52004DC0580

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοßούλιο και το Συµßούλιο - Οι αντίστοιχες ευθύνες των κρατών μελών και της Επιτροπής στο πλαίσιο της επιμερισμένης διαχείρισης των διαρθρωτικών ταμείων και του Ταμείου Συνοχής - Τρέχουσα κατάσταση και προοπτικές για τη νέα περίοδο προγραμματισμού μετά το 2006 /* COM/2004/0580 τελικό */


Βρυξέλλες, 06.09.2004

COM(2004)580 τελικό

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Οι αντίστοιχες ευθύνες των κρατών μελών και της Επιτροπής στο πλαίσιο της επιμερισμένης διαχείρισης των διαρθρωτικών ταμείων και του Ταμείου Συνοχής Τρέχουσα κατάσταση και προοπτικές για τη νέα περίοδο προγραμματισμού μετά το 2006

I . Περίληψη

Η παρούσα ανακοίνωση ανταποκρίνεται στη δέσμευση που ανέλαβε η Επιτροπή στη «Σύνθεση των ετήσιων εκθέσεων δραστηριοτήτων των Γενικών Διευθύνσεων και των υπηρεσιών για το 2002»[1] να διεξαγάγει νομική ανάλυση των ευθυνών της Επιτροπής και των κρατών μελών σχετικά με την επιμερισμένη διαχείριση του προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και να αποσαφηνίσει τις διαδικασίες μέσω των οποίων η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, μπορεί να εκπληρώσει τη γενική ευθύνη της εκτέλεσης του προϋπολογισμού[2].

Στο πρώτο μέρος (Τίτλος II) της ανακοίνωσης παρατίθεται η ερμηνεία της Επιτροπής σχετικά με τις ισχύουσες κανονιστικές ρυθμίσεις στον τομέα των διαρθρωτικών ταμείων και του Ταμείου Συνοχής, προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι αρμοδιότητες του κάθε παράγοντα της επιμερισμένης διαχείρισης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ισχύουσα κανονιστική νομοθεσία της επιτρέπει να συμβιβάσει, αφενός, τις υποχρεώσεις που υπέχει ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού και, αφετέρου, την ιδιαιτερότητα της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της συνοχής και του συστήματος διαχείρισης το οποίο, δυνάμει των κανονισμών του Συμβουλίου, παρέχει στα κράτη μέλη την ευθύνη κατά πρώτο λόγο για τη διαχείριση, την παρακολούθηση και τον οικονομικό έλεγχο σε καθημερινή βάση των πόρων των ταμείων. Οι υφιστάμενες ρυθμίσεις προβλέπουν τον τρόπο με τον οποίο, προκειμένου να εκπληρώσει τη γενική της ευθύνη, η Επιτροπή εξασφαλίζει την ύπαρξη και την ομαλή λειτουργία των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου. Εάν, στη συνέχεια, το ελεγκτικό έργο της Επιτροπής οδηγήσει στη διαπίστωση ανεπαρκειών στα συστήματα απλού και λογιστικού ελέγχου, θα προσδιοριστεί ο κίνδυνος παράτυπων δαπανών και θα εφαρμοστούν οι κατάλληλες δημοσιονομικές διορθώσεις. Τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή για να συμμορφωθεί με τις εν λόγω διατάξεις περιγράφονται στην παρούσα ανακοίνωση.

Η σημασία του προβληματισμού αυτού ενισχύεται από την υποχρέωση που υπέχουν τα κράτη μέλη, τα οποία προσχώρησαν στην Ένωση το Μάιο του 2004, να δημιουργήσουν τα κατάλληλα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου, ώστε να διασφαλιστεί ότι θα καταστεί δυνατή η αποτελεσματική χρήση των κοινοτικών πιστώσεων[3] κατά την πρώτη εφαρμογή των διαρθρωτικών ταμείων και του Ταμείου Συνοχής.

Ο δεύτερος στόχος της παρούσας ανακοίνωσης (Τίτλος III) συνίσταται στην παρουσίαση των γενικών προσανατολισμών που ακολούθησε η Επιτροπή κατά την προετοιμασία των νομοθετικών προτάσεών της σχετικά με την περίοδο 2007-2013, οι οποίες εκδόθηκαν στις 14 Ιουλίου 2004[4], με στόχο να αυξηθούν η συνοχή, η συμπληρωματικότητα και η αποτελεσματικότητα της συνολικής δομής του συστήματος εφαρμογής, καθώς και να αποσαφηνιστούν οι υποχρεώσεις συνεργασίας που υπέχουν τα κράτη μέλη και οι συνέπειες για αυτά της μη τήρησης των κανόνων.

II. Νομική ανάλυση των ευθυνών της Επιτροπής και των κρατών μελών

Η επιμερισμένη διαχείριση, που ορίζεται στο άρθρο 53 του δημοσιονομικού κανονισμού[5], αποτελεί έναν από τους τρόπους με τους οποίους η Επιτροπή ασκεί το καθήκον εκτέλεσης του κοινοτικού προϋπολογισμού. Το εν λόγω καθήκον βαρύνει την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 274 της συνθήκης: « Η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό […] με δική της ευθύνη και εντός των ορίων των πιστώσεων που εγκρίθηκαν, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Τα κράτη μέλη συνεργάζονται με την Επιτροπή προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι πιστώσεις χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης .»

Ανεξάρτητα από τον τρόπο διαχείρισης, τη γενική ευθύνη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού φέρει η Επιτροπή, καθώς το άρθρο 274 της συνθήκης δεν πραγματοποιεί διάκριση της ευθύνης της Επιτροπής ανάλογα με τον εν λόγω τρόπο διαχείρισης.

Οι τρόποι με τους οποίους η Επιτροπή οφείλει να εκπληρώσει την ευθύνη αυτή στο πλαίσιο της επιμερισμένης διαχείρισης των ταμείων, καθώς και οι υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη, καθορίζονται στην τομεακή νομοθεσία.

Στο πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων και του Ταμείου Συνοχής, η επιμερισμένη διαχείριση αποτελεί τον τρόπο εκτέλεσης του κοινοτικού προϋπολογισμού, τον οποίο επέλεξε ο νομοθέτης, χωρίς η Επιτροπή να έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει ένα άλλο μέσο εκτέλεσης καθώς « δεν διαθέτει άλλη δυνατότητα δράσης από την καθιερωμένη από την τομεακή νομοθεσία »[6].

Τα κράτη μέλη, από την πλευρά τους, υπέχουν υποχρέωση συνεργασίας με την Επιτροπή, ώστε να διασφαλίζεται η χρήση των πιστώσεων σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, η οποία απορρέει από τη γενική υποχρέωση έντιμης συνεργασίας (άρθρο 274 και άρθρο 10 της συνθήκης). Επιπλέον, το άρθρο 280 της συνθήκης επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν « τα ίδια μέτρα καταπολέμησης της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ιδίων οικονομικών συμφερόντων».

Το άρθρο 53 του δημοσιονομικού κανονισμού σχετικά με τους τρόπους εκτέλεσης του προϋπολογισμού ορίζει, στις παραγράφους 3 και 5, τις γενικές αρχές λειτουργίας που εφαρμόζονται σε όλους τους δημοσιονομικούς τομείς οι οποίοι διέπονται από την επιμερισμένη διαχείριση. Πρόκειται, πρώτον, για το γεγονός ότι « όταν η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό με επιμερισμένη διαχείριση, καθήκοντα εκτέλεσης του προϋπολογισμού μεταβιβάζονται σε κράτη μέλη, σύμφωνα με τις διατάξεις των τίτλων I και II του μέρους ΙΙ » και δεύτερον ότι « στις περιπτώσεις επιμερισμένης […] διαχείρισης, προκειμένου να εξασφαλισθεί η χρήση των πόρων σύμφωνα με τις εφαρμοστέες ρυθμίσεις, η Επιτροπή δημιουργεί διαδικασίες εκκαθάρισης των λογαριασμών ή μηχανισμούς δημοσιονομικών διορθώσεων που της δίνουν τη δυνατότητα να αναλαμβάνει την τελική ευθύνη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού σύμφωνα με το άρθρο 274 της συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 179 της συνθήκης Ευρατόμ .».

Όσο για τα άρθρα 155 έως 159 του δημοσιονομικού κανονισμού, αυτά προβλέπουν ότι οι γενικές διατάξεις του εν λόγω κανονισμού εφαρμόζονται στις δαπάνες οι οποίες πραγματοποιούνται στο πλαίσιο ιδίως των διαρθρωτικών ταμείων και του Ταμείου Συνοχής με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που προβλέπονται ρητά. Οι εν λόγω παρεκκλίσεις αφορούν τις πληρωμές από την Επιτροπή, τις αυτεπάγγελτες αποδεσμεύσεις, τις πτυχές σχετικά με τη διαχείριση και την επιλογή των σχεδίων καθώς και τον έλεγχο, εφόσον η τομεακή νομοθεσία του Συμβουλίου περιλαμβάνει διατάξεις προς το σκοπό αυτό.

A. Οι κανονιστικές ρυθμίσεις 2000/2006. Αποκέντρωση – Εταιρική σχέση – Συνεργασία

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1260/1999[7], που αποτελεί τον βασικό κανονισμό των διαρθρωτικών ταμείων, και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1164/94[8], που ιδρύει το Ταμείο Συνοχής, το Συμβούλιο διαμόρφωσε τον τρόπο διαχείρισης των ταμείων. Ιδίως, όσον αφορά τα διαρθρωτικά ταμεία, ο νομοθέτης αποφάσισε ότι οι δράσεις των διαρθρωτικών ταμείων και του ΕΤΤΠΕ-Εγγυήσεις για τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης «αποτελούν συμπλήρωμα ή συμβολή στη δράση των κρατών μελών» (αιτιολογική σκέψη 27 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999) και πρέπει επομένως να θεωρείται ότι «συμπληρώνουν ή συμβάλλουν στις αντίστοιχες δράσεις των κρατών μελών» (άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999). Προς το σκοπό αυτό, τα διαρθρωτικά ταμεία και το ΕΓΤΠΕ-Εγγυήσεις για τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης συγχρηματοδοτούν δράσεις που έχουν αποφασιστεί σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Η εμφανέστερη έκφραση της αρχής αυτής είναι η προσθετικότητα (άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999).

Με την επιφύλαξη της ευθύνης της Επιτροπής ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού που θεσπίζεται με τη συνθήκη ΕΚ, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 ορίζει, στο πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων, την αρχιτεκτονική των λεπτομερών κανόνων εκτέλεσης του προϋπολογισμού, η οποία βασίζεται σε μια αποκεντρωμένη δομή στηριζόμενη στην εταιρική σχέση και τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1164/94 για το Ταμείο Συνοχής.

Όσον αφορά τους ελέγχους, η τομεακή νομοθεσία βασίζεται σε δύο πυλώνες: αφενός, ένα σύνολο διατάξεων που επιτρέπουν στην Επιτροπή να διασφαλίσει τη συμμόρφωση των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου των κρατών μελών και, αφετέρου, ένα άλλο σύνολο κανόνων που αποσκοπούν στον καθορισμό της διαδικασίας πραγματοποίησης δημοσιονομικών διορθώσεων σε περίπτωση διαπίστωσης παρατυπιών μετά τη διενέργεια ελέγχων.

Όσον αφορά τη διασφάλιση της ύπαρξης και της ομαλής λειτουργίας των εθνικών συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου, οι εφαρμοστέες κανονιστικές διατάξεις απαριθμούνται στο άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 καθώς και στα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 438/2001[9], και στα άρθρα 12 και Ζ του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου αριθ. 1164/94 καθώς και στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1386/2002[10] [11].

Οι μηχανισμοί δημοσιονομικής διόρθωσης για τα διαρθρωτικά ταμεία περιγράφονται στο άρθρο 39 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 καθώς και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 448/2001[12] και επεξηγούνται στην απόφαση της Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 2001 C(2001) 476 για τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις αρχές, τα κριτήρια και τις ενδεικτικές κλίμακες προς εφαρμογή από τις υπηρεσίες της Επιτροπής για τον καθορισμό δημοσιονομικών διορθώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 39 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/99.

Ειδικότερα, το άρθρο 38 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί να διενεργήσει επιτόπιους ελέγχους, μεταξύ άλλων με δειγματοληψία, ή να ζητήσει από τα κράτη μέλη να διενεργήσουν τέτοιους ελέγχους. Στόχος των εν λόγω ελέγχων είναι να διασφαλιστούν η ύπαρξη και η ομαλή λειτουργία των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου ή να ελεγχθούν επιμέρους χρηματοδοτούμενες πράξεις. Επιπλέον, τα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 438/2001 προβλέπουν ότι τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή, το αργότερο τρεις μήνες μετά την έγκριση της παρέμβασης, περιγραφή των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου που εφαρμόζουν, και ότι η Επιτροπή, σε συνεργασία με το οικείο κράτος μέλος, διασφαλίζει ότι τα εν λόγω συστήματα πληρούν τα πρότυπα του σχετικού κανονισμού του Συμβουλίου. Πρέπει να πραγματοποιείται τακτική επανεξέταση της λειτουργίας του συστήματος. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη συντονίζουν, βάσει διμερών διοικητικών ρυθμίσεων, τη μεθοδολογία και την εφαρμογή των ελέγχων και ανταλλάσσουν τα αποτελέσματά τους. Η συνεργασία συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου προγραμματισμού με ελέγχους που πραγματοποιούνται τουλάχιστον μία φορά ετησίως με την ευκαιρία συναντήσεων μεταξύ εθνικών και κοινοτικών ελεγκτών. Το ίδιο άρθρο προβλέπει τις δημοσιονομικές διορθώσεις σε περίπτωση διαπίστωσης σοβαρής παρατυπίας σχετικά με τις δαπάνες στο πλαίσιο μιας ενδιάμεσης πληρωμής, η οποία τυχόν δεν είχε εντοπισθεί, ενώ το άρθρο 39 παράγραφος 2 ορίζει την ακολουθητέα διαδικασία, όταν διαπιστώνει η Επιτροπή την ύπαρξη ελλείψεων στα συστήματα, υπό τη μορφή αναστολής των πληρωμών αρχικά, την οποία ακολουθεί, αν απαιτείται, η επιβολή από την Επιτροπή σαφών δημοσιονομικών διορθώσεων.

Για τη διαχείριση του Ταμείου Συνοχής, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1164/94 και οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του[13] προβλέπουν παρόμοια αρχιτεκτονική.

B. Κατανομή των ευθυνών

1. Στην αποκεντρωμένη αυτή δομή, το κράτος μέλος αναλαμβάνει τρία επίπεδα ευθύνης.

α) Εγγυάται τη χρηστή διαχείριση των κοινοτικών πόρων, την οποία εκτελεί στο πλαίσιο της συνεργασίας με την Επιτροπή και αναλαμβάνει την ευθύνη της ορθής δημοσιονομικής εκτέλεσης κατά πρώτο λόγο μέσω:

- της διαχειριστικής αρχής, η οποία είναι υπεύθυνη για «την κανονικότητα των πράξεων […], ιδίως την εφαρμογή μέτρων εσωτερικού ελέγχου συμβατών με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης», καθώς και την ανταπόκριση στις παρατηρήσεις ή στα αιτήματα για διορθωτικά μέτρα όσον αφορά το σύστημα διαχείρισης, παρακολούθησης και ελέγχου που απαιτεί η Επιτροπή, τη συμβατότητα των πράξεων προς τις κοινοτικές πολιτικές καθώς και τη συγκέντρωση των αναγκαίων δεδομένων ή την κατάρτιση εκθέσεων για την παρακολούθηση του προγράμματος από την Επιτροπή (άρθρο 34 παράγραφος 1)·

- της αρχής πληρωμής, η οποία πιστοποιεί τις δαπάνες (άρθρο 32 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 και άρθρο Δ παράγραφος 2 του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94) και διασφαλίζει ότι η διαχειριστική αρχή και οι ενδιάμεσοι φορείς έχουν τηρήσει τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 (άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 438/2001) ή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94 (άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1386/2002)·

- της συμμετοχής της στη βελτίωση των προβλέψεων για τη χρησιμοποίηση των χρηματοδοτικών πόρων και την εκτέλεση των δαπανών με τη διαβίβαση των προβλέψεων·

- της εφαρμογής των σχετικών εθνικών κανόνων επιλεξιμότητας όταν δεν υπάρχουν κοινοτικοί κανόνες (41η αιτιολογική σκέψη και άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999)·

- της ευθύνης για την εκ των προτέρων αξιολόγηση των σχεδίων, των παρεμβάσεων και του συμπληρώματος προγραμματισμού (άρθρο 41 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999) καθώς και της ενδιάμεσης αξιολόγησης και της ενημέρωσής της (άρθρο 42 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999).

β) Το κράτος μέλος φέρει την ευθύνη σε πρώτο βαθμό για «τον δημοσιονομικό έλεγχο των παρεμβάσεων» σύμφωνα με το άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 και με το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94· για το σκοπό αυτό λαμβάνει ιδίως τα εξής μέτρα:

- εξακριβώνει ότι έχουν δημιουργηθεί και εφαρμόζονται συστήματα διαχείρισης και ελέγχου, κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική και ορθή χρησιμοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων και διαβιβάζει στην Επιτροπή περιγραφή των συστημάτων αυτών·

- πιστοποιεί τις δαπάνες, διασφαλίζοντας τη συμβατότητά τους προς το κοινοτικό δίκαιο και τη χρησιμοποίηση των κονδυλίων σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης (άρθρο 38 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 και άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94)·

- λαμβάνει τα διορθωτικά μέτρα που απαιτεί η Επιτροπή (άρθρο 38 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 και άρθρο Ζ παράγραφος 1 του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94)·

- υποβάλλει τελική δήλωση από ανεξάρτητο φορέα κατά την ολοκλήρωση της παρέμβασης για τα διαρθρωτικά ταμεία ή του έργου για το Ταμείο Συνοχής.

γ) Τέλος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 39 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 και στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94, το κράτος μέλος φέρει κατά πρώτο λόγο την ευθύνη για την άσκηση δίωξης και τη λήψη διορθωτικών μέτρων σε περίπτωση παρατυπιών και παραβάσεων.

2. Κατ’ αντανάκλαση των ευθυνών του κράτους μέλους, οι ευθύνες της Επιτροπής καθορίζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να της δίνεται η δυνατότητα να αναλάβει την ευθύνη της ως προς την εκτέλεση του κοινοτικού προϋπολογισμού μέσω του ελέγχου της ομαλής διεκπεραίωσης των αποστολών που ανατίθενται στα κράτη μέλη. Προς το σκοπό αυτό και για να διασφαλιστεί η τήρηση της συνθήκης και των πράξεων των οργάνων της Κοινότητας, η Επιτροπή παρεμβαίνει ιδίως σε τέσσερα επίπεδα, προκειμένου:

- να λάβει τις αναγκαίες αποφάσεις για την εφαρμογή των διαρθρωτικών ταμείων εφόσον πληρούνται οι κανονιστικές προϋποθέσεις (άρθρα 28 και 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 και άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94)·

- να διασφαλίσει, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, την ύπαρξη και την ομαλή λειτουργία των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου, πράγμα που μπορεί να περιλαμβάνει τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων, μεταξύ άλλων με δειγματοληψία, των πράξεων και των συστημάτων διαχείρισης ή τη διατύπωση έκκλησης προς το οικείο κράτος μέλος να διενεργήσει το ίδιο επιτόπιους ελέγχους (άρθρο 38 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 και άρθρα 5 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 438/2001 για τα διαρθρωτικά ταμεία, άρθρο Ζ του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94 και άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1386/2002)·

- να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων:- με την ανάλυση της προόδου εφαρμογής των παρεμβάσεων, σε σχέση με τους καθορισμένους στόχους, μέσω των ετήσιων εκθέσεων και της τελικής έκθεσης εκτέλεσης (άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 και άρθρο ΣΤ του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94) και της ετήσιας εξέτασής τους (άρθρο 34 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999),- από δημοσιονομική άποψη, με την εφαρμογή μεταξύ άλλων της αυτεπάγγελτης αποδέσμευσης, με την αναστολή των πληρωμών όταν δεν πληρούνται οι κανονιστικοί όροι, με τη διατύπωση και, ενδεχομένως, την έκδοση των αναγκαίων διορθωτικών μέτρων για την ενίσχυση της ορθής δημοσιονομικής εκτέλεσης της παρέμβασης (άρθρα 31, 32 και 38 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 για τα διαρθρωτικά ταμεία, άρθρο Γ παράγραφος 5 και άρθρο Ζ του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94 για το Ταμείο Συνοχής) και- με την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων (άρθρα 42, 43 και 44 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999)·

- να διενεργήσει απλούς και λογιστικούς επιτόπιους ελέγχους των πράξεων και των συστημάτων, ιδίως δειγματοληπτικά, με την επιφύλαξη των ελέγχων που διενεργούν τα κράτη μέλη, και να εφαρμόσει δημοσιονομικές διορθώσεις όταν διαπιστώνονται παρατυπίες και ελλείψεις και όταν το κράτος μέλος δεν έχει προβεί σε δημοσιονομικές διορθώσεις (άρθρα 38 και 39 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 και άρθρα Ζ και Η του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94).

Γ. Η αναγκαία αποσαφήνιση του πεδίου αρμοδιότητας της Επιτροπής

Επιβάλλεται η διαπίστωση, στην οποία προέβη επίσης το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την τελευταία φορά στο ψήφισμά του σχετικά με την απαλλαγή 2002[14], ότι εδώ και πολλά χρόνια, στις δηλώσεις του για την αξιοπιστία των λογαριασμών το Ελεγκτικό Συνέδριο επισημαίνει ότι οι αντίστοιχες πράξεις συχνά εμφανίζουν λάθη, ιδίως στους τομείς στους οποίους εφαρμόζεται επιμερισμένη διαχείριση. Μολονότι τα δύο προαναφερόμενα όργανα θεωρούν τόσο εξωπραγματική όσο και μη συμβατή με τις μεθόδους της επιμερισμένης διαχείρισης, που περιγράφονται στην τομεακή νομοθεσία, την υποχρέωση της Επιτροπής να ανακαλύπτει όλα τα λάθη και όλες τις παρατυπίες σχετικά με τις πληρωμές, είναι ωστόσο γεγονός ότι τα εν λόγω όργανα εντόπισαν τις αδυναμίες των συστημάτων και ενθάρρυναν την Επιτροπή να λάβει μέτρα προκειμένου να βελτιώσει τη δράση της σχετικά με την επίβλεψη των συστημάτων ελέγχου.

Ως εκ τούτου, το Ελεγκτικό Συνέδριο στη γνωμοδότησή του αριθ. 2/2004[15] προτείνει ενδιαφέροντες άξονες προβληματισμού και υποδεικνύει ποιος θα πρέπει, κατά την άποψή του, να είναι ο ρόλος της Επιτροπής για να εκπληρώσει την ευθύνη της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, αντίληψη σχεδόν όμοια με εκείνη της ίδιας της Επιτροπής. Καθορίζει τις βασικές αρχές που θα πρέπει, κατά την άποψή του, να καθοδηγήσουν τη δράση ελέγχου του κοινοτικού προϋπολογισμού σε όλα τα επίπεδα εντός των ορίων του κείμενου δικαίου, καθώς και τους προσανατολισμούς που θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν το νομοθέτη κατά την κατάρτιση ενός τροποποιημένου νομοθετικού πλαισίου.

Κατ’ αρχάς, το Ελεγκτικό Συνέδριο φρονεί ότι « δεν μπορεί να αναμένεται, ευλόγως, ένα σύστημα να εξασφαλίζει την απόλυτη ορθότητα όλων των πράξεων » ή ακόμη ότι είναι εξωπραγματικό «να λεχθεί ότι τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου προορίζονται για την εγγύηση ή τη διασφάλιση της πλήρους νομιμότητας και κανονικότητας όλων των πράξεων ». Ως εκ τούτου, θεωρεί ότι οι έλεγχοι πρέπει να διενεργούνται σύμφωνα με ορθή σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας, καθώς « το συνολικό κόστος των ελέγχων πρέπει να είναι ανάλογο με τα συνολικά οφέλη που αποφέρουν, τόσο από χρηματική όσο και από πολιτική πλευρά». Φρονεί επίσης ότι η Επιτροπή θα πρέπει να ασκεί εποπτικό ρόλο όσον αφορά τη λειτουργία των συστημάτων ελέγχου μέσω, αφενός, του καθορισμού των ελάχιστων όρων σχετικά με τα συστήματα ελέγχου και, αφετέρου, της εξασφάλισης της συνοχής μεταξύ τόσο των επιδιωκόμενων στόχων όσο και της υλοποίησής τους σε όλα τα στάδια, εθνικά και κοινοτικά.

Η Επιτροπή, αποδίδοντας τη δέουσα προσοχή στις συστάσεις των δύο οργάνων που είναι αρμόδια για τον έλεγχο της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, έχει ήδη αναπτύξει τα αναγκαία μέσα για το συντονισμό της δράσης της με τη δράση των κρατών μελών . Πράγματι, διαπιστώνοντας τις δυσκολίες που ανέκυψαν κατά την ανάπτυξη και την εφαρμογή των μέσων αυτών από τα κράτη μέλη κατά την περίοδο προγραμματισμού 1994-1999, η Επιτροπή έθεσε στους κανονισμούς εφαρμογής των διαρθρωτικών ταμείων και του Ταμείου Συνοχής τους όρους τους οποίους κρίνει αναγκαίους, ώστε να υπάρχουν διαδικασίες ελέγχου που να της επιτρέπουν να αποκτήσει τελικά μια εύλογη διαβεβαίωση αξιοπιστίας όσον αφορά την κανονικότητα των συναλλαγών που πραγματοποιούν τα κράτη μέλη.

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 και με το άρθρο Ζ του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94, η Επιτροπή τάχθηκε υπέρ της σύναψης με τα κράτη μέλη διοικητικών ρυθμίσεων σχετικά με τους ελέγχους, προκειμένου να εντατικοποιηθεί ο συντονισμός των ελέγχων και των αποτελεσμάτων τους μεταξύ της Επιτροπής και των οικείων κρατών μελών και να εφαρμοστούν κοινές μέθοδοι ελέγχου. Ομοίως, στο πλαίσιο της διαδικασίας απλούστευσης[16], η Επιτροπή ζήτησε από τα κράτη μέλη να καταβληθεί κοινή προσπάθεια για να ανταλλάσσονται εγκαίρως τα αναλυτικά ετήσια ελεγκτικά προγράμματα προκειμένου να αποφεύγονται επικαλύψεις και άσκοπες επαναλήψεις. Όσον αφορά τα κράτη μέλη τα οποία προσχώρησαν στην Ένωση το Μάιο του 2004, σε συνέχεια της δράσης συνεργασίας που αναπτύχθηκε με την εφαρμογή των προενταξιακών μέσων[17], θα τεθούν σε εφαρμογή οι αναφερόμενες διατάξεις της νομοθεσίας για τα διαρθρωτικά ταμεία και το Ταμείο Συνοχής.

Η Επιτροπή ανέπτυξε, επίσης, την έννοια του συμβολαίου εμπιστοσύνης μεταξύ της ίδιας και των κρατών μελών. Το συμβόλαιο εμπιστοσύνης αποτελεί εκούσια δέσμευση των κρατών μελών, η οποία αποσκοπεί να εξασφαλίσει στην Επιτροπή την ανάπτυξη των αναγκαίων μέσων ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της κανονικότητας των σχετικών συναλλαγών και να παρέχεται ένα γενικό πλαίσιο προσέγγισης του ελέγχου για ένα δεδομένο πρόγραμμα, ταμείο ή περιφέρεια, σύμφωνα με μια εγκεκριμένη από την Επιτροπή στρατηγική ελέγχου και μια βελτιωμένη ετήσια υποβολή έκθεσης για τα αποτελέσματα της εν λόγω στρατηγικής ελέγχου. Ένα τέτοιο συμβόλαιο προϋποθέτει, επίσης, την ύπαρξη προηγούμενης διασφάλισης από πλευράς της Επιτροπής ότι τα υφιστάμενα συστήματα είναι σύμφωνα με το κανονιστικό πλαίσιο. Το συμβόλαιο αυτό παρέχει στην Επιτροπή την εγγύηση ότι μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στο κράτος μέλος χωρίς προσθήκη νέων κανονιστικών απαιτήσεων, στο πλαίσιο συντονισμένης προσέγγισης μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους. Ωστόσο, η διασφάλιση αυτή παύει να παράγει αποτελέσματα, εάν διαπιστωθεί ότι το κράτος μέλος αθετεί τις υποχρεώσεις του.

Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο στη γνωμοδότησή του αριθ. 2/2004, μολονότι τα πρότυπα ή οι αρχές που απαιτούνται για να εξασφαλιστεί ο αποτελεσματικός και αποδοτικός εσωτερικός έλεγχος των ταμείων « εφαρμόζονται ήδη, είτε πλήρως είτε εν μέρει» στα υφιστάμενα συστήματα, θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και να εφαρμοστούν άλλα πρότυπα και αρχές, ούτως ώστε « η έκταση και η εντατικοποίηση των ελέγχων […] να εξασφαλίζουν την κατάλληλη ισοστάθμιση μεταξύ του συνολικού κόστους της διενέργειας [των] ελέγχων και των συνολικών οφελών που αποκομίζονται από αυτούς » .

Ως εκ τούτου, με βάση την πείρα από τις ισχύουσες κανονιστικές ρυθμίσεις, η Επιτροπή επιθυμεί να αυξήσει την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου για την προσεχή περίοδο προγραμματισμού και, για το σκοπό αυτό, εξέδωσε τις προτάσεις που παρουσιάζονται στο επόμενο κεφάλαιο.

III. Προοπτικές για τις κανονιστικές ρυθμίσεις κατά την περίοδο 2007-2013

Ένας από τους κυριότερους στόχους του μελλοντικού κανονιστικού πλαισίου για την περίοδο προγραμματισμού 2007-2013, όσον αφορά την επιμερισμένη διαχείριση, είναι ο σαφής προσδιορισμός, με βάση τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο καθώς και την πείρα που αποκομίστηκε από τις ισχύουσες κανονιστικές ρυθμίσεις, του πλαισίου, της φύσης και του επιμερισμού των ευθυνών μεταξύ των διαφόρων παραγόντων που παρεμβαίνουν στην εκτέλεση του κοινοτικού προϋπολογισμού, δηλαδή αφενός των κρατών μελών και των φορέων υλοποίησης, και, αφετέρου, της Επιτροπής.

Η Επιτροπή επιχείρησε να αυξήσει τη συνοχή, τη διαφάνεια και την ασφάλεια της γενικής αρχιτεκτονικής των συστημάτων εφαρμογής και ελέγχου των ταμείων. Τη συνοχή, επειδή πρέπει να καθορίζονται σαφώς οι ελάχιστοι όροι που εφαρμόζονται στα συστήματα απλού και λογιστικού ελέγχου σε όλα τα επίπεδα της διαδικασίας, καθώς και τα αντίστοιχα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των διαφόρων παραγόντων. Τη διαφάνεια, επειδή είναι αναγκαίο οι διάφοροι παράγοντες των ελέγχων να γνωρίζουν τα αποτελέσματα των ελέγχων κάθε μέρους, προκειμένου να αυξηθούν η αποτελεσματικότητα, η αποδοτικότητα και η οικονομία της διαδικασίας. Την ασφάλεια, επειδή η Επιτροπή πρέπει να διαθέτει μια επιπλέον εγγύηση ότι τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου του προγράμματος έχουν δημιουργηθεί και είναι σύμφωνα με τους ελάχιστους όρους που καθορίζονται στον κανονισμό πριν να είναι σε θέση να προβεί στις πρώτες ενδιάμεσες πληρωμές, μέσω μιας αρχικής αξιολόγησης των εν λόγω συστημάτων, η οποία διενεργείται από εγκεκριμένο προηγουμένως ανεξάρτητο ελεγκτή του κράτους μέλους και υποβάλλεται μαζί με την περιγραφή των συστημάτων.

Επιπλέον, η Επιτροπή πρότεινε ο βαθμός παρέμβασής της στους ελέγχους να είναι ανάλογος με το προσδοκώμενο επίπεδο κινδύνου για παρατυπίες. Ως εκ τούτου, η πρότασή της προβλέπει ότι όταν της έχει παρασχεθεί διαβεβαίωση αξιοπιστίας σχετικά με την ύπαρξη και την ομαλή λειτουργία των εθνικών συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου, μπορεί ευλόγως να στηρίξει στα αποτελέσματα των εθνικών ελέγχων τη δική της διαβεβαίωση αξιοπιστίας σχετικά με τη νομιμότητα και την κανονικότητα των δηλωμένων δαπανών και να περιορίσει, επομένως, τους δικούς της ελέγχους σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Σύμφωνα με την ίδια προσέγγιση βάσει της εκτίμησης του κινδύνου, η Επιτροπή πρότεινε ο βαθμός της κοινοτικής παρέμβασης στις διαδικασίες διαχείρισης και ελέγχου να αποτελεί συνάρτηση και του ύψους της κοινοτικής συνεισφοράς στην παρέμβαση. Ακολουθείται η αρχή σύμφωνα με την οποία η κοινοτική νομοθεσία θεσπίζει μια κοινή βάση ελάχιστων όρων τους οποίους θα πρέπει οπωσδήποτε να πληροί κάθε σύστημα διαχείρισης και εσωτερικού ελέγχου που σχετίζεται με τη διαχείριση των κοινοτικών ταμείων, επιτρέποντας ταυτόχρονα στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τους δικούς τους κανόνες και δομές διαχείρισης και ελέγχου όταν τα ποσοστά εθνικής συγχρηματοδότησης υπερτερούν σημαντικά και το ύψος της κοινοτικής συνεισφοράς είναι μικρότερο από ένα καθορισμένο κατώτατο όριο. Εν πάση περιπτώσει, το καθεστώς αυτό μπορεί να εφαρμοστεί μόνον εφόσον η Επιτροπή έχει λάβει διαβεβαίωση για την αξιοπιστία των εθνικών συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου.

Στο γενικό πλαίσιο που διαγράφεται, πρέπει να περιγραφούν οι ειδικότεροι προσανατολισμοί ως προς τον επιμερισμό των ευθυνών που καθοδήγησαν την Επιτροπή κατά την κατάρτιση των προτάσεών της.

A. Οι ευθύνες της Επιτροπής

Η Επιτροπή οφείλει να προτείνει μια νομοθεσία που να καθορίζει σαφώς τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις των δύο παραγόντων της επιμερισμένης διαχείρισης καθώς και τον λεπτομερή τρόπο συνεργασίας τους.

Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν πρωτίστως τον καθορισμό απαραίτητων ελάχιστων προτύπων, τα οποία πρέπει να πληρούν τα εθνικά συστήματα διαχείρισης και ελέγχου, καθώς και τις δημοσιονομικές διορθώσεις που πρέπει να εφαρμόζονται σε περίπτωση παρατυπιών που αποκαλύπτουν τη μη συμμόρφωση των εν λόγω συστημάτων προς τους ισχύοντες κανόνες.

Μια σαφής νομοθεσία επιβάλλεται επίσης να ορίζει ότι ο ρόλος της Επιτροπής, ως προς τη διαχείριση του προϋπολογισμού, συνίσταται στην εποπτεία της ύπαρξης και της ομαλής λειτουργίας των εθνικών συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου, και να περιγράφει τον τρόπο άσκησης της εν λόγω εποπτείας με σκοπό την πρόληψη των παρατυπιών.

Κατά συνέπεια, όσον αφορά τον έλεγχο, η προσοχή της Επιτροπής θα εξακολουθήσει να επικεντρώνεται στην αξιολόγηση των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου καθώς και στις αδυναμίες που έχουν εντοπιστεί από πλευράς διαδικασίας και διαχείρισης, με βάση την ανάλυση των κινδύνων, χωρίς ωστόσο η Επιτροπή να παραιτηθεί του δικαιώματος να διενεργεί ελέγχους επιμέρους πράξεων, εάν συντρέχει ανάγκη, παραδείγματος χάριν σε περίπτωση παράλειψης του κράτους μέλους όσον αφορά την άσκηση δίωξης για παρατυπία.

B. Ευθύνη των κρατών μελών

Ο ρόλος των κρατών μελών πρέπει να εστιάζεται στις υποχρεώσεις τους:

- Να παρέχουν κατάλληλη διαβεβαίωση αξιοπιστίας στην Επιτροπή στην αρχή, πριν από την υλοποίηση του προγράμματος και πριν να έχουν πρόσβαση στις ενδιάμεσες πληρωμές, εκδιδόμενη από ανεξάρτητο φορέα εγκεκριμένο από την Επιτροπή, η οποία πιστοποιεί την ποιότητα και τη συμβατότητα των εθνικών συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου σε σχέση με τα καθορισμένα πρότυπα και βεβαιώνει ότι το λογιστικό τους σύστημα είναι ορθό. Εάν η διαβεβαίωση αυτή συνοδεύεται από επιφυλάξεις, το κράτος μέλος οφείλει να υποβάλει ένα σχέδιο διορθωτικών ενεργειών προς υλοποίηση. Μόνον η ικανοποιητική εφαρμογή των διορθώσεων του συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που προβλέπονται στο σχέδιο ενεργειών θα επιτρέπει στην Επιτροπή να πραγματοποιήσει τις ενδιάμεσες πληρωμές.

- Να παρέχουν ετήσια διαβεβαίωση αξιοπιστίας, η οποία εκδίδεται από ελεγκτική αρχή, για τις δηλωμένες δαπάνες και την ομαλή λειτουργία του συστήματος διαχείρισης και ελέγχου ή/και τη διαπίστωση και τη διόρθωση των αδυναμιών που εντοπίστηκαν με τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων σχετικά με τη χρησιμοποίηση των διαρθρωτικών ταμείων.

- Να παρέχουν δήλωση εγκυρότητας των πιστοποιημένων ποσών κατά την ολοκλήρωση των επιχειρησιακών προγραμμάτων με βάση τη διενέργεια απλών και λογιστικών ελέγχων των πράξεων κατά τη διάρκεια του προγραμματισμού.

Τα κράτη μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν κατά πρώτο λόγο τις δημοσιονομικές διορθώσεις στους δικαιούχους των ταμείων σε περίπτωση μη τήρησης των όρων χορήγησης της επιδότησης από τα διαρθρωτικά ταμεία και να αφαιρούν τις σχετικές δαπάνες από τις δηλώσεις που υποβάλλονται στα διαρθρωτικά ταμεία.

Γ. Συνέπειες της μη τήρησης των κανόνων

Όπως αναφέρεται στην τρίτη έκθεση για την οικονομική και κοινωνική συνοχή, η εφαρμογή της αρχής της αποτελεσματικότητας και η περαιτέρω απλοποίηση σχετικά με τη διαχείριση και τους δημοσιονομικούς ελέγχους πρέπει να συνοδεύονται από αυστηρότερες κυρώσεις και μέτρα για την ταχεία ανάκτηση των ποσών σε περίπτωση παρατυπιών ή απάτης. Το κανονιστικό πλαίσιο πρέπει να προβλέπει τις σαφείς συνέπειες, ιδίως όσον αφορά τις χρηματοδοτικές ροές, σε περίπτωση μη τήρησης των ελάχιστων αρχών και προτύπων κατά την έναρξη του προγράμματος ή σε περίπτωση διαπίστωσης ανεπάρκειας των εθνικών συστημάτων ελέγχου η οποία δεν έχει διορθωθεί από το κράτος μέλος και ενδέχεται να οδηγήσει σε παρατυπίες ή απάτες κατά την υλοποίηση του προγράμματος.

Επιπροσθέτως, οι κανονιστικές διατάξεις επιβάλλεται να προβλέπουν τις διαδικασίες μέσω των οποίων η Επιτροπή θα πραγματοποιεί τις δημοσιονομικές διορθώσεις στην υποθετική περίπτωση που το κράτος μέλος δεν έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να τηρήσει τις υποχρεώσεις του.

Τέλος, η Επιτροπή δεν θα πρέπει να διστάζει να κινεί τη διαδικασία επί παραβάσει που προβλέπεται στα άρθρα 226 και 228 της συνθήκης ΕΚ εάν τα κράτη μέλη δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους.

[1] COM(2003)391 τελικό της 9.07.2003, ενέργεια 5.3.3.Γ

[2] Ibid., ενέργεια 5.3.3 A.

[3] COM(2003)433 τελικό, ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την εφαρμογή των δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν από τις υπό ένταξη χώρες στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων προσχώρησης για το κεφάλαιο 21- περιφερειακή πολιτική και συντονισμός των διαρθρωτικών μέσων.

[4] «Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής», υποβληθείσα από την Επιτροπή, COM(2004)492 τελικό της 14.07.2004.

[5] Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 2002 για τη θέσπιση του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΕΕ L 248 της 16.09.2002, σ.1.

[6] Σημείο 14 γ) του ψηφίσματος του ΕΚ σχετικά με τις παρατηρήσεις που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης σχετικά με τη χορήγηση απαλλαγής όσον αφορά την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για το οικονομικό έτος 2002 (Επιτροπή) (SEC(2003)1104 - C5-0564/2003 - 2003/2210 (DEC)). A5-0200/2004 της 21.04.2004.

[7] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1999 περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά Ταμεία, ΕΕ L 161 της 26.6.1999, σ. 1. Κανονισμός που τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με την Πράξη Προσχώρησης του 2003, ΕΕ L 236 της 23.09.2003.

[8] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1164/94 του Συμβουλίου της 16ης Μαΐου 1994 για την ίδρυση του ταμείου συνοχής, ΕΕ L 130 της 25.5.1994, σ. 1. Κανονισμός που τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με την Πράξη Προσχώρησης του 2003, L 236 της 23.09.2003.

[9] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 438/2001 της Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 2001 για θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου των παρεμβάσεων των διαρθρωτικών Ταμείων, ΕΕ L 63 της 03.03.2001 σ. 21.

[10] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1386/2002 της Επιτροπής της 29ης Ιουλίου 2002 για θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94 του Συμβουλίου όσον αφορά τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου και τη διαδικασία πραγματοποίησης των δημοσιονομικών διορθώσεων σε σχέση με τις ενισχύσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του Ταμείου Συνοχής (ΕΕ L 201 της 31.07.2002, σ. 5).

[11] Ο στόχος που συνίσταται στη διασφάλιση της ύπαρξης και της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου, ο οποίος υπενθυμίζεται στο άρθρο 35 του κανονισμού της Επιτροπής για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού, επιτυγχάνεται όσον αφορά το Ταμείο Συνοχής και τα διαρθρωτικά Ταμεία, μέσω των αναφερόμενων διατάξεων της τομεακής νομοθεσίας (κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 της Επιτροπής της 23ης Δεκεμβρίου 2002, ΕΕ L 357 της 31.12.2002).

[12] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 448/2001 της Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 2001 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά τη διαδικασία διενέργειας δημοσιονομικών διορθώσεων στην παρέμβαση που χορηγείται στο πλαίσιο των Διαρθρωτικών Ταμείων (ΕΕ L 64 της 06.03.2001, σ. 13).

[13] Άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94 και άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1386/2002.

[14] Βλέπε ανωτέρω, υποσημείωση 6.

[15] Γνωμοδότηση αριθ. 2/2004 του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με το πρότυπο του «ενιαίου ελέγχου» (single audit) (και με πρόταση για πλαίσιο εσωτερικού κοινοτικού ελέγχου).

[16] Σημείο 2.5.5 της ανακοίνωσης της Επιτροπής C(2003)1255 σχετικά με την απλούστευση, την αποσαφήνιση, το συντονισμό και την ευελιξία στη διαχείριση των διαρθρωτικών πολιτικών για την περίοδο 2000-2006 (δεν δημοσιεύθηκε).

[17] Άρθρα 11 και 12 και παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1266/1999 του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1999 σχετικά με το συντονισμό της βοήθειας προς τις υποψήφιες χώρες στο πλαίσιο της προενταξιακής στρατηγικής και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3906/89 (ΕΕ L 161 της 26.06.1999, σ. 68)· άρθρο 9 και παράρτημα III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1267/1999 του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1999 για τη θέσπιση μέσου προενταξιακών διαρθρωτικών πολιτικών (ΕΕ L 161 της 26.06.1999, σ. 73).