29.10.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 318/76


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — Η αντιμετώπιση των προκλήσεων που αφορούν τις αγορές βασικών εμπορευμάτων και τις πρώτες ύλες»

[COM(2011) 25 τελικό]

2011/C 318/12

Εισηγητής: ο κ. ZBORIL

Συνεισηγητής: ο κ. GIBELLIERI

Στις 2 Φεβρουαρίου 2011, και σύμφωνα με το άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την:

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — Η αντιμετώπιση των προκλήσεων που αφορούν τις αγορές βασικών εμπορευμάτων και τις πρώτες ύλες

COM (2011) 25 τελικό.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή Βιομηχανικών Μεταλλαγών, στην οποία ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή της στις 7 Ιουνίου 2011.

Κατά την 473η σύνοδο ολομελείας της, της 13ης και 14ης Ιουλίου 2011 (συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 142 ψήφους υπέρ, 4 ψήφους κατά και 3 αποχές.

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1   Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει τόσο την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «Η αντιμετώπιση των προκλήσεων που αφορούν τις αγορές βασικών εμπορευμάτων και τις πρώτες ύλες» [COM(2011) 25 τελικό] όσο και την ευρωπαϊκή «Πρωτοβουλία για τις πρώτες ύλες» ως σημαντικά βήματα για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος ζωτικής σημασίας.

1.2   Μολονότι δεν συντρέχουν λόγοι ανησυχίας για τη μακροπρόθεσμη εξάντληση παγκοσμίως των αποθεμάτων οποιασδήποτε από τις κρίσιμες πρώτες ύλες, ελλοχεύει ο κίνδυνος να σημειωθούν βραχυπρόθεσμα ελλείψεις. Αυτές οι ελλείψεις μπορούν να προκληθούν από πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες, εφόσον ορισμένες πρώτες ύλες, οι οποίες είναι απαραίτητες στην παραγωγική διαδικασία υψηλής τεχνολογίας, παράγονται μόνο σε λίγες χώρες. Τα αποθέματα των απαιτούμενων πόρων για τη διαφοροποίηση της παρούσας τροφοδοσίας είναι επαρκή και θα μπορούσαν να εξορυχθούν σε αρκετές χώρες όπως η Αυστραλία, η Δανία (Γροιλανδία) και οι ΗΠΑ, αλλά προς το παρόν, η χρησιμοποίηση της υπάρχουσας αλυσίδας εφοδιασμού αποτελεί σαφώς φθηνότερη λύση. Ορισμένες χώρες έχουν ήδη δείξει ότι προτίθενται να εκμεταλλευτούν αυτή την επιρροή που μπορούν να ασκήσουν, προκειμένου να επιβάλουν τα οικονομικά ή πολιτικά τους συμφέροντα.

1.3   Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ προτρέπει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στον χώρο του διεθνούς εμπορίου κρίσιμων πρώτων υλών – βάσει του σχετικού καταλόγου που παρατίθεται στην εν λόγω ανακοίνωση [COM(2011) 25 τελικό] και με τακτική επικαιροποίηση αυτής. Η ΕΟΚΕ προτείνει να καταρτιστούν διάφορες ρεαλιστικές προβλέψεις-σενάρια –μεταξύ των οποίων και η πλέον απαισιόδοξη – για τον καθορισμό των απειλών και των πιθανών λύσεων. Επιπροσθέτως, κρίνουμε αναγκαία τη συνέχιση των διεθνών διαπραγματεύσεων (στους κόλπους του ΠΟΕ) για την προαγωγή του ελεύθερου εμπορίου και στις αγορές βασικών εμπορευμάτων. Θα πρέπει, εξάλλου, να ενισχυθεί η συνεργασία με χώρες που βρίσκονται σε παρόμοια θέση (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Νότια Κορέα).

1.4   Η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ μιας πιο ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής όσον αφορά την ασφάλεια εφοδιασμού της βιομηχανίας της ΕΕ με πρώτες ύλες. Προς τούτο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν και να αποδεχθούν τις κατευθυντήριες γραμμές της διπλωματίας στον τομέα των πρώτων υλών. Οι διμερείς εμπορικές συμφωνίες και η διπλωματία αποτελούν στοιχεία ύψιστης σημασίας για την εξασφάλιση του εφοδιασμού της βιομηχανίας στην ΕΕ με πρώτες ύλες. Συνιστούν δε άμεση και διόλου αμελητέα πρόκληση για το νεοπαγές όργανο της ενωσιακής διπλωματίας. Δεν πρέπει να δοθεί έμφαση μόνο στην εξασφάλιση κρίσιμων πρώτων υλών, αλλά και στη δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για την προώθηση των ενωσιακών συμφερόντων στις χώρες-στόχους. Θα πρέπει, άρα, να αξιοποιηθεί το γεγονός ότι η ΕΕ αντιπροσωπεύει μία από τις σημαντικότερες και πιο διαδεδομένες αγορές παγκοσμίως.

1.5   Η πολιτική με θέμα τις πρώτες ύλες πρέπει να αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι της ενωσιακής βιομηχανικής πολιτικής έτσι ώστε:

να υπάρξει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη χρήση πρώτων υλών και των πηγών πρωτογενούς ενέργειας και να αποσυνδεθεί η ανάπτυξη από την κατανάλωση πόρων·

να ακολουθηθεί συνεπής πολιτική στον τομέα της «αστικής εξόρυξης», αντικείμενο της οποίας είναι η ανάκτηση και η αξιοποίηση αυτής της πηγής πρώτων υλών, καλλιεργώντας παράλληλα νέες δεξιότητες και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας·

να ενισχυθεί η έρευνα και η ανάπτυξη μεθόδων αντικατάστασης των κρίσιμων πρώτων υλών·

να διατηρηθεί και να ενδυναμωθεί η απασχόληση στον ευρωπαϊκό εξορυκτικό τομέα μέσω της συνεχούς κατάρτισης και επιμόρφωσης του εργατικού δυναμικού, παράλληλα με τη διεξαγωγή κοινωνικού διαλόγου σε όλα τα επίπεδα για τη μετάβαση σε πιο αειφόρες εξορυκτικές δραστηριότητες.

1.6   Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η συσσώρευση στρατηγικών αποθεμάτων κρίσιμων πρώτων υλών θα μπορούσε να αποτελέσει μια λύση και εισηγείται τη διεξαγωγή εκτιμήσεων αντικτύπου προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσο αυτή η λύση είναι εφικτή, εφόσον γίνει πραγματικότητα η πλέον απαισιόδοξη πρόβλεψη. Το συγκεκριμένο μέτρο θα μπορούσε να έχει παρενέργειες (π.χ. ανεπαρκής ελαστικότητα, διόγκωση της τιμής του βασικού εμπορεύματος κ.τ.λ.) και, άρα, θα πρέπει να αναλυθεί προσεκτικά, να πραγματοποιηθούν διαβουλεύσεις και να ληφθούν αποφάσεις από κοινού με τους εκπροσώπους της βιομηχανίας της ΕΕ.

1.7   Η ΕΟΚΕ προτείνει να αναληφθούν πρωτοβουλίες για την υποστήριξη της έρευνας, της συγκέντρωσης δεδομένων και την εστίαση στα διαπιστωμένα και στα εν δυνάμει επίπεδα των αποθεμάτων πρώτων υλών στα κράτη μέλη, αλλά και σε τρίτες χώρες. Στα στοιχεία που θα συλλέγονται από αυτές τις έρευνες –οι οποίες συγχρηματοδοτούνται από δημόσια κονδύλια– θα πρέπει να έχουν πρόσβαση όλοι οι παράγοντες της αγοράς της ΕΕ και οι εθνικές αρχές.

1.8   Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι η έρευνα και η καινοτομία συνιστούν καταλυτικό παράγοντα στην πολιτική για τις πρώτες ύλες. Προκειμένου να επιτευχθεί πρόοδος, απαιτείται η ενεργός συμμετοχή των κύριων μεταποιητικών τομέων (ευρωπαϊκές τεχνολογικές πλατφόρμες, εταιρική σχέση για τις πρώτες ύλες στο πλαίσιο της ανακοίνωσης με τίτλο «Ένωση Καινοτομίας»). Η πολιτική για τις πρώτες ύλες πρέπει να συμπεριληφθεί στις προτεραιότητες του ερχόμενου 8ου πλαισίου-προγράμματος έρευνας και τεχνολογίας στην ΕΕ.

1.9   Η ΕΟΚΕ προτείνει να στηριχθούν όλες οι τρέχουσες ή νέες δραστηριότητες εξόρυξης πρώτων υλών στα κράτη μέλη που συμμορφώνονται με τις διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας με αντικείμενο το περιβάλλον, την κοινωνική πρόνοια, τη δημόσια υγεία και την ασφάλεια. Επίσης, η εγχώρια παραγωγή θα πρέπει να αποτελέσει έναν από τους πυλώνες όλων των πολιτικών για τις πρώτες ύλες.

1.10   Η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ της ανακύκλωσης των πρώτων υλών και υπογραμμίζει ότι πρέπει να επιτευχθούν τα μεγαλύτερα δυνατά ποσοστά ανακύκλωσης, όπου αυτό κρίνεται οικονομικά και τεχνικά εφικτό. Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει επίσης την εξόρυξη από παλαιά ορυχεία, τα οποία περιέχουν πλούσια σε ποσότητα και ποικιλία κοιτάσματα μεταλλευμάτων.

1.11   Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει τα μέτρα που λαμβάνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών βασικών προϊόντων, με στόχο να βελτιωθούν η διαφάνεια, η ποιότητα της πληροφόρησης και οι μηχανισμοί επιτήρησης.

2.   Το έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής - Εισαγωγή

2.1   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την ανακοίνωση με τίτλο «Η αντιμετώπιση των προκλήσεων που αφορούν τις αγορές βασικών εμπορευμάτων και τις πρώτες ύλες» [COM(2011) 25 τελικό] στις 2 Φεβρουαρίου 2011. Το έγγραφο προσέλαβε τελικά μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί σε μια προσπάθεια να γίνει αναφορά στις παραμέτρους που σχετίζονται με τις πρώτες ύλες. Έτσι, πλέον θίγονται τα ζητήματα τόσο των αγορών βασικών εμπορευμάτων με συναλλαγές επί ενσώματων αγαθών όσο και των κεφαλαιαγορών που συνδέονται με αυτές.

2.2   Ως βασικό εμπόρευμα νοείται κάθε προϊόν με χαμηλή προστιθέμενη αξία και κατά συνέπεια, ιδιαίτερα ευαίσθητο στον ανταγωνισμό των τιμών. Βασικά εμπορεύματα θεωρούνται οι πρώτες ύλες, τα γεωργικά προϊόντα και τα βασικά αγαθά. Στις αγορές βασικών εμπορευμάτων σημειώθηκαν κατά τα τελευταία έτη αυξημένη αστάθεια και πρωτόγνωρες μεταβολές των τιμών.

2.3   Παρά το γεγονός ότι συνεχίζονται οι συζητήσεις με αντικείμενο τη σχετική σπουδαιότητα των πολλαπλών παραγόντων που επηρεάζουν τις τιμές των βασικών εμπορευμάτων, καθίσταται σαφές ότι οι αυξομειώσεις των τιμών σε ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών αγορών βασικών εμπορευμάτων χαρακτηρίζονται από αυξανόμενη ώσμωση, καθώς και ότι έχει αυξηθεί η αλληλεπίδραση μεταξύ αγορών βασικών εμπορευμάτων και κεφαλαιαγορών.

2.4   Από το 2002 έως το 2008 παρατηρήθηκε σημαντική άνοδος της ζήτησης πρώτων υλών λόγω της ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, κυρίως στις αναδυόμενες οικονομίες όπως αυτές της Κίνας, της Ινδίας ή της Βραζιλίας, αλλά και σε άλλες μικρότερες αναδυόμενες οικονομίες στην Ασία, στην Αμερική και ιδίως στην Αφρική. Αυτή η αύξηση στη ζήτηση αναμένεται να ενισχυθεί από τη συνεχιζόμενη ταχεία εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση αυτών των χωρών.

2.5   Πέραν της αστάθειας των τιμών κατά τα τελευταία έτη, ορισμένα κράτη έχουν επιβάλει περιορισμούς στις εξαγωγές κάποιων κρίσιμων πρώτων υλών όπως οι σπάνιες γαίες (π.χ. πρασεοδύμιο, νεοδύμιο και άλλα στοιχεία ή ορυκτά που θεωρούνται σημαντικά λόγω της αυξημένης χρήσης τους στις νέες τεχνολογίες). Αυτοί οι περιορισμοί, μαζί με άλλα κωλύματα στον αειφόρο εφοδιασμό με πρώτες ύλες, προκαλούν σοβαρό πρόβλημα για τη βιομηχανία και τους καταναλωτές στην ΕΕ και, άρα, πρέπει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά.

2.6   Στην ανακοίνωση περιγράφονται οι εξελίξεις στις παγκόσμιες αγορές βασικών εμπορευμάτων και αναλύονται οι μεταβολές στις αγορές άμεσης παράδοσης (ενέργεια, γεωργία-επισιτιστική ασφάλεια και πρώτες ύλες), καθώς και η αυξανόμενη αλληλεξάρτηση των αγορών βασικών εμπορευμάτων και των συναφών κεφαλαιαγορών. Με την ίδια δε λογική διαρθρώνονται οι απαντήσεις στα ζητήματα ενωσιακής πολιτικής.

2.7   Σε επίπεδο ΕΕ, ανελήφθη πρωτοβουλία για την ενίσχυση της εποπτείας, της ακεραιότητας και της διαφάνειας των συναλλαγών στις αγορές ενέργειας. Έχουν επίσης αναληφθεί αρκετές πρωτοβουλίες με στόχο τη βελτίωση της λειτουργίας της διατροφικής αλυσίδας καθώς και της διαφάνειας στις αγορές γεωργικών βασικών εμπορευμάτων. Στο πλαίσιο των υπό υλοποίηση μεταρρυθμίσεων του κανονιστικού πλαισίου που διέπει τις κεφαλαιαγορές, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επίσης προσδιορίσει μέτρα για την αύξηση της ακεραιότητας και της διαφάνειας των αγορών παραγώγων βασικών εμπορευμάτων.

2.8   Η ευρωπαϊκή «Πρωτοβουλία για τις πρώτες ύλες» αποτελεί βασικό τμήμα της υπό εξέταση ανακοίνωσης. Κινείται δε στους εξής τρεις άξονες:

δυνατότητα πρόσβασης επί ίσοις όροις σε πόρους που βρίσκονται σε τρίτες χώρες·

προώθηση αειφόρου εφοδιασμού με πρώτες ύλες από ευρωπαϊκές πηγές·

αποδοτικότερη χρήση των πόρων και προώθηση της ανακύκλωσης.

Στην ανακοίνωση εξετάζονται τα έως σήμερα αποτελέσματα σε σχέση με τον προσδιορισμό των κρίσιμων πρώτων υλών, καθώς και στους τομείς του εμπορίου, της ανάπτυξης, της έρευνας, της αποτελεσματικής χρήσης των πόρων και της ανακύκλωσης.

2.9   Μολονότι έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος ως προς την υλοποίηση της πρωτοβουλίας για τις πρώτες ύλες, απαιτούνται περαιτέρω βελτιώσεις. Απαιτείται μια σφαιρική προσέγγιση βασισμένη στους τρεις πυλώνες, δεδομένου ότι ο καθένας τους συντείνει στον στόχο της διασφάλισης δίκαιης και αειφόρου προσφοράς πρώτων υλών στην ΕΕ.

3.   Γενικά σχόλια

3.1   Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει την προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μέσω της πρωτοβουλίας της, να αντιμετωπίσει το ζήτημα των πρώτων υλών και καταγράφει τα αποτελέσματα της διεξοδικής ανάλυσης του ζητήματος όπως συνοψίζονται στην εν λόγω ανακοίνωση. Εκτιμούμε επίσης τις θέσεις των υπολοίπων θεσμικών οργάνων της ΕΕ, καθώς και των ενδιαφερομένων που συμμετέσχον στις διαβουλεύσεις.

3.2   Η Ευρώπη πρέπει να βρει τη θέση της σε έναν νέο κόσμο όπου οι αναδυόμενες οικονομίες θα έχουν την τάση να καταναλώνουν μεγαλύτερο μέρος των πρώτων υλών του πλανήτη, ομοίως με τις πιο αναπτυγμένες χώρες. Γνωρίζουμε ότι τούτο είναι αδύνατο και επομένως η Ευρώπη πρέπει να περιορίσει τους ρυθμούς με τους οποίους καταναλώνει πρώτες ύλες. Η πρώτη ένδειξη αυτής της νέας πραγματικότητας έγκειται στο γεγονός ότι οι τιμές των βιομηχανικών πρώτων υλών καθορίζονται από την κινεζική αγορά, η οποία αποτελεί τον μεγαλύτερο καταναλωτή παγκοσμίως και συχνά τον μεγαλύτερο παραγωγό. Απόρροια αυτής της κυριαρχίας θα είναι η δημιουργία νέων αγορών πρώτων υλών (αγορές άμεσης παράδοσης και προθεσμιακές αγορές) τα επόμενα έτη στην Κίνα. Οι συγκεκριμένες αγορές συνιστούν ολοένα και περισσότερο σημείο αναφοράς για τον τομέα.

3.3   Η πολιτική για τις πρώτες ύλες πρέπει να αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι της ενωσιακής βιομηχανικής πολιτικής προκειμένου να:

να υπάρξει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη χρήση πρώτων υλών και των πηγών πρωτογενούς ενέργειας και να αποσυνδεθεί η ανάπτυξη από την κατανάλωση πόρων·

να ακολουθηθεί συνεπής πολιτική στον τομέα της «αστικής εξόρυξης», αντικείμενο της οποίας είναι η ανάκτηση και η αξιοποίηση αυτής της πηγής πρώτων υλών, καλλιεργώντας παράλληλα νέες δεξιότητες και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας·

να ενισχυθεί η έρευνα και η ανάπτυξη μεθόδων αντικατάστασης των κρίσιμων πρώτων υλών(στην Ιαπωνία έχει ήδη αρχίσει να εφαρμόζεται ανάλογο πρόγραμμα)·

να διατηρηθεί και να ενδυναμωθεί η απασχόληση στον ευρωπαϊκό εξορυκτικό τομέα μέσω της συνεχούς κατάρτισης και επιμόρφωσης του εργατικού δυναμικού, παράλληλα με τη διεξαγωγή κοινωνικού διαλόγου σε όλα τα επίπεδα για τη μετάβαση σε πιο αειφόρες εξορυκτικές δραστηριότητες·

η πολιτική περί δημόσιων συμβάσεων των αναπτυσσόμενων κρατών –και δη των αφρικανικών– στον τομέα των πρώτων υλών πρέπει να συνοδεύεται από επενδύσεις κοινωνικού χαρακτήρα καθώς και επενδύσεις στις υποδομές (όπως πράττει ήδη εδώ και μερικά χρόνια η Κίνα στην Αφρική).

3.4   Από την άλλη πλευρά, η αναφορά στις αγορές βασικών εμπορευμάτων ή ακόμα και στις κεφαλαιαγορές δεν επιτρέπει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επικεντρωθεί ουσιαστικά σε κάποιο σημείο της ανακοίνωσης. Ναι μεν η ΕΟΚΕ αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να δοθεί μια γενικότερη εικόνα του ζητήματος, αλλά το ερώτημα είναι αν το ευρύτερο πλαίσιο είναι το κατάλληλο.

3.5   Μολονότι οι αγορές βασικών εμπορευμάτων –τόσο αυτές των ενσώματων αγαθών όσο και αυτές των παραγώγων επί βασικών εμπορευμάτων– έχουν προφανώς αρκετές ομοιότητες, παράλληλα παρουσιάζουν και πάρα πολλές διαφορές, λόγω και των εγγενών ιδιαιτεροτήτων τους. Η αγοραστική δύναμη ενός οικονομικού συνασπισμού (όπως η ΕΕ) πρέπει να αποτελεί ισχυρό επιχείρημα, μολονότι οι διαπραγματεύσεις σε συγκεκριμένα θέματα εμπορικής πολιτικής και δημόσιων συμβάσεων διεξάγονται εν πολλοίς σε διμερές επίπεδο.

3.6   Οι διμερείς διαπραγματεύσεις πρέπει να αποτυπώνουν ξεκάθαρα μια κοινή ενωσιακή στρατηγική, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να παγιωθεί πρακτικά η διπλωματία σε θέματα πρώτων υλών. Η ΕΟΚΕ προειδοποιεί ότι, πέραν των «αντικειμενικών» παραγόντων, υπάρχουν άλλοι, λιγότερο απτοί, αλλά καθοριστικοί, όπως η καλλιέργεια ενός θετικού κλίματος. Η ΕΕ πρέπει να χαράξει τις κατευθυντήριες γραμμές της διπλωματίας στον τομέα των νέων πρώτων υλών με βάση του ακόλουθους άξονες:

συνέχιση της πρωτοβουλίας του Tony Blair περί διαφάνειας στις εξορυκτικές βιομηχανίες (2003), με σκοπό την εθελούσια υπογραφή της από κάθε ευρωπαϊκό κράτος·

κάθε εισηγμένη σε ευρωπαϊκό χρηματιστήριο εταιρεία εξόρυξης θα πρέπει διά νόμου να δημοσιεύει τα κέρδη της ανά χώρα (όπως έπραξε το Χονγκ Κονγκ τον Ιούνιο του 2010)·

θα πρέπει να θεσπιστεί νόμος που θα υποχρεώνει τις εξορυκτικές βιομηχανίες να δημοσιεύουν το αντίτιμο που καταβάλλουν σε κάθε κράτος και κυβέρνηση για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου τους·

θα πρέπει να υπάρχει συμμόρφωση με τους κανόνες του ΟΟΣΑ όσον αφορά τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες εν είδει ενιαίου κώδικα δεοντολογίας·

θα πρέπει, τέλος, να επιδιωχθεί η καθιέρωση του προτύπου ISO 26 000 για την αύξηση των απαιτήσεων ως προς την εταιρική κοινωνική ευθύνη σε μικροοικονομική κλίμακα.

3.7   Η επικεντρωμένη στρατηγική για τις πρώτες ύλες θα πρέπει να έχει κοινό στόχο, ήτοι μια ισχυρή και ιδιαίτερα ανταγωνιστική βιομηχανία η οποία θα δραστηριοποιείται στη Ευρώπη και της οποίας η λειτουργία θα χαρακτηρίζεται από αποδοτικότητα ως προς τη χρήση άνθρακα, την έξυπνη χρήση των πόρων και την ικανοποίηση των αναγκών των Ευρωπαίων καταναλωτών και πολιτών.

3.8   Η ήπειρός μας «συρρικνώνεται» ολοένα και περισσότερο σε παγκόσμια κλίμακα και, συνεπώς, εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης από τον υπόλοιπο πλανήτη, δεν μπορούμε να προσποριστούμε τις πρώτες ύλες που χρειαζόμαστε με την ίδια ευκολία όπως στο παρελθόν. Επομένως, πρέπει είτε να επιδείξουμε ακόμα μεγαλύτερη επινοητικότητα στην αξιοποίηση των διαθέσιμων πρώτων υλών είτε να καταφύγουμε σε άλλες λύσεις. Η πολιτική για τις πρώτες ύλες συνδέεται όχι μόνο με το μέλλον της κοινωνίας μας, αλλά και με την εθνική μας ασφάλεια –όπως συμβαίνει άλλωστε στις ΗΠΑ.

3.9   Ο ίδιος ο λόγος για την εκπόνηση μιας ενωσιακής πολιτικής για τις πρώτες ύλες καταδεικνύει ότι η ανάπτυξη δεν μπορεί να βασίζεται απλώς στην απόκτηση πρώτων υλών. Πρέπει να αξιοποιήσουμε τις πρώτες ύλες κατά τρόπο ευφυή, δημιουργώντας δηλαδή τη μέγιστη προστιθέμενη αξία για κάθε τόνο υλικών που χρησιμοποιούμε.

3.10   Υπάρχουν βεβαίως και άλλες πτυχές της συνεπούς πολιτικής για τις πρώτες ύλες, οι οποίες δεν έχουν ληφθεί υπόψη, αν και ενίοτε επηρεάζουν ακόμα περισσότερο τη διαθεσιμότητα πρώτων υλών. Για παράδειγμα, μια τέτοια πτυχή είναι η συμβατότητα της εν λόγω πολιτικής με τις υπόλοιπες ενωσιακές, οι οποίες –με τη σειρά τους– θα πρέπει επίσης να είναι συμβατές μεταξύ τους προς αποφυγή συγκρούσεων στο ζήτημα της διαθεσιμότητας πρώτων υλών.

3.11   Η πολιτική για τις πρώτες ύλες και η εφαρμογή της τόσο σε ενωσιακό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κρατών μελών πρέπει να είναι τέλεια εναρμονισμένη με την πολιτική για τη βιομηχανία, την καινοτομία, τους πόρους, το περιβάλλον, τη γεωργία –και τα συναφή μέτρα–, την ενέργεια –και ιδίως την ανανεώσιμη–, το εμπόριο, καθώς και τον ανταγωνισμό. Αυτή η σφαιρική προσέγγιση θα δώσει τη δυνατότητα στη βιομηχανία της ΕΕ να χρησιμοποιεί τις πρώτες ύλες που χρειάζεται κατά τρόπο αειφόρο και ευφυή, συμβάλλοντας έτσι στην υλοποίηση της στρατηγικής «Ευρώπη 2020».

3.12   Δεν αρκεί η χάραξη της πολιτικής για τις πρώτες ύλες με γνώμονα τη βραχυπρόθεσμη κρισιμότητα ορισμένων πρώτων υλών. Οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιδράσεις ορισμένων ενωσιακών πολιτικών πρέπει να αναλυθούν διεξοδικά και το ίδιο ισχύει για τις συνέπειές τους στις πρώτες ύλες. Ορισμένες από τις πρώτες ύλες στις οποίες σήμερα έχουμε εύκολη πρόσβαση ενδέχεται να αρχίσουν να σπανίζουν σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Σημαντικές πρώτες ύλες (π.χ. τα σιδηρομεταλλεύματα και ο άνθρακας οπτανθρακοποίησης) δεν έχουν συμπεριληφθεί στην ανακοίνωση, παρά το γεγονός ότι σύντομα θα πάψουν να υπάρχουν σε επαρκή ποσοτικά και ποιοτικά αποθέματα. Επιπροσθέτως, η αστάθεια και η συνεχής άνοδος των τιμών τους γεννούν αρκετές ανησυχίες ως προς τις αλυσίδες προστιθεμένης αξίας των κύριων μεταποιητικών τομέων στην ΕΕ.

3.13   Για παράδειγμα, αν δεν αλλάξουν οι υποχρεωτικοί στόχοι ανανεώσιμης ενέργειας, ελλοχεύει σοβαρός κίνδυνος τόσο για τις κλασικές βιομηχανίες όσο και για τις εσχάτως αναπτυσσόμενες βιομηχανίες που βασίζονται στα βιοκαύσιμα. Αυτή η διαπίστωση ανοίγει μια ακόμα πιο σύνθετη συζήτηση για την αειφορία, την υποκατάσταση και την ευφυή χρήση των πόρων. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι το πολιτικό σθένος να θίξουμε τέτοια ζητήματα και να συνδυάσουμε αποκλίνουσες πολιτικές. Αν παραστεί δε ανάγκη, θα πρέπει η ΕΕ να έχει το θάρρος να αναθεωρήσει ορισμένες αποφάσεις που έχει λάβει με γνώμονα συνολικές εκτιμήσεις αντικτύπου στις οποίες σταθμίζονται προσεκτικά οι απώτερες συνέπειες των φιλόδοξων περιβαλλοντικών στόχων· τούτο δε κυρίως σε περιπτώσεις όπου οι αποφάσεις της ΕΕ δεν συνοδεύονται από ανάλογα μέτρα εκ μέρους άλλων οικονομικών συνασπισμών.

4.   Ειδικές παρατηρήσεις

4.1   Αγορές ενσώματων βασικών εμπορευμάτων

4.1.1   Αναμφίβολα, η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού (εκτιμάται ότι θα έχει φθάσει τα 9 δισεκατομμύρια έως το 2050) αναμένεται να εντείνει τον ανταγωνισμό στις αγορές πηγών πρωτογενούς ενέργειας (ιδίως αυτών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου). Εξάλλου, η αγορά άνθρακα υφίσταται ολοένα και μεγαλύτερες πιέσεις. Επομένως, αν η ΕΕ επιθυμεί να διατηρήσει τα πρότυπα κοινωνικής πρόνοιας και ευημερίας των κρατών μελών σε υψηλά επίπεδα, θα πρέπει να αξιοποιηθούν όλες οι εγχώριες πηγές πρωτογενούς ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των προσφάτως ανακαλυφθέντων κοιτασμάτων σχιστολιθικού φυσικού αερίου. Βεβαίως σε κάθε περίπτωση,αυτή η αξιοποίηση θα πρέπει να σέβεται τα ενωσιακά περιβαλλοντικά πρότυπα.

4.1.2   Η ηλεκτρική ενέργεια συνιστά βασική προϋπόθεση για την πρόοδο της ανθρωπότητας. Η ανισόρροπη ανάπτυξη των μονάδων παραγωγής και των δικτύων διανομής της μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες για τον οικονομικό και κοινωνικό ιστό των χωρών. Απάντηση σε όλες αυτές τις αβεβαιότητες και ασυνέχειες στον χώρο επενδύσεων καλείται να δώσει η κοινή ενεργειακή πολιτική της ΕΕ, προκειμένου να αποτρέψει την πιθανή εμφάνιση ελλείμματος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μετά το 2020.

4.1.3   Η ΕΟΚΕ αντιλαμβάνεται την οξύτητα του προβλήματος της επισιτιστικής ασφάλειας στις ασταθείς αγορές. Τόσο η ΚΓΠ όσο και οι λοιπές συναφείς ενωσιακές και εθνικές πολιτικές πρέπει να συμπεριλάβουν αυτό το ζήτημα στις προτεραιότητές τους. Η ΕΟΚΕ ζητά τη διαφύλαξη της παραγωγικής γης για αγροτική χρήση. Αυτό το μέλημα πρέπει να χαρακτηρίζει όλες οι σχετικές πολιτικές, οι οποίες θα πρέπει να διαμορφώνονται και να συντονίζονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγονται απώλειες αυτής της γης, ιδίως εξαιτίας της αστικοποίησης ή αντικρουόμενων πολιτικών και πρωτοβουλιών. Μέσα σε αυτό το περίγραμμα, το διεθνές εμπόριο θα πρέπει να διεξάγεται επί ίσοις όροις, λαμβανομένων υπόψη των φυσικών γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων κάθε περιοχής.

4.1.4   Επίσης, απαιτείται ευρεία διεθνής συνεργασία κατά την εκτίμηση και τη διάκριση των παγκόσμιων τάσεων από τις περιστασιακές διακυμάνσεις στις αγορές ή στις σοδειές. Θα πρέπει δε να προλαμβάνονται τυχόν αρνητικές τάσεις.

4.1.5   Επιπροσθέτως, θα πρέπει αφενός μεν να εφαρμόζονται ορθές τεχνολογικές λύσεις για τη διατήρηση και την αύξηση της απόδοσης εσοδειών –δεδομένης της συνεχούς συρρίκνωσης της αρόσιμης γης–, αφετέρου δε να εξασφαλιστεί επαρκής ποσότητα τροφίμων για την κάλυψη των αναγκών ενός πληθυσμού που αναμένεται να έχει φθάσει τα 9 δισεκατομμύρια έως το 2050.

4.2   Αγορές βασικών εμπορευμάτων και σχετιζόμενες κεφαλαιαγορές

4.2.1   Παρότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δρομολόγησε, τα τελευταία χρόνια, πλείστα όσα μέτρα για τη ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι ροές επενδύσεων στην αγορά παράγωγων προϊόντων από βασικά εμπορεύματα εξακολουθούν να αποκλίνουν σημαντικά από τον ρόλο της κάλυψης κινδύνων —για τον οποίο αρχικά σχεδιάστηκαν— και να στρέφονται προς κερδοσκοπικές συναλλαγές, οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν σημαντικές στρεβλώσεις στις τιμές και σοβαρές ζημίες στους πιο αδύναμους παράγοντες της αγοράς, ιδίως δε στους καταναλωτές και τις ΜΜΕ.

4.2.2   Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με τη διαπίστωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι πρέπει να αναλυθεί περαιτέρω η αλληλεπίδραση των ενσώματων και των χρηματοοικονομικών αγορών βασικών εμπορευμάτων. Τασσόμαστε επίσης υπέρ της πρότασης για μεγαλύτερη διαφάνεια και την ανάγκη να καθίστανται υπόλογοι όλοι εκείνοι οι παράγοντες της αγοράς που παραβιάζουν τους συμπεφωνημένους κανόνες. Επίσης, θα πρέπει να διευκολυνθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση των μεμονωμένων παραγόντων της αγοράς και δη των ΜΜΕ, ως βασική προτεραιότητα για την προώθηση της ανάπτυξης και της καινοτομίας.

4.3   Η ευρωπαϊκή «Πρωτοβουλία για τις πρώτες ύλες»

4.3.1   Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι η εν λόγω πρωτοβουλία συνιστά σημαντικό στοιχείο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Αντανακλά επίσης την έννοια της αποτελεσματικότητας στη χρήση των πόρων, αν και αυτές οι δύο πολιτικές θα πρέπει να συντονιστούν προκειμένου να επιτευχθεί ο ύψιστος βαθμός συμμόρφωσης με τους κανόνες και προστιθέμενης αξίας για τους Ευρωπαίους πολίτες.

4.3.2   Εντούτοις, η έννοια του «κρίσιμου χαρακτήρα» στην «Πρωτοβουλία για τις πρώτες ύλες» υποβαθμίζει την ανάγκη για μια γενικότερη θεώρηση και λεπτομερέστερη εκτίμηση του συνόλου των συναφών πολιτικών. Χάρη σε αυτή τη σφαιρική προσέγγιση θα μπορούσε να επιτευχθεί συμμόρφωση με τις πολιτικές και παράλληλα θα πολλαπλασιάζονταν τα αποτελέσματα των συνεργειών.

4.3.3   Αντιθέτως, ο κατάλογος των κρίσιμων πρώτων υλών μπορεί να αποτελέσει καλό οδηγό για τις προτεραιότητες που θα πρέπει να τεθούν σε επίπεδο ΕΕ από το νεοπαγές όργανο της ενωσιακής διπλωματίας στο πλαίσιο της διπλωματίας σε θέματα πρώτων υλών.

4.3.4   Βεβαίως, ο κατάλογος αυτός θα πρέπει να ελέγχεται τακτικά, βάσει των καθιερωμένων κριτηρίων, προκειμένου να εξακριβώνεται αν μια πρώτη ύλη θα πρέπει να συνεχίσει να συμπεριλαμβάνεται σε αυτόν λόγω του ιδιάζοντος χαρακτήρα της. Η «Πρωτοβουλία για τις πρώτες ύλες» προϋποθέτει αναντίρρητα τη συνεχή συγκέντρωση δεδομένων, καθώς και καλή γνώση της αγοράς και των τεχνικών παραμέτρων.

4.3.5   Αναμφίβολα, η σπανιότητα των πρώτων υλών σημαίνει ότι θα πρέπει να ελέγχεται τακτικά η αποτελεσματικότητα στη χρήση των πόρων. Από την άλλη πλευρά, οι ολοένα αυξανόμενες τιμές αποτελούν το καλύτερο κίνητρο για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, στοιχείο σύμφυτο με την έννοια της βιωσιμότητας κάθε επιχείρησης. Τα πρότυπα επιδόσεων και ο οικολογικός σχεδιασμός μπορούν να συμβάλουν στη συνεχή προσπάθεια για την πλέον αποτελεσματική χρήση των πόρων.

4.3.6   Οι απειλές της ολοένα και μεγαλύτερης σπανιότητας των πρώτων υλών και της ανοδικής τάσης των τιμών πρέπει να αναλυθούν από μακροοικονομική σκοπιά προκειμένου να εκτιμηθεί ο αντίκτυπός τους στην ανταγωνιστικότητα και στη διατήρηση των θέσεων εργασίας στους επαπειλούμενους τομείς.

4.3.7   Η εμπορική στρατηγική της ΕΕ για τις πρώτες ύλες πρέπει να είναι αρκετά ευπροσάρμοστη και ευέλικτη. Δεδομένου ότι οι πραγματικές εμπορικές συναλλαγές πραγματοποιούνται κυρίως σε διμερές επίπεδο, μεταξύ κρατών μελών, καθίσταται ακόμα πιο δύσκολο να υπάρξει μια ενιαία εμπορική πολιτική της ΕΕ. Προφανώς, δεν μπορούμε να έχουμε υψηλές προσδοκίες από τον ΠΟΕ, μολονότι οι αμοιβαία συμπεφωνημένοι κανόνες πρέπει να γίνονται σεβαστοί κατά τη διαδικασία καλλιέργειας της αξιοπιστίας.

4.3.8   Ωστόσο, η ανεπάρκεια πρώτων υλών ενισχύει την έρευνα, την ανάπτυξη και την καινοτομία με σκοπό τόσο την αποτελεσματικότερη χρήση των πόρων όσο και την κατάλληλη υποκατάσταση ορισμένων πρώτων υλών. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι κάποιες από τις κρίσιμες πρώτες ύλες είναι απολύτως απαραίτητες στις τεχνολογίες αιχμής, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος.

4.3.9   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να συμπεριλάβει τους κύριους μεταποιητικούς τομείς της ΕΕ –κυρίως χάρη στις ευρωπαϊκές τεχνολογικές πλατφόρμες– σε συγκεκριμένη πρωτοβουλία εταιρικής σχέσης για τις πρώτες ύλες, στο πλαίσιο της ανακοίνωσης της ίδιας με τίτλο «Ένωση Καινοτομίας». Θα πρέπει δε να ληφθεί υπόψη η υποβάθμιση των ποιοτικών προδιαγραφών σε ορισμένες πρώτες ύλες τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, εκφράζεται το αίτημα για περισσότερες θέσεις εργασίας υψηλής ειδίκευσης προκειμένου να αξιοποιηθούν οι μεγάλες καινοτόμες δυνατότητες της μεταποιητική διαδικασίας.

4.3.10   Η ΕΟΚΕ επικροτεί την πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να χαράξει κατευθυντήριες γραμμές για τον συντονισμό των εξορυκτικών δραστηριοτήτων με τη νομοθεσία Natura 2000 για την προστασία του περιβάλλοντος. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ύπαρξη ενός δίκαιου, υγιούς και βιώσιμου περιβάλλοντος, καθώς και για την εξασφάλιση εγχώριας προσφοράς πρώτων υλών, στοιχείο που θα πρέπει να αποτελεί έναν από τους πυλώνες όλων των πολιτικών για τις πρώτες ύλες.

4.3.11   Η ΕΟΚΕ παραπέμπει στη γνωμοδότηση (1) που υιοθέτησε με θέμα την πρόσβαση στις δευτερογενείς πρώτες ύλες και επαναλαμβάνει τα συμπεράσματα και τις συστάσεις της. Θα πρέπει να επίσης να υπογραμμιστεί η σύσταση για την ευελιξία των μέσων που απαιτούνται για τη μέγιστη δυνατή χρονικά διατήρηση αυτών των δευτερογενών πρώτων υλών στην ΕΕ.

4.3.12   Η ΕΟΚΕ παρατηρεί ότι δεν παρέχονται πληροφορίες σχετικά με την επίδραση της πολιτικής για τις πρώτες ύλες στην απασχόληση και δη όσον αφορά τον αριθμό των επαπειλούμενων θέσεων εργασίας, εφόσον δεν εκπληρωθούν οι στόχοι της συγκεκριμένης πολιτικής.

4.4   Θα πρέπει να αναλυθούν εις βάθος οι πλέον απαισιόδοξες προβλέψεις όπως, για παράδειγμα, η προσωρινή βραχυπρόθεσμη ανεπάρκεια ορισμένων ιδιαίτερα κρίσιμων πρώτων υλών. Ένα από τα μέτρα για τον μετριασμό του αντικτύπου αυτού του φαινομένου στην ευρωπαϊκή βιομηχανία θα ήταν η δημιουργία στρατηγικών κάποιες χώρες εκτός Ευρώπης (ΗΠΑ, Νότια Κορέα και Ιαπωνία) και –παρά την εν μέρει αρνητική επίδραση που ενδέχεται να έχουν στην αγορά βασικών εμπορευμάτων– θα μπορούσαν να καλύψουν το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ορισμένες πρώτες ύλες θα διατίθενται σε ανεπαρκείς ποσότητες στην αγορά.

Βρυξέλλες, 14 Ιουλίου 2011.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Staffan NILSSON


(1)  Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα: «Πρόσβαση σε δευτερογενείς πρώτες ύλες (παλιοσίδερα, ανακυκλωμένο χαρτί κλπ)»ΕΕ C 107 της 6/4/2011, σ. 1-6.