τον Ιούνιο του 2010, η Επιτροπή δημοσίευσε μια έκθεση εμπειρογνωμοσύνης, με την οποία καθιερώθηκε μια μεθοδολογία για τον προσδιορισμό των πρώτων υλών που θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την ΕΕ. Η εκτίμηση βασίστηκε σε μια ποσοτική μεθοδολογία με βάση τα κριτήρια της οικονομικής σπουδαιότητας, του κινδύνου που απειλεί τον εφοδιασμό και του κινδύνου για το περιβάλλον της χώρας. Ο κίνδυνος που απειλεί τον εφοδιασμό αφορά στοιχεία, όπως π.χ. η πολιτική και οικονομική σταθερότητα, το επίπεδο συγκέντρωσης της παραγωγής, οι δυνατότητες υποκατάστασης και το ποσοστό ανακύκλωσης. Σαράντα μία πρώτες ύλες εκτιμήθηκε ότι βασίζονται σ’ αυτή τη μεθοδολογία. Η έκθεση προτείνει έναν κατάλογο δεκατεσσάρων πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας: αντιμόνιο, βηρύλλιο, κοβάλτιο, αργυραδάμας, γάλλιο, γερμάνιο, γραφίτης, ίνδιο, μαγνήσιο, νιόβιο, μέταλλα της ομάδας του λευκόχρυσου, σπάνιες γαίες, ταντάλιο και βολφράμιο.

Ο κατάλογος πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας αποδείχθηκε επιτυχής ως εργαλείο που συμβάλλει στην αύξηση της προσοχής των αρμοδίων για τη χάραξη πολιτικής, στον μεγαλύτερο συντονισμό των εθνικών πολιτικών όσον αφορά τον εφοδιασμό σε ορυκτά και κρίσιμης σημασίας υλικά, στην αντιμετώπιση των μέτρων στρέβλωσης του εμπορίου όσον αφορά τις πρώτες ύλες κρίσιμης σημασίας, στην ανάλυση της λειτουργίας των αγορών, στην προαγωγή της έρευνας (αναζήτηση, υποκατάσταση και ανακύκλωση), καθώς και στην προώθηση της πρόσβασης σε κοιτάσματα στην ΕΕ, στην αντιμετώπιση των προβλημάτων των παράνομων εξαγωγών προϊόντων που βρίσκονται στο τέλος του κύκλου ζωής τους και περιέχουν κρίσιμα υλικά και στη λήψη μέτρων για συγκεκριμένες πρώτες ύλες.

Στην ανακοίνωσή της του 2011 η Επιτροπή εξέδωσε επίσημα τον κατάλογο αυτό και πρότεινε να παρακολουθεί τα θέματα πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας για τον εντοπισμό των δράσεων προτεραιότητας, να τα εξετάζει σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και τους ενδιαφερομένους και να επικαιροποιεί τακτικά τον κατάλογο των πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας τουλάχιστον ανά τριετία.

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής δρομολόγησαν την κατάρτιση μελέτης, ώστε να μπορέσουν να αναθεωρήσουν τον κατάλογο των πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας έως το πρώτο εξάμηνο του 2014 και να λάβουν υπόψη τους τις συνεισφορές και τις συστάσεις που προέκυψαν από τη δημόσια διαβούλευση και την έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η μελέτη θα έχει ως στόχο τη συλλογή δεδομένων σχετικά με τα παραπάνω αναφερόμενα υλικά που απαιτούνται για τον υπολογισμό της κρισιμότητας· τη συγκέντρωση δεδομένων και την ανάλυση της αλυσίδας εφοδιασμού (αλληλεπίδραση και συναφείς κίνδυνοι) και τον προσδιορισμό των πιθανών σημείων συμφόρησης με ιδιαίτερη προσοχή στην ιδιαίτερη κατάσταση των υποπροϊόντων· την ανάπτυξη σεναρίων για την προσφορά και τη ζήτηση· την εξέταση των δυνατοτήτων περαιτέρω εξειδίκευσης της μεθοδολογίας χωρίς «αλλοίωση» της εύρυθμης λειτουργίας της και τη συγκέντρωση συναφών δεδομένων· την εξέταση της εφαρμογής της μεθοδολογίας στο ξύλο και το φυσικό καουτσούκ, καθώς και τον υπολογισμό και τον καθορισμό του καταλόγου πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας και τη διατύπωση συστάσεων.

Στο πλαίσιο αυτής της μελέτης πρόκειται να εξεταστούν οι ακόλουθες πρώτες ύλες: οι 14 πρώτες ύλες κρίσιμης σημασίας του ισχύοντος καταλόγου· ορισμένες επιλεγμένες «σχεδόν κρίσιμης σημασίας» πρώτες ύλες, όπως κυρίως το ρήνιο και το τελλούριο, που εντοπίστηκαν κατά το αρχικό οικονομικό έτος· ορισμένες ακόμη επιλεγμένες πρώτες ύλες, όπως το άφνιο, το σελήνιο και ο κασσίτερος (σύμφωνα με νέες πηγές, όπως η έκθεση του ΚΚΕρ του 2011[1] σχετικά με τα «κρίσιμης σημασίας μέταλλα για τις στρατηγικές ενεργειακές τεχνολογίες»), η ξυλεία και το φυσικό καουτσούκ που προστέθηκαν στο πεδίο εφαρμογής της πρωτοβουλίας για τις πρώτες ύλες με την ανακοίνωση της Επιτροπής του 2011.

Τη διαδικασία θα κατευθύνει μια διευθύνουσα ομάδα ad hoc για τις πρώτες ύλες κρίσιμης σημασίας, η οποία έχει επιλεγεί για την πρώτη αξιολόγηση υλών κρίσιμης σημασίας το 2010 και της οποίας τα μέλη προέρχονται από την ομάδα «Εφοδιασμός σε πρώτες ύλες» της Επιτροπής.

Η Επιτροπή σκοπεύει να δημοσιεύσει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την αναθεώρηση του καταλόγου των πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας έως το τέλος του 2013.

3.           Αποθήκευση

Στην ανακοίνωσή της του 2011 η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι ήταν «έτοιμη να εξετάσει με τα κράτη μέλη και τον κλάδο παραγωγής την προστιθέμενη αξία και τη σκοπιμότητα ενός πιθανού προγράμματος αποθεματοποίησης πρώτων υλών».

Για να διερευνήσουν τη δυνατότητα αποθήκευσης, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ανέθεσαν σε ειδικό φορέα μελέτη για τη διενέργεια προκαταρκτικής αξιολόγησης στην οποία αναλύθηκαν διάφορες πολιτικές και πρακτικές αποθήκευσης, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος αποθεματοποίησης πετρελαίου της ΕΕ, εξέτασαν τα τρέχοντα συστήματα αποθήκευσης των πρώτων υλών σε όλο τον κόσμο, καθώς και το δυνητικό κόστος και τα οφέλη του προγράμματος αποθεματοποίησης πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας. Η ανεξάρτητη μελέτη κατέληξε ότι ένα εθελοντικό πρόγραμμα για τη δημιουργία αποθεμάτων υπό την εποπτεία της βιομηχανίας και με τη δημόσια χρηματοοικονομική ενίσχυση θα ήταν βιώσιμη επιλογή. Αναγνωρίζει επίσης ότι η δημιουργία αποθεμάτων μπορεί να επιλύσει μόνον βραχυπρόθεσμα προβλήματα, ενώ η μακροπρόθεσμη έλλειψη πρώτων υλών απαιτεί διαρθρωτικές λύσεις όσον αφορά τον εφοδιασμό (υποκατάσταση, ανακύκλωση, εγχώρια εξόρυξη). Η δημιουργία αποθεμάτων αποτελεί επίσης ένα μέσο το οποίο στερείται ευελιξίας εφόσον ο όγκος εισαγωγών δεν μπορεί να προσαρμοστεί γρήγορα και το κόστος εφαρμογής είναι σημαντικό. Επιπλέον, η δημιουργία αποθεμάτων θα απαιτούσε τέλεια γνώση των αλυσίδων αξίας και των χρήσεων κάθε πρώτης ύλης, καθώς και των εγκαταστάσεων μεταποίησης (εάν οι εγκαταστάσεις αυτές δεν είναι οι ίδιες εγγυημένες δεν υπάρχει σκοπιμότητα για τη δημιουργία αποθεμάτων). Οι γνώμες των ενδιαφερόμενων μερών σχετικά με τη δημιουργία αποθεμάτων διίστανται, επίσης, κατά πολύ. Τα αποτελέσματα της μελέτης συζητήθηκαν με την ομάδα «Εφοδιασμός σε πρώτες ύλες» της Επιτροπής τον Νοέμβριο του 2012 και οι αντιδράσεις σχετικά με το ενδεχόμενο πρόγραμμα αποθεματοποίησης ήταν αρνητικές. Κανένα κράτος μέλος δεν θα υποστήριζε ένα σύστημα δημιουργίας αποθεμάτων ως επιλογή πολιτικής.

Η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να παρακολουθεί το θέμα.

4.           Ευρωπαϊκή σύμπραξη καινοτομίας για τις πρώτες ύλες

Η καινοτομία στον τομέα των πρώτων υλών μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για την πρόοδο μέσα σε κάθε ένα από τους τρεις πυλώνες της στρατηγικής για τις πρώτες ύλες και θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλη την αλυσίδα αξίας. Στο πλαίσιο της εμβληματικής πρωτοβουλίας για την Ένωση καινοτομίας της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», η Επιτροπή δρομολογεί διάφορες συμπράξεις που καλύπτουν διάφορες προκλήσεις μεγάλης σημασίας για τις κοινωνίες μας. Στην ανακοίνωση του 2011 η Επιτροπή ανακοίνωσε την πρόθεσή της να εξετάσει τη σκοπιμότητα δρομολόγησης μιας σύμπραξης καινοτομίας με αντικείμενο τις πρώτες ύλες στο πλαίσιο της εμβληματικής πρωτοβουλίας για την Ένωση Καινοτομίας η οποία υπάγεται στη στρατηγική «Ευρώπη 2020». Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να δρομολογήσει την ευρωπαϊκή σύμπραξη καινοτομίας (ΕΣΚ) για τις πρώτες ύλες, στο ψήφισμά του της 13ης Σεπτεμβρίου 2011.

Στις 29 Φεβρουαρίου 2012, η Επιτροπή εξέδωσε, ως εκ τούτου, ανακοίνωση με την οποία προτείνει την ΕΣΚ (ευρωπαϊκή σύμπραξη καινοτομίας) για τις πρώτες ύλες[2] (εφεξής η ανακοίνωση ΕΣΚ).

Το Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας ενέκρινε την πρόταση αυτή στις 11 Οκτωβρίου 2012 στα συμπεράσματά του και κάλεσε την Επιτροπή να δρομολογήσει την ΕΣΚ για τις πρώτες ύλες και να αναπτύξει και να ολοκληρώσει το στρατηγικό σχέδιο υλοποίησης έως το τέλος του 2013.

Η ΕΣΚ θα αποσκοπεί να εξασφαλίσει για την Ευρώπη αρκετή ευελιξία και εναλλακτικές λύσεις για την προμήθεια σημαντικών πρώτων υλών, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τη σημασία του μετριασμού των επιπτώσεων στο περιβάλλον ορισμένων υλών κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους. Η ΕΣΚ θα καλύπτει όλα τα στάδια της αλυσίδας αξίας, από την έρευνα και την εξόρυξη, μέσω της επεξεργασίας, έως την ανάκτηση και την ανακύκλωση, καθώς και τις καινοτομίες στον τομέα της υποκατάστασης. Ένας από τους συγκεκριμένους στόχους είναι πράγματι να υποστηριχθούν έως δέκα καινοτόμοι πιλοτικές δράσεις / μονάδες επίδειξης στους διάφορους τομείς της αλυσίδας αξίας. Η ΕΣΚ δεν συνιστά χρηματοδοτικό μέσο, αλλά το μέσο που θα συγκεντρώσει τους διαφόρους παράγοντες για την εκπόνηση κατάλληλων λύσεων τεχνικού και μη τεχνικού χαρακτήρα με σκοπό την επίτευξη καινοτομίας στην αγορά. Σκοπός της θα είναι να προωθηθεί η Ευρώπη στην πρωτοπορία όσον αφορά την έρευνα, την εξόρυξη, την επεξεργασία, την ανακύκλωση και την υποκατάσταση έως το 2020. Η ΕΣΚ θα φέρει σε επαφή τα κράτη μέλη και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Η Επιτροπή έχει προβλέψει πέντε δέσμες εργασιών, οι οποίες θα καλύπτουν τεχνολογικούς αλλά και μη τεχνολογικούς τομείς εργασίας (π.χ. όροι πλαίσια, τυποποίηση, γνώση και δεξιότητες, δημόσιες συμβάσεις) και μια δέσμη εργασιών για τη διεθνή συνεργασία.

Μια σειρά συγκεκριμένων στόχων θα πρέπει να επιτευχθεί με την ΕΣΚ έως το 2020:

– εκπόνηση έως 10 καινοτόμων πιλοτικών δράσεων, π.χ. δημιουργία πιλοτικών εγκαταστάσεων επίδειξης σχετικά με την έρευνα, την εξόρυξη, την επεξεργασία, τη συλλογή και την ανακύκλωση·

– εξεύρεση υποκατάστατων για τρεις τουλάχιστον εφαρμογές κρίσιμης σημασίας πρώτων υλών·

– δημιουργία ενός δικτύου κέντρων έρευνας, εκπαίδευσης και κατάρτισης για την βιώσιμη διαχείριση των πρώτων υλών·

– χρήση τυποποιημένων μέσων για την καταγραφή πόρων / αποθεμάτων και γεωλογικού χάρτη 3D·

– διασφάλιση της εκπόνησης δυναμικού μοντέλου των τάσεων για την εκτίμηση της ζήτησης και της προσφοράς σε συσχετισμό με τα αποθέματα και πλήρης ανάλυση του κύκλου ζωής·

– διασφάλιση μιας προδραστικής ευρωπαϊκής στρατηγικής σε διμερές και πολυμερές επίπεδο.

Όσον αφορά την δομή της διακυβέρνησης, η διευθύνουσα ομάδα υψηλού επιπέδου με τη βοήθεια της ομάδας Sherpa που την επικουρεί και με την τεχνική υποστήριξη των επιχειρησιακών ομάδων θα αρχίσει την ανάπτυξη του στρατηγικού σχεδίου υλοποίησης της σύμπραξης (ΣΣΥ). Στόχος θα είναι η ανάπτυξη του στρατηγικού σχεδίου υλοποίησης (ΣΣΥ) από τον Ιούλιο του 2013, ώστε να ξεκινήσει η υλοποίησή του το ταχύτερο δυνατό. Μετά την υλοποίηση του ΣΣΥ θα εκδοθεί ανακοίνωση της Επιτροπής τον Σεπτέμβριο του 2013, με την οποία, μεταξύ άλλων, θα ανακοινώνεται η υποστήριξη της Επιτροπής στην ΕΣΚ, π.χ. όσον αφορά τις προτεραιότητες χρηματοδότησης στους τομείς της έρευνας και της καινοτομίας και σύμφωνα με το πλαίσιο ρύθμισης και χάραξης πολιτικής.

5.           Δίκαιη και βιώσιμη προμήθεια πρώτων υλών από τις παγκόσμιες αγορές (πυλώνας 1)

5.1.        Εμπορική στρατηγική πρώτων υλών της ΕΕ

Με την ανακοίνωση του 2011 η Επιτροπή δεσμεύτηκε να ενισχύσει την εμπορική στρατηγική πρώτων υλών της ΕΕ, σύμφωνα με τους στόχους για την ανάπτυξη και τη χρηστή διακυβέρνηση. Η Επιτροπή θεώρησε ότι η εν λόγω στρατηγική πρέπει:

– να εξακολουθήσει να αναπτύσσει διμερείς θεματικούς διαλόγους για τις πρώτες ύλες με όλους τους σχετικούς εταίρους, καθώς επίσης να αναβαθμίσει τις τρέχουσες διαβουλεύσεις στο πλαίσιο πλειομερών και πολυμερών οργανισμών (Ομάδα των 20, UNCTAD, ΠΟΕ, ΟΟΣΑ, κ.λπ)· να εκπονήσει επιπλέον μελέτες με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των συνεπειών των περιορισμών επί των εξαγωγών στις αγορές πρώτων υλών και να προαγάγει τον διάλογο σχετικά με τη χρήση τους ως εργαλείο πολιτικής·

– να ενσωματώσει σε μεγαλύτερο βαθμό τα θέματα που άπτονται των πρώτων υλών, όπως οι περιορισμοί επί των εξαγωγών και οι επενδυτικές πτυχές, στις τρέχουσες και μελλοντικές εμπορικές διαπραγματεύσεις που η ΕΕ διεξάγει σε διμερή, πλειομερή και πολυμερή πλαίσια·

– να επιδιώξει τη συγκρότηση μηχανισμού παρακολούθησης των περιορισμών επί των εξαγωγών, οι οποίοι παρεμποδίζουν τη βιώσιμη προμήθεια πρώτων υλών, και να εξακολουθήσει να αντιμετωπίζει τους φραγμούς που προκαλούν στρεβλώσεις στις αγορές πρώτων υλών και τις σχετικές κατάντη αγορές, με τον διάλογο ως προτιμητέα προσέγγιση, αλλά και με προσφυγή σε μηχανισμούς επίλυσης διαφορών στις κατάλληλες περιπτώσεις·

– να ενθαρρύνει στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του ΟΟΣΑ τη συμμετοχή των σχετικών χωρών που δεν είναι μέλη του ΟΟΣΑ στις εργασίες με αντικείμενο τις πρώτες ύλες, και να εξερευνήσει περαιτέρω πολυμερείς και πλειομερείς μηχανισμούς, όπως η υιοθέτηση βέλτιστων πρακτικών·

– να κάνει χρήση των μέσων της πολιτικής ανταγωνισμού με στόχο να διασφαλισθεί ότι η προμήθεια πρώτων υλών δεν στρεβλώνεται εξαιτίας αντιανταγωνιστικών συμφωνιών, συγκεντρώσεων ή μονομερών ενεργειών των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων·

– να προωθήσει τις προαναφερόμενες δράσεις και να αναλύσει περαιτέρω τις προτεραιότητες για τις πρώτες ύλες σε σχέση με τρίτες χώρες, μέσω αυτοτελών μέτρων, διμερών και πολυμερών πλαισίων και διαλόγου· και να εξακολουθήσει να εφαρμόζει μια συνεκτική εμπορική πολιτική της ΕΕ σχετικά με τις προτεραιότητες αυτές.

– Οι συναφείς με το εμπόριο πρώτων υλών δεσμεύσεις πολιτικής της πρωτοβουλίας για τις πρώτες ύλες έχουν υλοποιηθεί με την ενσωμάτωση των κανόνων στις συμφωνίες για την επίτευξη βιώσιμου εφοδιασμού με πρώτες ύλες σε πολυμερές και διμερές επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των διαπραγματεύσεων για την προσχώρηση στον ΠΟΕ και στις συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών (ΣΕΣ). Άλλες σημαντικές δράσεις επικεντρώθηκαν σε δραστηριότητες επιβολής των κανόνων του ΠΟΕ, ιδίως σε σχέση με τις επιτυχείς δραστηριότητες που ασκήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ οι οποίες προκύπτουν λόγω των εξαγωγικών περιορισμών κατά των μέτρων της Κίνας σχετικά με τις πρώτες ύλες.

– Έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα, που είχαν ως αποτέλεσμα την έκδοση διατάξεων σε μεγάλο αριθμό συμφωνιών. Η Επιτροπή συνήψε συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών ή συμφώνησε επί του κειμένου διατάξεων σχετικά με εξαγωγικούς δασμούς οι οποίες περιέχονται σε συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών με την Κολομβία, το Περού και την Ουκρανία και σε μια συμφωνία σύνδεσης με την Κεντρική Αμερική. Στο πλαίσιο αυτών των συμφωνιών, η ΕΕ κατόρθωσε να επιτύχει την κατάργηση τόσο των υφιστάμενων όσο και των μελλοντικών εξαγωγικών δασμών, επιτρέποντας παράλληλα ορισμένες μεταβατικές περιόδους ή περιορισμένες εξαιρέσεις. Διμερείς διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη με ορισμένους εμπορικούς εταίρους όπως ο Καναδάς, η Ινδία, η Μαλαισία, η Mercosur και η Σιγκαπούρη. Σε ορισμένες διαπραγματεύσεις, προτάθηκαν διατάξεις περί προστασίας των επενδύσεων, οι οποίες έχουν ιδιαίτερη σημασία για την εξορυκτική βιομηχανία.

Επιπλέον, εμπορικές διατάξεις σχετικά με τις πρώτες ύλες συμπεριελήφθησαν στις διαπραγματεύσεις των συμφωνιών σύμπραξης και συνεργασίας οι οποίες συνάφθηκαν με τη Μογγολία το 2010, καθώς και στις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν με την Αυστραλία, το Καζακστάν και τη Ρωσία.

Σύμφωνα με τον στόχο της συμφωνίας του Κοτονού για βαθύτερη περιφερειακή ολοκλήρωση, εκσυγχρονισμό της οικονομικής μας σχέσης και χρησιμοποίηση του εμπορίου για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης, όπως αναφέρεται στην πρόσφατη ανακοίνωση «Εμπόριο, μεγέθυνση και ανάπτυξη - Η προσαρμογή της εμπορικής και επενδυτικής πολιτικής στις χώρες που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη βοήθειας»[3], η ΕΕ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τα κράτη της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, το 2002 για τη σύναψη συμφωνιών οικονομικής σύμπραξης. Εξακολουθούν να διεξάγονται διαπραγματεύσεις, επίσης και για διατάξεις σχετικά με τις πρώτες ύλες, με όλες τις περιφέρειες, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τους στόχους των αναπτυσσόμενων εταίρων.

Όσον αφορά τις συζητήσεις στον ΠΟΕ στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την προσχώρηση της Ρωσίας σ’ αυτόν (ολοκληρώθηκαν στο τέλος του 2011), η Επιτροπή, εκτός από τις δεσμεύσεις που περιλαμβάνονται στο πρωτόκολλο προσχώρησης όσον αφορά τους υφισταμένους εξαγωγικούς δασμούς, εξασφάλισε μια επιπλέον συμφωνία σύμφωνα με την οποία η Ρωσία δεσμεύεται να μην επιβάλει εξαγωγικούς δασμούς σε μεγάλο αριθμό πρώτων υλών. Διεξάγονται διαπραγματεύσεις με το Καζακστάν για την προσχώρησή του στον ΠΟΕ.

Μια διαδικασία επίλυσης διαφορών ενώπιον του ΠΟΕ, λόγω των περιοριστικών μέτρων στις εξαγωγές εννέα πρώτων υλών τα οποία εφαρμόζονταν από την Κίνα κατά παράβαση των δεσμεύσεων που αυτή ανέλαβε έναντι του ΠΟΕ, κατέληξε σε επιτυχία. Το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο επιβεβαίωσε την απόφαση της ειδικής ομάδας, τον Ιανουάριο του 2012, με μια σαφή και οριστική ερμηνεία των δεσμεύσεων της Κίνας στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Στις 13 Μαρτίου 2012, η ΕΕ κίνησε μια δεύτερη διαδικασία κατά των περιορισμών εκ μέρους της Κίνας στις εξαγωγές πρώτων υλών, μεταξύ των οποίων, 17 σπάνιες γαίες, καθώς και το βολφράμιο και το μολυβδαίνιο.

Ορισμένες δραστηριότητες πληροφόρησης συνεχίστηκαν σε διεθνές περιβάλλον, όπως στην ομάδα των 20 και στον ΟΟΣΑ, με στόχο την ενθάρρυνση του διαλόγου σε παγκόσμιο επίπεδο σχετικά με το πώς μπορεί να επιτευχθεί ένα πλαίσιο για την εξασφάλιση ενός βιώσιμου εφοδιασμού πρώτων υλών.

Η δεύτερη έκθεση δραστηριοτήτων[4] σχετικά με την εμπορική πολιτική της ΕΕ για τις πρώτες ύλες του Απριλίου 2012 παρείχε λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή της πρωτοβουλίας για τις πρώτες ύλες στον τομέα της εμπορικής πολιτικής.

Η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να παρακολουθεί τις τρέχουσες και μελλοντικές διαπραγματεύσεις για τις συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών και άλλα διμερή πλαίσια, έτσι ώστε να διασφαλίσει ότι το θέμα των πρώτων υλών λαμβάνεται υπόψη και εντάσσεται στις εν λόγω συμφωνίες, εφόσον κρίνεται απαραίτητο.

5.2.        Διάλογος για τις πρώτες ύλες και διπλωματία

Στην ανακοίνωση του 2011, η Επιτροπή δήλωσε ότι η ΕΕ θα επιδιώξει ενεργά μια «Διπλωματία πρώτων υλών», με στόχο τη διασφάλιση πρόσβασης στις πρώτες ύλες, ιδίως σε εκείνες που θεωρούνται κρίσιμες, μέσω στρατηγικών συμπράξεων και διαλόγων επί της ακολουθητέας πολιτικής.

Η «Διπλωματία πρώτων υλών» έχει ως στόχο τη δέσμευση των εταίρων, μέσω στρατηγικών συμπράξεων και διαλόγων επί θεμάτων πολιτικής, να ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που αφορούν τις αγορές πρώτων υλών. Η λύση αυτή έχει επιδιωχθεί σε συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιαπωνία, τη Ρωσία, την Αργεντινή, τη Βραζιλία, την Κολομβία, το Μεξικό, την Ουρουγουάη, τη Γροιλανδία, την Κίνα και τις χώρες της Ένωσης για τη Μεσόγειο, ενώ περαιτέρω διάλογοι βρίσκονται στο στάδιο της προετοιμασίας.

5.2.1.     Ηνωμένες Πολιτείες

Στις 29 Νοεμβρίου 2011, το Διατλαντικό Οικονομικό Συμβούλιο (ΔΟΣ) συμφώνησε ως προς ένα πρόγραμμα εργασίας για τις πρώτες ύλες, το οποίο προβλέπει την κατάρτιση κοινού καταλόγου δεδομένων και αναλύσεων για τις ορυκτές πρώτες ύλες· ο εν λόγω κατάλογος θα τηρείται από όλους τους εταίρους. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, οι δύο πλευρές έλαβαν οδηγίες να λάβουν υπόψη τους τα αποτελέσματα των εν εξελίξει μελετών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με τη διαθεσιμότητα πόρων πρώτων υλών, τις εμπορικές ροές και την κρισιμότητα, καθώς και άλλες αναλύσεις της προσφοράς και της ζήτησης, όπως η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2010 που συντάχθηκε από μια ειδική ομάδα εμπειρογνωμόνων[5] για τις πρώτες ύλες κρίσιμης σημασίας, καθώς και η στρατηγική του Υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ σχετικά με τα υλικά κρίσιμης σημασίας. Το σχέδιο δράσης για την καινοτομία του ΔΟΣ[6] έχει δρομολογηθεί στον τομέα των πρώτων υλών, και καλύπτει διάφορες πτυχές πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων του εμπορίου και της υποκατάστασης.

Ένα εργαστήριο εμπειρογνωμόνων ΕΕ-ΗΠΑ όσον αφορά τις ροές των ορυκτών πρώτων υλών και τα δεδομένα σχετικά με αυτές πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες τον Σεπτέμβριο του 2012. Το εργαστήριο προέβη στη σύγκριση των πληροφοριών που είχαν στη διάθεσή τους και οι δύο πλευρές όσον αφορά τις πρωτογενείς και δευτερογενείς πρώτες ύλες, στη σύγκριση των μεθοδολογιών για επανεξέταση του καταλόγου πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας και στη συζήτηση τομέων στους οποίους η ροή πληροφοριών για τις πρώτες ύλες είναι ανεπαρκής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διερευνήσουν περαιτέρω τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να συνταχθεί ένας κοινός κατάλογος δεδομένων πρώτων υλών, καθώς και άλλα μέτρα για την ανταλλαγή δεδομένων σχετικά με τις πρώτες ύλες στο πλαίσιο των σημερινών πολιτικών και των δύο πλευρών, έτσι ώστε να εξασφαλίζονται οι προμήθειες αξιόπιστων και ποικίλων πρώτων υλών.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να καθορίσουν τους τομείς στους οποίους μπορεί να βελτιωθεί η ανακύκλωση χρησιμοποιημένων ηλεκτρονικών συσκευών, ιδίως στις περιπτώσεις που η ανακύκλωση μπορεί να αντιμετωπίσει τη σπανιότητα των πόρων των υλών κρίσιμης σημασίας, καθώς και να μειώσει την επίπτωση στο περιβάλλον καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής των ηλεκτρονικών συσκευών. Τον Οκτώβριο του 2012 ένα συνέδριο με τίτλο «Best Practices in Management and Stewardship of Used Electronics (βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά τη διαχείριση των χρησιμοποιημένων ηλεκτρονικών συσκευών)» στην Ουάσιγκτον συγκέντρωσε εκπροσώπους της κυβέρνησης των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς και εκπροσώπους ευρωπαϊκών και αμερικανικών επιχειρήσεων και εμπορικών ενώσεων, με σκοπό να διερευνηθούν νέοι τρόποι διατλαντικής συνεργασίας στον τομέα της διαχείρισης των ηλεκτρονικών αποβλήτων.

5.2.2.     Ιαπωνία        

Διοργανώθηκαν δύο εργαστήρια, ένα στην Ουάσιγκτον, τον Οκτώβριο του 2011, και ένα στο Τόκιο, τον Μάρτιο του 2012, τα οποία επικεντρώθηκαν στην έρευνα στον τομέα των πρώτων υλών, και ιδίως στην υποκατάσταση. Η επόμενη τριμερής συνάντηση μεταξύ της ΕΕ, των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας με εκπροσώπους κυβερνήσεων, εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εκπροσώπους του κλάδου θα πραγματοποιηθεί στις 29-30 Μαΐου 2013 στις Βρυξέλλες. Φέτος η εν λόγω συνάντηση θα επικεντρωθεί στην ανάπτυξη και την εφαρμογή νέων μοντέλων αποδοτικής διαχείρισης των υλών κρίσιμης σημασίας.

5.2.3.     Ρωσία

Η συνεδρίαση της υποομάδας, η οποία είναι επιφορτισμένη με το διάλογο για τη βιομηχανική πολιτική μεταξύ της ρωσικής κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 2012 στην Πετρούπολη, με τη συμμετοχή εκπροσώπων του κλάδου. Η Επιτροπή παρουσίασε επισκόπηση των τελευταίων εξελίξεων στην πολιτική για τις πρώτες ύλες, καθώς και ενημερωμένα στοιχεία σχετικά με τη βιομηχανική πολιτική.

5.2.4.     Λατινική Αμερική

Το 2011 ο αντιπρόεδρος κ. Tajani υπέγραψε επιστολές δήλωσης προθέσεων για να δρομολογηθεί η διμερής συνεργασία για τις πρώτες ύλες με τη Χιλή και την Ουρουγουάη και εξέδωσε κοινό ανακοινωθέν τύπου με την Αργεντινή. Επιστολές δήλωσης προθέσεων υπεγράφησαν επίσης με την Κολομβία και το Μεξικό τον Μάιο του 2012.

Η εφαρμογή του μνημονίου συνεννόησης με την Ουρουγουάη συζητήθηκε περαιτέρω τον Σεπτέμβριο του 2012. Ορίστηκαν τοπικά σημεία επαφής. Και οι δύο πλευρές συμφώνησαν να ανταλλάσσουν βέλτιστες πρακτικές και να αναπτύξουν έναν χάρτη πορείας για συγκεκριμένες δράσεις με σκοπό την ενίσχυση της αμοιβαίας συνεργασίας, ιδίως στους τομείς της γεωλογικής γνώσης, της πράσινης οικονομίας και της ενεργειακής απόδοσης, της ανακύκλωσης, της διαφάνειας, της κατάρτισης, της βιωσιμότητας, της καινοτομίας, κ.λπ. Η Ουρουγουάη προσφέρθηκε να συμμετάσχει ως παρατηρητής στην Ευρωπαϊκή Σύμπραξη Καινοτομίας.

5.2.5.     Ευρω-μεσογειακές χώρες

Μνημόνια συνεννόησης μεταξύ της Επιτροπής και του Μαρόκου και της Τυνησίας υπεγράφησαν τον Νοέμβριο του 2012. Ένα εργαστήριο σχετικά με τις πρώτες ύλες στο πλαίσιο της ευρω-μεσογειακής βιομηχανικής συνεργασίας πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2012 με τις χώρες της Ένωσης για τη Μεσόγειο.

5.2.6.     Κίνα

Η Επιτροπή συμμετέχει σε δύο διαλόγους με την Κίνα που αφορούν τις πρώτες ύλες – ιδιαίτερα με την εθνική επιτροπή ανάπτυξης και μεταρρύθμισης («επιτροπή ΕΕΑΜ»), που είναι μια ομάδα εργασίας για τα μέταλλα και με το υπουργείο βιομηχανίας και τεχνολογίας της πληροφορίας (MIIT). Ο τελευταίος αυτός διάλογος λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μιας ομάδας εργασίας σχετικά με τις πρώτες ύλες που συστάθηκε το 2010.

Η τελευταία συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2012 στο Πεκίνο, ενώ η επόμενη πρόκειται να πραγματοποιηθεί το δεύτερο εξάμηνο του 2013 στις Βρυξέλλες. Ένα εργαστήριο σχετικά με την ανακύκλωση και μία επίσκεψη μελέτης για τους κινέζους εμπειρογνώμονες στην Ευρώπη θα πρέπει επίσης να πραγματοποιηθούν το δεύτερο εξάμηνο του 2013.

5.2.7.     Γροιλανδία

Η Γροιλανδία, που είναι η πλησιέστερη στην Ευρώπη πλούσια σε πόρους χώρα, διαθέτει σημαντικά αποθέματα σπάνιων γαιών. Τον Ιούνιο του 2012, η Επιτροπή υπέγραψε επιστολή δήλωσης προθέσεων σχετικά με τη συνεργασία για τις πρώτες ύλες με την κυβέρνηση της Γροιλανδίας. Τόσο η Γροιλανδία όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση συμφώνησαν να συνεργαστούν για να καθιερώσουν μια επίσημη συνεργασία στον τομέα των πρώτων υλών, επεκτείνοντας με τον τρόπο αυτό την τρέχουσα καλή συνεργασία στο πλαίσιο της συμφωνίας ΕΕ - Γροιλανδίας.

Η επιστολή δήλωσης προθέσεων προτείνει για τομείς συνεργασίας: γεωλογικές γνώσεις· ανάλυση των αναγκών για υποδομές και επενδύσεις όσον αφορά την εκμετάλλευση των ορυκτών πόρων· ανάπτυξη ικανοτήτων· περιβαλλοντικά θέματα που σχετίζονται με τον εξορυκτικό τομέα και κοινωνικές επιπτώσεις των εξορύξεων.

Το έγγραφο αναγνωρίζει επίσης τη σημασία που έχουν οι συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού και η πρόσβαση στις αγορές, για να είναι η συνεργασία αμοιβαίως επωφελής.

Σε συνέχεια του διαλόγου που καθιερώθηκε με την εν λόγω επιστολή, ένα εργαστήριο με τον ευρωπαϊκό κλάδο παραγωγής, από τη βιομηχανία εξόρυξης έως τον τελικό χρήστη, πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του 2012, για να συζητηθούν οι δυνατότητες συνεργασίας με τη Γροιλανδία. Ένα εργαστήριο μεταξύ της Επιτροπής και της κυβέρνησης της Γροιλανδίας πραγματοποιήθηκε την ίδια ημέρα για να συζητηθεί το μέλλον αυτού του διαλόγου και να συμφωνηθούν συγκεκριμένα έργα.

6.           Αναπτυξιακή πολιτική

Η βιώσιμη εξόρυξη μπορεί και πρέπει να συμβάλλει στη βιώσιμη ανάπτυξη. Η αναπτυξιακή πολιτική της ΕΕ έχει επίσης να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη «διπλωματία για τις πρώτες ύλες», με τη δημιουργία αμοιβαία επωφελών καταστάσεων για τις αναπτυσσόμενες χώρες και την ΕΕ στον τομέα των πρώτων υλών.

6.1.        Κοινή στρατηγική Αφρικής-ΕΕ και το πλαίσιο ΑΚΕ

Στο πλαίσιο της στρατηγικής σύμπραξης μεταξύ της Αφρικής και της ΕΕ, οι δύο πλευρές συμφώνησαν να εντείνουν τη συνεργασία τους στον τομέα των πρώτων υλών. Κατά τη συνεδρίαση ομοτίμων μεταξύ της Αφρικανικής Ένωσης (AUC) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) τον Ιούνιο του 2010 προσδιορίστηκαν οι βασικές αρχές για την από κοινού εργασία, οι οποίες εγκρίθηκαν από την τρίτη διάσκεψη κορυφής ΕΕ-Αφρικής τον Νοέμβριο του 2010 και εντάχθηκαν στο σχέδιο δράσης 2011-2013.

Η διμερής συνεργασία μεταξύ της AUC και της ΕΚ σχετικά με τις πρώτες ύλες και αναπτυξιακά ζητήματα βασίζεται στην «Πρωτοβουλία για τις πρώτες ύλες» και στην πολιτική της AUC για την εξόρυξη και τα ορυκτά, η οποία είναι γνωστή ως «Αφρικανικό όραμα σχετικά με την εξόρυξη» του 2009[7]. Η συνεργασία εστιάζεται σε τρεις τομείς: διακυβέρνηση, επενδύσεις και υποδομές και γεωλογικές γνώσεις και πρακτικές. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη εργάζονται από κοινού για τα ζητήματα αυτά. Η ΕΕ παραμένει ανοικτή σε αιτήματα που διατυπώνονται από αφρικανικές χώρες εντός του πλαισίου των προγραμμάτων της αναπτυξιακής πολιτικής. Σ’ αυτό το στάδιο, δεν έχουν υποβληθεί αιτήματα βάσει περιφερειακού ή εθνικού προγραμματισμού. Επιπλέον, η Επιτροπή σκοπεύει να προωθήσει την συνεργασία ΕΕ-Αφρικής στον κρίσιμο αυτό τομέα μέσω του νέου παναφρικανικού προγράμματος στο πλαίσιο του μηχανισμού αναπτυξιακής συνεργασίας, όπως προτείνεται σύμφωνα με το νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο 2014-2020.

Η Επιτροπή αναγνωρίζει τον σημαντικό ρόλο της χρηστής διακυβέρνησης για την βιώσιμη χρήση των φυσικών πόρων ως κινητήριας δύναμης της ανάπτυξης για την Αφρική και με αυτό ακριβώς το πνεύμα διοργάνωσε εργαστήριο δημιουργίας ικανοτήτων σε τεχνικό επίπεδο για την φορολογία της εξόρυξης στην Αντίς Αμπέμπα τον Δεκέμβριο του 2011. Τα συμπεράσματα της ημερίδας, παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια της υπουργικής διάσκεψης για την εκμετάλλευση ορυχείων / λατομείων της Αφρικανικής Ένωσης τον Δεκέμβριο του 2011. Σε συμφωνία με την Αφρικανική Ένωση, η Επιτροπή σκοπεύει να διοργανώσει μια δεύτερη έκδοση του εργαστηρίου φορολόγησης των εξορυκτικών δραστηριοτήτων το 2013 με την προϋπόθεση ότι το επιτρέπει ο προϋπολογισμός της Αφρικανικής Ένωσης. Η κοινή διάσκεψη επισήμανε επίσης την ανάγκη για ένα πρόγραμμα δημιουργίας υποδομών για τη διαπραγμάτευση των συμβάσεων.

Σε πολιτικό επίπεδο, μια διάσκεψη υψηλού επιπέδου σχετικά με την σύμπραξη ΕΕ-Αφρικής σχετικά με τις πρώτες ύλες, με θέμα τη μετατροπή του πλούτου ορυκτών πόρων σε πραγματική ανάπτυξη για την Αφρική, πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2012 στις Βρυξέλλες. Η εν λόγω διάσκεψη δημιούργησε την πολιτική ώθηση για την υλοποίηση του κοινού σχεδίου δράσης της στρατηγικής 2011-2013 για τις πρώτες ύλες και είχε ως αποτέλεσμα τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών στην εν λόγω διαδικασία. Διατυπώθηκαν συστάσεις για την εφαρμογή της στρατηγικής και στους τρεις τομείς συνεργασίας.

Με την πρωτοβουλία της «Πρώτες ύλες» η Επιτροπή ανέλαβε την υποχρέωση να συνεχίσει την αξιολόγηση – από κοινού με τις χώρες της Αφρικής – της σκοπιμότητας μιας περαιτέρω στήριξης της συνεργασίας μεταξύ των δύο ηπείρων στον τομέα των γεωλογικών ερευνών, καθώς και την προώθηση της συνεργασίας στον υπόψη τομέα στο πλαίσιο πολυμερών μηχανισμών, όπως το Πρόγραμμα Γεωεπιστημών της UNESCO. Κατ’ εφαρμογή της σύστασης της διάσκεψης σ’ αυτόν τον τομέα για την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ της Αφρικής και της Ευρώπης στις γεωλογικές έρευνες, μια διερευνητική μελέτη για το θέμα αυτό προβλέπεται να αρχίσει το 2013. Στόχος της μελέτης είναι η διαμόρφωση κοινών σχεδίων για τη βελτίωση των γνώσεων σχετικά με τα αποθέματα ορυκτών στην Αφρική, αφενός, και η δημιουργία ενός δικτύου για την διοργάνωση κατάρτισης στα πλαίσια των αφρικανικών υπηρεσιών ερευνών, καθώς και οι ανταλλαγές και η ψηφιοποίηση των δεδομένων, αφετέρου. Οι ευρωπαϊκές γεωλογικές έρευνες έχουν να διαδραματίσουν καίριο ρόλο στη διαδικασία αυτή.

Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων είναι παρούσα ενεργά στον εξορυκτικό τομέα στο πλαίσιο του επενδυτικού μέσου ΑΚΕ. Εντούτοις, λόγω της πρόσφατης κάμψης που σημείωσε ο κύκλος εξόρυξης για ορισμένα ορυκτά και της πίεσης από τις ΜΚΟ, η Τράπεζα έχει γίνει πιο επιλεκτική όσον αφορά την επιλογή των έργων που πρόκειται να χρηματοδοτηθούν, εξετάζοντας προσεκτικά τα πλεονεκτήματα και κυρίως τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές πτυχές[8].

6.2.        Προώθηση της χρηματοοικονομικής διαφάνειας

Με την ανακοίνωση του 2011, η Επιτροπή ανέλαβε τη δέσμευση να «προωθήσει μια εκτενέστερη γνωστοποίηση χρηματοοικονομικών πληροφοριών για την εξορυκτική βιομηχανία, καθώς και την πιθανή θέσπιση υποχρέωσης για την υποβολή εκθέσεων ανά χώρα»[9]. Στις 25 Οκτωβρίου 2011, η Επιτροπή ενέκρινε νομοθετική πρόταση με την οποία απαιτείται η δημοσιοποίηση πληρωμών προς κυβερνήσεις (π.χ. φόρων εισοδήματος εταιρειών, δικαιωμάτων εκμετάλλευσης, τελών, δικαιωμάτων παραγωγής, πρόσθετων πληρωμών και άλλων ουσιαστικών οφελών), ανά χώρα και ανά επιμέρους έργο, από εισηγμένες και μεγάλες μη εισηγμένες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους κλάδους της εξόρυξης (εταιρείες εξόρυξης πετρελαίου, φυσικού αερίου ή μεταλλευμάτων) και της υλοτόμησης πρωτογενών δασών. Μετά τις συζητήσεις στο πλαίσιο τόσο του Κοινοβουλίου όσο και του Συμβουλίου, και έναν αριθμό τριμερών συσκέψεων μεταξύ αυτών των οργάνων και της Επιτροπής, επιτεύχθηκε πολιτική συμφωνία για την έκδοση της αντίστοιχης νομοθεσίας.

Η Επιτροπή πρότεινε επίσης, με την ανακοίνωσή της του 2010 για τη φορολογία και την ανάπτυξη της επικοινωνίας και με την ανακοίνωσή της του 2011, την αύξηση της ευρωπαϊκής χρηματοδοτικής και πολιτικής υποστήριξης υπέρ της πρωτοβουλίας για τη διαφάνεια των εξορυκτικών βιομηχανιών (ΕΙΤΙ), και την παροχή βοήθειας στις αναπτυσσόμενες χώρες που την εφαρμόζουν.

Η πρωτοβουλία EITΙ αποτελεί παγκόσμιο πρότυπο που ενθαρρύνει τη διαφάνεια των εσόδων σε χώρες πλούσιες σε φυσικούς πόρους, ζητώντας από τις επιχειρήσεις να γνωστοποιούν τα ποσά που καταβάλλουν στις κυβερνήσεις και από τις κυβερνήσεις να γνωστοποιούν τα έσοδα που εισπράττονται πραγματικά από τις εταιρείες, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τη διαφάνεια με σκοπό τη μείωση της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς στις εξορυκτικές δραστηριότητες. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς οι αναπτυσσόμενες χώρες συχνά χρηματοδοτούν ένα σημαντικό μερίδιο του προϋπολογισμού τους από αυτές τις δραστηριότητες και το δυναμικό για τα μελλοντικά έσοδα παραμένει υψηλό σε περιόδους αυξανόμενης ανεπάρκειας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η πρωτοβουλία EITΙ συγκεντρώνει σε μια εθνική πολυμερή ομάδα τους ενδιαφερόμενους φορείς μιας χώρας, είτε αυτοί προέρχονται από την κυβέρνηση και την κοινωνία των πολιτών, είτε από τους τομείς εξόρυξης πετρελαίου, φυσικού αερίου ή μεταλλευμάτων, είτε είναι επενδυτές. Ο μοναδικός αυτός συνδυασμός αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο μπορεί να επιδιωχθεί η βελτίωση της διακυβέρνησης[10].

Η ΕΕ υποστηρίζει την πρωτοβουλία EITΙ, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά. Η Επιτροπή είναι μέλος του συμβουλίου της πρωτοβουλίας EITΙ και ενθαρρύνει τις πλούσιες σε φυσικούς πόρους χώρες να συμμετάσχουν στην πρωτοβουλία αυτή. Από οικονομική άποψη, η ΕΕ χρηματοδότησε απευθείας μερικές πρωτοβουλίες EITΙ για την ανάπτυξη ικανοτήτων, όπως οι εξαμηνιαίες συνεδριάσεις EITI των εθνικών συντονιστών των εξορυκτικών βιομηχανιών, οι οποίες επιτρέπουν τη διομότιμη επανεξέταση και ανάπτυξη των ικανοτήτων των εθνικών συντονιστών. Επιπλέον, η ΕΕ συνεισφέρει στο καταπιστευματικό ταμείο πολλαπλών χορηγών της πρωτοβουλίας EITΙ, το οποίο διαχειρίζεται η Παγκόσμια Τράπεζα και ικανοποιεί δύο σημαντικούς στόχους: i) βοηθά τις χώρες να προσχωρήσουν στην πρωτοβουλία EITΙ, ή να διατηρήσουν το καθεστώς τους ως συμμορφούμενες χώρες· ii) βοηθά τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών να συμβάλουν αποτελεσματικότερα στην προσπάθεια της εν λόγω διαφάνειας και να κάνουν ορθή χρήση των πληροφοριών που λαμβάνουν μέσω της δημοσιοποίησης των πληρωμών φόρων και δασμών.

6.3.        Προώθηση της διαφάνειας της αλυσίδας εφοδιασμού

Στην ανακοίνωση του 2011, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι πολλές από τις πρώτες ύλες τις οποίες εισάγει η ΕΕ παράγονται σε λίγες χώρες, μερικές από τις οποίες βρίσκονται σε αβέβαιη πολιτική και οικονομική κατάσταση[11].

Στην ίδια ανακοίνωση του 2011, η Επιτροπή πρότεινε επίσης να «εξετάσει τρόπους για τη βελτίωση της διαφάνειας σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού και να αντιμετωπίσει, σε συντονισμό με βασικούς εμπορικούς εταίρους, τις καταστάσεις στις οποίες τα έσοδα που προέρχονται από τις εξορυκτικές βιομηχανίες χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση πολέμων ή εσωτερικών συγκρούσεων». Η Επιτροπή συνεργάζεται στενά στις διεθνείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση του ζητήματος των ορυκτών που αποτελούν αιτία συρράξεων και υποστηρίζει σθεναρά τις κατευθυντήριες οδηγίες του ΟΟΣΑ για τη δέουσα επιμέλεια όσον αφορά τις υπεύθυνες αλυσίδες εφοδιασμού σε ορυκτά από περιοχές που πλήττονται από συγκρούσεις ή είναι εκτεθειμένες σε υψηλό κίνδυνο. Η Επιτροπή συμμετέχει επίσης στις συνεδριάσεις της ICGLR (διεθνής διάσκεψη για την Περιοχή των Μεγάλων Λιμνών) που είναι ομάδα εμπειρογνωμόνων ΟΟΣΑ – ΟΗΕ αρμόδια για τη δέουσα επιμέλεια όσον αφορά τις αλυσίδες εφοδιασμού σε κασσίτερο, βολφράμιο και ταντάλιο, καθώς και σε χρυσό και ενθαρρύνει επίσης τη βιομηχανία για την εφαρμογή των οδηγιών του ΟΟΣΑ.

Η διεθνής ειδική ομάδα για την καταπολέμηση της παράνομης εκμετάλλευσης και του παράνομου εμπορίου των φυσικών πόρων στην Περιοχή των Μεγάλων Λιμνών επαναδραστηριοποιήθηκε τον Μάιο του 2012. Η ειδική ομάδα, παρέχει στη διεθνή κοινότητα και στη γραμματεία του ΟΟΣΑ μια πλατφόρμα συζήτησης.

Όσον αφορά την ιχνηλασιμότητα των ορυκτών, η Επιτροπή διερευνά τρόπους για τη βελτίωση της διαφάνειας σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού, συμπεριλαμβανομένων των πτυχών της δέουσας επιμέλειας, με βάση την εμπειρία που αποκτήθηκε από τα καθιερωμένα μέσα, όπως η διαδικασία Kimberley, η πρωτοβουλία EITΙ, το σχέδιο δράσης για την επιβολή της δασικής νομοθεσίας, τη διακυβέρνηση και το εμπόριο (FLEGT) και ο κανονισμός για την ξυλεία. Η Επιτροπή εξετάζει επίσης τρόπους για την παροχή πολιτικής και οικονομικής στήριξης στην «Περιφερειακή Πρωτοβουλία για την Καταπολέμηση της Παράνομης Εκμετάλλευσης Φυσικών Πόρων» της Διεθνούς Διάσκεψης για την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών (ICGLR), η οποία περιλαμβάνει τη σύσταση μηχανισμού πιστοποίησης με στόχο την αναγνώριση ορυκτών που προέρχονται από την περιοχή και δεν εμπλέκονται στη χρηματοδότηση ένοπλων συγκρούσεων. Η διαδικασία αυτή εντάσσεται σε μια ευρύτερη ολοκληρωμένη προσπάθεια ώστε να περιοριστεί η διασύνδεση μεταξύ χρηματοδότησης ένοπλων ομάδων και εκμετάλλευσης φυσικών πόρων στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών· σ’ αυτή την προοπτική εντάσσεται επίσης η υποστήριξη της ΕΕ στην εφαρμογή των οδηγιών του ΟΟΣΑ για τη δέουσα επιμέλεια με σκοπό την υπεύθυνη διαχείριση της αλυσίδας εφοδιασμού. Ένα διερευνητικό εργαστήριο για τη μελέτη της δέουσας επιμέλειας και τη διερεύνηση μιας ενδεχόμενης δράσης της ΕΕ πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριο του 2012. Επιπλέον, η Επιτροπή ξεκίνησε δημόσια διαβούλευση των ενδιαφερομένων μερών τον Μάρτιο του 2013, ώστε να γνωρίσει τις απόψεις τους όσον αφορά μια ενδεχόμενη πρωτοβουλία της ΕΕ σχετικά με την υπεύθυνη προμήθεια ορυκτών από περιοχές υψηλού κινδύνου ή περιοχές που πλήττονται από συγκρούσεις, για παράδειγμα εμπόλεμες ζώνες, μεταπολεμικές ζώνες και τομείς που είναι ευάλωτοι στην πολιτική αστάθεια ή τις πολιτικές αναταραχές. Η Επιτροπή θα μελετήσει τα αποτελέσματα της δημόσιας διαβούλευσης ώστε να αποφασίσει αν θα συμπληρώσει και/ή θα υποστηρίξει με ορθό και αποτελεσματικό τρόπο τις τρέχουσες πρωτοβουλίες δέουσας επιμέλειας για την υπεύθυνη προμήθεια ορυκτών. Οποιαδήποτε δράση της ΕΕ στον τομέα αυτό θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη το διοικητικό κόστος για τις επιχειρήσεις του κλάδου, ώστε να αποφευχθεί η ματαίωση των συναλλαγών από τις εν λόγω χώρες.

7.           Προώθηση του βιώσιμου εφοδιασμού στο εσωτερικό της ΕΕ (πυλώνας 2)

7.1.        Διευκόλυνση της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών

Η Επιτροπή ενεργεί κυρίως ως παράγοντας διευκόλυνσης για την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών, καθώς πολλοί από τους τομείς που αφορούν τις εξορυκτικές βιομηχανίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών.

Στην ανακοίνωση του 2011 η Επιτροπή θεώρησε ότι οι ακόλουθες πρακτικές έχουν ιδιαίτερη σημασία για την προώθηση των επενδύσεων στις εξορυκτικές βιομηχανίες:

– κατάστρωση εθνικής πολιτικής για τα ορυκτά, με σκοπό να εξασφαλισθεί η κατά οικονομικά βιώσιμο τρόπο εκμετάλλευση των ορυκτών πόρων, εναρμονισμένης με τις υπόλοιπες εθνικές πολιτικές και βασισμένης στις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, περιλαμβανομένης της δέσμευσης για την παροχή κατάλληλου νομικού πλαισίου και πλαισίου ενημέρωσης·

– εκπόνηση πολιτικής χωροταξικού σχεδιασμού για τα ορυκτά, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει μια βάση ψηφιακών γεωλογικών γνώσεων, μια διαφανή μεθοδολογία για τον εντοπισμό των ορυκτών πόρων, μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις για την περιφερειακή και τοπική ζήτηση, καθώς και τον εντοπισμό και τη διαφύλαξη των ορυκτών πόρων (με συνεκτίμηση και άλλων χρήσεων γης), συμπεριλαμβανομένης της προστασίας τους από τις επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών·

– θέσπιση μηχανισμού για την αδειοδότηση των μεταλλευτικών ερευνών και της εξόρυξης ορυκτών ο οποίος να είναι σαφής και κατανοητός, να παρέχει ασφάλεια και να συντελεί στον εξορθολογισμό των διοικητικών διαδικασιών (π.χ. καθιέρωση χρόνων αναμονής, δυνατότητα υποβολής παράλληλων αιτήσεων αδειών και δημιουργία μονοαπευθυντικής θυρίδας, εφόσον τα συστήματα των κρατών μελών το επιτρέπουν).

Μετά τη δρομολόγηση της πρωτοβουλίας της Επιτροπής για τις πρώτες ύλες το 2008, ένας αυξανόμενος αριθμός κρατών μελών (όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Φινλανδία, η Ελλάδα, στις Κάτω Χώρες και πιο πρόσφατα η Πορτογαλία) έχουν αναπτύξει εθνικές στρατηγικές, που μπορούν να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές προς την στρατηγική της ΕΕ για τις πρώτες ύλες.

Παράλληλα, το 2010, η Επιτροπή παρέσχε καθοδήγηση μέσω της έκδοσης κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την μη ενεργειακού χαρακτήρα εξορυκτική βιομηχανία (ΜΕΕΒ) και το δίκτυο Natura 2000[12], όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να πραγματοποιηθούν η εξόρυξη αλλά και η προστασία των ευαίσθητων οικοσυστημάτων. Όσον αφορά την παρακολούθηση της προόδου της ΜΕΕΒ και των κατευθυντήριων γραμμών του δικτύου Natura 2000, συμπεριελήφθησαν κατάλληλοι δείκτες σε μια προταθείσα ομάδα δεικτών.

Η ομάδα εργασίας για την ανταλλαγή των βέλτιστων πρακτικών σχεδιασμού χρήσης της γης, έκδοσης αδειών και ανταλλαγής γεωλογικών γνώσεων συστάθηκε το 2009 με σκοπό να ενθαρρύνει βελτιώσεις του τρέχοντος πλαισίου όσον αφορά τις δραστηριότητες των εξορυκτικών βιομηχανιών. Η ομάδα εργασίας συνέταξε έκθεση σχετικά με την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών της πολιτικής για τα ορυκτά, σχεδιασμού χρήσης της γης, έκδοσης αδειών και δικτύωσης γεωλογικής εμπειρογνωμοσύνης τον Ιούνιο του 2010.

Η Επιτροπή πρότεινε να «εξετασθεί από κοινού με τα κράτη μέλη, με πλήρη σεβασμό της αρχής της επικουρικότητας, η σκοπιμότητα της καθιέρωσης μηχανισμού για την παρακολούθηση των ενεργειών των κρατών μελών στον προαναφερόμενο τομέα, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης δεικτών».

Οι δείκτες που προτάθηκαν από την Επιτροπή αφορούν τους εξής τομείς:

– δείκτες εθνικής πολιτικής για τα ορυκτά (δείκτες νομικού πλαισίου και δείκτες πλαισίου πληροφόρησης)·

– δείκτες σχεδιασμού χρήσης της γης·

– δείκτες έγκρισης και αδειοδότησης συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής της καθοδήγησης για τις ΜΕΕΒ και του δικτύου Natura 2000.

Οι δείκτες θα επιτρέπουν στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αξιολογούν την τρέχουσα κατάσταση και να εντοπίζουν τομείς στους οποίους ενδείκνυται βελτίωση, σε εθελοντική βάση. Βάσει των απαντήσεων των κρατών μελών ως προς τους προτεινόμενους δείκτες η Επιτροπή θα προτείνει ένα σύνολο δεικτών που θα πρέπει να ελέγχεται τακτικά. Ερωτηματολόγια με δείκτες απεστάλησαν στα κράτη μέλη, και τα προκαταρκτικά αποτελέσματα των απαντήσεων συζητήθηκαν στη συνεδρίαση της RMSG τον Νοέμβριο του 2012. Η πλειονότητα των κρατών μελών έχει απαντήσει, καθώς και άλλες χώρες, περιφέρειες, καθώς και η βιομηχανία. Σε βάθος ανάλυση και αξιολόγηση βρίσκονται υπό εξέλιξη. Τα αποτελέσματα θα παρουσιαστούν στα μέσα του 2013 και θα παράσχουν χρήσιμα στοιχεία για την ΕΣΚ.

7.2.        Ενίσχυση του ευρωπαϊκού γνωσιακού υπόβαθρου

Βραχυπρόθεσμα, η Επιτροπή πρότεινε να εξετασθούν από κοινού με τα κράτη μέλη οι δυνατότητες για την ενίσχυση των συνεργειών μεταξύ των εθνικών γεωλογικών υπηρεσιών, έτσι ώστε να επιτυγχάνονται οικονομίες κλίμακας, μείωση των εξόδων και αύξηση των δυνατοτήτων υλοποίησης κοινών σχεδίων (π.χ. βάση εναρμονισμένων δεδομένων για τα ορυκτά, ευρωπαϊκή επετηρίδα για τις πρώτες ύλες). Μεσοπρόθεσμα, οι οποιεσδήποτε συνέργειες θα πρέπει να συμβάλουν στη βελτίωση του ευρωπαϊκού γνωσιακού υπόβαθρου για τις πρώτες ύλες με συντονισμένο τρόπο, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τον επίσημο «χάρτη πορείας» και την πρόοδο όσον αφορά τη δημιουργία ευρωπαϊκής υποδομής χωρικών πληροφοριών (όπως ορίζεται στην οδηγία 2007/2/ΕΚ — INSPIRE) από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, καθώς και τις μελλοντικές ευκαιρίες στο πλαίσιο του προγράμματος Copernicus.

Τηρώντας τη δέσμευσή της για «να διευρυνθεί περαιτέρω το γνωσιακό υπόβαθρο που απαιτείται για μια αποτελεσματική στρατηγική πρώτων υλών», η Επιτροπή έχει επίσης δρομολογήσει διάφορες μελέτες και ερευνητικά έργα.

7.2.1.     Διαθεσιμότητα δεδομένων σχετικά με τους πόρους και αποθέματα

Καθώς τα δεδομένα για τους ορυκτούς πόρους περιλαμβάνονται στα δεδομένα που καλύπτονται από την οδηγία INSPIRE, η διαθεσιμότητα και η συγκρισιμότητα των στοιχείων ή / και πληροφοριών που αφορούν τα αποθέματα ορυκτών, τους πόρους και τα κονδύλια στα κράτη μέλη της ΕΕ θα πρέπει να βελτιωθούν έως το 2020.

Εν τω μεταξύ, λόγω έλλειψης διαθεσιμότητας των δεδομένων σχετικά με τους πόρους και τα αποθέματα των πρωτογενών πρώτων υλών που εμπίπτουν στην εντολή της EUROSTAT και της ανάγκης να συλλέγονται τα δεδομένα απευθείας από τα κράτη μέλη μέσω εθνικών γεωλογικών ερευνών, η Επιτροπή ξεκίνησε μια μελέτη σχετικά με τα δομημένα στατιστικά στοιχεία όσον αφορά την ποιότητα και την ποσότητα των αποθεμάτων πρώτων υλών της ΕΕ. Η μελέτη θα πρέπει να εντοπίσει τα κενά και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των εθνικών αρχών ως προς την παροχή διαλειτουργικών συνεκτικών και συνεπών δεδομένων. Θα επιδιωχθεί η συνέργεια μεταξύ των αποτελεσμάτων της μελέτης και των πλεονεκτημάτων των σχετικών τμημάτων της INSPIRE για να βελτιωθεί η διαθεσιμότητα πληροφοριών σχετικά με τις βασικές πρώτες ύλες στους υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής και τη λήψη αποφάσεων σε επίπεδο κρατών μελών και ΕΕ, προς όφελος της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής εξορυκτικής βιομηχανίας. Η μελέτη θα παράσχει επίσης δεδομένα προς δημοσίευση στο πλαίσιο του κέντρου δεδομένων σχετικών με τους φυσικούς πόρους, το οποίο διαχειρίζεται η Eurostat.

7.2.2.     Καινοτόμοι τεχνολογίες και δυνατότητα πιλοτικών μονάδων

Η ανακοίνωση για την ΕΣΚ προβλέπει μεταξύ των μεσοπρόθεσμων στόχων της (2014-2020) τη δημιουργία μέχρι δέκα καινοτόμων πιλοτικών εγκαταστάσεων για την εξόρυξη πρώτων υλών, την επεξεργασία, τον σχεδιασμό προϊόντων και την ανακύκλωση. Η μελέτη «πρώτες ύλες: μελέτη σχετικά με τις καινοτόμους τεχνολογίες και τις δυνητικές πιλοτικές εγκαταστάσεις» (RAMINTECH) θα καταγράψει το δυναμικό για τις σχετικές πιλοτικές εγκαταστάσεις στην ΕΕ, οι οποίες θα μπορέσουν να βελτιώσουν σημαντικά τη βιωσιμότητα και την προμήθεια πρώτων υλών σε όλο το μήκος της αλυσίδας αξίας και θα εξετάσει τα κενά στους τομείς στους οποίους η ΕΕ πρέπει να αποκτήσει δεξιότητες.

Αυτός ο εκτενής κατάλογος θα συνταχθεί κατόπιν εντατικής έρευνας μεταξύ των ενδιαφερομένων φορέων από τις σχετικές περιοχές κατά τη λεγόμενη φάση συλλογής. Το έργο έχει στόχο να ληφθούν υπόψη οι δυνατότητες εξελίξεων στη βασική έρευνα, η οποία πιθανότατα θα φθάσει στο στάδιο της προκαταρκτικής μελέτης σκοπιμότητας μέχρι το 2015. Θα διατυπωθούν προβλέψεις λύσεων για το μέλλον (ορίζοντας 2030).

Το έργο θα αναπτύξει μια σειρά κριτηρίων, δεικτών και μεθόδων για να επιτρέψει μια βασική ανάλυση του εκτενούς καταλόγου των προτεινόμενων πιλοτικών εγκαταστάσεων που να διασφαλίζει τη δίκαιη και διαφανή διαδικασία επιλογής. Τα κριτήρια αυτά περιλαμβάνουν μεθόδους για να εκτιμηθεί ο αντίκτυπος των πιλοτικών δράσεων για την πρόσβαση, την αποδοχή, τη βιωσιμότητα και την ασφάλεια και αποτελούν τη βάση ενός (διαδικτυακού) ερωτηματολογίου το οποίο διανεμήθηκε στους ενδιαφερομένους, ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα να προτείνουν καινοτόμους τεχνολογίες και πιλοτικές εγκαταστάσεις.

Θα διεξαχθούν λεπτομερείς αναλύσεις 10 (περίπου) επιλεγέντων πιλοτικών τομέων / τύπων με επεξηγηματικά παραδείγματα. Οι αναλύσεις θα περιλαμβάνουν τουλάχιστον τρεις τεχνολογίες για καθένα από τους βασικούς τομείς, όπως προσδιορίζονται για περαιτέρω λεπτομερή ανάλυση, ως περιπτωσιολογικές μελέτες [ανάλυση των ενεργειών που απαιτούνται ώστε να αξιοποιηθεί εμπορικά η παραγωγή μιας επιλεγμένης πιλοτικής εγκατάστασης και οφέλη για την κοινωνία (στα οποία περιλαμβάνονται και τα οφέλη για τις ΜΜΕ)].

7.2.3.     Ευρωπαϊκό δίκτυο για τις σπάνιες γαίες

Οι σπάνιες γαίες είναι βασικοί συντελεστές για την οικονομία της ΕΕ και έχουν ιδιαίτερα κρίσιμη σημασία για την ανάπτυξη και την παραγωγή προϊόντων σύγχρονης υψηλής τεχνολογίας φιλικών προς το περιβάλλον, όπως είναι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τα φωτοβολταϊκά συστήματα ή οι λαμπτήρες υψηλής ενεργειακής απόδοσης. Δεδομένου ότι η παγκόσμια ζήτηση αυξάνει και οι σπάνιες γαίες είναι δύσκολο να αντικατασταθούν ή να ανακυκλωθούν, η Ευρώπη αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις για τη διασφάλιση της ασφάλειας του εφοδιασμού. Αρχής γενομένης το 2013, τα δεδομένα σχετικά με τις εισαγωγές νεοδυμίου και δυσπροσίου που είναι οι πρώτες ύλες με την πλέον κρίσιμη σημασία για την αιολική ενέργεια (μαγνήτες στροβίλων) συλλέγονται για τους σκοπούς των επίσημων στατιστικών μέσω νέων ειδικών στατιστικών κωδικών που έχουν θεσπιστεί για το δασμολόγιο.

Κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Επιτροπή δημοσίευσε πρόσκληση για την αναζήτηση επαγγελματικής στήριξης, με σκοπό τη σύσταση ευρωπαϊκού δικτύου εμπειρογνωμόνων με ειδικότητα στις σπάνιες γαίες (ERECON)· το δίκτυο αυτό θα πρέπει να φέρει σε επαφή εμπειρογνώμονες από τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα, πολιτικούς ιθύνοντες, ομάδες προβληματισμού, τη βιομηχανία και εμπειρογνώμονες από χώρες εκτός της ΕΕ, έτσι ώστε να προωθηθεί η ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών σχετικά με τις σπάνιες γαίες, να βελτιωθεί η κατανόηση των μοναδικών ιδιοτήτων των σπάνιων γαιών, να διατυπωθούν συστάσεις επί της έρευνας και να προαχθεί η βιώσιμη εξορυκτική βιομηχανία, η ανακύκλωση και η υποκατάσταση των σπάνιων γαιών.

Ο κύριος στόχος του δικτύου ERECON θα πρέπει, ως εκ τούτου, να είναι η δημιουργία ενός πλαισίου που να παρέχει τη δυνατότητα στους συμμετέχοντες να συνεισφέρουν αποτελεσματικά με τη γνώση και την τεχνογνωσία τους σε συζητήσεις σχετικά με τις σπάνιες γαίες που εμπίπτουν στους προαναφερθέντες τομείς. Το ERECON πρέπει να διασφαλίζει τη βαθειά κατανόηση της ανακύκλωσης και της υποκατάστασης των σπανίων γαιών, αλλά επίσης να καλύπτει πτυχές της αλυσίδας αξίας, συμπεριλαμβανομένης της έρευνας, της εξόρυξης, της επεξεργασίας και του εξευγενισμού, που έχουν σημασία για το βιώσιμο εφοδιασμό της ΕΕ.

Το ERECON αναμένεται να διευκολύνει την ανοικτή και ευρεία συζήτηση μεταξύ εμπειρογνωμόνων με την καθιέρωση των κατάλληλων οργανωτικών δομών και των ευκαιριών συνεδρίασης, για τη δημιουργία ενός δικτύου αριστείας, συνεργειών και διεπιστημονικών ανταλλαγών, ώστε να ενισχυθεί η γνώση για την πλέον αποτελεσματική χρήση των σπάνιων γαιών, καθώς και για την εξόρυξη και τον εξευγενισμό αυτών.

Η Επιτροπή θα προωθήσει το δίκτυο αριστείας ERECON και μια διεπιστημονική συμμαχία κατά το πρώτο εξάμηνο του 2013. Το δίκτυο θα πρέπει να λειτουργήσει επί δύο περίπου έτη, κατά τη διάρκεια των οποίων τέσσερις ομάδες εργασίας εμπειρογνωμόνων θα συνεδριάζουν σε διάφορα εργαστήρια για τη συζήτηση θεμάτων εξόρυξης σπάνιων γαιών, του ρόλου των σπάνιων γαιών ως κινητήριων μοχλών και της χρήσης τους σε κρίσιμης σημασίας εφαρμογές.

7.2.4.     Ερευνητικά έργα

Η έρευνα και η ανάπτυξη στον τομέα των πρώτων υλών υποστηρίζονται από το 7ο πρόγραμμα πλαίσιο της ΕΕ με επιχορήγηση σχεδόν 200 εκατομμυρίων ευρώ που προέρχονται από τα προγράμματα «Βιομηχανικές τεχνολογίες», «Περιβάλλον» και «Κοινωνικοοικονομικές και ανθρωπιστικές επιστήμες». Πάνω από 60 εκατομμύρια ευρώ χρησιμοποιούνται ήδη για τη χρηματοδότηση έργων υπό εκτέλεση.

Το ερευνητικό έργο ProMine βελτίωσε το υπόβαθρο γεωλογικών γνώσεων και έχει παράσχει επιπλέον πληροφορίες σχετικά με το δυναμικό της Ευρώπης σε πρωτογενείς πρώτες ύλες.

Το ερευνητικό έργο EuroGeoSource παρέχει εναρμονισμένα χωρικά γεωλογικά και γεωγραφικά δεδομένα, αξιοποιώντας πλήρως (δοκιμαστικά) το σχέδιο των νομικά δεσμευτικών προδιαγραφών του INSPIRE όσον αφορά τα δεδομένα σχετικά με τους ορυκτούς και τους ενεργειακούς πόρους και προσφεύγοντας στη χρήση της πύλης διαδικτύου του INSPIRE.

Και οι δύο πρωτοβουλίες που παρέχουν πληροφορίες σημαντικές για το σχεδιασμό της χρήσης της γης και τον στρατηγικό σχεδιασμό για μακροπρόθεσμες αποφάσεις — όπως οι επενδύσεις σε ορυχεία και οι προσπάθειες που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί η διαδικασία αδειοδότησης — εξαρτώνται από την ποιότητα και τη διαθεσιμότητα των στοιχείων.

Τα σχέδια ProMine και I2MINE είναι λειτουργικά στον τομέα της εκμετάλλευσης των ορυχείων, της εξόρυξης και της επεξεργασίας των πρώτων υλών. Το σχέδιο EURARE αφορά την αναζήτηση και την εκμετάλλευση σπάνιων γαιών· ένα σύνολο έργων, που σχετίζονται με την ανακύκλωση σπάνιων γαιών που προέρχονται από τις ροές αποβλήτων της υψηλής τεχνολογίας, βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση (έργα RECLAIM, REMANENCE, RECYVAL NANO)

Η κύρια έμφαση στα σχέδια που αφορούν τις πρώτες ύλες δίδεται στη μείωση και την υποκατάσταση των σπάνιων γαιών (DRREAM, ROMEO, NANOPYME και REFREEPERMAG) και στα μέταλλα της ομάδας του λευκόχρυσου (FREECATS και NEXT-GEN-CAT).

Το 2013 τα ακόλουθα σχέδια θα τεθούν σε εφαρμογή: «Εξόρυξη ορυκτών και επεξεργασία σε ακραία περιβάλλοντα (βαθέα ύδατα/αρκτικές περιοχές)» και «Ευρωπαϊκό δίκτυο πληροφοριών σχετικά με την προμήθεια πρώτων υλών». Σήμερα, τρία ερευνητικά προγράμματα σχετικά με την υποκατάσταση πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας, που απαιτούν συντονισμένες δραστηριότητες με ιαπωνικές ομάδες, βρίσκονται στο στάδιο της διαπραγμάτευσης.

Η Επιτροπή διεξάγει ειδικές μελέτες για τη στήριξη της ανάπτυξης της στρατηγικής της ΕΕ για τις πρώτες ύλες, μέσω του προγράμματος εργασίας του Κοινού Κέντρου Έρευνας (ΚΚΕρ), με ιδιαίτερη έμφαση στο θέμα της ασφάλειας του εφοδιασμού σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού και στις επιλογές διαχείρισης του προϊόντος στο τέλος του κύκλου ζωής του, μεταξύ άλλων με τον οικολογικό σχεδιασμό· το 2012, διοργανώθηκε εργαστήριο με επίκεντρο τις μεθοδολογικές πτυχές για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας της αλυσίδας εφοδιασμού[13]. Επιπλέον το 2011, δημοσιεύθηκε έκθεση[14] η οποία αξιολόγησε τις ανάγκες σε πρώτες ύλες του τομέα της ενέργειας για την εφαρμογή του ευρωπαϊκού στρατηγικού σχεδίου ενεργειακών τεχνολογιών και προσδιόρισε τα μεταλλικά στοιχεία κρίσιμης σημασίας, των οποίων αν διακοπεί η προμήθεια, θα μπορούσε να περιοριστεί η αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Μια μελέτη παρακολούθησης με ευρύτερο πεδίο εφαρμογής θα δημοσιευτεί από το ΚΚΕρ το καλοκαίρι του 2013.

Η Επιτροπή διευκολύνει επίσης την αλληλεπίδραση μεταξύ των ενδιαφερομένων παραγόντων εντός πέντε ευρωπαϊκών τεχνολογικών πλατφορμών: Βιώσιμοι ορυκτοί πόροι (ETP-SMR), Manufuture (μεταποίηση), EuMaT (υλικά προηγμένης τεχνολογίας), SusChem (Βιώσιμη χημεία) και βιομηχανίες που βασίζονται στον τομέα της ξυλείας (FTP) και στις κατασκευές (ECTP).

Το δίκτυο ERA-MIN για τις πρώτες ύλες λειτουργεί από τον Νοέμβριο του 2011, με στόχο τη βελτίωση της συμμετοχής των αρχών των κρατών μελών και επίσης των εθνικών ενδιαφερομένων φορέων. Το CRM_innonet Α (δράση συντονισμού που χρηματοδοτείται από το 7ο πρόγραμμα πλαίσιο) δρομολογήθηκε την 1η Νοεμβρίου 2012. Το δίκτυο αυτό είναι μια δυναμική, ανοικτής δικτύωσης πρωτοβουλία για τη διευκόλυνση του διαλόγου και την ανταλλαγή ιδεών, καθώς και την προώθηση συνεργειών στον τομέα της υποκατάστασης πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας.

7.3.        Προώθηση της έρευνας και των δεξιοτήτων

Η αναγνώριση του κεντρικού ρόλου της έρευνας και των δεξιοτήτων στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της Ευρώπης για τις πρώτες ύλες, η Επιτροπή ανέλαβε τη δέσμευση να «εξακολουθήσει να υποστηρίζει τη δημιουργία τομεακών συμβουλίων δεξιοτήτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όταν μια πρωτοβουλία προωθείται από παράγοντες του εκάστοτε τομέα όπως οι κοινωνικοί εταίροι ή τα αντίστοιχα παρατηρητήρια, και να προάγει την έρευνα και την ανάπτυξη στην αλυσίδα προστιθέμενης αξίας των πρώτων υλών, συμπεριλαμβανομένης της εξόρυξης, της επεξεργασίας, της ανακύκλωσης και της υποκατάστασης».

Στο πλαίσιο του προγράμματος πλαισίου «Ορίζοντας 2020», αναμένεται ότι οι πρώτες ύλες θα θεωρούνται κοινωνική πρόκληση, με ειδικό προϋπολογισμό.

Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Καινοτομίας και Τεχνολογίας (ΕΙΤ), η Επιτροπή συμπεριέλαβε τις πρώτες ύλες στο μελλοντικό στρατηγικό θεματολόγιο καινοτομίας για το ΕΙΤ για την περίοδο 2014-2020 και ως θέμα μίας από τις μελλοντικές Κοινότητες Γνώσης και Καινοτομίας (ΚΓΚ), που πρόκειται να δρομολογηθούν το 2014.

Η συνεργασία με οικονομίες προηγμένης τεχνολογίας κρίσιμης σημασίας υποστηρίζεται στο πλαίσιο της σύμπραξης καινοτομίας του ΔΟΣ με τις ΗΠΑ. Επιπλέον, έχουν πραγματοποιηθεί δύο τριμερή εργαστήρια μεταξύ ΕΕ-ΗΠΑ-Ιαπωνίας: ένα στην Ουάσινγκτον τον Οκτώβριο του 2011 και ένα στο Τόκιο τον Μάρτιο του 2012, με σκοπό την διερεύνηση των ευκαιριών για κοινές προσεγγίσεις στον τομέα της έρευνας σχετικά με τις πρώτες ύλες, με ιδιαίτερη έμφαση στην υποκατάσταση. Η τρίτη Τριμερής Διάσκεψη ΕΕ-ΗΠΑ-Ιαπωνίας σχετικά με τις ύλες κρίσιμης σημασίας θα πραγματοποιηθεί στις 29-30 Μαΐου 2013, στις Βρυξέλλες. Θα επικεντρωθεί στην ανάπτυξη και την εφαρμογή νέων μοντέλων αποδοτικής διαχείρισης των υλών κρίσιμης σημασίας.

Η ανακοίνωση της ΕΣΚ αφορά στόχους έρευνας και δεξιοτήτων.

8.           Αποδοτικότερη χρήση των πόρων και προώθηση της ανακύκλωσης (πυλώνας 3)

8.1.        Καλύτερη εφαρμογή και επιβολή της ισχύουσας νομοθεσίας της ΕΕ για τα απόβλητα για την προαγωγή της ανακύκλωσης και την αποτελεσματική χρήση των πόρων

Στην ανακοίνωση του 2011, η Επιτροπή πρότεινε:

– την επανεξέταση της θεματικής στρατηγικής για τη μείωση του όγκου και την ανακύκλωση των αποβλήτων, με στόχο την ανάπτυξη βέλτιστων πρακτικών κατά τη συλλογή και την επεξεργασία των βασικών κύκλων αποβλήτων, κυρίως εκείνων που περιέχουν πρώτες ύλες επιζήμιες για το περιβάλλον. Εφόσον είναι αναγκαίο, θα διατίθενται περισσότερες στατιστικές σχετικά με την ανακύκλωση·

– την υποστήριξη της έρευνας και των πιλοτικών δράσεων που αφορούν την αποδοτική χρήση των πόρων και τη θέσπιση οικονομικών κινήτρων για ανακύκλωση ή συστημάτων επιστροφής χρημάτων·

– τη διεξαγωγή εκ των υστέρων αξιολόγησης του ενωσιακού κεκτημένου σχετικά με τα απόβλητα, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης τομέων στους οποίους η νομοθεσία για τους διάφορους κύκλους αποβλήτων θα μπορούσε να ευθυγραμμισθεί με στόχο τη βελτίωση της συνεκτικότητας. Το θέμα αυτό περιλαμβάνει την αποτελεσματικότητα των αντικινήτρων και των κυρώσεων που προβλέπονται για παραβάσεις της νομοθεσίας περί αποβλήτων της ΕΕ·

– την επανεξέταση του σχεδίου δράσης για τη βιώσιμη κατανάλωση και παραγωγή, με στόχο τον καθορισμό των επιπλέον πρωτοβουλιών που μπορεί να απαιτούνται στον συγκεκριμένο τομέα·

– τη μελέτη της σκοπιμότητας ανάπτυξης μηχανισμών οικολογικού σχεδιασμού, με στόχο: i) την προώθηση της αποδοτικότερης χρήσης των πρώτων υλών, ii) τη διασφάλιση της ανακυκλωσιμότητας και της μεγάλης διάρκειας ζωής των προϊόντων, και iii) την προώθηση της χρήσης δευτερογενών πρώτων υλών σε προϊόντα, π.χ. στο πλαίσιο της οδηγίας περί οικολογικού σχεδιασμού[15]· και

– την ανάπτυξη νέων πρωτοβουλιών για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των βιομηχανιών ανακύκλωσης της ΕΕ, μεταξύ άλλων με τη θέσπιση νέων αγορακεντρικών μέσων για την προώθηση της χρήσης δευτερογενών πρώτων υλών.

Η Επιτροπή περιέλαβε επίσης ζητήματα που αφορούν τη βιωσιμότητα — συμπεριλαμβανομένων των αποβλήτων — στο πλαίσιο της νέας ολοκληρωμένης βιομηχανικής πολιτικής[16].

Η Επιτροπή δρομολόγησε το 2012 έναν «έλεγχο καταλληλότητας» πέντε οδηγιών για τους βασικούς κύκλους αποβλήτων και τους στόχους της διαχείρισης των αποβλήτων.

Η μεθοδολογία για την προετοιμασία των κανονισμών περί οικολογικού σχεδιασμού για τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα (MEErP) επανεξετάζεται επί του παρόντος έτσι ώστε να ενισχυθούν οι πτυχές της αποδοτικότητας των πόρων. Η οδηγία για τον οικολογικό σχεδιασμό παρέχει τη δυνατότητα καθορισμού απαιτήσεων για τα προϊόντα όσον αφορά εκείνες τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι είναι σημαντικές. Για να τεκμηριώσει την ανάλυση αυτή, το ΚΚΕρ της Επιτροπής ανέπτυξε πρόσφατα και εφάρμοσε μεθόδους για την εκτίμηση της απόδοσης των πόρων με πολλαπλά κριτήρια όπως η δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης, η ανακύκλωση και η ανάκτηση, το ανακυκλωμένο περιεχόμενο, η χρήση πόρων προτεραιότητας και η αντοχή στο χρόνο[17].

8.2.        Ενίσχυση της εφαρμογής του κανονισμού για τις μεταφορές αποβλήτων

Το πρόβλημα του περιβαλλοντικού ντάμπινγκ τίθεται επίσης σε περιπτώσεις παράνομης μεταφοράς αποβλήτων προς τρίτες χώρες. Κατά τη διάρκεια μιας συντονισμένης εκστρατείας επιθεώρησης καθ’ όλη την περίοδο 2008-2011 με τη συμμετοχή 22 ευρωπαϊκών χωρών, το δίκτυο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εφαρμογή και την επιβολή του δικαίου του περιβάλλοντος (IMPEL) διαπίστωσε ότι το 19 % των ελεγχθεισών μεταφορών αποβλήτων πραγματοποιούνταν κατά παράβαση του κανονισμού της ΕΕ για τις μεταφορές αποβλήτων. Από αυτές, το 37 % ήταν παράνομες αποστολές[18]. Οι επιθεωρήσεις ήταν στοχευμένες και επομένως ο αριθμός αυτός δεν είναι κατ’ ανάγκη αντιπροσωπευτικός για όλες τις αποστολές.

Για να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες όσον αφορά την εφαρμογή και την επιβολή του κανονισμού για τη μεταφορά των αποβλήτων, στην ανακοίνωση του 2011, η Επιτροπή πρότεινε:

– τη διασφάλιση της ύπαρξης λεπτομερών και ευεφάρμοστων προτύπων επιθεώρησης για τα απόβλητα με ισχύ στο σύνολο της ΕΕ. Αυτό θα επιτρέψει περαιτέρω προσπάθειες για τη διευκόλυνση του ελέγχου των αποστολών από τις τελωνειακές αρχές·

– την εξέταση του ενδεχόμενου χρήσης των κονδυλίων για την έρευνα του ΠΠ7, με στόχο τη βελτίωση των τεχνολογιών που χρησιμεύουν στην ανίχνευση, τον εντοπισμό και την παρακολούθηση παράνομων φορτίων·

– την εξέταση της σκοπιμότητας της εφαρμογής ενός παγκόσμιου καθεστώτος πιστοποίησης των εγκαταστάσεων ανακύκλωσης για τις εξαγωγές αποβλήτων, με βάση κριτήρια για μια ορθολογική διαχείριση από άποψη προστασίας του περιβάλλοντος·

– με εφαλτήριο την IMPEL, την καταβολή προσπάθειας από κοινού με τα κράτη μέλη, για την εξέταση της σκοπιμότητας καθιέρωσης επίσημου μηχανισμού σε επίπεδο ΕΕ για την επιβολή του ενωσιακού κεκτημένου.

Ως εκ τούτου, το 2011, η Επιτροπή ζήτησε τη γνώμη των ενδιαφερομένων μερών και του κοινού για τα πιθανά ενωσιακά νομοθετικά κριτήρια και τις απαιτήσεις όσον αφορά τις επιθεωρήσεις αποστολών αποβλήτων. Επί του παρόντος η Επιτροπή αξιολογεί τον αντίκτυπο των πιθανών μελλοντικών νομοθετικών και μη νομοθετικών μέτρων για τον περιορισμό της παράνομης μεταφοράς αποβλήτων.

Με σκοπό την αξιολόγηση της σκοπιμότητας της εφαρμογής ενός συνολικού καθεστώτος πιστοποίησης, η Επιτροπή ξεκίνησε μια μελέτη, η οποία πρόσφατα οριστικοποιήθηκε. Οι εξαγωγές αποβλήτων υπόκεινται στον κανονισμό για τη μεταφορά των αποβλήτων, ο οποίος προσδιορίζει τις υποχρεώσεις και τα μέτρα επιβολής της νομοθεσίας που πρέπει να ληφθούν από τα κράτη μέλη και τους εξαγωγείς αποβλήτων, έτσι ώστε τα απόβλητα να εξάγονται, να μεταφέρονται και να τυγχάνουν επεξεργασίας με ορθό από περιβαλλοντική άποψη τρόπο. Ωστόσο, δεν υπάρχει σήμερα μηχανισμός για τις αρχές ή / και τους εξαγωγείς ώστε να είναι αυτοί σε θέση να αποδείξουν ότι η επεξεργασία των αποβλήτων που εξάγονται για ανάκτηση θα γίνει σύμφωνα με τον κανονισμό για τη μεταφορά αποβλήτων. Σκοπός αυτής της μελέτης ήταν, ως εκ τούτου, να δοθεί λεπτομερής περιγραφή των προτύπων που υφίστανται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε επίπεδο τρίτων χωρών και σε παγκόσμιο επίπεδο και ισχύουν για τις εγκαταστάσεις ανακύκλωσης αποβλήτων και/ή για άλλες παρεμφερείς εγκαταστάσεις, να εκτιμηθεί ποια μέτρα θα είναι απαραίτητα για να εξασφαλιστεί ότι τα απόβλητα που εξάγονται από την ΕΕ σε τρίτες χώρες θα υποβάλλονται σε επεξεργασία με φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο και να προταθεί μια σειρά από επιλογές του τρόπου με τον οποίο πρέπει να αποδειχθεί και να επαληθευτεί η συμμόρφωση των μεταφορών με την ασφαλή για το περιβάλλον διαχείριση των αποβλήτων ΕΜΣ, αναλύοντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και τις αρχές που επηρεάζονται άμεσα και έμμεσα.

Η Επιτροπή θα εκτιμήσει το βέλτιστο τρόπο δράσης σε στενή συνεργασία με τους σχετικούς ενδιαφερομένους φορείς.

Κατά τη διεθνή συνεργασία με τις ΗΠΑ στο πλαίσιο του ΔΟΣ, ένας από τους πέντε τομείς πιθανής συνεργασίας ήταν η δυνητική συνεργασία σχετικά με τη μεταφορά και την ανακύκλωση των αποβλήτων. Ένα εργαστήριο στο πλαίσιο του Διατλαντικού Επιχειρηματικού Διαλόγου (TABD) / TEC πραγματοποιήθηκε στην Ουάσιγκτον τον Οκτώβριο του 2012 σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές στη διαχείριση και τη διατήρηση των χρησιμοποιημένων ηλεκτρονικών συσκευών».

Η Επιτροπή σχεδιάζει να διοργανώσει ένα εργαστήριο με τίτλο «Best practices to stop illegal shipments of waste-a role model exercise between three main harbours (Antwerp, Rotterdam, Hamburg) (Βέλτιστες πρακτικές για την απαγόρευση των παράνομων μεταφορών αποβλήτων - άσκηση προσομοίωσης μεταξύ τριών κύριων λιμένων (Αμβέρσα, Ρότερνταμ, Αμβούργο))».

Η ερευνητική χρηματοδότηση από το 7ο πρόγραμμα πλαίσιο, ως βοήθεια στη βελτίωση των τεχνολογιών για την ανίχνευση, τον προσδιορισμό, την παρακολούθηση και τον εντοπισμό παράνομων μεταφορών, χρησιμοποιήθηκε για την παραγγελία μιας μελέτης η οποία θα περιλαμβάνει τόσο τεχνική όσο και μη τεχνική έρευνα για την ανίχνευση και τον εντοπισμό παράνομων μεταφορών.

9.           Θεματική ετήσια εκδήλωση και συντονισμός

Εξάλλου, η Επιτροπή θα πραγματοποιεί τακτικές δημόσιες διαβουλεύσεις μέσω ετήσιας θεματικής εκδήλωσης, με την οποία θα προάγεται η ενημέρωση για τις επερχόμενες προκλήσεις και θα καταγράφονται οι πρόοδοι που πραγματοποιούνται[19].

Το 2011 η ετήσια θεματική εκδήλωση αφιερώθηκε στις πτυχές της αναπτυξιακής πολιτικής της πρωτοβουλίας για τις πρώτες ύλες. Η διάσκεψη υψηλού επιπέδου ΕΕ-Αφρικής σχετικά με τις πρώτες ύλες πραγματοποιήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2012.

Η θεματική ετήσια εκδήλωση το 2013 θα αφιερωθεί στην Ευρωπαϊκή Σύμπραξη Καινοτομίας.

[1]               Μέταλλα κρίσιμης σημασίας σύμφωνα με το στρατηγικό σχέδιο ενεργειακών τεχνολογιών: Assessing Rare Metals as Supply-Chain Bottlenecks in Low-Carbon Energy Technologies (Αξιολόγηση των σπάνιων μετάλλων σε σχέση με τα προβλήματα που αφορούν την αλυσίδα εφοδιασμού στις ενεργειακές τεχνολογίες χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών), R. L. Moss, E. Τζίμας, Ε. Καρά, P. Willis και J. Kooroshy, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Κοινό Κέντρο Έρευνας (ΚΚΕρ), Ινστιτούτο Ενέργειας και Μεταφορών, 2011.

[2]               Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών «Εξασφάλιση πρώτων υλών για τη μελλοντική ευημερία της Ευρώπης. Πρόταση για μια ευρωπαϊκή σύμπραξη καινοτομίας σχετικά με τις πρώτες ύλες» (COM(2012) 82 τελικό).

[3]               Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών «Εμπόριο, Μεγέθυνση και Ανάπτυξη - Η προσαρμογή της εμπορικής και επενδυτικής πολιτικής στις χώρες που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη βοήθειας», COM(2012) 22 τελικό.

[4]               «Εμπορική πολιτική της ΕΕ για τις πρώτες ύλες, δεύτερη έκθεση δραστηριοτήτων», Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική Διεύθυνση Εμπορίου, Μάιος 2012.

[5]               «Πρώτες ύλες που έχουν κρίσιμη σημασία για την ΕΕ», έκθεση της ειδικής ομάδας εργασίας σχετικά με τον προσδιορισμό των κρίσιμης σημασίας πρώτων υλών, Ιούλιος 2010.

[6]               Transatlantic Innovation Action Partnership Work Plan, του Διατλαντικού Οικονομικού Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2009.

[7]               Africa Mining Vision (Αφρικανικό όραμα σχετικά με την εξόρυξη), Αφρικανική Ένωση, Φεβρουάριος 2009.

[8]               566 εκατ. ευρώ στο πλαίσιο του πρώτου χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου της συμφωνίας του Κοτονού (2003-2008), διατέθηκαν για το μεταλλευτικού τομέα και αντιπροσώπευαν το 15 % του αρχικού κεφαλαίου του επενδυτικού μέσου ΑΚΕ και των ιδίων πόρων της ΕΤΕ.

[9]               Οι ΗΠΑ ενέκριναν τον Ιούλιο του 2010 μια απαίτηση δημοσιοποίησης (τμήμα 1504 του νόμου των ΗΠΑ Dodd Frank Act) που απαιτεί από όλες τις εταιρείες της εξορυκτικής βιομηχανίας (εταιρείες εξόρυξης πετρελαίου, φυσικού αερίου ή μεταλλευμάτων) που είναι καταχωρισμένες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (Securities Exchange Commission - SEC) των ΗΠΑ, να δημοσιεύουν εκθέσεις για τις πληρωμές που καταβάλλουν σε κυβερνήσεις ανά χώρα και ανά επιμέρους έργο (π.χ. δικαιώματα εκμετάλλευσης, τέλη, δικαιώματα παραγωγής, πρόσθετες πληρωμές και άλλα ουσιαστικά οφέλη. Για την επιβολή της νομοθεσίας αυτής, εγκρίθηκαν τελικοί κανόνες εφαρμογής στις 22 Αυγούστου 2012 από την αμερικανική επιτροπή κεφαλαιαγοράς [Securities Exchange Commission (SEC)].

[10]             Με την επικέντρωσή της στη διαφάνεια των πληρωμών (φορολογία των επιχειρήσεων, δικαιώματα εκμετάλλευσης κ.λπ.) από τις πολυεθνικές εταιρείες στις χώρες υποδοχής, η πρωτοβουλία για τη διαφάνεια των εξορυκτικών βιομηχανιών είναι πολύ αποτελεσματική για την προώθηση του προγράμματος δράσης για την ανάπτυξη. Προετοιμάζει το έδαφος για τα κοινοβούλια και για την κοινωνία των πολιτών σε χώρες πλούσιες σε φυσικούς πόρους να διερευνήσουν, να κατανοήσουν και να εκτιμήσουν κατά πόσον οι χώρες τους εισπράττουν τις πληρωμές που τους οφείλονται.

Επί του παρόντος η πρωτοβουλία για τη διαφάνεια των εξορυκτικών βιομηχανιών επιδιώκει να ενισχύσει τις απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων για την περαιτέρω βελτίωση της διακυβέρνησης σε υποψήφιες και συμμορφούμενες στην πρωτοβουλία για τη διαφάνεια των εξορυκτικών βιομηχανιών χώρες. Αυτό θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων περιγραφή του τρόπου με τον οποίο διατίθενται τα έσοδα της εξορυκτικής βιομηχανίας (εντός και εκτός προϋπολογισμού), δημοσιοποιούνται οι υποεθνικές μεταβιβάσεις, εφαρμόζεται η διαφάνεια των συμβάσεων (πρόσβαση του κοινού) και έχει εισαχθεί η πρακτική της υποβολής εκθέσεων.

Με αυτές τις νέες απαιτήσεις, η πρωτοβουλία για τη διαφάνεια των εξορυκτικών βιομηχανιών καθίσταται όλο και σημαντικότερο μέσο για την επίτευξη των στόχων της αναπτυξιακής πολιτικής της ΕΕ με την προαγωγή της διαφάνειας, της εσωτερικής λογοδοσίας και της δημόσιας και, επομένως, της εταιρικής διακυβέρνησης στις πλούσιες σε πόρους αναπτυσσόμενες χώρες.

[11]             Για μία από τις εν λόγω χώρες υψηλού κινδύνου — τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό — ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι το εμπόριο ορισμένων ορυκτών, δηλαδή του ταντάλιου, του βολφραμίου, του κασσίτερου και του χρυσού, είναι πιθανόν να επιδεινώσει τις περιφερειακές συγκρούσεις σε ορισμένες ανατολικές περιφέρειες του Κονγκό.

[12]             Καθοδήγηση ΕΚ για την ανάληψη νέων εξορυκτικών δραστηριοτήτων μη ενεργειακού χαρακτήρα σύμφωνα με τις απαιτήσεις του δικτύου Natura 2000, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ιούλιος 2010.

[13]             Http://lct.jrc.ec.europa.eu/assessment/resourcesecurity-securitysupply

[14]             Http://ec.europa.eu/dgs/jrc/index.cfm?id=1410&obj_id=14150&dt_code=nws&lang=en?

[15]   Οδηγία 2009/125/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2009,

για τη θέσπιση πλαισίου για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού όσον αφορά τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα.

[16]             Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, «Μια ισχυρότερη ευρωπαϊκή βιομηχανία για την ανάπτυξη και την οικονομική ανάκαμψη — Επικαιροποίηση της ανακοίνωσης για τη βιομηχανική πολιτική», COM (2012) 582 τελικό.

[17]             Refined methods and Guidance documents for the calculation of indices concerning Reusability/Recyclability/Recoverability, Recycled content, Use of Priority Resources, Use of Hazardous substances, Durability. Ardente F., Mathieux F., Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Κοινό Κέντρο Ερευνών, Ινστιτούτο για το Περιβάλλον και τη Βιωσιμότητα, 2012 (http://lct.jrc.ec.europa.eu/pdf-directory/report%203%20-%20refined%20methods%20and%20guidance%20documents-final.pdf)

[18]             Έκθεση του ΕΟΠ, «Movements of waste across the EU’s internal and external borders» (Μετακινήσεις αποβλήτων στα εσωτερικά και εξωτερικά σύνορα της ΕΕ) αριθ. 7/2012.

[19]             Η Επιτροπή δημιούργησε μια διυπηρεσιακή ειδική ομάδα για τις πρώτες ύλες, με στόχο να εποπτεύει την περαιτέρω εφαρμογή της στρατηγικής της ΕΕ για τις πρώτες ύλες. Αυτό ανταποκρίνεται επίσης στη βούληση που εξέφρασε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με το ψήφισμά του της 13ης Οκτωβρίου 2011. Η πρώτη συνεδρίαση της ομάδας πραγματοποιήθηκε στις 26 Απριλίου 2012.