52002DC0704

Ανακοίνωση της Επιτροπής - Προς ενίσχυση της διαβούλευσης και του διαλόγου - Γενικές αρχές και ελάχιστες προδιαγραφές για τη διαβούλευση των ενδιαφερομένων μερών από την Επιτροπή /* COM/2002/0704 τελικό */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ - Προς ενίσχυση της διαβούλευσης και του διαλόγου - Γενικές αρχές και ελάχιστες προδιαγραφές για τη διαβούλευση των ενδιαφερομένων μερών από την Επιτροπή

I. Εισαγωγή

Η επικοινωνία μεταξύ των ευρωπαϊκών οργάνων και της κοινωνίας πραγματοποιείται με διάφορους τρόπους:

- κατά πρώτο λόγο, μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του εκλεγμένου οργάνου που αντιπροσωπεύει τους ευρωπαίους πολίτες,

- - μέσω των θεσμοθετημένων συμβουλευτικών οργάνων της ΕΕ (Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και Επιτροπή των Περιφερειών), βάσει του ρόλου τους δυνάμει των Συνθηκών,

- - και μέσω λιγότερο επίσημων άμεσων επαφών με τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Η Επιτροπή, στη Λευκή Βίβλο για την Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση, ανέλαβε να συμβάλει στην ενίσχυση της διαβούλευσης και του διαλόγου στην ΕΕ.

Η Επιτροπή ετοίμασε το παρόν έγγραφο για τη διαβούλευση των ενδιαφερομένων μερών, προκειμένου να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις που ανέλαβε. Το έγγραφο αυτό αποτελεί, παράλληλα άμεση συμβολή στο "Σχέδιο δράσης για την καλύτερη ρύθμιση" και στη νέα προσέγγιση για την αξιολόγηση των επιπτώσεων.

Η ευρεία διαβούλευση δεν αποτελεί νέα πρακτική. Πράγματι η Επιτροπή έχει μακρά παράδοση διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα εκτός των οργάνων μέρη κατά την εκπόνηση των πολιτικών της και έχει ενσωματώσει την εξωτερική διαβούλευση στην επεξεργασία της πολιτικής της σε όλους σχεδόν τους τομείς.

Τα πλεονεκτήματα που παρέχει λοιπόν η ανοικτή αυτή στάση στις συνεισφορές από εξωτερικούς παράγοντες έχουν ήδη αναγνωρισθεί. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν διέθετε μέχρι σήμερα ενιαία προσέγγιση από το σύνολο των υπηρεσιών της όσον αφορά τον τρόπο διεξαγωγής των διαβουλεύσεων αυτών. Η κάθε υπηρεσία διαθέτει τους δικούς της μηχανισμούς και μεθόδους για τις διαβουλεύσεις με τις ομάδες συμφερόντων στον αντίστοιχο τομέα της αρμοδιότητάς της. Ενώ αναμφισβήτητα η πρακτική αυτή οδήγησε σε πολλές περιπτώσεις στην ανάπτυξη καλών σχέσεων μεταξύ της Επιτροπής και των ομάδων συμφερόντων, υπάρχει μια γενική άποψη που συμμερίζονται πολλοί σε επίπεδο Επιτροπής και μεταξύ των διαβουλευόμενων, ότι η διαδικασία πρέπει να χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη συνοχή. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώθηκε και από τις αντιδράσεις των ενδιαφερομένων μερών στη Λευκή Βίβλο για τη Διακυβέρνηση [1].

[1] Τα σχόλια αυτά παρουσιάζονται στην ιστοθέση της Επιτροπής για τη "Διακυβέρνηση" http://europa.eu.int/comm/governance/ index_en.htm

Στο παρόν έγγραφο η Επιτροπή παρουσιάζει ορισμένες γενικές αρχές οι οποίες πρέπει να διέπουν τις σχέσεις της με τα ενδιαφερόμενα μέρη καθώς και δέσμη ελάχιστων προδιαγραφών για τις διαδικασίες διαβούλευσης της Επιτροπής [2].

[2] Για το πεδίο εφαρμογή των γενικών αρχών όσον αφορά τις ελάχιστες προδιαγραφές βλέπε το Μέρος V με τίτλο "Χαρακτήρας και πεδίο εφαρμογής".

Ο γενικός στόχος του εγγράφου αυτού είναι να διασφαλιστεί η δέουσα διαβούλευση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Οι βασικοί στόχοι της προσέγγισης μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως:

* Να ενθαρρύνει τη μεγαλύτερη συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών μέσω μιας πιο διαφανούς διαδικασίας διαβούλευσης η οποία θα ενισχύσει την υποχρέωση που έχει η Επιτροπή να λογοδοτεί.

* Να καθοριστούν γενικές αρχές και προδιαγραφές για τη διαβούλευση που θα επιτρέψουν στην Επιτροπή να οργανώσει ορθολογικά τις διαδικασίες διαβούλευσης και να τις εφαρμόσει με κατάλληλο και συστηματικό τρόπο.

* Να θεσπίσει ένα συνεκτικό πλαίσιο διαβούλευσης που θα είναι αρκετά ευέλικτο ώστε να λαμβάνει υπόψη τις επιμέρους απαιτήσεις όλων των διαφορετικών συμφερόντων καθώς και την ανάγκη εκπόνησης κατάλληλων στρατηγικών διαβούλευσης για κάθε πρόταση πολιτικής.

* Να ευνοήσει την αμοιβαία εκμάθηση και ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών εντός της Επιτροπής.

Οι γενικές αρχές και οι ελάχιστες προδιαγραφές που περιλαμβάνονται στο παρόν έγγραφο, δημοσιεύτηκαν υπό μορφή σχεδίου τον Ιούνιο του 2002, προκειμένου να υποβληθούν σχόλια από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Τα αποτελέσματα της εν λόγω διαδικασίας διαβούλευσης περιγράφονται στο μέρος IV.

II. Συνολική αιτιολόγηση των διαδικασιών διαβούλευσης της Επιτροπής

Διαβούλευση - Μια επωφελής για όλους διαδικασία

Η διαβούλευση αποτελεί μέρος των δραστηριοτήτων όλων των ευρωπαϊκών οργάνων καθόλη τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, από τη φάση της διαμόρφωσης της πολιτικής προκειμένου να υποβληθεί η πρόταση της Επιτροπής, έως την τελική έκδοση μέτρου από το νομοθέτη και την εφαρμογή του. Η διαβούλευση αυτή, ανάλογα με τα θέματα που αντιμετωπίζονται, έχει ως στόχο να δοθεί η δυνατότητα στους αντιπροσώπους των περιφερειακών και τοπικών αρχών, στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, στις επιχειρήσεις και στις ενώσεις επιχειρήσεων, στους ενδιαφερόμενους πολίτες, στους πανεπιστημιακούς κύκλους και στους εμπειρογνώμονες καθώς και στα ενδιαφερόμενα μέρη των τρίτων χωρών, να παράσχουν τη συνεισφορά τους.

Υπάρχουν ήδη θεσμοθετημένα συμβουλευτικά όργανα που έχουν συσταθεί ειδικά για να συνδράμουν την Επιτροπή, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και συγκεκριμένα η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ) και η Επιτροπή των Περιφερειών (ΕτΠ). Η Επιτροπή αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην ενθάρρυνση των εν λόγω οργάνων να αναλάβουν πιο ενεργητικό ρόλο και έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη αυτού του στόχου (βλ. κεφάλαιο III).

Ωστόσο, ο ουσιαστικός ρόλος που διαδραματίζουν τα εν λόγω συμβουλευτικά όργανα δεν αποκλείει τις άμεσες επαφές μεταξύ της Επιτροπής και των ενδιαφερομένων ομάδων. Πράγματι, η ευρεία διαβούλευση είναι μια από τις υποχρεώσεις της Επιτροπής σύμφωνα με τις συνθήκες και συμβάλλει στην υποβολή θεμελιωμένων προτάσεων στη νομοθετική αρχή. Η διαβούλευση αυτή είναι σύμφωνη με το νομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει του οποίου "η Επιτροπή πρέπει [...] να προβαίνει σε ευρείες διαβουλεύσεις πριν προτείνει νομοθεσία και να δημοσιεύει, όπου αυτό επιβάλλεται, έγγραφα διαβουλεύσεων". [3]

[3] Πρωτόκολλο (Αριθ. 7) σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας το οποίο έχει προσαρτισθεί στη συνθήκη του Άμστερνταμ.

Συνεπώς, δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της ευρείας διαβούλευσης και της έννοιας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Εξυπακούεται ωστόσο ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων στην ΕΕ νομιμοποιείται, κατά πρώτο και κύριο λόγο από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους των λαών της Ευρώπης. Όπως επισημαίνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του σχετικά με τη Λευκή Βίβλο για τη Διακυβέρνηση [4]: "Η διαβούλευση με ενεχόμενους κύκλους [...] μπορεί μόνο να συμπληρώνει και όχι να υποκαθιστά τις διαδικασίες και αποφάσεις των νομοθετικών και δημοκρατικά νομιμοποιημένων οργάνων. στη νομοθετική διαδικασία μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις μόνο το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο, ως νομοθέτες [....]". Η κατευθυντήρια γραμμή συνεπώς για την Επιτροπή είναι ότι πρέπει να δίδεται στα ενδιαφερόμενα μέρη το δικαίωμα του λόγου αλλά όχι της ψήφου.

[4] A50399/2001

Αφετέρου, δεν πρέπει να υποτιμάται η πρόκληση της διασφάλισης κατάλληλης και ίσης μεταχείρισης όλων των συμμετεχόντων στις διαδικασίες διαβούλευσης. Η Επιτροπή υπογράμμισε ειδικότερα την πρόθεσή της να "περιορίσει τον κίνδυνο oi λαμβάνοντες τις αποφάσεις να λάβουν υπόψη μια μόνο πτυχή του θέματος ή ορισμένες ομάδες να έχουν προνομιούχο πρόσβαση [...]." [5] Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προσδιορίζονται με σαφή κριτήρια οι ομάδες στόχοι που έχουν σχέση με συγκεκριμένη διαβούλευση.

[5] Λευκή Βίβλος για την Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση

Η Επιτροπή, εκπληρώνοντας την υποχρέωσή της για διαβούλευση, φροντίζει ώστε οι προτάσεις της να είναι τεχνικά βιώσιμες, υλοποιήσιμες και να βασίζονται σε μια προσέγγιση εκ των κάτω προς τα άνω. Με άλλα λόγια, η ορθή διαβούλευση εξυπηρετεί διττό στόχο συμβάλλοντας στην ποιοτική βελτίωση των πολιτικών και ενισχύοντας παράλληλα τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών και του κοινού γενικότερα. Ένα επιπλέον πλεονέκτημα είναι ότι οι χαρακτηριζόμενες από διαφάνεια και συνοχή διαδικασίες διαβούλευσης που εφαρμόζονται από την Επιτροπή: επιτρέπουν όχι μόνο την ευρύτερη συμμετοχή του κοινού αλλά παρέχουν και στο νομοθέτη περισσότερες δυνατότητες να ελέγχει τις δραστηριότητες της Επιτροπής (π.χ. κοινοποιώντας έγγραφα που συνοψίζουν τα αποτελέσματα της διαδικασίας διαβούλευσης).

Ο ειδικός ρόλος της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών

Παρόλο που οι ομάδες-στόχοι των διαβουλεύσεων ποικίλλουν ανάλογα με τις περιστάσεις, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της κοινωνίας πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους.

Στο πλαίσιο αυτό η οργανωμένη κοινωνία των πολιτών διαδραματίζει σημαντικό ρόλο καθόσον διευκολύνει έναν ευρύ πολιτικό διάλογο. Για το λόγο αυτό, η Λευκή Βίβλος για την Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση, τόνισε τη σημασία της συμμετοχής των εν λόγω οργανώσεων στις διαδικασίες διαβούλευσης. Η Επιτροπή ενθαρρύνει ειδικότερα μια συνεκτική προσέγγιση όσον αφορά την εκπροσώπηση της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ο ειδικός ρόλος της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών στις σύγχρονες δημοκρατίες συνδέεται στενά με το θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών να συγκροτούν ενώσεις προκειμένου να επιδιώξουν κοινό στόχο, όπως ορίζεται στο άρθρο 12 του Ευρωπαϊκού Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. [6] Η συμμετοχή σε μια ένωση αποτελεί για τους πολίτες έναν άλλα τρόπο για ενεργό συμμετοχή εκτός εκείνων που υλοποιούνται μέσω των πολιτικών κομμάτων ή των εκλογών.

[6] «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι σε όλα τα επίπεδα, ιδίως στον πολιτικό και στον συνδικαλιστικό τομέα καθώς και στους τομείς που αναφέρονται στον πολίτη (...)».

Λευκή Βίβλος για την Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση

"Η κοινωνία των πολιτών διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην προβολή των ανησυχιών του πολίτη και την παροχή υπηρεσιών που εξυπηρετούν τις ανάγκες του λαού. Η κοινωνία των πολιτών βλέπει όλο και περισσότερο την Ευρώπη σαν το ιδανικό βήμα για την αλλαγή των πολιτικών προσανατολισμών και της κοινωνίας. Πρόκειται για μια ευκαιρία να εμπλακούν πιο ενεργά οι πολίτες στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης και να τους προσφερθεί ένα διαρθρωμένο πλαίσιο για ανάδραση, κριτική και διαμαρτυρία".

Στον τομέα αυτό μπορούν να ανακύψουν προβλήματα από το γεγονός ότι δεν υπάρχει κοινά αποδεκτός - ούτε αναγνωρισμένος νομικά - ορισμός της έννοιας "οργανωμένη κοινωνία των πολιτών". Ο όρος αυτός μπορεί ωστόσο να χρησιμεύσει για να αναφερθεί κανείς σε ένα σύνολο οργανώσεων στις οποίες περιλαμβάνονται: οι παράγοντες της αγοράς εργασίας (συνδικαλιστικές οργανώσεις και ομοσπονδίες εργοδοτών - δηλαδή οι κοινωνικοί εταίροι [7]), ενώσεις που αντιπροσωπεύουν οικονομικούς και κοινωνικούς φορείς οι οποίοι δεν είναι κοινωνικοί εταίροι υπό την στενή έννοια του όρου (για παράδειγμα οι ενώσεις των καταναλωτών), οι ΜΚΟ (μη κυβερνητικές οργανώσεις) οι οποίες ενώνουν τους ανθρώπους γύρω από ένα κοινό σκοπό, όπως οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι φιλανθρωπικές οργανώσεις, οι οργανώσεις στον τομέα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης κλπ, οι οργανώσεις που βασίζονται στις τοπικές κοινωνίες (δηλαδή οργανώσεις που δημιουργούνται από τη βάση της κοινωνίας και επιδιώκουν στόχους προσανατολισμένους στα μέλη τους), όπως οργανώσεις νέων, οικογενειακές ενώσεις και όλες οι οργανώσεις μέσω των οποίων οι πολίτες συμμετέχουν στην τοπική και δημοτική ζωή, και, οι θρησκευτικές κοινότητες. [8]

[7] Λόγω της αντιπροσωπευτικότητάς τους, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι ομοσπονδίες εργοδοτών διαδραματίζουν ιδιαίτερο ρόλο. Η συνθήκη ΕΚ προβλέπει, για παράδειγμα, ότι η Επιτροπή πρέπει να διεξάγει διαβουλεύσεις με τους εργοδότες και τους εργαζομένους κατά την προετοιμασία προτάσεων, ιδίως στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής. Υπό ορισμένους όρους μπορούν να συνάψουν δεσμευτικές συμφωνίες οι οποίες στη συνέχεια να μετατραπούν σε κοινοτική νομοθεσία (στο πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου).

[8] Η περιγραφή αυτή συνδέεται με την ανάλυση που περιλαμβάνεται στη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με τίτλο "Ο ρόλος και η συμβολή της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση" (ΕΕ C 329, 17 Noεμβρίου 1999, σ. 30

Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών αποτελούν συνεπώς τις βασικές δομές της κοινωνίας εκτός από την κυβέρνηση και τη δημόσια διοίκηση, περιλαμβανομένων οικονομικών παραγόντων που γενικά δεν θεωρούνται ότι υπάγονται στον τριτογενή τομέα ή ΜΚΟ. Ο ορισμός αυτός έχει το πλεονέκτημα να είναι περιεκτικός και αποδεικνύει ότι η έννοια των εν λόγω οργανώσεων είναι βαθιά ριζωμένη στις δημοκρατικές παραδόσεις των κρατών μελών της Ένωσης.

III. Βελτίωση των διαδικασιών διαβούλευσης της Επιτροπής - μια συνεχής πορεία

Η Επιτροπή δεν ξεκινάει από το μηδέν στο θέμα της συμμετοχής των ενδιαφερομένων μερών. Κατά τα τελευταία έτη έχει λάβει σειρά μέτρων για να βελτιώσει περαιτέρω τη διαδικασία της διαβούλευσης. Στη συνέχεια παρουσιάζονται ορισμένα παραδείγματα.

Πρωτοβουλία για τη διαλογική χάραξη πολιτικών (ΔΧΠ)

Στις 3 Απριλίου 2001 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε πρωτοβουλία για τη διαλογική χάραξη πολιτικών (C(2001) 1014) η οποία αποσκοπεί στη βελτίωση της διακυβέρνησης μέσω της χρήσης του διαδικτύου για τη συλλογή και ανάλυση των αντιδράσεων της αγοράς προκειμένου οι τελευταίες να αξιοποιούνται κατά τη διαδικασία χάραξης των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΔΧΠ είναι ένα από τα μέσα που θα συνδράμουν την Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της τής σύγχρονης δημόσιας διοίκησης, στο να ανταποκρίνεται ταχύτερα και ακριβέστερα στα αιτήματα των πολιτών, των καταναλωτών και των επιχειρήσεων.

Η πρωτοβουλία για τη διαλογική χάραξη πολιτικών περιλαμβάνει την ανάπτυξη δύο μηχανισμών με βάση το διαδίκτυο που θα συνδράμουν την Επιτροπή στην επιτόπια αξιολόγηση των επιπτώσεων από τις πολιτικές της ΕΕ (ή την έλλειψη επιπτώσεων). Οι μηχανισμοί αυτοί είναι:

- Ένας μηχανισμός ανατροφοδότησης για τη συλλογή αυθόρμητων αντιδράσεων της αγοράς, ο οποίος χρησιμοποιεί τα υφιστάμενα δίκτυα και τα σημεία επαφής ως ενδιάμεσους φορείς για να διασφαλίζει τη διαρκή πρόσβαση στις απόψεις και εμπειρίες των οικονομικών φορέων και των πολιτών της ΕΕ,

- Ένας μηχανισμός διαβούλευσης ο οποίος έχει σχεδιαστεί ώστε να λαμβάνει και να καταχωρεί ταχέως και με διαρθρωμένο τρόπο τις αντιδράσεις στις νέες πρωτοβουλίες. Ο μηχανισμός αυτός περιλαμβάνει τη θέσπιση μονίμων επιτροπών για την αξιολόγηση των εν λόγω γνωμών, όπως η επιτροπή για τις επιχειρήσεις.

CONECCS

Πληροφορίες για τους επίσημους και διαρθρωμένους συμβουλευτικούς οργανισμούς έχουν συγκεντρωθεί σε βάση δεδομένων με την ονομασία CONECCS (Διαβούλευση, Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Κοινωνία των Πολιτών) [9]. Στόχος της εν λόγω βάσης είναι να παρέχει πληροφορίες για τις επιτροπές και για τα άλλα πλαίσια διαβούλευσης που χρησιμοποιεί η Επιτροπή για να λάβει τη γνώμη της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών κατά τρόπο επίσημο ή διαρθρωμένο.

[9] http://europa.eu.int/comm/civil_society/ coneccs/index.htm

Στην ιστοσελίδα CONECCS το κοινό μπορεί να βρει επίσης πληροφορίες για οργανώσεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα της κοινωνίας των πολιτών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η κατάρτιση του καταλόγου των εν λόγω οργανώσεων γίνεται σε εθελοντική βάση με στόχο να χρησιμεύσει μόνο ως πηγή πληροφοριών και όχι ως όργανο διαπίστευσης. Η βάση CONECCS αποτελεί δυναμικό μέσο και εξελίσσεται συνεχώς.

Η Επιτροπή θα συνεχίσει στο μέλλον τη διαδικασία αυτή βελτίωσης των πρακτικών της στον τομέα της διαβούλευσης. Για παράδειγμα, σε έναν τομέα που έχει ιδιαίτερη σημασία για τους ευρωπαίους πολίτες, η Επιτροπή δεσμεύτηκε να εφαρμόσει την σύμβαση της ΟΕΕ των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την πρόσβαση στην πληροφόρηση, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (σύμβαση του Aarhus). [10]

[10] Αυτό απαιτεί ενδεχομένως πρόσθετα μέτρα εφαρμογής σε κοινοτικό επίπεδο τα οποία εξετάζονται.

Ένας πιο ενεργός ρόλος για τα θεσμοθετημένα συμβουλευτικά όργανα

Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ) και η Επιτροπή των Περιφερειών (ΕτΠ) διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην διαδικασία διαβούλευσης σύμφωνα με στις συνθήκες. Ως θεσμοθετημένα συμβουλευτικά όργανα της ΕΕ, αντιπροσωπεύουν μια βαθιά ριζωμένη παράδοση διαβούλευσης. Η Επιτροπή επιθυμεί να αξιοποιήσει την εμπειρία τους και τα ενθαρρύνει να αναλάβουν ένα πιο ενεργό ρόλο.

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή συνήψε, το 2001, πρωτόκολλα συνεργασίας με την ΟΚΕ και την ΕτΠ αντίστοιχα. Στόχος των πρωτοκόλλων αυτών είναι να ενισχυθεί ο ρόλος τους ως διαμεσολαβητών, μεταξύ αφενός, των οργάνων της ΕΕ και αφετέρου, της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών (ΟΚΕ) ή των Περιφερειακών Αρχών (ΕτΠ) αντίστοιχα. Όσον αφορά την ΟΚΕ, η νέα αυτή προσέγγιση αντικατοπτρίζει σε σημαντικό βαθμό το πνεύμα της συνθήκης της Νίκαιας. Η συνθήκη ενίσχυσε η συμμετοχή της ΟΚΕ στο πλαίσιο της Κοινότητας ορίζοντας ότι το εν λόγω όργανο "αποτελείται από αντιπροσώπους των διαφόρων οικονομικών και κοινωνικών συνιστωσών της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών". Όσον αφορά την ΕτΠ, το πρωτόκολλο συνεργασίας είναι ουσιαστικής σημασίας λόγω του διττού ρόλου του οργάνου αυτού: αποτελεί το σώμα αντιπροσώπευσης των περιφερειακών και τοπικών αρχών στην ΕΕ και διαδραματίζει ρόλο απαραίτητου μεσάζοντα μεταξύ των αρχών αυτών και των οργάνων της ΕΕ.

Στο επίπεδο της Επιτροπής, τα εν λόγω πρωτόκολλα εφαρμόζονται με βάση έναν εσωτερικό οδηγό των υπηρεσιών της Επιτροπής. [11]

[11] Η εφαρμογή των εν λόγω πρωτοκόλλων θα περιλάβει ειδικότερα: αιτήματα διερευνητικής γνώμης για εγκάρσια θέματα στο πλαίσιο των στρατηγικών προτεραιοτήτων της Επιτροπής και συστηματική διαβούλευση για τις πράσινες και τις λευκές βίβλους. ενίσχυση της ad hoc συνεργασίας (ακροάσεις, κοινές διασκέψεις, άλλες εκδηλώσεις). Όσον αφορά την ΟΚΕ, με βάση την εγκάρσια λειτουργία της σύνθεσης,, μπορούν να εξετασθούν άλλες δυνατότητες συνδρομής με στόχο την ενίσχυση του ρόλου που διαδραματίζει το όργανο αυτό διευκολύνοντας το διάλογο με την κοινωνία των πολιτών.

Σύμφωνα με τα πρωτόκολλα, θα ζητηθεί από τα εν λόγω όργανα να οργανώσουν προσεχώς διαβουλεύσεις εξ ονόματος της Επιτροπής. Στην περίπτωση αυτή θα χρειασθεί να συζητηθεί με τα όργανα αυτά ο τρόπος με τον οποίο θα ενταχθούν στο πλαίσιο που ορίζεται στο παρόν έγγραφο.

IV. Αποτελέσματα της διαδικασίας διαβούλευσης

Μετά τη δημοσίευση της Λευκής Βίβλου για την Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση, διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή πολλά σχόλια [12], με τα οποία χαιρετίστηκε θερμά η δέσμευσή της να θεσπίσει συνεκτικό πλαίσιο για τη διαβούλευση των ενδιαφερομένων μερών. Πολλές οργανώσεις εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή αναλυτικότερα σχόλια με βάση συγκεκριμένο σχέδιο πρότασης - πλαίσιο για τη διαβούλευση.

[12] Τα σχόλια αυτά παρουσιάζονται στη ιστοθέση: http://europa.eu.int/comm/governance/ contributions/index_en.htm

Η Επιτροπή αποφάσισε κατά συνέπεια να εκδώσει ένα τέτοιο σχέδιο υπό τη μορφή εγγράφου διαβούλευσης [13] και ενθάρρυνε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τα σχόλιά τους επί των προτεινόμενων γενικών αρχών και των ελάχιστων προδιαγραφών. Η προσέγγιση αυτή έγινε ιδιαίτερα ευνοϊκά δεκτή από όλους τους ενδιαφερομένους. Σε κάποιο από τα σχόλια αναφέρεται: "Το γεγονός ότι η Επιτροπή διενεργεί διαβούλευση επί των προτεινόμενων γενικών αρχών και ελάχιστων προδιαγραφών, αποτελεί από μόνο του ένδειξη καλής πρακτικής όσον αφορά τη διαβούλευση".

[13] "Προς ενίσχυση της διαβούλευσης και του διαλόγου - Πρόταση σχετικά με τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες προδιαγραφές για τη διαβούλευση των ενδιαφερομένων μερών από την Επιτροπή" (COM (2002) 277 τελικό)

Η Επιτροπή παρέλαβε συνολικά 88 συνεισφορές αποτελούμενες από σχόλια κυβερνήσεων κρατών μελών (Γερμανία, Σουηδία, Ηνωμένο Βασίλειο) και τρίτου κράτους (ΗΠΑ) καθώς και διεθνών, ευρωπαϊκών και εθνικών οργανισμών (που καλύπτουν τόσο τον ιδιωτικό τομέα όσο και τις ΜΚΟ), περιφερειακών και τοπικών αρχών, εκπροσώπων θρησκευτικών συμφερόντων και εκκλησιών, επιμέρους πολιτών και επιχειρήσεων. Κατάλογος όσων υπέβαλαν σχόλια περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ. Πρόσβαση στα πλήρη κείμενα των συνεισφορών παρέχεται στο Διαδίκτυο, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τους γενικούς στόχους και τη δομή των ομάδων εκείνων που υπέβαλαν σχόλια εξ ονόματος των οργανώσεών τους [14].

[14] http://europa.eu.int/comm/ secretariat_general/sgc/consultation/index_en.htm

Τόσο η ποσότητα όσο και η ιδιαίτερα υψηλή ποιότητα των ποικίλων συνεισφορών αποδεικνύουν το έντονο ενδιαφέρον των εξωτερικών ενδιαφερομένων μερών για την πρακτική της Επιτροπής στον τομέα της διαβούλευσης.

Όλες αυτές οι συνεισφορές και τα σχόλια που έχει ήδη παραλάβει η Επιτροπή θα αναλυθούν προσεκτικά προκειμένου να διαπιστωθεί σε ποιο βαθμό μπορούν να ενσωματωθούν στην τελική εκδοχή των γενικών αρχών και των ελάχιστων προδιαγραφών που θα εκδίδει η Επιτροπή μέσω του παρόντος εγγράφου.

1. Κύρια χαρακτηριστικά των αναθεωρημένων γενικών αρχών και ελάχιστων προδιαγραφών

Η αναθεώρηση του αρχικού σχεδίου οδήγησε στις ακόλουθες βασικές αλλαγές :

* Διευκρινίστηκε ο στόχος των γενικών αρχών και των ελάχιστων προδιαγραφών.

* Συνδέθηκαν σαφέστερα οι διαδικασίες της Επιτροπής για τη εκτίμηση των επιπτώσεων και η διενέργεια των διαβουλεύσεων.

* Παρουσιάστηκαν σαφέστερα οι επιχειρησιακές συνέπειες των γενικών αρχών.

* Λήφθηκαν υπόψη οι περιορισμοί που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκοί και οι εθνικοί οργανισμοί κατά τη διατύπωση των σχολίων επί των εγγράφων διαβούλευσης της Επιτροπής εξ ονόματος των μελών τους.

* Επεξηγήθηκε πιο αναλυτικά η χρήση των κριτηρίων επιλογής για εστιασμένες διαβουλεύσεις.

Επιπλέον, η Επιτροπή θα θεσπίσει σειρά μέτρων εφαρμογής προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή εφαρμογή και την παρακολούθηση σε όλες τις υπηρεσίες της (βλ. κεφάλαιο IV.3).

2. Ανάδραση επί των σχολίων που παραλήφθηκαν

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που περιλαμβάνονται στο έγγραφο διαβούλευσης, η Επιτροπή σκοπεύει να απαντήσει στα κύρια θέματα που τέθηκαν από τους συμμετέχοντες στη διαδικασία διαβούλευσης για το σχέδιο γενικών αρχών και ελάχιστων προδιαγραφών.

ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ

Ορισμένοι από τους ερωτηθέντες αμφισβήτησαν την απόφαση της Επιτροπή να ορίσει τις προδιαγραφές της διαβούλευσης μέσω ανακοίνωσης της Επιτροπής (δηλ. υπό τη μορφή εγγράφου πολιτικής) αντί να επιλέξει ένα δεσμευτικό νομικά μέσο. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι με τον τρόπο αυτό οι προδιαγραφές θα καθίσταντο αδρανείς και η Επιτροπή δεν θα ήταν σε θέση να διασφαλίσει τη συνοχή και την ομοιομορφία στις διαδικασίες διαβούλευσής που εφαρμόζει.

Ωστόσο, η Επιτροπή είναι πεπεισμένη ότι μια δεσμευτική νομικά προσέγγιση της διαβούλευσης πρέπει να αποφευχθεί για δύο λόγους: κατά πρώτο λόγο, πρέπει να χαραχθεί μια σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ των διαβουλεύσεων που ξεκινούν ιδία πρωτοβουλία της Επιτροπής πριν από την έκδοση πρότασης, και της επίσημης και υποχρεωτικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων που ακολουθεί σύμφωνα με τις συνθήκες. Κατά δεύτερο λόγο, πρέπει να αποφευχθεί ενδεχόμενη αμφισβήτηση της πρότασης της Επιτροπής ενώπιον του Δικαστηρίου με το δικαιολογητικό της μη διαβούλευσης των ενδιαφερομένων μερών. Μια τέτοια υπερβολικά νομική προσέγγιση δεν συμβιβάζεται με την ανάγκη έγκαιρης χάραξης πολιτικής καθώς και με τις προσδοκίες που έχουν οι πολίτες από τα Ευρωπαϊκά Όργανα να αντιμετωπίζουν την ουσία των υποθέσεων και να μην επικεντρώνονται στις διαδικασίες.

Επιπλέον, οι φόβοι που διατύπωσαν ορισμένοι συμμετέχοντες στη διαδικασία διαβούλευσης, ότι οι αρχές και οι κατευθυντήριες γραμμές μπορούν να καταλήξουν άνευ περιεχομένου λόγω της μη δεσμευτικής νομικά φύσης τους, οφείλονται σε παρανόηση. Εξυπακούεται ότι όταν η Επιτροπή αποφασίζει να εφαρμόσει τις αρχές και τις κατευθυντήριες γραμμές, οι υπηρεσίες της οφείλουν να πράξουν ανάλογα.

Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί ότι η βελτίωση των πρακτικών διαβούλευσης που εφαρμόζει δεν πρέπει να βασισθεί στην προσέγγιση "εντολή και έλεγχος" αλλά στην παροχή της κατάλληλης καθοδήγησης και βοήθειας στους υπαλλήλους της Επιτροπής που είναι επιφορτισμένοι με τις διαδικασίες διαβούλευσης. Οι γενικές αρχές και οι ελάχιστες προδιαγραφές πρέπει να χρησιμεύσουν ως σημείο αναφοράς για μια συνεχή εσωτερική διαδικασία εκμάθησης.

Υπάρχει εξάλλου σχέδιο δράσης που προβλέπει την εκπόνηση ετήσιας έκθεσης για την "βελτίωση της νομοθεσίας" όπως προβλέπεται στο σχετικό σχέδιο δράσης η οποία θα καλύψει την εφαρμογή των γενικών αρχών και των ελάχιστων προδιαγραφών.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Πολλοί από τους ερωτηθέντες ζήτησαν να εξηγηθεί σαφέστερα σε ποια είδη πρωτοβουλιών θα εφαρμοσθεί το νέο πλαίσιο διαβούλευσης. Σε απάντηση, η Επιτροπή διευκρίνισε το πεδίο εφαρμογής των προδιαγραφών όσον αφορά τη διαβούλευση.

Ωστόσο, η Επιτροπή δεν υιοθέτησε την ιδέα που διατύπωσαν ορισμένοι συμμετέχοντες, ότι πρέπει δηλαδή να διευρυνθεί γενικά το πεδίο εφαρμογής των προδιαγραφών (προκειμένου να καλυφθούν όλες οι διαβουλεύσεις) ή, ότι πρέπει να αποκλειστούν οι προδιαγραφές από την προσέγγιση της Επιτροπής όσον αφορά τις εκτενείς εκτιμήσεις των επιπτώσεων. Η απόφαση αυτή συμβαδίζει με τις υπερισχύουσες αρχές της αναλογικότητας οι οποίες πρέπει να διέπουν τις διοικητικές πρακτικές της Επιτροπής (βλ. γενικές αρχές στο κεφάλαιο "αποτελεσματικότητα"). Συνδέεται επίσης με το γεγονός ότι η Επιτροπή αξιολογεί τις ανάγκες της όσον αφορά τη διαβούλευση κατά περίπτωση και σύμφωνα με το δικαίωμα πρωτοβουλίας που διαθέτει.

Ταυτόχρονα, η Επιτροπή πρέπει να τονίσει ότι η διαβούλευση δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι μια διαρκής διαδικασία δίχως πέρας. Με άλλα λόγια, υπάρχει το στάδιο των διαβουλεύσεων και το στάδιο της προώθησης της διαδικασίας λήψης απόφασης σε εσωτερικό επίπεδο και της τελικής απόφασης που λαμβάνονται από την Επιτροπή.

ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ

Στο έγγραφο της Επιτροπής για τη διαβούλευση γίνεται διάκριση μεταξύ ανοικτών και εστιασμένων διαδικασιών διαβούλευσης, γεγονός που οδήγησε πολλούς στη διατύπωση των ερωτημάτων εάν η πρόσβαση στις διαβουλεύσεις πρέπει να περιορίζεται και πώς θα αξιολογείται η ποιότητα των συνεισφορών που υποβάλουν τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Οι θέσεις που διατυπώθηκαν κάλυψαν ευρύ φάσμα. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι η διαβούλευση πρέπει να γίνεται μόνο με αντιπροσωπευτικούς ευρωπαϊκούς οργανισμούς, ενώ άλλοι εξέφρασαν την άποψη ότι δεν πρέπει να αποκλείεται κανένα ενδιαφερόμενο μέρος.

Η Επιτροπή επιθυμεί να υπογραμμίσει ότι θα εφαρμόσει την περιεκτική προσέγγιση που συμβαδίζει με την αρχή της ανοικτής διακυβέρνησης: κάθε πολίτης, επιχείρηση ή ένωση θα εξακολουθήσει να έχει τη δυνατότητα υποβολής της συνεισφοράς του στην Επιτροπή. Με άλλα λόγια, η Επιτροπή δεν προτίθεται να θεσπίσει νέα γραφειοκρατικά εμπόδια για να περιορίσει τον αριθμό εκείνων που δύνανται να συμμετέχουν στη διαδικασία διαβούλευσης.

Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο επιπλέον στοιχεία. Κατά πρώτο λόγο, σύμφωνα με τη βέλτιστη πρακτική, πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς η ομάδα στόχος πριν από την έναρξη της διαδικασίας διαβούλευσης. Με άλλα λόγια, η Επιτροπή πρέπει να επιδιώξει ενεργά την υποβολή συνεισφορών από τα αντίστοιχα ενδιαφερόμενα μέρη ώστε τα τελευταία να επιλέγονται με υγιή κριτήρια. Κατά δεύτερο λόγο, τα υγιή κριτήρια επιλογής είναι επίσης απαραίτητα στις περιπτώσεις όπου η πρόσβαση στη διαβούλευση είναι περιορισμένη για πρακτικούς λόγους. Αυτό ισχύει ειδικότερα, στην περίπτωση της συμμετοχής των ενδιαφερομένων μερών σε συμβουλευτικούς φορείς ή ακροάσεις. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ληφθούν υπόψη τα στοιχεία που αναφέρονται υπό την προδιαγραφή Β.

Η Επιτροπή θα ήθελε να υπογραμμίσει τη σημασία που αποδίδει στις συνεισφορές των αντιπροσωπευτικών ευρωπαϊκών οργανώσεων. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή εκπόνησε σειρά κριτηρίων επιλεξιμότητας για συμμετοχή στον καλούμενο "κοινωνικό διάλογο" [15]. Ωστόσο, το θέμα της αντιπροσωπευτικότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως το μόνο κριτήριο κατά την αξιολόγηση της συνάφειας ή της ποιότητας των σχολίων. Η Επιτροπή θα αποφύγει διαδικασίες διαβούλευσης οι οποίες ενδέχεται να δώσουν την εντύπωση ότι "οι Βρυξέλλες συζητούν μόνο με τις Βρυξέλλες" όπως αναφέρθηκε από κάποιο ενδιαφερόμενο. Σε πολλές περιπτώσεις, οι εθνικές και οι περιφερειακές απόψεις μπορεί να είναι εξίσου σημαντικές λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών καταστάσεων που αντιμετωπίζονται στα κράτη μέλη. Επιπλέον, οι απόψεις της μειοψηφίας μπορούν να αποτελέσουν μια σημαντική διάσταση στον ανοικτό διάλογο για τις πολιτικές. Αφετέρου, ο βαθμός αντιπροσωπευτικότητας των απόψεων Επιτροπή σημαντικό στοιχείο που πρέπει να το συνυπολογίσει όταν λαμβάνει πολιτική απόφαση μετά από διαδικασία διαβούλευσης.

[15] "Για να είναι επιλέξιμη μια ευρωπαϊκή οργάνωση πρέπει: να υφίσταται μόνιμα σε κοινοτικό επίπεδο, να διασφαλίζει στα μέρη της άμεση πρόσβαση στην εμπειρογνωμοσύνη και να προβαίνει σε ταχείες και εποικοδομητικές διαβουλεύσεις, να εκπροσωπεί γενικά ενδιαφέροντα που ανταποκρίνονται στα συμφέροντα της ευρωπαϊκής κοινωνίας, να απαρτίζεται από οργανώσεις που αναγνωρίζονται σε εθνικό επίπεδο ως αντιπροσωπευτικές των ομάδων τους, να διαθέτει οργανώσεις που την εκπροσωπούν στα περισσότερα κράτη μέλη, να λογοδοτεί στα μέλη της, να διαθέτει εντολή εκπροσώπησης και να δρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να είναι ανεξάρτητη και να μην δέχεται εντολές από εξωτερικούς φορείς, να είναι ανεξάρτητη ιδιαίτερα από οικονομικής άποψης και όσον αφορά τις δομές λήψης των αποφάσεών της". (Γνωμοδότηση για την "Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση - μια Λευκή Βίβλος" της 20ης Μαρτίου 2002. CES 357/2002) .

Κατά συνέπεια, το κεντρικό θέμα για την Επιτροπή, όταν αποφασίζει για τις ομάδες στόχους της διαβούλευσης, είναι να διασφαλίσει ότι θα δοθεί η δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα μέρη να εκφράσουν τις απόψεις τους. Οι ελάχιστες προδιαγραφές έχουν επαναδιατυπωθεί και ανασυνταχθεί αντίστοιχα.

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

Ορισμένες οργανώσεις εξέφρασαν την ανησυχία τους ότι υπό το πρόσχημα της διαφάνειας η Επιτροπή θα μπορούσε να παρέμβει στην εσωτερική τους διάρθρωση. Η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει ότι σέβεται πλήρως την ανεξαρτησία των εξωτερικών οργανώσεων. Αφετέρου, για να έχει κάποιο νόημα η διαδικασία διαβούλευσης και να είναι αξιόπιστη πρέπει να διευκρινίζεται με σαφήνεια ποιος έχει συμμετάσχει στην εν λόγω διαδικασία. Για να καταστεί αυτό σαφές προσαρμόστηκαν ελαφρά οι γενικές αρχές.

ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ

Πολλοί συμμετέχοντες στη διαδικασία διαβούλευσης ζήτησαν από την Επιτροπή να επανεξετάσει τη ελάχιστη περίοδο διαβούλευσης που προβλέπεται στην προδιαγραφή Δ, ισχυριζόμενοι ότι οι έξι εβδομάδες δεν επαρκούν για την προετοιμασία των σχολίων. Ειδικότερα, ευρωπαϊκές και εθνικές ενώσεις διετύπωσαν την άποψη ότι χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να ζητήσουν τη γνώμη των μελών τους και να είναι σε θέση να υποβάλουν εμπεριστατωμένες συνεισφορές.

Η Επιτροπή επιθυμεί να υπογραμμίσει εκ νέου ότι η χρονική περίοδος της διαβούλευσης πρέπει να χαρακτηρίζεται από μια λογική εξισορρόπηση μεταξύ της ανάγκης για ικανοποιητικές εισροές και την ανάγκη για ταχεία λήψη αποφάσεων. Η προδιαγραφή Δ έχει ωστόσο τροποποιηθεί προκειμένου να αντιμετωπισθούν, στο μέτρο του δυνατού, οι ανάγκες των οργανώσεων των ομάδων συμφερόντων.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΔΡΑΣΗ

Η Επιτροπή επαναλαμβάνει ότι ο κύριος μηχανισμός ώστε να υπάρξει ανάδραση προς τους συμμετέχοντες στις διαβουλεύσεις είναι ένα επίσημο έγγραφο της Επιτροπής το οποίο θα έχει εγκριθεί από το Σώμα των Επιτρόπων βλ. ειδικότερα τις επεξηγηματικές ανακοινώσεις που συνοδεύουν τις νομοθετικές προτάσεις.

Η ιδέα παροχής ανάδρασης σε ατομική βάση (δηλώσεις ανάδρασης), όπως ζητήθηκε από ορισμένους συμμετέχοντες, δεν είναι συμβατή με την απαίτηση για αποτελεσματικότητα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Επιπλέον, τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να λάβουν υπόψη ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων στην Επιτροπή βασίζεται στην αρχή της συλλογικότητας, πράγμα που σημαίνει ότι μόνο το Σώμα των Επιτρόπων εξουσιοδοτείται να ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά σε μια διαδικασία διαβούλευσης και να λάβει τη τελική θέση με γνώμονα το συμφέρον της Κοινότητας. Ωστόσο, αυτό δεν εμποδίζει τους Επιτρόπους σε ατομική βάση ή τους υπαλλήλους της Επιτροπής, στο ανάλογο επίπεδο, να διαλέγουν ανοικτό διάλογο με τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με τους τομείς της πολιτικής που υπάγονται στις αρμοδιότητές τους.

ΕΙΔΙΚΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΓΙΑ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΣΤΟΧΟΥΣ

Από πολλές οργανώσεις τονίστηκε η ανάγκη εκπόνησης ειδικών ρυθμίσεων διαβούλευσης για τους αντίστοιχους τομείς τους.

Οι περιφερειακές και οι τοπικές αρχές, υπογραμμίζοντας το ρόλο τους ως σώματα που έχουν νομιμοποιηθεί δημοκρατικά, ζήτησαν να ενημερωθούν για το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η προετοιμασία του πλαισίου για έναν πιο συστηματικό διάλογο με ενώσεις περιφερειακών και τοπικών κυβερνήσεων στην ΕΕ, την εκπόνηση του οποίου είχε ανακοινώσει η Επιτροπή στη Λευκή Βίβλο για τη διακυβέρνηση. Η Επιτροπή ετοιμάζει έγγραφο εργασίας που αποσκοπεί στον προσδιορισμό του πλαισίου του πεδίου και των λεπτομερειών εφαρμογής ενός τέτοιου διαλόγου, το έγγραφο αυτό θα δημοσιευτεί και θα διαβιβαστεί για διαβούλευση.

Οι εκκλησίες ζήτησαν επίσης από την Επιτροπή να τεθεί ο διάλογος με τις κοινότητες της πίστης και των πεποιθήσεων σε πιο σταθερή βάση και για το σκοπό αυτό υπέβαλαν σειρά επιχειρησιακών προτάσεων στην Επιτροπή.

Μία ΜΚΟ πρότεινε την ιδέα σύναψης "Συμφωνίας" μεταξύ των Ευρωπαϊκών Οργάνων και των εθελοντικών οργανώσεων, ακολουθώντας το παράδειγμα υφισταμένων ρυθμίσεων σε ορισμένα κράτη μέλη.

Τόσο οι εκκλησίες όσο και οι ΜΚΟ υποστήριξαν ότι πρέπει να περιληφθεί άρθρο στις συνθήκες το οποίο θα αποσκοπεί στην ενίσχυση του διαλόγου με τους θρησκευτικούς φορείς και την κοινωνία των πολιτών.

Οι προτάσεις αυτές, όπως είναι εμφανές, υπερβαίνουν τα όρια των γενικών αρχών και των ελάχιστων προδιαγραφών για τη διαβούλευση των ενδιαφερομένων μερών. Επί του παρόντος, η Επιτροπή επιθυμεί να επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στην εφαρμογή των μέτρων για τη βελτίωση της νομοθεσίας, περιλαμβανομένων των προδιαγραφών για τη διαβούλευση.

3. Μέτρα εφαρμογής

Οι προαναφερόμενες τροποποιήσεις αποσκοπούν στην ομαλή εφαρμογή των γενικών αρχών και των ελάχιστων προδιαγραφών. Ωστόσο, προκειμένου το προσωπικό της Επιτροπής να είναι σε θέση να τις εφαρμόσει ορθά και για να διασφαλιστεί η απαιτούμενη επένδυσή τους από το προσωπικό, χρειάζεται να ληφθούν περαιτέρω μέτρα. Για το λόγο αυτό, οι γενικές αρχές και οι ελάχιστες προδιαγραφές θα συνοδευτούν από τα ακόλουθα μέτρα:

* Σε ιστοθέση της Επιτροπής στο Intranet θα παρέχονται στο προσωπικό της πρακτικές κατευθυντήριες οδηγίες, περιλαμβανομένων παραδειγμάτων βέλτιστων πρακτικών.

* Αυτό θα συνοδευθεί από διευκόλυνση help-desk, με τη χρήση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μέσω του οποίου το προσωπικό θα μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις σχετικά με την εφαρμογή των γενικών αρχών και των ελάχιστων προδιαγραφών.

* Θα ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την αύξηση της ευαισθητοποίησης και όπου χρειάζεται θα οργανωθούν ειδικά σεμινάρια κατάρτισης.

* Η ετήσια έκθεση για τη "βελτίωση της νομοθεσίας" θα καλύψει την εφαρμογή του πλαισίου της Επιτροπής για τη διαβούλευση.

* Ο συντονισμός των προαναφερόμενων μέτρων θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του γενικότερου δικτύου της Επιτροπής για την "βελτίωση της νομοθεσίας".

4. Συμπεράσματα

Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι τροποποιηθείσες γενικές αρχές και ελάχιστες προδιαγραφές μαζί με τη δέσμη των μέτρων εφαρμογής, συνιστούν ένα σημαντικό περαιτέρω βήμα στη διαδικασία βελτίωσης των μηχανισμών της που αφορούν τη διαβούλευση.

Στα εν λόγω μέτρα δεν έχουν βέβαια ληφθεί υπόψη όλα τα αιτήματα που διατυπώθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης για την αρχική προσέγγιση που προτάθηκε από την Επιτροπή τον Ιούνιο του 2002. Ωστόσο, η Επιτροπή πιστεύει ότι με τις αποφάσεις που ελήφθησαν στο πλαίσιο του παρόντος εγγράφου επιτυγχάνεται η σωστή ισορροπία μεταξύ των προσδοκιών των ενδιαφερομένων μερών και της ανάγκης για ένα πλαίσιο το οποίο, υπό τις ισχύουσες περιστάσεις, είναι ρεαλιστικό και υλοποιήσιμο από διοικητική άποψη.

Η τελική δέσμη των γενικών αρχών και ελάχιστων προδιαγραφών που περιλαμβάνεται στο μέρος V θα εφαρμοσθεί από την 1η Ιανουαρίου 2003.

V. ενικές αρχές και ελάχιστες προδιαγραφές για διαβουλεύσεις από την Επιτροπή

Χαρακτήρας και πεδίο εφαρμογής

H σχέση διαβούλευσης μεταξύ της Επιτροπής και των ενδιαφερομένων μερών πρέπει να βασίζεται σε ορισμένες θεμελιώδεις αρχές οι οποίες προσδιορίζουν το περιβάλλον εντός του οποίου πραγματοποιείται η διαβούλευση. Οι αρχές αυτές αποτελούν επίσης τη βάση για κάθε μελλοντική εξέλιξη στην πολιτική που ακολουθείται στον εν λόγω τομέα. Οι αρχές είναι εμπνευσμένες κατά κύριο λόγο από τις γενικές αρχές που διέπουν τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων της Επιτροπής και παρουσιάστηκαν στη Λευκή Βίβλο για την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση: συμμετοχή, διαφάνεια, λογοδότηση, αποτελεσματικότητα και συνοχή.

Για να είναι αποδοτική η διαβούλευση, η δέσμευση για την εφαρμογή των εν λόγω αρχών δεν μπορεί να είναι μονομερής: εναπόκειται σε κάθε μία από τις πλευρές που συμμετέχουν στη διαδικασία αυτή να φροντίσουν για την αποτελεσματική εφαρμογή τους.

Η Επιτροπή, κατά τις διαβουλεύσεις για τις σημαντικές πρωτοβουλίες πολιτικής θα εφαρμόσει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες προδιαγραφές που ορίζονται στο παρόν έγγραφο, με την επιφύλαξη πιο προχωρημένων πρακτικών που εφαρμόζονται από υπηρεσίες της Επιτροπής ή πιο ειδικών κανόνων που θεσπίζονται για ορισμένους τομείς πολιτικής. Ωστόσο, ούτε οι γενικές αρχές ούτε οι ελάχιστες προδιαγραφές είναι νομικά δεσμευτικές.

Ως πρώτο βήμα, η Επιτροπή θα επικεντρώσει την προσοχή της στην εφαρμογή των γενικών αρχών και των ελάχιστων προδιαγραφών στις πρωτοβουλίες εκείνες που θα αποτελέσουν το αντικείμενο εκτεταμένης αξιολόγησης του αντίκτυπου. Ωστόσο, οι Γενικές Διευθύνσεις της Επιτροπής ενθαρρύνονται να εφαρμόσουν τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες προδιαγραφές σε κάθε άλλη διαδικασία διαβούλευσης που σκοπεύουν να διεξάγουν.

Η ανάγκη για εκτεταμένη αξιολόγηση του αντίκτυπου αποφασίζεται από την Επιτροπή στην ετήσια στρατηγική πολιτικής ή το αργότερο στο πρόγραμμα εργασίας της με βάση τις προκαταρκτικές αξιολογήσεις των δηλώσεων. Προκειμένου να αποφασίσει εάν απαιτείται εκτεταμένη αξιολόγηση του αντίκτυπου, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα κριτήρια:

* Εάν η πρόταση θα έχει ουσιαστικό οικονομικό, περιβαλλοντικό ή/και κοινωνικό αντίκτυπο σε συγκεκριμένο τομέα και εάν θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στα βασικά ενδιαφερόμενα μέρη.

* Εάν η πρόταση αντιπροσωπεύει βασική μεταρρύθμιση πολιτικής σε έναν ή περισσότερους τομείς.

Η ανακοίνωση της Επιτροπής για την αξιολόγηση του αντίκτυπου εξαιρεί διάφορα μέτρα από την ανάγκη για αξιολόγηση του αντίκτυπου π.χ. τις πράσινες βίβλους διότι η διαμόρφωση της πολιτικής δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί και δεν έχει οιονδήποτε άμεσο αντίκτυπο. Από την άποψη της διαβούλευσης, οι πράσινες βίβλοι αποτελούν από τη φύση τους πρωτοβουλίες στις οποίες εφαρμόζονται οι γενικές αρχές και οι ελάχιστες προδιαγραφές.

Για τους σκοπούς του εν λόγω εγγράφου ο όρος "διαβούλευση" προσδιορίζει της διαδικασίες εκείνες μέσω των οποίων η Επιτροπή επιθυμεί να συγκεντρώσει τις συνεισφορές των εξωτερικών ενδιαφερομένων μερών για τη διαμόρφωση της πολιτικής πριν ληφθεί απόφαση από την Επιτροπή. Κατά συνέπεια αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής των γενικών αρχών και των ελάχιστων προδιαγραφών οι ακόλουθοι τομείς:

* Ειδικά πλαίσια διαβούλευσης που προβλέπονται από τις συνθήκες (π.χ. οι ρόλοι των διοργανικών συμβουλευτικών οργάνων, ο κοινωνικός διάλογος σύμφωνα με τα άρθρα 137 έως 139 της ΣΕΚ) ή από άλλα νομοθετικά κείμενα της Κοινότητας

* Απαιτήσεις σε θέματα διαβούλευσης δυνάμει άλλων διεθνών συμφωνιών

* Αποφάσεις που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο επίσημης διαδικασίας διαβούλευσης των κρατών μελών ("διαδικασία επιτροπολογίας") [16].

[16] Σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου 1999/468/ΕΚ

Όπως επισημαίνεται στη Λευκή Βίβλο για την Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση, οι γενικές αρχές και οι ελάχιστες προδιαγραφές για τη διαβούλευση θα συμπληρωθούν αλλά δεν θα αντικατασταθούν στο μέλλον από δύο άλλα μέσα που αναπτύσσει επί του παρόντος η Επιτροπή:

* Σειρά κατευθυντηρίων γραμμών για τη χρησιμοποίηση της εμπειρογνωμοσύνης οι οποίες έχουν ως στόχο να ενσωματώσουν και να διαδώσουν τις βέλτιστες πρακτικές. Ειδικότερα, πρέπει να διασφαλίσουν την ικανότητα λογοδοσίας, την πολυφωνία και την ακεραιότητα της χρησιμοποιούμενης εμπειρογνωμοσύνης. Θα χρησιμοποιηθούν ιδίως όταν η Επιτροπή αντιμετωπίζει κάποιο θέμα πολιτικής που εξαρτάται σε κάποια βαθμό από την επιστημονική αξιολόγηση [17].

[17] Οι κατευθυντήριες γραμμές θα εφαρμοστούν σε συντονισμό με τις ελάχιστες προδιαγραφές, διότι συχνά ανακύπτει ανάγκη, κατά τη διαδικασία άσκησης της πολιτικής, να υπάρξει αλληλεπίδραση μεταξύ εμπειρογνωμόνων και ενδιαφερομένων μερών.

* Ένα πλαίσιο για πιο συστηματικό διάλογο με τις ευρωπαϊκές και εθνικές ενώσεις των περιφερειακών και τοπικών κυβερνήσεων στην ΕΕ.

Τα μέσα αυτά θα αντιστοιχούν στις επιμέρους απαιτήσεις του κάθε τομέα πολιτικής.

Γενικές αρχές

Συμμετοχη

"[Η] ποιότητα των [...] πολιτικών της ΕΕ εξαρτάται από την εξασφάλιση ευρείας συμμετοχής σε όλη την πορεία της πολιτικής - από την χάραξή της έως την εφαρμογή της." [18]

[18] Λευκή Βίβλος για την Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση

Η Επιτροπή δεσμεύεται να ακολουθήσει κατά την ανάπτυξη και εφαρμογή των πολιτικών της ΕΕ μια προσέγγιση στο πλαίσιο της οποίας θα ζητεί τη συμμετοχή όλων, πράγμα που σημαίνει την ευρύτερη δυνατή διαβούλευση για κάθε σημαντική πρωτοβουλία. Αυτό ισχύει ιδίως στο πλαίσιο των νομοθετικών προτάσεων.

Διαφανεια και λογοδοτηση

"Τα [Ευρωπαϊκά] όργανα πρέπει να εργάζονται κατά τρόπο πιο διάφανο [...] προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη προς τόσο πολύπλοκα όργανα ." [19]

[19] Ομοίως

"Κάθε όργανο της ΕΕ πρέπει να εξηγεί και να αναλαμβάνει την ευθύνη για ό,τι κάνει στο πλαίσιο της Ευρώπης". [20]

[20] Ομοίως

Η Επιτροπή πιστεύει ότι οι διαδικασίες της διοίκησης και της χάραξης της πολιτικής πρέπει να είναι ορατές από τον εξωτερικό κόσμο προκειμένου να γίνουν κατανοητές και να είναι αξιόπιστες. Αυτό ισχύει κατά κύριο λόγο για τη διαδικασία διαβούλευσης η οποία λειτουργεί ως το αρχικό σημείο επαφής με τα συμφέροντα στην κοινωνία.

Συνεπώς, οι διαδικασίες διαβούλευσης που εφαρμόζει η Επιτροπή πρέπει να χαρακτηρίζονται από διαφάνεια τόσο για τους άμεσα συμμετέχοντες όσο και για το ευρύ κοινό. Πρέπει να διευκρινίζονται σαφώς:

* τα θέματα που εξετάζονται

* οι μηχανισμοί διαβούλευσης που χρησιμοποιούνται

* με ποιον πραγματοποιεί τη διαβούλευση και γιατί

* ποιοι παράγοντες επηρέασαν τις αποφάσεις κατά τη χάραξη της πολιτικής.

Εξυπακούεται ότι και τα ίδια τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να ενεργούν σε πλαίσιο διαφάνειας προκειμένου το κοινό να γνωρίζει τους φορείς που συμμετέχουν στη διαδικασία διαβούλευσης και τον τρόπο συμπεριφοράς τους.

Η διαφάνεια και η λογοδότηση αποτελούν σημαντικές αρχές που πρέπει να διέπουν τη συμπεριφορά των οργανώσεων όταν επιδιώκουν να συμβάλουν στην εκπόνηση των πολιτικών της ΕΕ. Πρέπει να καθίσταται σαφές:

* ποια συμφέροντα εκπροσωπούν

* σε ποιο βαθμό γίνεται η εν λόγω εκπροσώπηση

Τα ενδιαφερόμενα μέρη που επιθυμούν να υποβάλουν σχόλια για μια πρόταση της Επιτροπής πρέπει συνεπώς να είναι σε θέση να παράσχουν στην Επιτροπή και στο ευρύ κοινό τις πληροφορίες που περιγράφονται ανωτέρω. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να παρέχονται είτε μέσω της βάσης δεδομένων CONECCS (όταν οι οργανώσεις είναι επιλέξιμες [21] για την εν λόγω βάση και επιθυμούν να περιληφθούν σε εθελοντική βάση) ή μέσω άλλων μέτρων, π.χ. ειδικών ενημερωτικών δελτίων. Εάν οι εν λόγω πληροφορίες δεν παρέχονται τα υποβαλλόμενα στοιχεία θα θεωρούνται ως ατομικές συνεισφορές.

[21] Προκειμένου να είναι επιλέξιμη μια οργάνωση πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικός φορέας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα οργανωμένος σε ευρωπαϊκό επίπεδο δηλ. με μέλη σε δύο ή περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε υποψήφιες χώρες. να είναι ενεργή και να διαθέτει εμπειρογνωμοσύνη σε έναν ή περισσότερους από τους τομείς πολιτικής της Επιτροπής, να διαθέτει κάποιο βαθμό επίσημης ή θεσμικής υπόστασης και να είναι έτοιμη να παράσχει κάθε εύλογη πληροφορία σχετικά με την ίδια που απαιτεί η Επιτροπή, είτε για καταχώρηση στη βάση δεδομένων είτε για στήριξη του αιτήματός της για ενσωμάτωση.

Αποτελεσματικοτητα

"Οι πολιτικές πρέπει να είναι αποτελεσματικές και έγκυρες, να παρέχουν ό,τι χρειάζεται [22]".

[22] Λευκή Βίβλος για την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση.

Για να είναι αποτελεσματική η διαβούλευση πρέπει να ξεκινήσει όσο το δυνατόν πιο έγκαιρα. Τα ενδιαφερόμενα μέρη θα συμμετάσχουν συνεπώς στην εκπόνηση της πολιτικής σε ένα στάδιο κατά το οποίο μπορούν ακόμη να επηρεάσουν τη διαμόρφωση των κύριων στόχων, των μεθόδων εφαρμογής, των δεικτών απόδοσης και ενδεχομένως, των αρχικών κατευθυντήριων γραμμών της εν λόγω πολιτικής. Η διαβούλευση ενδέχεται να χρειαστεί να πραγματοποιηθεί σε περισσότερα του ενός στάδια.

Επιπλέον, είναι προς όφελος τόσο της Επιτροπής όσο και των εξωτερικών ενδιαφερομένων μερών να κατανοήσουν την οπτική γωνία της άλλης πλευράς. Η Επιτροπή ενεργεί στο πλαίσιο μιας πολιτικής και σε ένα κοινοτικό πλαίσιο που επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Πρέπει για παράδειγμα να λαμβάνει υπόψη τις υποχρεώσεις της έναντι των υπολοίπων ευρωπαϊκών οργάνων δυνάμει των συνθηκών και τις διεθνείς της υποχρεώσεις προς τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα είναι η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Η μέθοδος και το εύρος της διενεργούμενης διαβούλευσης πρέπει πάντα να έχουν αναλογική σχέση με την επίπτωση της πρότασης που αποτελεί το αντικείμενο της διαβούλευσης, ενώ πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικοί περιορισμοί που συνδέονται με την πρόταση.

Η καλύτερη κατανόηση των παραγόντων αυτών και των μεθόδων εργασίας της Επιτροπής θα συμβάλει ώστε τα εξωτερικά ενδιαφερόμενα μέρη να έχουν ρεαλιστικές προσδοκίες σχετικά με τους στόχους προς επίτευξη.

Συνοχη

"Πολιτικές και δράση που έχουν συνοχή [...]" [23]

[23] Ομοίως

Η Επιτροπή θα διασφαλίσει τη συνοχή και τη διαφάνεια κατά την διεξαγωγή των διαβουλεύσεων από τις υπηρεσίες της.

Η Επιτροπή θα περιλάβει στις διαδικασίες διαβούλευσης μηχανισμούς ανάδρασης, αξιολόγησης και ανάλυσης.

Αυτό θα διασφαλισθεί με τον κατάλληλο συντονισμό και την υποβολή εκθέσεων στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Επιτροπής για τη "βελτίωση της νομοθεσίας".

Οι ομάδες συμφερόντων πρέπει επίσης να διαθέτουν μηχανισμούς παρακολούθησης της διαδικασίας προκειμένου να εξάγουν χρήσιμα συμπεράσματα και να είναι σε θέση να διαπιστώσουν την αποτελεσματικότητα της συμμετοχής τους σε ένα σύστημα διαφανές ανοιχτό και υπεύθυνο.

Ελάχιστες προδιαγραφές

A. Σαφησ προσδιορισμος του περιεχομενου της διαδικασιασ διαβουλευσησ

Κάθε ανακοίνωση στο πλαίσιο της διαβούλευσης θα πρέπει να είναι σαφής και περιεκτική και να περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες που διευκολύνουν τις απαντήσεις.

Οι πληροφορίες που παρέχονται στα έγγραφα στο πλαίσιο της δημοσιότητας και της διαβούλευσης πρέπει να περιλαμβάνουν:

* Συνοπτική περιγραφή του πλαισίου, του πεδίου και των στόχων της διαβούλευσης περιλαμβανομένης περιγραφής των επιμέρους θεμάτων που πρόκειται να συζητηθούν ή εκείνων που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την Επιτροπή.

* Αναλυτικές πληροφορίες για τις ακροάσεις, συνεδριάσεις ή διασκέψεις, όταν αυτό χρειάζεται.

* Αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τα πρόσωπα με τα οποία μπορούν να έρθουν σε επαφή οι ενδιαφερόμενοι και σχετικά με τις προθεσμίες.

* Εξήγηση των διαδικασιών της Επιτροπής όσον αφορά τις συνεισφορές, την αναμενόμενη ανάδραση και αναλυτική παρουσίαση των επομένων σταδίων επεξεργασίας της πολιτικής.

* Εάν δεν επισυνάπτονται, γίνεται αναφορά σε σχετικά έγγραφα τεκμηρίωσης (περιλαμβανομένων, ενδεχομένως, βοηθητικών εγγράφων της Επιτροπής).

B. Ομαδεσ-Στοχοι για τη Διαβουλευση

Όταν η Επιτροπή ορίζει την(τις) ομάδα(-ες) στόχο(-ους) σε μια διαδικασία διαβούλευσης πρέπει να φροντίζει ώστε τα ενδιαφερόμενα μέρη να έχουν την δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους.

Η Επιτροπή, προκειμένου να διασφαλίσει την ίση μεταχείριση, θα πρέπει να φροντίσει για τη δέουσα εκπροσώπηση των ακόλουθων μερών στη διαδικασία διαβούλευσης:

* εκείνων που επηρεάζονται από την πολιτική,

* εκείνων που συμμετέχουν στην εφαρμογή της εν λόγω πολιτικής, ή

* των φορέων που λόγω των διακηρυγμένων στόχων τους έχουν άμεσο ενδιαφέρον για την εν λόγω πολιτική.

Η Επιτροπή, κατά την επιλογή των σχετικών φορέων για τη διαβούλευση, θα πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

* την ευρύτερη επίπτωση της πολιτικής αυτής σε άλλους τομείς πολιτικής, (βλ. απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας [24] ή πολιτική για τους καταναλωτές,

[24] Άθρο 6 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

* τις ανάγκες για συγκεκριμένη εμπειρία, εμπειρογνωμοσύνη ή τεχνικές γνώσεις όπου είναι απαραίτητες,

* την ανάγκη συμμετοχής των μη οργανωμένων συμφερόντων στη διαδικασία, όπου χρειάζεται,

* τις συνεισφορές των συμμετεχόντων σε προηγούμενες διαβουλεύσεις,

* την ανάγκη τήρησης ίσων αποστάσεων, όπου χρειάζεται, μεταξύ των αντιπροσώπων:

- των κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων

- των μεγάλων και των μικρών οργανώσεων ή επιχειρήσεων

- συμμετοχή ευρύτερων κατηγοριών (π.χ. εκκλησίες και θρησκευτικές κοινότητες) και των ειδικών ομάδων-στόχων (π.χ. γυναίκες, ηλικιωμένοι, άνεργοι ή εθνικές μειονότητες)

- των οργανώσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και των αντίστοιχων σε χώρες που δεν είναι μέλη αυτής (π.χ. στις υποψήφιες ή αναπτυσσόμενες χώρες ή στις χώρες που είναι σημαντικοί εμπορικοί εταίροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

Όταν το κρίνει σκόπιμο η Επιτροπή ενθαρρύνει τις συνεισφορές από ενδιαφερόμενα μέρη οργανωμένα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Όταν υπάρχει ήδη ένα επίσημο ή διαρθρωμένο όργανο διαβούλευσης, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσει ότι η σύνθεσή του θα αντικατοπτρίζει πιστά τον τομέα που αντιπροσωπεύει. Εάν αυτό δεν συμβαίνει, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο θα ληφθούν υπόψη όλα τα συμφέροντα (π.χ. μέσω άλλων μορφών διαβούλευσης).

Γ. Δημοσιοτητα

Η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει επαρκή δημοσιότητα με στόχο την ευαισθητοποίηση και να προσαρμόζει τα μέσα επικοινωνίας της στις ανάγκες του κοινού στο οποίο απευθύνεται. Χωρίς να αποκλείονται άλλα μέσα επικοινωνίας, οι ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις πρέπει να φιλοξενούνται πάντα στο Διαδίκτυο και να προαναγγέλλονται στο "ενιαίο σημείο πρόσβασης".

Για να εξασφαλιστεί η πρόσβαση σε ευρύτερο κοινό, δημιουργείται ενιαίο σημείο επαφής για τη διαβούλευση στο οποίο τα ενδιαφερόμενα μέρη θα μπορούν να βρουν πληροφορίες και σχετικά έγγραφα τεκμηρίωσης. Για το σκοπό αυτό η Επιτροπή δύναται να χρησιμοποιήσει την πύλη πρόσβασης Web "H φωνή σας στην Ευρώπη" [25].

[25] http://europa.eu.int/ yourvoice

Θα ήταν ωστόσο χρήσιμο να διατηρηθούν παράλληλα εναλλακτικές λύσεις πιο παραδοσιακές σε σχέση με το Διαδίκτυο (π.χ. ανακοινώσεις στον τύπο, ταχυδρομικές αποστολές). Η Επιτροπή οφείλει, στο μέτρο του δυνατού, να παρέχει τα έγγραφα για τη διαβούλευση σε εναλλακτικές μορφές ώστε να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη δυνατότητα πρόσβασης σε άτομα με ειδικές ανάγκες.

Δ. Προθεσμίεσ για τη Συμμετοχη

Η Επιτροπή θα πρέπει πάντα να προβλέπει επαρκή χρόνο για το χρονικό προγραμματισμό και για την παραλαβή των απαντήσεων στις προσκλήσεις καθώς και των γραπτών συνεισφορών. Η Επιτροπή πρέπει να φροντίζει ώστε να παρέχεται προθεσμία τουλάχιστον 8 εβδομάδων για την παραλαβή των απαντήσεων στις γραπτές δημόσιες διαβουλεύσεις ενώ να δίδεται προειδοποίηση 20 εργάσιμων ημερών για τις συνεδριάσεις.

Ο βασικός κανόνας είναι να παρέχεται επαρκής χρόνος προετοιμασίας και προγραμματισμού στα άτομα που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις με την Επιτροπή.

Κατά τον καθορισμό της χρονικής περιόδου της διαβούλευσης πρέπει να επιδιώκεται μια εύλογη ισορροπία μεταξύ της ανάγκης για επαρκείς συνεισφορές και την ανάγκη για ταχεία λήψη αποφάσεων. Σε επείγουσες περιπτώσεις ή στην περίπτωση που τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν ήδη αρκετές ευκαιρίες για να εκφράσουν τις απόψεις τους, η περίοδος μπορεί να συντομευθεί.

Αντίθετα, μπορεί να απαιτηθεί περίοδος διαβούλευσης μεγαλύτερη των οκτώ εβδομάδων προκειμένου να ληφθούν υπόψη:

* η ανάγκη των Ευρωπαϊκών ή εθνικών οργανώσεων να διαβουλεύονται με τα μέλη τους προκειμένου να καταλήξουν σε ενιαία άποψη,

* ορισμένα υφιστάμενα δεσμευτικά επίσημα έγγραφα (αυτό ισχύει ειδικότερα για τις απαιτήσεις κοινοποίησης που προβλέπει η συμφωνία Π.Ο.Ε),

* οι ιδιαιτερότητες μιας συγκεκριμένης πρότασης (π.χ. λόγω της πολυποικιλότητας των ενδιαφερομένων μερών ή της πολυπλοκότητας του διακυβευόμενου θέματος),

* οι βασικές περίοδοι διακοπών.

Όταν λήξει η προθεσμία για την υποβολή των σχολίων, η Επιτροπή περατώνει τη διαβούλευση και προχωρεί στα επόμενα βήματα της διοικητικής διαδικασίας (π.χ. προετοιμασία για τη λήψη απόφασης από την Επιτροπή).

E. Βεβαιωση παραλαβησ και Αναδραση

Θα πρέπει να παρέχεται βεβαίωση για την παραλαβή των συνεισφορών. Τα αποτελέσματα της ανοιχτής δημόσιας διαβούλευσης πρέπει να παρουσιάζονται σε ιστοσελίδες που συνδέονται με το ενιαίο σημείο πρόσβασης στο Διαδίκτυο.

Ανάλογα με τον αριθμό των συνεισφορών που έχουν παραληφθεί και τους διαθέσιμους πόρους, η βεβαίωση παραλαβής μπορεί να λάβει τη μορφή:

* ατομικής απάντησης (με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή απόδειξη παραλαβής), ή

* συλλογικής απάντησης (με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή στο ενιαίο σημείο πρόσβασης της Επιτροπής για τη διαβούλευση στο Διαδίκτυο. η δημοσίευση των συνεισφορών στο ενιαίο σημείο πρόσβασης εντός 15 εργάσιμων ημερών, επέχει θέση βεβαίωσης παραλαβής).

Οι συνεισφορές αναλύονται προσεκτικά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν και σε ποιο βαθμό οι γνώμες που έχουν διατυπωθεί μπορούν να ενταχθούν στις προτάσεις σχετικά με τις πολιτικές. Οι συνεισφορές στο πλαίσιο διαβουλεύσεων με το ευρύ κοινό δημοσιεύονται στο ενιαίο σημείο πρόσβασης. Τα αποτελέσματα άλλων μορφών διαβουλεύσεων θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να μπορούν να εξεταστούν από το κοινό στο ορισθέν σημείο ενιαίας πρόσβασης στο Διαδίκτυο.

Η Επιτροπή ενθαρρύνει πρακτικές για την παροχή επαρκούς ανάδρασης προς τα μέρη που έχουν απαντήσει και προς το ευρύ κοινό. Για το σκοπό αυτό, τα επεξηγηματικά μνημόνια που συνοδεύουν τις νομοθετικές προτάσεις της Επιτροπής ή τις ανακοινώσεις μετά από τη διαδικασία διαβούλευσης θα περιλαμβάνουν τα αποτελέσματα των εν λόγω διαβουλεύσεων, με διευκρινίσεις για τον τρόπο διεξαγωγής τους και για το πως έχουν ληφθεί υπόψη τα αποτελέσματα στην πρόταση. Επιπλέον, τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων που έχουν διεξαχθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολόγησης των επιπτώσεων θα παρουσιάζονται συνοπτικά στις σχετικές εκθέσεις.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατάλογος υποβαλλόντων συνεισφορές (COM(2002)277)

Κυβερνήσεις

Κράτη μέλη

Γερμανία

Σουηδία

Ηνωμένο Βασίλειο

Τρίτες Χώρες

Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής

Ιδιωτικός τομέας

Eυρωπαϊκές οργανώσεις

Ομοσπονδίες εργοδοτών:

UEAPME European Association of Craft, Small and Medium-sized Enterprises

UNICE Union of Industrial and Employers' Confederations of Europe

Εμπορικά Επιμελητήρια:

EU Committee of the American Chamber of Commerce

EuroChambres

Επαγγελματικές ομοσπονδίες:

ACE Architects' Council of Europe

EuroCommerce

ESBG European Savings Banks Group

EWLA European Women Lawyers' Association

FEE Fιdιration des Experts Comptables Europιens

PGEU Pharmaceutical Group of the European Union

Ομοσπονδίες παροχής υπηρεσιών και παραγωγής:

AIG Advertising Information Group

AIM European Brands Association

AMDEA Association of Manufacturers of Domestic Appliances

BIPAR European Federation of Insurance Intermediaries

CEA Comitι Europιen des Assurances

CEPF Confιdιration Europιenne des Propriιtaires Forestiers

CEPS European Confederation of Spirits Producers

Coalition on Fair Trade

EFCO&HPA European Federation of Camping Organisations and Holiday Park

Ενώσεις

FEDIAF Fιdιration europιenne de l'industrie des aliments pour animaux familiers

HOTREC Hτtels, Restaurants et Cafιs en Europe

WFA World Federation of Advertisers

Εθνικοί οργανισμοί

Ομοσπονδίες εργοδοτών:

CBI Confederation of British Industry (UK)

EEF Engineering Employers Federation (UK)

REC Recruitment and Employment Confederation (UK)

Εμπορικά επιμελητήρια:

BCI Birmingham Chamber of Commerce & Industry (UK)

WKΦ Austrian Federal Economic Chamber (A)

DIHK Deutscher Industrie- und Handelskammmertag (D)

Επαγγελματικές ομοσπονδίες:

BFB Bundesverband der Freien Berufe (D)

BStBK Bundessteuerberaterkammer (D)

Ομοσπονδίες παροχής υπηρεσιών και παραγωγής:

AA Advertising Association (UK)

BAB Bureau de l'Agriculture Britannique (UK)

BBA British Bankers' Association (UK)

BRC British Retail Consortium (UK)

CDV Gesamtverband der Deutschen Versicherungswirtschaft (German Insurance Association) (D)

LIBA London Investment Banking Association (UK)

NAM U.S. National Associations of Manufacturers (US)

NEMA National Electrical Manufacturers Association (US)

NNR Board of Swedish Industry and Commerce for Better Regulation (S)

Smallbusiness Europe (UK)

Λοιπά:

BAK Bundeskammer fόr Arbeiter und Angestellte/Bundesarbeitskammer (A)

Small Business Council UK (UK)

Εταιρίες

Barclays

The Boots Company

Telefσnica

RPA Risk & Policy Analysts

ΜΚΟ

Eυρωπαϊκές οργανώσεις

Προστασία καταναλωτών:

BEUC European Consumers' Organisation

Περιβάλλον:

EEB European Environmental Bureau

EPRO Environment Platform for Regional Offices

IFN Friends of Nature International

Κοινωνικός τομέας:

Caritas Europe and Eurodiaconia

CEDAG European Council for Voluntary Organisations

ESAN Le rιseau europιen d'action sociale

Social Platform

Οικογένεια και νέοι:

COFACE Confederation of Family Organisations in the European Community

Δικαιώματα των πολιτών:

ECAS - Euro Citizen Action Service

Εθνικές οργανώσεις

Polish NGO Office (PL)

CA Consumers' Association (UK)

NCC National Consumer Council (UK)

NCVO National Council of Voluntary Organisations (UK)

FMR Forum Menschenrechte, European working group (D)

Περιφερειακά και τοπικά συμφέροντα

Eυρωπαϊκές οργανώσεις

CEMR Council of European Municipalities and Regions

CPMR Peripheral Maritime Regions of Europe

Eurocities

Group of European Regions

Εθνικές οργανώσεις

ALFRA Association of Finnish Local and Regional Authorities (FIN)

DStGB Deutscher Stδdte- und Gemeindebund (German Association of Towns and Municipalities) (D)

EERA East of England Regional Assembly (UK)

LGIB Local Government International Bureau (UK)

Provincia di Pordenone (I)

Region de Murcia (E)

Region Skεne (S)

Scottish Executive and COSLA (Convention of Scottish Local Authorities) (UK)

WOSEC West of Scotland European Consortium (UK)

Θρησκευτικά συμφέροντα/Εκκλησίες

Eυρωπαϊκές οργανώσεις

CEC Church and Society Commission of the Conference of European Churches

COMECE Commission of the Bishops Conferences of the European Community

Εθνικές οργανώσεις

Diakonisches Werk der Evangelischen Kirche in Deutschland (D)

EKD Evangelische Kirche in Deutschland (D)

Ομάδες μελέτης και ερευνητικά ινστιτούτα

EPF European Policy Forum

Risk Forum of the European Policy Centre

Ατομικές συνεισφορές

Mr Mark Boleat

Mr Ulrich Paetzold

Λοιποί

Euro Info Centre network

Hungarian-Swedish Advanced Quality Management Associates International