52013DC0196

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Οικοδόμηση ενιαίας αγοράς για πράσινα προϊόντα Διευκόλυνση της καλύτερης πληροφόρησης σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιδόσεις των προϊόντων και των οργανισμών /* COM/2013/0196 final */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Οικοδόμηση ενιαίας αγοράς για πράσινα προϊόντα

Διευκόλυνση της καλύτερης πληροφόρησης σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιδόσεις των προϊόντων και των οργανισμών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

1.           Εισαγωγή

Ο χάρτης πορείας για μια αποδοτική, από πλευράς πόρων, Ευρώπη[1] θέτει ένα φιλόδοξο ορόσημο για το 2020: παρέχονται στους πολίτες και στις δημόσιες αρχές τα κατάλληλα κίνητρα επιλογής των αποδοτικότερων από πλευράς πόρων προϊόντων και υπηρεσιών, μέσω κατάλληλων μηνυμάτων που μεταδίδονται με τις τιμές και σαφών περιβαλλοντικών πληροφοριών. Ο χάρτης πορείας αναγνωρίζει επίσης ότι η εσωτερική αγορά διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην επιβράβευση των προϊόντων που παράγονται με αποδοτική χρήση των πόρων. Η παρούσα πρωτοβουλία με τίτλο «Οικοδόμηση ενιαίας αγοράς για πράσινα προϊόντα» αποτελεί σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή.

Η υιοθέτηση από την αγορά αποδοτικότερων από πλευράς πόρων προϊόντων είναι χαμηλή σήμερα, παρά την ικανότητα των παραγωγών να προσφέρουν τέτοιου είδους προϊόντα και την αυξανόμενη ζήτηση από τους καταναλωτές. Υπάρχουν φραγμοί που παρεμποδίζουν τόσο την προσφορά των προϊόντων αυτών από τους παραγωγούς, όσο και την αγορά τους από τους καταναλωτές, πολλοί από τους οποίους απορρέουν από την ασάφεια ως προς το τι συνιστά πράγματι «πράσινο» προϊόν και «πράσινο» οργανισμό. Η παρούσα πρωτοβουλία της Επιτροπής αποτελεί ένα βήμα προς την εξάλειψη της ασάφειας αυτής, βελτιώνοντας τον τρόπο μέτρησης και γνωστοποίησης των περιβαλλοντικών επιδόσεων των προϊόντων και των οργανισμών.

Η ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο προτείνει δύο μεθόδους μέτρησης και μια δέσμη αρχών για τη γνωστοποίηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων των προϊόντων και των οργανισμών. Συνοδεύεται από σύσταση της Επιτροπής, η οποία ενθαρρύνει τα κράτη μέλη και τον ιδιωτικό τομέα να χρησιμοποιήσουν τις μεθόδους αυτές, κατά περίπτωση, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ενίσχυση της ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

Η παρούσα πρωτοβουλία προτείνει μια δοκιμαστική φάση, κατά την οποία οι ενδιαφερόμενοι, σε συνεργασία με την Επιτροπή, θα εκτιμήσουν την αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων μεθόδων, καθώς και τη σκοπιμότητα της χρήσης τους σε ολόκληρη την ενιαία αγορά. Τα αποτελέσματα της δοκιμαστικής φάσης θα αποτελέσουν αντικείμενο διαδικασίας ανεξάρτητης αξιολόγησης από ομοτίμους, κατά την οποία θα εξεταστούν επίσης εναλλακτικές μέθοδοι. Εάν η δοκιμαστική φάση σημειώσει επιτυχία, η Επιτροπή θα προβεί σε περαιτέρω διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερομένους, όσον αφορά τον καλύτερο τρόπο εξασφάλισης των οφελών της παρούσας πρωτοβουλίας. Θα διεξαχθούν επίσης συζητήσεις με διεθνείς εταίρους για την ανάπτυξη μεθοδολογίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμβατότητα και να δημιουργηθούν συνέργειες με άλλες ευρέως χρησιμοποιούμενες μεθόδους.

Οι δράσεις αυτές έχουν ως στόχο να επιτρέψουν και να διευκολύνουν, μεσοπρόθεσμα, την υιοθέτηση σε ευρύτερη κλίμακα πράσινων προϊόντων και οικολογικότερων πρακτικών από τις επιχειρήσεις στην αγορά της ΕΕ, συμβάλλοντας στην άρση δυνητικών φραγμών στην ελεύθερη κυκλοφορία των πράσινων προϊόντων στην ενιαία αγορά.

2.           Το πλαίσιο της πρότασης

2.1.        Προκλήσεις ως προς το περιβάλλον και την αποδοτική χρήση των πόρων

Στη διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την αειφόρο ανάπτυξη (Ρίο+20) που πραγματοποιήθηκε το 2012, η διεθνής κοινότητα αναγνώρισε ότι «για την επίτευξη αειφόρου ανάπτυξης παγκοσμίως είναι απαραίτητες θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες παράγουν και καταναλώνουν»[2]. Σχεδόν τα δύο τρίτα των οικοσυστημάτων του πλανήτη βρίσκονται «σε παρακμή»[3] σύμφωνα με την κατάταξη των ΗΕ, η βιοποικιλότητα χάνεται με ρυθμό που εκτιμάται ότι είναι 100 φορές ταχύτερος από τον φυσικό ρυθμό εξαφάνισης, και οι κίνδυνοι και οι τάσεις που σχετίζονται με την αλλαγή του κλίματος είναι επαρκώς τεκμηριωμένα[4]. Ο ΟΟΣΑ έχει προειδοποιήσει ότι η συνεχιζόμενη υποβάθμιση και διάβρωση του «φυσικού κεφαλαίου» προκαλεί μη αναστρέψιμες αλλαγές που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο δύο αιώνες ανόδου του βιοτικού επιπέδου[5].

2.2.        Τα περιβαλλοντικά οφέλη των πράσινων προϊόντων και των πράσινων οργανισμών

Τα «πράσινα προϊόντα» μπορούν να οριστούν ως εκείνα που χρησιμοποιούν τους πόρους αποδοτικότερα και προκαλούν λιγότερες περιβαλλοντικές ζημίες σε όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους, από την εξόρυξη των πρώτων υλών, την παραγωγή, τη διανομή και τη χρήση τους έως το τέλος του κύκλου ζωής τους (συμπεριλαμβανομένων της επαναχρησιμοποίησης, της ανακύκλωσης και της ανάκτησης) σε σύγκριση με άλλα ομοειδή προϊόντα της ίδιας κατηγορίας. «Πράσινα προϊόντα» υπάρχουν σε όλες τις κατηγορίες προϊόντων, ανεξάρτητα από το αν φέρουν οικολογικό σήμα ή διατίθενται στο εμπόριο ως τέτοια. Αυτό που καθιστά τα προϊόντα «πράσινα» είναι οι περιβαλλοντικές επιδόσεις τους.

Η ευρύτερη υιοθέτηση των προϊόντων αυτών από την αγορά συνδυάζει τα κοινωνιακά οφέλη της μείωσης των περιβαλλοντικών ζημιών με τη μεγαλύτερη ικανοποίηση των καταναλωτών, καθώς και δυνητικά οικονομικά οφέλη για τους παραγωγούς και τους καταναλωτές, μέσω της αποδοτικότερης χρήσης των φυσικών πόρων.

Επιπλέον, οι πράσινες επιχειρήσεις ενεργοποιούν πρόσθετα περιβαλλοντικά οφέλη. Βελτιώνουν τις δικές τους διεργασίες, επηρεάζουν τους προμηθευτές τους καθώς και άλλους παράγοντες κατά μήκος της αξιακής αλυσίδας και παράγουν καινοτομία. Μια επιχείρηση που ενσωματώνει τη λεγόμενη «αντίληψη κύκλου ζωής» στις στρατηγικές της και στη λήψη των αποφάσεών της ελαχιστοποιεί τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των δραστηριοτήτων της, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα.

2.3.        Τα οικονομικά οφέλη των πράσινων προϊόντων και των πράσινων οργανισμών

Η παγκόσμια αγορά αγαθών και υπηρεσιών «χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών» και «περιβαλλοντικών» αγαθών και υπηρεσιών (που αποτελεί υποσύνολο του συνολικής αγοράς πράσινων προϊόντων) εκτιμάται σε 4,2 τρισεκατομμύρια ευρώ και το μερίδιο της ΕΕ σε αυτή σε 21%[6]. Η εν λόγω αγορά αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 4% κατά μέσο όρο, ακόμη και κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης[7], γεγονός που συνέβαλε στο να καταστεί η πράσινη οικονομία ένας από τους τομείς με το ισχυρότερο δυναμικό ανάπτυξης της απασχόλησης[8]. Συνεχώς εντείνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων για την απόκτηση μεριδίου στην εν λόγω αγορά. Τα πράσινα προϊόντα μπορούν να συμβάλουν στη μείωση του κόστους για τους κατασκευαστές κατά την παραγωγή (η χρήση λιγότερων πόρων σημαίνει μικρότερο κόστος παραγωγής) ή για τους καταναλωτές κατά τη χρήση (δηλαδή, οι οικιακές ηλεκτρικές συσκευές της κορυφαίας κατηγορίας ενεργειακής αποδοτικότητας κατά την οδηγία για την επισήμανση της κατανάλωσης ενέργειας[9]). Επίσης, η ανακύκλωση ή επαναχρησιμοποίηση των πράσινων προϊόντων είναι γενικά ευκολότερη, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην καλύτερη και λιγότερο δαπανηρή διαχείριση των αποβλήτων για την κοινωνία στο σύνολό της.

Ωστόσο, σε σχετικούς όρους, τα πράσινα προϊόντα εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν ένα οριακό μέρος της αγοράς καταναλωτικών αγαθών της ΕΕ[10]. Τα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει σημαντική ζήτηση για τα εν λόγω προϊόντα εφόσον προσφέρονται σε ανταγωνιστική τιμή και, επομένως, η εσωτερική αγορά διαθέτει αναξιοποίητο δυναμικό[11]. Αυτό θα είχε επίσης θετικές επιπτώσεις στην απασχόληση: συνολικά, η αποδοτικότερη αξιοποίηση των πόρων από τις οικονομίες της ΕΕ θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία μέχρι και 2,8 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας έως το 2020[12].

Οι πράσινες επιχειρήσεις τείνουν να πρωτοστατούν στην καινοτομία. Χάρη στο χαμηλότερο κόστος, στη βελτίωση της παραγωγικότητας, στην ασφάλεια του εφοδιασμού και στη μικρότερη έκθεση σε περιβαλλοντικούς κινδύνους, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα όσον αφορά την οικοκαινοτομία. Εάν δεν ληφθούν περαιτέρω μέτρα στήριξης, διακυβεύεται η ανταγωνιστικότητα του εν λόγω τομέα[13].

3.           Τα προβλήματα που επιδιώκεται να αντιμετωπιστούν με την πρόταση

3.1.        Η έλλειψη κοινού ορισμού των εννοιών «πράσινο προϊόν» και «πράσινος οργανισμός»

Δεν υπάρχει ευρέως αποδεκτός και επιστημονικά τεκμηριωμένος ορισμός των εννοιών «πράσινο προϊόν» και «πράσινος οργανισμός». Επί του παρόντος, χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι για τη μέτρηση και τη συγκριτική αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων[14], αλλά αυτές ποικίλλουν και παράγουν διαφορετικά αποτελέσματα όταν εφαρμόζονται στο ίδιο προϊόν ή στον ίδιο οργανισμό. Πράγματι, λόγω του πλήθους των μεθοδολογικών επιλογών που έχουν στη διάθεσή τους οι χρήστες, ακόμη και τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τη χρήση της ίδιας μεθόδου συχνά δεν είναι συγκρίσιμα. Η συγκρισιμότητα αυτή είναι σημαντική για να καθίσταται δυνατός ο ανταγωνισμός βάσει των περιβαλλοντικών επιδόσεων και για να μπορούν οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις να λαμβάνουν αποφάσεις με πλήρη επίγνωση.

Ένα από τα κυριότερα ελαττώματα ορισμένων μεθοδολογικών προσεγγίσεων για τη μέτρηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων είναι ο ατελής χαρακτήρας τους. Δεν λαμβάνουν υπόψη όλες τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις του προϊόντος ή του οργανισμού, δηλαδή το σύνολο του κύκλου ζωής. Πολλοί δείκτες επικεντρώνονται στη χρηστική φάση (π.χ. κατανάλωση νερού των πλυντηρίων), αλλά αγνοούν το κόστος παραγωγής, διάθεσης των αποβλήτων ή το δυναμικό επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης. Ορισμένες εκτιμήσεις εστιάζονται σε έναν περιβαλλοντικό δείκτη, αγνοώντας πιθανώς κάποιους άλλους, πράγμα που οδηγεί στη λεγόμενη «μετατόπιση των βαρών». Για παράδειγμα, ένα νέο προϊόν με χαμηλή κατανάλωση ενέργειας μπορεί να απαιτεί σπάνια ή επικίνδυνα υλικά. Αυτό ίσως είναι πρόσφορο από την άποψη της εξοικονόμησης ενέργειας, αλλά μπορεί να είναι επιβλαβές από την άποψη της εξάντλησης των πόρων ή των επιπτώσεων στο τέλος του κύκλου ζωής του προϊόντος. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να συνυπολογίζεται σε πλήρη ανάλυση κύκλου ζωής, ούτως ώστε οι αποφάσεις για τη βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων να μπορούν να λαμβάνονται βάσει πλήρων πληροφοριών.

3.2.        Περιττές δαπάνες για τις επιχειρήσεις

Πολλές επιχειρήσεις και οι επενδυτές τους ενσωματώνουν ολοένα και περισσότερο τα περιβαλλοντικά ζητήματα στις δραστηριότητες και στις εμπορικές στρατηγικές τους. Οι επιχειρήσεις αυτές χρησιμοποιούν συνεχώς περισσότερο την ανάλυση κύκλου ζωής (ΑΚΖ)[15] ως εργαλείο για την αξιολόγηση των δικών τους πράσινων διαπιστευτηρίων ή εκείνων των προμηθευτών τους, καθώς και για τη μέτρηση (και βελτίωση) των περιβαλλοντικών επιδόσεων των προϊόντων τους.

Ο αριθμός των μεθόδων αποτυπώματος (π.χ. αποτύπωμα άνθρακα, αποτύπωμα νερού) αυξάνει ταχέως, παράλληλα με τον πολλαπλασιασμό των πρωτοβουλιών σε εθνικό επίπεδο και στον ιδιωτικό τομέα. Το γεγονός αυτό μπορεί να συνεπάγεται σημαντικό κόστος για τις επιχειρήσεις, ιδίως όταν χρειάζεται να χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους ή όταν οφείλουν να συμμορφώνονται με απαιτήσεις επισήμανσης και επαλήθευσης για διαφορετικές χώρες και διαφορετικούς εμπόρους λιανικής. Οι σχετικές δαπάνες και συνακόλουθες επιβαρύνσεις είναι πολύ υψηλότερες για τις ΜΜΕ.

Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν επίγνωση της κατάστασης: στις απαντήσεις στη δημόσια διαβούλευση σχετικά με την παρούσα πρωτοβουλία, η έλλειψη συνέπειας αναφέρθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια στη γνωστοποίηση και τη συγκριτική αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων (72,5% σύμφωνων γνωμών). Στο ερώτημα ποια είναι η κύρια αιτία για την κατάσταση αυτή, οι πιο συχνές απαντήσεις ήταν η ύπαρξη πολυάριθμων πρωτοβουλιών στην ΕΕ (70,8%) και οι ποικίλοι τρόποι γνωστοποίησης των πληροφοριών (76,3%)[16].

3.3.        Εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων που διατίθεται στο εμπόριο ως πράσινα

Εκτός από τις επιπλέον δαπάνες, ο πολλαπλασιασμός των μεθόδων μπορεί επίσης να μειώσει τις δυνατότητες εμπορίας των πράσινων προϊόντων για τους παραγωγούς, ακόμη και στο εσωτερικό της ΕΕ. Οι επιχειρήσεις μπορεί να επιθυμούν να διαθέσουν τα προϊόντα τους σε αγορά του εξωτερικού, αλλά διαπιστώνουν ότι οι απαιτήσεις που σχετίζονται με τις περιβαλλοντικές πληροφορίες για τα προϊόντα τα οποία σκοπεύουν να πωλήσουν διαφέρουν από χώρα σε χώρα.

 

Πλαίσιο 1 – Συγκεκριμένα εμπόδια στις συναλλαγές στον τομέα των προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο ως πράσινα εντός της ενιαίας αγοράς Το ακόλουθο σενάριο αποτελεί, όλο και περισσότερο, τον συνήθη (αλλά αναποτελεσματικό) τρόπο εμπορίας πράσινων προϊόντων στην Ευρώπη: μια δεδομένη επιχείρηση που επιθυμεί να διαθέσει στο εμπόριο προϊόν της ως πράσινο προϊόν στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελβετία οφείλει να εφαρμόσει διαφορετικά συστήματα για να λειτουργήσει ανταγωνιστικά στις διάφορες εθνικές αγορές βάσει των περιβαλλοντικών επιδόσεων. Στη Γαλλία, θα πρέπει να διενεργήσει περιβαλλοντική εκτίμηση που να είναι σύμφωνη με τη γαλλική μέθοδο (BP x30-323). Στο Ηνωμένο Βασίλειο, θα πρέπει να εφαρμόσει το πρότυπο PAS 2050 ή το πρωτόκολλο για τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου του WRI. Στην Ελβετία, θα χρειαστεί να εφαρμόσει την ελβετική προσέγγιση (επί του παρόντος υπό επεξεργασία). Στην Ιταλία, θα πρέπει να προσχωρήσει στο αναγνωρισμένο από την κυβέρνηση σύστημα αποτυπώματος άνθρακα και να διενεργήσει ακόμη μια ανάλυση. Η ίδια επιχείρηση θα πρέπει επίσης να συντάξει περιβαλλοντική δήλωση προϊόντος (EPD) βάσει του προτύπου ISO 14025 για τη σουηδική αγορά. Στη συνέχεια, μπορεί να χρειαστεί να συντάξει πολλές EPD, δεδομένου ότι υπάρχουν τουλάχιστον έξι ανταγωνιστικά συστήματα EPD ανά τον κόσμο με τις ιδιαιτερότητές τους, αν και βασίζονται όλα στο πρότυπο ISO 14025[17]. Αν υποτεθεί ότι το κόστος μιας μελέτης που είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με ένα σύστημα ανέρχεται σε 10.000 ευρώ, η επιχείρηση θα πρέπει να πολλαπλασιάσει το κόστος αυτό επί τον αριθμό των αγορών στις οποίες σκοπεύει να εισέλθει. Με βάση το σενάριο αυτό, η επιχείρηση θα επιβαρυνόταν με κόστος έως 50.000 ευρώ ανά προϊόν για να είναι σε θέση να λειτουργήσει ανταγωνιστικά βάσει των περιβαλλοντικών επιδόσεων σε πέντε ευρωπαϊκές εθνικές αγορές.

Προκειμένου να μπορούν οι επιχειρήσεις να ανταγωνιστούν βάσει των περιβαλλοντικών επιδόσεων, υποχρεώνονται εκ των πραγμάτων να προσχωρήσουν σε διάφορα ιδιωτικά ή δημόσια συστήματα που κυριαρχούν στις επιμέρους αγορές και βασίζονται σε διαφορετικές μεθόδους. Με άλλα λόγια, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης στην ενιαία αγορά φαίνεται να μην μπορεί να άρει τα μη τεχνικά εμπόδια στις ενδοενωσιακές συναλλαγές: ακόμη και χωρίς νομικές απαιτήσεις, οι εξαγωγείς οφείλουν να χρησιμοποιούν τις εθνικές μεθόδους γνωστοποίησης (π.χ. εθνικά συστήματα οικολογικών σημάτων) με τις οποίες είναι εξοικειωμένοι οι εγχώριοι καταναλωτές, προκειμένου να μην βρεθούν σε μειονεκτική θέση έναντι των τοπικών παραγωγών.

3.4.        Η έλλειψη εμπιστοσύνης των καταναλωτών στους οικολογικούς ισχυρισμούς

Έρευνες δείχνουν ότι οι καταναλωτές της ΕΕ θα ήταν πρόθυμοι να αγοράζουν περισσότερα πράσινα προϊόντα[18]. Ωστόσο, από τις ίδιες έρευνες προκύπτει ότι υπάρχει «κενό μεταξύ αξιών και αγοραστικής πράξης» καθώς και «έλλειψη εμπιστοσύνης». Για παράδειγμα, ενώ το 75% των πολιτών της ΕΕ δηλώνουν ότι είναι διατεθειμένοι να αγοράζουν πράσινα προϊόντα, μόνο το 17% είχε πραγματοποιήσει τέτοιες αγορές κατά τον μήνα πριν από την έρευνα. Οι λόγοι που αναφέρθηκαν ποικίλλουν και περιλαμβάνουν τόσο την έλλειψη εμπιστοσύνης στις περιβαλλοντικές πληροφορίες που παρέχουν οι παραγωγοί και οι έμποροι λιανικής, όσο και την περιορισμένη διαθεσιμότητα πράσινων προϊόντων σε προσιτές τιμές. Επιπλέον, οι περιβαλλοντικές επιδόσεις των προϊόντων συχνά δεν γνωστοποιούνται με συγκρίσιμο τρόπο, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα επιλογής με πλήρη επίγνωση.

Ο αριθμός των οικολογικών ισχυρισμών αυξάνεται, συγχρόνως όμως, αυτοί καθίστανται πιο επιφανειακοί και ασαφείς ως προς τη χρήση της ορολογίας[19]. Το φαινόμενο αυτό συμβάλλει στο να κλονίσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών: το 48% των καταναλωτών δεν εμπιστεύονται τις πληροφορίες που αναγράφονται στα προϊόντα σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιδόσεις[20]. Επικρατεί όλο και περισσότερο η αντίληψη ότι οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται βάσει των ισχυρισμών τους και όχι βάσει των υποκείμενων περιβαλλοντικών επιδόσεων.

4.           Η πολιτική απάντηση της ΕΕ

4.1.        Ο στόχος της δράσης της ΕΕ

Ο γενικός στόχος της δράσης της ΕΕ στον τομέα αυτό είναι να συμβάλει στη βελτίωση της διαθεσιμότητας σαφών, αξιόπιστων και συγκρίσιμων πληροφοριών σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιδόσεις των προϊόντων και των οργανισμών για όλους τους ενδιαφερομένους, συμπεριλαμβανομένων των παραγόντων σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η Επιτροπή, βασιζόμενη σε πολυετή συνεργασία με τους ενδιαφερομένους και την επιστημονική κοινότητα, προτείνει δύο μεθόδους για την εκτίμηση και τη συγκριτική αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων. Οι μέθοδοι αυτές είναι ισχυρές (επιστημονικά τεκμηριωμένες), πλήρεις (καλύπτουν ολόκληρο τον κύκλο ζωής των προϊόντων ή οργανισμών και σειρά περιβαλλοντικών πτυχών) και, τέλος, θα ενισχύσουν τη συγκρισιμότητα των επιδόσεων. Οι μέθοδοι αυτές συζητήθηκαν και δοκιμάστηκαν το 2011/2012 με τη συμμετοχή της βιομηχανίας και θα δοκιμαστούν και θα βελτιωθούν περαιτέρω, ιδίως με την ανάπτυξη απλουστευμένων κανόνων για συγκεκριμένες ομάδες προϊόντων και συγκεκριμένους τομείς, και θα αξιολογηθούν για να προσδιοριστεί σε ποιον βαθμό μπορούν να εφαρμοστούν εύκολα από τις επιχειρήσεις, ιδίως τις ΜΜΕ, ή από τους πολιτικούς ιθύνοντες.

Η δράση της ΕΕ αποβλέπει στη μείωση της αβεβαιότητας που επικρατεί σήμερα σχετικά με τις έννοιες «πράσινο προϊόν» και «πράσινος οργανισμός». Αποτελεί ένα βήμα προς την καλύτερη ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, όπου οι καταναλωτές θα αναγνωρίζουν τα πράγματι πράσινα προϊόντα και τους πράγματι πράσινους οργανισμούς. Αναμένεται ότι η αύξηση της υιοθέτησης πράσινων προϊόντων θα συμβάλει στην οικονομική ανάκαμψη και θα ενισχύσει περαιτέρω το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των επιχειρήσεων της ΕΕ στον τομέα της οικοκαινοτομίας[21].

Επομένως, η γενικότερη αντίληψη του πράσινου προϊόντος ως προϊόντος το οποίο έχει μειωμένες περιβαλλοντικές επιπτώσεις κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής του σε σύγκριση με ένα εναλλακτικό προϊόν θα εκφραστεί στην πράξη με δύο τρόπους: 1) τη μέθοδο μέτρησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής και 2) ειδικούς κανόνες ανά κατηγορία προϊόντος, που θα προσφέρουν το απαραίτητο σημείο αναφοράς για τον ορισμό ενός πραγματικά πράσινου προϊόντος. Η ίδια προσέγγιση θα εφαρμοστεί επίσης για τους οργανισμούς.

4.2.        Μεθοδολογικές εργασίες για τη μέτρηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των προϊόντων και των οργανισμών

Εδώ και αρκετά έτη, η Επιτροπή και διάφοροι ενδιαφερόμενοι συνεργάζονται στον τομέα αυτό: το 2003 η ανακοίνωση σχετικά με την ολοκληρωμένη πολιτική προϊόντων[22] (ΟΠΠ) εισήγαγε την έννοια της αντίληψης κύκλου ζωής στη χάραξη των πολιτικών της ΕΕ. Το 2008 ακολούθησε το σχέδιο δράσης για τη βιώσιμη κατανάλωση και παραγωγή και τη βιώσιμη βιομηχανική πολιτική[23], που οδήγησε στη δημοσίευση, το 2010, του εγχειριδίου του διεθνούς συστήματος δεδομένων αναφοράς για τον κύκλο ζωής (ILCD) [International Reference Life Cycle Data System (ILCD) Handbook][24], το οποίο παρέχει τεχνική καθοδήγηση για λεπτομερείς μελέτες ΑΚΖ και την τεχνική βάση για να συναχθούν κριτήρια, οδηγοί και απλουστευμένα εργαλεία ανά κατηγορία προϊόντος.

Το 2010 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάλεσε την Επιτροπή να αναπτύξει μια εναρμονισμένη μέθοδο για τον υπολογισμό του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των προϊόντων[25]. Έκτοτε, η Επιτροπή βασίζει τις εργασίες της στις υπάρχουσες προσεγγίσεις και στα διεθνή πρότυπα ΑΚΖ[26], καθιερώνοντας περαιτέρω μεθοδολογικές προδιαγραφές όποτε είναι αναγκαίες για την επίτευξη συνεπέστερων, πιο συγκρίσιμων και ακριβέστερων αποτελεσμάτων. Οι εργασίες αυτές, που συμπληρώνονται με διαδικασία διαβούλευσης καθώς και με πρακτικές δοκιμές σε συνεργασία με τη βιομηχανία[27], κορυφώθηκαν με την ανάπτυξη των μεθόδων για το περιβαλλοντικό αποτύπωμα προϊόντος (PEF) και για το περιβαλλοντικό αποτύπωμα οργανισμού (OEF)[28].

Αυτές οι δύο μέθοδοι επιφέρουν πολλές σημαντικές βελτιώσεις σε σύγκριση με άλλες υφισταμένες μεθόδους, όπως μεταξύ άλλων:

· τον σαφή προσδιορισμό των κατηγοριών δυνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων[29] που πρέπει να εξετάζονται για να διενεργηθεί διεξοδική ΑΚΖ·

· την απαίτηση ποσοτικοποίησης της ποιότητας των δεδομένων·

· τον καθορισμό ελάχιστων απαιτήσεων ποιότητας των δεδομένων·

· σαφέστερες τεχνικές οδηγίες για την αντιμετώπιση ορισμένων κρίσιμων πτυχών της μελέτης ΑΚΖ (όπως η κατανομή και η ανακύκλωση)[30].

Οι μέθοδοι PEF και OEF επιβάλλουν, για την πραγματοποίηση συγκρίσεων, να καταρτιστούν κανόνες περιβαλλοντικού αποτυπώματος προϊόντων ανά κατηγορία (PEFCR) και κανόνες περιβαλλοντικού αποτυπώματος οργανισμών ανά κλάδο (OEFSR)[31]. Οι εν λόγω κανόνες θα μετατρέψουν τις γενικές διατάξεις των μεθόδων PEF και OEF σε ειδικούς κανόνες για κατηγορίες προϊόντων και για κλάδους, ώστε να καταστεί δυνατή η επικέντρωση στις 3 ή 4 σημαντικότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τους 14 βασικούς δείκτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων καθώς και στις σημαντικότερες διεργασίες ή στα σημαντικότερα στάδια του κύκλου ζωής για μια δεδομένη κατηγορία προϊόντων ή έναν δεδομένο κλάδο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα αποτελέσματα των ξεχωριστών εκτιμήσεων θα είναι συγκρίσιμα σε μια δεδομένη κατηγορία προϊόντων ή σε έναν δεδομένο κλάδο, ανεξάρτητα από το ποιος τις διενεργεί.

Για παράδειγμα, στην περίπτωση της κατάρτισης PEFCR για τα απορρυπαντικά, οι κανόνες για την κατηγορία θα ορίζουν ένα «προϊόν-μοντέλο» το οποίο θεωρείται αντιπροσωπευτικό της κατηγορίας προϊόντων «απορρυπαντικά» στην αγορά της ΕΕ και θα υπολογίζουν τις περιβαλλοντικές επιδόσεις του μοντέλου στο σύνολο του κύκλου ζωής του. Οι περιβαλλοντικές επιδόσεις αυτού του αντιπροσωπευτικού προϊόντος αποτελούν το σημείο αναφοράς (που στη συνέχεια θα πρέπει να προσαρμόζεται και να επανεξετάζεται συνεχώς ανάλογα με τις τεχνολογικές εξελίξεις) με το οποίο συγκρίνονται οι επιδόσεις των άλλων απορρυπαντικών που πωλούνται στην αγορά. Οι επιδόσεις αυτές γνωστοποιούνται στον καταναλωτή ο οποίος, με τον τρόπο αυτό, μπορεί εύκολα να συγκρίνει εναλλακτικά προϊόντα τη στιγμή της αγοράς.

Στο μέλλον, αυτές οι κρίσιμες εξελίξεις αναμένεται να καταστήσουν δυνατή την εφαρμογή των μεθόδων περιβαλλοντικού αποτυπώματος στην αγορά και στις πολιτικές ως αξιόπιστο εργαλείο για τη διαφοροποίηση των προϊόντων ή των οργανισμών, με μειωμένο κόστος.

Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ειδικές δραστηριότητες που αποβλέπουν στην ανάπτυξη μεθόδων για συγκεκριμένους κλάδους και κατηγορίες προϊόντων[32]. Η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να εργάζεται για τη διασφάλιση και την προώθηση, κατά περίπτωση, της συμβατότητας μεταξύ των μεθόδων αυτών.

4.3.        Η σημερινή δέσμη προτάσεων ως πρώτη φάση της χάραξης νέας πολιτικής

Η παρούσα ανακοίνωση θα κατευθύνει τις δραστηριότητες της Επιτροπής κατά την προσεχή τριετία.

Η Επιτροπή, σε διαβούλευση με τους ενδιαφερομένους, θα ενσωματώσει σταδιακά τις μεθόδους στο σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (EMAS), στις πράσινες δημόσιες συμβάσεις (ΠΔΣ) και στο οικολογικό σήμα της ΕΕ, κατά περίπτωση[33].

4.3.1.     Η σύσταση της Επιτροπής

Παράλληλα με την παρούσα ανακοίνωση, η Επιτροπή εκδίδει σύσταση σχετικά με τη χρήση των μεθόδων PEF και OEF για τη μέτρηση και τη γνωστοποίηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων των προϊόντων και των οργανισμών. Η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη και τους ενδιαφερομένους να χρησιμοποιήσουν τις μεθόδους PEF και OEF στις σχετικές εθελοντικές πολιτικές και πρωτοβουλίες που αφορούν τη μέτρηση και τη γνωστοποίηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων κύκλου ζωής προϊόντων και οργανισμών. Οι μέθοδοι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της σύστασης.

4.3.2.     Η πιλοτική φάση: δοκιμή της εφαρμογής των μεθόδων περιβαλλοντικού αποτυπώματος

Η Επιτροπή θα οργανώσει τη διεξαγωγή τριετών δοκιμών με τη συμμετοχή εθελοντών ενδιαφερομένων. Οι στόχοι αυτής της πιλοτικής φάσης είναι:

· η διαμόρφωση και η επικύρωση της διαδικασίας κατάρτισης PEFCR και OEFSR, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης περιβαλλοντικών σημείων αναφοράς[34] για καθεμία από τις κατηγορίες αυτές. Όταν υπάρχουν ήδη ειδικοί κανόνες ανά κατηγορία προϊόντων ή ανά κλάδο, οι οποίοι εφαρμόζονται από τους ενδιαφερομένους, η Επιτροπή θα τους χρησιμοποιεί ως βάση για την κατάρτιση PEFCR και OEFSR·

· η διευκόλυνση της εφαρμογής των μεθόδων περιβαλλοντικού αποτυπώματος, ιδίως για τις ΜΜΕ, με τη δοκιμή καινοτόμων τρόπων διαχείρισης της διαδικασίας και την ανάπτυξη εργαλείων·

· η δοκιμή διαφόρων συστημάτων συμμόρφωσης και επαλήθευσης για το PEF και το OEF, συμπεριλαμβανομένης της εκ των προτέρων επαλήθευσης (δηλαδή, εκτίμηση της συμμόρφωσης) και της εκ των υστέρων επαλήθευσης (δηλαδή, επιτήρηση της αγοράς), με στόχο να διαμορφωθούν και να επικυρωθούν αναλογικά, αποτελεσματικά και αποδοτικά συστήματα συμμόρφωσης και επαλήθευσης·

· η δοκιμή διαφόρων προσεγγίσεων για την επικοινωνία μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών και τη διεπιχειρησιακή επικοινωνία, σε συνεργασία με τους ενδιαφερομένους.

Το 2013 η Επιτροπή θα δημοσιεύσει πρόσκληση για εθελοντές, με την οποία θα καλέσει τους ενδιαφερομένους (και από τρίτες χώρες) να συμμετάσχουν στη διαδικασία κατάρτισης των PEFCR και των OEFSR ή να τεθούν επικεφαλής της διαδικασίας. Η επιλογή των κατηγοριών προϊόντων και των κλάδων που θα συμμετάσχουν στην πιλοτική φάση θα βασιστεί σε παράγοντες όπως το μέγεθος των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η προθυμία των ενδιαφερομένων να συμβάλουν ή να τεθούν επικεφαλής, η ανάγκη να εξασφαλιστεί η συμπερίληψη ποικίλων προϊόντων (συμπεριλαμβανομένων σύνθετων προϊόντων) και κλάδων (με δυναμική αλυσίδα εφοδιασμού), η διαθεσιμότητα υφιστάμενων εργασιών[35] και η διαθεσιμότητα δεδομένων κύκλου ζωής. Η επιτυχία αυτής της πιλοτικής φάσης θα αξιολογηθεί με βάση την ποικιλία και την αντιπροσωπευτικότητα των επιλεγέντων προϊόντων και κλάδων, καθώς και τον αριθμό και τη σημασία των εμπλεκόμενων ενδιαφερομένων, συμπεριλαμβανομένης της κατάλληλης εκπροσώπησης των ΜΜΕ και των ΜΚΟ, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το κόστος, τα οφέλη και τον χρόνο που συνεπάγεται η εφαρμογή των μεθόδων. Η Επιτροπή θα αναφέρει τακτικά την επιτευχθείσα πρόοδο στα κράτη μέλη και στους λοιπούς ενδιαφερομένους στο πλαίσιο των τακτικών συνεδριάσεων της ομάδας εργασίας IPP/SCP[36].

Η Επιτροπή είναι διατεθειμένη να αξιολογήσει εναλλακτικές προσεγγίσεις αντί του PEF και του OEF, ικανές να επιτύχουν στόχους συγκρίσιμους με εκείνους που αναφέρονται ανωτέρω. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή προτίθεται να υποβάλει τα τελικά αποτελέσματα της πιλοτικής φάσης σε διαδικασία ανεξάρτητης αξιολόγησης από ομοτίμους, για την αντιπαραβολή αυτών των αποτελεσμάτων με τα αποτελέσματα πιθανών εναλλακτικών μεθόδων που προτείνονται από τους ενδιαφερομένους. Για να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συγκριτικής αξιολόγησης από ομοτίμους, οι εναλλακτικές μέθοδοι πρέπει να έχουν δοκιμαστεί από τους προτείνοντες ενδιαφερομένους, υπό παρόμοιες συνθήκες δοκιμής. Η εν λόγω ανεξάρτητη αξιολόγηση από ομοτίμους θα βοηθήσει την Επιτροπή να επιλέξει την πιο ελπιδοφόρα και εφικτή επιλογή για την επίτευξη των στόχων πολιτικής που ορίζονται στην παρούσα ανακοίνωση.

4.3.3.     «Οικολογικοί ισχυρισμοί» και βελτίωση της καθοδήγησης σχετικά με την οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές

Δεν υπάρχει ειδική νομοθεσία της ΕΕ που να εναρμονίζει όλους τους ισχυρισμούς και τις εμπορικές πρακτικές σχετικά με τα πράσινα προϊόντα. Η ΕΕ έχει ρυθμίσει τη χρήση των ισχυρισμών είτε με την ενσωμάτωση απαιτήσεων σε ειδικές νομοθετικές πράξεις που διέπουν τις επιδόσεις διαφόρων τύπων προϊόντων (όπως για παράδειγμα ο κανονισμός «Energy Star»[37]), είτε με τον καθορισμό γενικών κανόνων για την πρόληψη των παραπλανητικών περιβαλλοντικών ισχυρισμών, αφήνοντας την κατά περίπτωση[38] ερμηνεία και επιβολή των σχετικών κανόνων στη διακριτική ευχέρεια των εθνικών αρχών, όπως προβλέπεται από την οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές[39].

Στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, το 2009 η Επιτροπή εξέδωσε ειδικά καθοδηγητικά έγγραφα για την προώθηση της χρήσης σαφών, επακριβών και σχετικών περιβαλλοντικών ισχυρισμών στο πλαίσιο του μάρκετινγκ και της διαφήμισης. Η Επιτροπή προτίθεται να παράσχει περαιτέρω καθοδήγηση σχετικά με το θέμα αυτό, για να εξασφαλιστεί η ορθή και ενιαία εφαρμογή στα κράτη μέλη. Για τον σκοπό αυτό, στο πλαίσιο της εφαρμογής του θεματολογίου για τους καταναλωτές[40], η Επιτροπή έχει ήδη ξεκινήσει διάλογο με τους ενδιαφερομένους για να προσδιοριστούν οι προκλήσεις και οι βέλτιστες πρακτικές και να συμφωνηθούν βασικές συστάσεις για μελλοντική δράση[41].

4.3.4.     Γνωστοποίηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων των προϊόντων και των οργανισμών

Η ακατάλληλη γνωστοποίηση πληροφοριών ενδέχεται να προκαλέσει σύγχυση στους παραλήπτες ή να τους παραπλανήσει, να παρεμποδίσει τη λήψη αποφάσεων και να υποσκάψει την εμπιστοσύνη στους περιβαλλοντικούς ισχυρισμούς. Για τον λόγο αυτό και βασιζόμενη στην πείρα που αποκτήθηκε από τον πολυμερή διάλογο ενδιαφερομένων, η Επιτροπή προτείνει ένα σύνολο αρχών που πρέπει να εφαρμόζονται κατά τη γνωστοποίηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων των προϊόντων και των οργανισμών.

(1) Διαφάνεια: οι οικονομικοί φορείς πρέπει να δημοσιοποιούν πληροφορίες όχι μόνο σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιδόσεις των προϊόντων και οργανισμών, αλλά και σχετικά με τον τρόπο παραγωγής των πληροφοριών, και συγκεκριμένα τη διαδικασία αξιολόγησης, τη μέθοδο, την πηγή των δεδομένων, τα κριτήρια κ.λπ.

(2) Διαθεσιμότητα και προσβασιμότητα: οι οικονομικοί φορείς πρέπει να γνωστοποιούν με απλή και άμεσα κατανοητή μορφή τις πληροφορίες για τις περιβαλλοντικές επιδόσεις του προϊόντος που σχετίζονται με τις πιο σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Οι ουσιώδεις πληροφορίες πρέπει να συμπληρώνονται με τη διάθεση λεπτομερών πληροφοριών μέσω επιπρόσθετων διαύλων επικοινωνίας, όπως ιστότοποι, εφαρμογές έξυπνων τηλεφώνων κ.λπ.

(3) Αξιοπιστία: οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται πρέπει να είναι επιστημονικά ακριβείς και επαληθεύσιμες, ώστε να εξασφαλίζεται η εμπιστοσύνη των χρηστών στους οικολογικούς ισχυρισμούς.

(4) Πληρότητα: οι οικονομικοί φορείς πρέπει να παρέχουν πληροφορίες για όλες τις κατηγορίες περιβαλλοντικών επιπτώσεων που σχετίζονται με το προϊόν και τον οργανισμό με οικονομικά αποδοτικό τρόπο.

(5) Συγκρισιμότητα: οι οικονομικοί φορείς πρέπει να πραγματοποιούν συνεπείς μεθοδολογικές επιλογές, ώστε να εξασφαλίζεται διαχρονικά η συγκρισιμότητα των πληροφοριών για τις περιβαλλοντικές επιδόσεις συγκεκριμένης κατηγορίας προϊόντων ή συγκεκριμένου κλάδου. Στο μέτρο του δυνατού, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μέθοδοι που επιτρέπουν τη σύγκριση των περιβαλλοντικών επιδόσεων μεταξύ προϊόντων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία προϊόντων και μεταξύ οργανισμών που δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο.

(6) Σαφήνεια: οι οικονομικοί φορείς πρέπει να παρουσιάζουν τις πληροφορίες με τρόπο σαφή, ακριβή και πλήρως κατανοητό για τους χρήστες. Το περιεχόμενο των πληροφοριών πρέπει επίσης να είναι σαφές: το εύρος και η πολυπλοκότητα των πληροφοριών θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στους στοχευόμενους αποδέκτες, στα χαρακτηριστικά του προϊόντος, καθώς και στον σκοπό της γνωστοποίησης.

Η χρήση υφιστάμενων και κοινών προσεγγίσεων, προτύπων και μεθόδων, όπως το PEF και το OEF, θα συνέβαλε σημαντικά στην εξασφάλιση της τήρησης των αρχών αυτών.

4.4.        Η δεύτερη φάση: αξιολόγηση και μελλοντική πολιτική

Μετά την πιλοτική φάση, η Επιτροπή θα αξιολογήσει την επιτευχθείσα πρόοδο προτού λάβει απόφαση για τη μελλοντική πορεία (τη «δεύτερη φάση»). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα εκτιμήσει κατά πόσον οι μέθοδοι, οι δείκτες αναφοράς επιδόσεων των προϊόντων και των κλάδων, καθώς και τα κίνητρα σημείωσαν επιτυχία, ώστε να μπορέσουν να εφαρμοστούν σε μέσα πολιτικής. Ειδικότερα, η Επιτροπή θα εκτιμήσει κατά πόσον μπορούν να ενσωματωθούν περαιτέρω σε ένα ευρύτερο φάσμα ήδη υφιστάμενων ή νέων πράξεων για να βελτιωθούν οι περιβαλλοντικές επιδόσεις των προϊόντων στην αγορά της ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τη χρήση των πιθανών κατάλληλων μέσων, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών προτύπων. Με βάση τα αποτελέσματα της εκτίμησης αυτής, η Επιτροπή θα εκπονήσει κατάλληλες προτάσεις, όπως προβλέπεται στην πρότασή της για ένα νέο ενωσιακό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον έως το 2020[42].

5.           Το παγκόσμιο πλαίσιο και η διεθνής συνεργασία

Ο κόσμος προχωρά με ταχείς ρυθμούς στον τομέα της μέτρησης και της γνωστοποίησης των περιβαλλοντικών επιδόσεων, παρομοίως με τις εξελίξεις σε επίπεδο κρατών μελών. Για παράδειγμα, η Ελβετία εξετάζει το ενδεχόμενο να προτείνει το 2013 νομοθεσία για τη θέσπιση πολυκριτηριακής ανάλυσης κύκλου ζωής των προϊόντων και της γνωστοποίησής της στους καταναλωτές. Η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Αυστραλία και ο Καναδάς χρησιμοποιούν επίσης προσεγγίσεις ΑΚΖ για τη χάραξη πολιτικής. Η Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος των H.Π.A. έχει τεθεί επικεφαλής της εκπόνησης ενός εγγράφου καθοδήγησης σχετικά με τον τρόπο κατάρτισης κανόνων ανά κατηγορία προϊόντων. Η κοινοπραξία Sustainability Consortium είναι μία από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές πρωτοβουλίες όσον αφορά τον προσδιορισμό και τη γνωστοποίηση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος προϊόντων. Αναδύονται επίσης νέες πρωτοβουλίες, όπως το Sustainability Accounting Standards Board.

Αυτές οι εν εξελίξει προσπάθειες είναι θετικές, αλλά υπάρχει ανησυχία ότι οι περισσότερες από αυτές αναπτύσσονται σε σχετική απομόνωση, ενώ οι όλο και περισσότερο παγκοσμιοποιημένες και πολυσύνθετες αλυσίδες εφοδιασμού απαιτούν μια πιο συντονισμένη προσέγγιση η οποία, για παράδειγμα, θα μπορούσε να βελτιώσει την ανταλλαξιμότητα και διαλειτουργικότητα των υφιστάμενων εργαλείων και πλατφορμών. Αναμένεται ότι θα υπάρξουν ορισμένες μεθοδολογικές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, θα απαιτηθούν πιο εστιασμένες και φιλόδοξες δράσεις και βελτιωμένη επίτευξη συναίνεσης.

Η ΕΕ προτίθεται να συνεργαστεί ενεργά με βασικούς εμπορικούς εταίρους προκειμένου να ενθαρρύνει μια πιο συντονισμένη προσέγγιση στις μεθοδολογικές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο, με ανοικτή και διαφανή διαδικασία διαβούλευσης, προσβάσιμη σε όλους τους ενδιαφερομένους, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του δεκαετούς πλαισίου προγραμμάτων για τη βιώσιμη κατανάλωση και παραγωγή, που εγκρίθηκε στη διάσκεψη κορυφής Ρίο+20. Η επιτευχθείσα πρόοδος θα αναφέρεται στα κράτη μέλη και στους λοιπούς ενδιαφερομένους στο πλαίσιο των τακτικών συνεδριάσεων IPP/SCP.

Η ΕΕ παρέχει επίσης χρηματοδοτική στήριξη στο Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP) για τις δραστηριότητες δημιουργίας ικανοτήτων στις αναπτυσσόμενες χώρες και τις αναδυόμενες οικονομίες όσον αφορά θέματα όπως το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, οι μέθοδοι ανάλυσης κύκλου ζωής και η συλλογή δεδομένων.

Η σταδιακή εφαρμογή των μεθόδων PEF και OEF σε ολόκληρη την ΕΕ θα ωφελήσει και τις επιχειρήσεις εκτός της ΕΕ, δεδομένου ότι θα προσφέρει στις επιχειρήσεις που επιθυμούν να εισέλθουν στην αγορά της ΕΕ δύο μόνο σημεία αναφοράς, σε σύγκριση με το σημερινό συνονθύλευμα συστημάτων που εφαρμόζονται σε εθνικό επίπεδο. Αυτό θα μειώσει το διοικητικό κόστος για τους εξαγωγείς και θα διευρύνει την προσφορά πράσινων προϊόντων στην ενιαία αγορά.

[1]               COM(2011) 571 τελικό.

[2]                      Δεκαετές πλαίσιο προγραμμάτων για βιώσιμες πρακτικές κατανάλωσης και παραγωγής. A/CONF.216/5.

[3]                      Έκθεση της επιτροπής υψηλού επιπέδου για την παγκόσμια αειφορία, που έχει συσταθεί από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, με τον τίτλο «Resilient People, Resilient Planet: A future worth choosing» (Ανθεκτικά άτομα, ανθεκτικός πλανήτης: άξια επιλογή μέλλοντος), 2012.

[4]               Βλέπε για παράδειγμα «Προοπτικές για τη βιοποικιλότητα σε παγκόσμιο επίπεδο - 2» της γραμματείας της Σύμβασης για τη Βιοποικιλότητα (2006) και http://unfccc.int/essential_background/items/6031.php

[5]               Περιβαλλοντικές προοπτικές έως το 2050 (ΟΟΣΑ, 2012).

[6]               Department for Business, Innovations and Skills (2012): Low Carbon Environmental Goods and Services.

[7]               Green Seal (2009): Green Buying Research.

[8]               Το 2012 ο αριθμός των ατόμων που προβλέπεται να εργαστούν σε οικολογικές βιομηχανίες ειδικά στην ΕΕ αναμένεται να ανέλθει σε 3,4 εκατομμύρια από τα 2,7 εκατομμύρια που ήταν το 2008, αποδεικνύοντας ότι, ακόμη και στο σημερινό οικονομικό κλίμα, υπάρχει δυναμικό ανάπτυξης της απασχόλησης στον πράσινο τομέα. Βλέπε «Ετήσια Επισκόπηση της Ανάπτυξης 2013», COM(2012) 750 τελικό, http://ec.europa.eu/europe2020/pdf/ags2013_el.pdf.

[9]               Οδηγία 2010/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ένδειξη της κατανάλωσης ενέργειας και λοιπών πόρων από τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα μέσω της επισήμανσης και της παροχής ομοιόμορφων πληροφοριών σχετικά με αυτά, ΕΕ L 153 της 18.6.2010, σ. 1-12.

[10]             Από πολυάριθμες μελέτες προκύπτει ότι το μερίδιο αγοράς των προϊόντων με καλύτερες περιβαλλοντικές επιδόσεις είναι σχετικά μικρό, μέχρι 5% σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων σε ορισμένα κράτη μέλη. Βλέπε έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων για περισσότερες λεπτομέρειες.

[11]             Βλέπε έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων.

[12]             Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής «Exploiting the employment potential of green growth» (Αξιοποίηση του δυναμικού απασχόλησης της πράσινης ανάπτυξης), SWD(2012) 92 τελικό, που συνοδεύει την ανακοίνωση με τίτλο «Στοχεύοντας σε μια ανάκαμψη με άφθονες θέσεις απασχόλησης».

[13]             Η Δανία, η Σουηδία και η Φινλανδία καταλαμβάνουν τις υψηλότερες θέσεις παγκοσμίως όσον αφορά τις καθαρές τεχνολογίες, αλλά το ίδιο ισχύει για σημαντικούς ανταγωνιστές, όπως οι ΗΠΑ. Η Κίνα και η Ινδία προηγούνται ήδη των Κάτω Χωρών, της Αυστρίας, του Βελγίου, της Γαλλίας και της Ισπανίας. Βλέπε έκθεση «Global Cleantech Innovation Index 2012», CleanTech Group και WWF.

[14]                    Οι μέθοδοι μέτρησης των περιβαλλοντικών επιδόσεων των προϊόντων και οργανισμών μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δύο βασικές κατηγορίες: 1) μέτρηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων μέσω των άμεσων επιπτώσεων (δηλαδή, των επιπτώσεων που μπορούν να αποδοθούν άμεσα στο προϊόν/στον οργανισμό, όπως για παράδειγμα τα επικίνδυνα απόβλητα που προκύπτουν από την παραγωγή). Μεταξύ των μεθόδων αυτών, ορισμένες καλύπτουν μία μόνο περιβαλλοντική επίπτωση (π.χ. πεδίο εφαρμογής 1 του πρωτοκόλλου για τα αέρια θερμοκηπίου), ενώ άλλες καλύπτουν περισσότερες (π.χ. βασικοί δείκτες επιδόσεων του EMAS)· 2) μέτρηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων μέσω των άμεσων και έμμεσων επιπτώσεων (δηλαδή, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων σε άλλα στάδια του κύκλου ζωής, π.χ. εξόρυξη, εφοδιαστική, χρήση, τέλος του κύκλου ζωής – ανάλυση κύκλου ζωής). Μεταξύ των μεθόδων αυτών, ορισμένες καλύπτουν μία μόνο περιβαλλοντική επίπτωση (π.χ., εκ νέου, πεδίο εφαρμογής 1 του πρωτοκόλλου για τα αέρια θερμοκηπίου), ενώ άλλες καλύπτουν περισσότερες (π.χ. το οικολογικό σήμα της ΕΕ).

[15]             Η ανάλυση κύκλου ζωής (ΑΚΖ) είναι ένα καθιερωμένο μεθοδολογικό εργαλείο που εφαρμόζει την αντίληψη του κύκλου ζωής με ποσοτικό τρόπο στην περιβαλλοντική ανάλυση των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με διεργασίες ή προϊόντα. Ένα βασικό χαρακτηριστικό της ανάλυσης κύκλου ζωής είναι η ολιστική εστίαση σε προϊόντα ή διεργασίες και στις λειτουργίες τους, λαμβάνοντας υπόψη τις δραστηριότητες προηγούμενου και επόμενου σταδίου. Έτσι, για παράδειγμα, η ΑΚΖ ενός προϊόντος περιλαμβάνει το σύνολο των παραγωγικών διεργασιών και των υπηρεσιών που συνδέονται με το προϊόν σε όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του, από την εξόρυξη των πρώτων υλών, την παραγωγή των υλικών που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του προϊόντος, τη χρήση του προϊόντος έως και την ανακύκλωσή του και/ή την τελική διάθεση ορισμένων συστατικών του. αυτός ο πλήρης κύκλος ζωής συχνά αποκαλείται «από τη γέννηση στον θάνατο».

[16]             Βλ. http://ec.europa.eu/environment/consultations/sustainable.htm.

[17]             Γερμανία, Σουηδία, Νορβηγία, Ιαπωνία, Νότια Κορέα και Ταϊβάν.

[18]                    Ειδικό Ευρωβαρόμετρο 295 «Attitudes of European citizens towards the environment» (Στάση των ευρωπαίων πολιτών έναντι του περιβάλλοντος), 2008, σ. 27· Ευρωβαρόμετρο, Europeans’ attitudes towards the issue of sustainable consumption and production (Στάση των ευρωπαίων πολιτών έναντι του θέματος της βιώσιμης κατανάλωσης και παραγωγής), 2009.

[19]             ΟΟΣΑ (2011), Environmental Claims – Findings and Conclusions of the OECD Committee on Consumer Policy (Περιβαλλοντικοί ισχυρισμοί – Διαπιστώσεις και συμπεράσματα της επιτροπής του ΟΟΣΑ για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών). - DEFRA (2010), Assessment of Green Claims on Product Packaging (Αξιολόγηση των πράσινων ισχυρισμών σχετικά με τις συσκευασίες προϊόντων).

[20]                    Έκτακτο Ευρωβαρόμετρο 256 για τη στάση των ευρωπαίων πολιτών έναντι της βιώσιμης κατανάλωσης και παραγωγής, 2009. Επιπλέον, το Έκτακτο Ευρωβαρόμετρο 332 του 2012, σ. 11, έδειξε ότι σχεδόν το 1/3 των καταναλωτών της ΕΕ διαπίστωσε την ύπαρξη παραπλανητικών πληροφοριών σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις προϊόντων. Βλέπε έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων για περισσότερα στοιχεία.

[21]             Για λεπτομερέστερη ανάλυση της σχέσης αυτής, παρακαλούμε να ανατρέξετε στην έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων.

[22]             Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Ολοκληρωμένη Πολιτική Προϊόντων - Οικοδομώντας στην συνεκτίμηση του περιβαλλοντικού κύκλου ζωής. COM/2003/0302 τελικό.

[23]             Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών όσον αφορά το σχέδιο δράσης για τη βιώσιμη κατανάλωση και παραγωγή και τη βιώσιμη βιομηχανική πολιτική. COM/2008/0397 τελικό.

[24]             http://lct.jrc.ec.europa.eu/pdf-directory/ILCD-Handbook-General-guide-for-LCA-DETAIL-online-12March2010.pdf.

[25]             Βλέπε συμπεράσματα του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 2010, στα οποία καλείται η Επιτροπή «να αναπτύξει μια κοινή μέθοδο για την ποσοτική αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των προϊόντων σε όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους».

[26]                    Analysis of Existing Environmental Footprint Methods for Products and Organizations: Recommendations, Rationale, and Alignment (Ανάλυση υφιστάμενων μεθόδων περιβαλλοντικού αποτυπώματος για προϊόντα και οργανισμούς: συστάσεις, σκεπτικό και ευθυγράμμιση) ΚΚΕρ, 2011, http://ec.europa.eu/environment/eussd/pdf/Deliverable.pdf.

[27]             Η δοκιμή πραγματοποιήθηκε το 2011-2012. Οι μεθοδολογίες υποβλήθηκαν σε δοκιμή για 10 προϊόντα (γεωργία, λιανική πώληση, κατασκευές, χημικά προϊόντα, ΤΠΕ, τρόφιμα, μεταποίηση - υποδήματα, τηλεοπτικές συσκευές, χαρτί) και 10 οργανισμούς (λιανική πώληση, τρόφιμα, παραγωγή ενέργειας, υδροδότηση, ζωοτροφές, δημόσιος τομέας, ΤΠΕ, ορυχεία, χημικά προϊόντα και χαρτοποιία). Βλ. παράρτημα 9 της έκθεσης εκτίμησης επιπτώσεων για λεπτομέρειες.

[28]             Το τελικό σχέδιο των μεθόδων και λεπτομέρειες σχετικά με τη διαδικασία ανάπτυξης του PEF και του OEF διατίθενται στην εξής διεύθυνση: http://ec.europa.eu/environment/eussd/product_footprint.htm.

[29]             Αλλαγή του κλίματος· καταστροφή του όζοντος· τοξικότητα για τον άνθρωπο – καρκινογόνες επιδράσεις· τοξικότητα για τον άνθρωπο – μη καρκινογόνες επιδράσεις· αιωρούμενα σωματίδια/αναπνευστικές ανόργανες ύλες· ιοντίζουσα ακτινοβολία· φωτοχημικός σχηματισμός όζοντος· οξίνιση· ευτροφισμός – χερσαία οικοσυστήματα· ευτροφισμός – υδάτινα οικοσυστήματα· οικοτοξικότητα – γλυκά ύδατα· χρήση γης· εξάντληση πόρων – νερό· εξάντληση πόρων – ορυκτά και ορυκτά καύσιμα.

[30]             Βλέπε την έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων για λεπτομερή επεξήγηση των τεχνικών στοιχείων του PEF και του OEF.

[31]             Οι PEFCR είναι μια δέσμη κανόνων που συμπληρώνουν τη γενική μεθοδολογική καθοδήγηση για τις μελέτες PEF, παρέχοντας περαιτέρω εξειδίκευση σε επίπεδο συγκεκριμένης κατηγορίας προϊόντος. Οι OEFSR είναι μια δέσμη κανόνων που συμπληρώνουν τη γενική μεθοδολογική καθοδήγηση για τις μελέτες OEF, παρέχοντας περαιτέρω εξειδίκευση σε κλαδικό επίπεδο.

[32]             Μέθοδος του αποτυπώματος άνθρακα στον τομέα των ΤΠΕ που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του εγγράφου COM(2010)245 τελικό με τίτλο «Ψηφιακό θεματολόγιο για την Ευρώπη», πρωτόκολλο Envifood που καταρτίστηκε από την ευρωπαϊκή στρογγυλή τράπεζα για τη βιώσιμη κατανάλωση και παραγωγή τροφίμων (Food SCP), εργασίες τυποποίησης σχετικά με τη «Βιωσιμότητα κατασκευαστικών έργων» στο πλαίσιο της Τεχνικής Επιτροπής CEN 350.

[33]                    Π.χ. χρήση των μελετών PEF ως μέσο για τον προσδιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που έχουν σημασία κατά την εκπόνηση κριτηρίων για το οικολογικό σήμα ή για τις πράσινες δημόσιες συμβάσεις· χρήση των OEFSR για τα τομεακά έγγραφα αναφοράς EMAS.

[34]                    Ο καθορισμός σημείου αναφοράς περιλαμβάνει τον προσδιορισμό του μέσου μοντέλου που διατίθεται στην αγορά και τον ορισμό κατηγοριών περιβαλλοντικών επιδόσεων βάσει της ανάλυσης αυτής.

[35]             Π.χ. κανόνες ανά κατηγορία προϊόντων που καταρτίστηκαν στο πλαίσιο του γαλλικού πειράματος Grenelle II ή άλλων διεθνών προγραμμάτων, όπως το σουηδικό EPD ή το ιαπωνικό Eco-leaf, ή των τομεακών εγγράφων αναφοράς EMAS.

[36]             Βλ. http://ec.europa.eu/environment/ipp/ipp_wg.htm.

[37]             Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 106/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με το κοινοτικό πρόγραμμα επισήμανσης της ενεργειακής απόδοσης του εξοπλισμού γραφείου.

[38]             SEC(2009) 1666 – Chapter 2.5 Misleading Environmental Claims in Guidance on the implementation/application of Directive 2005/29/EC on unfair commercial practices (Κεφάλαιο 2.5 Παραπλανητικοί οικολογικοί ισχυρισμοί στο έγγραφο με τίτλο «Καθοδήγηση για την εκτέλεση και εφαρμογή της οδηγίας 2005/29/ΕΚ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές»).

[39]             Οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές»), ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 22.

[40]             Ευρωπαϊκό θεματολόγιο για τους καταναλωτές – Προώθηση της εμπιστοσύνης και της ανάπτυξης, COM(2012) 225 τελικό.

[41]             Πολυμερής διάλογος ενδιαφερομένων σχετικά με τους περιβαλλοντικούς ισχυρισμούς (MDEC), υπό την προεδρία των ΓΔ SANCO, JUST και ENV. Στις 18 Μαρτίου παρουσιάστηκε στην Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Καταναλωτών 2013 έκθεση η οποία περιλαμβάνει τα κύρια πορίσματα και τα συμπεράσματα του MDEC, http://www.european-consumer-summit.eu.

[42]             COM(2012) 710 τελικό.