52012DC0271

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ Ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές: σημαντικός παράγοντας στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας /* COM/2012/0271 final */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

Ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές: σημαντικός παράγοντας στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

1.           Εισαγωγή

Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας καθιστούν δυνατή τη διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού μας. Με τον τρόπο αυτό αυξάνεται η ασφάλεια του εφοδιασμού μας και βελτιώνεται η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, καθώς δημιουργούνται νέοι βιομηχανικοί κλάδοι, θέσεις απασχόλησης, οικονομική μεγέθυνση και ευκαιρίες εξαγωγών ενώ παράλληλα μειώνονται οι εκπομπές θερμοκηπικών αερίων στην Ευρώπη. Με ισχυρή ανάπτυξη της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μέχρι το 2030 θα ήταν δυνατό να δημιουργηθούν περισσότερες από 3 εκατομμύρια θέσεις απασχόλησης[1], συμπεριλαμβανομένων εκείνων στις μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις. Η διατήρηση της ηγετικής θέσης της Ευρώπης στον κλάδο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα αυξήσει επίσης την ανταγωνιστικότητά μας σε παγκόσμιο επίπεδο, δεδομένου ότι οι βιομηχανικοί κλάδοι «καθαρής τεχνολογίας» καθίστανται όλο και σημαντικότεροι σε όλη την υφήλιο. Το 2007 η Ευρωπαϊκή Ένωση καθόρισε ως στόχους να επιτύχει έως το 2020 μερίδιο 20% της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στη συνολική ενεργειακή κατανάλωση και μερίδιο 10% της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στις μεταφορές, και πλαισίωσε αυτόν τον διπλό στόχο με σειρά υποστηρικτικών πολιτικών[2]. Ο στόχος για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές είναι ένας από τους πρωταρχικούς στόχους της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» για την έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Στις αρχές του 2012, οι πολιτικές αυτές είχαν ήδη αρχίσει να αποδίδουν καρπούς και η ΕΕ είναι πλέον στη σωστή πορεία για να επιτύχει τους εν λόγω στόχους[3] (βλ. κεφάλαιο 1 του εγγράφου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής).

Ωστόσο, λόγω της οικονομικής κρίσης, οι επενδυτές είναι πλέον διστακτικοί όσον αφορά τον τομέα της ενέργειας. Στις απελευθερωμένες ενεργειακές αγορές της Ευρώπης, η ανάπτυξη της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές εξαρτάται από τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος με τη σειρά του βασίζεται στη σταθερότητα της πολιτικής για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Οι επενδύσεις σε υποδομή, βιομηχανική παραγωγή και εφοδιαστική απαιτούν επίσης επενδύσεις σε εγκαταστάσεις δοκιμών, παραγωγής καλωδίων, σε εργοστάσια και σε πλοία για την κατασκευή υπεράκτιων αιολικών εγκαταστάσεων. Παράλληλα με την αυστηρή εφαρμογή και επιβολή της οδηγίας για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές[4], χρειάζεται μακροπρόθεσμη πολιτική για την εξασφάλιση των αναγκαίων επενδύσεων.

Ο ενεργειακός χάρτης πορείας για το 2050[5] βασίζεται στην ενιαία αγορά ενέργειας[6], στην εφαρμογή της δέσμης μέτρων για την ενεργειακή υποδομή και στους στόχους για το κλίμα που περιγράφονται στον «Χάρτη πορείας για την οικονομία χαμηλών επιπέδων ανθρακούχων εκπομπών το 2050»[7]. Ανεξαρτήτως του σεναρίου που θα επιλεχθεί, το μεγαλύτερο μερίδιο του ενεργειακού εφοδιασμού το 2050 θα προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές. Η ισχυρή ανάπτυξη της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές είναι η καλούμενη «αναμφιβόλως θετική» επιλογή. Ωστόσο, παρά το πλαίσιο για ισχυρή ανάπτυξη μέχρι το 2020, στον χάρτη πορείας προβλέπεται ότι η αύξηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα ακολουθήσει φθίνουσα πορεία μετά το 2020 εάν δεν ληφθούν περαιτέρω μέτρα, λόγω του υψηλότερου κόστους και των φραγμών σε σύγκριση με τα ορυκτά καύσιμα. Η έγκαιρη σαφήνεια, σε πολιτικό επίπεδο, σχετικά με το καθεστώς μετά το 2020 θα έχει ως αποτέλεσμα πραγματικά οφέλη για τους επενδύοντες στον κλάδο βιομηχανία και σε υποδομή, καθώς και άμεσα οφέλη για τους επενδύοντες στην ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.

Το ισχύον πλαίσιο για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, η οδηγία 2009/28/ΕΚ, αποσκοπεί στην εξασφάλιση της επιτυχίας των στόχων του 2020 για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Στην οδηγία αυτή προβλέπεται ότι το 2018 θα καταρτιστεί χάρτης πορείας για μετά το 2020. Ωστόσο, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι έχουν ήδη αρχίσει να ζητούν την χάραξη σαφούς πολιτικής για την μετά το 2020 εξέλιξη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι σημαντικό να αρχίσει τώρα η χάραξη της πολιτικής για την περίοδο μετά το 2020. Στην παρούσα ανακοίνωση εξηγείται με ποιον τρόπο η ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές ενσωματώνεται στην ενιαία αγορά. Παρέχονται ορισμένες κατευθύνσεις σχετικά με το ισχύον πλαίσιο μέχρι το 2020 και σκιαγραφούνται πιθανές επιλογές πολιτικής για μετά το 2020, ώστε να εξασφαλιστεί συνέχεια και σταθερότητα, που θα καταστήσουν δυνατό να εξακολουθήσει στην Ευρώπη η ανάπτυξη της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μέχρι το 2030 και μετέπειτα. Η παρούσα ανακοίνωση συνοδεύεται από υπηρεσιακό έγγραφο εργασίας και εκτίμηση επιπτώσεων.

2.           Ενσωμάτωση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά

Για να επιτευχθεί ο στόχος του 20%, στην οδηγία για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές[8] καθορίστηκαν υποχρεωτικοί εθνικοί στόχοι. Για να επιτύχουν αυτούς τους στόχους, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν καθεστώτα στήριξης και μέτρα συνεργασίας (άρθρα 3, 6 έως 9). Με βάση τα εθνικά σχέδια δράσης για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, τα συστήματα στήριξης που εφάρμοσαν τα κράτη μέλη και τις συνεχείς επενδύσεις σε Ε&Α, ο κλάδος της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην Ευρώπη αναπτύχθηκε πολύ ταχύτερα απ’ ό,τι προβλεπόταν όταν καταρτίστηκε η οδηγία. Οι παραγωγοί ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές καθίστανται σημαντικοί παράγοντες της ενεργειακής αγοράς.

Εξελίξεις στην αγορά και κόστος

Η εντυπωσιακή ανάπτυξη των αγορών ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές είναι ενδεικτική της σημαντικής «ωρίμασης» των σχετικών τεχνολογιών. Την πενταετία μέχρι το 2010, το μέσο κόστος για φωτοβολταϊκά συστήματα μειώθηκε κατά 48% και το κόστος για τα επιμέρους δομοστοιχεία τους κατά 41%. Ο κλάδος αναμένει περαιτέρω πτώση του κόστους, λόγω της ανάπτυξης που οφείλεται στις πολιτικές στήριξης που ακολουθούν επί του παρόντος οι κυβερνήσεις, στις μεταρρυθμίσεις και στην άρση των φραγμών στην αγορά. Το κόστος της επένδυσης σε χερσαίες εγκαταστάσεις αιολικής ενέργειας μειώθηκε κατά 10% μεταξύ 2008 και 2012. Η παραγωγή ενέργειας από φωτοβολταϊκά συστήματα και από υπεράκτιες εγκαταστάσεις αιολικής ενέργειας αναμένεται ότι έως το 2020 θα έχει καταστεί ανταγωνιστική σε αρκετές αγορές. Ωστόσο, για την επίτευξη ανταγωνιστικότητας απαιτείται ανάληψη πολιτικών δεσμεύσεων για ρυθμιστικά πλαίσια που θα υποστηρίζουν την βιομηχανική πολιτική, την ανάπτυξη τεχνολογίας και την άρση των στρεβλώσεων στην αγορά. Είναι διαφορετική η πορεία ωρίμασης άλλων τεχνολογιών, των οποίων οι κεφαλαιουχικές δαπάνες αναμένεται επίσης ότι θα είναι εν γένει φθίνουσες.

Είναι σημαντικό να συνεχίσουμε να αξιοποιούμε κάθε εργαλείο που έχουμε στη διάθεσή μας για τη μείωση του κόστους, ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι τεχνολογίες για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές θα καταστούν ανταγωνιστικές και, τελικώς, θα καθοδηγούνται από την αγορά. Πρέπει να αναθεωρηθούν οι πολιτικές που εμποδίζουν τις επενδύσεις σε ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και, ιδίως, να καταργηθούν οι επιδοτήσεις στα ορυκτά καύσιμα. Λόγω της συμπληρωματικότητας της πολιτικής για το κλίμα και της πολιτικής για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πρέπει να εφαρμόζεται σταθερή τιμή για τις ανθρακούχες εκπομπές ταυτόχρονα με κατάλληλα σχεδιασμένους ενεργειακούς φόρους, ώστε να παρέχονται στους επενδυτές σαφή και ισχυρά κίνητρα να επενδύουν σε τεχνολογίες χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών και στην εξέλιξή τους. Παράλληλα, η ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές με λιγότερη ή χωρίς καθόλου ενίσχυση πρέπει να ενσωματωθεί βαθμιαία στην αγορά και, με την πάροδο του χρόνου, να συμβάλει στην σταθερότητα και την ασφάλεια του διασυνδεδεμένου δικτύου, σε ισότιμες συνθήκες με την ηλεκτροπαραγωγή από συμβατικές πηγές και με ανταγωνιστικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Μακροπρόθεσμα πρέπει να εξασφαλιστούν ισότιμες συνθήκες ανταγωνισμού.

Βελτίωση των καθεστώτων στήριξης

Το κόστος της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές δεν καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από το κόστος των έργων για ηλεκτροπαραγωγή από ενέργεια αιολική, ηλιακή, βιομάζα ή υδροηλεκτρική· το κόστος κάθε έργου εξαρτάται επίσης από τις διοικητικές[9] και τις κεφαλαιουχικές δαπάνες. Πολύπλοκες διαδικασίες αδειοδότησης, η έλλειψη υπηρεσιών μιας στάσης, η καθιέρωση διαδικασιών καταχώρισης, διαδικασίες προγραμματισμού που ενδέχεται να χρειαστούν μήνες ή έτη και ο φόβος αναδρομικών αλλαγών των καθεστώτων στήριξης είναι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο κάθε έργου (βλ. κεφάλαιο 2 του εγγράφου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής). Αυτός ο υψηλός κίνδυνος, ιδίως σε χώρες με στενότητα στην κεφαλαιαγορά, έχουν ως αποτέλεσμα πολύ υψηλό κόστος κεφαλαίου, αύξηση του κόστους των έργων για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και υπονόμευση της ανταγωνιστικότητάς τους. Κατά συνέπεια, απλουστευμένα διοικητικά καθεστώτα, σταθερά και αξιόπιστα καθεστώτα στήριξης και ευκολότερη πρόσβαση σε κεφάλαια (για παράδειγμα, μέσω δημοσίων καθεστώτων στήριξης) θα συμβάλουν στην ανταγωνιστικότητα της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Εν προκειμένω, κομβικό ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και οι εθνικοί δημόσιοι οργανισμοί. Σήμερα, οι περισσότερες τεχνολογίες για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές είναι ενταγμένες στα εθνικά καθεστώτα στήριξης[10], τα οποία όμως αφορούν μικρό μόνο μερίδιο της ενεργειακής αγοράς: λιγότερο από το ένα τρίτο του 19% της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγουμε από ανανεώσιμες πηγές δεν ανταγωνίζεται τις αγοραίες τιμές. Στον τομέα των μεταφορών όλες οι μορφές εναλλακτικών καυσίμων από ανανεώσιμες πηγές συμποσούνται στο 10%, που αποτελεί τον στόχο για τον τομέα των μεταφορών, μολονότι η εξέλιξη καθυστερεί λόγω των υψηλών τιμών των σχετικών συστημάτων μεταφορών και της ανεπαρκούς υποδομής ανεφοδιασμού με καύσιμα[11]. Οι υποχρεώσεις μίξης βιοκαυσίμων είναι συνήθης τακτική και τα βιοκαύσιμα αποτελούν περίπου το 4% των καυσίμων κίνησης. Οι προμηθευτές καυσίμων κατά κανόνα μετακυλούν το κόστος στους καταναλωτές. Στον τομέα της θέρμανσης και ψύξης (στον οποίο το 13% της ενέργειας προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές) έχει καταργηθεί η στήριξη για ορισμένες ώριμες αγορές και τεχνολογίες (π.χ. την ηλιακή θερμική ενέργεια).

Όταν θα λειτουργεί εύρυθμα η αγορά ανθρακούχων εκπομπών δεν θα χρειάζεται τελικά να παρέχεται στήριξη για ώριμες τεχνολογίες σε ανταγωνιστικές αγορές. Εν προκειμένω, σε ορισμένα κράτη μέλη, είναι υπό εξέλιξη η προσαρμογή των καθεστώτων στήριξης (15 κράτη μέλη προσφέρουν πλέον καθεστώτα στήριξης υπό τα οποία οι παραγωγοί εκτίθενται στον ανταγωνισμό με τις αγοραίες τιμές - βλ. κεφάλαιο 2 του εγγράφου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής). Είναι αναγκαίες αυτές οι μεταρρυθμίσεις των καθεστώτων στήριξης, ώστε να εξασφαλιστεί η οικονομική απόδοσή τους. Είναι αναγκαία η ταχύτερη δυνατή μετάβαση σε καθεστώτα υπό τα οποία οι παραγωγοί εκτίθενται στον κίνδυνο της αγοραίας τιμής, επειδή ενθαρρύνεται η ανταγωνιστικότητα της τεχνολογίας. Ωστόσο, για ορισμένες λιγότερο ώριμες τεχνολογίες ενδεχομένως να συνεχίσει να είναι αναγκαία κάποια μορφή Ε&Α και άλλου είδους οικονομική ή διοικητική στήριξη. Κατά συνέπεια, ενδέχεται να χρειάζονται και μετά το 2020 κάποια οικονομικώς αποδοτικά και στοχευμένα καθεστώτα στήριξης. Εύστοχο παράδειγμα σχετικού καθεστώτος είναι το «πρόγραμμα NER 300», υπό το οποίο αξιοποιούνται έσοδα από δημοπρασίες προερχόμενα από το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής εντός της ΕΕ ως έναυσμα για την επίδειξη και την έγκαιρη εμπορική εκμετάλλευση καινοτόμων τεχνολογιών ΑΠΕ.

Τις πρόσφατες αλλαγές των καθεστώτων στήριξης προκάλεσαν, σε ορισμένες περιπτώσεις, η απροσδόκητα ταχεία ανάπτυξη και, συνεπώς, η ραγδαία αύξηση των δαπανών για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, που βραχυπρόθεσμα δεν ήταν δυνατό να χρηματοδοτηθούν. Σε ορισμένα κράτη μέλη, οι αλλαγές των καθεστώτων στήριξης δεν ήταν επαρκώς διαφανείς, έχουν υιοθετηθεί απότομα και, μάλιστα, έχουν ενίοτε επιβληθεί αναδρομικά ή προβλέπουν αναστολή εφαρμογής των καθεστώτων στήριξης. Προκειμένου για νέες τεχνολογίες και επενδύσεις που εξακολουθούν να εξαρτώνται από τη στήριξη, οι πρακτικές αυτές υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών στον κλάδο. Επιπλέον, αποκλίνοντα εθνικά καθεστώτα στήριξης που βασίζονται σε διαφορετικά κίνητρα είναι δυνατό να υψώσουν φραγμούς στην είσοδο στην αγορά και να αποτρέψουν επιχειρήσεις να δραστηριοποιηθούν διασυνοριακά, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να παρεμποδίσουν την εμπορική ανάπτυξη. Αυτός ο κίνδυνος διακύβευσης της ενιαίας αγοράς πρέπει να αποφευχθεί και χρειάζεται επίσης δράση που να εξασφαλίζει τη συνοχή των προσεγγίσεων σε όλα τα κράτη μέλη, την άρση των στρεβλώσεων και την ανάπτυξη των της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές με οικονομικά αποδοτικό τρόπο. Ως ενθάρρυνση προς τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή προγραμματίζει να εκπονήσει κατευθυντήριο έγγραφο σχετικά με τη βέλτιστη πρακτική και την πείρα που αποκομίσθηκε επ’ αυτών των θεμάτων, και εάν χρειαστεί, σχετικά με την αναθεώρηση του καθεστώτος στήριξης, ώστε να συμβάλει στην εξασφάλιση μεγαλύτερης συνοχής μεταξύ των εθνικών προσεγγίσεων και στην αποφυγή κατακερματισμού της εσωτερικής αγοράς. Οι σχετικές θεμελιώδεις αρχές παρατίθενται στα κεφάλαια 3 και 4 του συνημμένου εγγράφου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής. Πρέπει να καθοριστούν θεμελιώδεις αρχές για τα καθεστώτα στήριξης, με τις οποίες να ελαχιστοποιούνται οι στρεβλώσεις στην αγορά, να αποφεύγεται υπέρμετρη αντιστάθμιση και να εξασφαλίζεται συνοχή μεταξύ των κρατών μελών. Οι εν λόγω θεμελιώδεις αρχές πρέπει να αφορούν τη διαφάνεια, την προβλεψιμότητα και την ανάγκη προώθησης της καινοτομίας[12].

Ενίσχυση της συνεργασίας και του εμπορίου

Έως τώρα, τα κράτη μέλη έχουν αναπτύξει τις δικές τους ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ώστε να συμβάλλουν στις μειώσεις των εγχώριων εκπομπών, να μειώσουν τις εισαγωγές τους ορυκτών καυσίμων και να δημιουργήσουν θέσεις απασχόλησης στο έδαφός τους. Ωστόσο, η συγκρότηση ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς και η υπό εξέλιξη επιδίωξη μείωσης του κόστους όπου αυτό είναι δυνατό, πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα ανάπτυξη του εμπορίου όλων των μορφών ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Για να διευκολυνθεί η πορεία προς τον στόχο αυτό, με την οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δημιουργήθηκαν μηχανισμοί συνεργασίας, σύμφωνα με τους οποίους επιτρέπεται η ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που παράγεται σε κράτος μέλος να καταλογίζεται στον στόχο άλλου κράτους μέλους (βλ. κεφάλαιο 4 του εγγράφου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής). Οι μηχανισμοί αυτοί δεν έχουν μέχρι τώρα αξιοποιηθεί σε ευρεία κλίμακα, παρά τα δυνητικά οικονομικά οφέλη για αμφότερες τις πλευρές[13]. Μόνον δύο κράτη μέλη[14] έχουν δηλώσει ότι θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τους μηχανισμούς συνεργασίας για να επιτύχουν τους στόχους τους για το 2020. Αναμένεται ότι δέκα κράτη μέλη[15] θα έχουν «πλεόνασμα προσφοράς» για να διαθέσουν σε άλλα κράτη μέλη. Η κατάσταση αυτή ενδέχεται ωστόσο να μεταβληθεί ως το 2020 και η Επιτροπή θα συνεχίσει να παρακολουθεί την κατάσταση εκ του σύνεγγυς.

Στα υπό εξέλιξη έργα για τα οποία θα ήταν δυνατό να αξιοποιηθούν οι μηχανισμοί συνεργασίας συγκαταλέγονται: το έργο «Helios» για ηλεκτροπαραγωγή από ηλιακή ενέργεια στην Ελλάδα, τα από κοινού έργα ή καθεστώτα στήριξης των χωρών των Βορείων Θαλασσών της Ευρώπης και παρόμοιες πρωτοβουλίες στη Νότια Μεσόγειο, καθώς και στον ευρύτερο χώρο που αφορά η Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας. Συζητούνται ήδη πρωτοβουλίες αυτού του είδους με διάφορες τρίτες χώρες[16]. Η συνεργασία για την ανάπτυξη της ηλιακής ενέργειας τόσο για οικιακή κατανάλωση όσο και για εξαγωγές μπορεί να αποτελέσει κομβικό στοιχείο ενός συνολικού θεματολογίου για την ουσιαστική ανάπτυξη οικονομικώς βιώσιμου κλάδου ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και να αναδειχθεί το δυναμικό του για την οικολογική μεγέθυνση και την απασχόληση. Για να ενθαρρυνθεί περαιτέρω η ανάπτυξη της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στις γειτονικές χώρες και με αυτές, η Επιτροπή:

α) θα διευκολύνει τη διεθνή συνεργασία για την ανάπτυξη της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, τόσο με την διευκόλυνση της πλήρους αξιοποίησης των μηχανισμών συνεργασίας που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στη Νότια Μεσόγειο και – στο πλαίσιο της ενίσχυσης του πολιτικού διαλόγου ΕΕ – Νότιας Μεσογείου στο θέμα της κλιματικής αλλαγής – θα επιδιώξει την ανάθεση εντολής για τη διαπραγμάτευση διμερών/πολυμερών συμφωνιών που θα καθιστούν δυνατή την αξιοποίηση πιστώσεων από έργα για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές στην Νότια Μεσόγειο·

β) θα προτείνει ειδικά μέτρα που θα αποσκοπούν στην προώθηση του εμπορίου ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, τα οποία θα εντάσσονται στο πλαίσιο μελλοντικής συμφωνίας με εταίρους από τη Βόρεια Αφρική, π.χ. με βάση ειδικές εντολές διαπραγμάτευσης, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για ενεργειακή κοινότητα ΕΕ – Νότιας Μεσογείου·

γ) θα προτείνει να επεκταθεί το πλαίσιο εφαρμογής της οδηγίας 2009/28/ΕΚ στις χώρες της περιφέρειας που αφορά η Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας και, ιδίως, στις χώρες της Νότιας Μεσογείου.

Με βάση τη μέχρι τώρα πείρα, η Επιτροπή θα εκπονήσει κατευθυντήριες γραμμές που θα διευκολύνουν το εμπόριο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (βλ. κεφάλαια 3 και 4 του εγγράφου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής), θα μειώσουν την πολυπλοκότητα, έτσι ώστε οι μετά το 2020 μηχανισμοί συνεργασίας να αποτελούν απλώς μέσο εμπορίου ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, σε ολόκληρη την ΕΕ και εκτός αυτής. Η περισσότερη σύγκλιση, συμπεριλαμβανομένων κοινών καθεστώτων στήριξης, θα μπορούσε να εξασφαλίσει οικονομικώς αποδοτικότερη αξιοποίηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, καθώς και ενιαία προσέγγιση περισσότερο συμβατή με την αγορά.

Μια άλλη πτυχή του διεθνούς εμπορίου και της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αφορά το εμπόριο προϊόντων και το άνοιγμα των αγορών. Στη σχετικά νέα παγκόσμια αγορά εξοπλισμού για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές διαπιστώνονται σαφείς ενδείξεις ότι η αγορά αναπτύσσεται και ο διεθνής ανταγωνισμός έχει επωφελείς επιδράσεις στην καινοτομία και το κόστος. Επιπλέον, σε αυτήν την παγκόσμια ανταγωνιστική αγορά, η ευρωπαϊκή βιομηχανία παραμένει ανταγωνιστική και πρέπει να ενισχύσει το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα. Όπως διαπιστώνεται στην περίπτωση της βιομηχανίας φωτοβολταϊκών, η προστιθέμενη αξία στην ΕΕ κυριαρχεί και δημιουργεί θέσεις απασχόλησης και οικονομική μεγέθυνση[17]. Λαμβανομένων υπόψη των οφελών του διευρυνόμενου παγκοσμίου εμπορίου, είναι σημαντικό να εξαλειφθούν οι φραγμοί στο εμπόριο, όπως λόγου χάρη οι «κανόνες τοπικού περιεχομένου» ή το μερικό κλείσιμο των αγορών δημοσίων συμβάσεων. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θα συνεχίσει να ενισχύει το δίκαιο και ελεύθερο εμπόριο στον κλάδο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

3.           Ανοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές

Ο τομέας θέρμανσης και ψύξης είναι αγορά ιδιαιτέρως τοπικής κλίμακας, που χρειάζεται τοπικές μεταρρυθμίσεις και υποδομή. Η εξέλιξη της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον τομέα των μεταφορών πραγματοποιείται στο πλαίσιο της αγοράς καυσίμων, η οποία είναι ανοικτή σε όλη την Ευρώπη, και θα ενισχυθεί λόγω της σαφήνειας που παρέχουν οι προσεχείς απαιτήσεις για την επισήμανση των καυσίμων. Στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας είναι όμως υπό εξέλιξη η δημιουργία ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.

Ανταποκρινόμενη στην έκκληση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων για ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας έως το 2014 όσον αφορά τον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, η Επιτροπή συνεργάζεται με τις ρυθμιστικές αρχές και τους ενδιαφερόμενους φορείς για την εναρμόνιση των κανόνων λειτουργίας της αγοράς και του δικτύου. Η εναρμόνιση αυτή, μαζί με την εφαρμογή της τρίτης δέσμης μέτρων, αναμένεται να οδηγήσουν σε άνοιγμα των εθνικών αγορών, στην ενίσχυση του ανταγωνισμού, της αποδοτικότητας της αγοράς και της δυνατότητας επιλογής από τους καταναλωτές. Εξάλλου, με τον τρόπο αυτό θα διευκολυνθεί η είσοδος και η ενσωμάτωση στην αγορά νέων επιχειρήσεων, στις οποίες συγκαταλέγονται μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις και άλλοι παραγωγοί ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

Κατά την εκπόνηση των νέων κανόνων πρέπει να συνεκτιμηθεί ο μεταβαλλόμενος χαρακτήρας του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, ο οποίος θα βασίζεται σε ανταγωνιστική αγορά με πολλούς ηλεκτροπαραγωγούς και σε μεγαλύτερη διακύμανση της ηλεκτροπαραγωγής από αιολική και ηλιακή ενέργεια. Η καθιέρωση αυτών των κανόνων που θα αποτυπώνουν τις ιδιαιτερότητες των νέων μορφών ηλεκτροπαραγωγής ― π.χ. καθιστώντας δυνατή την εμπορία της ηλεκτρικής ενέργειας σχεδόν σε πραγματικό χρόνο και καταργώντας τα εναπομένοντα εμπόδια για πραγματικά ενοποιημένη αγορά ― θα προσφέρει τη δυνατότητα στους παραγωγούς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές να συμμετέχουν πλήρως σε πραγματικά ανταγωνιστική αγορά και να αναλάβουν σταδιακά ίδιες ευθύνες με εκείνες των ηλεκτροπαραγωγών από συμβατικές πηγές, συμπεριλαμβανόμενης της εξισορρόπησης φορτίου.

Η απελευθερωμένη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει επίσης να εξασφαλίσει ότι οι επιχειρήσεις αποκομίζουν επαρκή κέρδη για να καλύπτουν τις επενδυτικές τους δαπάνες σε νέες μορφές ηλεκτροπαραγωγής, ώστε να διατηρείται η επάρκεια του συστήματος (δηλαδή να εξασφαλίζονται επαρκείς επενδύσεις που να εγγυώνται αδιάκοπη προσφορά ηλεκτρικής ενέργειας). Ωστόσο, οι τιμές χονδρικής για την ηλεκτρική ενέργεια, που βασίζονται στο βραχυπρόθεσμο οριακό κόστος, ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν πιέσεις συμπίεσής τους λόγω της αύξησης της ηλεκτροπαραγωγής από αιολική και ηλιακή ενέργεια (με σχεδόν μηδενικό οριακό κόστος). Η αγορά πρέπει να είναι σε θέση να αντιδρά, με μείωση της προσφοράς όταν οι τιμές είναι χαμηλές και αύξησή της όταν οι τιμές είναι υψηλές. Οι μεταβολές των αγοραίων τιμών πρέπει να ενθαρρύνουν την ευελιξία, στην οποία συμβάλλουν οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης, η ευέλικτη ηλεκτροπαραγωγή, η διαχείριση της πλευράς της ζήτησης (δεδομένου ότι οι καταναλωτές ανταποκρίνονται στα μεταβαλλόμενα τιμολόγια).

Ωστόσο, από ορισμένα κράτη μέλη εκφράζονται φόβοι ότι δεν θα επαρκέσουν οι επενδύσεις σε δυναμικότητα ηλεκτροπαραγωγής. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουν αναπτύξει σύστημα «πληρωμών δυναμικότητας», σύμφωνα με το οποίο οι κυβερνήσεις καθορίζουν τα απαιτούμενα επίπεδα δυναμικότητας ηλεκτροπαραγωγής. Η προσέγγιση αυτή ενδεχομένως να ενθαρρύνει τις επενδύσεις, αλλά από την άλλη πλευρά αποσυνδέει τις αποφάσεις επένδυσης με βάση τα μηνύματα που στέλνουν οι αγοραίες τιμές. Επιπλέον, σε περίπτωση ανεπαρκούς σχεδιασμού αυτού του συστήματος, ενδέχεται να επιφέρει «εγκλωβισμό» σε λύσεις οι οποίες επικεντρώνονται σε ηλεκτροπαραγωγή που αποτρέπει την υιοθέτηση νέων μορφών ευελιξίας. Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει αρνητικά τη συσσωρευμένη αποκεντρωμένη ηλεκτροπαραγωγή, την ανταπόκριση στη ζήτηση και τις διευρυμένες περιοχές εξισορρόπησης φορτίου. Ενδέχεται επίσης να επιφέρει κατακερματισμό των εθνικών αγορών, να υποσκάψει το διασυνοριακό εμπόριο που είναι αναγκαίο για να είναι αποδοτική η ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και να εξαπλωθεί εμπορικά η ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.

Προκειμένου οι ρυθμίσεις για την αγορά να αποφέρουν τις αναγκαίες επενδύσεις σε ευελιξία, οφείλουμε να εξασφαλίσουμε ότι είναι κατάλληλες για να ενταχθούν στην αγορά πολλές περισσότερες επιχειρήσεις, νέα προϊόντα και τεχνολογίες, με την διεύρυνση των αγορών εξισορρόπησης. Οι ρυθμίσεις στην αγορά πρέπει να είναι συνεπείς με την ενιαία αγορά και να καταρτιστούν και να βελτιωθούν αναλόγως. Αυτό θα είναι και το αντικείμενο περαιτέρω συζήτησης και ανάλυσης, στο πλαίσιο της προσεχούς ανακοίνωσης της Επιτροπής με θέμα την εσωτερική αγορά ενέργειας.

4.           Μετασχηματισμός της υποδομής μας

Στην πρόταση σχετικά με τη δέσμη μέτρων για τις ενεργειακές υποδομές[18] της ΕΕ καθορίζονται 12 κατά προτεραιότητα διάδρομοι ενεργειακών υποδομών, προτείνονται ταχύτερες διαδικασίες χορήγησης αδειών, κανόνες επιμερισμού του κόστους και η παροχή, όπου χρειάζεται, χρηματοδότησης από την ΕΕ μέσω της διευκόλυνσης «Συνδέοντας την Ευρώπη» (9,12 δισεκατομμύρια ευρώ για την ενέργεια την περίοδο 2014-2020)[19]. Σκοπός εν προκειμένω δεν είναι μόνο η ανάγκη να ενσωματωθούν μεγαλύτερες ποσότητες ηλεκτρισμού από αιολική και ηλιακή ενέργεια (που επί του παρόντος καλύπτουν 5% της προσφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ), αλλά και να δημιουργηθεί ενοποιημένη αγορά της ΕΕ και να αντικατασταθούν πεπαλαιωμένες εγκαταστάσεις. Σύμφωνα με τη δέσμη μέτρων για την ενεργειακή υποδομή, εκτιμάται ότι απλώς και μόνο για τις νέες γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας θα χρειαστούν περίπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ.

Η δέσμη μέτρων για την ενεργειακή υποδομή συμπληρώνει τις οδηγίες για την εσωτερική αγορά ενέργειας[20], οι οποίες, με μέτρα για τον καλύτερο συντονισμό του προγραμματισμού, της ανάπτυξης και της λειτουργίας της υποδομής και την εξάπλωση των έξυπνων μετρητών, άνοιξαν το δρόμο για την ενοποίηση της ευρωπαϊκής ενεργειακής υποδομής. Η δημιουργία της ενιαίας αγοράς, οι νέες τεχνολογίες, οι νέες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά και οι νέοι πάροχοι βοηθητικών υπηρεσιών εξαρτώνται από τις νέες υποδομές.

Μερίδια της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή. Πηγή: Eurostat 2010, εθνικά σχέδια για το 2020.                                                                                                                                                                                                

Στα 21 κράτη μέλη στα οποία είναι χαμηλότερο του 5% το ποσοστό που καταλαμβάνει η μεταβλητή ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές στα οικεία συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας, η ηλεκτροπαραγωγή από ανανεώσιμες πηγές που συνδέεται με περιορισμούς στην υποδομή δεν δημιουργεί καθόλου, ή περιορισμένης τοπικής εμβέλειας, προβλήματα εξισορρόπησης φορτίου. Ωστόσο, στα έξι κράτη μέλη στα οποία το ποσοστό ηλεκτροπαραγωγής από αιολική και ηλιακή ενέργεια υπερβαίνει το 5%, έχουν ήδη ληφθεί μέτρα για μεγαλύτερη ευελιξία, ακόμα και σε απομονωμένα συστήματα, ώστε να εξασφαλίζεται η εξισορρόπηση φορτίου και η σταθερότητα του διασυνδεδεμένου δικτύου[21]. Η αντιμετώπιση της πρόκλησης όσον αφορά την κάλυψη των μελλοντικών αναγκών σε υποδομή θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά μας να αναπτύξουμε από κοινού την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, την υποδομή του διασυνδεδεμένου δικτύου και καλύτερες λύσεις λειτουργίας σε μια ενιαία αγορά.

Η αύξηση της αποκεντρωμένης ηλεκτροπαραγωγής (από ανανεώσιμες πηγές) και η ανταπόκριση στη ζήτηση θα απαιτήσουν περαιτέρω επενδύσεις σε διασυνδεδεμένα δίκτυα διανομής, τα οποία έχουν σχεδιαστεί για τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας στους τελικούς καταναλωτές, αλλά όχι για την απορρόφηση ηλεκτροπαραγωγής από μικρούς ηλεκτροπαραγωγούς. Η σε ευρεία κλίμακα αποκεντρωμένη ηλεκτροπαραγωγή αντικαθιστά την ηλεκτρική ενέργεια που προέρχεται από το διασυνδεδεμένο δίκτυο και μετατρέπει τους καταναλωτές σε καταναλωτές – παραγωγούς. Μέρος της νέας δυναμικότητας ηλεκτροπαραγωγής παραμένει απομακρυσμένο από τα παραδοσιακά κέντρα κατανάλωσης και απαιτεί αναβάθμιση της υποδομής μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας (ιδίως στις περιοχές στις οποίες προκύπτουν προβλήματα από «βροχοειδείς ροές»[22] ηλεκτρικής ενέργειας), αλλά η σε σημαντικό βαθμό αποκεντρωμένη ηλεκτροπαραγωγή θα ήταν δυνατόν να μειώσει τις ανάγκες για υποδομή μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας σε άλλες περιοχές. Ο τρίτος τρόπος με τον οποίο η υποδομή μπορεί να μετασχηματίσει το σύστημα είναι η ανάπτυξη έξυπνων διασυνδεδεμένων δικτύων. Οι παραγωγοί, συμπεριλαμβανομένων των νέων παραγωγών σε μικρή κλίμακα, οι καταναλωτές και οι διαχειριστές των διασυνδεδεμένων δικτύων πρέπει από κοινού να είναι σε θέση να επικοινωνούν σε πραγματικό χρόνο, ώστε να εξασφαλίζουν τη βέλτιστη αντιστοιχία ζήτησης και προσφοράς. Προς τούτο θα απαιτηθεί η κατάρτιση των κατάλληλων προτύπων, μοντέλων αγοράς και κανονιστικών ρυθμίσεων. Η ανάπτυξη της υποδομής είναι θέμα επείγον και καίριας σημασίας για την επιτυχία της ενιαίας αγοράς και την ενσωμάτωση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Η έγκαιρη υιοθέτηση των νομοθετικών προτάσεων της δέσμης μέτρων για τις ενεργειακές υποδομές είναι καίριας σημασίας εν προκειμένω, ιδίως για την επίσπευση της κατασκευής νέας υποδομής με διασυνοριακό αντίκτυπο. Η Επιτροπή θα συνεχίσει να συνεργάζεται με τους διαχειριστές συστημάτων διανομής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, τις ρυθμιστικές αρχές, τα κράτη μέλη και το βιομηχανικό κλάδο, ώστε να εξασφαλίσει την επίσπευση της ανάπτυξης ενεργειακής υποδομής, για να ολοκληρωθεί η διαδικασία ενοποίησης των δικτύων και των αγορών της Ευρώπης.

5.           Ενίσχυση της θέσης των καταναλωτών

Οι επιλογές των καταναλωτών και ο ανταγωνισμός στον ενεργειακό τομέα ποικίλουν ανάλογα με τον τομέα. Στις μεταφορές υπάρχει σε κάποιο βαθμό δυνατότητα επιλογής του προμηθευτή καυσίμων, αλλά δεν υπάρχει ακόμη αγορά εναλλακτικών καυσίμων που να καλύπτει ολόκληρη την ΕΕ. Στον τομέα της θέρμανσης οι καταναλωτές έχουν κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας, καθώς έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν ηλιακή θερμική ή τοπική γεωθερμική ενέργεια. Μολονότι έχει αρχίσει το άνοιγμα της αγοράς τόσο στον κλάδο του φυσικού αερίου όσο και της ηλεκτρικής ενέργειας, εξακολουθεί να είναι σχετικά συχνός ο περιορισμός των δυνατοτήτων επιλογής προμηθευτή και η ύπαρξη ελεγχόμενων τιμών. Όλα αυτά πρόκειται να αλλάξουν προσεχώς όταν θα ανοίξουν πλήρως οι αγορές λιανικής και θα διευρυνθούν οι δυνατότητες αγοράς «πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας».

Τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα θα προέλθουν από το συνδυασμό της «έξυπνης μέτρησης» και της ηλεκτροπαραγωγής μικρής κλίμακας. Οι έξυπνοι μετρητές θα δείχνουν στους καταναλωτές σε πραγματικό χρόνο το ποσό που πληρώνουν για την ηλεκτρική ενέργεια και θα τους βοηθούν να μειώσουν την ενεργειακή τους κατανάλωση. Με τον τρόπο αυτό, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις των «έξυπνων προϊόντων» τα οποία είναι ικανά να ανταποκρίνονται στα ηλεκτρονικά διαβιβαζόμενα μηνύματα τιμών, παρέχουν τη δυνατότητα στους καταναλωτές να προσαρμόζουν την κατανάλωσή τους για να επωφελούνται από τις χαμηλές τιμές. Επιπλέον, η ατομική «ανταπόκριση στη ζήτηση» είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί σωρευτικά από τις νεοεισερχόμενες στην αγορά επιχειρήσεις για να προσφέρουν σημαντικές εξοικονομήσεις κατανάλωσης όταν οι τιμές είναι υψηλές. Όπως αναλύεται στη συνοδευτική εκτίμηση επιπτώσεων, αυτή η «εξομάλυνση αιχμών ζήτησης» μπορεί να αποφέρει σημαντικές εξοικονομήσεις χρηματοδότησης, καθώς θα περιορίσει την ανάγκη για δυναμικότητα ηλεκτροπαραγωγής φορτίου αιχμής.

Η καθιέρωση της ηλεκτροπαραγωγής μικρής κλίμακας συνεπάγεται σε κάποιο βαθμό ανεξαρτησία για τους καταναλωτές, όπως συμβαίνει στον κλάδο της θέρμανσης. Η ηλεκτροπαραγωγή από φωτοβολταϊκά, μικρής κλίμακας αιολικές εγκαταστάσεις, βιομάζα και γεωθερμία, καθώς και τα συστήματα συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας μπορούν να μειώσουν σημαντικά την ανάγκη για ηλεκτρική ενέργεια από το διασυνδεδεμένο δίκτυο για νοικοκυριά, κτήρια γραφείων και βιομηχανικής χρήσης. Καθώς οι καταναλωτές καθίστανται «καταναλωτές-παραγωγοί» θα ενισχυθεί η ευαισθητοποίησή τους στα θέματα της ιδιοκτησίας και του ελέγχου της χρήσης ενέργειας. Με τον τρόπο αυτό θα αναβαθμιστεί η κατανόηση και η αποδοχή της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές[23]. Η ανεπαρκής αποδοχή εκ μέρους του κοινού ορισμένων έργων για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές παρεμποδίζει ή καθυστερεί την υλοποίησή τους και υποσκάπτει τους στόχους πολιτικής που έχουν τεθεί. Κατά συνέπεια, η ενίσχυση της θέσης των καταναλωτών ως παραγωγών μικρής κλίμακας και η βελτίωση των διαδικασιών προγραμματισμού και αδειοδότησης αποτελούν σημαντικό τρόπο για την αντιμετώπιση ενός σημαντικού εμποδίου ανάπτυξης της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

6.           Προώθηση της τεχνολογικής καινοτομίας

Εξακολουθεί να είναι καίρια η σημασία της χρηματοδότησης της έρευνας και της ανάπτυξης (Ε&Α) για τη στήριξη της τεχνολογικής καινοτομίας και εξέλιξης. Οι πόροι είναι περιορισμένοι και πρέπει να είναι καλά στοχοθετημένοι στην κατάλληλη φάση έρευνας, δηλαδή σε προανταγωνιστική φάση, βιομηχανική φάση ή για εφαρμογές. Στα κράτη μέλη δαπανήθηκαν την τελευταία δεκαετία 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ για Ε&Α στην ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές με κονδύλια της ΕΕ, εκ των οποίων 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ προήλθαν από το 6οΠΠ, το 7οΠΠ και από το Ευρωπαϊκό Σχέδιο για την Ανάκαμψη της Οικονομίας. Επιπλέον, ποσό 4,7 δισεκατομμυρίων ευρώ διατέθηκε από τα κονδύλια για την πολιτική συνοχής (2007-2013). Αυτά τα μέτρα «ώθησης», που συμπληρώθηκαν με μέτρα «έλξης» για την εξάπλωση στην αγορά – όπως καθεστώτα στήριξης ή τιμολόγησης των ανθρακούχων εκπομπών – έχουν αποφέρει σημαντικά βήματα προόδου, την ωρίμαση ορισμένων κομβικών τεχνολογιών (ηλεκτροπαραγωγή από αιολική και ηλιακή ενέργεια) και συνέβαλαν στη επίτευξη μεριδίου 12% ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Η προσέγγιση αυτή πρέπει να ενισχυθεί.

Άλλες τεχνολογίες εξακολουθούν να είναι σε πρώιμο στάδιο και ενδέχεται να χρειάζονται στήριξη ώστε η ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές να ανταποκριθεί μελλοντικώς στον αναμενόμενο διευρυμένο ρόλο της. Στο μακροσκελή κατάλογο των στρατηγικής σημασίας ενεργειακών τεχνολογιών που πρέπει να αναπτυχθούν συγκαταλέγονται: οι επιπλέουσες και άλλες υπεράκτιες εγκαταστάσεις ανοικτής θαλάσσης για ηλεκτροπαραγωγή από αιολική, κυματική και παλιρροϊκή ενέργεια, ορισμένα βιοκαύσιμα, νέες εφαρμογές ηλεκτροπαραγωγής με συγκεντρωτικά κάτοπτρα και καινοτόμες εφαρμογές φωτοβολταϊκών, η ανάπτυξη νέων υλικών, η τεχνολογία αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας (όπου συμπεριλαμβάνονται και οι μπαταρίες) (βλ. κεφάλαιο 6 του εγγράφου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής). Η μελλοντική έρευνα πρέπει να δώσει υψηλότερη προτεραιότητα ιδίως στην θαλάσσια τεχνολογία, στην αποθήκευση ενέργειας, στα προηγμένα υλικά και στη βιομηχανική παραγωγή τεχνολογιών για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.

Το στρατηγικό σχέδιο ενεργειακών τεχνολογιών (σχέδιο ΣΕΤ)[24] και το προσεχές ερευνητικό πρόγραμμα «Ορίζων 2020» είναι η κύρια συμβολή της ΕΕ για την ώθηση των εξελίξεων σε καίριες ενεργειακές τεχνολογίες. Επιπλέον, η Επιτροπή έχει προτείνει σημαντικό τμήμα των προσπαθειών της πολιτικής της ΕΕ για τη συνοχή να επικεντρωθεί την περίοδο 2014-2020 στην ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και στην ενεργειακή απόδοση, καθώς και ισχυρή εστίαση στην Ε&Α και στην καινοτομία. Στα λοιπά μέσα χρηματοδότησης συγκαταλέγονται τα έσοδα από το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της ΕΕ. Με αυτήν την συντονισμένη προσέγγιση για την ανάπτυξη της τεχνολογίας η Ευρώπη θα είναι σε θέση να διατηρήσει την πρωτοπορία στον αγώνα για την ανάπτυξη νέων γενεών τεχνολογιών και για τη βιομηχανική παραγωγή υψηλής τεχνολογίας. Τα υφιστάμενα μέτρα αναμένεται να συμβάλουν στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές οι οποίες είναι ικανές να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο για την διαφοροποίηση του ενεργειακού μας μείγματος.

Το νομικό πλαίσιο για τη μετά το 2020 εποχή πρέπει να προβλέπει την καλύτερη εφαρμογή του σχεδίου ΣΕΤ, συμπληρωμένου με στοχοθετημένες δράσεις. Το πλαίσιο αυτό πρέπει να προωθεί την περαιτέρω ενσωμάτωση των εθνικών δυναμικών έρευνας και καινοτομίας και τη χρηματοδότηση του επιμερισμού των κινδύνων, καθώς και να ενισχύει την βιομηχανική και πανεπιστημιακή συνεργασία που υπάρχει σήμερα για καινοτομίες στην ενεργειακή τεχνολογία. Στην προγραμματισμένη για το 2013 ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την πολιτική για την ενεργειακή τεχνολογία θα αποτυπώνονται οι μελλοντικές ανάγκες και προκλήσεις σε θέματα Ε&Α, σε αντιστοιχία με τις προτεραιότητες που αποτυπώθηκαν στο πρόγραμμα «Ορίζων 2020». Στην ανακοίνωση θα αναπτύσσονται σχέδια που να εξασφαλίζουν την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης σε παγκόσμιο επίπεδο, με την προώθηση της καινοτομίας σε ευρεία κλίμακα τεχνολογιών για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των νέων τεχνολογιών, καθώς και για την διερεύνηση περαιτέρω πεδίου δράσης για προώθηση των τεχνολογιών του σχεδίου ΣΕΤ.

7.           Εξασφάλιση της αειφορίας της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές

Από την ανάλυση της Επιτροπής προκύπτει ότι η αύξηση του μεριδίου της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, σε συνδυασμό με την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης στην ΕΕ έχουν το δυναμικό να μειώσουν σημαντικά τις εκπομπές θερμοκηπικών αερίων και να βελτιώσουν την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα[25]. Επιπλέον, η ανάπτυξη της αγοράς βιοενέργειας θα προσφέρει νέες ευκαιρίες στην αγορά προς μέγα όφελος των καλώς διοικούμενων τομέων της δασοκομίας και της γεωργίας της Ευρώπης, καθώς και άλλων τομέων της βιοοικονομίας. Παρά αυτά τα οφέλη, η αυξημένη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενδεχομένως να εξακολουθήσει να προκαλεί ανησυχίες ως προς την αειφορία, τόσο όσον αφορά την παραγωγή όσο και την υποδομή, συγκεκριμένα τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα και το περιβάλλον συνολικά. Κατά συνέπεια, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και επαγρύπνηση. Εν γένει, οι ανησυχίες αυτές αντιμετωπίζονται από την διατομεακή νομοθεσία της ΕΕ[26]. Σε άλλες περιπτώσεις, η ΕΕ έχει θεσπίσει ειδικούς κανόνες σε θέματα ενέργειας, π.χ. για την αειφορία των βιοκαυσίμων που θεσπίστηκε με την οδηγία για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και την οδηγία για την ποιότητα των καυσίμων. Η Επιτροπή προγραμματίζει να αντιμετωπίσει προσεχώς με νομοθεσία και το θέμα του έμμεσου αντικτύπου της αλλαγής χρήσης της γης. Στη μείωση των εκπομπών από τον τομέα των μεταφορών θα συμβάλει η μετάβαση σε καύσιμα που έχουν περιορισμένο ή καθόλου έμμεσο αντίκτυπο στην αλλαγή χρήσης της γης.

Η αναμενόμενη αύξηση της χρήσης βιομάζας μετά το 2020 επιτείνει την ανάγκη να αξιοποιούνται οι υπάρχοντες πόροι βιομάζας αποδοτικότερα και να επισπευστεί η αύξηση της παραγωγικότητας της γεωργίας και της δασοκομίας με αειφόρο τρόπο, τόσο στην ΕΕ όσο και σε παγκόσμια κλίμακα. Παράλληλα, είναι σημαντικό να αναληφθεί αποφασιστική δράση σε παγκόσμια κλίμακα για τη μείωση της αποδάσωσης και της υποβάθμισης των δασών και να βοηθηθεί η εξασφάλιση της διαθεσιμότητας βιομάζας σε ανταγωνιστικές τιμές. Τα θέματα αυτά θα αντιμετωπιστούν με την εφαρμογή της οδηγίας για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και τη στρατηγική της ΕΕ για την βιοοικονομία, την προτεινόμενη αναθεώρηση της κοινής γεωργικής πολιτικής, την προσεχώς αναμενόμενη στρατηγική της ΕΕ για τα δάση, καθώς και με τη δράση της ΕΕ για την κλιματική αλλαγή και για την αναπτυξιακή συνεργασία. Η αύξηση της χρήσης βιοκαυσίμων στις αεροπορικές μεταφορές και στις οδικές μεταφορές με βαρέα οχήματα (περιπτώσεις για τις οποίες δεν θεωρείται εφικτή η ηλεκτροκίνηση) καθιστά επιτακτικότερη την ανάγκη ανάπτυξης προηγμένων βιοκαυσίμων. Ωστόσο, η σημαντική ενίσχυση της χρήσης βιομάζας απαιτεί περαιτέρω μέτρα για να εξασφαλιστεί η αειφορία. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή πρόκειται, έως το 2014, να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των ισχυόντων κριτηρίων για την αειφορία, όπως απαιτείται σύμφωνα με την οδηγία για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Επιπλέον, η Επιτροπή θα υποβάλλει προσεχώς εκθέσεις και προτάσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη του πλαισίου της ΕΕ για την αειφορία. Θα διερευνήσει επίσης την πλέον ενδεδειγμένη χρήση της βιοενέργειας για τη μετά το 2020 εποχή, κατά τρόπο που να συνάδει με τις φιλοδοξίες της ΕΕ στους τομείς της ενέργειας και του κλίματος του 2030, συνεκτιμώντας πλήρως περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές πτυχές.

8.           Η πολιτικη για την ενέργεια από ανανεώσιμεσ πηγές μετά το 2020

Φαίνεται ότι λειτουργεί ικανοποιητικά το ισχύον πλαίσιο για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, που αποτελείται από νομικώς δεσμευτικούς στόχους, εθνικά σχέδια, διοικητική μεταρρύθμιση, απλούστευση, καλύτερο προγραμματισμό της ανάπτυξης και της υποδομής. Σύμφωνα με τα σχέδια των κρατών μελών, ο ρυθμός αύξησης του τομέα αναμένεται να αυξηθεί σε 6,3% ετησίως[27], με αποτέλεσμα την ενίσχυση της εμπιστοσύνης στο μέλλον του ευρωπαϊκού βιομηχανικού κλάδου της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

Η μέχρι τώρα και η αναμενόμενη εξέλιξη της αύξησης της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ΕΕ (ως ποσοστό της συνολικής ενέργειας). Πηγή: Δεδομένα Eurostat και του χάρτη πορείας για το 2050, σύμφωνα με το σενάριο «διατήρηση της σημερινής κατάστασης».

Το ισχύον νομικό πλαίσιο της Ευρώπης για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές είναι μεν επί του παρόντος αποτελεσματικό, αλλά ο κινητήριος μοχλός του – οι δεσμευτικοί στόχοι – παύουν να ισχύουν το 2020. Στα προηγούμενα κεφάλαια διερευνήθηκε πώς θα εξελιχθούν οι τρέχουσες πρωτοβουλίες άσκησης πολιτικής στα θέματα του ανοίγματος της αγοράς, του εμπορίου, της ανάπτυξης των υποδομών, των θεσμικών και επιχειρησιακών μεταρρυθμίσεων της αγοράς και της καινοτομίας. Ο τομέας της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μπορεί να αποτελέσει μείζονα παράγοντα της ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς υπό συνθήκες ανταγωνισμού. Η συγκρότηση ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς αποτελεί τον πυρήνα της ευμάρειας της Ευρώπης και πρέπει να αποτελεί την κινητήρια δύναμη αλλαγής στον ενεργειακό τομέα της Ευρώπης. Σε μια ανοικτή και ανταγωνιστική ευρωπαϊκή αγορά θα μπορούσε να ευδοκιμήσει ο κλάδος της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που έχει δημιουργηθεί με το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο.

Εάν, ωστόσο, οι τρέχουσες πολιτικές πρωτοβουλίες δεν επαρκούν για την επίτευξη των μακροπρόθεσμων πολιτικών στόχων στα θέματα της ενέργειας και του κλίματος, όπως αναφέρεται στο χάρτη πορείας για το 2050, το ετήσιο ποσοστό αύξησης της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα μειωνόταν από 6% σε 1%. Για να διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο το ποσοστό αύξησης της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μετά το 2020, που είναι ένα «αναμφισβήτητα θετικό» συμπέρασμα της ανάλυσης σύμφωνα με το χάρτη πορείας για το 2050, θα χρειαστεί υποστηρικτικό πλαίσιο πολιτικής που να πραγματεύεται τις εναπομένουσες ελλείψεις της αγοράς ή της υποδομής. Όπως δηλώνεται στον χάρτη πορείας για το 2050, είναι καίριας σημασίας να εξεταστούν οι επιλογές για συγκεκριμένα ορόσημα το 2030. Για να ξεκινήσει αυτή η διαδικασία, στη συνοδευτική εκτίμηση επιπτώσεων διερευνώνται οι εξής τρεις επιλογές πολιτικής: απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές χωρίς στόχους για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, με βάση την εξέλιξη της αγοράς ανθρακούχων εκπομπών και αναθεωρημένο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής (οδηγία 2009/29/ΕΚ)· συνέχιση του ισχύοντος καθεστώτος, με δεσμευτικούς στόχους για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, τη μείωση των εκπομπών και την ενεργειακή απόδοση· και, ως τρίτη επιλογή, ενισχυμένη, περισσότερο εναρμονισμένη διαχείριση του συνολικού ενεργειακού τομέα της ΕΕ, με καθορισμό στόχου για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές στην ΕΕ.

Στην εκτίμηση επιπτώσεων διερευνάται πόσο αποτελεσματικές είναι οι διαφορετικές επιλογές όσον αφορά την επίτευξη των επιμέρους στόχων. Είναι σαφές ότι συγκεκριμένα ορόσημα για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές το 2030 είναι δυνατόν να καθοριστούν μόνο αφού προηγηθούν σκέψεις σχετικά με την κατάσταση της πολιτικής για το κλίμα μετά το 2020, τον βαθμό ανταγωνισμού στην Ευρώπη στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, θέρμανσης και ψύξης και καυσίμων κίνησης, καθώς και σχετικά με τον βαθμό διαφοροποίησης των ενεργειακών πηγών και την τεχνολογική καινοτομία που αναμένεται έως το 2020.

9.           Τα επόμενα βήματα

Με σημείο εκκίνησης το τρέχον πλαίσιο, οι δράσεις σε διάφορους τομείς είναι υπό εξέλιξη με σκοπό να ενισχυθεί περαιτέρω η συμβολή της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στο ενεργειακό μίγμα της ΕΕ, να ενδυναμωθεί η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, να αρθούν οι φραγμοί στην αγορά και τα ρυθμιστικά εμπόδια, να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των καθεστώτων στήριξης της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, να προωθηθεί η ανάπτυξη των ενεργειακών υποδομών, να αυξηθεί η συμμετοχή των καταναλωτών στις ενεργειακές αγορές και να εξασφαλιστεί η αειφορία. Στην ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης για το 2012, η Επιτροπή έχει ήδη επισημάνει το δυναμικό αύξησης της ευρείας χρήσης της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Την επισήμανση αυτή περιέλαβε και στις ανά χώρα συστάσεις που ολοκλήρωσε στις 30 Μαΐου 2012. Η Επιτροπή θα συνεχίσει επίσης να αποθαρρύνει πολιτικές που παρεμποδίζουν τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές, συγκεκριμένα με τη σταδιακή κατάργηση της επιδότησης των ορυκτών καυσίμων, με την προώθηση της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς ανθρακούχων εκπομπών και με ορθώς σχεδιασμένους ενεργειακούς φόρους. Με τον τρόπο αυτό θα ανοίξουν νέες δυνατότητες, θα αυξηθεί η ενσωμάτωση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά με την εφαρμογή των αγοραίων τιμών στους παραγωγούς, καθώς και με την ανταλλαγή της βέλτιστης πρακτικής σχετικά με την αναθεώρηση των καθεστώτων στήριξης. Η Επιτροπή θα διευκολύνει επίσης τη διεθνή συνεργασία για την ανάπτυξη της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, παρέχοντας τη δυνατότητα πλήρους αξιοποίησης των μηχανισμών συνεργασίας, που θα μπορούσαν επίσης να συμβάλουν στην ανάπτυξη της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην Νότια Μεσόγειο.

Προκειμένου να εξασφαλίσει ότι θα πραγματοποιηθούν όλα αυτά τα βήματα, η Επιτροπή θα λάβει τα ακόλουθα κύρια μέτρα μετά την παρούσα ανακοίνωση. Συγκεκριμένα:

· Θα συνεχίσει να προωθεί την ενσωμάτωση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική ενεργειακή αγορά και θα εξετάσει τα κίνητρα για επενδύσεις στην αγορά ηλεκτροπαραγωγής.

· Θα επεξεργαστεί κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές και την πείρα που έχει αποκομιστεί από τα καθεστώτα στήριξης, ώστε να ενθαρρύνεται η μεγαλύτερη προβλεψιμότητα, η οικονομική αποδοτικότητα, να αποφεύγεται η αποδεδειγμένα υπερβολική αποζημίωση και να αναπτυχθεί μεγαλύτερη συνοχή μεταξύ των κρατών μελών.

· Θα προωθήσει και θα καθοδηγήσει την ενισχυμένη αξιοποίηση των μηχανισμών συνεργασίας, που παρέχουν τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να επιτύχουν τους εθνικούς δεσμευτικούς στόχους μέσω της εμπορίας ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, μειώνοντας με τον τρόπο αυτό το κόστος που πρέπει να αντιμετωπίσουν.

· Θα εξασφαλίσει βελτιώσεις του ρυθμιστικού πλαισίου για την ενεργειακή συνεργασία στη Μεσόγειο, καθώς η ενοποιημένη ενεργειακή αγορά στις χώρες του Μαγκρέμπ θα διευκόλυνε επενδύσεις μεγάλης κλίμακας στην περιοχή και θα παρέχει τη δυνατότητα στην Ευρώπη να εισάγει επιπλέον ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.

Ανεξαρτήτως της μορφής που θα έχουν τα ορόσημα για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές τη μετά το 2020 εποχή, πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές θα αποτελεί μέρος της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, με περιορισμένη αλλά αποτελεσματική στήριξη όπου είναι απαραίτητη και με σημαντικό μερίδιο στις συναλλαγές. Πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι η Ευρώπη θα διατηρήσει την παγκόσμια πρωτοπορία της στην έρευνα και τη βιομηχανία. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να συνεχίσουμε την ανάπτυξη των πόρων μας για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές με οικονομικά αποδοτικό και προσιτό τρόπο και να αδράξουμε τις συνακόλουθες ευκαιρίες για την ανταγωνιστικότητα, την οικονομία και την απασχόληση. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή θα υποβάλει επίσης προτάσεις όσον αφορά την άσκηση πολιτικής για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές τη μετά το 2020 εποχή.

[1]               Βλ. έγγραφο εργασίας της ΓΔ Απασχόληση με τίτλο «Εκμετάλλευση του δυναμικού απασχόλησης στην πράσινη οικονομία», που συνοδεύει τη δέσμη μέτρων για την απασχόληση, COM (2012) 173, σ. 8., και Ragwitz et al (2009), EmployRES, Fraunhofer ISI Germany et al. http://ec.europa.eu/energy/renewables/studies/doc/renewables/2009_employ_res_report.pdf. Περισσότερο φιλόδοξοι πολιτικοί στόχοι για τις ΑΠΕ αποτελούν κίνητρο για επενδύσεις και, κατά συνέπεια, δημιουργούν θέσεις απασχόλησης σε τεχνολογίες έντασης γνώσης. Στο πλαίσιο ισχυρής πολιτικής για την προώθηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κυριαρχούν σε απόλυτα μεγέθη οι τεχνολογίες έντασης κεφαλαίου, λόγου χάρη τα φωτοβολταϊκά και οι αιολικές υπεράκτιες και χερσαίες εγκαταστάσεις,, οι ηλιοθερμικές εγκαταστάσεις και οι αντλίες θερμότητας. Για πολλές από αυτές τις τεχνολογίες, η φάση κατασκευής είναι εκείνη με τη μεγαλύτερη ένταση εργασίας.

[2]               Περιλαμβάνονται εν προκειμένω διοικητικές μεταρρυθμίσεις, κανόνες για το διασυνδεδεμένο δίκτυο και δεκαετή εθνικά προγράμματα δράσης για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.

[3]               Τη διετία 2009 - 2010 σημειώθηκε σημαντική αύξηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Η ΕΕ είχε, ήδη το 2010, επιτύχει τον πρώτο ενδιάμεσο στόχο για το 2011/2012.

[4]               Οδηγία 2009/28/ΕΚ.

[5]               COM(2011) 885/2.

[6]               Εξάλλου, η Επιτροπή εκπονεί ανακοίνωση σχετικά με την πρόοδο της υλοποίησης της ενιαίας ενεργειακής αγοράς, που θα ολοκληρωθεί αργότερα το τρέχον έτος.

[7]               COM(2011)112.

[8]               Οδηγία 2009/28/ΕΚ.

[9]               Βλ. Ecorys, 2008, Assessment of non-cost barriers to renewable energy, (αξιολόγηση μη κοστολογικών φραγμών στην ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές), έκθεση TREN/D1/48 – 2008.

[10]             Στις εξ ολοκλήρου ή εν μέρει εξαιρέσεις συγκαταλέγονται: η υδροηλεκτρική ενέργεια, ορισμένες πηγές γεωθερμίας και βιομάζας, οι αντλίες θερμότητας και η ηλιακή θέρμανση σε ορισμένες αγορές.

[11]                    Λευκή βίβλος – Χάρτης πορείας για έναν Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο Μεταφορών – Για ένα ανταγωνιστικό και ενεργειακά αποδοτικό σύστημα μεταφορών COM(2011) 144 τελικό.

[12]             Θα τελειοποιηθούν οι προτάσεις που περιέχονται στα έγγραφα COM(2011)31 και SEC(2001)131.

[13]             Η Επιτροπή έχει υπολογίσει ότι με το βέλτιστο επίπεδο εμπορίου ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα ήταν δυνατό να εξοικονομούνται ετησίως 8 δισεκατομμύρια ευρώ (SEC(2008)85 Vol. II).

[14]             Λουξεμβούργο και Ιταλία. Η Ιταλία ωστόσο δήλωσε προσφάτως ότι ενδεχομένως δεν θα χρειαστεί τελικώς να αξιοποιήσει τους μηχανισμούς.

[15]             Βουλγαρία, Εσθονία, Γερμανία, Ελλάδα, Λετονία, Πορτογαλία, Πολωνία, Σλοβακία, Ισπανία, Σουηδία.

[16]             Η Νορβηγία και η Ισλανδία υιοθετούν εν γένει πλήθος νομοθετημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να συμμετέχουν στην ίδια αγορά. Η Ενεργειακή Κοινότητα πρόκειται προσεχώς να εγκρίνει παρόμοιες ρυθμίσεις. Η Επιτροπή συνεργάζεται με την Ελβετία για να βελτιώσει την συνοχή των ασκούμενων πολιτικών. Επιπλέον, αξιοποιούνται συμφωνίες αναπτυξιακής βοήθειας της ΕΕ, συνεργασίας και οι αναμενόμενες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου για τη βελτίωση της συνοχής με τις γειτονικές χώρες της Ευρώπης, στα Βαλκάνια και στη Νότια Μεσόγειο.

[17]             Σύμφωνα με εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βιομηχανίας Φωτοβολταϊκών/EPIA (EUPVSEC 2011) ευρωπαϊκή είναι, παρά τον ανταγωνισμό, η προστιθέμενη αξία του 55% των δομοστοιχείων και του 70% των συστημάτων φωτοβολταϊκών.

[18]             COM(2011)658.

[19]                    Η αναγκαία υποδομή για καύσιμα κίνησης βασιζόμενα σε ανανεώσιμες πηγές – η οποία καλύπτει τους σταθμούς ανεφοδιασμού με εναλλακτικά καύσιμα, κοινά πρότυπα και πολιτικές και, στην περίπτωση των ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων, βελτιωμένη διαχείρηση των συστημάτων – έχει αναλυθεί διεξοδικά στο πλαίσιο της στρατηγικής για τα εναλλακτικά καύσιμα, που αναφέρεται στη Λευκή Βίβλο του 2011 για τις μεταφορές (Λευκή βίβλος, Χάρτης πορείας για έναν Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο Μεταφορών – για ένα ανταγωνιστικό και ενεργειακά αποδοτικό σύστημα μεταφορών. COM(2011)144 τελικό) και αποτελεί το αντικείμενο των αναθεωρημένων κατευθυντήριων γραμμών για τα ΔΕΔ-Μ (COM(2011)650).

[20]             Οδηγίες 2009/72/ΕΚ και 2009/73/ΕΚ.

[21]             Βλ. IEA 2011, 'Harnessing variable renewables: a guide to the balancing challenge'.

[22]             «Βροχοειδής ροή» σημαίνει ότι η ηλεκτρική ενέργεια ακολουθεί μη προγραμματισμένη πορεία λόγω έλλειψης υποδομής. Κλασικό παράδειγμα είναι οι ροές ηλεκτρικής ενέργειας από τη Βόρεια προς τη Νότια Γερμανία μέσω Πολωνίας ή χωρών Βenelux, που είναι αποτέλεσμα της ανεπαρκούς υποδομής κατά τον άξονα βορρά-νότου στην Γερμανία.

[23]             Βλ. Rebel, 2011, Reshare: benefit sharing mechanisms in renewable energy, www.reshare.nu.

[24]             «Επενδύσεις στην ανάπτυξη τεχνολογιών χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών (σχέδιο SET) – Τεχνολογικός χάρτης πορείας» SEC(2009) 1295; 'Materials Roadmap Enabling Low Carbon Energy Technologies' SEC(2011) 1609.

[25]             Βλ. κεφάλαιο 5.2 της εκτιμησης επιπτώσεων που συνοδεύει την παρούσα ανακοίνωση.

[26]             Επί παραδείγματι, για την κατασκευή εγκαταστάσεων υδροηλεκτρικής και αιολικής ενέργειας πρέπει να τηρούνται η οδηγία για την στρατηγική περιβαλλοντική αξιολόγηση (2001/42/ΕΚ), η οδηγία για την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (85/337/ΕΟΚ), η οδηγία για τους οικοτόπους (92/43/ΕΟΚ), η οδηγία για τα πτηνά (79/409/ΕΟΚ), η οδηγία πλαίσιο για τα ύδατα (2000/60/ΕΚ) και η στρατηγική για την βιοποικιλότητα (COM(2011) 244), ενώ τα φωτοβολταϊκά στοιχεία υπόκεινται στις διατάξεις για την διάθεση αποβλήτων ηλεκτρονικού εξοπλισμού, ενώ ο κίνδυνος τοπικής ατμοσφαιρικής ρύπανσης από την οικιακή χρήση βιομάζας υπόκειται στα πρότυπα εκπομπών της ΕΕ για τις μικρής κλίμακας ενεργειακές εγκαταστάσεις.

[27]             Αύξηση από 1,9% σε 4,5% σύμφωνα με το προγενέστερο καθεστώς ενδεικτικών στόχων.