19.8.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 195/9


Ανακοίνωση της Επιτροπής περί της αποκατάστασης της βιωσιμότητας και αξιολόγησης των μέτρων αναδιάρθρωσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2009/C 195/04

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΉ

1)

Στις συνόδους που πραγματοποίησε στις 20 Μαρτίου 2009 και στις 18 και 19 Ιουνίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαίωσε την προσήλωσή του στον στόχο της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης και της σωστής λειτουργίας της χρηματοπιστωτικής αγοράς, που αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκαμψη από την παρούσα χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Λόγω του συστημικού χαρακτήρα της κρίσης και της διασυνδεσιμότητας που χαρακτηρίζει το χρηματοπιστωτικό τομέα, έχει αναληφθεί σε κοινοτικό επίπεδο σειρά πρωτοβουλιών για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τη διαφύλαξη της εσωτερικής αγοράς και την εξασφάλιση της χορήγησης πιστώσεων προς την οικονομία (1).

2)

Οι πρωτοβουλίες αυτές πρέπει να συμπληρωθούν με ενέργειες στο επίπεδο των μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για να διασφαλιστεί ότι είναι σε θέση να αντισταθούν στην παρούσα κρίση και να αποκαταστήσουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους χωρίς να εξαρτώνται από την κρατική στήριξη για να εκπληρώσουν τη δανειοδοτική αποστολή τους σε υγιέστερη βάση. Η Επιτροπή εξετάζει ήδη μια σειρά υποθέσεων κρατικών ενισχύσεων, μετά από παρεμβάσεις των κρατών μελών για να αποφευχθούν προβλήματα ρευστότητας, φερεγγυότητας ή χορήγησης πιστώσεων. Η Επιτροπή εξέδωσε σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες, σε τρεις διαδοχικές ανακοινώσεις, για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των κρατικών ενισχύσεων υπέρ των τραπεζών (2). Στις ανακοινώσεις αυτές αναγνωρίζεται ότι η σοβαρότητα της κρίσης δικαιολογεί τη χορήγηση ενισχύσεων που μπορεί να θεωρηθούν συμβατές βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και παρέχεται ένα πλαίσιο για τη συνεπή λήψη από τα κράτη μέλη μέτρων κρατικών εγγυήσεων, ανακεφαλαιοποίησης και αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία. Πρωταρχική επιδίωξη των κανόνων αυτών είναι να εξασφαλιστεί ότι τα μέτρα διάσωσης θα μπορέσουν να επιτύχουν απόλυτα τους στόχους της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και διατήρησης των πιστωτικών ροών, εξασφαλίζοντας συγχρόνως ισότιμους κανόνες ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών (3) που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη καθώς και μεταξύ των τραπεζών που λαμβάνουν δημόσια στήριξη και εκείνων που δεν επωφελούνται από τέτοια μέτρα, αποφεύγοντας επιζήμιους «αγώνες δρόμου» επιχορηγήσεων, περιορίζοντας τον ηθικό κίνδυνο και εξασφαλίζοντας την ανταγωνιστικότητα και την αποτελεσματικότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών στην κοινότητα και στις διεθνείς αγορές.

3)

Οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων αποτελούν ένα εργαλείο που εξασφαλίζει τη συνεκτικότητα των μέτρων που θεσπίζουν τα κράτη μέλη που έχουν αποφασίσει να αναλάβουν ενέργειες. Ωστόσο, η απόφαση για το κατά πόσο πρέπει να χρησιμοποιηθούν δημόσιοι πόροι, παραδείγματος χάρη για την προστασία των τραπεζών από απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, εξακολουθεί να επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την παρούσα κρίση χωρίς σημαντικές προσαρμογές ή συμπληρωματικές ενισχύεις. Σε άλλες περιπτώσεις, είναι απαραίτητη κρατική ενίσχυση με τη μορφή εγγυήσεων, ανακεφαλαιοποίησης ή αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία.

4)

Όταν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα λάβει κρατική ενίσχυση, τα κράτη μέλη οφείλουν να υποβάλουν σχέδιο βιωσιμότητας ή σχέδιο ριζικότερης αναδιάρθρωσης, για να επιβεβαιωθεί ή να αποκατασταθεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των μεμονωμένων τραπεζών χωρίς εξάρτηση από κρατική στήριξη. Καθορίστηκαν ήδη κριτήρια για να προσδιοριστούν οι όροι υπό τους οποίους οι τράπεζες πρέπει ενδεχομένως να υποβληθούν σε ουσιαστικότερη αναδιάρθρωση, και όταν απαιτούνται μέτρα να αντιμετωπιστούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκαλούνται από την ενίσχυση (4). Η παρούσα ανακοίνωση δεν τροποποιεί τα κριτήρια αυτά. Τα συμπληρώνει, για να αυξηθεί η προβλεψιμότητά τους και να εξασφαλιστεί μια συνεκτική προσέγγιση, εξηγώντας πώς η Επιτροπή θα αξιολογεί, τη συμβατότητα των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης (5) που χορηγήθηκαν από κράτη μέλη σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στις παρούσες συνθήκες συστημικής κρίσης βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης ΕΚ.

5)

Η τραπεζική ανακοίνωση, η ανακοίνωση περί ανακεφαλαιοποίησης και η ανακοίνωση για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία συνοψίζουν τις βασικές αρχές που έχουν διατυπωθεί στις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων (6). Βάσει των αρχών αυτών, η πρώτη και σημαντικότερη απαίτηση είναι η αναδιάρθρωση να οδηγεί στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης πιο μακροπρόθεσμα και χωρίς την ενίσχυση του κράτους. Επίσης απαιτούν η ενίσχυση αναδιάρθρωσης να συνοδεύεται, στο μέτρο του δυνατού, από κατάλληλα μέτρα καταμερισμού των βαρών και μέτρα για την ελαχιστοποίηση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, τα οποία σε πιο μακροπρόθεσμο πλαίσιο θα οδηγούσαν στην ουσιαστική εξασθένιση της διάρθρωσης και της λειτουργίας της σχετικής αγοράς.

6)

Η ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς και η ανάπτυξη των τραπεζών σε όλη την Κοινότητα πρέπει να αποτελέσουν το κυριότερο μέλημα κατά την εφαρμογή των αρχών αυτών, και θα πρέπει να αποφευχθεί ο κατακερματισμός και η στεγανοποίηση των αγορών. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες οφείλουν να διεκδικήσουν τη σημαντική θέση που τους εξασφαλίζει στον παγκόσμιο στίβο η ενιαία ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική αγορά, μόλις ξεπεραστεί η παρούσα κρίση. Η Επιτροπή επιβεβαιώνει και πάλι την ανάγκη πρόβλεψης και διαχείρισης των αλλαγών με κοινωνικά υπεύθυνο τρόπο και υπογραμμίζει την ανάγκη συμμόρφωσης με τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις για την εφαρμογή των κοινοτικών οδηγιών σχετικά με την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς που ισχύουν υπό αυτές τις περιστάσεις (7).

7)

Η παρούσα ανακοίνωση εξηγεί πώς η Επιτροπή θα εξετάζει τις ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση των τραπεζών στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης, συνεκτιμώντας ότι είναι απαραίτητο να προσαρμοστεί η πρακτική που εφαρμοζόταν στο παρελθόν λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την παγκόσμια κλίμακα της κρίσης, τον συστημικό ρόλο του τραπεζικού τομέα για το σύνολο της οικονομίας, και τις πιθανές συστημικές συνέπειες που προκύπτουν λόγω του αριθμού των τραπεζών που πρέπει να υποστούν αναδιάρθρωση μέσα στην ίδια περίοδο.

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να περιλαμβάνει εμπεριστατωμένη διάγνωση των προβλημάτων της τράπεζας. Για να σχεδιαστούν διατηρήσιμες στρατηγικές για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας, οι τράπεζες θα πρέπει να εφαρμόσουν «προσομοίωση ακραίων καταστάσεων» στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Αυτό το πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας θα πρέπει να στηρίζεται σε κοινές παραμέτρους, διαμορφωμένες όσο το δυνατό περισσότερο βάσει των κατάλληλων μεθοδολογιών που έχουν συμφωνηθεί σε κοινοτικό επίπεδο. Οι τράπεζες θα πρέπει επίσης, κατά περίπτωση, να προβούν σε γνωστοποίηση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων τους (8).

Λαμβάνοντας υπόψη τον πρωταρχικό στόχο της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και τις δυσοίωνες οικονομικές προοπτικές σε όλη την Κοινότητα, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη διαμόρφωση του σχεδίου αναδιάρθρωσης και ιδίως στην εξασφάλιση ενός επαρκώς ευέλικτου και ρεαλιστικού χρονοδιαγράμματος για τα απαραίτητα μέτρα εφαρμογής. Όταν δεν είναι δυνατή η άμεση εφαρμογή των μέτρων αναδιάρθρωσης λόγω συνθηκών της αγοράς, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο ενδιάμεσων διασφαλίσεων σε επίπεδο συμπεριφοράς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Η Επιτροπή θα εφαρμόσει τη βασική αρχή του κατάλληλου καταμερισμού των επιβαρύνσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δικαιούχων τραπεζών, λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική κατάσταση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Όταν δεν είναι αμέσως δυνατός ο ουσιαστικός καταμερισμός των επιβαρύνσεων λόγω των συνθηκών της αγοράς κατά το χρόνο της διάσωσης, το πρόβλημα αυτό θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σε μεταγενέστερο στάδιο της εφαρμογής του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Τα μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού από την τράπεζα που διασώζεται στο ίδιο κράτος μέλος ή σε άλλα κράτη μέλη πρέπει να σχεδιαστούν κατά τρόπο που να περιορίζονται τυχόν μειονεκτήματα που προκαλούνται σε άλλες τράπεζες λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη το γεγονός ότι ο συστημικός χαρακτήρας της παρούσας κρίσης κατέστησε απαραίτητη μια πολύ εκτεταμένη κρατική παρέμβαση στον τομέα.

Θα πρέπει να διατηρηθεί η δυνατότητα παροχής συμπληρωματικής ενίσχυσης κατά τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης εάν αυτό δικαιολογείται για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Τυχόν συμπληρωματική ενίσχυση θα πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο απαραίτητο ποσό για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας.

8)

Η ενότητα 2 αφορά περιπτώσεις στις οποίες το κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να κοινοποιήσει σχέδιο αναδιάρθρωσης (9). Οι αρχές στις οποίες στηρίζεται η ενότητα 2 ισχύουν κατ' αναλογία σε περιπτώσεις στις οποίες το κράτος μέλος δεν έχει τυπική υποχρέωση να κοινοποιήσει σχέδιο αναδιάρθρωσης, αλλά είναι εντούτοις υποχρεωμένο να αποδείξει τη βιωσιμότητά (10) της δικαιούχου τράπεζας. Στη δεύτερη περίπτωση, και εκτός εάν υπάρχουν αμφιβολίες, η Επιτροπή θα ζητεί κανονικά λιγότερο αναλυτικές πληροφορίες (11). Σε περίπτωση αμφιβολιών, η Επιτροπή θα ζητεί ιδίως αποδεικτικά στοιχεία με προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων, σύμφωνα με το σημείο 13 , και την πιστοποίηση των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων από την αρμόδια εθνική αρχή. Οι ενότητες 3, 4 και 5 αφορούν μόνο τους δικαιούχους εκείνους που έχουν υποχρέωση υποβολής σχεδίου αναδιάρθρωσης. Η ενότητα 6 αφορά το προσωρινό πεδίο εφαρμογής της παρούσας ανακοίνωσης και αφορά τόσο τα κράτη μέλη που είναι υποχρεωμένα να κοινοποιήσουν σχέδιο αναδιάρθρωσης για τους δικαιούχους ενίσχυσης όσο και τα κράτη μέλη που πρέπει μόνο να αποδείξουν τη βιωσιμότητά των δικαιούχων ενίσχυσης.

2.   ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΗΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ

9)

Όταν, βάσει προηγούμενων κατευθυντηρίων οδηγιών ή αποφάσεων της Επιτροπής, ένα κράτος μέλος έχει υποχρέωση υποβολής σχεδίου αναδιάρθρωσης (12), το σχέδιο αυτό πρέπει να είναι πλήρες, αναλυτικό και στηρίζεται σε μια συνεκτική προσέγγιση. Θα πρέπει να αποδεικνύει με ποιο τρόπο η τράπεζα θα αποκαταστήσει το συντομότερο δυνατό τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της χωρίς κρατική στήριξη (13). Η κοινοποίηση κάθε σχεδίου αναδιάρθρωσης πρέπει να περιλαμβάνει σύγκριση με εναλλακτικές επιλογές, όπως διάσπασης ή απορρόφησης από άλλη τράπεζα, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στην Επιτροπή να αξιολογήσει (14) κατά πόσο υπάρχουν περισσότερο προσανατολισμένες στις ανάγκες της αγοράς, λιγότερο δαπανηρές ή λιγότερο στρεβλωτικές λύσεις που επιτυγχάνουν τον στόχο της διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Στην περίπτωση που δεν μπορεί να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα της τράπεζας, το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να εκθέτει πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί η κανονική λύση και εκκαθάριση της τράπεζας.

10)

Στο σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει επίσης να εκτίθενται οι λόγοι για τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η τράπεζα και οι αδυναμίες της ίδιας της τράπεζας και να εξηγείται πώς τα προτεινόμενα μέτρα αναδιάρθρωσης θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τα διαρθρωτικά προβλήματα της τράπεζας.

11)

Στο σχέδιο πρέπει να παρέχονται πληροφορίες για το επιχειρηματικό μοντέλο του δικαιούχου, και ιδίως σχετικά με την οργανωτική του διάρθρωση, τη χρηματοδότηση (αποδεικνύοντας τη βιωσιμότητα της βραχυπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης χρηματοδοτικής διάρθρωσης (15), την εταιρική διακυβέρνηση (αποδεικνύοντας την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων καθώς και τις απαραίτητες αλλαγές της διοίκησης (16), τη διαχείριση κινδύνου (και ιδίως γνωστοποίηση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων και σύσταση συνετών προβλέψεων για αναμενόμενα μη αποδοτικά περιουσιακά στοιχεία), και τη διαχείριση ενεργητικού-παθητικού, τη δημιουργία ταμειακών ροών (που πρέπει να φθάσουν σε επαρκή επίπεδα χωρίς κρατική στήριξη), υποχρεώσεις εκτός ισολογισμού (αποδεικνύοντας τη βιωσιμότητά τους και την εξυγίανσή τους όταν το άνοιγμα της τράπεζας είναι σημαντικό (17), τη μόχλευση, την παρούσα και τη μελλοντική κεφαλαιακή επάρκεια σύμφωνα με τις ισχύουσες ρυθμίσεις προληπτικής εποπτείας (βάσει συνετής αποτίμησης και σύστασης επαρκών προβλέψεων), και το χαρακτήρα κινήτρου της διάρθρωσης των αντισταθμιστικών πληρωμών (18), (αποδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο προωθούν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δικαιούχου).

12)

Η βιωσιμότητα για κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα και κέντρο κερδοφορίας πρέπει να αναλύεται με την απαιτούμενη αναλυτική κατανομή. Η αποκατάσταση της βιωσιμότητας της τράπεζας θα πρέπει κυρίως να αποτελεί απόρροια εσωτερικών μέτρων. Μπορεί να στηρίζεται σε εξωτερικούς παράγοντες όπως οι αυξομειώσεις των τιμών και της ζήτησης, τους οποίους η επιχείρηση δεν μπορεί να επηρεάσει σημαντικά, αλλά μόνο εάν οι παραδοχές που έχουν γίνει σχετικά με την αγορά είναι ευρέως αποδεκτές. Η αναδιάρθρωση συνεπάγεται την παύση δραστηριοτήτων οι οποίες θα παρέμεναν διαρθρωτικά ζημιογόνες σε μεσοπρόθεσμη βάση.

13)

Η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα επιτυγχάνεται όταν μια τράπεζα είναι σε θέση να καλύπτει όλα της τα έξοδα, περιλαμβανομένων των αποσβέσεων και των χρηματοοικονομικών επιβαρύνσεων και να εξασφαλίζει επαρκή απόδοση των κεφαλαίων, λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ κινδύνου της τράπεζας. Η τράπεζα μετά την αναδιάρθρωσή της πρέπει να είναι σε θέση να ανταγωνίζεται αυτοδύναμα στην αγορά για την άντληση κεφαλαίων σύμφωνα με τις σχετικές κανονιστικές απαιτήσεις. Τα αναμενόμενα αποτελέσματα της σχεδιαζόμενης αναδιάρθρωσης πρέπει να αποδειχθούν με ένα βασικό σενάριο καθώς και με σενάρια προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Για το λόγο αυτό, τα σχέδια αναδιάρθρωσης πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, την παρούσα κατάσταση και τις μελλοντικές προοπτικές των χρηματοπιστωτικών αγορών, παρουσιάζοντας τις παραδοχές βάσει του βασικού σεναρίου και του δυσμενέστερου σεναρίου. Η προσομοίωση ακραίων καταστάσεων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη ένα φάσμα σεναρίων, όπως συνδυασμού ακραίων γεγονότων και μιας παρατεταμένης παγκόσμιας ύφεσης. Οι παραδοχές θα πρέπει να συγκρίνονται με κατάλληλα κριτήρια αναφοράς για το σύνολο του κλάδου, κατάλληλα προσαρμοσμένα ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα νέα στοιχεία της παρούσας κρίσης στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Το σχέδιο πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα για την αντιμετώπιση των πιθανών αναγκών που προκύπτουν από την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων. Η προσομοίωση ακραίων καταστάσεων πρέπει στο βαθμό του δυνατού να στηρίζεται σε κοινές παραμέτρους που έχουν συμφωνηθεί σε κοινοτικό επίπεδο (όπως μεθοδολογία που έχει αναπτυχθεί από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας) και που έχουν κατά περίπτωση προσαρμοστεί σύμφωνα με τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν στις επιμέρους χώρες και στις τράπεζες.

14)

Στην παρούσα κρίση οι κυβερνήσεις έχουν προβεί σε ανακεφαλαιοποιήσεις τραπεζών βάσει όρων που έχουν πρωτίστως επιλεγεί για την επίτευξη χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και όχι τόσο για την επίτευξη απόδοσης που θα είχε θεωρηθεί αποδεκτή για ένα ιδιώτη επενδυτή. Η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα απαιτεί συνεπώς ότι κάθε κρατική ενίσχυση που λαμβάνεται είτε εξοφλείται μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου, όπως προβλέπεται κατά τη χρονική στιγμή χορήγησης της ενίσχυσης, είτε αμείβεται σύμφωνα με τους κανονικούς όρους της αγοράς, εξασφαλίζοντας έτσι ότι παύει να υφίσταται οποιαδήποτε μορφή συμπληρωματικής κρατικής ενίσχυσης. Δεδομένου ότι η συνθήκη δεν λαμβάνει θέση όσον αφορά την ιδιοκτησία των περιουσιακών στοιχείων, οι κανόνες κρατικών ενισχύσεων ισχύουν ανεξάρτητα από το αν η τράπεζα είναι ιδιωτικής ή δημόσιας ιδιοκτησίας.

15)

Ενώ η περίοδος της αναδιάρθρωσης πρέπει να είναι όσο το δυνατό συντομότερη ώστε να αποκατασταθεί γρήγορα η βιωσιμότητα, η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη τις παρούσες συνθήκες κρίσης και μπορεί συνεπώς να επιτρέπει την ολοκλήρωση ορισμένων διαρθρωτικών μέτρων εντός μεγαλύτερου χρονικού ορίζοντα από ό,τι συνήθως, ιδίως για να αποφευχθεί η κατάρρευση των αγορών λόγω αναγκαστικών πωλήσεων (19). Ωστόσο, η αναδιάρθρωση πρέπει να εφαρμόζεται όσο το δυνατό ταχύτερα και να μη διαρκεί περισσότερο από πέντε έτη (20) για να είναι αποτελεσματική και να επιτρέπει την αξιόπιστη αποκατάσταση της βιωσιμότητας της αναδιαρθρωμένης τράπεζας.

16)

Αν καταστεί αναγκαία η χορήγηση περαιτέρω ενίσχυσης που δεν είχε αρχικά προβλεφθεί στο κοινοποιηθέν σχέδιο αναδιάρθρωσης κατά τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας, η ενίσχυση αυτή πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μεμονωμένης ex ante κοινοποίησης και κάθε περαιτέρω ενίσχυση αυτού του είδους θα λαμβάνεται υπόψη στην τελική απόφαση Επιτροπής.

Βιωσιμότητα μέσω της πώλησης τραπεζών

17)

Η πώληση μιας προβληματικής τράπεζας σε άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα μπορεί να συμβάλει στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας, εάν ο αγοραστής είναι βιώσιμος και ικανός να απορροφήσει τη μεταβίβαση της προβληματικής τράπεζας, και μπορεί να συμβάλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της αγοράς. Μπορεί επίσης να συμβάλει στην εξυγίανση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Για τον σκοπό αυτό, ο αγοραστής θα πρέπει να αποδείξει ότι η νέα ενοποιημένη οντότητα θα είναι βιώσιμη. Στην περίπτωση πώλησης, πρέπει επίσης να τηρηθούν οι απαιτήσεις βιωσιμότητας, ίδιας συνεισφοράς και περιορισμού των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

18)

Πρέπει εν γένει να εξασφαλίζεται μια διαφανής, αντικειμενική, άνευ όρων και διακρίσεων ανταγωνιστική διαδικασία πώλησης, έτσι ώστε να προσφέρονται ίσες ευκαιρίες σε όλους τους δυνητικούς προσφέροντες (21).

19)

Επιπλέον, με την επιφύλαξη του συστήματος ελέγχου των συγκεντρώσεων που μπορεί να ισχύει, και αναγνωρίζοντας ότι η πώληση μιας προβληματικής τράπεζας σε έναν ανταγωνιστή μπορεί να συμβάλει στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας αλλά και να οδηγήσει σε μεγαλύτερη εξυγίανση του χρηματοπιστωτικού τομέα, στις περιπτώσεις που θα οδηγούσε prima facie σε σημαντική παρεμπόδιση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, η εν λόγω πώληση δεν θα πρέπει να επιτρέπεται εκτός εάν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού αντιμετωπίζονται με κατάλληλα διορθωτικά μέτρα που συνοδεύουν την ενίσχυση.

20)

Η πώληση μιας τράπεζας μπορεί επίσης να περιλαμβάνει κρατική ενίσχυση προς τον αγοραστή και/ή την πωλούμενη δραστηριότητα. (22) Εάν η πώληση οργανώνεται μέσω ανοικτού και άνευ όρων διαγωνισμού και τα περιουσιακά στοιχεία περιέρχονται στην υψηλότερη προσφορά, η τιμή πώλησης θεωρείται ότι είναι η αγοραία τιμή και μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ενίσχυσης προς τον αγοραστή (23). Μια αρνητική τιμή πώλησης (ή οικονομική στήριξη για την αντιστάθμιση μιας τέτοιας αρνητικής τιμής) θα μπορούσε κατ' εξαίρεση να γίνει αποδεκτή ως μη περιλαμβάνουσα κρατική ενίσχυση εάν ο πωλητής θα έπρεπε να υποβληθεί σε υψηλότερες δαπάνες σε περίπτωση εκκαθάρισης (24). Για τον υπολογισμό του κόστους εκκαθάρισης σε τέτοιες συνθήκες, η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη μόνο τις υποχρεώσεις εκείνες που θα είχαν αναληφθεί από επενδυτή της οικονομίας της αγοράς. (25) Αυτές αποκλείουν υποχρεώσεις που προέρχονται από κρατική ενίσχυση. (26)

21)

Θα πρέπει πάντοτε να εξετάζεται το ενδεχόμενο μιας κανονικής λύσης και εκκαθάρισης ή θέσης σε πλειστηριασμό μιας προβληματικής τράπεζας, όταν η τράπεζα δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσει με αξιόπιστο τρόπο τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ενθαρρύνουν την έξοδο των μη βιώσιμων φορέων της αγοράς, επιτρέποντας συγχρόνως την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξόδου σε κατάλληλα χρονικά πλαίσια που διασφαλίζουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η τραπεζική ανακοίνωση προβλέπει διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας θα πρέπει να ολοκληρώνεται η κανονική λύση και εκκαθάριση (27). Η απόκτηση των «υγιών» στοιχείων ενεργητικού και υποχρεώσεων μιας τράπεζας που αντιμετωπίζει δυσχέρειες θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει μια εναλλακτική επιλογή για μια υγιή τράπεζα ως ένας οικονομικά αποδοτικός τρόπος για την επέκταση των καταθέσεων και την δημιουργία σχέσεων με αξιόπιστους δανειολήπτες. Επιπλέον, η δημιουργία μιας αυτόνομης «καλής τράπεζας» από έναν συνδυασμό «υγιών» περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων μιας υφιστάμενης τράπεζας μπορεί επίσης να αποτελεί αποδεκτό τρόπο αποκατάστασης της βιωσιμότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω νέα οντότητα δεν είναι σε θέση να στρεβλώσει αδικαιολόγητα τον ανταγωνισμό.

3.   ΙΔΙΑ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟ (ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΕΩΝ)

22)

Για να περιοριστούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να αντιμετωπιστεί ο ηθικός κίνδυνος, η ενίσχυση θα πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο ποσό και ο δικαιούχος της ενίσχυσης θα πρέπει να συνεισφέρει ο ίδιος στις δαπάνες αναδιάρθρωσης. Η εταιρεία και οι κάτοχοι του κεφαλαίου θα πρέπει να συμβάλλουν όσο το δυνατό περισσότερο στην αναδιάρθρωση με δικούς τους πόρους. Αυτό είναι απαραίτητο για να εξασφαλιστεί ότι οι τράπεζες που διασώζονται φέρουν επαρκές μερίδιο της ευθύνης για τις συνέπειες της παρελθούσας συμπεριφοράς τους και να δημιουργηθούν τα κατάλληλα κίνητρα για τη μελλοντική συμπεριφορά τους.

Περιορισμός του κόστους αναδιάρθρωσης

23)

Η ενίσχυση αναδιάρθρωσης πρέπει να περιορίζεται στην κάλυψη του κόστους που είναι απαραίτητο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να χορηγούνται σε μια επιχείρηση δημόσιοι πόροι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό και οι οποίες δεν συνδέονται με τη διαδικασία αναδιάρθρωσης. Παραδείγματος χάρη, η αγορά μετοχών σε άλλες εταιρείες ή οι νέες επενδύσεις δεν μπορούν να χρηματοδοτούνται από την κρατική ενίσχυση εκτός εάν αυτό είναι απαραίτητο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας. (28)

Περιορισμός του ποσού της ενίσχυσης, σημαντική ίδια συμμετοχή

24)

Για να περιοριστεί το ποσό της ενίσχυσης στο ελάχιστο απαραίτητο, οι εταιρείες θα πρέπει πρώτον να χρησιμοποιούν ιδίους πόρους για τη χρηματοδότηση της αναδιάρθρωσης. Η χρηματοδότηση αυτή μπορεί να περιλαμβάνει, για παράδειγμα, την πώληση περιουσιακών στοιχείων. Η κρατική στήριξη πρέπει να χορηγείται υπό όρους που συνεπάγονται κατάλληλο καταμερισμό του κόστους (29). Αυτό σημαίνει ότι το κόστος που συνδέεται με την αναδιάρθρωση δεν βαρύνει μόνο το κράτος αλλά και όσους έχουν επενδύσει στην τράπεζα, με την απορρόφηση των ζημιών με το διαθέσιμο κεφάλαιο και την καταβολή κατάλληλου τιμήματος για τις κρατικές παρεμβάσεις (30). Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν είναι πρόσφορο να καθορίζονται ex ante όρια σχετικά με τον καταμερισμό του κόστους στο πλαίσιο της παρούσας συστημικής κρίσης, λαμβάνοντας υπόψη τον στόχο της διευκόλυνσης στην πρόσβαση στα ιδιωτικά κεφάλαια και την επάνοδο στις κανονικές συνθήκες της αγοράς.

25)

Κάθε παρέκκλιση από τον κατάλληλο ex ante καταμερισμό των επιβαρύνσεων που ενδέχεται να έχει επιτραπεί κατ' εξαίρεση κατά τη φάση διάσωσης για λόγους διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας θα πρέπει να αντισταθμιστεί με περαιτέρω συνεισφορά σε μεταγενέστερο στάδιο της αναδιάρθρωσης, παραδείγματος χάρη με τη μορφή ρητρών ανάκτησης ή/και ριζικότερης αναδιάρθρωσης όπως με πρόσθετα μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. (31)

26)

Οι τράπεζες πρέπει να είναι σε θέση να αμείβουν το κεφάλαιο, όπως με τη μορφή μερισμάτων ή τοκομεριδίων επί τρεχόντων δανείων μειωμένης εξασφάλισης, από τα κέρδη που αποκομίζουν από τις δραστηριότητές τους. Ωστόσο, οι τράπεζες δεν πρέπει να χρησιμοποιούν τις κρατικές ενισχύσεις για την αμοιβή των ιδίων κεφαλαίων τους (ίδια κεφάλαια και δάνεια μειωμένης εξασφάλισης) όταν οι δραστηριότητες αυτές δεν παράγουν επαρκή κέρδη. Συνεπώς, υπό συνθήκες αναδιάρθρωσης, η απορρόφηση ζημιών κατά τη διακριτική ευχέρεια της δικαιούχου τράπεζας (για παράδειγμα με την ελευθέρωση αποθεματικών ή τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων) προκειμένου να εγγυηθεί την καταβολή μερισμάτων και τοκομεριδίων επί τρεχόντων δανείων μειωμένης εξασφάλισης, δεν συμβιβάζεται κατ' αρχήν με το στόχο του καταμερισμού των βαρών (32). Για το σκοπό αυτό ενδέχεται να απαιτείται εξισορρόπηση με την εξασφάλιση της ικανότητας αναχρηματοδότησης της τράπεζας και κινήτρων εξόδου (33). Για να προωθηθεί η αναχρηματοδότηση από μέρους της δικαιούχου τράπεζας, η Επιτροπή ενδέχεται να κρίνει ευνοϊκά την καταβολή τοκομεριδίων επί νεοεκδοθέντων υβριδικών κεφαλαιακών μέσων με υψηλότερη προτεραιότητα έναντι των τρεχόντων δανείων μειωμένης εξασφάλισης. Σε κάθε περίπτωση, κανονικά δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στις τράπεζες να αγοράζουν τις δικές τους μετοχές κατά τη διάρκεια της φάσης αναδιάρθρωσης.

27)

Θα πρέπει να εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα χορήγησης συμπληρωματικής ενίσχυσης κατά τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης εάν αυτό δικαιολογείται για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Κάθε συμπληρωματική ενίσχυση θα πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο απαραίτητο ποσό για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας.

4.   ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΤΡΕΒΛΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΝΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ

Είδη στρεβλώσεων

28)

Ενώ η κρατική ενίσχυση μπορεί να στηρίξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε περιόδους συστημικής κρίσης, με ευρύτερα θετικά δευτερογενή αποτελέσματα, μπορεί επίσης να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού με διαφόρους τρόπους. Όταν οι τράπεζες ανταγωνίζονται μεταξύ τους με βάση την αξία των προϊόντων και των υπηρεσιών τους, εκείνες που συσσωρεύουν υπερβολικούς κινδύνους ή/και στηρίζονται σε μη βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα τελικά χάνουν μερίδια αγοράς και, ενδεχομένως, αναγκάζονται να αποχωρήσουν από την αγορά, ενώ οι αποτελεσματικότεροι ανταγωνιστές αναπτύσσονται ή εισέρχονται στις αγορές αυτές. Οι κρατικές ενισχύσεις παρατείνουν παρελθούσες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που έχουν δημιουργηθεί λόγω της ανάληψης υπερβολικών κινδύνων και της εφαρμογής μη βιώσιμων επιχειρηματικών μοντέλων με την τεχνητή στήριξη της αγοραίας ισχύος των δικαιούχων. Με αυτόν τον τρόπο ενδέχεται να προκαλούν ηθικό κίνδυνο για τους δικαιούχους, εξασθενίζοντας συγχρόνως τα κίνητρα των επιχειρήσεων που δεν λαμβάνουν ενισχύσεις σε επίπεδο ανταγωνισμού, επενδύσεων και καινοτομίας. Τέλος, οι κρατικές ενισχύσεις μπορεί να υπονομεύσουν την ενιαία αγορά μετατοπίζοντας ένα αδικαιολόγητο μερίδιο του βάρους της διαρθρωτικής προσαρμογής και των επακόλουθων κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων σε άλλα κράτη μέλη, με ταυτόχρονη δημιουργία φραγμών εισόδου και διάβρωση των κινήτρων για την ανάπτυξη διασυνοριακών δραστηριοτήτων.

29)

Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένει ο πρωταρχικός στόχος των ενισχύσεων προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα σε μια περίοδο συστημικής κρίσης, αλλά η διασφάλιση της συστημικής σταθερότητας βραχυπρόθεσμα δεν θα πρέπει να προκαλεί μακροπρόθεσμες ζημίες όσον αφορά τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού και τις ανταγωνιστικές αγορές. Σε αυτό το πλαίσιο, τα μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που προκαλούν οι κρατικές ενίσχυσες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, μεταξύ άλλων για τους ακόλουθους λόγους. Πρώτον, οι τράπεζες σε όλη την Κοινότητα επλήγησαν από την κρίση σε πολύ διαφορετικούς βαθμούς και οι κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση τραπεζών που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες μπορεί να αποβούν επιζήμιες για τη θέση τραπεζών που έχουν παραμείνει κατά βάση υγιείς, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Σε μια κατάσταση χρηματοπιστωτικής, οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, οι διαφορές μεταξύ των κρατών μελών σε επίπεδο πόρων που διατίθενται για κρατικές παρεμβάσεις καθίστανται ακόμη εντονότερες, και ζημιώνουν τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά. Δεύτερον, οι εθνικές παρεμβάσεις στην παρούσα κρίση αναπόφευκτα τείνουν να εστιάζονται περισσότερο στις εθνικές αγορές και συνεπώς ενέχουν σοβαρούς κινδύνους να οδηγήσουν σε περιχαράκωση των εθνικών συνόρων και σε κατακερματισμό της ενιαίας αγοράς. Η παρουσία των δικαιούχων ενισχύσεων στην αγορά θα πρέπει να εκτιμηθεί με γνώμονα την εξασφάλιση αποτελεσματικού ανταγωνισμού και την αποφυγή της αύξησης της αγοραίας ισχύος, της δημιουργίας φραγμών εισόδου και της σύστασης αντικινήτρων για την ανάπτυξη διασυνοριακών δραστηριοτήτων, που θα ήταν εις βάρος των συμφερόντων των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Τρίτον η παρούσα κλίμακα των κρατικών παρεμβάσεων που απαιτούνται για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και τα πιθανά εμπόδια για τον κανονικό καταμερισμό των επιβαρύνσεων οδηγούν αναπόφευκτα σε ακόμη μεγαλύτερο ηθικό κίνδυνο που θα πρέπει να διορθωθεί κατάλληλα ώστε να αποφευχθούν τα στρεβλά κίνητρα και η επανεμφάνιση στο μέλλον συμπεριφορών που ενέχουν υπερβολικούς κινδύνους, καθώς και για να προετοιμαστεί το έδαφος για την ταχεία επάνοδο σε κανονικές συνθήκες αγοράς χωρίς κρατική στήριξη.

Εφαρμογή αποτελεσματικών και πρόσφορων μέτρων για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού

30)

Τα μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού θα πρέπει να είναι κατάλληλα προσαρμοσμένα για την αντιμετώπιση των στρεβλώσεων που εντοπίζονται σε αγορές στις οποίες δραστηριοποιείται η δικαιούχος τράπεζα αφού αποκατασταθεί η βιωσιμότητά της μετά την αναδιάρθρωση, τηρώντας παράλληλα μια κοινή πολιτική και κοινές αρχές. Η Επιτροπή λαμβάνει ως σημείο εκκίνησης για την αξιολόγηση της ανάγκης θέσπισης τέτοιων μέτρων, το μέγεθος, την κλίμακα και την έκταση των δραστηριοτήτων τις οποίες αναμένεται να ασκήσει η οικεία τράπεζα μετά την εφαρμογή ενός αξιόπιστου σχεδίου αναδιάρθρωσης, όπως προβλέπεται στην ενότητα 2. Ανάλογα με τη φύση της στρέβλωσης του ανταγωνισμού, μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη βοήθεια μέσων που αφορούν τις υποχρεώσεις ή/και τα περιουσιακά στοιχεία (34). Η φύση και η μορφή των μέτρων αυτών θα εξαρτηθεί από δύο κριτήρια: πρώτον, από το ύψους της ενίσχυσης και τους όρους και της συνθήκες υπό τις οποίες χορηγήθηκε και, δεύτερον, από τα χαρακτηριστικά της αγοράς ή των αγορών στις οποίες θα δραστηριοποιηθεί η δικαιούχος τράπεζα.

31)

Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, τα μέτρα που περιορίζουν τις στρεβλώσεις ποικίλλουν σημαντικά ανάλογα με το ύψος της ενίσχυσης, καθώς και τον βαθμό καταμερισμού των επιβαρύνσεων και το ύψος της αντιστάθμισης. Σε αυτό το πλαίσιο, το ύψος της κρατικής ενίσχυσης θα αξιολογηθεί τόσο σε απόλυτους όρους (ύψος του κεφαλαίου που λήφθηκε, στοιχείο ενίσχυσης των εγγυήσεων και μέτρων αρωγής για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία) όσο και σε σχέση με τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας. Η Επιτροπή θα εκτιμά το συνολικό ποσό της ενίσχυσης που χορηγήθηκε στον δικαιούχο περιλαμβανομένης τυχόν ενίσχυσης διάσωσης. Στο ίδιο πνεύμα, η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη το βαθμό της ίδιας συνεισφοράς του δικαιούχου και καταμερισμού των επιβαρύνσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης. Σε γενικές γραμμές, όσο υψηλότερος είναι ο βαθμός καταμερισμού των επιβαρύνσεων και μεγαλύτερη η ίδια συμμετοχή, τόσο πιο περιορισμένες είναι οι αρνητικές συνέπειες που προκύπτουν από τον ηθικό κίνδυνο. Συνεπώς, μειώνεται η ανάγκη λήψης περαιτέρω μέτρων (35).

32)

Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, η Επιτροπή θα αναλύει τα πιθανά αποτελέσματα της ενίσχυσης στις αγορές στις οποίες θα δραστηριοποιείται η δικαιούχος τράπεζα μετά την αναδιάρθρωση. Πρώτα απ' όλα, θα εξετάζονται το μέγεθος και η σχετική σπουδαιότητα της τράπεζας στην αγορά ή τις αγορές της, όταν αποκατασταθεί η βιωσιμότητά της. Εάν η αναδιαρθρωμένη τράπεζα έχει περιορισμένη εναπομένουσα παρουσία στην αγορά, είναι λιγότερο πιθανό να απαιτούνται πρόσθετοι περιορισμοί με τη μορφή εκποιήσεων δραστηριοτήτων ή δεσμεύσεων σε επίπεδο συμπεριφοράς. Ο σχεδιασμός των μέτρων θα προσαρμόζεται στα χαρακτηριστικά της αγοράς (36) έτσι ώστε να διασφαλιστεί η διαφύλαξη του αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Σε ορισμένους τομείς, οι εκποιήσεις δραστηριοτήτων ενδέχεται να προκαλέσουν ανεπιθύμητα αποτελέσματα και ενδέχεται να μην είναι απαραίτητες για την επίτευξη των επιθυμητών αποτελεσμάτων, οπότε μπορεί να θεωρηθεί προτιμότερος ο περιορισμός της οργανικής ανάπτυξης έναντι των εκποιήσεων. Σε άλλους τομείς, ιδίως εκείνους που αφορούν εθνικές αγορές με πολύ υψηλούς φραγμούς εισόδου, μπορεί να απαιτούνται εκποιήσεις δραστηριοτήτων για να καταστεί δυνατή η είσοδος ή η επέκταση ανταγωνιστών. Τα μέτρα που περιορίζουν τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού δεν πρέπει να αποτελούν απειλή για τις προοπτικές αποκατάστασης της βιωσιμότητας της τράπεζας.

33)

Τέλος, η Επιτροπή θα εξετάζει προσεκτικά τους πιθανούς κινδύνους υπονόμευσης της εσωτερικής αγοράς από τα μέτρα αναδιάρθρωσης και θα αντιμετωπίζει θετικά τα μέτρα που συμβάλλουν ώστε οι εθνικές αγορές να παραμείνουν ανοικτές και διεκδικήσιμες. Ενώ η ενίσχυση αποσκοπεί στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας· και της ροής πιστώσεων στην πραγματική οικονομία του κράτους μέλους που χορηγεί την ενίσχυση, όταν η ενίσχυση αυτή παρέχεται επίσης υπό την προϋπόθεση ότι η δικαιούχος τράπεζα θα τηρεί ορισμένους στόχους δανειοδότησης σε κράτη μέλη διαφορετικά από εκείνο που χορηγεί την ενίσχυση, αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως μια πρόσθετη θετική συνέπεια της ενίσχυσης. Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν οι στόχοι δανειοδότησης είναι σημαντικοί σε σχέση με ένα αξιόπιστο αντιπαράδειγμα, όταν η επίτευξη των στόχων αυτών υπόκειται σε επαρκή έλεγχο (παραδείγματος χάρη, μέσω της συνεργασίας μεταξύ των εποπτικών αρχών της χώρας καταγωγής και της χώρας υποδοχής), όταν τραπεζικό σύστημα της χώρας υποδοχής κυριαρχείται από τράπεζες των οποίων η έδρα βρίσκεται στην αλλοδαπή και αυτές οι δεσμεύσεις δανειοδότησης έχουν συντονιστεί σε κοινοτικό επίπεδο (παραδείγματος χάρη, στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων ενίσχυσης της ρευστότητας).

Καθορισμός του κατάλληλου τιμήματος για την κρατική ενίσχυση

34)

Η κατάλληλη αμοιβή κάθε κρατικής παρέμβασης γενικώς είναι ένας από τους σημαντικότερους τρόπους περιορισμού των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι περιορίζει το ύψος της ενίσχυσης. Όταν η τιμή εισόδου έχει οριστεί σε επίπεδο σημαντικά χαμηλότερο από την αγοραία τιμή για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, θα πρέπει να διασφαλιστεί η επανεξέταση των όρων της χρηματοπιστωτικής στήριξης στο σχέδιο αναδιάρθρωσης (37) έτσι ώστε να περιοριστεί το στρεβλωτικό αποτέλεσμα της επιδότησης.

Διαρθρωτικά μέσα — εκποίηση και περιορισμός επιχειρηματικών δραστηριοτήτων

35)

Με βάση την αξιολόγησή τους σύμφωνα με τα κριτήρια της παρούσας ενότητας, οι τράπεζες που λαμβάνουν κρατικές ενισχύσεις πρέπει ενδεχομένως να εκχωρήσουν θυγατρικές ή υποκαταστήματα, χαρτοφυλάκια πελατών ή επιχειρηματικές μονάδες, ή να λάβουν άλλα τέτοια μέτρα (38), ιδίως στην εγχώρια αγορά λιανικής του δικαιούχου. Για να μπορούν τα μέτρα αυτά να τονώσουν τον ανταγωνισμό και να συμβάλουν στην προώθηση της εσωτερικής αγοράς, θα πρέπει να διευκολύνουν την είσοδο ανταγωνιστών και την ανάπτυξη διασυνοριακών δραστηριοτήτων (39). Σύμφωνα με την υποχρέωση αποκατάστασης της βιωσιμότητας, η Επιτροπή θα λαμβάνει θετική θέση όσον αφορά τέτοια διαρθρωτικά μέτρα εάν θεσπίζονται χωρίς διακρίσεις μεταξύ των επιχειρήσεων στα διάφορα κράτη μέλη, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στη διαφύλαξη της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

36)

Ενδεχομένως να απαιτείται επίσης να τεθεί κάποιο όριο στην επέκταση της τράπεζας σε σχέση με ορισμένες επιχειρηματικές δραστηριότητες ή γεωγραφικές περιοχές, παραδείγματος χάρη μέσω διορθωτικών μέτρων προσανατολισμένων στην αγορά, όπως ειδικές κεφαλαιακές απαιτήσεις, όταν ο ανταγωνισμός στην αγορά θα εξασθένιζε με άμεσους περιορισμούς επέκτασης ή για τη μείωση του ηθικού κινδύνου. Συγχρόνως, η Επιτροπή θα αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη αποφυγής της περιχαράκωσης εντός των εθνικών συνόρων και κατακερματισμού της ενιαίας αγοράς.

37)

Όταν η εξεύρεση αγοραστή των θυγατρικών ή άλλων δραστηριοτήτων ή περιουσιακών στοιχείων φαίνεται αντικειμενικά δύσκολη, η Επιτροπή θα παρατείνει τη χρονική περίοδο για την εφαρμογή των μέτρων αυτών, εάν παρέχεται ένα δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα περιορισμού των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων (περιλαμβανομένης της απόσχισης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων). Ωστόσο, η χρονική περίοδος για την εφαρμογή των μέτρων αυτών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα πέντε έτη.

38)

Κατά την εκτίμηση της έκτασης των διαρθρωτικών μέτρων που απαιτούνται για τη διόρθωση της στρέβλωσης του ανταγωνισμού σε μια δεδομένη υπόθεση, και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την αρχή της ίσης μεταχείρισης, η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη τα μέτρα που προβλέπονται σε υποθέσεις που αφορούν τις ίδιες αγορές ή τμήματα αγορών την ίδια χρονική περίοδο.

Αποφυγή της χρήσης κρατικών ενισχύσεων για τη χρηματοδότηση αντιανταγωνιστικών συμπεριφορών

39)

Οι κρατικές ενισχύσεις δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται εις βάρος των ανταγωνιστών που δεν τυγχάνουν παρόμοιας κρατικής στήριξης (40).

40)

Με την επιφύλαξη του σημείου 41, οι τράπεζες δεν πρέπει κατ' αρχήν να χρησιμοποιούν τις κρατικές ενισχύσεις για την εξαγορά ανταγωνιζόμενων επιχειρήσεων (41). Ο όρος αυτός θα πρέπει να εφαρμόζεται επί τρία τουλάχιστον έτη και μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει μέχρι την ολοκλήρωση της περιόδου αναδιάρθρωσης ανάλογα με την έκταση, το μέγεθος και τη διάρκεια της ενίσχυσης.

41)

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μετά από κοινοποίηση, η Επιτροπή μπορεί να επιτρέψει εξαγορές όταν αποτελούν μέρος διαδικασίας εξυγίανσης αναγκαίας για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή για την εξασφάλιση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Η διαδικασία εξαγοράς πρέπει να τηρεί την αρχή της παροχής ίσων ευκαιριών σε όλους τους δυνητικούς αγοραστές και το αποτέλεσμα πρέπει να εξασφαλίζει συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού στις σχετικές αγορές.

42)

Όταν η επιβολή εκποιήσεων ή/και η απαγόρευση εξαγορών δεν θεωρούνται πρόσφορες, η Επιτροπή δύναται να δεχτεί την επιβολή από το κράτος μέλος μηχανισμού ανάκτησης, παραδείγματος χάρη με τη μορφή εισφοράς επί των αποδεκτών της ενίσχυσης. Με αυτόν τον τρόπο θα καθίσταται δυνατή η ανάκτηση μέρους της ενίσχυσης από την τράπεζα μετά την αποκατάσταση της βιωσιμότητάς της.

43)

Όταν στις τράπεζες που λαμβάνουν κρατική στήριξη επιβάλλονται ορισμένες υποχρεώσεις όσον αφορά τη χορήγηση δανείων προς την πραγματική οικονομία, οι πιστώσεις που χορηγούνται από τις τράπεζες αυτές πρέπει να ανταποκρίνονται στους εμπορικούς όρους της αγοράς (42).

44)

Οι κρατικές ενισχύσεις δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται για την προσφορά όρων (παραδείγματος χάρη όσον αφορά επιτόκια ή εξασφαλίσεις) τους οποίους δεν θα ήταν σε θέση να προσφέρουν οι ανταγωνιστές που δεν λαμβάνουν κρατική ενίσχυση. Ωστόσο, σε περιπτώσεις που οι περιορισμοί στη συμπεριφορά τιμολόγησης μπορεί να μην κρίνονται πρόσφοροι, παραδείγματος χάρη επειδή ενδέχεται να οδηγήσουν σε μείωση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, τα κράτη μέλη μπορούν να προτείνουν άλλα πιο ενδεδειγμένα μέτρα για να διασφαλιστεί ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός, όπως μέτρα που διευκολύνουν την είσοδο άλλων φορέων. Στο ίδιο πνεύμα, οι τράπεζες δεν μπορούν να επικαλούνται την κρατική στήριξη ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα κατά την εμπορική προώθηση των χρηματοπιστωτικών προσφορών τους (43). Οι περιορισμοί αυτοί θα πρέπει να διατηρούνται ανάλογα με την έκταση, το μέγεθος και τη διάρκεια της ενίσχυσης επί μια περίοδο που κυμαίνεται μεταξύ τριών ετών και της συνολικής διάρκειας της περιόδου αναδιάρθρωσης. Θα χρησιμεύουν επίσης ως σαφές κίνητρο για την όσο το δυνατό ταχύτερη εξόφληση της οφειλής προς το κράτος.

45)

Η Επιτροπή θα εξετάζει επίσης το βαθμό ανοίγματος της αγοράς και της ικανότητας του τομέα να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες των τραπεζών. Στη συνολική αξιολόγησή της η Επιτροπή μπορεί να εξετάζει τις πιθανές δεσμεύσεις του δικαιούχου ή δεσμεύσεις από τα κράτη μέλη σχετικά με τη θέσπιση μέτρων (44) που θα προωθούσαν πιο εύρωστες και ανταγωνιστικές αγορές, παραδείγματος χάρη με τη διευκόλυνση της εισόδου και της εξόδου. Οι πρωτοβουλίες αυτές θα μπορούσαν, υπό τις κατάλληλες περιστάσεις, να συνοδεύουν άλλα διαρθρωτικά μέτρα ή δεσμεύσεις συμπεριφοράς που θα έπρεπε κανονικά να απαιτηθούν από τον δικαιούχο της ενίσχυσης. Η δέσμευση κράτους μέλους να θεσπίσει μηχανισμούς για την αντιμετώπιση των δυσχερειών τραπεζών σε πρώιμα στάδια μπορεί να αντιμετωπιστεί θετικά από την Επιτροπή ως στοιχείο για την προώθηση πιο εύρωστων και ανταγωνιστικών αγορών.

5.   ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

46)

Για να εξακριβωθεί ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης εφαρμόζεται ορθά, η Επιτροπή ζητά την υποβολή λεπτομερών τακτικών εκθέσεων. Η πρώτη έκθεση θα πρέπει κανονικά να υποβληθεί στην Επιτροπή το αργότερο έξι μήνες μετά την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

47)

Μετά την κοινοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή πρέπει να αξιολογήσει κατά πόσο το σχέδιο μπορεί να αποκαταστήσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και να περιορίσει κατάλληλα τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Εάν υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τη συμμόρφωση του σχεδίου αναδιάρθρωσης με τις σχετικές απαιτήσεις, η Επιτροπή πρέπει να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας, παρέχοντας σε τρίτα μέρη τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με το μέτρο, εξασφαλίζοντας έτσι μια διαφανή και συνεκτική προσέγγιση τηρώντας τους κανόνες εμπιστευτικότητας που ισχύουν για τις διαδικασίες κρατικών ενισχύσεων (45).

48)

Ωστόσο, η Επιτροπή δεν οφείλει να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας όταν το σχέδιο αναδιάρθρωσης είναι πλήρες και τα προτεινόμενα μέτρα δεν δημιουργούν περαιτέρω αμφιβολίες στην Επιτροπή όσον αφορά τη συμβατότητα τους κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (46). Αυτό μπορεί ιδίως να συμβαίνει όταν ένα κράτος μέλος έχει κοινοποιήσει στην Επιτροπή ενίσχυση που συνοδεύεται από σχέδιο αναδιάρθρωσης το οποίο πληροί όλους τους όρους που θέτει η παρούσα ανακοίνωση, προκειμένου να εξασφαλιστεί ασφάλεια δικαίου όσον αφορά την απαραίτητη συνέχεια που θα δοθεί. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει τελική απόφαση στην οποία βεβαιώνεται ότι τόσο η ενίσχυση διάσωσης όσο και η ενίσχυση αναδιάρθρωσης είναι συμβατές με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης.

6.   ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗΣ

49)

Η παρούσα ανακοίνωση δικαιολογείται λόγω της τρέχουσας πρωτοφανούς κρίσης του χρηματοπιστωτικού τομέα και θα εφαρμόζεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010. Η Επιτροπή θα ακολουθεί τις κατευθύνσεις που διατυπώνονται στη παρούσα ανακοίνωση όταν εξετάζει περιπτώσεις ενισχύσεων αναδιάρθρωσης που κοινοποιούνται στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου του 2010. Οι μη κοινοποιούμενες ενισχύσεις, θα αξιολογούνται με βάση την ανακοίνωση της Επιτροπής για τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομης κρατικής ενίσχυσης (47). Η Επιτροπή θα ακολουθεί τις κατευθύνσεις που διατυπώνονται στη παρούσα ανακοίνωση όταν εκτιμά την συμβατότητα των μη κοινοποιούμενων ενισχύσεων που χορηγήθηκαν έως και τις 31 Δεκεμβρίου 2010.

50)

Έχοντας υπόψη ότι η παρούσα ανακοίνωση βασίζεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης, η Επιτροπή δύναται να αναθεωρήσει το περιεχόμενο και τη διάρκειά της σύμφωνα με την εξέλιξη των συνθηκών της αγοράς, την πείρα που αποκτάται κατά την εξέταση υποθέσεων και το πρωταρχικό συμφέρον διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.


(1)  Στην ανακοίνωσή της προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 4ης Μαρτίου 2009 για την «Υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης» COM(2009) 114 τελικό, η Επιτροπή εξήγγειλε πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση των γενικότερων αδυναμιών του κανονιστικού πλαισίου που ισχύει για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που ασκούν δραστηριότητες στην Κοινότητα.

(2)  Βλ την ανακοίνωση της Επιτροπής — Εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα που λήφθηκαν για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης («τραπεζική ανακοίνωση») (ΕΕ C 270 της 25.10.2008, σ. 8), την ανακοίνωση της Επιτροπής — H ανακεφαλαιοποίηση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών στο πλαίσιο της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης: περιορισμός των ενισχύσεων στο ελάχιστο απαραίτητο και διασφαλίσεις έναντι αδικαιολόγητων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, («ανακοίνωση περί ανακεφαλαιοποίησης») (ΕΕ C 10 της 15.1.2009, σ. 2), και την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αντιμετώπιση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων στον κοινοτικό τραπεζικό τομέα («ανακοίνωση περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων») (ΕΕ C 72 της 26.3.2009, σ. 1). Για μια επισκόπηση της πρακτικής λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, βλ. Πίνακα αποτελεσμάτων για τις κρατικές ενισχύσεις — Επικαιροποίηση άνοιξης 2009, Ειδική έκδοση για τις κρατικές ενισχύσεις στο πλαίσιο της παρούσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής, COM(2009) 164 τελικό της 8 Απρίλιος 2009.

(3)  Η εφαρμογή της ανακοίνωσης αυτής περιορίζεται στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όπως αναφέρονται στη τραπεζική ανακοίνωση. Οι κατευθύνσεις που διατυπώνονται στη παρούσα ανακοίνωση αναφέρονται στις τράπεζες για την οικονομία του κειμένου. Ωστόσο, εφόσον απαιτείται, ισχύουν κατ'αναλογία και για άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

(4)  Τα κριτήρια και οι ειδικές περιστάσεις που συνεπάγονται υποχρέωση υποβολής σχεδίου αναδιάρθρωσης έχουν αναλυθεί στην τραπεζική ανακοίνωση, στην ανακοίνωση περί ανακεφαλαιοποίησης και στην ανακοίνωση περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων. Αναφέρονται ιδίως, αλλά όχι αποκλειστικά, σε περιπτώσεις που προβληματικές τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν από το κράτος, ή όταν η τράπεζα που επωφελείται από μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία έχει ήδη λάβει κρατική ενίσχυση με οποιαδήποτε μορφή που συμβάλλει στην κάλυψη ή την αποφυγή ζημιών (εκτός της συμμετοχής σε καθεστώς εγγυήσεων ) η οποία υπερβαίνει συνολικά το 2% των συνολικών, σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο, περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας. Ο βαθμός της αναδιάρθρωσης θα εξαρτηθεί από τη σοβαρότητα των προβλημάτων κάθε τράπεζας. Αντίθετα, σύμφωνα με αυτές τις ανακοινώσεις (ιδίως το σημείο 40 της ανακοίνωσης περί ανακεφαλαιοποίησης και το παράρτημα V της ανακοίνωσης περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων), όταν χορηγείται ένα περιορισμένο ποσό ενίσχυσης σε τράπεζες που είναι ουσιαστικά υγιείς, τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλλουν έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τη χρήση των κρατικών πόρων που θα περιλαμβάνουν όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για να αξιολογηθεί η βιωσιμότητα της τράπεζας, η χρήση των ληφθέντων κεφαλαίων και η πορεία απεξάρτησης από την κρατική στήριξη. Η ανάλυση βιωσιμότητας πρέπει να καταδεικνύει το προφίλ κινδύνου και τη μελλοντική κεφαλαιακή επάρκεια αυτών των τραπεζών και να αξιολογεί τα επιχειρηματικά σχέδιά τους.

(5)  Δηλαδή, ενισχύσεις που εγκρίθηκαν προσωρινά από την Επιτροπή ως ενισχύσεις διάσωσης βάσει των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων, (ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2) ή ενισχύσεις που εγκρίθηκαν προσωρινά βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης, καθώς κάθε νέα ενίσχυση αναδιάρθρωσης που μπορεί να κοινοποιηθεί βάσει των σχετικών κανόνων. Συνεπώς, η παρούσα ανακοίνωση θα εφαρμόζεται αντί των κατευθυντηρίων γραμμών για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων, για την αξιολόγηση ενισχύσεων αναδιάρθρωσης σε τράπεζες υπό τις παρούσες συνθήκες συστημικής κρίσης.

(6)  Στο παρελθόν, η Επιτροπή έχει εκδώσει ορισμένες αποφάσεις όσον αφορά ενισχύσεις αναδιάρθρωσης (συμβατών βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης) σε προβληματικές τράπεζες, βάσει μιας εκτεταμένης διαδικασίας αναδιάρθρωσης που επέτρεψε τους δικαιούχους να αποκαταστήσουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους χωρίς η ενίσχυση να προκαλεί αδικαιολόγητες ζημίες σε ανταγωνιστές. Μεταξύ των συνηθέστερων στρατηγικών αναδιάρθρωσης ήταν ο αναπροσανατολισμός των επιχειρηματικών μοντέλων, η παύση ή η εκποίηση ορισμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, θυγατρικών ή κλάδων, μεταβολές στη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων, η πώληση ως επιχείρηση εν λειτουργία ή η κατάτμηση και πώληση διαφόρων τμημάτων της επιχείρησης σε βιώσιμους ανταγωνιστές. Βλ. για παράδειγμα την απόφαση της Επιτροπής 98/490/EC της 20ής Μαΐου 1998 σχετικά με ενίσχυση που χορηγήθηκε από τη Γαλλία στον όμιλο Crédit Lyonnais (ΕΕ L 221 της 8.8.1998, σ. 28), την απόφαση της Επιτροπής 2005/345/EC της 18ης Φεβρουαρίου 2004 σχετικά με την ενίσχυση αναδιάρθρωσης που χορηγήθηκε από τη Γερμανία υπέρ της Bankgesellschaft Berlin AG (ΕΕ L 116 της 4.5.2005, σ. 1), την απόφαση της Επιτροπής 2009/341/ΕΚ της 4ης Ιουνίου 2008 σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 9/08 (ex NN 8/08, CP 244/07) που χορήγησε η Γερμανία στη Sachsen LB (ΕΕ L 104 της 24.4.2009, σ. 34) και τον πίνακα αποτελεσμάτων για τις κρατικές ενισχύσεις του φθινοπώρου 2006, COM(2006) 761 τελικό, σ. 28 (http://ec.europa.eu/comm/competition/state_aid/studies_reports/2006_autumn_en.pdf), με ειδική έρευνα για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης.

(7)  Βλ. επίσης την ανακοίνωση «Αναδιαρθρώσεις και απασχόληση» της 31ης Μαρτίου 2005 [COM(2005) 120 τελικό της 31 ης Μαρτίου 2005] και τις ορθές πρακτικές όσον αφορά τις αναδιαρθρώσεις που συμφωνήθηκαν με τους ευρωπαίους κοινωνικούς εταίρους τον Νοέμβριο του 2003.

(8)  Σύμφωνα με την ανακοίνωση για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία.

(9)  Σύμφωνα με την τραπεζική ανακοίνωση, την ανακοίνωση περί ανακεφαλαιοποίησης και την ανακοίνωση για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία. Βλ. σημείο 4 της παρούσας ανακοίνωσης.

(10)  Σύμφωνα με την τραπεζική ανακοίνωση, την ανακοίνωση περί ανακεφαλαιοποίησης και την ανακοίνωση για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, όταν χορηγείται περιορισμένο ποσό ενίσχυσης σε κατά βάση υγιείς τράπεζες, τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλουν ανάλυση βιωσιμότητας στην Επιτροπή.

(11)  Σύμφωνα ιδίως με το σημείο 40 της ανακοίνωσης περί ανακεφαλαιοποίησης και το παράρτημα 5 της ανακοίνωσης για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία

(12)  Όπως εξηγείται στο σημείο 8 της παρούσας ανακοίνωσης, όταν στην ενότητα 2 γίνεται μνεία σε σχέδιο αναδιάρθρωσης, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι αρχές που εκτίθενται στην ενότητα 2 και στις αναλύσεις βιωσιμότητας.

(13)  Ενδεικτικό υπόδειγμα σχεδίου αναδιάρθρωσης παρουσιάζεται στο παράρτημα.

(14)  Εφόσον κρίνεται αναγκαίο, η Επιτροπή θα ζητά τη γνώμη εξωτερικού συμβούλου για την εξέταση των κοινοποιούμενων σχεδίων αναδιάρθρωσης προκειμένου να αξιολογήσει τη βιωσιμότητα, τον καταμερισμό των επιβαρύνσεων και την ελαχιστοποίηση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Μπορεί επίσης να ζητήσει την πιστοποίηση διαφόρων στοιχείων από εποπτικές αρχές.

(15)  Βλ. για παράδειγμα, την απόφαση της Επιτροπής της 2ας Απριλίου 2008 στην υπόθεση NN 1/2008 Northern Rock, (ΕΕ C 135 της 3.6.2008, σ. 21), και την απόφαση 2009/341/ΕΚ στην υπόθεση C 9/2008 SachsenLB.

(16)  Βλ. απόφαση 2009/341/ΕΚ στην υπόθεση C 9/2008 SachsenLB.

(17)  Εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις. Βλ. απόφαση της Επιτροπής της 21ης Οκτωβρίου 2008 στην υπόθεση C 10/2008 IKB (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί).

(18)  Σύμφωνα με τη σύσταση της Επιτροπής 2009/384/ΕΚ της 30ης Απριλίου 2009 σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ΕΕ L 120 της 15.5.2009, σ. 22).

(19)  Δηλαδή πώληση μεγάλων αριθμού περιουσιακών στοιχείων σε τρέχουσες χαμηλές αγοραίες τιμές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περαιτέρω μείωση των τιμών.

(20)  Η πρακτική της Επιτροπής ήταν να δέχεται δύο έως τρία έτη ως διάρκεια ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης.

(21)  Βλ. επίσης σημείο 20.

(22)  Βλ. για παράδειγμα την απόφαση 2009/341/ΕΚ στην υπόθεση C 9/2008 SachsenLB.

(23)  Η απουσία διαγωνισμού δεν σημαίνει αυτομάτως την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης υπέρ του αγοραστή.

(24)  Αυτό θα οδηγούσε κανονικά σε ενίσχυση προς την πωλούμενη οικονομική δραστηριότητα.

(25)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/92, C-279/92 και C-280/92 Hytasa, Συλλογή 1994 σ. I-4103, σκέψη 22.

(26)  Βλ υπόθεση C-334/99 Gröditzer Stahlwerke, Συλλογή 2003 σ. I-1139, σκέψεις 134 κ.ε. και απόφαση 2008/719/ΕΚ της Επιτροπής της 30ής Απριλίου 2008 για την κρατική ενίσχυση C 56/2006 (ex NN 77/2006), Bank Burgenland (ΕΕ L 239 της 6.9.2008, σ. 32).

(27)  Βλ. σημεία 43 έως 50 της τραπεζικής ανακοίνωσης. Για να καταστεί δυνατή αυτή η ομαλή έξοδος, μπορεί να θεωρηθεί συμβατή μια ενδεχόμενη ενίσχυση εκκαθάρισης, όταν παραδείγματος χάρη απαιτείται για την προσωρινή ανακεφαλαιοποίηση μιας ενδιάμεσης τράπεζας ή ενός ενδιάμεσου φορέα ή για την ικανοποίηση απαιτήσεων ορισμένων κατηγοριών πιστωτών εάν αυτό δικαιολογείται για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Για παραδείγματα τέτοιου είδους ενισχύσεων και των όρων υπό τους οποίους οι εν λόγω ενισχύσεις θεωρήθηκαν συμβατές, βλ. την απόφαση της Επιτροπής της 1ης Οκτωβρίου2008 στην υπόθεση NN 41/2008 Ηνωμένο Βασίλειο, ενίσχυση διάσωσης υπέρ της Bradford & Bingley (EE L 290, της 13.11.2008, σ. 2), και την απόφαση της Επιτροπής της 5ης Νοεμβρίου 2008 στην υπόθεση NN 39/2008 Δανία, ενίσχυση υπέρ της εκκαθάρισης της Roskilde Bank (ΕΕ C 12 της 17.1.2009, σ. 3).

(28)  Βλ. υπόθεση T-17/03 Schmitz-Gotha, Συλλογή [2006] σ. II — 1139.

(29)  Όπως έχει ήδη αναλυθεί σε προηγούμενες ανακοινώσεις της Επιτροπής, και ιδίως στην ανακοίνωση για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, βλ. σημεία 21 και επόμενα.

(30)  Η Επιτροπή έχει δώσει λεπτομερείς κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την αποτίμηση των κρατικών εγγυήσεων, των ανακεφαλαιοποιήσεων και των μέτρων αρωγής για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία στην τραπεζική ανακοίνωση, στην ανακοίνωση περί ανακεφαλαιοποίησης και στην ανακοίνωση για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, αντιστοίχως. Στο βαθμό που καταβάλλεται αυτό το τίμημα, αποδυναμώνεται από χρηματοοικονομική άποψη η θέση των μετόχων της τράπεζας.

(31)  Ανακοίνωση για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, σημεία 24 και 25. Βλ. επίσης ενότητα 4 της παρούσας ανακοίνωσης.

(32)  Βλ. απόφαση της Επιτροπής της 18ης Δεκεμβρίου 2008 στην υπόθεση N 615/2008 Bayern LB (ΕΕ C 80 της 3.4.2009, σ. 4). Ωστόσο, αυτό δεν εμποδίζει την τράπεζα να πραγματοποιεί πληρωμές τοκομεριδίων όταν υπάρχει σχετική δεσμευτική νομική υποχρέωση.

(33)  Βλ. ανακοίνωση για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, σημείο 31, και την εξειδικευμένη προσέγγιση όσον αφορά τους περιορισμούς διανομής μερισμάτων στην ανακοίνωση περί ανακεφαλαιοποίησης, σημεία 33, 34 και 45, που δείχνουν ότι παρόλο που προσωρινοί περιορισμοί στη διανομή μερισμάτων ή τοκομεριδίων μπορεί να συμβάλουν στη διατήρηση του κεφαλαίου εντός της τράπεζας και να αυξήσουν τα διαθέσιμα κεφάλαια ασφαλείας βελτιώνοντας έτσι τη φερεγγυότητα της τράπεζας, μπορεί επίσης να παρεμποδίσουν την πρόσβαση της τράπεζας σε ιδιωτικές πηγές χρηματοδότησης, ή έστω να αυξήσουν το κόστος της νέας μελλοντικής χρηματοδότησης.

(34)  Βλ σημείο 21.

(35)  Εάν η Επιτροπή, σύμφωνα με την τραπεζική ανακοίνωση, την ανακοίνωση περί ανακεφαλαιοποίησης ή την ανακοίνωση περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων, έχει κατ' εξαίρεση δεχθεί ενίσχυση που αποκλίνει από τις αρχές που προβλέπονται στις ανακοινώσεις αυτές, η πρόσθετη στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκύπτει θα απαιτήσει τη λήψη συμπληρωματικών διαρθρωτικών διασφαλίσεων ή δεσμεύσεων συμπεριφοράς· βλ. σημείο 58 της ανακοίνωσης περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων.

(36)  Ειδικότερα, θα λαμβάνονται υπόψη τα επίπεδα συγκέντρωσης, οι περιορισμοί σε επίπεδο παραγωγικής ικανότητας, το επίπεδο της κερδοφορίας, οι φραγμοί εισόδου και επέκτασης.

(37)  Παραδείγματος χάρη, ενθαρρύνοντας την πρόωρη εξόφληση της κρατικής ενίσχυσης.

(38)  Βλ. παραδείγματος χάρη την απόφαση της Επιτροπή της 21ης Οκτωβρίου 2008 στην υπόθεση C 10/2008 IKB (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί) και την απόφαση της Επιτροπή της 7ης Μαΐου 2009 στην υπόθεση N 244/2009 Εισφορά κεφαλαίου στην Commerzbank, (ΕΕ C 147της 27.6.2009, σ. 4).

(39)  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι μειώσεις ισολογισμού που οφείλονται σε διαγραφές περιουσιακών στοιχείων, που εν μέρει αντισταθμίζονται με κρατικές ενισχύσεις, δεν μειώνουν την πραγματική ισχύ της τράπεζας στην αγορά και, συνεπώς, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη όταν αξιολογείται η ανάγκη θέσπισης διαρθρωτικών μέτρων.

(40)  Βλ. παραδείγματος χάρη την απόφαση της Επιτροπής της 19ης Νοεμβρίου 2008 στην υπόθεση NN 49/2008, NN 50/2008 και NN 45/2008 Εγγυήσεις προς την Dexia (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί), σημείο 73, την απόφαση της Επιτροπής της 19ης Νοεμβρίου 2008 στην υπόθεση N 574/2008 Εγγυήσεις προς την Fortis Bank (ΕΕ C 38 της 17.2.2009, σ. 2), σημείο 58 και την απόφαση της Επιτροπής της 3ης Δεκεμβρίου 2008 στην υπόθεση NN 42/2008, NN 46/2008 και NN 53/A/2008 Ενίσχυση αναδιάρθρωσης προς την Fortis Bank και Fortis Bank Luxemburg (ΕΕ C 80 της 3.4.2009, σ. 7), παράγραφος 94. Παραδείγματος χάρη, μπορεί, σε ορισμένες περιστάσεις, να απαγορευθεί σε μια τράπεζα να προτείνει τα υψηλότερα επιτόκια που προσφέρονται στην αγορά σε καταθέτες λιανικής.

(41)  Υπενθυμίζεται ότι οι δαπάνες αναδιάρθρωσης πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο απαραίτητο ποσό για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας. Βλ σημείο 23.

(42)  Οι πιστώσεις που χορηγούνται με βάση μη εμπορικούς όρους ενδέχεται να συνιστούν κρατική ενίσχυση και μπορεί να επιτραπούν από την Επιτροπή, κατόπιν κοινοποιήσεως, εάν είναι συμβατές με την κοινή αγορά, παραδείγματος χάρη βάσει της ανακοίνωσης της Επιτροπής — Προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο μέτρων κρατικών ενισχύσεων για τη στήριξη της πρόσβασης σε χρηματοδότηση στην τρέχουσα χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, (ΕΕ C 83 της 7.4.2009, σ. 1).

(43)  Απόφαση της Επιτροπής της 12ης Νοεμβρίου 2008 στην υπόθεση N 528/2008 ING, (ΕΕ C 328 της 23.12.2008, σ. 10) σημείο 35.

(44)  Βλ. για παράδειγμα την απόφαση της Επιτροπής 2005/418/ΕΚ της 7ης Ιουλίου 2004 σχετικά με τα μέτρα ενισχύσεων που εφαρμόστηκαν από τη Γαλλία υπέρ της Alstom, (ΕΕ L 150 της 10.6.2005, σ. 24), σημείο 204.

(45)  Ανακοίνωση της Επιτροπής C(2003) 4582 της 1ης Δεκεμβρίου 2003 σχετικά με το επαγγελματικό απόρρητο στις αποφάσεις για τις κρατικές ενισχύσεις (ΕΕ C 297 της 9.12.2003, σ. 6).

(46)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(47)  ΕΕ C 119 της 22.5.2002, σ. 22.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Υπόδειγμα σχεδίου αναδιάρθρωσης

Ενδεικτικός πίνακας περιεχομένων σχεδίου αναδίαρθρωσης  (1)

1.   Πληροφορίες σχετικά με το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (περιγραφή της διάρθρωσης του κ.λπ.)

(σημείωση: μπορούν να χορηγηθούν πληροφορίες που έχουν ήδη υποβληθεί παλαιότερα, αλλά πρέπει να ενσωματωθούν στο παρόν έγγραφο και ενδεχομένως να επικαιροποιηθούν)

2.   Περιγραφή της αγοράς και μερίδια αγοράς

2.1.

Περιγραφή των κυριότερων σχετικών αγορών προϊόντων (τουλάχιστον διάκριση μεταξύ αγορών λιανικής, χονδρικής, αγορών κεφαλαίου κ.λπ.)

2.2.

Υπολογισμοί των μεριδίων αγοράς (π.χ. εθνικών και σε ευρωπαϊκή κλίμακα, αναλόγως της γεωγραφικής έκτασης των σχετικών αγορών)

3.   Ανάλυση των λόγων για τους οποίους το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα περιήλθε σε δυσχέρειες (εσωτερικοί παράγοντες)

4.   Περιγραφή της κρατικής παρέμβασης και αξιολόγηση της κρατικής ενίσχυσης

4.1.

Πληροφορίες για το εάν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή οι θυγατρικές του έχουν ήδη λάβει ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωση στο παρελθόν.

4.2.

Πληροφορίες σχετικά με τη μορφή και το ύψος της κρατικής στήριξης ή του οικονομικού πλεονεκτήματος που συνδέεται με τη στήριξη. Στις πληροφορίες πρέπει να περιλαμβάνονται όλες οι κρατικές ενισχύσεις που λήφθηκαν είτε μεμονωμένα είτε στο πλαίσιο καθεστώτος κατά τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης

(σημείωση: πρέπει να αιτιολογηθούν όλες οι ενισχύσεις στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης όπως προσδιορίζεται στη συνέχεια ).

4.3.

Αξιολόγηση της κρατικής στήριξης βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων και ποσοτικός προσδιορισμός του ύψους της ενίσχυσης.

5.   Αποκατάσταση βιωσιμότητας

5.1.   Παρουσίαση των διαφόρων παραδοχών της αγοράς

5.1.1.

Αρχική κατάσταση στις βασικές αγορές προϊόντων

5.1.2.

Αναμενόμενη εξέλιξη της αγοράς στις βασικές αγορές προϊόντων

5.2.   Παρουσίαση του σεναρίου χωρίς τη λήψη του μέτρου

5.2.1.

Απαιτούμενη προσαρμογή στο αρχικό επιχειρηματικό σχέδιο

5.2.2.

Παρελθόντες, παρόντες και μελλοντικοί συντελεστές κεφαλαιακής επάρκειας (κεφαλαιακά μέσα tier 1, tier 2)

5.3.   Παρουσίαση της προτεινόμενης μελλοντικής στρατηγικής για το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και του τρόπου με τον οποίο η στρατηγική αυτή θα οδηγήσει στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας

5.3.1.

Σημείο εκκίνησης και συνολικό πλαίσιο

5.3.2.

Επιμέρους πλαίσια ανά επιχειρηματική δραστηριότητα του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος

5.3.3.

Προσαρμογή στις μεταβολές του κανονιστικού περιβάλλοντος (βελτίωση της διαχείρισης κινδύνου, μεγαλύτερες κεφαλαιακές εφεδρείες, κ.λπ.)

5.3.4.

Επιβεβαίωση όσον αφορά την πλήρη γνωστοποίηση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων

5.3.5.

Κατά περίπτωση, μεταβολή της ιδιοκτησιακής διάρθρωσης

5.4   Περιγραφή και επισκόπηση των διαφόρων προγραμματιζόμενων μέτρων για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας, κόστος και επιπτώσεις των μέτρων αυτών στα αποτελέσματα χρήσεως/ισολογισμό

5.4.1.

Μέτρα σε επίπεδο ομίλου

5.4.2.

Μέτρα ανά επιχειρηματική δραστηριότητα

5.4.3.

Επίπτωση κάθε μέτρου στα αποτελέσματα χρήσεως/ισολογισμό

5.5.   Περιγραφή των αποτελεσμάτων των διαφόρων μέτρων για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού (βλ. σημείο 7) όσον αφορά το κόστος τους και τις επιπτώσεις τους στα αποτελέσματα χρήσεως/ισολογισμό

5.5.1.

Μέτρα σε επίπεδο ομίλου

5.5.2.

Μέτρα στους τομείς των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων

5.5.3.

Επίπτωση κάθε μέτρου στα αποτελέσματα χρήσεως/ισολογισμό

5.6.   Σύγκριση με εναλλακτικές επιλογές και συνοπτική συγκριτική αξιολόγηση των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων σε περιφερειακό, εθνικό και κοινοτικό επίπεδο (η ανάλυση αυτή απαιτείται κυρίως όταν η τράπεζα ενδέχεται να μην πληροί τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε περίπτωση μη χορήγησης της ενίσχυσης)

5.6.1.

Εναλλακτικές επιλογές: κανονική λύση και εκκαθάριση, διάσπαση, ή απορρόφηση από άλλη τράπεζα και αντίστοιχες συνέπειες

5.6.2.

Γενικές οικονομικές συνέπειες

5.7.   Χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των διαφόρων μέτρων και καταληκτική προθεσμία για την εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης στο σύνολό του (μνεία τυχόν ζητημάτων εμπιστευτικότητας)

5.8.   Περιγραφή του προγράμματος εξόφλησης της κρατικής ενίσχυσης

5.8.1.

Βασικές παραδοχές της στρατηγικής εξόδου

5.8.2.

Περιγραφή των κινήτρων εξόδου του κράτους

5.8.3.

Στρατηγική εξόδου ή προγραμματισμός εξόφλησης μέχρι την πλήρη εξόφληση/έξοδο

5.9.   Αποτελέσματα χρήσεως/ισολογισμοί για την τελευταία τριετία και την επόμενη πενταετία περιλαμβανομένων των κυριότερων χρηματοοικονομικών δεικτών και ανάλυσης ευαισθησίας με βάση το ευνοϊκότερο/δυσμενέστερο σενάριο

5.9.1.   Βασικό σενάριο

5.9.1.1.

Αποτελέσματα χρήσεως/ισολογισμός σε επίπεδο ομίλου

5.9.1.2.

Κυριότεροι χρηματοοικονομικοί δείκτες σε επίπεδο ομίλου [απόδοση κεφαλαίου σταθμισμένου κινδύνου (RAROC) ως μέτρο αναφοράς για τα εσωτερικά κριτήρια αποδοτικότητας προσαρμοσμένης βάσει του κινδύνου, δείκτης κόστους εσόδων (CIR), δείκτης αποδοτικότητας των μετοχών (ROE), κ.λπ..]

5.9.1.3.

Αποτελέσματα χρήσεως/ισολογισμός ανά μονάδα επιχειρηματικής δραστηριότητας

5.9.1.4.

Κυριότεροι χρηματοοικονομικοί δείκτες ανά μονάδα επιχειρηματικής δραστηριότητας [απόδοση κεφαλαίου σταθμισμένου κινδύνου (RAROC) ως μέτρο αναφοράς για τα εσωτερικά κριτήρια αποδοτικότητας προσαρμοσμένης βάσει του κινδύνου, δείκτης κόστους εσόδων (CIR), δείκτης αποδοτικότητας των μετοχών (ROE), κ.λπ...]

5.9.2.   Πλέον ευνοϊκό σενάριο

5.9.2.1.

Βασικές παραδοχές

5.9.2.2.

Αποτελέσματα χρήσεως/ισολογισμός σε επίπεδο ομίλου

5.9.2.3.

Κυριότεροι χρηματοοικονομικοί δείκτες σε επίπεδο ομίλου [απόδοση κεφαλαίου σταθμισμένου κινδύνου (RAROC) ως μέτρο αναφοράς για τα εσωτερικά κριτήρια αποδοτικότητας προσαρμοσμένης βάσει του κινδύνου, δείκτης κόστους εσόδων (CIR), δείκτης αποδοτικότητας των μετοχών (ROE), κ.λπ.....]

5.9.3.   Πλέον δυσμενές σενάριο — Εάν έχει πραγματοποιηθεί ή/και πιστοποιηθεί από τις εθνικές εποπτικές αρχές προσομοίωση ακραίων καταστάσεων, θα πρέπει να δοθούν στοιχεία σχετικά με τις μεθοδολογίες, τις παραμέτρους και τα αποτελέσματα αυτής της προσομοίωσης (2).

5.9.3.1.

Βασικές παραδοχές

5.9.3.2.

Αποτελέσματα χρήσεως/ισολογισμός σε επίπεδο ομίλου

5.9.3.3.

Κυριότεροι χρηματοοικονομικοί δείκτες σε επίπεδο ομίλου [απόδοση κεφαλαίου σταθμισμένου κινδύνου (RAROC) ως μέτρο αναφοράς για τα εσωτερικά κριτήρια αποδοτικότητας προσαρμοσμένης βάσει του κινδύνου, δείκτης κόστους εσόδων (CIR), δείκτης αποδοτικότητας των μετοχών (ROE), κ.λπ.]

6.   Καταμερισμός βαρών — συνεισφορά στην αναδιάρθρωση του ίδιου του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος και των άλλων μετόχων (λογιστική και οικονομική αξία συμμετοχών)

6.1.

Περιορισμός του κόστους αναδιάρθρωσης στο απαραίτητο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας

6.2.

Περιορισμός του ύψους της ενίσχυσης (περιλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με ενδεχόμενες διατάξεις περιορισμού των μερισμάτων και των πληρωμών τόκων για δάνεια μειωμένης εξασφάλισης)

6.3.

Διάταξη περί σημαντικής ίδιας συνεισφοράς (περιλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με το μέγεθος της συνεισφοράς από μετόχους ή πιστωτές που έχουν μειωμένη εξασφάλιση)

7.   Μέτρα για τον περιορισμό της στρέβλωσης του ανταγωνισμού

7.1.

Αιτιολόγηση της έκτασης των μέτρων ενόψει του μεγέθους και των αποτελεσμάτων της κρατικής ενίσχυσης

7.2.

Διαρθρωτικά μέτρα, περιλαμβανομένων προτάσεων σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και τις προθεσμίες εκποίησης περιουσιακών στοιχείων ή θυγατρικών/ υποκαταστημάτων ή άλλων διορθωτικών μέτρων

7.3.

Δεσμεύσεις σε επίπεδο συμπεριφοράς του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, περιλαμβανομένης δέσμευσης για την αποφυγή προσφυγής σε τεχνικές μαζικού μάρκετινγκ με τη χρησιμοποίηση της κρατικής ενίσχυσης ως ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος

8.   Έλεγχος (διορισμός επιμελητή)


(1)  Οι πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας μπορεί να περιλαμβάνουν εσωτερικά στοιχεία και εκθέσεις των τραπεζών καθώς και εκθέσεις που συντάσσονται από ή για τις αρχές των κρατών μελών, και ιδίως τις ρυθμιστικές αρχές.

(2)  Η προσομοίωση ακραίων καταστάσεων πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να στηρίζεται σε κοινές παραμέτρους που έχουν συμφωνηθεί σε κοινοτικό επίπεδο (όπως μεθοδολογία που έχει αναπτυχθεί από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας) και που έχουν κατά περίπτωση προσαρμοστεί σύμφωνα με τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν στις επιμέρους χώρες και στις τράπεζες. Εφόσον απαιτείται, θα πρέπει ενδεχομένως να εξεταστεί το ενδεχόμενο αντίστροφων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων ή άλλα ισοδύναμα σενάρια ελέγχου.