30.4.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 100/133


Γνωμοδóτηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (κανονισμός για τα ζωικά υποπροϊόντα)»

COM(2008) 345 τελικό — 2008/0110 (COD)

2009/C 100/22

Το Συμβούλιο αποφάσισε, στις 7 Ιουλίου 2008, σύμφωνα με το άρθρο 152 παράγραφος 4 εδάφιο β) της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για το ακόλουθο θέμα:

«Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (κανονισμός για τα ζωικά υποπροϊόντα)»

Το ειδικευμένο τμήμα «Γεωργία, ανάπτυξη της υπαίθρου, περιβάλλον» στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 8 Οκτωβρίου 2008 με βάση την εισηγητική έκθεση του Nielsen.

Στην 448η σύνοδο ολομέλειάς της, που πραγματοποιήθηκε στις 21, 22 και 23 Οκτωβρίου 2008 (συνεδρίαση της 22ας Οκτωβρίου 2008), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 82 ψήφους υπέρ, 1 ψήφο κατά και 2 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Συμπεράσματα

1.1.   Στο πλαίσιο της χρήσης ζωικών υποπροϊόντων η διασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων έχει καίρια σημασία. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή επικροτεί την πρόταση της Επιτροπής, η οποία βασίζεται σε εμπεριστατωμένη προεργασία και σε εμπειρική ανάλυση. Σύμφωνα με την πρόταση, μία ενδεχόμενη αλλαγή της κατηγοριοποίησης θα πρέπει να επιχειρείται με αποκλειστική βάση τη συγκεκριμένη εκτίμηση επικινδυνότητας που πραγματοποιεί ο κατάλληλος επιστημονικός οργανισμός. Κρίνεται σκόπιμο να διασαφηνισθούν και άλλοι τομείς της νομοθεσίας, όπως π.χ. σε σχέση με τα απόβλητα και το περιβάλλον.

1.2   Απαιτούνται εντούτοις ορισμένες διασαφηνίσεις αναφορικά με τους ορισμούς του Κανονισμού, όπως επίσης σε σχέση με την έγκριση και τη χρήση ζωικών υποπροϊόντων (ΖΥΠ) σε μονάδες παραγωγής βιοαερίου. Επιπλέον, θα πρέπει να διατυπωθούν ακριβέστερα, όπως επίσης και να ελεγχθούν, ορισμένα συγκεκριμένα σημεία, όπως π.χ. κατά πόσον μπορεί, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να δικαιολογηθεί η χρήση πρωτεΐνης που προέρχεται από υποπροϊόντα χοίρων ή πουλερικών, εφόσον δεν υφίσταται κανένας κίνδυνος για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων.

2.   Ιστορικό

2.1.   Με τον κανονισμό για τα ζωικά υποπροϊόντα (1), η Επιτροπή επιθυμεί μία ταξινόμηση που θα βασίζεται περισσότερο στους κινδύνους και τον έλεγχο και μια αποσαφήνιση για την αλληλεπίδραση των κανόνων για τα ΖΥΠ με άλλα κοινοτικά νομοθετικά μέτρα σε σχέση με τα τρόφιμα, τις ζωοτροφές, τα απόβλητα, τα καλλυντικά, τα φάρμακα και τα ιατρικά προϊόντα. Με την πρόταση αυτή, η Επιτροπή αποβλέπει επίσης στη μείωση του διοικητικού φόρτου για ορισμένες επιχειρήσεις και στην ενίσχυση της ευθύνης των επιχειρήσεων, κυρίως κατά τη χρήση υποπροϊόντων εκτός της ζωικής ή της ανθρώπινης τροφικής αλυσίδας.

2.2.   Εξακολουθεί να ισχύει η ταξινόμηση των προϊόντων σε τρεις κατηγορίες. Το υλικό που μπορεί να παρουσιάζει κίνδυνο μεταδοτικής σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας (ΜΣΕ) δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε ζωοτροφές. Αντιθέτως, το υλικό για το οποίο είτε δεν εκτιμάται κανείς κίνδυνος, είτε πιθανολογείται χαμηλός κίνδυνος, μπορεί να χρησιμοποιείται, σε συνάρτηση εντούτοις με το είδος του υλικού και κατόπιν εκτίμησης επικινδυνότητας, την οποία πραγματοποιούν η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (ΕΑΑΤ), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων ή η Επιστημονική Επιτροπή για τα Καταναλωτικά Προϊόντα. Ορισμένα προϊόντα της κατηγορίας 2 ταξινομούνται, σύμφωνα με την πρόταση, στην κατηγορά 3 και ως εκ τούτου δύνανται να χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένες ζωοτροφές. Εφόσον οι πρώτες ύλες, οι διαδικασίες παρασκευής και η προοριζόμενη χρήση δεν εγκυμονούν κινδύνους, θα επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται μελλοντικά στην πράξη τα ζωικά υποπροϊόντα όλων των κατηγοριών. Επιτρέπονται εξάλλου η ταφή και η καύση σε περίπτωση επιδημιών όπως επίσης σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η ανάκτηση των πτωμάτων των ζώων είναι στην πράξη πολύ δυσχερής.

2.3.   Όσον αφορά στην καύση των ζωικών υποπροϊόντων, ισχύουν οι διατάξεις της οδηγίας 2000/76/ΕΚ (2). Προτείνεται ωστόσο η έγκριση της χρήσης ζωικών υποπροϊόντων ως καυσίμων υπό συγκεκριμένες συνθήκες, οι οποίες να εξασφαλίζουν την προστασία της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων, καθώς και να τηρούν τους ανάλογους περιβαλλοντικούς όρους. Θα πρέπει επίσης να διασφαλιστεί η συνοχή με την απαγόρευση εξαγωγής αποβλήτων (3), σε σχέση κυρίως με τη χρήση σε μονάδες παραγωγής βιοαερίου ή λιπασματοποίησης που βρίσκονται σε τρίτες χώρες εκτός του ΟΟΣΑ.

3.   Γενικές παρατηρήσεις

3.1.   Οι διατάξεις σχετικά με τη χρήση των ζωικών υποπροϊόντων είναι σφαιρικές και περίπλοκες, το τελικό ωστόσο ζητούμενο είναι, αφενός να λειτουργούν βέλτιστα η νομοθεσία και η διοίκηση και, αφετέρου να εξακολουθήσει η ΕΕ να εγγυάται στον τομέα αυτό ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και των ζώων. Η εξάπλωση της ΜΣΕ και των ζωνόσων ενδέχεται να επιφέρει σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Η ΕΟΚΕ συντάσσεται κατ’ αρχήν με την προσέγγιση που βασίζεται στον κίνδυνο, στο πλαίσιο της οποίας επιχειρούνται αλλαγές στην ταξινόμηση, με βάση συγκεκριμένες εκτιμήσεις επικινδυνότητας εκ μέρους των αρμοδίων επιστημονικών οργανισμών· εξίσου σκόπιμη είναι η χρήση των αρχών του συστήματος HACCP (4), υπό την προϋπόθεση μίας ομοιόμορφης μεταφοράς και εφαρμογής στα κράτη μέλη.

3.2.   Συνεπεία της αυξανόμενης ζήτησης πρωτεΐνης για ιχθυοτροφές θα πρέπει, σε σχέση με την αναθεώρηση του «κανονισμού για τη μεταδοτική σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια (ΜΣΕ)» (5), να εξετασθεί η δυνατότητα χρήσης — υπό συγκεκριμένες συνθήκες — πρωτεΐνης από ζωικά υποπροϊόντα χοίρων και πουλερικών ως ιχθυοτροφής, στο βαθμό που δεν υφίσταται κανένας ορατός κίνδυνος για την υγεία του ανθρώπου και των ζώων.

4.   Ειδικές παρατηρήσεις

4.1.   Η πρόταση προβλέπει τη δυνατότητα εξάλειψης ζωικών υποπροϊόντων και των παράγωγων προϊόντων τους με καύση ή τη χρήση τους ως καυσίμων. Η χρήση ζωικών υποπροϊόντων ή παράγωγων προϊόντων τους ως καυσίμων δεν αποτελεί, σύμφωνα με την πρόταση, διαδικασία διάθεσης αποβλήτων, αλλά θα πρέπει να πραγματοποιείται υπό συγκεκριμένες συνθήκες οι οποίες να εξασφαλίζουν την προστασία της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων, τηρουμένων επίσης των ανάλογων περιβαλλοντικών όρων. Εν προκειμένω χρειάζεται μία σαφέστερη οριοθέτηση μεταξύ του κανονισμού για τα ζωικά υποπροϊόντα και των διατάξεων για τα απόβλητα και το περιβάλλον, όπως επίσης μία διασαφήνιση και ένας σαφέστερος προσδιορισμός των εννοιών του άρθρου 3 του κανονισμού και της οδηγίας για τα απόβλητα, προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν προβλήματα ερμηνείας.

4.2.   Οι μονάδες παραγωγής βιοαερίου, στις οποίες τα ζωικά υποπροϊόντα και τα παράγωγα προϊόντα τους μετασχηματίζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές που ορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος γ) υπόκεινται μεν στις διατάξεις σχετικά με την καταχώρηση και την ιχνηλασιμότητα, εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ) δεν υπόκεινται στην υποχρέωση έγκρισης δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο β). Θα πρέπει ωστόσο, κατά τη διατύπωση των γενικών διατάξεων εφαρμογής, να ισχύουν και για τις εν λόγω μονάδες, στα αναγκαία όρια, οι διατάξεις σχετικά με τον αυτοέλεγχο, ο διαχωρισμός σε «καθαρές» και «μη καθαρές» ζώνες κ.ο.κ, όπως επίσης η απαίτηση τεκμηρίωσης της παραλαβής, της επεξεργασίας και της περαιτέρω διοχέτευσης των πρώτων υλών.

4.3.   Θα πρέπει, επίσης να είναι δυνατόν να εγκριθούν εναλλακτικές θερμοκρασίες και διάρκειες πέραν της υπάρχουσας δυνατότητας απολύμανσης μίας ώρας στους 70 °C των υλικών της κατηγορίας 3, καθώς και η δυνατότητα τεκμηρίωσης της τήρησης των απαιτήσεων με πιο ευέλικτο τρόπο από ό,τι σήμερα.

4.4.   Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει απολύτως τη δυνατότητα χρήσης ποσότητας γλυκερίνης, που προκύπτει κατά την παραγωγή ντίζελ βιολογικής προέλευσης, για την παραγωγή βιοαερίου. Έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι ούτε η παραγωγή ντίζελ βιολογικής προέλευσης, ούτε τα υποπροϊόντα της εν λόγω παραγωγής ανεξαρτήτως κατηγορίας, εγκυμονούν κινδύνους, εφόσον η παρασκευή πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις (6).

4.5.   Το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) εξαιρεί — για ορισμένες λειτουργίες — από τον κανόνα υποχρέωσης έγκρισης τις εγκαταστάσεις ή μονάδες, οι οποίες έχουν λάβει έγκριση βάσει άλλων διατάξεων. Θα ήταν παραδείγματος χάρη σκόπιμο για τις επιχειρήσεις που κάνουν εξαγωγές να λάβουν, ενόψει των κτηνιατρικών ελέγχων, έγκριση σύμφωνα με τον κανονισμό για τα υποπροϊόντα.

4.6.   Από την άποψη της διατήρησης των πόρων θα πρέπει να ταξινομηθούν στην κατηγορία 3 τα υποπροϊόντα των ζώων που προορίζονται για σφαγή (π.χ. προϊόντα που έπεσαν στο έδαφος, υλικά που υφίστανται χρόνια μεταλλαγή κ.α.), υπό την προϋπόθεση ότι τα προϊόντα αυτά δεν ήρθαν σε επαφή με υλικά της κατηγορίας 2.

4.7.   Πρέπει να εξευρεθεί λύση για να εξαιρεθούν τα προϊόντα αίματος από την εφαρμογή του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο γ) προκειμένου να διευκολυνθεί η χρήση αυτών των προϊόντων ως λιπασμάτων.

4.8.   Σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο δ) μπορούν να εξαιρεθούν των διατάξεων σχετικά με τη διάθεση μικρές ποσότητες ζωικών υποπροϊόντων. Η ΕΟΚΕ κρίνει ότι η μέθοδος αυτή απαιτεί τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή εξαιτίας της έλλειψης ιχνηλασιμότητας.

4.9.   Τα ζωικά περιττώματα ορίζονται δυνάμει του άρθρου 12 ως υλικό της κατηγορίας 2 και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να διατίθενται και να χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20. Εν προκειμένω θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι τα ζωικά περιττώματα, τα οποία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ενέργειας — όχι ωστόσο σε μονάδες παραγωγής βιοαερίου — δεν θα πρέπει να τυγχάνουν μεταχείρισης ως απόβλητα και συνεπώς να αποτεφρώνονται σε εγκεκριμένες ή καταχωρημένες εγκαταστάσεις.

Βρυξέλλες, 22 Οκτωβρίου 2008.

Ο Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Mario SEPI


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Οκτωβρίου 2002 για τους υγειονομικούς κανόνες σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

(2)  Οδηγία 2000/76/ΕΚ της 4ης Δεκεμβρίου 2000 για την αποτέφρωση των αποβλήτων.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) 1013/2006 της 14ης Ιουνίου 2006 για τις μεταφορές αποβλήτων.

(4)  Η συντομογραφία HAACP αναφέρεται στο «Hazard Analysis and Critical Control Points» και αφορά την ανάλυση κινδύνου και τα κρίσιμα σημεία ελέγχου.

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών.

(6)  Γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ της 22ας Απριλίου 2004 όπως επίσης Κανονισμός (ΕΚ) 92/2005 της Επιτροπής, της 19.1.2005, όσον αφορά τους τρόπους διάθεσης και χρησιμοποίησης των ζωικών υποπροϊόντων, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 2067/2005 της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2005.