52003DC0066

Aνακοίνωση της Επιτροπής πρός το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική επιτροπή και την επιτροπή των περιφερειών - eEurope 2002 Τελική Έκθεση /* COM/2003/0066 τελικό */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, THΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ EΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ - eEurope 2002 Τελική Έκθεση

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, THΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ EΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) eEurope 2002 Τελική Έκθεση

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Εισαγωγή

2. Συνολική εκτίμηση του eEurope 2002

2.1 Σύνδεση

2.1.1. Διείσδυση του Ίντερνετ

2.1.2 Η αύξηση του ανταγωνισμού συμπιέζει τις τιμές

2.1.3 Ταχέα ερευνητικά δίκτυα

2.2 Νομοθετικές πράξεις

2.2.1 Το νέο νομοθετικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες

2.2.2 Ηλεκτρονικό εμπόριο

2.3 Ενθάρρυνση της αποτελεσματικής χρήσης του Ίντερνετ

2.3.1 Το Ίντερνετ στα σχολεία

2.3.2 Η εργασία στην οικονομία της γνώσης

2.3.3 Συμμετοχή για όλους στην οικονομία της γνώσης

2.3.4 Επιτάχυνση του ηλεκτρονικού εμπορίου

2.3.5 Ασφαλέστερο Ίντερνετ

2.3.6 Ηλεκτρονική διακυβέρνηση

2.3.7 Ηλεκτρονικές υπηρεσίες υγείας

3. Συμπεράσματα

1. Εισαγωγή

Το Σχέδιο Δράσης eEurope 2002, που εγκρίθηκε κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Feira, τον Ιούνιο του 2000, εντάσσεται στη στρατηγική της Λισσαβώνας για οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική ανανέωση. Συμπληρώθηκε με την πρωτοβουλία eEurope+ την οποία δρομολόγησαν οι υποψήφιες χώρες, ανταποκρινόμενες στην έκκληση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Feira να υιοθετήσουν τη στρατηγική της Λισσαβώνας. Το πρόγραμμα δράσης προέβλεπε 11 πεδία με 64 συνολικά στόχους οι οποίοι έπρεπε να επιτευχθούν πριν τα τέλη 2002.

Οι στόχοι του eEurope υποβλήθηκαν σε τακτική παρακολούθηση μέσω της συγκριτικής αξιολόγησης του προγράμματος. Η συγκριτική αξιολόγηση αποτελεί τμήμα της ανοικτής μεθόδου συντονισμού, την οποία προήγαγε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας. Η παρακολούθηση, η ανταλλαγή καλών πρακτικών και η αξιολόγηση από ομοτίμους εφαρμόζονται για να βελτιωθεί η σύγκλιση των εθνικών επιδόσεων ως προς τους άμεσους και μακροπρόθεσμους στόχους για την Ένωση τους οποίους έθεσε η στρατηγική της Λισσαβώνας. Η μέθοδος συγκριτικής αξιολόγησης του eEurope βασίζεται σε κατάλογο 23 τομεακών δεικτών που επικυρώθηκαν από το Συμβούλιο τον Νοέμβριο 2000. Ενδιάμεσες μετρήσεις αυτών των δεικτών παρουσιάστηκαν στις ανακοινώσεις της Επιτροπής «Συνέπειες και Προτεραιότητες» τον Μάρτιο 2001 [1] και «Έκθεση συγκριτικής αξιολόγησης του σχεδίου δράσης eEurope» τον Φεβρουάριο 2002 [2].

[1] COM(2001) 140, 13.3.2001. Όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στην ανακοίνωση βρίσκονται στην ιστοσελίδα eEurope: http://europa.eu.int/ eeurope

[2] COM(2002) 62, 5.2.2002.

Το παρόν έγγραφο προβάλλει τα επιτεύγματα του προγράμματος eEurope και προσδιορίζει τα εναπομένοντα εμπόδια για την πλήρη ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας στην Ευρώπη. Υπάρχει επίσης ένα συνοδευτικό [έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής] το οποίο σχολιάζει την πρόοδο σε καθένα από τους 64 στόχους.

Όσον αφορά την επίτευξη των στόχων που έθεσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Feira, το eEurope σημείωσε σημαντική επιτυχία. Επιτεύχθηκαν οι περισσότεροι από τους 64 στόχους. Η επιτυχία του οφείλεται στη συμβολή πολλών παραγόντων προερχόμενων από τα ευρωπαϊκά όργανα, τα κράτη μέλη, τη βιομηχανία και τους κοινωνικούς εταίρους. Τα επιτεύγματά του είναι αξιοσημείωτα καθώς πραγματοποιήθηκαν παρά τις δυσκολίες λόγω πτώσης του χρηματιστηρίου, ιδίως των μετοχών του κλάδου ICT (τεχνολογίες επικοινωνιών και πληροφοριών), μεγάλου ύψους χρεών και επακόλουθης μείωσης των επενδύσεων. Για να επιτευχθεί ο στόχος μιας ανταγωνιστικής οικονομίας που να στηρίζεται στη γνώση χρειάζεται να διανύσουμε αρκετό δρόμο ακόμη, αλλά το eEurope έχει δημιουργήσει στέρεα θεμέλια.

Γενικά το eEurope σημείωσε σημαντική επιτυχία στην εισαγωγή των πολιτών και των επιχειρήσεων στο Ίντερνετ και στη θέσπιση ενός πλαισίου εντός του οποίου μπορεί να ευδοκιμήσει η οικονομία της γνώσης. Αυτά τα επιτεύγματα δεν μπορούν να μεταφραστούν αμέσως σε απτά οικονομικά οφέλη, αύξηση της παραγωγικότητας, βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών, μεγαλύτερη ένταξη όλων των κοινωνικών ομάδων και μη πληθωριστική οικονομική μεγέθυνση. Για να επιτευχθούν όλα αυτά τα οφέλη μέσω της χρήσης του Ίντερνετ θα πρέπει να αναδιαρθρωθεί η οικονομική συμπεριφορά, να εκσυγχρονιστούν οι πρακτικές και να πραγματοποιηθούν αλλαγές οργανωτικού χαρακτήρα ώστε να υπάρξει εκμετάλλευση των νέων τεχνολογιών. Πρόκειται για μια μακρόπνοη διαδικασία και η πραγμάτωσή της εντός μιας διετίας υπερέβαινε το πεδίο του eEurope 2002. Σε αδρές γραμμές:

* η σύνδεση στο Ίντερνετ αυξήθηκε με ταχείς ρυθμούς. Κατά την έναρξη της πρωτοβουλίας eEurope, λίγα άτομα είχαν πρόσβαση στο Ίντερνετ. Το 2002, ποσοστό μεγαλύτερο του 90% των σχολείων και των επιχειρήσεων έχουν συνδεθεί με το Ίντερνετ και περισσότεροι από τους μισούς Ευρωπαίους είναι τακτικοί χρήστες. Η Ευρώπη τώρα διαθέτει το ταχύτερο ερευνητικό δίκτυο κορμού στον κόσμο. Η επόμενη πρόκληση θα είναι η διάδοση της σύνδεσης υψηλής ταχύτητας στα νοικοκυριά και τις ΜΜΕ. Υπάρχουν ακόμη σημαντικές διαφορές στο ποσοστό σύνδεσης μεταξύ κρατών μελών.

* Συμφωνήθηκε ένα νομοθετικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και για το ηλεκτρονικό εμπόριο. Η τηλεπικοινωνιακή νομοθεσία έχει σχεδιαστεί για να ενισχύσει τον ανταγωνισμό στην αγορά ώστε να μειωθούν οι τιμές και να τονωθεί η καινοτομία. Οι τιμές έχουν μειωθεί και έχει βελτιωθεί ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο. Για το ηλεκτρονικό εμπόριο, εγκρίθηκε σειρά οδηγιών ώστε να αυξηθεί η βεβαιότητα κατά τις ηλεκτρονικές εμπορικές συναλλαγές, ιδίως μεταξύ κρατών μελών, και να εξασφαλιστεί κατάλληλο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών.

* Η αύξηση της αποτελεσματικής χρήσης του Ίντερνετ αποτελεί στόχο της επόμενης φάσης που είναι το eEurope 2005. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι περισσότερες εταιρείες θα προσφεύγουν στο ηλεκτρονικό εμπόριο. ότι τα σχολεία όχι μόνο θα συνδέονται αλλά και θα χρησιμοποιούν το Ίντερνετ στην τάξη. ότι οι κρατικές υπηρεσίες όχι μόνο θα προσφέρουν ηλεκτρονικές υπηρεσίες αλλά και ότι αυτές θα είναι πλήρως διαλειτουργικές, ότι θα αυξηθεί η χρήση στον τομέα της υγείας όπου υπάρχει μεγάλη ζήτηση για ενημερωμένες πληροφορίες. Απαιτείται περισσότερη εκπαίδευση προς όφελος τόσο των εργαζομένων όσο και των εργοδοτών. Πρέπει να ληφθούν μέτρα για να αντιμετωπιστούν οι σημερινές έντονες διαφορές στην πρόσβαση και χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών ώστε να εξασφαλιστεί ότι όλοι οι Ευρωπαίοι έχουν τη δυνατότητα να τις χρησιμοποιούν επωφελώς στην κοινωνική και εργασιακή τους ζωή.

Λεπτομερής ανάλυση των στατιστικών στοιχείων της συγκριτικής αξιολόγησης που οδήγησαν σε αυτά τα συμπεράσματα δίνεται στο τμήμα 2. Κατόπιν ακολουθούν τα συμπεράσματα που εστιάζουν στην απομάκρυνση των εναπομενόντων εμποδίων για την πλήρη ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας.

2. Συνολική εκτίμηση του eEurope 2002

2.1 Σύνδεση

Η στρατηγική της Λισσαβώνας βασίστηκε στο μοντέλο «καινοτομία, απασχόληση και οικονομική αύξηση». Στα τέλη της δεκαετίας του '90 υπήρχε σαφής οικονομική απόκλιση μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Η οικονομία των ΗΠΑ επιταχύνονταν, διπλασιάζοντας το ρυθμό αύξησης των επενδύσεων, ενώ η ευρωπαϊκή επιβραδύνονταν και η αύξηση των επενδύσεων περιοριζόταν.

Κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του '90, οι αμερικανικές επενδύσεις αφορούσαν όλο και περισσότερο προϊόντα της τεχνολογίας των πληροφοριών. Η αύξηση των αμερικανικών επενδύσεων αυτό το χρονικό διάστημα ήταν πιθανώς κυκλική [3], και περιορισμένη σε ορισμένους τομείς. Οι μεγάλες επενδύσεις σε υπολογιστές δεν φαινόταν να βελτιώνουν την παραγωγικότητα των άλλων κλάδων στους οποίους χρησιμοποιούνταν οι υπολογιστές.

[3] Οι επενδύσεις συνήθως αυξάνονται καθώς η οικονομία εξέρχεται από την ύφεση. Αυτό ίσχυε για τις ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του '90.

Αυτή η κατάσταση ωστόσο άλλαξε στα μέσα της δεκαετίας του '90, τουλάχιστον στις ΗΠΑ. Νέα στοιχεία έδειξαν επιτάχυνση της οικονομικής αύξησης ως αποτέλεσμα αύξησης της παραγωγικότητας. Αυτή η μετατόπιση του ρυθμού αύξησης συνέπεσε με μείωση της τιμής των υπολογιστών και με την ευρεία διάδοση του Ίντερνετ. Σημαντικός παράγοντας στην αύξηση παραγωγικότητας ήταν το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας του κλάδου των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών (ICT). Μόνο όταν οι υπολογιστές διαδόθηκαν ευρέως και συνδέθηκαν στο Ίντερνετ, επιτρέποντας τη δικτύωση και επηρεάζοντας τις παραγωγικές διαδικασίες, εξαπλώθηκε η αύξηση της παραγωγικότητας στους κλάδους που δεν αφορούν τεχνολογίες των πληροφοριών.

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Με την πρωτοβουλία eEurope το Ίντερνετ θεωρήθηκε ως πιθανή πηγή αύξησης της παραγωγικότητας. Σε συνδυασμό με όλο και ισχυρότερους υπολογιστές και με τα επιτεύγματα στις τηλεπικοινωνίες, το Ίντερνετ βρίσκεται στο επίκεντρο της ψηφιακής οικονομίας. Η δυνατότητα σχηματισμού δικτύων που παρέχει το καθιστούν το βασικό στήριγμα της κοινωνίας της πληροφορίας. Το eEurope 2002 επομένως αποσκοπούσε στην αύξηση της σύνδεσης στο Ίντερνετ σε όλη την ΕΕ.

Η αύξηση του ποσοστού σύνδεσης στο Ίντερνετ στην Ευρώπη θα αυξήσει την αξία του για τους Ευρωπαίους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Τα υψηλά επίπεδα σύνδεσης διευρύνουν την αγορά τόσο για τους πωλητές όσο και για τους αγοραστές και εισάγουν τη δυνατότητα για κέρδη παραγωγικότητας μέσω της αναδιοργάνωσης των επιχειρηματικών διαδικασιών. Στο παρόν τμήμα παρουσιάζονται συνοπτικά τα στοιχεία σύνδεσης των πολιτών και επιχειρήσεων και των συνθηκών υπό τις οποίες αυτή πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια εφαρμογής του eEurope.

2.1.1. Διείσδυση του Ίντερνετ

Η σύνδεση με το Ίντερνετ των νοικοκυριών αυξήθηκε από 18% περίπου τον Μάρτιο 2000 σε 43% τον Νοέμβριο 2002 (γράφημα 1). Η πρόσβαση στο Ίντερνετ μέσω τηλεοπτικών συσκευών και συσκευών κινητών επικοινωνιών παραμένει οριακή, αλλά αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά στο μέλλον.

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Από τα συνολικά στοιχεία της ταχείας αύξησης της διείσδυσης του Ίντερνετ στα νοικοκυριά δεν φαίνονται οι μεγάλες διαφορές μεταξύ κρατών μελών (γράφημα 2) [4]. Τρεις χώρες έχουν ποσοστό διείσδυσης του Ίντερνετ μεγαλύτερο του 65% και πέντε άλλες μεγαλύτερο από 50% [5]. Δύο επιπλέον χώρες υπερβαίνουν το μέσο όρο, ενώ 5 χώρες έπονται σημαντικά του μέσου όρου της ΕΕ. Ουραγός είναι η Ελλάδα, με διείσδυση μικρότερη του 14%, ποσοστό που παρέμεινε σταθερό κατά τη διάρκεια των δύο προηγουμένων ετών.

[4] Ας σημειωθεί ότι οι έρευνες βασίζονται σε τηλεφωνικές συνεντεύξεις και επομένως τα ποσοστά διείσδυσης τείνουν να υπερεκτιμηθούν καθώς τα νοικοκυριά χωρίς σταθερή τηλεφωνική σύνδεση μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν διαθέτουν σύνδεση με το Ίντερνετ.

[5] Συγκριτικά, το Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ, υπολόγισε ότι το 50,5% των αμερικανικών νοικοκυριών ήταν συνδεδεμένα στο Ίντερνετ τον Σεπτέμβριο του 2001. Έως τον Νοέμβριο 2001 το αντίστοιχο ποσοστό για την ΕΕ ήταν 37,7%.

Τα ποσοστά είναι εν γένει ενθαρρυντικά, εξακολουθούν όμως να υπάρχουν περιοχές με αργή ανάπτυξη και μεγάλες διαφορές τόσο μεταξύ κρατών μελών όσο και στο εσωτερικό τους. Παραδείγματος χάρη, τον Νοέμβριο 2002, ποσοστό 47% των γυναικών χρησιμοποιούσαν το Ίντερνετ σε σύγκριση με ποσοστό 60% των ανδρών. Η διαφορά αυτή ελάχιστα μειώθηκε κατά το τελευταίο έτος: τον Οκτώβριο 2000, ποσοστό 35% των γυναικών και 50% των ανδρών απάντησαν ότι χρησιμοποιούν το Ίντερνετ. Η χρήση του Ίντερνετ είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη μεταξύ νέων, που διαθέτουν ανώτερη εκπαίδευση και κατοικούν σε πόλη.

Το eEurope 2002 τόνισε ότι για να αναπτυχθεί η υποδομή των πληροφοριών πρέπει να μειωθούν οι διαφορές μεταξύ περιφερειών. Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή αύξησε την προτεραιότητα που αποδίδεται στα έργα της κοινωνίας της πληροφορίας στο πλαίσιο των υφιστάμενων προγραμμάτων των διαρθρωτικών ταμείων. Από πρόσφατη αξιολόγηση [6] προέκυψε ότι τα διαρθρωτικά ταμεία συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές, και ιδίως στην επίτευξη των στόχων που τέθηκαν στη Λισσαβώνα. Τα διαρθρωτικά ταμεία χορηγούν περίπου 10 δισεκ. EUR μέσω επενδύσεων για στήριξη της ανάπτυξης της υποδομής (ιδίως της ευρυζωνικής) στους τομείς της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, του ηλεκτρονικού εμπορίου και των δεξιοτήτων στις τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών [7]. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων συνέβαλε στη στρατηγική της Λισσαβώνας μέσω της πρωτοβουλίας «Innovation 2000 Initiative». Στα τέλη του 2002 η ΕΤΕ είχε εγκρίνει δάνεια ύψους 14,4 δισεκ. για έργα καινοτομίας (συμπεριλαμβανόμενων των ηλεκτρονικών υπηρεσιών) [8].

[6] "Thematic Evaluation of the Information Society", μελέτη που εκτελέστηκε από την Technopolis, για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG REGIO), 2002.

[7] Ενώ τα έργα της κοινωνίας της πληροφορίας αντιπροσώπευαν περίπου 2% των χορηγήσεων των διαρθρωτικών ταμείων στην περίοδο προγραμματισμού 1994-1999, τώρα περιλαμβάνουν τουλάχιστον 7% των πιστώσεων για την περίοδο 2000-2006 στις περιοχές των στόχων 1 και 2.

[8] Εξ αυτών, 30% χορηγήθηκε για την εκπαίδευση και την ηλεκτρονική εκμάθηση, 30% για τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών (ICT) and 8% για διάδοση (π.χ. πλατφόρμες πληροφοριών στους κλάδους της υγείας και του τουρισμού). Το υπόλοιπο 32% χορηγήθηκε για έρευνα και ανάπτυξη.

Η σύνδεση με το Ίντερνετ των επιχειρήσεων είναι πολύ υψηλότερη από αυτή των νοικοκυριών. Σχεδόν όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις (με περισσότερους από 250 υπαλλήλους) και ποσοστό μεγαλύτερο του 80% όλων των επιχειρήσεων που απασχολούν περισσότερους από 10 υπαλλήλους χρησιμοποιούν το Ίντερνετ. Διαπιστώνεται διαφορά μεταξύ Βορρά-Νότου όπου οι Βόρειες χώρες είναι πολύ περισσότερο προηγμένες από τις Νότιες αλλά οι τελευταίες αρχίζουν να καλύπτουν τη διαφορά σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη χρήση του Ίντερνετ από τις επιχειρήσεις περιλαμβάνονται στο τμήμα για το ηλεκτρονικό εμπόριο, στο κεφάλαιο 2.3.4 στη συνέχεια.

Η σύνδεση των σχολείων με το Ίντερνετ έφτασε το 93% τον Φεβρουάριο 2002 και τα περισσότερα κράτη μέλη ή είχαν ήδη επιτύχει ή επρόκειτο να επιτύχουν το στόχο να έχουν αποκτήσει όλα τα σχολεία τους σύνδεση έως τα τέλη του 2002. Τα σχολεία θα πρέπει τώρα να προχωρήσουν στην αναβάθμιση της σύνδεσής τους περνώντας στις ευρυζωνικές τεχνολογίες και στη διευκόλυνση της πρόσβασης, όπως αναφέρεται στο τμήμα 2.3.1 στη συνέχεια. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης, τον Μάρτιο 2002, υπογράμμισε τη σημασία της ύπαρξης υπολογιστών στα σχολεία και κάλεσε τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν ότι η σχέση υπολογιστών συνδεδεμένων με το Ίντερνετ ως προς τους μαθητές θα μειωθεί σε έναν υπολογιστή ανά 15 μαθητές.

2.1.2 Η αύξηση του ανταγωνισμού συμπιέζει τις τιμές

Οι διεθνώς διαθέσιμες στατιστικές φανερώνουν σαφή σχέση μεταξύ τιμής και διείσδυσης όσον αφορά το Ίντερνετ. Η προσέγγιση του eEurope 2002 ήταν ενθάρρυνση και τόνωση του ανταγωνισμού ώστε οι τιμές να πάψουν να είναι μονοπωλιακές και να γίνουν ανταγωνιστικές. Ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε όσον αφορά την πρόσβαση στο Ίντερνετ από τις συνήθεις τηλεφωνικές γραμμές οι τιμές των οποίων σημείωσαν συνεχή και ουσιαστική μείωση κατά τα δύο τελευταία έτη. Η μηνιαία δαπάνη για τυπικό οικιακό χρήστη, δηλ. με είκοσι ώρες χρήσης εκτός ωρών αιχμής, κυμαίνονται σήμερα μεταξύ 10-20 EUR στα περισσότερα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των τελών κλήσης. Επομένως, το οριακό κόστος πρόσβασης στο Ίντερνετ για ιδιοκτήτη προσωπικού υπολογιστή είναι πλέον μικρό.

Οι περισσότεροι χρήστες εξακολουθούν να χρησιμοποιούν συνδέσεις μέσω αναλογικών τηλεφωνικών γραμμών για την πρόσβασή τους στο Ίντερνετ, οι οποίες παρέχουν προσωρινή σύνδεση χαμηλής ταχύτητας που δεν επιτρέπει την τηλεφόρτωση σύνθετων εφαρμογών. Αυτά τα μειονεκτήματα υπερπηδώνται με τις ευρυζωνικές συνδέσεις υψηλής ταχύτητας μόνιμης σύνδεσης. Ως τμήμα της συγκριτικής αξιολόγησης του eEurope, διερευνήθηκαν οι τιμές των συνδέσεων ADSL και των καλωδιακών - που είναι οι μόνες ευρέως διαθέσιμες τεχνολογίες ευρυζωνικής πρόσβασης. Αν και είναι δύσκολο να γίνουν αδιαμφισβήτητες συγκρίσεις μεταξύ κρατών μελών, παρατηρούνται σαφώς τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

* Οι τιμές των συνδέσεων ADSL μειώνονται ενώ το προσφερόμενο εύρος ζώνης έχει αυξηθεί παρόλο που παρατηρούνται μεγάλες διαφορές στις διάφορες περιοχές της Ευρώπης.

* Ο ανταγωνισμός είναι ακόμη περιορισμένος αλλά έχει οδηγήσει σε μείωση των τιμών σε ορισμένα κράτη μέλη, ιδίως εκεί όπου υφίστανται εναλλακτικά δίκτυα π.χ. στο Βέλγιο όπου η διείσδυση του καλωδίου ανέρχεται σε ποσοστό σχεδόν 100%, οι τιμές των γραμμών ADSL είναι από τις χαμηλότερες της Ευρώπης (και η διείσδυση των ευρυζωνικών γραμμών μία από τις υψηλότερες στην Ευρώπη).

Τα στοιχεία για την ευρυζωνική διείσδυση είναι περιορισμένα (η Επιτροπή θα παρακολουθεί τη διαθεσιμότητα των συνδέσεων μέσω της συγκριτικής αξιολόγησης του eEurope 2005). Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι ευρυζωνικές συνδέσεις αναπτύσσονται ταχέως, με αποτέλεσμα ορισμένες χώρες να έχουν επιτύχει ποσοστά διείσδυσης σχεδόν στο ανώτατο όριο διεθνώς. Σε ορισμένες χώρες η ανάπτυξη των ευρυζωνικών γραμμών δεν έχει ακόμη ξεκινήσει. Ο ανταγωνισμός στην ΕΕ για την παροχή ευρυζωνικής πρόσβασης είναι ακόμη περιορισμένος, αλλά θα ενισχυθεί περισσότερο με την εφαρμογή του νέου κανονιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες (βλ. τμήμα 2.2.1 στη συνέχεια). Η γενίκευση της διαθεσιμότητας της ευρυζωνικής πρόσβασης αποτελεί επίσης έναν από τους κύριους στόχους του προγράμματος δράσης eEurope 2005, το οποίο στοχεύει να καταστεί η ευρυζωνική σύνδεση η κύρια υποδομή για την πραγμάτωση της οικονομίας που θα βασίζεται στη γνώση έως το 2010.

2.1.3 Ταχέα ερευνητικά δίκτυα

Το πρόγραμμα eEurope ασχολήθηκε με μια ιδιαίτερη πτυχή της ευρυζωνικής τεχνολογίας με τη δημιουργία κορμού υψηλής ταχύτητας για πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα. Η Επιτροπή συγχρηματοδότησε τις εργασίες 27 εθνικών ερευνητικών και εκπαιδευτικών δικτύων, συμπεριλαμβανομένων όλων των υποψηφίων χωρών, με στόχο την αναβάθμιση του δικτύου διασύνδεσής τους. Το Δεκέμβριο του 2001, το δίκτυο GEANT είχε αποκτήσει μέγιστη ταχύτητα 10 Gigabit/s και ολική χωρητικότητα μετάδοσης μεγαλύτερη των 130 Gb/s, μεταβιβάζοντας ποσότητα δεδομένων μεγαλύτερη του 1 Petabyte ανά μήνα στα τέλη του 2002.

Το GEANT αποτελεί πλέον το ταχύτερο ερευνητικό δίκτυο κορμού παγκοσμίως και παρέχει την ευρύτερη γεωγραφική κάλυψη (32 χώρες). Το 2002, το GEANT διεύρυνε τη σύνδεσή του με άλλες περιοχές του κόσμου (π.χ. Βόρειο Αμερική και Ασία-Ειρηνικό) και είναι στη διαδικασία εδραίωσης σταθερής σύνδεσης με την περιοχή της Μεσογείου και της Λατινικής Αμερικής. Συνεπώς επιτρέπει στους ευρωπαίους ερευνητές να συνεργάζονται με τους συναδέλφους τους σε όλον τον κόσμο.

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Το GEANT είναι ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο υποδομής για τη συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας. Ένας από τους σημαντικούς στόχους της στρατηγικής της Λισσαβώνας στην κατεύθυνση της δημιουργίας της πλέον δυναμικής παγκοσμίως οικονομίας της γνώσης επιτεύχθηκε με τη διασύνδεση υψηλής ταχύτητας περισσότερων από 3.100 ερευνητικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Το GEANT δημιούργησε τη βάση για την εμφάνιση της ευρωπαϊκής υποδομής πλέγματος [9] και επέτρεψε τη δρομολόγηση των πρώτων σημαντικών εστιασμένων στο πλέγμα έργων Ε&ΤΑ, σημαντικότερο των οποίων είναι το έργο DataGrid καθοδηγούμενο από το CERN.

[9] Το Grid μπορεί να οριστεί ως η υποδομή επίλυσης των επιστημονικών προβλημάτων του 21ου αιώνα. Πρόκειται για ένα ετερογενές σύνολο προηγμένων δικτύων, υπολογιστών, συστημάτων αποθήκευσης και επιστημονικών μέσων που συλλογικά αλληλεπιδρούν και διαχειρίζονται πληροφορίες οι οποίες χρησιμοποιούνται από την ερευνητική κοινότητα (βιομηχανικές εφαρμογές βρίσκονται ήδη υπό ανάπτυξη). http://eu-datagrid.web.cern.ch/ eu-datagrid/

Αυτή η αξιοσημείωτη αύξηση της ευρωπαϊκής χωρητικότητας κορμού έδωσε τη δυνατότητα στα εθνικά ερευνητικά δίκτυα να μεγεθύνουν σημαντικά και τις εθνικές τους ταχύτητες κορμού. Αυτό φαίνεται στο γράφημα 3 που δίνει εθνικές χωρητικότητες κορμού πριν (Ιούνιος 2001) και μετά (Ιούνιος 2002) την εισαγωγή του GEANT.

Το πρόγραμμα δράσης eEurope στοχεύει στη διασύνδεση των ερευνητικών δικτύων υψηλής ταχύτητας, όχι μόνο με τα πανεπιστήμια, αλλά και με τα σχολεία. Πράγματι όλα τα πανεπιστήμια και τα περισσότερα ιδρύματα ανώτερης εκπαίδευσης και συνεχούς επιμόρφωσης διαθέτουν μόνιμη σύνδεση, ενίοτε με καινοτόμες λύσεις (όπως ασύρματα δίκτυα πανεπιστημιούπολης). Απαιτούνται συνεπώς περισσότερες προσπάθειες για την περαιτέρω αναβάθμιση των εθνικών δικτύων και τη διασύνδεση άλλων εκπαιδευτικών εγκαταστάσεων με τα δίκτυα αυτά (π.χ. σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, βιβλιοθήκες, κ.λπ.).

2.2 Νομοθετικές πράξεις

2.2.1 Το νέο νομοθετικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες

Εστιάζοντας στη σύνδεση, το πρόγραμμα δράσης eEurope 2002 προέβαλε την αναγκαιότητα να μειωθούν οι τιμές προκειμένου να επιταχυνθεί η σύνδεση στο Ίντερνετ, και προσδιόρισε το νέο κανονιστικό πλαίσιο ως το κύριο εργαλείο για να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός και να καταστούν οι τιμές ανταγωνιστικές. Το eEurope 2002 ζήτησε να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για να εξασφαλιστεί η όσο το δυνατόν ταχύτερη υιοθέτηση του πλαισίου και «για την εισαγωγή μεγαλύτερου ανταγωνισμού στα δίκτυα τοπικής πρόσβασης και για την αποδεσμοποίηση του τοπικού βρόχου».

Τον Ιούλιο 2000, η Επιτροπή υπέβαλε δέσμη μέτρων για ένα νέο κανονιστικό πλαίσιο το οποίο θα εφαρμόζεται στα δίκτυα και τις υπηρεσίες των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Η δέσμη αποτελείται από πέντε οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 95, μία οδηγία της Επιτροπής η οποία πρέπει να εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 86 και μία απόφαση της Επιτροπής για ένα κανονιστικό πλαίσιο για το ραδιοφάσμα.

Τα κείμενα που συναποτελούν το κανονιστικό πλαίσιο είναι τα εξής:

- την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, («οδηγία-πλαίσιο») [10]

[10] ΕΕ L 108, σ.33 της 24.4.2002

- την οδηγία 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, («οδηγία αδειοδότησης») [11]

[11] ΕΕ L 108, σ.21 της 24.4.2002

- την οδηγία 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους («οδηγία πρόσβασης») [12]

[12] ΕΕ L 108, σ.7 της 24.4.2002

- την οδηγία 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, («οδηγία για την καθολική υπηρεσία») [13].και

[13] ΕΕ L 108, σ.51 της 24.4.2002

- οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών («οδηγία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων») [14]. Αυτή η οδηγία βρίσκεται στο στάδιο της «δεύτερης ανάγνωσης» στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

[14] ΕΕ L 201, σ.37 της 31.7.2002

- Οδηγία 2002/77/ΕΚ σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, [15] η οποία κωδικοποιεί τις ισχύουσες οδηγίες για την απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών

[15] ΕΕ L 249, σ.21 της 17.9.2002

- Απόφαση για το ραδιοφάσμα 676/2002/ΕΚ, η οποία θεσπίζει το νομικό πλαίσιο για την εναρμόνιση της χρήσης του ραδιοφάσματος [16]

[16] ΕΕ L 108, σ.1 της 24.4.2002

Επιπλέον, η Επιτροπή πρότεινε κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2887/2000) σχετικά με την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο ο οποίος εγκρίθηκε τον Δεκέμβριο 2000 και άρχισε να ισχύει στις 2 Ιανουαρίου 2001. Ωστόσο, η ουσιαστική εφαρμογή παρουσιάζει διαφορές και η πρόοδος είναι αργή.

Τα κράτη μέλη αναμένεται να μεταφέρουν την νομοθεσία έως τις 25 Ιουλίου 2003. Το νέο πλαίσιο θα θεσπιστεί επίσης από όλες εκείνες τις χώρες που θα ενταχθούν στην ΕΕ κατά τα επόμενα έτη.

Το νέο κανονιστικό πλαίσιο αποβλέπει στην περαιτέρω ενίσχυση του ανταγωνισμού στην αγορά ώστε να μειωθούν οι τιμές, να τονωθεί η καινοτομία και εξασφαλιστούν περισσότερες επιλογές στους καταναλωτές, δημιουργώντας τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη βελτίωση της ανοδικής τάσης της διείσδυσης του Ίντερνετ υψηλής ταχύτητας.

Η εξέλιξη του κανονιστικού μοντέλου υπήρξε μια έγκαιρη απάντηση στην εμφάνιση καινοτόμων υπηρεσιών που δημιουργήθηκαν με τη σύγκλιση των τεχνολογιών τηλεπικοινωνιών και πληροφοριών, ενώ παρόμοιες υπηρεσίες μπορούν να προσφερθούν από διαφορετικούς τύπους δικτύων. Το νέο κανονιστικό πλαίσιο λαμβάνει υπόψη τη σύγκλιση εγκρίνοντας μια τεχνολογικά ουδέτερη προσέγγιση, εφαρμοζόμενη ομογενώς σε όλες τις υποδομές μετάδοσης, ανεξαρτήτως του τύπου προσφερόμενων υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες περιεχομένου δεν εμπίπτουν στο πεδίο του πλαισίου.

Η βασική ευθύνη για την εφαρμογή του νέου πλαισίου ανήκει στις εθνικές κανονιστικές αρχές των κρατών μελών. Η κανονιστική διαδικασία θα βασιστεί στην ανάλυση του βαθμού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά, και στον προσδιορισμό των φορέων που διαθέτουν σημαντική δύναμη στην αγορά. Όπου η εξέλιξη των αγορών δημιουργεί συμφόρηση, το κανονιστικό πλαίσιο θα επιτρέπει την παρέμβαση για τον καθορισμό υποχρεώσεων πρόσβασης, για την προαγωγή της διαφάνειας και της ισότιμης μεταχείρισης. Υπάρχει επομένως μια λεπτή ισορροπία μεταξύ της προσαρμογής του κανονισμού στις αλλαγές της αγοράς και την παροχή νομικής βεβαιότητας στους φορείς. Περαιτέρω εγγυήσεις στους φορείς καινοτομίας δίνονται μέσω της μη εφαρμογής κανόνων πρόσβασης στις νεοεμφανιζόμενες αγορές.

2.2.2 Ηλεκτρονικό εμπόριο

Το νομικό πλαίσιο βελτιώθηκε με την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς για υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας μέσω της έγκρισης οδηγιών για το ηλεκτρονικό εμπόριο (2000/31/ΕΚ), [17] τις ηλεκτρονικές υπογραφές (1999/93/ΕΚ) [18] και το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα στην κοινωνία της πληροφορίας (2001/29/ΕΚ) [19]. Με τον τρόπο αυτό θα βοηθηθεί η παροχή μεγαλύτερης επιχειρηματικής βεβαιότητας για την διεξαγωγή του ηλεκτρονικού εμπορίου στα εσωτερικά σύνορα της ΕΕ και θα εξασφαλιστεί κατάλληλο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών.

[17] ΕΕ L 178, σ.1 της 17.7.2000

[18] ΕΕ L 13, σ.12 της 19.1.2000

[19] ΕΕ L 167, σ.10 της 22.6.2001

Το πρόγραμμα δράσης eEurope 2002 κάλεσε επίσης την Επιτροπή να προαγάγει πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης: "Η Επιτροπή πρέπει να ενθαρρύνει την αύξηση της ευελιξίας στην κανονιστική ρύθμιση του ηλεκτρονικού εμπορίου, με τόνωση της αυτορρύθμισης, μεταξύ άλλων μέσω συνεργασίας με σχετικές επιχειρηματικές ομάδες, όπως η Global Business Dialogue" και υπογράμμισε επίσης ότι είναι σημαντικό να οικοδομηθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στο ηλεκτρονικό εμπόριο.

Επιδιώκοντας την επίτευξη αυτών των στόχων, η Επιτροπή υποστήριξε ένα ευρύ φάσμα μη νομοθετικών πρωτοβουλιών, για παράδειγμα στο πεδίο της ηλεκτρονικής διευθέτησης των διαφορών και υποστήριξε τις δραστηριότητες του Global Business Dialogue (GBDe). Ιδίως στο πεδίο της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, η Επιτροπή δρομολόγησε την πρωτοβουλία της «ηλεκτρονικής εμπιστοσύνης» για να ενθαρρύνει τον καθορισμό κοινών προτύπων για σήματα εμπιστοσύνης με σκοπό την προαγωγή καλών επιχειρηματικών πρακτικών στις ηλεκτρονικές συναλλαγές και αύξηση της εμπιστοσύνης στο ηλεκτρονικό εμπόριο.

2.3 Ενθάρρυνση της αποτελεσματικής χρήσης του Ίντερνετ

Ενώ η δυνατότητα σύνδεσης παρέχει την «υποδομή» και το νομικό πλαίσιο δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εκμετάλλευσή της, η υιοθέτηση της «νέας τεχνολογίας» έχει το δυναμικό της βελτίωσης του τρόπου με τον οποίο εκτελούνται ορισμένες δραστηριότητες. Οι δυνατότητες δικτύωσης του Ίντερνετ μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο εργαζόμαστε και μαθαίνουμε, τις σχέσεις μας με τη δημόσια διοίκηση, τις υπηρεσίες υγείας που υπάρχουν διαθέσιμες και τον τρόπο ένταξης των ατόμων με ειδικές ανάγκες στην κοινωνία μας. Αυτό το τμήμα χρησιμοποιεί τους δείκτες συγκριτικής αξιολόγησης που συμφωνήθηκαν στο Συμβούλιο Εσωτερικής Αγοράς του Νοεμβρίου 2000 για να αναλυθεί ο τρόπος με τον οποίο το δίκτυο θα χρησιμοποιηθεί ώστε να αναπτυχθεί μια ευρωπαϊκή ψηφιακή οικονομία για όλους.

2.3.1 Το Ίντερνετ στα σχολεία

Προϋπόθεση για να δημιουργήσει η Ευρώπη μια οικονομία της γνώσης είναι να επενδύσει στον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης και να αποκτήσουν τα σχολεία, οι διδάσκοντες και οι φοιτητές εύκολη πρόσβαση σε πληροφορίες υψηλής ποιότητας και πόρους επικοινωνίας. Η πρόοδος που σημειώθηκε κατά τα δύο περασμένα έτη στη σύνδεση των σχολείων και στην παροχή ηλεκτρονικών μέσων στο προσωπικό και τους σπουδαστές υπήρξε παραδειγματική. Οι εξελίξεις στην εκπαίδευση παρακολουθήθηκαν με ετήσιες έρευνες απευθυνόμενες στο διδακτικό προσωπικό και τους διευθυντές των σχολείων και τα κυριότερα ευρήματα έχουν ως εξής:

- Το επίπεδο του εξοπλισμού σε υπολογιστές των σχολείων της ΕΕ είναι υψηλό και συνεχώς αυξάνεται. Κατά μέσο όρο, αντιστοιχούν 10 μαθητές σε μη συνδεδεμένο υπολογιστή ενώ το 2001 αντιστοιχούσαν 12. Ο αριθμός μαθητών ανά υπολογιστή σε απευθείας σύνδεση ελαττώθηκε από 25 σε 17, παρόλο που υπάρχουν μεγάλες διακυμάνσεις αυτών των μέσων όρων στα κράτη μέλη.

- Ο κύριος παράγοντας που επηρεάζει το επίπεδο του ηλεκτρονικού εξοπλισμού εξακολουθεί να είναι το επίπεδο και ο τύπος εκπαίδευσης. Σε επίπεδο ΕΕ, ο αριθμός μαθητών ανά υπολογιστή υπερδιπλασιάζεται μεταξύ επαγγελματικής/τεχνικής και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (από 3 σε 7 μαθητές για υπολογιστές χωρίς σύνδεση και από 4 σε 10 για υπολογιστές με σύνδεση στο Ίντερνετ), και διπλασιάζεται ξανά μεταξύ δευτεροβάθμιας και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (από 7 σε 12 μαθητές για υπολογιστές χωρίς σύνδεση και από 10 σε 25 για υπολογιστές με σύνδεση στο Ίντερνετ).

- Το eEurope είχε ως στόχο τη σύνδεση όλων των σχολείων έως τα τέλη του 2002. Έως τον Φεβρουάριο 2002, 93% των σχολείων είχαν ήδη συνδεθεί. Ωστόσο, οι συνδέσεις δεν είναι πάντοτε διαθέσιμες στην τάξη, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να χρησιμοποιούν οι καθηγητές το Ίντερνετ για εκπαιδευτικούς σκοπούς.

- Όσον αφορά το εύρος ζώνης, οι στενοζωνικές συνδέσεις κυριαρχούν, αλλά οι ευρυζωνικές αυξήθηκαν σημαντικά. Αυτό το στοιχείο συνδέεται με την ανάπτυξη των ADSL, η χρήση των οποίων στα σχολεία τετραπλασιάστηκε από 5% σε 19%, ενώ οι καλωδιακές συνδέσεις με διαποδιαμορφωτή παρέμειναν σταθερές στο 6%. Οι ευρυζωνικές συνδέσεις είναι πιο διαδεδομένες στις αστικές περιοχές και είναι επίσης πιο ευρέως διαδεδομένες στην επαγγελματική/τεχνική και δευτεροβάθμια εκπαίδευση απ'ότι στα δημοτικά σχολεία.

- Περισσότεροι από τους μισούς δασκάλους της ΕΕ έχουν επισήμως εκπαιδευτεί στη χρήση των υπολογιστών και τέσσερις στους δέκα ξέρουν να χρησιμοποιούν το Ίντερνετ. Περισσότεροι από εννιά στους δέκα δασκάλους χρησιμοποιούν υπολογιστή στο σπίτι και σχεδόν οκτώ στους δέκα έχουν σύνδεση με το Ίντερνετ στο σπίτι. Επιπλέον, σχεδόν εννέα στους δέκα διδάσκοντες είναι πεπεισμένοι ότι το Ίντερνετ έχει ήδη αλλάξει ή πρόκειται σύντομα να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο διδάσκουν.

Στα σχολεία δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην ποιότητα των ηλεκτρονικών μαθησιακών προϊόντων και υπηρεσιών και στο παιδαγωγικό πλαίσιο της χρήσης τους. Το ενδιαφέρον υπερβαίνει τα ζητήματα σύνδεσης και υποδομής και περνάει στα ζητήματα που συνδέονται με το περιεχόμενο, την εκπαίδευση των διδασκόντων και τις επιπτώσεις στην οργανωτική δομή, συμπεριλαμβανόμενων των νέων κοινωνικών επιπτώσεων εντός και πέραν των σχολείων.

2.3.2 Η εργασία στην οικονομία της γνώσης

Οι στόχοι που έθεσε το eEurope 2002 όσον αφορά τον τρόπο εργασίας στην οικονομία της γνώσης αφορούν τις δεξιότητες, την εκπαίδευση, την ευελιξία στο χώρο εργασίας και την προαγωγή κέντρων κατάρτισης και δημόσιων σημείων πρόσβασης στο Ίντερνετ ώστε να δοθεί ευρεία πρόσβαση στη δια βίου εκμάθηση σε όλους τους πολίτες. Η επίτευξη αυτών των στόχων απαιτεί τις συμβολές πολλών παραγόντων από το δημόσιο τομέα, τον ιδιωτικό τομέα και τους κοινωνικούς εταίρους. Για να διευκολύνει τη συνεργασία τους, η Επιτροπή συγκρότησε ομάδα υψηλού επιπέδου, την ESDIS [20], για να παρακολουθεί και να στηρίζει όλες τις δραστηριότητες και να προωθεί την ανταλλαγή καλών πρακτικών.

[20] Employment and Social Dimension of the Information Society - http://europa.eu.int/comm/ employment_social/knowledge_society/esdis_en.htm

Σε σχέση με τις γνώσεις που διαθέτουν οι εργαζόμενοι για τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, το ποσοστό εργαζομένων που εκπαιδεύεται στη χρήση υπολογιστών αυξήθηκε από 23% σε 29% μεταξύ 2000 και 2001 αλλά αυτή η αύξηση δεν συνεχίστηκε το 2002. Η ανάγκη για μεγαλύτερη κατάρτιση στους υπολογιστές υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι, σε όλα τα κράτη μέλη, η αναλογία του εργαζόμενου πληθυσμού που χρησιμοποιεί υπολογιστές στην εργασία του ήταν πολύ υψηλότερη από το ποσοστό αυτών που εκπαιδεύτηκαν [21].

[21] Βλέπε Strategies for jobs in the Information Society, SEC(2001) 222 and Information Society jobs - quality for change . SEC(2002) 372 στην ιστοθέση http://europa.eu.int/comm/ employment_social/knowledge_society/index_en.htm

Για να προαχθεί ευρύτερα η κατάρτιση, η ESDIS εξέδωσε σύσταση [22] τον Νοέμβριο 2001 για την Ευρωπαϊκή άδεια χειριστή υπολογιστή (ECDL) η οποία θα πρέπει να γίνει αποδεκτή ως πανευρωπαϊκό σύστημα διαπίστευσης βασικών δεξιοτήτων στις τεχνολογίες πληροφοριών, χωρίς να αντιβαίνει προς τυχόν υφιστάμενα αντίστοιχα εθνικά συστήματα.

[22] http://europa.eu.int/comm/ employment_social/knowledge_society/it_skills_en.pdf

Στο θέμα της μεγαλύτερης ευελιξίας στο χώρο εργασίας, σημαντικό επίτευγμα υπήρξε η κοινή συμφωνία με τις κοινωνικούς εταίρους σχετικά με την τηλεργασία [23], η οποία υπογράφηκε τον Ιούλιο 2002 και η οποία ακολουθεί τις συμφωνίες του 2001 στον κλάδο του εμπορίου και των τηλεπικοινωνιών [24]. Το ποσοστό του εργατικού δυναμικού που τηλεργάζεται (τακτικά ή περιστασιακά) αυξήθηκε από 5,6% το 2000 σε 8,2% το 2002 [25].

[23] http://europa.eu.int/comm/ employment_social/news/2002/jul/145_en.html

[24] http://europa.eu.int/comm/ employment_social/knowledge_society/tw_commerce.pdf ; http://europa.eu.int/comm/ employment_social/knowledge_society/tw_telecoms.pdf .

[25] Πηγή: Ευρωβαρόμετρο του Νοεμβρίου 2000, Οκτώβριος 2002.

Τα δημόσια σημεία πρόσβασης στο Ίντερνετ (PIAPs) αποτελούν σημαντικό εργαλείο όχι μόνο για την πρόσβαση στο δίκτυο αλλά και για την εκπαίδευση και την εργασία με τα ηλεκτρονικά μέσα. Υπήρξε σημαντική πρόοδος στην ίδρυση αυτών των κέντρων, τα οποία χρησιμοποιούνται από το 8% περίπου των ευρωπαίων πολιτών.

2.3.3 Συμμετοχή για όλους στην οικονομία της γνώσης

Το πρόγραμμα δράσης eEurope 2002 είχε ως υπότιτλο «η Κοινωνία της πληροφορίας για όλους» και αποσκοπούσε στην υλοποίηση μιας κοινωνίας της πληροφορίας για όλους (eInclusion). Με το ζήτημα αυτό ασχολείται τώρα και η ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και η διαδικασία κοινωνικής ένταξης, βάσει έκθεσης [26] η οποία στηρίχθηκε από το ESDIS. Λεπτομερής παρουσίαση των επιτευγμάτων στο πεδίο της προσβασιμότητας στα ηλεκτρονικά μέσα (e-Accessibility) γίνεται στο έγγραφο εργασίας «Delivering e-Accessibility - Improving disabled people's access to the Knowledge Based Society» [27] (για τη βελτίωση της πρόσβασης των ατόμων με ειδικές ανάγκες στην κοινωνία της γνώσης) και στις εκθέσεις για κάθε μία από τις δράσεις του προγράμματος δράσης, η οποία συνοψίζει τα κύρια επιτεύγματα, τα εναπομένοντα ζητήματα και τις προτεινόμενες λύσεις. [28] Αυτά συνοψίζονται ως εξής:

[26] SEC(2001) 1428. http://europa.eu.int/comm/ employment_social/knowledge_society/eincl_en.pdf Η έκθεση προσδιόρισε τα χάσματα στη χρήση του Ίντερνετ, τις απαιλές και τις ευκαιρίες όσον αφορά την κοινωνική συνοχή, και παρουσίασε πολιτικές και βέλτιστες πρακτικές, ανοίγοντας το δρόμο για το ψήφισμα 2001/C 292/02 του Συμβουλίου.

[27] SEC(2002) 1039 - http://europa.eu.int/comm/ employment_social/knowledge_society/eacc_en.pdf

[28] http://europa.eu.int/information_society/ topics/citizens/accessibility/index_en.htm.

(α) Έγκριση των κατευθύνσεων για την πρωτοβουλία που αφορά την προσβασιμότητα στο δίκτυο (WAI) για τους δημόσιους δικτυακούς τόπους, όπως προτείνεται από την Επιτροπή [29] και στηρίζεται ευρέως από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο [30].

[29] COM(2001) 529 τελικό, eEurope 2002: προσβασιμότητα στις δημόσιες ιστοθέσεις και στο περιεχόμενό τους

[30] Ψηφίσματα CR 7087/02 της 20ης Μαρτίου 2002 και EPR P5_TA(2002)0325 της 13ης Ιουνίου 2002.

(β) Ανασκόπηση της νομοθεσίας και των προτύπων για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τις αρχές για την προσβασιμότητα. Η έκθεση συνιστά την παρακολούθηση της προόδου της κατάστασης στην Ευρώπη μέσω της ανάπτυξης σχετικών δεικτών.

(γ) Το Δίκτυο των κέντρων αριστείας στο σχεδιασμό για όλους, το EdeAN, δρομολογήθηκε τον Ιούλιο 2002 και τώρα απαρτίζεται από εκατό περίπου μέλη.

(δ) Δημοσίευση των προτύπων «Design for all» (σχεδιασμός για όλους) για την προσβασιμότητα των προϊόντων της τεχνολογίας των πληροφοριών, ιδίως προκειμένου να βελτιωθεί η δυνατότητα απασχόλησης και η κοινωνική ένταξη των ατόμων με ειδικές ανάγκες.

Στο πλαίσιο του eEurope 2002 εξετάζεται ετησίως ένα κοινό πρόγραμμα τυποποίησης το οποίο επιτρέπει την εφαρμογή των κύριων προτεραιοτήτων και δραστηριοτήτων σε αυτόν τον τομέα.

2.3.4 Επιτάχυνση του ηλεκτρονικού εμπορίου

Η ζήτηση των καταναλωτών για προϊόντα και υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου (business-to-consumers ή B2C) εξακολουθεί να αυξάνεται, έστω και βραδύτερα από τη ζήτηση των επιχειρήσεων (business-to-business ή B2B). Τον Οκτώβριο του 2000, ποσοστό 18,5% των χρηστών Ίντερνετ από την ΕΕ πραγματοποίησαν ηλεκτρονικές αγορές «συχνά» ή «περιστασιακά». Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σε 23% τον Νοέμβριο 2002. Το μεγαλύτερο ποσοστό χρηστών του Ίντερνετ που πραγματοποιούν ηλεκτρονικές αγορές απαντάται στο Ηνωμένο Βασίλειο και τα μόνα άλλα κράτη μέλη όπου περισσότεροι από ένας στους τέσσερις χρήστες του Ίντερνετ πραγματοποιούν ηλεκτρονικές αγορές είναι η Γερμανία και το Λουξεμβούργο (γράφημα 4).

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Με το ηλεκτρονικό εμπόριο μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών (B2C) πραγματοποιείται μόνο το 1% των συνολικών πωλήσεων λιανικής και οι διασυνοριακές συναλλαγές αυτού του είδους εντός της ΕΕ αποτελούν μικρό μόνο τμήμα των συνολικών δραστηριοτήτων ηλεκτρονικού εμπορίου. Ο κύριος όγκος του ηλεκτρονικού εμπορίου αφορά συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων (B2B), οι οποίες καλύπτουν περισσότερο από δύο τρίτα της συνολικής αξίας των συναλλαγών ηλεκτρονικού εμπορίου.

Σύμφωνα με έρευνα του e-Business W@tch (διενεργήθηκε στα μέσα 2002), είναι πολύ περισσότερες οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που αγοράζουν ηλεκτρονικά από αυτές που πουλούν ηλεκτρονικά. Σε ορισμένους κλάδους (υπηρεσίες ICT, επιχειρηματικές υπηρεσίες, ηλεκτρονικά, έκδοση και εκτύπωση), ποσοστό μεγαλύτερο του 45% των επιχειρήσεων αγοράζουν ηλεκτρονικά. Συγκριτικά, ελαφρώς περισσότερες από 1 στις 10 επιχειρήσεις πουλούν ηλεκτρονικά και αυτό το ποσοστό έχει μειωθεί μεταξύ 2001 και 2002 σε ορισμένα κράτη μέλη σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat.

Υπάρχουν επίσης διαφορές μεταξύ των μεγαλύτερων και των μικρότερων επιχειρήσεων όσον αφορά την ποιότητα της πρόσβασης στο Ίντερνετ. Περισσότερες από μία στις τέσσερις μικρές επιχειρήσεις συνδέονται ακόμη στο Ίντερνετ με αναλογικό διαποδιαμορφωτή. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις είναι καλύτερα εξοπλισμένες με σταθερές συνδέσεις δικτύου και περισσότερες από μισές από αυτές έχουν πρόσβαση στο δίκτυο με περισσότερα από 2 Mbps (σύμφωνα με τα στοιχεία του e-Business W@tch). Αυτές οι σημαντικές διαφορές παρατηρήθηκαν όχι μόνο μεταξύ επιχειρήσεων από διαφορετικά κράτη μέλη ή με διαφορετικό μέγεθος αλλά και μεταξύ επιχειρήσεων διαφορετικών κλάδων.

Η σταθερά αυξανόμενη ενσωμάτωση των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών στις επιχειρηματικές διαδικασίες είναι δυνατόν να έχει σημαντική επίπτωση στο σύνολο της οικονομίας, όσον αφορά την αποδοτικότητα που αναμένεται να υλοποιηθεί με κέρδος παραγωγικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται ήδη προς το ηλεκτρονικό επιχειρείν ως ευρύτερη έννοια που συμπεριλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες ηλεκτρονικού εμπορίου αλλά και την εκτέλεση των εσωτερικών διαδικασιών των επιχειρήσεων με ηλεκτρονικά μέσα.

Οι ΜΜΕ βραδυπορούν ακόμη σε σχέση με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στην ενσωμάτωση των τεχνολογιών του ηλεκτρονικού επιχειρείν στις συνήθεις επιχειρηματικές πρακτικές για να υπάρξει πλήρης εκμετάλλευση του δυναμικού τους. Όλα τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να βοηθήσουν την είσοδο των ΜΜE στην ψηφιακή εποχή. Η πρωτοβουλία της ΕΕ για συγκριτική αξιολόγηση των εθνικών και περιφερειακών πολιτικών στήριξης του ηλεκτρονικού επιχειρείν για τις ΜΜΕ, προσδιόρισε περίπου 180 πρωτοβουλίες που λαμβάνουν δημόσια χρηματοδότηση και υπέδειξε 19 παραδείγματα καλών πολιτικών υποστήριξης της ηλεκτρονικής επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η συγκριτική αυτή αξιολόγηση έδειξε ότι μπορούν να αντληθούν μεγαλύτερα κέρδη παραγωγικότητας από τις εθνικές και περιφερειακές πρωτοβουλίες δικτύωσης, τον μερισμό των πληροφοριών και της εμπειρίας και την ανταλλαγή πείρας. Τα στοιχεία αυτά έχουν συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα δράσης eEurope 2005.

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

2.3.5 Ασφαλέστερο Ίντερνετ

Η ασφάλεια έχει καταστεί παντού μείζον μέλημα για υπολογιστές και δίκτυα επικοινωνιών. Κατά το σύντομο χρονικό διάστημα από την έναρξη του eEurope παρατηρήθηκε αισθητή αύξηση των απειλών και των συμβάντων στο πεδίο της ασφάλειας. Ιδιαίτερα επιθέσεις από ιούς κατέστησαν πολύ συνηθισμένες, όπως φαίνεται στο γράφημα.

Πρόκειται να ληφθούν μέτρα σε ορισμένους τομείς για τη βελτίωση της προστασίας από απειλές κατά της ασφάλειας. Θεσπίστηκε οδηγία για τις ηλεκτρονικές υπογραφές [31], παραμένει όμως περιορισμένη η χρήση αυτής της μορφής επαλήθευσης της ταυτότητας. Αργοπορεί και η εγκατάσταση ασφαλέστερου πρωτοκόλλου του Ίντερνετ. Στο πλαίσιο της eEurope δόθηκε το έναυσμα για μια σημαντική πρωτοβουλία για τις έξυπνες κάρτες καθοδηγούμενη από τη βιομηχανία, η οποία υποστηρίχθηκε με ερευνητική χρηματοδότηση ύψους 100 εκατ. EUR. Αυτή η πρωτοβουλία πέτυχε τον στόχο της για θέσπιση μιας χάρτας για τις έξυπνες κάρτες η οποία δρομολογήθηκε κατά τη δανική προεδρία τον Δεκέμβριο 2002 [32].

[31] Οδηγία 99/93/ΕΚ, έναρξη ισχύος 19.7.2001

[32] Open Smart Card Infrastructure for Europe (προηγουμένως γνωστή ως "Common Specification") http://www.eeurope-smartcards.org)

Οι εργασίες που άρχισαν στο πλαίσιο της eEurope σχετικά με την ασφάλεια έχουν πλέον αναπτυχθεί σε εκτεταμένο εγχείρημα όσον αφορά την ασφάλεια δικτύων και πληροφοριών. Με βάση ανακοίνωση της Επιτροπής [33] και ψήφισμα του Συμβουλίου, [34] η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα λάβουν κατά το 2002 σειρά μέτρων τα οποία αφορούν ευαισθητοποίηση, τεχνολογική υποστήριξη, κανονιστική ρύθμιση, διεθνή συντονισμό. Προβλέπεται η σύσταση οργανισμού για την ασφάλεια των δικτύων και των πληροφοριών ο οποίος θα επιτρέψει στην Ευρωπαϊκή Ένωση να ανταποκριθεί πιο αποτελεσματικά στις αυριανές προκλήσεις στον τομέα της ασφάλειας.

[33] COM(2001) 289 της 6ης Ιουνίου 2001.

[34] 14378/01 της 6ης Δεκεμβρίου 2001.

2.3.6 Ηλεκτρονική διακυβέρνηση

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Ο στόχος του eEurope 2002 ήταν να διατίθενται όλες οι βασικές δημόσιες υπηρεσίες σε ηλεκτρονική σύνδεση έως τα τέλη του 2002. Ο ορισμός των 20 βασικών υπηρεσιών συμφωνήθηκε στο Συμβούλιο και χρησιμοποιήθηκε ως βάση για έρευνες για παροχή ηλεκτρονικών υπηρεσιών από 10.000 εθνικούς, περιφερειακούς και τοπικούς παρόχους υπηρεσιών. Τον Οκτώβριο 2002, διαπιστώθηκε ότι όλα τα κράτη μέλη προσφέρουν, τουλάχιστον εν μέρει, και τις 20 βασικές υπηρεσίες ηλεκτρονικά. Οι κεντρικές διοικήσεις προσφέρουν υπηρεσίες σε απευθείας σύνδεση και για να επιτευχθεί πλήρως ο στόχος που έθεσε το eEurope θα πρέπει και οι λίγοι τοπικοί φορείς που δεν είναι συνδεδεμένοι να αναπτύξουν τις ψηφιακές υπηρεσίες τους.

Μια πιο λεπτομερής ανάλυση του βαθμού διαλειτουργικότητας της παροχής υπηρεσιών έδειξε ότι σημειώθηκε ταχεία πρόοδος. Το γράφημα 6 δείχνει τη σχετική θέση των κρατών μελών και την πρόοδο προς πλήρως διαλειτουργική παροχή υπηρεσιών. Μετρούμενη η διαλειτουργικότητα ως ποσοστό (όπου το 25% = μόνο πληροφορίες. 50%=πληροφορίες συν μονόδρομη επικοινωνία π.χ. έντυπα που τηλεφορτώνονται. 75% = αμφίδρομη επικοινωνία και 100%= πλήρως ηλεκτρονικός χειρισμός), ο μέσος όρος της για όλες τις υπηρεσίες σε όλα τα κράτη μέλη αυξήθηκε από 45% σε 60%. Τέσσερα κράτη μέλη έχουν μέση επίδοση άνω του 75%, δηλαδή μια υπηρεσία μπορεί να ζητηθεί με πλήρως ηλεκτρονικό τρόπο και άλλες 8 έχουν μέση επίδοση άνω του 50%, δηλαδή προσφέρουν ηλεκτρονικά πληροφορίες και τα έντυπα αιτήσεων μπορούν να τηλεφορτωθούν.

2.3.7 Ηλεκτρονικές υπηρεσίες υγείας

Οι κύριοι στόχοι του κεφαλαίου «Υγεία σε απευθείας σύνδεση» ήταν οι εξής δύο:

* να ενθαρρυνθούν τα κράτη μέλη να θέσουν στόχους για τη χρήση τεχνολογιών των πληροφοριών στον τομέα της φροντίδας για την υγεία. και,

*

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

να αναπτυχθεί βάση για τη στήριξη των πολιτών στον προσδιορισμό πληροφοριών υψηλής ποιότητας σε θέματα φροντίδας της υγείας στο Ίντερνετ.

Από τότε που δρομολογήθηκε το eEurope, υπήρξε σημαντική πρόοδος στην παροχή υπηρεσιών υγείας μέσω ηλεκτρονικής σύνδεσης. Όλα τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει λεπτομερή σχέδια εφαρμογής της τεχνολογίας των πληροφοριών στην παροχή υπηρεσιών ιατρικής φροντίδας. Επίσης, έρευνες του Ευρωβαρόμετρου έδειξαν σταθερή αύξηση των γενικών ιατρών που είχαν σύνδεση με το Ίντερνετ. Η έρευνα του 2002 έδειξε ότι, κατά μέσο όρο, ποσοστό 78% των γενικών ιατρών της ΕΕ ήταν συνδεδεμένοι στο Ίντερνετ, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Σκανδιναβικές χώρες ήταν συνδεδεμένο σχεδόν το 100% αυτών.

Η χρήση του Ίντερνετ για παροχή ιατρικής φροντίδας αυξάνεται επίσης. Κατά μέσο όρο, 48% των ιατρών χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά ιατρικά αρχεία και 46% χρησιμοποιούν το Ίντερνετ για να διαβιβάζουν στοιχεία των ασθενών τους σε άλλο ιατρικό προσωπικό προκειμένου να υπάρχει συνέχεια στις φροντίδες υγείας. Ωστόσο, μια πλήρως διαλειτουργική χρήση του Ίντερνετ για την παροχή φροντίδας σε ασθενείς με μέσα όπως, για παράδειγμα, η παροχή ιατρικών συμβουλών μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (12%) ή το κλείσιμο ραντεβού από τους ασθενείς απευθείας μέσω ηλεκτρονικής σύνδεσης με τον υπολογιστή του ιατρού (2%) φαίνεται ότι είναι σε αρχικό ακόμη στάδιο.

Η πρωτοβουλία για στήριξη ώστε οι πληροφορίες που λαμβάνουν οι πολίτες σε θέματα υγείας να είναι καλής ποιότητας βασίστηκε στη διαπίστωση ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες είναι μανιώδεις καταναλωτές πληροφοριών που αφορούν την υγεία μέσω του Ίντερνετ. Αναλόγως, το πρόγραμμα δράσης του eEurope 2002 πρότεινε την ανάπτυξη μια βασικής δέσμης κριτηρίων για την ποιότητα των δικτυακών τόπων που αφορούν θέματα υγείας. Η ανακοίνωση «Ποιοτικά κριτήρια για τους ιστοτόπους που αφορούν την υγεία» [35], εγκρίθηκε μετά από διαβούλευση με εκπροσώπους της κυβέρνησης, της βιομηχανίας και των ΜΚΟ καθώς και δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση.

[35] COM(2002) 667.

Η ανακοίνωση προβάλλει έξη κριτήρια ποιότητας: διαφάνεια και τιμιότητα, υποχρέωση αναφοράς των πηγών, προστασία των προσωπικών στοιχείων και της ιδιωτικής ζωής, ενημέρωση των πληροφοριών, υπευθυνότητα και προσβασιμότητα. Υπογραμμίζει την ανάγκη προσαρμογής των κριτηρίων αυτών στο εκάστοτε κοινό στο οποίο απευθύνονται και περιγράφει τους τρόπους εφαρμογής των ποιοτικών κριτηρίων σχετικά με τους κώδικες δεοντολογίας, την εκούσια προσχώρηση σε έναν κώδικα δεοντολογίας ή σήμα ποιότητας, τα εργαλεία καθοδήγησης των χρηστών, τα εργαλεία επιλογής των πληροφοριών και τα συστήματα ποιότητας και έγκρισης από τρίτους οργανισμούς. Η ανακοίνωση καλεί τα κράτη μέλη και τις εθνικές και περιφερειακές αρχές υγείας να εφαρμόσουν τα κριτήρια ποιότητας, να αναπτύξουν ενημερωτικές εκστρατείες, να εντοπίσουν τις διαθέσιμες πληροφορίες και να ανταλλάξουν πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των προτύπων ποιότητας. Αναφέρει επίσης ότι θα εξεταστούν οι δυνατότητες δημιουργίας συστήματος αναγνωρίσιμων κοινοτικών σφραγίδων έγκρισης για δικτυακούς τόπους του Ίντερνετ ως τμήμα της εφαρμογής του προγράμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δημόσια υγεία.

3. Συμπεράσματα

Η παρούσα αξιολόγηση έδειξε ότι το eEurope 2002 επέτυχε τους κύριους στόχους του και ότι αυτοί αντιπροσωπεύουν σημαντικά βήματα προς την οικονομία της γνώσης η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της στρατηγικής της Λισσαβώνας.

Καθώς οι τιμές πρόσβασης μειώθηκαν, ο αριθμός νοικοκυριών που είναι συνδεδεμένα στο Ίντερνετ στην Ευρώπη αυξήθηκε φθάνοντας σε ποσοστό μεγαλύτερο του 40%. Ποσοστό μεγαλύτερο του 90% των σχολείων και του 90% των επιχειρήσεων είναι σήμερα συνδεδεμένα. Με το Gιant, η Ευρώπη διαθέτει σήμερα το ταχύτερο στον κόσμο ερευνητικό δίκτυο κορμού το οποίο συνδέει σχεδόν όλα τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα και αντιπροσωπεύει ένα πεδίο δοκιμής για τις μελλοντικές τεχνολογίες Ίντερνετ. Η ανάπτυξη του ανταγωνισμού είναι πιθανό να ελαττώσει ακόμη περισσότερο τις τιμές, ιδίως για την ευρυζωνική πρόσβαση, να αυξήσει την καινοτομία και να διευρύνει το φάσμα των υπηρεσιών.

Επιπλέον, οι νέες υπηρεσίες και το Ίντερνετ έχουν δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για την κοινωνία ως σύνολο, έχουν βοηθήσει στη δημιουργία ενός συνολικού νομοθετικού πλαισίου για το ηλεκτρονικό εμπόριο και θα τονωθούν περαιτέρω με την επερχόμενη μεταφορά και εφαρμογή του νέου κανονιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Συνεχώς αυξάνεται ο αριθμός και η ποιότητα των υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης που παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα σε όλη την Ευρώπη.

Η ανοδική τάση στη χρήση των τεχνολογιών και υπηρεσιών πληροφοριών και επικοινωνιών (ICT) στην οικονομία και την κοινωνία είναι πολύ ενθαρρυντική. Το σημείο εκκίνησης είναι σήμερα καλύτερο από ποτέ για να αντλήσει η Ευρώπη πλήρως τα οφέλη από τις ψηφιακές τεχνολογίες και το Ίντερνετ όσον αφορά την αύξηση της παραγωγικότητας, την οικονομική αύξηση, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή. Και όμως οι συνθήκες θα έπρεπε να είναι ακόμη καλύτερες, ιδίως όσον αφορά τη χρήση των τεχνολογιών και υπηρεσιών πληροφοριών και επικοινωνιών και του ηλεκτρονικού επιχειρείν από τις ευρωπαϊκές ΜΜΕ. Επομένως, η Ευρώπη οφείλει να συνειδητοποιήσει την αποδοτικότητα που είναι εγγενής στην υιοθέτηση αυτών των τεχνολογιών.

Οι βασικές δημόσιες υπηρεσίες είναι διαθέσιμες ηλεκτρονικά. Τώρα χρειάζονται να αυξηθεί ο διαλογικός χαρακτήρας τους και απαιτείται εσωτερική αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ώστε να επιτευχθεί πλήρης αποδοτικότητα. Τα περισσότερα σχολεία είναι σήμερα συνδεδεμένα. Το επόμενο βήμα είναι να χρησιμοποιηθούν οι υπολογιστές πιο αποτελεσματικά για τη βελτίωση της εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων. Το έργο του ιατρικού προσωπικού σε όλα τα επίπεδα εξαρτάται όλο και περισσότερο από τις πληροφορίες. Η ανάπτυξη δικτύων παροχής πληροφοριών σε θέματα υγείας καθίσταται απαραίτητη υποδομή για την παροχή υπηρεσιών υγείας. Έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος στο θέμα της βελτίωσης της ασφάλειας των υποδομών πληροφοριών τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα αλλά οι απειλές παραμένουν και οι επιπτώσεις των επιθέσεων είναι όλο και πιο δαπανηρές. Είναι απαραίτητο να συνεχιστούν οι εργασίες στο θέμα της ασφάλειας και να συγκροτηθεί ένα κέντρο αρμοδιότητας για την τόνωση του ηλεκτρονικού εμπορίου και της χρήσης του Ίντερνετ γενικότερα. Οι συνδέσεις με το Ίντερνετ έχουν βελτιωθεί σημαντικά, καθώς προφανώς αρχικά ήταν κυρίως στενοζωνικές. Τώρα η Ευρώπη πρέπει να προχωρήσει προς τις ευρυζωνικές συνδέσεις, καθώς προαπαιτούμενο για μια ανταγωνιστική οικονομία της γνώσης είναι να διαθέτει την πλέον προηγμένη υποδομή. Γενικά, η διάδοση της χρήσης των τεχνολογιών επικοινωνιών και πληροφοριών σε ευρύ φάσμα οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων στηριζόμενων από ευρυζωνικά δίκτυα μπορεί να έχει βαθύ και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση της παραγωγικότητας και το eEurope 2002 ξεκίνησε αυτή τη διαδικασία.

Το επόμενο στάδιο στην ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας και της συμβολής της στους στόχους της Λισσαβώνας είναι ήδη υπό εξέλιξη υπό τη μορφή του προγράμματος δράσης eEurope 2005 [36] το οποίο καλύπτει την περίοδο 2003-2005. Οι στόχοι του νέου προγράμματος δράσης εγκρίθηκαν από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων στη Σεβίλλη τον Ιούνιο 2002 και επιτρέπουν ήδη την αποτελεσματική αντιμετώπιση πολλών από τα ζητήματα που προβάλλονται στην παρούσα έκθεση.

[36] Πρόγραμμα δράσης eEurope 2005, COM(2002) 263.

Το νέο πρόγραμμα δράσης εστιάζει σε ένα πιο περιορισμένο αριθμό κεντρικών στόχων η πραγματοποίηση των οποίων μπορεί να επηρεαστεί αισθητά από τη δράση των κυβερνήσεων: εκσυγχρονισμός των δημοσίων υπηρεσιών ώστε να καταστούν πιο παραγωγικές, προσπελάσιμες και δίκαιες, περαιτέρω προώθηση ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την ανάπτυξη ηλεκτρονικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και ασφαλής ευρυζωνική υποδομή πληροφοριών. Κοινή συνιστώσα όλων αυτών των προτεραιοτήτων είναι η ανάγκη να δημιουργηθεί μια κοινωνία της πληροφορίας χωρίς αποκλεισμούς η οποία να απευθύνεται σε όλους του πολίτες της Ευρώπης.

Η διάδοση της χρήσης διαφορετικών εφαρμογών των τεχνολογιών επικοινωνιών και πληροφοριών, περιεχομένου και υπηρεσιών, από το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, αναμένεται να βελτιώσει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της, δημιουργώντας ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τις ιδιωτικές επενδύσεις και συμβάλλοντας oυσιαστικά στην επίτευξη των στόχων που τέθηκαν στη Λισσαβώνα.