52008DC0403

Ανακοινωσησ της Επιτροπησ περί των κοινοποιήσεων αναβολών της τήρησης των προθεσμιών και εξαιρέσεων από την υποχρέωση εφαρμογής ορισμένων οριακών τιμών σύμφωνα με το άρθρο 22 της οδηγίας 2008/50/ΕΚ για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα και καθαρότερο αέρα για την Ευρώπη {SEC(2008)2132} /* COM/2008/0403 τελικό */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 26.6.2008

COM(2008) 403 τελικό

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

περί των κοινοποιήσεων αναβολών της τήρησης των προθεσμιών και εξαιρέσεων από την υποχρέωση εφαρμογής ορισμένων οριακών τιμών σύμφωνα με το άρθρο 22 της οδηγίας 2008/50/ΕΚ για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα και καθαρότερο αέρα για την Ευρώπη

{SEC(2008)2132}

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

περί των κοινοποιήσεων αναβολών της τήρησης των προθεσμιών και εξαιρέσεων από την υποχρέωση εφαρμογής ορισμένων οριακών τιμών σύμφωνα με το άρθρο 22 της οδηγίας 2008/50/ΕΚ για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα και καθαρότερο αέρα για την Ευρώπη

1. Εισαγωγή

1. Το άρθρο 22 της οδηγίας 2008/50/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008 , για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα και καθαρότερο αέρα για την Ευρώπη[1], που στο εξής αναφέρεται ως η «νέα οδηγία», παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να ενημερώσουν την Επιτροπή, ότι, υπό την αίρεση εκτίμησης της Επιτροπής, σκοπεύουν να αναβάλουν την τήρηση των προθεσμιών για την επίτευξη συμμόρφωσης με τις οριακές τιμές για το διοξείδιο του αζώτου ή το βενζόλιο σε ζώνες ή οικισμούς, όπου είναι αδύνατον να επιτευχθεί συμμόρφωση προς τις εν λόγω οριακές τιμές μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2010 ή ότι ικανοποιούν τους όρους για εξαίρεση από την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις οριακές τιμές για τα σωματίδια (ΑΣ10). Εάν η Επιτροπή θεωρήσει ότι δεν πληρούνται οι όροι για αναβολή τήρησης των προθεσμιών ή εξαίρεση, μπορεί να διατυπώσει αντιρρήσεις εντός εννέα μηνών από την παραλαβή της κοινοποίησης. Η απόδειξη ότι πληρούνται οι εν λόγω όροι επιβαρύνει το κράτος μέλος το οποίο συνεπώς οφείλει να υποβάλει στην Επιτροπή κάθε σχετική πληροφορία που απαιτείται προκειμένου η τελευταία να διαμορφώσει την εκτίμησή της.

2. Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης είναι να διευκολύνει την κατάρτιση, την υποβολή και την επακριβή αξιολόγηση των κοινοποιήσεων, υποδεικνύοντας την ερμηνεία που δίδει η Επιτροπή στους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 22 και παρέχοντας καθοδήγηση στα κράτη μέλη σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να παρασχεθούν και τον μορφότυπο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί.

2. Ιστορικό

3. Η πλειονότητα των κρατών μελών δεν έχει επιτύχει συμμόρφωση με τις οριακές τιμές για τα ΑΣ10 παρά το γεγονός ότι αυτές είχαν καταστεί υποχρεωτικές ήδη από την 1η Ιανουαρίου 2005[2]. Οι εκτιμήσεις υποδεικνύουν ότι οι συγκεντρώσεις σε άνω του 40% των ζωνών και οικισμών στην Κοινότητα υπερβαίνουν σήμερα την ημερήσια οριακή τιμή των 50 µg/m³ για τα ΑΣ10 για πάνω από 35 ημέρες ανά ημερολογιακό έτος. Σε ποσοστό άνω του 15% αυτών, οι συγκεντρώσεις υπερβαίνουν επίσης και την ετήσια οριακή τιμή των 40 µg/m³ για τα ΑΣ10. Από τρέχουσες εκτιμήσεις, τάσεις και προεκτάσεις με βάση μοντέλα προκύπτει ότι παρόμοια κατάσταση είναι πιθανόν να υπάρξει το 2010 όταν καταστούν υποχρεωτικές και οι οριακές τιμές για το διοξείδιο του αζώτου[3]. Όσον αφορά το βενζόλιο για το οποίο οι οριακές τιμές θα καταστούν επίσης υποχρεωτικές το 2010[4], οι προβλέψεις δείχνουν ότι το πρόβλημα είναι λιγότερο σοβαρό.

4. Παρόλο που οι ελλείψεις όσον αφορά την εφαρμογή των οδηγιών για την ποιότητα του αέρα έχουν εντοπιστεί και συζητηθεί με τα κράτη μέλη, η κλίμακα του προβλήματος δείχνει ότι οι λόγοι της μη συμμόρφωσης ίσως να οφείλονται εν μέρει σε παράγοντες που δεν υπόκεινται στον απ’ ευθείας ή άμεσο έλεγχο των κρατών μελών. Η υιοθέτηση και εφαρμογή κοινοτικών μέτρων με τα οποία να αντιμετωπίζονται οι εκπομπές στην πηγή, όπως η σταδιακή εφαρμογή αυστηρότερων προτύπων όσον αφορά τις εκπομπές για τα νέα οχήματα, συμβάλλουν στην βελτίωση της ποιότητας του αέρα σήμερα αλλά και στο μέλλον. Εντούτοις, τα κοινοτικά μέτρα δεν μπορούν να εξασφαλίσουν από μόνα τους την επαρκή και έγκαιρη συμμόρφωση με τις οριακές τιμές σε όλη την ΕΕ. Στις περισσότερες περιπτώσεις απαιτούνται περαιτέρω μέτρα σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, ιδίως σε αστικές περιοχές όπου η έκθεση των ανθρώπων είναι υψηλότερη.

5. Είναι σημαντικό να εξασφαλίζεται ισότιμη μεταχείριση όσον αφορά την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας. Οι ζώνες στις οποίες έχουν καταβληθεί σημαντικές προσπάθειες συμμόρφωσης με τις οριακές τιμές εντός της ταχθείσας προθεσμίας δεν πρέπει να αντιμετωπίσουν ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι εκείνων στις οποίες, παρόλο που απαιτείτο, δεν καταβλήθηκε παρόμοια προσπάθεια.

6. Η Επιτροπή θα αξιολογήσει ενδελεχώς κάθε κοινοποίηση βάσει των όρων που καθορίζονται στο άρθρο 22 και θα διατυπώσει αντιρρήσεις στις περιπτώσεις που δεν θα πληρούνται οι εν λόγω όροι. Το μεγαλύτερο μέρος των πληροφοριών που απαιτούνται για την αξιολόγηση των κοινοποιήσεων θα προέλθει από τα σχέδια για την ποιότητα του αέρα που πρέπει να υποβληθούν μαζί με την κοινοποίηση.

7. Στην απόφαση της Επιτροπής 2004/224/ΕΚ, της 20ής Φεβρουαρίου 2004, για καθορισμό του τρόπου υποβολής στοιχείων σχετικών με τα σχέδια ή προγράμματα που απαιτούνται βάσει της οδηγίας 96/62/EΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τις οριακές τιμές ορισμένων ρύπων στον αέρα του περιβάλλοντος[5], καθορίζεται η πάγια πρακτική για την παροχή των ελάχιστων πληροφοριών που απαιτούνται στο πλαίσιο των σχεδίων για την ποιότητα του αέρα. Λαμβάνοντας υπόψη τις πολυάριθμες πληροφορίες που πρέπει να υποστούν επεξεργασία στο πλαίσιο της κατάρτισης των κοινοποιήσεων, η υιοθέτηση κοινού μορφότυπου θα αποτελέσει σημαντικό μέσο εξασφάλισης της αποτελεσματικής και ισότιμης επεξεργασίας κατά την αξιολόγηση των κοινοποιήσεων και συνεπώς συστήνεται ιδιαίτερα στα κράτη μέλη κατά την υποβολή των κοινοποιήσεων τους να χρησιμοποιήσουν τα έντυπα που προβλέπονται στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής (SEC(…) …). Τα εν λόγω έντυπα στηρίζονται στην απόφαση 2004/224/ΕΚ και διαφέρουν από την εν λόγω απόφαση μόνον όσον απαιτείται για να εξασφαλιστεί η κάλυψη των ουσιαστικών πληροφοριών που σχετίζονται με τους ειδικούς όρους για τις αναβολές της τήρησης των προθεσμιών ή τις εξαιρέσεις. Κατά την συμπλήρωση των εντύπων, πρέπει να συμπεριληφθούν μόνον οι πληροφορίες που διατίθενται ευλόγως για τους σκοπούς του σχεδίου για την ποιότητα του αέρα ή ως στοιχεία που υποστηρίζουν την ικανοποίηση των όρων στις συγκεκριμένες περιπτώσεις. Δεν υπάρχει πρόθεση να απαιτηθεί από τα κράτη μέλη να αναπτύξουν νέα δεδομένα, για παράδειγμα μέσω μοντελοποίησης. Οι αναφορές στα συγκεκριμένα έντυπα καθορίζονται στην παρούσα καθοδήγηση προκειμένου να προσδιοριστεί η σχέση μεταξύ των απαιτούμενων πληροφοριών και των όρων.

3. Διαδικασία κοινοποίησης

8. Οι αρχικές κοινοποιήσεις αναμένεται να αφορούν κυρίως τα ΑΣ10, για τα οποία η δυνατότητα παρατάσεων λήγει τρία έτη μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας δηλ. στις 11 Ιουνίου 2011. Λόγω των υφιστάμενης έκτασης μη συμμόρφωσης με τις οριακές τιμές των ΑΣ10, έχει σημασία οι κοινοποιήσεις για τις ζώνες και τους οικισμούς όπου τα κράτη μέλη θεωρούν ότι ικανοποιούνται οι όροι, να υποβληθούν όσον το δυνατόν ταχύτερα μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας. Ωστόσο, κατά την κατάρτιση των κοινοποιήσεων, πρέπει να καταβληθεί προσοχή να εξασφαλιστεί η πληρότητα των δεδομένων που απαιτούνται για να αποδειχτεί η συμμόρφωση με τους όρους.

9. Όσον αφορά το διοξείδιο του αζώτου και το βενζόλιο, δεν πρέπει να υπάρχει υπέρβαση των οριακών τιμών μετά την 1η Ιανουαρίου 2010 το αργότερο. Όταν ικανοποιούνται οι όροι, η προθεσμία επίτευξης συμμόρφωσης μπορεί να παραταθεί μέχρι τη στιγμή που απαιτείται για την επίτευξη της συμμόρφωσης με τις οριακές τιμές αλλά το αργότερο μέχρι το 2015. Ο στόχος πρέπει να είναι η περίοδος της αναβολής τήρησης των προθεσμιών να είναι όσο το δυνατόν μικρότερη. Σε περίπτωση που η υπέρβαση των οριακών τιμών για το διοξείδιο του αζώτου και το βενζόλιο σημειωθεί για πρώτη φορά μόνον το 2011 ή αργότερα, δεν είναι πλέον δυνατή η αναβολή της τήρησης των προθεσμιών. Στις περιπτώσεις αυτές θα ισχύσει το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 23 παράγραφος 1 της νέας οδηγίας.

10. Οι αποφάσεις για αναβολές της τήρησης των προθεσμιών ή εξαιρέσεις θα εφαρμόζονται στις μεμονωμένες ζώνες ή οικισμούς. Εντούτοις οι κοινοποιήσεις πρέπει να υποβληθούν επίσημα στην Επιτροπή από την Μόνιμη Αντιπροσωπεία του υπόψη κράτους μέλους[6], δηλ. όχι απ’ ευθείας από τις οικείες περιφερειακές ή τοπικές αρχές.

11. Η κοινοποίηση στην Επιτροπή για αναβολή της τήρησης των προθεσμιών ή εξαίρεση και η επακόλουθη αξιολόγηση της εν λόγω κοινοποίησης από την Επιτροπή δεν εξαρτώνται από την εκ των προτέρων μεταφορά του άρθρου 22 της οδηγίας 2008/50/ΕΚ στο εθνικό δίκαιο.

12. Η Επιτροπή θα έχει στη διάθεσή της εννέα μήνες για να αξιολογήσει τις κοινοποιήσεις, αρχής γενομένης από την επομένη της επίσημης καταχώρησης από την Επιτροπή της επίσημης και πλήρους κοινοποίησης. Στο οικείο κράτος μέλος θα αποσταλεί επιστολή με την οποία θα επιβεβαιώνεται η επίσημη καταχώρηση της αρχικής κοινοποίησης. Όπου απαιτείται, θα αποσταλεί επιστολή στην οποία θα καθορίζονται οι πληροφορίες τις οποίες η Επιτροπή θεωρεί ότι λείπουν και οι οποίες συνεπώς απαιτούνται να υποβληθούν εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Στην περίπτωση αυτή η περίοδος αξιολόγησης αρχίζει να μετρά από την επομένη της επίσημης καταχώρησης από την Επιτροπή των αιτηθέντων πληροφοριών οι οποίες συμπληρώνουν την κοινοποίηση. Σε περίπτωση που οι αιτηθείσες πληροφορίες δεν υποβληθούν εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με πτυχές της κοινοποίησης για τις οποίες δεν έχουν υπάρξει επαρκή στοιχεία και, για λόγους νομικής ασφάλειας, οπωσδήποτε εντός εννέα μηνών από την επίσημη καταχώρηση της αρχικής κοινοποίησης. Η Επιτροπή είναι δυνατόν να εκδώσει επίσης απόφαση και σε περιπτώσεις στις οποίες δεν διατυπώνει αντιρρήσεις.

13. Είναι δυνατόν να υποβληθεί ενιαία κοινοποίηση για σειρά ζωνών και σειρά ρύπων. Ωστόσο, κάθε ζώνη και κάθε ρύπος θα αξιολογηθούν ξεχωριστά. Συνεπώς είναι σημαντικό οι πληροφορίες που υποβάλλει το κράτος μέλος να αφορούν σαφώς την οικεία ζώνη και τον σχετικό ρύπο. Το ίδιο ισχύει και για τις περιπτώσεις στις οποίες ένα ενιαίο μέτρο που λαμβάνεται σε εθνικό επίπεδο μπορεί να καλύπτει αρκετές ζώνες και να επηρεάζει τις συγκεντρώσεις σειράς ρύπων.

4. Όροι και απαιτούμενες πληροφορίες για παράταση

4.1. Έτος αναφοράς

14. Σχετικά με τις κοινοποιήσεις που αφορούν τα ΑΣ10, ενδείκνυται κατ’ αρχήν να λαμβάνεται το πρώτο έτος υπέρβασης δηλ. το 2005, ως έτος αναφοράς για την αξιολόγηση του κατά πόσο πληρούνται οι όροι. Σε περιπτώσεις που θα θεωρηθεί καταλληλότερο, είναι δυνατόν να ληφθεί ως έτος αναφοράς μεταγενέστερο έτος (π.χ. το 2007) με βάση το οποίο θα γίνουν προβλέψεις για να αποδειχτεί ότι θα επιτευχθεί συμμόρφωση μέχρι τον Ιούνιο του 2011. Το ίδιο έτος πρέπει επίσης να ληφθεί ως έτος αναφοράς στο επισυναπτόμενο σχέδιο για την ποιότητα του αέρα. Εντούτοις, για να αποδειχτεί ότι έχουν ληφθεί όλα τα κατάλληλα μέτρα για να επιτευχθεί συμμόρφωση μέχρι την αρχική προθεσμία, είναι σημαντικό να χρησιμοποιηθούν μόνο τα δεδομένα που σχετίζονται με την επεξήγηση της υπέρβασης το 2005.

15. Για κοινοποιήσεις που αφορούν το διοξείδιο του αζώτου ή το βενζόλιο οι οποίες υποβάλλονται πριν από την αρχική προθεσμία επίτευξης (2010), έτος αναφοράς θα θεωρηθεί το 2008. Για κοινοποιήσεις που θα υποβληθούν μετά την αρχική προθεσμία επίτευξης, τα κράτη μέλη πρέπει να χρησιμοποιήσουν ως έτος αναφοράς το 2010.

4.2. Κατανομή πηγών

16. Τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλουν πληροφορίες σχετικά με την προέλευση της ρύπανσης που συμβάλλει στην υπέρβαση των οριακών τιμών. Απαιτείται συνεπώς για κάθε κοινοποιούμενη ζώνη ή οικισμό ποσοτική κατανομή των πηγών για την κατάσταση υπέρβασης (δηλ. την υπέρβαση των ημερήσιων ή των ετήσιων οριακών τιμών). Η Επιτροπή έχει επίγνωση ότι το επίπεδο των διαθέσιμων λεπτομερειών ίσως να διαφέρει μεταξύ μεμονωμένων ζωνών και κρατών μελών, δεδομένου όμως ότι η κατανομή των πηγών αποτελεί ζωτική παράμετρο, τόσο για τον καθορισμό του τύπου και του επιπέδου του στόχου της κατανομής των μέτρων καταπολέμησης της ρύπανσης όσο και για την αξιολόγηση από την Επιτροπή των όρων για τις αναβολές της τήρησης των προθεσμιών ή τις εξαιρέσεις, έχει ουσιαστική σημασία η υποβολή εκτιμήσεων της συμβολής των μεμονωμένων πηγών στην υπέρβαση.

17. Η κατανομή των πηγών πρέπει να αντικατοπτρίζει ιδιαίτερα, τη συμμετοχή περιφερειακών, αστικών και τοπικών πηγών εντός το κράτους μέλους αλλά επίσης και τις διασυνοριακές επιβαρύνσεις. Όσον αφορά τη συμβολή αστικών και τοπικών πηγών, πρέπει να δοθεί περαιτέρω ανάλυση για να προσδιοριστούν τυχόν σημαντικές πηγές όπως μεταφορές (οδική κυκλοφορία και ναυτιλία όπου ενδείκνυται), βιομηχανία (συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής θερμότητας και ηλεκτρισμού), γεωργία, εμπορικές και ιδιωτικές κατοικίες. Για τα ΑΣ10, ενδιαφέρον είναι επίσης να αναφερθούν σημαντικές φυσικές πηγές[7].

18. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν κατά πόσο θα χρησιμοποιήσουν ως βάση για την κατανομή των πηγών το διοξείδιο του αζώτου ή τα οξείδια του αζώτου, ανάλογα με το ποιό θεωρείται καταλληλότερο σε σχέση με την υπέρβαση, υπό την προϋπόθεση ότι η επιλογή χρησιμοποιείται κατά συνεπή τρόπο και εκφράζεται στην ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων από μεμονωμένα ή σύνολα μέτρων, έτσι που να μπορεί η Επιτροπή να αξιολογήσει τους όρους επαρκώς.

4.3. Συμμόρφωση κατά την παράταση

19. Σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 3 της νέας οδηγίας, η συμμόρφωση με τις οριακές τιμές σε ζώνες και οικισμούς για τους οποίους ισχύει η απόφαση για αναβολή της τήρησης των προθεσμιών ή εξαίρεση θα αξιολογηθούν σε σχέση με τις οριακές τιμές συν το μέγιστο περιθώριο ανοχής που καθορίζεται στο παράρτημα ΧΙ κατά την παράταση.

20. Για το 2011 η συμμόρφωση προς τις ετήσιες οριακές τιμές για τα ΑΣ10 θα αξιολογηθεί σε σχέση με την οριακή τιμή συν το περιθώριο ανοχής για ολόκληρο το ημερολογιακό έτος. Όσον αφορά τις ημερήσιες οριακές τιμές, η συμμόρφωση για το 2011 θα αξιολογηθεί σε ημερήσια βάση. Συγκεκριμένα, ο συνολικός αριθμός υπερβάσεων είτε της οριακής τιμής συν το περιθώριο ανοχής είτε μόνον της οριακής τιμής, δεν μπορεί να υπερβεί τις 35 ημέρες που επιτρέπονται για το εν λόγω ημερολογιακό έτος.

4.4. Πρώτος όρος - μέτρα επίτευξης συμμόρφωσης μέχρι την αρχική προθεσμία επίτευξης

21. Το άρθρο 22 παράγραφος 1 της νέας οδηγίας προβλέπει ότι οι προθεσμίες επίτευξης των οριακών τιμών για το διοξείδιο του αζώτου και το βενζόλιο μπορούν να παραταθούν όταν οι οριακές τιμές δεν μπορούν να επιτευχθούν μέχρι την προθεσμία επίτευξης δηλ. την 1η Ιανουαρίου 2010. Προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσο είναι αδύνατη η επίτευξη της συμμόρφωσης εντός της εν λόγω προθεσμίας, τα κράτη μέλη πρέπει να αναφέρουν τα ληφθέντα προ του 2010 μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 1999/30/ΕΚ και το άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 2000/69/ΕΚ και να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους με τα εν λόγω μέτρα δεν επετεύχθη συμμόρφωση[8]. Από τους στόχους της νομοθεσίας για την ποιότητα του αέρα προκύπτει γενικά ότι πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα κατά την περίοδο που προηγείται της ημερομηνίας κατά την οποία καθίστανται υποχρεωτικές οι οριακές τιμές. Μόνο στην περίπτωση που μπορεί να αποδειχτεί ότι έχουν καταβληθεί προσπάθειες για την επίτευξη της συμμόρφωσης, τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να υποστηρίξουν σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 1 δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί συμμόρφωση εντός των προθεσμιών.

22. Για τα ΑΣ10, τα κράτη μέλη οφείλουν σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 2 να αποδείξουν ότι είχαν ληφθεί όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο για την επίτευξη συμμόρφωσης με τις οριακές τιμές μέχρι την αρχικώς καθορισθείσα προθεσμία επίτευξης δηλ. την 1η Ιανουαρίου 2005. Συνεπώς πρέπει να παρασχεθούν πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που ελήφθησαν προκειμένου να επιτευχθεί συμμόρφωση εντός αυτής της προθεσμίας Error! Bookmark not defined. . Προκειμένου η Επιτροπή να διευκολυνθεί στον καθορισμό του κατά πόσο τα εν λόγω μέτρα ήταν τα κατάλληλα, τα κράτη μέλη πρέπει να ταυτοποιήσουν τις πηγές ρύπανσης τις οποίες θα αντιμετώπιζαν με τα μέτρα αυτά και να εξηγήσουν την έκταση στην οποία τα μέτρα συνέβαλαν στην μείωση των συγκεντρώσεων. Πρέπει να δοθούν εξηγήσεις σχετικά με τις παραμένουσες υπερβάσεις των οριακών τιμών[9]. Στις παραπάνω επεξηγήσεις πρέπει να περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με το κατά πόσο η υπέρβαση μπορεί να αποδοθεί σε κάποιον από τους ειδικούς όρους για την χορήγηση εξαίρεσης, δηλ. χαρακτηριστικά διασποράς που συνδέονται με την τοποθεσία, δυσμενείς κλιματικές συνθήκες, ή διασυνοριακή συμβολή στη ρύπανση.

23. Στην εκτίμησή της η Επιτροπή θα λάβει επίσης υπόψη τις επιπτώσεις της σωστής μεταφοράς και εφαρμογής των οδηγιών που αναφέρονται στο τμήμα 2 του μέρους Β του παραρτήματος XV[10] και της έγκαιρης διάθεσης του σχεδίου ή του προγράμματος σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 της οδηγίας 96/62/ΕΚ του Συμβουλίου για την εκτίμηση και τη διαχείριση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος[11].

4.5. Δεύτερος όρος – μέτρα για την επίτευξη συμμόρφωσης πριν από την νέα προθεσμία

24. Τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλουν ρεαλιστικές και αξιόπιστες προβλέψεις για τον τρόπο με τον οποίο είναι πιθανόν να μειωθούν οι συγκεντρώσεις, με στόχο την επίτευξη συμμόρφωσης με τις οριακές τιμές πριν από την νέα προθεσμία. Οι εν λόγω προβλέψεις πρέπει επίσης να αναφέρουν ότι οι υπερβάσεις κατά την διάρκεια της παράτασης θα παραμείνουν κάτω της οριακής τιμής συν το μέγιστο περιθώριο ανοχής που προβλέπεται στο παράρτημα ΧΙ της οδηγίας.

25. Οι προβλέψεις πρέπει να στηρίζονται σε σύγκριση μεταξύ των οριακών τιμών που πρέπει να επιτευχθούν και τα προβλεπόμενα επίπεδα αναφοράς για την κατάσταση υπέρβασης σε μια ζώνη ή οικισμό. Το επίπεδο αναφοράς πρέπει να αναφέρει τις συγκεντρώσεις κατά τη νέα προθεσμία εάν δεν ληφθούν πρόσθετα μέτρα καταπολέμησης, εκτός από εκείνα που ελήφθησαν για να επιτευχθεί συμμόρφωση μέχρι την αρχική προθεσμία και τα υφιστάμενα και προγραμματισμένα κοινοτικά μέτρα. Η διαφορά μεταξύ της ισχύουσας οριακής τιμής και της τιμής αναφοράς θα χρησιμεύσει ως δείκτης των αναμενόμενων επιπτώσεων και του χρονοδιαγράμματος των πρόσθετων μέτρων που απαιτούνται για να μηδενιστεί η διαφορά μέχρι τη νέα προθεσμία[12].

26. Κατά τον προσδιορισμό των απαιτούμενων μέτρων, πρέπει να εξετασθούν τα μέτρα που απαριθμούνται στο τμήμα 3 του μέρους Β του παραρτήματος XV όπως προβλέπεται στην οδηγία. Σε περίπτωση που δεν εφαρμοστεί κάποιο από τα εν λόγω μέτρα, ακόμη και αν σχετίζονται με τις εντοπισθείσες πηγές, πρέπει να δοθεί η δέουσα αιτιολόγηση[13].

27. Κατά την αξιολόγηση των προβλέψεων, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η πιθανή επίπτωση στην οικεία ζώνη των υφιστάμενων ή προγραμματισμένων κοινοτικών μέτρων, και τα κράτη μέλη παρακαλούνται να συμπεριλάβουν τις εκτιμήσεις τους όσον αφορά τις εν λόγω επιπτώσεις στα επίπεδα αναφοράς. Τα προγραμματισμένα κοινοτικά μέτρα είναι τα αναφερόμενα στην δήλωση της Επιτροπής που δημοσιεύτηκε μαζί με την οδηγία. Η Επιτροπή σκοπεύει να αξιολογήσει τα ποσοτικοποιημένα δεδομένα που θα υποβάλουν τα κράτη μέλη και, όπου απαιτείται, τις βασικές παραδοχές και να πραγματοποιήσει την δική της αξιολόγηση του κριτηρίου αυτού επ’ αυτής της βάσης. Όσον αφορά τα υφιστάμενα μέτρα, η αξιολόγηση θα εστιαστεί στην κατάσταση εφαρμογής των οδηγιών που απαριθμούνται στο μέρος Β του παραρτήματος XV[14].

4.6. Ειδικός όρος για τα ΑΣ 10 : χαρακτηριστικά διασποράς που συνδέονται με την τοποθεσία, δυσμενείς κλιματικές συνθήκες, ή διασυνοριακή συμβολή στη ρύπανση

4.6.1 Χαρακτηριστικά διασποράς που συνδέονται με την τοποθεσία

28. Τα χαρακτηριστικά διασποράς που συνδέονται με την τοποθεσία είναι παράγοντες που επηρεάζουν την διασπορά των ρύπων σε τοπική κλίμακα κυρίως σε επίπεδο οδού. Τα τοπικά κτήρια ή τοπογραφικά χαρακτηριστικά μικρής κλίμακας έχουν αποτέλεσμα οι τοπικά εκπεμπόμενοι ρύποι να συγκεντρώνονται σε περιορισμένη έκταση, γεγονός που οδηγεί σε υψηλές συγκεντρώσεις. Τέτοιες περιοχές απαντώνται συνήθως στις αποκαλούμενες «αστικά φαράγγια». Τα χαρακτηριστικά διασποράς που συνδέονται με την τοποθεσία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δικαιολογία μόνον εάν μπορεί να αποδειχτεί ότι η υπέρβαση σημειώνεται τοπικά σε τέτοιες συγκεκριμένες περιοχές και όχι αλλού, όπως για παράδειγμα στο υπόλοιπο αστικό περιβάλλον ή κατά μήκος λιγότερο πυκνοδομημένων οδών στην ζώνη ίδιας ποιότητας αέρα ή οικισμού.

29. Σε περιοχές στις οποίες απαντώνται καταστάσεις όπως οι ακόλουθες θεωρείται ότι υφίστανται χαρακτηριστικά διασποράς που συνδέονται με την τοποθεσία:

α) συνεχή πολυώροφα κτήρια κατά μήκος και των δύο πλευρών του δρόμου,

β) το μέσο ύψος των κτηρίων σε μήκος τουλάχιστον 100 μέτρων πρέπει να είναι μεγαλύτερο από το συνολικό πλάτος της οδού διά 1,5[15].

30. Για να αποδειχτεί ότι η υπέρβαση περιορίζεται σε περιοχή στην οποία υφίστανται τα χαρακτηριστικά διασποράς που συνδέονται με την τοποθεσία, πρέπει να χρησιμοποιηθούν δεδομένα από κατάλληλους σταθμούς παρακολούθησης αστικής κυκλοφορίας εκτός της εν λόγω περιοχής ή, όπου ενδείκνυται, αποτελέσματα από μοντελοποίηση διασποράς μικρής κλίμακας[16]. Πρέπει επίσης να υποβληθεί, εφόσον διατίθεται και χάρτης της ζώνης στον οποίο να αναφέρονται οι διάφοροι σταθμοί μέτρησης και η περιοχή υπέρβασης[17].

31. Εάν χρησιμοποιούνται άλλοι δείκτες για να αποδειχτεί ότι η υπέρβαση περιορίζεται σε μία περιοχή στην οποία υφίστανται χαρακτηριστικά διασποράς που συνδέονται με την τοποθεσία, πρέπει να δοθούν οι λόγοι και πρέπει να αποδειχτεί ότι η χρήση των εν λόγω δεικτών οδηγεί σε ισοδύναμα αποτελέσματα.

4.6.2 Δυσμενείς κλιματικές συνθήκες

32. Δυσμενείς κλιματικές συνθήκες θεωρείται ότι υφίστανται όταν οι μακροπρόθεσμες μετεωρολογικές συνθήκες και οι τοπογραφικές συνθήκες επηρεάζουν την διάλυση των τοπικά εκπεμπόμενων ρύπων με αποτέλεσμα να δημιουργούνται υψηλές συγκεντρώσεις.

33. Σε περιοχές όπου μπορεί να αποδειχτεί η παρουσία παραγόντων όπως οι ακόλουθοι, θεωρείται ότι υφίστανται δυσμενείς κλιματικές συνθήκες:

α) τοπική ή περιφερειακή τοπογραφία δηλ. τοποθεσίες σε κοιλάδες ή που περιβάλλονται από υψηλά όρη,

β) μικρή διάλυση τοπικά εκπεμπόμενων ρύπων λόγω ασθενών ανέμων,

γ) κατακόρυφη ανάμιξη, δηλ. διάλυση που προκαλείται από μετεωρολογικές παραμέτρους οι οποίες σχετίζονται με τον μηχανικό και θερμικό στροβιλισμό της ατμόσφαιρας,

δ) αέριες μάζες ωκεάνιας προέλευσης αντί για μάζες ηπειρωτικής προέλευσης· οι ηπειρωτικές αέριες μάζες συνδέονται συνήθως με δυσμενή χαρακτηριστικά διασποράς (αναστροφή θερμοκρασίας και μικρή ταχύτητα ανέμου).

34. Οι γενικές κλιματικές συνθήκες, όπως η θερμοκρασία, η βροχόπτωση ή η χιονόπτωση, που δεν επηρεάζουν άμεσα την διασπορά των ρύπων αλλά που μπορεί να προκαλέσουν συγκεκριμένες ανθρώπινες δραστηριότητες και κατά συνέπεια επηρεάζουν το επίπεδο των εκπομπών, όπως η θέρμανση των κατοικιών, η παραγωγή ηλεκτρισμού για θέρμανση ή κλιματισμό ή η χρήση ελαστικών με καρφιά, δεν θεωρούνται δυσμενείς κλιματικές συνθήκες για τους σκοπούς της νέας οδηγίας.

35. Η συσσώρευση ρύπανσης σε περιοχές που επηρεάζονται από δυσμενείς κλιματικές συνθήκες παρατηρείται συνήθως κατά τη διάρκεια περιόδων ηρεμίας. Συνεπώς η ένδειξη χαμηλής μέσης ταχύτητας του ανέμου, κάτω του 1,5 m/s, σε τέτοιες περιοχές ενδείκνυται για να αποδειχθεί ότι πληρούται ο εν λόγω όρος. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλοι δείκτες εκτός της μέσης ταχύτητας του ανέμου εφόσον δοθεί αιτιολόγηση.

36. Προκειμένου να χρησιμοποιήσουν ως δικαιολογία τις δυσμενείς κλιματικές συνθήκες, τα κράτη μέλη πρέπει να αποδείξουν ότι σημειώνεται υπέρβαση στις ημερήσιες οριακές τιμές όταν παρατηρούνται οι περιγραφόμενες δυσμενείς κλιματικές συνθήκες. Η εν λόγω συσχέτιση μπορεί να αποδειχτεί από τις συγκεντρώσεις PM10 και τις μέσες τιμές του ανέμου που έχουν μετρηθεί τις ημέρες κατά τις οποίες έχει σημειωθεί υπέρβαση των οριακών τιμών, τουλάχιστον κατά το έτος αναφοράς[18].

4.6.3 Διασυνοριακή συνιστώσα της ρύπανσης

37. Διασυνοριακή συνιστώσα της ρύπανσης υφίσταται όταν οι μετεωρολογικές και τοπογραφικές συνθήκες επιτρέπουν την μεταφορά ανθρωπογενούς ρύπανσης που προέρχεται από το εξωτερικό του κράτους μέλους με αποτέλεσμα να προκαλούνται υψηλές συγκεντρώσεις. Η εν λόγω ρύπανση μπορεί να οφείλεται είτε σε στενή γειτνίαση με ζώνες ή οικισμούς που βρίσκονται κοντά στα εθνικά σύνορα (διασυνοριακή ρύπανση μικρών αποστάσεων) είτε σε μεγαλύτερες αποστάσεις 100 περίπου χιλιομέτρων και άνω (διασυνοριακή ρύπανση μεγάλων αποστάσεων).

38. Διασυνοριακή ρύπανση μεγάλων αποστάσεων σημειώνεται κυρίως σε πεδιάδες και μη ορεινά εδάφη συχνά λόγω συσσώρευσης ρύπων που μεταφέρονται από ηπειρωτικές αέριες μάζες. Οι υψηλές συγκεντρώσεις σε λεκάνες απορροής ή κοιλάδες ή σε υπήνεμες πλευρές βουνών, δεν επηρεάζονται γενικά από τέτοιου είδους ρύπανση.

39. Η ρύπανση μπορεί να προέρχεται από μία μοναδική πηγή στην άλλη πλευρά των συνόρων, από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, από τη ναυτιλία, ή από πηγές εκτός Κοινότητας.

40. Τα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν ως δικαιολογία τη διασυνοριακή ρύπανση πρέπει να αναφέρουν κατά πόσο πραγματοποιήθηκαν διαβουλεύσεις με το κράτος μέλος από το οποίο προέρχεται η ρύπανση σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 6 της οδηγίας 96/62/ΕΚ (άρθρο 25 της νέας οδηγίας). Εάν δεν έχουν πραγματοποιηθεί διαβουλεύσεις, παρά το γεγονός ότι είναι γνωστή η προέλευση της ρύπανσης, το οικείο κράτος μέλος μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν έχει λάβει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για να τηρήσει την αρχική προθεσμία. Σε περίπτωση που η ρύπανση προέρχεται από περισσότερα κράτη μέλη ή από τρίτες χώρες και είναι σαφές ότι δεν ήταν δυνατόν να εξευρεθούν αποτελεσματικές λύσεις μέσω διμερών διαβουλεύσεων, το δικαίωμα του κράτους μέλους να λάβει παράταση δεν θα επηρεαστεί από τη έλλειψη διαβουλεύσεων[19].

41. Η διασυνοριακή ρύπανση μπορεί να εκτιμηθεί με μετρήσεις ή με μοντελοποίηση . Οι εν λόγω εκτιμήσεις, όπου απαιτείται, πρέπει να συμπληρωθούν από ανάλυση ανάστροφης τροχιάς και κατανομή των πηγών των μεμονωμένων υπερβάσεων. Για την απόδειξη διασυνοριακής ρύπανσης αποτελεσματικές έχουν αποδειχτεί μέθοδοι όπως οι ακόλουθες:

α) μοντελοποίηση ατμοσφαιρικής διασποράς με κατάλληλη ανάλυση δεδομένων χώρου και χρόνου σε ημερήσια βάση,

β) ανάλυση δεδομένων από ημερήσιες μετρήσεις με προσδιορισμό της διασυνοριακής συνιστώσας της ρύπανσης μέσω μετρήσεων από αντιπροσωπευτικές τοποθεσίες μέτρησης, π.χ. αγροτικές τοποθεσίες που βρίσκονται στην προσήνεμη πλευρά στης περιοχής που περιβάλλει τη ζώνη ή τον οικισμό όπου παρατηρήθηκε η υπέρβαση,

γ) μοντέλο EMEP [20].

42. Για να χρησιμοποιηθεί η διασυνοριακή συνιστώσα ως δικαιολογία πρόκλησης της υπέρβασης, πρέπει να αποδειχτεί ότι, σε περιπτώσεις όπου σημειώνεται υπέρβαση της ετήσιας οριακής τιμής, με την αφαίρεση της διασυνοριακής συνιστώσας, η μέση ετήσια συγκέντρωση είναι κάτω της οριακής τιμής. Εάν σημειώνεται υπέρβαση της ημερήσιας οριακής τιμής, πρέπει να αποδειχτεί ότι όταν αφαιρεθεί η διασυνοριακή συνιστώσα σε συγκεκριμένες ημέρες, οι μέσες ημερήσιες συγκεντρώσεις παραμένουν κάτω της οριακής τιμής[21].

43. Σε περίπτωση που χρησιμοποιούνται άλλοι δείκτες για να αποδειχτεί ότι αιτία της υπέρβασης είναι η διασυνοριακή συνιστώσα, πρέπει να αναφερθούν οι λόγοι και πρέπει να αποδειχτεί ότι οι εν λόγω δείκτες οδηγούν σε ισοδύναμα αποτελέσματα.

5. Σχέδιο για την ποιότητα του αέρα και απαιτήσεις για πρόσθετες πληροφορίες

44. Οι κοινοποιήσεις πρέπει να συνοδεύονται από σχέδιο για την ποιότητα του αέρα για τη οικεία ζώνη ή τον οικισμό. Το σχέδιο πρέπει να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 23 και του μέρους Α του παραρτήματος XV της νέας οδηγίας. Οι πληροφορίες που ζητούνται βάσει της νέας οδηγίας είναι κατά μεγάλο μέρος παρόμοιες με εκείνες που ζητούνται βάσει της οδηγίας 96/62/ΕΚ. Συνεπώς, τα κράτη μέλη που διαθέτουν ήδη σχέδιο ή πρόγραμμα μπορούν να το χρησιμοποιήσουν για τους σκοπούς της κοινοποίησης, υπό τον όρο ότι ικανοποιεί τα κριτήρια που απαριθμούνται στο μέρος Α του παραρτήματος XV της νέας οδηγίας και έχει επικαιροποιηθεί καταλλήλως για να εξασφαλιστεί ότι θα επιτευχθεί συμμόρφωση με τις οριακές τιμές πριν από τη νέα προθεσμία.

[1] ΕΕ L 152 της 11.6.2008, σ. 1.

[2] Οδηγία 1999/30/ΕΚ του Συμβουλίου της 22ας Απριλίου 1999 σχετικά με τις οριακές τιμές διοξειδίου του θείου, διοξειδίου του αζώτου και οξειδίων του αζώτου, σωματιδίων και μολύβδου, στον αέρα του περιβάλλοντος (ΕΕ JO L 163 της 29.6.1999, σ. 4).

[3] Οδηγία 2000/69/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για οριακές τιμές βενζολίου και μονοξειδίου του άνθρακα στον αέρα του περιβάλλοντος (ΕΕ L 313 της 13.12.2000, σ. 12).

[4] Ομοίως.

[5] ΕΕ L 68 της 6.3.2004, σ. 27.

[6] Η κοινοποίηση πρέπει να φέρει την ένδειξη «Air quality time extension – Directive 2008/50/ΕΚ» και προκειμένου να είναι έγκυρη ως επίσημη κοινοποίηση πρέπει να απευθύνεται στην: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική Γραμματεία, 1049 Brussels. Επιπλέον, ηλεκτρονικό αντίγραφο της κοινοποίησης πρέπει να αποσταλεί με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στη διεύθυνση: ENV-AIRQUALITYTIMEEXTENSION@ec.europa.eu

[7] Βλέπε Έντυπο 3A στο έγγραφο SEC (..) …

[8] Βλέπε το έντυπο 5Α, συμπεριλαμβανομένου του παραρτήματος και το έντυπο 7 συμπεριλαμβανομένου του παραρτήματος. Για τα ΑΣ10 βλέπε επίσης το έντυπο 10, και για το διοξείδιο του αζώτου και το βενζόλιο, που κοινοποιήθηκαν προ του 2010, βλέπε το έντυπο 4A.

[9] Βλέπε τα έντυπα 3Β και 4Α (αναλόγως).

[10] Βλέπε το έντυπο 8 και ανάλογα της περίπτωσης το παράρτημα του εντύπου 8 και το έντυπο 9.

[11] ΕΕ L 296 της 21.11.1996, σ. 55.

[12] Βλέπε έντυπο 4B και έντυπο 5B, συμπεριλαμβανομένου του παραρτήματος.

[13] Βλέπε έντυπο 6.

[14] Βλέπε έντυπο 9.

[15] Διαχείριση μεταδεδομένων και διαβίβαση σύμφωνα με την απόφαση 97/101/ΕΚ για την ανταλλαγή πληροφοριών.

[16] Βλέπε έντυπο 10.

[17] Βλέπε παράρτημα του εντύπου 2.

[18] Βλέπε έντυπο 10.

[19] Βλέπε έντυπο 10.

[20] Μοντέλο που αναπτύχθηκε από το Πρόγραμμα συνεργασίας για τη συνεχή παρακολούθηση και την εκτίμηση της μεταφοράς σε μεγάλη απόσταση των ατμοσφαιρικών ρύπων στην Ευρώπη (EMEP).

[21] Βλέπε έντυπα 3A και 10.