52001DC0598

Έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Σγμβούλιο του Laeken - Υπηρεσίες κοινής ωφέλειας /* COM/2001/0598 τελικό */


ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ LAEKEN - Υπηρεσίες κοινής ωφέλειας EL

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1. Εισαγωγή

2. Εξασφάλιση οικονομικά βιώσιμων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στην εσωτερική αγορά

2.1. Η αντιστάθμιση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας σύμφωνα με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις

2.1.1. Κοινοτικό πλαίσιο

2.1.1.1. Ο χαρακτηρισμός της αντιστάθμισης ως ενίσχυσης

2.1.1.2. Οι προϋποθέσεις συμβατότητας

2.1.1.3. Κοινοποίηση

2.1.2. Μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας δικαίου

2.1.2.1. Μία προσέγγιση σε δύο φάσεις

2.1.2.2. Περαιτέρω μέτρα για μεγαλύτερη διαφάνεια

2.2. Η εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στην επιλογή του προμηθευτού

3. Εξασφάλιση απόδοσης υψηλού επιπέδου των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας για τους ευρωπαίους πολίτες και τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις

3.1. Αποτελεσματική αξιολόγηση της απόδοσης των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας

3.1.1. Υποβολή εκθέσεων ανά τομέα

3.1.2. Ετήσια αξιολόγηση μέσα στο πλαίσιο της διαδικασίας του Κάρντιφ

3.1.3. Συγκριτική ανάλυση σε άλλους τομείς υπηρεσιών κοινής ωφέλειας

3.2. Ανάπτυξη των αρχών του άρθρου

4. Συμπέρασμα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

1. Εισαγωγη

1. Σ' έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει, οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας εξακολουθούν να αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου. Οι ευρωπαίοι πολίτες και οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θεωρούν δεδομένη τη διαθεσιμότητα μεγάλου φάσματος υψηλής ποιότητας υπηρεσιών κοινής ωφέλειας σε προσιτές τιμές. Οι υπηρεσίες αυτές συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής των πολιτών και αποτελούν προϋπόθεση για την πλήρη άσκηση πολλών θεμελιωδών δικαιωμάτων τους. Μία από τις κοινές αξίες όλων των ευρωπαϊκών κοινωνιών είναι η πρόσβαση όλων των μελών τους στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας συμβάλλουν στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και ενισχύουν την κοινωνική και εδαφική συνοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποτελούν ζωτικό στοιχείο της κοινοτικής πολιτικής για την προστασία των καταναλωτών. Για τις υποψήφιες χώρες η εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας έχει πολύ μεγάλη σημασία για την ομαλή ενσωμάτωσή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

2. Η σημασία που αποδίδουν οι ευρωπαίοι πολίτες και οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στη διατήρηση και ανάπτυξη αυτού του είδους των υπηρεσιών λαμβάνεται υπόψη στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο ρόλος των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος αναγνωρίζεται ρητά στο άρθρο 16 της συνθήκης ΕΚ, το οποίο προστέθηκε με τη συνθήκη του Άμστερνταμ. Πιο πρόσφατα, η πρόσβαση στις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος συμπεριελήφθη στον χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [1]. Το άρθρο 36 του χάρτη αυτού, η επίσημη διακήρυξη του οποίου έγινε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας, αναφέρει:

[1] ΕΕ C 364, 18.12.2000, σ. 1.

"Η Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται την πρόσβαση στις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος, όπως αυτό προβλέπεται στις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές, σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, προκειμένου να προαχθεί η κοινωνική και εδαφική συνοχή της Ένωσης."

3. Η ίδια η αγορά μπορεί να προσφέρει πολλές υπηρεσίες κοινής ωφέλειας σε πολλούς ανθρώπους. Ωστόσο, πολλές φορές οι αγορές δεν είναι σε θέση να επιτύχουν κοινωνικά επιθυμητούς στόχους και κατά συνέπεια η αγορά δεν ικανοποιεί απόλυτα την παροχή των υπηρεσιών αυτών. Αυτό μπορεί για παράδειγμα να οφείλεται (i) στο ότι το άτομο ή η αγορά δεν εκτιμά σωστά όλα τα οφέλη που θα προκύψουν στο μέλλον ή θα δημιουργηθούν για την κοινωνία ως σύνολο (π.χ. στην περίπτωση της εκπαίδευσης), (ii) σε μια επιθυμία της κοινωνίας να ενθαρρύνει την παροχή και χρήση των αγαθών ιδιαίτερης κοινωνικής σημασίας (merit goods) και των αγαθών περιορισμένου κύκλου (club goods) όπως τα μουσεία, ή (iii) στη φιλοδοξία της κοινωνίας να εξασφαλίσει ότι όλοι οι πολίτες, ακόμη και οι φτωχότεροι μπορούν να έχουν πρόσβαση σε ορισμένες υπηρεσίες ικανοποιητικής ποιότητας. Στις περιπτώσεις αυτές η παρέμβαση του δημόσιου τομέα μπορεί να είναι αναγκαία.

4. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θέσει τις αρχές των πολιτικών της και τους στόχους της στον τομέα αυτόν σε δύο συμπληρωματικές ανακοινώσεις με τίτλο "Υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στην Ευρώπη" το 1996 και το 2000 [2]. Στην ανακοίνωσή της του 1996 η Επιτροπή διευκρίνισε ιδιαίτερα ότι η παροχή και ανάπτυξη υπηρεσιών κοινής ωφέλειας υψηλής ποιότητας είναι απόλυτα συμβιβάσιμη με τους κανόνες της συνθήκης και ότι η συνθήκη παρέχει τη δυνατότητα να ληφθούν απολύτως υπόψη οι ιδιαιτερότητες των υπηρεσιών αυτών. Αναγνωρίζοντας την ανάγκη για μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου των κρατών μελών και των φορέων, στην ανακοίνωση του 2000 εξηγούνται το πεδίο και τα κριτήρια εφαρμογής της εσωτερικής αγοράς και των κανόνων ανταγωνισμού της συνθήκης.

[2] ΕΕ C 281, 26. 9. 1996, σ. 3. και ΕΕ C 17, 19. 1. 2001, σ. 4.

5. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας στις 7, 8 και 9 Δεκεμβρίου 2000 επεσήμανε "την πρόθεση της Επιτροπής να εξετάσει, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, τα μέσα για την εξασφάλιση μεγαλύτερης προβλεψιμότητας και αυξημένης ασφάλειας δικαίου κατά την εφαρμογή του δικαίου περί ανταγωνισμού σχετικά με τις υπηρεσίες κοινής ωφελείας" και ενέκρινε δήλωση του Συμβουλίου Εσωτερικής Αγοράς της 28ης Σεπτεμβρίου 2000 στην οποία διατυπώθηκαν δύο συγκεκριμένα αιτήματα:

- "Η εφαρμογή των κανόνων της εσωτερικής αγοράς και του ανταγωνισμού πρέπει να επιτρέπει στις υπηρεσίες κοινής οικονομικής ωφελείας, να ασκούν τις αποστολές τους υπό συνθήκες νομικής ασφάλειας και οικονομικής βιωσιμότητας, που θα εξασφαλίζουν μεταξύ άλλων τις αρχές ίσης μεταχείρισης, ποιότητας και συνέχειας των υπηρεσιών αυτών. Προς τούτο ιδίως, πρέπει να καταστεί σαφής η σχέση των τρόπων χρηματοδότησης των υπηρεσιών κοινής οικονομικής ωφελείας με την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Θα πρέπει ιδίως να αναγνωρισθεί η συμβατότητα των ενισχύσεων, οι οποίες σκοπό έχουν την αντιστάθμιση των πρόσθετων εξόδων που συνεπάγεται η ολοκλήρωση αποστολής κοινής οικονομικής ωφελείας, με την επιφύλαξη του άρθρου 86.2.

- Η συμβολή των υπηρεσιών κοινής οικονομικής ωφελείας στην οικονομική αύξηση και στην κοινωνική ευημερία δικαιολογεί πλήρως μια τακτική αξιολόγηση, συμφωνα με την αρχή της επικουρικότηας, του τρόπου με τον οποίο εκπληρώνουν τις αποστολές τους, ιδίως όσον αφορά την ποιότητα των υπηρεσιών, την δυνατότητα πρόσβασης σε αυτές, την ασφάλεια και τις τιμές, οι οποίες πρέπει να είναι δίκαιες και διαφανείς. Η αξιολόγηση αυτή είναι δυνατόν να γίνεται, για παράδειγμα στα πλαίσια της διαδικασίας του Κάρντιφ, βάσει συμβολών των κρατών μελών και των εκθέσεων της Επιτροπής, ανταλλαγών ορθών πρακτικών ή εκτίμησης από τους ομοτίμους. Θα μπορούσε επίσης να ζητείται η γνώμη των πολιτών και των καταναλωτών μέσω του Φόρουμ «η εσωτερική αγορά στην υπηρεσία των πολιτών και των επιχειρήσεων»."

6. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει εκ νέου έκθεση σχετικά με τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Laeken τον Δεκέμβριο του 2001. Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση αυτή ανταποκρινόμενη στο αίτημα αυτό. Σκοπός της δεν είναι να παρουσιάσει μια συνολική εικόνα των πολιτικών της Κοινότητας σχετικά με τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και δεν αντικαθιστά τις ανακοινώσεις του 1996 και του 2000. Οι ανακοινώσεις αυτές και, ιδίως, οι ορισμοί, οι αρχές και οι στόχοι που περιλαμβάνουν εξακολουθούν να ισχύουν [3]. Ο μετριοπαθέστερος στόχος της παρούσας έκθεσης είναι να συμπληρώσει τις ανακοινώσεις αυτές και να ασχοληθεί με τα συγκεκριμένα αιτήματα που παρουσίασε το Συμβούλιο Εσωτερικής Αγοράς, καθώς και να συμπεριλάβει τα σχόλια που έγιναν από τα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα μέρη για την ανακοίνωση του Σεπτεμβρίου 2000.

[3] Για μεγαλύτερη ευκολία, οι ορισμοί των όρων που χρησιμοποιούνται στις ανακοινώσεις του 1996 και του 2000 περιλαμβάνονται στο παράρτημα.

2. Εξασφαλιση οικονομικα βιωσιμων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στην εσωτερικη αγορα

7. Κατά γενικό κανόνα, το κοινοτικό δίκαιο αφήνει τα κράτη μέλη να αποφασίσουν εάν θα παρέχουν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας τα ίδια, άμεσα ή έμμεσα (μέσω άλλων δημόσιων φορέων), ή εάν θα εμπιστευτούν την παροχή τους σε τρίτους [4]. Όπου ασκείται οικονομική δραστηριότητα με κοινοτική διάσταση, η τήρηση των κανόνων και των αρχών της συνθήκης, που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της ίσης μεταχείρισης και του θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ των (δημόσιων και ιδιωτικών) φορέων οι οποίοι πληρούν τις καθορισμένες προϋποθέσεις, εγγυάται ότι η διαχείριση των υπηρεσιών αυτών γίνεται με τις ευνοϊκότερες οικονομικές συνθήκες της αγοράς.

[4] Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε ειδική κοινοτική νομοθεσία, όπως στον τομέα των μεταφορών.

8. Οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας πρέπει να είναι σε θέση να επιτελέσουν την αποστολή τους σε συνθήκες οικονομικής ισορροπίας. Σήμερα πολλές υπηρεσίες κοινής ωφέλειας είναι δυνατόν να παρασχεθούν επωφελώς σε συνθήκες αγοράς χωρίς να απαιτούν πρόσθετη υποστήριξη. Άλλες υπηρεσίες κοινής ωφέλειας χρειάζονται κάποιου είδους υποστήριξη για να είναι βιώσιμες. Το όριο μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών υπηρεσιών δεν είναι σαφές, μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τις τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις.

9. Αν και τα κοινοτικά κεφάλαια π.χ. των διαρθρωτικών ταμείων ή των προγραμμάτων ΔΕΔ, μπορούν να συμβάλλουν στη χρηματοδότησή τους, εναπόκειται στα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν την οικονομική σταθερότητα των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Ωστόσο, η συνθήκη παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να παράσχουν την αναγκαία στήριξη στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, οι οποίες διαφορετικά δεν θα ήταν οικονομικά βιώσιμες. Επιπλέον, ειδικές οδηγίες για κάθε τομέα σχετικά με τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος επιτρέπουν τη δημιουργία ταμείων ή άλλων μηχανισμών αντιστάθμισης για τη χρηματοδότηση της παροχής αυτών των υπηρεσιών. Γενικά, οι δυνατότητες των κρατών μελών να χορηγήσουν χρηματοοικονομική υποστήριξη για την παροχή μιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος περιορίζονται από τους κοινοτικούς κανόνες για τις κρατικές επιχορηγήσεις. Στην πράξη, αυτό το πλαίσιο της συνθήκης έχει έως τώρα αποδείξει ότι είναι αρκετά ευέλικτο ώστε να επιτρέπει τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας από τα κράτη μέλη όποτε αυτό είναι αναγκαίο.

10. Λόγω της διαφοροποίησης των υπηρεσιών αυτών, της οργάνωσής τους και των τρόπων χρηματοδότησής τους, η εφαρμογή των κανόνων της εσωτερικής αγοράς και του ανταγωνισμού δημιουργεί μερικές φορές πολύπλοκα ζητήματα. Γι' αυτό στην ανακοίνωση του Σεπτεμβρίου του 2000 η Επιτροπή δεσμεύτηκε για την περαιτέρω εξέταση της καλύτερης δυνατής χρήσης των μέσων που διαθέτει ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου. Έκτοτε, η Επιτροπή έχει λάβει σειρά μέτρων για τον σκοπό αυτόν που παρουσιάζουν επίσης ενδιαφέρον και για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας [5].

[5] Στις 12 Ιανουαρίου 2001, η Επιτροπή ενέκρινε τρεις κανονισμούς απαλλαγής κατά κατηγορία σχετικά με τις ενισχύσεις για επαγγελματική εκπαίδευση, τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας και τις ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ L 10, 13.1.2001, σ. 20, 30, 33). Επιπλέον, η Επιτροπή ενέκρινε κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (ΕΕ C 37, 3.2.2001, σ. 3), μία ανακοίνωση σχετικά με τη μέθοδο ανάλυσης των κρατικών ενισχύσεων που σχετίζονται με το λανθάνον κόστος στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας (http://www.europa.eu.int/comm/competition/state_aid/legislation/aid3.html

electricity) και μία ανακοίνωση σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις που αφορούν τις δημόσιες υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων (C(2001) 3063, 17.10.2001). Στην ανακοίνωσή της σχετικά με "Ορισμένες νομικές πτυχές που αφορούν τα κινηματογραφικά και τα άλλα οπτικοακουστικά έργα" (COM(2001) 534, 26.09.2001) η Επιτροπή έδωσε μια γενική κατεύθυνση όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα του κινηματογράφου. Επιπλέον, έκτοτε η Επιτροπή ενέκρινε τον πίνακα αποτελεσμάτων για τις κρατικές ενισχύσεις του 2001 (COM(2001) 412, 18.7.2001) και δημιούργησε το μητρώο κρατικών ενισχύσεων.

11. Ωστόσο, η συζήτηση που ακολούθησε την έγκριση της ανακοίνωσης του Σεπτεμβρίου 2000 έδειξε ότι ειδικά η εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στην επιλογή ενός ή περισσότερων προμηθευτών υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος και το θέμα της οικονομικής αντιστάθμισης των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας σύμφωνα με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις χρειάζονται ειδική εξέταση.

2.1. Η αντιστάθμιση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας σύμφωνα με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις

12. Πολλοί προμηθευτές υπηρεσιών κοινής ωφέλειας λαμβάνουν μια μορφή δημόσιας χρηματοδότησης ως αντιστάθμιση για τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που τους ανατίθενται. Οι δημόσιες αρχές στα κράτη μέλη, οι προμηθευτές των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, καθώς και τα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη χρειάζονται επομένως εγγυήσεις όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στις αντισταθμίσεις αυτές.

2.1.1. Κοινοτικό πλαίσιο

13. Το γενικό πλαίσιο που ορίζεται από την εσωτερική αγορά και τους κανόνες περί ανταγωνισμού της συνθήκης έχει ήδη αναλυθεί στην ανακοίνωση του Σεπτεμβρίου 2000. Επομένως, το τμήμα αυτό θα περιοριστεί στην υπενθύμιση ορισμένων βασικών αρχών που εφαρμόζονται σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις στις αντισταθμίσεις που χορηγούνται για την εκπλήρωση καθηκόντων παροχής δημόσιας υπηρεσίας [6].

[6] Οι υπηρεσίες της Επιτροπής έχουν ετοιμάσει ένα έγγραφο εργασίας στο οποίο εξηγείται λεπτομερώς η εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στις αντισταθμίσεις.

2.1.1.1. Ο χαρακτηρισμός της αντιστάθμισης ως ενίσχυσης

14. Μια οικονομική αντιστάθμιση που χορηγείται από το κράτος στον προμηθευτή υπηρεσίας κοινής ωφέλειας αποτελεί οικονομικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1. Αναφερόμενο στο γεγονός ότι το άρθρο 87 παράγραφος 1 δεν κάνει διάκριση μεταξύ των μέτρων κρατικής παρέμβασης με βάση τις αιτίες ή τους σκοπούς τους, αλλά τα ορίζει σε σχέση με τα αποτελέσματά τους, το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε ότι τα οικονομικά πλεονεκτήματα που χορηγούνται από τις δημόσιες αρχές σε μια επιχείρηση με σκοπό την αντιστάθμιση του κόστους των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας θεωρούνται ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 [7]. Με την επιφύλαξη μιας πιθανής εξέλιξης στη νομολογία του δικαστηρίου, οι πληρωμές αντισταθμίσεων πρέπει επομένως να υπόκεινται στους κανόνες των κρατικών ενισχύσεων εάν πληρούνται οι άλλες προϋποθέσεις του άρθρου 87 παράγραφος 1 [8].

[7] Απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 1997, Fιdιration Franηaise des Sociιtιs d'Assurances (FFSA) και λοιποί κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπόθεση T-106/95, [1997] ECR II-229. επικυρώθηκε στο ΔΕΚ, Διάταξη του Δικαστηρίου της 25ης Μαρτίου 1998, υπόθεση C-174/97 P, [1998] ECR I-1303. CFI, Απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Μαΐου 2000, SIC - Sociedade Independente de Comunicaηγo SA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπόθεση T-46/97 [2000] ECR II-2125

[8] Οι προϋποθέσεις αυτές εξηγούνται στην ανακοίνωση της Επιτροπής του Σεπτεμβρίου 2000, ΕΕ C 17, 19. 1. 2001, σ. 4

2.1.1.2. Οι προϋποθέσεις συμβατότητας

15. Εάν μια αντιστάθμιση εμπίπτει στη γενική απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1, μπορεί και πάλι να είναι συμβιβάσιμη με την κοινοτική νομοθεσία. Η αντιστάθμιση αυτή μπορεί είτε να ανήκει στις εξαιρέσεις των άρθρων 87 παράγραφοι 2 και 3 ή 73 στην περίπτωση των εσωτερικών μεταφορών είτε να χαρακτηρίζεται παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 2 της συνθήκης. Αν και η εφαρμογή του άρθρου 87 παράγραφοι 2 και 3 δεν έχει δημιουργήσει ειδικά προβλήματα στον τομέα υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και η εφαρμογή του άρθρου 73 καθορίζεται στο παράγωγο δίκαιο [9], η εφαρμογή του άρθρου 86 παράγραφος 2 απαιτεί περαιτέρω διευκρινίσεις [10]. Το άρθρο 86 παράγραφος 2 προβλέπει ότι:

[9] Κανονισμός 1191/69 και κανονισμός 1107/70, οι οποίοι τώρα αποτελούν αντικείμενο προτάσεων για ενημέρωση (COM(2000) 7 και 5 της 26.7.2000 αντίστοιχα).

[10] Για την αξιολόγηση της συμβατότητας των αντισταθμίσεων προς τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς θα πρέπει να γίνει αναφορά στο Πρωτόκολλο για το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη, της συνθήκης του Άμστερνταμ, που τροποποιεί τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ισχύει από την 1η Μαΐου 1999), ΕΕ C 340, 10.11.1997, σ. 109, και στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις που αφορούν τις δημόσιες υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων της 17.10.2001

"Επιχειρήσεις στις οποίες ανατίθεται η παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή με χαρακτήρα προσοδοφόρου μονοπωλίου υπάγονται στους κανόνες της συνθήκης ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, στο βαθμό που η εφαρμογή τους δεν εμποδίζει την άσκηση, από νομική άποψη ή εκ των πραγμάτων, των συγκεκριμένων καθηκόντων που τους ανατίθενται. Η ανάπτυξη του εμπορίου δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό που να αντιβαίνει στα συμφέροντα στης Κοινότητας."

16. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η ενίσχυση που χορηγείται στον προμηθευτή μιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος είναι κατ' αρχήν συμβιβάσιμη με τη συνθήκη εάν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Στην απόφασή του σχετικά με την υπόθεση FFSA, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι: "η καταβολή μιας κρατικής ενισχύσεως είναι δυνατό, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης, να μην εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 92 της εν λόγω Συνθήκης, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω ενίσχυση σκοπεί απλώς στο να αντισταθμίσει το κόστος που προκαλείται από την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που έχει η επιφορτισμένη με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος επιχείρηση και ότι η χορήγηση της ενισχύσεως αποδεικνύεται αναγκαία για να μπορεί η εν λόγω επιχείρηση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας που υπέχει υπό συνθήκες οικονομικής ισορροπίας (απόφαση Corbeau, σκέψεις 17 έως 19). Η κρίση σχετικά με την αναγκαιότητα της ενισχύσεως συνεπάγεται συνολική εκτίμηση των οικονομικών συνθηκών υπό τις οποίες η εν λόγω επιχείρηση ασκεί τις εμπίπτουσες στον επιφυλασσόμενο σ' αυτήν τομέα δραστηριότητες, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ενδεχόμενα οφέλη που η εν λόγω επιχείρηση μπορεί να αντλεί από ανοικτούς στον ανταγωνισμό τομείς. " (σκέψη 178) [11].

[11] Η αρίθμηση των άρθρων της συνθήκης άλλαξε με τη συνθήκη του Άμστερνταμ. Το άρθρο στο οποίο αναφέρεται το δικαστήριο είναι σήμερα το άρθρο 86 παράγραφος 2.

17. Η μέθοδος που εφαρμόζει το δικαστήριο είναι η εκτίμηση του ποσού του πρόσθετου κόστους που προκύπτει από τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας και η σύγκριση του ποσού αυτού με το ποσό της ενίσχυσης που χορηγήθηκε. Εάν το ποσό της ενίσχυσης δεν υπερβαίνει το ποσό του πρόσθετου κόστους, η ενίσχυση αυτή είναι κατ' αρχήν αποδεκτή με βάση το άρθρο 86 παράγραφος 2 [12].

[12] Για παράδειγμα, η Επιτροπή εφήρμοσε την προσέγγιση αυτή σε δύο αποφάσεις που εξέδωσε το 1999. Στις αποφάσεις αυτές βρέθηκε ότι το ποσό της αντιστάθμισης δεν υπερέβαινε το αντίστοιχο στην παροχή της δημόσιας υπηρεσίας κόστος και ήταν επομένως συμβατό με το άρθρο 86 παράγραφος 2 (απόφαση της 24.2.1999, Kinderkanal/Phoenix υπόθεση NN 70/98, και απόφαση της 29.9.1999 BBC News, υπόθεση NN 88/98).

18. Όσον αφορά τα μέσα προς εξασφάλιση της αντιστάθμισης, τα κράτη μέλη έχουν πράγματι μεγάλη διακριτική ευχέρεια. Ανάλογα με τις συγκεκριμένες ανάγκες τους, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις μπορούν να λάβουν ετήσιες επιδοτήσεις, να έχουν προνομιακή φορολογική μεταχείριση, χαμηλότερες κοινωνικές εισφορές κ.λπ. Καθοριστικό στοιχείο για την Επιτροπή είναι το ότι η αξία των πλεονεκτημάτων αυτών δεν υπερβαίνει το πρόσθετο κόστος των επιχειρήσεων για την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Ομοίως, σύμφωνα με το άρθρο 295 η προσέγγιση της Επιτροπής είναι ουδέτερη όσον αφορά το δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα των συγκεκριμένων επιχειρήσεων. Η επιλογή αυτή επαφίεται εξ ολοκλήρου στα κράτη μέλη.

19. Εάν μια υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος έχει ανατεθεί κατόπιν δίκαιης, διαφανούς και αμερόληπτης διαδικασίας [13], όσον αφορά τις υπηρεσίες που πρόκειται να παρασχεθούν και το ποσό της αντιστάθμισης, το ποσό αυτό της αντιστάθμισης θεωρείται συνήθως συμβατό με τις απαιτήσεις του άρθρου 86 παράγραφος 2, με την προϋπόθεση ότι η διαδικασία ήταν πραγματικά ανταγωνιστική.

[13] Κυρίως με ανοικτή πρόσκληση υποβολής προσφορών, όπως προβλέπεται στην εφαρμοστέα νομοθεσία.

20. Από την εμπειρία της Επιτροπής φαίνεται ότι στην πράξη είναι σχετικά ελάχιστες οι περιπτώσεις στις οποίες το ποσό αυτό της αντιστάθμισης αμφισβητήθηκε ή αποτέλεσε αντικείμενο καταγγελίας. Τα προβλήματα αυτά προκύπτουν κυρίως στους τομείς στους οποίους η ελευθέρωση ήταν πλήρης ή μερική, όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι μεταφορές ή οι ταχυδρομικές υπηρεσίες. Είναι πιθανόν επίσης να προκύψουν στον τομέα των ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων. Μεταξύ των θεμάτων που τίθενται είναι οι πιθανές συνδεδεμένες επιδοτήσεις από δραστηριότητες δημόσιων υπηρεσιών σε δραστηριότητες μη δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και το ποσό της αντιστάθμισης. Από την άποψη αυτή, η Επιτροπή πιστεύει ότι απαραίτητο να τηρούνται αυστηρά οι απαιτήσεις της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ της Επιτροπής της 25ης Ιουνίου 1980 περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημόσιων επιχειρήσεων [14]. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τις απαραίτητες προφυλάξεις ώστε να αποφεύγεται η χρησιμοποίηση της ενίσχυσης, που χορηγήθηκε για μια υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, ανεξάρτητα εάν είναι όλη ή μέρος της, για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων μη δημόσιας υπηρεσίας. Αυτού του είδους οι συνδεδεμένες επιδοτήσεις δεν γίνονται δεκτές.

[14] ΕΕ L 195, 29.7.1980, σ. 35, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2000/52/ΕΚ της 26ης Ιουλίου 2000, ΕΕ L 193, 29.7.2000, σ. 75

21. Η εφαρμογή των αρχών αυτών απαιτεί ωστόσο οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στην επιχείρηση στην οποία ανατίθεται μια υπηρεσία να ορίζονται σε πράξη δημόσιας αρχής ή σε συμβόλαιο η σύναψη του οποίου γίνεται με την αρμόδια δημόσια αρχή [15]. Το ποσό της αντιστάθμισης πρέπει οπωσδήποτε να καθορίζεται με βάση τη σαφήνεια, τη διαφάνεια και την αμεροληψία. Για παράδειγμα, ο κανονισμός 1191/69 προβλέπει στον τομέα των εσωτερικών μεταφορών την εξαίρεση από την υποχρέωση κοινοποίησης της αντιστάθμισης με βάση τύπους που έχουν καθοριστεί εκ των προτέρων και όχι με εκ των υστέρων εξισορρόπηση των διαφορών. [16]

[15] Το άρθρο 4 του κανονισμού 3577/92 για τις θαλάσσιες ενδομεταφορές-καμποτάζ προβλέπει μία εξαίρεση στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών.

[16] Κανονισμός (ΕΟΚ) 1191/69 του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 1969 περί των ενεργειών των κρατών μελών που αφορούν τις υποχρεώσεις που είναι συνυφασμένες με την έννοια της δημοσίας υπηρεσίας στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών, ΕΕ L 156, 28.6. 1969, σ. 1

22. Μια παρέκκλιση από τους κανόνες της συνθήκης σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 2, δεν πρέπει να επηρεάζει την ανάπτυξη του εμπορίου σε βαθμό αντίθετο προς το συμφέρον της Κοινότητας.

23. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να εγκρίνει κρατική ενίσχυση η οποία παραβιάζει άλλες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας [17]. Από την άποψη αυτή, η Επιτροπή θεωρεί ότι η συμμόρφωση με τους κανόνες που ορίζονται στην οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου και με τους κανόνες και τις αρχές της συνθήκης όπως ορίζονται στην ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις συμβάσεις παραχώρησης στο κοινοτικό δίκαιο [18], θα περιορίσουν σημαντικά τον κίνδυνο η διαδικασία ανάθεσης να παραβιάζει άλλες διατάξεις της συνθήκης εκτός των άρθρων 86 και 88.

[17] Απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2000, BP Chemicals κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπόθεση T-148/97, [2000] ECR II-3145 (σκέψεις 55, 77)

[18] ΕΕ C 121, 29.4.2000, σ. 2

2.1.1.3. Κοινοποίηση

24. Κατ' αρχήν, όλες οι αποζημιώσεις που χαρακτηρίζονται ενισχύσεις πρέπει να κοινοποιούνται. Σύμφωνα με τη νομολογία του δικαστηρίου η υποχρέωση για προηγούμενη κοινοποίηση όπως ορίζεται στο άρθρο 88 είναι μια γενική υποχρέωση που καλύπτει όλες τις ενισχύσεις προκειμένου να αποφευχθεί η χορήγηση ενίσχυσης αντίθετα προς τη συνθήκη [19]. Η ενίσχυση επομένως πρέπει να κοινοποιείται στην Επιτροπή πριν χορηγηθεί, ακόμη και αν μια ενίσχυση πληροί τις προϋποθέσεις για παρέκκλιση και είναι συμβατή με τη συνθήκη.

[19] Υπόθεση C-332/98 Coopιrative d'Exportation du Livre Franηais (CELF) [2000] ECR I-4833

25. Στην τρέχουσα νομοθετική κατάσταση, υπάρχουν δύο μόνο σχετικές εξαιρέσεις όσον αφορά την υποχρέωση αυτή: Πρώτον, η κοινοποίηση δεν χρειάζεται εάν η ενίσχυση που χορηγήθηκε είναι ενίσχυση ήσσονος σημασίας που πληροί τις προϋποθέσεις του κανονισμού 69/2001 της Επιτροπής της 12ης Ιανουαρίου 2001 [20]. Δεύτερον, οι αντισταθμίσεις που χορηγούνται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στον κανονισμό 1191/69 του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 1969 περί των ενεργειών των κρατών μελών που αφορούν τις υποχρεώσεις που είναι συνυφασμένες με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών [21] εξαιρούνται από την υποχρέωση κοινοποίησης. Επιπλέον, η Επιτροπή θα προτείνει προσαρμογή των διαδικασιών για την κοινοποίηση της κρατικής ενίσχυσης στις περιπτώσεις που αφορούν αντισταθμίσεις υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε σχέση με τις απομακρυσμένες περιφέρειες της Κοινότητας και τις μικρές νήσους [22].

[20] ΕΕ L 10, 13.1.2001, σ. 30

[21] ΕΕ L 156, 28.6.1969, σ. 1

[22] Λευκή βίβλος Η ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών με ορίζοντα το έτος 2010 COM(2001)370 τελικό, 12.9.200

26. Πρέπει να τονιστεί ότι, όπως και σε άλλους τομείς των κρατικών ενισχύσεων, τα κράτη μέλη μπορούν να κοινοποιούν στην Επιτροπή μεμονωμένα σχέδια αντιστάθμισης ή συστήματα αντιστάθμισης. Όταν τα συστήματα αυτά εγκριθούν από την Επιτροπή, η μεμονωμένη ενίσχυση που χορηγείται σύμφωνα με τα συστήματα αυτά κανονικά δεν πρέπει να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή.

2.1.2. Μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας δικαίου

2.1.2.1. Μία προσέγγιση σε δύο φάσεις

27. Με βάση τη δέσμευσή της ότι θα συνεχίσει να διερευνά τρόπους για να επιτύχει μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας σε συνδυασμό με την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, η Επιτροπή πραγματοποίησε συνάντηση με τους εκπροσώπους των κρατών μελών στις 7 Ιουνίου 2001 με σκοπό να μπορέσει να κατανοήσει καλύτερα τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη στην εξασφάλιση της χρηματοδότησης των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Βασιζόμενη στις συζητήσεις της με τα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα μέρη, καθώς και στην εμπειρία της, η Επιτροπή εξετάζει μία προσέγγιση σε δύο φάσεις.

28. Σε πρώτη φάση, η Επιτροπή σκοπεύει να θεσπίσει κατά τη διάρκεια του 2002, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, ένα κοινοτικό πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται στις επιχειρήσεις στις οποίες έχει ανατεθεί η παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος. Το πλαίσιο αυτό θα ενημερώνει τα κράτη μέλη και τις επιχειρήσεις για τις συνθήκες υπό τις οποίες η κρατική ενίσχυση που χορηγείται ως αντιστάθμιση για την επιβολή υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας μπορεί να εγκριθεί από την Επιτροπή. Θα μπορούσε κυρίως να καθορίζει τις συνθήκες για την έγκριση των συστημάτων κρατικών ενισχύσεων από την Επιτροπή, ελαφρύνοντας έτσι την υποχρέωση κοινοποίησης για τις μεμονωμένες ενισχύσεις.

29. Σε δεύτερη φάση, η Επιτροπή θα αξιολογήσει την εμπειρία που απέκτησε με την εφαρμογή του πλαισίου αυτού, και, εάν και στο βαθμό που θα αιτιολογείται, η Επιτροπή σκοπεύει να εγκρίνει κανονισμό για την εξαίρεση ορισμένων ενισχύσεων στον τομέα των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος από την υποχρέωση της προηγούμενης κοινοποίησης. Αυτή η αποκαλούμενη απαλλαγή κατά κατηγορία θα πρέπει να καθορίζει συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες η δημόσια χρηματοδότηση δεν θα θεωρείται κρατική ενίσχυση σύμφωνα με τη συνθήκη αφού δεν πληροί όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 87 παράγραφος 1 και/ή να ορίζει ακριβή κριτήρια τα οποία να εξασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις που η χρηματοδότηση αυτή είναι κρατική ενίσχυση, να είναι συμβατή με τη συνθήκη. Ένα παράδειγμα τέτοιου είδους κριτηρίων θα μπορούσε να είναι η παροχή μιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος που έχει ανατεθεί με δίκαιη, διαφανή, αμερόληπτη και ανταγωνιστική διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών [23]. Ο κανονισμός θα μπορούσε να καλύπτει όλους τους τομείς των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας ή να περιοριστεί σε ορισμένους τομείς. Θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί για να βελτιώσει την ασφάλεια δικαίου σε τομείς όπως οι τοπικές και κοινωνικές υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Με σκοπό να προετοιμαστεί για την πιθανή έγκριση ενός τέτοιου κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει σε εύθετο χρόνο πρόταση για την τροποποίηση του κανονισμού 994/1998 του Συμβουλίου [24].

[23] Ένα άλλο παράδειγμα βρίσκεται στην πρόταση της Επιτροπής σχετικά με τη χορήγηση ενισχύσεων για το συντονισμό των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών, COM (2000) 5, 26.7.2000

[24] ΕΕ L 142, 14.5.1998, σ. 1

2.1.2.2. Περαιτέρω μέτρα για μεγαλύτερη διαφάνεια

30. Δεδομένου ότι, όπως εξηγείται στην ανακοίνωση του Σεπτεμβρίου 2000, όλες οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας που δεν αποτελούν οικονομική δραστηριότητα δεν υπόκεινται στους κανόνες του ανταγωνισμού και στους κανόνες της εσωτερικής αγοράς, προτάθηκε στην Επιτροπή να συντάξει έναν κατάλογο υπηρεσιών κοινής ωφέλειας μη οικονομικού χαρακτήρα. Όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ των οικονομικών και των μη οικονομικών δραστηριοτήτων το δικαστήριο έχει αποφασίσει ότι "οποιαδήποτε δραστηριότητα περιλαμβάνει προσφορά αγαθών και υπηρεσιών σε μια δεδομένη αγορά αποτελεί οικονομική δραστηριότητα" [25]. Στην πράξη, στις περισσότερες περιπτώσεις υπηρεσιών κοινής ωφέλειας η διάκριση αυτή δεν δημιουργεί προβλήματα. Ωστόσο, ο αόριστος ορισμός της "μη οικονομικής" υπηρεσίας έχει αποδειχτεί πολύ δύσκολος. Επιπλέον, το φάσμα των υπηρεσιών που είναι δυνατόν να παρασχεθούν σε μια αγορά υπόκειται στις τεχνολογικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές και έχει εξελιχτεί στο πέρασμα του χρόνου. Επομένως, αν και μπορεί να συνταχθεί βεβαίως ένας κατάλογος παραδειγμάτων [26], δεν θα ήταν σκόπιμο να δοθεί ένας οριστικός a priori κατάλογος όλων των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που θεωρούνται "μη οικονομικές".

[25] Απόφαση του δικαστηρίου για τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-180-184/98 Pavel Pavlov και λοιποί κατά Stichting Pensioenfonds Medische Specialisten [2000] ECR I-6451.

[26] Πρβλ. Ανακοίνωση της Επιτροπής του Σεπτέμβριου 2000, ειδικώτερα παράγραφους 28 - 30, καθώς και το έγγραφο εργασίας που αναφέρεται στην υποσημείωση 6

31. Παρ' όλ' αυτά, με σκοπό την ακόμη μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά την πολιτική περί ανταγωνισμού και τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, η Επιτροπή θα προσθέσει στο μέλλον μια ειδική ενότητα για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στην ετήσια έκθεσή της για την πολιτική του ανταγωνισμού όπου θα περιγράφει τον τρόπο που εφαρμόστηκαν οι κανόνες του ανταγωνισμού στις υπηρεσίες αυτές.

32. Επιπλέον, η Επιτροπή θα προσδιορίζει στο μέλλον τις περιπτώσεις που αφορούν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στο μητρώο κρατικών ενισχύσεων ώστε να διευκολύνει την πρόσβαση στην τρέχουσα πρακτική [27].

[27] http://www.europa.eu.int/comm/competition/state_aid/register/

2.2. Η εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στην επιλογή του προμηθευτού [28]

[28] Οι κανόνες και οι αρχές που περιλαμβάνονται στο τμήμα αυτό αφορούν το γενικό νομικό πλαίσιο και δεν λαμβάνουν υπόψη την τομεακή κοινοτική νομοθεσία ή την εθνική νομοθεσία που είναι συμβατή με την εφαρμοστέα κοινοτική νομοθεσία.

33. Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να αποφασίσουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να λειτουργεί η υπηρεσία και μπορούν να αποφασίσουν να παρέχουν μια δημόσια υπηρεσία τα ίδια άμεσα ή έμμεσα (μέσω άλλων δημόσιων φορέων). Εάν όμως αποφασίσουν να αναθέσουν την παροχή της υπηρεσίας σε τρίτο μέρος, πρέπει να ακολουθήσουν τους διαδικαστικούς κανόνες και αρχές που εφαρμόζονται στην επιλογή του προμηθευτού, όπως ορίζονται πιο κάτω.

34. Αυτοί οι κανόνες και οι αρχές απορρέουν από τη συνθήκη και εφαρμόζονται σε όλες τις συμβάσεις που συνάπτουν τα κράτη μέλη για την παροχή οικονομικών υπηρεσιών κατά την έννοια της συνθήκης, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό τους στην εθνική νομοθεσία. Ωστόσο, στη συνθήκη απαριθμείται και σειρά εξαιρέσεων. Η συνθήκη εξαιρεί από την εφαρμογή των κανόνων αυτών τις δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση δημόσιας αρχής και επιτρέπει τις παρεκκλίσεις εάν αιτιολογούνται για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας. Οι δραστηριότητες "μη οικονομικού" χαρακτήρα κατά την έννοια της συνθήκης επίσης εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής αυτών των κανόνων και αρχών [29]. Επιπλέον, αυτοί οι κανόνες και αρχές της συνθήκης δεν προδικάζουν την πιθανότητα τα κράτη μέλη να αποδώσουν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα για τη διαχείριση των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος όταν οι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 86, και κυρίως της παραγράφου 2 [30].

[29] Πρβλ. παράγραφο 30 πιο πάνω.

[30] Στον οπτικοακουστικό τομέα, πρέπει να ληφθεί υπόψη το Πρωτόκολλο για το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη, της συνθήκης του Άμστερνταμ, η οποία τροποποιεί τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ισχύει από την 1η Μαΐου 1999).

35. Όταν η σύμβαση με την οποία η δημόσια αρχή αναθέτει τη διαχείριση μιας υπηρεσίας κοινής ωφέλειας σ' ένα τρίτο μέρος πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις κοινοτικές οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις [31], αποτελεί "δημόσια σύμβαση" κατά την έννοια των οδηγιών αυτών και η ανάθεσή τους πρέπει αν σέβεται τις διατάξεις που ορίζονται στις προαναφερθείσες οδηγίες.

[31] Πρβλ. οδηγίες 92/50/ΕΟΚ, 93/37/ΕΟΚ, 93/36/ ΕΟΚ και 93/38/ ΕΟΚ.

36. Επιπλέον, σύμφωνα με τη νομολογία του δικαστηρίου, η ανάθεση συμβολαίων που δεν καλύπτονται από τις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις πρέπει παρ' όλ' αυτά να τηρούν τους σχετικούς κανόνες και αρχές της συνθήκης, δηλ. τους κανόνες περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και ελεύθερης εγκατάστασης, καθώς και τις αρχές περί διαφάνειας, ίσης μεταχείρισης, αναλογικότητας και αμοιβαίας αναγνώρισης. Η συμμόρφωση με τις αρχές αυτές σημαίνει γενικά ότι, εκτός από τις υπηρεσίες στις οποίες δεν εφαρμόζονται οι κανόνες και οι αρχές της συνθήκης στις περιπτώσεις που περιγράφονται στην παράγραφο 34 πιο πάνω, εξασφαλίζεται, προς όφελος οποιουδήποτε υποβάλλοντος προσφορά, ένας βαθμός διαφήμισης αρκετός για να δώσει τη δυνατότητα στην αγορά υπηρεσιών να ανοίξει στον ανταγωνισμό και να επιτρέψει τον έλεγχο των διαδικασιών για τις συμβάσεις [32].

[32] Βλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000 για την υπόθεση Telaustria, υπόθ. C-324/98 (παρ. 62)

37. Αυτή είναι η περίπτωση των παραχωρήσεων υπηρεσιών και άλλων μορφών δημόσιων-ιδιωτικών εταιρικών σχέσεων, που αυτή τη στιγμή δεν καλύπτονται από την οδηγία 92/50/ΕΟΚ. Οι εταιρικές σχέσεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα συνήθως αναφέρονται σε όλες τις μορφές συνεργασίας μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα για τη διαχείριση των υπηρεσιών που απευθύνονται στο κοινό. Παραχωρήσεις χαρακτηρίζονται από την Επιτροπή οι πράξεις που αποδίδονται στο κράτος με τις οποίες μια δημόσια αρχή εμπιστεύεται σ' ένα τρίτο μέρος τη διαχείριση των υπηρεσιών για τις οποίες κανονικά θα ήταν υπεύθυνη η αρχή αυτή και για τις οποίες το τρίτο μέρος αναλαμβάνει τον κίνδυνο. Στην περίπτωση των παραχωρήσεων υπηρεσιών, ο φορέας αναλαμβάνει τον κίνδυνο που συνδέεται με τις υπηρεσίες αυτές, αποκομίζοντας ένα σημαντικό μέρος εσόδων από τους χρήστες [33].

[33] Για λεπτομερέστερη ανάλυση του ζητήματος ανατρέξτε στην ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις συμβάσεις παραχώρησης στο κοινοτικό δίκαιο (ΕΕ C121, 29.4.2000, σ. 2)

38. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η εφαρμογή αυτών των αρχών και κανόνων στην επιλογή του προμηθευτού μπορεί να έχει μόνο ευεργετικά αποτελέσματα για τους χρήστες, καθώς και για τους οικονομικούς φορείς. Η σωστή εφαρμογή αυτών των κανόνων και αρχών θα εξασφαλίσει την καλύτερη λειτουργία των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, αφού θα εγγυάται την ανάθεσή τους σε προμηθευτή ο οποίος ανταποκρίνεται στις αναγκαίες απαιτήσεις και στις ευνοϊκότερες συνθήκες της αγοράς. Έτσι οι καταναλωτές θα απολαμβάνουν υπηρεσίες υψηλής ποιότητας στις καλύτερες δυνατές τιμές της αγοράς.

39. Η Επιτροπή θα μελετήσει εάν απαιτούνται πρόσθετα μέτρα για την περαιτέρω διευκρίνιση των κοινοτικών κανόνων και αρχών που εφαρμόζονται στην επιλογή του προμηθευτού υπηρεσιών κοινής ωφέλειας.

3. Εξασφαλιση αποδοσης υψηλου επιπεδου των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας για τους ευρωπαιους πολιτεσ και τις ευρωπαϊκεσ επιχειρησεισ

40. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας επαφίεται γενικά στα κράτη μέλη ο καθορισμός των συγκεκριμένων απαιτήσεων απόδοσης για τις υπηρεσίες αυτές και να εξασφαλίσουν την τήρηση των απαιτήσεων αυτών. Σε κοινοτικό επίπεδο, η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και η εισαγωγή του ανταγωνισμού έχει βοηθήσει στη βελτίωση της απόδοσης πολλών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Η Κοινότητα έχει αναλάβει πρωτοβουλίες σε διάφορα επίπεδα. Πρώτον, η ενσωμάτωση των υπηρεσιών σε επίπεδο ΕΕ αποτελεί συχνά ουσιαστικό στοιχείο για την εξασφάλιση της επιτυχημένης παροχής υπηρεσιών. Παραδείγματα γι' αυτό είναι το πρόβλημα της αεροπορικής συμφόρησης και η οργάνωση των υποδομών και των διευθετήσεων της αγοράς που απαιτήθηκαν για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Η Επιτροπή έχει προτείνει και θα συνεχίσει να προωθεί ενέργειες στους τομείς αυτούς στους οποίους η παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος έχει μια ιδιαίτερη κοινοτική διάσταση. Δεύτερον, και στο βαθμό που οι υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος ρυθμίζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Κοινότητα έχει δημιουργήσει το αναγκαίο πλαίσιο που εξασφαλίζει ότι η παροχή των υπηρεσιών αυτών ανταποκρίνεται στους σχετικούς στόχους της δημόσιας πολιτικής. Προκειμένου να μπορεί να προσαρμόζει με ευελιξία το πλαίσιο αυτό ανάλογα με τις νέες τεχνολογικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις, η Επιτροπή θα ενισχύσει την τομεακή και οριζόντια παρακολούθηση των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας.

3.1. Αποτελεσματική αξιολόγηση της απόδοσης των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας

41. Με βάση μία πρόταση που έκανε η Επιτροπή στην ανακοίνωσή του περασμένου Σεπτεμβρίου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζήτησε συστηματικότερη αξιολόγηση των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας για να εκτιμηθεί η συμβολή τους στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία. Αυτό συμβαδίζει απόλυτα με τη διαπίστωση της Επιτροπής στη λευκή βίβλο για την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση [34] ότι

[34] COM(2001) 428, 25.7.2001

"χρειάζεται να ενισχυθεί η διάδοση της αξιολόγησης και ανταπόκρισης, προκειμένου να αποκομίζονται διδάγματα από τις επιτυχίες και τα σφάλματα του παρελθόντος. Αυτή η αντίληψη θα διασφαλίσει ότι οι προτάσεις δεν είναι υπέρ το δέον ρυθμιστικές και ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται και εφαρμόζονται στο κατάλληλο επίπεδο."

42. Στον τομέα των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας η διάδοση της αξιολόγησης και ανταπόκρισης είναι ιδιαίτερα σημαντική, λόγω του ότι εκτός από την οικονομική απόδοση των υπηρεσιών αυτών, πρέπει να παρακολουθείται και η απόδοσή τους σε σχέση με τους άλλους στόχους της δημόσιας πολιτικής. Με την αποτελεσματική αξιολόγηση των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας διαπιστώνεται εάν επιτεύχθηκαν οι σχετικοί στόχοι της δημόσιας πολιτικής και διευκολύνεται η προσαρμογή ή ο επαναπροσανατολισμός των πολιτικών σύμφωνα με τις τεχνολογικές εξελίξεις, τις νέες καταναλωτικές ανάγκες και τις νέες απαιτήσεις δημοσίου συμφέροντος. Η αξιολόγηση της απόδοσης επαφίεται στις αρμόδιες αρχές του κατάλληλου επιπέδου. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι οι εθνικές, περιφερειακές ή τοπικές αρχές που έχουν την αρμοδιότητα για την παρακολούθηση και αξιολόγηση της απόδοσης των υπηρεσιών αυτών. Ωστόσο, όταν υπάρχει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο σε κοινοτικό επίπεδο, τα κοινοτικά όργανα πρέπει να αξιολογούν επίσης την απόδοση των συγκεκριμένων υπηρεσιών. Ανταποκρινόμενη στο αίτημα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, επομένως, η Επιτροπή

- θα ενισχύσει την υποβολή εκθέσεων ανά τομέα, και

- θα εισαγάγει μια ετήσια οριζόντια αξιολόγηση μέσα στο πλαίσιο της διαδικασίας του Κάρντιφ,

- όπου χρειάζεται, θα συνεισφέρει στη συγκριτική ανάλυση της αποτελεσματικότητας των μέτρων που λαμβάνονται στα κράτη μέλη για να επιτευχθεί η επαρκής απόδοση των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας σε τομείς που δεν καλύπτονται από την υποβολή εκθέσεων ανά τομέα ή την ετήσια αξιολόγηση.

3.1.1. Υποβολή εκθέσεων ανά τομέα

43. Η Επιτροπή έχει ήδη αξιολογήσει την απόδοση των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος σε ορισμένους τομείς που διέπονται από συγκεκριμένη κοινοτική νομοθεσία. Οι εκθέσεις ανά τομέα έχει αποδειχτεί ότι αποτελούν χρήσιμα εργαλεία για την αξιολόγηση και την ανάπτυξη πολιτικών σε συγκεκριμένους τομείς. Επιτρέπουν κυρίως τη λεπτομερή αντιμετώπιση ειδικών ζητημάτων του τομέα και την προσαρμογή των εκθέσεων στις απαιτήσεις της πολιτικής για τον τομέα αυτόν. Η Επιτροπή θα συνεχίσει και θα βελτιώσει την υποβολή εκθέσεων ανά τομέα και θα δώσει ιδιαίτερη προσοχή στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας όπου απαιτείται.

Παραδείγματα υποβολής εκθέσεων ανά τομέα

Στον τηλεπικοινωνιακό τομέα η Επιτροπή ξεκίνησε το 1997 να υποβάλει τακτικά εκθέσεις αξιολόγησης σχετικά με την εφαρμογή των ρυθμιστικών μέτρων που είχαν ληφθεί με στόχο την πλήρη απελευθέρωση του τομέα [35]. Οι εκθέσεις αυτές σκιαγραφούν τις σημαντικότερες εξελίξεις στην αγορά, αναλύουν την εφαρμογή των ρυθμιστικών αρχών που καλύπτονται από συγκεκριμένη κοινοτική νομοθεσία και καταλήγουν σε συμπεράσματα σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις στην πολιτική. Εκπονούνται σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και λαμβάνουν υπόψη τους τις πληροφορίες που συγκεντρώνονται από μεγάλο αριθμό φορέων, ενώσεων και άλλων οργανισμών του τομέα.

[35] Πρβλ. π.χ. Έκτη έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της δέσμης κανονιστικών ρυθμίσεων στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, COM(2000) 814 τελικό, 7.12.2000

Στον ενεργειακό τομέα η Επιτροπή έχει αξιολογήσει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην ανακοίνωση της 16ης Μαΐου 2000 [36]. Σε άλλη ανακοίνωση της 13ης Μαρτίου 2001 η Επιτροπή αξιολόγησε τις εξελίξεις σχετικά με τις ρυθμίσεις και στην αγορά στην ευρωπαϊκή βιομηχανία φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων μεταξύ άλλων της επίτευξης των στόχων των δημόσιων υπηρεσιών και την εξέλιξη της απασχόλησης [37]. Της ανακοίνωσης αυτής προηγήθηκε ευρεία διαβούλευση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, δηλ. τους κοινωνικούς εταίρους, τις επιχειρήσεις ηλεκτροπαραγωγής, τους παραγωγούς φυσικού αερίου, τους διαχειριστές δικτύων μεταφοράς, τους διανομείς, τους καταναλωτές και άλλους οργανισμούς. Κατά την προετοιμασία της ανακοίνωσης η Επιτροπή οργάνωσε δημόσια ακρόαση στην οποία συμμετείχαν 120 περίπου ενώσεις και επιχειρήσεις.

[36] COM(2000) 297 τελικό, 16.5.2000

[37] COM(2001) 125 τελικό, 13.3.2001

Στον ταχυδρομικό τομέα, η οδηγία 97/67 ζητούσε από την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας καθώς και αξιολόγηση των οικονομικών, κοινωνικών, εργασιακών και τεχνολογικών εξελίξεων στον τομέα, καθώς και της ποιότητας της υπηρεσίας. Η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση για τροποποίηση της οδηγίας 97/67 τον Μάιο του 2000 [38]. Το έγγραφο βασίστηκε σε σειρά περιεκτικών μελετών του ιστορικού του τομέα [39]. Η Επιτροπή θα υποβάλει την αξιολόγηση πριν από το τέλος του έτους.

[38] COM(2000) 319 τελικό, 30.5.2000

[39] Υπάρχει στη διεύθυνση: http://europa.eu.int/comm/internal_market/en/postal/evolframe/studies/index.htm

Στις σιδηροδρομικές μεταφορές, η οδηγία 01/12 ζητά από την Επιτροπή να παρακολουθεί συστηματικά τις εξελίξεις της αγοράς όσον αφορά τους σιδηροδρόμους [40]. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα παρακολουθεί μεταξύ άλλων τα επίπεδα υπηρεσιών για τους επιβάτες των σιδηροδρόμων και τη χρηματοδότηση της αγοράς των σιδηροδρόμων [41].

[40] ΕΕ L 75, 15.3.2001, σ. 1

[41] Η Επιτροπή οργανώνει ακρόαση για τις οργανώσεις των επιβατών σιδηροδρόμων τον Οκτώβριο του 2001 με σκοπό να συζητηθούν τα επίπεδα υπηρεσιών στις μεταφορές επιβατών με σιδηροδρόμους και να αξιολογηθεί η ανάγκη κατάρτισης δικαιωμάτων επιβατών σιδηροδρόμων ΕΕ για τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές επιβατών σύμφωνα με το πρότυπο αυτών που ισχύουν στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών

Στις θαλάσσιες μεταφορές, ο κανονισμός 3577/92 απαιτεί από την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού για τις θαλάσσιες ενδομεταφορές, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που επιβάλλονται ως προϋπόθεση για την προσφορά τακτικών υπηρεσιών ενδομεταφορών [42]. Η τέταρτη έκθεση θα υποβληθεί το 2002.

[42] ΕΕ L 364, 12.12.1992, σ. 7

3.1.2. Ετήσια αξιολόγηση μέσα στο πλαίσιο της διαδικασίας του Κάρντιφ

44. Προκειμένου να ανταποκριθεί στο αίτημα για τακτική αξιολόγηση των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, η Επιτροπή θα εκπονήσει έγγραφο εργασίας το οποίο θα προσαρτηθεί στην έκθεση της Επιτροπής για τη λειτουργία των αγορών προϊόντων και κεφαλαίων ("Έκθεση Κάρντιφ"), που θα εγκριθεί από την Επιτροπή στις αρχές Δεκεμβρίου.

Αυτό βασίζεται σε μελέτες που πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα για την Επιτροπή, ερωτηματολόγια που αποστάλησαν στις εθνικές αρχές και στις κανονιστικές αρχές διαφόρων τομέων και ιδιαίτερα σε αναλυτικές διαβουλεύσεις που έγιναν με τους καταναλωτές στα 15 κράτη μέλη. Η αξιολόγηση θα αποτελείται από οριζόντια παρακολούθηση ορισμένων υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος που θα καλύπτει τρεις τομείς.

(1) Παρακολούθηση της δομής της αγοράς και της απόδοσης

Η αξιολόγηση θα καλύπτει την εκτίμηση της εξέλιξης των τιμών, τη συγκέντρωση της αγοράς, τη συμμετοχή επιχειρήσεων στον τομέα, τις συγχωνεύσεις και εξαγορές και άλλες παραμέτρους που συνδέονται με την οικονομική απόδοση λαμβάνοντας υπόψη τους διάφορους τύπους καταναλωτών και χρηστών. Θα περιλαμβάνει ενημέρωση δεικτών που ήδη υπάρχουν και ορισμένους νέους δείκτες που προκύπτουν από τις εργασίες των υπηρεσιών της Επιτροπής.

(2) Οικονομική και κοινωνική αξιολόγηση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας

Η αξιολόγηση αυτή θα έχει ως επίκεντρο την ολοκλήρωση τριών βασικών ομάδων υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε διάφορες χώρες και τομείς: υποχρεώσεις πρόσβασης, υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας, ιδιαίτερα ρύθμισης των τιμών και προσφοράς προσιτών τιμολογίων, και ποιοτικές και κοινωνικές πτυχές της παροχής υπηρεσιών. Επιπλέον, θα μελετηθούν διάφορες μορφές κόστους και χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, καθώς και ο αντίκτυπός τους στον ανταγωνισμό, και άλλες διαστάσεις της απόδοσης της αγοράς. Θα στηριχτεί σε υπάρχουσες πληροφορίες σχετικά με το ρυθμιστικό πλαίσιο, στην εφαρμογή εκ μέρους των κρατών μελών των κοινοτικών και εθνικών κανόνων και σε άλλα στοιχεία που θα συγκεντρώσει η Επιτροπή κατά την παρακολούθηση της εφαρμογής των κοινοτικών οδηγιών και κανονισμών.

(3) Απόψεις των πολιτών σχετικά με τον αντίκτυπο της ελευθέρωσης των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος

Έχει πραγματοποιηθεί εξαντλητική έρευνα, στην οποία χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές "ομάδων εστίασης", για τη συγκέντρωση ποιοτικών πληροφοριών όσον αφορά τις απόψεις των πολιτών για την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος. Οι πληροφορίες αυτές θα συμπληρώσουν την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου που ξεκίνησε πέρυσι. Γι' αυτή τη χρονιά έχουν προσδιοριστεί τρεις ομάδες: με υψηλό εισόδημα, με χαμηλό εισόδημα και μια τρίτη ομάδα η οποία αποτελείται από πολίτες με ιδιαίτερη ευαισθησία στην παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (συνταξιούχοι, καταναλωτές που ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές, ...). Ο στόχος είναι διπλός:

- να μάθουμε περισσότερα για την πραγματική σημασία που αποδίδουν οι πολίτες στις διάφορες πτυχές της παροχής των υπηρεσιών αυτών.

- να έχουμε ποιοτικότερη αξιολόγηση των απόψεών τους για τον αντίκτυπο των διαδικασιών ελευθέρωσης, ειδικά όσον αφορά τις υποχρεώσεις παροχής καθολικής και δημόσιας υπηρεσίας.

Η τομεακή κάλυψη των τριών πλευρών της οριζόντιας αυτής αξιολόγησης έχει ρυθμιστεί από τη διαθεσιμότητα των στοιχείων.

45. Η Επιτροπή σκοπεύει να βελτιώσει και να ενισχύσει την οριζόντια παρακολούθησή της μέσα στο πλαίσιο της διαδικασίας του Κάρντιφ κατά τα επόμενα έτη. Θα αναπτύξει και θα βελτιώσει, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, την απαραίτητη ομάδα εργαλείων ανάλυσης και μεθοδολογία για την εκτίμηση των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος που θα βοηθήσουν στην αξιολόγηση και στην καθοδήγηση για τη χάραξη της πολιτικής σε κοινοτικό επίπεδο.

46. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί να είναι αναγκαίο να διευρυνθεί το φάσμα των θεμάτων που καλύπτονται αυτή τη στιγμή. Εκτός από τις υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας και τις άλλες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, αλλά σημαντικά θέματα όπως η ολοκλήρωση των αγορών αυτών σε επίπεδο ΕΕ ή ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος της ελευθέρωσης (π.χ. αντίκτυπος στην παραγωγικότητα, στην απασχόληση, στην ανάπτυξη και στην κοινωνική και εδαφική συνοχή) ίσως απαιτούν μεγαλύτερη εις βάθος ανάλυση. Αυτό δεν είναι δυνατόν με τις πληροφορίες και τους πόρους που διαθέτουμε σήμερα. Ίσως επίσης χρειαστεί να δημιουργηθεί ένας μόνιμος μηχανισμός για την παρακολούθηση της άποψης των πολιτών και της εξέλιξής τους, καθώς και να επεκταθεί αυτή η παρακολούθηση σε άλλους χρήστες και ομάδες που μετέχουν στις διαδικασίες ελευθέρωσης. Σύμφωνα με τις αρχές για την ενίσχυση των διαβουλεύσεων και του διαλόγου που ορίζονται στη λευκή βίβλο για τη διακυβέρνηση, στην αξιολόγηση πρέπει να ληφθεί υπόψη μια ευρεία βάση ενημέρωσης. Επομένως, πρέπει να πραγματοποιηθούν διαβουλεύσεις με όλους τους ενδιαφερόμενους παράγοντες για συγκεκριμένα θέματα. Η Επιτροπή θα υποβάλει ανακοίνωση στην οποία θα καθορίζει τη μεθοδολογία της για την αξιολόγηση των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος σε κοινοτικό επίπεδο εντός του επόμενου έτους.

3.1.3. Συγκριτική ανάλυση σε άλλους τομείς υπηρεσιών κοινής ωφέλειας

47. Σε τομείς των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που δεν καλύπτονται από τις εκθέσεις ανά τομέα ή από την οριζόντια αξιολόγηση μέσα στο πλαίσιο της διαδικασίας του Κάρντιφ, η Επιτροπή έχει προετοιμαστεί να εργαστεί με τα κράτη μέλη και άλλες δημόσιες αρχές για να εισαγάγει ένα σύστημα συγκριτικής ανάλυσης της αποτελεσματικότητας των μέτρων που έχουν ως στόχο την επαρκή απόδοση των υπηρεσιών αυτών. Αυτό συνδέεται ιδίως με εκείνες τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος η παροχή των οποίων γίνεται με ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα ή οι οποίες διέπονται από φυσικό μονοπώλιο αφού οι υπηρεσίες αυτές απαιτούν ρυθμιστική επίβλεψη. Σε πολλές περιπτώσεις η συγκριτική ανάλυση της απόδοσης των ρυθμιστικών συστημάτων θα αποφέρει κοινοτική προστιθέμενη αξία, θα επωφεληθεί από τη μεγάλη ποικιλία ρυθμιστικών τεχνικών που χρησιμοποιούνται σε όλη την Ευρώπη και θα δώσει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να σχηματίσουν γνώμη για τις βελτιώσεις που θα μπορούσαν να γίνουν.

3.2. Ανάπτυξη των αρχών του άρθρου 16

48. Για πολλές υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος οι ανοικτές αγορές έχουν αποδειχτεί οι καταλληλότερες για την ικανοποίηση των αναγκών τόσο των πολιτών όσο και των επιχειρήσεων. Στους τομείς στους οποίους η ελευθέρωση έχει πραγματοποιηθεί με τη λήψη κοινοτικών μέτρων, ο ανταγωνισμός έχει οδηγήσει σε περισσότερες επιλογές και χαμηλότερες τιμές τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τις επιχειρήσεις.

49. Όταν ανοίγει έναν τομέα στον ανταγωνισμό, η Κοινότητα εφαρμόζει μια σταδιακή και διαρθρωμένη προσέγγιση στην ελευθέρωση για να εξασφαλίσει τη συνέχεις των υπηρεσιών και να προσφέρει στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να προσαρμοστούν στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον της αγοράς. Τα κοινοτικά μέτρα είχαν προβλέψει πρόσθετες μεταβατικές περιόδους ή παρεκκλίσεις για μεμονωμένα κράτη μέλη, όπου αυτό ήταν αναγκαίο για να ληφθούν υπόψη οι ειδικές περιστάσεις. Για παράδειγμα, η οδηγία η οποία άνοιξε πλήρως τις αγορές των τηλεπικοινωνιών της Κοινότητας στον ανταγωνισμό προέβλεπε πρόσθετες μεταβατικές περιόδους έως και για πέντε χρόνια για τα κράτη μέλη με πολύ μικρά ή λιγότερο ανεπτυγμένα δίκτυα [43]. Η οδηγία 96/92 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας προβλέπει πρόσθετη μεταβατική περίοδο έως και δύο χρόνια για ορισμένα κράτη μέλη λόγω των ιδιαίτερων τεχνικών χαρακτηριστικών των συστημάτων τους ηλεκτρικής ενέργειας [44]. Επίσης η οδηγία 98/30 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου προβλέπει τη δυνατότητα προσωρινών παρεκκλίσεων σε ορισμένες περιπτώσεις [45].

[43] Οδηγία 96/19/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ όσον αφορά το πλήρες άνοιγμα των αγορών τηλεπικοινωνιών στον ανταγωνισμό, ΕΕ L 74, 22.3.1996, σ. 13

[44] Οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ΕΕ L 27, 30.1.1997, σ. 20

[45] Οδηγία 98/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου, ΕΕ L 204, 21.7.1998, σ. 1

50. Η νομοθεσία για την ελευθέρωση που εγκρίθηκε σε κοινοτικό επίπεδο ποτέ δεν περιορίστηκε στην απλή εισαγωγή του ανταγωνισμού. Τα κοινοτικά μέτρα πάντοτε προβλέπουν εγγυήσεις που εξασφαλίζουν ότι οι υπηρεσίες συνεχίζουν να ανταποκρίνονται στα καθορισμένα πρότυπα ποιότητας. Όπου χρειάζεται τα μέσα για την ελευθέρωση προβλέπουν επίσης έγκριση προτύπων για την υγεία και την ασφάλεια, καθώς και όρους για την τιμολόγηση. Γενικά, τα πρότυπα και οι όροι αυτοί πρέπει να καθορίζονται και να συμπληρώνονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Η εμπειρία έχει δείξει ότι οι εγγυήσεις αυτές δίνουν τη δυνατότητα στις αρμόδιες εθνικές αρχές να εξασφαλίσουν με αποτελεσματικότητα ότι οι προμηθευτές των υπηρεσιών ανταποκρίνονται στους σχετικούς στόχους για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας και στους στόχους ποιότητας σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν το άρθρο 16 της συνθήκης ΕΚ.

Παραδείγματα εγγυήσεων σε συγκεκριμένη κοινοτική νομοθεσία

Σε διάφορους τομείς, τα κοινοτικά όργανα έχουν εγκρίνει παράγωγο δίκαιο με το οποίο εξασφαλίζεται η επίτευξη των στόχων της παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

1. Ενεργειακός τομέας

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, των οδηγιών για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας [46] και την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου [47] που ενέκριναν από κοινού το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, προβλέπει ότι τηρώντας πλήρως τις οικείες διατάξεις της συνθήκης, και ιδίως το άρθρο 86, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας/φυσικού αερίου υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, προς το γενικότερο οικονομικό συμφέρον, οι οποίες μπορούν να αφορούν την ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας εφοδιασμού, την τακτική παροχή, την ποιότητα και τις τιμές, καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος. Οι υποχρεώσεις αυτές πρέπει να ορίζονται σαφώς, να είναι διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες. Οι εν λόγω υποχρεώσεις, καθώς και οι ενδεχόμενες αναθεωρήσεις τους, δημοσιεύονται και κοινοποιούνται αμελλητί από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή. Επιπλέον, και οι δύο οδηγίες δίνουν τη δυνατότητα στα κράτη μέλη, στην περίπτωση αιφνίδιας κρίσης στην αγορά ενέργειας, να λάβουν προσωρινά πρόσθετα μέτρα διασφάλισης. Η πρόταση οδηγίας για την τροποποίηση των οδηγιών 96/92/ΕΚ και 98/30/ΕΚ θα ενισχύσει τις διατάξεις που εξασφαλίζουν την επίτευξη των στόχων της παροχής δημόσιας υπηρεσίας [48].

[46] ΕΕ L 27, 30.1.1997, σ. 20

[47] ΕΕ L 204, 21.7.1998, σ. 1

[48] COM (2001) 125 τελικό, 13.3.2001

2. Τηλεπικοινωνιακός τομέας

Στον τηλεπικοινωνιακό τομέα η οδηγία 98/10/ΕΚ ορίζει τις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες που πρέπει να είναι διαθέσιμες σε όλους τους χρήστες, ανεξάρτητα από γεωγραφική θέση, και σε προσιτή τιμή [49]. Η οδηγία αυτή ορίζει επίσης την ποιότητα της υπηρεσίας και τις συνθήκες χρήσης, καθώς και τις αρχές τιμολόγησης. Επιπλέον, η οδηγία 97/33/ΕΚ περιλαμβάνει λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με το κόστος και τη χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας στον τηλεπικοινωνιακό τομέα [50]. Διατάξεις σχετικές με τις ανεξάρτητες εθνικές κανονιστικές αρχές περιλαμβάνονται στην οδηγία 90/387/ΕΟΚ [51]. Η προσέγγιση αυτή έχει διατηρηθεί στις προτάσεις για ένα νέο ρυθμιστικό πλαίσιο που υπέβαλε η Επιτροπή τον Ιούλιο του 2000 [52].

[49] Οδηγία 98/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 1998 για την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου (ΟΝΡ) στη φωνητική τηλεφωνία και για την καθολική υπηρεσία για τις τηλεπικοινωνίες σε ανταγωνιστικό περιβάλλον, ΕΕ L 101, 1.4.1998, σ. 24

[50] Οδηγία 97/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Ιουνίου 1997 για τη διασύνδεση στο χώρο των τηλεπικοινωνιών προκειμένου να διασφαλισθεί καθολική υπηρεσία και διαλειτουργικότητα, με εφαρμογή των αρχών παροχής ανοικτού δικτύου (ΟΝΡ), ΕΕ L 1999, 26.7.1997, σ. 52

[51] Οδηγία 90/387/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1990 για τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μέσω της εφαρμογής της παροχής ανοικτού δικτύου (Open Networt Provision - ONP), ΕΕ L 192, 24.7.1990, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 1997, ΕΕ L 295, 29.10.1997, σ. 23

[52] ΕΕ C 365 E, 19.12.2000, σ. 198, 212, 215, 223, 230, 238, 256

3. Ταχυδρομικός τομέας

Η οδηγία για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες [53] που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποσκοπεί σε σταδιακό και ελεγχόμενο άνοιγμα των αγορών στον ανταγωνισμό. Την ίδια στιγμή η οδηγία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν ένα ελάχιστο καθολικής υπηρεσίας όπως περιγράφεται στο κεφάλαιο 2 και το οποίο αντιστοιχεί στην προσφορά ταχυδρομικών υπηρεσιών συγκεκριμένης ποιότητας μονίμως σε όλα τα σημεία της επικράτειας, σε τιμές προσιτές για όλους τους χρήστες. Η οδηγία ορίζει επίσης τις αρχές τιμολόγησης, τις απαιτήσεις και τα πρότυπα ποιότητας και προβλέπει μια διαδικασία εναρμόνισης των τεχνικών προτύπων. Οι εθνικές κανονιστικές αρχές είναι υποχρεωμένες να εξασφαλίσουν την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συνθήκη. Οι εγγυήσεις αυτές θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν και στην προτεινόμενη τροποποίηση της οδηγίας για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες [54].

[53] Οδηγία 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, ΕΕ L 15, 21.1.1998, σ. 14

[54] COM (2000) 319 τελικό, 30.5.2000

4. Τομέας αερομεταφορών

Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο α, του κανονισμού για την πρόσβαση των κοινοτικών αερομεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών [55], ένα κράτος μέλος κατόπιν διαβουλεύσεων με άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και αφού ενημερώσει την Επιτροπή και τους αερομεταφορείς που εκτελούν το δρομολόγιο αυτό, πρέπει να επιβάλλει υποχρεώσεις παροχής δημόσιων υπηρεσιών σε τακτικές αεροπορικές γραμμές προς αερολιμένα που εξυπηρετεί περιφερειακή περιοχή ή περιοχή ανάπτυξης που βρίσκεται στο έδαφός του ή σε γραμμή μικρής συχνότητας, προς οποιοδήποτε περιφερειακό αερολιμένα στο έδαφός του, εφόσον οι γραμμές αυτές θεωρούνται δρομολόγια ζωτικής σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη της περιφέρειας όπου βρίσκεται ο αερολιμένας και στο μέτρο που απαιτείται προκειμένου να εξασφαλίζεται, στο συγκεκριμένο δρομολόγιο, επαρκής εξυπηρέτηση τακτικών αεροπορικών γραμμών που πληρούν καθορισμένα κριτήρια συνέχειας, τακτικότητας, μεταφορικής ικανότητας και τιμών, τα οποία ο αερομεταφορέας δεν επρόκειτο άλλως να πληροί εάν ελάμβανε αποκλειστικά υπόψη το εμπορικό συμφέρον του. Η Επιτροπή θα δημοσιεύσει την ύπαρξη αυτής της υποχρέωσης δημόσιας υπηρεσίας στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

[55] Κανονισμός (ΕΟΚ) 2408/92 του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1992 για την πρόσβαση των κοινοτικών αερομεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών, ΕΕ L 240, 24.8.1992, σ. 8

5. Δημόσιες μεταφορές

Η Επιτροπή έχει προτείνει μια παρόμοια προσέγγιση στο σχέδιο κανονισμού για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας στις δημόσιες μεταφορές [56], το οποίο βρίσκεται στο στάδιο της εξέτασης από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

[56] COM (2000) 7, 26.7.2000

6. Θαλάσσιες μεταφορές

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού 3577/92 το οποίο εφαρμόζει την αρχή της ελευθερίας στην παροχή υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών στο εσωτερικό των κρατών μελών (θαλάσσιες ενδομεταφορές - καμποτάζ), ένα κράτος μέλος μπορεί να συνάψει συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας ή να επιβάλει υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας, ως προϋπόθεση για την παροχή υπηρεσιών ενδομεταφορών, σε ναυτιλιακές εταιρείες που συμμετέχουν σε τακτικές γραμμές από και προς νησιά καθώς και μεταξύ τους. Κάθε φορά που ένα κράτος μέλος συνάπτει σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας ή επιβάλλει υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενεργεί κατά τρόπον ώστε να μη δημιουργούνται διακρίσεις εις βάρος οποιουδήποτε πλοιοκτήτη της Κοινότητας.

51. Έως τώρα η Επιτροπή έχει λάβει υπόψη της το άρθρο 16 της συνθήκης ξεκινώντας πολιτικές ανά τομέα με βάση τις αρχές για τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος που διέπουν τη διάταξη αυτή. Πρόσφατα προτάθηκε στην Επιτροπή να παγιώσει και να καθορίσει τις αρχές αυτές σε μία ενιαία οδηγία-πλαίσιο η οποία να εγκριθεί με την κατάλληλη νομική βάση. Ένα μέσο-πλαίσιο θα μπορούσε να τονίσει τη σπουδαιότητα που αποδίδει η Ευρωπαϊκή Ένωση στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας να βοηθήσει στην αποσαφήνιση των σχετικών κοινοτικών νομοθετικών εννοιών, τηρώντας απόλυτα την αρχή της επικουρικότητας. Η Επιτροπή μελετά την πρόταση αυτή.

Ωστόσο, μια οδηγία-πλαίσιο θα είναι υποχρεωτικά πολύ γενική και δεν θα είναι δυνατόν να συμπεριλάβει τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν κάθε υπηρεσία κοινής ωφέλειας. Μια τέτοιου είδους οδηγία δεν θα μπορούσε επομένως να αντικαταστήσει τις ειδικές ρυθμίσεις για κάθε τομέα και θα έπρεπε να εξεταστεί η προστιθέμενη αξία της σε σχέση με τις ειδικές ρυθμίσεις για κάθε τομέα. Ως οριζόντιο μέτρο, η οδηγία θα μπορούσε γενικά να θέσει μόνο τις ελάχιστες προδιαγραφές. Επιπλέον, μια οδηγία πρέπει να ανταποκρίνεται στο υψηλό επίπεδο των φιλοδοξιών μας. Η Επιτροπή θα εκτιμήσει εάν μια τέτοιου είδους οριζόντια οδηγία θα ήταν το σωστό μέσο ή εάν, με δεδομένες τις διαφορές στη δομή και στην οργάνωση των διαφόρων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, θα ήταν προτιμότερη μια προσέγγιση ειδικά για κάθε τομέα σε συνδυασμό με υψηλά πρότυπα για την οριζόντια προστασία των καταναλωτών, για τη διατήρηση και την ανάπτυξη υπηρεσιών κοινής ωφέλειας υψηλής ποιότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

52. Προτάθηκε επίσης η επικείμενη διακυβερνητική διάσκεψη να αποφασίσει για την εισαγωγή μιας αναφοράς σχετικά με την προώθηση των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στη συνθήκη, με την προσθήκη μιας νέας υποπαραγράφου στο άρθρο 3. Η Επιτροπή είχε κάνει την πρόταση αυτή στην ανακοίνωσή της του 1996 ενόψει της διακυβερνητικής διάσκεψης για την προετοιμασία της συνθήκης του Άμστερνταμ. Στην ανακοίνωση αυτή η Επιτροπή πρότεινε να προστεθεί ένα στοιχείο υ) στο άρθρο 3 με την ακόλουθη διατύπωση:

" συμβολή στην προαγωγή των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας."

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 16 που εισήχθη με τη συνθήκη του Άμστερνταμ εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό τους σκοπούς που επεδίωκε με την πρότασή της. Ωστόσο, η εισαγωγή ενός νέου στοιχείου στο άρθρο 3 θα έθετε την καλή απόδοση των υπηρεσιών αυτών με σαφήνεια μεταξύ των στόχων της Κοινότητας.

4. Συμπερασμα

53. Αφού εξέτασε τα αιτήματα που διατυπώθηκαν σε συνέχεια της έγκρισης της ανακοίνωσής της για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στην Ευρώπη τον Σεπτέμβριο του 2000 η Επιτροπή σκοπεύει να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες.

(1) Με σκοπό να αυξήσει την ασφάλεια δικαίου και τη διαφάνεια κατά την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και κατά την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στην επιλογή των προμηθευτών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, η Επιτροπή:

- με μία προσέγγιση σε δύο φάσεις θα θεσπίσει κατ'αρχάς ένα κοινοτικό πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται στις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος το 2002, και στη συνέχεια, εάν και στο βαθμό που αιτιολογείται από την υπάρχουσα εμπειρία της εφαρμογής του πλαισίου αυτού, θα εγκρίνει κανονισμό απαλλαγής κατά κατηγορία στον τομέα των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος. Κατά την προετοιμασία μιας πιθανής απαλλαγής κατά κατηγορία η Επιτροπή θα υποβάλει τροπολογία του κανονισμού 994/1998 του Συμβουλίου,

- θα προσθέσει στην ετήσια έκθεση για τον ανταγωνισμό ένα τμήμα για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, στο οποίο θα περιγράφεται ο τρόπος εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού στις υπηρεσίες αυτές,

- θα προσδιορίσει περιπτώσεις που αφορούν τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στο μητρώο κρατικών ενισχύσεων,

- θα εξετάσει πρόσθετα μέτρα για την περαιτέρω διευκρίνιση των κοινοτικών κανόνων και αρχών που εφαρμόζονται κατά την επιλογή του προμηθευτού υπηρεσιών κοινής ωφέλειας.

(2) Με σκοπό να εξασφαλίσει την αποτελεσματική αξιολόγηση των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας σε κοινοτικό επίπεδο η Επιτροπή

- θα βελτιώσει την υποβολή εκθέσεων ανά τομέα και θα δώσει μεγαλύτερο βάρος στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας όπου απαιτείται,

- θα θεσπίσει μια ετήσια οριζόντια αξιολόγηση μέσα στο πλαίσιο της διαδικασίας του Κάρντιφ και θα υποβάλει ανακοίνωση σχετικά με τη μέθοδό της αξιολόγησης το 2002,

- θα συνεργαστεί με τα κράτη μέλη και άλλες δημόσιες αρχές για την θέσπιση ενός συστήματος συγκριτικής ανάλυσης σε τομείς υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που δεν καλύπτονται από την υποβολή εκθέσεων ανά τομέα ή από την τακτική οριζόντια αξιολόγηση.

Επιπλέον, η Επιτροπή θα εξετάσει την πρόταση για κωδικοποίηση και προσδιορισμό των αρχών για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας που διέπουν το άρθρο 16 της συνθήκης σε μια οδηγία-πλαίσιο.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΟΡΙΣΜΟΙ

Υπηρεσίες κοινής ωφέλειας

Ο όρος καλύπτει υπηρεσίες εντός και εκτός της αγοράς τις οποίες οι δημόσιες αρχές ταξινομούν ως κοινής ωφέλειας και για τις οποίες επιβάλλουν υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας.

Υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος

Πρόκειται για τον όρο που χρησιμοποιείται στο άρθρο 86 της συνθήκης και αναφέρεται σε υπηρεσίες για τις οποίες τα κράτη μέλη επιβάλλουν ωρισμένες υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας με βάση κριτήριο γενικού συμφέροντος. Μπορεί να καλύπτει περιπτώσεις όπως τα δίκτυα μεταφορών, ενέργειας και τις επικοινωνίες.

Δημόσια υπηρεσία

Πρόκειται για ασαφή όρο που μπορεί να αναφέρεται είτε στον οργανισμό που παρέχει την υπηρεσία είτε στον ρόλο κοινής ωφέλειας που έχει ανατεθεί στον εν λόγω φορέα. Η υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας επιβάλλεται με στόχο τη βελτίωση ή διευκόλυνση παροχής υπηρεσίας κοινής ωφέλειας, για παράδειγμα στους τομείς των οδικών, εναέριων και σιδηροδρομικών μεταφορών και της ενέργειας. Οι υποχρεώσεις αυτές μπορεί να επιβληθούν σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Συχνά, υπάρχει σύγχυση μεταξύ του όρου «δημόσια υπηρεσία», που αναφέρεται στην παροχή υπηρεσίας προς το κοινό και του όρου «δημόσιος τομέας» (συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας διοίκησης) που αναφέρεται στη νομική μορφή του φορέα που παρέχει την υπηρεσία, ως προς το επ'αυτού δικαίωμα κυριότητας.

Καθολική υπηρεσία

Η καθολική υπηρεσία, ιδιαίτερα ο καθορισμός των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της απελευθέρωσης τομέων όπως οι τηλεπικοινωνίες στην ΕΕ. Ο καθορισμός και η εγγύηση παροχής της καθολικής υπηρεσίας διασφαλίζει ότι η συνεχής πρόσβαση και η ποιότητα των υφισταμένων υπηρεσιών διατηρούνται για όλους τους χρήστες και τους καταναλωτές κατά τη διάδικασία της μετάβασης από τη μονοπωλιακή προσφορά στις ανοιχτές ανταγωνιστικές αγορές. Η καθολική υπηρεσία, μέσα σε ένα περιβάλλον ανοικτών και ανταγωνιστικών τηλεπικοινωνιακών αγορών, ορίζεται ως το ελάχιστο σύνολο υπηρεσιών συγκεκριμένης ποιότητας στο οποίο έχουν πρόσβαση όλοι οι χρήστες και καταναλωτές στα πλαίσια των υπαρχουσών εθνικών συνθηκών, σε προσιτή τιμή.