52001DC0309

Δέκατη όγδοη ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (2000) /* COM/2001/0309 τελικό Τόμος Ι */


ΔΕΚΑΤΗ ΟΓΔΟΗ ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (2000)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ

1.1. Στατιστική επισκόπηση του έτους 2000

1.2. Η βελτίωση της διαδικασίας προ της προσφυγής

1.3. Η κατάσταση μεταφοράς των οδηγιών το 2000

1.4. Αιτήσεις παρέκκλισης από τα μέτρα εναρμόνισης - Άρθρο 95 ΕΚ

1.5. Παρουσίαση με γραφικές παραστάσεις του συνόλου των διαδικασιών παράβασης τις οποίες κίνησε ή διαχειρίστηκε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια του 2000.

1.6. Η εφαρμογή από την Επιτροπή του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ (εξελίξεις το 2000)

2. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ

2.1. Οικονομικές και δημοσιονομικές υποθεσεις

2.2. Επιχειρησεις

2.2.1. Οι κανόνες πρόληψης που προβλέπονται από την οδηγία 98/34/ΕΚ (πρώην 83/189/EOK).

2.2.2. Φαρμακευτικά προϊόντα

2.2.3. Καλλυντικά

2.2.4. Χημικές ουσίες

2.2.5. Μηχανοκίνητα οχήματα, ελκυστήρες, μοτοσικλέτες

2.2.6. Δομικά υλικά

2.2.7. Κεφαλαιουχικά αγαθά

2.2.8. Ραδιοεξοπλσμός και τηλεπικοινωνιακός τερματικός εξοπλισμός

2.2.9. Τουρισμός

2.3. Ανταγωνισμός

2.3.1. Τηλεπικοινωνίες

2.3.2. Ταχυδρομεία.

2.3.3. Ελεύθερα επαγγέλματα.

2.3.4. Μεταφορές

2.3.5. Συγκεντρώσεις

2.3.6. Κρατικές ενισχύσεις

2.4. ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

2.4.1. Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων

2.4.2. Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών

2.4.3. Συνθήκες εργασίας

2.4.4. Υγεία και ασφάλεια στο χώρο εργασίας

2.5. ΓΕΩΡΓΙΑ

2.5.1. Ελεύθερη κυκλοφορία των γεωργικών προϊόντων

2.5.2. Αγορά

2.6. Ενέργεια και μεταφορές

2.6.1. Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου

2.6.2. Ενεργειακή απόδοση

2.6.3. Υδρογονάνθρακες

2.6.4. Μεταφορές

2.6.5. Οδικές μεταφορές

2.6.6. Συνδυασμένες μεταφορές

2.6.7. Μεταφορές μέσω του πλωτού δικτύου

2.6.8. Σιδηροδρομικές μεταφορές

2.6.9. Θαλάσσιες μεταφορές

2.6.10. Εναέριες μεταφορές

2.7. Κοινωνία τησ πληροφοριασ

2.8. Περιβάλλον

2.8.1. Ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση

2.8.2. Αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων

2.8.3. Ατμοσφαιρικός αέρας

2.8.4. Ύδατα

2.8.5. Φύση

2.8.6. Θόρυβος

2.8.7. Χημικές ουσίες και βιοτεχνολογία

2.8.8. Απόβλητα

2.8.9. Περιβάλλον και βιομηχανία

2.8.10. Προστασία από τις ακτινοβολίες

2.9. Αλιεία

2.9.1. Πόροι

2.9.2. Χορήγηση σημαίας /άδειες αλιείας

2.9.3. Αγορές

2.10. Εσωτερική αγορά

2.10.1. Γενική στρατηγική για την εσωτερική αγορά.

2.10.2. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων

2.10.2.1. Εφαρμογή των άρθρων 28 και εξής της συνθήκης ΕΚ (πρώην άρθρα 30 και εξής της συνθήκης ΕΚ)

2.10.2.2. Συνοδευτικά μέτρα της κατάργησης των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα την 01.01.93

2.10.2.3. Ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων (τροποποιηθείσα οδηγία 85/374/ΕΟΚ )

2.10.3. Eλεύθερη παροχή υπηρεσιών και δικαίωμα εγκατάστασης

2.10.3.1. Τα άρθρα 43 και εξής καθώς και τα άρθρα 49 και εξής:

2.10.3.2. Χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες

2.10.3.3. Ταχυδρομικές υπηρεσίες

2.10.3.4. Εμπορικές επικοινωνίες

2.10.3.5. Μέσα ενημέρωσης

2.10.4. Επιχειρηματικό περιβάλλον

2.10.4.1. Δημόσιες συμβάσεις

2.10.4.2. Προστασία των δεδομένων

2.10.4.3. Πνευματική ιδιοκτησία

2.10.4.4. Δίκαιο των εταιρειών και χρηματοικονομική ενημέρωση

2.10.5. Νομικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα ως προς τα προσόντα

2.11. ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

2.11.1. Είδος παράβασης

2.11.2. Ενέργειες που αναλαμβάνονται από την Επιτροπή:

2.12. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗ ΕΝΩΣΗ

2.12.1. Τελωνειακή ένωση

2.12.2. Άμεση φορολογία

2.12.3. Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ)

2.12.4. Άλλοι έμμεσοι φόροι

2.13. Eκπαιδευση, Οπτικοακουστικοσ τομεασ και Πολιτισμοσ

2.13.1. Εκπαίδευση και πολιτισμός

2.13.2. Οπτικοακουστικός τομέας

2.13.2.1. Κατάσταση μεταφοράς της αναθεωρηθείσας οδηγίας

2.13.2.2. Εφαρμογή της οδηγίας

2.13.2.3. Πτυχές συνδεόμενες με τη διεύρυνση

2.14. Υγεία και προστασία των καταναλωτών

2.14.1. Κτηνιατρική νομοθεσία

2.14.2. Φυτοϋγειονομική νομοθεσία

2.14.3. Νομοθεσία για τους σπόρους προς σπορά και τα φυτά

2.14.4. Νομοθεσία για τα τρόφιμα

2.14.5. Νομοθεσία για τις ζωοτροφές

2.14.6. Προσμείξεις

2.14.7. Κοινοποίηση τεχνικών προτύπων και κανόνων

2.14.8. Προστασία των καταναλωτών

2.15. Δικαιοσυνη και εσωτερικεσ υποθεσεισ

2.15.1. Κοινοτικοποίηση του κεκτημένου του Σένγκεν

2.15.2. Είσοδος και διαμονή

2.15.3. Δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι

2.16. Προϋπολογισμοσ

2.16.1. Γενικά

2.16.2. Κακή εφαρμογή

2.16.2.1. Διαδικασίες που είχαν κινηθεί προηγουμένως

2.16.2.2. Νέες διαδικασίες

2.17. Προσωπικο και Διοικηση

2.18. Κοινοτικεσ στατιστικεσ

[Τομοσ II] Παραρτημα I : Η ανιχνευση των παραβασεων

Παραρτημα II : Διαδικασιεσ παραβασεων - κατανομη ανα σταδιο, νομικη βαση, κρατοσ μελοσ και τομεα

[Τομοσ III] Παραρτημα III : Επισκοπηση των παραβασεων των συνθηκων, κανονισμων και αποφασεων

[Τομοσ IV] Παραρτημα IV - μεροσ 1 : Κατασταση εφαρμογησ των οδηγιων

[Τομοσ V] Παραρτημα IV - μεροσ 1 : Ανακεφαλαιωτικοσ πινακασ

μεροσ 2 : Παραβασεισ λογω μη συμμορφωσησ των ΕΜΕ των οδηγιων

μεροσ 3 : Παραβασεισ λογω κακησ εφαρμογησ των ΕΜΕ των οδηγιων

[Τομοσ VI] ΠαραρτημαV : Αποφασεισ του δικαστηριου που εκδοθηκαν μεχρι τισ 31 Δεκεμβριου 2000 και δεν εχουν ακόμη εκτελεστει

Παραρτημα VI : Επισκοπηση τησ εφαρμογησ του κοινοτικου δικαιου απο τα εθνικα δικαστηρια

*********

Η έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου συντάσσεται κάθε χρόνο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως απάντηση στα διαδοχικά αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Ψήφισμα της 9ης Φεβρουαρίου 1983) και των κρατών μελών (Δήλωση αριθ. 19, σημείο 2, συνημμένη στη συνθήκη που υπογράφηκε στο Μάαστριχτ στις 7 Φεβρουαρίου 1992). Η έκθεση αυτή ανταποκρίνεται επίσης στα αιτήματα που εκφράστηκαν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου για ειδικούς τομείς.

1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο έλεγχος της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου αποτελεί ουσιώδη αποστολή ως προς την τήρηση του κανόνα δικαίου, αλλά συμβάλλει επίσης στο να καταστήσει απτή για τον ευρωπαίο πολίτη και για τους οικονομικούς φορείς την αρχή της Κοινότητας δικαίου .

Εξάλλου, ο αριθμός των καταγγελιών στη διαδικασία ανίχνευσης των παραβάσεων (πίνακας 1.1) εκφράζει σαφώς την εμπιστοσύνη του πολίτη σε αυτή τη θεμελιώδη αποστολή που ασκεί η Επιτροπή.

Εκφράζει επίσης τη βούληση της Επιτροπής να δώσει στον καταγγέλλοντα προνομιούχο θέση στη διαδικασία της προσφυγής λόγω παράβασης, από την οποία ήταν στο παρελθόν απών λόγω της φύσης αυτής της διαδικασίας, όπως έχει οργανωθεί από το άρθρο 226 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (και το άρθρο 141 της συνθήκης Ευρατόμ). Αυτή η θέση του καταγγέλλοντος έλαβε συγκεκριμένη μορφή με τα ακόλουθα διαδικαστικά μέτρα: καταχώρηση της καταγγελίας, τήρηση του απορρήτου, ενημέρωση του καταγγέλλοντος και δυνατότητά του να υποβάλει παρατηρήσεις πριν από κάθε απόφαση θέσης του φακέλου στο αρχείο.

Η Επιτροπή ανέλαβε την κωδικοποίηση των ισχυόντων διοικητικών κανόνων προκειμένου να διευκολύνει τις επαφές μεταξύ των καταγγελλόντων και των υπηρεσιών της.

Ωστόσο αυτή η εξέλιξη δεν αφαιρεί από την προσφυγή λόγω παράβασης τον κύριο στόχο της που είναι να οδηγήσει το κράτος μέλος που βρίσκεται σε κατάσταση παράβασης σε συμμόρφωση προς το κοινοτικό δίκαιο. Ούτε μεταβάλλει τη διακριτική ευχέρεια εκτίμησης την οποία αναγνωρίζει στην Επιτροπή η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά την άσκηση της προσφυγής λόγω παράβασης.

Αυτό πρέπει να τονιστεί ακόμη περισσότερο διότι η φύση αυτής της διαδικασίας μπορεί πολλές φορές να δημιουργήσει δυσαρέσκεια στους καταγγέλλοντες, οι οποίοι φυσικά επιδιώκουν διαφορετικό σκοπό, δηλαδή την ικανοποίηση των ατομικών συμφερόντων τους, τα οποία ενδεχομένως τίθενται σε κίνδυνο λόγω της παράβασης του κράτους μέλους.

Για τον λόγο αυτό η Επιτροπή φροντίζει διαρκώς να υπενθυμίζει στους καταγγέλλοντες ότι πρέπει να επιδιώκουν την αποκατάσταση της ενδεχόμενης ζημίας τους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Εξάλλου, δεδομένου ότι ο εθνικός δικαστής είναι ο πρώτος δικαστής στην κοινοτική έννομη τάξη, φαίνεται αποτελεσματικότερο και ευκολότερο να υποβάλλονται ενώπιόν του οι διαφορές που αφορούν συγκεκριμένες και ατομικές περιπτώσεις παράβασης του κοινοτικού δικαίου. Οι περιπτώσεις αυτές, μολονότι μπορούν να αποτελούν πραγματικές παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου, δύσκολα μπορούν να επιλυθούν ικανοποιητικά για τον καταγγέλλοντα σε διαδικασία παράβασης ασκούμενη από την Επιτροπή. Πράγματι, η επανόρθωση της παράβασης στην πράξη εναπόκειται πάντα στο κράτος μέλος και στα εθνικά δικαστήρια.

Ενώ δίνει ιδιαίτερη προσοχή στους καταγγέλλοντες, στους οποίους αναγνώρισε ρητά διαδικαστικά δικαιώματα κατά τη φάση προ της δικαστικής προσφυγής, η Επιτροπή παράλληλα προσπαθεί, προς το συμφέρον του ομοιόμορφου ελέγχου του κοινοτικού δικαίου, να συγκεντρώνει όσο το δυνατόν περισσότερο τις διαδικασίες και να διώκει κατά προτεραιότητα τις καταστάσεις που δείχνουν επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά παράβασης του οικείου κράτους μέλους. Έτσι πληροί τη θεμελιώδη αποστολή διασφάλισης της κοινοτικής έννομης τάξης την οποία της ανέθεσε το άρθρο 211 της συνθήκης ΕΚ.

Η XVIIIη έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου αποτελεί την πρώτη σχετική έκθεση μετά την αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της Επιτροπής. Λαμβάνει πλήρως υπόψη αυτή την αναδιοργάνωση, γεγονός που θα πρέπει να προσδώσει στην παρουσίαση αυτής της έκθεσης μεγαλύτερη συνοχή και διαφάνεια της δράσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 226 και 228 της συνθήκης ΕΚ (και 141/143 Ευρατόμ), σύμφωνα με την ευχή που διατύπωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του για την XVIη ετήσια έκθεση.

Η Επιτροπή προσπαθεί να εκπληρώσει αυτή τη θεμελιώδη αποστολή ελέγχου της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου κατά τρόπο ολοένα και αποτελεσματικότερο χρησιμοποιώντας τις σύγχρονες τεχνικές επικοινωνίας και διαχείρισης, ή ακόμη επιδιώκοντας την απλούστευση των διαδικασιών παράβασης.

Η άσκηση από την Επιτροπή της προσφυγής λόγω παράβασης περιγράφεται γενικά μέσω των ακόλουθων στοιχείων:

- μια στατιστική επισκόπηση η οποία αντικατοπτρίζει τις διάφορες φάσεις του ελέγχου της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και την στατιστική τους εξέλιξη σε σχέση με το προηγούμενο έτος (σημείο 1.1) .

- τη βελτίωση της διαδικασίας προ της δικαστικής προσφυγής (σημείο 1.2).

- την κατάσταση μεταφοράς των κοινοτικών οδηγιών από τα κράτη μέλη (σημείο 1.3).

- τις αιτήσεις παρέκκλισης από τα μέτρα εναρμόνισης - άρθρο 95 ΕΚ (σημείο 1.4).

- την παρουσίαση με γραφικές παραστάσεις, ανά κράτος μέλος, του συνόλου των διαδικασιών παράβασης τις οποίες κίνησε ή διαχειρίστηκε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια του 2000 (σημείο 1.5).

- συνολική επισκόπηση της χρησιμοποίησης από την Επιτροπή, από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Μάαστριχτ, του μηχανισμού κυρώσεων που προβλέπεται στο άρθρο 228 EΚ (σημείο 1.6).

1.1. Στατιστική επισκόπηση του έτους 2000

Τα στατιστικά στοιχεία του 2000 εμφανίζουν σταθεροποίηση του αριθμού των καταγγελιών που κατέγραψε η Επιτροπή. Για πρώτη φορά, ο αριθμός αυτός παρουσιάζει μάλιστα ελαφρά πτώση. Οι καταγγελίες παραμένουν ωστόσο το προνομιούχο μέσο ανίχνευσης των παραβάσεων, ενώ η Επιτροπή ενίσχυσε επίσης την αποτελεσματικότητα του ελέγχου που διεξάγει ως προς την μεταφορά των οδηγιών και τείνει να αυξήσει τη δική της ικανότητα ανίχνευσης των καταστάσεων παράβασης μέσω της αύξησης των διαδικασιών που κινούνται μετά από έρευνες των υπηρεσιών της.

Τα χρονικά όρια των διαδικασιών βελτιώθηκαν επίσης. Η Επιτροπή προσπαθεί ειδικότερα να μειώσει τις διορίες εκτέλεσης όσον αφορά τις παραβάσεις. Σήμερα, η διορία αυτή ανέρχεται σε 29 ημερολογιακές ημέρες από τη θέσπιση των αποφάσεων για την αποστολή προειδοποιητικής επιστολής και αιτιολογημένης γνώμης μέχρι την εκτέλεσή τους με κοινοποίηση στο οικείο κράτος μέλος. Η υφιστάμενη διορία μεταξύ μίας απόφασης προσφυγής και της κατάθεσης του δικογράφου το οποίο υλοποιεί την εκτέλεσή της είναι πολύ πιο δύσκολο να εκτιμηθεί συνολικά, δεδομένου ότι στο στάδιο αυτό οι επαφές με το οικείο κράτος μέλος είναι συχνότερες. Εφόσον ο πρώτος στόχος της διαδικασίας παράβασης είναι η συμμόρφωση του κράτους μέλους, η Επιτροπή ευνοεί συχνά αυτές τις επαφές αναστέλλοντας την εκτέλεση της προσφυγής. Η αύξηση της διορίας εκτέλεσης στο πλαίσιο αυτό δεν έχει πλέον στατιστική σημασία.

Τέλος, με στόχο τη διαφάνεια, από τον Ιανουάριο του 2001 οι αποφάσεις προειδοποιητικής επιστολής, αιτιολογημένης γνώμης και προσφυγής καθώς και οι αποφάσεις θέσης στο αρχείο δημοσιεύονται μόλις θεσπιστούν στο Ίντερνετ, στη θέση "Europa", της Επιτροπής. Εκτιμάται ότι αυτή η δημοσίευση μπορεί επίσης να αποτελέσει κίνητρο για τα οικεία κράτη μέλη, τα οποία γνωρίζουν αμέσως την τελευταία απόφαση της Επιτροπής σχετικά με συγκεκριμένους φακέλους.

Τα στατιστικά στοιχεία του 2000 παρουσιάζονται ως εξής :

- ο αριθμός των καταγγελιών που κατέγραψαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής σημείωσε ελαφρά πτώση το 2000, κατά 6,13% σε σχέση με το 1999.

Η Επιτροπή άνοιξε επίσης πολύ μεγαλύτερο αριθμό φακέλων από ό,τι τα προηγούμενα έτη βάσει των ερευνών που πραγματοποίησαν οι υπηρεσίες της ("αυτεπαγγέλτως αποκαλυφθείσες περιπτώσεις"). Ο αριθμός αυτός ανέρχεται το 2000 σε 896 φακέλους (έχει να σημειωθεί τόσο υψηλός αριθμός από το 1996). Από το σύνολο των 896 φακέλων, οι φάκελοι που ανοίχθηκαν βάσει κοινοβουλευτικών ερωτήσεων (15 έναντι 16 το 1999) και αναφορών (5 έναντι 10 το 1999) σημείωσαν ελαφρά μείωση, γεγονός που δείχνει την αυξημένη δραστηριότητα έρευνας των υπηρεσιών της Επιτροπής κατά τον έλεγχο των περιπτώσεων κακής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και κατά τον έλεγχο της συμμόρφωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης (ΕΜΕ) των οδηγιών.

- 1317 προειδοποιητικές επιστολές απεστάλησαν το 2000, αριθμός που εκφράζει αύξηση κατά 22,51% σε σχέση με το 1999, όπου σημειώθηκαν 1075 αποστολές. Ωστόσο τονίζεται ότι η αύξηση του συνολικού αριθμού προειδοποιητικών επιστολών φαίνεται ότι οφείλεται κυρίως στην αύξηση του αριθμού των προειδοποιητικών επιστολών λόγω μη ανακοίνωσης των ΕΜΕ των οδηγιών (925 προειδοποιητικές επιστολές το 2000 έναντι 706 το 1999 ήτοι αύξηση 31%) και του αριθμού των προειδοποιητικών επιστολών λόγω μη συμμόρφωσης των μέτρων αυτών ή λόγω κακής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (από 369 το 1999 σε 392 το 2000). Ο τελευταίος αυτός αριθμός που βρίσκεται σε άνοδο τονίζει την αυξημένη προσπάθεια των υπηρεσιών της Επιτροπής για τον έλεγχο της συμμόρφωσης (βλέπε σημείο 1.2 παρακάτω σχετικά με την ενίσχυση της ποιοτικής προσέγγισης).

Όσον αφορά τις προειδοποιητικές επιστολές λόγω μη ανακοίνωσης, αυτές αποκόμισαν πλήρη οφέλη από την ενίσχυση του αυτοματισμού και του εκσυγχρονισμού αυτής της διαδικασίας με εξουσιοδότηση. Η συστηματικότερη χρησιμοποίηση της πληροφορικής, καθώς και η συνεχής ανάπτυξη της βάσης των οδηγιών "Asmodιe II" επέτρεψαν έτσι τη σημαντική σύντμηση των προθεσμιών προειδοποίησης, οι οποίες τηρούν τώρα τον κανόνα προειδοποίησης εντός του μηνός από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς που προβλέπεται από τους εσωτερικούς κανόνες της Επιτροπής σχετικά με τις επιχειρησιακές διαδικασίες στον τομέα των παραβάσεων.

Αυτός ο εκσυγχρονισμός της διαδικασίας προειδοποίησης λόγω μη ανακοίνωσης επέτρεψε έτσι την απορρόφηση της καθυστέρησης που είχε σημειωθεί το 1999, γεγονός το οποίο συνέβαλε ασφαλώς στην αύξηση του αριθμού των προειδοποιητικών επιστολών που κοινοποιήθηκαν το 2000.

- ο αριθμός των αιτιολογημένων γνωμών που απεστάλησαν το 2000 ανήλθε σε 460, όπως και το 1999. Αυτός ο αριθμός εκφράζει τη σταθεροποίηση της διαδικασίας, μετά την απορρόφηση της καθυστέρησης εκτέλεσης που είχε σημειωθεί μέχρι το 1998. Όπως αναφέρεται παραπάνω, η μέση προθεσμία κοινοποίησης αυτού του τύπου πράξης είναι σήμερα 29 ημέρες. Νέες προσαρμογές των επιχειρησιακών διαδικασιών στον τομέα των παραβάσεων μελετώνται προς το παρόν προκειμένου να επιτευχθεί σημαντική μείωση αυτών των προθεσμιών εκτέλεσης.

- ο αριθμός των προσφυγών στο Δικαστήριο σημείωσε το 2000 ελαφρά μείωση, κατά 3,5%, με 172 αποφάσεις έναντι 178 το 1999. Παράλληλα, το ποσοστό του αριθμού προσφυγών, σε σύγκριση με τον αριθμό των προειδοποιητικών επιστολών, μειώνεται επίσης από 16,5% το 1999 σε 13,05% το 2000. Επομένως συνάγεται λογικά το συμπέρασμα της ολοένα και μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας της διαδικασίας προ της προσφυγής.

- η ταχύτητα επεξεργασίας των φακέλων αυξήθηκε πράγματι και πάλι το 2000: 1083 από τις 1317 προειδοποιητικές επιστολές που διαβιβάστηκαν στα κράτη μέλη αυτό το έτος αφορούσαν διαδικασίες παράβασης κινηθείσες το 2000, δηλαδή άνω του 82% των προειδοποιητικών επιστολών έναντι 73% το 1999. Αντίθετα, η ταχύτητα επεξεργασίας μειώθηκε για τις αιτιολογημένες γνώμες, εφόσον μόνο το 14% των αιτιολογημένων γνωμών που κοινοποιήθηκαν το 2000 αφορούσε διαδικασίες κινηθείσες το 2000 έναντι 26% το 1999 και 19% το 1998, με σταθερό τον αριθμό των αιτιολογημένων γνωμών. Αυτή η επιβράδυνση εξηγείται από τη δυσχέρεια των υπηρεσιών της Επιτροπής να λάβουν τις αναγκαίες πληροφορίες για τη συνέχιση της διαδικασίας και ειδικότερα από τις καθυστερήσεις ορισμένων κρατών μελών να απαντήσουν στις προειδοποιητικές επιστολές.

- ταυτόχρονα, αυτή η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας προ της προσφυγής επιβεβαιώνεται από τον αριθμό των αποφάσεων θέσης στο αρχείο που σταθεροποιήθηκαν σε 1899 το 2000 (1900 το 1999).

- τέλος, η πολιτική διαφάνειας της Επιτροπής βελτιώθηκε και πάλι το 2000, ιδίως με την εντονότερη διάδοση των πληροφοριών μέσω του Ίντερνετ (βλέπε κατωτέρω). Από τις 17 Ιανουαρίου 2001, όλες οι πρόσφατες αποφάσεις προειδοποιητικής επιστολής, αιτιολογημένης γνώμης, προσφυγής και θέσης στο αρχείο δημοσιεύονται από την Επιτροπή στον εξυπηρετητή "Europa" - ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας στην ακόλουθη διεύθυνση:

http://europa.eu.int/comm/secretariat_general/sgb/droit_com/index_fr.htm

infractions

Τονίζεται ότι όλες αυτές οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες σε ελεύθερη πρόσβαση, ενώ προηγουμένως απευθύνονταν αποκλειστικά στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Εξάλλου η Επιτροπή δημοσίευσε 178 ανακοινωθέντα τύπου το 2000.

1.2. Η βελτίωση της διαδικασίας προ της προσφυγής

- Η συνεχής ανάπτυξη των βάσεων δεδομένων "παραβάσεις" και "Asmodιe" (οδηγίες) αποτελούν σημαντική πτυχή αυτής της βελτίωσης.

Τα κέρδη σε παραγωγικότητα που αναμένονται από τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση των διαδικασιών φαίνονται ουσιώδη ώστε να επιτρέπεται ο καλύτερος έλεγχος της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, επικεντρωμένος περισσότερο σε ποιοτική προσέγγιση και λιγότερο υποκείμενος στις αβεβαιότητες που συνεπάγονται οι σημερινοί τρόποι ανίχνευσης των παραβάσεων, οι οποίοι στηρίζονται κυρίως στην παραλαβή καταγγελιών των πολιτών και των επιχειρήσεων.

Αφενός, το επίπεδο ανάπτυξης της βάσης "οδηγίες" "Asmodιe II" επιτρέπει τη συστηματοποίηση των προειδοποιητικών επιστολών προς τα κράτη μέλη λόγω μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης, με αυξημένη αξιοπιστία.

Αυτή η συστηματοποίηση ανταποκρίνεται στη φύση της παράβασης λόγω μη ανακοίνωσης, η οποία δεν επιτρέπει κανένα περιθώριο εκτίμησης, εφόσον το κράτος μέλος είτε ανακοίνωσε είτε δεν ανακοίνωσε τα μέτρα μεταφοράς του, πλήρως ή ελλιπώς.

Αφετέρου, η μεγάλη αξιοπιστία που επιτεύχθηκε κατά την ανάπτυξη της βάσης "παραβάσεις", της επέτρεψε να καταστεί το βασικό εργαλείο πληροφορικής για την πορεία της διαδικασίας προ της προσφυγής. διευκολύνει την πορεία της και αυξάνει τη διαφάνεια και την αξιοπιστία της.

Σε συνδυασμό με τα εργαλεία που είχε ήδη δημιουργήσει η Επιτροπή για να εξασφαλίσει την παρακολούθηση της εκτέλεσης των αποφάσεών της όσον αφορά τις παραβάσεις, και με την προσπάθεια κατ'ελάχιστον τυποποίησης των προειδοποιητικών επιστολών και των αιτιολογημένων γνωμών, η εντονότερη χρησιμοποίηση της βάσης "παραβάσεις" θα επιτρέψει να μειωθούν ακόμη περισσότερο οι διορίες εκτέλεσης των προειδοποιητικών επιστολών και των αιτιολογημένων γνωμών.

- Η εκμετάλλευση στο Ίντερνετ των δεδομένων που παρέχονται τόσο από τη βάση "παραβάσεις" όσο και από τη βάση "Asmodιe II" θα πρέπει επίσης να αυξήσει τη συχνότητα των πληροφοριών που δημοσιεύονται σήμερα στον εξυπηρετητή "Europa" των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Το 2000, ένα μέρος των δεδομένων αυτής της έκθεσης για την μεταφορά των οδηγιών αποτέλεσε εξάλλου ήδη αντικείμενο μηνιαίων στατιστικών οι οποίες δημοσιεύονται στο Ίντερνετ.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η Επιτροπή δημοσιεύει επίσης από τις 17 Ιανουαρίου 2001 στον "Europa" όλες τις πρόσφατες αποφάσεις της για τις προειδοποιητικές επιστολές, τις αιτιολογημένες γνώμες, τις προσφυγές και τη θέση στο αρχείο. Αυτά τα δεδομένα, στα οποία υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση, επιτρέπουν να τίθενται στη διάθεση των καταγγελλόντων και του ενδιαφερόμενου κοινού οι πληροφορίες που προορίζονταν μέχρι τότε αποκλειστικά για το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

Μολονότι οι πληροφορίες αυτές πρέπει να γίνουν πιο ευανάγνωστες για το ευρύ κοινό, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δημοσιότητα αυτών των πληροφοριών αμέσως μετά τη λήψη της απόφασης της Επιτροπής θα παρακινήσει τις εθνικές αρχές να συμμορφωθούν γρηγορότερα με το κοινοτικό δίκαιο, κυρίως στους φακέλους που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, όπως είναι οι παραβάσεις λόγω μη ανακοίνωσης.

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής προβληματίζονται προς το παρόν σχετικά με τη βελτιστοποίηση και την αύξηση των πληροφοριών που τίθενται στη διάθεση του κοινού στον εξυπηρετητή "Europa" με την προοπτική της δημιουργίας μιας πραγματικής πλατφόρμας ενημέρωσης σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο.

1.3. Η κατάσταση μεταφοράς των οδηγιών το 2000

Ο κατωτέρω πίνακας παρέχει γενική εικόνα της κατάστασης ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης για το σύνολο των οδηγιών που ίσχυαν στις 31 Δεκεμβρίου 2000.

Στις 31 Δεκεμβρίου 2000, τα κράτη μέλη είχαν ανακοινώσει κατά μέσο όρο το 96,59% των εθνικών μέτρων εκτέλεσης που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των οδηγιών. Ο αριθμός αυτός δείχνει σαφή βελτίωση της κατάστασης μεταφοράς, στο μέτρο που είναι ο υψηλότερος διαπιστωθείς αριθμός από το 1992 και εξής.

Σημειώνεται ότι αυτή η συνολική βελτίωση οφείλεται στη βελτίωση της κατάστασης σε κάθε κράτος μέλος.

Στη βελτίωση αυτή συνέβαλε αναμφισβήτητα η επιτάχυνση των διαδικασιών προειδοποιητικής επιστολής λόγω μη ανακοίνωσης το 2000 (βλέπε σημείο 1.2).

Ειδικότερα πρέπει να τονιστούν οι προσπάθειες τεσσάρων κρατών μελών:

- του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, των οποίων το ποσοστό μεταφοράς βελτιώθηκε κατά 3% περίπου. όσον αφορά την κατάταξη, το Βέλγιο ανέβηκε έτσι από την ένατη στην τρίτη θέση. Αυτή η βελτίωση αποτελεί αναμφισβήτητα την απαρχή της μετάφρασης σε αριθμούς της πολιτικής βούλησης που εξέφρασε αυτό το κράτος μέλος για τη μείωση του όγκου των διαφορών του σε κοινοτικό επίπεδο, όπως δείχνουν επίσης τα στατιστικά στοιχεία που παρουσιάζονται στο σημείο 1.5.

- σε μικρότερο βαθμό, αλλά εξίσου αισθητά, η Ελλάδα και η Πορτογαλία βελτιώνουν το ποσοστό μεταφοράς κατά +/- 2%, αίροντας έτσι την καθυστέρηση που σημειώθηκε το 1999. Ωστόσο η Ελλάδα παραμένει το κράτος μέλος με το μικρότερο ποσοστό μεταφοράς.

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Ο ανακεφαλαιωτικός πίνακας που παρεμβάλλεται στο τέλος του μέρους 1 του παραρτήματος IV της παρούσας έκθεσης δείχνει λεπτομερώς, ανά κράτος μέλος και ανά τομέα, το επίπεδο μεταφοράς κατά το 2000.

1.4. Αιτήσεις παρέκκλισης από τα μέτρα εναρμόνισης - Άρθρο 95 ΕΚ

Το 2000, ένα μόνο κράτος μέλος υπέβαλε κοινοποίηση δυνάμει του άρθρου 95. Με επιστολή της 21ης Φεβρουαρίου 2000 το Βέλγιο ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 5 της συνθήκης ΕΚ, την άδεια να εφαρμόσει από την 1η Ιανουαρίου 2003 εθνικές διατάξεις κατά παρέκκλιση των διατάξεων της οδηγίας 1999/51/ΕΚ σχετικά με περιορισμούς στην εμπορία και χρήση των οργανοκασσιτερικών ενώσεων.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 95, παράγραφοι 5 και 6, η Επιτροπή οφείλει να εγκρίνει ή να απορρίψει αυτές τις εθνικές διατάξεις εντός 6 μηνών αφού εξακριβώσει αν :

- δικαιολογούνται βάσει νέων επιστημονικών στοιχείων σχετικών με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας για λόγους οι οποίοι συντρέχουν μόνο στην περίπτωση του αιτούντος κράτους μέλους και οι οποίοι έχουν ανακύψει μετά τη θέσπιση του οικείου μέτρου εναρμόνισης,

- αποτελούν ή όχι μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου, ή εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Το σχέδιο εθνικών διατάξεων θεωρείται ότι έχει εγκριθεί, αν η Επιτροπή δεν εκδώσει απόφαση εντός 6 μηνών. Η Επιτροπή, όταν εξετάζει το βάσιμο των μέτρων που κοινοποιήθηκαν δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 5, πρέπει να βασίζεται στους "λόγους" που επικαλείται το κράτος μέλος. Σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης, εναπόκειται στο αιτούν κράτος μέλος η ευθύνη να αποδείξει ότι αυτά τα μέτρα δικαιολογούνται. Με γνώμονα την ανάλυση των στοιχείων που προσκόμισαν οι βελγικές αρχές στην Επιτροπή, δεν ήταν δυνατό να συναχθεί ότι το αίτημα που κοινοποιήθηκε από τις βελγικές αρχές πληρούσε τα κριτήρια του άρθρου 95, παράγραφος 5. Συνεπώς, η Επιτροπή απέρριψε, με την απόφασή της της 25ης Ιουλίου 2000, το κοινοποιηθέν σχέδιο εθνικών διατάξεων.

1.5. Παρουσίαση με γραφικές παραστάσεις του συνόλου των διαδικασιών παράβασης τις οποίες κίνησε ή διαχειρίστηκε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια του 2000.

Οι τρεις πίνακες που ακολουθούν περιλαμβάνουν τον αριθμό των φακέλων παράβασης που βρίσκονταν σε εξέλιξη στις 31 Δεκεμβρίου 2000, αντίστοιχα στο στάδιο της προειδοποιητικής επιστολής, της αιτιολογημένης γνώμης και της προσφυγής στο Δικαστήριο. Το τρίο "Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα" βρίσκεται και πάλι επικεφαλής το 2000, όπως και το 1999, και αυτό και στα τρία στάδια της διαδικασίας.

Μολονότι η Γερμανία κατέχει και πάλι την τέταρτη θέση στο στάδιο της προειδοποιητικής επιστολής, αυτό το κράτος μέλος προόδευσε αισθητά στο στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης αντικαθιστώντας το Βέλγιο στην τέταρτη θέση την οποία αυτό κατείχε το 1999.

Όμως η πιο θεαματική μεταβολή παρατηρείται στο στάδιο της προσφυγής στο Δικαστήριο, όπου η Γερμανία πέρασε από την έβδομη στην τέταρτη θέση, ενώ το Βέλγιο πέτυχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα, από την τέταρτη στην έβδομη θέση, αποτελώντας πλέον αντικείμενο το 2000 μόνο 19 αποφάσεων προσφυγής έναντι 29 το 1999, δηλαδή μείωση κατά 34,48%.

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

1.6. Η εφαρμογή από την Επιτροπή του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ (εξελίξεις το 2000)

Το 2000, η Επιτροπή έλαβε τρεις αποφάσεις δεύτερης προσφυγής με αίτηση χρηματικής ποινής κατά της Γερμανίας, της Ιταλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Δύο από τους φακέλους αυτούς (D και UK) αφορούν τον τομέα του περιβάλλοντος, ενώ ο τρίτος (Ι) τον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών. Η προσφυγή κατά της Γερμανίας κατατέθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2001. Η προσφυγή κατά του Ηνωμένου Βασιλείου προετοιμάζεται προς το παρόν. Η Ιταλία ανακοίνωσε μέτρα εκτέλεσης τα οποία εξετάζονται.

Το 2000 το Δικαστήριο καταδίκασε για πρώτη φορά ένα κράτος μέλος, την Ελλάδα, να πληρώσει χρηματική ποινή στο πλαίσιο δεύτερης προσφυγής βάσει του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ. Με την απόφασή του της 4ης Ιουλίου 2000 (υπόθεση C-387/97, δεν έχει δημοσιευθεί), το Δικαστήριο καταδίκασε την Ελληνική Δημοκρατία να πληρώσει στο λογαριασμό "Ίδιοι πόροι ΕΚ" της Επιτροπής χρηματική ποινή ύψους 20.000 ευρώ ανά ημέρα καθυστέρησης της εκτέλεσης των απαραίτητων μέτρων για τη συμμόρφωση προς την απόφασή του της 7ης Απριλίου 1992 (Επιτροπή κατά Ελλάδας, C-45/91).

Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση αυτή αναγνώριζε την παράλειψη της Ελλάδας να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για τη διάθεση των τοξικών και επικίνδυνων αποβλήτων στην περιοχή των Χανίων στην Κρήτη (ειδικότερα, την κατάργηση του παράνομου σκουπιδότοπου που βρισκόταν στην εκβολή του χειμάρρου Κουρουπητός), κατά παράβαση των υποχρεώσεων που επιβάλλουν οι οδηγίες του Συμβουλίου 75/442/ΕΟΚ της 15ης Ιουλίου 1975 σχετικά με τα στερεά απόβλητα και 78/319/ΕΟΚ της 20ής Μαρτίου 1978 σχετικά με τα τοξικά και επικίνδυνα απόβλητα.

Έτσι, σε εκτέλεση αυτής της δεύτερης απόφασης, η Επιτροπή ζητεί από την Ελληνική Δημοκρατία μηνιαία πληρωμή αντίστοιχη με τη χρηματική ποινή των 20.000 ευρώ/ημέρα την οποία επέβαλε το Δικαστήριο, από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, δηλαδή από τις 5 Ιουλίου 2000.

Στις 31 Δεκεμβρίου 2000, η Ελλάδα δεν είχε λάβει ακόμη τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου της 7η Απριλίου 1992.

Όσον αφορά τους υπόλοιπους φακέλους που εκκρεμούσαν ενώπιον του Δικαστηρίου το 1999, οι τρεις άλλες διαδικασίες παράβασης κατά της Ελλάδας μπόρεσαν να τεθούν στο αρχείο. Το Δικαστήριο επέτρεψε την αναστολή, μέχρι τις 30 Απριλίου 2001, της διαδικασίας που κινήθηκε κατά της Γαλλίας σχετικά με τη "Νυκτερινή εργασία των γυναικών", προκειμένου να επιτρέψει στις γαλλικές αρχές να συμμορφώσουν τη νομοθεσία τους προς το κοινοτικό δίκαιο.

Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να αναβάλει την εκτέλεση της δεύτερης προσφυγής στο Δικαστήριο κατά του Βελγίου προκειμένου να συνεχιστούν οι επαφές με αυτό το κράτος μέλος για τη ρύθμιση του θέματος της επιστροφής των αχρεωστήτως εισπραχθέντων τελών εγγραφής, καθώς και του θέματος των λοιπών μέτρων που συνεπάγονται διακρίσεις έναντι των φοιτητών που είναι κοινοτικοί υπήκοοι αλλά όχι Βέλγοι.

Τέλος, ο φάκελος κατά του Λουξεμβούργου που αφορά την "Ιατρική περίθαλψη στα πλοία" μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο το 2000, δεδομένου ότι αυτό το κράτος μέλος συμμορφώθηκε τελικά με την απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 1992.

Μολονότι η απόφαση που εκδόθηκε κατά της Ελλάδας δείχνει την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας του άρθρου 228 ΕΚ, παρόλα αυτά παραμένει ανησυχητική στο μέτρο που κατέστη αναγκαία η καταδίκη αυτού του κράτους μέλους. Επιπλέον, η παράβαση δεν έχει ρυθμιστεί ακόμη κατά την ημερομηνία κατάρτισης αυτής της έκθεσης, παρόλο που η χρηματική ποινή καταβάλλεται τακτικά από την Ελλάδα στο λογαριασμό "Ίδιοι πόροι ΕΚ" της Επιτροπής, σε εκτέλεση της απόφασης της 4ης Ιουλίου 2000. Στις 22 Δεκεμβρίου του 2000, η Ελλάδα κατέβαλε το ποσό των 1.760.000 EUR, το οποίο αντιπροσωπεύει τη συνολική χρηματική ποινή των 20.000 EUR ανά ημέρα για το διάστημα από τις 5 Ιουλίου μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2000.

Ο ανακεφαλαιωτικός πίνακας κατωτέρω παρουσιάζει το σύνολο των αποφάσεων δεύτερης προσφυγής (και το αποτέλεσμά τους), τις οποίες έλαβε η Επιτροπή μετά την καθιέρωση της διαδικασίας αυτής από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

2. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ

2.1. Οικονομικές και δημοσιονομικές υποθεσεις

Γενικά, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων εφαρμόζεται με ικανοποιητικό τρόπο στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και το ίδιο ισχύει και για τρίτες χώρες. Κατά την περίοδο αναφοράς, οι προερχόμενες από οικονομικούς φορείς καταγγελίες δεν ήταν πολλές εξαλείφθηκαν όμως ορισμένοι από τους περιορισμούς που είχαν διαπιστωθεί. Ο αριθμός των υποθέσεων παράβασης εξακολουθεί, συνολικά, να είναι μικρός παρότι ορισμένες συνιστούν σοβαρά εμπόδια στην ομαλή λειτουργία της ενιαίας αγοράς.

Επισημαίνεται ότι η παρακολούθηση της εφαρμογής, από τα κράτη μέλη, των αρχών της Ανακοίνωσης σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές που αφορούν τις ενδοκοινοτικές επενδύσεις (ΕΕ C 220/15 της 19.7.1997) έδωσε αφορμή για την κίνηση ορισμένων νέων διαδικασιών παράβασης. Όλες οι διαδικασίες που κινήθηκαν με βάση την εν λόγω ανακοίνωση αφορούν την απονομή στα κράτη μέλη "ειδικών δικαιωμάτων" ελέγχου επί επιχειρήσεων δραστηριοποιούμενων σε ορισμένους τομείς της οικονομίας με χαρακτήρα κοινής ωφελείας (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, αεροδρόμια κλπ). Στις 23 Μαΐου το Δικαστήριο των ΕΚ εξέδωσε την πρώτη του απόφαση [1] επί του θέματος καταδικάζοντας την Ιταλική Δημοκρατία η οποία είχε θεσπίσει τέτοιου είδους ειδικές εξουσίες χάρη στη νομοθεσία περί ιδιωτικοποιήσεως δημοσίων επιχειρήσεων. Η Επιτροπή προσέφυγε επίσης στο Δικαστήριο των ΕΚ για ορισμένες παρόμοιες περιπτώσεις, ενώ σε ορισμένες άλλες υποθέσεις η διαδικασία παράβασης συνεχίζεται. Οι παραβάσεις σε θέματα "ειδικών δικαιωμάτων" αφορούν περισσότερα κράτη μέλη.

[1] Υπόθεση C-58/99 - 'Ιδιωτικοποίηση εταιριών του Δημοσίου - Απονομή ειδικών εξουσιών' - απόφαση της 23ης Μαΐου 2000

Παρότι εξαλείφθηκαν οριμένοι περιορισμοί στις επενδυτικές δραστηριότητες των συνταξιοδοτικών ταμείων (Βέλγιο, Φινλανδία), κινήθηκε μια νέα διαδικασία παράβασης σχετικά με τους επενδυτικούς κανόνες που διέπουν τα ταμεία αποταμιεύσεων-συντάξεων στο Βέλγιο.

Στον τομέα της αγοράς χρεογράφων, το Βέλγιο καταδικάσθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου των ΕΚ [2] της 26ης Σεπτεμβρίου 2000 για την απαγόρευση σε άτομα που κατοικούν στο Βέλγιο να αποκτούν ομόλογα εκδιδόμενα στο εξωτερικό από το Βασίλειο του Βελγίου.

[2] Υπόθεση C-478/98 - 'Τίτλοι δανείου εκδοθέντoς στην αλλοδαπή - Απαγόρευση αποκτήσεως για τους κατοίκους Βελγίου' - απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000

Με την προδικαστική απόφαση [3] που εξέδωσε στις 6 Ιουνίου 2000, το Δικαστήριο έκρινε ότι ορισμένες διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας των Κάτω Χωρών, με τις οποίες απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος στον οποίο υπάγονται τα μερίσματα μετοχών που καταβάλλονται σε φυσικά πρόσωπα χορηγείται υπό τον όρο ότι τα εν λόγω μερίσματα καταβάλλονται από εταιρείες που έχουν την καταστατική τους έδρα στο υπόψη κράτος μέλος, συνιστούν εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων.

[3] Υπόθεση C-35/98 - 'Eλεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων - Άμεση φορολογία των μερισμάτων - Απαλλαγή - Ισχύει μόνο για τα μερίσματα από μετοχές εταιριών που έχουν την έδρα τους εντός της ημεδαπής' - απόφαση της 6ης Ιουνίου 2000

Αν και περιορισμένες ως προς το πεδίο εφαρμογής τους, οι περισσότερες καταγγελίες που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια του έτους αφορούν την αγορά ακινήτων, ευρισκομένων στη Δανία και την Αυστρία από μη μόνιμους κατοίκους των χωρών αυτών. Οι διαφορετικές αυτές υποθέσεις αποτελούν αντικείμενο συμπληρωματικών ερευνών από μέρους της Επιτροπής. Με την απόφαση της 13ης Ιουλίου 2000 [4], το Δικαστήριο των ΕΚ αποφάνθηκε ότι οι εθνικές νομοθεσίες που απαλλάσουν αποκλειστικά τους υπηκόους του εκάστοτε κράτους μέλους από τη διαδικασία έγκρισης που ισχύει για την αγορά ακινήτων σε ζώνες στρατιωτικής σημασίας είναι ασυμβίβαστες με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

[4] Υπόθεση C-423/98 - 'Διαδικασία χορηγήσεως αδείας κτήσεως κυριότητας επί ακινήτων' - απόφαση της 13ης Ιουλίου 2000

2.2. Επιχειρησεις

2.2.1. Οι κανόνες πρόληψης που προβλέπονται από την οδηγία 98/34/ΕΚ (πρώην 83/189/EOK).

H διαδικασία πληροφόρησης που καθιερώνεται από την οδηγία 98/34/ΕΚ αποτελεί θεμελιώδες μέσο πρόληψης των εμποδίων στις συναλλαγές και αμοιβαίας πληροφόρησης. Η οδηγία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να υποβάλουν στην Επιτροπή και στους εταίρους τους τα σχέδια τεχνικών κανονισμών προκειμένου να γίνεται έλεγχος πριν την οριστική τους έγκριση με βάση τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς.

Η διαδικασία αυτή που παλαιότερα αφορούσε μόνον τα προϊόντα, επεκτάθηκε από 5ης Αυγούστου 1999 και στις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας [5]. Πρόκειται για έναν τομέα στον οποίο η τεχνολογική και νομική πρόοδος δικαιολογούν τη θέσπιση ενός αποτελεσματικού μηχανισμού έγκαιρης πληροφόρησης, διοικητικής συνεργασίας και ελέγχου με σκοπό κυρίως την εξασφαλισμένη άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων.

[5] Οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 1998 η οποία επέκτεινε τη διαδικασία πληροφόρησης στους κανόνες που αφορούν τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ L 217 της 5/8/1998, σ. 18).

Το 2000, υποβλήθηκαν στην Επιτροπή 751 σχέδια τεχνικών κανόνων (εκ των οποίων 23 αφορούν κανόνες σχετικούς με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, ενώ τα υπόλοιπα αφορούν προϊόντα) τα οποία αποτέλεσαν το αντικείμενο εξέτασης από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής. Ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 604 το 1998 και 591 το 1999. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι, παρά την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, τα κράτη μέλη συνεχίζουν να θεσπίζουν πολυάριθμες τεχνικές ρυθμίσεις, ή ρυθμίζουν εκ νέου, εξαιτίας της τεχνολογικής προόδου και της επιθυμίας τους να ενισχύσουν τους ελέγχους στον υγειονομικό τομέα και κυρίως στον τομέα των τροφίμων. Οι πρωτοβουλίες αυτές πρέπει να ελέγχονται ούτως ώστε, αφενός, να μην παρακωλύουν την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και, αφετέρου, να εντοπίζονται οι τομείς στους οποίους απαιτείται η λήψη κοινοτικών μέτρων.

Μεταξύ των κοινοποιήσεων που διεκπεραιώθηκαν το 2000, 45 [6] αποτέλεσαν το αντικείμενο εμπεριστατωμένης γνώμης της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία το προβλεπόμενο μέτρο πρέπει να τροποποιηθεί προκειμένου να εξαλειφθούν αδικαιολόγητα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών ή των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών που θα μπορούσαν ενδεχομένως να προκύψουν. Τα κράτη μέλη εξέδωσαν από την πλευρά τους 92 [7] εμπεριστατωμένες γνώμες. Γενικά, διαπιστώνεται ότι η τάση της μείωσης του αριθμού των εμπεριστατωμένων γνωμών επιβεβαιώνεται, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι οι προσπάθειες πληροφόρησης που γίνονται στο πλαίσιο της διαδικασίας έχουν θετικά αποτελέσματα και ότι η ποιότητα των εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων βελτιώνεται.

[6] Αριθμός στις 31 Δεκεμβρίου 2000. Η προθεσμία για την έκδοση εμπεριστατωμένων γνωμών για τα σχέδια που κοινοποιήθηκαν το 2000 λήγει στις 31 Μαρτίου 2000. Ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει συνεπώς και ορισμένες κοινοποιήσεις του 1999 για τις οποίες η προθεσμία έληγε στις 31 Μαρτίου 2000.

[7] Αριθμός στις 31 Δεκεμβρίου 2000. Η προθεσμία για την έκδοση εμπεριστατωμένων γνωμών για τα σχέδια που κοινοποιήθηκαν το 2000 λήγει στις 31 Μαρτίου 2000. Ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει συνεπώς και ορισμένες κοινοποιήσεις του 1999 για τις οποίες η προθεσμία έληγε στις 31 Μαρτίου 2000.

Η οδηγία διευκόλυνε επίσης, σε δέκα περιπτώσεις, τις εργασίες εναρμόνισης σε κοινοτικό επίπεδο, εμποδίζοντας τη λήψη εθνικών μέτρων που θα μπορούσαν να καθηλώσουν τις θέσεις ορισμένων κρατών μελών ενώ αναζητούντο κοινές λύσεις. Στο πλαίσιο αυτό, πέντε [8] κοινοποιήσεις ανεστάλησαν επί ένα έτος επειδή αφορούσαν θέμα καλυπτόμενο από πρόταση οδηγίας η οποία είχε υποβληθεί στο Συμβούλιο, και τέσσερεις [9] ανεστάλησαν επί ένα έτος επειδή η Επιτροπή είχε ανακοινώσει την πρόθεσή της να νομοθετήσει επί του θέματος.

[8] Αριθμός στις 31 Δεκεμβρίου 2000. Η προθεσμία για να ανακοινωθούν στα κράτη μέλη οι αιτήσεις αναβολής σε σχέση με τις κοινοποιήσεις του 1999 λήγει στις 31 Μαρτίου 2000. Ο αριθμός αυτός δεν περιλαμβάνει κοινοποιήσεις του 1999 για τις οποίες η προθεσμία έληγε στις 31 Μαρτίου 2000, διότι δεν υποβλήθηκε καμία αίτηση αναβολής σε σχέση με τις κοινοποιήσεις αυτές.

[9] Αριθμός στις 31 Δεκεμβρίου 2000. Η προθεσμία για να ανακοινωθούν στα κράτη μέλη οι αιτήσεις αναβολής σε σχέση με τις κοινοποιήσεις του 1999 λήγει στις 31 Μαρτίου 2000. Ο αριθμός αυτός δεν περιλαμβάνει κοινοποιήσεις του 1999 για τις οποίες η προθεσμία έληγε στις 31 Μαρτίου 2000, διότι δεν υποβλήθηκε καμία αίτηση αναβολής σε σχέση με τις κοινοποιήσεις αυτές.

Η απόφαση του Δικαστηρίου των ΕΚ στην υπόθεση CIA Security, το 1996 [10] ανάγκασε τα κράτη μέλη να εκπληρώσουν σε μεγαλύτερο βαθμό τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει της οδηγίας 98/34/ΕΚ. Στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο των ΕΚ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μη τήρηση της υποχρέωσης κοινοποίησης επισύρει την αδυναμία επίκλησης του τεχνικού κανόνα. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2000, στην υπόθεση C-443/98 (Unilever), το Δικαστήριο των ΕΚ προέβη σε περαιτέρω διευκρινίσεις επί του θέματος, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η έγκριση ενός κοινοποιηθέντος μέτρου, για το οποίο, όμως, δεν τηρήθηκε η προθεσμία την οποία προβλέπει η οδηγία 98/34/ΕΚ συνεπάγεται επίσης την αδυναμία επίκλησης των τεχνικών κανόνων που περιλαμβάνει.

[10] Απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security, Υπόθεση C-194/94, Συλλογή. I, σ. 2201.

Σε ορισμένες, ωστόσο, περιπτώσεις η διαπίστωση από την Επιτροπή παράβασης της οδηγίας 98/34/ΕΚ συνεπάγεται την έναρξη διαλόγου με το σχετικό κράτος μέλος με σκοπό τη διόρθωση της κατάστασης, και μάλιστα με την έναρξη διαδικασίας παράβασης σύμφωνα με το άρθρο 226 της συνθήκης ΕΚ. Στα τέλη του 2000, περίπου 10 διαδικασίες του είδους αυτού ευρίσκοντο στο στάδιο της εξέτασης.

Μεταξύ άλλων σημαντικών αποφάσεων του Δικαστηρίου των ΕΚ το 2000 υπογραμμίζεται η απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, στην υπόθεση C-37/99 (Donkersteeg), στην οποία το Δικαστήριο των ΕΚ έδωσε ενδείξεις ως προς την έννοια της τεχνικής προδιαγραφής στον γεωργικό τομέα και ως προς τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της έννοιας του τεχνικού κανόνα.

Με σκοπό να αυξηθεί ο διάλογος με τους αποδέκτες της διαδικασίας, δηλαδή τις επιχειρήσεις, δημιουργήθηκε ένας δικτυακός τόπος ο οποίος περιλαμβάνει τα κοινοποιηθέντα σχέδια και βρίσκεται στη διάθεσή τους στη διεύθυνση http://europa.eu.int/comm/entreprise/tris

2.2.2. Φαρμακευτικά προϊόντα

Κατά τη διάρκεια του 2000, κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή όλα σχεδόν τα μέτρα μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία των οδηγιών που αφορούν τον τομέα των φαρμακευτικών προϊόντων. Μόνον η Γαλλία δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει τη μεταφορά στην εθνική νομοθεσία της οδηγίας 93/41/ΕΚ στον κτηνιατρικό τομέα. Όσον αφορά τις οδηγίες που εξέδωσε η Επιτροπή το 1999 των οποίων η προθεσμία μεταφοράς στις εθνικές νομοθεσίες έχει λήξει, η πλειονότητα των κρατών μελών έχει ήδη κοινοποιήσει τα εθνικά μέτρα μεταφοράς: η Ιταλία δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει τη μεταφορά των οδηγιών 1999/82/ΕΚ και 1999/83/ΕΚ και η Πορτογαλία της οδηγίας 1999/104/ΕΚ.

Όπως και τα προηγούμενα χρόνια, υπάρχουν κάποια γενικά προβλήματα ερμηνείας και εφαρμογής των φαρμακευτικών οδηγιών στα κράτη μέλη. Οι περιπτώσεις αυτές παράβασης αφορούν κατά κύριο λόγο τις διάφορες ερμηνείες που έχουν δώσει τα κράτη μέλη στον όρο «φάρμακο» (πράγμα το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί στην παρεμπόδιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων) καθώς και καταγγελίες εικαζόμενης μη τήρησης των διατάξεων της οδηγίας «Διαφάνεια» 89/105/ΕΟΚ από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Η μεταφορά και η εφαρμογή του άρθρου 4, παρ. 8, εδάφιο α) i-iii της οδηγίας 65/65/ΕΟΚ από τα κράτη μέλη και η διαχείριση της επανέγκρισης «παλαιών» φαρμακευτικών προϊόντων αποτελούν επίσης αντικείμενο κίνησης διαδικασιών παράβασης. Η Επιτροπή εξετάζει προσεκτικά αυτά τα προβλήματα και τις καταγγελίες.

2.2.3. Καλλυντικά

Κατά τη διάρκεια του 2000, η Επιτροπή διαπίστωσε σαφή πρόοδο στο θέμα της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας για τα καλλυντικά, καθώς οι περιπτώσεις παράβασης για κακή εφαρμογή ήταν ολιγάριθμες.

Όσον αφορά τις περιπτώσεις μη κοινοποίησης των μέτρων μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία των κοινοτικών οδηγιών, η Επιτροπή ήταν σε θέση να θέσει στο αρχείο πολυάριθμες διαδικασίες παράβασης κατά διαφόρων κρατών μελών. Μόνον η Γαλλία οφείλει ακόμη να ολοκληρώσει, με τη δημοσίευση υπουργικών διαταγμάτων, τη μεταφορά της οδηγίας του Συμβουλίου 93/35/ΕΟΚ για την έκτη τροποποίηση της οδηγίας του Συμβουλίου 76/768/ΕΟΚ και της οδηγίας της Επιτροπής 98/62/ΕΚ για την 23η προσαρμογή της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ στην τεχνική πρόοδο.

Όσον αφορά τις οδηγίες 2000/6/ΕΚ και 2000/11/ΕΚ για την προσαρμογή της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ στην τεχνική πρόοδο, εθνικά μέτρα μεταφοράς κοινοποιήθηκαν ήδη αντιστοίχως από 12 και 11 κράτη μέλη, ενώ τα υπόλοιπα έχουν ήδη καταθέσει προχωρημένα σχέδια. Ορισμένα κράτη μέλη δεν έχουν ακόμη μεταφέρει στην εθνική τους νομοθεσία τις οδηγίες 97/18/ΕΚ και 2000/41/ΕΚ για τη μετάθεση της ημερομηνίας έναρξης της απαγόρευσης των πειραμάτων σε ζώα με συστατικά ή συνδυασμούς συστατικών καλλυντικών προϊόντων, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ύπαρξη κάποιας ασφάλειας του δικαίου για τις επιχειρήσεις. Επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει υποβάλει στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρόταση οδηγίας για την έβδομη τροποποίηση της οδηγίας του Συμβουλίου 76/768/ΕΚ, με σκοπό να καταργηθούν τα πειράματα σε ζώα για τη δοκιμή τελειωμένων καλλυντικών προϊόντων και των συστατικών τους δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τη μεταφορά των προαναφερθεισών οδηγιών.

2.2.4. Χημικές ουσίες

Στον τομέα των χημικών ουσιών, το 2000 περατώθηκαν 27 περιπτώσεις παράβασης λόγω μη ανακοίνωσης μέτρων. Αυτές αφορούσαν λιπάσματα (οδηγίες 1997/63 και 1998/3), περιορισμούς της κυκλοφορίας στην αγορά και της χρήσης μερικών επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων (οδηγίες 1994/27 και 1999/43) και την ορθή εργαστηριακή πρακτική (οδηγίες 1999/11 και 1999/12). Μετά την αποστολή πέντε αιτιολογημένων γνωμών που αφορούσαν οδηγίες για τις οποίες η προθεσμία μεταφοράς έληξε κατά τη διάρκεια του 1999 (οδηγίες 1999/11 και 1999/12), τα περισσότερα κράτη μέλη προέβησαν στη μεταφορά τους.

Εκκρεμούν συνολικά 12 διαδικασίες παράβασης λόγω μη κοινοποίησης των μέτρων μεταφοράς. Ορισμένες υποθέσεις υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο και αφορούν την ορθή εργαστηριακή πρακτική (οδηγίες 1999/11 και 1999/12).

Η προθεσμία για τη μεταφορά τριών οδηγιών που αφορούν περιορισμούς της κυκλοφορίας στην αγορά και της χρήσης μερικών επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων (οδηγίες 1994/27, 1999/51, 1999/43) έληξε κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους 2000. Οκτώ κράτη μέλη δεν μετέφεραν εγκαίρως τις πρώτες δύο οδηγίες ενώ δώδεκα κράτη μέλη δεν μετέφεραν την οδηγία 1999/43 εντός της προθεσμίας.

Στον τομέα της οδηγίας 93/15/ΕΟΚ που αφορά την εμπορία και τον έλεγχο των εκρηκτικών υλών εμπορικής χρήσης, έχουν κινηθεί δύο διαδικασίες λόγω μη ορθής μεταφοράς.

2.2.5. Μηχανοκίνητα οχήματα, ελκυστήρες, μοτοσικλέτες

Ο ρυθμός μεταφοράς πολλών οδηγιών που αφορούν τα οχήματα, την έγκριση τύπου κατασκευαστικού στοιχείου ή τεχνικού συστήματος στον τομέα των επιβατικών οχημάτων, των ελαφρών και βαρέων οχημάτων επαγγελματικής χρήσης, των δίκυκλων ή τρίκυκλων μηχανοκίνητων οχημάτων και των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων κρίθηκε ικανοποιητικός. Ωστόσο, ο συγκριτικά μεγάλος αριθμός οδηγιών που εγκρίθηκαν σε αυτούς τους τομείς δυσχέρανε προφανώς τη μεταφορά τους από ορισμένα κράτη μέλη εντός των τακτών προθεσμιών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως έχει ήδη αποδειχθεί στο παρελθόν, η κίνηση των διαδικασιών παράβασης επαρκεί συνήθως για να εξασφαλίσει τη μεταφορά εντός σύντομης προθεσμίας.

Όσον αφορά τις οδηγίες στον τομέα των εκπομπών ρύπων, η οδηγία 98/69/ΕΚ για τα επιβατικά οχήματα και τα ελαφρά οχήματα επαγγελματικής χρήσης έχει μεταφερθεί από όλα τα κράτη μέλη. Ωστόσο, δεν έχει επιτευχθεί ανάλογο αποτέλεσμα ως προς την οδηγία 99/96/ΕΚ για τις εκπομπές ρύπων των βαρέων οχημάτων επαγγελματικής χρήσης, η οποία στις 30 Νοεμβρίου 2000, δεν είχε μεταφερθεί από επτά κράτη μέλη.

Η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 97/54/ΕΚ για τη μέγιστη εκ κατασκευής ταχύτητα γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων ολοκληρώθηκε από όλα τα κράτη μέλη. Όσον αφορά τις άλλες οδηγίες που αναφέρονται ειδικά στη 17η ετήσια έκθεση για τους γεωργικούς ή δασικούς ελκυστήρες, οι οδηγίες 98/38/ΕΚ, 98/39/ΕΚ, 98/40/ΕΚ μεταφέρθηκαν από όλα τα κράτη μέλη. Μόνο ένα κράτος μέλος δεν μετέφερε την οδηγία 98/89/ΕΚ.

Οι αριθμοί (εντός παρένθεσης) των κρατών μελών που ακόμα δεν έχουν μεταφέρει τις οδηγίες στον τομέα των μηχανοκίνητων οχημάτων είναι οι ακόλουθοι : οδηγίες 98/77/ΕΚ (0), 98/90/ΕΚ (1), 99/7/ΕΚ (1). Οι οδηγίες 99/23/ΕΚ, 99/24/ΕΚ, 99/25/ΕΚ και 99/26/ΕΚ για τα δίκυκλα ή τρίκυκλα οχήματα δεν έχουν μεταφερθεί αντίστοιχα από 2, 0, 1 και 3 κράτη μέλη.

Η πλειοψηφία των οδηγιών που άρχισαν να ισχύουν εντός του έτους 2000 είναι οδηγίες της Επιτροπής που προσαρμόζουν στην τεχνική πρόοδο προηγούμενες οδηγίες του Συμβουλίου. Ορισμένα κράτη μέλη εισήγαγαν εξαιρετικά αποτελεσματικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν τη ταχεία μεταφορά των οδηγιών αυτών στο εθνικό δίκαιο. Σε άλλες περιπτώσεις φαίνεται ότι οι καθυστερήσεις οφείλονται περισσότερο στη σχετικά μακρά περίοδο που απαιτείται για την προετοιμασία, την έγκριση και τη δημοσίευση των σχετικών νομοθετικών μέσων παρά στον πολύπλοκο χαρακτήρα των κειμένων των εν λόγων οδηγιών.

Όσον αφορά τις οδηγίες που έπρεπε να μεταφερθούν κατά τη διάρκεια του εξεταζόμενου έτους, οι αριθμοί (εντός παρένθεσης) των κρατών μελών που δεν προέβησαν στη μεταφορά είναι οι ακόλουθοι :

1998/0091/ΕΚ: (5) / Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

1999/0040/ΕΚ: (3) / Οδηγία της Επιτροπής

1999/0055/ΕΚ: (2) / Οδηγία της Επιτροπής

1999/0056/ΕΚ: (1) / Οδηγία της Επιτροπής

1999/0057/ΕΚ: (1) / Οδηγία της Επιτροπής

1999/0058/ΕΚ: (1) / Οδηγία της Επιτροπής

1999/0086/ΕΚ: (9) / Οδηγία της Επιτροπής

1999/0096/ΕΚ: (7) / Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

1999/0098/ΕΚ: (2) / Οδηγία της Επιτροπής

1999/0101/ΕΚ: (3) / Οδηγία της Επιτροπής

2000/0001/ΕΚ: (6) / Οδηγία της Επιτροπής

2000/0002/ΕΚ: (7) / Οδηγία της Επιτροπής

2000/0003/ΕΚ: (4) / Οδηγία της Επιτροπής

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής έχουν κινήσει την απαιτούμενη από το άρθρο 226 διαδικασία, εξαιρουμένων των οδηγιών 1999/86/ΕΚ και 2000/0002/ΕΚ

2.2.6. Δομικά υλικά

Η διαδικασία παράβασης που κινήθηκε κατά της Αυστρίας για τη μη σύμφωνη μεταφορά της οδηγίας 98/106/ΕΟΚ τέθηκε στο αρχείο κατά το 2000, μετά τις διευκρινίσεις που έδωσαν οι αυστριακές αρχές για τα σημεία που είχε επισημάνει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας παράβασης κατά της Ελλάδας για τον ποιοτικό έλεγχο ορισμένων ειδών εισαγόμενου χάλυβα, οι ελληνικές αρχές κοινοποίησαν τον Οκτώβριο του 2000 ένα νέο σχέδιο που θέτει τέλος στην παράβαση και το οποίο πρόκειται να εγκριθεί και να δημοσιευθεί το συντομότερο δυνατό. Κατά συνέπεια η Επιτροπή αποφάσισε, στην τελευταία έκθεση A 2/2000, να αναστείλει την προσφυγή στο Δικαστήριο μέχρι τη θέσπιση του εν λόγω κειμένου.

2.2.7. Κεφαλαιουχικά αγαθά

(μηχανικά μέσα, ηλεκτρομηχανικά μέσα, εξοπλισμοί ατομικής προστασίας, συσκευές αερίου, προσυσκευασίες, συσκευές νόμιμης μετρολογίας, ιατρικές συσκευές και σκάφη αναψυχής)

Όσον αφορά τις περιπτώσεις μη γνωστοποίησης των εθνικών μέτρων μεταφοράς της νομοθεσίας, τα πράγματα έχουν ως εξής:

Όσον αφορά την οδηγία 97/23/ΕΚ σχετικά με τον εξοπλισμό υπό πίεση, όλα τα κράτη μέλη γνωστοποίησαν τα εθνικά μέτρα μεταφοράς της νομοθεσίας με εξαίρεση τη Γερμανία η οποία προβλέπεται ότι θα ολοκληρώσει τη μεταφορά της νομοθεσίας μέσα στο 2001.

Όσον αφορά την οδηγία 95/16/ΕΚ σχετικά με τους ανελκυστήρες, η Γαλλία ήταν η τελευταία που γνωστοποίησε το 2000 τα εθνικά μέτρα μεταφοράς της νομοθεσίας.

Όσον αφορά την οδηγία 98/79/ΕΚ για τα ιατροτεχνολογικά βοηθήματα που χρησιμοποιούνται στη διάγνωση in vitro, μέτρα μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία κοινοποίησαν τα εξής κράτη μέλη: Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Δανία, Σουηδία, Πορτογαλία και Ισπανία. Η Αυστρία και η Φινλανδία κοινοποίησαν επίσης μέτρα μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία αλλά πρέπει να κοινοποιήσουν συμπληρωματικά κείμενα. Η μεταφορά της οδηγίας στη Γαλλία, το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο, τις Κάτω Χώρες, τη Γερμανία και την Ελλάδα βρίσκεται στο στάδιο της ολοκλήρωσης. Η Ιρλανδία δεν διαβίβασε καμία πληροφορία και αποφασίσθηκε η αποστολή αιτιολογημένης γνώμης.

Όσον αφορά τις περιπτώσεις κακής εφαρμογής των οδηγιών ή μη συμμόρφωσης του εθνικού δικαίου προς τις οδηγίες, η κατάσταση έχει ως εξής:

5 υποθέσεις σχετικά με την κακή εφαρμογή της οδηγίας 98/37/ΕΚ σχετικά με τις μηχανές μπόρεσαν να τεθούν στο αρχείο το 2000. Αντιθέτως, εξακουλουθούν να υπάρχουν διάφορες καταγγελλίες υπό διερεύνηση σχετικά με την εν λόγω οδηγία, οι οποίες αφορούν την υποχρέωση επιτήρησης της αγοράς.

Καταγγελίες έχουν επίσης κατατεθεί για το ίδιο θέμα βάσει της οδηγίας 73/23/ΕΟΚ σχετικά με το ηλεκτρολογικό υλικό χαμηλής τάσης. Η προσφυγή στο Δικαστήριο κατά της Ιταλίας [11] για μία περίπτωση κακής εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας εκτελέσθηκε κατά τη διάρκεια του 2000.

[11] Υπόθεση C2000/100

Μια υπόθεση κατά της Γαλλίας σχετικά με την οδηγία 89/686/ΕΟΚ σχετικά με τα μέσα ατομικής προστασίας τέθηκε στο αρχείο. Η προσφυγή στο Δικαστήριο αποφασίστηκε κατά της Γερμανίας για μια περίπτωση κακής εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

Συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή εστάλη στην Ιταλία σχετικά με τη μη συμμόρφωση της εθνικής νομοθεσίας με την οδηγία 89/836/ΕΟΚ σχετικά με την ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα όσον αφορά τις πτυχές των οποίων άπτεται η οδηγία 1999/5 σχετικά με τον ραδιοεξοπλισμό.

Συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή βάσει του άρθρου 228 και αιτιολογημένη γνώμη αποφασίσθηκαν το 2000 για την Ιταλία και τη Γερμανία, αντίστοιχα, όσον αφορά τη μη συμμόρφωση της εθνικής νομοθεσίας με την οδηγία 90/396/ΕΟΚ σχετικά με τις συσκευές αερίου.

2.2.8. Ραδιοεξοπλσμός και τηλεπικοινωνιακός τερματικός εξοπλισμός

Η οδηγία 1999/5/ΕΚ σχετικά με το ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών, που άρχισε να ισχύει στις 7 Απριλίου 1999, έπρεπε να μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο από τα κράτη μέλη το αργότερο στις 7 Απριλίου 2000. Παρόλα αυτά, μερικά κράτη μέλη αντιμετώπισαν δυσκολίες ως προς την έγκαιρη έγκριση της εθνικής νομοθεσίας προκειμένου να τηρήσουν την προθεσμία μεταφοράς που προβλέπεται από την οδηγία.

Μέχρι σήμερα, μόνο 10 κράτη μέλη κοινοποίησαν στην Επιτροπή τους εθνικούς τους κανόνες μεταφοράς, επιτρέποντας σε αυτή να περατώσει 6 διαδικασίες λόγω μη κοινοποίησης. Ωστόσο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιρλανδία και η Ιταλία που δεν έχουν ακόμα μεταφέρει την οδηγία θέσπισαν ενδιάμεσα μέτρα που επιτρέπουν την εφαρμογή της οδηγίας ενώ εκκρεμεί η έγκριση της νομοθεσίας. Η Ελλάδα ανακοίνωσε την έγκριση ενδιάμεσων μέτρων για την αρχή του 2001. Συνεπώς, η Επιτροπή συνεχίζει τις διαδικασίες λόγω μη κοινοποίησης κατά των προαναφερόμενων πέντε κρατών μελών που δεν έχουν ακόμα μεταφέρει πλήρως την οδηγία 1999/5/ΕΚ. Εκτός από αυτές τις διαδικασίες λόγω μη κοινοποίησης εκκρεμούν ακόμα 2 διαδικασίες παράβασης, οι οποίες κινήθηκαν αναφορικά με την εν λόγω οδηγία.

2.2.9. Τουρισμός

Η διαδικασία παράβασης κατά της Ιταλίας σχετικά με τις εκπτώσεις στις τιμές των εισιτηρίων εισόδου των ιταλικών μουσείων και μνημείων που ισχύουν μόνο για ιταλούς υπηκόους συνεχίστηκε το 2000 (βλέπε 17η ετήσια έκθεση). Για το λόγο αυτό η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη τον Φεβρουάριο του 2000. Συνεχίζεται η περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης.

2.3. Ανταγωνισμός

Ο αριθμός των νέων παραβάσεων, εικαζόμενων και διαπιστωμένων, για τις οποίες κινήθηκε διαδικασία κατά των κρατών μελών το 2000 για θέματα ανταγωνισμού δεν άλλαξε σε σχέση με το 1999 (36). Στις 31 Δεκεμβρίου 2000, τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού απασχολούσαν 67 υποθέσεις παραβάσεων.

Όσον αφορά τους τομείς δραστηριοτήτων, ο αριθμός των νέων υποθέσεων στον τομέα των τηλεπικοινωνιών δεν μεταβλήθηκε αισθητά (1999: 11 νέες περιπτώσεις, 2000: 10 περιπτώσεις). Η τάση που παρατηρήθηκε το 1999 όσον αφορά την αισθητή μείωση των νέων υποθέσεων στον τομέα των μεταφορών και, αντιστρόφως, την εμφάνιση νέων υποθέσεων στον τομέα των κοινωνικών ασφαλίσεων επιβεβαιώθηκε το 2000.

2.3.1. Τηλεπικοινωνίες

Όσον αφορά την εφαρμογή των οδηγιών για τον ανταγωνισμό στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, η κοινή ομάδα («joint team») εξέτασε εκ νέου, λεπτομερώς, μαζί με καθένα από τα κράτη μέλη την ορθή μεταφορά και την αποτελεσματική εφαρμογή των οδηγιών αυτών, επ' ευκαιρία της προπαρασκευής της έκτης έκθεσης για την εφαρμογή των κανονιστικών ρυθμίσεων σε θέματα τηλεπικοινωνιών [12], που εγκρίθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 από την Επιτροπή. Παράλληλα, η Επιτροπή συνέχισε τις διαδικασίες του άρθρου 226 της Συνθήκης, οι οποίες είχαν ήδη κινηθεί κατά ορισμένων κρατών μελών, και κίνησε νέες διαδικασίες.

[12] COM(2000)814 τελικό

Τρεις διαδικασίες τέθηκαν στο αρχείο μετά την αποστολή αιτιολογημένης γνώμης: και οι τρεις αφορούν την Ελλάδα. Οι υποθέσεις που έκλεισαν άπτονται της μεταφοράς της οδηγίας 94/46/ΕΚ (ελευθέρωση των δορυφορικών υπηρεσιών) και της οδηγίας 96/19/ΕΚ (εναλλακτικές υποδομές) [13].

[13] Δύο παραβάσεις : οι αρχές χορήγησαν άδεια για την κατασκευή εναλλακτικών υποδομών (μέτρα ληφθέντα μετά την αιτιολογημένη γνώμη που αποστάλθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1998). δεν υπάρχει πλέον κρατικό μέτρο που να περιορίζει τη διασυνοριακή διασύνδεση των κινητών δικτύων (αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα στις 22 Δεκεμβρίου 1998).

Η παράλειψη εμπρόθεσμης κοινοποίησης των μέτρων εκτέλεσης της οδηγίας 1999/64/ΕΚ [14] από την Αυστρία, την Ισπανία, την Φινλανδία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο και την Πορτογαλία ανάγκασε την Επιτροπή να κινήσει διαδικασίες παράβασης κατά των εν λόγω κρατών μελών. Τα μέτρα αυτά, όμως, κοινοποιήθηκαν στη συνέχεια από τις αρχές της Αυστρίας, της Φινλανδίας, της Γαλλίας, και του Λουξεμβούργου, με αποτέλεσμα να τεθούν στο αρχείο οι διαδικασίες που κινήθηκαν κατά των χωρών αυτών.

[14] Οδηγία της Επιτροπής της 23ης Ιουνίου 1999 που τροποποιεί την οδηγία 90/388/ΕΟΚ προκειμένου να εξασφαλισθεί ο νομικός διαχωρισμός της παροχής δικτύων τηλεπικοινωνιών από την παροχή δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης που ανήκουν στον ίδιο φορέα (ΕΕ L 175 της 10ης Ιουλίου 1999 σ. 39).

Το 2000, η Επιτροπή απέστειλε 3 αιτιολογημένες γνώμες για μη συμμόρφωση των εθνικών ρυθμίσεων με τις οδηγίες για τον ανταγωνισμό στον τομέα των τηλεπικοινωνιών ή για τη μη ορθή εφαρμογή των οδηγιών αυτών.

Το 2000, το θέμα της τιμολογιακής εξισορρόπησης, την οποία υπαγορεύει η οδηγία 96/19/ΕΚ [15], απέκτησε ιδιαίτερη σημασία. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή απέστειλε αιτιολογημένη γνώμη στην Ιταλία την 1η Σεπτεμβρίου 2000 σχετικά με το εμπόδιο στην εξισορρόπηση των τιμών του παραδοσιακού φορέα το οποίο δημιούργησε ο μηχανισμός του "ανώτατου ορίου τιμής - price cap» που ισχύει από τον Αύγουστο του 1999. Ωστόσο, οι αποφάσεις προσαρμογής του μηχανισμού αυτού που έλαβαν οι ιταλικές αρχές στις 11 Δεκεμβρίου 2000 οδήγησαν την Επιτροπή να αποφασίσει την αναστολή της υπόθεσης στις 14 Δεκεμβρίου 2000, εν αναμονή της επιβεβαίωσης, μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του 2002, της ολοκλήρωσης της εξισορρόπησης σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους. Για το ίδιο θέμα, αλλά έναντι της Ισπανίας, η Επιτροπή συνέχισε τη διαδικασία που είχε κινήσει το 1998, εκδίδοντας στις 21 Δεκεμβρίου 2000 συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη. Αιτιολογημένη γνώμη απηύθυνε η Επιτροπή και στο Λουξεμβούργο, στις 3 Αυγούστου 2000 για την παράλειψη αποτελεσματικής μεταφοράς των διατάξεων της προαναφερθείσας οδηγίας 96/19/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία σχετικά με την άνευ διακρίσεων χορήγηση «δικαιωμάτων διέλευσης» για τους φορείς τηλεπικοινωνιών.

[15] Οδηγία 96/19/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 1996, που τροποποιεί την οδηγία 90/388/ΕΟΚ σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, ΕΕ αριθ. L 74 της 22.3.1996, σ. 13.

Η Επιτροπή προσέφυγε επίσης στο Δικαστήριο των ΕΚ [16] , στις 17 Απριλίου 2000, για το θέμα της χρηματοδότησης της καθολικής υπηρεσίας στη Γαλλία. Η Επιτροπή κατηγορεί το κράτος μέλος ότι επέβαλε στους φορείς κινητής τηλεφωνίας εισφορές για το καθαρό κόστος της καθολικής υπηρεσίας που παρείχε η France Tιlιcom το 1997, εποχή κατά την οποία εξακολουθούσε να έχει το μονοπώλιο της φωνητικής τηλεφωνίας. Καταγγέλλει, επίσης, τον τρόπο υπολογισμού των διαφόρων στοιχείων του κόστους της καθολικής υπηρεσίας, που μπορεί να οδηγήσει στην υπερεκτίμηση του κόστους. Τέλος, κατηγορεί τη Γαλλία ότι δεν δεσμεύθηκε ως προς την πραγματική ολοκλήρωση της διαδικασίας εξισορρόπησης των τιμών. Το γραπτό μέρος της διαδικασίας ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο.

[16] Υπόθεση C-146/00.

Στις 30 Νοεμβρίου 2000, το Δικαστήριο των ΕΚ καταδίκασε το Βέλγιο [17] διότι η βελγική νομοθεσία προέβλεπε χρηματοδότηση στο πλαίσιο της καθολικής υπηρεσίας για τηλεφωνία με προνομιακές τιμές υπέρ του γραπτού Τύπου κατά παράβαση της οδηγίας 97/33/ΕΚ [18]. Η Επιτροπή απέσυρε τις υπόλοιπες αιτιάσεις - απουσία τρόπου υπολογισμού των εισφορών των φορέων υπέρ της χρηματοδότησης της καθολικής υπηρεσίας και απουσία μεθόδου βάσει προβλέψεων για τον υπολογισμό του καθαρού κόστους της υπηρεσία αυτής - μετά την κοινοποίηση βασιλικού διατάγματος που κάλυπτε τις δύο αυτές πτυχές.

[17] Υπόθεση C-384/99.

[18] Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ης Ιουνίου 1997, για τη διασύνδεση στο χώρο των τηλεπικοινωνιών προκειμένου να διασφαλισθεί καθολική υπηρεσία και διαλειτουργικότητα με εφαρμογή των αρχών παροχής ανοικτού δικτύου (ONP).

2.3.2. Ταχυδρομεία.

Στον ταχυδρομικό τομέα, η Επιτροπή εξέδωσε στις 21 Δεκεμβρίου 2000 απόφαση σχετικά με την παροχή στην Ιταλία νέων ταχυδρομικών υπηρεσιών που περιλαμβάνουν υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας και ιδίως την εγγύηση ότι μια αποστολή που δημιουργήθηκε ηλεκτρονικά θα φθάσει σε συγκεκριμένη ημερομηνία ή ώρα στον παραλήπτη [19]. Η απόφαση αυτή αποτελεί συνέχεια μιας καταγγελίας όσον αφορά την κράτηση υπέρ του ιστορικού ταχυδρομικού φορέα της φάσης παράδοσης του υβριδικού ταχυδρομείου (αποστολές κατά τις οποίες οι ταχυδρομικές αποστολές δημιουργούνται ηλεκτρονικά). Η κράτηση αυτή εμποδίζει τους ιδιώτες προμηθευτές να προσφέρουν υβριδικό ταχυδρομείο στο σύνολό του. Η Επιτροπή έκρινε ότι το ιταλικό νομοθετικό διάταγμα αριθ. 261, της 22ας Ιουλίου 1999, το οποίο εισήγαγε το εν λόγω σύστημα αντέβαινε προς το άρθρο 86 ΕΚ 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ. Η παράδοση σε συγκεκριμένη ημερομηνία ή ώρα συνιστά χωριστή αγορά πολύ διαφορετική από τις παραδοσιακές ταχυδρομικές υπηρεσίες (καθολική υπηρεσία). Συνεπώς, δεν υπάρχει λόγος να γίνεται κράτηση του εν λόγω σκέλους της υπηρεσίας στον φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας, ο οποίος δεν παρέχει αυτό το είδος υπηρεσίας. Επιπλέον, ο φορέας αυτός δεν προσφέρει καμία εγγύηση παράδοσης σε προκαθορισμένη ημερομηνία ή ώρα. Η απόφαση υποχρεώνει την ιταλική κυβέρνηση να διευκρινίσει ότι η υπηρεσία παράδοσης σε συγκεκριμένη ημέρα ή ώρα δεν αποτελεί μέρος των υπηρεσιών που δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο κράτησης. Αποσκοπεί στη δημιουργία της αναγκαίας ασφάλειας του δικαίου για τους ιδιωτικούς ταχυδρομικούς φορείς όσον αφορά την φάση της παράδοσης σε συγκεκριμένη ημερομηνία ή ώρα.

[19] ΕΕ.αριθ. L 63 της 3.3.2001, σ.59.

2.3.3. Ελεύθερα επαγγέλματα.

Στον τομέα των ελεύθερων επαγγελμάτων, η Επιτροπή μπόρεσε να κλείσει τη διαδικασία παράβασης κατά της Ιταλίας για την παράβαση, με το νόμο 1612, της 22ας Δεκεμβρίου 1960, των άρθρων 5 και 85 της συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 10 ΕΚ και 81 ΕΚ αντιστοίχως). Με απόφαση της 18ης Ιουνίου 1998 [20], το Δικαστήριο των ΕΚ έκρινε ότι, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ νόμο ο οποίος επιβάλλει στο Εθνικό Συμβούλιο Εκτελωνιστών (Consiglio nazionale degli spedizionieri doganali - CNSD), παρέχοντάς του την αντίστοιχη εξουσία, τη λήψη αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων αντίθετης προς το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81 ΕΚ), συνισταμένης στον καθορισμό υποχρεωτικού πίνακα αμοιβών για τους εκτελωνιστές, η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα προαναφερθέντα άρθρα. Οι επαφές μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των ιταλικών αρχών οι οποίες αποσκοπούσαν στη συμμόρφωση της σχετικής νομοθεσίας ήταν άκαρπες και η Επιτροπή αναγκάσθηκε, τον Φεβρουάριο του 2000, να στείλει στην Ιταλία προειδοποιητική επιστολή δυνάμει του άρθρου 228 ΕΚ, και στις 3 Αυγούστου 2000 αιτιολογημένη γνώμη. Ωστόσο στις 13 Σεπτεμβρίου, η Ιταλία κοινοποίησε το κείμενο του νόμου 213, της 25ης Ιουλίου 2000, που δημοσιεύθηκε την 1η Αυγούστου στην ιταλική Επίσημη Εφημερίδα και επικαιροποιεί τις ρυθμίσεις που διέπουν τις δραστηριότητες των εκτελωνιστών. Ο νόμος αυτός, καταργώντας τις διατάξεις του νόμου του 1960 που αντέβαιναν προς τις προαναφερθείσες διατάξεις της συνθήκης, έθετε τέλος στην παράβαση που είχε διαπιστώσει το Δικαστήριο των ΕΚ.

[20] Υπόθεση C-35/96, Συλλογή Ι σ. 3851

2.3.4. Μεταφορές

Στον τομέα των μεταφορών, η Επιτροπή συνέχισε τη διαδικασία παράβασης κατά της Πορτογαλίας μετά την άρνησή της να συμμορφωθεί με την απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1999, στην οποία διαπίστωνε ότι το σύστημα εκπτώσεων επί των τελών προσγείωσης ανάλογα με την προέλευση της πτήσης αποτελούσε μέτρο που εισάγει διακρίσεις και είναι ασυμβίβαστο με το άρθρο 86 παρ.1 ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ. Ανέστειλε όμως την εκτέλεση της απόφασής της να προσφύγει στο Δικαστήριο των ΕΚ δεδομένου ότι η προσφυγή, που βρίσκεται ήδη υπό εξέταση, της Πορτογαλίας τον Μάιο του 1999 κατά της απόφασης της Επιτροπής αφορά επίσης τη νομιμότητα του υπόψη συστήματος.

Το θέμα των τελών προσγείωσης έδωσε αφορμή για την έκδοση και δεύτερης απόφασης δυνάμει του άρθρου 86 ΕΚ παρ. 3. Στις 26 Ιουλίου 2000, η Επιτροπή έκρινε ότι το σύστημα εκπτώσεων και διαφοροποιημένων τελών ανάλογα με την προέλευση της πτήσης που ισχύει στην Ισπανία ευνοεί τις αεροπορικές εταιρείες του εν λόγω κράτους μέλους. Το ισπανικό σύστημα προβλέπει, για όλες τις κατηγορίες αεροσκαφών, τέλη υψηλότερα για τις ενδοκοινοτικές πτήσεις σε σχέση με τις πτήσεις εσωτερικού. Πέραν αυτού προβλέπει εκπτώσεις από 9 έως 35 % ανάλογα με τον μηνιαίο αριθμό προσγειώσεων. Το σύστημα αυτό ευνοεί στην πράξη τις ισπανικές αεροπορικές εταιρείες οι οποίες έχουν κατά μέσο όρο έκπτωση 20 έως 25 %. Η διάκριση αυτή δεν δικαιολογείται καθόλου αντικειμενικά. Η ισπανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα λάβει εγκαίρως τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα.

2.3.5. Συγκεντρώσεις

Η διαδικασία παράβασης κατά της Πορτογαλίας που κινήθηκε το 1999 μετά την απόφαση των προτογαλικών αρχών να αντιταχθούν στη συγκέντρωση μεταξύ της ισπανικής τράπεζας BSCH και του πορτογαλικού ομίλου Champalimaud μπόρεσε να κλείσει. Στις 29 Νοεμβρίου 1999, κοινοποιήθηκε μια νέα πράξη συγκέντρωσης, με την οποία η ισπανική τράπεζα θα αποκτήσει δύο τράπεζες του πορτογαλικού ομίλου. Η συγκέντρωση εγκρίθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2000. Οι πορτογαλικές αρχές δήλωσαν ότι δεν αντιτάσσονται στη νέα αυτή συγκέντρωση η οποία ακυρώνει τη συγκέντρωση που αποτελεί αντικείμενο της κινηθείσας κατ' αυτών διαδικασίας παράβασης.

2.3.6. Κρατικές ενισχύσεις

Τέλος, όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις, η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο μια πολύ παλιά υπόθεση. Με απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1990 [21] το Δικαστήριο των ΕΚ είχε επιβεβαιώσει την οριστική αρνητική απόφαση της Επιτροπής, της 17ης Νοεμβρίου 1987 [22], η οποία διέτασσε την επιστροφή μιας επιδότησης ύψους 2 εκατ. DEM, που είχε χορηγηθεί το 1985 από το ομόσπονδο κράτος Baden-Wόrtemberg στην εταιρεία BUG-Alutechnik, η οποία παρήγαγε ημικατεργασμένα και τελειωμένα προϊόντα αλουμινίου. Η ενίσχυση δεν επεστράφη παρά την απαίτηση της Επιτροπής και το 1991 κινήθηκε διαδικασία αθέτησης υποχρεώσεως κατά της Γερμανίας για παράβαση του άρθρου 171 της συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 228 ΕΚ). Το 1992, η "Staatsschuldenverwaltung Baden-Wόrttemberg" διέταξε την επιχείρηση να επιστρέψει την ενίσχυση. Αλλά η BUG-Alutechnik υπέβαλε ανασταλτική προσφυγή κατά της απόφασης αυτής, ενώπιον του "Verwaltungsgericht Sigmaringen". Το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή το 1994 και η επιχείρηση άσκησε έφεση ενώπιον του "Verwaltungsgerichtshof Mannheim" η οποία είχε επίσης ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το "Verwaltungsgerichtshof Mannheim" επιβεβαίωσε την απόφαση του πρωτοδικείου, του 1996, και στην επιχείρηση, που εν τω μεταξύ άλλαξε την επωνυμία της σε Hoogovens Aluminium Profiltechnik, επιτράπηκε να υποβάλει αίτηση αναίρεσης στο "Bundesverwaltungsgericht" το οποίο την απέρριψε στις 26 Αυγούστου 1999. Εν τέλει η ενίσχυση επεστράφη στις 14 Οκτωβρίου 1999. Όταν το πληροφορήθηκε επίσημα, η Επιτροπή μπόρεσε να κλείσει την υπόθεση αυτή στις αρχές του 2000.

[21] Υπόθεση C-5/89, Συλλογή Ι σ. 3437

[22] ΕΕ 1998, L 79, σ. 29.

2.4. ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

2.4.1. Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων

Η Επιτροπή κίνησε ή/και συνεχίζει ορισμένες διαδικασίες παράβασης κατά διαφόρων κρατών μελών σχετικά με την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και 1408/71.

Η διαδικασία λόγω παράβασης κατά του Βελγίου για τη μη εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου της 3ης Μαΐου 1994 στην υπόθεση C-47/93, σχετικά με τη χρηματοδότηση των βελγικών πανεπιστημίων για την υποδοχή φοιτητών από άλλα κράτη μέλη με μόνο στόχο να παρακολουθήσουν εκεί πανεπιστημιακά μαθήματα, συνεχίζεται.

Οι διαδικασίες παράβασης κατά της Γερμανίας όσον αφορά, αφενός μεν, την παροχή κοινωνικής βοήθειας στους διακινούμενους εργαζομένους που τη ζητούν λόγω της επανένωσης των οικογενειών τους, αφετέρου δε, την προϋπόθεση προσκόμισης της άδειας παραμονής για την παροχή κοινωνικών επιδομάτων, τέθηκαν στο αρχείο. Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση εκπονήθηκε ερμηνευτική εγκύκλιος με την οποία οι αρμόδιες αρχές καλούνται να μεριμνήσουν για την τήρηση του κοινοτικού δικαίου. Όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση, η κατάσταση ρυθμίσθηκε με την τροποποίηση του σχετικού νόμου.

Η διαδικασία λόγω παράβασης σχετικά με τη δανική ρύθμιση και τακτική περιορισμού της χρήσης στη Δανία, από τους μεθοριακούς εργαζομένους που κατοικούν στο έδαφός της, οχημάτων εγγεγραμμένων σε άλλο κράτος μέλος, τα οποία ανήκουν στον εκεί εγκατεστημένο εργοδότη τους συνεχίζεται. Η Δανία, εν τω μεταξύ, τροποποίησε τη νομοθεσία της με μη ικανοποιητικό για την Επιτροπή τρόπο, οπότε της εστάλη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη.

Αιτιολογημένη γνώμη κοινοποιήθηκε και στην Ελλάδα εξαιτίας του γεγονότος ότι η ελληνική νομοθεσία επιβάλλει στα μέλη της οικογενείας πολιτών της Ένωσης, τα οποία δεν έχουν την υπηκοότητα ενός από τα κράτη μέλη και επιθυμούν να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα, να αποκτήσουν άδεια εργασίας.

Επίσης, διαβιβάσθηκε στην Αυστρία αιτιολογημένη γνώμη διότι η αυστριακή νομοθεσία εισάγει διακρίσεις εις βάρος πολιτών της Ένωσης που ασκούν το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων καθώς και υπηκόων χωρών που δεν είναι κράτη μέλη της Ένωσης αλλά με τα οποία η Κοινότητα έχει συνάψει συμφωνίες συνεργασίας ή σύνδεσης (για παράδειγμα Μαρόκο, Τουρκία, Πολωνία κ.λ.π.). Ειδικότερα, αφενός οι αυστριακές διατάξεις για τις εκλογές στα εργατικά επιμελητήρια δεν παρέχουν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι σε όλους τους αλλοδαπούς εργαζόμενους για τους φορείς αυτούς και αφετέρου, οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας αποκλείουν από το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στα εργατικά συμβούλια τους υπηκόους χωρών που δεν είναι κράτη μέλη της Ένωσης αλλά με τα οποία η Κοινότητα έχει συνάψει συμφωνίες συνεργασίας ή σύνδεσης.

Οι διαδικασίες λόγω παράβασης κατά της Ελλάδας βάσει του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ και κατά της Ισπανίας βάσει του άρθρου 226 της συνθήκης ΕΚ όσον αφορά την προϋπόθεση της ιθαγενείας για την πρόσβαση στο δημοσιοϋπαλληλικό καθεστώς τέθηκαν στο αρχείο, δεδομένου ότι οι δύο αυτές χώρες έλαβαν μέτρα για τη συμμόρφωσή τους με τους κοινοτικούς κανόνες.

Όσον αφορά στον συνυπολογισμό των περιόδων θητείας σε δημόσιες υπηρεσίες άλλων κρατών μελών, η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στην Αυστρία και το Βέλγιο. Οι διαδικασίες λόγω παράβασης στον ίδιο τομέα που κινήθηκαν κατά της Γερμανίας και της Ιρλανδίας το 1999, συνεχίζονται.

Στον τομέα του συντονισμού των εθνικών συστημάτων ασφάλισης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στις υποθέσεις κατά της Γαλλίας σχετικά με την καταβολή των εισφορών «γενικευμένη κοινωνική εισφορά» [23] και «συνεισφορά στην εξόφληση του κοινωνικού χρέους» [24] αποφάνθηκε ότι αυτές οι εισφορές, οι οποίες σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές πρέπει να θεωρηθούν ως φόροι, εμπίπτουν στο πεδίο του κανονισμού 1408/71. Επομένως, δεν μπορούν να επιβληθούν σε άτομα που διαμένουν στη Γαλλία αλλά εργάζονται σε άλλο κράτος μέλος, π.χ. σε γάλλους μεθοριακούς εργαζόμενους στο Βέλγιο, καθώς δεν υπόκεινται στη γαλλική νομοθεσία για την κοινωνική ασφάλιση. Εφόσον, δεν ελήφθησαν ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με τα αναγκαία μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να υπάρξει συμμόρφωση με αυτές τις αποφάσεις, οι εν λόγω διαδικασίες συνεχίζονται βάσει του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ.

[23] Υπόθεση C-169/98

[24] Υπόθεση C-34/98

Το 1999, η Επιτροπή προσέφυγε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Γερμανίας για την επιβολή εισφορών σύμφωνα με ειδικό νόμο για τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης στους καλλιτέχνες (Kόnstlersozialversicherungsgesetz) [25]. Ο Γενικός Εισαγγελέας διατύπωσε τις προτάσεις του [26] σχετικά με την υπόθεση αυτή.

[25] Υπόθεση C-68/99

[26] 24 Οκτωβρίου 2000

Η υπόθεση κατά του Βελγίου [27], που αφορά τη μείωση της προσωπικής εισφοράς του 13,07 % όταν οι ενάγοντες κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, εκκρεμεί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Ο Γενικός Εισαγγελέας διατύπωσε τις προτάσεις του στις 23 Ιανουαρίου 2001.

[27] Υπόθεση C-347/98

Η Επιτροπή αποφάσισε να συνεχίσει την υπόθεση κατά των Κάτω Χωρών και να προσφύγει στο Δικαστήριο. Σύμφωνα με την Επιτροπή η άρνηση των αρχών των Κάτω Χωρών να μεταφέρουν το επίδομα ανεργίας ενός πρώην μεθοριακού εργαζόμενου κατά μέγιστη περίοδο τριών μηνών σε άλλο κράτος μέλος, παραβαίνει το άρθρο 69 του κανονισμού 1408/71 εφόσον αυτός δεν διακρίνει τους μεθοριακούς από τους λοιπούς εργαζόμενους.

Απεστάλη στη Γαλλία αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την άρνηση του γαλλικού οργανισμού ασθενείας να επιστρέψει χρήματα, σύμφωνα με τους γαλλικούς πίνακες αμοιβών, για το κόστος ζεύγους γυαλιών που ένας ασφαλισμένος είχε αγοράσει στη Γερμανία. Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτή η θέση παραβαίνει τις διατάξεις της συνθήκης της ΕΚ για την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, ιδίως τα άρθρα 28 και 30, καθώς ερμηνεύθηκαν από το Δικαστήριο στην υπόθεση C-120/95 Decker [28] όπου το Δικαστήριο αναγνώρισε το δικαίωμα επιστροφής δαπανών για αυτό το είδος ιατρικών προϊόντων σύμφωνα με τους πίνακες αμοιβών του κράτους μέλους, στο οποίο έχει ασφαλισθεί ο ενδιαφερόμενος, χωρίς προηγούμενη έγκριση.

[28] Απόφαση του Δικαστηρίου της 28/4/98.

Η ολλανδική κυβέρνηση συμφώνησε με την αιτιολογημένη γνώμη που η Επιτροπή απέστειλε σ' αυτήν σχετικά με τον υπολογισμό ολλανδικής σύνταξης γήρατος σε περιπτώσεις όπου, παρόλο που υπήρχε υποχρεωτική ασφάλιση, ταυτόχρονα είχαν καταβληθεί προαιρετικές εισφορές σε άλλο κράτος μέλος, και επί του παρόντος αναθεωρεί τους αντίστοιχους κανόνες διοικητικής πολιτικής. Παρά το άρθρο 15 (1β) του κανονισμού 574/72 που αναφέρει σαφώς ότι οι περίοδοι υποχρεωτικής ασφάλισης υπερισχύουν έναντι περιόδων προαιρετικής ασφάλισης, οι αρχές των Κάτω Χωρών αρνήθηκαν να λάβουν υπόψη μια ορισμένη περίοδο απασχόλησης στις Κάτω Χώρες διότι ταυτόχρονα είχαν καταβληθεί προαιρετικές εισφορές σε σύστημα άλλου κράτους μέλους που αναφέρεται στο Παράρτημα VI, Ι, 2 η του κανονισμού. Το εθνικό δικαστήριο συμφώνησε με την ερμηνεία των αρχών.

Σε διαδικασία παράβασης κατά της Γαλλίας σχετικά με τον υπολογισμό του επιδόματος ανεργίας για πρόσωπο που η τελευταία του θέση εργασίας δεν ήταν στη Γαλλία, η γαλλική κυβέρνηση, μετά την προσφυγή της Επιτροπής στο Δικαστήριο, τροποποίησε την αντίστοιχη εγκύκλιο για να συμμορφωθεί με το κοινοτικό δίκαιο. Η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο.

Μετά την αποστολή αιτιολογημένης γνώμης από την Επιτροπή σχετικά με την άρνηση εφαρμογής της δανικής νομοθεσίας για την κοινωνική ασφάλιση σε υπηκόους άλλων κρατών μελών που εργάζονται σε εξέδρα πετρελαίου στη δανική ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα, η δανική κυβέρνηση τροποποίησε τη νομοθεσία της και η διαδικασία παράβασης τέθηκε στο αρχείο.

2.4.2. Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών

Η διαδικασία που η Επιτροπή κίνησε ενώπιον του Δικαστηρίου των ΕΚ κατά της Γαλλίας [29], στο πλαίσιο του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ, γιατί δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση που εκδόθηκε στις 13 Μαρτίου 1997 [30], και η οποία καταδίκαζε την εν λόγω χώρα διότι διατηρούσε την απαγόρευση νυχτερινής εργασίας των γυναικών στη βιομηχανία ενώ δεν εφάρμοζε παρόμοια απαγόρευση στους άνδρες, εξακολουθεί να εκκρεμεί.

[29] Υπόθεση C-224/99.

[30] Υπόθεση C-197/96, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, Συλλογή. 1997 σ. I-1489.

Όσον αφορά την οδηγία 92/85/ΕΟΚ για την προστασία των εγκύων, οι ιρλανδικές αρχές τροποποίησαν την νομοθεσία της χώρας τους προκειμένου να συμμορφωθεί με τους κοινοτικούς κανόνες, μετά την αποστολή αιτιολογημένης γνώμης, και κοινοποίησαν νέα εθνικά μέτρα. Η διαδικασία κατά της Ιρλανδίας τέθηκε, ως εκ τούτου, στο αρχείο. Μετά την αποστολή αιτιολογημένης γνώμης οι αρχές της Σουηδίας και του Λουξεμβούργου κοινοποίησαν, επίσης, νέα νομοθετικά κείμενα τα οποία βρίσκονται υπό εξέταση. Ως εκ τούτου οι σχετικές διαδικασίες βρίσκονται εν εξελίξει. Πέραν αυτού, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο των ΕΚ όσον αφορά μη σύμφωνη μεταφορά [31] στην υπόθεση που αφορά τη Γαλλία, ενώ στην υπόθεση κατά της Ιταλίας συνεχίζεται η εξέταση της διαδικασίας.

[31] Διότι η γαλλική νομοθεσία δεν προέβλεπε ειδικά τη δυνατότητα για τις εγκύους να απαλλάσσονται από την εργασία εάν αυτό είναι απαραίτητο για την προστασία της υγείας τους.

Μετά την κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς από τις ιταλικές αρχές, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου των ΕΚ λόγω μη κοινοποίησης της μεταφοράς της οδηγίας 96/34/ΕΟΚ σχετικά με την γονική άδεια [32] αποσύρθηκε.

[32] Υπόθεση C-445/99.

Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας λόγω μη εφαρμογής της απόφασης της 8ης Ιουλίου 1999 [33] με την οποία το Δικαστήριο των ΕΚ καταδίκασε τη Γαλλία για τη μη κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 96/97/ΕΚ που τροποποιεί την οδηγία 86/378/ΕΟΚ για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, τα κράτη μέλη έπρεπε να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας την 1η Ιουλίου 1997. Επισημαίνεται ότι και η Ελλάδα είχε καταδικασθεί για το ίδιο θέμα από το Δικαστήριο των ΕΚ στις 14 Δεκεμβρίου 2000 [34]. Μετά την κοινοποίηση από μέρους των αρχών του Λουξεμβούργου των εθνικών μέτρων μεταφοράς, η προσφυγή στο Δικαστήριο λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 96/97/EΚ για την τροποποίηση της οδηγίας 86/378/EΟΚ για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης [35] αποσύρθηκε.

[33] Υπόθεση C-354/98.

[34] Υπόθεση C-457/98.

[35] Υπόθεση C-438/98. Ο Γενικός Εισαγγελέας κ. La Pergola εξέδωσε τα συμπεράσματά του στις 24 Ιουνίου 1999.

Η Επιτροπή κίνησε επίσης νέα διαδικασία βάσει του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ κατά της Ελλάδας λόγω μη εφαρμογής της απόφασης της 28ης Οκτωβρίου 1999 [36] με την οποία το Δικαστήριο των ΕΚ καταδίκασε την Ελλάδα για τη μη συμμόρφωση, με την οδηγία 79/7/ΕΟΚ, με το άρθρο 141 της συνθήκης και με την οδηγία 75/117/ΕΟΚ, της ελληνικής νομοθεσίας σχετικά με το επίδομα γάμου και τη λήψη υπόψη του επιδόματος αυτού κατά τον υπολογισμό των συντάξεων γήρατος και αποχώρησης. Η νομοθεσία αυτή δεν έχει αναδρομικό αποτέλεσμα όσον αφορά το επίδομα γάμου από 1ης Ιανουαρίου 1981 (ημερομηνία ενάρξεως ισχύος στην Ελλάδα του άρθρου 141 της συνθήκης και της οδηγίας 75/117/ΕΟΚ), ούτε όσον αφορά τον υπολογισμό των συντάξεων από τις 23 Δεκεμβρίου 1984 (ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ).

[36] Υπόθεση C-187/98.

2.4.3. Συνθήκες εργασίας

Ως προς την οδηγία 93/104/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, στη συνέχεια της προσφυγής στο Δικαστήριο, η Ιταλία και η Γαλλία καταδικάστηκαν λόγω μη θέσπισης μέτρων εφαρμογής της οδηγίας αυτής [37]. Δεδομένου ότι δεν ανακοινώθηκε κανένα θεσπισθέν μέτρο για την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου, αυτές οι διαδικασίες παράβασης συνεχίζονται βάσει του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ. Μετά την καθυστερημένη κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς, η προσφυγή κατά του Λουξεμβούργου [38] λόγω μη ανακοίνωσης της μεταφοράς της οδηγίας 93/104/ΕΚ αποσύρθηκε.

[37] Υπόθεση C-386/98, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2000 και υπόθεση C-46/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, απόφαση της 8ης Ιουνίου 2000

[38] Υπόθεση C-48/99; Ο Γενικός Εισαγγελέας κ. Alber εξέδωσε τα συμπεράσματά του στις 16 Νοεμβρίου 1999

Σε απόφαση της 18ης Μαΐου 2000, το Δικαστήριο καταδίκασε τη Γαλλία [39] λόγω μη ανακοίνωσης της μεταφοράς της οδηγίας 94/33/ΕΚ σχετικά με την προστασία των νέων κατά την εργασία.. Δεδομένου ότι δεν ανακοινώθηκαν τα θεσπισθέντα μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου, αυτή η διαδικασία συνεχίζεται βάσει του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ.

[39] Υπόθεση C-45/99

Μετά τις αποφάσεις του Δικαστηρίου με τις οποίες καταδικάστηκε το Λουξεμβούργο λόγω μη ανακοίνωσης ενδεχόμενων μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 94/33/ΕΚ σχετικά με την προστασία των νέων κατά την εργασία [40] και λόγω έλλειψης μεταφοράς της οδηγίας 94/45/ΕΚ για τη θέσπιση μιας ευρωπαϊκής επιτροπής επιχείρησης [41] οι αρχές του Λουξεμβούργου ανακοίνωσαν μέτρα μεταφοράς τα οποία εξετάζονται.

[40] Υπόθεση C-430/98, απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1999

[41] Υπόθεση C-47/99, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1999

Λόγω της μη ικανοποιητικής απάντησης των ιταλικών αρχών στην αιτιολογημένη γνώμη που διαβίβασε η Επιτροπή για κακή μεταφορά της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, η Επιτροπή αποφάσισε την προσφυγή στο Δικαστήριο. Αντίθετα με την προηγούμενη περίπτωση, η Επιτροπή αποφάσισε την αναστολή της διαδικασίας παράβασης σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις λόγω της μη σύμφωνης μεταφοράς της οδηγίας 98/59/ΕΚ από την Ελλάδα, προκειμένου να προβεί σε λεπτομερή ανάλυση της απάντησης των εθνικών αρχών πριν να εκδώσει απόφαση επί της ουσίας.

Αιτιολογημένη γνώμη κοινοποιήθηκε στην Πορτογαλία και την Ιταλία λόγω μη σύμφωνης μεταφοράς της οδηγίας 98/59/ΕΚ σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις.

Η Επιτροπή αποφάσισε την προσφυγή στο Δικαστήριο λόγω μη σύμφωνης μεταφοράς από την Ιρλανδία των οδηγιών 98/59/ΕΚ σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις και 77/187/ΕΟΚ σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων. Στο τέλος Δεκεμβρίου 2000, οι ιρλανδικές αρχές ανακοίνωσαν μέτρα μεταφοράς και δεσμεύθηκαν να θεσπίσουν και άλλα. Συνεπώς, η προσφυγή στο Δικαστήριο δεν θα είναι πλέον αναγκαία.

2.4.4. Υγεία και ασφάλεια στο χώρο εργασίας

Μετά την ανακοίνωση από το Λουξεμβούργο των εθνικών μέτρων εκτέλεσης της οδηγίας 92/29/ΕΟΚ για την ιατρική περίθαλψη στα πλοία, όλα τα κράτη μέλη έχουν πλέον μεταφέρει την οδηγία-πλαίσιο 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου και τις ειδικές οδηγίες της [42] καθώς και την καλούμενη "ανεξάρτητη" οδηγία 92/29/ΕΟΚ.

[42] Οδηγίες 89/654/ΕΟΚ, 89/655/ΕΟΚ, 89/656/ΕΟΚ, 90/269/ΕΟΚ, 90/270/ΕΟΚ, 90/394/ΕΟΚ, 90/679/ΕΟΚ, 92/57/ΕΟΚ, 92/58/ΕΟΚ, 92/91/ΕΟΚ, 92/104/ΕΟΚ, και 93/103/ΕΚ.

Όσον αφορά τις οδηγίες που τροποποιούν ή προσαρμόζουν στην τεχνική πρόοδο τις ειδικές οδηγίες [43], το ποσοστό ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης βελτιώθηκε και πάλι κατά τη διάρκεια του 2000 (ιδίως με την ανακοίνωση από την Ιταλία των εθνικών μέτρων εκτέλεσης των οδηγιών 95/30/ΕΚ [44], 97/59/ΕΚ, και 97/65/ΕΚ [45]), αλλά δεν είναι ακόμη πλήρως ικανοποιητικό. Συνεπώς, εκκρεμούν διαδικασίες παράβασης έναντι των κρατών μελών που δεν έχουν ακόμα ανακοινώσει στην Επιτροπή τα εθνικά τους μέτρα εκτέλεσης. Ορισμένες από τις διαδικασίες αυτές βρίσκονται ήδη στο στάδιο της προσφυγής στο Δικαστήριο, όπως η περίπτωση της Αυστρίας για τη μη μεταφορά των οδηγιών 95/30/ΕΚ [46], 97/59/ΕΚ και 97/65/ΕΚ [47]. Επιπλέον, αποστάλθηκε αιτιολογημένη γνώμη στην Ιρλανδία λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων εκτέλεσης της οδηγίας 95/63/ΕΚ. Όσον αφορά την οδηγία 97/42/ΕΚ, της οποίας η προθεσμία μεταφοράς έληξε στις 27 Ιουνίου 2000, αποφασίστηκε η αποστολή αιτιολογημένων γνωμών στη Γαλλία και στην Ιρλανδία λόγω μη ανακοίνωσης των εθνικών τους μέτρων εκτέλεσης.

[43] Οδηγίες 93/88/ΕΚ, 95/30/ΕΚ, 97/59/ΕΚ, 97/65/ΕΚ και 95/63/ΕΚ, και 97/42/ΕΚ.

[44] Υπόθεση C-439/98; απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000

[45] Υπόθεση C-312/99; μετά την ανακοίνωση αυτή, αποσύρθηκε η προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου.

[46] Υπόθεση C-473/99.

[47] Υποθέσεις C-110/00, και C-111/00.

Σε ό,τι αφορά τη συμμόρφωση των εθνικών μέτρων εκτέλεσης της οδηγίας-πλαισίου 89/391/ΕΟΚ, η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένες γνώμες στην Πορτογαλία και στη Σουηδία λόγω μη σύμφωνης μεταφοράς. Εξάλλου η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Γερμανίας [48] και της Ιταλίας [49] λόγω μη σύμφωνης μεταφοράς, και αποφάσισε την προσφυγή όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας-πλαισίου από το Βέλγιο.

[48] Υπόθεση C-5/00.

[49] Υπόθεση C-49/00.

Σχετικά με τη συμμόρφωση των εθνικών μέτρων εκτέλεσης των ειδικών οδηγιών [50], η διαδικασία κατά της Σουηδίας τέθηκε στο αρχείο, αφού αυτό το κράτος μέλος ανακοίνωσε νέα μέτρα εκτέλεσης της οδηγίας 90/269/ΕΟΚ, ενώ στη Δανία αποστάλθηκε αιτιολογημένη γνώμη λόγω μη συμμόρφωσης των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 89/654/ΕΟΚ. Επίσης η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο για δύο περιπτώσεις που αφορούν την Ιταλία λόγω μη συμμόρφωσης της μεταφοράς των οδηγιών 89/655/ΕΟΚ και 90/270/ΕΟΚ.

[50] Οδηγίες 89/654/ΕΟΚ, 89/655/ΕΟΚ, 89/656/ΕΟΚ, 90/269/ΕΟΚ, 90/270/ΕΟΚ, 90/394/ΕΟΚ, 90/679/ΕΟΚ, 92/57/ΕΟΚ, 92/58/ΕΟΚ, 92/91/ΕΟΚ, 92/104/ΕΟΚ, και 93/103/ΕΚ.

2.5. ΓΕΩΡΓΙΑ

2.5.1. Ελεύθερη κυκλοφορία των γεωργικών προϊόντων [51]

[51] Στη συνέχεια της αναδιοργάνωσης των υπηρεσιών της Επιτροπής, η νομοθεσία και τα θέματα που αφοορούν τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων και των φυτών ανατέθηκαν στη Γενική Διεύθυνση "Υγεία και προστασία των καταναλωτών". Από το τελευταίο τρίμηνο του 1999, αυτή η Γενική Διεύθυνση ανέλαβε την εξέταση των φακέλων παραβάσεων επί των θεμάτων αυτών, περιλαμβανομένων και των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των γεωργικών προϊόντων για λόγους συνδεόμενους με την προστασία της υγείας.

Μία από τις βασικές αρχές της λειτουργίας της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής (ΚΓΠ) και των κοινών οργανώσεων αγοράς αυτής της πολιτικής είναι η διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των γεωργικών προϊόντων μέσα σε μία ενιαία αγορά.

Το Δικαστήριο υπενθύμισε επανειλημμένα ότι τα άρθρα 28 και 29 της συνθήκης ΕΚ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των κοινών οργανώσεων αγοράς, έστω και αν η ρητή μνεία αυτών, μέσα στα πλαίσιά τους, κατέστη περιττή από την 1η Ιανουαρίου 1970.

Η Επιτροπή επαγρυπνεί διαρκώς με σκοπό την ταχεία απάλειψη των εμποδίων που παρακωλύουν τις συναλλαγές γεωργικών προϊόντων στην Κοινότητα.

Γενικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η τάση που παρατηρήθηκε τα τελευταία έτη όσον αφορά τη μείωση του αριθμού νέων περιπτώσεων κλασσικών εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία γεωργικών προϊόντων, όπως οι συστηματικοί έλεγχοι κατά την εισαγωγή ή η απαίτηση πιστοποιητικών, επιβεβαιώθηκε και αυτό το έτος.

Η εμμονή ορισμένων κρατών μελών να διατηρούν τα "σήματα ή ονομασίες ποιότητας" για τα προϊόντα των αντίστοιχων χωρών ή των περιφερειών τους οδήγησε την Επιτροπή στο να εξακολουθήσει τις διαδικασίες παράβασης που είχε κινήσει κατά της Γαλλίας, της Ισπανίας, και της Γερμανίας. Η Επιτροπή θεωρεί πράγματι, ότι δυνάμει του άρθρου 28 της συνθήκης ΕΚ, όπως το ερμήνευσε το Δικαστήριο στις υποθέσεις 13/78, Eggers [52] και C-321/94, Montagne [53], μια ονομασία ή ένα σήμα ποιότητας δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για προϊόντα που προέρχονται από μια καθορισμένη γεωγραφική ενότητα αλλά να στηρίζονται αποκλειστικά στα εγγενή χαρακτηριστικά των προϊόντων. Συνεπώς φρονεί ότι σε κάθε εθνική ονομασία ή σήμα ποιότητας πρέπει, δυνάμει των άρθρων 12 και 34 της συνθήκης ΕΚ, να έχει πρόσβαση αυτοδίκαια κάθε ενδεχόμενος κοινοτικός παραγωγός ή χρήστης, τα προϊόντα του οποίου πληρούν τις απαιτούμενες αντικειμενικές και ελέγξιμες απαιτήσεις.

[52] Απόφαση της 12.10.1978, Συλλογή 1978, σ.1935

[53] Απόφαση της 07.05.1997, Συλλογή 1997, σ. Ι-2343.

Στην περίπτωση της Γαλλίας, οι κινηθείσες διαδικασίες παράβασης αφορούν τα ακόλουθα περιφερειακά σήματα ποιότητας :"Normandie", "Nord-Pas-de-Calais", "Ardennes de France", "Limousin", "Languedoc-Roussillon", "Lorraine", "Savoie", "Franche-Comtι", "Corse", "Midi-Pyrιnιes", "Salaisons d'Auvergne", καθώς και "Qualitι France". Ελλείψει κατάργησης των εν λόγω σημάτων, απεστάλησαν αιτιολογημένες γνώμες. Οι γαλλικές αρχές είναι πλέον διατεθειμένες να αλλάξουν το νομικό καθεστώς των σημάτων.

Στην Ισπανία, οι ονομασίες ποιότητας που ακολουθούν αποτέλεσαν το αντικείμενο αιτιολογημένων γνωμών : "La Conca de Barbera", "El Valles Occidental", "El Ripolles", "Alimentos de Andalucia", "Alimentos de Extremadura", "Calidad Cantabria". Μετά την έκδοση αυτών των αιτιολογημένων γνωμών, οι αρμόδιες περιφερειακές αρχές κατήργησαν τις επίμαχες ονομασίες.

Τέλος, επειδή οι γερμανικές αρχές αρνήθηκαν τη δυνατότητα να λαμβάνουν τα προϊόντα άλλων κρατών μελών το εθνικό σήμα ποιότητας CMA, που συνοδεύεται από τη μνεία «Markenqualitδt aus deutschen Landen» και αποδίδεται μόνο στα προϊόντα που μεταποιούνται στη Γερμανία χωρίς προδιαγραφή που να συνδέεται με το περιβάλλον ή τη γεωγραφική προέλευση, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το εν λόγω σήμα σημαίνει ότι η διαδικασία παραγωγής περιορίζεται οπωσδήποτε σε ένα κράτος.

Όσον αφορά τα λιγότερο κλασικά εμπόδια, όπως οι επανειλημμένες βιαιοπραγίες στη Γαλλία από ιδιώτες κατά των οπωροκηπευτικών προέλευσης άλλων κρατών μελών, και ιδίως Ισπανίας, και το γεγονός ότι οι δημόσιες αρχές δεν έλαβαν τα απαιτούμενα μέτρα για να αντιμετωπισθεί αυτή η κατάσταση, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι με την απόφαση της 9/11/1997 στην υπόθεση C-265/95 [54] το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι "Η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία και ανάλογα μέτρα προκειμένου να μην εμποδίζεται από ενέργειες ιδιωτών η ελεύθερη κυκλοφορία οπωροκηπευτικών, παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 28 ΕΚ), σε συνδυασμό με το άρθρο 5 (νυν άρθρο 10 ΕΚ) της εν λόγω συνθήκης, και από την κοινή οργάνωση των αγορών των γεωργικών προϊόντων". Η ειρηνική εξέλιξη της περιόδου εμπορίας των οπωροκηπευτικών που προέρχονταν κυρίως από την Ισπανία κατά το έτος 1998 δείχνει ότι τα μέτρα δημόσιας τάξης που έλαβε η γαλλική κυβέρνηση για να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Δικαστηρίου υπήρξαν αρκετά αποτελεσματικά σε σύγκριση με τις προηγούμενες καταστάσεις. Το ίδιο συνέβη και κατά το 1999 και 2000, παρότι σημειώθηκαν ορισμένα μεμονωμένα επεισόδια. Η Επιτροπή ελπίζει ότι οι επόμενες περίοδοι εμπορίας θα εξελιχθούν ομαλά.

[54] Απόφαση της 6.11.1997, Συλλογή1997, σ.I-6959.

2.5.2. Αγορά

Εκτός από τη δραστηριότητα που διεξάγει με στόχο την εξάλειψη των εμποδίων που παρακωλύουν την ελεύθερη κυκλοφορία των γεωργικών προϊόντων, η Επιτροπή συνέχισε τις προσπάθειές της και για την αποτελεσματική και ορθή εφαρμογή των υπόλοιπων διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας στο γεωργικό τομέα.

Όσον αφορά τον έλεγχο της εφαρμογής των ειδικών μηχανισμών της κοινής οργάνωσης των αγορών, η Επιτροπή συνέχισε να αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη προσοχή την εφαρμογή των μηχανισμών συγκράτησης της παραγωγής, ιδίως στον τομέα των γαλακτοκομικών προϊόντων, όπου έγινε συστηματική ανάλυση των εθνικών κειμένων που ψηφίστηκαν για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή των κανονισμών ( ΕΟΚ ) αριθ. 3952/92 και 536/93.

Η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη κατά της Ιταλίας και της Ισπανίας λόγω των κενών που διαπιστώθηκαν στην εφαρμογή του καθεστώτος γαλακτοκομικών ποσοστώσεων. Η κύρια μέριμνα ως προς αυτό συνίσταται στην εμμονή των αρμόδιων αρχών να αποφεύγουν την οριστική μεταφορά της οφειλόμενης συμπληρωματικής εισφοράς στους παραγωγούς που είναι υπεύθυνοι για την υπέρβαση της παραγωγής.

Στην Ιταλία, τον Φεβρουάριο 1997 η κυβέρνηση ανέθεσε σε επιτροπή έρευνας τη διεξαγωγή έκτακτου ελέγχου της παραγωγής γάλακτος των περιόδων 1995-96 και 1996-97. Εν αναμονή των πορισμάτων του εν λόγω εγχειρήματος, και με την επιφύλαξη της επιστροφής ποσού που θεωρείται πλεονασματικό σε σχέση με την όντως οφειλόμενη εισφορά, οι λογαριασμοί που αφορούν τις προκαταβολές της οφειλόμενης εισφοράς τις οποίες εισέπραξαν οι αγοραστές για τις εν λόγω περιόδους έχουν δεσμευτεί. Εξαιτίας εκτεταμένων ισχυρισμών σχετικά με μορφές απάτης και παρατυπίες, οι ιταλικές αρχές είχαν θεωρήσει ότι η καταβολή στην αρμόδια αρχή δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί πριν από νέο εμπεριστατωμένο έλεγχο όσον αφορά την πραγματική παραγωγή, καθώς και την ποσότητα αναφοράς κάθε παραγωγού. Τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν το αντικείμενο της διαδικασίας παράβασης.

Η Επιτροπή ενημερωνόταν συνεχώς για την εξέλιξη των διαδοχικών ελέγχων και μάλιστα διεξήγαγε η ίδια σειρά αποστολών ελέγχου σε όλες τις ενδιαφερόμενες αρχές.

Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι εν λόγω έκτακτοι έλεγχοι επέτρεψαν να διευκρινιστεί η προηγούμενη κατάσταση που στηριζόταν σε αμφιβολίες σχετικά με την πραγματική παραγωγή της Ιταλίας. Το επίπεδο της παραγωγής που είχε αρχικά δηλωθεί από τους αγοραστές επιβεβαιώθηκε με διαφορά χαμηλότερη από 1%, μέρος της οποίας μπορεί ακόμη να επιβεβαιωθεί. Το αποτέλεσμα των ερευνών συνέβαλε, εξάλλου, στη διευκρίνιση της κατάστασης του κάθε παραγωγού χωριστά, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων που αποτελούν αντικείμενο δικαστικών διαφορών. Τον Νοέμβριο 1999, τα αποτελέσματα της νέας αντιστάθμισης των παραδόσεων κοινοποιήθηκαν στους ενδιαφερομένους. Η Επιτροπή παρακολουθεί την εξέλιξη της πραγματικής είσπραξης των οφειλόμενων ποσών. Μόλις πραγματοποιήθηκε αποστολή με στόχο τον ακριβή καθορισμό των ποσών που δεν είναι δυνατόν να εισπραχθούν αμέσως, ιδίως λόγω των προσφυγών που έχουν ασκηθεί ενώπιον των περιφερειακών δικαστηρίων τα οποία έχουν αρμοδιότητα να διατάξουν το ανασταλτικό αποτέλεσμα των προσφυγών. Επί του παρόντος γίνεται εμπεριστατωμένη εξακρίβωση των περιπτώσεων αυτών. Η Επιτροπή δεν θα διστάσει να συνεχίσει τη διαδικασία παράβασης σε σχέση με τα ποσά που δεν εισπράχθηκαν χωρίς επαρκή αιτιολόγηση.

Στην Ισπανία, μόνο ένα τμήμα της οφειλόμενης εισφοράς για τις περιόδους 1993-94, 1995-96 και 1996-97 καταβλήθηκε από τους παραγωγούς. Τόσο οι παραγωγοί, όσο και οι αγοραστές υπέβαλαν μαζικές προσφυγές κατά των εναντίον τους αποφάσεων.

Σε συνέχεια της έναρξης διαδικασίας παράβασης, οι ισπανικές αρχές ενέκριναν νέα μέτρα διαχείρισης του καθεστώτος με σκοπό ιδίως την αποφυγή της μαζικής προσφυγής στα δικαστήρια στο μέλλον. Βασικά στοιχεία αποτελούσαν το υποχρεωτικό καθεστώς είσπραξης προκαταβολών από τους παραγωγούς που βρίσκονταν σε υπέρβαση κατά τη διάρκεια της περιόδου και η επιβολή περιοριστικών όρων για την έγκριση των αγοραστών. Από τη διαχείριση του καθεστώτος κατά την περίοδο 1998-99 και εξής δεν προέκυψαν τα εκτεταμένα προβλήματα που είχαν εντοπιστεί προηγουμένως.

Όσον αφορά τις αγωγές που έχουν ήδη κινηθεί, οι ισπανικές αρχές προέβησαν στη σύσταση ασφαλειών για τα διεκδικούμενα ποσά σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων όπου αυτό είχε παραλειφθεί προηγουμένως. Οι εν λόγω αρχές θεωρούν επί του παρόντος ότι η οφειλόμενη εισφορά έχει εξ ολοκλήρου καλυφθεί, είτε από παρόμοιες ασφάλειες είτε από εντολές υποχρεωτικής είσπραξης.

Η Επιτροπή χρειάστηκε εξάλλου να στρέψει την προσοχή της στη μη τήρηση των κοινοτικών ρυθμίσεων που προστατεύουν την ονομασία των γεωργικών προϊόντων.

Στον τομέα των αλκοολούχων ποτών, η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας που επιτρέπει την εμπορία, στο έδαφός της, αλκοολούχων ποτών με την προσθήκη ορισμένου ποσοστού νερού στο ουίσκι και τη χρησιμοποίηση του γενικού όρου «ουίσκι» στους όρους της ονομασίας πώλησης. Όμως, μεταξύ των χαρακτηριστικών που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89 τα οποία πρέπει να πληροί το ουίσκι, συγκαταλέγεται η απαίτηση αλκοολικού τίτλου τουλάχιστον 40 βαθμών και η απαγόρευση προσθήκης νερού σε αλκοολούχο ποτό για να αποφεύγεται η αλλοίωση της φύσης του προϊόντος.

Σημειωτέον ότι για το ίδιο θέμα τέθηκε προδικαστικό ερώτημα από το Tribunal de Grande Instance de Paris (υπόθεση C-136/96). Στην απόφασή του της 16/07/1998 [55], το Δικαστήριο έκρινε ότι η κοινοτική νομοθεσία απαγορεύει τις επίμαχες ονομασίες.

[55] Απόφαση της 16.07.1998, Συλλογή 1998, σ. Ι-4571.

Επειδή οι γαλλικές αρχές διατήρησαν στην απάντησή τους στην αιτιολογημένη γνώμη τις προηγούμενες θέσεις τους για να αιτιολογήσουν τη διατήρηση της εμπορίας του εν λόγω ποτού με την ονομασία πώλησης που αμφισβητεί η Επιτροπή, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο.

Η Επιτροπή ανέλαβε επίσης να ωθήσει τις ελληνικές αρχές να εφαρμόσουν πλήρως το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων, όπως αυτό καθορίστηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3508/92 που αποβλέπει στην εναρμόνιση και τον εξορθολογισμό των μέτρων διαχείρισης και ελέγχου των καθεστώτων κοινοτικών ενισχύσεων, ιδίως στον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών και του βοείου, προβείου και αιγείου κρέατος, με σκοπό να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητά τους μέσω μιας πολιτικής για την πρόληψη και καταστολή των παρατυπιών που ενδέχεται να προκύψουν στο πλαίσιο ενεργειών χρηματοδοτούμενων από το ΕΓΤΠΕ. Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ.3508/92, όπως τροποποιήθηκε, απαιτεί από κάθε κράτος μέλος τη δημιουργία, πριν από την 1η Ιανουαρίου 1997, ολοκληρωμένου συστήματος που περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία: μηχανογραφημένη βάση δεδομένων, αλφαριθμητικό σύστημα αναγνώρισης των αγροτεμαχίων, αλφαριθμητικό σύστημα αναγνώρισης και καταγραφής των ζώων, αιτήσεις ενίσχυσης και, τέλος, ολοκληρωμένο σύστημα ελέγχου. Ωστόσο, οι ελληνικές αρχές δεν ανταποκρίθηκαν πλήρως στις προαναφεθείσες απαιτήσεις που προορίζονται να εξασφαλίσουν τη νομιμότητα και την κανονικότητα των πληρωμών που καταβάλλονται από τις κοινοτικές αρχές. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι η αναγνώριση και απαρίθμηση των αγροτεμαχίων δεν έχει καν αρχίσει, ενώ η διαδικασία καταγραφής και αναγνώρισης των ζώων βρίσκεται σε εμβρυακό στάδιο. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή διατύπωσε αιτιολογημένη γνώμη.

Εφαρμογή της οδηγίας 98/34/ΕΚ (τεχνικά πρότυπα και κανονισμοί) στον γεωργικό τομέα

Το 2000 υπήρξε, για άλλη μια φορά, καρποφόρο όσον αφορά την κοινοποίηση σχεδίων στην Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 98/34/ΕΚ που επιβάλλει στα κράτη μέλη και τις χώρες ΕΖΕΣ τη γνωστοποίηση πριν από τη θέσπιση οποιουδήποτε σχεδίου νομοθεσίας που περιέχει τεχνικά πρότυπα και κανονισμούς, τα οποία ενδέχεται να δημιουργήσουν εμπόδια στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές.

Έτσι, στο γεωργικό τομέα εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια του 2000, σε σχέση με το άρθρο 28 της συνθήκης ΕΚ και με το παράγωγο δίκαιο, 135 σχέδια νομοθετικών κειμένων που κοινοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη και τις χώρες ΕΖΕΣ.

2.6. Ενέργεια και μεταφορές

Ο έλεγχος της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου της ενέργειας που ασκείται από την Επιτροπή αφορά τρεις πτυχές : τον έλεγχο της ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης των οδηγιών, την εξέταση της συμμόρφωσης αυτών των εθνικών μέτρων και τον έλεγχο της πρακτικής εφαρμογής των οδηγιών, των κανονισμών και των διατάξεων της Συνθήκης.

2.6.1. Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου

Η οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο από όλα τα κράτη μέλη. Η παράβαση του Λουξεμβούργου τέθηκε στο αρχείο. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι το Βέλγιο που έπρεπε να μεταφέρει την οδηγία το αργότερο μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου 1999, δεν την έχει ακόμα μεταφέρει πλήρως και αναμένονται ακόμα τα διατάγματα εφαρμογής. Κατά τον ίδιο τρόπο κινήθηκε κατά της Γαλλίας διαδικασία παράβασης λόγω ελλιπούς μεταφοράς και μη συμμόρφωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης αυτής της οδηγίας αλλά οι διατάξεις που εγκρίθηκαν πρόσφατα δεν δημιουργούν πλέον εμπόδια στην απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και στον ανταγωνισμό στη Γαλλία.

Η οδηγία 98/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου έπρεπε να έχει μεταφερθεί το αργότερο μέχρι τις 10 Αυγούστου 2000. Η Γαλλία, το Λουξεμβούργο και η Πορτογαλία δεν έχουν μεταφέρει την οδηγία. Προς τούτο, η Επιτροπή αποφάσισε στις 20 Δεκεμβρίου 2000, να αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη στη Γαλλία και το Λουξεμβούργο. Επιπλέον, η Γερμανία μετέφερε μόνο εν μέρει την οδηγία και για αυτό το λόγο κινήθηκε διαδικασία παράβασης εναντίον της.

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής συνεχίζουν να μελετούν τη συμμόρφωση των εθνικών μέτρων εκτέλεσης αυτών των δύο οδηγιών σε όλα τα κράτη μέλη.

2.6.2. Ενεργειακή απόδοση

Η οδηγία 96/57/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τις απαιτήσεις απόδοσης των οικιακών ηλεκτρικών ψυγείων, των καταψυκτών και των συνδυασμών τους, τελικά μεταφέρθηκε από την Ιταλία. Συνεπώς, εφεξής όλα τα κράτη μέλη έχουν μεταφέρει αυτή την οδηγία.

Όλες οι οδηγίες εφαρμογής της οδηγίας 92/75/CEE της 22ας Σεπτεμβρίου 1992 για την ένδειξη της κατανάλωσης ενέργειας και λοιπών πόρων των οικιακών συσκευών με την επισήμανση και την παροχή ομοιόμορφων πληροφοριών σχετικά με τα προϊόντα [56] έχουν εφεξής μεταφερθεί από όλα τα κράτη μέλη (εκτός από την Ιταλία όσον αφορά την οδηγία 98/11/ΕΚ σχετικά με την ένδειξη κατανάλωσης ενέργειας των οικιακών λαμπτήρων).

[56] -Οδηγία 94/2/ΕΚ όσον αφορά την ένδειξη κατανάλωσης ενέργειας για τα οικιακά ηλεκτρικά ψυγεία και τους καταψύκτες καθώς και τους συνδυασμούς αυτών.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή κίνησε διαδικασίες παράβασης κατά 8 κρατών μελών σχετικά με τη μη ορθή εφαρμογή της οδηγίας 93/76/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 1993, για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα με τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης (Save).

2.6.3. Υδρογονάνθρακες

Η οδηγία 98/93/ΕΚ του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 68/414/ΕΟΚ περί υποχρέωσης διατήρησης ενός ελάχιστου επιπέδου αργού πετρελαίου ή/και προϊόντων πετρελαίου από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ, η οποία θα έπρεπε να έχει μεταφερθεί το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1999, μεταφέρθηκε από όλα τα κράτη μέλη, εκτός από την Ιταλία και την Πορτογαλία κατά των οποίων συνεχίζεται η διαδικασία παράβασης.

2.6.4. Μεταφορές

Ο έλεγχος της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου των μεταφορών που ασκείται από την Επιτροπή αφορά τρεις πτυχές : τον έλεγχο της ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης των οδηγιών, την εξέταση της συμμόρφωσης αυτών των εθνικών μέτρων και τον έλεγχο της πρακτικής εφαρμογής των οδηγιών, των κανονισμών και των διατάξεων της Συνθήκης.

Στον τομέα της κοινοτικής νομοθεσίας των μεταφορών, κατά τη διάρκεια του 2000, έληξε η προθεσμία μεταφοράς για οκτώ νέες οδηγίες. Όπως και κατά τα προηγούμενα έτη, πρέπει δυστυχώς να σημειωθεί ότι τα περισσότερα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εθνικά μέτρα μεταφοράς με σημαντική καθυστέρηση. Αυτή η τάση εκφράζεται με το πολύ χαμηλό ποσοστό ανακοίνωσης εθνικών μέτρων εκτέλεσης των οδηγιών των οποίων η λήξη της προθεσμίας μεταφοράς είχε οριστεί για το δεύτερο εξάμηνο του 2000. Επομένως, το μέσο ποσοστό μεταφοράς των οδηγιών «για τις μεταφορές» βελτιώνεται ελαφρά και ανέρχεται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 88% στο τέλος του 2000 (έναντι ποσοστού 86% στο τέλος του 1999).

Ωστόσο, μόλις κινηθούν διαδικασίες παράβασης, σημειώνεται πραγματική επιτάχυνση των κοινοποιήσεων μέτρων μεταφοράς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, επί 111 υποθέσεων παραβάσεων -για τις οποίες ελήφθη από την Επιτροπή η απόφαση να τεθούν στο αρχείο το 2000 - περισσότερες από τα 3/4 αφορούσαν περιπτώσεις μη ανακοίνωσης.

Τέλος, ο αριθμός των καταγγελιών που καταγράφηκαν και των περιπτώσεων που εντοπίστηκαν αυτεπάγγελτα από τις υπηρεσίες παρέμεινε σταθερός από το ένα έτος στο άλλο.

Αντίθετα, ο αριθμός των διαδικασιών παράβασης που αποτελούν αντικείμενο απόφασης προσφυγής της Επιτροπής στο ΔΕΚ συνεχίζει να αυξάνεται (39 το 2000 έναντι 30 το 1999), με μεγάλο ποσοστό υποθέσεων που αφορούν τη μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς των οδηγιών (30 υποθέσεις). ο συνολικός αριθμός των υποθέσεων για τις οποίες η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο ανέρχεται σε 69. Πρέπει να σημειωθεί η δεύτερη προσφυγή για μη εκτέλεση της απόφασης σε διαδικασία παράλειψης (11/11/1999) με αίτημα επιβολής χρηματικής ποινής στην υπόθεση μη μεταφοράς της οδηγίας 95/21/ΕΚ (έλεγχος του κράτους του λιμένα) από την Ιταλία.

2.6.5. Οδικές μεταφορές

Η κατάσταση μεταφοράς της οδηγίας 98/76/ΕΚ που αποβλέπει στην προώθηση της πραγματικής άσκησης της ελευθερίας εγκατάστασης εκ μέρους των οδικών μεταφορέων στον τομέα των εθνικών και διεθνών μεταφορών, που τροποποιεί την οδηγία 96/26/ΕΚ περί προσβάσεως στο επάγγελμα του οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων και επιβατών, παραμένει ανησυχητική διότι εκκρεμούν επτά διαδικασίες για μη ανακοίνωση και η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά του Λουξεμβούργου, του Βελγίου, της Ιταλίας και της Ελλάδας. Υπενθυμίζεται ότι οι φινλανδικές αρχές πρέπει ακόμα να ανακοινώσουν τις διατάξεις σχετικά με τη μεταφορά της οδηγίας 96/26/ΕΚ για τις νήσους Εland.

Ωστόσο, σημειώθηκε πρόοδος ως προς την ανακοίνωση της νομοθεσίας σχετικά με τις μέγιστες επιτρεπόμενες διαστάσεις στις εθνικές και διεθνείς μεταφορές και τα μέγιστα επιτρεπόμενα βάρη των οδικών οχημάτων στις διεθνείς μεταφορές (οδηγία 96/53/ΕΚ) και σχετικά με τον τεχνικό έλεγχο των οχημάτων (οδηγία 96/96/ΕΚ) διότι όλες οι εκκρεμείς διαδικασίες μπόρεσαν να τεθούν στο αρχείο.

Στον τομέα της ασφάλειας της οδικής μεταφοράς επικίνδυνων εμπορευμάτων, το Δικαστήριο εξέδωσε δύο αποφάσεις κατά της Ιρλανδίας [57], η οποία δεν ανακοίνωσε στην Επιτροπή τα εθνικά μέτρα εκτέλεσης των οδηγιών 94/55/ΕΚ και 96/86/ΕΚ που επιτρέπουν την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά την οδική μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων σε συσκευασίες ή χύμα, ούτε τα μέτρα της οδηγίας 95/50/ΕΚ για την καθιέρωση ενιαίων διαδικασιών στον τομέα του ελέγχου των οδικών μεταφορών των επικίνδυνων εμπορευμάτων. Από την άποψη αυτή, πρέπει να σημειωθεί ότι η Ιρλανδία δεν έχει μεταφέρει καμιά οδηγία σχετικά με την οδική ή σιδηροδρομική μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων (πρβλ. ανωτέρω σημείο 2.8.4). Αντίθετα, οι διαδικασίες κατά της Ελλάδας μπόρεσαν να τεθούν στο αρχείο το 2000.

[57] Υπόθεση C-1999/408 - Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 2000 - Επιτροπή κατά Ιρλανδίας -Συλλογή Νομολογίας 2000, σ. 0000.

Στον ίδιο τομέα, οι ρυθμίσεις σχετικά με το διορισμό και την επαγγελματική κατάρτιση συμβούλων ασφαλείας για την οδική, σιδηροδρομική και πλωτή μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων (οδηγίες 96/35/ΕΚ και 2000/18/ΕΚ) δεν έχουν μεταφερθεί από την Ελλάδα και την Ιρλανδία (και από την Πορτογαλία όσον αφορά την τροποποιητική οδηγία).

Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα δεν έχει μεταφέρει καμιά από τις οδηγίες του τομέα των χερσαίων μεταφορών που εγκρίθηκαν από το 1998 και των οποίων η προθεσμία μεταφοράς έληξε την περίοδο 1998/2000. Η κατάσταση για την Ιρλανδία είναι παρόμοια.

Στον τομέα της οδικής φορολόγησης, εκκρεμεί ακόμα η παράβαση κατά του Βελγίου λόγω μη συμμόρφωσης των μέτρων εκτέλεσης της οδηγίας 93/89/ΕΟΚ (σχετικά με τους φόρους, τα διόδια και τα τέλη χρήσης) και το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στην υπόθεση που αφορά τα διόδια του Brenner κατά της Αυστρίας [58]. Η οδηγία 99/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 1999, περί επιβολής τελών στα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν ορισμένα έργα υποδομής, δεν έχει μεταφερθεί σε 13 κράτη μέλη κατά των οποίων κινήθηκε διαδικασία λόγω μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης.

[58] Υπόθεση C-205/1998 - Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 2000 - Επιτροπή κατά Αυστρίας -Συλλογή Νομολογίας 2000, σ. 0000.

Όσον αφορά την υπόθεση της άδειας οδήγησης, η συμμόρφωση της μεταφοράς της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά ανησυχητική. Πράγματι, μολονότι η διαδικασία κατά της Ιταλίας μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο το 2000, η ανάλυση των εθνικών μέτρων μεταφοράς αποκάλυψε σε οκτώ άλλα κράτη μέλη πολυάριθμα σημεία μη συμμόρφωσης όπως η ελάχιστη ηλικία για μια κατηγορία οχημάτων, η ανανέωση της άδειας οδήγησης για τους πολίτες που δεν κατοικούν πλέον στο κράτος μέλος χορήγησής της, τα κριτήρια των οχημάτων που χρησιμοποιούνται για την εξέταση, η διάρκεια της πρακτικής δοκιμασίας, οι ελάχιστοι κανόνες σχετικά με τη σωματική και πνευματική ικανότητα. Επιπλέον, οι διαδικασίες συστηματικής καταχώρησης των αδειών οδήγησης, των οποίων οι κάτοχοι αλλάζουν κράτος κατοικίας, αντίκεινται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των αδειών οδήγησης.

2.6.6. Συνδυασμένες μεταφορές

Η διαδικασία κατά της Φινλανδίας λόγω μη συμμόρφωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης της οδηγίας 92/106/ΕΟΚ σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για ορισμένες συνδυασμένες εμπορευματικές μεταφορές μεταξύ των κρατών μελών μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο το 2000 κατόπιν της κοινοποίησης του Ν. 440/2000 της 19ης Μαΐου 2000 που μεταφέρει ορθά την οδηγία 92/106. Αντίθετα, η διαδικασία που κινήθηκε κατά της Ιταλίας για μη ορθή εφαρμογή της οδηγίας συνεχίζεται και η υπόθεση εκκρεμεί ακόμα ενώπιον του Δικαστηρίου.

2.6.7. Μεταφορές μέσω του πλωτού δικτύου

Η μεταφορά της οδηγίας 96/50/ΕΚ για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων απόκτησης εθνικού πιστοποιητικού κυβερνήτη σκάφους εσωτερικής ναυσιπλοΐας, της οποίας η προθεσμίας μεταφοράς έληξε το 1998, οδήγησε σε διαδικασίες λόγω της μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης. Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Γαλλίας και των Κάτω Χωρών που δεν έχουν θεσπίσει και δημοσιεύσει ακόμα τα εθνικά μέτρα μεταφοράς της οδηγίας αυτής μολονότι τα δύο αυτά κράτη μέλη ανακοίνωσαν τα σχέδιά τους που θα εγκριθούν πολύ σύντομα.

Επιπλέον, οι διαδικασίες οι οποίες είχαν κινηθεί κατά της Γερμανίας και του Λουξεμβούργου, που είχαν συνάψει διμερείς συμφωνίες με τρίτες χώρες στον τομέα της εσωτερικής ναυσιπλοΐας, συνεχίζονται με την απόφαση της Επιτροπής να προσφύγει στο Δικαστήριο διότι ο τομέας αυτός υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία της Κοινότητας.

2.6.8. Σιδηροδρομικές μεταφορές

Όσον αφορά την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών επικίνδυνων εμπορευμάτων, η οδηγία 96/49/ΕΚ που τροποποιήθηκε από την οδηγία 96/87/ΕΚ επιτρέπει την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη μεταφορά των εμπορευμάτων καθορίζοντας στον τομέα αυτό ομοιόμορφους κανόνες ασφαλείας προκειμένου να βελτιωθεί η ασφάλεια και η κυκλοφορία των εξοπλισμών σε όλη την Κοινότητα. Όμως, οι οδηγίες αυτές που εφαρμόζονται στη σιδηροδρομική μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων που πραγματοποιείται εντός ή μεταξύ των κρατών μελών, δεν έχουν ακόμα μεταφερθεί από την Ιρλανδία και την Ελλάδα κατά των οποίων η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο. Η οδηγία 99/48/ΕΚ για δεύτερη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 96/49/ΕΚ σχετικά με τις σιδηροδρομικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων, δεν μεταφέρθηκε από την Ιταλία, την Ιρλανδία και την Ελλάδα. επομένως η Επιτροπή αποφάσισε να αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη λόγω μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης της εν λόγω οδηγίας στα τρία αυτά κράτη.

Τέλος, η κατάσταση της οδηγίας 96/48/ΕΚ για τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας, της οποίας ο στόχος έγκειται στην προώθηση της διασύνδεσης και της διαλειτουργικότητας των εθνικών δικτύων τρένων μεγάλης ταχύτητας με τα διάφορα στάδια σχεδιασμού, κατασκευής και θέσης σε λειτουργία καθώς και εκμετάλλευσης και πρόσβασης στα δίκτυα εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά ανησυχητική. Πράγματι, επτά κράτη μέλη δεν έχουν ακόμα ανακοινώσει μέτρα μεταφοράς και η Επιτροπή αναγκάστηκε να προσφύγει στο Δικαστήριο για όλες τις υποθέσεις (Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ελλάδα, Ιρλανδία, Αυστρία, Σουηδία και Φινλανδία).

2.6.9. Θαλάσσιες μεταφορές

Στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, οι υπηρεσίες της Επιτροπής παρατήρησαν αισθητή βελτίωση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου σε όλες τις πτυχές που αφορούν τη θαλάσσια ασφάλεια ενώ αντίθετα η κατάσταση είναι πιο αμφίρροπη ως προς την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών.

Το 1999, η Επιτροπή εξέφρασε τη λύπη της για τη γενικευμένη καθυστέρηση των κρατών μελών όσον αφορά την ορθή εφαρμογή των οδηγιών στον τομέα της ασφάλειας των θαλάσσιων μεταφορών και της πρόληψης της ρύπανσης της θάλασσας. Το 2000, σημειώθηκε πολύ αισθητή βελτίωση της κατάστασης μεταφοράς των οδηγιών ακόμα και αν πρέπει πάλι να διαπιστωθεί ότι οι πλέον πρόσφατες οδηγίες δεν έχουν ακόμα ενταχθεί πλήρως στις εθνικές έννομες τάξεις. Αυτό ισχύει ιδίως για την οδηγία 99/35/ΕΚ (σύστημα υποχρεωτικών επιθεωρήσεων για την ασφαλή εκτέλεση τακτικών δρομολογίων από οχηματαγωγά ro-ro και ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη) και την οδηγία 99/97/ΕΚ (έλεγχος του κράτους του λιμένα) των οποίων η προθεσμία μεταφοράς έληξε τον Δεκέμβριο του 2000, οι οποίες δεν μεταφέρθηκαν από τα περισσότερα κράτη μέλη.

Ωστόσο, η πρόοδος που σημειώθηκε από τα κράτη μέλη ως προς τη μεταφορά των οδηγιών για τη θαλάσσια ασφάλεια αντανακλάται σαφώς στην περίπτωση της οδηγίας 96/98/ΕΚ σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων και της τροποποίησής της από την οδηγία 98/85/ΕΚ. πράγματι, όλες οι διαδικασίες που κινήθηκαν λόγω μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης των δύο αυτών οδηγιών μπόρεσαν να τεθούν στο αρχείο το 2000. Επίσης, οι οδηγίες για τις ελάχιστες προδιαγραφές που απαιτούνται για τα πλοία που μεταφέρουν επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα έχουν εφεξής μεταφερθεί από όλα τα κράτη μέλη (οδηγία 93/75/ΕΟΚ και οι τροποποιητικές της οδηγίες 96/39/ΕΚ, 97/34/ΕΚ, 98/55/ΕΚ και 98/74/ΕΚ).

Όσον αφορά την ασφάλεια των θαλάσσιων μεταφορών επιβατών ο στόχος των οδηγιών 98/18/ΕΚ και 98/41/ΕΚ έγκειται στην ενίσχυση της ασφάλειας και των δυνατοτήτων διάσωσης των επιβατών και των μελών του πληρώματος που βρίσκονται στα επιβατηγά αυτά πλοία, τα οποία εκτελούν δρομολόγια προς ή από λιμένες των κρατών μελών της Κοινότητας και την εγγύηση της περισσότερο αποτελεσματικής διαχείρισης των συνεπειών ενδεχόμενου ατυχήματος. Η καθυστέρηση στην ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς των δύο αυτών οδηγιών που είχε οδηγήσει στην κίνηση είκοσι νέων διαδικασιών παράβασης το 1999, καλύφθηκε και εξακολουθούν να υφίστανται μόνο 4 εκκρεμείς διαδικασίες εκ των οποίων 3 εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου (κατά του Λουξεμβούργου και της Πορτογαλίας για την οδηγία 98/18/ΕΚ και των Κάτω Χωρών για την οδηγία 98/41/ΕΚ). Ωστόσο, έχουν κινηθεί διαδικασίες για μη σύμφωνη μεταφορά κατά τριών κρατών μελών, εκ των οποίων η βελγική υπόθεση υποβλήθηκε στο Δικαστήριο.

Αντίθετα, εκκρεμούν ακόμα τρεις εκ των τεσσάρων διαδικασιών παράβασης για μη σύμφωνη μεταφορά της οδηγίας 94/57/ΕΚ σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να τηρούνται από τα κράτη μέλη και από τους οργανισμούς που είναι επιφορτισμένοι με την επιθεώρηση, την επίσκεψη και την πιστοποίηση των σκαφών προκειμένου να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις διεθνείς συμβάσεις για την ασφάλεια των θαλάσσιων μεταφορών και την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης. Η παράβαση κατά της Γαλλίας μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο αλλά οι υποθέσεις που αφορούν την Ιταλία, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία συνεχίζονται, ενώ αποφασίστηκε να ασκηθεί προσφυγή στο Δικαστήριο κατά της τελευταίας.

Όσον αφορά την οδηγία 95/21/ΕΚ (έλεγχος του κράτους του λιμένα) που εναρμονίζει τα κριτήρια επιθεώρησης των σκαφών, τους όρους ακινητοποίησής τους ή/και άρνησης της πρόσβασης στους κοινοτικούς λιμένες, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση [59] το 1999 κατά της Ιταλίας. Εφόσον τα μέτρα εκτέλεσης της απόφασης δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή, αυτή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 228 της Συνθήκης και να ζητήσει την επιβολή στην Ιταλία χρηματικής ποινής. Επιπλέον, η Ιταλία είναι το τελευταίο κράτος μέλος που δεν έχει ακόμα μεταφέρει τις τροποποιητικές οδηγίες 98/25/ΕΚ και 98/42/ΕΚ (έλεγχος του κράτους του λιμένα) και επομένως η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο για αυτές τις δύο υποθέσεις.

[59] Υπόθεση C-315/98 - Aπόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 11ης Νοεμβρίου 1999 - Επιτροπή κατά Ιταλίας - Συλλογή Νομολογίας 1999, σ. Ι-8001

Πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή κίνησε 4 υποθέσεις λόγω μη ορθής εφαρμογή της οδηγίας 95/21/ΕΚ κατά των κρατών μελών που δεν έχουν τηρήσει την υποχρέωση επιθεώρησης τουλάχιστον του 25% του αριθμού των πλοίων με αλλοδαπή σημαία που χρησιμοποιούν τους λιμένες τους ή διέρχονται από τα ύδατα που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους.

Όσον αφορά το ανθρώπινο στοιχείο, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά των πέντε κρατών μελών τα οποία δεν έχουν ακόμα κοινοποιήσει όλα τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 98/35/ΕΚ που τροποποιεί την οδηγία 94/58/ΕΚ σχετικά με το ελάχιστο επίπεδο κατάρτισης των ναυτικών (Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Ιταλία, Πορτογαλία και Αυστρία).

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η μεταφορά της οδηγίας 97/70/ΕΚ για θέσπιση εναρμονισμένου καθεστώτος για τα αλιευτικά σκάφη μήκους 24 μέτρων και άνω, που τροποποιήθηκε από την οδηγία 99/19/ΕΚ, συνεχίζει να θέτει πολλές δυσκολίες στις Κάτω Χώρες που δεν έχουν ακόμα μεταφέρει τις δύο αυτές οδηγίες και ότι η υπόθεση σχετικά με την οδηγία 97/70/ΕΚ υποβλήθηκε στο Δικαστήριο. Η Γαλλία και η Ιταλία αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας μη συμμόρφωσης και το Βέλγιο δεν έχει ακόμα ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς σχετικά με την τροποποιητική οδηγία.

Εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα όσον αφορά την τήρηση της κοινοτικής νομοθεσίας κατά τη νηολόγηση σκαφών και τη χορήγηση σημαίας. Μολονότι, οι διαδικασίες κατά της Γαλλίας και της Φινλανδίας τελικά μπόρεσαν να τεθούν στο αρχείο, οι όροι εγγραφής των σκαφών στα εθνικά νηολόγια και η χορήγηση της εθνικής σημαίας εξακολουθούν να εισάγουν διακρίσεις στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες, όπου και συνεχίζονται οι διαδικασίες παράβασης κατά των κρατών αυτών. Η Γαλλία ανακοίνωσε σχέδιο νόμου που συμμορφώνεται με την κοινοτική νομοθεσία, και το οποίο πρέπει να εγκριθεί από μικτή ισομερή επιτροπή, να επικυρωθεί και να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα. παρόλα αυτά η διαδικασία ενώπιον του ΔΕΚ συνεχίζεται.

Στον τομέα του δικαιώματος της εγκατάστασης η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Ιταλίας λόγω μη συμμόρφωσης της εθνικής της νομοθεσίας, που καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους οι ναυτιλιακές εταιρείες που είναι νόμιμα εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος μπορούν να τύχουν ίδιας μεταχείρισης με τις ιταλικές ναυτιλιακές εταιρείες ως προς την πρόσβαση στην ιταλική ποσόστωση στη ναυτιλιακή ένωση, με τα άρθρα 43 και 48 της Συνθήκης .

Σχετικά με τις θαλάσσιες ενδομεταφορές, πολλά κράτη μέλη (Γαλλία, Ισπανία, Δανία, Πορτογαλία, Γερμανία και Ελλάδα) αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας παράβασης λόγω της διατήρησης ή της θέσπισης εθνικών ρυθμίσεων που αντίκεινται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3577/92 που ελευθέρωσε τις θαλάσσιες ενδομεταφορές για τους κοινοτικούς εφοπλιστές οι οποίοι εκμεταλλεύονται σκάφη νηολογημένα σε κράτος μέλος τα οποία φέρουν τη σημαία αυτού του κράτους μέλους. Πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση κατά της Γαλλίας [60] για μη συμμόρφωση του εννόμου καθεστώτος των θαλάσσιων ενδομεταφορών, αλλά ότι η προσαρμογή του γαλλικού δικαίου έχει ήδη αρχίσει.

[60] Υπόθεση C-160/1999 - Aπόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 13ης Ιουλίου 2000 - Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας - Συλλογή Νομολογίας 2000, σελίδα 0000

Τέλος, όσον αφορά τους διακανονισμούς για καταμερισμό φορτίων μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών, η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που εξασφαλίζεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 4055/86, δεν τηρείται ακόμα από όλα τα κράτη μέλη. Το 2000 κινήθηκε νέα διαδικασία λόγω μη ορθής εφαρμογής. Οι διαδικασίες συνεχίζονται κατά του Βελγίου [61] (ωστόσο οι παραβάσεις θα μπορέσουν να τεθούν στο αρχείο το 2001 με την έναρξη ισχύος και τη δημοσίευση των πρωτοκόλλων που υπογράφονται με τις ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες), του Λουξεμβούργου [62] και της Πορτογαλίας [63] μετά τις αποφάσεις του Δικαστηρίου που εκδόθηκαν το 1999 και το 2000.

[61] Υπόθεση C-170/1998 και C-171/1998 - Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 14ης Σεπτεμβρίου 1999 - Επιτροπή κατά Βελγίου -Συλλογή Νομολογίας 1999, σ. Ι-5493.

[62] Υπόθεση C-202/1998 - Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 14ης Σεπτεμβρίου 1999 Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου - Συλλογή Νομολογίας 1999, σ. Ι-5493.

[63] Υποθέσεις C-62/1998 και C-84/1998 - Απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2000 - Επιτροπή κατά Πορτογαλίας - Συλλογή Νομολογίας 2000, σ. 0000

Η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4055/86 αποτέλεσε επίσης αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής εκ μέρους των υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με τις πιθανές διακρίσεις ανάλογα με την εθνικότητα των φορέων ή το είδος της πραγματοποιηθείσας μεταφοράς και των εμποδίων που μπορεί να προκύψουν. Εκκρεμούν δύο διαδικασίες παράβασης για μη ορθή εφαρμογή λόγω των λιμενικών τελών που επιβλήθηκαν από την Ιταλία και την Ελλάδα και τα οποία εισάγουν διακρίσεις. Τα επιβληθέντα τέλη διαφέρουν ανάλογα με τον λιμένα προορισμού των πλοίων. Το ποσό των τελών είναι μικρότερο για τη μεταφορά μεταξύ δύο λιμένων της εθνικής επικράτειας από τα τέλη διεθνούς μεταφοράς. Όσον αφορά την Ιταλία, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο σχετικά με τα τέλη που εφαρμόζονται στους λιμένες της Γένοβας, της Νάπολης και της Τεργέστης. Μελετώνται πολλές ακόμα υποθέσεις που υπάγονται σε αυτόν τον τομέα.

2.6.10. Εναέριες μεταφορές

Στους τομείς δραστηριοτήτων των εναέριων μεταφορών το ποσοστό μεταφοράς των οδηγιών είναι πολύ ικανοποιητικό και ανέρχεται γύρω στο 98% στο τέλος του 2000. Αυτή η βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος οφείλεται σε δύο παράγοντες : αφενός στο γεγονός ότι μέσα στο 2000 δεν έληξε η προθεσμία μεταφοράς κάποιας οδηγίας και αφετέρου στο γεγονός ότι τα κράτη μέλη που είχαν καθυστερήσει στη μεταφορά των οδηγιών τελικά συμμορφώθηκαν με το κοινοτικό δίκαιο.

Το ποσοστό μεταφοράς ανέρχεται ακόμα και στο 100% για όλα τα κράτη μέλη εκτός από την Ελλάδα, το Λουξεμβούργο και την Ιρλανδία. Η τελευταία δεν έχει ακόμα μεταφέρει τις οδηγίες 98/20/ΕΚ και 99/28/ΕΚ που έχουν ως στόχο τον περιορισμό της χρησιμοποίησης ορισμένων τύπων πολιτικών υποηχητικών αεριωθούμενων αεροπλάνων. ωστόσο η μεταφορά αυτών των δύο οδηγιών πρέπει να πραγματοποιηθεί, σύμφωνα με τις ιρλανδικές αρχές, στις επόμενες εβδομάδες.

Η οδηγία 94/56/ΕΚ για τις βασικές αρχές που διέπουν τις έρευνες ατυχημάτων και συμβάντων στην πολιτική αεροπορία δεν έχει ακόμα μεταφερθεί από την Ελλάδα και το Λουξεμβούργο. Σε αυτό το τελευταίο κράτος μέλος απεστάλη προειδοποιητική επιστολή δυνάμει του άρθρου 228 της Συνθήκης κατόπιν της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 1999 [64]. Επίσης, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου για μη μεταφορά της οδηγίας αυτής συνεχίζεται κατά της Ελλάδας.

[64] Υπόθεση C-138/1999 - Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 16ης Δεκεμβρίου 1999 - Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου - Συλλογή Νομολογίας 1999, σ. Ι-9021.

Όσον αφορά τη διαχείριση της εναέριας κυκλοφορίας, η μόνη διαδικασία που κινήθηκε λόγω μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 97/15/ΕΚ (προσαρμογή προς τους νέους κανόνες Eurocontol) τελικά μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο. Η οδηγία αυτή τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2082/2000 της Επιτροπής της 6ης Σεπτεμβρίου 2000.

Η οδηγία 91/670/ΕΟΚ σχετικά με την αμοιβαία αποδοχή των αδειών προσωπικού που ασκεί καθήκοντα στην πολιτική αεροπορία αποτέλεσε αντικείμενο πολλών διαδικασιών παράβασης λόγω μη ορθής εφαρμογής κατά ορισμένων κρατών μελών κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Τέλος, η διαδικασία κατά του Βελγίου μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο ενώ αντίθετα η διαδικασία κατά της Γαλλίας ακόμα εκκρεμεί.

Η οδηγία 96/67/ΕΚ σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά υπηρεσιών εδάφους μεταφέρθηκε από όλα τα κράτη μέλη. Όμως οι καταγγελίες για τη μη ορθή εφαρμογή της οδηγίας 96/67/ΕΚ που έγιναν σε δύο κράτη μέλη οδήγησαν στην κίνηση διαδικασιών παράβασης.

Επιπλέον, οι παραβάσεις που σημειώθηκαν στον τομέα των αερολιμενικών τελών συνεχίζονται. Όσον αφορά τα τέλη αυτά, ορισμένα κράτη μέλη εφαρμόζουν διαφορετικό τέλος ανάλογα με τον προορισμό των επιβατών (εσωτερικές πτήσεις/ενδοκοινοτικές ή/και διεθνείς αεροπορικές συνδέσεις), γεγονός που δεν συμβιβάζεται με την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που εφαρμόστηκε στον τομέα των εναέριων μεταφορών από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92 και έρχεται σε αντίθεση με την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας που παρέχεται στους πολίτες της Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 18 της Συνθήκης. Συνεχίζονται οι διαδικασίες για μη ορθή εφαρμογή του κανονισμού ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας. Μολονότι οι διαδικασίες κατά της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου μπόρεσαν τελικά να τεθούν στο αρχείο, για τις Κάτω Χώρες και την Ισπανία υπάρχει απόφαση προσφυγής στο Δικαστήριο.

Οι διαδικασίες παράβασης σχετικά με τις διμερείς συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι επονομαζόμενες «ciel ouvert», κατά οκτώ κρατών μελών (Βέλγιο, Δανία, Γερμανία, Φινλανδία, Λουξεμβούργο, Αυστρία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο) συνεχίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου. Επιπλέον, οι προδικαστικές διαδικασίες που κινήθηκαν κατά της Γαλλίας και των Κάτω Χωρών συνεχίζονται.

Τέλος, η μη ορθή εφαρμογή του κανονισμού 3922/1991 για την εναρμόνιση τεχνικών κανόνων και διοικητικών διαδικασιών στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας αποτέλεσε αντικείμενο κίνησης διαδικασίας παράβασης κατά ενός κράτους μέλους.

2.7. Κοινωνία τησ πληροφοριασ

Τον Μάρτιο του 2000, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθόρισε νέο στόχο για την Ένωση για την επόμενη δεκαετία : την εξέλιξή της στην πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης στον κόσμο. Αυτό συνεπάγεται ότι μεταξύ άλλων θα διαθέτει πλήρως ολοκληρωμένη και απελευθερωμένη αγορά τηλεπικοινωνιών.

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή τόνισε ότι η Ευρώπη πρέπει αφενός να εκμεταλλευθεί τα πλεονεκτήματά της και αφετέρου να κινηθεί γρήγορα για να καλύψει τις αδυναμίες της. Προφανώς, ένα από τα πλεονεκτήματά της συνίσταται στο ρυθμιστικό πλαίσιο που αποβλέπει στην απελευθέρωση των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και στον καθορισμό των όρων δημιουργίας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς στον τομέα.

Προκειμένου να ανοίξουν οι αγορές στον πραγματικό ανταγωνισμό, το ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη να εντάξουν στο εθνικό τους δίκαιο μια πλήρη δέσμη αρχών που έχει ως στόχο να μην απονέμονται τα ίδια δικαιώματα και οι ίδιες υποχρεώσεις σε όλους τους οικονομικούς παράγοντες, αλλά να επιβαρύνονται οι ισχυρότεροι στην αγορά με τις περισσότερο δεσμευτικές υποχρεώσεις. Το πλαίσιο της ΕΕ είναι ευρύτερο αλλά περιλαμβάνει πλήρως το πλαίσιο αναφοράς που προσαρτάται στη Γενική Συμφωνία για τις Συναλλαγές στον Τομέα των Υπηρεσιών (GATS).

Στις 7 Δεκεμβρίου 2000, η Επιτροπή εξέδωσε την έκτη έκθεσή της για την εφαρμογή του πλέγματος κανονιστικών ρυθμίσεων στις τηλεπικοινωνίες. [65] Το κυριότερο συμπέρασμα, από την άποψη των ρυθμίσεων, έγκειται στο γεγονός ότι το παρόν στάδιο εφαρμογής προσφέρει στερεά βάση για τη συνέχιση της ανάπτυξης των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και την επίτευξη των ευρύτερων στόχων της πρωτοβουλίας eEurope. Γενικά, το πλαίσιο έχει εφαρμοστεί στα κράτη μέλη. ωστόσο παραμένουν ορισμένες αδυναμίες οι οποίες πρέπει να καλυφθούν.

[65] COM(2000) 814 τελικό.

Παράλληλα με τη δραστηριότητα παρακολούθησης μέσω της έκθεσης, η Επιτροπή κινεί διαδικασίες παράβασης όταν θεωρεί ότι τα κράτη μέλη παραβαίνουν τις υποχρεώσεις δυνάμει της Συνθήκης, λόγω έλλειψης μεταφοράς, κοινοποίησης ή εφαρμογής των αρχών που ορίζονται από τις οδηγίες, οι οποίες αποτελούν το ρυθμιστικό πλαίσιο.

Η μέθοδος της Επιτροπής, που συνίσταται στη λεπτομερή εξέταση της εφαρμογής του ρυθμιστικού πλαισίου της ΕΕ, εγγυάται την απόλυτη τήρηση των γενικότερων αρχών της GATS.

Από την εφαρμογή της πλήρους απελευθέρωσης την 1η Ιανουαρίου 1998, σημαντικός αριθμός διαδικασιών παράβασης φθάνει επί του παρόντος στο τελικό στάδιο του Δικαστηρίου. Επί συνόλου 53 διαδικασιών στο τέλος του 2000, 17 βρίσκονται στο στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης (12 για μη συμμόρφωση, 5 για μη ορθή εφαρμογή), ενώ η Επιτροπή έχει αποφασίσει ήδη να παραπέμψει 9 υποθέσεις (6 για μη ανακοίνωση, 3 για μη συμμόρφωση) ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατά τη διάρκεια του 2000, το Δικαστήριο ήδη αποφάνθηκε σε 4 υποθέσεις σχετικά με το ρυθμιστικό πλαίσιο. Αντίθετα, 22 περιπτώσεις (8 για μη ανακοίνωση, 8 για μη συμμόρφωση και 6 για μη ορθή εφαρμογή) τέθηκαν στο αρχείο κατά τη διάρκεια του 2000, λόγω των μέτρων που ελήφθησαν από τα κράτη μέλη προκειμένου να συμμορφωθούν με το εναρμονισμένο ρυθμιστικό πλαίσιο των τηλεπικοινωνιών. Για τον ίδιο λόγο, η Επιτροπή παραιτήθηκε από δύο υποθέσεις που είχε ήδη παραπέμψει στο Δικαστήριο (1 για μη ανακοίνωση και 1 για μη συμμόρφωση).

Όσον αφορά την εφαρμογή των διαφόρων οδηγιών και αποφάσεων, καθώς και των διαδικασιών που έχουν κινηθεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 226 της Συνθήκης ΕΚ, η κατάσταση έχει ως εξής.

Η οδηγία-πλαίσιο ΟΝΡ (90/387/EΟΚ), σχετικά με τις αρχές που πρέπει να εφαρμοστούν για την παροχή ανοικτού δικτύου τηλεπικοινωνιών, είχε ήδη μεταφερθεί από όλα τα κράτη μέλη το 1998.

Όσον αφορά την οδηγία 92/44/ΕΟΚ (μισθωμένες γραμμές) όλα τα κράτη μέλη έχουν ανακοινώσει στην Επιτροπή τα εθνικά μέτρα μεταφοράς. Απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη στην Πορτογαλία διότι εκτιμήθηκε ότι οι κοινοποιηθείσες εθνικές διατάξεις δεν συμμορφώνονταν με τις διατάξεις της οδηγίας. Επιπλέον, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά του Λουξεμβούργου τον Δεκέμβριο του 2000.

Η οδηγία 97/51/EΚ τροποποιεί τις δυο προηγούμενες οδηγίες προκειμένου να τις προσαρμόσει σε ανταγωνιστικό περιβάλλον στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Όλα τα κράτη μέλη, πλην δύο, ανακοίνωσαν στην Επιτροπή εθνικά μέτρα μεταφοράς. Όσον αφορά τη Γαλλία και την Ιταλία η Επιτροπή είχε ήδη αποφασίσει το 1999 την προσφυγή λόγω μη ανακοίνωσης. Στις 30 Νοεμβρίου 2000, στην υπόθεση C-422/99, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Ιταλία μη θεσπίζοντας εντός της ταχθείσας προθεσμίας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία. Τρεις διαδικασίες που είχαν κινηθεί για μη συμμόρφωση των εθνικών νομοθεσιών τέθηκαν στο αρχείο το 2000.

Ως προς την οδηγία 95/62/ΕΚ, σχετικά με την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου (ONP) στη φωνητική τηλεφωνία, όλα τα κράτη μέλη έχουν κοινοποιήσει τα μέτρα μεταφοράς. Η εκκρεμής διαδικασία λόγω μη ανακοίνωσης κατά του Βελγίου τέθηκε στο αρχείο τον Μάρτιο του 2000.

Όσον αφορά τη νέα οδηγία «φωνητική τηλεφωνία» (98/10/ΕΚ), που είχε καταργήσει την οδηγία 95/62/ΕΚ με ισχύ από την 30η Ιουνίου 1998, όλα τα κράτη μέλη πλην της Γαλλίας και της Ιταλίας κοινοποίησαν μέτρα μεταφοράς. Όσον αφορά τη Γαλλία, η Επιτροπή είχε ήδη, το 1999, αποφασίσει να προσφύγει στο Δικαστήριο λόγω μη ανακοίνωσης. Στις 7 Δεκεμβρίου 2000, στην υπόθεση C-423/99, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Ιταλία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία. Επιπλέον, η Επιτροπή απέστειλε αιτιολογημένες γνώμες στο Βέλγιο, την Αυστρία και το Λουξεμβούργο, εκτιμώντας ότι οι κοινοποιηθέντες εθνικοί κανόνες δεν συμμορφώνονται με τις διατάξεις της οδηγίας. Μια διαδικασία που κινήθηκε λόγω μη συμμόρφωσης της εθνικής νομοθεσίας τέθηκε στο αρχείο το 2000.

Όσον αφορά την οδηγία 97/13/ΕΟΚ (άδειες) όλα τα κράτη μέλη έχουν ανακοινώσει στην Επιτροπή τα εθνικά μέτρα μεταφοράς. Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι οι κοινοποιηθέντες εθνικοί κανόνες δεν συμμορφώνονται με τις διατάξεις της οδηγίας, απέστειλε αιτιολογημένες γνώμες στη Γερμανία και την Ιταλία το 2000. η αιτιολογημένη γνώμη προς τη Γαλλία συμπληρώθηκε. Επιπλέον, ήδη το 1999, είχαν κατατεθεί δύο προσφυγές κατά του Λουξεμβούργου και της Αυστρίας. Στην υπόθεση κατά του Λουξεμβούργου (C-448/99), ο Γενικός Εισαγγελέας παρουσίασε τις προτάσεις του στις 21 Σεπτεμβρίου 2000. μετά την τροποποίηση της εθνικής νομοθεσίας η διαδικασία κατά της Αυστρίας (C-446/99) περατώθηκε. Οι διαδικασίες κατά του Βελγίου και της Ισπανίας τέθηκαν στο αρχείο για τον ίδιο λόγο.

Όσον αφορά την οδηγία «διασύνδεση» (97/33/ΕΚ) όλα τα κράτη μέλη κοινοποίησαν τα μέτρα εφαρμογής. Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι οι κοινοποιηθέντες εθνικοί κανόνες δεν συμμορφώνονται με τις διατάξεις της οδηγίας, αποφάσισε το 1999 να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά του Βελγίου, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου. Για τον ίδιο λόγο, κοινοποιήθηκε αιτιολογημένη γνώμη στη Γερμανία. Η διαδικασία κατά της Γαλλίας ανεστάλη το 2000. αντίθετα κοινοποιήθηκε στο Λουξεμβούργο συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη. Στις 30 Νοεμβρίου 2000, στην υπόθεση C-384/99, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το Βέλγιο παραλείποντας να θέσει σε ισχύ, εμπροθέσμως, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί με το άρθρο 5 της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία. Οι δύο διαδικασίες που είχαν κινηθεί για μη ορθή εφαρμογή τέθηκαν στο αρχείο το 2000.

Όσον αφορά την οδηγία «αρίθμηση» (98/61/ΕΚ) που τροποποιεί την οδηγία 97/33/ΕΚ σχετικά με τη φορητότητα των αριθμών και την προεπιλογή φορέα, όλα τα κράτη μέλη κοινοποίησαν τα μέτρα εφαρμογής στο τέλος του 2000. Αντίθετα οι εκκρεμείς διαδικασίες λόγω μη ανακοίνωσης κατά του Βελγίου και της Ιταλίας τέθηκαν στο αρχείο τον Μάρτιο του 2000. Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι οι κοινοποιηθέντες εθνικοί κανόνες δεν συμμορφώνονται με τις διατάξεις της οδηγίας, απέστειλε αιτιολογημένη γνώμη στη Γαλλία και στη Φινλανδία. Δύο εκκρεμείς διαδικασίες λόγω μη συμμόρφωσης των εθνικών νομοθεσιών τέθηκαν στο αρχείο το 2000. Κοινοποιήθηκαν αιτιολογημένες γνώμες για μη ορθή εφαρμογή στο Βέλγιο, τη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες και την Αυστρία. Επιπλέον, τον Δεκέμβριο του 2000, η Επιτροπή αποφάσισε να αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη προς το Ηνωμένο Βασίλειο.

Όσον αφορά την οδηγία «προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (97/66/ΕΚ), όλα τα κράτη μέλη, πλην τριών, κοινοποίησαν τα μέτρα εφαρμογής. Συνεπώς, οι διαδικασίες κατά του Βελγίου, της Δανίας, της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου τέθηκαν στο αρχείο το 2000. Η Επιτροπή αξιολογεί τα μέτρα εφαρμογής που της κοινοποιήθηκαν. Αντίθετα, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει κατά της Ιρλανδίας τον Ιούλιο του 2000 λόγω της παντελούς έλλειψης κοινοποίησης εθνικών μέτρων εκτέλεσης. είχαν ήδη ληφθεί ανάλογες αποφάσεις το 1999 κατά της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου. Όσον αφορά τη Γαλλία, στην υπόθεση C-151/00, ο Γενικός Εισαγγελέας παρουσίασε τις προτάσεις του στις 26 Οκτωβρίου 2000. Ως προς το άρθρο 5 της οδηγίας, του οποίου η προθεσμία μεταφοράς έληγε στις 24 Οκτωβρίου 2000, η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο και το Ηνωμένο Βασίλειο υπήρξαν αποδέκτες προειδοποιητικών επιστολών λόγω έλλειψης κοινοποίησης στην Επιτροπή των εθνικών μέτρων εκτέλεσης. Έντεκα κράτη μέλη κοινοποίησαν μέτρα εφαρμογής στο τέλος του 2000.

Σχετικά με τις τρεις οδηγίες για τις συχνότητες, συγκεκριμένα τις οδηγίες 87/372/ΕΟΚ (GSM), 90/544/ΕΟΚ (Ermes) και 91/287/ΕΟΚ (DECT), όλα τα κράτη μέλη είχαν ήδη κοινοποιήσει τα εθνικά τους μέτρα εκτέλεσης.

Τέλος, όλα τα κράτη μέλη, πλην της Γαλλίας και των Κάτω Χωρών, κοινοποίησαν τα εθνικά μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 95/47/ΕΚ σχετικά με τη χρήση προτύπων για τη μετάδοση τηλεοπτικού σήματος. Μετά την κοινοποίηση των εθνικών διατάξεων από το Βέλγιο, η διαδικασία λόγω μη ανακοίνωσης τέθηκε στο αρχείο, το 2000. Για τον ίδιο λόγο, η Επιτροπή παραιτήθηκε από τη διαδικασία κατά της Αυστρίας (C-411/99). Αντίθετα, τον Ιούνιο του 2000, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά των Κάτω Χωρών λόγω μη ανακοίνωσης. Στις 23 Νοεμβρίου 2000, στην υπόθεση C-319/99, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Γαλλία μη θεσπίζοντας, εντός της προβλεπομένης προθεσμίας, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας αυτής. Απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη στην Πορτογαλία, δυνάμει της μη συμμόρφωσης με την εθνική νομοθεσία.

Όσον αφορά την απόφαση «αρίθμηση» 91/396/ΕΟΚ, σχετικά με την καθιέρωση του «112» ως ενιαίου ευρωπαϊκού αριθμού κλήσης έκτακτης ανάγκης, όλα τα κράτη μέλη έλαβαν τα μέτρα που απαιτούνται από αυτή την απόφαση. Η εκκρεμής διαδικασία κατά της Ελλάδας για μη ορθή εφαρμογή τέθηκε στο αρχείο τον Ιούλιο του 2000.

Επίσης, όλα τα κράτη μέλη έχουν ήδη μεταφέρει την απόφαση 92/264/ΕΟΚ, σχετικά με την καθιέρωση του προθέματος «00» ως κοινού προθέματος πρόσβασης στο διεθνές τηλεφωνικό δίκτυο στην Κοινότητα.

Όσον αφορά την απόφαση αριθ. 710/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Μαρτίου 1997 για συντονισμένη μέθοδο χορήγησης αδειών στον τομέα των δορυφορικών προσωπικών επικοινωνιακών υπηρεσιών στην Κοινότητα, οι τρεις εκκρεμείς διαδικασίες κατά των κρατών μελών που δεν είχαν λάβει μέτρα για την εφαρμογή της απόφασης αυτής τέθηκαν στο αρχείο το 2000.

2.8. Περιβάλλον

Κατά τη διάρκεια του 2000 ο αριθμός των νέων περιπτώσεων (καταγγελίες, αυτεπαγγέλτως αποκαλυφθείσες περιπτώσεις και παραβάσεις) στον τομέα του περιβάλλοντος εξακολούθησε να παρουσιάζει ανοδική τάση (755 το 2000, σε σύγκριση με 612 το 1999). Η Επιτροπή προσέφυγε το 2000 στο Δικαστήριο για 39 υποθέσεις (εκ των οποίων καμία βάσει του άρθρου 228), και απηύθυνε στα κράτη μέλη 122 αιτιολογημένες γνώμες ή συμπληρωματικές αιτιολογημένες γνώμες (εκ των οποίων 8 βάσει του άρθρου 228) στον τομέα του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό σημειώνεται ότι η Επιτροπή αποβλέπει στη ρύθμιση των εικαζόμενων παραβάσεων μόλις αυτές εντοπιστούν χωρίς να είναι αναγκαίο να κινήσει τυπικές διαδικασίες παράβασης.

Η διαδικασία του άρθρου 228 (πρώην άρθρο 171) εξακολούθησε να αποδεικνύει την αποτελεσματικότητά της ως τελευταίο μέσο το οποίο αναγκάζει τα κράτη μέλη να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Κατά τη διάρκεια του 2000, σε δύο περιπτώσεις λήφθηκε απόφαση προσφυγής στο Δικαστήριο και διαβιβάστηκαν αρκετές προειδοποιητικές επιστολές ή αιτιολογημένες γνώμες λόγω μη κοινοποίησης, μη συμμόρφωσης ή μη ορθής εφαρμογής. Αυτές οι διάφορες υποθέσεις αναφέρονται λεπτομερέστερα στο δεύτερο τμήμα που αφιερώνεται στους τομείς.

Για πρώτη φορά από τότε που άρχισε να ισχύει το 1993 η δυνατότητα επιβολής χρηματικής ποινής σε κράτος μέλος λόγω μη συμμόρφωσης με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση βάσει του άρθρου 228. Πρόκειται για την υπόθεση C-387/97 Επιτροπή κατά Ελλάδας η οποία αφορά τη διάθεση των αποβλήτων στην Κρήτη (βλ. παρακάτω το τμήμα «απόβλητα »).

Η Επιτροπή εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το άρθρο 10 της Συνθήκης, το οποίο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να συνεργάζονται καλόπιστα με τα κοινοτικά όργανα, σε περιπτώσεις απουσίας απάντησης στις επιστολές που τους απευθύνει η Επιτροπή ζητώντας πληροφορίες. Αυτή η έλλειψη συνεργασίας εμποδίζει την Επιτροπή να δρα αποτελεσματικά ως θεματοφύλακας της Συνθήκης.

Η Επιτροπή εξακολούθησε τις εργασίες της το 2000 για να δώσει συνέχεια στην ανακοίνωση που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1996 ("Εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου του περιβάλλοντος") ειδικότερα όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις όπου η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση για σύσταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα ελάχιστα κριτήρια περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων στα κράτη μέλη με βάση το άρθρο 175 της Συνθήκης. Στο τελικό στάδιο της διαδικασίας συνδιαλλαγής, που άρχισε τον Σεπτέμβριο 2000 λόγω των αποκλινουσών απόψεων μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου σχετικά με τη μορφή της πράξης, επιτεύχθηκε συμφωνία στις αρχές Ιανουαρίου 2001 για σύσταση σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη. Η συμφωνία βασιζόταν ευρέως σε συμβιβασμό τον οποίο πρότεινε η σουηδική Προεδρία και σε ορισμένες πρόσθετες τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Βάσει των εκθέσεων που θα υποβάλουν τα κράτη μέλη, η Επιτροπή ενδέχεται να προτείνει οδηγία κατά το 2003 με γνώμονα την εμπειρία που θα αποκτηθεί από τη σύσταση και τις πρόσθετες εργασίες που θα πραγματοποιηθούν από το δίκτυο IMPEL ("Implementation and Enforcement of EU Environmental Law") σχετικά με τα ελάχιστα κριτήρια για τα προσόντα των επιθεωρητών και τα προγράμματα κατάρτισης. Ως συνεισφορά, το IMPEL θα καταρτίσει επίσης ένα σύστημα σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μέλη θα υποβάλουν εκθέσεις και θα προσφέρουν συμβουλές σχετικά με τις υπηρεσίες και τις διαδικασίες επιθεώρησης, το οποίο μπορεί να περιγραφεί ως σύστημα αξιολόγησης από ομολόγους.

Το δίκτυο IMPEL εξακολούθησε τις εργασίες του. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη ήταν η διάσκεψη για την εφαρμογή και την επιβολή του περιβαλλοντικού δικαίου που πραγματοποιήθηκε στο Villach της Αυστρίας τον Οκτώβριο 2000 στην οποία, μεταξύ άλλων, συζητήθηκε σε βάθος η ιδέα ανάπτυξης εθνικών δικτύων υπό την αιγίδα του IMPEL.

Το 2000, η Επιτροπή ανέλαβε επίσης ορισμένες πρωτοβουλίες για να αναπτύξει τις αρχές της κοινοτικής περιβαλλοντικής πολιτικής. Στις 9 Φεβρουαρίου 2000, η Επιτροπή ενέκρινε Λευκή Βίβλο για την περιβαλλοντική ευθύνη [66]. Ο στόχος αυτής της Βίβλου είναι να διερευνήσει διάφορους τρόπους διαμόρφωσης ενός κοινοτικού καθεστώτος περιβαλλοντικής ευθύνης. Σκοπός αυτού του καθεστώτος είναι: (α) να βελτιωθεί η εφαρμογή των περιβαλλοντικών αρχών που περιέχονται στη συνθήκη ΕΚ (π.χ. η αρχή "ο ρυπαίνων πληρώνει", η αρχή της πρόληψης και η αρχή της προφύλαξης). (β) να βελτιωθεί η εφαρμογή του κοινοτικού περιβαλλοντικού δικαίου και (γ) να εξασφαλιστεί η επαρκής αποκατάσταση του περιβάλλοντος. Η Λευκή Βίβλος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η καταλληλότερη επιλογή θα ήταν η θέσπιση κοινοτικής οδηγίας-πλαισίου για την περιβαλλοντική ευθύνη. Η Επιτροπή προτίθεται να εγκρίνει πρόταση κατά τη διάρκεια του 2001. Στις 2 Φεβρουαρίου 2000, η Επιτροπή ενέκρινε ανακοίνωση σχετικά με την αρχή της προφύλαξης [67]. Στόχος της ανακοίνωσης είναι να ενημερωθούν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή προτίθεται να εφαρμόσει την αρχή και να θεσπιστούν κατευθύνσεις για την εφαρμογή της.

[66] COM(2000)66 τελικό.

[67] COM(2000)1 τελικό.

Όσον αφορά την ανακοίνωση των εθνικών εκτελεστικών μέτρων από τα κράτη μέλη, δεν σημειώθηκε καμία σημαντική εξέλιξη στον τομέα του περιβάλλοντος σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση. Σημειώνεται ότι για πολλές οδηγίες η προθεσμία μεταφοράς έληξε το 2000: Όπως και κατά το παρελθόν, η Επιτροπή αναγκάστηκε να κινήσει πολλές διαδικασίες παράβασης κατά όλων των κρατών μελών λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς. Λεπτομέρειες για τις εν λόγω διαδικασίες παρέχονται στα επόμενα τμήματα που αφορούν τους τομείς και τις οδηγίες.

Όσον αφορά τη συμμόρφωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς, σημειώνεται ότι υπάρχουν διαδικασίες λόγω μη συμμόρφωσης σε όλους τους τομείς της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και για όλα τα κράτη μέλη. Τονίζεται ότι ο έλεγχος της συμμόρφωσης των εννόμων τάξεων των κρατών μελών με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις περιβαλλοντικές οδηγίες αποτελεί προτεραιότητα για την Επιτροπή. Όσον αφορά τη μεταφορά των κοινοτικών διατάξεων στις αντίστοιχες εθνικές διατάξεις, σημειώθηκε κάποια βελτίωση όσον αφορά την κοινοποίηση, μαζί με τις νομοθετικές ή κανονιστικές πράξεις που μεταφέρουν τις οδηγίες, λεπτομερών εξηγήσεων και πινάκων αντιστοιχίας. Αυτή η βελτίωση αφορά τη Γερμανία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία, τις Κάτω Χώρες, τη Γαλλία και ορισμένες φορές τη Δανία και την Ιρλανδία.

Η Επιτροπή οφείλει επίσης να εξακριβώνει την ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος από τα κράτη μέλη (οδηγίες και κανονισμοί), καθήκον που συνιστά ένα μεγάλο μέρος του έργου της. Αυτός ο έλεγχος αφορά τόσο την πρακτική εκτέλεση ορισμένων γενικών υποχρεώσεων εφαρμογής που βαρύνουν τα κράτη μέλη (π.χ. προσδιορισμός των ζωνών, υλοποίηση προγραμμάτων και σχεδίων διαχείρισης, κ.λπ.), όσο και συγκεκριμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες μία ιδιαίτερη διοικητική πρακτική ή απόφαση καταγγέλλεται ως αντίθετη με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο. Οι καταγγελίες των ιδιωτών ή των μη κυβερνητικών οργανώσεων, και οι γραπτές και προφορικές ερωτήσεις καθώς και οι αναφορές που απευθύνονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αφορούν συχνότερα την κακή εφαρμογή.

Ο αριθμός των καταγγελιών εξακολούθησε να αυξάνεται το 2000 μετά την ανοδική τάση που είχε ήδη σημειωθεί τα προηγούμενα έτη (1998 : 432, 1999 : 453, 2000 : 543). Η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Γερμανία αποτέλεσαν αντικείμενο του μεγαλύτερου αριθμού καταγγελιών. Ανά μεγάλες κατηγορίες, και με δεδομένο ότι οι καταγγελίες αναφέρουν συχνά πολυάριθμα προβλήματα, οι καταγγελίες που καταγράφηκαν το 2000 αφορούσαν τις δυσχέρειες που συνδέονται με τη φύση σε μία στις τρεις περιπτώσεις, με την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε μία στις τέσσερις περιπτώσεις, με τα προβλήματα αποβλήτων σε μία στις έξι περιπτώσεις και με τη ρύπανση των υδάτων σε μία στις δέκα περιπτώσεις. οι υπόλοιπο τομείς αφορούν ποσοστό 1-4%.

Όπως αναφερόταν στην προηγούμενη έκθεση, κατά την εξέταση των ειδικών περιπτώσεων η Επιτροπή αναγκάζεται να αναλύει τις πλέον συγκεκριμένες και κοντά στους πολίτες πραγματικές και νομικές καταστάσεις, γεγονός που δημιουργεί ορισμένες πρακτικές δυσχέρειες. Για τον λόγο αυτό η Επιτροπή, χωρίς να εγκαταλείπει την εξέταση των περιπτώσεων κακής εφαρμογής (ιδίως δε αυτών που επισημαίνουν θέματα αρχής ή οριζόντιας φύσης ή επίσης διοικητικές πρακτικές αντίθετες προς τις οδηγίες) συγκεντρώνει τις προσπάθειές της στην επίλυση των προβλημάτων ανακοίνωσης και συμμόρφωσης.

2.8.1. Ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση

Η οδηγία 90/313/ΕΟΚ σχετικά με την ελεύθερη πληροφόρηση για θέματα περιβάλλοντος αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική σφαιρική νομοθεσία, στο μέτρο που η διάδοση των πληροφοριών στους πολίτες επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα περιβαλλοντικά προβλήματα, να υπάρχει τεκμηριωμένη και αποτελεσματική συμμετοχή στις συλλογικές επιλογές, και δημοκρατικός έλεγχος. Η Επιτροπή κρίνει ότι οι πολίτες μπορούν, χάρη σ' αυτή την πράξη, να συμβάλλουν επωφελώς στην προστασία του περιβάλλοντος.

Όμως σχετικά με το θέμα αυτό, μολονότι όλα τα κράτη μέλη έχουν ανακοινώσει τα εθνικά μέτρα μεταφοράς της οδηγίας, σε πολλές περιπτώσεις μη συμμόρφωσης δεν έχει επιλυθεί η συμμόρφωση των εθνικών δικαίων με τις απαιτήσεις της οδηγίας αυτής.

Η Επιτροπή διατύπωσε αιτιολογημένη γνώμη βάσει του άρθρου 228 της Συνθήκης κατά της Γερμανίας λόγω μη εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-217/97 η οποία όριζε ότι η Γερμανία παρέβη τις υποχρεώσεις της μη επιτρέποντας την πρόσβαση στην πληροφόρηση κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας στο μέτρο που οι δημόσιες αρχές αποκτούν τις πληροφορίες στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, μη προβλέποντας στον Umweltinformationsgesetz διάταξη σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται μερική παροχή πληροφοριών, στο μέτρο που είναι δυνατό να αφαιρεθούν από αυτές απόρρητα στοιχεία, και μη περιορίζοντας την καταβολή τέλους μόνο στις περιπτώσεις όπου πράγματι παρέχεται πληροφόρηση. Η Επιτροπή προσέφυγε επίσης στο Δικαστήριο κατά του ίδιου κράτους μέλους (υπόθεση C-29/00) λόγω μη τήρησης της προθεσμίας των δύο μηνών που απαιτείται για την απάντηση σε αίτηση πληροφοριών.

Αρκετές περιπτώσεις μη συμμόρφωσης μπόρεσαν να τεθούν στο αρχείο κατά τη διάρκεια του 2000. Η προσφυγή που είχε ασκηθεί κατά του Βελγίου το 1999 (υπόθεση C-402/99) λόγω πολλών μη σύμφωνων πλευρών της μεταφοράς, τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, εγκαταλείφθηκε διότι το Βέλγιο διόρθωσε τα αντίστοιχα εθνικά μέτρα. H Επιτροπή αποφάσισε να θέσει στο αρχείο και μια άλλη προσφυγή κατά του Βελγίου που εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι θεσπίστηκαν τα μέτρα προκειμένου να μεταφερθεί η υποχρέωση τυπικής αιτιολόγησης της άρνησης πρόσβασης στην πληροφόρηση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4 της οδηγίας. Δεδομένου ότι έλαβε την ανακοίνωση νέων μέτρων από την Ισπανία, η Επιτροπή ήταν σε θέση να αποσύρει την προσφυγή που είχε κινήσει κατά αυτού του κράτους μέλους (υπόθεση C-189/99) όσον αφορά πολλά σημεία ασυμβίβαστου μεταξύ του ισπανικού δικαίου και της οδηγίας. Επίσης η διαδικασία λόγω μη συμμόρφωσης της πορτογαλικής νομοθεσίας που μεταφέρει την οδηγία έκλεισε κατά τη διάρκεια του 2000 μετά την εξέταση των μέτρων που κοινοποίησε η Πορτογαλία.

Η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Γαλλίας (υπόθεση C-233/00), δεδομένου ότι τα γαλλικά μέτρα δεν εξασφαλίζουν τυπική, ρητή και σύμφωνη μεταφορά πολλών στοιχείων της οδηγίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η υποχρέωση τυπικής αιτιολόγησης της άρνησης πρόσβασης στην πληροφόρηση.

Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Αυστρίας λόγω μη πλήρους μεταφοράς της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ (παράλειψη έξι αυστριακών Lδnder να μεταφέρουν ορθά τις διατάξεις που αφορούν την ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση και τις σχετικές εξαιρέσεις καθώς και όσον αφορά τους ορισμούς των δημόσιων αρχών και οργανισμών).

Η Επιτροπή εξακολουθεί να λαμβάνει καταγγελίες που αφορούν συχνά θέματα όπως η άρνηση των εθνικών διοικήσεων να δώσουν συνέχεια στις αιτήσεις πληροφοριών, οι προθεσμίες απάντησης, η από μέρους των εθνικών διοικήσεων υπερβολικά ευρεία ερμηνεία των εξαιρέσεων από την αρχή της ανακοίνωσης ή η απαίτηση πληρωμής τελών που υπερβαίνουν εύλογα ποσά. Η οδηγία 90/313/ΕΟΚ είναι μία από τις σπάνιες οδηγίες που περιλαμβάνει διάταξη δυνάμει της οποίας τα κράτη μέλη υποχρεούνται να δημιουργήσουν εθνικούς μηχανισμούς προσφυγής κατά των αποφάσεων καταχρηστικής απόρριψης ή αγνόησης των αιτήσεων ή κατά των μη ικανοποιητικών απαντήσεων που δίνουν οι αρχές στις οποίες υποβάλλονται αιτήσεις πρόσβασης στις πληροφορίες. Όταν η Επιτροπή λαμβάνει καταγγελίες που αφορούν αυτό το είδος καταστάσεων, συνιστά στους καταγγέλλοντες να χρησιμοποιήσουν τα εθνικά ένδικα μέσα που επιτρέπουν την πραγματική εφαρμογή των στόχων της οδηγίας. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή δεν δίνει συνήθως συνέχεια σ' αυτό τον τύπο ατομικών καταγγελιών μέσω διαδικασιών παράβασης, εκτός εάν αυτές αποκαλύπτουν την ύπαρξη γενικευμένης διοικητικής πρακτικής στο επίπεδο του σχετικού κράτους μέλους.

Υπενθυμίζεται ότι τον Ιούνιο του 1998, η Κοινότητα και τα κράτη μέλη υπέγραψαν τη σύμβαση της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη σχετικά με την πρόσβαση στην πληροφόρηση, τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη στον τομέα του περιβάλλοντος (την καλούμενη «σύμβαση του Aarhus»). Σύμφωνα με την κοινοτική πρακτική, η Κοινότητα θα είναι σε θέση να κυρώσει τη σύμβαση μόνο όταν οι κατάλληλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, περιλαμβανομένων και αυτών της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ, θα έχουν τροποποιηθεί δεόντως ώστε να αντικατοπτρίζουν αυτές τις διεθνείς υποχρεώσεις.

Η Επιτροπή ενέκρινε στις 29 Ιουνίου 2000 πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφόρηση [68]. Η πρόταση αποβλέπει στην αντικατάσταση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ σχετικά με την ελεύθερη πληροφόρηση για θέματα περιβάλλοντος και βασίζεται στην κτηθείσα εμπειρία κατά την εφαρμογή της οδηγίας αυτής. Η πρόταση περιλαμβάνει την υποχρέωση που προκύπτει από την Σύμβαση του Aarhus σε σχέση με την πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες. Για το λόγο αυτό θα ανοίξει το δρόμο για την κύρωση της Σύμβασης από την Κοινότητα. Ο τρίτος στόχος της είναι να προσαρμοστεί η οδηγία του 1990 στην καλούμενη ηλεκτρονική επανάσταση κατά τρόπο που να αντικατοπτρίζει τις μεταβολές στον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνται, συλλέγονται, αποθηκεύονται και διατίθενται οι πληροφορίες στο κοινό. Την πρόταση της Επιτροπής συνοδεύει έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εμπειρία που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή της οδηγίας του Συμβουλίου 90/313/ΕΟΚ [69].

[68] COM(2000) 402 τελικό.

[69] COM(2000) 400 τελικό.

2.8.2. Αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων

Η οδηγία 85/337/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/11/ΕΚ, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, αποτελεί το κατ' εξοχήν νομικό μέσο συνολικής προσέγγισης σε θέματα περιβάλλοντος. Πράγματι, η οδηγία επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη τα περιβαλλοντικά θέματα σε πολυάριθμες αποφάσεις συλλογικής εμβέλειας.

Η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 97/11/ΕΚ που τροποποιεί την οδηγία 85/337/ΕΟΚ έληξε στις 14 Μαρτίου 1999. Μέχρι το τέλος του 2000, έξι κράτη μέλη (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Λουξεμβούργο και Ισπανία) δεν είχαν ακόμη κοινοποιήσει στην Επιτροπή τα μέτρα μεταφοράς και συνεπώς η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά αυτών των κρατών μελών. Οι διαδικασίες λόγω μη ανακοίνωσης που είχαν κινηθεί προηγουμένως κατά της Αυστρίας, της Φινλανδίας, της Δανίας, της Πορτογαλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου μπόρεσαν να τεθούν στο αρχείο κατά τη διάρκεια του 2000.

Στη συνέχεια της γνώμης που διατύπωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 20 Οκτωβρίου 1998 επί της πρότασης οδηγίας που ενέκρινε η Επιτροπή το Δεκέμβριο του 1996 σχετικά με την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων στο περιβάλλον [70], η Επιτροπή ενέκρινε, το Φεβρουάριο 1999, τροποποιημένη πρόταση [71]. Αυτή η πρόταση αποβλέπει στη συνεκτίμηση των περιβαλλοντικών θεωρήσεων στο στάδιο της προετοιμασίας και της θέσπισης των σχεδίων και προγραμμάτων που καθορίζουν το πλαίσιο στο οποίο θα εντάσσονται τα μελλοντικά σχέδια. Στις 30 Μαρτίου 2000 εγκρίθηκε κοινή θέση για αυτή την πρόταση οδηγίας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οριστικοποίησε τη δεύτερη ανάγνωσή του για την κοινή θέση στις 6 Σεπτεμβρίου 2000 και ενέκρινε 17 τροπολογίες. Το Συμβούλιο άρχισε τη δεύτερη ανάγνωσή του βάσει της γνώμης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο δεύτερο εξάμηνο του 2000. Η οδηγία αναμένεται να οριστικοποιηθεί το πρώτο εξάμηνο του 2001.

[70] COM(96) 511 τελικό.

[71] COM(1999) 73 τελικό.

Όπως αναφέρθηκε ήδη στις προηγούμενες εκθέσεις για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, πολυάριθμες καταγγελίες που έλαβε η Επιτροπή και αναφορές που υποβλήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταγγέλλουν, τουλάχιστον παρεμπιπτόντως, την κακή εφαρμογή της τροποποιημένης οδηγίας 85/337/ΕΟΚ από τις εθνικές αρχές. Αυτές οι καταγγελίες, που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ποιότητα των μελετών επιπτώσεων και την ανεπαρκή συνεκτίμησή τους, δημιουργούν σημαντικά προβλήματα στις υπηρεσίες της Επιτροπής, διότι ο έλεγχος της τήρησης αυτών των διατάξεων από τις εθνικές αρχές είναι εξαιρετικά δύσκολος και η διαδικαστική κατ' ουσία φύση της οδηγίας επιτρέπει σε περιορισμένη έκταση να αμφισβητηθούν οι τελικές επιλογές στις οποίες προβαίνουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές, εφόσον έχει τηρηθεί η επιβαλλόμενη από την οδηγία διαδικασία. Η Επιτροπή πρέπει να επαναλάβει επίσης ότι οι περιπτώσεις κακής εφαρμογής, οι υποβαλλόμενες στην Επιτροπή σχετικά με αυτή την οδηγία, αφορούν συχνότερα πραγματικά περιστατικά (ύπαρξη και χαρακτηρισμό), και συνεπώς ο έλεγχος των ενδεχόμενων παραβάσεων πιθανότατα ασκείται αποτελεσματικότερα σε αποκεντρωμένο επίπεδο, ιδίως μέσω των εθνικών δικαστηρίων.

Το Δικαστήριο είχε εκδώσει στις 22 Οκτωβρίου 1998 απόφαση κατά της Γερμανίας (υπόθεση C-301/95), με την οποία διαπίστωνε πολλές παραβάσεις αυτού του κράτους μέλους. Λόγω απουσίας επαρκών μέτρων εκτέλεσης αυτής της απόφασης, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει κατά της Γερμανίας προσφυγή βάσει του άρθρου 228 της Συνθήκης. Η παράβαση αφορά την ελλιπή μεταφορά της οδηγίας σε σχέση με τα σχέδια που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Γερμανία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει αποκλείοντας εκ προοιμίου από την υποχρέωση αξιολογήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον ολόκληρες κατηγορίες σχεδίων απαριθμούμενες στο εν λόγω παράρτημα. Η Γερμανία διαβίβασε πολλά νομοσχέδια με χρονοδιαγράμματα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αλλά και πάλι παρέλειψε να θεσπίσει και να κοινοποιήσει στην Επιτροπή τους απαιτούμενους νόμους.

Στις 21 Ιανουαρίου 1999, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στην υπόθεση C-150/97 σχετικά με την Πορτογαλία. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, μη έχοντας θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί πλήρως και ορθώς με τις διατάξεις της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, η Πορτογαλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 12, παρ. 1 της εν λόγω οδηγίας. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo, το Δικαστήριο διαπίστωσε όχι μόνο τη μη τήρηση της προθεσμίας μεταφοράς, αλλά και το γεγονός ότι η πορτογαλική νομοθεσία [72] που μεταφέρει καθυστερημένα την οδηγία δεν εφαρμόζεται σε σχέδια για τα οποία η διαδικασία έγκρισης είχε αρχίσει κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της, δηλαδή, στις 7 Ιουνίου 1990.

[72] Νομοθετικό διάταγμα 278/97 της 8ης Οκτωβρίου 1997.

Η Επιτροπή κάλεσε συνεπώς τις πορτογαλικές αρχές να την ενημερώσουν για τα μέτρα που θέσπισαν με σκοπό την εκτέλεση των αποφάσεων. Δεδομένου ότι τα μέτρα που θέσπισε η Πορτογαλία δεν ήταν επαρκή, η Επιτροπή συνέχισε τη διαδικασία βάσει του άρθρου 228 της Συνθήκης κατά της Πορτογαλίας.

Στην υπόθεση C-392/96, το Δικαστήριο έκρινε ότι, μη θεσπίζοντας όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει την ορθή μεταφορά του άρθρου 4, παράγραφος 2 στο εθνικό δίκαιο, σε ό,τι αφορά τα σχέδια που περιλαμβάνονται στα σημεία 1(δ) και 2(α) του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ και έχοντας μεταφέρει μόνο εν μέρει τα άρθρα 2, παράγραφοι 3, 5 και 7 της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 12 της οδηγίας. Η υπόθεση αφορούσε ιδίως τον καθορισμό από την Ιρλανδία κατωτάτων ορίων για ορισμένους τύπους σχεδίων, όπως τα σχέδια δενδροφύτευσης για δημιουργία δασών, που μπορούν να οδηγήσουν σε αρνητικές από οικολογική άποψη μεταβολές, τα σχέδια αξιοποίησης γαιών ή τις εξορύξεις τύρφης. Τα κατώτατα όρια ήταν τόσο υψηλά, ώστε στην πράξη πολυάριθμα σχέδια με σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις αποκλείονταν από τη διαδικασία εκτίμησης που προβλέπει η οδηγία. Όσον αφορά τη μη μεταφορά των άρθρων 2, παράγραφοι 3, 5 και 7 της οδηγίας, η Ιρλανδία δεν αμφισβητούσε την ύπαρξη παράβασης. Ωστόσο, δεδομένου ότι η Ιρλανδία δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση, η Επιτροπή διαβίβασε προειδοποιητική επιστολή στην Ιρλανδία βάσει του άρθρου 228 της Συνθήκης.

Η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο (C-230/00) κατά του Βελγίου σχετικά με τη δυνατότητα παροχής σιωπηρών εγκρίσεων για πολλούς τύπους προγραμμάτων και σχεδίων που εμπίπτουν στο πεδίο της οδηγίας. Η Επιτροπή διαβίβασε επίσης αιτιολογημένη γνώμη στην Ιταλία, σε ορισμένες περιοχές της οποίας αποκλείονται από τις διαδικασίες εκτίμησης των επιπτώσεων τα σχέδια για τα οποία είχε υποβληθεί αίτηση έγκρισης πριν από την έναρξη ισχύος ορισμένων πρόσφατων περιφερειακών πράξεων εκτίμησης των επιπτώσεων, μολονότι η οδηγία εφαρμόζεται στα κράτη μέλη από τις 3 Ιουλίου 1988, προθεσμία κατά την οποία τα κράτη μέλη έπρεπε να την μεταφέρουν στην εσωτερική έννομη τάξη τους.

Η Επιτροπή συνεχίζει τη διαδικασία κατά της Ιταλίας λόγω ανεπαρκούς περιφερειακής νομοθεσίας για την μεταφορά του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας και μελετά τις νέες πληροφορίες που διαβίβασε η Ιταλία το 2000.

Ορισμένα προβλήματα κακής εφαρμογής αποτελούν εξάλλου αντικείμενο διαδικασιών παράβασης. Η Επιτροπή απέστειλε αιτιολογημένη γνώμη στο Λουξεμβούργο, διότι δεν ακολούθησε τη διαδικασία εκτίμησης των επιπτώσεων που απαιτείται από την οδηγία κατά την έγκριση σχεδίου αυτοκινητοδρόμου στο Λουξεμβούργο, στην Πορτογαλία λόγω ανεπαρκούς δημόσιας διαβούλευσης σχετικά με ορισμένα σχέδια ταχείας κυκλοφορίας και στην Ισπανία για την παραβίαση της οδηγίας στο πλαίσιο του σχεδίου ταχείας κυκλοφορίας Oviedo-Llanera (Asturias) καθώς και της τροποποίησης του σχεδίου σιδηροδρόμων Valencia-Tarragona.

Στην προδικαστική απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2000 η οποία ζητήθηκε από δικαστήριο του Λουξεμβούργου (υπόθεση C-287/98), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι όταν εθνικό δικαστήριο καλείται να εξετάσει τη νομιμότητα διαδικασίας απαλλοτριώσεως, λόγω δημοσίας ωφελείας, ακινήτων ανηκόντων σε ιδιώτη, στο πλαίσιο διανοίξεως αυτοκινητοδρόμου, μπορεί να ελέγξει αν ο εθνικός νομοθέτης τήρησε τα όρια του περιθωρίου εκτιμήσεως που χαράσσει η οδηγία 85/337/ΕΟΚ, ιδίως όταν δεν πραγματοποιήθηκε η προηγούμενη εκτίμηση των επιπτώσεων του σχεδίου στο περιβάλλον, όταν οι πληροφορίες που συνελέγησαν δεν τέθηκαν στη διάθεση του κοινού και όταν οι ενδιαφερόμενοι δεν είχαν τη δυνατότητα να εκφράσουν την άποψή τους πριν αρχίσει η πραγματοποίηση του σχεδίου, παρά τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας.

2.8.3. Ατμοσφαιρικός αέρας

Η οδηγία 96/62/ΕΚ που αφορά την ποιότητα του αέρα του περιβάλλοντος έπρεπε να μεταφερθεί το αργότερο στις 21 Μαΐου 1998. Η οδηγία αυτή αποτελεί τη βάση σειράς κοινοτικών πράξεων που θα εκδοθούν για να καθορισθούν οι νέες οριακές τιμές για τους ρύπους της ατμόσφαιρας - αρχής γενομένης από αυτούς που καλύπτονται ήδη από τις υφιστάμενες οδηγίες - καθώς και για να καθορισθούν τα κατώφλια ενημέρωσης και συναγερμού, για να εναρμονισθούν οι μέθοδοι αξιολόγησης της ποιότητας του αέρα και για να καταστεί δυνατή η καλύτερη διαχείριση της ποιότητας του αέρα με σκοπό την προστασία της υγείας και των οικοσυστημάτων. Μέχρι το τέλος του 2000, όλα τα κράτη μέλη εκτός από την Ισπανία είχαν συμμορφωθεί πλήρως με την υποχρέωσή τους ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς. Κατά τη διάρκεια του 2000, η Επιτροπή ήταν σε θέση να κλείσει τις διαδικασίες λόγω μη ανακοίνωσης που είχε κινήσει κατά του Βελγίου μετά την αποστολή αιτιολογημένης γνώμης το 2000 και κατά της Ελλάδας μετά την προσφυγή που κίνησε το 1999 (υπόθεση C-463/99). Αντίθετα, η προσφυγή κατά της Ισπανίας (υπόθεση C-417/99) συνεχίστηκε.

Η οδηγία 97/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εκπομπή αερίων και σωματιδιακών ρύπων προερχόμενων από κινητήρες εσωτερικής καύσης που τοποθετούνται σε μη οδικά κινητά μηχανήματα έπρεπε να μεταφερθεί το αργότερο στις 30 Ιουνίου 1998. Μέχρι το τέλος του 2000, όλα τα κράτη μέλη εκτός από τη Γαλλία είχαν ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας και, συνεπώς, μπόρεσαν να τεθούν στο αρχείο οι προσφυγές κατά της Ιταλίας (υπόθεση C-418/99) και της Ιρλανδίας (υπόθεση C-355/99). Η προσφυγή κατά της Γαλλίας (υπόθεση C-320/99) συνεχίστηκε.

Η οδηγία 98/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 1998 σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ και την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου [73] έπρεπε να μεταφερθεί το αργότερο την 1η Ιουλίου 1999. Αφού έλαβε τις κοινοποιήσεις των μέτρων μεταφοράς, η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο κατά το 2000 τις διαδικασίες που είχε κινήσει το 1999 κατά του Λουξεμβούργου, του Βελγίου, των Κάτω Χωρών, της Γερμανίας, της Ιρλανδίας, της Δανίας, της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Αυστρίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας. Η Ιταλία θέσπισε επίσης το διάταγμα μεταφοράς το οποίο δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί. Αντίθετα, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά του Ηνωμένου Βασιλείου λόγω μη ανακοίνωσης (όσον αφορά το Γιβραλτάρ).

[73] ΕΕ L 350, της 28.12.1998, σ. 58.

Η οδηγία 1999/32/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο και για την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ [74] έπρεπε να μεταφερθεί το αργότερο την 1η Ιουλίου 2000. Η Σουηδία, η Δανία, η Φινλανδία και οι Κάτω Χώρες ανακοίνωσαν τα μέτρα μεταφοράς, ενώ τα μέτρα μεταφοράς που θεσπίστηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστρία δεν καλύπτουν ολόκληρη την επικράτειά τους. Τα άλλα κράτη μέλη δεν είχαν ακόμη ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς μέχρι το τέλος του 2000.

[74] ΕΕ L 121 της 11/05/1999 σ.13.

Οι ακόλουθες οδηγίες που εκδόθηκαν το 1999 σχετικά με την ποιότητα του αέρα πρέπει να μεταφερθούν το 2001, αλλά είναι δυνατή η εκ των προτέρων μεταφορά τους:

- Οδηγία 1999/13/ΕΚ του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 1999 για τον περιορισμό των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων που οφείλονται στη χρήση οργανικών διαλυτών σε ορισμένες βιομηχανικές δραστηριότητες και εγκαταστάσεις [75].

[75] ΕΕ L 85, της 29.3.1999, σ. 1.

- Οδηγία 1999/30/ΕΚ του Συμβουλίου της 22ας Απριλίου 1999 σχετικά με τις οριακές τιμές διοξειδίου του θείου, διοξειδίου του αζώτου και οξειδίων του αζώτου, σωματιδίων και μολύβδου, στον αέρα του περιβάλλοντος [76].

[76] ΕΕ L 163 της 29/06/1999 σ.41.

- Οδηγία 1999/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999, για τις πληροφορίες που πρέπει να τίθενται στη διάθεση των καταναλωτών σχετικά με την οικονομία καυσίμου και τις εκπομπές CO2 όσον αφορά την εμπορία νέων επιβατηγών αυτοκινήτων [77].

[77] ΕΕ L 12 της 18.1.2000, σ. 16.

Η Επιτροπή έλαβε επίσης διάφορα μέτρα λόγω κακής εφαρμογής των οδηγιών που αφορούν την ποιότητα του αέρα, τα οποία όμως αφορούν κυρίως άλλες περιβαλλοντικές οδηγίες που αναφέρονται στο πλαίσιο άλλων τομέων (βλέπε τμήμα 10.8. Απόβλητα και τμήμα 10.9. Περιβάλλον και βιομηχανία).

2.8.4. Ύδατα

Ο έλεγχος της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας που αφορά την ποιότητα των υδάτων εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό μέρος της δραστηριότητας της Επιτροπής. Η κατάσταση αυτή οφείλεται στην ποσοτική και ποιοτική σημασία των υποχρεώσεων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο και που βαρύνουν τα κράτη μέλη, αλλά και στην αυξανόμενη ευαισθησία των πολιτών σχετικά με τα θέματα προστασίας της ποιότητας των υδάτων.

Όσον αφορά την οδηγία 75/440/ΕΟΚ σχετικά με τα ύδατα επιφανείας που προορίζονται για την παραγωγή πόσιμου ύδατος, πολλές διαδικασίες λόγω παράβασης βρίσκονται σε εξέλιξη. Αυτές αφορούν ιδίως την κατάρτιση συστηματικών οργανικών προγραμμάτων δράσης (άρθρο 4 παρ. 2 της οδηγίας) - ουσιώδους εργαλείου προστασίας των υδάτων (νιτρικά, γεωργικά φάρμακα, κλπ) - καθώς και τους όρους εφαρμογής των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ. 3.

Στην απόφαση της 17ης Ιουνίου 1998 (υπόθεση C-214/97) κατά της Πορτογαλίας, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα έγγραφα που προσκόμισαν οι πορτογαλικές αρχές, παρά τους τίτλους τους και τα περιγραφόμενα σχέδια, δεν αποτελούσαν συστηματικό οργανικό σχέδιο δράσης, διότι δεν προέβλεπαν χρονοδιάγραμμα για την εξυγίανση των υδάτων, δεν κάλυπταν όλα τα υδάτινα ρεύματα και δεν συνιστούσαν το κατάλληλο πλαίσιο που επέτρεπε τη βελτίωση της ποιότητας των υδάτων. Μετά την αποστολή αιτιολογημένης γνώμης στην Πορτογαλία λόγω μη υποβολής του κατάλληλου συστηματικού οργανικού σχεδίου δράσης, ακόμα και μετά την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή ήταν σε θέση να θέσει στο αρχείο την υπόθεση αφού η Πορτογαλία υπέβαλε τελικά το 2000 το εν λόγω σχέδιο, το οποίο είναι πλήρως συμβατό με τις απαιτήσεις της οδηγίας.

Η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο (υπόθεση C-375/00) κατά της Ιταλίας λόγω της απουσίας συστηματικού προγράμματος δράσης για τη Λομβαρδία.

Όσον αφορά την οδηγία 76/160/ΕΟΚ σχετικά με την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης, το ποσοστό εποπτείας των τόπων κολύμβησης και η ποιότητα των χρησιμοποιούμενων υδάτων παρουσιάζουν τάση βελτίωσης. Ωστόσο, παρά την πρόοδο αυτήν, συνεχίζονται οι διαδικασίες παράβασης κατά των περισσότερων κρατών μελών, στο μέτρο που απέχει ακόμη πολύ η πλήρης τήρηση των απαιτήσεων της οδηγίας.

Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 228 κατά του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τα ύδατα κολύμβησης στην ακτή Fylde της Βορειοδυτικής Αγγλίας, όπου ορισμένες από τις περιοχές κολύμβησης δεν τηρούν τα πρότυπα της οδηγίας. Η Επιτροπή θεωρεί συνεπώς ότι η απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1993 (υπόθεση C-56/90) δεν έχει ακόμη εκτελεσθεί πλήρως.

Η Επιτροπή συνέχισε τη διαδικασία του άρθρου 228 κατά της Ισπανίας μετά την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 12 Φεβρουαρίου 1998 αναγνωρίζοντας την παράβαση αυτού του κράτους μέλους (υπόθεση C-92/96) σχετικά με τη μη συμμόρφωση των εσωτερικών υδάτων με τις υποχρεωτικές τιμές που αναφέρονται στην οδηγία. Η απάντηση της Ισπανίας στην αιτιολογημένη γνώμη που απέστειλε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια του 2000 εξετάζεται.

Στις 8 Ιουνίου 1999, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στην υπόθεση C-198/97 σχετικά με την ποιότητα των υδάτων και τη συχνότητα της δειγματοληψίας στη Γερμανία, όπου αναγνώρισε την παράβαση αυτού του κράτους μέλους. Δεδομένου ότι η Γερμανία δεν συμμορφώθηκε ακόμα με την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία βάσει του άρθρου 228 της Συνθήκης κατά της Γερμανίας.

Σε απόφαση της 25ης Μαΐου 2000 (υπόθεση C-307/98), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το Βέλγιο, εξαιρώντας χωρίς προσήκουσες αιτιολογίες από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας πολλές περιοχές κολυμβήσεως εσωτερικών υδάτων και μη λαμβάνοντας, εντός προθεσμίας 10 ετών από της κοινοποιήσεως της οδηγίας αυτής, τα αναγκαία μέτρα για να καταστεί η ποιότητα των υδάτων κολυμβήσεως σύμφωνη με τις οριακές τιμές που καθορίζει η εν λόγω οδηγία, παρέβη τις υποχρεώσεις του. Η Επιτροπή αποφάσισε να αποστείλει προειδοποιητική επιστολή στο Βέλγιο σύμφωνα με το άρθρο 228 της Συνθήκης λόγω μη συμμόρφωσης με την ανωτέρω απόφαση.

Η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Γαλλίας (υπόθεση C-147/00), των Κάτω Χωρών (υπόθεση C-268/00), του Ηνωμένου Βασιλείου (υπόθεση C-427/00) και της Σουηδίας (υπόθεση C-368/00) σχετικά με την ποιότητα των υδάτων ή/και τη συχνότητα της δειγματοληψίας. Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Δανίας και να αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη στη Φινλανδία για τους ίδιους λόγους. Επίσης συνεχίζεται η διαδικασία της προσφυγής κατά της Πορτογαλίας. Η απάντηση της Ιταλίας στην αιτιολογημένη γνώμη που αποστάλθηκε το 1999 εξετάζεται. Η προσφυγή που αποφασίστηκε το 1999 κατά της Γαλλίας λόγω της απουσίας μέτρησης για την παράμετρο «ολικά κολοβακτηρίδια» που απαιτείται από την οδηγία συνδυάστηκε με την προαναφερθείσα προσφυγή κατά της Γαλλίας.

Η εφαρμογή της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ σχετικά με τις επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον καθώς και των οδηγιών που καθορίζουν ειδικούς κανόνες ανά ουσία, οδήγησε σε διαδικασίες παράβασης κατά των περισσότερων κρατών μελών.

Η απουσία προγραμμάτων που περιλαμβάνουν ποιοτικούς στόχους για τη μείωση της ρύπανσης από τις ουσίες που υπάγονται στον κατάλογο ΙΙ του παραρτήματος της οδηγίας αποτελεί πηγή πολλών διαδικασιών και επέφερε νέες δικαστικές αποφάσεις λόγω παράβασης το 2000.

Μετά από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1998 κατά του Λουξεμβούργου (υπόθεση C-206/96), της 25ης Νοεμβρίου 1998 κατά της Ισπανίας (υπόθεση C-214/96) και της 1ης Οκτωβρίου 1998 κατά της Ιταλίας (υπόθεση C-285/98), με τις οποίες διαπιστώνεται η παράλειψη αυτών των κρατών να καταρτίσουν προγράμματα που περιλαμβάνουν ποιοτικούς στόχους προκειμένου να μειωθεί η ρύπανση από τις ουσίες αυτές, αυτά τα κράτη ανακοίνωσαν μέτρα συμμόρφωσης με το άρθρο 7 της οδηγίας. Η εξέταση αυτών των πολύπλοκων μέτρων βρίσκεται ακόμη υπό εξέλιξη.

Η Επιτροπή προτίθεται να διευκολύνει τη θέσπιση από τα κράτη μέλη προγραμμάτων σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ εκπονώντας για τον σκοπό αυτό σχετικό κατευθυντήριο έγγραφο. Με το έγγραφο αυτό η Επιτροπή προτίθεται να υποστηρίξει τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή τόσο της υφιστάμενης οδηγίας (άρθρο 7 της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ) όσο και της νέας οδηγίας-πλαισίου 2000/60/ΕΚ για την πολιτική των υδάτων. Το έγγραφο θα εντοπίσει οκτώ στοιχεία τα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται στα προγράμματα για τη μείωση της ρύπανσης.

Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου κατά του Βελγίου της 21ης Ιανουαρίου 1999 (υπόθεση C-207/97) και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (υπόθεση C-184/97) της 11ης Νοεμβρίου 1999 σχετικά με το ίδιο θέμα ακολουθήθηκαν από δύο νέες αποφάσεις κατά τη διάρκεια του 2000 : την απόφαση της 25ης Μαΐου 2000 κατά της Ελλάδας (υπόθεση C-384/98) και την απόφαση της 13ης Ιουλίου 2000 κατά της Πορτογαλίας (υπόθεση C-261/98). Η παρεμφερής διαδικασία κατά των Κάτω Χωρών (υπόθεση C-152/98) βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει επίσης στο Δικαστήριο κατά της Γαλλίας και της Ιρλανδίας.

Σημειώνεται επίσης ότι, ως προς τις δύο υποθέσεις (C-208/97 και C-213/97) για τις οποίες το Δικαστήριο αναγνώρισε το 1998 την παράβαση της Πορτογαλίας όσον αφορά την εφαρμογή των θυγατρικών οδηγιών της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ που αφορούν τις απορρίψεις ορισμένων επικίνδυνων ουσιών στο ύδωρ, δεδομένου ότι η Πορτογαλία ανακοίνωσε ικανοποιητικά μέτρα για τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις, η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο τις υποθέσεις αυτές.

Η ανεπάρκεια των προγραμμάτων μείωσης της ρύπανσης συνεπάγεται πολυάριθμες ιδιαίτερες περιπτώσεις κακής εφαρμογής της οδηγίας αυτής (ρύπανση του ενός ή του άλλου υδάτινου ρεύματος από γεωργικές ή βιομηχανικές απορρίψεις). Μόνο μία σφαιρική συνεκτίμηση του προβλήματος θα μπορέσει να επιλύσει αυτές τις συγκεκριμένες δυσχέρειες. Επιπλέον ορισμένα προβλήματα, που συνδέονται με την απουσία συστηματικής άδειας πριν από τις απορρίψεις, εξακολουθούν να υφίστανται σε πολλά κράτη μέλη.

Έτσι, η διαδικασία βάσει του άρθρου 228 που κινήθηκε κατά της Ελλάδας μετά την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1998 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-232/95 και C-233/95) συνεχίζεται διότι η Ελλάδα δεν εφάρμοσε προγράμματα μείωσης της ρύπανσης από τις ουσίες του καταλόγου ΙΙ της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ για τη λίμνη Βεγορίτιδα και τον Παγασητικό Κόλπο. Τα μέτρα που ανακοίνωσε η Ελλάδα δεν θεωρήθηκαν επαρκή και συνεπώς αποστάλθηκε αιτιολογημένη γνώμη βάσει του άρθρου 228 της Συνθήκης.

Η διαδικασία βάσει του άρθρου 226 που κινήθηκε κατά της Πορτογαλίας για τις απορρίψεις εργοστασίου γεωργικών ειδών διατροφής στο Santo Tirso συνεχίζεται επίσης, εφόσον η Επιτροπή εξετάζει τα μέτρα που θέσπισαν οι πορτογαλικές αρχές. Αφού απέστειλε αιτιολογημένη γνώμη στην Πορτογαλία όσον αφορά την πιθανή κακή εφαρμογή της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ, οφειλόμενη στους όρους εκμετάλλευσης μίας επιχείρησης που παρασκευάζει ένα φυτοφάρμακο και εκχύει τα υγρά εκροής χωρίς προηγούμενη επεξεργασία στον ποταμό Capa Rota, η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο την υπόθεση κατά τη διάρκεια του 2000.

Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά του Ηνωμένου Βασιλείου λόγω ανεπαρκούς χαρακτηρισμού των υδάτων που καλύπτονται από την οδηγία 79/923/ΕΟΚ σχετικά με τα ύδατα για οστρακοειδή καθώς και λόγω απουσίας κατάρτισης προγραμμάτων βελτίωσης και ανεπαρκούς εποπτείας των εν λόγω υδάτων. Στην υπόθεση αυτή η προσφυγή στο Δικαστήριο εκκρεμεί μετά την ανακοίνωση, από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, σημαντικού αριθμού πρόσφατα χαρακτηρισθέντων υδάτων για οστρακοειδή και αντίστοιχων προγραμμάτων βελτίωσης τα οποία εξετάζονται από την Επιτροπή.

Αφού η Φινλανδία ανακοίνωσε μέτρα σχετικά με τον χαρακτηρισμό των υδάτων, τη δημιουργία ποιοτικών στόχων, την κατάρτιση προγραμμάτων μείωσης της ρύπανσης και την πραγματοποίηση δειγματοληψιών, η Επιτροπή ήταν σε θέση να κλείσει τη διαδικασία παράβασης κατά της Φινλανδίας λόγω κακής εφαρμογής της οδηγίας 78/659/ΕΟΚ σχετικά με τα ύδατα ιχθυοκαλλιέργειας.

Η Επιτροπή μπόρεσε επίσης να θέσει στο αρχείο τη διαδικασία βάσει του άρθρου 228 κατά της Πορτογαλίας μετά την απόφαση της 18ης Ιουνίου 1998 (υπόθεση C-183/97) σχετικά με τη μη συμμόρφωση της πορτογαλικής νομοθεσίας με την οδηγία 80/68/ΕΟΚ περί προστασίας των υπογείων υδάτων από τη ρύπανση που προέρχεται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες.

Όσον αφορά την οδηγία 80/778/ΕΟΚ περί της ποιότητας του πόσιμου νερού, το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει, στην απόφασή του στην υπόθεση C-340/96 της 22ας Απριλίου 1999, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, δεχόμενο τις μη υποχρεωτικού χαρακτήρα αναλήψεις υποχρεώσεων εκ μέρους των εταιριών υδάτων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία. Το 2000 η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο τις διαδικασίες παράβασης βάσει του άρθρου 228 της Συνθήκης, δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοίνωσε στην Επιτροπή τα θεσπισθέντα αναγκαία μέτρα.

Η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Ιρλανδίας (υπόθεση C-2000/316) για κακή εφαρμογή της οδηγίας 80/778/ΕΟΚ, λόγω της παρουσίας μολυσματικών μικροοργανισμών τους οποίους ανακάλυψε ο ιρλανδικός οργανισμός για την προστασία του περιβάλλοντος στα ύδατα που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση, και ιδίως στα ύδατα των αγροτικών περιοχών.

Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Πορτογαλίας λόγω μη καθορισμού, όσον αφορά τις Αζόρες, οριακών τιμών για τις παραμέτρους που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας 80/778/EΟΚ.

Η Επιτροπή διατύπωσε αιτιολογημένη γνώμη κατά της Ισπανίας λόγω της κακής ποιότητας του πόσιμου νερού σε πολλές πόλεις της επαρχίας του Αλικάντε (Javea, Denia, Teulada-Moraira, Benitachell, Muchamiel, Bussot και Aigues). Η απάντηση των ισπανικών αρχών βρίσκεται στο στάδιο της αξιολόγησης.

Είναι χρήσιμο να υπενθυμιστεί ότι η oδηγία 98/83/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης, της 3ης Νοεμβρίου 1998, η οποία προορίζεται να αντικαταστήσει από το 2003 την οδηγία 80/778/ΕΟΚ [78], έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο το αργότερο στις 25 Δεκεμβρίου 2000 και ότι η τήρηση των νέων οριακών τιμών που απορρέουν από τη νέα οδηγία ενδέχεται να απαιτήσει ήδη από τώρα την εφαρμογή μέτρων από μέρους των κρατών μελών. Η Επιτροπή εκφράζει τη δυσαρέσκειά της διότι κανένα κράτος μέλος δεν κοινοποίησε πλήρη μέτρα μεταφοράς μέχρι τις 25 Δεκεμβρίου 2000. Η Επιτροπή έλαβε κοινοποιήσεις από τη Φινλανδία, τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες όμως είτε δεν καλύπτουν ολόκληρη την επικράτεια του οικείου κράτους μέλους ή/και δεν μεταφέρουν όλες τις διατάξεις της οδηγίας.

[78] ΕΕ L 330, της 5.12. 1998, σ. 32.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν στις 23 Οκτωβρίου 2000 μία νέα οδηγία (2000/60/EΚ) για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων [79]. Τα κράτη μέλη έχουν στη διάθεσή τους τρία έτη για την μεταφορά των διατάξεών της στο εθνικό δίκαιο.

[79] ΕΕ L 327, 22.12.2000, σ. 1.

Η κοινοτική νομοθεσία περιλαμβάνει δύο μέσα με σκοπό την καταπολέμηση του ειδικού προβλήματος της ρύπανσης από τα φωσφορικά και νιτρικά άλατα και του ευτροφισμού που αυτή προκαλεί.

Το πρώτο από τα μέσα αυτά είναι η οδηγία 91/271/ΕΟΚ για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων. Επιβάλλει στα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν από το 1998, 2000 ή 2005, ανάλογα με το μέγεθος των αστικών περιοχών, ότι αυτές διαθέτουν σύστημα συλλογής και επεξεργασίας λυμάτων. Η Επιτροπή πρέπει επομένως στο εξής να ελέγχει - εκτός από την ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς και τη συμμόρφωση των μέτρων αυτών - και τις περιπτώσεις κακής εφαρμογής. Δεδομένου ότι η οδηγία αυτή είναι ουσιώδης για την εξυγίανση των υδάτων και την καταπολέμηση του ευτροφισμού, η Επιτροπή αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην έγκαιρη εφαρμογή της.

Με την απόφαση της 6ης Ιουνίου 2000 (υπόθεση C-236/99) το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το Βέλγιο, ανακοινώνοντας στην Επιτροπή πρόγραμμα θέσεως σε εφαρμογή της οδηγίας το οποίο δεν συνάδει προς την οδηγία όσον αφορά την περιφέρεια των Βρυξελλών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 17 της οδηγίας. Η Επιτροπή συνέχισε τη διαδικασία παράβασης κατά της Ισπανίας λόγω ανεπαρκούς και μη ορθού προσδιορισμού των ευαίσθητων περιοχών σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας.

Η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Ιταλίας (υπόθεση C-396/00) λόγω έλλειψης επεξεργασίας των αστικών λυμάτων στην περιοχή του Μιλάνου και κατά της Αυστρίας λόγω μη συμμόρφωσης της μεταφοράς της οδηγίας όσον αφορά τις καθυστερήσεις θέσπισης της συλλογής και επεξεργασίας των αστικών λυμάτων. Η διαδικασία που αφορά την παράλειψη της Γερμανίας να εκπληρώσει ορισμένες απαιτήσεις της οδηγίας συνεχίστηκε κατά το 2000. Επίσης η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στο Βέλγιο για διάφορες παραβάσεις που αφορούν την οδηγία.

Το δεύτερο μέσο καταπολέμησης του ευτροφισμού είναι η οδηγία 91/676/ΕΟΚ για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης. Η Επιτροπή εξακολούθησε να αποδίδει μεγάλη σημασία στις διαδικασίες που κινήθηκαν για την τήρηση αυτής της οδηγίας.

Μετά την απόφαση που εκδόθηκε από το Δικαστήριο την 1η Οκτωβρίου 1998 στην υπόθεση C-71/97, με την οποία αναγνωρίσθηκε η παράλειψη της Ισπανίας να καταρτίσει κώδικες ορθής πρακτικής και να υποδείξει τις ευπρόσβλητες ζώνες, η Επιτροπή ήταν σε θέση να κλείσει τη διαδικασία βάσει του άρθρου 228 της Συνθήκης αφού η Ισπανία κοινοποίησε τα αναγκαία μέτρα. Αντίθετα, το Δικαστήριο καταδίκασε την Ισπανία με την απόφαση της 13ης Απριλίου 2000 (C-274/98) λόγω μη κατάρτισης των προγραμμάτων δράσης που αναφέρονται στο άρθρο 5 της οδηγίας.

Η Επιτροπή συνέχισε τη διαδικασία προσφυγής στο Δικαστήριο κατά της Ιταλίας για την κατάρτιση προγραμμάτων δράσης και την ανακοίνωση των εκθέσεων (υπόθεση C-127/99).

Η Επιτροπή προσέφυγε επίσης στο Δικαστήριο (υπόθεση C-258/00) κατά της Γαλλίας λόγω απουσίας κατάλληλου χαρακτηρισμού των ευπρόσβλητων ζωνών, και κατά της Γερμανίας (υπόθεση C-161/00) λόγω μη συμμόρφωσης των προγραμμάτων δράσης που καταρτίστηκαν. Η προσφυγή που είχε αποφασιστεί το 1999 κατά της Ελλάδας λόγω μη κατάρτισης προγραμμάτων δράσης, μη θέσπισης κωδίκων ορθής γεωργικής πρακτικής και ορισμένων μέτρων ελέγχου συνεχίστηκε, αλλά δεν εκτελέστηκε ακόμη διότι η Ελλάδα ανακοίνωσε στην Επιτροπή ορισμένα μέτρα. Ασκήθηκε προσφυγή κατά των Κάτω Χωρών (υπόθεση C-322/00) για διάφορες ελλείψεις των προγραμμάτων δράσης. Εξάλλου η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο την υπόθεση κατά της Αυστρίας λόγω του μη υποχρεωτικού χαρακτήρα του προγράμματος δράσης, δεδομένου ότι αυτό το κράτος μέλος τροποποίησε το οικείο εθνικό δίκαιο και κοινοποίησε την αντίστοιχη τροποποίηση στην Επιτροπή. Επίσης η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο τη διαδικασία κατά του Ηνωμένου Βασιλείου μετά το χαρακτηρισμό της εκβολής του Ythan ως ζώνης ευπρόσβλητης στη νιτρορύπανση, στη συνέχεια της αιτιολογημένης γνώμης που του απηύθυνε η Επιτροπή.

Οι δύο διαδικασίες που είχαν κινηθεί κατά του Βελγίου, η μία λόγω μη συμμόρφωσης της μεταφοράς ως προς τα εθνικά μέτρα εκτέλεσης, την κατάρτιση των κωδίκων ορθής πρακτικής και τον χαρακτηρισμό των ευπρόσβλητων ζωνών, και η άλλη λόγω κακής εφαρμογής της οδηγίας, παραμένουν ανοικτές. Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο και για τις δύο υποθέσεις.

Στην απόφασή του της 7ης Δεκεμβρίου 2000 (υπόθεση C-69/99), το Δικαστήριο καταδίκασε το Ηνωμένο Βασίλειο διότι παρέλειψε να θεσπίσει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2 (χαρακτηρισμός των ευπρόσβλητων ζωνών) και του άρθρου 5 (εκπόνηση προγραμμάτων δράσης) της οδηγίας.

Η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο (υπόθεση C-266/00) κατά του Λουξεμβούργου σχετικά με τους κώδικες ορθής πρακτικής, τα προγράμματα και την κατάρτιση εκθέσεων.

Επίσης η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στη Φινλανδία λόγω ελλείψεων στα προγράμματα δράσης που σχετίζονται με τις περιόδους απαγόρευσης διασποράς λιπασμάτων, τη χωρητικότητα δοχείων αποθήκευσης και τους κανόνες για τη διασπορά κοπριάς στο έδαφος. Τα νέα μέτρα που θέσπισε η Φινλανδία μετά την αιτιολογημένη γνώμη εξετάζονται προς το παρόν από την Επιτροπή.

Η Επιτροπή κίνησε τέλος διαδικασίες παράβασης κατά πολλών κρατών μελών βάσει της οδηγίας 91/692/ΕΟΚ για την τυποποίηση και τον εξορθολογισμό των εκθέσεων στον τομέα των υδάτων. Πράγματι, ορισμένα κράτη μέλη δεν ανακοίνωσαν, ή ανακοίνωσαν ατελώς ή με καθυστέρηση, τις εκθέσεις που πρέπει να καταρτίσουν για την εφαρμογή ορισμένων οδηγιών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να εκπονήσει με τον κατάλληλο τρόπο τις κοινοτικές εκθέσεις που η ίδια έχει την υποχρέωση να καταρτίσει. Επομένως η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Πορτογαλίας (υπόθεση C-435/99). Η διαδικασία κατά του Βελγίου συνεχίζεται δεδομένου ότι η Επιτροπή εξετάζει την απάντηση που έλαβε στο τέλος του 2000. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια του 2000 η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο τη διαδικασία κατά της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Ιρλανδίας δεδομένου ότι αυτά τα κράτη μέλη είχαν ανακοινώσει στην Επιτροπή τις εκθέσεις σε απάντηση της αιτιολογημένης γνώμης που είχαν λάβει. Επίσης η διαδικασία κατά της Γαλλίας τέθηκε στο αρχείο μετά την εξέταση της γαλλικής απάντησης στην αιτιολογημένη γνώμη που απέστειλε η Επιτροπή.

2.8.5. Φύση

Οι δύο κύριες νομικές πράξεις για την προστασία της φύσης είναι η οδηγία 79/409/ΕΟΚ περί διατηρήσεως των αγρίων πτηνών και η οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας.

Όσον αφορά την μεταφορά της οδηγίας 79/409/EOK, ορισμένα προβλήματα συμμόρφωσης παραμένουν ανεπίλυτα, ιδίως όσον αφορά τη θήρα και τις παρεκκλίσεις (άρθρο 7, παράγραφος 4 και άρθρο 9). Έτσι, σε απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000 κατά της Γαλλίας σε σχέση με τις ημερομηνίες έναρξης και λήξης της θήρας των αποδημητικών πτηνών (υπόθεση C-38/99), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Γαλλία παρέβη τις υποχρεώσεις της παραλείποντας να μεταφέρει ορθά το άρθρο 7, παράγραφος 4 της οδηγίας, παραλείποντας να ανακοινώσει όλα τα μέτρα μεταφοράς για το σύνολο του εδάφους της και παραλείποντας να εφαρμόσει ορθά τη διάταξη αυτή. Η Επιτροπή συνέχισε επίσης τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Ιταλίας (υπόθεση C-159/99) λόγω μη μεταφοράς του άρθρου 9 (παρεκκλίσεις από το καθεστώς προστασίας που προκύπτει από τα άρθρα 5, 6, 7 και 8). Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Ελλάδας όσον αφορά τη διάρκεια της περιόδου θήρας. Επιπλέον, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Σουηδίας λόγω της παράλειψής της να μεταφέρει ορθά ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 79/409/EΟΚ, περιλαμβανομένου και του άρθρου 9. Η υπόθεση αυτή αφορά επίσης το άρθρο 4 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6, παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ) και το άρθρο 6, παράγραφος 3 της οδηγίας 79/409/EΟΚ.

Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Φινλανδίας σχετικά με τη μη συμμόρφωση της φινλανδικής θηρευτικής νομοθεσίας με την οδηγία (θήρα ορισμένων υδρόβιων ειδών κατά την άνοιξη, θηρευτική περίοδος για ορισμένα άλλα είδη πτηνών). Μετά την αιτιολογημένη γνώμη που απέστειλε στην Ισπανία στις αρχές του 2000 σχετικά με τη θήρα ορισμένων ειδών αποδημητικών πτηνών, η Επιτροπή εξετάζει την απάντηση της Ισπανίας. Οι διαδικασίες παράβασης που αφορούν τις πρακτικές θήρας σε δύο ζώνες ειδικής προστασίας (Baie de Canche και Platier d'Oye) στη Γαλλία εξετάζονται ακόμη από την Επιτροπή.

Επίσης κατά το 2000 εξετάστηκαν άλλα μέτρα μη συμμόρφωσης σχετικά με την οδηγία 79/409/ΕΟΚ. Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά του Βελγίου λόγω μη μεταφοράς του άρθρου 5, στοιχεία γ) και ε) και του άρθρου 6, παράγραφος 1 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ. Επίσης υποβλήθηκε στο Δικαστήριο και άλλη προσφυγή κατά του Βελγίου σχετικά με τη μη ορθή μεταφορά του άρθρου 4, παράγραφοι 1, 2 και 4 και του παραρτήματος Ι της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ.

Στο τέλος του 2000, δηλαδή περίπου εξήμισι έτη μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς, τον Ιούνιο 1994, τα τελευταία κράτη μέλη κοινοποίησαν τελικώς στην Επιτροπή τα μέτρα μεταφοράς τους για την οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις η μεταφορά είναι ελλιπής, ιδίως όσον αφορά το άρθρο 6 για το σύστημα προστασίας των εντεταγμένων οικοτόπων στις μελλοντικές ειδικές ζώνες διατήρησης, και τα άρθρα 12 έως 16 για το σύστημα προστασίας των ειδών. Έτσι, στην απόφασή του της 6ης Ιουνίου 2000 (υπόθεση C-256/98) το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Γαλλία, μη θεσπίζοντας εντός της ταχθείσας προθεσμίας όλες τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς το άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας, παρέβη τις υποχρεώσεις της. Δεδομένου ότι η Γαλλία δεν θέσπισε τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή απέστειλε προειδοποιητική επιστολή και στη συνέχεια αποφάσισε να της απευθύνει και αιτιολογημένη γνώμη δυνάμει του άρθρου 228 της Συνθήκης. Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά του Λουξεμβούργου και του Βελγίου λόγω μη ορθής εφαρμογής ορισμένων διατάξεων της οδηγίας. Επίσης υποβλήθηκε προσφυγή στο Δικαστήριο κατά της Σουηδίας λόγω της μη ορθής μεταφοράς των άρθρων 4, παράγραφος 5, 5, παράγραφος 4, 6, παράγραφος 2 έως 4, 15 και 16 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ.

Σχετικά με την εφαρμογή των οδηγιών 79/409/ΕΟΚ και 92/43/ΕΟΚ, τα κυριότερα προβλήματα αφορούν, όπως και κατά το παρελθόν, το χαρακτηρισμό και την προστασία των χώρων που είναι ενδιαφέροντες από την άποψη της φύσης, είτε πρόκειται για το χαρακτηρισμό ως ζώνης ειδικής προστασίας για τα πτηνά και την επιλογή με σκοπό την ένταξη στο δίκτυο Natura 2000 ή για την προστασία των χώρων αυτών.

Όπως ανέφερε η προηγούμενη έκδοση της παρούσας έκθεσης, η κατάταξη, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, σε ζώνες ειδικής προστασίας (ΖΕΠ) για τα άγρια πτηνά εφόσον πληρούνται τα αντικειμενικά ορνιθολογικά κριτήρια που επιβάλλουν αυτήν την κατάταξη, εξακολουθεί να δημιουργεί δυσχέρειες σε πολλά κράτη μέλη.

Η Επιτροπή συνεχίζει καταρχάς τις διαδικασίες λόγω παράβασης που αφορούν πολλές συγκεκριμένες περιπτώσεις ιδιαίτερης σημασίας.

Το 1999 το Δικαστήριο είχε εκδώσει δύο αποφάσεις κατά της Γαλλίας. Στην πρώτη (υπόθεση C-166/97), το Δικαστήριο αναγνώρισε την παράβαση της Γαλλίας όσον αφορά το χαρακτηρισμό, ως ΖΕΠ, ανεπαρκούς έκτασης της εκβολής του Σηκουάνα και την απουσία επαρκούς νομικού καθεστώτος προκειμένου να εξασφαλιστεί η προστασία της ΖΕΠ σε σχέση με το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας. Το Δικαστήριο αντίθετα απέρριψε την αιτίαση που αφορά τη δημιουργία βιομηχανικής εγκατάστασης στο κέντρο της ΖΕΠ, θεωρώντας ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε επαρκή στοιχεία για να αντικρούσει τα στοιχεία που προσκόμισαν οι γαλλικές αρχές. Κατά τη διάρκεια του 2000, η διαδικασία που είχε κινηθεί κατά της Γαλλίας βάσει του άρθρου 228 της Συνθήκης παρέμεινε ανοικτή με σκοπό να λάβουν οι γαλλικές αρχές όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης.

Στη δεύτερη απόφαση (υπόθεση C-96/98) το Δικαστήριο διαπίστωσε την παράλειψη της Γαλλίας να χαρακτηρίσει ως ζώνη ειδικής προστασίας, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, επαρκή επιφάνεια του Marais poitevin, να λάβει μέτρα με τα οποία να έχει αναγνωριστεί, για τις χαρακτηρισμένες ως ζώνες ειδικής προστασίας τοποθεσίες του Marais poitevin, ανάλογο νομικό καθεστώς και να λάβει τα μέτρα που ήσαν ενδεδειγμένα για την αποφυγή υποβαθμίσεως, τόσο των χαρακτηρισμένων ως ζωνών ειδικής προστασίας τοποθεσιών του Marais poitevin, όσο και ορισμένων από αυτές που έπρεπε να τύχουν του χαρακτηρισμού αυτού. Δεδομένου ότι η Γαλλία δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή αποφάσισε το 2000 να της αποστείλει προειδοποιητική επιστολή σύμφωνα με το άρθρο 228 της Συνθήκης.

Στις 7 Δεκεμβρίου 2000 το Δικαστήριο εξέδωσε άλλη μία απόφαση (υπόθεση C-374/98) κατά της Γαλλίας για παρόμοιες αιτιάσεις αναγνωρίζοντας ότι η Γαλλία, παραλείποντας να κατατάξει οποιαδήποτε περιοχή της τοποθεσίας Basses Corbiθres σε ζώνη ειδικής προστασίας και να λάβει επαρκή προς τη γεωγραφική έκταση, για την οποία θεσπίζονται, μέτρα ειδικής διατηρήσεως για την τοποθεσία αυτή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1 της οδηγίας.

Η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο τη διαδικασία κατά της Αυστρίας, δεδομένου ότι αυτό το κράτος μέλος ανακοίνωσε στην Επιτροπή τα μέτρα που αφορούν το χαρακτηρισμό ως ΖΕΠ της κοιλάδας του Lech στο Τυρόλο.

Μολονότι οι ζώνες ειδικής προστασίας θα έπρεπε να έχουν καταταχθεί από την έναρξη ισχύος της οδηγίας, το 1981, σε πολλά κράτη μέλη διαπιστώνεται η γενική ανεπάρκεια, σε αριθμό και σε επιφάνεια, των ζωνών ειδικής προστασίας που κατατάχθηκαν. Η Επιτροπή δίνει προτεραιότητα προς το παρόν στη συνέχιση των γενικών διαδικασιών παράβασης κατά αυτής της γενικής ανεπάρκειας, παρά στη δίωξη της απουσίας κατάταξης και προστασίας σε κάθε μεμονωμένη ζώνη.

Έτσι, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Γαλλίας λόγω ανεπαρκούς χαρακτηρισμού ζωνών ειδικής προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας. Οι διαδικασίες που είχαν κινηθεί προηγουμένως σε σχέση με δύο μεμονωμένες περιοχές (την Plaine des Maures και την Basses Vallιes de l'Aude) συνενώθηκαν με αυτή την υπόθεση.

Επίσης η Επιτροπή συνεχίζει άλλες διαδικασίες για την ίδια αιτίαση κατά άλλων κρατών μελών. Οι διαδικασίες κατά της Γερμανίας, Ιταλίας, Λουξεμβούργου, Πορτογαλίας και Φινλανδίας συνεχίστηκαν. Έτσι, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Φινλανδίας (υπόθεση C-240/00), αλλά εξετάζει προς το παρόν τα μέτρα που ανακοίνωσαν η Γερμανία και η Πορτογαλία πριν αποφασίσει σε ποια έκταση θα συνεχίσει τη διαδικασία κατά των δύο αυτών κρατών μελών. Η Επιτροπή προσέφυγε επίσης στο Δικαστήριο κατά της Ισπανίας λόγω μη υπόδειξης επαρκούς αριθμού ΖΕΠ στην περιοχή της Μούρσια (υπόθεση C-354/00). Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στην Ισπανία λόγω ανεπαρκούς υπόδειξης ΖΕΠ σε ολόκληρη τη χώρα.

Η Επιτροπή εξετάζει σημαντικό αριθμό νέων ζωνών ειδικής προστασίας που υποδείχθηκαν από τις Κάτω Χώρες μετά την αιτιολογημένη γνώμη που απέστειλε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 228 για να υποχρεώσει αυτό το κράτος μέλος να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 1998 (υπόθεση C-3/96).

Οι προτάσεις από τα κράτη μέλη τόπων προς χαρακτηρισμό βάσει της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ συνεχίσθηκαν. Το Ηνωμένο Βασίλειο ανέλαβε να προσδιορίσει πρόσθετους χώρους σύμφωνα με την οδηγία και άρχισε να διαβιβάζει στην Επιτροπή τους νεοπροσδιορισθέντες χώρους. Οι νέοι χώροι βρίσκονται στο στάδιο της αξιολόγησης και η Επιτροπή αποφάσισε να αναστείλει την εκτέλεση της προσφυγής στο Δικαστήριο που είχε αποφασίσει το 1999 κατά του Ηνωμένου Βασιλείου μέχρι να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση των νέων χώρων που κοινοποιήθηκαν. Το 2000 η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να παρατείνει την αναστολή των διαδικασιών παράβασης κατά των Κάτω Χωρών, δεδομένου ότι έλαβε αρκετά πλήρη κατάλογο από αυτό το κράτος μέλος. Ο κατάλογος αυτός θα εκτιμηθεί στο πλαίσιο της βιογεωγραφικής περιοχής του Ατλαντικού, σε συνδυασμό με τους καταλόγους χώρων που διαβίβασαν άλλα κράτη μέλη για την περιοχή αυτή. Η κατάσταση όσον αφορά τον κατάλογο που διαβίβασε η Αυστρία δεν είναι ακόμη τελείως ικανοποιητική, αλλά η περαιτέρω διαδικασία θα εξαρτηθεί από τα βιογεωγραφικά σεμινάρια που προγραμματίζονται για το 2001. Επίσης εξετάζεται ο συμπληρωματικός κατάλογος που διαβίβασε η Πορτογαλία το 2000 μετά τη διαδικασία παράβασης που κίνησε η Επιτροπή. Όσον αφορά τον αρκετά πλήρη κατάλογο που διαβίβασε η Φινλανδία το 1998, η Επιτροπή αποφάσισε να αναστείλει την προσφυγή στο Δικαστήριο που είχε κινήσει το 1998 κατά της Φινλανδίας προκειμένου να εξετάσει τα μέτρα που θέσπισε η Φινλανδία κατά τη διάρκεια του 2000.

Η Επιτροπή συνέχισε τη διαδικασία προσφυγής στο Δικαστήριο κατά της Ιρλανδίας (υπόθεση C-67/99), της Γερμανίας (υπόθεση C-71/99) και της Γαλλίας (υπόθεση C-220/99).

Αφού είχε αποφασίσει να αναστείλει την εκτέλεση της προσφυγής στο Δικαστήριο κατά της Σουηδίας προκειμένου να εξετάσει τον "ενδεικτικό κατάλογο" που διαβίβασε αυτό το κράτος, η Επιτροπή αποφάσισε στο τέλος του 2000 να συνεχίσει την υπόθεση αυτή λόγω των ελλείψεων στον "ενδεικτικό κατάλογο". Τέλος, η Επιτροπή αποφάσισε να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στο Βέλγιο, διότι ο εθνικός κατάλογος που διαβιβάσθηκε δεν περιείχε κανένα αντιπροσωπευτικό τόπο των πολυάριθμων τύπων οικοτόπων που είναι παρόντες στο βελγικό έδαφος, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οικότοποι προτεραιότητας. Αφού εξέτασε τον νέο κατάλογο τόπων που διαβίβασε το Βέλγιο κατά τη διάρκεια του 2000, η Επιτροπή αποφάσισε να συνεχίσει τη διαδικασία κατά του Βελγίου.

Στις 7 Νοεμβρίου 2000, το Δικαστήριο εξέδωσε μία σημαντική προδικαστική απόφαση μετά από αίτηση βρετανικού δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 234 στην περίπτωση του λιμένα του Bristol (υπόθεση C-371/98). Το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να λαμβάνει υπόψη του τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές απαιτήσεις, καθώς και τις περιφερειακές και τοπικές ιδιομορφίες, κατά την επιλογή και την οριοθέτηση των τόπων που πρέπει να προτείνει στην Επιτροπή ως τόπους δυνάμενους να χαρακτηριστούν κοινοτικής σημασίας.

Όπως τονίστηκε ήδη στην προηγούμενη έκδοση της παρούσας έκθεσης, παρατηρείται ότι συχνά οι πληροφορίες που αφορούν τους τόπους και τα είδη που φιλοξενούν δεν ανακοινώνονται με τρόπο πλήρη ή κατάλληλο από τα κράτη μέλη κατά την ανακοίνωση του καταλόγου των τόπων, γεγονός που δυσχεραίνει την έναρξη των μεταγενέστερων φάσεων που προβλέπονται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ και τη δημιουργία του δικτύου Natura 2000.

Eξάλλου, η Επιτροπή συνεχίζει να ασκεί αυστηρή πολιτική όσον αφορά την χορήγηση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, που προορίζονται για τη διατήρηση των τόπων στο πλαίσιο του κανονισμού LIFE, στους εντεταγμένους ή προς ένταξη στο δίκτυο Natura 2000 τόπους. Επιπλέον, η Επιτροπή εξετάζει προσεκτικά την τήρηση των περιβαλλοντικών κανόνων, όταν λαμβάνει αιτήσεις συγχρηματοδότησης βάσει του Ταμείου Συνοχής. Τον Ιούνιο 1999, οι αρμόδιοι Επίτροποι για το περιβάλλον και την περιφερειακή πολιτική απηύθυναν στα κράτη μέλη επιστολή στην οποία τους υπενθυμίζουν τις υποχρεώσεις τους βάσει των οδηγιών 79/409/ΕΟΚ και 92/43/ΕΟΚ. Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη δεν διαβίβασαν επαρκή κατάλογο με στόχο τη δημιουργία του δικτύου Natura 2000, ειδοποιήθηκαν ότι η Επιτροπή ενδέχεται να μην είναι σε θέση να αξιολογήσει τα σχέδια και τα προγράμματα συγχρηματοδότησης που της υποβλήθηκαν. Κατά τη διάρκεια του 2000, τα προγράμματα και σχέδια των διαρθρωτικών ταμείων καθώς και τα προγράμματα ανάπτυξης της υπαίθρου συνοδεύτηκαν από όρους βάσει των οποίων τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλουν τους καταλόγους σημαντικών τόπων για το Natura 2000.

Εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα όσον αφορά την μη ικανοποιητική εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4 της οδηγίας 79/409/EΟΚ και το άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 4 της οδηγίας 92/43/EΟΚ, δηλαδή η απουσία κατάταξης ως ζώνης ειδικής προστασίας των ιδιαίτερων ζωνών που αντιστοιχούν στα αντικειμενικά ορνιθολογικά κριτήρια που δικαιολογούν την κατάταξη ή/και η εγκατάλειψη του ειδικού καθεστώτος προστασίας σε σχέση με σχέδια που μπορούν να θίξουν τον οικείο τόπο. Τον Απρίλιο του 2000 η Επιτροπή δημοσίευσε ερμηνευτικό οδηγό που παρέχει κατευθύνσεις στα κράτη μέλη σχετικά με την ερμηνεία ορισμένων σημαντικών εννοιών που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ.

Η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στην Αυστρία λόγω παράβασης του άρθρου 6, παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ στο πλαίσιο επέκτασης ενός γηπέδου γκολφ στην κοιλάδα Enns και αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά του Βελγίου λόγω παράλειψης της προστασίας της ΖΕΠ στην κοιλάδα Zwarte Beek. Η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Ιρλανδίας διότι δεν θέσπισε μέτρα προστασίας κατά της υπερεκμετάλλευσης των πόρων βοσκής των οικοτόπων αγρίων πτηνών που διέπονται από την οδηγία 79/409/ΕΟΚ και υπάρχουν στα δυτικά της Ιρλανδίας (υπόθεση C-117/00).

Τέλος η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Πορτογαλίας όσον αφορά το σχέδιο του φράγματος "Abrilongo" το οποίο έχει επιπτώσεις στην ΖΕΠ του Campo Maior και τα είδη που πρέπει να προστατευθούν σύμφωνα με την οδηγία 79/409/ΕΟΚ και απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στο ίδιο κράτος μέλος διότι ενέκρινε σχέδιο ταχείας κυκλοφορίας χωρίς την κατάλληλη εκτίμηση των επιπτώσεων.

Σημειώνεται επίσης ότι ορισμένα προβλήματα εφαρμογής της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ μπορούν να ανακύψουν όσον αφορά την προστασία, όχι χαρακτηρισθέντων ή υποδειχθέντων τόπων, αλλά ειδών. Αυτό οδήγησε π.χ. την Επιτροπή να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Ελλάδας για το απειλούμενο είδος χελώνας Caretta caretta στη Νήσο Ζάκυνθο (υπόθεση C-103/00). Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη στη Γερμανία διότι παρέλειψε να προστατεύσει κατάλληλα τους οικοτόπους ενός απειλούμενου είδους χοιριδίου (Cricetus cricetus) στο Horbacher Bφrde κοντά στο Άαχεν και στα σύνορα με τις Κάτω Χώρες, που αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τόπους για αυτό το είδος στη βορειοδυτική Γερμανία. Επίσης αποφασίστηκε να αποσταλεί και άλλη αιτιολογημένη γνώμη κατά του Ηνωμένου Βασιλείου διότι παρέλειψε να εξασφαλίσει την κατάλληλη προστασία του τρίτωνα του λοφιοφόρου (Triturus cristatus).

Σημειώνεται τέλος, όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 338/97 που θέτει σε εφαρμογή στην Κοινότητα τη σύμβαση της Ουάσιγκτον του 1973 για το διεθνές εμπόριο των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας που απειλούνται με εξαφάνιση (την καλούμενη "σύμβαση CITES"), ότι η διαδικασία παράβασης που είχε κινηθεί κατά της Ελλάδας οδήγησε αυτό το κράτος μέλος να ανακοινώσει το 1999 στην Επιτροπή διάφορα μέτρα και τις υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν προς συμπλήρωση του νόμου αριθ. 2637 της 27ης Αυγούστου 1998 στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού. Η εξέταση της συμμόρφωσης της ελληνικής νομοθεσίας βρίσκεται σε εξέλιξη και, συνεπώς, αναστάλθηκε η εκτέλεση της προσφυγής στο Δικαστήριο.

2.8.6. Θόρυβος

Όπως και κατά το παρελθόν, η εφαρμογή των οδηγιών στον τομέα αυτό δεν δημιουργεί ιδιαίτερες δυσχέρειες, διότι οι οδηγίες αυτές θεσπίζουν πρότυπα εφαρμόσιμα στα νέα προϊόντα που πρόκειται να τεθούν στην αγορά. Όμως, οι καταγγελίες που έλαβε η Επιτροπή αφορούν θέματα θορύβου του περιβάλλοντος και κατά συνέπεια δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν σε κοινοτικό επίπεδο.

Στις 8 Μαΐου 2000, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν την οδηγία 2000/14/ΕΚ για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την εκπομπή θορύβου στο περιβάλλον από εξοπλισμό προς χρήση σε εξωτερικούς χώρους [80].

[80] ΕΕ L 162, 3.7.2000, σ. 1.

2.8.7. Χημικές ουσίες και βιοτεχνολογία

Η κοινοτική νομοθεσία στον τομέα των χημικών ουσιών και της βιοτεχνολογίας συγκεντρώνει πολλές ομάδες οδηγιών που αφορούν προϊόντα ή δραστηριότητες με κοινά χαρακτηριστικά: τεχνική πολυπλοκότητα, συχνές εξελίξεις για την προσαρμογή στην πρόοδο των γνώσεων, πεδίο εφαρμογής επιστημονικό και ταυτόχρονα βιομηχανικό, ιδιαίτεροι κίνδυνοι για το περιβάλλον.

Η οδηγία 67/548/ΕΟΚ, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών, χαρακτηρίζεται από τις συχνές τροποποιήσεις της που κατέστησαν αναγκαίες λόγω της επιστημονικής και τεχνικής εξέλιξης. Έτσι, η οδηγία 98/98/ΕΚ της 15ης Δεκεμβρίου 1998 [81] για την προσαρμογή, για εικοστή πέμπτη φορά, στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ έπρεπε να μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο τον Ιούλιο του 2000. Επιπλέον, η οδηγία 99/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 1999 για την τροποποίηση της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ όσον αφορά την επισήμανση ορισμένων επικινδύνων ουσιών στην Αυστρία και τη Σουηδία έπρεπε να μεταφερθεί στις 30 Ιουλίου 2000 από αυτά τα δύο κράτη μέλη.

[81] ΕΕ L 355, 30.12.1998, σ. 1.

Στο πλαίσιο αυτό, οι καθυστερήσεις των κρατών μελών να ανακοινώσουν τα μέτρα μεταφοράς παραμένουν συχνές, αλλά η Επιτροπή κινεί συστηματικά διαδικασίες για να εξασφαλίσει την τήρηση αυτής της υποχρέωσης.

Το 2000 η Επιτροπή αποφάσισε να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στη Γερμανία σχετικά με τον ορισμό και το χειρισμό των τεχνητών υαλωδών (πυριτικών) ινών κατά παράβαση της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ. Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στο Ηνωμένο Βασίλειο, και στη συνέχεια να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά αυτού του κράτους μέλους, λόγω του αποκλεισμού του εδάφους του Γιβραλτάρ από το πεδίο εφαρμογής των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ και των μεταγενέστερων τροποποιητικών οδηγιών.

Η οδηγία 96/56/ΕΚ προβλέπει την αντικατάσταση, στον τομέα της σήμανσης των επικίνδυνων ουσιών, των αρχικών ΕΟΚ από τα αρχικά ΕΚ το αργότερο την 1η Ιουνίου 1998. Λόγω έλλειψης μεταφοράς, η Επιτροπή είχε απευθύνει το 1998 αιτιολογημένη γνώμη στην Πορτογαλία, στη Γερμανία, στην Ελλάδα και στο Βέλγιο. Δεδομένου ότι όλα τα κράτη μέλη προέβησαν πλέον στην μεταφορά, η μόνη διαδικασία κατά της Γερμανίας που απέμενε (υπόθεση C-406/99) αποσύρθηκε και τέθηκε στο αρχείο κατά το 2000.

Όσον αφορά την οδηγία 97/69/EΚ (23η προσαρμογή της οδηγίας) για τις επικίνδυνες ουσίες, η Αυστρία και οι Κάτω Χώρες ανακοίνωσαν πρόσφατα μέτρα στην Επιτροπή και συνεπώς οι διαδικασίες που είχαν κινηθεί κατά αυτών των κρατών μελών τέθηκαν στο αρχείο.

Η οδηγία 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά [82] έπρεπε να μεταφερθεί από τα κράτη μέλη το αργότερο στις 14 Μαΐου 2000. Η Επιτροπή αναγκάστηκε να κινήσει διαδικασία λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς κατά δώδεκα κρατών μελών: Αυστρία, Βέλγιο, Φινλανδία (όσον αφορά την επαρχία Εland), Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Πορτογαλία, Κάτω Χώρες, Ισπανία και Ηνωμένο Βασίλειο. από τις διαδικασίες αυτές, εκείνη κατά της Αυστρίας μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο κατά τη διάρκεια του 2000.

[82] ΕΕ L 123, 24.4.1998, σ. 1.

Όσον αφορά την οδηγία 86/609/ΕΟΚ σχετικά με την προστασία των ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς και άλλους επιστημονικούς σκοπούς, η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο τη διαδικασία κατά του Βελγίου βάσει του άρθρου 228 της Συνθήκης, δεδομένου ότι το Βέλγιο εκτέλεσε την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 1998 (υπόθεση C-268/97) με την οποία αναγνωρίστηκε η παράλειψη αυτού του κράτους να μεταφέρει την οδηγία. Ωστόσο, η Επιτροπή αποφάσισε να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στο Βέλγιο διότι εισήγαγε υπερβολικές εξαιρέσεις για τη χρησιμοποίηση στα πειράματα γάτων και σκύλων που δεν έχουν εκτραφεί ειδικά για το σκοπό αυτό.

Η Επιτροπή συνέχισε επίσης την προσφυγή κατά της Ιρλανδίας (υπόθεση C-354/99), προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Γαλλίας (υπόθεση C-152/00) και αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά των Κάτω Χωρών λόγω μη ορθής μεταφοράς της οδηγίας. Η Επιτροπή παραιτήθηκε από την προσφυγή της κατά της Αυστρίας αφού αυτό το κράτος μέλος κοινοποίησε στην Επιτροπή τα απαιτούμενα μέτρα.

Η χρήση των γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών (ΓΤΜΟ) διέπεται από την οδηγία 90/219/ΕΟΚ (που αφορά την περιορισμένη χρήση τους). Η χρήση των γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ) διέπεται από την οδηγία 90/220/ΕΟΚ (που αφορά την ελευθέρωσή τους). Το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο (οδηγία 90/220/ΕΟΚ της 23ης Απριλίου 1990) βρίσκεται στο στάδιο της αναθεώρησης. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κατέληξαν σε συμφωνία σχετικά με κοινό κείμενο στις 20 Δεκεμβρίου 2000. Η τελική θέσπιση του νέου συστήματος αναμένεται τον Φεβρουάριο 2001. Η αναθεωρημένη οδηγία επιδιώκει να εισαγάγει περισσότερο διαφανές και αποτελεσματικό πλαίσιο για τη διαδικασία έγκρισης, όσον αφορά την εμπορία των ΓΤΟ, να ορίσει κοινές αρχές για την εκτίμηση του κινδύνου και υποχρεωτικό σχέδιο παρακολούθησης και να προσαρμόσει τις διοικητικές διαδικασίες στους ενεχόμενους κινδύνους, περιλαμβανομένων και των έμμεσων.

Η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στη Γαλλία σχετικά με την μη ορθή μεταφορά πολλών διατάξεων της οδηγίας 90/219/ΕΟΚ στο εθνικό δίκαιο.

Σημειώνεται ότι η οδηγία 90/219/ΕΟΚ τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/81/ΕΚ του Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 1998, για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών [83], που έπρεπε να μεταφερθεί το αργότερο στις 5 Ιουνίου 2000. Μέχρι το τέλος του 2000, η Επιτροπή κίνησε διαδικασίες λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας κατά όλων των κρατών μελών εκτός από τη Σουηδία, Φινλανδία και Δανία.

[83] ΕΕ L 330, 5.12.1998, σ. 13.

Τέλος, δύο υποθέσεις μη ορθής εφαρμογής της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ παραμένουν ανοικτές κατά της Γαλλίας.

Η πρώτη παράβαση της Γαλλίας αφορά τα μεταγενέστερα στάδια της διαδικασίας συγκατάθεσης για τη διάθεση στην αγορά προϊόντων που αποτελούνται από ΓΤΟ ή που περιέχουν ΓΤΟ. Σύμφωνα με την οδηγία, όταν ληφθεί απόφαση για την έγκριση της διάθεσης στην αγορά τέτοιου προϊόντος, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που έλαβε την αρχική γνωστοποίηση πρέπει να δώσει τη συγκατάθεσή της εγγράφως ώστε το προϊόν να μπορεί να διατεθεί στην αγορά. Για δύο ευνοϊκές αποφάσεις που εκδόθηκαν το 1997, η Γαλλία δεν έχει ακόμη δώσει τη συγκατάθεσή της. Όμως για μια παρεμφερή υπόθεση που αφορά τον αραβόσιτο, στο Δικαστήριο υποβλήθηκε προδικαστικό ερώτημα από το Conseil d'Etat της Γαλλίας (υπόθεση C-6/99), σχετικά με την ύπαρξη εξουσίας εκτιμήσεως των εθνικών αρχών μετά την έκδοση ευνοϊκής απόφασης της Επιτροπής κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 4 της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ. Στην απόφασή του της 21ης Μαρτίου 2000, το Δικαστήριο έκρινε ότι αν, ύστερα από τη διαβίβαση στην Επιτροπή αιτήσεως διαθέσεως στην αγορά ενός γενετικώς τροποποιημένου οργανισμού, κανένα κράτος μέλος δεν διατύπωσε αντιρρήσεις, ή εάν η Επιτροπή έλαβε «ευνοϊκή απόφαση», η αρμόδια αρχή που διαβίβασε την αίτηση, με θετική γνώμη, στην Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να παράσχει τη «γραπτή συγκατάθεση» που επιτρέπει τη διάθεση στην αγορά του προϊόντος. Ωστόσο, σε περίπτωση που το οικείο κράτος μέλος έχει εν τω μεταξύ στη διάθεσή του νέα στοιχεία που το οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το προϊόν για το οποίο έγινε η γνωστοποίηση είναι δυνατό να συνεπάγεται κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, δεν θα είναι υποχρεωμένο να δώσει τη συγκατάθεσή του, και τούτο υπό την προϋπόθεση ότι ενημερώνει περί αυτού αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη. Σε πρόσφατη απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 2000, το γαλλικό Conseil d'Etat ακολούθησε την απόφαση του Δικαστηρίου κρίνοντας ότι, χωρίς νέες πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους, το γαλλικό υπουργείο δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την απόφαση της Επιτροπής η οποία βασίζεται στη γνώμη τριών επιστημονικών επιτροπών. Η διαδικασία κατά της Γαλλίας παραμένει ανοικτή (στάδιο αιτιολογημένης γνώμης), ενώ η Επιτροπή εξετάζει τη δυνατότητα εφαρμογής της ρήτρας διασφάλισης που περιλαμβάνεται στο άρθρο 16 της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ.

Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Γαλλίας λόγω μη μεταφοράς και μη ορθής μεταφοράς πολλών διατάξεων της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ.

2.8.8. Απόβλητα

Οι διαδικασίες παράβασης στον τομέα των αποβλήτων παραμένουν πολυάριθμες και αφορούν τόσο την τυπική μεταφορά όσο και την πρακτική εφαρμογή. Όπως ανέφερε ήδη η προηγούμενη έκθεση, οι δυσχέρειες ως προς την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στον τομέα αυτό εξηγούνται πιθανότατα τόσο από τις αναγκαίες αλλαγές συμπεριφοράς των ιδιωτών, των διοικήσεων και των οικονομικών φορέων όσο και από το κόστος των αλλαγών αυτών.

Όσον αφορά την οδηγία-πλαίσιο για τα απόβλητα (οδηγία 75/442/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 91/156/ΕΟΚ), οι περισσότερες δυσχέρειες αφορούν την εφαρμογή της σε ιδιαίτερες εγκαταστάσεις, και ιδίως το πρόβλημα των χώρων υγειονομικής ταφής - κοινώς χωματερών - που αποτελούν αντικείμενο πολυάριθμων καταγγελιών σχετικά με χωματερές μη εγκεκριμένες, σε αμφισβητούμενη τοποθεσία, με κακή εκμετάλλευση ή που ρυπαίνουν το ύδωρ κ.λπ.. Η οδηγία επιβάλλει την κατοχή άδειας πριν από την εκμετάλλευση εγκαταστάσεων διάθεσης και αξιοποίησης των αποβλήτων. όσον αφορά την διάθεση των αποβλήτων, αυτή η άδεια πρέπει εξάλλου να καθορίζει τους όρους εκμετάλλευσης που περιορίζουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της.

Σημειώνεται ότι η έκδοση από το Συμβούλιο, στις 26 Απριλίου 1999, της οδηγίας 1999/31/ΕΚ περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων [84] θα συμβάλει στη διευκρίνιση του νομικού πλαισίου εντός του οποίου επιτρέπονται, στα κράτη μέλη, οι εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν αυτόν τον τρόπο διάθεσης.

[84] ΕΕ L 182, 16.7.1999, σ. 1.

Όπως τονίστηκε ήδη στο παρελθόν, η Επιτροπή, αντιμέτωπη με αυτόν τον τύπο συγκεκριμένων καταστάσεων, αναζητεί ενδεχόμενα γενικότερα προβλήματα μη ορθής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, όπως είναι ιδίως η απουσία σχεδίων διαχείρισης των αποβλήτων ή ελλιπή ή ακατάλληλα σχέδια, με αφετηρία την ιδέα ότι ένας παράνομος τόπος υγειονομικής ταφής μπορεί να αποκαλύπτει μία μη ικανοποιηθείσα ανάγκη διαχείρισης των αποβλήτων.

Με το πνεύμα αυτό, η Επιτροπή προσέφυγε το 1998 στο Δικαστήριο για δεύτερη φορά κατά της Ελλάδας (υπόθεση C-387/97), ζητώντας από το Δικαστήριο να επιβάλει σε αυτό το κράτος χρηματική ποινή 24.600 ευρώ ανά ημέρα, βάσει του άρθρου 228 της συνθήκης, λόγω της μη εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου της 7ης Απριλίου 1992 (υπόθεση C-45/91). Η υπόθεση αυτή αφορά την ύπαρξη και τη λειτουργία παράνομου χώρου διάθεσης στερεών αποβλήτων στον Κουρουπητό, στην περιοχή των Χανίων, όπου γινόταν παράνομη διάθεση οικιακών απορριμμάτων, περιορισμένων ποσοτήτων επικίνδυνων αποβλήτων (π.χ. χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων και ηλεκτρικών στηλών) και διαφόρων ειδών εμπορικών και βιομηχανικών αποβλήτων. Ακολουθώντας τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα της 28ης Σεπτεμβρίου 1999, το Δικαστήριο αποφάνθηκε στην απόφασή του της 4ης Ιουλίου 2000 ότι η Ελλάδα, μη έχοντας λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διάθεση των στερεών αποβλήτων στην περιοχή των Χανίων χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία των ανθρώπων και να βλάπτεται το περιβάλλον, σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 6 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ περί των αποβλήτων, και με το άρθρο 12 της οδηγίας 78/319/ΕΟΚ, περί των τοξικών και επικινδύνων αποβλήτων, δεν εφάρμοσε όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 7ης Απριλίου 1992, και παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 171 (νυν 228) της Συνθήκης ΕΚ. Το Δικαστήριο αποφάσισε να επιβάλει στην Ελλάδα χρηματική ποινή 20.000 ευρώ ανά ημέρα λόγω της μη συμμόρφωσης. Τον Δεκέμβριο 2000 η ελληνική κυβέρνηση πλήρωσε το ποσό των 1.760.000 ευρώ που καλύπτει την ημερήσια χρηματική ποινή από τον Ιούλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο 2000. Η Επιτροπή ζήτησε από την Ελλάδα να εξακολουθήσει τις πληρωμές σε μηνιαία βάση.

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, αυτή είναι η πρώτη φορά που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έλαβε απόφαση για την επιβολή χρηματικής ποινής σε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 228 της Συνθήκης. Αυτό αποτελεί σημαντικό ορόσημο για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου του περιβάλλοντος έναντι των κρατών μελών.

Σε απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1999 (υπόθεση C-365/97), το Δικαστήριο είχε αναγνωρίσει την παράβαση των ιταλικών αρχών διότι δεν είχαν λάβει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα απόβλητα που απορρίπτονται στο χείμαρρο που διασχίζει την κοιλάδα του San Rocco θα διατίθενται χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου και χωρίς να βλάπτουν το περιβάλλον και διότι δεν είχαν λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε τα απόβλητα που συλλέγονται σε χώρο παράνομης απορρίψεως να παραδίδονται σε ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα συλλογής αποβλήτων ή σε επιχείρηση διαθέσεως αποβλήτων. Η Επιτροπή εξετάζει τα μέτρα που της ανακοίνωσε κατά τη διάρκεια του 2000 η Ιταλία προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση.

Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Αυστρίας διότι παρέλειψε να μεταφέρει ορθά τον κοινοτικό ορισμό των αποβλήτων στο αυστριακό δίκαιο (παρέχοντας εξαιρέσεις που δεν καλύπτονται από τον κοινοτικό ορισμό, και παραλείποντας να μεταφέρει ορισμένα παραρτήματα των οδηγιών 75/442/ΕΟΚ και 91/689/ΕΟΚ). Επίσης αποστάλθηκε αιτιολογημένη γνώμη στο Βέλγιο δεδομένου ότι η περιοχή της Βαλλονίας παρέλειψε να περιλάβει ορθό ορισμό των αποβλήτων στη νομοθεσία εφαρμογής. Η Επιτροπή απέστειλε επίσης αιτιολογημένη γνώμη στο Λουξεμβούργο και στη συνέχεια αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά αυτού του κράτους μέλους, λόγω μη ορθής μεταφοράς του καταλόγου αποβλήτων σύμφωνα με την οδηγία 94/3/EΚ της Επιτροπής που βασίζεται στην οδηγία 75/442/ΕΟΚ.

Επίσης κατά τη διάρκεια του 2000 εντοπίστηκαν προβλήματα όσον αφορά την πραγματική εφαρμογή της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ. Έτσι η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Ελλάδας όσον αφορά μη ελεγχόμενο χώρο υγειονομικής ταφής στην Πελοπόννησο και αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Ισπανίας λόγω πολλών τόπων παράνομης ταφής. Επίσης, υποβλήθηκε προσφυγή στο Δικαστήριο κατά της Ιταλίας λόγω μη ανακοίνωσης της έκθεσης βάσει της οδηγίας 75/439/ΕΟΚ (χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια) και της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ (υπόθεση C-376/00).

Το 2000 η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Ιταλίας (υπόθεση C-65/00) δεδομένου ότι η ιταλική νομοθεσία για τα επικίνδυνα απόβλητα δεν συμβιβάζεται με την κοινοτική νομοθεσία όσον αφορά τις εξαιρέσεις από την απαίτηση κατοχής αδείας που επιβάλλεται από τις οδηγίες 91/156/ΕΟΚ και 91/689/ΕΟΚ στις επιχειρήσεις που συλλέγουν τα επικίνδυνα απόβλητα.

Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του προγραμματισμού σε θέματα διαχείρισης των αποβλήτων, όπως έδειξαν τα διάφορα προαναφερθέντα παραδείγματα, η Επιτροπή αποφάσισε τον Οκτώβριο του 1997 να κινήσει διαδικασίες λόγω παράβασης κατά όλων των κρατών μελών τα οποία, με εξαίρεση της Αυστρίας, δεν εκπόνησαν συστηματικά σχέδια διαχείρισης των αποβλήτων. Οι διαδικασίες αυτές καλύπτουν, ανάλογα με τις περιπτώσεις, τα κενά που αφορούν τα απαιτούμενα από το άρθρο 7 της οδηγίας-πλαισίου σχέδια, τα σχέδια διαχείρισης των επικίνδυνων αποβλήτων, όπως αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 6 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ, καθώς και τα απόβλητα από συσκευασίες, για τα οποία το άρθρο 14 της οδηγίας 94/62/ΕΚ απαιτεί ειδικό προγραμματισμό.

Το 2000 η Επιτροπή συνέχισε τη διαδικασία προσφυγής στο Δικαστήριο κατά της Γαλλίας (υπόθεση C-292/99), της Ιρλανδίας (υπόθεση C-461/99) και της Ιταλίας (υπόθεση C-466/99) για τις τρεις κατηγορίες σχεδίων και προσέφυγε στο Δικαστήριο επίσης κατά της Ελλάδας (υπόθεση C-132/00), του Λουξεμβούργου (C-401/00) και του Ηνωμένου Βασιλείου (υπόθεση C-35/00). Η Επιτροπή αποφάσισε να συνεχίσει την προσφυγή κατά της Ισπανίας.

Αντίθετα, οι διαδικασίες που είχαν κινηθεί προηγουμένως κατά της Σουηδίας και της Πορτογαλίας τέθηκαν στο αρχείο το 2000. Δεδομένου ότι η Επιτροπή έλαβε ανακοίνωση σχεδίου για τα μη επικίνδυνα απόβλητα και τη συσκευασία των αποβλήτων από το Land της Κάτω Σαξωνίας, το μόνο που δεν είχε προηγουμένως τέτοιο σχέδιο, μπόρεσε να θέσει στο αρχείο και τη διαδικασία αυτή.

Όσον αφορά την οδηγία 91/689/ΕΟΚ για τα επικίνδυνα απόβλητα, σημειώνεται ότι η Επιτροπή είχε αναγκαστεί να κινήσει το 1998 διαδικασίες παράβασης κατά ορισμένων κρατών μελών που δεν της είχαν ανακοινώσει ορισμένες απαιτούμενες πληροφορίες για τις εγκαταστάσεις και επιχειρήσεις διάθεσης και αξιοποίησης των επικίνδυνων αποβλήτων. Το 2000 η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Ελλάδας σχετικά με το σημείο αυτό. Η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο τη διαδικασία κατά της Πορτογαλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου αφού έλαβε τις απαιτούμενες πληροφορίες μετά την αποστολή αιτιολογημένης γνώμης σε αυτά τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή συνέχισε τη διαδικασία κατά της Γαλλίας διότι οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν βάσει της οδηγίας παραμένουν ελλιπείς.

Όσον αφορά την εφαρμογή των οδηγιών που αφορούν τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές που περιέχουν ορισμένες επικίνδυνες ουσίες (91/157/ΕΟΚ και 93/86/ΕΟΚ), η Επιτροπή συνεχίζει τις διαδικασίες παράβασης κατά των κρατών μελών που δεν κατάρτισαν ακόμη τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 της οδηγίας προγράμματα. Ως προς το σημείο αυτό, το 2000 σημειώθηκε κάποια πρόοδος. Μετά την αποστολή αιτιολογημένης γνώμης βάσει του άρθρου 228 στην Ισπανία, με σκοπό την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου της 28ης Μαΐου 1998 (υπόθεση C-298/97), η Επιτροπή αποφάσισε να παραιτηθεί από τη διαδικασία αφού έλαβε την ανακοίνωση των μέτρων συμμόρφωσης από την Ισπανία. Για παρεμφερείς λόγους η Επιτροπή αποφάσισε να θέσει στο αρχείο τη διαδικασία βάσει του άρθρου 228 κατά της Ελλάδας λόγω της παράλειψης εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999 (υπόθεση C-215/98) που της επέβαλε να εκπονήσει σχέδιο διάθεσης των ηλεκτρικών στηλών, υποχρέωση που έπρεπε να είχε εκπληρώσει από το Σεπτέμβριο του 1992. Επίσης τέθηκε στο αρχείο η προσφυγή κατά της Πορτογαλίας μετά την εξέταση των μέτρων που εφάρμοσε αυτό το κράτος μέλος. Η Επιτροπή εξετάζει την επάρκεια των μέτρων που έλαβε η Αυστρία μετά την αιτιολογημένη γνώμη.

Η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 98/101/ΕΚ της Επιτροπής της 22ας Δεκεμβρίου 1998 περί προσαρμογής στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 91/157/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές που περιέχουν ορισμένες επικίνδυνες ουσίες [85], έληξε την 1η Ιανουαρίου 2000. Κατά το 2000 η Επιτροπή ήταν σε θέση να κλείσει τις διαδικασίες λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας κατά του Βελγίου, της Δανίας και της Ισπανίας. Μέχρι το τέλος του 2000, κινήθηκαν διαδικασίες λόγω μη ανακοίνωσης κατά 7 κρατών μελών: Γερμανία, Ιρλανδία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ελλάδα και Κάτω Χώρες.

[85] ΕΕ L 1, της 5.1.1999, σ. 1.

Στην απόφασή του της 13ης Απριλίου 2000 (υπόθεση C-123/99), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Ελλάδα, μη θεσπίζοντας εμπροθέσμως τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 94/62/ΕΚ για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία. Η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στις Κάτω Χώρες για διάφορα θέματα μη συμμόρφωσης του δικαίου των Κάτω Χωρών προς την οδηγία. Αντίθετα, η διαδικασία κατά του Ηνωμένου Βασιλείου (υπόθεση C-455/99) λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας τέθηκε στο αρχείο αφού αυτό το κράτος μέλος ανακοίνωσε τα εν λόγω μέτρα [86]. Η διαδικασία κατά της Γερμανίας συνεχίζεται όσον αφορά τον κανονισμό για τις συσκευασίες (που είναι γνωστός ως κανονισμός "Tφpfer"), ο οποίος προωθεί την επαναχρησιμοποίηση των υλικών συσκευασίας. Η Επιτροπή αποφάσισε να διατυπώσει αιτιολογημένη γνώμη κατά της Γερμανίας δεδομένου ότι οι ποσοστώσεις επαναχρησιμοποίησης που ορίστηκαν από το γερμανικό κανονισμό προκαλούν φραγμούς στο εμπόριο και έμμεση διάκριση ως προς τα εισαγόμενα φυσικά μεταλλικά νερά τα οποία εμφιαλώνονται στην πηγή.

[86] The Producer Responsibility Obligations (Packaging Waste)(Amendment) Regulations (Northern Ireland) 1999 S.R N.I. No. 496.

Πέρα από την ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας, είναι σημαντικό να συνάδουν τα μέτρα μεταφοράς με την οδηγία. Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτό δεν συμβαίνει στη Δανία και συνεπώς συνέχισε τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου (υπόθεση C-246/99) όσον αφορά την απαγόρευση στη Δανία των μεταλλικών δοχείων αναψυκτικών και άλλων τύπων συσκευασιών που δεν μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν.

Η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Γερμανίας (υπόθεση C-228/00) λόγω καθορισμού διαφορετικών κριτηρίων κατά τη διάκριση των αποβλήτων προς ανακύκλωση από τα απόβλητα προς διάθεση και λόγω των αντιρρήσεων που προέβαλε κατά της μεταφοράς αποβλήτων που αντιβαίνουν προς τον κανονισμό 259/93/ΕΟΚ σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους. Επίσης κινήθηκε διαδικασία κατά του Λουξεμβούργου λόγω μη συμμόρφωσης προς τον κανονισμό 259/93/ΕΟΚ δεδομένου ότι αυτό το κράτος μέλος αρνήθηκε να επιτρέψει τη μεταφορά αποβλήτων σε γαλλικές εγκαταστάσεις αποτέφρωσης εξοπλισμένες για ενεργειακούς σκοπούς.

Το 1999 κινήθηκαν διαδικασίες παράβασης κατά πολλών κρατών μελών λόγω μη ανακοίνωσης των ετήσιων εκθέσεων που απαιτούνται από το άρθρο 41 του κανονισμού 259/93/ΕΟΚ. Οι διαδικασίες κατά της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ιρλανδίας τέθηκαν στο αρχείο μετά τις ικανοποιητικές απαντήσεις που απέστειλαν αυτά τα κράτη. Η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στις Κάτω Χώρες σχετικά με τη μεταφορά αποβλήτων από τις Κάτω Χώρες προς άλλα κράτη.

Όσον αφορά την οδηγία 75/439/ΕΟΚ περί διαθέσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία βάσει του άρθρου 228 κατά της Γερμανίας διότι δεν συμμορφώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 1999 (υπόθεση C-102/97) σχετικά με την παράλειψη της Γερμανίας να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να δοθεί προτεραιότητα στην κατεργασία των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων με αναγέννηση, ενώ οι συνθήκες τεχνικής, οικονομικής και οργανωτικής φύσεως το επέτρεπαν. Η Επιτροπή συνέχισε επίσης την προσφυγή κατά της Πορτογαλίας λόγω της μη συμμόρφωσης της μεταφοράς της οδηγίας (υπόθεση C-392/99).

Σχετικά με τη διάθεση των PCB και PCT, τα οποία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα προϊόντα, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 96/59/ΕΚ, η οποία καταργεί την παλαιά οδηγία 76/403/ΕΟΚ, έπρεπε να μεταφερθεί από τα κράτη μέλη το αργότερο στις 16 Μαρτίου 1998. Κατά τη διάρκεια του 2000, η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο τις διαδικασίες κατά όλων των κρατών μελών που δεν είχαν ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς μέχρι την ανωτέρω προθεσμία, περιλαμβανομένης και της προσφυγής στο Δικαστήριο κατά της Ελλάδας (υπόθεση C-464/99) και του Ηνωμένου Βασιλείου (υπόθεση C-468/99). Η οδηγία ορίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να καταρτίσουν, εντός τριών ετών από την έκδοσή της, δηλαδή μέχρι τις 16 Σεπτεμβρίου 1999, σχέδια απολύμανσης ή/και διάθεσης των συσκευών που έχουν απογραφεί και των PCB τα οποία περιέχουν και γενικές κατευθύνσεις για τη συλλογή και τη μετέπειτα διάθεση ορισμένων συσκευών σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας, καθώς και καταλόγους σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1 της οδηγίας. Ωστόσο, πολλά κράτη μέλη δεν έχουν ανακοινώσει στην Επιτροπή τα αναγκαία μέτρα. Έτσι, κατά τη διάρκεια του 2000 η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Δανία, τη Γερμανία, τη Σουηδία, την Πορτογαλία, την Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο. Επίσης αποφάσισε στη συνέχεια να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά των έξι κρατών μελών που αναφέρθηκαν τελευταία.

Τέλος, σε σχέση με την οδηγία 86/278/ΕΟΚ για τη χρησιμοποίηση ιλύος καθαρισμού λυμάτων, η Επιτροπή αποφάσισε να αποστείλει προειδοποιητικές επιστολές στη Σουηδία, το Βέλγιο, την Ιρλανδία, την Ιταλία και την Πορτογαλία λόγω μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση ενημέρωσης και παρακολούθησης που ορίζεται στην οδηγία. Σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να τηρούνται βιβλία στα οποία να σημειώνονται οι ποσότητες της παραγόμενης ιλύος και οι ποσότητες της ιλύος που παραδίδονται στη γεωργία, η σύνθεση και τα χαρακτηριστικά της ιλύος και το είδος της πραγματοποιούμενης επεξεργασίας. Αυτό είναι αναγκαίο για να εξακριβώνεται ότι η χρήση της ιλύος καθαρισμού λυμάτων στη γεωργία δεν είναι επιβλαβής για την παραγωγή τροφίμων και για την ποιότητα του εδάφους μακροπρόθεσμα.

2.8.9. Περιβάλλον και βιομηχανία

Αναφέρεται καταρχήν ότι η διαδικασία κατά της Ιταλίας λόγω μη συμμόρφωσης με την απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1999 (υπόθεση C-336/97) τέθηκε στο αρχείο στο τέλος του 2000 αφού η Ιταλία επανόρθωσε την παράλειψη να οργανώσει σχέδια επείγουσας ανάγκης, επιθεωρήσεις και μέτρα ελέγχου που απαιτούνται από την οδηγία 82/501/ΕΟΚ - την καλούμενη οδηγία "Seveso".

Η οδηγία 96/82/ΕΚ (καλούμενη « Seveso II »), που θα αντικαταστήσει την οδηγία 82/501/ΕΟΚ από τις 3 Φεβρουαρίου 2001 (« Seveso I »), έπρεπε να μεταφερθεί το αργότερο στις 3 Φεβρουαρίου 1999. Λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά των ακόλουθων πέντε κρατών μελών: Αυστρία, Βέλγιο, Γερμανία, Ιρλανδία και Πορτογαλία. Αντίθετα, οι διαδικασίες λόγω μη ανακοίνωσης που είχαν κινηθεί κατά του Λουξεμβούργου, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ελλάδας μπόρεσαν να τεθούν στο αρχείο.

Όσον αφορά την οδηγία 87/217/ΕΟΚ σχετικά με την πρόληψη και τη μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος από τον αμίαντο, σημειώνεται ότι η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Ιρλανδίας λόγω μη συμμόρφωσης της μεταφοράς της. Δεδομένου ότι αργότερα ανακοινώθηκε νέα νομοθεσία, η Επιτροπή παραιτήθηκε από την προσφυγή. Επίσης, παρεμφερής διαδικασία που είχε κινηθεί προηγουμένως κατά του Βελγίου μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο κατά τη διάρκεια του 2000.

Ως προς τις δύο οδηγίες που αφορούν την καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης της προερχόμενης από την καύση των αστικών απορριμμάτων 89/369/ΕΟΚ (νέες εγκαταστάσεις) και 89/429/ΕΟΚ (παλαιές εγκαταστάσεις), η Επιτροπή μπόρεσε να παραιτηθεί από την προσφυγή κατά του Βελγίου λόγω μη συμμόρφωσης της νομοθεσίας μεταφοράς των δύο οδηγιών (υπόθεση C-287/99). Αντίθετα, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο (υπόθεση C-2000/139) κατά της Ισπανίας διότι αυτό το κράτος μέλος επέτρεψε στις Καναρίους Νήσους τη λειτουργία εγκαταστάσεων αποτέφρωσης μη σύμφωνων με τις απαιτήσεις της οδηγίας 89/369/ΕΟΚ, και αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Γαλλίας λόγω της μη σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο λειτουργίας πολυάριθμων εγκαταστάσεων αποτέφρωσης, γεγονός που συνεπάγεται την ύπαρξη σημαντικών απορρίψεων διοξίνης.

Υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 94/67/ΕΚ για την αποτέφρωση των επικίνδυνων αποβλήτων έπρεπε να μεταφερθεί στις 31 Δεκεμβρίου 1996. Οι προσφυγές κατά του Βελγίου (υπόθεση C-338/99) και της Ιταλίας (υπόθεση C-421/99) λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς μπόρεσαν να τεθούν στο αρχείο κατά τη διάρκεια του 2000, δεδομένου ότι αυτά τα κράτη μέλη θέσπισαν τα αναγκαία μέτρα και τα ανακοίνωσαν στην Επιτροπή. Η Επιτροπή αποφάσισε να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στην Αυστρία λόγω της μη ορθής μεταφοράς της οδηγίας.

Υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 96/61/ΕΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (καλούμενη «IPPC»), που εκδόθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1996, έπρεπε να μεταφερθεί το αργότερο στις 30 Οκτωβρίου 1999. Οι διαδικασίες λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς στην Επιτροπή συνεχίστηκαν κατά της Ισπανίας, της Ελλάδας, του Ηνωμένου Βασιλείου (όσον αφορά τη Βόρεια Ιρλανδία και το Γιβραλτάρ), του Λουξεμβούργου, της Γερμανίας, της Φινλανδίας (όσον αφορά την επαρχία Εland) και του Βελγίου. Οι διαδικασίες λόγω μη ανακοίνωσης που είχαν κινηθεί προηγουμένως κατά της Αυστρίας και της Πορτογαλίας τέθηκαν στο αρχείο κατά τη διάρκεια του 2000, δεδομένου ότι τα αναγκαία μέτρα μεταφοράς ανακοινώθηκαν στην Επιτροπή από αυτά τα κράτη μέλη.

Η Επιτροπή συνέχισε την προσφυγή κατά του Βελγίου όσον αφορά την χρησιμοποίηση του μηχανισμού σιωπηρής άδειας που αναφέρθηκε στην έκθεση του προηγούμενου έτους, δεδομένου ότι η απάντηση του Βελγίου στην αιτιολογημένη γνώμη δεν απέδειξε τη συμμόρφωση της εθνικής νομοθεσίας με την οδηγία.

2.8.10. Προστασία από τις ακτινοβολίες

Η κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την προστασία από τις ακτινοβολίες βασίζεται στο κεφάλαιο 3 "Προστασία της υγείας" της συνθήκης Ευρατόμ. Καλύπτει όλες τις πλευρές της προστασίας της υγείας του πληθυσμού και των εργαζομένων από τους κινδύνους που προκαλούν οι ιοντίζουσες ακτινοβολίες, και όχι μόνο αυτούς που αφορούν την πυρηνική ενέργεια. Πράγματι, τα πρόσωπα εκτίθενται κυρίως στις ακτινοβολίες που χρησιμοποιούνται για ιατρικούς σκοπούς. Επιπλέον η νομοθεσία αυτή προστατεύει έμμεσα τον αέρα, τα ύδατα και το έδαφος της Κοινότητας από τις επιπτώσεις της ακτινοβολίας. Η Επιτροπή ελέγχει την εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία από τις ακτινοβολίες βάσει του άρθρου 124 και σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 141 και 143 της συνθήκης Ευρατόμ, τα οποία αντιστοιχούν στο άρθρο 211 και στα άρθρα 226 και 228, αντίστοιχα, της συνθήκης ΕΚ.

Το πρωτογενές δίκαιο, η συνθήκη Ευρατόμ, επιβάλλει ορισμένες υποχρεώσεις στα κράτη μέλη στα άρθρα της 33 έως 37, που αφορούν ιδίως την κατάρτιση και την εκπαίδευση, την εποπτεία του περιβάλλοντος και την απόρριψη των ραδιενεργών καταλοίπων. Εξάλλου, πέντε κύριες οδηγίες και τρεις κανονισμοί ισχύουν σήμερα στον τομέα της προστασίας από τις ακτινοβολίες.

Η ιδιαιτερότητα της νομοθεσίας που βασίζεται στη συνθήκη Ευρατόμ έγκειται στο γεγονός ότι η συμμόρφωση των μέτρων μεταφοράς εξετάζεται από την Επιτροπή πριν από την οριστική θέσπισή τους. Σύμφωνα με το άρθρο 33 της συνθήκης Ευρατόμ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να ανακοινώνουν στην Επιτροπή κάθε σχέδιο διάταξης με σκοπό να εξασφαλιστεί η τήρηση των τεθέντων βασικών κανόνων στον τομέα της προστασίας από τις ακτινοβολίες. Η Επιτροπή οφείλει να προβαίνει σε συστάσεις με σκοπό την εναρμόνιση αυτών των διατάξεων. Οι συστάσεις αυτές είναι παρεμφερείς με τους ελέγχους συμμόρφωσης στους άλλους τομείς του κοινοτικού δικαίου του περιβάλλοντος οι οποίοι μπορεί να οδηγήσουν στην αποστολή προειδοποιητικής επιστολής. Το 2000, ο αριθμός των ανακοινώσεων σχεδίων εθνικής νομοθεσίας σύμφωνα με το άρθρο 33 της συνθήκης Ευρατόμ αυξήθηκε σημαντικά, δεδομένου ότι η προθεσμία μεταφοράς των δύο κύριων οδηγιών για την προστασία από τις ακτινοβολίες, δηλαδή των οδηγιών 96/29/Ευρατόμ και 97/43/Ευρατόμ, έληγε τον Μάιο του 2000. Η Επιτροπή έλαβε 20 ανακοινώσεις (αντί για 11 το 1999) σύμφωνα με το άρθρο 33 της συνθήκης Ευρατόμ, οι οποίες εξετάστηκαν και σχολιάστηκαν, μολονότι δεν εκδόθηκε καμία επίσημη σύσταση κατά τη διάρκεια του 2000. Ακόμη και αν οι συστάσεις που διατυπώνονται δυνάμει του άρθρου 33 δεν είναι δεσμευτικές, τα κράτη μέλη τις τηρούν κατά κανόνα αυστηρά. Συνεπώς, υπάρχει μικρότερη ανάγκη διαδικασιών παράβασης λόγω μη συμμόρφωσης στον τομέα της προστασίας από τις ακτινοβολίες.

Το άρθρο 35 της συνθήκης Ευρατόμ ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος δημιουργεί τις αναγκαίες εγκαταστάσεις για να διενεργεί διαρκή έλεγχο της περιεκτικότητας σε ραδιενέργεια της ατμόσφαιρας, των υδάτων και του εδάφους, καθώς και έλεγχο της τήρησης των βασικών κανόνων. Η Επιτροπή μπορεί να ελέγχει τη λειτουργία και αποτελεσματικότητα των εγκαταστάσεων αυτών. Κατά τη διάρκεια του 2000, η Επιτροπή πραγματοποίησε δύο ελέγχους βάσει του άρθρου 35.

Σύμφωνα με το άρθρο 36 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη παρέχουν πληροφορίες για την μετρηθείσα περιεκτικότητα σε ραδιενέργεια του περιβάλλοντος. Έτσι η Επιτροπή μπορεί να κρίνει αν τηρούνται οι βασικοί κανόνες. Η Επιτροπή ενέκρινε το 2000 τη σύσταση 2000/473/Ευρατόμ περί εφαρμογής του άρθρου 36 της συνθήκης Ευρατόμ σχετικά με την παρακολούθηση των επιπέδων ραδιενέργειας στο περιβάλλον με στόχο την αξιολόγηση της έκθεσης του γενικού πληθυσμού (ΕΕ L 191, 27.7.2000, σ. 37).

Σύμφωνα με το άρθρο 37 της συνθήκης Ευρατόμ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να παρέχουν στην Επιτροπή τα γενικά δεδομένα παντός σχεδίου απόρριψης ραδιενεργών καταλοίπων. Η Επιτροπή εκτιμά τα δεδομένα προκειμένου να προσδιορίσει αν η πραγματοποίηση του σχεδίου μπορεί να προκαλέσει ραδιενεργό μόλυνση στο περιβάλλον άλλου κράτους μέλους. Η Επιτροπή εκφέρει γνώμη για το θέμα αυτό, την οποία το κράτος μέλος πρέπει να λάβει υπόψη του κατά τη χορήγηση αδείας για το σχέδιο. Στόχος του άρθρου 37 είναι να προληφθεί οποιαδήποτε δυνατότητα ραδιενεργού μόλυνσης του περιβάλλοντος άλλου κράτους μέλους, προστατεύοντας κατά αυτόν τον τρόπο το κοινό από τους κινδύνους που προέρχονται από τις ιοντίζουσες ακτινοβολίες. Η Επιτροπή εξέφερε το 2000 12 γνώμες σύμφωνα με το άρθρο 37 της συνθήκης Ευρατόμ. Το 2000 εκκρεμούσε μία υπόθεση παράβασης σχετικά με το άρθρο 37: η Επιτροπή θεώρησε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 37 διότι δεν διαβίβασε τα γενικά δεδομένα σχετικά με την αποσυναρμολόγηση του πυρηνικού αντιδραστήρα Windscale Pile I. Έτσι η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο αντιδραστήρας Windscale Number 1 Pile κατασκευάστηκε και λειτουργούσε στον υφιστάμενο χώρο του Sellafield ως πειραματική εγκατάσταση παραγωγής για το πρόγραμμα οπλισμού του Ηνωμένου Βασιλείου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διέθετε η Επιτροπή, προετοιμαζόταν η αποσυναρμολόγησή του. Δεδομένου ότι η αποσυναρμολόγηση θεωρείται ως "σχέδιο απόρριψης ραδιενεργών καταλοίπων", οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου έπρεπε να διαβιβάσουν τα γενικά δεδομένα σχετικά με το σχέδιο αποσυναρμολόγησης στην Επιτροπή. Ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίστηκε ότι η συνθήκη Ευρατόμ δεν εφαρμόζεται στη χρήση της πυρηνικής ενέργειας για στρατιωτικούς σκοπούς. Για τον λόγο αυτό, το Ηνωμένο Βασίλειο θεώρησε καταρχάς ότι το άρθρο 37 δεν εφαρμοζόταν στα σχέδια που αφορούν τον αντιδραστήρα Windscale Pile 1. Η Επιτροπή δεν συμμερίζεται αυτή την άποψη, αλλά θεωρεί ότι οι διατάξεις (περιλαμβανομένου και του άρθρου 37) του κεφαλαίου 3 "Προστασία της Υγείας" της συνθήκης Ευρατόμ εφαρμόζονται τόσο σε πολιτικές όσο και σε στρατιωτικές δραστηριότητες. Η προστασία της υγείας και της ασφάλειας του κοινού στον τομέα της προστασίας από τις ακτινοβολίες αποτελεί αδιάσπαστο στόχο και εκτείνεται σε όλους τους κινδύνους που προέρχονται από τις ιοντίζουσες ακτινοβολίες, ανεξάρτητα από την πηγή τους. Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δέχτηκαν στη συνέχεια ότι οι προβλεπόμενες δραστηριότητες απόρριψης των καταλοίπων από το εσωτερικό του αντιδραστήρα δεν σχετίζονταν με το εθνικό πρόγραμμα άμυνας και δήλωσαν ότι είναι πρόθυμες να διαβιβάσουν τα δεδομένα μόλις είναι έτοιμο το σχέδιο απόρριψης. Η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η προθεσμία μεταφοράς των δύο κύριων οδηγιών στον τομέα της προστασίας από τις ακτινοβολίες, δηλαδή της οδηγίας του Συμβουλίου 96/29/Ευρατόμ για τον καθορισμό των βασικών κανόνων ασφάλειας για την προστασία της υγείας των εργαζομένων και του πληθυσμού από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιονίζουσες ακτινοβολίες (ΕΕ L 159, 29.6.1996, σ. 1) και της οδηγίας του Συμβουλίου 97/43/Ευρατόμ περί της προστασίας της υγείας από τους κινδύνους κατά την έκθεση στην ιοντίζουσα ακτινοβολία για ιατρικούς λόγους (ΕΕ L 180, 9.7.1997, σ. 22), έληξε στις 13 Μαΐου 2000. Την ίδια ημερομηνία καταργήθηκαν όλες οι παλαιές οδηγίες που αφορούσαν τους βασικούς κανόνες ασφάλειας (που θεσπίστηκαν από το 1959).

Η οδηγία 96/29/Ευρατόμ για τους βασικούς κανόνες ασφάλειας εισήγαγε μία νέα δοσιμετρική έννοια προκειμένου να προστατευθεί η υγεία των εργαζομένων και του κοινού πλήρως και αποτελεσματικά. Για το σκοπό αυτό η οδηγία μείωσε τα όρια δόσεων, όρισε νέες απαιτήσεις για την αιτιολόγηση όλων των πρακτικών που σχετίζονται με τις ιοντίζουσες ακτινοβολίες και εισήγαγε την ευρεία εφαρμογή της αρχής ALARA, σύμφωνα με την οποία οι δόσεις πρέπει να παραμένουν στο "κατώτατο λογικά εφικτό επίπεδο" (As Low As Reasonable Achievable). Η οδηγία καλύπτει τις πρακτικές, τις εργασιακές δραστηριότητες και τις καταστάσεις επέμβασης. Επίσης εισάγει τη νέα έννοια του επιτρεπόμενου ορίου και της εξαίρεσης για τα υλικά που περιλαμβάνουν ραδιενεργές ουσίες. Εκτός από την ακτινοβολία από τεχνητές πηγές, η οδηγία ρυθμίζει επίσης τις φυσικές πηγές ακτινοβολίας στο χώρο εργασίας. Τέλος, η οδηγία περιλαμβάνει νέες απαιτήσεις για τον υπολογισμό των δόσεων που δέχεται ο πληθυσμός.

Μόνο δύο κράτη μέλη ανακοίνωσαν στην Επιτροπή πλήρη δέσμη εθνικών μέτρων μεταφοράς όσον αφορά την οδηγία 96/29/Ευρατόμ για τους βασικούς κανόνες ασφάλειας, μέσα στην προθεσμία που ορίζει η οδηγία. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή κίνησε διαδικασίες παράβασης κατά της Αυστρίας, του Βελγίου, της Δανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, του Λουξεμβούργου, των Κάτω Χωρών, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου το καλοκαίρι του 2000 λόγω μη ανακοίνωσης των τελικών μέτρων μεταφοράς. Ωστόσο, η Αυστρία ανακοίνωσε αργότερα τα εθνικά μέτρα και η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο αυτή τη διαδικασία παράβασης πριν από το τέλος του 2000.

Η οδηγία 96/29/Ευρατόμ για τους βασικούς κανόνες ασφάλειας κατήργησε από τις 13 Μαΐου 2000 την προηγούμενη οδηγία 80/836/Ευρατόμ για τους βασικούς κανόνες ασφάλειας. Η μόνη εκκρεμής διαδικασία παράβασης της οδηγίας 80/836/Ευρατόμ απευθύνεται κατά των Κάτω Χωρών λόγω μη τήρησης των βασικών κανόνων που αφορούν, π.χ., τις θηλάζουσες μητέρες, την εσωτερική έκθεση και τις ληφθείσες δόσεις. Η διαδικασία αυτή τέθηκε στο αρχείο το 2000 διότι η οριστική επανόρθωση των παραβάσεων αυτών μπορεί να εξασφαλιστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας που κινήθηκε κατά των Κάτω Χωρών βάσει της οδηγίας 96/29/Ευρατόμ (βλέπε παραπάνω).

Η οδηγία 97/43/Ευρατόμ, που αφορά την έκθεση για ιατρικούς λόγους, βελτιώνει τα επίπεδα ακτινοπροστασίας των ασθενών και του ιατρικού προσωπικού. Λαμβάνει υπόψη τις νέες εξελίξεις στις ιατρικές διαδικασίες και τους εξοπλισμούς. Βασίζεται στην εμπειρία που αποκτήθηκε από την επιχειρησιακή εφαρμογή των προηγούμενων οδηγιών και συμπληρώνει την οδηγία 96/29/Ευρατόμ για τους βασικούς κανόνες ασφάλειας. Η νέα οδηγία ορίζει ακριβέστερη περιγραφή για την αρχή της αιτιολόγησης, ρυθμίζει την κατανομή των ευθυνών και ορίζει προδιαγραφές για τους ειδικευμένους εμπειρογνώμονες στον ιατρικό τομέα.

Όσον αφορά την οδηγία αυτή, τρία κράτη μέλη ανακοίνωσαν πλήρη δέσμη εθνικών μέτρων μεταφοράς στην Επιτροπή μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται από την οδηγία. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή κίνησε διαδικασίες παράβασης κατά του Βελγίου, της Δανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, του Λουξεμβούργου, των Κάτω Χωρών, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου το καλοκαίρι του 2000 λόγω μη ανακοίνωσης των τελικών μέτρων μεταφοράς. Ωστόσο η Σουηδία ανακοίνωσε αργότερα τα εθνικά μέτρα και η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο αυτή τη διαδικασία παράβασης πριν από το τέλος του 2000.

Η προηγούμενη οδηγία 84/466/Ευρατόμ για τις εκθέσεις για ιατρικούς λόγους καταργήθηκε από τη νέα οδηγία 97/43/Ευρατόμ. Η διαδικασία παράβασης C-96/21 κατά της Ισπανίας σχετικά με την οδηγία 84/466/Ευρατόμ τέθηκε στο αρχείο όταν η Ισπανία ανακοίνωσε στην Επιτροπή νέα δημοσιευθέντα μέτρα μεταφοράς. Άλλη εκκρεμής υπόθεση ήταν η υπόθεση κατά του Βελγίου. Η ανακοινωθείσα βελγική νομοθεσία δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις της οδηγίας 84/466/Ευρατόμ ιδίως όσον αφορά την κατάρτιση, τους ειδικούς με γνώσεις φυσικής των ακτινοβολιών, την αποδοχή και την επιτήρηση των ακτινολογικών εγκαταστάσεων. Η υπόθεση αυτή έκλεισε διότι η οριστική επανόρθωση των παραβάσεων αυτών μπορεί να εξασφαλιστεί στο πλαίσιο της νέας διαδικασίας που κινήθηκε κατά του Βελγίου βάσει της οδηγίας 97/43/Ευρατόμ (βλέπε παραπάνω).

Η οδηγία 89/618/Ευρατόμ σχετικά με την ενημέρωση του πληθυσμού ορίζει προδιαγραφές για την ενημέρωση του πληθυσμού σχετικά με τα εφαρμοστέα μέτρα προστασίας της υγείας και την ακολουθητέα συμπεριφορά σε περίπτωση έκτακτου κινδύνου από ακτινοβολία. Η Σουηδία δεν ανακοίνωσε τα μέτρα μεταφοράς σχετικά με πολλές διατάξεις της οδηγίας 89/618/Ευρατόμ, όπως είναι η ενημέρωση του πληθυσμού σε περίπτωση έκτακτου κινδύνου και οι διαδικασίες κυκλοφορίας των πληροφοριών. Το 2000, η Επιτροπή έλαβε κοινοποίηση σχετικά με τα νέα μέτρα μεταφοράς της Σουηδίας και η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο. Ο έλεγχος της συμμόρφωσης της γαλλικής νομοθεσίας αποκάλυψε ότι αυτή δεν συμβιβάζεται πλήρως με την οδηγία όσον αφορά τους ορισμούς, την προηγούμενη ενημέρωση του κοινού και την ενημέρωση του κοινού στην περίπτωση έκτακτου κινδύνου από ακτινοβολίες καθώς και όσον αφορά την ενημέρωση του προσωπικού που συμμετέχει στην οργάνωση της βοήθειας. Στη βάση αυτή, η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στη Γαλλία κατά το 2000. Η διαδικασία κατά της Γερμανίας συνεχίζεται διότι η γερμανική νομοθεσία δεν εξασφαλίζει ότι σε περίπτωση έκτακτου κινδύνου από ακτινοβολία θα ενημερωθεί αμέσως ο θιγόμενος πληθυσμός σχετικά με τα γεγονότα του έκτακτου κινδύνου και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Επιπλέον, η γερμανική νομοθεσία δεν μεταφέρει πλήρως τις απαιτήσεις που αφορούν την ενημέρωση του προσωπικού που συμμετέχει στην οργάνωση της βοήθειας. Τέλος, οι διαδικασίες για την κυκλοφορία των αναγκαίων πληροφοριών δεν έχουν διευθετηθεί όπως απαιτείται από την οδηγία. Φαίνεται ότι η Γερμανία ετοιμάζει νέα νομοθεσία η οποία ενδέχεται να επιλύσει αυτά τα προβλήματα. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν έλαβε κοινοποίηση σχετικά με τη νέα θεσπισθείσα νομοθεσία και η διαδικασία παράβασης συνεχίζεται. Συνεπώς, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Γερμανίας.

Η διαδικασία παράβασης κατά της Γαλλίας λόγω μη συμμόρφωσης με την οδηγία 90/641/Ευρατόμ για την προστασία στην πράξη των εξωτερικών εργαζομένων που εκτίθενται σε κίνδυνο από ιοντίζουσες ακτινοβολίες κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων τους σε ελεγχόμενη περιοχή, έκλεισε το 2000 διότι η αξιολόγηση των νέων μέτρων που διαβιβάστηκαν το 1999 απέδειξε ότι ήταν ικανοποιητικά. Η οδηγία αυτή διασφαλίζει στους εξωτερικούς εργαζόμενους προστασία από τις ακτινοβολίες ισοδύναμη με αυτή των εργαζομένων που απασχολούνται μόνιμα από τον φορέα εκμετάλλευσης. Οι εξωτερικοί εργαζόμενοι είναι εργαζόμενοι που απασχολούνται από επιχείρηση διαφορετική από τον φορέα εκμετάλλευσης κάποιας επιχείρησης στην οποία έχει χορηγηθεί άδεια βάσει της νομοθεσίας για την ακτινοπροστασία, οι οποίοι εκτίθενται στον κίνδυνο της ακτινοβολίας. Οι εξωτερικοί εργαζόμενοι μπορεί να εργάζονται διαδοχικά σε διάφορες επιχειρήσεις σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη. Έτσι, ενδέχεται να εκτίθενται στην ακτινοβολία σε διάφορες ελεγχόμενες περιοχές (όπου η έκθεση είναι σημαντική). Αυτές οι ειδικές συνθήκες εργασίας απαιτούν ειδικό σύστημα ακτινολογικής παρακολούθησης, το οποίο είναι σημαντικό για την προστασία της υγείας τους. Σύμφωνα με την ανάλυση της Επιτροπής, το Βέλγιο παρέλειψε να δημιουργήσει ενιαίο σύστημα το οποίο να συμμορφώνεται πλήρως με την οδηγία. Συνεπώς, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά του Βελγίου το 2000.

2.9. Αλιεία

Η Επιτροπή συνέχισε να παρακολουθεί τη θέσπιση μέτρων από μέρους των κρατών μελών για τη διατήρηση και τη διαχείριση των πόρων που καλύπτονται από την κοινή αλιευτική πολιτική.

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή εξακολούθησε τη συστηματική εξέταση των εθνικών νομοθετικών μέτρων που αναφέρονται στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας. Πρόκειται για μέτρα που αποτελούν αντικείμενο ανάλυσης ενόψει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 1993 για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής [87], του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 850/98 του Συμβουλίου της 30ης Μαρτίου 1998 για τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων μέσω τεχνικών μέτρων προστασίας των νεαρών θαλάσσιων οργανισμώv [88] και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1626/94 του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 1994 για τη θέσπιση ορισμένων τεχνικών μέτρων διατήρησης των αλιευτικών πόρων στη Μεσόγειο [89]. Η Επιτροπή δεν εντόπισε περιπτώσεις ασυμβατότητας των εθνικών μέτρων με την κοινοτική νομοθεσία που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κίνηση διαδικασιών παράβασης.

[87] ΕΕ L 261 της 20/10/1993, σ.1.

[88] ΕΕ L 125 της 27/04/1998, σ.1.

[89] Ε Ε L 171 της 6/7/1994, σ.1.

2.9.1. Πόροι

Στο πλαίσιο διαδικασιών λόγω μη τήρησης της υποχρέωσης ελέγχου εξαιτίας της υπέρβασης ορισμένων ποσοστώσεων που είχαν χορηγηθεί στη Δανία το 1988, 1990, 1991, 1992, 1994, 1995 και 1996, η Επιτροπή απέστειλε αιτιολογημένη γνώμη στη δανική κυβέρνηση στις 15 Μαΐου. Επιπλέον, στο πλαίσιο της διαδικασίας κατά του Ηνωμένου Βασιλείου εξαιτίας της υπέρβασης ορισμένων ποσοστώσεων που του χορηγήθηκαν το 1991, 1992, 1993, 1994, 1995 και 1996, η Επιτροπή υπέβαλε στις 10 Απριλίου, την αντίστοιχη αίτηση στο Δικαστήριο. Επίσης, η Επιτροπή υπέβαλε, στις 10 Νοεμβρίου 2000, δύο αιτήσεις στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο των διαδικασιών κατά της Γαλλίας εξαιτίας της υπέρβασης ορισμένων ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν σε αυτό το κράτος μέλος το 1991, 1992, 1993, 1994, 1995 και 1996.

Επίσης, απεστάλη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη στη Γαλλία, στις 6 Ιουνίου 2000, στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικά με τη μη τήρηση, όσον αφορά το ελάχιστο μέγεθος, των κοινοτικών διατάξεων που διέπουν την αλιεία και το εμπόριο ορισμένων ειδών.

Οι διαδικασίες κατά της Γαλλίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τη μείωση του αριθμού των σκαφών που ασκούν αλιευτική δραστηριότητα με παρασυρόμενα απλάδια δίχτυα τέθηκαν στο αρχείο λόγω της έλλειψης θεμελίωσης των καταγγελιών που προκάλεσαν τις διαδικασίες αυτές.

Η διαδικασία κατά της Γαλλίας, σχετικά με την τήρηση των προθεσμιών εφαρμογής του συστήματος παρακολούθησης των αλιευτικών σκαφών με δορυφόρο, τέθηκε στο αρχείο λόγω της εφαρμογής του συστήματος αυτού.

Επιπλέον, η διαδικασία κατά του κράτους μέλους αυτού, σχετικά με τους όρους που διέπουν την άσκηση αλιείας στα είδη που κατανέμονται σε εθνικές ποσοστώσεις, τέθηκε στο αρχείο λόγω της εφαρμογής, από τις γαλλικές αρχές, μέτρων για τη συμμόρφωση των προαναφερόμενων όρων με το κοινοτικό δίκαιο.

2.9.2. Χορήγηση σημαίας /άδειες αλιείας

Κατά το 2000, η Επιτροπή συνέχισε την εξέταση της συμβατότητας των εθνικών νομοθεσιών με το κοινοτικό δίκαιο όσον αφορά τη χορήγηση σημαίας στα αλιευτικά σκάφη.

Οι διαδικασίες λόγω παράβασης κατά της Ελλάδας και της Πορτογαλίας που αφορούσαν τη χορήγηση σημαίας τέθηκαν στο αρχείο λόγω της θέσπισης εθνικών νομοθεσιών που συμμορφώνονταν, στον τομέα αυτό, με το κοινοτικό δίκαιο.

2.9.3. Αγορές

Η διαδικασία παράβασης κατά της Γερμανίας, που αφορούσε τους κοινούς κανόνες εμπορίας για τις κονσέρβες σαρδέλας τέθηκε στο αρχείο λόγω της θέσπισης μέτρων που αποβλέπουν στην ορθή εφαρμογή των κανόνων αυτών.

2.10. Εσωτερική αγορά

2.10.1. Γενική στρατηγική για την εσωτερική αγορά.

Στις 3 Μαΐου, η Επιτροπή παρουσίασε ανακοίνωση για την «Επισκόπηση 2000 της στρατηγικής για την εσωτερική αγορά» [90] η οποία, ξεκινώντας από το αρχικό έγγραφο που δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο του 1999, εντοπίζει τις προτεραιότητες δράσης που θεωρείται ότι έχουν τον μεγαλύτερο και αμεσότερο αντίκτυπο στη βελτίωση της λειτουργίας της εν λόγω αγοράς. Αυτή η επανεξέταση ανταποκρινόταν στην επιθυμία που εκφράστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας για τον εκσυγχρονισμό και την απλούστευση της εσωτερικής αγοράς προκειμένου να γίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο.

[90] COM(2000) 257 και Δελτίο 5-2000, σημείο 1.3.26

Η Επιτροπή δημοσίευσε τον Μάιο και τον Νοέμβριο νέες εκδόσεις του «Πίνακα αποτελεσμάτων της ενιαίας αγοράς» οι οποίες παρέχουν τακτή ενημέρωση της προόδου που σημειώθηκε από τα κράτη μέλη στον τομέα της εφαρμογής και της εκτέλεσης της νομοθεσίας της εσωτερικής αγοράς. Τον Νοέμβριο, ο πίνακας αποτελεσμάτων [91] έδειξε ότι οι προσπάθειες που καταβάλλονται αυτά τα τελευταία έτη από τα κράτη μέλη προκειμένου να δοθεί προτεραιότητα στη μεταφορά των οδηγιών που αφορούν την εσωτερική αγορά απέφεραν καρπούς : εντός τριών ετών ο μέσος όρος της μη μεταφοράς μειώθηκε κατά το ήμισυ. Παρόλα αυτά, μία οδηγία στις οκτώ δεν μεταφέρεται σε τουλάχιστον ένα κράτος μέλος, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα ότι το 13% της νομοθεσίας της εσωτερικής αγοράς δεν παράγει πλήρη αποτελέσματα στο σύνολο της Ένωσης. Είναι όλο και περισσότερο φανερό ότι οι διοικητικές υπηρεσίες μπορούν να καλύψουν αυτή την καθυστέρηση μόνο εάν η προσπάθειά τους συνδυάζεται με πολιτική στήριξη στα υψηλότερα επίπεδα.

[91] Μπορείτε να συμβουλευθείτε τον «Πίνακα αποτελεσμάτων της ενιαίας αγοράς» αριθ. 7 του Νοεμβρίου 2000 στην ιστοσελίδα της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικής Αγοράς http://europa.eu.int/comm/internal_market/

Η απλούστευση και η βελτίωση της ποιότητας της νομοθεσίας συνεχίζουν να αποτελούν σημαντική πολιτική προτεραιότητα. Η πρωτοβουλία SLIM («απλούστερη νομοθεσία για την εσωτερική αγορά»») διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Μικρές ομάδες, που αποτελούνται από δημοσίους υπαλλήλους των κρατών μελών και χρήστες της νομοθεσίας προσπαθούν να διατυπώσουν συγκεκριμένες προτάσεις που θα επιτρέψουν την απλούστευση του κοινοτικού δικαίου σε ειδικούς τομείς. Από το 1996 εξετάστηκαν δεκατέσσερις τομείς. Το 2000, η Επιτροπή δημοσίευσε τα αποτελέσματα της τέταρτης φάσης της άσκησης SLIM [92], κατά την οποία παρασχέθηκαν ορισμένες συστάσεις για την απλούστευση της νομοθεσίας σε τρεις από αυτούς τους τομείς : το δίκαιο των εταιρειών, τις επικίνδυνες ουσίες και τα προσυσκευασμένα προϊόντα.

[92] COM(2000) 56 τελικό, της 4/2/ 2000.

Η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της της 28ης Φεβρουαρίου με τίτλο : «Αναθεώρηση του SLIM : απλούστερη νομοθεσία για την εσωτερική αγορά» [93], βάσει των τριών πρώτων φάσεων της άσκησης SLIM, καθόρισε τις λεπτομέρειες της βελτίωσης της διαφάνειας και πρότεινε αρχές για την επιλογή των τομέων που θα συμπεριληφθούν. Επίσης, ζήτησε να καταβληθούν παράλληλες προσπάθειες των κρατών μελών για την απλούστευση των κανόνων τους στους αντίστοιχους τομείς και κάλεσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να υιοθετήσουν, το συντομότερο δυνατό, τις προτάσεις που βασίζονται ευρέως στις συστάσεις, οι οποίες συνδέονται με την άσκηση SLIM.

[93] COM (2000) 104 τελικό

Τέλος, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη συμφώνησαν επίσης σε τρεις νέους νομοθετικούς κανόνες που πρέπει να συμπεριληφθούν στην πέμπτη φάση του SLIM: στις αποστολές ραδιενεργών ουσιών (οδηγία 92/3/Ευρατόμ [94], κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 13493/93 [95]), στο εμπόριο καλλυντικών προϊόντων (οδηγία 76/768/ΕΟΚ [96]) και στην περιεκτικότητα για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων (οδηγίες 76/895/ΕΟΚ [97], 86/362/ΕΟΚ [98], 86/363/ΕΟΚ [99] και 90/642/ΕΟΚ [100]). Τον Απρίλιο του 2001 η Επιτροπή θα δημοσιεύσει ένα έγγραφο εργασίας για αυτή την πέμπτη φάση και τον Σεπτέμβριο του 2001 οι ομάδες SLIM θα εξετάσουν τη σχετική νομοθεσία και θα παρουσιάσουν τις συστάσεις.

[94] ΕΕ L 35 της 12 /2/1992, σ.24

[95] ΕΕ L 148 της 19/6/1993, σ.1

[96] ΕΕ L 262 της 27/9/1976, σ. 169.

[97] ΕΕ L 340 της 9/12/1976, σ.26

[98] ΕΕ L 221 της 7/8/1986, σ.37

[99] ΕΕ L 221 της 7/8/1986, σ.43

[100] ΕΕ L 350 της 14/12/1990, σ.71

Η Επιτροπή στο πλαίσιο του διαλόγου της με τους πολίτες και τις επιχειρήσεις εισήγαγε νέο οδηγό με τίτλο «Διεκδικώντας τα δικαιώματά σας στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά» και εγκαινίασε μηχανισμό παροχής πληροφοριών σε επιχειρήσεις προκειμένου να συνυπολογισθεί, κατά τη λήψη πολιτικών αποφάσεων, η πρακτική πείρα αυτών των τελευταίων [101].

[101] Μπορείτε να συμβουλευθείτε στον εξυπηρετητή Europa τις ακόλουθες διευθύνσεις: http://europa.eu.int/citizens και http://europa.eu.int/business

Τέλος, προκειμένου να βελτιωθεί η εφαρμογή της νομοθεσίας της εσωτερικής αγοράς και ιδιαίτερα, να ενισχυθούν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις για την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους, η Επιτροπή εργάσθηκε με τα κράτη μέλη για να βελτιώσει τη λειτουργία του δικτύου των κέντρων συντονισμού και των σημείων επαφής για την εσωτερική αγορά που δημιουργήθηκαν σε όλα τα κράτη μέλη102.

2.10.2. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων

2.10.2.1. Εφαρμογή των άρθρων 28 και εξής της συνθήκης ΕΚ (πρώην άρθρα 30 και εξής της συνθήκης ΕΚ)

Κατά τη διάρκεια του 2000 διαπιστώθηκε ελαφρά τάση μείωσης του όγκου των φακέλων σχετικά με τα εμπόδια στις συναλλαγές. Πράγματι, καταχωρήθηκαν 151 νέοι φάκελοι έναντι 257 το 1999 (πρέπει να σημειωθεί ότι το ένα τέταρτο των φακέλων του 1999 αφορούσαν την κρίση της διοξίνης, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη σύγκριση). Κατά συνέπεια, ο αριθμός των φακέλων παράβασης που δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο απόφασης αρχειοθέτησης μειώθηκε από 345 σε 318 (στις 31 Δεκεμβρίου 2000).

Επιβεβαιώθηκε ότι η εξέλιξη της διαφοράς που αφορά «την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων» τείνει να καταστεί πιο περίπλοκη. Στο πλαίσιο αυτό, οι υπηρεσίες της Επιτροπής που είναι επιφορτισμένες με τη διαφορά αυτή συνέχισαν, όπως συμβαίνει εδώ και πολλά έτη, να προωθούν το διάλογο με τις εθνικές αρχές προκειμένου να προσφύγουν στη διαδικασία παράβασης μόνο στις περιπτώσεις που εξακολουθεί να υπάρχει πραγματική διαφωνία με τις αρχές αυτές.

Προς τούτο διοργανώθηκαν εκ νέου συνεδριάσεις «πακέτο» με τα περισσότερα κράτη μέλη (πλην του Βελγίου, της Φινλανδίας, της Γερμανίας και του Λουξεμβούργου). Αυτές οι συνεδριάσεις απέδειξαν ακόμα μια φορά τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητά τους διότι επί 138 φακέλων που εξετάσθηκαν, 56 διευθετήθηκαν και μόνο για 18 μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει αμφισβήτηση. Διοργανώθηκαν επίσης πρακτικά σεμινάρια για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, στο περιθώριο των συνεδριάσεων πακέτο, σε πέντε κράτη μέλη. Λαμβανομένης υπόψη της επιτυχίας και της αναγνωρισθείσας χρησιμότητάς τους, θα έπρεπε να διοργανωθούν το 2001 και άλλα σεμινάρια προκειμένου να βελτιωθούν η γνώση και η πρακτική της αμοιβαίας αναγνώρισης από τις διοικητικές υπηρεσίες των κρατών μελών. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι διοργανώθηκε νέα συνεδρίαση των προέδρων των συνεδριάσεων «πακέτο» τον Φεβρουάριο του 2000.

Εκτός των συνεδριάσεων «πακέτο», οι υπηρεσίες της Επιτροπής αποφάσισαν, σε συμφωνία με τα κράτη μέλη, να δοκιμάσουν νέα μέθοδο ταχείας επίλυσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι πολίτες της Ένωσης, με την ανάθεση στο δίκτυο σημείων επαφής που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής για την εσωτερική αγορά, ορισμένων φακέλων σχετικών με τα προβλήματα καταχώρισης των αυτοκινήτων. Αυτός ο νέος μηχανισμός αναθέτει στο σημείο επαφής του κράτους μέλους, στο οποίο ανέκυψε το πρόβλημα καταχώρισης, ενδεχομένως σε συνεργασία με τη χώρα καταγωγής του ενδιαφερόμενου πολίτη, τη μέριμνα εξεύρεσης είτε αιτιολόγησης είτε επίλυσης, εντός προθεσμίας τριών μηνών. Επομένως, μόνο μετά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής, οι υπηρεσίες της Επιτροπής, ασχολούνται εκ νέου με το φάκελο χρησιμοποιώντας την κλασική οδό της διαδικασίας παράβασης. Ο πρώτος απολογισμός του νέου αυτού μηχανισμού, του οποίου η πειραματική φάση ξεκίνησε κατά τα μέσα του 2000, θα συνταχθεί το 2001. Εάν τα αποτελέσματα είναι θετικά, η αρμοδιότητα του δικτύου αυτού θα μπορούσε να επεκταθεί σε άλλα είδη προβλημάτων ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

Όσον αφορά τους τομείς στους οποίους ζητήθηκε περισσότερο η δράση της Επιτροπής κατά τη διάρκεια του έτους 2000, μπορεί να διαπιστωθεί μια τάση διαφοροποίησης των καταγγελιών. Πράγματι, μολονότι ο τομέας της διατροφής και των αυτοκινήτων παραμένουν σημαντικοί, ο φαρμακευτικός και φυτοφαρμακευτικός τομέας, ιδίως από την άποψη των παράλληλων εισαγωγών, μπορούν επίσης να αναφερθούν.

Μεταξύ των επιτυχιών που πραγματοποίησε η Επιτροπή το 2000, μπορεί να αναφερθεί η απελευθέρωση του εμπορίου σαρωτών ραδιοεπικοινωνιών στο Βέλγιο, η εφαρμογή απλουστευμένης ρύθμισης σχετικά με τις παράλληλες εισαγωγές φαρμάκων στην Ισπανία και η απλουστευμένη ρύθμιση σχετικά τις παράλληλες εισαγωγές φυτοϋγειονομικών προϊόντων στην Ελλάδα.

Το 2000, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία παράλειψης κατά των Κάτω Χωρών ενώπιον του Δικαστηρίου, όσον αφορά τη ρύθμιση σχετικά με την προσθήκη θρεπτικών ουσιών στα είδη διατροφής (καθεστώς απαγόρευσης πλην της περίπτωσης προηγούμενης άδειας). Η ρύθμιση αυτή απαγορεύει, γενικά, την προσθήκη ορισμένων θρεπτικών ουσιών, όπως η βιταμίνη Α, Δ και το φολικό οξύ, στα είδη διατροφής, πλην ορισμένων ειδικών προϊόντων. Η μόνη δυνατότητα για τους οικονομικούς φορείς να επιτύχουν εξαίρεση από αυτή την απαγόρευση έγκειται στη διαδικασία προηγούμενης άδειας για εξατομικευμένα προϊόντα.

Επιπλέον, κατά τη διάρκεια αυτού του έτους, η Επιτροπή απέστειλε 17 αιτιολογημένες γνώμες στην Αυστρία (εισαγωγή φαρμάκων), στο Βέλγιο (ιατρικά βοηθήματα για άτομα με ειδικές ανάγκες, επιστροφή εξόδων για ιατρικές συσκευές), στη Δανία (βιταμινούχα ποτά), στην Ισπανία (νομοθεσία για τις πανηγύρεις και τις εκθέσεις, καταχώρηση των μοτοσικλετών που έλκουν ρυμουλκούμενο, χλωρίνη), στη Φινλανδία (βιταμινούχα συμπληρώματα διατροφής), στη Γαλλία (εισαγωγές φαρμάκων, εισαγωγές τροχόσπιτων), στην Ιρλανδία (παράλληλες εισαγωγές φαρμάκων), στην Ιταλία (εισαγωγή θαλάσσιων εξοπλισμών, κατασκευαστικά στοιχεία και χαρακτηριστικά των γεωργικών ελκυστήρων), στην Ελλάδα (τιμή φαρμάκων, εμπορία προϊόντων κάνναβης), στις Κάτω Χώρες (παράλληλες εισαγωγές φυτοϋγεινομικών προϊόντων) και στη Σουηδία (παράλληλες εισαγωγές φαρμάκων).

Κατά τη διάρκεια του 2000, το Δικαστήριο εξέδωσε επίσης αποφάσεις στις διαδικασίες για παράλειψη που κινήθηκαν από την Επιτροπή κατά των κρατών μελών στις ακόλουθες υποθέσεις :

- Απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2000 «Επιτροπή κατά Γαλλίας» (υπόθεση C-23/99), στην οποία το Δικαστήριο εκτιμά ότι η Γαλλία δεν εδικαιούτο να εφαρμόσει διαδικασίες κατακράτησης από τις τελωνειακές αρχές επί εμπορευμάτων που έχουν νομίμως κατασκευασθεί σε άλλο κράτος μέλος και προορίζονται, μετά τη διαμετακόμισή τους μέσω του γαλλικού εδάφους για την αγορά άλλου κράτους μέλους, όπου μπορούν να διατεθούν νομίμως στο εμπόδιο.

- Απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000 «Επιτροπή κατά Βελγίου» (υπόθεση C-217/99), στην οποία το Δικαστήριο κρίνει ότι η βελγική ρύθμιση που επιβάλλει υποχρέωση αναγραφής στην επισήμανση των προϊόντων στα οποία έχουν προστεθεί θρεπτικές ουσίες, του αριθμού γνωστοποίησης (διαδικασία που προβλέπεται για τα είδη τροφίμων), είναι αντίθετη με το άρθρο 28 ΕΚ.

- Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2000 «Επιτροπή κατά Γαλλίας» (υπόθεση C-55/99), στην οποία το Δικαστήριο εκτιμά ότι η γαλλική ρύθμιση που θεσπίζει υποχρέωση καταγραφής του αριθμού καταχώρισης στην εξωτερική συσκευασία και στις οδηγίες χρήσης των ιατρικών αντιδραστηρίων είναι αντίθετη προς το άρθρο 28 ΕΚ. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι το Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή της Επιτροπής όσον αφορά τη δικαιολόγηση μιας διαδικασίας καταχώρισης που θα εφαρμόζεται στο σύνολο των αντιδραστηρίων.

Εξάλλου, αξίζει να αναφερθούν, λαμβανομένης υπόψη της σχέσης τους με τους φακέλους παράβασης που εξέτασε η Επιτροπή, ορισμένες προδικαστικές αποφάσεις και συγκεκριμένα :

- Απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2000 "Schutzverband" (υπόθεση C-254/98), στην οποία, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι ένα εθνικό μέτρο που εισάγει διακρίσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τρόπος πώλησης και επομένως υπάγεται στο άρθρο 28 ΕΚ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για αυστριακό μέτρο που επέβαλε την ύπαρξη σταθερού καταστήματος στην Αυστρία για την πλανόδια πώληση προϊόντων αρτοποιείου.

- Απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2000 "Geffroy" (υπόθεση C-366/98), στην οποία το Δικαστήριο επαναβεβαίωσε ότι τα άρθρα 28 ΕΚ και 14 της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ περί της επισήμανσης των τροφίμων (τροποποιημένη) [102] απαγορεύουν εθνική ρύθμιση που επιβάλλει τη χρήση ορισμένης γλώσσας για την επισήμανση των τροφίμων, χωρίς να προβλέπει τη δυνατότητα χρήσης άλλης γλώσσας, εύκολα καταληπτής από τους αγοραστές, ή τη δυνατότητα εξασφάλισης της πληροφόρησης του καταναλωτή με άλλα μέσα.

[102] ΕΕ L 33 της 8/2/1979, σ. 1

- Απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2000 "Cidrerie Ruwet" (υπόθεση C-3/99), στην οποία το Δικαστήριο εκτιμά ότι το άρθρο 28 ΕΚ δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την εμπορία προσυσκευασίας με ονομαστικό όγκο μη περιλαμβανόμενο στην κοινοτική σειρά ονομαστικών όγκων (οδηγία 75/106/ΕΟΚ τροποποιημένη [103]), η οποία νομίμως παράγεται και διατίθεται στο εμπόριο εντός άλλου κράτους μέλους, εκτός εάν αυτή η απαγόρευση αποβλέπει στην προστασία των καταναλωτών και είναι αναγκαία και ανάλογη με τον εν λόγω στόχο.

[103] ΕΕ L 42 της 15/2/1975, σ. 1

- Απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2000 "Guimont" (υπόθεση C-448/98), με την οποία το Δικαστήριο κρίνει ότι το άρθρο 28 ΕΚ εμποδίζει την εφαρμογή στα εισαγόμενα από άλλα κράτη μέλη προϊόντα, ρύθμισης που επιβάλλει ότι μπορούν να διατεθούν στο εμπόριο με την ονομασία «έμμενταλ» μόνο τα τυριά με φλούδα.

Επίσης, η Επιτροπή ενίσχυσε τη δράση ενημέρωσης και προώθησης της εφαρμογής της απόφασης 3052/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [104], δυνάμει της οποίας τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα εθνικά μέτρα που συνιστούν παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Μολονότι, ο αριθμός των κοινοποιήσεων που ελήφθησαν υπερδιπλασιάσθηκε σε σχέση με το 1999 (65 έναντι 26), αυτός εξακολουθεί να παραμένει ανεπαρκής. Η διαπίστωση αυτή καθώς και ορισμένες προτάσεις βελτίωσης τονίσθηκαν στην έκθεση για την εφαρμογή της απόφασης το 1997 και το 1998, που δημοσιεύθηκε από την Επιτροπή στις 7 Απριλίου 2000.

[104] ΕΕ L 321 της 30/12/1995, σ. 1.

Ως προς το μηχανισμό ταχείας παρέμβασης για την αντιμετώπιση σοβαρών εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, το σύστημα συναγερμού που προβλέπεται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2679/98 του Συμβουλίου της 7ης Δεκεμβρίου 1998 για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων [105] ενεργοποιήθηκε 18 φορές το 2000. Αυτό συνέβη ιδίως, κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας κατά της ημέρας των 35 ωρών στη Γαλλία καθώς και σε διάφορα κράτη μέλη κατά τον χρόνο των διαμαρτυριών για την αύξηση της τιμής του πετρελαίου.

[105] ΕΕ L 337 της 12/12/1998, σ. 8.

2.10.2.2. Συνοδευτικά μέτρα της κατάργησης των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα την 01.01.93

Η Επιτροπή αφού έλαβε το 2000 την ανακοίνωση όλων των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 93/7/ΕΚ του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 1993, σχετικά με την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών που έχουν παράνομα απομακρυνθεί από το έδαφος κράτους μέλους [106], και της οδηγίας 96/100/ΕΟΚ [107], που τροποποιεί το παράρτημα της οδηγίας 93/7/ΕΟΚ, η Επιτροπή κίνησε έρευνα για τη συμμόρφωση των μέτρων που ελήφθησαν από τη Γερμανία και τη Γαλλία.

[106] ΕΕ L 74 της 27/3/1993, σ. 74

[107] ΕΕ L 60 της 1/3/1997, σ. 59

2.10.2.3. Ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων (τροποποιηθείσα οδηγία 85/374/ΕΟΚ [108])

[108] ΕΕ L 210 της 7/8/1995, σ.29

Η Επιτροπή κίνησε προσφυγή λόγω παράλειψης κατά της Γαλλίας και της Ελλάδας για μη συμμόρφωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας.

Η οδηγία 1999/34/ΕΚ [109] αποβλέπει στην επέκταση των κανόνων της ευθύνης άνευ πταίσματος στα πρωτογενή προϊόντα του γεωργικού τομέα. Τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την οδηγία αυτή το αργότερο στις 4 Δεκεμβρίου 2000. Οι εθνικές ρυθμίσεις ορισμένων κρατών μελών (Ελλάδα, Γαλλία, Λουξεμβούργο, Αυστρία, Φινλανδία και Σουηδία) εφαρμόζονταν ήδη στα γεωργικά προϊόντα και δεν χρειάζονταν προσαρμογή. Η Δανία κοινοποίησε τα μέτρα μεταφοράς.

[109] ΕΕ L141 της 4/6/1999, σ. 20

Ενώπιον του Δικαστηρίου εκκρεμούν δύο προδικαστικές υποθέσεις που αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ. Η υπόθεση C-203/99 αφορά την ευθύνη των δημοσίων αρχών ενός νοσοκομείου στη Δανία στο οποίο ένας ασθενής δεν μπόρεσε να λάβει ένα όργανο για μεταμόσχευση λόγω του ότι το εν λόγω όργανο υπέστη βλάβες. Η υπόθεση C-183/00 αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13 της οδηγίας.

2.10.3. Eλεύθερη παροχή υπηρεσιών και δικαίωμα εγκατάστασης

2.10.3.1. Τα άρθρα 43 και εξής καθώς και τα άρθρα 49 και εξής:

Η βελγική νομοθεσία για τις εμπορικές πρακτικές και για την ενημέρωση και την προστασία του καταναλωτή αποτέλεσε αντικείμενο αιτιολογημένης γνώμης εκ μέρους της Επιτροπής. Πράγματι, η νομοθεσία αυτή απαγορεύει τα προγράμματα απόκτησης πιστών πελατών μέσω πριμοδοτήσεων όταν τα προγράμματα αυτά είτε δεν οργανώνονται από τον πωλητή των προϊόντων /υπηρεσιών, είτε δεν παρέχουν στους καταναλωτές πριμοδοτήσεις της ίδιας φύσης με τα προϊόντα/ υπηρεσίες που αυτοί αγοράζουν. Οι όροι αυτοί συνιστούν περιορισμούς της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών υπό την έννοια του άρθρου 49 της συνθήκης ΕΚ. Πιο συγκεκριμένα, στην πράξη η σχετική νομοθεσία δημιουργεί διακρίσεις γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την αναγκαιότητα ανάλογων περιορισμών που αποβλέπουν στην προστασία του καταναλωτή και του θεμιτού ανταγωνισμού.

Από την αυστριακή νομοθεσία για τα νοσοκομεία προκύπτει ότι οι αλλοδαποί που δεν κατοικούν στην Αυστρία και δεν έχουν ενταχθεί σε σύστημα κοινωνικής ασφάλισης καταβάλλουν μεγαλύτερα νοσήλια από τους αυστριακούς υπηκόους που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Η προϋπόθεση της ιθαγένειας συνιστά διάκριση αντίθετη με τα άρθρα 12, 39, 43 και 49 της συνθήκης ΕΚ, και ως εκ τούτου κοινοποιήθηκε αιτιολογημένη γνώμη στις αυστριακές αρχές.

Σύμφωνα με τις κανονιστικές ρυθμίσεις της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, του Λουξεμβούργου και της Πορτογαλίας, μόνο οι εγκεκριμένοι πληρεξούσιοι για διπλώματα ευρεσιτεχνίας μπορούν να αντιπροσωπεύουν τους πελάτες τους έναντι του εθνικού οργανισμού που είναι αρμόδιος για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Όμως, ένας από τους όρους για την άσκηση της δραστηριότητας του πληρεξουσίου είναι η ύπαρξη κατοικίας ή επαγγελματικής εγκατάστασης σε αυτό το κράτος μέλος. Καθώς, οι απαιτήσεις αυτές δημιουργούν προβλήματα συμβατότητας με την αρχή της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών που προβλέπεται από το άρθρο 49 της συνθήκης ΕΚ και δη με την αρχή της ελευθερίας εγκατάστασης που προβλέπεται από το άρθρο 43 της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή κοινοποίησε αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με τα εμπόδια αυτά στα προαναφερόμενα κράτη μέλη.

Εξάλλου, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στις 8 Ιουνίου 2000 (υπόθεση C-99/264) σχετικά με ιταλικό νόμο που καθιερώνει καταλόγους εγκεκριμένων διαμετακομιστών και επιβάλλει σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που ασκεί την εν λόγω διαμετακομιστική δραστηριότητα, την υποχρέωση εγγραφής στο επαγγελματικό μητρώο του κατά τόπον αρμόδιου εμπορικού επιμελητηρίου και αποφάσισε, σύμφωνα με τη θέση της Επιτροπής, ότι αυτή η προϋπόθεση εγγραφής εμποδίζει την άσκηση της δραστηριότητας οικονομικού φορέα που δεν είναι εγκατεστημένος στην Ιταλία αλλά επιθυμεί να ασκήσει εκεί περιστασιακά τη δραστηριότητά του βάσει του άρθρου 49 της συνθήκης ΕΚ.

Επίσης, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη θέση της Επιτροπής αποφασίζοντας ότι στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων καθαρισμού, η υποχρέωση που επιβάλλεται από τον ιταλικό νόμο στις εταιρείες να εγγραφούν στο εμπορικό μητρώο ή στο επαρχιακό μητρώο βιοτεχνικών επιχειρήσεων, προκειμένου να μπορούν να ασκήσουν τις δραστηριότητές τους, συνιστά εμπόδιο στην αρχή της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, που δεν δικαιολογείται από λόγο γενικού συμφέροντος (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2000, υπόθεση C-98/358).

Μετά την απόφαση της Επιτροπής να προσφύγει στο Δικαστήριο, οι πορτογαλικές αρχές κατήργησαν τη διακριτική μεταχείριση βάσει της ιθαγένειας που επέβαλε η κανονιστική ρύθμιση, η οποία προέβλεπε κανόνες για τη λήψη φωτογραφιών από αέρος στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών. ως εκ τούτου η Επιτροπή παραιτήθηκε από αυτή την υπόθεση.

Στον τομέα των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφάλειας, το Δικαστήριο, στην απόφασή του της 9ης Μαρτίου 2000 (υπόθεση C-98/355), αποφάσισε ότι η υποχρέωση εγκατάστασης της έδρας της εκμετάλλευσης στο Βέλγιο, που προβλέπεται στην βελγική κανονιστική ρύθμιση, δεν είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 43 και 49 της συνθήκης ΕΚ, ακολουθώντας με αυτό τον τρόπο τη θέση της Επιτροπής. Επίσης, στον ίδιο τομέα δραστηριοτήτων, η Επιτροπή απέστειλε αιτιολογημένη γνώμη στην Πορτογαλία, διότι μόνο οι επιχειρήσεις που διαθέτουν αυξημένο μετοχικό κεφάλαιο και έχουν εγκατασταθεί στη χώρα αυτή μπορούν να τύχουν της απαιτούμενης για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους άδειας, γεγονός που περιορίζει όχι μόνο ορισμένες επιχειρήσεις αλλά αποκλείει και τα φυσικά πρόσωπα.

2.10.3.2. Χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες

Διάλογος με τις εθνικές αρχές

Για να ενισχυθεί η διοικητική συνεργασία και να εξευρεθούν ταχείες λύσεις στα επισημαινόμενα προβλήματα, η Επιτροπή διατήρησε κατά το 2000 τις τακτικές επαφές της με τις εθνικές αρχές, τόσο στο πλαίσιο των θεσμικών επιτροπών (Τραπεζική Συμβουλευτική Επιτροπή, Επιτροπή Ασφαλίσεων, Επιτροπή Επικοινωνίας Οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες) όσο και στο πλαίσιο ειδικών ομάδων ερμηνείας (ομάδα εθνικών εμπειρογνωμόνων σε συστήματα πληρωμών, GTIAD στον τραπεζικό τομέα, ομάδα εργασίας για την ερμηνεία στον τομέα ασφαλίσεων, ομάδα ερμηνείας της οδηγίας "επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων", κλπ.) ή ομάδων υψηλού επιπέδου (ομάδα υψηλού επιπέδου στον τομέα των κινητών αξιών).

Εθνικά μέτρα εκτέλεσης

Στον τραπεζικό τομέα, κατά το έτος 2000 ετέθησαν σε ισχύ τρεις οδηγίες: η οδηγία 98/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 με την οποία τροποποιείται η οδηγία 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων [110], η οδηγία 98/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 που τροποποιεί, ιδίως ως προς τις ενυπόθηκες πιστώσεις, την οδηγία 89/647/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων [111] και η οδηγία 98/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 για την τροποποίηση του άρθρου 12 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, των άρθρων 2, 5, 6, 7, 8 και των παραρτημάτων II και III της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και του άρθρου 2 και του παραρτήματος II της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων [112].

[110] ΕΕ L 204 της 21ης Ιουλίου 1998, σ. 13

[111] ΕΕ L 204 της 21ης Ιουλίου 1998, σ. 26

[112] ΕΕ L 204 της 21ης Ιουλίου 1998, σ. 29

Προς τη Γαλλία και την Ελλάδα απεστάλη προειδοποιητική επιστολή για την μη ανακοίνωση των τριών αυτών οδηγιών. Προειδοποιητική επιστολή απεστάλη προς την Πορτογαλία για την μη ανακοίνωση των οδηγιών 98/31/ΕΚ και 98/32/ΕΚ, ενώ η προειδοποιητική επιστολή προς την Ισπανία αφορούσε τη μη μεταφορά της οδηγίας 98/32/ΕΚ.

Όσον αφορά τις ασφαλίσεις, η Επιστολή απέστειλε αιτιολογημένη γνώμη στα εννέα κράτη μέλη (Αυστρία, Βέλγιο, Φινλανδία, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Πορτογαλία και Ηνωμένο Βασίλειο) που δεν έχουν ακόμα μεταφέρει στο δίκαιο της χώρας τους την οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου [113]. Οι διατάξεις αυτής της οδηγίας θα έπρεπε να είχαν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο πριν από τις 5 Ιουνίου 2000 και οι αρχές της να είχαν εφαρμοστεί στους λογαριασμούς του οικονομικού έτους που άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2001. Όσον αφορά τα κράτη μέλη που έχουν ήδη θεσπίσει, δημοσιεύσει και ανακοινώσει στην Επιτροπή τα εθνικά μέτρα μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας (Ιρλανδία, Κάτω Χώρες και Ισπανία πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς, Δανία και Σουηδία μετά την αποστολή προειδοποιητικής επιστολής, Γερμανία που μετά την παραλαβή προειδοποιητικής επιστολής είναι έτοιμη να εγκρίνει το σχετικό σχέδιο νόμου), η Επιτροπή προβαίνει σε ανάλυση της συμμόρφωσης των νομοθετικών διατάξεων που ανακοινώθηκαν.

[113] ΕΕ L 330 της 5ης Δεκεμβρίου 1998, σ. 1

Στον τομέα των κινητών αξιών, η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο τις διαδικασίες που κινήθηκαν το 1998 κατά της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Πορτογαλίας για μη μεταφορά της οδηγίας 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών [114]. Για την ίδια οδηγία, η Επιτροπή ανέστειλε την απόφασή της να προσφύγει στο Δικαστήριο στην περίπτωση του Λουξεμβούργου που της κοινοποίησε τον νόμο μεταφοράς, ενώ κίνησε διαδικασία κατά του Ηνωμένου Βασιλείου προς το οποίο αποφάσισε, τον Δεκέμβριο 2000, να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη για τη μη μεταφορά της οδηγίας στο έδαφος του Γιβραλτάρ.

[114] ΕΕ L 84 της 26ης Μαρτίου 1997, σ. 22

Ο τομέας των συστημάτων πληρωμών περιλαμβάνει δύο οδηγίες προς μεταφορά κατά το έτος 1999: την οδηγία 97/5/ΕΚ για τις διασυνοριακές μεταφορές πιστώσεων [115] και την οδηγία 98/26/ΕΚ σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων [116].

[115] ΕΕ L 43 της 14ης Φεβρουαρίου 1997, σ. 25

[116] ΕΕ L 166 της 11ης Ιουνίου 1998, σ. 45

Η οδηγία 97/5/ΕΚ αποβλέπει στο να καταστούν ταχύτερες και φθηνότερες οι διασυνοριακές μεταφορές πιστώσεων για μικρά ποσά (έως 50.000 ευρώ). Υποχρεώνει τις τράπεζες να τηρούν τους κανόνες διαφάνειας πριν και μετά τη μεταφορά και θεσπίζει κανόνες ως προς την εκτέλεση των μεταφορών (προθεσμία, απαγόρευση του διπλού καταλογισμού προμηθειών, επιστροφή των μεταφορών που δεν παραλήφθηκαν από τον δικαιούχο). Η οδηγία αυτή έπρεπε να είχε μεταφερθεί προ της 14ης Αυγούστου 1999. Όσα κράτη μέλη δεν είχαν ανακοινώσει τα εθνικά μέτρα εκτέλεσης το 1999 εκπλήρωσαν αυτή την υποχρέωση κατά τη διάρκεια του 2000. Συνεπώς τέθηκαν στο αρχείο οι διαδικασίες που είχαν κινηθεί.

Η οδηγία 98/26/ΕΚ έχει ως στόχο να μειώσει το συστημικό κίνδυνο στα συστήματα πληρωμών και τα συστήματα διακανονισμού των αξιογράφων. Η μείωση του εν λόγω κινδύνου είναι ουσιαστικής σημασίας για την καλή λειτουργία των συστημάτων και για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους. Η οδηγία προβλέπει κανόνες σε θέματα συμψηφισμού και εγγυήσεων. Καθορίζει ποιό πτωχευτικό δίκαιο εφαρμόζεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις συμμετοχής σε ένα σύστημα και προβλέπει ότι οι διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν μπορούν να έχουν αναδρομικά αποτελέσματα.

Η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 98/26/ΕΚ έπρεπε να πραγματοποιηθεί πριν την 11η Δεκεμβρίου 1999. Στις 31 Δεκεμβρίου 2000, είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή τα εθνικά μέτρα εκτέλεσης από όλα τα κράτη μέλη, εκτός από το Λουξεμβούργο, τη Γαλλία και την Ιταλία. Κατά των τριών αυτών κρατών κινήθηκαν διαδικασίες επί παραβάσει με επιστολή που εστάλη στις 13 Ιουλίου 2000.

Περιπτώσεις μη συμμόρφωσης

Στον τραπεζικό τομέα, το Δικαστήριο εξέδωσε την 1η Δεκεμβρίου 1998 απόφαση σχετικά με την υπόθεση Ambry [117]. Το γαλλικό δίκαιο απαιτεί χρηματική εγγύηση που να διασφαλίζει σε πρώτη ζήτηση διαθέσιμα κεφάλαια για την απόκτηση διοικητικής φύσεως άδειας (για την άσκηση του επαγγέλματος του ταξιδιωτικού πράκτορα). Εντούτοις, η γαλλική νομοθεσία προβλέπει ότι αν το ίδρυμα που χορηγεί την εγγύηση είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος άλλο από τη Γαλλία, το εν λόγω ίδρυμα πρέπει να έχει συνάψει συμφωνία με τραπεζικό ίδρυμα ή ασφαλιστική εταιρία εγκατεστημένη στη Γαλλία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι μια τέτοια απόφαση συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Δεδομένου ότι η προειδοποιητική επιστολή δεν προκάλεσε καμία αντίδραση των γαλλικών αρχών, απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη. Μετά την αιτιολογημένη γνώμη, η Γαλλία θέσπισε τα μέτρα που επιβάλλονται για τη συμμόρφωση προς την προαναφερόμενη απόφαση και η Επιτροπή έθεσε την υπόθεση αυτή στο αρχείο.

[117] Υπόθεση C-410/96, Συλλογή. 1998 σ. I-7875

Στον τομέα των ασφαλίσεων, η κακή μεταφορά των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο προκάλεσε το 2000 δύο αποφάσεις του Δικαστηρίου. Με την πρώτη διαπιστώνεται ότι το Βέλγιο δεν προέβη σε ορθή μεταφορά της τρίτης οδηγίας για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής [118], εξαιρώντας από το πεδίο εφαρμογής του εθνικού νόμου μεταφοράς κάθε ασφαλιστικό ταμείο ή ασφαλιστική επιχείρηση που καλύπτει τα εργατικά ατυχήματα, ακόμα και αν τα εν λόγω ταμεία ή επιχειρήσεις είναι κερδοσκοπικού χαρακτήρα με ασφάλιση ιδίων κινδύνων [119]. Στην απάντηση στην προειδοποιητική επιστολή βάσει του άρθρου 228 ΕΚ, οι βελγικές αρχές επισύναψαν προσχέδιο νόμου για την τροποποίηση της ασφάλισης έναντι εργατικών ατυχημάτων, που, μετά την έγκρισή του, αναμένεται ότι θα επιτρέψει τη συμμόρφωση του βελγικού δικαίου προς την οδηγία. Στην δεύτερη απόφαση, κατά της Γαλλίας [120], το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση συστηματικής ανακοίνωσης των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων, τα οποία προτείνει να χρησιμοποιήσει στο έδαφός της μια επιχείρηση στις σχέσεις της με τους πελάτες της, συνιστά απαίτηση αντιβαίνουσα στην ελεύθερη εμπορία ασφαλιστικών προϊόντων στην Κοινότητα, τη διασφάλιση της οποίας αποβλέπουν να εγγυηθούν οι τρεις οδηγίες για την ασφάλιση [121]. Μετά την απόφαση αυτή, κοινοποιήθηκε στις γαλλικές αρχές προειδοποιητική επιστολή βάσει του άρθρου 228 ΕΚ, οι οποίες επιβεβαίωσαν την πρόθεσή τους να συμμορφωθούν προς την απόφαση του Δικαστηρίου (στο ενδιάμεσο διάστημα, τα "πληροφοριακά δελτία" δεν απαιτούνται πλέον από τις αρμόδιες υπηρεσίες στην καθημερινή πρακτική τους).

[118] Οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής)

[119] Απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 2000 στην υπόθεση C-206/98, Επιτροπή κατά Βελγίου (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή)

[120] Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαΐου 2000 στην υπόθεση C-296/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή)

[121] Οδηγία 92/49/ΕΟΚ (προαναφέρθηκε) και οδηγία 9296/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Νοεμβρίου 1992 για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση ζωής, και για την τροποποίηση των οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 90/619/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία σχετικά με την ασφάλεια ζωής) - ΕΕ L 360 της 9ης Δεκεμβρίου 1992 σ. 1

Όσον αφορά την υπόθεση της μη κοινοποίησης εκ μέρους της Γαλλίας των αναγκαίων μέτρων για την προσαρμογή του "code de la Mutualitι" στις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου [122], οι γαλλικές αρχές επισήμαναν, σε απάντηση στην αιτιολογική γνώμη δυνάμει του άρθρου 228ΕΚ, ότι μόλις εξουσιοδοτηθεί η κυβέρνηση, θα πρέπει να της δοθεί ανώτατη προθεσμία τεσάρων μηνών για να θεσπίσει το νέο νομοθετικό πλαίσιο που θα εφαρμοστεί στα ταμεία αλληλασφάλισης - κάτι που αναμένεται για τις αρχές του 2001.

[122] Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1999 στην υπόθεση C-239/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας ( Συλλογή 1999, σ. I-8935)

Η θέσπιση από την ιταλική κυβέρνηση, στις 28 Μαρτίου 2000, του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 70/2000 (που αργότερα μετετράπη σε νόμο με τον νόμο μετατροπής αριθ. 137 της 26ης Μαΐου 2000) με το οποίο καθιερώνεται πάγωμα των τιμών των ασφαλιστικών συμβολαίων αστικής ευθύνης αυτοκινήτου, προκάλεσε άμεση αντίδραση της Επιτροπής, η οποία κίνησε επειγόντως διαδικασία για την αποκατάσταση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ασφαλιστικών προϊόντων που προβλέπεται από την τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής (92/49/ΕΟΚ), με την οποία καθιερώνεται το δικαίωμα εγκατάστασης και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Η Επιτροπή έκρινε ότι το εν λόγω πάγωμα των τιμών δεν αποτελεί τμήμα ενός γενικότερου συστήματος ελέγχου των τιμών ούτε δικαιολογείται από την άποψη του γενικού συμφέροντος.

Σε συνέχεια της διαδικασίας που κινήθηκε κατά του Λουξεμβούργου σχετικά με τη ρύθμιση του γραφείου ασφαλίσεως και με το ταμείο εγγύησης της ασφάλισης αυτοκινήτων - που απαιτούσε, κατά την έναρξη κάθε ετήσιας περιόδου δραστηριότητας, την καταβολή κατ' αποκοπήν εισφορών, μη αποδοτέων, σε όλους τους μετόχους ασφαλιστές, χωρίς να λαμβάνει υπόψη αν ήσαν εγκατεστημένοι στο Λουξεμβούργο ή δρούσαν ως πάροχοι υπηρεσιών από άλλα κράτη μέλη, η εν λόγω ρύθμιση τροποποιήθηκε προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις της οδηγίας 90/618/ΕΟΚ [123], δηλ. για να υπολογίζεται σε συνάρτηση με τα έσοδα που πραγματικά εισπράχθηκαν ή τον αριθμό των κινδύνων που πραγματικά καλύφθηκαν στο Λουξεμβούργο. Κατά συνέπεια, η διαδικασία ετέθη στο αρχείο και δεν εδόθη συνέχεια. Άλλη διαδικασία, κατά του Ηνωμένου Βασιλείου, για το πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης ασφάλισης που να καλύπτει την αστική ευθύνη για αυτοκίνητα, ετέθη στο αρχείο υπό το πρίσμα των μεταβολών που εισήχθησαν στη βρετανική νομοθεσία.

[123] ΕΕ L 330 της 29ης Νοεμβρίου 1990, σ. 44

Τέλος, συνεχίζεται η διαδικασία κατά της Ισπανίας σχετικά με το κατά πόσον είναι συμβατή προς τους κανόνες της συνθήκης ΕΚ για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρο 49) η υποχρέωση προηγούμενης έγκρισης για τη λειτουργία ασφαλειομεσιτών επί του ισπανικού εδάφους. Πρέπει εντούτοις να υπογραμμιστεί ότι υποβλήθηκε από την Επιτροπή, στις 20 Σεπτεμβρίου 2000, πρόταση οδηγίας σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση [124], που προορίζεται να αντικαταστήσει την οδηγία που ισχύει από το 1976.

[124] COM (2000) 511 τελικό

Περιπτώσεις κακής εφαρμογής

Για το έτος 2000, πρέπει να επισημανθούν 4 περιπτώσεις κακής εφαρμογής της νομοθεσίας στον τραπεζικό τομέα.

Δύο υποθέσεις αφορούν την Ιταλία. Η πρώτη αφορά εικαζόμενη διάκριση με βάση την υπηκοότητα όσον αφορά την επιστροφή των εκπτώσεων φόρου σε τράπεζες. Στο εν λόγω κράτος μέλος εστάλη προειδοποιητική επιστολή, προκειμένου να γίνουν γνωστά τα κριτήρια που εφαρμόστηκαν για την κατάρτιση του καταλόγου με βάση τον οποίο επεστράφησαν αυτές οι εκπτώσεις. Η δεύτερη υπόθεση αφορά τη ρύθμιση σχετικά με την παρακράτηση φόρων στην πηγή όσον αφορά τους τόκους που συνδέονται με δάνεια. Η Επιτροπή εξετάζει την υπόθεση για να διαπιστώσει κατά πόσον η ιταλική νομοθεσία κάνει διάκριση με βάση την εγκατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος στην Ιταλία ή σε άλλο κράτος μέλος. Στις ιταλικές αρχές απεστάλη επιστολή με την οποία ζητούνται οι απαραίτητες πληροφορίες και μέχρι στιγμής δεν έχει ληφθεί καμία απάντηση.

Μετά την αποστολή προειδοποιητικής επιστολής προς τις ελληνικές αρχές το 1999, η Επιτροπή απέστειλε, το 2000, επιστολή με την οποία ζητούνται συμπληρωματικές πληροφορίες. Οι εν λόγω αρχές χορηγούν κρατική εγγύηση για δάνεια προς επιχειρήσεις σε ορισμένες μειονεκτικές περιοχές στην Ελλάδα. Από πληροφορίες που έχουν περιέλθει στην Επιτροπή προκύπτει ότι η εν λόγω εγγύηση χορηγείται μόνο σε πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ελλάδα. Τα δάνεια που χορηγούνται στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από κοινοτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης δεν μπορούν να τύχουν αυτής της εγγύησης. Η απάντηση στην επιστολή της Επιτροπής ευρίσκεται επί του παρόντος υπό εξέταση.

Τέλος, εικαζόμενη παραβίαση αφορά τη Γαλλία. Η Επιτροπή απέστειλε επιστολή με την οποία ζητούνται πληροφορίες καθόσον φαίνεται ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν επιτρέπει στα γαλλικά πιστωτικά ιδρύματα και στα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων άλλων κρατών μελών να δίνουν επιτόκιο στους τρέχοντες λογαριασμούς των πελατών τους. Η Επιτροπή δεν έχει λάβει απάντηση στην επιστολή αυτή.

Στον τομέα των ασφαλίσεων, εστάλη αιτιολογημένη γνώμη στην Ελλάδα για να επιστηθεί η προσοχή των αρχών της χώρας αυτής στην εφαρμογή των κανόνων σχετικά με την προσφορά κάλυψης οδικής βοήθειας επί του ελληνικού εδάφους από ασφαλιστικές εταιρίες άλλων κρατών μελών. Πράγματι, οι κανόνες αυτοί αποτελούν φραγμό στην καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ασφαλειών και παραβιάζουν όχι μόνο τις διατάξεις των οδηγιών περί ασφαλίσεων αλλά και τις διατάξεις της συνθήκης ΕΚ που αφορούν την ελεύθερη εγκατάσταση και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Όσον αφορά τη διαδικασία κατά της Γερμανίας σχετικά με την απαγόρευση σώρευσης της ασφάλειας υγείας με άλλους κλάδους, που κρίνεται ως μη συμβατή με τις διατάξεις της τρίτης οδηγίας για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής, η εν λόγω διαδικασία συνεχίζεται.

Η υπόθεση γνωστή ως "Champalimaud", που προκάλεσε την κίνηση διαδικασίας κατά της Πορτογαλίας μετά την αντίθεση των αρχών της εν λόγω χώρας να συμφωνήσουν για την ειδική συμμετοχή ενός ισπανικού τραπεζικού ομίλου στον εν λόγω πορτογαλικό όμιλο, έληξε και ετέθη στο αρχείο.

Στον τομέα των κινητών αξιών, η Επιτροή έθεσε στο αρχείο τις δύο διαδικασίες που είχε κινήσει το 1998 κατά της Ιταλίας (άρθρα 49 και 56) και της Γαλλίας (άρθρα 43, 49 και 56), για εθνικά φορολογικά μέτρα που είχαν ως αποτέλεσμα να ευνοούν τις εσωτερικές χρηματιστηριακές αγορές τους σε βάρος άλλων χρηματιστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μετά την αιτιολογημένη γνώμη που απεστάλη ταυτόχρονα τον Οκτώβριο 1999, τα δύο κράτη μέλη διαβίβασαν στην Επιτροπή, στις αρχές του 2000, το κείμενο των νόμων που θεσπίστηκαν τον Δεκέμβριο 1999 και τροποποιούσαν τις σχετικές διατάξεις. Σε άλλη υπόθεση, αρκετά συγκρίσιμη ως προς τις αρχές της, η Επιτροπή, στο πλαίσιο διαδικασίας που κινήθηκε το 1999 (άρθρα 49 και 56), απέστειλε αιτιολογημένη γνώμη προς την Αυστρία [125]. Οι εν λόγω διατάξεις αποτελούν φορολογικές απαλλαγές και οφέλη που απευθύνονται αποκλειστικά στις αυστριακές επενδυτικές εταιρίες, σε βάρος των επενδυτικών εταιριών άλλων κρατών μελών.

[125] IP/00/1203 της 24ης Οκτωβρίου 2000

2.10.3.3. Ταχυδρομικές υπηρεσίες

Τέθηκαν στο αρχείο οι διαδικασίες επί παραβάσει κατά της Ιρλανδίας και του Λουξεμβούργου για μη μεταφορά της οδηγίας 97/67/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών [126]. Όλα τα κράτη μέλη έχουν πλέον μεταφέρει την οδηγία στο εθνικό δίκαιο και έχουν κοινοποιήσει τα εθνικά μέτρα εκτέλεσης.

[126] JO L 15 της 21ης Ιανουαρίου 1998 σ. 14

2.10.3.4. Εμπορικές επικοινωνίες

Η Επιτροπή συνέχισε την έξέταση των εξελισσόμενων διαδικασιών επί παραβάσει. Συνέχισε τον διάλογο, σε υψηλότατο επίπεδο, με τις γαλλικές αρχές για την ερμηνεία του νόμου "Evin" (που απαγορεύει τις τηλεοπτικές διαφημίσεις των οινοπνευματωδών ποτών) στις ειδικές περιπτώσεις αθλητικών συναντήσεων που διεξάγονται στην αλλοδαπή και αναμεταδίδονται στη Γαλλία. Η διαδικασία αυτή είχε γίνει το 1997 αντικείμενο αιτιολογημένης γνώμης.

Η Επιτροπή απηύθυνε στη Γερμανία αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με τη νομοθεσία της περί πριμοδοτήσεων και εκπτώσεων. Έκτοτε, η Επιτροπή πληροφορήθηκε για την ύπαρξη ενός σχεδίου νόμου που θα θέσει τέλος στις διατάξεις που αποτελούν το αντικείμενο της αιτιολογημένης γνώμης. Η Επιτροπή παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την εξέλιξη της υπόθεσης.

Μετά από την καταγγελία φορέος, η Επιτροπή απηύθυνε, στις 24 Ιουλίου 2000, αιτιολογημένη γνώμη προς τη Γαλλάι, σχετικά με τη γαλλική νομοθεσία περί της διανομής καταλόγων για τις πωλήσεις σε δημοπρασία. Η Επιτροπή έκρινε ότι η εν λόγω νομοθεσία ευνοεί, κατά παράβαση των άρθρων 49 κ.ε. της συνθήκης, τη διεξαγωγή πωλήσεων σε δημοπρασία στη Γαλλία.

2.10.3.5. Μέσα ενημέρωσης

Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι μετά από αιτιολογημένη γνώμη που απηύθυνε στο Βέλγιο σχετικά με τα εμπόδια στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που δημιουργούνται από την επιβολή φόρου στις παραβολικές κεραίες, που ισχύει σε πολλούς δήμους και κοινότητες, οι περισσότεροι δήμοι και κοινότητες κατάργησαν τον εν λόγω φόρο. Παραμένει σε ορισμένους ακόμα το θέμα της επιστροφής των εισπραχθέντων φόρων.

2.10.4. Επιχειρηματικό περιβάλλον

2.10.4.1. Δημόσιες συμβάσεις

Για να εξασφαλιστεί η καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, είναι ουσιαστικής σημασίας να εφαρμόζονται οι κανόνες και να τηρούνται κατά τρόπο ενιαίο σε όλα τα κράτη μέλη. Στην ανακοίνωση για τις δημόσιες συμβάσεις [127], η Επιτροπή έχει προτείνει σειρά μέτρων για να διασφαλιστεί η τήρηση του κοινοτικού δικαίου.

[127] Έγγαρφο COM (98) 143, Ανακοίνωση της Επιτροπής της 11ης Μαρτίου 1998: Οι δημόσιες συμβάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πρβλ. ειδικότερα σημείο 2.2

Μεταξύ των μέτρων αυτών, η Επιτροπή αναγνωρίζει την ανάγκη να ακολουθηθεί μια προσέγγιση πιο συστηματική και οριζόντια στο χειρισμό των περιπτώσεων παράβασης των κανόνων για τις δημόσιες συμβάσεις και να μην γίνεται τυχαία αντιμετώπιση των καταγγελιών που της υποβάλλονται. Υπό το πρίσμα αυτό, η Επιτροπή εστράφη προς τα κράτη μέλη για να προλάβει παραβάσεις, για παράδειγμα όταν γίνονται προετοιμασίες για σημαντικές εκδηλώσεις (ολυμπιακοί αγώνες, μεγάλες εκθέσεις και πολιτιστικές εκδηλώσεις κλπ) ή όταν γίνεται σχεδιασμός μεγάλων έργων υποδομής με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την άποψη των δημοσίων συμβάσεων. Εξάλλου, σε περίπτωση σοβαρότατων παραβάσεων που της γνωστοποιήθηκαν καθ' οιονδήποτε τρόπο, η Επιτροπή έλαβε την πρωτοβουλία να κινήσει τη διαδικασία βάσει του άρθρου 226. Τέλος, όταν κάποια συγκεκριμένη περίπτωση που της γνωστοποιήθηκε αφορούσε γενικό πρόβλημα εφαρμογής, η Επιτροπή επαλήθευσε την κατάσταση σε όλα τα κράτη μέλη για να επισημάνει όλα όσα ευρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση παράβασης. Έτσι, μετά τον χειρισμό των προβλημάτων των αυτοκινητοδρόμων στην Ιταλία και τη Γαλλία, οι υπηρεσίες της Επιτροπής αποφάσισαν να μελετήσουν το θέμα της κατασκευής και της διαχείρισης των αυτοκινητοδρόμων σε όλα τα κράτη μέλη. Στο πλαίσιο αυτής της "οριζόντιας εξέτασης", οι υπηρεσίες της Επιτροπής εζήτησαν από τα κράτη μέλη πληροφορίες που θα τους επιτρέψουν να αποφασίσουν κατά πόσον υφίσταται ή όχι παράβαση του κοινοτικού δικαίου.

Στην προαναφερθείσα ανακοίνωση, η Επιτροπή καλεί επίσης τα κράτη μέλη να ορίσουν ανεξάρτητες υπηρεσίες ειδικευμένες στις δημόσιες συμβάσεις που θα αποτελέσουν το σημείο αναφοράς για την ταχεία και άτυπη επίλυση προβλημάτων σχετικών με την πρόσβαση στις δημόσιες συμβάσεις. Ορισμένα κράτη μέλη, όπως π.χ. η Ιταλία, ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό. Η Επιτροπή ενθαρρύνει και τα υπόλοιπα κράτη μέλη να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Ιταλίας. Χωρίς να αποδύεται των καθηκόντων της ως θεματοφύλακα του κοινοτικού δικαίου, η Επιτροπή δεν διαθέτει επαρκείς ανθρώπινους και υλικούς πόρους για να επιλύσει όλα τα προβλήματα που δημιουργούνται. Μια τέτοια αποκέντρωση στον χειρισμό των υποθέσεων σε εθνικό επίπεδο αποβλέπει στο να απαλλάξει την Επιτροπή από ένα μέρος των διαφορών που της υποβάλλονται σήμερα. Με τον τρόπο αυτό θα μπορέσει να επικεντρώσει την προσοχή της στο ρόλο της επεξεργασίας νομοθετικών προτάσεων και στο χειρισμό υποθέσεων που έχουν αντίκτυπο σε ευρωπαϊκό επίπεδο ή θέτουν σημαντικά θέματα ερμηνείας, ενώ οι καταγγέλλοντες μπορούν να επιλύσουν τη διαφορά σε εθνικό επίπεδο. Με τον ίδιο στόχο, η Επιτροπή στηρίζει και συμμετέχει ενεργά σε ένα πιλοτικό έργο συντονισμού και συνεργασίας μεταξύ των διοικήσεων των κρατών μελών, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1998 με πρωτοβουλία της Δανίας.

Τέλος, στην ανακοίνωσή της για τις δημόσιες συμβάσεις, η Επιτροπή αναγνώρισε επίσης την ανάγκη να διασαφηνιστούν οι κανόνες για να καταστεί ευκολότερη η εφαρμογή τους. Έτσι, σε ένα τομέα σημαντικό για την εσωτερική αγορά, τον τομέα των συμβάσεων παραχώρησης, η Επιτροπή δημοσίευσε ερμηνευτική ανακοίνωση [128] στην οποία προσδιορίζονται οι κανόνες και οι αρχές που εφαρμόζονται στο εν λόγω φαινόμενο. Η εν λόγω ερμηνευτική ανακοίνωση αποτέλεσε το αντικείμενο ευρείας διαβούλευσης των κυριοτέρων πολιτικών και οικονομικών φορέων.

[128] Ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής της 24ης Απριλίου 2000 για τις παραχωρήσεις στο κοινοτικό δίκαιο. ΕΕ C 121 της 29ης Απριλίου 2000

Η διαδικασία για παράλειψη του άρθρου 226 της συνθήκης παραμένει ουσιαστικό μέσο στη διάθεση της Επιτροπής για να διασφαλίσει την τήρηση του κοινοτικού δικαίου. Κατωτέρω εκτίθενται οι κύριες ενέργειες που διεξήχθησαν από την Επιτροπή, με τη χρησιμοποίηση αυτού του μέσου, κατά το έτος 2000.

Η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς σε ένα πρωταρχικό τομέα της ευρωπαϊκής οικονομίας, όπως είναι οι δημόσιες συμβάσεις, αρχίζει από την ορθή μεταφορά των κοινοτικών οδηγιών που έχουν εκδοθεί στον εν λόγω τομέα. Όμως, ορισμένες εκδοθείσες οδηγίες στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων δεν είχαν ακόμη μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο το 2000. Έτσι, για τις οδηγίες 97/52/ΕΚ και 98/04/ΕΚ που αφορούν τις κλασσικές οδηγίες [129] και τους ειδικούς τομείς [130] αντίστοιχα και περιλαμβάνουν ορισμένους κανόνες της συμφωνίας για τις δημόσιες συμβάσεις, οι προσφυγές για μη μεταφορά συνεχίζονται κατά της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου.

[129] Οδηγίες 93/36/ΕΟΚ, 93/37/ΕΟΚ και 92/50/ΕΟΚ σχετικά με, αντίστοιχα, την ανάθεση συμβάσεων προμηθειών, έργων και υπηρεσιών

[130] Οδηγία 93/38/ΕΟΚ σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων στους τομείς ύδατος, ενέργειας, μεταφορών και τηλεπικονωνιών

Εξάλλου, η εξέταση των εθνικών μέτρων που ανακοινώθηκαν κατέληξε σε κίνηση 12 διαδικασιών για μη συμμόρφωση, εκ των οποίων 8 ευρίσκονται τουλάχιστον στο στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης. Ενίοτε, οι υποθέσεις αυτές αφορούν θέματα αρχής ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την εκτέλεση των δημοσίων συμβάσεων που συνάπτονται στα σχετικά κράτη μέλη.

Επιπλέον, ακόμη και όταν έχει γίνει η μεταφορά, πρέπει να διασφαλιστεί ότι θα εφαρμοστούν ορθά οι κανόνες. Επομένως, η Επιτροπή συνέχισε τη δράση για τον έλεγχο της εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου στις διαδικασίες ανάθεσης μεμονωμένων συμβάσεων, κυρίως μέσω καταγγελιών, καθώς επίσης και με την ανάλυση και την παρακολούθηση των αυτεπαγγέλτως διαπιστωθεισών περιπτώσεων.

Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή εξέτασε κατά τη διάρκεια του έτους 333 φακέλλους εκ των οποίων 140 νέες υποθέσεις. Ταυτόχρονα, κατέστη δυνατόν να τεθούν στο αρχείο 74 φάκελοι, καθόσον στις περισσότερες περιπτώσεις ελήφθησαν τα απαραίτητα μέτρα από τις επιδικάζουσες αρχές ή τις αρχές εποπτείας για να επανορθωθούν οι διαπραχθείσες παρατυπίες. Η διαδικασία διαλόγου και συνεννόησης ("συνεδριάσεις-πακέτα") που τέθηκε σε εφαρμογή για να δοθεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα αναζήτησης, από κοινού, στις εκκρεμούσες διαφορές, λύσεων συμφώνων προς το κοινοτικό δίκαιο, συνέβαλε σαφώς σε αυτό το αποτέλεσμα.

Μπορούν να αναφερθούν ορισμένα παραδείγματα.

Μετά από παρέμβαση των υπηρεσιών της Επιτροπής, πολλές επιδικάζουσες αρχές ακύρωσαν τις διαδικασίες ανάθεσης των συμβάσεων. Έτσι, για παράδειγμα, στη Γαλλία, ακυρώθηκε σύμβαση για την προμήθεια ιστοκεραιών υψηλής συχνότητας. Η Επιτροπή είχε κινήσει διαδικασία με την αιτιολογία ότι η επιδικάζουσα αρχή είχε απαιτήσει από επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υποβάλει γαλλικά πιστοποιητικά για τη στήριξη του φακέλλου υποψηφιότητάς της. Μια άλλη γαλλική σύμβαση ακυρώθηκε επίσης εν μέρει: οι γαλλικές αρχές αποδέχτηκαν την ανάλυση που πραγματοποίησε η Επιτροπή, σύμφωνα με την οποία η ADEME (agence de l'environnement et de la maξtrise de l'ιnergie) είναι επιδικάζουσα αρχή υποκείμενη στους κανόνες των κοινοτικών οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις.

Εξάλλου, οι υπηρεσίες της Επιτροπής έλαβαν καταγγελία κατά της πόλης της Βιέννης λόγω του ότι αυτή δεν δημοσίευε τις διακηρύξεις συμβάσεων παροχής ασφαλιστικών υπηρεσιών για τα διαμερίσματα ιδιοκτησίας της, αλλά ανέθετε επί έτη τις συμβάσεις στην ίδια εταιρία. Μετά από παρέμβαση της Επιτροπής, και ειδικότερα μετά από τον διάλογο με τις αυστριακές αρχές στο πλαίσιο "συνεδρίασης-πακέτο", οι εν λόγω αρχές ανέλαβαν τη δέσμευση να θέσουν υπό καθεστώς ανταγωνισμού από το 2001 τις υπό αμφισβήτηση συμβάσεις.

Μια άλλη αυστριακή υπόθεση, η οποία αφορά σύμβαση που ουδέποτε ετέθη υπό καθεστώς ανταγωνισμού και ανατίθετο από το 1945 στην ίδια εταιρία, κατέστη δυνατό να διελευκανθεί μετά από παρέμβαση των υπηρεσιών της Επιτροπής. Η σύμβαση αυτή, παραχώρηση υπηρεσιών, δεν υπόκειτο στις κοινοτικές οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις αλλά στους κανόνες της συνθήκης. Κατά συνέπεια, οι αυστριακές αρχές επέλεξαν τη διαφάνεια και δημοσίευσαν πρόσκληση για την υποβολή προσφορών στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Στο πλαίσιο καταγγελίας της ομοσπονδιακής γερμανικής υπηρεσίας για τη στρατιωτική τεχνολογία και τις δημόσιες συμβάσεις (Bundesamt fόr Wehrtechnik und Beschaffung), οι γερμανικές αρχές αναγνώρισαν, μετά από την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής, την παραβίαση του κοινοτικού δικαίου. Ταυτόχρονα, πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι η σχετική επιδικάζουσα αρχή είχε λάβει εντολή να εφαρμόσει αυστηρά τους κανόνες για τις δημόσιες συμβάσεις, και συγκεκριμένα να αναφέρει συστηματικά στα έγγραφα των συμβάσεων τη ρήτρα ισοδυναμίας των προϊόντων.

Η Επιτροπή έλαβε την απόφαση να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στην Ιταλία σχετικά με δημόσια σύμβαση παροχής υπηρεσιών που είχε ανατεθεί με ταχεία διαδικασία διαπραγμάτευσης με προηγούμενη δημοσίευση, την οποία είχε κινήσει το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικού Προγραμματισμού για την ανάθεση υπηρεσιών τεχνικής και διοικητικής βοήθειας στην προετοιμασία έργων με την ονομασία "Τοπικά σύμφωνα". Η εν λόγω διαδικασία εμφάνισε πολλές παραβιάσεις της οδηγίας 92/50/ΕΚ για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών. Μετά από ενέργεια της Επιτροπής, οι ιταλικές αρχές έθεσαν τέλος στις παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου αίροντας την άδεια που είχε χορηγηθεί στους υπευθύνους των συμφώνων να κάνουν χρήση εταιριών επί συμβάσει.

Άλλες υποθέσεις αποτέλεσαν αντικείμενο προσφυγών στο Δικαστήριο.

Για παράδειγμα, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Γαλλίας για ελλιπή μεταφορά των οδηγιών 97/52/ΕΚ και 98/4/ΕΚ που τροποποιούν τις οδηγίες των δημοσίων συμβάσεων μετά τη Συμφωνία για τις δημόσιες συμβάσεις. Η Γαλλία καταδικάστηκε επίσης σε υπόθεση σχετική με τις συμβάσεις έργων ηλεκτροδότησης και δημόσιου φωτισμού στο διαμέρισμα Vendιe. Η επιδικάζουσα αρχή είχε συγκεκριμένα κατακερματίσει το σύνολο των συμβάσεων αυτών, απαλλάσσοντας έτσι ένα μεγάλο μέρος τους από τις υποχρεώσεις θέσης υπό καθεστώς ανταγωνισμού, τις οποίες προβλέπει η οδηγία 93/38/ΕΟΚ.

Επίσης, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Γερμανίας όσον αφορά δύο συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που ανατέθηκαν χωρίς προηγούμενη δημοσίευση από την πόλη Braunschweig και τον δήμο του Bockhorn αντίστοιχα. Αν και η Γερμανία αναγνώρισε ότι υφίσταται παραβίαση των κοινοτικών οδηγιών, η Επιτροπή αποφάσισε την προσφυγή με το αιτιολογικό ότι η παραβίαση εξακολουθεί και συνεχίζει να παράγει αποτελέσματα, δεδομένου ότι η ισχύς των συμβάσεων είναι τριακονταετής.

Εξάλλου, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο για υπόθεση που αφορά το Βέλγιο, όπου δημόσια σύμβαση παροχής υπηρεσιών φωτογράφησης της βελγικής ακτής ανατέθηκε σε εταιρία χωρίς προηγούμενη δημοσίευση.

2.10.4.2. Προστασία των δεδομένων

Οι οδηγίες 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών [131] και 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προστασία των βάσεων δεδομένων στον τομέα των τηλεπικοινωνιών [132] έπρεπε να μεταφερθούν στο εθνικό δίκαιο μέχρι την 25η Οκτωβρίου 1998.

[131] ΕΕ L 281 της 23ης Νοεμβρίου 1995, σ. 31

[132] ΕΕ L 24 της 30ής Ιανουαρίου 1998, σ. 1

Ένδεκα κράτη μέλη έχουν ανακοινώσει τα εθνικά μέτρα για την μεταφορά της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Τα μέτρα αυτά θα εξεταστούν προκειμένου να καθορισθεί εάν πρόκειται για πλήρεις και ορθές μεταφορές. Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά των κρατών μελών που δεν έχουν κοινοποιήσει τη μεταφορά, δηλαδή κατά της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιρλανδίας και του Λουξεμβούργου.

Όσον αφορά την οδηγία 97/66/ΕΚ, βλ. σημείο 2.7. Κοινωνία της πληροφορίας.

2.10.4.3. Πνευματική ιδιοκτησία

Βιομηχανική ιδιοκτησία

Στον τομέα της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, υπάρχουν επί του παρόντος μόνο τρεις ισχύουσες οδηγίες. Πρόκειται για την οδηγία 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τα σήματα [133] και για τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/44/ΕΚ για την έννομη προστασία των βιοτεχνολογικών εφευρέσεων [134] και 98/71/ΕΚ για τη νομική προστασία σχεδίων και υποδειγμάτων [135].

[133] ΕΕ L 40 της 11/ 2/ 1989, σ.1

[134] ΕΕ L 213 της 30/7/1998, σ.13

[135] ΕΕ L 289 της 28/10/1998, σ.28

Σύμφωνα με την οδηγία για τα σήματα, το καταχωρημένο σήμα παρέχει στον δικαιούχο του αποκλειστικό δικαίωμα το οποίο, ελλείψει της συναίνεσής του, του δίνει τη δυνατότητα να απαγορεύει σε κάθε τρίτο τη χρήση του σήματος στον επαγγελματικό βίο. Η εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τα εθνικά σήματα δεν είναι πλήρης αλλά περιορίζεται σε ορισμένες πτυχές που έχουν πιο άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Εκτός των εναρμονισμένων πτυχών, και ιδίως εκείνων που αφορούν τη διαδικασία, τα κράτη μέλη διατηρούν κάθε ελευθερία όσον αφορά τον προσδιορισμό του πλέον κατάλληλου προς την παράδοσή τους συστήματος. Όλα τα κράτη μέλη ανακοίνωσαν την εθνική τους νομοθεσία μεταφοράς της οδηγίας αυτής.

Δεδομένου ότι μια διαφορετική εξέλιξη των εθνικών νομοθεσιών για την έννομη προστασία των βιοτεχνολογικών εφευρέσεων στην Κοινότητα μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για τη βιομηχανική ανάπτυξη των εν λόγω εφευρέσεων και την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, κρίθηκε σημαντικό να αποκτήσει η Κοινότητα νομοθεσία στον εν λόγω τομέα. Δεν θεωρήθηκε όμως απαραίτητο να θεσπισθεί ειδικό δίκαιο που θα υποκαθιστά το εθνικό δίκαιο για την ευρεσιτεχνία. Το κοινοτικό πλαίσιο μπορεί να περιοριστεί στη θέσπιση ορισμένων αρχών που έχουν ως στόχο τον προσδιορισμό της διαφοράς μεταξύ εφεύρεσης και ανακάλυψης σε συνάρτηση με τη δυνατότητα ευρεσιτεχνιακής κατοχύρωσης ορισμένων στοιχείων ανθρώπινης προέλευσης καθώς και να περιοριστεί στην έκταση της προστασίας που παρέχει ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε μια βιοτεχνολογική εφεύρεση, στη δυνατότητα προσφυγής σε ένα σύστημα κατάθεσης που συμπληρώνει την γραπτή περιγραφή και στη δυνατότητα απόκτησης υποχρεωτικών μη αποκλειστικών αδειών λόγω αλληλεξάρτησης μεταξύ φυτικών ποικιλιών και εφευρέσεων. Τα κράτη μέλη ήταν υποχρεωμένα να μεταφέρουν την οδηγία 98/44/ΕΚ το αργότερο στις 30 Ιουλίου 2000. Τρία κράτη μέλη (Δανία, Φινλανδία, Ιρλανδία) έχουν κοινοποιήσει έως σήμερα τα εθνικά τους μέτρα μεταφοράς της οδηγίας αυτής.

Η εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σε θέματα σχεδίων και υποδειγμάτων, όπως και η εναρμόνιση των νομοθεσιών σε θέματα εθνικών σημάτων, δεν είναι πλήρης αλλά περιορίζεται σε ορισμένες πτυχές που έχουν πιο άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Οι πτυχές αυτές είναι η απόκτηση δικαιώματος μέσω της καταχώρησης επί σχεδίου ή υποδείγματος υπό ταυτόσημους όρους, ο ενιαίος προσδιορισμός της έννοιας του σχεδίου ή υποδείγματος καθώς και οι απαιτήσεις για νεωτερισμό και ατομικότητα τις οποίες πρέπει να πληροί το καταχωρημένο σχέδιο ή υπόδειγμα καθώς και μια ισοδύναμη προστασία σε όλα τα κράτη μέλη. Εκτός από τις εναρμονισμένες πτυχές, τα κράτη μέλη διατηρούν κάθε ελευθερία να προσδιορίσουν το πλέον προσαρμοσμένο στην παράδοσή τους καθεστώς. Τα κράτη μέλη πρέπει να θέσουν σε ισχύ τις νομοθετικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή τους με την παρούσα οδηγία το αργότερο μέχρι τις 28 Οκτωβρίου 2001.

Πνευματική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώματα

Υπάρχουν έξι ισχύουσες οδηγίες στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων (87/54/ΕΟΚ σχετικά με τις τοπογραφίες προϊόντων ημιαγωγών [136], 91/250/ΕΟΚ σχετικά με τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών [137], 92/100/ΕΟΚ σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης και δανεισμού [138], 93/83/ΕΟΚ σχετικά με την καλωδιακή και δορυφορική αναμετάδοση [139], 93/98/ΕΟΚ σχετικά με τη διάρκεια [140], 96/9/ΕΚ σχετικά με τις βάσεις δεδομένων [141]).

[136] ΕΕ L 24 της 27 /1/1987, σ. 36

[137] ΕΕ L 122 της 17/5/1991, σ. 42

[138] ΕΕ L 346 της 27/11/1992, σ.61

[139] ΕΕ L 248 της 6/10/1993, σ.15

[140] ΕΕ L 290 της 24/11/1993, σ.9

[141] ΕΕ L 77 της 27/3/1996, σ.20

Εθνικά μέτρα εκτέλεσης

Όλα τα κράτη μέλη έχουν πλέον ανακοινώσει τα εθνικά μέτρα εκτέλεσης για όλες τις πέντε πρώτες οδηγίες, πλην της Ιρλανδίας που αποτέλεσε αντικείμενο δύο αποφάσεων στο τέλος του 1999 λόγω της μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης της οδηγίας 92/100/ΕΟΚ (υπόθεση C-213/98 [142]) και της οδηγίας 93/83/ΕΟΚ (υπόθεση C-212/98 [143]).

[142] Απόφαση της 12/10/ 1999, Συλλογή 1999, σ. Ι-6973

[143] Απόφαση της 25/11/1999, Συλλογή 1999, σ. Ι-8571

Όσον αφορά την οδηγία «βάσεις δεδομένων», η οποία έπρεπε να μεταφερθεί πριν την 1η Ιανουαρίου 1998, δεκατρία κράτη μέλη κοινοποίησαν τα μέτρα τους. Οι διαδικασίες παράβασης είχαν φθάσει στο στάδιο της προσφυγής στο Δικαστήριο για την Ελλάδα, την Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο και την Πορτογαλία. Η Ελλάδα και η Πορτογαλία κοινοποίησαν τα εθνικά μέτρα εκτέλεσης και επομένως συμμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς. Συνεπώς, τέθηκαν στο αρχείο οι διαδικασίες παράβασης που είχαν κινηθεί εις βάρος τους. Αντίθετα, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση λόγω παράλειψης κατά του Λουξεμβούργου (υπόθεση C-348/99 [144]) στις 13 Απριλίου 2000. Εφόσον, η Επιτροπή δεν έλαβε απάντηση εκ μέρους των αρχών του Λουξεμβούργου έως σήμερα, συνεχίζει τη διαδικασία παράβασης δυνάμει του άρθρου 228 της Συνθήκης. Η υπόθεση C-370/99 κατά της Ιρλανδίας εκκρεμεί ακόμα στο Δικαστήριο.

[144] Συλλογή 2000 σ. I-2917 (γαλλική έκδοση)

Επίσης, ασκήθηκε προσφυγή στο Δικαστήριο κατά της Ιρλανδίας για μη κύρωση της σύμβασης της Βέρνης (Πράξη του Παρισιού 1971). Η υπόθεση (C-13/2000) εκκρεμεί ακόμα και η Ιρλανδία δεν έχει κοινοποιήσει την πράξη προσχώρησής της στην προαναφερόμενη σύμβαση.

Περιπτώσεις μη συμμόρφωσης

Δύο διαδικασίες που κινήθηκαν βρίσκονται στο στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης, η μία κατά της Ιταλίας για μη συμμόρφωση προς την οδηγία 93/98/ΕΟΚ και η άλλη κατά του Ηνωμένου Βασιλείου για μη συμμόρφωση προς την οδηγία 92/100/ΕΟΚ. Μια διαδικασία παράβασης που κινήθηκε βρίσκεται στο στάδιο της προειδοποιητικής επιστολής κατά της Δανίας για διακριτική μεταχείριση των μη εθνικών εταιρειών διαχείρισης.

2.10.4.4. Δίκαιο των εταιρειών και χρηματοικονομική ενημέρωση

Η Επιτροπή, μετά την εξέταση των μέτρων που εγκρίθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο, τον Οκτώβριο του 1999, για τη μεταφορά των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ [145], 83/349/ΕΟΚ [146], 90/604/ΕΟΚ [147] και 90/605/ΕΟΚ [148] στο Γιβραλτάρ, έθεσε στο αρχείο τις αντίστοιχες υποθέσεις στις 5 Ιουλίου 2000. Την ίδια ημερομηνία, η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο μια καταγγελία κατά της Ιταλίας σχετικά με την έγκριση των ατόμων που είναι επιφορτισμένα με το νομικό έλεγχο των λογιστικών εγγράφων.

[145] ΕΕ L 222 της 14/8/1978, σ.11

[146] ΕΕ L 193 της 18/7/ 1983, σ.1

[147] ΕΕ L 317 της 16/11/1990, σ.57

[148] ΕΕ L 317 της 16 /11/1990, σ.60

Μετά από την απόφαση του Δικαστηρίου της 29 Σεπτεμβρίου 1998 (υπόθεση C-191/95 [149]), με την οποία διαπιστώθηκε η μη εκπλήρωση από τη Γερμανία των υποχρεώσεών της δυνάμει των οδηγιών του Συμβουλίου 68/151/ΕΟΚ [150] (μητρώο εταιριών) και 78/660/ΕΟΚ (ετήσιοι λογαριασμοί), οι γερμανικές αρχές ενέκριναν στις 24 Φεβρουαρίου 2000, το νόμο "Kapitalgesellschaften und Co-Richtlinie-Gesetz (KapCoRiLiG)" (βλέπε BGBI. I S.154). Μετά από εξέταση του κειμένου αυτού, η Επιτροπή στις 21 Δεκεμβρίου 2000, έθεσε στο αρχείο τις υποθέσεις παράβασης κατά της Γερμανίας σχετικά με τη μεταφορά των οδηγιών 68/151/ΕΟΚ, 78/660/ΕΟΚ και 90/605/ΕΟΚ (ετήσιοι και ενοποιημένοι λογαριασμοί).

[149] Συλλογή 1998 σ. I-5449

[150] ΕΕ L 65 της 14/3/1968, σ.8

2.10.5. Νομικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα ως προς τα προσόντα

Νομολογία του Δικαστηρίου

Όσον αφορά την επαγγελματική αναγνώριση των διπλωμάτων που αποκτώνται σε τρίτες χώρες και έχουν ήδη αναγνωρισθεί από κράτος μέλος, η νομολογία σημείωσε σημαντική εξέλιξη με την απόφαση που εκδόθηκε επί προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-238/98 Hocsman [151]. Από αυτή την απόφαση προκύπτει ότι σε κατάσταση μη διεπόμενη από οδηγία σχετική με την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, το άρθρο 43 της Συνθήκης επιβάλλει στο κράτος μέλος υποδοχής, όταν ένας κοινοτικός υπήκοος υποβάλλει αίτηση άδειας άσκησης επαγγέλματος που κατοχυρώνεται νομικά, να λάβει υπόψη το σύνολο των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων, καθώς και την πρόσφορη πείρα του ενδιαφερομένου, προβαίνοντας σε συγκριτική εξέταση μεταξύ αφενός των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με αυτά τα διπλώματα και την εν λόγω πείρα και αφετέρου των γνώσεων και των προσόντων που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία.

[151] Απόφαση της 14/9/2000 που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.

Στην απόφαση που εκδόθηκε στην υπόθεση C-421/98 Επιτροπή κατά Βασιλείου της Ισπανίας [152], το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η Ισπανία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας 85/384/ΕΟΚ [153] του Συμβουλίου (αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων αρχιτεκτονικής) διότι περιόρισε τους διακινούμενους αρχιτέκτονες που είχαν εγκατασταθεί στο έδαφός της στην άσκηση μόνο των αρμοδιοτήτων που επιτρέπονται στο κράτος καταγωγής τους και επομένως με αυτό τον τρόπο αρνήθηκε την άσκηση διαφορετικών αρμοδιοτήτων που επιτρέπονται στους αρχιτέκτονες που έχουν σπουδάσει στην Ισπανία.

[152] Απόφαση της 23/11/2000 που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.

[153] ΕΕ L 223 της 21/8/ 1985, σ.15

Μη εκτελεσθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου

Όσον αφορά τη μη ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου [154] (πρώτο γενικό σύστημα αναγνώρισης διπλωμάτων ) από την Ελλάδα (πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Μαρτίου 1995 στην υπόθεση C-365/93 [155]), η Επιτροπή παραιτήθηκε στο πλαίσιο της δεύτερης προσφυγής στο Δικαστήριο (με αίτημα χρηματικής ποινής) και η διαδικασία τέθηκε στο αρχείο μετά την ανακοίνωση από την Ελλάδα των μέτρων μεταφοράς που εγκρίθηκαν στις 23 Ιουνίου 2000.

[154] ΕΕ L 19 της 24 /1/ 1989, σ.16

[155] Συλλογή 1995, σ. I-0499.

Όσον αφορά την απόφαση της 22ας Μαρτίου 1994 (υπόθεση C-375/92 [156]) κατά της Ισπανίας σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών των ξεναγών, συνεχίζεται η εξέταση, σε συνεργασία με τις ισπανικές αρχές, των διαταγμάτων που αφορούν την άσκηση επαγγέλματος, τα οποία θεσπίστηκαν από τις αυτόνομες κοινότητες. Τα περισσότερα από τα περιφερειακά κείμενα τροποποιήθηκαν και εγκρίθηκαν και τα υπόλοιπα θα εγκριθούν προσεχώς.

[156] Συλλογή 1994, σ. I-0923.

Υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου:

Η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο στις ακόλουθες υποθέσεις:

- κατά του Βελγίου, όσον αφορά τους όρους που επιβάλλονται στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από τους αρχιτέκτονες και αντιβαίνουν την οδηγία 85/384/ΕΟΚ του Συμβουλίου (αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων αρχιτεκτονικής).

- κατά της Γαλλίας, λόγω της απουσίας μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το γενικό σύστημα αναγνώρισης διπλωμάτων, για το επάγγελμα του ψυχολόγου.

Εθνικά μέτρα εκτέλεσης

Η διαδικασία που είχε κινηθεί κατά της Ελλάδας όσον αφορά τη μη ανακοίνωση των μέτρων εκτέλεσης της οδηγίας 97/38/ΕΚ [157] της Επιτροπής που τροποποιεί την οδηγία 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη συμπλήρωση του γενικού συστήματος αναγνώρισης των διπλωμάτων [158], τέθηκε στο αρχείο.

[157] ΕΕ L 184 της 12/7/1997, σ.31

[158] ΕΕ L 209 της 24/7/1992, σ.25

Οι διαδικασίες που είχαν κινηθεί το 1999 για τη μη ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς των οδηγιών 98/21/ΕΚ [159] και 98/63/ΕΚ [160] της Επιτροπής για την ενημέρωση των ιατρικών ειδικοτήτων της οδηγίας 93/16/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ελεύθερη κυκλοφορία των ιατρών και την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων τους, τέθηκαν στο αρχείο (κατά της Ιρλανδίας, των Κάτω Χωρών και της Πορτογαλίας για την οδηγία 98/21/ΕΚ και κατά της Ισπανίας, της Ιρλανδίας, των Κάτω Χωρών και της Πορτογαλίας για την οδηγία 98/63/ΕΚ).

[159] ΕΕ L 119 της 22/4/1998, σ.15

[160] ΕΕ L 253 της 15/9/1998, σ. 24.

Το 2000, κινήθηκαν διαδικασίες για μη ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 1999/46/ΕΚ [161] της Επιτροπής για την ενημέρωση των ιατρικών ειδικοτήτων της οδηγίας 93/16/ΕΚ του Συμβουλίου (προαναφερόμενη) κατά της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Γερμανίας, της Ιρλανδίας, των Κάτω Χωρών και της Πορτογαλίας. Μετά την ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς όλες οι διαδικασίες αυτές τέθηκαν στο αρχείο, πλην της διαδικασίας κατά της Πορτογαλίας.

[161] ΕΕ L 139 της 2/6/1999, σ.25

Κινήθηκαν διαδικασίες λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων εκτέλεσης της οδηγίας 98/5/ΕΚ [162] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εγκατάσταση των δικηγόρων κατά του Βελγίου, της Δανίας, της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιρλανδίας, του Λουξεμβούργου, των Κάτω Χωρών και της Πορτογαλίας. Μόνο η διαδικασία που κινήθηκε κατά της Δανίας τέθηκε στο αρχείο.

[162] ΕΕ L 77 της 14 /3/1998, σ.36

Μη συμμόρφωση και μη ορθή εφαρμογή των οδηγιών

Το 2000, υποβλήθηκαν στην Επιτροπή 20 περίπου καταγγελίες λόγω περιορισμών που αντίκεινται στα άρθρα 43 και 49 της συνθήκης ΕΚ καθώς και στις οδηγίες που διευκολύνουν την αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων για επαγγελματικούς σκοπούς. Ορισμένες από τις καταγγελίες αυτές έδωσαν το έναυσμα για την έναρξη διαδικασιών παράβασης, ενώ άλλες τέθηκαν στο αρχείο ως αβάσιμες.

Οι διαδικασίες που κινήθηκαν κατά ορισμένων κρατών μελών, για μη ορθή μεταφορά ή μη ορθή εφαρμογή οδηγιών, συνεχίστηκαν.

Συνεπώς, η Επιτροπή απέστειλε αιτιολογημένη γνώμη στην Πορτογαλία όσον αφορά το επάγγελμα του "odontologista": οι πορτογαλικές αρχές ενέταξαν σε αυτό τον επαγγελματικό τίτλο τα πρόσωπα τα οποία ασκούσαν παράνομα καθήκοντα οδοντιάτρου, αλλά έναντι των οποίων υπήρχε ανοχή στην Πορτογαλία. Η Επιτροπή εκτιμά σχετικά ότι η νομιμοποίηση που διενεργήθηκε με αυτό τον επαγγελματικό τίτλο προσβάλλει τις οδηγίες 78/686/ΕΟΚ [163] και 78/687/ΕΟΚ [164] του Συμβουλίου όσον αφορά τους οδοντίατρους : πράγματι, χορηγείται στους εν λόγω επαγγελματίες πεδίο δραστηριότητας σχεδόν όμοιο με αυτό των πορτογάλων οδοντιάτρων που υπάγονται στις προαναφερόμενες οδηγίες, ενώ η κατάρτισή τους δεν μπορεί να συγκριθεί σε καμιά περίπτωση με αυτή που προβλέπεται από την οδηγία 78/687/ΕΟΚ.

[163] ΕΕ L 233 της 24/8/1978, σ.1

[164] ΕΕ L 233 της 24/8/1978, σ.10

Η Επιτροπή κοινοποίησε αιτιολογημένη γνώμη στην Ελλάδα για μη συμμόρφωση της νομοθεσίας μεταφοράς της με την οδηγία 85/384/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων αρχιτεκτονικής. Η νομοθεσία αυτή θεσπίζει ιδίως πολύ επαχθές καθεστώς για την παροχή υπηρεσιών και εικάζει την έλλειψη ικανοτήτων των διακινούμενων στον τομέα της αντισεισμικής προστασίας.

Όσον αφορά τη διαδικασία κατά της Αυστρίας σχετικά με τους όρους για την κάλυψη των θέσεων των ιατρών στα ασφαλιστικά ταμεία (το σύστημα επιδότησης με μόρια που έχουν θεσπίσει τα Lδnder εισάγει διακριτική μεταχείριση διότι ευνοεί τους υπηκόους που έχουν γεννηθεί στο αντίστοιχο Land καθώς και τους απογόνους τους) συνεχίζεται η εξέταση της απάντησης των αυστριακών αρχών στην αιτιολογημένη γνώμη.

Η διαδικασία που κινήθηκε κατά της Ισπανίας, όσον αφορά τις προϋποθέσεις αναγνώρισης των διπλωμάτων οδοντιάτρων που έχουν αποκτηθεί σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, βρίσκεται στο στάδιο της αναστολής εκτέλεσης της προσφυγής στο Δικαστήριο. Ορισμένες διεθνείς συμφωνίες έχουν ήδη τροποποιηθεί. Όσον αφορά τις υπόλοιπες, οι αναδιαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν με τις ισπανικές αρχές προκειμένου να τροποποιηθούν οι ρήτρες σχετικά με την αναγνώριση των διπλωμάτων, συνεχίζονται.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η διαδικασία σχετικά με τη διάρκεια κατάρτισης των νοσοκόμων που είναι υπεύθυνες για γενική περίθαλψη στην Ισπανία τέθηκε στο αρχείο. Η οδηγία 77/453/ΕΟΚ [165] του Συμβουλίου ορίζει ότι η κατάρτιση πρέπει να έχει διάρκεια τριών ετών ή 4600 ωρών. Εδώ υπήρχε αμφισβήτηση ως προς το κριτήριο των ωρών. Μετά την εξέταση της απάντησης των ισπανικών αρχών στην αιτιολογημένη γνώμη, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η τήρηση του ενός εκ των δύο κριτηρίων (τρία έτη) και ο πανεπιστημιακός χαρακτήρας της κατάρτισης που παρέχεται στην Ισπανία, επιτρέπουν να εκτιμηθεί ότι δεν υπάρχει μεταξύ των δύο κριτηρίων διαφορά που να προσβάλλει την αυτόματη αναγνώριση των διπλωμάτων.

[165] ΕΕ L 176 της 15/7/1977, σ.8

Διάλογος με τις εθνικές αρχές

Προκειμένου να εξευρεθούν περισσότερο ταχείες λύσεις σε ορισμένα διαπιστωθέντα προβλήματα, η Επιτροπή συνέχισε τις τακτικές επαφές με τις εθνικές αρχές και ιδιαίτερα τους εμπειρογνώμονες των αρμόδιων στον τομέα ομάδων και επιτροπών.

Ανεξάρτητοι εμπορικοί αντιπρόσωποι

Στην απόφαση που εκδόθηκε επί προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-381/98 Ingmar [166], το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τον χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου των άρθρων 17 και 18 της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ [167] του Συμβουλίου, που εγγυώνται τα δικαιώματα αποζημίωσης ή ανόρθωσης της ζημίας του εμπορικού αντιπροσώπου μετά τη λήξη της σύμβασης αντιπροσωπείας. Το Δικαστήριο, βασιζόμενο στο σκοπό της οδηγίας και στο άρθρο της 19 που απαγορεύει στα συμβαλλόμενα μέρη να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 εις βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου, πράγματι διαπίστωσε ότι αυτές οι διατάξεις της οδηγίας τυγχάνουν εφαρμογής οσάκις ο εμπορικός αντιπρόσωπος άσκησε τη δραστηριότητά του εντός ενός κράτους μέλους και μολονότι αφενός ο αντιπροσωπευόμενος είναι εγκατεστημένος εντός τρίτης χώρας και αφετέρου δυνάμει ρήτρας της σύμβασης, η τελευταία αυτή διέπεται από το δίκαιο της εν λόγω χώρας.

[166] Απόφαση της 9/11/2000 που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.

[167] ΕΕ L 382 της 31/12/1986, σ.17

2.11. ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

2.11.1. Είδος παράβασης

Η περιφερειακή πολιτική ρυθμίζεται κυρίως με κανονισμούς. Αυτά τα μέσα ισχύουν άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη. Επομένως, οι υποθέσεις παράβασης σχετικά με τη νομοθεσία της περιφερειακής πολιτικής δεν αφορούν τη μη μεταφορά ή τη μη ορθή μεταφορά (όπως συμβαίνει με τις οδηγίες) αλλά μάλλον αφορούν τη μη ορθή εφαρμογή.

Ένα άλλο είδος υποθέσεων παράβασης στον τομέα της περιφερειακής πολιτικής απορρέουν από «παρατυπίες» [168]. Οι υποθέσεις αυτές αφορούν κατ' αρχή θέματα που σχετίζονται με τις δημοσιονομικές διατάξεις. Οι κύριοι κανονισμοί για την περιφερειακή πολιτική [169] καθώς και οι ειδικοί κανονισμοί που αφορούν το δημοσιονομικό έλεγχο θεσπίζουν από αυτή την άποψη αυστηρούς κανόνες. Η Επιτροπή διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην παρακολούθηση και τον έλεγχο της πλήρους τήρησης των καθηκόντων που βαρύνουν τα κράτη μέλη και τις αρχές τους.

[168] Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 2988/95 άρθρο 1 (2) «παρατυπία» συνιστά «κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημειωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων ή προϋπολογισμός διαχειριζόμενος από τις Κοινότητες, είτε με τη μείωση ή ματαίωση εσόδων που προέρχονται από ίδιους πόρους που εισπράττονται απευθείας για λογαριασμό της Κοινότητας, είτε με αδικαιολόγητη δαπάνη».

[169] Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 4253/88 (όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2082/93) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1260/1999

Με δεδομένο τον ευρύ ορισμό τους, οι «παρατυπίες» αφορούν επίσης την παράβαση άλλων κοινοτικών διατάξεων. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των μέτρων για την περιφερειακή πολιτική και της τήρησης άλλων κοινοτικών κανόνων τονίζεται επίσης από τη ρητή υποχρέωση συμμόρφωσης των ενεργειών που χρηματοδοτούνται από τα ταμεία ή της αποδοχής ενίσχυσης από την ΕΤΕπ ή άλλο δημοσιονομικό μέσο, με τις διατάξεις της συνθήκης, με τα μέσα που εγκρίνονται σύμφωνα με αυτή καθώς και με τις κοινοτικές πολιτικές και ενέργειες. [170]

[170] Άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2052/88, άρθρο 8 (1) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94 και άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1260/1999.

2.11.2. Ενέργειες που αναλαμβάνονται από την Επιτροπή:

Κατ' αρχήν η Επιτροπή μπορεί να κινήσει διαδικασίες σύμφωνα με το άρθρο 226 της συνθήκης ΕΚ. Ειδικότερα, αυτές οι διαδικασίες αφορούν υποθέσεις που σχετίζονται με παράβαση των διατάξεων των κανονισμών των διαρθρωτικών ταμείων. Αυτές οι υποθέσεις είναι σπάνιες και αφορούν, για παράδειγμα, την υποχρέωση διασφάλισης εκ μέρους των αρχών που πληρώνουν ότι οι τελικοί δικαιούχοι θα λάβουν την πληρωμή της συνδρομής τους από τα ταμεία όσον το δυνατόν ταχύτερα και εξ ολοκλήρου.

Όσον αφορά τις «παρατυπίες», η Επιτροπή μπορεί να κινήσει ειδικές διαδικασίες προκειμένου να αναστείλει, μειώσει ή ακυρώσει την ενίσχυση από τα ταμεία [171].

[171] Ιδίως άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4253/88 (όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2082/93) και άρθρα 38 (5), 39 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999).

Σύμφωνα με τη νομολογία [172], οι εν λόγω διαδικασίες όπως καλύπτονται από το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4253/88 είναι ανεξάρτητες από τις διαδικασίες του άρθρου 226 της συνθήκης ΕΚ. Δεν συνεπάγονται αυτόματα την αναστολή ή τη μείωση της κοινοτικής δημοσιονομικής ενίσχυσης και η απόφαση παύσης της διαδικασίας για μη πλήρωση υποχρεώσεων ουδόλως εμποδίζει την Επιτροπή να αναστείλει ή να μειώσει την κοινοτική ενίσχυση, ακόμα και μετά την ολοκλήρωση του έργου, ιδιαίτερα όταν μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις δυνάμει των οποίων χορηγήθηκε η ενίσχυση δεν πληρούνται.

[172] Πρωτοδικείο, απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1993 (Υπόθεση T-461/93).

Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι η Επιτροπή είναι μάλλον υποχρεωμένη να κινήσει ανάλογα, ξεχωριστή διαδικασία από αυτή που αναφέρεται παραπάνω.

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1260/1999, η κατάσταση είναι ελαφρώς διαφορετική σχετικά με τις ενδιάμεσες πληρωμές : σύμφωνα με το άρθρο 32 (3) οι εν λόγω πληρωμές υπόκεινται, μεταξύ άλλων, στον όρο ότι η Επιτροπή δεν έχει λάβει απόφαση για κίνηση διαδικασίας παράβασης δυνάμει του άρθρου 226 της συνθήκης ΕΚ, σχετικά με τα μέτρα που αποτελούν το αντικείμενο της συγκεκριμένης αίτησης.

Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή πρέπει να αξιολογεί τη σοβαρότητα κάθε παρατυπίας πριν να λάβει απόφαση σχετικά με την αναστολή, μείωση ή ακύρωση της ενίσχυσης. Αυτές οι υποθέσεις μπορούν να αφορούν μη ορθή οικονομική διαχείριση. Το 2000 η Επιτροπή ξεκίνησε την έρευνα σε πολλές συναφείς υποθέσεις.

Περαιτέρω, η Επιτροπή ανέστειλε την ενίσχυση από τα ταμεία όσον αφορά υποθέσεις που σχετίζονται με την παράβαση άλλων κοινοτικών διατάξεων όπως των σχετικών με την προστασία του περιβάλλοντος και με τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. Μια συναφής τυπική περίπτωση είναι η αναστολή πληρωμών από το Ταμείο Συνοχής σε σχέδιο ισπανικού σιδηροδρόμου λόγω της έλλειψης υποβολής του σχεδίου σε εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον σύμφωνα με την οδηγία 85/337/ΕΟΚ.

2.12. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗ ΕΝΩΣΗ

2.12.1. Τελωνειακή ένωση

Η τελωνειακή ένωση αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο για την υλοποίηση της ολοκληρωμένης εσωτερικής αγοράς και για μια κοινή εμπορική πολιτική. Η αποστολή της ΓΔ TAXUD συνίσταται στη διατήρηση και στην υπεράσπιση της τελωνειακής ένωσης φροντίζοντας για την ενιαία εφαρμογή των κανόνων σε θέματα ονοματολογίας και καταγωγής. Στο πλαίσιο αυτό, η Γενική Διεύθυνση διαχειρίζεται και ελέγχει την εφαρμογή του τελωνειακού κώδικα και αναπτύσσει στρατηγική προκειμένου οι εθνικές τελωνειακές αρχές να εφαρμόζουν τις σχετικές ρυθμίσεις σαν να επρόκειτο για μια ενιαία τελωνειακή αρχή.

Οι περιπτώσεις κακής εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων από τα κράτη μέλη στο εν λόγω πλαίσιο διώκονται ενεργά. Έτσι, η Επιτροπή υποχρεώθηκε κατά το έτος αυτό να κινήσει δύο νέες διαδικασίες που αφορούν τις ακόλουθες παραβάσεις:

- Ελλάδα: Κατά την εισαγωγή στην Ελλάδα φαρμακευτικών προϊόντων, οι εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις επιβάλλουν την καταβολή ποσού λόγω του ελέγχου της ποιότητας και της ασφάλειας των εν λόγω προϊόντων που πραγματοποιείται από τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΟΦ). Η επιβάρυνση αυτή που καταβάλλεται από τον εισαγωγέα συνιστά φόρο που ισοδυναμεί με εισαγωγικό δασμό ο οποίος απαγορεύεται από τα άρθρα 23 και 25 της Συνθήκης. Στο πλαίσιο του εμπορίου με τις τρίτες χώρες, εισπράττεται αντίστοιχο ποσό λόγω της επικύρωσης των τιμολογίων εισαγωγής των ίδιων αυτών προϊόντων. Μετά τη θέσπιση του κοινού δασμολογίου, έχει απαγορευθεί επίσης η επιβολή επιβαρύνσεων του είδους αυτού που ισοδυναμούν με τελωνειακό δασμό και οι οποίες επιβάλλονται μονομερώς από κάποιο κράτος μέλος κατά την εισαγωγή προϊόντων που προέρχονται άμεσα από χώρες που δεν είναι μέλη της Ένωσης.

- Ισπανία: Οι ισπανικές κανονιστικές ρυθμίσεις προβλέπουν, όσον αφορά την εκ των υστέρων βεβαίωση των δασμών, προθεσμία μεγαλύτερη των δύο ημερών που ορίζει το άρθρο 220 παράγραφος 1 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα. Αντί δηλαδή η βεβαίωση να πραγματοποιείται μόλις διαπιστωθεί μια παράτυπη κατάσταση, οι ισπανικές αρχές αποστέλλουν στο οφειλέτη πρακτικά ελέγχου συνοδευόμενα από πρόταση εκκαθάρισης και πραγματοποιούν τη βεβαίωση εντός συμπληρωματικής προθεσμίας που ποικίλλει ανάλογα με την αποδοχή ή όχι της πρότασης αυτής από τον οφειλέτη.

Εξάλλου, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Γερμανίας για παράβαση των άρθρων 22 και 25 της Συνθήκης ΕΚ τα οποία απαγορεύουν τους φόρους που ισοδυναμούν με εξαγωγικούς δασμούς [173]. Πράγματι, ο γερμανικός νόμος της 30.9.1994 που αφορά τις μεταφορές αποβλήτων θέσπισε για τους εξαγωγείς των αποβλήτων την υποχρέωση να καταβάλλουν εισφορά σε ταμείο αλληλεγγύης. Η εισφορά που καταβάλλει στο ταμείο αλληλεγγύης εξαγωγέας αποβλήτων προς άλλο κράτος μέλος της Κοινότητας, καλύπτει, μεταξύ άλλων, την εγγύηση για τις μη ολοκληρωθείσες εξαγωγές αποβλήτων και στις οποίες δεν έχει συμμετάσχει κατά κανένα τρόπο (χρησιμεύει για παράδειγμα για τη χρηματοδότηση του επαναπατρισμού των εν λόγω αποβλήτων). Πρόκειται για μηχανισμό αναγκαστικής αλληλεγγύης μεταξύ εξαγωγέων αποβλήτων, ενώ η χρηματοδότηση της εν λόγω εγγύησης εμπίπτει κανονικά στο κράτος. Η επιβάρυνση αυτή που επιβάλλει η Γερμανία στους εξαγωγείς αποβλήτων με σκοπό να διαφυλάξει τα οικονομικά της συμφέροντα, συνιστά φόρο που ισοδυναμεί με εξαγωγικούς δασμούς τους οποίους απαγορεύει η Συνθήκη.

[173] Υπόθεση C-389/00

Η διαδικασία που είχε κινηθεί σε βάρος της Ελλάδας σχετικά με την οργάνωση των ελληνικών λιμανιών σε ζώνες ελευθέρου εμπορίου, τέθηκε στο αρχείο μετά από την τροποποίηση των εθνικών διαδικασιών στο εν λόγω θέμα ώστε να καταστούν σύμφωνες με το κοινοτικό δίκαιο. Το ίδιο ισχύει και για τη διαδικασία παράβασης που κινήθηκε σε βάρος της Σουηδίας στο πλαίσιο της απλουστευμένης διαδικασίας που αφορά τη διασάφηση για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, καθόσον η εθνική τελωνειακή νομοθεσία προβλέπει πλέον ένα τέτοιο καθεστώς.

2.12.2. Άμεση φορολογία

Στον τομέα της άμεσης φορολογίας, η ΓΔ TAXUD φροντίζει ιδιαίτερα για την ανάπτυξη στρατηγικής για τη φορολογική συνοχή μεταξύ των κρατών μελών προκειμένου να περιοριστούν οι στρεβλώσεις που οφείλονται στα διαφορετικά φορολογικά συστήματα. Η δράση αυτή επικεντρώνεται ιδίως στη φορολογία των επιχειρήσεων και στη φορολογία των κεφαλαιουχικών εσόδων. Η επιτήρηση της ορθής εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης αποκτά επίσης στο πλαίσιο αυτό θεμελιώδη στρατηγική σημασία.

Η Επιτροπή κίνησε λοιπόν τη διαδικασία σε βάρος της Ισπανίας για φορολογική μεταχείριση των ξένων μετόχων που δε συμβιβάζεται με την ελευθερία της εγκατάστασης και την ελευθερία της κίνησης των κεφαλαίων, οι οποίες διασφαλίζονται στα άρθρο 43 και 56 της Συνθήκης ΕΚ. Το άρθρο 103(3) του ισπανικού νόμου που αφορά τους φόρους που επιβάλλονται στις εταιρίες προβλέπει πράγματι ότι σε περίπτωση ολικής ή μερικής απορρόφησης μιας εταιρίας (με την αγορά των μετοχών της οι οποίες με τον τρόπο αυτό παύουν να ισχύουν και συνεπώς ακυρώνονται), στην οποία η απορροφώσα εταιρία κατέχει ουσιαστική συμμετοχή, η διαφορά μεταξύ της αξίας των μετοχών που αγοράστηκαν και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν από την απορροφηθείσα εταιρία ακινητοποιείται και επομένως καταχωρείται σε λογαριασμό ενεργητικού του ισολογισμού, αλλά μπορεί να αποσβεσθεί με συντελεστή απόσβεσης κατά μέγιστο όριο 10%. Ωστόσο, η απόσβεση της διαφοράς αυτής είναι δυνατή μόνο εφόσον η απορροφώσα εταιρία έχει αποκτήσει τους εν λόγω τίτλους από πρόσωπα διαμένοντα στην Ισπανία. Για τους εν λόγω μετόχους που διαμένουν στην Ισπανία, οι υπεραξίες που προκύπτουν φορολογούνται στην Ισπανία. Για τους τίτλους που έχουν αποκτηθεί από πρόσωπα μη διαμένοντα στην Ισπανία, η διαφορά μεταξύ της αξίας των αγορασθεισών μετοχών και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που έχουν αποκτηθεί από την απορροφηθείσα εταιρεία μπορεί επίσης να ακινητοποιηθεί αλλά δεν είναι αποσβέσιμη ακόμη και αν η υπεραξία που αποκτά ο μέτοχος υπόκειται σε φορολογία στο κράτος μέλος όπου διαμένει. για τις αγορές μετοχών από μετόχους που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ, η άρνηση αυτή της απόσβεσης επιβαρύνει τους όρους πώλησης της εταιρίας που απορροφείται ή που παραχωρεί μέρος της δραστηριότητας και των περιουσιακών της στοιχείων. Κατά συνέπεια, η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση αποτρέπει τους υπηκόους άλλων κρατών μελών που υπόκεινται σε φορολογία της υπεραξίας, από το να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους σε εταιρίες που έχουν την έδρα τους στην Ισπανία, στο μέτρο που δεν θα έχουν τη δυνατότητα να πωλήσουν τις μετοχές τους σε ισπανικές εταιρίες υπό τους όρους που ισχύουν για τους διαμένοντες στην Ισπανία. Εξάλλου, η εν λόγω ρύθμιση έχει επίσης περιοριστικές επιπτώσεις έναντι των εταιριών που είναι εγκατεστημένες στην Ισπανία καθόσον συνιστά γι' αυτές εμπόδιο στη συγκέντρωση κεφαλαίων ή στην αγορά μετοχών τους από άτομα που διαμένουν σε άλλα κράτη μέλη και τα οποία υπόκεινται σε φορολόγηση της υπεραξίας. Όμως τα άρθρα 43 και 56 της Συνθήκης ΕΚ προβλέπουν ότι η απόσβεση της υπεραξίας πρέπει να παρέχεται και στις συμμετοχές που αγοράστηκαν από μετόχους που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον η υπεραξία από τις εν λόγω πωλήσεις φορολογείται στο τελευταίο αυτό κράτος.

Έχει επίσης κινηθεί διαδικασία κατά του Βελγίου, λόγω της μείωσης του φόρου επί του εισοδήματος των φυσικών προσώπων που υπολογίζεται επί των δαπανών που έχουν καταβληθεί στο πλαίσιο των ποσών που έχουν διατεθεί για την απόσβεση ή την επιστροφή ενυπόθηκου δανείου που έχει συναφθεί για την κατασκευή, την απόκτηση ή την επισκευή κατοικίας ευρισκόμενης σε βελγικό έδαφος, υπό την προϋπόθεση ότι το δάνειο αυτό συνοδεύεται από προσωρινή ασφάλεια φθίνοντος κεφαλαίου σε περίπτωση θανάτου η οποία έχει συναφθεί στο Βέλγιο. Η Επιτροπή εκτιμά ότι το γεγονός ότι η μείωση της φορολογίας για το ενυπόθηκο δάνειο εφαρμόζεται μόνο εφόσον η ασφάλεια έχει συναφθεί σε οργανισμό εγκατεστημένο στο Βέλγιο, εμποδίζει τόσο τους φορολογούμενους να επιλέξουν ελεύθερα μεταξύ όλων των χρηματοδοτικών οργανισμών της Ένωσης, όσο και τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στα υπόλοιπα κράτη μέλη να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στους φορολογούμενους επί του βελγικού εδάφους. Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι η βελγική ρύθμιση πλήττει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 49 της Συνθήκης ΕΚ. Δεδομένου ότι το Βέλγιο μετά από την ενέργεια της Επιτροπής, τροποποίησε τη νομοθεσία του στον εν λόγω τομέα, η υπόθεση αυτή τέθηκε στο αρχείο.

Για το ίδιο κράτος μέλος εκδόθηκε αιτιολογημένη γνώμη για παράβαση του άρθρου 11 της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ της 17ης Ιουλίου 1969 περί των έμμεσων φόρων που επιβάλλονται επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων [174]. Πράγματι, το Βέλγιο επιβάλλει φόρο επί των χρηματιστηριακών πράξεων και επί των παραδόσεων τίτλων στον κομιστή για ορισμένες πράξεις οι οποίες δυνάμει της εν λόγω οδηγίας, δεν θα έπρεπε να φορολογούνται, ιδίως όταν πρόκειται για νέους τίτλους.

[174] ΕΕ L 249 της 3.10.1969, σ. 25.

Τέλος, ελλείψει αντίδρασης εκ μέρους της Ελλάδας στην αιτιολογημένη γνώμη που εκδόθηκε το 1999, έγινε προσφυγή στο Δικαστήριο για εφαρμογή φορολογικού καθεστώτος που συνιστά διάκριση σε βάρος των μη ελλήνων ευρωπαίων πολιτών κατά την απόκτηση ακινήτων με ξένο νόμισμα [175].

[175] Υπόθεση C-249/00

Δύο κινηθείσες διαδικασίες τέθηκαν στο αρχείο αφού τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη τροποποίησαν τη νομοθεσία τους συμμορφούμενα μεταξύ άλλων με τις παρατηρήσεις της Επιτροπής. Η πρώτη υπόθεση αφορούσε το Βέλγιο λόγω της έκπτωσης του φόρου για τους τόκους που καταβάλλονται σε πιστωτικό ίδρυμα του εξωτερικού, ενώ η δεύτερη αφορούσε τη Γερμανία η οποία διευθέτησε μια σημαντική πτυχή φορολογικών διακρίσεων που αφορούν τις επενδύσεις σε εταιρίες που δεν είναι εγκατεστημένες στο κράτος, ενώ εξακολουθεί η εξέταση από την Επιτροπή άλλων πτυχών (ιδίως η υποκεφαλαιοποίηση και η κεφαλαιοποίηση των ζημιών).

2.12.3. Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ)

Η Επιτροπή εξέδωσε πολλές νέες αιτιολογημένες γνώμες για κακή εφαρμογή από τα κράτη μέλη των διατάξεων της έκτης οδηγίας ΦΠΑ σε θέματα ομοιόμορφης φορολογικής βάσης 77/388/ΕΟΚ [176]:

[176] ΕΕ L 145 της 13.6.1977, σ. 1.

- Γερμανία: Στο μουσικό τομέα, η Γερμανία εφαρμόζει δύο διαφορετικούς συντελεστές ΦΠΑ στους σολίστες: μειωμένο συντελεστή εφόσον οι τελευταίοι οργανώνουν τη δική τους εκδήλωση και κανονικό συντελεστή όταν παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε έναν οργανωτή. Η διαφορετική αυτή μεταχείριση δεν ισχύει αντίθετα για μουσικά συγκροτήματα στα οποία εφαρμόζεται πάντα ο μειωμένος συντελεστής. Τα γερμανικά μέτρα αντίκεινται συνεπώς στην αρχή του ενιαίου συντελεστή για τον ίδιο τύπο δραστηριοτήτων και δημιουργούν στρέβλωση του ανταγωνισμού. Μία δεύτερη παράβαση της Γερμανίας αφορά το γεγονός ότι το εν λόγω κράτος μέλος εφαρμόζει τον ΦΠΑ στα δικαιώματα που εισπράττει ο δημιουργός ενός έργου γραφικής ή πλαστικής τέχνης ή οι δικαιούχοι αυτού κατά την πώληση του έργου από άτομο εκτός του δημιουργού. Τα δικαιώματα όμως αυτά δεν αντιστοιχούν σε καμία παροχή υπηρεσίας και συνεπώς δεν είναι φορολογητέα. Μία άλλη αιτιολογημένη γνώμη που εκδόθηκε σε βάρος της Γερμανίας αφορά ορισμένους περιορισμούς του δικαιώματος προς έκπτωση. Πράγματι, με νόμο που τέθηκε σε ισχύ την 1.4.1999, η Γερμανία προέβλεψε τον πλήρη αποκλεισμό του δικαιώματος έκπτωσης για τον ΦΠΑ που επιβαρύνει τις δαπάνες διατροφής και διαμονής των επιχειρηματιών κατά τη διάρκεια των επαγγελματικών ταξιδιών. Όμως ο αποκλεισμός αυτός, ο οποίος είναι μεταγενέστερος της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της 6ης οδηγίας ΦΠΑ, δεν επιτρέπεται βάσει της παραγράφου 6 του άρθρου 17 της οδηγίας το οποίο προβλέπει ότι μπορούν να διατηρηθούν μόνο οι παρεκκλίσεις που υπήρχαν ήδη πριν από την εν λόγω ημερομηνία. Ο εν λόγω αποκλεισμός συνιστά λοιπόν παράβαση της παραγράφου 2 του προαναφερομένου άρθρου που προβλέπει την άσκηση δικαιώματος προς έκπτωση όσον αφορά τις δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί για τις ανάγκες των φορολογούμενων πράξεων των υποκείμενων στο φόρο.

- Ισπανία: Έχουν κινηθεί δύο διαδικασίες παράβασης σε βάρος του εν λόγω κράτους μέλους όσον αφορά την εφαρμογή μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ. Η πρώτη αφορά διάταξη της ισπανικής νομοθεσίας που προβλέπει μειωμένο συντελεστή για τις ενδοκοινοτικές παραδόσεις, αγορές ή εισαγωγές δίκυκλων ή τρίκυκλων οχημάτων με κυβισμό μικρότερο των 50 cc και τα οποία υπάγονται νομικά στην κατηγορία των μοτοποδηλάτων. Το ισπανικό αυτό μέτρο αντίκειται στο άρθρο 12 (τροποποιημένο) της 6ης οδηγίας ΦΠΑ το οποίο επιτρέπει την εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή μόνο στις παραδόσεις αγαθών ή στις παροχές υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Η. Στο εν λόγω παράρτημα όμως δεν αναφέρονται οι πωλήσεις μοτοποδηλάτων. Η δεύτερη διαδικασία αφορά το μειωμένο συντελεστή που εφαρμόζεται για τις διακοινοτικές προμήθειες, αγορές ή εισαγωγές φιαλών υγραερίου που συνιστά επίσης παράβαση του προαναφερόμενου άρθρου 12 καθόσον αυτό δεν επιτρέπει την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή, σε σχέση με τις προμήθειες αερίου, παρά μόνο για το φυσικό αέριο και υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος έχει ακολουθήσει ορισμένες διαδικασίες και δεν υφίσταται στρέβλωση του ανταγωνισμού. Η Ισπανία όμως εφαρμόζει μειωμένο συντελεστή στις προμήθειες υγραερίου από πετρέλαιο το οποίο δεν είναι φυσικό αέριο, ενώ δεν τον εφαρμόζει στο φυσικό αέριο.

- Γαλλία: Εφαρμόζοντας επί της ίδιας προμήθειας αερίου και ηλεκτρισμού από τα δημόσια δίκτυα δύο διαφορετικούς συντελεστές ΦΠΑ, και συγκεκριμένα μειωμένο συντελεστή 5,5% επί του σταθερού τμήματος της τιμής της ενέργειας (συνδρομή) και κανονικό συντελεστή 19,6% στο κυμαινόμενο τμήμα (ανάλογα με τα κιλοβάτ που έχουν καταναλωθεί), η Γαλλία παραβαίνει επίσης τις διατάξεις του άρθρου 12 της οδηγίας που προβλέπει μεταξύ άλλων την αρχή του ενιαίου συντελεστή για τον ίδιο τύπο παροχών.

- Ηνωμένο Βασίλειο: Η βρετανική νομοθεσία θεσπίζει την εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή που προβλέπεται για την εισαγωγή αντικειμένων καλλιτεχνικής, αρχαιολογικής και συλλεκτικής αξίας στην πράξη πώλησης των εν λόγω αντικειμένων από εκπλειστηριαστές. Πράγματι, το ειδικό καθεστώς των αντικειμένων καλλιτεχνικής, αρχαιολογικής και συλλεκτικής αξίας που θεσπίστηκε από την οδηγία 94/5/EΚ που τροποποίησε την έκτη οδηγία ΦΠΑ [177], προβλέπει την εφαρμογή συντελεστή ο οποίος ισούται τουλάχιστον με το 5% για τις εισαγωγές των εν λόγω αντικειμένων. Εξάλλου, το Ην. Βασίλειο είχε εξασφαλίσει μέχρι την 30.6.1999, την άδεια να διατηρήσει ειδικό συντελεστή 2,5%. Από τη θέση σε ισχύ της εν λόγω οδηγίας, το Ην. Βασίλειο επέκτεινε τα οφέλη του εν λόγω μειωμένου συντελεστή και στο περιθώριο κέρδους των εκπλειστηριαστών. Όμως η πράξη της πώλησης σε δημοπρασία θεωρείται στο άρθρο 26 α) της έκτης οδηγίας ως παράδοση αγαθών πραγματοποιούμενη στο εσωτερικό της χώρας και συνεπώς η φορολογητέα βάση είναι το περιθώριο κέρδους του επλειστηριαστή. Συνεπώς δεν είναι δυνατόν για την πράξη αυτή να εφαρμοσθεί ο μειωμένος συντελεστής (από την 30.6.1999, 5%), ο οποίος προβλέπεται για πράξεις εισαγωγής και αφορά την αξία του ίδιου του αγαθού, αλλά πρέπει να φορολογηθεί με τον κανονικό συντελεστή που εφαρμόζεται στο εσωτερικό της χώρας (συγκεκριμένα 17,5 %). Η παράβαση αυτή αποτέλεσε το αντικείμενο προσφυγών από εκπλειστηριαστές προερχόμενους από άλλα κράτη μέλη, δεδομένου ότι δημιουργεί στρέβλωση του ανταγωνισμού και εκτροπή της ευρωπαϊκής αγοράς έργων τέχνης προς το Ηνωμένο Βασίλειο.

[177] ΕΕ L 60 της 3.3.1994, σ. 16.

Άλλες διαδικασίες που είχαν κινηθεί προηγουμένως λόγω κακής εφαρμογής αποτέλεσαν το αντικείμενο προσφυγής στο Δικαστήριο. Αφορούν τις ακόλουθες υποθέσεις:

- Γερμανία: Παρέχεται απαλλαγή από τον ΦΠΑ στον κύκλο εργασιών που πραγματοποιούνται από τις κρατικές σχολές κατά την άσκηση ερευνητικών δραστηριοτήτων, γεγονός που αντίκειται στο άρθρο 2 σημείο 1 της έκτης οδηγίας [178].

[178] Υπόθεση C-287/00.

- Φινλανδία: Απαλλαγή από τον ΦΠΑ για τις πωλήσεις έργων τέχνης που πραγματοποιούνται από τους δημιουργούς ή από τους εκπροσώπους τους, καθώς και για τις εισαγωγές έργων τέχνης που έχουν αγορασθεί άμεσα από τους δημιουργούς, που δεν καλύπτεται ούτε από την πράξη προσχώρησης της Φινλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε από την απαλλαγή του άρθρου 13 Α στοιχείο ν) της έκτης οδηγίας [179].

[179] Υπόθεση C-169/00.

- Γαλλία: Κατάργηση της μερικής έκπτωσης του ΦΠΑ (50%) επί του πετρελαίου που χρησιμοποιείται για φορολογούμενες δραστηριότητες σε οχήματα που εξαιρούνται του δικαιώματος έκπτωσης, σε αντίθεση με τις διατάξεις του άρθρου 17 παράγραφος 6 της έκτης οδηγίας [180].

[180] Υπόθεση C-40/00.

- Ιταλία: Οι υποκείμενοι στο φόρο ιταλοί υπήκοοι που κατά τη διάρκεια του έτους 1992, είχαν προβεί σε εισαγωγή από άλλα κράτη μέλη, ποσού που υπερβαίνει κατά 10% τον κύκλο εργασιών τους και βρέθηκαν κατά το έτος αυτό με παροχή εγγύησης λόγω οφειλών, δεν μπόρεσαν να προβούν σε έκπτωση του ΦΠΑ γεγονός που συνιστά παράβαση του άρθρου 18 παράγραφος 4 της έκτης οδηγίας [181]. Η άλλη προσφυγή αφορά τις ιταλικές διατάξεις για την επιστροφή των φόρων που έχουν εισπραχθεί κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, σύμφωνα με την ερμηνεία των εθνικών δικαστικών αρχών, και οι οποίες δεν συμβιβάζονται με τις αρχές που έχουν θεσπισθεί από το Δικαστήριο των ΕΚ στον εν λόγω τομέα [182].

[181] Υπόθεση C-78/00.

[182] Υπόθεση C-129/00.

Αποφασίστηκε ακόμη η προσφυγή για την μη φορολόγηση από τη Γερμανία, την Ισπανία, τη Φινλανδία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και τη Σουηδία, των επιχορηγήσεων που καταβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση στις επιχειρήσεις μεταποίησης που παράγουν αποξηραμένες ζωοτροφές. Αντίθετα, η διαδικασία που κινήθηκε κατά του Ηνωμένου Βασιλείου για το θέμα αυτό τέθηκε στο αρχείο αφού η εθνική νομοθεσία τροποποιήθηκε προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η φορολόγηση της επιχορήγησης.

Η Επιτροπή έθεσε επίσης στο αρχείο τη διαδικασία που κινήθηκε κατά του Βελγίου σε θέματα διπλής φορολογίας των ταξιδιωτικών πρακτορείων, αφού οι βελγικές αρχές έλαβαν τα δέοντα εθνικά μέτρα συμμόρφωσης προς την οδηγία. Στο αρχείο τέθηκε και η διαδικασία που κινήθηκε κατά της Γαλλίας η οποία αφορούσε εμπορεύματα που αγοράζονται με μειωμένη τιμή κάνοντας χρήση κουπονιών έκπτωσης, μετά από τις νέες κανονιστικές ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν από τη Γαλλία στον εν λόγω τομέα [183]. Το ίδιο έγινε και για την Ελλάδα η οποία τροποποίησε τη νομοθεσία της σε θέματα διακανονισμού των εκπτώσεων σε περιπτώσεις καταστροφής, απώλειας ή κλοπής, ούτως ώστε να είναι σύμφωνη με το άρθρο 20 παράγραφος 1β) της έκτης οδηγίας. Η Επιτροπή παραιτήθηκε επίσης της προσφυγής της ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Γερμανίας για την υπόθεση που αφορά την απαλλαγή ορισμένων πράξεων σε σχέση με το χρυσό [184], μετά από την έκδοση από το Συμβούλιο της νέας οδηγίας 80/98/EΚ σχετικά με το ειδικό καθεστώς για τον επενδυτικό χρυσό [185].

[183] Υπόθεση C-156/99 που διεγράφη στις 10.5.00.

[184] Υπόθεση C-432/97.

[185] ΕΕ L 281 της 17.10.1998, σ. 31.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στις 12.9.2000 επί των υποθέσεων για τις οποίες προσέφυγε η Επιτροπή το 1997 προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η Γαλλία, οι Κάτω Χώρες, η Ελλάδα, η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο παραβαίνουν το κοινοτικό δίκαιο μη επιβάλλοντας τον ΦΠΑ στα διόδια των αυτοκινητοδρόμων [186]. Το Δικαστήριο αφού υπενθύμισε κατ' αρχήν το ιδιαίτερα ευρύ πεδίο εφαρμογής της εν λόγω κανονιστικής ρύθμισης που εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τους σκοπούς και τα αποτελέσματα της εξεταζόμενης οικονομικής δραστηριότητας, έκρινε ότι οι φορείς εκμετάλλευσης των αυτοκινητοδρόμων ασκούν πράγματι οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια των κοινοτικών κανονιστικών ρυθμίσεων: θέτουν στη διάθεση των χρηστών, έναντι αμοιβής, οδική υποδομή. Οι φορείς αυτοί, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου ασκούν παροχή υπηρεσίας εξ επαχθούς αιτίας. Το Δικαστήριο αναγνωρίζει λοιπόν την ύπαρξη άμεσης σχέσης μεταξύ των παρεχομένων υπηρεσιών - διάθεση προς χρήση οδικής υποδομής - και των λαμβανομένων χρηματικών αντιπαροχών - καταβολή διοδίων. Στη συνέχεια το Δικαστήριο εξέτασε εάν τα εν λόγω πέντε κράτη μέλη δικαιούνται απαλλαγής δυνάμει της οποίας οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου δεν θεωρούνται ως υποκείμενοι στην καταβολή του φόρου για τις πράξεις που πραγματοποιούν ως δημόσια εξουσία και έκρινε ότι πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις για την εφαρμογή του κανόνα της απαλλαγής, και συγκεκριμένα, αφενός, η εκμετάλλευση των διοδίων άμεσα από δημόσιους φορείς και, αφετέρου, οι δραστηριότητες αυτές να μην ασκούνται υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τους ιδιώτες επιχειρηματίες. Το Δικαστήριο διεπίστωσε λοιπόν ότι τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ιρλανδία και στο Ην. Βασίλειο, η δραστηριότητα της διάθεσης στους χρήστες οδικής υποδομής έναντι καταβολής διοδίων, ασκείται, τουλάχιστον εν μέρει, από φορείς ιδιωτικού δικαίου. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η απαλλαγή από την καταβολή του ΦΠΑ. Το Δικαστήριο, μετά τη διαπίστωση της παράβασης του κοινοτικού δικαίου, αποφάσισε επίσης ότι τα εν λόγω τρία κράτη οφείλουν να επιστρέψουν τον ΦΠΑ που θα είχε εισπραχθεί επί σειρά ετών, προκειμένου να μην υποστεί οικονομική ζημία η Κοινότητα. Πράγματι, ο ΦΠΑ περιλαμβάνεται στους ίδιους πόρους της Κοινότητας για τους οποίους οι ρυθμίσεις προβλέπουν την είσπραξη τόκων υπερημερίας σε περίπτωση μη καταβολής του. Η απόφαση δεν ήταν καταδικαστική για τις Κάτω Χώρες και την Ελλάδα διότι η είσπραξη των διοδίων στους αυτοκινητοδρόμους διενεργείτο ή εξακολουθεί να διενεργείται από οργανισμούς δημοσίου δικαίου στις Κάτω Χώρες (Wejschap Tunel Dordtse Kil) και στην Ελλάδα (Ταμείο Εθνικής Οδοποιίας) και η Επιτροπή δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι η εκμετάλλευση ασκείτο υπό όρους ίδιους με τον ιδιωτικό τομέα.

[186] Υποθέσεις C-260/98, C-276/97, C-358/97, C-359/97 και C-408/97. Η κατάσταση όσον αφορά τα διόδια της Πορτογαλίας (C-276/98) και της Ισπανίας (C-83/99) εκκρεμεί ακόμη ενώπιον του Δικαστηρίου.

Σε θέματα μη κοινοποίησης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης, πρέπει να επισημανθεί η αποστολή προειδοποιητικών επιστολών στην Αυστρία, στην Ιρλανδία, στην Ελλάδα και στο Ην. Βασίλείο σχετικά με την οδηγία 80/98/EΚ που προναφέρεται [187], της οποίας η προθεσμία μεταφοράς έληξε την 1.1.2000. Οι υποθέσεις αυτές τέθηκαν στο αρχείο δεδομένου ότι στο μεταξύ κοινοποιήθηκαν τα εθνικά μέτρα.

[187] Ibid.

2.12.4. Άλλοι έμμεσοι φόροι

Σημαντικό μέρος των διαδικασιών παράβασης που κινήθηκαν στον τομέα αυτό αφορά τη φορολογία των αυτοκινήτων οχημάτων, και στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή χρειάστηκε να απαντήσει σε αυξανόμενο αριθμό σχετικών καταγγελιών από ευρωπαίους πολίτες. Δίνοντας συνέχεια στις καταγγελίες αυτές και σε πολλές αναφορές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κινήθηκαν δύο νέες διαδικασίες κατά το έτος αυτό σε θέματα κακής εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων, οι οποίες αφορούν τις εξής περιπτώσεις:

- Aυστρία: Τα τέλη ταξινόμησης της Αυστρίας επί των αυτοκινήτων οχημάτων (Normverbrauchsabgabe) υπολογίζονται βάσει διαφορετικών κριτηρίων ανάλογα με την καταγωγή των οχημάτων. Έτσι, για τα εγχώρια οχήματα, η βάση επιβολής του φόρου συνίσταται στην τιμή που καταβλήθηκε για την αγορά του οχήματος, ενώ για τα καινούργια οχήματα που εισάγονται από το εξωτερικό στην Αυστρία λαμβάνεται υπόψη η τιμή του καταλόγου. Επιπλέον, για τα μεταχειρισμένα οχήματα που εισάγονται στην Αυστρία πρέπει να καταβληθεί φόρος που υπολογίζεται επί της μέσης τιμής όπως αυτή ορίζεται από τους αυστριακούς επαγγελματίες της αγοράς μεταχειρισμένων οχημάτων. Η Επιτροπή εκτιμά ότι το αυστριακό σύστημα το οποίο βασίζεται περισσότερο σε θεωρητικά παρά σε πραγματικά στοιχεία, αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 90 της Συνθήκης, καθώς και στο άρθρο 3 της οδηγίας 92/12/EΚ [188].

[188] ΕΕ L 76 της 23.3.1992, σ. 1.

- Ελλάδα: Η Ελλάδα δεν εφαρμόζει ορθά τις διατάξεις της οδηγίας 83/182/ΕΟΚ για τις φορολογικές ατέλειες που ισχύουν στις προσωρινές εισαγωγές ορισμένων μεταφορικών μέσων [189]. Το σύστημα που εφαρμόζεται προσομοιάζει πράγματι με ένα τελωνειακό καθεστώς που δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό στο πλαίσιο της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς: απαίτηση άμεσης καταβολής των τελών ταξινόμησης ως εάν επρόκειτο για οριστική χρήση του αυτοκινήτου στην Ελλάδα, συνοδευόμενη από πρόστιμα το ύψος των οποίων ανέρχεται σε κολοσσιαία και δυσανάλογα ποσά. πολυάριθμες κατασχέσεις, δημεύσεις και πωλήσεις σε δημοπρασίες των εν λόγω οχημάτων. ποινικές διώξεις για λαθρεμπόριο που μπορούν να επιφέρουν αυστηρές τιμές. τεκμήριο - εξαιρετικά δύσκολο να ανατραπεί ιδίως για μη κάτοικο ελληνικής καταγωγής - ότι η κανονική κατοικία του ενδιαφερόμενου βρίσκεται στην Ελλάδα προκειμένου να ισχύσουν για το όχημά του οι ελληνικοί φόροι ( ακόμη και αν έχει αλλάξει κατοικία πριν από πολλά έτη). τέλος, έλλειψη διαβουλεύσεων με τις διοικητικές αρχές των υπολοίπων κρατών μελών για την επίλυση ενδεχόμενης σύγκρουσης αρμοδιοτήτων ή για να επαληθευτεί εάν υφίσταται απάτη ή όχι.

[189] ΕΕ L 105 της 23.4.1983, σ. 59.

Στον ίδιο αυτό τομέα των αυτοκινήτων οχημάτων είναι επίσης σημαντικό να αναφερθεί η αποστολή αιτιολογημένης γνώμης στην Ελλάδα δυνάμει του άρθρου 228 της Συνθήκης επειδή οι ελληνικές αρχές δεν είχαν ακόμη συμμορφωθεί με την απόφαση της 23.10.1997 στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι: «η Ελληνική Δημοκρατία, προσδιορίζοντας, για την επιβολή του ειδικού φόρου καταναλώσεως και του εφάπαξ προσθέτου ειδικού τέλους, τη φορολογητέα αξία των εισαγομένων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων με τη μείωση της τιμής των αντιστοίχων καινουργών αυτοκινήτων κατά 5% για κάθε έτος χρήσεως των οικείων οχημάτων, χωρίς η ανώτατη μείωση να μπορεί κατ' αρχήν να υπερβαίνει το 20%, και αποκλείοντας τα εισαγόμενα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας από το πλεονέκτημα των μειωμένων συντελεστών του ειδικού φόρου καταναλώσεως που ισχύουν για τον εν λόγω τύπο αυτοκινήτων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 95 της Συνθήκης» [190].

[190] Υπόθεση C-375/95 (Συλλογή 1997, σ.I-5981).

Στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης επί των βιομηχανοποιημένων καπνών, απευθύνθηκε αιτιολογημένη γνώμη στο Βέλγιο για κακή εφαρμογή της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ που διέπει την κυκλοφορία των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης [191]. Πράγματι, τα άρθρα 8 και 9 της εν λόγω οδηγίας προβλέπουν ότι οι ταξιδιώτες μπορούν να επωφεληθούν από την εσωτερική αγορά και να αποκτήσουν, σε άλλα κράτη μέλη, προϊόντα επί των οποίων επιβάλλονται ειδικοί φόροι κατανάλωσης, ακόμη και όταν η ποσότητα των τσιγάρων που μεταφέρουν υπερβαίνει τα 800 τεμάχια, υπό την προϋπόθεση ότι το προϊόν αυτό προορίζεται για ιδία κατανάλωση. Όμως, η πρακτική των βελγικών διοικητικών αρχών, η οποία συνίσταται στην εφαρμογή δασμολογικής ατέλειας για 800 τσιγάρα στους ιδιώτες που επιστρέφουν από άλλα κράτη μέλη, στερεί από τα άτομα αυτά - όταν αποκτούν τα εν λόγω προϊόντα για δικές τους ανάγκες - από την ορθή εφαρμογή των προβλεπόμενων κανόνων φορολογίας. Όσον αφορά τα ίδια αυτά προϊόντα πρέπει επίσης να επισημανθεί η προσφυγή στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της παράβασης που έχει επισημανθεί προηγούμενα σε βάρος της Γαλλίας η οποία εφάρμοζε διαφορετική φορολογία στα τσιγάρα από ξανθό καπνό [192].

[191] Ibid.

[192] Υπόθεση C-302/00.

Όσον αφορά τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των προϊόντων πετρελαίου, η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη κατά της Γερμανίας λόγω της απαλλαγής που εφαρμόζει από την καταβολή των ειδικών φόρων κατανάλωσης επί του πετρελαίου θέρμανσης (Mineralφlsteuergesetz), γεγονός που συνιστά κακή εφαρμογή της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή [193]. Η Επιτροπή προσέφυγε επίσης στο Δικαστήριο σε βάρος της Φινλανδίας για την υπόθεση που αφορά τη χρησιμοποίηση των καυσίμων που προορίζονται για τη θέρμανση και κατά συνέπεια υπάγονται σε μειωμένο ειδικό φόρο κατανάλωσης, ως καύσιμα για τα μέσα μεταφοράς, ρύθμιση που αντίκειται στο άρθρο 8, παράγραφος 3, της προαναφερόμενης οδηγίας και στο άρθρο 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 92/82/ΕΟΚ για την προσέγγιση των συντελεστών του ειδικού φόρου κατανάλωσης για τα πετρελαιοειδή [194].

[193] ΕΕ L της 31.10.1992, σ. 12.

[194] ΕΕ L της 31.10.1992, σ. 19.

Κινήθηκε επίσης διαδικασία, λόγω κακής εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων, κατά της Γαλλίας σχετικά με το φόρο μεταποίησης ζωικών αποβλήτων και τη αποκομιδή των αποβλήτων των σφαγείων. Πράγματι, η γαλλική δημόσια υπηρεσία μεταποίησης ζωικών αποβλήτων, και συγκεκριμένα σφαγής και τεμαχισμού ζώων ακατάλληλων προς ανθρώπινη κατανάλωση και γενικότερα συγκέντρωσης και εξάλειψης των πτωμάτων των ζώων και των αποβλήτων των σφαγείων, χρηματοδοτείται κατά κύριο λόγο, εδώ και τρία χρόνια, από τα έσοδα ενός παράτυπου φόρου επί των κρεάτων που θεσπίστηκε για το σκοπό αυτό. Όμως, μετά από πολλές καταγγελίες που υποβλήθηκαν από επιχειρήσεις που πραγματοποιούν ενδοκοινοτικές αγορές και από εμπόρους κρεάτων στη Γαλλία, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι κανόνες που αφορούν τη βάση του εν λόγω φόρου συνιστούσαν διάκριση έναντι των κρεάτων καταγωγής από τα υπόλοιπα κράτη μέλη, κατά την έννοια του άρθρου 90 της Συνθήκης. Πράγματι - παρά το γεγονός ότι ο φόρος επιβάλλεται τόσο στα γαλλικά κρέατα όσο και στα κρέατα καταγωγής από άλλα κράτη μέλη - τα πρώτα επωφελούνται από τη δημόσια υπηρεσία μεταποίησης αποβλήτων γεγονός που αποτελεί είδος αντιστάθμισης για το φόρο που καταβάλλεται ενώ τα πλεονεκτήματα της εν λόγω υπηρεσίας δεν ισχύουν για τα κρέατα προέλευσης από άλλα κράτη μέλη δεδομένου ότι η προετοιμασία τους για την πώληση πραγματοποιήθηκε σε άλλο κράτος πριν από την εισαγωγή τους στη Γαλλία.

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο τη διαδικασία που κινήθηκε κατά του Βελγίου σχετικά με το καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης που εφαρμόζει στα μη αλκοολούχα ποτά, αφού τροποποιήθηκε η εθνική νομοθεσία στον εν λόγω τομέα μετά την αποστολή της αιτιολογημένης γνώμης. Στο αρχείο τέθηκε επίσης η υπόθεση που αφορά τη διαφοροποιημένη φορολόγηση του κρασιού και της μπύρας στην Ιρλανδία καθώς και εκείνη που αφορά τους κοινοτικούς φόρους επί των αλκοολούχων ποτών στην Αυστρία. Στο αρχείο τέθηκε επίσης η διαδικασία που κινήθηκε κατά της Γαλλίας και αφορούσε την εισφορά κοινωνικής ασφάλισης που επιβαρύνει τα αλκοολούχα ποτά αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι το εν λόγω καθεστώς είναι συμβατό με το κοινοτικό δίκαιο [195].

[195] Υπόθεση C-434/97.

2.13. Eκπαιδευση, Οπτικοακουστικοσ τομεασ και Πολιτισμοσ

2.13.1. Εκπαίδευση και πολιτισμός

Επί του παρόντος και σύμφωνα με τα άρθρα 149 και 150 της συνθήκης ΕΚ, κάθε κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για το περιεχόμενο της εκπαίδευσής του και για την οργάνωση του εκπαιδευτικού του συστήματος. Ωστόσο, όσον αφορά τους όρους πρόσβασης στην εκπαίδευση και στην επαγγελματική κατάρτιση, τα κράτη μέλη πρέπει να απέχουν, δυνάμει του άρθρου 12 της συνθήκης ΕΚ, από κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω ιθαγενείας.

Δεδομένης της απουσίας διατάξεων του παραγώγου δικαίου στον τομέα αυτό, τονίζεται ότι οι σπουδαστές και τα πρόσωπα που παρακολουθούν κατάρτιση προσκρούουν πάντα σε εμπόδια στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής κινητικότητας. Όμως οι δυσχέρειες αυτές δεν οφείλονται στην ύπαρξη ρύθμισης αντίθετης προς τη συνθήκη. Πράγματι, ορισμένες από τις μεμονωμένες περιπτώσεις που περιέρχονται σε γνώση της Επιτροπής δεν δείχνουν την ύπαρξη διάκρισης βάσει της ιθαγένειας, αλλά αναφέρονται συχνά στη βραδύτητα των διαδικασιών, στην απουσία μέσων προσφυγής και στο επίπεδο των διοικητικών εξόδων κατά τις διαδικασίες ακαδημαϊκής αναγνώρισης.

Όπως τονίστηκε ήδη στις προηγούμενες εκθέσεις, σημαντικός αριθμός μεμονωμένων περιπτώσεων που περιέρχονται σε γνώση της Επιτροπής μπορεί να επιλυθεί αν δοθούν στους ενδιαφερόμενους σαφείς πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματά τους και με την περιορισμένη εμβέλεια του κοινοτικού δικαίου στον τομέα αυτό. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η χρησιμοποίηση των εθνικών μέσων προσφυγής αποδεικνύεται η μόνη δυνατότητα για να επιτύχουν οι ενδιαφερόμενοι την τροποποίηση ή την ακύρωση των διοικητικών αποφάσεων που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές για την περίπτωσή τους.

Ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι, στον τομέα αυτό, ο αριθμός των περιπτώσεων που καταγράφηκαν αυτό το έτος ως καταγγελίες εικαζόμενων παραβάσεων των άρθρων 12, 149 και 150 της συνθήκης σημείωσε αύξηση.

2.13.2. Οπτικοακουστικός τομέας

Οδηγία 97/36/ΕΚ της 30ής Ιουλίου 1997 και Οδηγία 89/552/ΕΟΚ της 3ης Οκτωβρίου 1989 "Τηλεόραση χωρίς σύνορα"

2.13.2.1. Κατάσταση μεταφοράς της αναθεωρηθείσας οδηγίας

Η πρώτη προτεραιότητα της Επιτροπής, ως θεματοφύλακα της συνθήκης, ήταν να μεριμνήσει για την ορθή μεταφορά της οδηγίας 97/36/ΕΚ της 30ής Ιουνίου 1997, που τροποποίησε την οδηγία του 1989. Η ημερομηνία που προέβλεπε η οδηγία για τη μεταφορά ήταν η 30ή Δεκεμβρίου 1998. Όταν εγκρίθηκε η παρούσα έκθεση, 12 κράτη μέλη (Βέλγιο, Δανία, Γερμανία, Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Ιρλανδία, Αυστρία, Πορτογαλία, Φινλανδία, Σουηδία, Ηνωμένο Βασίλειο) είχαν κοινοποιήσει τα εθνικά μέτρα εκτέλεσης της οδηγίας 97/36/ΕΚ. Η μεταφορά βρίσκεται σε εξέλιξη στα υπόλοιπα τρία κράτη μέλη (Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες). Στις περιπτώσεις αυτές, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. [196]

[196] ΕΕΚ/Ιταλία: Υπόθεση C-2000/207; ΕΕΚ/Λουξεμβούργο: Υπόθεση C-2000/119; ΕΕΚ/Κάτω Χώρες: Υπόθεση C-2000/145

2.13.2.2. Εφαρμογή της οδηγίας

Η αναθεωρημένη οδηγία καθορίζει ασφαλές νομικό πλαίσιο που επιτρέπει στους τηλεοπτικούς φορείς να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο κύριος στόχος είναι η δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων για την ελεύθερη κυκλοφορία των τηλεοπτικών εκπομπών. Η αναθεωρημένη οδηγία διευκρίνισε και αποσαφήνισε ορισμένες διατάξεις, μεταξύ άλλων, την αρχή της ρύθμισης μόνο στο κράτος μέλος καταγωγής και τα κριτήρια σύνδεσης των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών με την έννομη τάξη αυτού του κράτους μέλους. Η Επιτροπή φρόντισε καθόλη τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς για την τήρηση και την αποτελεσματικότητα των αρχών αυτών. Η Επιτροπή ενημερώθηκε για την απόφαση των ολλανδικών αρχών (Commissariaat voor de Media) να απαγορεύσουν τη διανομή των προγραμμάτων RTL 4 και RTL 5 στις Κάτω Χώρες εφόσον η RTL/Veronica De Holland Media Groep SA δεν λάβει ολλανδικές άδειες εκμετάλλευσης για αυτούς τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Η Επιτροπή παρακολουθεί προσεκτικά την εξέλιξη αυτού του φακέλου.

Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 3α, παράγραφος 1 της οδηγίας παρέχουν στα κράτη μέλη νομική βάση που τους επιτρέπει να λαμβάνουν εθνικά μέτρα για την προστασία ορισμένων εκδηλώσεων οι οποίες θεωρούνται από το εν λόγω κράτος μέλος ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία. Μέτρα σε σχέση με το άρθρο 3α, παράγραφος 1 της οδηγίας λήφθηκαν από τη Δανία (ΕΕ C 14 της 19.1.1999), την Ιταλία (ΕΕ C 277 της 30.9.1999), τη Γερμανία (ΕΕ C 277 της 29.9.2000) και το Ηνωμένο Βασίλειο (ΕΕ C 328 της 18.11.2000). Επιπλέον, η Αυστρία, οι Κάτω Χώρες, το Βέλγιο και η Γαλλία δήλωσαν ότι έχουν την πρόθεση να κοινοποιήσουν σχέδια μέτρων στο άμεσο μέλλον.

Επίσης, η Επιτροπή ενέκρινε την τέταρτη ανακοίνωση προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/36/ΕΚ, για την περίοδο 1997 και 1998, που αφορούν την προώθηση της διανομής και της παραγωγής τηλεοπτικών προγραμμάτων [197]. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι στόχοι των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας έχουν σε γενικές γραμμές επιτευχθεί. Οι δραστηριότητες των τηλεοπτικών σταθμών όσον αφορά τη μετάδοση ευρωπαϊκών έργων και ανεξάρτητων παραγωγών συμβιβάζονται με τους κανόνες της οδηγίας κατά τρόπο συνολικά ικανοποιητικό και οι στόχοι της οδηγίας έχουν επιτευχθεί σε γενικές γραμμές.

[197] COM(2000) 442 τελικό

Η οδηγία προβλέπει επίσης κανόνες που αφορούν την ποσότητα της επιτρεπόμενης διαφήμισης στην οθόνη. Η Επιτροπή έλαβε πολυάριθμες καταγγελίες σχετικά με την εικαζόμενη μη τήρηση, σε ορισμένα κράτη μέλη, των κανόνων που αφορούν τη διαφήμιση και τη χορηγία. Τα προβλήματα αφορούν ειδικότερα τις πρακτικές που ασκούν ορισμένοι τηλεοπτικοί φορείς στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία. Η Επιτροπή βρίσκεται στο στάδιο της αναζήτησης των αναγκαίων στοιχείων προκειμένου να αξιολογήσει σε ποιο βαθμό αυτές οι εικαζόμενες υπερβάσεις μπορούν να αποτελούν παραβάσεις από μέρους των οικείων κρατών μελών, με στόχο τη λήψη των κατάλληλων διορθωτικών μέτρων. Όσον αφορά την Ισπανία, η Επιτροπή αποφάσισε την αποστολή αιτιολογημένης γνώμης στις 21 Δεκεμβρίου 2000.

Εξάλλου, κατ' εξαίρεση από το γενικό κανόνα της ελευθερίας λήψης και αναμετάδοσης, το άρθρο 2α, παράγραφος 2, της οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη - με την προϋπόθεση ότι τηρούν ειδική διαδικασία - να λαμβάνουν μέτρα κατά των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών δικαιοδοσίας άλλου κράτους μέλους οι οποίοι «προφανώς, σοβαρώς και βαρέως» παραβαίνουν το άρθρο 22 της οδηγίας. Επιδιώκεται έτσι να προστατευθούν οι ανήλικοι από προγράμματα τα οποία ενδέχεται να βλάψουν σοβαρά τη «σωματική, πνευματική ή ηθική ανάπτυξή τους» και να εξασφαλισθεί ότι οι εκπομπές δεν περιέχουν καμία παρότρυνση σε μίσος λόγω διαφορών φυλής, φύλου, θρησκείας ή ιθαγένειας. Η Επιτροπή θεωρεί ικανοποιητική την εφαρμογή του άρθρου 2α, παράγραφος 2, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς. Η εφαρμογή του επέτρεψε να διαφυλαχθεί το γενικό συμφέρον με ελάχιστο όριο εμποδίων στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Υπενθυμίζεται ότι στην υπόθεση T 69/99 Danish Satellite TV (DSTV) A/S (Eurotica Rendez-Vous Television) κατά Επιτροπής, με την απόφαση της 13.12.2000 το Πρωτοδικείο απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή κατά της απόφασης της Επιτροπής η οποία έκρινε ότι τα μέτρα που ανακοίνωσε το Ηνωμένο Βασίλειο συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο.

2.13.2.3. Πτυχές συνδεόμενες με τη διεύρυνση

Από το 1997, οι περισσότερες υποψήφιες για προσχώρηση χώρες προσπαθούν να ευθυγραμμιστούν με την οδηγία και οκτώ υποψήφιες χώρες [198] θέσπισαν νέα σχετική νομοθεσία. Επιπλέον, οι αντίστοιχες νομοθετικές διαδικασίες βρίσκονται σε εξέλιξη σε έξι υποψήφιες χώρες [199]. Το 2000 αποτέλεσε καμπή σε αυτή τη διαδικασία ευθυγράμμισης, δεδομένου ότι πέντε υποψήφιες χώρες [200] έφθασαν ήδη σε εξαιρετικό επίπεδο ευθυγράμμισης με το κοινοτικό κεκτημένο.

[198] Βουλγαρία, Κύπρος, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Μάλτα, Πολωνία και Σλοβακική Δημοκρατία

[199] Τσεχική Δημοκρατία, Ουγγαρία, Λετονία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβενία

[200] Βουλγαρία, Κύπρος, Εσθονία, Λιθουανία και Σλοβακική Δημοκρατία

2.14. Υγεία και προστασία των καταναλωτών

Στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης των υπηρεσιών της, η Επιτροπή μετέφερε, τον Οκτώβριο του 1999, τις κτηνιατρικές και φυτοϋγειονομικές υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας και τις αρμόδιες για τη δημόσια υγεία υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης Κοινωνικών Υποθέσεων, στη Γενική Διεύθυνση "Υγεία και Προστασία των Καταναλωτών". Επίσης, το Μάρτιο του 2000, μετέφερε σε αυτή τη Γενική Διεύθυνση την αρμόδια υπηρεσία για το δίκαιο των τροφίμων η οποία προηγουμένως υπαγόταν στη Γενική Διεύθυνση "Επιχειρήσεις".

Συνεπώς, η παρούσα έκθεση καλύπτει, εκτός από την εξέλιξη της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών, το σύνολο σχεδόν των διατάξεων που αφορούν την υγεία.

2.14.1. Κτηνιατρική νομοθεσία

Όσον αφορά την ανακοίνωση από τα κράτη μέλη των εθνικών μέτρων εκτέλεσης, σημειώνεται ότι η προθεσμία μεταφοράς για τέσσερεις οδηγίες έληξε το 2000:

οδηγία 1999/89/ΕΚ σχετικά με τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και τις εισαγωγές νωπών κρεάτων πουλερικών από τρίτες χώρες.

οδηγία 1999/90/ΕΚ σχετικά με τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και τις εισαγωγές πουλερικών και αυγών για επώαση από τρίτες χώρες.

οδηγία 2000/15/ΕΚ περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών. και

οδηγία 2000/27/ΕΚ σχετικά με τη θέσπιση στοιχειωδών κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση ορισμένων νόσων των ψαριών,

και τα περισσότερα κράτη μέλη οφείλουν ακόμη να μεταφέρουν αυτές τις οδηγίες.

Το Βέλγιο δεν έχει καμία παράβαση λόγω μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης.

Στον τομέα αυτό, η Γαλλία κατέβαλε προσπάθεια για να απορροφήσει την καθυστέρηση μεταφοράς. Σε απάντηση της αιτιολογημένης γνώμης βάσει του άρθρου 228 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Γαλλία εκτέλεσε την απόφαση του Δικαστηρίου της 9.2.1999 (υπόθεση C-357/97) που αφορά τη μη μεταφορά της οδηγίας 94/28/ΕΚ για τον καθορισμό των αρχών σχετικά με τους ζωοτεχνικούς και γενεαλογικούς όρους που εφαρμόζονται κατά τις εισαγωγές προέλευσης τρίτων χωρών ζώων, του σπέρματος, των ωαρίων και των εμβρύων τους. Ωστόσο, οι διαδικασίες που κινήθηκαν το 1999 πρέπει ακόμη να διευθετηθούν.

Μεγάλες καθυστερήσεις μεταφοράς εξακολουθούν να υπάρχουν στην Ελλάδα. Η Επιτροπή αναγκάστηκε να συνεχίσει δύο διαδικασίες παράβασης βάσει του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ λόγω μη τήρησης των αποφάσεων του Δικαστηρίου (υποθέσεις C-385/97 και C-137/99) με τις οποίες διαπιστώθηκε η απουσία μεταφοράς από την Ελλάδα των οδηγιών 93/118/ΕΚ και 96/43/ΕΚ για τη χρηματοδότηση των υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων των ζώντων ζώων και ορισμένων ζωικών προϊόντων.

Το Δικαστήριο, σε απόφαση της 8.6.2000 (υπόθεση C-190/99), αναγνώρισε την παράβαση της Ιρλανδίας όσον αφορά την μη ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 96/43/ΕΚ για τη χρηματοδότηση των υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων των ζώντων ζώων και ορισμένων ζωικών προϊόντων. Το Δικαστήριο αναγνώρισε επίσης, στις 7.12.2000, την παράβαση της Ιταλίας (υπόθεση C-395/99) ως προς τη μεταφορά της οδηγίας 96/93/ΕΚ σχετικά με την πιστοποίηση ζώων και ζωικών προϊόντων. Ωστόσο, αυτά τα δύο κράτη μέλη εκτέλεσαν τις αποφάσεις.

Ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας που αφορά την υγιεινή παραμένει πρωταρχικό καθήκον για την Επιτροπή.

Οι έλεγχοι που πραγματοποίησε το Γραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων (OAV) στην Ιρλανδία και στο Λουξεμβούργο επέτρεψαν να διαπιστωθεί ότι τα κράτη μέλη επανόρθωσαν τις σοβαρές ελλείψεις υγιεινής και δομής που είχαν παρατηρηθεί σε ορισμένα σφαγεία. Εν αναμονή των αποτελεσμάτων μιας τελευταίας επιθεώρησης ελέγχου στη Γαλλία, ο φάκελος παράβασης κατά της Γαλλίας παραμένει ανοικτός.

Το χαρακτηριστικότερο γεγονός του έτους όσον αφορά τον έλεγχο της εφαρμογής του κτηνιατρικού δικαίου ήταν η προσφυγή, στις 4.1.2000, στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της διαδικασίας παράβασης που είχε κινηθεί κατά της Γαλλίας λόγω του ότι δεν επέτρεψε, παρά τις αποφάσεις 98/256/ΕΚ και 99/514/ΕΚ, την εμπορία στην επικράτειά της των κρεάτων βοοειδών καταγωγής Ηνωμένου Βασιλείου τα οποία ανταποκρίνονται στις προβλεπόμενες από τις προαναφερθείσες κοινοτικές αποφάσεις απαιτήσεις.

Οι πληροφορίες που διαβίβασαν οι βρετανικές αρχές στην Επιτροπή δείχνουν θετική εξέλιξη στην πρόσληψη κτηνιάτρων προκειμένου να εξασφαλιστεί, σύμφωνα με τις οδηγίες 64/433/ΕΟΚ και 89/662/ΕΟΚ και με την απόφαση 96/239/ΕΚ, ο επίσημος κτηνιατρικός έλεγχος στα σφαγεία και στις αίθουσες τεμαχισμού. Αν τηρηθούν οι δεσμεύσεις των βρετανικών αρχών, η υπό εξέλιξη διαδικασία παράβασης θα πρέπει να διευθετηθεί εντός του 2001.

Η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στις βρετανικές αρχές διότι επέτρεψαν τη χρήση ύδατος υπερβολικής περιεκτικότητας σε χλώριο για την απολύμανση των σφαγίων πουλερικών, πρακτική που δεν επιτρέπεται από το κοινοτικό δίκαιο.

Σε δύο περιπτώσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα δεν εφαρμόζει ορθά τη νομοθεσία που αφορά τη χρηματοδότηση των κτηνιατρικών ελέγχων. Πράγματι, στις 5 Ιουνίου 2000, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, στην απόφασή του στην υπόθεση C-470/98, ότι η Ελλάδα, μη λαμβάνοντας, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλιστεί η κάλυψη των εξόδων των κτηνιατρικών και διοικητικών ελέγχων από τον αποστολέα, τον παραλήπτη ή τον εντολοδόχο τους χωρίς αποζημίωση του κράτους, για τα άλλα - πλην των νωπών κρεάτων και του κρέατος πουλερικών - προϊόντα γεωργικής προελεύσεως, τα προερχόμενα από τρίτες χώρες, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 90/675/ΕΟΚ. Στις 16.11.2000, στην απόφασή του στην υπόθεση C-214/98, το Δικαστήριο έκρινε ότι, παραλείποντας να μνημονεύσει τα πουλερικά, μεταξύ των κρεάτων επί των οποίων εφαρμόζονται τα τέλη που ορίζει η οδηγία 93/118/ΕΚ και μη περιλαμβάνοντας ρητώς τα πουλερικά, για τις ανάγκες της εφαρμογής του τέλους τεμαχισμού των νωπών κρεάτων που ορίζει η εν λόγω οδηγία, η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την προαναφερθείσα οδηγία.

Αφού έλαβε αιτιολογημένη γνώμη, διότι δεν διαβίβασε πριν από τις 30.4.1998 έκθεση για τους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν το 1996 και το 1997 με σκοπό την ορθή εφαρμογή των ελάχιστων κανόνων για την προστασία των μόσχων και των χοίρων, η Ιρλανδία διαβίβασε το Δεκέμβριο του 2000 τις απαιτούμενες πληροφορίες και τακτοποίησε έτσι την παράβαση των οδηγιών 91/629/ΕΟΚ και 91/630/ΕΟΚ.

2.14.2. Φυτοϋγειονομική νομοθεσία

Όσον αφορά την ανακοίνωση από τα κράτη μέλη των εθνικών μέτρων εκτέλεσης, διαπιστώνεται ότι το Βέλγιο και η Ιταλία ανακοίνωσαν τα μέτρα μεταφοράς όλων των οδηγιών αυτού του τομέα.

Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει σημαντικές καθυστερήσεις μεταφοράς. Πράγματι, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο λόγω της καθυστέρησης μεταφοράς, από την Ελλάδα, της οδηγίας 97/41/ΕΚ περί του καθορισμού της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων επί και εντός των οπωροκηπευτικών, μέσα και πάνω στα σιτηρά, πάνω και μέσα στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, και επάνω και μέσα σε ορισμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών, αντιστοίχως, καθώς και της οδηγίας 98/100/ΕΚ περί αναγνωρίσεως προστατευομένων περιοχών που είναι εκτεθειμένες σε ιδιαίτερους φυτοϋγειονομικούς κινδύνους στην Κοινότητα. Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Γερμανίας λόγω της μη μεταφοράς της οδηγίας 98/57/ΕΚ για τον έλεγχο του Ralstonia solanacearum (Smith) Yabuuchi et al.

Σημειώνεται επίσης ότι η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στην Ιταλία, διότι θέσπισε υπερβολικά περιοριστική νομοθεσία στο θέμα της μεταφοράς φυτοφαρμακευτικών προϊόντων, των οποίων απαγορεύεται η χρήση στην Ιταλία και τα οποία εξάγονται προς άλλα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες. Οι ιταλικές αρχές ανέλαβαν τη δέσμευση να τροποποιήσουν την σχετική νομοθεσία μέσω διάταξης στον κοινοτικό νόμο 2000 η οποία, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή, βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της θέσπισης.

2.14.3. Νομοθεσία για τους σπόρους προς σπορά και τα φυτά

Στον τομέα αυτό, οι διαδικασίες παράβασης που βρίσκονταν σε εξέλιξη κατά το 2000 αφορούν όλες την ανακοίνωση μέτρων μεταφοράς των πρόσφατων οδηγιών, των οποίων η προθεσμία μεταφοράς έληξε στο τέλος του 1999 και το 2000.

Δεν εκκρεμεί πλέον καμία διαδικασία παράβασης κατά της Δανίας και της Ισπανίας.

Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Γερμανίας, της Γαλλίας, του Λουξεμβούργου και της Αυστρίας λόγω μη μεταφοράς της οδηγίας 98/56/ΕΚ για την εμπορία πολλαπλασιαστικού υλικού καλλωπιστικών φυτών.

Για τις άλλες οδηγίες των οποίων η προθεσμία μεταφοράς έληξε :

οδηγία 98/95/ΕΚ, για την εμπορία σπόρων προς σπορά τεύτλων, κτηνοτροφικών φυτών, σιτηρών, γεωμήλων, ελαιούχων και κλωστικών φυτών, κηπευτικών και τον κοινό κατάλογο ποικιλιών των καλλιεργούμενων φυτικών ειδών.

οδηγία 98/96/ΕΚ, για την εμπορία σπόρων προς σπορά τεύτλων, κτηνοτροφικών φυτών, δημητριακών, γεωμήλων, ελαιούχων και κλωστικών φυτών, κηπευτικών και τον κοινό κατάλογο ποικιλιών καλλιεργουμένων φυτικών ειδών.

οδηγία 99/54/ΕΚ σχετικά με την εμπορία σπόρων δημητριακών προς σπορά.

οδηγία 99/66/ΕΚ σχετικά με τον καθορισμό των απαιτήσεων που αφορούν την ετικέτα ή άλλο έγγραφο που συντάσσει ο προμηθευτής σύμφωνα με την οδηγία 98/56/ΕΚ,

η διαδικασία παράβασης βρίσκεται στο στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης για τα περισσότερα κράτη μέλη.

2.14.4. Νομοθεσία για τα τρόφιμα

Όσον αφορά την ανακοίνωση από τα κράτη μέλη των εθνικών μέτρων εκτέλεσης, δεν σημειώθηκε καμία σημαντική εξέλιξη στον τομέα αυτό σε σχέση με το 1999.

Ωστόσο, η Ελλάδα εκτέλεσε την απόφαση του Δικαστηρίου της 21.10.1999 (υπόθεση C-391/98), με την οποία διαπιστώθηκε η παράβαση της υποχρέωσης αυτού του κράτους μέλους να ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 93/43/ΕΚ για την υγιεινή των τροφίμων.

Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Ιρλανδίας λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 98/66/ΕΚ σχετικά με τη θέσπιση ειδικών κριτηρίων καθαρότητας για τα γλυκαντικά που χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα και της οδηγίας 98/86/ΕΚ για τη θέσπιση ειδικών κριτηρίων καθαρότητας για τα πρόσθετα τροφίμων πλην των χρωστικών και των γλυκαντικών υλών.

Όσον αφορά τις παραβάσεις λόγω κακής εφαρμογής, σε απάντηση στην αιτιολογημένη γνώμη με την οποία διαπιστώθηκε ότι η ισπανική νομοθεσία, που προβλέπει την υποχρέωση αναγραφής, στην ετικέτα των επιτραπέζιων ελιών, της ένδειξης του μεγέθους τους, δεν συμβιβάζεται με την οδηγία 79/112/ΕΟΚ, η Ισπανία ανακοίνωσε την τακτοποίηση της παράβασης μέσω της τροποποίησης του σχετικού βασιλικού διατάγματος.

2.14.5. Νομοθεσία για τις ζωοτροφές

Όσον αφορά την ανακοίνωση από τα κράτη μέλη των εθνικών μέτρων εκτέλεσης των οδηγιών, σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια του 2000 έληξε η προθεσμία μεταφοράς μόνο για την οδηγία 2000/45/ΕΚ σχετικά με τον καθορισμό κοινοτικής μεθόδου αναλύσεως για τον προσδιορισμό της βιταμίνης Α, της βιταμίνης Ε και της θρυπτοφάνης σε ζωοτροφές. Τα περισσότερα κράτη μέλη δεν ανακοίνωσαν ακόμη τα μέτρα μεταφοράς.

Η Γαλλία τακτοποίησε πολυάριθμες διαδικασίες παράβασης που αφορούν τη μη μεταφορά των οδηγιών στον τομέα αυτό.

Η Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο σημειώνουν τις περισσότερες καθυστερήσεις στη μεταφορά των οδηγιών, για τις οποίες κινήθηκαν διαδικασίες παράβασης από το 1998, ιδίως όσον αφορά την οδηγία 96/24/ΕΚ περί εμπορίας των συνθέτων ζωοτροφών και την οδηγία 96/25/ΕΚ για την κυκλοφορία των πρώτων υλών ζωοτροφών.

Η οδηγία 96/51/ΕΚ περί των προσθέτων υλών στη διατροφή των ζώων πρέπει ακόμη να μεταφερθεί από τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

2.14.6. Προσμείξεις

Η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 98/53/ΕΚ, για την καθιέρωση τρόπων δειγματοληψίας και μεθόδων ανάλυσης για τον επίσημο έλεγχο των μέγιστων περιεκτικοτήτων για ορισμένες προσμείξεις στα τρόφιμα, έληξε στο τέλος του 2000. Κανένα κράτος μέλος δεν κοινοποίησε τα εθνικά μέτρα μεταφοράς.

2.14.7. Κοινοποίηση τεχνικών προτύπων και κανόνων

Δυνάμει της οδηγίας 98/34/ΕΚ, τα κράτη μέλη και οι χώρες της ΕΖΕΣ πρέπει να κοινοποιούν μεταξύ τους και στην Επιτροπή, πριν από τη θέσπισή του, κάθε σχέδιο κανονισμών που περιλαμβάνει τεχνικά πρότυπα ή κανόνες, προκειμένου να αποφεύγεται η δημιουργία νέων εμποδίων στην εσωτερική αγορά.

Ο αριθμός των κοινοποιηθέντων κειμένων (115), ορισμένες φορές με επείγουσα διαδικασία (17), για το έτος 2000 στον τομέα της υγείας δείχνει την αυξανόμενη σημασία των εθνικών νομοθετικών οργάνων για τον τομέα αυτό, ιδίως όσον αφορά τα τρόφιμα. Η εξέταση αυτών των κοινοποιηθέντων σχεδίων κειμένων υλοποιήθηκε με την διατύπωση, από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, παρατηρήσεων (15), ενδιάμεσων σχολίων (6) και εμπεριστατωμένων γνωμών (3) μέσω των οποίων ζητήθηκε η ευθυγράμμιση των κοινοποιήσεων με το κοινοτικό δίκαιο (για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία κοινοποίησης, ανατρέξατε στο κεφάλαιο 2.2.1 « Οι κανόνες πρόληψης που προβλέπονται από την οδηγία 98/34/ΕΚ (πρώην 83/189/ΕΟΚ) »)..

2.14.8. Προστασία των καταναλωτών

Στον τομέα αυτό, η προθεσμία μεταφοράς τεσσάρων οδηγιών έληξε το 2000. Δεδομένου ότι οι οδηγίες αυτές δεν μεταφέρθηκαν από το σύνολο των κρατών μελών, η Επιτροπή αναγκάστηκε να κινήσει διαδικασίες παράβασης.

Στο τέλος του 2000, η κατάσταση είχε ως εξής:

Η οδηγία 97/7/ΕΚ (εξ αποστάσεως πωλήσεις. προθεσμία μεταφοράς : 4 Ιουνίου 2000) δεν μεταφέρθηκε από την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες, την Πορτογαλία και τη Φινλανδία.

Η οδηγία 97/55/ΕΚ (συγκριτική διαφήμιση. προθεσμία μεταφοράς : 23 Απριλίου 2000) αναμένει τη μεταφορά της από την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες και τη Φινλανδία.

Η οδηγία 98/6/ΕΚ (αναγραφή τιμών. προθεσμία μεταφοράς : 18 Μαρτίου 2000) δεν έχει ακόμη μεταφερθεί από την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο. Η οδηγία 98/7/ΕΚ (καταναλωτική πίστη. προθεσμία μεταφοράς : 21 Απριλίου 2000) δεν έχει μεταφερθεί από την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο.

Όλες οι υπόλοιπες οδηγίες του τομέα έχουν μεταφερθεί από όλα τα κράτη μέλη, αλλά εκκρεμούν πολλές διαδικασίες παράβασης σχετικά με τη μη συμμόρφωση των εθνικών μέτρων εκτέλεσης. Οι διαδικασίες αυτές αφορούν ιδίως τις οδηγίες 93/13/ΕΚ (καταχρηστικές ρήτρες) και 94/47/ΕΚ (χρονομεριστική μίσθωση). Η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο σε δύο περιπτώσεις που αφορούν τη μη ορθή μεταφορά της οδηγίας 93/13/ΕΚ από την Ιταλία και τη Σουηδία.

Με σκοπό την καλύτερη και πιο ομοιόμορφη εφαρμογή, η Επιτροπή δημοσίευσε λεπτομερή έκθεση για την εφαρμογή της οδηγίας 93/13/ΕΚ [201] Οι δύο εκθέσεις για τις οδηγίες 90/314/ΕΟΚ (οργανωμένα ταξίδια) [202] και 94/47/ΕΚ (χρονομεριστική μίσθωση) [203], που δημοσιεύτηκαν στο τέλος του 1999, προκάλεσαν επίσης πολυάριθμες αντιδράσεις από μέρους της βιομηχανίας, των ενώσεων καταναλωτών και των κυβερνήσεων των κρατών μελών.

[201] COM (2000) 248 τελικό

[202] SEC (1999) 1800

[203] SEC (1999) 1795

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι στο Δικαστήριο υποβλήθηκε μεγάλος αριθμός προδικαστικών ερωτημάτων όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών. Δύο από τις περιπτώσεις αυτές αφορούν την οδηγία 93/13/ΕΚ (καταχρηστικές ρήτρες), ιδίως τη δυνατότητα άμεσης εφαρμογής της σε περίπτωση μη μεταφοράς από το οικείο κράτος μέλος (C-21/00), και την αρμοδιότητα των δικαστηρίων κράτους μέλους να δέχονται αγωγές παραλείψεως κατά επιχειρηματία που έχει την έδρα του σε άλλο κράτος μέλος (C-167/00). Μία τρίτη περίπτωση αφορά την ερμηνεία του όρου "ζημία" στο άρθρο 5 της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ (C-168/00).

2.15. Δικαιοσυνη και εσωτερικεσ υποθεσεισ

2.15.1. Κοινοτικοποίηση του κεκτημένου του Σένγκεν

Με την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ, το κεκτημένο του Σένγκεν ενσωματώθηκε στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, από τότε, αυτό το κεκτημένο εφαρμόζεται στο νομικό και θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης με παράλληλη τήρηση των οικείων διατάξεων της ΣΕΕ και της ΣΕΚ. Σύμφωνα με το άρθρο 2 1 του Πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την απόφασή του αριθ. 1999/436/ΕΚ, της 20ής Μαΐου 1999 (ΕΕ L 176 της 10.7.1999), το Συμβούλιο καθόρισε την κατάλληλη νομική βάση στις συνθήκες για καθένα από τα στοιχεία του κεκτημένου του Σένγκεν (την « κατανομή » των διατάξεων του κεκτημένου αυτού μεταξύ του πρώτου και του τρίτου πυλώνα). Έτσι, ο έλεγχος της εφαρμογής των διατάξεων που κατανεμήθηκαν στον πρώτο πυλώνα (και ιδίως εκείνων που αφορούν τις θεωρήσεις σύντομης διαμονής, την κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα και τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων, καθώς και τους όρους κυκλοφορίας των αλλοδαπών) πραγματοποιείται σύμφωνα με τις αρχές του κοινοτικού δικαίου του τομέα αυτού και η Επιτροπή διαδραματίζει επομένως τον ρόλο της ως θεματοφύλακα της συνθήκης σε σχέση με αυτά τα στοιχεία του κεκτημένου του Σένγκεν. Σχετικά με το θέμα αυτό, οι υπηρεσίες της Επιτροπής έλαβαν πολυάριθμες καταγγελίες που αφορούν τις αρνήσεις θεώρησης οι οποίες δικαιολογούνται από τις καταχωρίσεις στο Σύστημα Ενημέρωσης Σένγκεν (SIS). Ορισμένες από τις αρνήσεις αυτές αφορούσαν υπηκόους τρίτων χωρών που ήταν μέλη της οικογένειας πολιτών της Ένωσης.

2.15.2. Είσοδος και διαμονή

Στη συνέχεια προσφυγής λόγω παράλειψης του κράτους, την οποία υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα), με την απόφασή του της 25ης Μαΐου 2000 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή) στην υπόθεση C-424/98, διαπίστωσε ότι η Ιταλική Δημοκρατία παραγνώρισε τα όρια που της επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο

α) περιορίζοντας τα δικαιολογητικά που πρέπει να προσκομίζονται από τους δικαιούχους των οδηγιών 90/364/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής (ΕΕ L 180, σ. 26) και 90/365/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των μισθωτών και μη μισθωτών εργαζομένων που έχουν παύσει την επαγγελματική τους δραστηριότητα (ΕΕ L 180, σ. 28), και ορίζοντας ειδικότερα ότι συγκεκριμένα έγγραφα πρέπει να εκδίδονται ή να θεωρούνται από τις αρχές άλλου κράτους μέλους . και

β) απαιτώντας από τους σπουδαστές, υπηκόους άλλων κρατών μελών, οι οποίοι ζητούν την αναγνώριση του δικαιώματός τους - καθώς και των μελών της οικογενείας τους - διαμονής στην Ιταλία, δυνάμει της οδηγίας 93/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1993, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των σπουδαστών (ΕΕ L 317, σ. 59), να διαβεβαιώνουν καταρχάς τις ιταλικές αρχές ότι διαθέτουν πόρους συγκεκριμένου ύψους, και, όσον αφορά το μέσο που επικαλούνται προς τούτο, μη αφήνοντας ρητώς στον σπουδαστή την επιλογή μεταξύ της δηλώσεως και οποιουδήποτε ισοδυνάμου τουλάχιστον μέσου και, τέλος, μη επιτρέποντας τη χρήση της δηλώσεως όταν ο σπουδαστής συνοδεύεται από μέλη της οικογενείας του.

Σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια της δίκης η Ιταλική Δημοκρατία θέσπισε το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 358 της 2ας Αυγούστου 1999, που τροποποιεί το διάταγμα αριθ. 470 της 26ης Νοεμβρίου 1992 (Gazzetta Ufficiale della Repubblica Italiana της 19.10.2000, γενική σειρά αριθ. 246, σ. 3), προκειμένου να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις οδηγίες 90/364, 90/365 και 93/96.

Εξάλλου, στη συνέχεια πολυάριθμων αποφάσεων απέλασης που έλαβαν οι γερμανικές αρχές για λόγους δημοσίας τάξεως έναντι πολιτών της Ένωσης που είχαν διαπράξει αδικήματα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέστειλε στη Γερμανία, τον Ιούλιο 2000, αιτιολογημένη γνώμη για παράβαση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου που ορίζουν τις ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να τηρεί ένα κράτος μέλος όταν αποφασίζει να απελάσει πολίτη της Ένωσης για λόγους δημοσίας τάξεως. Πράγματι, οι κύριες αιτιάσεις της Επιτροπής αφορούν την αυτόματη, ή σχεδόν αυτόματη, σύνδεση μεταξύ διαφόρων αδικημάτων και του μέτρου απέλασης, τη μη συνεκτίμηση της προσωπικής συμπεριφοράς του ενδιαφερόμενου, την ανεπαρκή αιτιολόγηση καθώς και την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της προστασίας της οικογενειακής ζωής.

2.15.3. Δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι

Οι δύο οδηγίες που αφορούν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στο κράτος μέλος κατοικίας, δηλ. η οδηγία 93/109/ΕΚ (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) και η οδηγία 94/80/ΕΚ (δημοτικές και κοινοτικές εκλογές) έχουν μεταφερθεί σε όλα τα κράτη μέλη.

Η Επιτροπή αποφάσισε να θέσει στο αρχείο τη διαδικασία που είχε κινήσει κατά της Γερμανίας σχετικά με την κακή μεταφορά της οδηγίας 93/109/ΕΚ. Πράγματι, το κράτος μέλος κοινοποίησε στην Επιτροπή το δεύτερο νόμο που τροποποιεί το νόμο-πλαίσιο σχετικά με το καθεστώς δήλωσης της κατοικίας και τον κανονισμό της 28ης Αυγούστου 2000 που τροποποιεί τον εκλογικό κώδικα των ευρωπαϊκών εκλογών και τον εκλογικό κώδικα των ομοσπονδιακών κοινοβουλευτικών εκλογών.

Μετά από αυτή τη νομοθετική τροποποίηση, οι μη ημεδαποί πολίτες της Ένωσης εγγράφονται αυτοδικαίως στον εκλογικό κατάλογο που καταρτίζεται για κάθε ευρωπαϊκή εκλογή, εφόσον είχαν υποβάλει σχετική αίτηση για προηγούμενη εκλογή και εφόσον εξακολουθούν να πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Η Επιτροπή κρίνει ότι η γερμανική νομοθεσία είναι πλέον σύμφωνη με την οδηγία 93/109/ΕΚ.

Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να θέσει στο αρχείο τη διαδικασία που είχε κινήσει κατά της Γερμανίας σχετικά με την κακή μεταφορά της οδηγίας 94/80/ΕΚ στο Land της Σαξωνίας.

Η Γερμανία κοινοποίησε στην Επιτροπή το νόμο της 15.3.2000, ο οποίος τροποποιεί το νόμο για τις δημοτικές εκλογές του Land της Σαξωνίας. Μετά την τροποποίηση αυτή, οι πολίτες της Ένωσης θα εγγράφονται αυτόματα στους εκλογικούς καταλόγους που καταρτίζονται για κάθε δημοτική εκλογή.

Επιπλέον, η Επιτροπή αποφάσισε να θέσει στο αρχείο τη διαδικασία που είχε κινήσει κατά της Γερμανίας σχετικά με την κακή εφαρμογή της οδηγίας 94/80/ΕΚ στο Land της Βαυαρίας.

Η Γερμανία κοινοποίησε στην Επιτροπή το νόμο της 27.12.1999 που τροποποιεί τον εκλογικό κώδικα. Μετά την τροποποίηση αυτή, οι πολίτες της Ένωσης θα εγγράφονται αυτόματα στους εκλογικούς καταλόγους που καταρτίζονται για κάθε δημοτική εκλογή.

Η Επιτροπή κρίνει ότι η γερμανική νομοθεσία που αφορά τις δημοτικές εκλογές στα Lδnder της Σαξωνίας και της Βαυαρίας είναι πλέον σύμφωνη με την οδηγία 94/80/ΕΚ.

2.16. Προϋπολογισμοσ

2.16.1. Γενικά

Στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 1, της Απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων, τα κράτη μέλη εισπράττουν παραδοσιακούς ίδιους πόρους για λογαριασμό των Κοινοτήτων. Όπως και κατά το παρελθόν έτος, ο αριθμός των διαδικασιών παράβασης αυξήθηκε και η Επιτροπή αναγκάστηκε σε ορισμένες περιπτώσεις να προσφύγει στο Δικαστήριο.

Αντίθετα, όσον αφορά τους πόρους ΦΠΑ και ΑΕΠ, η Επιτροπή εκφράζει την ικανοποίησή της διότι η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου δεν παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα.

2.16.2. Κακή εφαρμογή

2.16.2.1. Διαδικασίες που είχαν κινηθεί προηγουμένως

Η Επιτροπή κατέθεσε το δικόγραφο στην υπόθεση κατά της Ιταλίας (μη επαρκώς αιτιολογημένες εκπτώσεις κατά την καταβολή των ιδίων πόρων από τους δασμούς για τα εμπορεύματα που εισάγονται με προορισμό τον Άγιο Μαρίνο) C- 2000/010.

Η Επιτροπή αναγκάστηκε επίσης να προσφύγει στο Δικαστήριο στην άλλη υπόθεση κατά της Ιταλίας (καθυστερημένη και εσφαλμένη εγγραφή ποσού ιδίων πόρων ύψους 1.484.936.000.000 LIT), C- 2000/363.

Στις 15 Ιουνίου 2000, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στην υπόθεση C-1997/348 σχετικά με τη Γερμανία όσον αφορά την εισαγωγή, μέσω της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εμπορευμάτων για τα οποία είχε χορηγηθεί επιστροφή κατά την εξαγωγή τους από τις Κάτω Χώρες. Το Δικαστήριο αναγνώρισε την παράλειψη της Γερμανίας να εισπράξει και να θέσει στη διάθεση της Κοινότητας εισφορά ανιστοιχούσα στο επίπεδο της κοινοτικής τιμής, κατ' εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2252/90.

2.16.2.2. Νέες διαδικασίες

Αποφασίστηκε η προσφυγή στο Δικαστήριο για φάκελο κοινοτικής διαμετακόμισης στον οποίον οι Κάτω Χώρες αρνήθηκαν να καταβάλουν τόκους υπερημερίας, οφειλόμενους βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού του Συμβουλίου αριθ. 1552/89, λόγω της καθυστερημένης είσπραξης και, κατά συνέπεια, της καθυστερημένης διάθεσης των οικείων ιδίων πόρων.

Επίσης, σε δύο άλλες περιπτώσεις καθυστερημένης βεβαίωσης, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο. Η μία αφορά τη Γερμανία σχετικά με τα έγγραφα εξωτερικής κοινοτικής διαμετακόμισης που δεν εκκαθαρίστηκαν εντός των νόμιμων προθεσμιών. Η άλλη αφορά την Ισπανία η οποία δεν βεβαιώνει τους ιδίους πόρους εντός των νόμιμων προθεσμιών.

Τέλος, κοινοποιήθηκε στη Γερμανία αιτιολογημένη γνώμη διότι αυτό το κράτος δεν εκκαθάρισε ορθά ορισμένα έγγραφα διαμετακόμισης στο πλαίσιο του καθεστώτος κοινοτικής διαμετακόμισης και παραιτήθηκε, χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με την Επιτροπή, από τη χρησιμοποίηση των παρασχεθεισών εγγυήσεων.

2.17. Προσωπικο και Διοικηση

Όσον αφορά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στο προσωπικό των Κοινοτήτων, οι διαδικασίες λόγω παράβασης που κίνησε η Επιτροπή αφορούν την μη τήρηση από τα κράτη μέλη του Πρωτοκόλλου περί Προνομίων και Ασυλιών των Κοινοτήτων και τη μη εφαρμογή των εθνικών διατάξεων που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων.

Η διαδικασία παράβασης κατά του Βασιλείου της Ισπανίας, που αφορούσε την καθυστέρηση θέσπισης των αναγκαίων εσωτερικών διατάξεων για να επιτραπεί η μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού ισπανικής ιθαγενείας σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, τέθηκε στο αρχείο.

Συνεπώς, δεν εκκρεμεί πλέον καμία διαδικασία παράβασης.

2.18. Κοινοτικεσ στατιστικεσ

Οι υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τη στατιστική συνίστανται ιδίως στην παροχή στην Επιτροπή των δεδομένων που αφορούν ειδικούς τομείς σε τακτά χρονικά διαστήματα και σύμφωνα με προκαθορισθείσες λεπτομέρειες. Δεν υπήρξαν προβλήματα ούτε όσον αφορά την εφαρμογή των στατιστικών μεθόδων ούτε όσον αφορά την τήρηση των προθεσμιών. Ωστόσο, σημειώνεται η καταγραφή μιας καταγγελίας σχετικά με την εικαζόμενη παραβίαση από ένα κράτος μέλος του κοινοτικού δικαίου, και ιδίως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3330/91 του Συμβουλίου για τις στατιστικές των συναλλαγών αγαθών μεταξύ κρατών μελών (Intrastat) και της απόφασης 96/715/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τα τηλεματικά δίκτυα μεταξύ διοικήσεων για τις στατιστικές των συναλλαγών αγαθών μεταξύ κρατών μελών (Edicom).

Μετά την ανάλυση του περιεχομένου της καταγγελίας, και με γνώμονα τους κανόνες και τις προτεραιότητες που καθόρισε η Επιτροπή, η εν λόγω καταγγελία βρίσκεται στο στάδιο της αρχειοθέτησης.

ΠΑΡAΡΤΗΜΑ I

Παραβάσεις -προέλευση

Πίνακας 1.1. Μέσα ανίχνευσης των παραβάσεων

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Πίνακας 1.2. Φάκελοι υποβληθέντες προς εξέταση στην Επιτροπή1 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000, ανά έτος ανοίγματος

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Πίνακας 1.2.1. : φάκελοι υποβληθέντες προς εξέταση στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000, ανά έτος ανοίγματος

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 1.3 : κατανομή ανά κράτος μέλος των φακέλων που ανοίχθηκαν το 2000

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

1.3.1.1. Περιπτώσεις εντοπισθείσες αυτεπαγγέλτως το 2000, ανά κράτος μέλος

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

1.3.2. Καταγγελίες ληφθείσες το 2000, ανά κράτος μέλος

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

1.3.2.1.Καταγγελίες ληφθείσες το 2000, ανά κράτος μέλος

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

1.3.3. Φάκελοι ανοιχθέντες το 2000 λόγω μη ανακοίνωσης, ανά κράτος μέλος

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

1.3.3.1.Φάκελοι ανοιχθέντες το 2000 λόγω μη ανακοίνωσης, ανά κράτος μέλος

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Παράρτημα II

Παραβάσεις - κατανομή ανά στάδιο, νομική βάση, κράτος μέλος και τομέα

Πίνακας 2.1.

Παραβάσεις για τις οποίες κινήθηκε διαδικασία - ανά στάδιο και ανά κράτος μέλος

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Πίνακας 2.2. Παραβάσεις για τις οποίες κινήθηκε διαδικασία - ανά κράτος μέλος, στάδιο και νομική βάση

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Πίνακας 2.2.1. Προειδοποιητικές επιστολές αποσταλείσες το 2000, ανά νομική βάση και κράτος μέλο

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 2.2.2. Αιτιολογημένες γνώμες αποσταλείσες το 2000, ανά νομική βάση και κράτος μέλος

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 2.2.3. Προσφυγές υποβληθείσες το 2000, ανά νομική βάση και κράτος μέλος

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 2.2.4. Παραβάσεις για τις οποίες κινήθηκε διαδικασία, σύγκριση μεταξύ 1999 και 2000 ανά στάδιο και νομική βάση. Προειδοποιητικές επιστολές (ΠE) , Αιτιολογημένες γνώμες (AΓ) , Προσφυγή στο Δικαστήριο (ΠΔ).

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 2.3. Ανοιχθέντες φάκελοι, κατάσταση της διαδικασίας στις 31/12/00, ανά κράτος μέλος

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Πίνακας 2.3.1. Φάκελοι για τους οποίους κινήθηκε η διαδικασία με την αποστολή προειδοποιητικής επιστολής στις 31/12/00

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 2.3.2. Φάκελοι για τους οποίους αποστάλθηκε αιτιολογημένη γνώμη στις 31/12/00

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 2.3.3. Φάκελοι για τους οποίους υποβλήθηκε προσφυγή στο Δικαστήριο στις 31/12/00

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 2.3.4. Ανοιχθέντες φάκελοι στις 31/12/00, για τους οποίους εκκρεμεί διαδικασία 228, ανά κράτος μέλος

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 2.4 : Ανοιχθέντες φάκελοι, κατάσταση στις 31/12/00, ανά τομέα

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Πίνακας 2.4.1. Φάκελοι για τους οποίους κινήθηκε η διαδικασία με την αποστολή προειδοποιητικής επιστολής, ανά τομέα

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 2.4.2. Ανοιχθέντες φάκελοι στις 31/12/00, για τους οποίους αποστάλθηκε αιτιολογημένη γνώμη, ανά τομέα

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 2.4.3. Ανοιχθέντες φάκελοι στις 31/12/00, για τους οποίους υποβλήθηκε προσφυγή, ανά τομέα

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 2.4.4 ανοιχθέντες φάκελοι στις 31/12/00, για τους οποίους εκκρεμεί διαδικασία 228, ανά τομέα

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 2.5 : αποφάσεις αρχειοθέτησης ληφθείσες το 2000

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Πίνακας 2.5.1. Αρχειοθετήσεις αποφασισθείσες

το 2000, ανά στάδιο

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 2.5.2. Φάκελοι μη ανακοίνωσης που αρχειοθετήθηκαν το 2000,

ανά στάδιο

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 2.5.3.Φάκελοι, πλην μη ανακοίνωσης, που αρχειοθετήθηκαν το 2000, ανά στάδιο

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 2.6. Αρχειοθετήσεις αποφασισθείσες: Eξέλιξις

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Επισκόπηση των Παραβάσεων των συνθηκών, κανονισμών και αποφάσεων

Προσωπικό των Κοινοτήτων

Έτος/Αριθμός : 1991/2315

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31968R0259

Αρχειοθέτηση το 2000

Γεωργία

Έτος/Αριθμός : 1994/4466

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΕΜΠΟΔΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ ΦΡΑΟΥΛΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E030

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1995/265

Έτος/Αριθμός : 1995/4430

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΠΩΛΗΣΗ ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΩΝ ΠΟΤΩΝ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΕΝΔΕΙΞΗ "WHISKY"

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31989R1576

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 02/05/1997 SG(1997)D/3504

Έτος/Αριθμός : 1997/2227

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΚΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΣΕΩΝ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31992R3950;Κανονισμός 31993R536

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 07/05/1998 SG(1998)D/03614

Έτος/Αριθμός : 1997/2228

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΚΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΣΕΩΝ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31992R3950;Κανονισμός 31993R0536

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 04/05/1998 SG(1998)D/03510

Έτος/Αριθμός : 1999/2073

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31992R3508

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 29/11/2000 SG(2000)D/108830

Προϋπολογισμός

Έτος/Αριθμός : 1989/0520

Κράτος Μέλος : ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Τίτλος : ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΣΥΛΙΕΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Νομικές βάσεις : Πρωτόκολλο 157FPRO

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1996/2029

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΕΛΩΝ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΙΝΟΥ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31989R1552

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/010

Έτος/Αριθμός : 1995/2126

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΒΟΥΤΥΡΟ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31990R2252;Κανονισμός 32000R1150

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1997/348

Έτος/Αριθμός : 1997/2154

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΛΑΘΟΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31989R1552;Κανονισμός 32000R1150

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/363

Έτος/Αριθμός : 1998/2323

Κράτος Μέλος : ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Τίτλος : ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΔΙΑΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ - ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31989R1552;Απόφαση 31994D0728;Κανονισμός 32000R1150

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 02/02/2000 SG(2000)D/101146

Έτος/Αριθμός : 1999/2226

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΕΙΣΠΡΑΞΗ, ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ (ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ 1552/89)

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31989R1552;Κανονισμός 32000R1150

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 28/07/2000 SG(2000)D/105516

Έτος/Αριθμός : 1999/2227

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : TIR - ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31989R1552;Κανονισμός 31993R2454;Κανονισμός 32000R1150

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 19/07/2000 SG(2000)D/105114

Έτος/Αριθμός : 1999/2228

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ TIR

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31989R1552;Κανονισμός 32000R1150

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 08/11/2000 SG(2000)D/108189

Ανταγωνισμός

Έτος/Αριθμός : 1999/2196

Κράτος Μέλος : ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Τίτλος : ΜΗ ΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΌΦΑΣΗΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ IV/M.1616 (BSCH/CHAMPALIMAUD)

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31989R4064

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1999/2129

Κράτος Μέλος : ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Τίτλος : ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΚΠΤΩΣΕΩΝ ΕΠΙ ΤΩΝ ΤΕΛΩΝ ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗΣ ΣΤΑ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΑ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΑ - DEC. ART. 86(3)

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A249;Απόφαση 31999D0199

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 09/03/2000 SG(2000)D/102188

Έτος/Αριθμός : 1993/2181

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΕΚΤΕΛΩΝΙΣΤΕΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A003;Συνθήκη ΕΚ 197A010;Συνθήκη ΕΚ 197A081;Συνθήκη ΕΚ 197A228

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1989/0030

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΥΠΕΡ ΤΗΣ IDEALSPUN/BEAULIEU

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A228;Απόφαση 31984D0508

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1989/375

Οικονομικές και χρηματοδοτικές υποθέσεις

Έτος/Αριθμός : 1994/2209

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ - GOLDEN SHARE ELF-AQUITAINE

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E052;Συνθήκη ΕΟΚ 157E073;Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A056

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1999/483

Έτος/Αριθμός : 1994/2210

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E052;Συνθήκη ΕΟΚ 157E073;Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A056

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1999/058

Έτος/Αριθμός : 1994/5075

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ - ΠΡΟΕΓΓΡΑΦΗ ΣΕ ΔΑΝΕΙΟ ΕΚΦΡΑΣΜΕΝΟ ΣΕ D.M.

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E073;Συνθήκη ΕΚ 197A056;Συνθήκη ΕΚ 197A058

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1998/478

Έτος/Αριθμός : 1995/4372

Κράτος Μέλος : ΑΥΣΤΡΙΑ

Τίτλος : ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ - ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΔΙΑΜΟΝΗΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E073;Συνθήκη ΕΚ 197A039;Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A048;Συνθήκη ΕΚ 197A049;Συνθήκη ΕΚ 197A056

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 29/05/1998 SG(1998)D/04257

Έτος/Αριθμός : 1995/4535

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E073;Συνθήκη ΕΚ 197A049;Συνθήκη ΕΚ 197A056

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 07/04/1998 SG(1998)D/02935

Έτος/Αριθμός : 1996/2154

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E052;Συνθήκη ΕΟΚ 157E058;Συνθήκη ΕΟΚ 157E073;Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A048;Συνθήκη ΕΚ 197A056

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1998/2089

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ "DISTRIGAZ"

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E052;Συνθήκη ΕΟΚ 157E073;Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A056

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1999/503

Έτος/Αριθμός : 1998/2090

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ "SNTC"

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E052;Συνθήκη ΕΟΚ 157E073;Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A056

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1999/503

Έτος/Αριθμός : 1998/2288

Κράτος Μέλος : ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Τίτλος : ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ - ΕΙΔΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ BRITISH AIRPORTS' AUTHORITY PLC.

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E052;Συνθήκη ΕΟΚ 157E073;Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A056

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 06/08/1999 SG(1999)D/6431

Έτος/Αριθμός : 1998/2289

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ - ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΣΕ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E052;Συνθήκη ΕΟΚ 157E073;Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A056

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/463

Απασχόληση και κοινωνικές υποθέσεις

Έτος/Αριθμός : 1989/0457

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΠΟΥΔΑΣΤΩΝ - ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΛΟΓΩ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A039;Συνθήκη ΕΚ 197A151

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1993/047 Απόφαση le 03/05/94 (Commission)

Έτος/Αριθμός : 1991/0583

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ - ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΛΟΓΩ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A039;Κανονισμός 31968R1612;Νομολογία 61994J290

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1992/4760

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΛΟΓΩ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ - ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A039;Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A049;Κανονισμός 31968R1612;Νομολογία 61975J0032

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1993/4403

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΘΟΡΙΑΚΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31968R1612;Νομολογία 61996J0057;Νομολογία 61997J0035

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1993/4738

Κράτος Μέλος : ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Τίτλος : ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΠΕΛΑΣΗΣ ΤΟΥ ΜΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A039

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 09/06/1998 SG(1998)D/4503

Έτος/Αριθμός : 1993/4947

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΙΣΦΟΡΑΣ ΣΤΟΥΣ¦ ΜΕΘΟΡΙΑΚΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E048;Συνθήκη ΕΟΚ 157E051;Κανονισμός 31971R1408

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1998/169 Απόφαση 15/02/2000 Commission

Έτος/Αριθμός : 1994/4125

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΚΑΡΤΑΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31968R1612;Νομολογία 61900J1696;Νομολογία 61975J0048;Νομολογία 61989J0357;Νομολογία 61994J0245

Αρχειοθέτηση το 2000

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 23/05/1997 SG(1997)D/03956

Έτος/Αριθμός : 1994/5152

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31971R1408

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1995/4670

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : ΑΡΝΗΣΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31968R1612;Νομολογία 61985J0139;Νομολογία 61985J0316

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1995/4831

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΙΣ ΒΕΛΓΙΚΕΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E051;Συνθήκη ΕΟΚ 157E235;Κανονισμός 31971R1408;Νομολογία 61983J0275

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1998/347

Έτος/Αριθμός : 1996/4516

Κράτος Μέλος : ΔΑΝΙΑ

Τίτλος : ΜΕΘΟΡΙΑΚΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ: ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΧΡΗΣΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΑΛΛΩΝ ΓΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A039;Συνθήκη ΕΚ 197A049;Νομολογία 61986J0127;Νομολογία 61993J0415

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 18/05/1998 SG(1998)D/03884

Έτος/Αριθμός : 1996/4558

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΡΙΑΚΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E051;Κανονισμός 31971R1408

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1998/034

Έτος/Αριθμός : 1996/4628

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ - ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΛΟΓΩ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A039

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1997/4378

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΣΩΡΕΥΣΗ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΜΕ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A039;Συνθήκη ΕΚ 197A042;Νομολογία 61992J0031;Νομολογία 61993J0443

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 28/01/1999 SG(1999)D/708

Έτος/Αριθμός : 1997/4962

Κράτος Μέλος : ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Τίτλος : CALCUL DES PENSIONS EN CAS DES CONTRIBUTIONS VOLONTAIRES

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A042;Κανονισμός 31971R1408

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 03/04/2000 SG(2000)D/102765

Έτος/Αριθμός : 1998/2059

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΜΕΘΟΡΙΑΚΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ: ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΕΚΠΤΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΠΟΛΥΜΕΛΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A043;Κανονισμός 31968R1612

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1998/2281

Κράτος Μέλος : ΑΥΣΤΡΙΑ

Τίτλος : ΜΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΤΗΘΕΙΣΑΣ ΣΕ ΑΛΛΟ Κ.Μ. ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A039;Κανονισμός 31968R1612;Νομολογία 61996J0015;Νομολογία 61996J0187

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 02/05/2000 SG(2000)A/05607

Έτος/Αριθμός : 1998/2301

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : NON-RECONNAISSANCE DE L'ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΑ ΚΤΗΘΕΙΣΑ ΣΕ ΑΛΛΟ Κ.Μ. ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A039;Κανονισμός 31968R1612;Νομολογία 61996J0015;Νομολογία 61996J0187

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 10/08/1999 SG(1999)D/6515

Έτος/Αριθμός : 1998/2302

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΜΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΤΗΘΕΙΣΑΣ ΣΕ ΑΛΛΟ Κ.Μ. ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A039;Κανονισμός 31968R1612;Νομολογία 61996J0015;Νομολογία 61996J0187

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 28/02/2000 SG(2000)D/101871

Έτος/Αριθμός : 1998/2303

Κράτος Μέλος : ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Τίτλος : ΜΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΤΗΘΕΙΣΑΣ ΣΕ ΑΛΛΟ Κ.Μ. ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A039;Κανονισμός 31968R1612;Νομολογία 61996J0015;Νομολογία 61996J0187

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 06/08/1999 SG(1999)D/6411

Έτος/Αριθμός : 1998/4014

Κράτος Μέλος : ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Τίτλος : ΕΞΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A042;Κανονισμός 31971R1408

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 30/07/1999 SG(1999)D/05891

Έτος/Αριθμός : 1998/4395

Κράτος Μέλος : ΔΑΝΙΑ

Τίτλος : ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A042;Κανονισμός 31971R1408

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1998/4579

Κράτος Μέλος : ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Τίτλος : ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΝΟΜΙΜΟ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ΕΓΓΥΗΜΕΝΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E052;Κανονισμός 31968R1612

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 20/06/2000 SG(2000)A/07733

Έτος/Αριθμός : 1999/4115

Κράτος Μέλος : ΑΥΣΤΡΙΑ

Τίτλος : ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΚΛΕΓΕΣΘΑΙ ΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΣΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31968R1612;Απόφαση 31980D0001

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 29/12/2000 SG(2000)D/109674

Έτος/Αριθμός : 1999/4399

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΞΟΔΩΝ ΓΙΑ ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΠΑΡΟΧΕΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028;Συνθήκη ΕΚ 197A030;Νομολογία 61995J0120

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 16/10/2000 SG(2000)D/107557

Επιχειρήσεις

Έτος/Αριθμός : 1998/4675

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ (ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΩΝ ΔΟΓΗΔΩΝ) - DISCRIMINATION SUR LA BASE DE LA NATIONALITE

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E006;Συνθήκη ΕΟΚ 157E059;Συνθήκη ΕΚ 197A012;Συνθήκη ΕΚ 197A046

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 02/02/2000 SG(2000)D/101148

Περιβάλλον

Έτος/Αριθμός : 1993/4663

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : CITES - ΑΘΗΝΑ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31982R3626;Κανονισμός 31997R0338

Αρχειοθέτηση το 2000

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 06/05/1998 SG(1998)D/03579

Έτος/Αριθμός : 1994/4734

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : WASTE - ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31993R0259

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 29/12/2000 SG(2000)D/109667

Έτος/Αριθμός : 1998/4423

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : NATURE - ΡΥΠΑΝΣΗ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ BERRE

Νομικές βάσεις : Απόφαση 31983D0101

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 28/08/2000 SG(2000)D/106422

Έτος/Αριθμός : 1999/2109

Κράτος Μέλος : ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Τίτλος : WASTE - ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΑΠΟΒΛΗΤΑ (ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ 259/93/CEE)

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31993R0259

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1999/2217

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : NATURE - ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ CITES 338/97 - ΕΛΕΦΑΝΤΟΔΟΝΤΟ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31997R0338

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1999/2035

Κράτος Μέλος : ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Τίτλος : RADIATION - DEMANTELEMENT DU REACTEUR WINDSCALE PILE 1 A SELLAFIELD

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚA 157A037

Αρχειοθέτηση το 2000

Αλιεία

Έτος/Αριθμός : 1984/0445

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΑΛΙΕΙΑ ; ΚΑΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΤΗΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E171;Κανονισμός 31982R2057;Κανονισμός 31983R0171

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1988/064

Έτος/Αριθμός : 1989/2109

Κράτος Μέλος : ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Τίτλος : ΟΡΟΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ Η/ΚΑΙ ΝΗΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E007;Συνθήκη ΕΟΚ 157E030;Συνθήκη ΕΟΚ 157E034;Συνθήκη ΕΟΚ 157E052;Συνθήκη ΕΚ 197A012;Συνθήκη ΕΚ 197A043

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/247

Έτος/Αριθμός : 1990/0328

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΟΡΟΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ Η/ΚΑΙ ΝΗΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E007;Συνθήκη ΕΟΚ 157E048;Συνθήκη ΕΟΚ 157E052;Συνθήκη ΕΟΚ 157E058;Συνθήκη ΕΟΚ 157E171;Συνθήκη ΕΟΚ 157E221;Συνθήκη ΕΚ 197A012;Συνθήκη ΕΚ 197A039;Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A048;Συνθήκη ΕΚ 197A228;Κανονισμός 31983R0170

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1990/0384

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΕΠΙΒΛΗΘΕΝΤΕΣ ΟΡΟΙ ΣΤΑ ΑΛΙΕΥΤΙΚΑ ΣΚΑΦΗ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028;Συνθήκη ΕΚ 197A029

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 05/04/2000 SG(2000)D/102880

Έτος/Αριθμός : 1991/0637

Κράτος Μέλος : ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Τίτλος : ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ - ΥΠΕΡΑΛΙΕΥΣΗ 1988

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31983R0170;Κανονισμός 31987R2241;Κανονισμός 31987R3977;Κανονισμός 31988R4194

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1999/454

Έτος/Αριθμός : 1992/2256

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31983R0170;Κανονισμός 31987R2241;Κανονισμός 31989R4047

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 08/07/1997 SG(1997)D/05307

Έτος/Αριθμός : 1992/4211

Κράτος Μέλος : ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Τίτλος : ΤΡΟΠΟΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΠΟΣΟΣΤΩΣΕΩΝ ΑΛΙΕΙΑΣ ΤΟ 1992

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E007;Συνθήκη ΕΟΚ 157E052;Συνθήκη ΕΚ 197A012;Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A228;Κανονισμός 31983R0173

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 14/01/1998 SG(1998)D/00277

Έτος/Αριθμός : 1993/2219

Κράτος Μέλος : ΔΑΝΙΑ

Τίτλος : ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ (1990)

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31983R0170;Κανονισμός 31987R2241;Κανονισμός 31989R4047

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 24/07/1998 SG(1998)D/06263

Έτος/Αριθμός : 1998/2257

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ - ΥΠΕΡΑΛΙΕΥΣΗ 1995 ΚΑΙ 1996

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31983R2807;Κανονισμός 31993R2847;Κανονισμός 31994R3364;Κανονισμός 31995R3074

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/419

Έτος/Αριθμός : 1998/2259

Κράτος Μέλος : ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Τίτλος : ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ - ΥΠΕΡΑΛΙΕΥΣΗ 1995 ΚΑΙ 1996

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31983R2807;Κανονισμός 31993R2847;Κανονισμός 31994R3362;Κανονισμός 31995R3074

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/140

Έτος/Αριθμός : 1998/2260

Κράτος Μέλος : ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

Τίτλος : ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ - ΥΠΕΡΑΛΙΕΥΣΗ 1995 ΚΑΙ 1996

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31983R2807;Κανονισμός 31993R2847;Κανονισμός 31994R3362;Κανονισμός 31994R3366;Κανονισμός 31994R3370;Κανονισμός 31995R3074

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 29/12/2000 SG(2000)D/109694

Έτος/Αριθμός : 1998/2264

Κράτος Μέλος : ΔΑΝΙΑ

Τίτλος : ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ - ΥΠΕΡΑΛΙΕΥΣΗ 1995 ΚΑΙ 1996

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31983R2807;Κανονισμός 31993R2847;Κανονισμός 31994R3362;Κανονισμός 31995R3074

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 15/05/2000 SG(2000)D/103642

Κοινωνία της πληροφορίας

Έτος/Αριθμός : 1998/2363

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ. ΑΠΌΦΑΣΗ ΕΝΙΑΙΟΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΛΗΣΗΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ

Νομικές βάσεις : Απόφαση 31991D0396

Αρχειοθέτηση το 2000

Δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις

Έτος/Αριθμός : 1996/2033

Κράτος Μέλος : ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

Τίτλος : ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΖΩΝΕΣ ΤΟΥ ΦΙΝΛΑΝΔΙΚΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΕΣ ΣΕ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΛΛΟΔΑΠΟΥΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A012;Συνθήκη ΕΚ 197A018

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 30/12/1998 SG(1998)D/12494

Έτος/Αριθμός : 1995/2181

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : CAUTIO JUDICATUM SOLVI ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A012;Συνθήκη ΕΚ 197A293

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1997/4114

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΟΥΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΣΕ ΓΕΡΜΑΝΟ ΠΟΛΙΤΗ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A012;Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/224

Εσωτερική Αγορά

Έτος/Αριθμός : 1996/4812

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΕΓΓΥΗΣΗ ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΟΜΕΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ

Νομικές βάσεις :

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1998/4465

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ

Νομικές βάσεις : NEANT NEANT

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 04/05/1999 SG(1999)D/03103

Έτος/Αριθμός : 1989/0335

Κράτος Μέλος : ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Τίτλος : ΡΥΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΙΜΕΣ ΚΑΠΝΟΥ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1991/0555

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΑΠΟ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΜΕΤΑΛΛΑ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/084

Έτος/Αριθμός : 1993/2067

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/024

Έτος/Αριθμός : 1993/2222

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΣΥΚΩΤΙ ΦΟΥΑ ΓΚΡΑ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028;Συνθήκη ΕΚ 197A030

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1996/184

Έτος/Αριθμός : 1993/2226

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΡΥΘΜΙΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028;Συνθήκη ΕΚ 197A030

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/012

Έτος/Αριθμός : 1994/2150

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΕΝΖΥΜΑΤΟΥΧΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΤΡΟΦΙΜΑ ΚΑΙ ΠΟΤΑ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028;Συνθήκη ΕΚ 197A030

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 15/05/1998 SG(1998)D/03853

Έτος/Αριθμός : 1994/4248

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΤΙΜΕΣ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028;Συνθήκη ΕΚ 197A030;Συνθήκη ΕΚ 197A228

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1994/4883

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΜΗ ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΩΝ ΠΟΤΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028;Συνθήκη ΕΚ 197A030

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 23/09/1997 SG(1997)D/07828

Έτος/Αριθμός : 1994/4949

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΕΝΤΡΟΥ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΤΣΙΜΕΝΤΟΥ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028;Συνθήκη ΕΚ 197A030

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1995/2153

Κράτος Μέλος : ΑΥΣΤΡΙΑ

Τίτλος : ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ ΚΑΤΕΡΓΑΣΜΕΝΩΝ ΚΑΠΝΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028;Συνθήκη ΕΚ 197A031

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1995/2176

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΣΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 27/03/1998 SG(1998)D/02456

Έτος/Αριθμός : 1995/4580

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΤΙΜΕΣ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 23/09/1997 SG(1997)D/07834

Έτος/Αριθμός : 1995/4763

Κράτος Μέλος : ΑΥΣΤΡΙΑ

Τίτλος : ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΦΥΤΟΦΑΡΜΑΚΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1996/4208

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : BOISSONS VITAMINEES (ENERGY DRINKS)

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 26/10/1998 SG(1998)D/8993

Έτος/Αριθμός : 1996/4285

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΑ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1996/4609

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΑ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΩΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 31/08/1998 SG(1998)D/07391

Έτος/Αριθμός : 1997/2261

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ ΜΗ ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΩΝ ΠΟΤΩΝ (ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΤΙΜΗ ΛΙΑΝΙΚΗΣ ΠΩΛΗΣΗΣ)

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 28/04/1999 SG(1999)D/02845

Έτος/Αριθμός : 1997/4239

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΥΠΟ ΔΙΑΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ-ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΤΕΛΩΝ -ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1999/023

Έτος/Αριθμός : 1997/4418

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E030;Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 17/02/2000 SG(2000)D/101582

Έτος/Αριθμός : 1997/4419

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΥΔΑΤΩΝ ΓΙΑ ΠΙΣΙΝΕΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 23/11/1998 SG598)D/10966

Έτος/Αριθμός : 1997/4579

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΙΑ ΑΘΛΗΤΕΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028;Συνθήκη ΕΚ 197A030

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 18/12/1998 SG(1998)D/12016

Έτος/Αριθμός : 1997/4893

Κράτος Μέλος : ΑΥΣΤΡΙΑ

Τίτλος : ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΒΙΤΑΜΙΝΟΥΧΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/150

Έτος/Αριθμός : 1998/2199

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 26/05/1999 SG(1999)03827

Έτος/Αριθμός : 1998/4032

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 26/01/2000 SG(2000)D/100918

Έτος/Αριθμός : 1998/4681

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ ΤΩΝ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΩΝ ΠΛΑΚΙΔΙΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1998/4739

Κράτος Μέλος : ΑΥΣΤΡΙΑ

Τίτλος : ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΝΔΕΙΞΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΣΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ ET PROCED. D'AUTORISATION

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/221

Έτος/Αριθμός : 1998/4978

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΦΥΤΟΫΓΕΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΓΕΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 26/01/2000 SG(2000)D/100920

Έτος/Αριθμός : 1998/5024

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΝΝΑΒΕΩΣ (ΕΝΔΥΜΑΤΑ, ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ, ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ)

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 08/11/2000 SG(2000)D/108203

Έτος/Αριθμός : 1998/5128

Κράτος Μέλος : ΑΥΣΤΡΙΑ

Τίτλος : ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 22/10/1999 SG(99)D/08409

Έτος/Αριθμός : 1998/5130

Κράτος Μέλος : ΑΥΣΤΡΙΑ

Τίτλος : ΡΥΘΜΙΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΗΜΑΤΑ ΟΔΙΚΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 24/01/2000 SG(2000)D/100732

Έτος/Αριθμός : 1999/4056

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΦΑΡΜΑΚΩΝ - ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΘΕΣΕΩΣ ΣΕ ΕΜΠΟΡΙΑ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 29/12/2000 SG(2000)D/109668

Έτος/Αριθμός : 1999/4060

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 23/06/2000 SG(2000)D/104441

Έτος/Αριθμός : 1999/4321

Κράτος Μέλος : ΑΥΣΤΡΙΑ

Τίτλος : ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 13/06/2000 SG(2000)D/104140

Έτος/Αριθμός : 1994/4075

Κράτος Μέλος : ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Τίτλος : ΑΡΝΗΣΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΩΝ ΜΕ ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ ΚΑΙ ΣΙΔΗΡΟ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028;Συνθήκη ΕΚ 197A030

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 23/09/1997 SG(1997)D/07824

Έτος/Αριθμός : 1994/4810

Κράτος Μέλος : ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Τίτλος : ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΒΙΤΑΜΙΝΟΥΧΑΣ ΜΑΡΓΑΡΙΝΗΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028;Συνθήκη ΕΚ 197A030;Συνθήκη ΕΚ 197A228

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1994/5125

Κράτος Μέλος : ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Τίτλος : ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΒΙΤΑΜΙΝΟΥΧΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028;Συνθήκη ΕΚ 197A030

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 23/09/1997 SG(1997)D/07832

Έτος/Αριθμός : 1995/2283

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΜΠΟΡΟΠΑΝΗΓΥΡΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΕΙΣ - ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ EXTREMADURA

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028;Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 18/09/2000 SG(2000)D/106785

Έτος/Αριθμός : 1996/4808

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 18/12/1998 SG(1998)D/12026

Έτος/Αριθμός : 1997/2060

Κράτος Μέλος : ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Τίτλος : ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ 24.5.96 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΜΙΚΡΟΔΙΑΤΡΟΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 31/08/1998 SG(987)D/07383

Έτος/Αριθμός : 1997/4118

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΑ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΜΕΙΟΝΕΚΤΟΥΝΤΑ ΑΤΟΜΑ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 12/09/2000 SG(2000)D/106720

Έτος/Αριθμός : 1998/4387

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : INTERDICTION D'IMMATRICULER ET DE CIRCULER AVEC UNE MOTO TRACTANT UNE REMORQUE

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E030;Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 17/02/2000 SG(2000)D/101586

Έτος/Αριθμός : 1999/4016

Κράτος Μέλος : ΔΑΝΙΑ

Τίτλος : OBSTACLES A LA COMMERCIALISATION D'UNE BOISSON VITAMINEE

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E030

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 12/09/2000 SG(2000)D/106694

Έτος/Αριθμός : 1999/4134

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ/ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 24/07/2000 SG(2000)D/105212

Έτος/Αριθμός : 1999/4675

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : REMBOURSEMENT DE FRAIS POUR APPAREILS MEDICAUX

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 08/11/2000 SG(2000)D/108185

Έτος/Αριθμός : 1999/4826

Κράτος Μέλος : ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

Τίτλος : ΒΙΤΑΜΙΝΟΥΧΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ "PLUS TABS"

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 08/11/2000 SG(2000)D/108187

Έτος/Αριθμός : 1989/5019

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΑΓΑΘΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1990/0388

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A010;Συνθήκη ΕΚ 197A039;Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1992/375

Έτος/Αριθμός : 1990/2171

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΠΛΗΡΩΜΗ ΕΝΣΗΜΩΝ ΠΙΣΤΟΤΗΤΑΣ Η ΚΑΚΟΚΑΙΡΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1992/4643

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΘΥΓΑΤΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 12/11/1997 SG(1997)D/09388

Έτος/Αριθμός : 1992/4835

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ. ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A010;Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1993/4136

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1993/4448

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΕΣ - ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΤΩΝ PRISEURS

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 10/08/1998 SG(1998)D/06963

Έτος/Αριθμός : 1994/2082

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A043

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 15/05/1998 SG(1998)D/03845

Έτος/Αριθμός : 1994/2146

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΉ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1998/358 Απόφαση 09/03/2000 Επιτροπή

Έτος/Αριθμός : 1994/4878

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΝΩΣΕΙΣ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ (ASBL) - ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΕΝΟΣ ΒΕΛΓΟΥ ΕΤΑΙΡΟΥ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E057;Συνθήκη ΕΚ 1970047

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1994/4903

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΕΤΗΣΙΩΝ ΔΟΣΕΩΝ ΣΤΑ ΒΕΛΓΙΚΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ ΜΕΣΩ ΒΕΛΓΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 29/11/2000 SG(2000)D/108823

Έτος/Αριθμός : 1994/5128

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑ ΜΟΝΤΕΛΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1995/2105

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A039;Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1998/355

Έτος/Αριθμός : 1995/4302

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΑΡΝΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΣΤΟ ΜΗΤΡΩΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΤΗΣ ΛΙΕΓΗΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A047

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 29/04/1999 SG(1999)D/02984(αναθ.

Έτος/Αριθμός : 1995/4563

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : ΥΠΗΚΟΟΙ ΤΡΙΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ: ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 07/08/1998 SG(1998)D/06915

Έτος/Αριθμός : 1995/4687

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΜΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ: ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΩΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑ Oblig. d'enregistrem. comme entrepr. pour le rec. ΰ des trav. non communautaires

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 09/09/1998 SG(1998)D/07562

Έτος/Αριθμός : 1996/2245

Κράτος Μέλος : ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Τίτλος : ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΛΟΓΩ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ DE NATIONALITE

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A012;Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1996/2246

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΕΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1999/264

Έτος/Αριθμός : 1996/4272

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΦΙΑΛΕΣ ΧΛΩΡΙΟΥ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1996/4407

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : ΑΔΕΙΑ ΧΡΗΣΕΩΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΤΙΤΛΩΝ ΑΠΟΚΤΗΘΕΝΤΩΝ ΣΕ ΑΛΛΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A039;Συνθήκη ΕΚ 197A043

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 29/12/2000 SG(2000)D/109658

Έτος/Αριθμός : 1996/4509

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : ΑΠΟΣΠΑΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΟΜΑΔΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1999/493

Έτος/Αριθμός : 1997/2161

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑ ΕΥΡΕΣΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/279

Έτος/Αριθμός : 1997/4388

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΠΕΛΑΤΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 01/08/2000 SG(2000)D/105662

Έτος/Αριθμός : 1997/4533

Κράτος Μέλος : ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Τίτλος : OBLIGATION DE RESIDENCE POUR LES AGENTS EN BREVET

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A43;Συνθήκη ΕΚ 197A49

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 26/01/2000 SG(2000)D/100863

Έτος/Αριθμός : 1998/2002

Κράτος Μέλος : ΑΥΣΤΡΙΑ

Τίτλος : ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΩΝ ΓΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 29/12/2000 SG(2000)D/109660

Έτος/Αριθμός : 1998/2003

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΩΝ ΓΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197049

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 24/01/2000 SG(2000)D/100740

Έτος/Αριθμός : 1998/2006

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΩΝ ΓΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197043 ;Συνθήκη ΕΚ 197049

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 10/08/1999 SG(1999)D/6527

Έτος/Αριθμός : 1998/2011

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΕΥΡΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΑΠΟ ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΕΥΡΕΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 26/01/2000 SG(2000)D/100908

Έτος/Αριθμός : 1998/2038

Κράτος Μέλος : ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Τίτλος : ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΩΝ ΓΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 25/08/1999 SG(1999)D/07030

Έτος/Αριθμός : 1998/2040

Κράτος Μέλος : ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Τίτλος : ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΩΝ ΓΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 23/06/2000 SG(2000)D/104437

Έτος/Αριθμός : 1998/2055

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΩΝ ΓΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 1970049

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 17/02/2000 SG(2000)D/101568

Έτος/Αριθμός : 1998/2142

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ, ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ΜΟΝΙΜΑ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197049

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1998/4293

Κράτος Μέλος : ΑΥΣΤΡΙΑ

Τίτλος : ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΩΝ ΙΑΤΡΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A039;Συνθήκη ΕΚ 197A043

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 27/12/1999 SG(1999)D/10867

Έτος/Αριθμός : 1998/4703

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΕΓΓΡΑΦΗ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΣΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ. ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΛΟΓΩ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A043

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1999/4064

Κράτος Μέλος : ΑΥΣΤΡΙΑ

Τίτλος : ΜΗ ΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΕ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A039;Συνθήκη ΕΚ 197A049;Συνθήκη ΕΚ 197A050;Συνθήκη ΕΚ 197A06

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 21/06/2000 SG(2000)D/104391

Έτος/Αριθμός : 1996/2256

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ - ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΣΥΓΓΕΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 02/02/2000 SG(2000)D/101150

Έτος/Αριθμός : 1997/2047

Κράτος Μέλος : ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Τίτλος : ΜΗ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ (1971) ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΒΕΡΝΗΣ

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/013

Έτος/Αριθμός : 1997/4602

Κράτος Μέλος : ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Τίτλος : ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΚΜΙΣΘΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΣΜΟΥ

Νομικές βάσεις :

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 24/07/2000 SG(2000)D/105229

Έτος/Αριθμός : 1994/4337

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΩΛΗΣΗ CD

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028;Συνθήκη ΕΚ 197A030;Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 15/10/1998 SG(1998)D/8623

Έτος/Αριθμός : 1994/4855

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΚΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ EVIN

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 21/11/1996 SG(1996)D/09951

Έτος/Αριθμός : 1998/4047

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΑ ΚΑΤΑΛΟΓΩΝ ΕΝ ΟΨΕΙ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 24/07/2000 SG(2000)D/105231

Έτος/Αριθμός : 1998/4114

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 12/09/2000 SG(2000)D/106692

Έτος/Αριθμός : 1998/4137

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΕΛΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΒΟΛΙΚΕΣ ΚΕΡΑΙΕΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 26/05/1999 SG(1999)D/03803

Έτος/Αριθμός : 1998/4588

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΎ ΕΓΧΩΡΙΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΕΕ

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1998/4589

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΎ ΕΓΧΩΡΙΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΚΑΤΟΧΥΡΩΜΕΝΩΝ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΕΕ

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1999/4238

Κράτος Μέλος : ΑΥΣΤΡΙΑ

Τίτλος : ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΩΝ - ΚΙΝΗΤΕΣ ΑΞΙΕΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049;Συνθήκη ΕΚ 197A056

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 08/11/2000 SG(2000)D/108191

Υγεία και προστασία των καταναλωτών

Έτος/Αριθμός : 1997/2117

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΡΥΘΜΙΣΗ ΣΕΒ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E005;Απόφαση 31992D0562;Απόφαση 31994D0381;Απόφαση 31994D0382;Απόφαση 31996D0449

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 03/02/1998 SG(1998)D/00967

Φορολογία και τελωνειακή ένωση

Έτος/Αριθμός : 1984/0126

Κράτος Μέλος : ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Τίτλος : ΑΕΡΟΔΥΝΑΜΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ ΑΠΑΛΛΑΣΣΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΔΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΑ ΣΑΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31977R1535

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 06/06/1985 SG(1985)D/6932

Έτος/Αριθμός : 1984/0342

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΑΤΕΛΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΗ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E009;Συνθήκη ΕΟΚ 157E028;Κανονισμός 31968R0950

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 25/07/1985 SG(1985)D/9543

Έτος/Αριθμός : 1984/0343

Κράτος Μέλος : ΔΑΝΙΑ

Τίτλος : ΑΤΕΛΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΗ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E009;Συνθήκη ΕΟΚ 157E028;Κανονισμός 31968R0950

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 25/07/1985 SG(1985)D/9545

Έτος/Αριθμός : 1984/0344

Κράτος Μέλος : ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Τίτλος : ΑΤΕΛΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΗ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E009;Συνθήκη ΕΟΚ 157E028;Κανονισμός 31968R0950

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 25/07/1985 SG(1985)D/9547

Έτος/Αριθμός : 1984/0345

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΑΤΕΛΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΗ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A026;Συνθήκη ΕΚ 197A286;Κανονισμός 31968R0950

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 25/07/1985 SG(1985)D/9549

Έτος/Αριθμός : 1984/0346

Κράτος Μέλος : ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Τίτλος : ΑΤΕΛΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΗ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E009;Συνθήκη ΕΟΚ 157E028;Κανονισμός 31968R0950

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 25/07/1985 SG(1985)D/9551

Έτος/Αριθμός : 1984/0347

Κράτος Μέλος : ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Τίτλος : ΑΤΕΛΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΗ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΟΚ 157E009;Συνθήκη ΕΟΚ 157E028;Κανονισμός 31968R0950

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 25/07/1985 SG(1985)D/9553

Έτος/Αριθμός : 1986/0126

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΗ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΑΠΑΛΛΑΓΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΔΑΣΜΟΥΣ ΚΔ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A023;Συνθήκη ΕΚ 197A026;Κανονισμός 31968R0950

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 02/05/1990 SG(1990)D/21649

Έτος/Αριθμός : 1990/0078

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΑΤΕΛΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΗ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A026;Κανονισμός 31987R2658

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 31/12/1992 SG(1992)D/19475

Έτος/Αριθμός : 1990/0079

Κράτος Μέλος : ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Τίτλος : ΑΤΕΛΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΗ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A026;Κανονισμός 31987R2658

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 20/01/1993 SG(1993)D/00940

Έτος/Αριθμός : 1995/2238

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31992R2913

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 03/12/1997 SG(1997)D/10073

Έτος/Αριθμός : 1995/4106

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A023;Συνθήκη ΕΚ 197A025

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/389

Έτος/Αριθμός : 1998/2331

Κράτος Μέλος : ΣΟΥΗΔΙΑ

Τίτλος : ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΜΕΝΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΣΑΦΗΣΗΣ ΓΙΑ ΘΕΣΗ ΣΕ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31992R2913;Κανονισμός 31993R2454

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1998/4667

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΕΚ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A025

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 08/11/2000 SG(2000)D/108201

Έτος/Αριθμός : 1999/2025

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΤΕΛΩΝΕΙΑ - ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31992R2913

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 01/02/2000 SG(2000)D/101075

Έτος/Αριθμός : 1995/2166

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : TEE - ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΩΝ ΔΑΣΜΩΝ - ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΚΑΘΟΡΙΖΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Νομικές βάσεις : Νομολογία 61982J0199;Νομολογία 61994J0125

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/129

Έτος/Αριθμός : 1991/0779

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A090

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1995/375

Έτος/Αριθμός : 1992/5125

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΒΟΛΗ ΔΑΣΜΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A090

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1999/265

Έτος/Αριθμός : 1995/4988

Κράτος Μέλος : ΑΥΣΤΡΙΑ

Τίτλος : TAXE D'IMMATRICULATION - TRAITEMENT DIFFERENTIEL DES VOITURES DES AUTRES E.M.

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A090

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 04/04/2000 SG(2000)D/1028851

Έτος/Αριθμός : 1996/2244

Κράτος Μέλος : ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Τίτλος : ΤΕΛΗ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΣΤΑ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΑ ΟΧΗΜΑΤΑ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A028

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 09/11/1999 SG(1999)D/08917

Έτος/Αριθμός : 1996/4748

Κράτος Μέλος : ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Τίτλος : ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ "ΦΟΡΟΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ"

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A090

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 08/02/1999 SG(1999)D/1100

Έτος/Αριθμός : 1997/4309

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : TAXE D'EQUARRISSAGE ET DE COLLECTE DE DECHETS D'ABATTOIRS

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A090

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 18/09/2000 SG(2000)D/106791

Έτος/Αριθμός : 1997/4487

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΜΕΓΑΛΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A090

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1999/265

Έτος/Αριθμός : 1998/2315

Κράτος Μέλος : ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Τίτλος : ΕΙΔΙΚΟΙ ΦΟΡΟΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ - ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΠΥΡΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A090

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1990/5361

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΒΡΕΤΑΝΙΚΩΝ INVESTMENT-TRUSTS

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A049;Συνθήκη ΕΚ 197A056

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 06/08/1996 SG(1996)D/07318

Έτος/Αριθμός : 1994/4113

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΠΛΗΡΩΜΗ ΦΟΡΟΥ ΑΓΟΡΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A012

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/249

Έτος/Αριθμός : 1996/4369

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΜΗ ΜΟΝΙΜΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A043

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1997/4448

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΑΠΟΣΒΕΣΗ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ ΕΠΊ ΜΕΤΟΧΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΚΤΗΘΗΚΑΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A043;Συνθήκη ΕΚ 197A056

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 24/07/2000 SG(2000)D/105216

Έτος/Αριθμός : 1997/4461

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΕΚΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΤΟΚΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΕ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A039;Συνθήκη ΕΚ 197A049

Αρχειοθέτηση το 2000

Μεταφορές και ενέργεια

Έτος/Αριθμός : 1992/2219

Κράτος Μέλος : ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τίτλος : ΔΙΜΕΡΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΜΕ ΤΡΙΤΑ ΚΡΑΤΗ - ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A10;Συνθήκη ΕΚ 197A133;Συνθήκη ΕΚ 197A71

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 28/02/2000 SG(2000)D/101863

Έτος/Αριθμός : 1994/2267

Κράτος Μέλος : ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Τίτλος : ΔΙΜΕΡΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A10

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 28/02/2000 SG(2000)D/101857

Έτος/Αριθμός : 1997/2147

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΟΔΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ - ΜΗ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A10;Κανονισμός 31985R3820

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1997/4583

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΟΔΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A12;Κανονισμός 31985R3820;Κανονισμός 31985R3821

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1998/2181

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΟΔΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ. ΚΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΥ 881/92

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31992R881

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1993/4037

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΤΕΛΗ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A49;Κανονισμός 31992R2408

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/272

Έτος/Αριθμός : 1994/4653

Κράτος Μέλος : ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Τίτλος : ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΝΕΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΕΠΙΒΑΤΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A12;Συνθήκη ΕΚ 197A49;Κανονισμός 31992R2408

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1996/2163

Κράτος Μέλος : ΙΣΠΑΝΙΑ

Τίτλος : ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΑ ΤΕΛΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΟΥΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31992R2408

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 14/12/1998 SG(1998)D/11702

Έτος/Αριθμός : 1996/2165

Κράτος Μέλος : ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Τίτλος : ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΑ ΤΕΛΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΟΥΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31992R2408

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 14/12/1998 SG(1998)D/11690

Έτος/Αριθμός : 1998/2094

Κράτος Μέλος : ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Τίτλος : ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ "OPEN SKIES" ΜΕ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A43;Κανονισμός 31992R2407;Κανονισμός 31992R2408;Κανονισμός 31992R2409

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 24/10/2000 SG(2000)D/107790

Έτος/Αριθμός : 1998/2325

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΣΥΝΑΨΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A43;Κανονισμός 31992R2407;Κανονισμός 31992R2408;Κανονισμός 31992R2409

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 30/05/2000 SG(2000)D/103919

Έτος/Αριθμός : 1990/0356

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΠΛΟΙΑ - ΝΗΟΛΟΓΗΣΗ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A48

Αρχειοθέτηση το 2000

Έτος/Αριθμός : 1990/0358

Κράτος Μέλος : ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Τίτλος : ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΠΛΟΙΑ - ΝΗΟΛΟΓΗΣΗ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A48

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 30/06/1993 SG(1993)D/10930

Έτος/Αριθμός : 1991/0600

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΦΟΡΤΙΩΝ ΣΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΟΕ ΒΕΛΓΙΟΥ-ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ ΤΟΓΚΟ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31986R4055

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1998/171

Έτος/Αριθμός : 1991/0601

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΦΟΡΤΙΩΝ ΣΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΒΕΛΓΙΟΥ - ΖΑΪΡ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31986R4055

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1998/170

Έτος/Αριθμός : 1995/2161

Κράτος Μέλος : ΒΕΛΓΙΟ

Τίτλος : ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΧΩΡΕΣ CMEAOC

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31986R4055

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1998/201

Έτος/Αριθμός : 1995/2162

Κράτος Μέλος : ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Τίτλος : ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΧΩΡΕΣ CMEAOC

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31986R4055

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1998/202

Έτος/Αριθμός : 1995/2163

Κράτος Μέλος : ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Τίτλος : ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΧΩΡΕΣ CMEAOC

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31986R4055

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1998/062

Έτος/Αριθμός : 1995/2164

Κράτος Μέλος : ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Τίτλος : ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΦΟΡΤΙΩΝ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31986R4055

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1998/084

Έτος/Αριθμός : 1995/2198

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΕΝΔΟΜΕΤΑΦΟΡΕΣCABOTAGE MARITIME

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31992R3577

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-1999/160

Έτος/Αριθμός : 1995/4624

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A48;Κανονισμός 31986R4055

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 31/01/2000 SG(2000)D/101019

Έτος/Αριθμός : 1996/2168

Κράτος Μέλος : ΓΑΛΛΙΑ

Τίτλος : ΟΡΟΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ

Νομικές βάσεις : Συνθήκη ΕΚ 197A43

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/004

Έτος/Αριθμός : 1997/4482

Κράτος Μέλος : ΙΤΑΛΙΑ

Τίτλος : ΦΟΡΟΣ ΕΠΙΒΙΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΒΙΒΑΣΗΣ ΕΠΙΒΑΤΩΝ - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31986R4055

Αριθ. υπόθεσης στο Δικαστήριο : C-2000/295

Έτος/Αριθμός : 1998/4654

Κράτος Μέλος : ΕΛΛΑΔΑ

Τίτλος : ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ - ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ (ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ)αριθ. 4055/86)

Νομικές βάσεις : Κανονισμός 31986R4055;Κανονισμός 31992R3577

Αιτιολογημένη γνώμη αποσταλείσα την xxxxxxx: 11/08/1999 SG(1999)D/6600

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ

Το παρόν παράρτημα περιλαμβάνει όλες τις οδηγίες για τις οποίες δημιουργήθηκαν προβλήματα μη ανακοίνωσης (μέρος 1), μη συμμόρφωσης (μέρος 2) ή μη ορθής εφαρμογής (μέρος 3) κατά τη διάρκεια του 2000 και απεικονίζει την κατάσταση των διαδικασιών παράβασης που κίνησε η Επιτροπή κατά των κρατών μελών μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000.

ΜΕΡΟΣ 1 : ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΚΑΙ ΜΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ

Ως μη ανακοίνωση νοείται η πλήρης έλλειψη ανακοίνωσης εθνικών μέτρων εκτέλεσης των οδηγιών ή, ενδεχομένως, η ελλιπής ανακοίνωση αυτών των μέτρων εκτέλεσης.

Σημείωση : Η αναγραφόμενη ημερομηνία είναι εκείνη της κοινοποίησης στο κράτος μέλος ή της κατάθεσης του δικογράφου στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Χρησιμοποιούμενες συντομογραφίες σε αυτό το μέρος :

ΠΕ : προειδοποιητική επιστολή, ΣΠΕ : συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή

ΑΓ: αιτιολογημένη γνώμη, ΣΑΓ: συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη

ΠΕ 228 και ΑΓ 228 : προειδοποιητική επιστολή ή αιτιολογημένη γνώμη για μη τήρηση απόφασης του Δικαστηρίου.

Οι αριθμοί των οδηγιών ακολουθούν τον κωδικό CELEX.

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

1. ΓΕΩΡΓΙΑ

2. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

3. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

4. ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

5. ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

6. Βιομηχανίες μηχανολογικού και ηλεκτρολογικού εξοπλισμού καθώς και ραδιοεξοπλισμού και τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού

7. Χημικές ουσίες

8. Φαρμακευτικά και καλλυντικά προϊόντα

9. Μηχανοκίνητα οχήματα

10. Περιβάλλον

11. Γενικά

12. Ατμοσφαιρικός αέρας

13. Aπόβλητα

14. Φύση

15. Χημικές ουσίες και βιοτεχνολογία

16. Προστασία από ακτινοβολίες

17. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ

18. ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

19. Συνοδευτικά μέτρα της κατάργησης των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα την 01.01.93

20. Ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων

21. Τράπεζες

22. Ασφάλειες

23. Κινητές αξίες

24. Συστήματα πληρωμών

25. Ταχυδρομικές υπηρεσίες

26. Υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας

27. Δημόσιες συμβάσεις

28. Προστασία δεδομένων

29. Βιομηχανική ιδιοκτησία

30. Πνευματική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώματα

31. Νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ως προς τα τυπικά προσόντα

32. Υγεία και προστασία των καταναλωτών

33. Κτηνιατρικός τομέας

34. Φυτοϋγειονομικός τομέας

35. Σπόροι προς σπορά και φυτά προς φύτευση

36. Ζωοτροφές

37. Προσμίξεις

38. Τρόφιμα

39. Προστασία των καταναλωτών

40. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ

41. ΦΠΑ

42. Ειδικοί φόροι κατανάλωσης

43. ENEΡΓΕΙΑ

44. Ηλεκτρική ενέργεια

45. Φυσικό αέριο

46. Άνθρακας και πετρέλαιο

47. Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ενεργειακή αποτελεσματικότητα

48. ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

49. Επίγειες, οδικές και εσωτερικές πλωτές μεταφορές

50. Σιδηροδρομικές μεταφορές

51. Επίγειες μεταφορές, ασφάλεια-τεχνολογία

52. Εναέριες μεταφορές

53. Θαλάσσιες μεταφορές

54.

55.

56. ΓΕΩΡΓΙΑ

31999L0004 Οδηγία 1999/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Φεβρουαρίου 1999 για τα εκχυλίσματα καφέ και τα εκχυλίσματα κιχωρίου

Προθεσμία μεταφοράς : 13/09/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : DK, EL, I, IR, L, A, FI, S

57. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

31996L0019 Οδηγία 96/19/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ όσον αφορά το πλήρες άνοιγμα των αγορών τηλεπικοινωνιών στον ανταγωνισμό

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/1997

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΕΛΛΑΔΑ 1999/2221, Αρχειοθέτηση 05/07/2000

31999L0064 Οδηγία 1999/64/ΕΚ της Επιτροπής της 23ης Ιουνίου 1999 για τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ προκειμένου να εξασφαλισθεί ο νομικός διαχωρισμός της παροχής δικτύων τηλεπικοινωνιών από την παροχή δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης που ανήκουν στον ίδιο φορέα

Προθεσμία μεταφοράς : 10/04/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην I και EL

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0578, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0664, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

58. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

31997L0036 Οδηγία 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Ιουνίου 1997 για την τροποποίηση της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων

Προθεσμία μεταφοράς : 30/12/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : DK, E, F, IR, NL, P, FI, S, UK, B, D, EL

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0068, Προσφυγή - αποστολή : 25/05/2000, Υπόθεση C-207/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0013, Προσφυγή - αποστολή : 29/03/2000, Υπόθεση C-119/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1999/0039, Προσφυγή - αποστολή : 17/04/2000, Υπόθεση C-145/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0001, Προσφυγή - αποστολή : 29/03/2000, Υπόθεση C-120/2000

59. ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

31992L0029 Οδηγία 92/29/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 1992 σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για την προώθηση βελτιωμένης ιατρικής περίθαλψης στα πλοία

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1994

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1995/0142, Αρχειοθέτηση 21/12/2000.

31992L0056 Οδηγία 92/56/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 1992 η οποία τροποποιεί την οδηγία 75/129/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις

Προθεσμία μεταφοράς : 26/08/1994

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

31993L0104 Οδηγία 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1993 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας

Προθεσμία μεταφοράς : 23/11/1996

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην IT και F

ΙΤΑΛΙΑ 1997/0095, Προσφυγή : 26/10/1998, Απόφαση 09/03/2000, Υπόθεση C-386/1998

ΓΑΛΛΙΑ 1997/0074, Προσφυγή : 16/02/1999, Απόφαση 08/06/2000,Υπόθεση C-046/1999

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1997/0106, Προσφυγή : 16/02/1999, Παραίτηση 03/03/2000, Υπόθεση C-048/1999

31994L0033 Οδηγία 94/33/ΕΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1994 για την προστασία των νέων κατά την εργασία

Προθεσμία μεταφοράς : 22/06/1996

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην F και L

ΓΑΛΛΙΑ 1996/0952, Προσφυγή : 16/02/1999, Απόφαση 18/05/2000, Υπόθεση C-045/1999

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1996/1011, Προσφυγή : 16/02/1999, Απόφαση 16/12/1999, Υπόθεση C-047/1999

31994L0045 Οδηγία 94/45/ΕΚ του Συμβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 1994 για τη θέσπιση μιας ευρωπαϊκής επιτροπής επιχείρησης ή μιας διαδικασίας σε επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας με σκοπό να ενημερώνονται οι εργαζόμενοι και να ζητείται η γνώμη τους

Προθεσμία μεταφοράς : 22/09/1996

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1996/1012, Προσφυγή : 30/11/1998, Απόφαση 21/10/1999

31995L0030 Οδηγία 95/30/ΕΚ της Επιτροπής της 30ής Ιουνίου 1995 για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 90/679/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την προστασία των εργαζομένων από κινδύνους που διατρέχουν λόγω της έκθεσής τους σε βιολογικούς παράγοντες κατά την εργασία (έβδομη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/11/1996

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην A

ΙΤΑΛΙΑ 1997/0100, Προσφυγή : 03/12/1998, Απόφαση : 16/03/2000, Υπόθεση C-439/1998, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1997/0139, Προσφυγή : 10/12/1999, Υπόθεση C-473/1999

31995L0063 Οδηγία 95/63/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Δεκεμβρίου 1995, για την τροποποίηση της οδηγίας 89/655/ΕΟΚ σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζομένους κατά την εργασία τους (δεύτερη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ)

Προθεσμία μεταφοράς : 04/12/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην IR

IΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0100, Προσφυγή : 05/07/2000, εκκρεμεί (απόφαση)

31996L0034 Οδηγία 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 1996 σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη από την UNICE, τη CEEP και τη CES

Προθεσμία μεταφοράς : 03/06/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΙΤΑΛΙΑ 1998/0386, Προσφυγή : 23/11/1999, Παραίτηση 28/06/2000, Υπόθεση C-345/1999

31996L0071 Οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών

Προθεσμία μεταφοράς : 16/12/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην B και L

31996L0097 Οδηγία 96/97/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1996 που τροποποιεί την οδηγία 86/378/ΕΟΚ για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/1997 και 09/03/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην EL και F

ΕΛΛΑΔΑ 1997/0320, Προσφυγή : 28/10/1998, Απόφαση 14/12/2000, Υπόθεση C-457/1998

ΓΑΛΛΙΑ 1997/0354, Προειδοποιητική επιστολή 228 : 19/05/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1997/0396, Προσφυγή : 03/12/1998, Παραίτηση 17/01/2000, Υπόθεση C-438/1998

31997L0042 Οδηγία 97/42/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 1997 για την πρώτη τροποποίηση της οδηγίας 90/394/ΕΟΚ σχετικά με την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που συνδέονται με την έκθεση σε καρκινογόνους παράγοντες κατά την εργασία (έκτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ)

Προθεσμία μεταφοράς : 27/06/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην F και IR

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0784, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0656, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0496, Προειδοποιητική επιστολή : 08/08/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0729, Προειδοποιητική επιστολή : 08/08/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0766, Προειδοποιητική επιστολή : 08/08/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0632, Προειδοποιητική επιστολή : 08/08/2000

31997L0059 Οδηγία 97/59/ΕΚ της Επιτροπής της 7ης Οκτωβρίου 1997 για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 90/679/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των εργαζομένων από κινδύνους που διατρέχουν λόγω της έκθεσής τους σε βιολογικούς παράγοντες κατά την εργασία (έβδομη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/03/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην A

ΙΤΑΛΙΑ 1998/0221, Προσφυγή : 16/08/1999, Παραίτηση : 19/09/2000, Υπόθεση C-312/1999

ΑΥΣΤΡΙΑ 1998/0244, Προσφυγή : 23/03/2000, Υπόθεση C-110/2000

31997L0065 Οδηγία 97/65/ΕΚ της Επιτροπής της 26ης Νοεμβρίου 1997 για την τρίτη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 90/679/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των εργαζομένων από κινδύνους που διατρέχουν λόγω της έκθεσής τους σε βιολογικούς παράγοντες κατά την εργασία (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην A

ΙΤΑΛΙΑ 1998/0397, Προσφυγή- Κατάθεση του δικογράφου : 16/08/1999, Παραίτηση : 19/09/2000, Υπόθεση C-312/1999

ΑΥΣΤΡΙΑ 1998/0433, Προσφυγή - Κατάθεση του δικογράφου : 23/03/2000, Υπόθεση C-111/2000

31997L0074 Οδηγία 97/74/ΕΚ του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 για την επέκταση, στο Ηνωμένο Βασίλειο, της οδηγίας 94/45/ΕΚ για τη θέσπιση μιας ευρωπαϊκής επιτροπής επιχείρησης ή μιας διαδικασίας σε επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας με σκοπό να ενημερώνονται οι εργαζόμενοι και να ζητείται η γνώμη τους

Προθεσμία μεταφοράς : 15/12/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, E, UK.

31997L0075 Οδηγία 97/75/ΕΚ του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 για την τροποποίηση και την επέκταση, στο Ηνωμένο Βασίλειο, της οδηγίας 96/34/ΕΚ, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για τη γονική άδεια που συνήφθη από την UNICE, τη CEEP και τη CES

Προθεσμία μεταφοράς : 15/12/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : UK

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0257, Προειδοποιητική επιστολή : 13/07/2000, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31997L0081 Οδηγία 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES

Προθεσμία μεταφοράς : 20/01/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, E, EL, F, I, L, A, NL, P, FI

31998L0023 Οδηγία 98/23/ΕΚ του Συμβουλίου της 7ης Απριλίου 1998 για την επέκταση στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας της οδηγίας 97/81/ΕΚ σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES

Προθεσμία μεταφοράς : 07/04/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν: UK

31998L0065 Οδηγία 98/65/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Σεπτεμβρίου 1998, για την προσαρμογή στη τεχνική πρόοδο της οδηγίας 82/130/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών επί του ηλεκτρολογικού υλικού που χρησιμοποιείται σε δυνητικά εκρηκτικό περιβάλλον ορυχείων με εύφλεκτα αέρια

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

60. ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

31998L0048 Οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 98/34/ΕΚ για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών

Προθεσμία μεταφοράς : 05/08/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, E, F, IR, L, NL, A, P, FI, S, UK

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0645, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 16/11/1999

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0624, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 16/11/1999

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0596, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0600, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0635, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0662, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

60.1. Βιομηχανίες μηχανολογικού και ηλεκτρολογικού εξοπλισμού καθώς και ραδιοεξοπλισμού και τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού

31997L0023 Οδηγία 97/23/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 1997 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τον εξοπλισμό υπό πίεση

Προθεσμία μεταφοράς : 28/05/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, EL, F, IR, NL, A, P, FI, S, UK, I, L, E

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1999/0479, ΑΓ : ημερομηνία αποστολής : 18/02/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0509, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 1999/0574, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0448, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0489, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0564, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0079 Οδηγία 98/79/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 1998 για τα ιατροτεχνολογικά βοηθήματα που χρησιμοποιούνται στη διάγνωση in vitro

Προθεσμία μεταφοράς : 07/12/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : DK, E, I, P, S, UK

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0212, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0230, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0301, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0370, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0178, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0269, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0196, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0221, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0348, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0253, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0311, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0331, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0005 Οδηγία 1999/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 1999 σχετικά με το ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών

Προθεσμία μεταφοράς : 07/04/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, E, L, NL, A, P, FI, S, UK

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0777, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0742, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0720, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0531, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0549, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0587, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0625, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0673, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0487, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0587, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

60.2. Χημικές ουσίες

31993L0015 Οδηγία 93/15/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 για την εναρμόνιση των διατάξεων περί της εμπορίας και του ελέγχου των εκρηκτικών υλών εμπορικής χρήσης

Προθεσμία μεταφοράς : 29/09/1993 και 29/09/1994

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην F

ΓΑΛΛΙΑ 1994/0449, Απόφαση του Δικαστηρίου : 23/03/2000 - Υπόθεση C- 327/1998

31994L0027 Οδηγία 94/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ης Ιουνίου 1994 για τη δωδέκατη τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσεως ορισμένων επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/1996

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, D, DK, E, EL, F, IR, L, NL, A, P, FI, S, UK

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0379, Αρχειοθέτηση: 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0407, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0414, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 04/08/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0430, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0442, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0463, Αρχειοθέτηση: 21/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0467, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31997L0063 Οδηγία 97/63/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 1997 για τροποποίηση των οδηγιών 76/116/ΕΟΚ, 80/876/ΕΟΚ, 89/284/ΕΟΚ και 89/530/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα λιπάσματα

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΙΤΑΛΙΑ 1998/0514, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0003 Οδηγία 98/3/ΕΚ της Επιτροπής της 15ης Ιανουαρίου 1998 περί προσαρμογής στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών περί λιπασμάτων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0131, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31999L0011 ΟΔΗΓΙΑ 1999/11/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 8ης Μαρτίου 1999 για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των αρχών ορθής εργαστηριακής πρακτικής όπως καθορίζονται στην οδηγία 87/18/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των αρχών ορθής εργαστηριακής πρακτικής και τον έλεγχο της εφαρμογής τους κατά τις δοκιμές χημικών ουσιών

Προθεσμία μεταφοράς : 30/09/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : DK, E, EL, F, I, IR, L, A, P, FI, S, UK

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0068, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0007, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0036, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 18/02/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0042, Προσφυγή (απόφαση ) : 21/12/2000, εκκρεμεί

ΔΑΝΙΑ 2000/0086, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0111, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0125, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0135, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0150, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0047, ΑΓ- ημερομηνία αποστολής : 26/09/2000

31999L0012 ΟΔΗΓΙΑ 1999/12/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 8ης Μαρτίου 1999 για τη δεύτερη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο του παραρτήματος της οδηγίας 88/320/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την επιθεώρηση και τον έλεγχο της ορθής εργαστηριακής πρακτικής (ΟΕΠ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/09/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : D, DK, E, EL, F, I, IR, L, A, P, FI, S, UK

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0067, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0046, Αρχειοθέτηση: 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0006, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0035, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 18/02/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0041, Προσφυγή (απόφαση) : 21/12/2000, εκκρεμεί

ΔΑΝΙΑ 2000/0085, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0110, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0124, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0134, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0149, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31999L0043 Οδηγία 1999/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τη δέκατη έβδομη τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν περιορισμούς της κυκλοφορίας στην αγορά και της χρήσης μερικών επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, E, I, IR, L, NL, FI, S, UK

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0787, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0847, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0877, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0866, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0813, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

31999L0051 Οδηγία 1999/51/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Μαΐου 1999, σχετικά με την πέμπτη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο του παραρτήματος Ι της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών οι οποίες αφορούν περιορισμούς στην εμπορία και χρήση ορισμένων επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων (κασσίτερος, πενταχλωροφαινόλη και κάδμιο) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 29/02/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, D, DK, E, I, IR, NL, A, P, FI, S

60.3. Φαρμακευτικά και καλλυντικά προϊόντα

31993L0035 Οδηγία 93/35/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1993 για την έκτη τροποποίηση της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τα καλλυντικά

Προθεσμία μεταφοράς : 14/06/1995

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΓΑΛΛΙΑ 1995/0500, Προσφυγή : 28/07/1999, Διαγραφή : 4/10/2000, Υπόθεση C- 332/1999

31993L0040 Οδηγία 93/40/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1993 για την τροποποίηση των οδηγιών 81/851/ΕΟΚ και 81/852/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1994 και 31/12/1997

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, EL, E, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK

ΓΑΛΛΙΑ 1995/0293, Αιτιολογημένη γνώμη 228 - ημερομηνία αποστολής : 28/02/2000

31995L0017 Οδηγία 95/17/ΕΚ της Επιτροπής της 19ης Ιουνίου 1995 για λεπτομέρειες εφαρμογής της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τη μη αναγραφή ενός ή περισσοτέρων συστατικών στον κατάλογο που προβλέπεται για την επισήμανση των προϊόντων

Προθεσμία μεταφοράς : 30/11/1995

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, EL, E, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK

ΓΑΛΛΙΑ 1996/0100, Προσφυγή : 04/09/1998 - Υπόθεση C - 328/1998

31997L0018 Οδηγία 97/18/ΕΚ της Επιτροπής της 17ης Απριλίου 1997 για τη μετάθεση της ημερομηνίας έναρξης της απαγόρευσης των πειραμάτων σε ζώα με συστατικά ή συνδυασμούς συστατικών καλλυντικών προϊόντων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1997

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : A, B, DK, EL, E, IR, I, L, NL, P, FI, UK

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1998/0017, ΑΓ- ημερομηνία αποστολής : 4/09/1998

ΓΑΛΛΙΑ 1998/0040, ΑΓ- ημερομηνία αποστολής : 4/09/1998

ΣΟΥΗΔΙΑ 1998/0092, ΑΓ- ημερομηνία αποστολής : 24/06/1998

ΑΥΣΤΡΙΑ 1998/0073, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31998L0062 Οδηγία 98/62/ΕΚ της Επιτροπής της 3ης Σεπτεμβρίου 1998 για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των παραρτημάτων ΙΙ, ΙΙΙ, VI και VΙΙ της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/6/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, EL, E, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0441, ΑΓ- ημερομηνία αποστολής : 01/02/2000

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0464, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31999L0082 Οδηγία 1999/82/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Σεπτεμβρίου 1999, σχετικά με την τροποποίηση του παραρτήματος της οδηγίας 75/318/ΕΟΚ του Συμβουλίου, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις αναλυτικές, τοξικοφαρμακολογικές και κλινικές προδιαγραφές και τα πρωτόκολλα στον τομέα των δοκιμών των φαρμάκων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, EL, E, F, IR, L, NL, A, P, FI, S, UK

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0235, ΑΓ- ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0365, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0308, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0277, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0288, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0263, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0186, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0317, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0294, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0204, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0216, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0224, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0083 Οδηγία 1999/83/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Σεπτεμβρίου 1999, σχετικά με την τροποποίηση του παραρτήματος της οδηγίας 75/318/ΕΟΚ του Συμβουλίου, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις αναλυτικές, τοξικοφαρμακολογικές και κλινικές προδιαγραφές και τα πρωτόκολλα στον τομέα των δοκιμών των φαρμάκων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 01/03/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, EL, E, F, IR, L, NL, A, P, FI, S, UK

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0577, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0523, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0709, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0615, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0543, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0559, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0104 Οδηγία 1999/104/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με την τροποποίηση του παραρτήματος της οδηγίας 81/852/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις αναλυτικές, τοξικοφαρμακολογικές και κλινικές προδιαγραφές και τα πρωτόκολλα στον τομέα των δοκιμών των κτηνιατρικών φαρμάκων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, EL, E, F, IR, I, L, NL, A, FI, S, UK

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0313, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0284, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0307, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0361, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0167, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0182, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0223, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0245, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0259, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0273, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

32000L0006 Οδηγία 2000/6/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Φεβρουαρίου 2000, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των παραρτημάτων ΙΙ, ΙΙΙ, VI και VII της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, E, IR, I, L, NL, A, FI, S, UK

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0825, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0863, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0845, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

32000L0011 Οδηγία 2000/11/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Μαρτίου 2000, σχετικά με την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 01/06/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, E, IR, I, L, NL, A, FI, S, UK

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0557, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0658, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0739, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0498, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0475, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0684, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0703, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0750, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0518, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0571, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0612, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

32000L0041 Οδηγία 2000/41/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 2000, για τη δεύτερη μετάθεση της ημερομηνίας έναρξης της απαγόρευσης των πειραμάτων σε ζώα με συστατικά ή συνδυασμούς συστατικών καλλυντικών προϊόντων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 29/06/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, E, IR, I, L, NL, A, FI, UK

60.4. Μηχανοκίνητα οχήματα

31998L0039 Οδηγία 98/39/ΕΚ της Επιτροπής της 5ης Ιουνίου 1998 για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 75/321/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το σύστημα διεύθυνσης των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων με τροχούς (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/04/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0344, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0351, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1999/0378, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0040 Οδηγία 98/40/ΕΚ της Επιτροπής της 8ης Ιουνίου 1998 για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 74/346/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τα κάτοπτρα οδήγησης των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων με τροχούς (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/04/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0345, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0352, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1999/0379, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 1999/0430, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0089 Οδηγία 98/89/ΕΚ της Επιτροπής της 20ής Νοεμβρίου 1998 για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 74/152/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στη μέγιστη εκ κατασκευής ταχύτητα και στις εξέδρες φορτώσεως των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων με τροχούς (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, E, F, IR, I, L, NL, A, P, FIN, S, UK.

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0359, Αρχειοθέτηση : 21/12/00

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0222, Αρχειοθέτηση : 21/12/00

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0254, Αρχειοθέτηση : 21/12/00

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0302, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/00

31998L0090 Οδηγία 98/90/ΕΚ της Επιτροπής της 30ής Νοεμβρίου 1998 για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 70/387/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις θύρες των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0139, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0025, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0037, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0139, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0091 Οδηγία 98/91/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 1998 για τα μηχανοκίνητα οχήματα και τα ρυμουλκούμενά τους τα οποία προορίζονται για τις οδικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων και για την τροποποίηση της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ που αφορά την έγκριση των οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκουμένων τους

Προθεσμία μεταφοράς : 16/01/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, D, DK, E, F, I, L, FI, S, UK

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0461, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 04/08/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0440, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 04/08/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0454, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 04/08/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0428, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 04/08/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0398, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 04/08/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0405, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0007 Οδηγία 1999/7/ΕΚ της Επιτροπής της 26ης Ιανουαρίου 1999 για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 70/311/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το σύστημα διευθύνσεως των οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκουμένων τους (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0563, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0539, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0456, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0468, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31999L0018 Οδηγία 1999/18/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Μαρτίου 1999, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 76/762/ΕΟΚ του Συμβουλίου που αφορά τους εμπρόσθιους φανούς ομίχλης των μηχανοκίνητων οχημάτων και τους λαμπτήρες τους

Προθεσμία μεταφοράς : 01/10/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0030, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0054, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0074, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0144, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0093, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0119, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0157, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0016, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31999L0023 Οδηγία 1999/23/ΕΚ της Επιτροπής, της 9ης Απριλίου 1999, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 93/33/ΕΟΚ του Συμβουλίου για το προστατευτικό σύστημα έναντι μη επιτρεπόμενης χρήσης δικύκλων ή τρικύκλων οχημάτων με κινητήρα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0328, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0210, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0298, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0025 Οδηγία 1999/25/ΕΚ της Επιτροπής, της 9ης Απριλίου 1999, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 93/34/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις υποχρεωτικές επιγραφές των δικύκλων ή τρικύκλων οχημάτων με κινητήρα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0326, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0296, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0026 Οδηγία 1999/26/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 1999, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 93/94/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη θέση προσαρμογής της οπίσθιας πινακίδας κυκλοφορίας των δικύκλων ή τρικύκλων οχημάτων με κινητήρα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, D, DK, E, EL, F, IR, I , L, NL, FI, S, UK.

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0325, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0346, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0295, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0207, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0040 Οδηγία 1999/40/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 1999, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 79/622/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις διατάξεις προστασίας σε περίπτωση ανατροπής των γεωργικών και δασικών τροχοφόρων ελκυστήρων (στατικές δοκιμές) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, E, F, Fl, I, IR, L, P, S, UK

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0584, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0602, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0670, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0739, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0760, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0621, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0528, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0647, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0484, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0547, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

31999L0055 Οδηγία 1999/55/ΕΚ της Επιτροπής, της 1ης Ιουνίου 1999, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 77/536/ΕΟΚ του Συμβουλίου που αφορά στις διατάξεις προστασίας σε περίπτωση ανατροπής των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων με τροχούς (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, E, F, I, IR, L, A, P, FI, S, UK

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0527, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0600, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0668, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0645, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0758, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0619, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0582, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0482, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0546, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

31999L0056 Οδηγία 1999/56/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 1999, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 78/933/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την εγκατάσταση των διατάξεων φωτισμού και φωτεινής σηματοδότησης των γεωργικών και δασικών τροχοφόρων ελκυστήρων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, D, DK, E, F, IR, I , L, NL, A, FI, S, UK.

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0581, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0599, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0667, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0526, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0618, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0644, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0757, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0057 Οδηγία 1999/57/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 1999, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 78/764/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το κάθισμα του οδηγού των γεωργικών και δασικών τροχοφόρων ελκυστήρων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, E, F, I, IR, L, NL, A, P, FI, S, UK

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0580, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0598, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0666, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0525, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0481, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0545, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0617, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0756, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0058 Οδηγία 1999/58/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 1999, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 79/533/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις διατάξεις ρυμούλκησης και οπισθοπορείας των γεωργικών και δασικών τροχοφόρων ελκυστήρων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, E, F, I, IR, L, NL, A, P, FI, S, UK

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0524, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0579, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0597, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0665, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0544, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0616, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0642, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0755, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0086 Οδηγία 1999/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1999, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 76/763/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καθίσματα συνοδού των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων με τροχούς

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/2001

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : D, E, F, IR, L, S

31999L0096 Οδηγία 1999/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1999 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά των εκπομπών αερίων και σωματιδιακών ρύπων από τους κινητήρες ανάφλεξης με συμπίεση που χρησιμοποιούνται σε οχήματα, καθώς και κατά των εκπομπών αερίων ρύπων από κινητήρες επιβαλλόμενης ανάφλεξης που τροφοδοτούνται με φυσικό αέριο ή υγραέριο και χρησιμοποιούνται σε οχήματα, και σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 88/77/ΕΟΚ

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : D, DK, E, IR, L, FI, S, UK

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0521, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0574, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0661, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0706, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0734, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0477, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0540, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0639, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0686, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0770, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0098 Οδηγία 1999/98/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 1999, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 96/79/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των επιβαινόντων μηχανοκίνητων οχημάτων σε περίπτωση μετωπικής κρούσης (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/09/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, D, DK, E, EL, F, I, IR, L, NL, FI, S, UK

31999L0099 Οδηγία 1999/99/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 1999, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 80/1269/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την ισχύ κινητήρος των μηχανοκινήτων οχημάτων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, D, DK, E, EL, F, I, IR, L, NL, Fl, S, UK

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0234, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0340, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0170, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0185, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0316, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0364, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0287, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0355, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0234, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0262, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0276, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0100 Οδηγία 1999/100/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 1999, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 80/1268/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το εκπεμπόμενο διοξείδιο του άνθρακα και την κατανάλωση καυσίμων των μηχανοκινήτων οχημάτων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, D, DK, E, EL, F, I, IR, L, NL, P, FI, S, UK

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0233, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0339, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0169, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0184, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0261, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0275, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0286, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0315, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0354, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0363, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0101 Οδηγία 1999/101/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 1999, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 70/157/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αναφέρονται στο αποδεκτό ηχητικό επίπεδο και στη διάταξη εξατμίσεως των οχημάτων με κινητήρα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/03/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, D, DK, E, EL, IR, I, L, NL, Fl, S, UK

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0573, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0705, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0733, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0660, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0476, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

31999L0102 Οδηγία 1999/102/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 70/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά της ρύπανσης του αέρα από τις εκπομπές των οχημάτων με κινητήρα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, D, DK, E, EL, F, IR, I, L, NL, FI, P, S, UK

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0232, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0338, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0274, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0168, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0353, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0260, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0183, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0215, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0232, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0362, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

32000L0001 Οδηγία 2000/1/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Ιανουαρίου 2000, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 89/173/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα στοιχεία και χαρακτηριστικά των γεωργικών και δασικών τροχοφόρων ελκυστήρων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, D, Ε, F, IR, L, NL, Fl, S

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0572, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0659, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0704, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0638, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0732, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0593, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0499, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0539, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0685, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0751, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0769, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0685, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

32000L0002 Οδηγία 2000/2/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Ιανουαρίου 2000, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 75/322/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την εξουδετέρωση των ραδιοηλεκτρικών παρασίτων των παραγομένων από τους κινητήρες με επιβαλλόμενη ανάφλεξη με τους οποίους είναι εφοδιασμένοι οι γεωργικοί ή δασικοί ελκυστήρες και της οδηγίας 74/150/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την έγκριση των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, D, E, F, IR, L, Fl, S

32000L0003 Οδηγία 2000/3/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Φεβρουαρίου 2000, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 77/541/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις ζώνες ασφαλείας και τα συστήματα συγκράτησης των μηχανοκίνητων οχημάτων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/09/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, D, DK, EL, E, I, IR, L, FI, S, UK

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0937, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 05/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0901, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 05/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0940, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 05/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0912, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 05/12/2000

32000L0025 Οδηγία 2000/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά των εκπομπών ρυπογόνων αερίων και σωματιδίων από κινητήρες προοριζόμενους για την πρόωση γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων, και για την τροποποίηση της οδηγίας 74/150/ΕΟΚ του Συμβουλίου

Προθεσμία μεταφοράς : 29/09/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : E, IR, FI

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0916, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 05/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0918, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 05/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0929, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 05/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0900, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 05/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0904, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 05/12/2000

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0908, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 05/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0911, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 05/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0914, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 05/12/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0926, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 05/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0935, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 05/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0939, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 05/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0942, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 05/12/2000

61. Περιβάλλον

61.1. Γενικά

31996L0082 Οδηγία 1996/82/ΕΚ του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 1996 για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες

Προθεσμία μεταφοράς : 03/02/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : DK, E, EL, FI, I, L, NL, S, UK.

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0457, Προσφυγή : 16/11/2000, Υπόθεση C-423/2000 (αναμένεται απόφαση)

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1999/0240, Προσφυγή : 18/10/2000, Υπόθεση C-383/2000 (αναμένεται απόφαση)

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0208, Αποστολή αιτιολογημένης γνώμης : 27/10/1999

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0270, Προσφυγή : 25/10/2000, Υπόθεση C-394/2000 (αναμένεται απόφαση)

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0313, Προσφυγή : 08/11/2000, Υπόθεση C-407/2000 (αναμένεται απόφαση)

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0302, Προσφυγή : 22/11/2000, Υπόθεση C-431/2000 (αναμένεται απόφαση)

31997L0011 Οδηγία 1997/11/ΕΚ του Συμβουλίου της 3ης Μαρτίου 1997 περί τροποποιήσεως της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον

Προθεσμία μεταφοράς : 14/03/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : DK, IR, NL, A, P, FI, S, UK, I, E

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0350, Αποστολή αιτιολογημένης γνώμης :19/05/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1999/2090, Προσφυγή :08/11/2000, Υπόθεση C-408/2000 (αναμένεται απόφαση)

ΙΣΠΑΝΙΑ 1999/0406, Προσφυγή : 15/09/2000, Υπόθεση C-342/2000, διαδικασία παραίτησης

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0338, Αποστολή αιτιολογημένης γνώμης : 26/01/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0399, Προσφυγή : 11/10/2000, Υπόθεση C-374/2000 (αναμένεται απόφαση)

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0343, Προσφυγή : 03/10/2000, Υπόθεση C-366/2000 (αναμένεται απόφαση)

61.2. Ατμοσφαιρικός αέρας

31996L0061 Οδηγία 1996/61/ΕΚ του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1996 σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης

Προθεσμία μεταφοράς : 30/11/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν: DK, F, IR, NL, A , S, I, P

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0026, Αποστολή συμπληρωματικής προειδοποιητικής επιστολής : 25/07/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0050, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 18/02/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0070, Αποστολή αιτιολογημένης γνώμης : 03/08/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0105, Αποστολή αιτιολογημένης γνώμης : 25/07/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0113, Αποστολή αιτιολογημένης γνώμης : 25/07/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0165, Αποστολή αιτιολογημένης γνώμης : 07/09/2000

ΒΕΛΓΙΟ 2000/2029, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 01/08/2000

31996L0062 Οδηγία 96/62/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1996 για την εκτίμηση και τη διαχείριση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος

Προθεσμία μεταφοράς : 21/05/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν: Όλα πλην E

ΙΣΠΑΝΙΑ 1998/0342, Προσφυγή : 29/10/1999, Υπόθεση C-417/1999 (αναμένεται απόφαση)

31997L0068 Οδηγία 97/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1997 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα ληπτέα μέτρα κατά της εκπομπής αερίων και σωματιδιακών ρύπων προερχόμενων από κινητήρες εσωτερικής καύσης που τοποθετούνται σε μη οδικά κινητά μηχανήματα

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν: Όλα πλην F

ΓΑΛΛΙΑ 1998/0362 Προσφυγή - Υπόθεση C-320/1999 - απόφαση : 23/11/2000

31998L0070 Οδηγία 1998/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 1998 σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ και την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν: Όλα πλην I, UK

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0627, Αποστολή αιτιολογημένης γνώμης : 03/08/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1999/0633, Αποστολή αιτιολογημένης γνώμης : 28/07/2000

31999L0032 Οδηγία 1999/32/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο και για την τροποποίηση της οδηγίας 1993/12/ΕΟΚ

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν: DK, L, NL, S, P, FI, F

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0800, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής: 30/11/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0814, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής: 30/11/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0822, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 30/11/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0835, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 30/11/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0849, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 30/11/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0856, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 30/11/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0879, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 30/11/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/2272, Προειδοποιητική επιστολή (διαδικασία αποστολής)

61.3. Aπόβλητα

31994L0062 Οδηγία 1994/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1994 για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας

Προθεσμία μεταφοράς : 29/06/1996

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν: Όλα πλην EL

ΕΛΛΑΔΑ 1996/0911 , Προσφυγή - Υπόθεση C-213/2000 - Απόφαση: 13/04/2000. Αποστολή ΠΕ άρθρου 228 : 8/11/2000

31998L0101 Οδηγία 1998/101/ΕΚ της Επιτροπής της 22ας Δεκεμβρίου 1998 περί προσαρμογής στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 1991/157/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές που περιέχουν ορισμένες επικίνδυνες ουσίες.

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν: A, F, FI, L, S, B , E, DK

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0220, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 13/07/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0229, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 13/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0240, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 13/07/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0252, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 13/07/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0267, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 13/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0299, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 13/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0329, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 13/07/2000

61.4. Φύση

31992L0043 Οδηγία 1992/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1992 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας

Προθεσμία μεταφοράς : 10/06/1994

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν: Όλα πλην F

ΓΑΛΛΙΑ 1994/0673, Προσφυγή - Υπόθεση C-256/1998 - απόφαση : 06/04/2000, Προειδοποιητική επιστολή άρθρου 228 : 28/07/2000

61.5. Χημικές ουσίες και βιοτεχνολογία

31996L0090 Οδηγία 1993/90/ΕΟΚ της Επιτροπής της 29ης Οκτωβρίου 1993 σχετικά με τον κατάλογο των ουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 πέμπτη περίπτωση της οδηγίας 1967/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου

Προθεσμία μεταφοράς : 31/10/1993

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν: Όλα πλην UK

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1993/1095, Αποστολή αιτιολογημένης γνώμης : 28/07/2000

31996L0054 Οδηγία 1996/54/ΕΚ της Επιτροπής της 30ής Ιουλίου 1996 για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο, για εικοστή δεύτερη φορά, της οδηγίας 1967/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/10/1997 και 31/05/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν: Όλα πλην UK

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1998/0486, Αποστολή αιτιολογημένης γνώμης : 28/07/2000

31997L0035 Οδηγία 1997/35/ΕΚ της Επιτροπής της 18ης Ιουνίου 1997 για τη δεύτερη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 1990/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/07/1997

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν: Όλα πλην UK

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1997/0538, Αποστολή αιτιολογημένης γνώμης : 28/07/2000

31997L0069 Οδηγία 1997/69/ΕΚ της Επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 1994 για εικοστή πρώτη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 1967/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών

Προθεσμία μεταφοράς : 16/12/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν: Όλα πλην UK

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1999/0089, Αποστολή αιτιολογημένης γνώμης : 28/07/2000

31998L0008 Οδηγία 1998/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά

Προθεσμία μεταφοράς : 13/05/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν: DK, I, S, A

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0491, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0512, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0535, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0551, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0568, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0607, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0628, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0677, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0696, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0725, Αποστολή αιτιολογημένης γνώμης : 29/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0781, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

31998L0081 Οδηγία 98/81/ΕΚ του Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 90/219/ΕΟΚ για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών

Προθεσμία μεταφοράς : 05/06/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν: S, DK,FI

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0489, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0509, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0533, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0550, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0565, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0589, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0605, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0627, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0675, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0694, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0722, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 08/08/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0744, Αποστολή αιτιολογημένης γνώμης : 29/12/2000

31999L0098 Οδηγία 98/1998/ΕΚ της Επιτροπής της 18ης Σεπτεμβρίου 1998 για την προσαρμογή, για εικοστή τέταρτη φορά, στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν: A, D, F, FI, I, L, NL, E

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0801, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 30/11/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0836, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 30/11/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0843, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 30/11/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0850, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 30/11/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0869, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 30/11/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0890, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 30/11/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/2273, Προειδοποιητική επιστολή : (διαδικασία αποστολής)

61.6. Προστασία από ακτινοβολίες

31996L0029 Οδηγία 1996/29/Ευρατόμ του Συμβουλίου της 31ης Μαΐου 1996 για τον καθορισμό των βασικών κανόνων ασφάλειας για την προστασία της υγείας των εργαζομένων και του πληθυσμού από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιονίζουσες ακτινοβολίες

Προθεσμία μεταφοράς : 13/05/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν: FI, IR, A, I, S

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/2126, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 28/07/2000

ΒΕΛΓΙΟ 2000/2129, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 12/09/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/2130, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 28/07/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/2131, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 28/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/2132, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 24/11/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/2133, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 28/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/2135, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 25/07/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/2136, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 28/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/2137, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 12/09/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/2139, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 01/08/2000

31997L0043 Οδηγία 1997/43/Ευρατόμ του Συμβουλίου της 30ής Ιουνίου 1997 περί της προστασίας της υγείας από τους κινδύνους κατά την έκθεση στην ιοντίζουσα ακτινοβολία για ιατρικούς λόγους, και κατάργησης της οδηγίας 1984/466/Ευρατόμ

Προθεσμία μεταφοράς : 12/05/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν: A, FI, I

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/2140, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 28/07/2000

ΒΕΛΓΙΟ 2000/2142, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 12/09/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/2143, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 28/07/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/2144, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 28/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/2145, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 24/11/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/2147, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 28/07/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/2148, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 31/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/2150, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 25/07/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/2151, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 12/09/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/2152, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 01/08/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/2154, Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής : 12/09/2000

62. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ

31995L0047 Οδηγία 95/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 σχετικά με τη χρήση προτύπων για τη μετάδοση τηλεοπτικού σήματος

Προθεσμία μεταφοράς : 23/08/1996

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, EL, E, IR, I, L, A, P, FI, S, UK

ΒΕΛΓΙΟ 1996/0870, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1996/0966, Απόφαση : 23/11/2000, Υπόθεση C-319/99

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1996/1034, Προσφυγή - Αποστολή : 26/06/2000, Υπόθεση C-254/00

ΑΥΣΤΡΙΑ 1996/1089, Παραίτηση : 17/10/2000, Υπόθεση C-411/99

31995L0062 Οδηγία 95/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1995 σχετικά με την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου (ONP) στη φωνητική τηλεφωνία

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1996

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΒΕΛΓΙΟ 1997/2226, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

31997L0051 Οδηγία 97/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 1997 για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 90/387/ΕΟΚ και 92/44/ΕΟΚ με σκοπό την προσαρμογή τους στο ανταγωνιστικό περιβάλλον του τηλεπικοινωνιακού τομέα

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1997

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, EL, E, IR, IL, NL, A, P, FI, S, UK

ΓΑΛΛΙΑ 1998/0359, Προσφυγή : 22/12/1999, εκκρεμεί απόφαση

ΙΤΑΛΙΑ 1998/0394, Απόφαση : 30/11/2000, Υπόθεση C-422/1999

31997L0066 Οδηγία 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα

Προθεσμία μεταφοράς : 24/10/1998 και 24/10/2000 (άρθρο 5)

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, EL, E, NL, A, P, FI, S, UK

ΒΕΛΓΙΟ 1998/2332, Αρχειοθέτηση : 11/04/2000

ΔΑΝΙΑ 1998/2333, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1998/2335, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1998/2336, Προσφυγή : 19/04/2000, Υπόθεση C-151/2000 (αναμένεται απόφαση)

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0903, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 05/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1998/2337, Προσφυγή : 05/07/2000, εκκρεμεί απόφαση

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0925, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 05/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0917, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 05/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1998/2338, Προσφυγή : 22/12/1999, εκκρεμεί απόφαση

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0907, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 05/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1998/2344, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0920, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 05/12/2000

31998L0010 Οδηγία 98/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 1998 για την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου (ΟΝΡ) στη φωνητική τηλεφωνία και για την καθολική υπηρεσία για τις τηλεπικοινωνίες σε ανταγωνιστικό περιβάλλον

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : , B, DK, D, EL, E, IR, L, NL, A, P, FI, S, UK

ΓΑΛΛΙΑ 1998/0363, Προσφυγή : 22/12/1999, εκκρεμεί απόφαση

ΙΤΑΛΙΑ 1998/0399, Απόφαση : 07/12/2000, Υπόθεση C-423/1999

31998L0061 Οδηγία 98/61/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 97/33/ΕΚ σε ό,τι αφορά τη φορητότητα των αριθμών και την προεπιλογή φορέα

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0033, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0079, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

63. ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

63.1. Συνοδευτικά μέτρα της κατάργησης των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα την 01.01.93

31996L0100 Οδηγία 96/100/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Φεβρουαρίου 1997 που τροποποιεί το παράρτημα της οδηγίας 93/7/ΕΟΚ σχετικά με την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών που έχουν παράνομα απομακρυνθεί από το έδαφος κράτους μέλους

Προθεσμία μεταφοράς : 01/09/1997

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΑΥΣΤΡΙΑ 1997/0693, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

63.2. Ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων

31999L0034 Οδηγία 1999/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1999, για την τροποποίηση της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων

Προθεσμία μεταφοράς : 04/12/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, EL, F, L, NL, A, FI, S, UK

63.3. Τράπεζες

31998L0031 Οδηγία 98/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 με την οποία τροποποιείται η οδηγία 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων

Προθεσμία μεταφοράς : 21/07/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην EL, E, P

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0805, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0817, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0854, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0860, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0840, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0810, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0883, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0873, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0899, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0894, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

31998L0032 Οδηγία 98/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 που τροποποιεί, ιδίως ως προς τις ενυπόθηκες πιστώσεις, την οδηγία 89/647/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων

Προθεσμία μεταφοράς : 21/07/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην EL, F

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0804, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0853, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0790, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0839, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0809, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0882, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0872, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0898, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0893, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

31998L0033 Οδηγία 98/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 για την τροποποίηση του άρθρου 12 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, των άρθρων 2, 5, 6, 7, 8 και των παραρτημάτων II και III της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και του άρθρου 2 και του παραρτήματος II της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων

Προθεσμία μεταφοράς : 21/07/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην EL, E

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0803, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0816, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0852, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0859, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0838, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0808, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0881, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0871, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0897, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0892, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 30/11/2000

63.4. Ασφάλειες

31998L0078 Οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 1998 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου

Προθεσμία μεταφοράς : 05/06/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : DK, E, IR, L, NL, A, S

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0534, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0652, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0566, ΠΕ -ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0676, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής: 29/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0490, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής : 29/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0590, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής : 29/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0510, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής : 29/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0745, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής: 29/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0723, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής: 29/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0780, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής: 29/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0763, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000. Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0606, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000

63.5. Κινητές αξίες

31993L0022 Οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 1993 σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/1995

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα : όλα

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1995/0566, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31997L0009 Οδηγία 1997/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Μαρτίου 1997 σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών

Προθεσμία μεταφοράς : 26/09/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΓΑΛΛΙΑ 1998/0529, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1998/0536, Προσφυγή - αναστολή : 20/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1998/0591, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1998/0600, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

63.6. Συστήματα πληρωμών

31998L0026 Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων

Προθεσμία μεταφοράς : 11/12/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην F, I, L

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0180, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0243, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής : 29/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0198, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

63.7. Ταχυδρομικές υπηρεσίες

31997L0067 Οδηγία 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών

Προθεσμία μεταφοράς : 14/02/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην L

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0272, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής : 12/09/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0218, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής : 01/08/2000

63.8. Υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας

31998L0048 Οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 98/34/ΕΚ για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών

Προθεσμία μεταφοράς : 05/08/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην EL και Ι

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0645, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 16/11/1999

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0596, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0635, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0624, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 16/11/1999

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0600, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0662, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0084 Οδηγία 98/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Νοεμβρίου 1998 για τη νομική προστασία των υπηρεσιών που βασίζονται ή συνίστανται στην παροχή πρόσβασης υπό όρους

Προθεσμία μεταφοράς : 28/05/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : DK, F, IR, I, NL, A, UK

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0532, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0650, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0564, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0674, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0693, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0488, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0626, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0588, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0508, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0743, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0721, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0778, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0772, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000

63.9. Δημόσιες συμβάσεις

31992L0013 Οδηγία 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1992 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων φορέων οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/1993

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην EL, P

ΕΛΛΑΔΑ 1998/0185, Προσφυγή - Αποστολή : 15/03/2000, Υπόθεση C-098/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1998/0437, Προσφυγή - Αναστολή : 05/07/2000

31993L0038 Οδηγία 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1993 περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/1994

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν :όλα πλην P

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1998/0438, ΑΓ- ημερομηνία αποστολής: 02/02/1999

31997L0052 Οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 1997 περί τροποποιήσεως των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως

Προθεσμία μεταφοράς : 13/10/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην D, EL, F, A

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1998/0553, Προσφυγή - Αποστολή : 05/04/2000, Υπόθεση C-130/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1998/0585, Προσφυγή - Αποστολή : 30/05/2000, Υπόθεση C- 216/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 1998/0587, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1998/0530, Προσφυγή - Αποστολή: 13/03/2000, Υπόθεση C- 097/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1998/0561, Προσφυγή- Αποστολή : 21/12/2000, Παραίτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1998/0539, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1998/0601, Προσφυγή - Αποστολή : 21/12/2000, Υπόθεση C- 461/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1998/0566, Αρχειοθέτηση: 21/12/2000

31998L0004 Οδηγία 98/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών

Προθεσμία μεταφοράς : 16/02/1999 και 16/02/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην D, F, A, UK

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1999/0243, ΑΓ - Αποστολή : 06/03/2000. Προσφυγή - Αναστολή : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0210, Προσφυγή - Αποστολή : 28/11/2000, C- 439/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0253, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0219, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0315, ΑΓ - Αποστολή : 24/01/2000, Προσφυγή - Αποστολή : 21/12/2000, Υπόθεση C- 462/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1999/0263, ΑΓ - Αποστολή : 26/01/2000

63.10. Προστασία δεδομένων

31995L0046 Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών

Προθεσμία μεταφοράς : 24/10/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, EL, E, I, NL, A, P, FI, S, UK.

ΔΑΝΙΑ 1998/0576, Προσφυγή - Αναστολή : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1998/0552, Προσφυγή- Αποστολή : 01/12/2000,Υπόθεση C- 443/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 1998/0586, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1998/0528, Προσφυγή - Αποστολή : 06/12/2000, Υπόθεση C- 449/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1998/0571, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής : 16/08/1999

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1998/0535, Προσφυγή - Αποστολή : 07/12/2000, Υπόθεση C- 450/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1998/0548, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1998/0565, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

63.11. Βιομηχανική ιδιοκτησία

31998L0044 Οδηγία 98/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Ιουλίου 1998 για την έννομη προστασία των βιοτεχνολογικών εφευρέσεων

Προθεσμία μεταφοράς : 30/07/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : DK, IR, FI

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0802, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0815, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0851, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0858, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0789, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0823, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0797, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0807, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0880, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0870, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0891, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0829, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

63.12. Πνευματική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώματα

31992L0100 Οδηγία 92/100/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 1992 σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/1994

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην IRL

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1994/0855, Προσφυγή - Απόφαση του Δικαστηρίου : 12/10/1999, Υπόθεση C-213/1998

31993L0083 Οδηγία 93/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1993 περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/1995

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην IRL

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1995/0114, Προσφυγή - Απόφαση του Δικαστηρίου : 25/11/1999, Υπόθεση C-212/1998

31996L0009 Οδηγία 96/9/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1997

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην IRL, L

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1998/0043, Προσφυγή - Αποστολή : 04/10/1999, Υπόθεση C-370/1999

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1998/0058, Προσφυγή - Απόφαση του Δικαστηρίου : 13/04/2000, Υπόθεση

C-348/1999

63.13. Νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ως προς τα τυπικά προσόντα

31989L0048 Οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1988 σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών

Προθεσμία μεταφοράς : 04/01/1991

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΕΛΛΑΔΑ 1991/0668, Αρχειοθέτηση: 11/10/2000

31997L0038 Οδηγία 97/38/ΕΚ της Επιτροπής της 20ής Ιουνίου 1997 για την τροποποίηση του παραρτήματος Γ της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με ένα δεύτερο γενικό σύστημα αναγνώρισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης, το οποίο συμπληρώνει την οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/09/1997

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΕΛΛΑΔΑ 1997/0600, Προσφυγή - Αποστολή : 09/06/2000, Αρχειοθέτηση : 11/10/2000

31998L0005 Οδηγία 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος

Προθεσμία μεταφοράς : 14/03/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : DK, D, EL, A, FI, S, UK

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0537, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0655, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0699, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0494, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0631, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0592, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000, ΑΓ - ημερομηνία

αποστολής : 29/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0515, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0552, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0728, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής: 29/12/2000

31998L0021 Οδηγία 98/21/ΕΚ της Επιτροπής της 8ης Απριλίου 1998 που τροποποιεί την οδηγία 93/16/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ιατρών και της αμοιβαίας αναγνώρισης των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων τους (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0104, Προσφυγή - Αποστολή : 14/02/2000, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1999/0047, Αρχειοθέτηση : 11/04/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0160, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0063 Οδηγία 98/63/ΕΚ της Επιτροπής της 3ης Σεπτεμβρίου 1998 για τροποποίηση της οδηγίας 93/16/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ιατρών και της αμοιβαίας αναγνώρισης των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων τους (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΙΣΠΑΝΙΑ 1999/0546, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής : 24/01/2000, Αρχειοθέτηση : 11/04/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0516, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής : 24/01/2000, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1999/0477, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής : 31/01/2000, Αρχειοθέτηση : 11/04/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0559, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής : 24/01/2000, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31999L0046 Οδηγία 1999/46/ΕΚ της Επιτροπής της 21ης Μαΐου 1999 που τροποποιεί την οδηγία 93/16/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ιατρών και της αμοιβαίας αναγνώρισης των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων τους (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην P

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0228, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000, Αρχειοθέτηση: 21/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0309, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000, Αρχειοθέτηση: 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0176, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000, Αρχειοθέτηση: 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0266, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000, Αρχειοθέτηση: 21/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0219, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000, Αρχειοθέτηση: 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0324, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

64. Υγεία και προστασία των καταναλωτών

64.1. Κτηνιατρικός τομέας

31993L0118 ΟΔΗΓΙΑ 93/118/ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Δεκεμβρίου 1993 σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 85/73/ΕΟΚ για τη χρηματοδότηση των υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων των νωπών κρεάτων και των κρεάτων πουλερικών

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1993 και 31/12/1994

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK.

ΕΛΛΑΔΑ 1995/0069, ΑΓ 228 - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 24/02/2000

31994L0028 Οδηγία 94/28/ΕΚ του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1994 για τον καθορισμό των αρχών σχετικά με τους ζωοτεχνικούς και γενεαλογικούς όρους που εφαρμόζονται κατά τις εισαγωγές προέλευσης τρίτων χωρών ζώων, του σπέρματος, των ωαρίων και των εμβρύων τους και για την τροποποίηση της οδηγίας 77/504/ΕΟΚ περί των ζώων αναπαραγωγής του βοείου είδους καθαρόαιμου γένους

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/1995

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΓΑΛΛΙΑ 1995/0505, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31995L0029 Οδηγία 95/29/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1995 για την τροποποίηση της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά

Προθεσμία μεταφοράς : 30/12/1996 και 30/12/1997

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΓΑΛΛΙΑ 1997/0077, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31995L0071 Οδηγία 95/71/ΕΚ του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1995 για τροποποίηση του παραρτήματος της οδηγίας 91/493/ΕΟΚ περί καθορισμού των υγειονομικών κανόνων οι οποίοι διέπουν την παραγωγή και τη διάθεση στην αγορά των αλιευτικών προϊόντων

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/1997

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΒΕΛΓΙΟ 1997/0479, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31996L0022 Οδηγία 96/22/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, για την απαγόρευση της χρησιμοποίησης ορισμένων ουσιών με ορμονική ή θυρεοστατική δράση και των β- ανταγωνιστικών ουσιών στη ζωική παραγωγή για κερδοσκοπικούς λόγους και κατάργησης των οδηγιών 81/602/ΕΟΚ, 88/146/ΕΟΚ και 88/299/ΕΟΚ

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/1997

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, IR, I, NL, A, P, FI, S, UK.

ΓΑΛΛΙΑ 1997/0342, Προσφυγή - Αναστολή : 21/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1997/0373, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1997/0430, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31996L0023 Οδηγία 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, περί της λήψης μέτρων ελέγχου για ορισμένες ουσίες και τα κατάλοιπά τους σε ζώντα ζώα και στα προϊόντα τους και κατάργησης των οδηγιών 85/358/ΕΟΚ και 86/469/ΕΟΚ και των αποφάσεων 89/187/ΕΟΚ και 91/664/ΕΟΚ

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/1997

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK.

ΓΑΛΛΙΑ 1997/0343, Προσφυγή - Αναστολή : 21/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1997/0374, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31996L0043 Οδηγία 96/43/ΕΚ του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 1996 για τροποποίηση και κωδικοποίηση της οδηγίας 85/73/ΕΟΚ για τη χρηματοδότηση των υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων των ζώντων ζώων και ορισμένων ζωικών προϊόντων και για τροποποίηση των οδηγιών 90/675/ΕΟΚ και 91/496/ΕΟΚ

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/1997, 01/07/1997 και 01/07/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, E, F, I, L, NL, A, P, FI, S, UK.

(Λήξη : 1/7/1997)

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1997/0491, Προσφυγή - Κατάθεση του δικογράφου : 24/08/1999, Υπόθεση C-316/1999

ΕΛΛΑΔΑ 1997/0495, ΠΕ 228 - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 05/09/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 1997/0498, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1997/0509, Απόφαση ΔΕΚ : 08/06/2000, Υπόθεση C-190/1999

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1997/0526, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

(Λήξη : 1/7/1999)

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0634, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0682, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

31996L0093 Οδηγία 96/93/ΕΚ του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την πιστοποίηση ζώων και ζωικών προϊόντων

Προθεσμία μεταφοράς : 31/01/1997

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΓΑΛΛΙΑ 1998/0132, Προσφυγή- Παραίτηση : 09/06/2000, Υπόθεση C-495/1999

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1998/0141, Προσφυγή- Παραίτηση : 06/07/2000, Υπόθεση C-437/1999

ΙΤΑΛΙΑ 1998/0143, Απόφαση ΔΕΚ : 07/12/2000, Υπόθεση C-395/1999

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1998/0146, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31997L0012 Οδηγία 97/12/ΕΚ του Συμβουλίου της 17ης Μαρτίου 1997 για την τροποποίηση και την ενημέρωση της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου του τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, I, L, NL, A, P, FI, S, UK.

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0213, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0283, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0231, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0305, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0312, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0181, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/07/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0271, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0244, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0199, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0351, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0335, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0372, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0360, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0258, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31997L0022 Οδηγία 97/22/ΕΚ του Συμβουλίου της 22ας Απριλίου 1997 περί τροποποιήσεως της οδηγίας 92/117/ΕΟΚ για τα μέτρα προστασίας από ορισμένες ζωονόσους και ορισμένους ζωονοσογόνους παράγοντες στα ζώα και τα προϊόντα ζωικής προέλευσης, προκειμένου να αποφευχθούν οι εστίες λοιμώξεων και δηλητηριάσεων που οφείλονται στα τρόφιμα

Προθεσμία μεταφοράς : 01/09/1997

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1997/0681, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31997L0061 Οδηγία 97/61/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 1997 για την τροποποίηση του παραρτήματος της οδηγίας 91/492/ΕΟΚ περί καθορισμού των υγειονομικών κανόνων που διέπουν την παραγωγή και τη διάθεση στην αγορά ζώντων δίθυρων μαλακίων

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/1998

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΒΕΛΓΙΟ 1998/0294, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1998/0360, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1998/0379, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31997L0076 Οδηγία 97/76/ΕΚ του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1997 για την τροποποίηση των οδηγιών 77/99/ΕΟΚ και 72/462/ΕΟΚ όσον αφορά τους κανόνες που εφαρμόζονται στον κιμά, στα παρασκευάσματα κρέατος και σε ορισμένα άλλα προϊόντα ζωικής προέλευσης

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1998

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0128, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0103, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0073, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1999/0045, Προσφυγή - Κατάθεση του δικογράφου : 09/08/2000, Υπόθεση C-306/2000

31997L0078 Οδηγία 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 1997 για καθορισμό των αρχών οργάνωσης των κτηνιατρικών ελέγχων των προϊόντων που εισάγονται στην Κοινότητα από τρίτες χώρες

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S.

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0459, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΔΑΝΙΑ 1999/0522, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1999/0482, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0531, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 1999/0541, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0435, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0510, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0490, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0552, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 1999/0587, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1999/0501, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 28/02/2000

31997L0079 Οδηγία 97/79/ΕΚ του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 1997 για την τροποποίηση των οδηγιών 71/118/ΕΟΚ, 72/462/ΕΟΚ, 85/73/ΕΟΚ, 91/67/ΕΟΚ, 91/492/ΕΟΚ, 91/493/ΕΟΚ, 92/45/ΕΟΚ και 92/118/ΕΟΚ όσον αφορά την οργάνωση των κτηνιατρικών ελέγχων των προϊόντων που εισάγονται στην Κοινότητα από τρίτες χώρες

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/1999 και 01/07/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S.

ΔΑΝΙΑ 1999/0523, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1999/0483, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0532, Προσφυγή - Κατάθεση του δικογράφου : 25/10/2000, Υπόθεση

C-393/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 1999/0542, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0436, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0511, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0491, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1999/0472, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 1999/0588, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1999/0502, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 20/08/1999

31998L0045 Οδηγία 98/45/ΕΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 91/67/ΕΟΚ σχετικά με τους όρους του υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τη διάθεση στην αγορά ζώων και προϊόντων υδατοκαλλιέργειας

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/1999

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΔΑΝΙΑ 1999/0526, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1999/0485, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0439, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0513, ΑΓ- Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 05/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0494, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0556, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 1999/0579, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0046 Οδηγία 98/46/ΕΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 1998 για την τροποποίηση των παραρτημάτων Α, Δ (κεφάλαιο Ι) και ΣΤ της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου του τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK.

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0535, Προσφυγή - Κατάθεση του δικογράφου : 25/10/2000, Υπόθεση

C-393/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 1999/0545, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0440, ΑΓ- Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 18/02/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1999/0505, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31998L0058 Οδηγία 98/58/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 1998 σχετικά με την προστασία των ζώων στα εκτροφεία

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, E, F, IR, L, NL, P, FI, S

ΔΑΝΙΑ 2000/0432, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0406, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 04/08/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0441, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 04/08/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0446, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0378, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0429, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0413, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 04/08/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0384, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0462, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 04/08/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0455, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0474, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0466, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0422, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 04/08/2000

31998L0099 Οδηγία 98/99/ΕΚ του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 1998 περί τροποποιήσεως της οδηγίας 97/12/ΕΚ για την τροποποίηση και την ενημέρωση της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου του τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/1999 και 01/07/1999

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

(λήξη την 01/01/1999)

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0231, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0289, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 1999/0299, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0277, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 18/02/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0604, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1999/0268, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK.

(λήξη την 01/07/1999)

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0611, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0101, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 1999/0658, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0598, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 19/7/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0637, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 27/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0628, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0604, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1999/0614, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 19/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0666, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1999/0634, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0089 Οδηγία 1999/89/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 1999, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/494/ΕΟΚ σχετικά με τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και τις εισαγωγές νωπών κρεάτων πουλερικών από τρίτες χώρες

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, F, L, NL, A, FI, UK

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0522, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0641, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0663, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0088, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0479, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0614, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0576, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0503, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0542, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0736, Αρχειοθέτηση 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0708, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0772, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0754, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0596, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0090 Οδηγία 1999/90/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 1999, για την τροποποίηση της οδηγίας 90/539/ΕΟΚ σχετικά με τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και τις εισαγωγές πουλερικών και αυγών για επώαση από τρίτες χώρες

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, NL, A, P, FI, UK.

ΔΑΝΙΑ 2000/0640, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0558, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0662, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0687, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0478, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0613, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0575, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0502, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0541, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0735, Αρχειοθέτηση : 20/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0707, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0771, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0753, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0595, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

32000L0015 Οδηγία 2000/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 2000, για την τροποποίηση της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1999, 31/12/2000, 31/12/2001 και 31/12/2002

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, E, L, FI

32000L0020 Οδηγία 2000/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Μαΐου 2000, για την τροποποίηση της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών

Προθεσμία μεταφοράς : 01/12/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, E, L, FI, S

32000L0027 Οδηγία 2000/27/ΕΚ του Συμβουλίου, της 2ας Μαΐου 2000, για την τροποποίηση της οδηγίας 93/53/ΕΟΚ σχετικά με τη θέσπιση στοιχειωδών κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση ορισμένων νόσων των ψαριών

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, EL, F

64.2. Φυτοϋγειονομικός τομέας

31996L0032 Οδηγία 96/32/ΕΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1996 περί τροποποιήσεως του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 76/895/ΕΟΚ περί του καθορισμού της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα των φυτοφαρμάκων επί και εντός των οπωροκηπευτικών και του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 90/642/ΕΟΚ που αφορά τον καθορισμό των ανώτατων περιεκτικοτήτων για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων επάνω ή μέσα σε ορισμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών, και καταρτίσεως πίνακος ανωτάτων περιεκτικοτήτων

Προθεσμία μεταφοράς : 30/04/1997

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1997/0390, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1997/0415, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31996L0033 Οδηγία 96/33/ΕΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1996 περί τροποποιήσεως των παραρτημάτων των οδηγιών 86/362/ΕΟΚ και 86/363/ΕΟΚ που αφορούν τον καθορισμό των ανώτατων περιεκτικοτήτων για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων μέσα και πάνω στα σιτηρά και στα τρόφιμα ζωικής προελεύσεως

Προθεσμία μεταφοράς : 30/04/1997

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1997/0391, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1997/0416, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31997L0041 Οδηγία 97/41/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1997 για την τροποποίηση των οδηγιών 76/895/ΕΟΚ, 86/362/ΕΟΚ, 86/363/ΕΟΚ και 90/642/ΕΟΚ περί του καθορισμού της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων επί και εντός των οπωροκηπευτικών, μέσα και πάνω στα σιτηρά, πάνω και μέσα στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, και επάνω και μέσα σε ορισμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών, αντιστοίχως

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, IR, I, L, NL, P, FI, S, UK.

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0028, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0124, Προσφυγή - Κατάθεση του δικογράφου : 08/05/2000, Υπόθεση C-166/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 1999/0141, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0069, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0014, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0171, ΑΓ- Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 15/11/1999

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0154, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31997L0073 Οδηγία 97/73/ΕΚ της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 1997 για την καταχώριση δραστικής ουσίας (imazalil) στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/1999

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1999/0481, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0530, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 1999/0540, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1999/0470, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0022 Οδηγία 98/22/ΕΚ της Επιτροπής της 15ης Απριλίου 1998 για τον καθορισμό των ελάχιστων όρων για τη διενέργεια φυτοϋγειονομικών ελέγχων στην Κοινότητα σε φυτά, φυτικά προϊόντα ή άλλα αντικείμενα που προέρχονται από τρίτες χώρες σε σταθμούς επιθεώρησης διαφορετικούς από εκείνους του τόπου προορισμού

Προθεσμία μεταφοράς : 01/10/1998

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΕΛΛΑΔΑ 1998/0583, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1998/0544, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0047 Οδηγία 98/47/ΕΚ της Επιτροπής της 25ης Ιουνίου 1998 για την καταχώρηση μιας δραστικής ουσίας (azoxystrobin) στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/1999

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0287, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0257, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1999/0238, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0057 Οδηγία 98/57/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 1998 για τον έλεγχο του Ralstonia solanacearum (Smith) Yabuuchi et al.

Προθεσμία μεταφοράς : 21/08/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, EL, E, F, IR, I, L, NL, A, P, S, UK.

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0609, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1999/0619, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 19/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0647, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 1999/0656, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0626, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0602, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0670, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0664, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 1999/0680, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 16/11/1999

ΣΟΥΗΔΙΑ 1999/0675, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1999/0632, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0082 Οδηγία 98/82/ΕΚ της Επιτροπής της 27ης Οκτωβρίου 1998 για την τροποποίηση των παραρτημάτων των οδηγιών του Συμβουλίου 86/362/ΕΟΚ, 86/363/ΕΟΚ και 90/642/ΕΟΚ που αφορούν τον καθορισμό των ανωτάτων ορίων για τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων επί και εντός των σιτηρών, των τροφίμων ζωικής προέλευσης και ορισμένων προϊόντων φυτικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών, αντιστοίχως (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/04/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, EL, E, F, IR, I, L, NL, P, FI, S, UK.

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0353, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1999/0366, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 27/07/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0340, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0347, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0423, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 17/02/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0416, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0100 Οδηγία 98/100/ΕΚ της Επιτροπής της 21ης Δεκεμβρίου 1998 για τροποποίηση της οδηγίας 92/76/ΕΟΚ περί αναγνωρίσεως προστατευομένων περιοχών που είναι εκτεθειμένες σε ιδιαίτερους φυτοϋγειονομικούς κινδύνους στην Κοινότητα

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK.

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0290, Προσφυγή - Κατάθεση του δικογράφου : 08/11/2000, Υπόθεση C- 406/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0226, Προσφυγή - Κατάθεση του δικογράφου : 11/09/2000, Παραίτηση : 21/12/2000, Υπόθεση C-335/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0312, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

31999L0001 Οδηγία 1999/1/ΕΚ της Επιτροπής της 21ης Ιανουαρίου 1999 για την καταχώρηση μιας δραστικής ουσίας (kresoxim- methyl) στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων

Προθεσμία μεταφοράς : 31/07/1999

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΔΑΝΙΑ 1999/0641, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1999/0621, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0651, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 1999/0659, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0629, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0605, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1999/0615, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0672, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0667, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 1999/0677, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31999L0071 Οδηγία 1999/71/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 1999, για την τροποποίηση των παραρτημάτων των οδηγιών 86/362/ΕΟΚ, 86/363/ΕΟΚ και 90/642/ΕΟΚ του Συμβουλίου που αφορούν αντιστοίχως τον καθορισμό των ανωτάτων ορίων για τα υπολείμματα φυτοπροστατευτικών προϊόντων πάνω και μέσα στα σιτηρά, στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης και σε ορισμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/01/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, IR, I, L, NL, P, S, UK.

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0389, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0401, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0445, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0374, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0410, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0437, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0381, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0457, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0450, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0470, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0417, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0073 Οδηγία 1999/73/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 1999, για την καταχώρηση μιας δραστικής ουσίας (spiroxamine) στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0400, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0436, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0380, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0449, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

32000L0024 Οδηγία 2000/24/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 2000, για τροποποίηση των παραρτημάτων των οδηγιών του Συμβουλίου 76/895/ΕΟΚ, 86/362/ΕΟΚ, 86/363/ΕΟΚ και 90/642/ΕΟΚ που αφορούν, αντιστοίχως, τον καθορισμό των ανωτάτων περιεκτικοτήτων για τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων πάνω και μέσα στα σιτηρά, στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης και σε ορισμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, I, L, FI

64.3. Σπόροι προς σπορά και φυτά προς φύτευση

31998L0056 Οδηγία 98/56/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 1998 για την εμπορία πολλαπλασιαστικού υλικού καλλωπιστικών φυτών

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, EL, E, IR, I, NL, P, FI, S, UK

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0608, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1999/0618, ΑΓ- Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 19/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0646, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 1999/0655, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0597, ΑΓ- Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 19/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0625, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0601, ΑΓ- Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 28/07/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1999/0612, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0669, ΑΓ- Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 27/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0663, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 1999/0679, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 1999/0674, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1999/0631, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0095 Οδηγία 98/95/ΕΚ του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 1998 για την τροποποίηση, στα πλαίσια της ενοποίησης της εσωτερικής αγοράς, των γενετικώς τροποποιημένων φυτικών ποικιλιών και των φυτικών γενετικών πόρων, των οδηγιών 66/400/ΕΟΚ, 66/401/ΕΟΚ, 66/402/ΕΟΚ, 66/403/ΕΟΚ, 69/208/ΕΟΚ, 70/457/ΕΟΚ και 70/458/ΕΟΚ που αφορούν, αντίστοιχα, την εμπορία σπόρων προς σπορά τεύτλων, κτηνοτροφικών φυτών, σιτηρών, γεωμήλων, ελαιούχων και κλωστικών φυτών, κηπευτικών και τον κοινό κατάλογο ποικιλιών των καλλιεργούμενων φυτικών ειδών

Προθεσμία μεταφοράς : 01/02/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : DK, EL, E, IR, L, A, P

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0392, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0404, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0439, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0377, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0427, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0412, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0397, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0460, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0453, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0473, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0465, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0420, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

31998L0096 Οδηγία 98/96/ΕΚ του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 1998 για την τροποποίηση, μεταξύ άλλων, των ανεπίσημων επιτόπου επιθεωρήσεων δυνάμει των οδηγιών 66/400/ΕΟΚ, 66/401/ΕΟΚ, 66/402/ΕΟΚ, 66/403/ΕΟΚ, 69/208/ΕΟΚ, 70/457/ΕΟΚ και 70/458/ΕΟΚ που αφορούν την εμπορία σπόρων προς σπορά τεύτλων, κτηνοτροφικών φυτών, δημητριακών, γεωμήλων, ελαιούχων και κλωστικών φυτών, κηπευτικών και τον κοινό κατάλογο ποικιλιών καλλιεργουμένων φυτικών ειδών

Προθεσμία μεταφοράς : 01/02/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : DK, EL, E, IR, L, A, P

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0391, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0403, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0376, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0383, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0411,ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0396, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0459, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0452, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0472, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0464, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0419, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

31999L0008 Οδηγία 1999/8/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Φεβρουαρίου 1999, για τροποποίηση της οδηγίας 66/402/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί εμπορίας σπόρων δημητριακών προς σπορά

Προθεσμία μεταφοράς : 01/02/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, E, F, I, L, A, P, S, UK.

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0390, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0431, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0402, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0438, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0375, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0382, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0426, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0395, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0458, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0451, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0471, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 04/08/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0418, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0054 Οδηγία 1999/54/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Μαΐου 1999, για την τροποποίηση της οδηγίας 66/402/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την εμπορία σπόρων δημητριακών προς σπορά

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, E, F, I, L, A, UK

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0812, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0846, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0834, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0806, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0876, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0865, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0895, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0888, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

31999L0066 Οδηγία 1999/66/ΕΚ της Επιτροπής της 28ης Ιουνίου 1999 σχετικά με τον καθορισμό των απαιτήσεων που αφορούν την ετικέτα ή άλλο έγγραφο που συντάσσει ο προμηθευτής σύμφωνα με την οδηγία 98/56/ΕΚ του Συμβουλίου

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, EL, E, IR, I, A, P, S, UK

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0206, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0280, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0227, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0292, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0175, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0190, Αιτιολογημένη γνώμη - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 29/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0238, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0218, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0321, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/07/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0369, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/07/2000

31999L0068 Οδηγία 1999/68/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό συμπληρωματικών διατάξεων σχετικά με τους καταλόγους των ποικιλιών καλλωπιστικών φυτών που τηρούν οι προμηθευτές στο πλαίσιο της οδηγίας 98/56/ΕΚ του Συμβουλίου

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, EL, E, IR, I, NL, A, P, S, UK

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0205, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0226, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0291, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0174, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0189, Αιτιολογημένη γνώμη - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 29/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0237, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0217, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0320, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/07/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0368, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/07/2000

64.4. Ζωοτροφές

31995L0053 Οδηγία 95/53/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 1995 για τον καθορισμό των αρχών οργάνωσης των επίσημων ελέγχων στον τομέα της διατροφής των ζώων

Προθεσμία μεταφοράς : 30/04/1998

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΕΛΛΑΔΑ 1998/0187, Προσφυγή - Κατάθεση του δικογράφου : 01/12/1999, Υπόθεση C-457/1999

ΓΑΛΛΙΑ 1998/0201, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1998/0208, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1998/0239, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31995L0069 Οδηγία 95/69/ΕΚ του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1995 για τη θέσπιση των όρων και των κανόνων που εφαρμόζονται κατά την έγκριση και την εγγραφή ορισμένων εγκαταστάσεων και ενδιαμέσων του τομέα της διατροφής των ζώων και για τροποποίηση των οδηγιών 70/524/ΕΟΚ, 74/63/ΕΟΚ, 79/373/ΕΟΚ και 82/471/ΕΟΚ

Προθεσμία μεταφοράς : 01/04/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK.

ΕΛΛΑΔΑ 1998/0188, Προσφυγή - Κατάθεση του δικογράφου: 01/12/1999, Υπόθεση C-457/1999

ΓΑΛΛΙΑ 1998/0202, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1998/0240, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31996L0024 Οδηγία 96/24/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, για την τροποποίηση της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ περί εμπορίας των συνθέτων ζωοτροφών

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S.

ΕΛΛΑΔΑ 1998/0323, Προσφυγή - Κατάθεση του δικογράφου : 11/05/2000, Υπόθεση C-176/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1998/0350, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1998/0365, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1998/0424, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1998/0484, Αιτιολογημένη γνώμη - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 02/08/1999

31996L0025 Οδηγία 96/25/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, για την κυκλοφορία των πρώτων υλών ζωοτροφών, για την τροποποίηση των οδηγιών 70/524/ΕΟΚ, 74/63/ΕΟΚ, 82/471/ΕΟΚ και 93/74/ΕΟΚ και για την κατάργηση της οδηγίας 77/101/ΕΟΚ

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S.

ΕΛΛΑΔΑ 1998/0324, Προσφυγή - Κατάθεση του δικογράφου : 11/05/2000, Υπόθεση

C-176/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1998/0351, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1998/0366, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1998/0425, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1998/0485, Αιτιολογημένη γνώμη - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 02/08/1999

31996L0051 Οδηγία 96/51/ΕΚ του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1996 για την τροποποίηση της οδηγίας 70/524/ΕΟΚ περί των προσθέτων υλών στη διατροφή των ζώων

Προθεσμία μεταφοράς : 01/04/1998 και 01/10/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, IR, L, NL, A, P, FI, S, UK.

(λήξη την 1/4/1998)

ΕΛΛΑΔΑ 1998/0189, Προσφυγή - Αναστολή : 05/07/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1998/0203, Προσφυγή - Αναστολή : 05/07/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1998/0210, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1998/0218, Προσφυγή - Απόφαση ΔΕΚ : 07/12/2000, Υπόθεση C-395/1999

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1998/0228, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1998/0241, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, IR, L, NL, A, P, FI, S

(λήξη την 1/10/1999)

ΔΑΝΙΑ 2000/0088, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0011, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0114, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0011, Αιτιολογημένη γνώμη - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 28/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0106, Αιτιολογημένη γνώμη - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 18/09/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/00821, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0063, Αιτιολογημένη γνώμη - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 03/08/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0027, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0140, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0129, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0166, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0153, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0071, Αιτιολογημένη γνώμη - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 03/08/2000

31997L0008 Οδηγία 97/8/ΕΚ της Επιτροπής της 7ης Φεβρουαρίου 1997 για την τροποποίηση της οδηγίας 74/63/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί καθορισμού των ανωτάτων ορίων περιεκτικότητος για τις ανεπιθύμητες ουσίες και προϊόντα στις ζωοτροφές (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/1998

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΓΑΛΛΙΑ 1998/0356, Προσφυγή - Κατάθεση του δικογράφου : 06/11/2000, Υπόθεση C- 403/2000

31997L0072 Οδηγία 97/72/ΕΚ της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 1997 για την τροποποίηση της οδηγίας 70/524/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί των προσθέτων υλών στη διατροφή των ζώων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/03/1998

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΕΛΛΑΔΑ 1998/0193, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1998/0231, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0019 Οδηγία 98/19/ΕΚ της Επιτροπής της 18ης Μαρτίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 70/524/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις πρόσθετες ύλες στη διατροφή των ζώων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/05/1998 και 01/06/1998

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΕΛΛΑΔΑ 1998/0339, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1998/0417, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0051 Οδηγία 98/51/ΕΚ της Επιτροπής της 9ης Ιουλίου 1998 για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων εφαρμογής της οδηγίας 95/69/ΕΚ του Συμβουλίου για τη θέσπιση των όρων και των κανόνων που εφαρμόζονται κατά την έγκριση και την εγγραφή ορισμένων εγκαταστάσεων και ενδιαμέσων του τομέα της διατροφής των ζώων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, IR, L, NL, A, P, FI, S, UK.

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0133, Προσφυγή - Κατάθεση του δικογράφου : 08/05/2000,Υπόθεση C-166/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0006, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0077, Προσφυγή - Κατάθεση του δικογράφου : 18/04/2000, Υπόθεση C-148/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0020, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0178, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0162, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0054 Οδηγία 98/54/ΕΚ της Επιτροπής της 16ης Ιουλίου 1998 για την τροποποίηση των οδηγιών 71/250/ΕΟΚ, 72/199/ΕΟΚ, 73/46/ΕΟΚ και για την κατάργηση της οδηγίας 75/84/ΕΟΚ (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 13/02/1999

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0321, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0310, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31998L0064 Οδηγία 98/64/ΕΚ της Επιτροπής της 3ης Σεπτεμβρίου 1998 για τον καθορισμό κοινοτικών μεθόδων αναλύσεως για τον προσδιορισμό των αμινοξέων, των ακατέργαστων λιπαρών ουσιών και του olaquindox στις ζωοτροφές και για την τροποποίηση της οδηγίας 71/393/ΕΟΚ της Επιτροπής

Προθεσμία μεταφοράς : 13/12/1999

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0181, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0067 Οδηγία 98/67/ΕΚ της Επιτροπής της 7ης Σεπτεμβρίου 1998 για την τροποποίηση των οδηγιών 80/511/ΕΟΚ, 82/475/ΕΟΚ, 91/357/ΕΟΚ και 96/25/ΕΚ του Συμβουλίου και για κατάργηση της οδηγίας 92/87/ΕΟΚ

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0137, Προσφυγή - Κατάθεση του δικογράφου : 08/05/2000, Υπόθεση

C-166/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0010, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0110, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0023, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0182, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1999/0097, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 02/08/1999

31998L0068 Οδηγία 98/68/ΕΚ της Επιτροπής της 10ης Σεπτεμβρίου 1998 για την κατάρτιση του τυποποιημένου εγγράφου που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/53/ΕΚ και τον καθορισμό ορισμένων κανόνων για τους ελέγχους κατά την εισαγωγή στην Κοινότητα ζωοτροφών από τρίτες χώρες

Προθεσμία μεταφοράς : 31/03/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1999/0365, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0402, Προσφυγή - Κατάθεση του δικογράφου : 26/10/2000, Υπόθεση C-397/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0339, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0389, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0374, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0346, Προσφυγή - Κατάθεση του δικογράφου : 11/09/2000, Παραίτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0422, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0415, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 17/02/2000

31998L0087 Οδηγία 98/87/ΕΚ της Επιτροπής της 13ης Νοεμβρίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ περί της εμπορίας των συνθέτων ζωοτροφών

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S.

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0538, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 1999/0548, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0445, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0519, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0455, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 1999/0593, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1999/0507, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 2/02/2000

31998L0088 Οδηγία 98/88/ΕΚ της Επιτροπής της 13ης Νοεμβρίου 1998 για τον καθορισμό κατευθυντηρίων γραμμών για τη μικροσκοπική ταυτοποίηση και για τον κατ' εκτίμηση προσδιορισμό των συστατικών ζωικής προέλευσης για τον επίσημο έλεγχο των ζωοτροφών

Προθεσμία μεταφοράς : 01/09/1999

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0650, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31999L0020 Οδηγία 1999/20/ΕΚ του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1999 για τροποποίηση των οδηγιών 70/524/ΕΟΚ περί των προσθέτων υλών στη διατροφή των ζώων, 82/471/ΕΟΚ σχετικά με ορισμένα προϊόντα τα οποία χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων, 95/53/ΕΚ για τον καθορισμό των αρχών οργάνωσης των επισήμων ελέγχων στον τομέα της διατροφής των ζώων και 95/69/ΕΚ για τη θέσπιση των όρων και των κανόνων που εφαρμόζονται κατά την έγκριση και την εγγραφή ορισμένων εγκαταστάσεων και ενδιαμέσων του τομέα της διατροφής των ζώων

Προθεσμία μεταφοράς : 30/09/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, IR, I, NL, A, P, FI, S.

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0098, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 18/09/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0109, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0005, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 28/07/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0079, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0059, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0021, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0133, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0162 , Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0066, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 03/08/2000

31999L0027 Οδηγία 1999/27/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 1999, σχετικά με την καθιέρωση κοινοτικών μεθόδων ανάλυσης για τον προσδιορισμό του αμπρολίου, του diclazuril και του carbadox σε ζωοτροφές και την τροποποίηση των οδηγιών 71/250/ΕΟΚ, 73/46/ΕΟΚ και την κατάργηση της οδηγίας 74/203/ΕΟΚ

Προθεσμία μεταφοράς : 31/10/1999

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΔΑΝΙΑ 2000/0084, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0092, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0108, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0004, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0053, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0015, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0132, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0118, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0156, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0143, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31999L0061 Οδηγία 1999/61/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουνίου 1999, για την τροποποίηση των παραρτημάτων των οδηγιών του Συμβουλίου 79/373/ΕΟΚ και 96/25/ΕΚ (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/10/1999

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0028, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0090, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0002, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0072, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0013, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0040, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0131, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0116, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0155, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0142, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0065, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31999L0076 Οδηγία 1999/76/ΕΚ της Επιτροπής της 23ης Ιουλίου 1999 για την καθιέρωση κοινοτικών μεθόδων ανάλυσης για τον προσδιορισμό του άλατος του lasalocid με νάτριο των ζωοτροφών (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/10/1999 και 01/02/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0044, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0083, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0089, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0107, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0001, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0052, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0012, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0039, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0130, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0115, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0154, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0141, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0054, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 18/02/2000

31999L0078 Οδηγία 1999/78/ΕΚ της Επιτροπής της 27ης Ιουλίου 1999 για την τροποποίηση της οδηγίας 95/10/ΕΚ της Επιτροπής (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/11/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0225, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0279, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0290, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/07/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0173, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0188, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0343, Αρχειοθέτηση : 21/12//2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0319, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0367, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0357, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0251, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/07/2000

31999L0079 Οδηγία 1999/79/ΕΚ της Επιτροπής της 27ης Ιουλίου 1999 για την τροποποίηση της τρίτης οδηγίας 72/199/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 1972, περί καθορισμού κοινοτικών μεθόδων αναλύσεως για τον επίσημο έλεγχο των ζωοτροφών (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S.

ΔΑΝΙΑ 2000/0278, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0289, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/07/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0036, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0342, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0318, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0251, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/07/2000

32000L0045 Οδηγία 2000/45/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Ιουλίου 2000, σχετικά με τον καθορισμό κοινοτικής μεθόδου αναλύσεως για τον προσδιορισμό της βιταμίνης Α, της βιταμίνης Ε και της θρυπτοφάνης σε ζωοτροφές (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/08/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, D, IR, NL.

64.5. Προσμίξεις

31998L0053 Οδηγία 98/53/ΕΚ της Επιτροπής της 16ης Ιουλίου 1998 για την καθιέρωση τρόπων δειγματοληψίας και μεθόδων ανάλυσης για τον επίσημο έλεγχο των μέγιστων περιεκτικοτήτων για ορισμένες προσμείξεις στα τρόφιμα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/2000

Κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα εκτελεστικά μέτρα: L

64.6.

64.7. Τρόφιμα

31997L0060 Οδηγία 97/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 1997 για την τρίτη τροποποίηση της οδηγίας 88/344/ΕΟΚ σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τους διαλύτες εκχύλισης οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην παρασκευή των τροφίμων και των συστατικών τους

Προθεσμία μεταφοράς : 27/10/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1998/0573, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31998L0028 Οδηγία 98/28/ΕΚ της Επιτροπής της 29ης Απριλίου 1998 για τη χορήγηση παρέκκλισης από ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 93/43/ΕΟΚ για την υγιεινή των τροφίμων, όσον αφορά τη θαλάσσια μεταφορά χύδην ακατέργαστης ζάχαρης (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 01/08/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1998/0508, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1998/0527, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0036 Οδηγία 98/36/ΕΚ της Επιτροπής της 2ας Ιουνίου 1998 περί τροποποιήσεως της οδηγίας 96/5/ΕΚ για τις μεταποιημένες τροφές με βάση τα δημητριακά και τις παιδικές τροφές για βρέφη και μικρά παιδιά (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1998, 01/01/1999 και 01/01/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0032, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0105, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31998L0066 Οδηγία 98/66/ΕΚ της Επιτροπής της 4ης Σεπτεμβρίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 95/31/ΕΚ σχετικά με τη θέσπιση ειδικών κριτηρίων καθαρότητας για τα γλυκαντικά που χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, EL, E, F, I, L, NL, A, P, FI, S, UK.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1999/0487, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/03/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0517, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/03/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0560, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31998L0072 Οδηγία 98/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 1998 περί τροποποιήσεως της οδηγίας 95/2/ΕΚ για τα πρόσθετα τροφίμων πλην των χρωστικών και των γλυκαντικών

Προθεσμία μεταφοράς : 04/05/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, EL, E, F, IR, I, NL, A, FI, S, UK

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0567, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0695, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0591, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0511, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0724, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

31998L0086 Οδηγία 98/86/ΕΚ της Επιτροπής της 11ης Νοεμβρίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 96/77/ΕΚ της Επιτροπής περί θεσπίσεως ειδικών κριτηρίων καθαρότητας για τα πρόσθετα τροφίμων πλην των χρωστικών και των γλυκαντικών υλών

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, EL, E, F, I, L, NL, A, P, FI, S, UK.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1999/0488, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/03/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0537, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 1999/0547, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0518, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 13/03/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0572, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0561, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31999L0002 Οδηγία 1999/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Φεβρουαρίου 1999 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τα τρόφιμα και τα συστατικά τροφίμων που έχουν υποστεί επεξεργασία με ιοντίζουσα ακτινοβολία

Προθεσμία μεταφοράς : 20/09/2000 και 20/03/2001

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : DK, D, EL, IR, A, FI, S, UK

31999L0003 Οδηγία 1999/3/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Φεβρουαρίου 1999 για τη θέσπιση κοινοτικού καταλόγου τροφίμων και συστατικών τροφίμων που υποβάλλονται σε επεξεργασία με ιοντίζουσα ακτινοβολία

Προθεσμία μεταφοράς : 20/09/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : D, EL, IR, A, FI, S, UK

31999L0021 Οδηγία 1999/21/ΕΚ της Επιτροπής, της 25ης Μαρτίου 1999, σχετικά με τα διαιτητικά τρόφιμα που προορίζονται για ειδικούς ιατρικούς σκοπούς

Προθεσμία μεταφοράς : 30/04/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, EL, E, F, IRL, NL, P, FI, S, UK

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0529, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0562, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0672, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0486, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0623, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0586, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0507, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0741, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0718, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0604, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0039 Οδηγία 1999/39/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 1999, για την τροποποίηση της οδηγίας 96/5/ΕΚ για τις μεταποιημένες τροφές με βάση τα δημητριακά και τις παιδικές τροφές για βρέφη και μικρά παιδιά (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/2000 και 01/07/2002

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, F, IR, I, L, NL, FI, S.

ΔΑΝΙΑ 2000/0648, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0561, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0671, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0691, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0485, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0622, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0585, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0506, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0740, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0717, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0776, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0761, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0603, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

31999L0041 Οδηγία 1999/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 1999, περί τροποποιήσεως της οδηγίας 89/398/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα τρόφιμα που προορίζονται για ειδική διατροφή

Προθεσμία μεταφοράς : 08/07/2000 και 08/07/2001

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : D, E, IR, NL, FI

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0799, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0842, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0848, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0788, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0821, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0796, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0878, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0867, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0889, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0828, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

31999L0050 Οδηγία 1999/50/ΕΚ της Επιτροπής της 25ης Μαΐου 1999 για την τροποποίηση της οδηγίας 91/321/ΕΟΚ σχετικά με τα παρασκευάσματα για βρέφη και τα παρασκευάσματα δεύτερης βρεφικής ηλικίας (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, EL, E, F, L, NL, FI, S

ΔΑΝΙΑ 2000/0646, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0560, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0669, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0690, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0483, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0620, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0583, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0505, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0738, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0715, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0774, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0759, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0601, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

31999L0075 Οδηγία 1999/75/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 1999, περί τροποποιήσεως της οδηγίας της Επιτροπής 95/45/EΚ σχετικά με τη θέσπιση ειδικών κριτηρίων καθαρότητας για τις χρωστικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, EL, E, F, I, NL, FI

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0811, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0833, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0795, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0875, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0864, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0887, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0826, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 30/11/2000

31999L0091 Οδηγία 1999/91/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Νοεμβρίου 1999, για την τροποποίηση της οδηγίας 90/128/ΕΟΚ σχετικά με τα πλαστικά υλικά και αντικείμενα που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : DK, EL, E, I, S

64.8. Προστασία των καταναλωτών

31997L0007 Οδηγία 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 1997 για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις - Δήλωση του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το άρθρο 6 παράγραφος 1 - Δήλωση της Επιτροπής σχετικά με το άρθρο 3 παράγραφος 1 πρώτη περίπτωση

Προθεσμία μεταφοράς : 04/06/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, I, A, S, UK

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0570, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0702, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0681, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0497, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0633, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0517, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0554, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0730, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0785, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0767, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0610, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31997L0055 Οδηγία 97/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 1997 για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση προκειμένου να συμπεριληφθεί η συγκριτική διαφήμιση

Προθεσμία μεταφοράς : 23/04/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, IR, I, A, P, S, UK

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0680, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0700, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0495, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0516, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0553, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0783, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0765, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0609, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31998L0006 Οδηγία 98/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 περί της προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές

Προθεσμία μεταφοράς : 18/03/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, F, I, NL, A, P, FI, S, UK.

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0536, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0654, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0679, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0698, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0493, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0630, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0514, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0748, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0727, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0782, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0764, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0608, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31998L0007 Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη

Προθεσμία μεταφοράς : 21/04/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, I, NL, A, P, FI, S, UK.

ΔΑΝΙΑ 2000/0653, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0569, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0678, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0697, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0492, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0629 ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0513, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής στο ΚΜ : 08/08/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0747, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0726, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

65. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ

65.1. ΦΠΑ

31998L0080 Οδηγία 98/80/ΕΚ του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 1998 για τη συμπλήρωση του κοινού συστήματος φόρου προστιθέμενης αξίας και για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ - ειδικό καθεστώς για τον χρυσό

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0349, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 13/07/2000, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0303, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 13/07/2000, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0270, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 13/07/2000, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 2000/0255, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 13/07/2000, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

32000L0017 Οδηγία 2000/17/ΕΚ του Συμβουλίου, της 30ής Μαρτίου 2000, για τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας - Μεταβατικές διατάξεις που χορηγούνται στη Δημοκρατία της Αυστρίας και στην Πορτογαλική Δημοκρατία

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : κανένα

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0874, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0862, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

65.2. Ειδικοί φόροι κατανάλωσης

32000L0044 Οδηγία 2000/44/ΕΚ του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 2000, για την τροποποίηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, σχετικά με τους προσωρινούς ποσοτικούς περιορισμούς στο προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τα οποία εισάγονται στη Σουηδία από άλλα κράτη μέλη (αποδέκτης: Σουηδία)

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : κανένα

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0886, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

66. ENEΡΓΕΙΑ

66.1. Ηλεκτρική ενέργεια

31996L0092 Οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας

Προθεσμία μεταφοράς : 18/02/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΓΑΛΛΙΑ 1999/2185, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/2186, Αρχειοθέτηση : 20/12/2000

66.2. Φυσικό αέριο

31998L0030 Οδηγία 98/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου

Προθεσμία μεταφοράς : 01/08/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, EL, E, IR, NL, Α P, FI, S, UK

ΓΑΛΛΙΑ 2000/2215, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 22/09/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/2216, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 22/09/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/2217, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 22/09/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/2218, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 19/10/2000

66.3. Άνθρακας και πετρέλαιο

31998L0093 Οδηγία 98/93/ΕΚ του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 68/414/ΕΟΚ περί υποχρεώσεως διατηρήσεως ενός ελαχίστου επιπέδου αργού πετρελαίου ή/και προϊόντων πετρελαίου από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, EL, E, F, IR, L, NL, A, P, FI, S, UK.

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0241, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 13/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0330, ΑΓ- ημερομηνία αποστολής: 29/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0300, Αρχειοθέτηση : 20/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0347, Αρχειοθέτηση : 20/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0268, Αρχειοθέτηση : 20/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0195, Αρχειοθέτηση : 20/12/2000

66.4. Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ενεργειακή αποτελεσματικότητα

31996L0057 Οδηγία 96/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Σεπτεμβρίου 1996 σχετικά με τις απαιτήσεις για την ενεργειακή απόδοση των οικιακών ηλεκτρικών ψυγείων, καταψυκτών και συνδυασμών τους

Προθεσμία μεταφοράς : 03/09/1997 και 04/09/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΙΤΑΛΙΑ 1997/0651, Αρχειοθέτηση : 11/10/2000

31998L0011 Οδηγία 98/11/ΕΚ της Επιτροπής της 27ης Ιανουαρίου 1998 για την εφαρμογή της οδηγίας 92/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά την ένδειξη κατανάλωσης ενέργειας των οικιακών λαμπτήρων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 14/06/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην I

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0492, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής : 03/08/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 1999/0589, Αρχειοθέτηση : 20/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1999/0473, Αρχειοθέτηση : 26/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0568, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0554, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0533, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0512, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1999/0484, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0461, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0451, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

67. ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

67.1. Επίγειες, οδικές και εσωτερικές πλωτές μεταφορές

31996L0050 Οδηγία 96/50/ΕΚ του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1996 σχετικά με την εναρμόνιση των προϋποθέσεων απόκτησης εθνικού πιστοποιητικού κυβερνήτη σκάφους εσωτερικής ναυσιπλοΐας για τη μεταφορά εμπορευμάτων και προσώπων στην Κοινότητα

Προθεσμία μεταφοράς : 07/04/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, D, I, L, A, P, UK

ΙΤΑΛΙΑ 1998/0559, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1999/2003, Προσφυγή - Αποστολή : 22/12/2000, Υπόθεση C-468/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1998/0236, ΑΓ- Ημερομηνία αποστολής : 01/07/1999

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/2006, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0076 Οδηγία 98/76/ΕΚ του Συμβουλίου της 1ης Οκτωβρίου 1998 για τροποποίηση της οδηγίας 96/26/ΕΚ, περί προσβάσεως στο επάγγελμα του οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων και επιβατών και αμοιβαίας αναγνωρίσεως των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων που διευκολύνουν την πραγμάτωση του δικαιώματος εγκαταστάσεως των μεταφορέων αυτών στον τομέα των εσωτερικών και διεθνών μεταφορών

Προθεσμία μεταφοράς : 01/10/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : DK, D, E, IR, NL, P, FI, UK

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0038, ΑΓ- ημερομηνία αποστολής: 07/09/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0025, ΑΓ- ημερομηνία αποστολής: 01/08/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0010, ΑΓ- ημερομηνία αποστολής: 19/10/2000

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0062, ΑΓ- ημερομηνία αποστολής: 03/08/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0104, ΑΓ- ημερομηνία αποστολής: 01/08/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0138, ΑΓ- ημερομηνία αποστολής: 24/10/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0151, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής: 01/08/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0049, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0052 Οδηγία 1999/52/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Μαΐου 1999, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 96/96/ΕΚ του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τον τεχνικό έλεγχο των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 01/10/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, E, F, I, P, FI, UK

31999L0062 Οδηγία 1999/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1999, περί επιβολής τελών στα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν ορισμένα έργα υποδομής

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : E, I, UK

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0910, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής : 5/12/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0927, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής : 5/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0915, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής: 5/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0931, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής : 5/12/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 2000/0934, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής : 5/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0902, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής : 5/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0924, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής : 5/12/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0906, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής : 5/12/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0913, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής : 5/12/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0941, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής : 5/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0938, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής : 5/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0947, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής: 5/12/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 2000/0944, ΠΕ- Ημερομηνία αποστολής : 5/12/2000

67.2. Σιδηροδρομικές μεταφορές

31995L0018 Οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου της 19ης Ιουνίου 1995 σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις

Προθεσμία μεταφοράς : 27/06/1997

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΓΑΛΛΙΑ 1997/0339, Αρχειοθέτηση : 02/02/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1997/0357, Αρχειοθέτηση : 02/02/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1997/0370, Αρχειοθέτηση : 02/02/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1997/0383, Αρχειοθέτηση : 02/02/2000

31995L0019 Οδηγία 95/19/ΕΚ του Συμβουλίου της 19ης Ιουνίου 1995 για τη χορήγηση δικαιώματος χρήσης της σιδηροδρομικής υποδομής και τη χρέωση τελών υποδομής

Προθεσμία μεταφοράς : 27/06/1997

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1997/0358, Αρχειοθέτηση : 02/02/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1997/0371, Αρχειοθέτηση : 02/02/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1997/0384, Αρχειοθέτηση : 02/02/2000

31996L0048 Οδηγία 96/48/ΕΚ του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1996 σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας

Προθεσμία μεταφοράς : 08/04/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, E, I, L, NL, P,

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0337, ΑΓ- Ημερομηνία αποστολής : 31/01/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1999/0377, Προσφυγή - Αποστολή : 29/11/2000, Υπόθεση C-441/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0383, Προσφυγή - Αποστολή: 06/10/2000, Υπόθεση C-370/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0396, Προσφυγή - Αποστολή : 21/12/2000,Υπόθεση C-460/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0418, ΑΓ- Ημερομηνία αποστολής: 24/01/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 1999/0424, Προσφυγή - Αποστολή : 09/11/2000, Υπόθεση C-410/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 1999/0428, ΑΓ- Ημερομηνία αποστολής : 24/02/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0407, Αρχειοθέτηση: 05/07/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1999/0355, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0342, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 1999/0405, Αρχειοθέτηση : 11/10/2000

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0349, Αρχειοθέτηση : 11/10/2000

67.3. Επίγειες μεταφορές, ασφάλεια-τεχνολογία

31994L0055 Οδηγία 94/55/ΕΚ του Συμβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 1994 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις οδικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1996

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην IR

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1998/0042, Προσφυγή - Απόφαση : 26/09/2000, Υπόθεση C-408/1999

31995L0050 Οδηγία 95/50/ΕΚ του Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 1995 σχετικά με την καθιέρωση ενιαίων διαδικασιών στον τομέα του ελέγχου των οδικών μεταφορών επικίνδυνων εμπορευμάτων

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/1997

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην IR

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1997/0506, Προσφυγή - Απόφαση : 14/12/2000, Υπόθεση C- 347/1999

31996L0035 Οδηγία 96/35/ΕΚ του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 1996 σχετικά με το διορισμό και την επαγγελματική κατάρτιση συμβούλων ασφαλείας για την οδική, σιδηροδρομική και πλωτή μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην EL και IR

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0272, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής : 13/07//2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0306, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής : 13/07//2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0336, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31996L0049 Οδηγία 96/49/ΕΚ του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1996 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις σιδηροδρομικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1996

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην EL και IR

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0384, Προσφυγή - Αποστολή : 10/10/2000, Υπόθεση C-372/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0397, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής : 24/01/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0408, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31996L0053 Οδηγία 96/53/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Ιουλίου 1996 σχετικά με τον καθορισμό, για ορισμένα οδικά οχήματα που κυκλοφορούν στην Κοινότητα, των μέγιστων επιτρεπόμενων διαστάσεων στις εθνικές και διεθνείς μεταφορές και των μέγιστων επιτρεπόμενων βαρών στις διεθνείς μεταφορές

Προθεσμία μεταφοράς : 16/09/1997

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1997/0633, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1997/0574, Αρχειοθέτηση : 11/10/2000

31996L0086 Οδηγία 96/86/ΕΚ της Επιτροπής της 13ης Δεκεμβρίου 1996 για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 94/55/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά την οδική μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1996

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην IR

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1998/0045, Προσφυγή - Απόφαση : 26/09/2000, Υπόθεση C-408/1999

ΕΛΛΑΔΑ 1998/0022, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31996L0087 Οδηγία 96/87/ΕΚ της Επιτροπής της 13ης Δεκεμβρίου 1996 για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 96/49/ΕΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τη σιδηροδρομική μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1996

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην IR και EL

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0385, Προσφυγή - Αποστολή : 10/10/2000, Υπόθεση C- 372/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0398, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής: 24/01/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0409, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31996L0096 Οδηγία 96/96/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1996 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τον τεχνικό έλεγχο των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους

Προθεσμία μεταφοράς : 09/03/1998 και 31/12/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1998/0253, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

31999L0047 Οδηγία 1999/47/ΕΚ της Επιτροπής της 21ης Μαΐου 1999 για δεύτερη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 94/55/ΕΚ του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις οδικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην EL και IR

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0265, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0294, ΠΕ - Ημερομηνία αποστολής : 13/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0323, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0036 Οδηγία 1999/36/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με το μεταφερόμενο εξοπλισμό υπό πίεση

Προθεσμία μεταφοράς : 01/12/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : S

31999L0048 Οδηγία 1999/48/ΕΚ της Επιτροπής της 21ης Μαΐου 1999 για δεύτερη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 96/49/ΕΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τη σιδηροδρομική μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, E, F, L, NL, A, P, FI, S, UK

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0239, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής: 29/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0264, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 13/07/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0293, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 13/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0322, Αρχειοθέτηση : 20/12/2000

32000L0018 Οδηγία 2000/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2000, για τις ελάχιστες απαιτήσεις που εφαρμόζονται στις εξετάσεις των υποψήφιων συμβούλων ασφαλείας για την οδική, τη σιδηροδρομική και την πλωτή μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων

Προθεσμία μεταφοράς : 19/8/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : Β, DK, D, E, F, L, NL, Α, FI, S, UK.

ΙΤΑΛΙΑ 2000/0819, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0832, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0844, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0861, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 30/11/2000

67.4. Εναέριες μεταφορές

31996L0067 Οδηγία 96/67/ΕΚ του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 1996 σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά υπηρεσιών εδάφους στους αερολιμένες της Κοινότητας

Προθεσμία μεταφοράς : 25/10/1997

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΣΟΥΗΔΙΑ 1997/0740, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1997/0705, Αρχειοθέτηση : 02/02/2000

ΒΕΛΓΙΟ 1997/0543, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31994L0056 Οδηγία 94/56/ΕΚ του Συμβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 1994 για την θέσπιση των βασικών αρχών που διέπουν τις έρευνες ατυχημάτων και συμβάντων πολιτικής αεροπορίας

Προθεσμία μεταφοράς : 21/11/1996

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην EL και L

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1997/0107, ΠΕ 228 - ημερομηνία αποστολής: 27/09/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1997/0047, Προσφυγή- Αποστολή : 22/12/1999, Υπόθεση C- 494/1999

31998L0020 Οδηγία 98/20/ΕΚ του Συμβουλίου της 30ής Μαρτίου 1998 σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 92/14/ΕΟΚ για τον περιορισμό της χρησιμοποίησης των αεροπλάνων που υπάγονται στο παράρτημα 16 της σύμβασης για τη διεθνή πολιτική αεροπορία, τόμος 1 μέρος ΙΙ κεφάλαιο 2, δεύτερη έκδοση (1988)

Προθεσμία μεταφοράς : 28/02/1999 και 31/03/2002

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην IR

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 1999/0274, Προσφυγή - Αναστολή : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0307, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 1999/0295, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0286, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1999/0246, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0221, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0028 Οδηγία 1999/28/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 1999, για την τροποποίηση του παραρτήματος της οδηγίας 92/14/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τον περιορισμό της χρησιμοποίησης των αεροπλάνων που υπάγονται στο παράρτημα 16 μέρος ΙΙ κεφάλαιο 2 τόμος 1 της σύμβασης για τη διεθνή πολιτική αεροπορία, δεύτερη έκδοση (1988)

Προθεσμία μεταφοράς : 01/09/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην IR

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0073, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής: 03/08/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0117, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0029, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΕΛΛΑΔΑ 2000/0091, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2000/0045, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0014, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 2000/0003, Αρχειοθέτηση : 11/04/2000

67.5. Θαλάσσιες μεταφορές

31998L0035 Οδηγία 98/35/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 94/58/ΕΚ σχετικά με το ελάχιστο επίπεδο εκπαίδευσης των ναυτικών

Προθεσμία μεταφοράς : 25/05/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK, D, E, EL, F, IR, FI, S, UK

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0493, ΑΓ- Ημερομηνία αποστολής : 31/01/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0452, Προσφυγή - Αποστολή : 03/08/2000, Υπόθεση C- 297/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1999/0474, ΑΓ- Ημερομηνία αποστολής : 05/04/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0555, ΑΓ- Ημερομηνία αποστολής : 27/01/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0565, ΑΓ- Ημερομηνία αποστολής : 27/01/2000

ΕΛΛΑΔΑ 1999/0644, Αρχειοθέτηση : 11/04/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 1999/0578, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΙΣΠΑΝΙΑ 1999/0543, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0462, Αρχειοθέτηση : 11/04/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0438, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31999L0097 Οδηγία 1999/97/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1999, που αφορά την τροποποίηση της οδηγίας 95/21/ΕΚ του Συμβουλίου για την επιβολή, σχετικά με τη ναυσιπλοΐα που συνεπάγεται χρήση κοινοτικών λιμένων ή διέλευση από ύδατα υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους, των διεθνών προτύπων για την ασφάλεια των πλοίων, την πρόληψη της ρύπανσης και τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί των πλοίων (έλεγχος του κράτους του λιμένα) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 14/12/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : E, P

31995L0021 Οδηγία 95/21/ΕΚ του Συμβουλίου της 19ης Ιουνίου 1995 για την επιβολή, σχετικά με τη ναυσιπλοΐα που συνεπάγεται χρήση κοινοτικών λιμένων ή διέλευση από ύδατα υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους, των διεθνών προτύπων για την ασφάλεια των πλοίων, την πρόληψη της ρύπανσης και τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί των πλοίων (έλεγχος του κράτους του λιμένα)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/1996

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην I

ΙΤΑΛΙΑ 1996/0997, ΑΓ 228 - Ημερομηνία αποστολής : 07/09/2000

31996L0098 Οδηγία 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων

Προθεσμία μεταφοράς : 30/06/1998 και 01/01/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΙΤΑΛΙΑ 1998/0391, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1998/0408, Αρχειοθέτηση : 11/10/2000

31997L0058 Οδηγία 97/58/ΕΚ της Επιτροπής της 26ης Σεπτεμβρίου 1997 για τροποποίηση της οδηγίας 94/57/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τους κοινούς κανόνες και πρότυπα επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και των συναφών δραστηριοτήτων των ναυτικών αρχών (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/09/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1998/0541, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

31997L0070 Οδηγία 97/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 1997 για θέσπιση εναρμονισμένου καθεστώτος για τα αλιευτικά σκάφη μήκους 24 μέτρων και άνω

Προθεσμία μεταφοράς : 01/01/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην NL

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0072, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1999/0044, Προσφυγή - Αποστολή : 03/10/2000, Υπόθεση C- 364/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1999/0090, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0175, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 1999/0188, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 1999/0200, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0016, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1999/002, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

31998L0018 Οδηγία 98/18/ΕΚ του Συμβουλίου της 17ης Μαρτίου 1998 για τους κανόνες και τα πρότυπα ασφαλείας για τα επιβατηγά πλοία

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : B, DK,D, EL, E, F,I, IR, NL,A, FI, S

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0220, Προσφυγή - Αποστολή : 13/10/2000, Υπόθεση C-377/2000

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 1999/0264, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής: 03/08/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0306, ΑΓ - ημερομηνία αποστολής : 01/08/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0317, Αρχειοθέτηση : 11/10/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 1999/0325, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 1999/0331, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1999/0235, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0211, Αρχειοθέτηση : 11/10/2000

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0254, Αρχειοθέτηση : 31/10/2000

31998L0025 Οδηγία 98/25/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 95/21/ΕΚ, για την επιβολή, σχετικά με τη ναυσιπλοΐα που συνεπάγεται χρήση κοινοτικών λιμένων ή διέλευση από ύδατα υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους, των διεθνών προτύπων για την ασφάλεια των πλοίων, την πρόληψη της ρύπανσης και τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί των πλοίων (έλεγχος του κράτους του λιμένα)

Προθεσμία μεταφοράς : 01/07/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην I

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0369, ΑΓ - Ημερομηνία αποστολής : 31/01/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0386, Αρχειοθέτηση : 11/10/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0411, Αρχειοθέτηση : 11/10/2000

31998L0041 Οδηγία 98/41/ΕΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1998 σχετικά με την καταγραφή των ατόμων που ταξιδεύουν με επιβατηγά πλοία που εκτελούν δρομολόγια προς ή από λιμένες των κρατών μελών της Κοινότητας

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην NL και A

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1999/0237, Προσφυγή - Αποστολή : 09/11/2000, Υπόθεση C-413/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 1999/0319, AM - ημερομηνία αποστολής: 19/07/2000

ΣΟΥΗΔΙΑ 1999/0327, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΓΑΛΛΙΑ 1999/0213, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 1999/0332, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0308, Αρχειοθέτηση : 11/10/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0222, Αρχειοθέτηση : 11/10/2000

31998L0042 Οδηγία 98/42/ΕΚ της Επιτροπής της 19ης Ιουνίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 95/21/ΕΚ του Συμβουλίου για την επιβολή, σχετικά με την ναυσιπλοΐα που συνεπάγεται χρήση κοινοτικών λιμένων ή διέλευση από ύδατα υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους, των διεθνών προτύπων για την ασφάλεια των πλοίων, την πρόληψη της ρύπανσης και τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί των πλοίων (έλεγχος από το κράτος ελλιμενισμού) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/09/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην I

ΙΤΑΛΙΑ 1999/0373, AΓ - Ημερομηνία αποστολής : 31/01/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0385, Αρχειοθέτηση : 11/10/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0414, Αρχειοθέτηση : 11/10/2000

31998L0055 Οδηγία 98/55/ΕΚ του Συμβουλίου της 17ης Ιουλίου 1998 για τροποποίηση της οδηγίας 93/75/ΕΟΚ για τις ελάχιστες προδιαγραφές που απαιτούνται για τα πλοία τα οποία κατευθύνονται σε ή αποπλέουν από κοινοτικούς λιμένες μεταφέροντας επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα

Προθεσμία μεταφοράς : 31/12/1998

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0021, Αρχειοθέτηση : 11/10/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1999/0163, Αρχειοθέτηση : 11/10/2000

31998L0074 Οδηγία 98/74/ΕΚ της Επιτροπής της 1ης Οκτωβρίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 93/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές που απαιτούνται για τα πλοία που κατευθύνονται προς κοινοτικούς λιμένες ή αποπλέουν από αυτούς μεταφέροντας ρυπογόνα εμπορεύματα

Προθεσμία μεταφοράς : 02/11/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2000/0197, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0333, Αρχειοθέτηση : 11/10/2000

ΑΥΣΤΡΙΑ 2000/0350, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 2000/0371, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31998L0085 Οδηγία 98/85/ΕΚ της Επιτροπής της 11ης Νοεμβρίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Προθεσμία μεταφοράς : 30/04/1999

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 1999/0361, Αρχειοθέτηση : 05/07/2000

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 1999/0348, Αρχειοθέτηση : 11/10/2000

ΒΕΛΓΙΟ 1999/0354, Αρχειοθέτηση : 21/03/2000

31999L0019 Οδηγία 1999/19/ΕΚ της Επιτροπής της 18ης Μαρτίου με την οποία τροποποιείται η οδηγία 97/70/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση εναρμονισμένου καθεστώτοςγια τα αλιευτικά σκάφη μήκους 24 μέτρων και άνω

Προθεσμία μεταφοράς : 31/05/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : όλα πλην B και NL

ΒΕΛΓΙΟ 2000/0530, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής : 08/08/2000

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 2000/0548, ΠΕ - ημερομηνία αποστολής: 08/08/2000

ΔΑΝΙΑ 2000/0649, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 2000/0719, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2000/0624, Αρχειοθέτηση : 21/12/2000

31999L0035 Οδηγία 1999/35/EK του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 1999 σχετικά με ένα σύστημα υποχρεωτικών επιθεωρήσεων για την ασφαλή εκτέλεση τακτικών δρομολογίων από οχηματαγωγά ro- ro και ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη

Προθεσμία μεταφοράς : 01/12/2000

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν : DK, D, E

ΠΑΡAΡΤΗΜΑ IV

ΜΈΡΟΣ 1 - Aνακεφαλαιωτικός πίνακας.

Κατάσταση ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης των οδηγιών (κατάσταση στις 31 Δεκεμβρίου 2000)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

ΜΕΡΟΣ 2 - ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

ΜΕΡΟΣ 3 - ΚΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V Aποφάσεις του Δικαστηρίου που εκδόθηκαν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000 και δεν έχουν ακόμη εκτελεστεί ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI Συνοψη της εφαρμογης του κοινοτικου δικαιου απο τα εθνικα δικαστηρια

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Αποφάσεις του Δικαστηρίου που εκδόθηκαν μέχρι τις

31 Δεκεμβρίου 2000 και δεν έχουν ακόμη εκτελεστεί

Βέλγιο

Απόφαση της 27/09/88, υπόθεση C-42/87 Απόφαση της 03/05/94, υπόθεση C-47/93

Διακρίσεις όσον αφορά τη δημόσια χρηματοδότηση. τριτοβάθμια μη πανεπιστημιακή εκπαίδευση

Η Γαλλική Κοινότητα τροποποίησε τη νομοθεσία της, με διάταγμα που εξέδωσε το Μάρτιο του 2000, για να την καταστήσει σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο. Οι επαφές με τις βελγικές αρχές συνεχίζονται όσον αφορά την πραγματική επιστροφή των τελών εγγραφής (εφαρμογή του κανόνα παραγραφής, μέτρα προϋπολογισμού).

Απόφαση της 19/02/91, υπόθεση C-375/89

Ενίσχυση υπέρ της Idealspun/ Beaulieu

Το Cour d'Appel της Γάνδης επιβεβαίωσε, με απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, την απόφαση του Tribunal de commerce του Courtrai που διέταξε την επιστροφή της καταβληθείσας ενίσχυσης. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής αναμένουν την επίσημη κοινοποίηση αυτής της πληροφορίας από τις βελγικές αρχές.

Απόφαση της 21/01/99, υπόθεση C-207/97

Μη ανακοίνωση των προγραμμάτων μείωσης της ρύπανσης που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες οι οποίες εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας

Οι βελγικές αρχές ανακοίνωσαν τις πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων που αναγγέλθηκαν από την περιοχή της Βαλλωνίας και της Φλάνδρας με σκοπό την εκτέλεση της απόφασης. Τα μέτρα αυτά εξετάζονται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 14/09/99, υπόθεση C-170/98

Διακανονισμός σχετικά με τον καταμερισμό των φορτίων που περιλαμβάνεται στη διμερή συμφωνία Βελγίου-Ζαΐρ

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής είναι της γνώμης ότι το πρόσθετο πρωτόκολλο που συνάφθηκε με το Κογκό στις 8 Ιουνίου 1999 τερματίζει την παράβαση. Αυτή θα μπορέσει να κλείσει επίσημα μόλις αρχίσει να ισχύει το πρωτόκολλο.

Απόφαση της 14/09/99, υπόθεση C-171/98

Διακανονισμός σχετικά με τον καταμερισμό των φορτίων που περιλαμβάνεται στη διμερή συμφωνία ΟΕΒΛ- Τόγκο

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής κρίνουν ότι το πρόσθετο πρωτόκολλο που συνάφθηκε με το Τόγκο στις 27 Σεπτεμβρίου 1999 τερματίζει την παράβαση. Αυτή θα μπορέσει να κλείσει επίσημα μόλις αρχίσει να ισχύει το πρωτόκολλο.

Απόφαση της 14/09/99, υπόθεση C-201/98

Διακανονισμός σχετικά με τον καταμερισμό των φορτίων που περιλαμβάνεται στις διμερείς συμφωνίες Bελγίου - Χωρών CMEAOC (Υπουργική Διάσκεψη των Κρατών Δυτικής και Κεντρικής Aφρικής για τις Θαλάσσιες Μεταφορές)

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής κρίνουν ότι οι συμφωνίες που συνάφθηκαν με τη Σενεγάλη, την Ακτή Ελεφαντοστού και το Μαλί προσαρμόστηκαν ορθά. Ο φάκελος θα μπορέσει να κλείσει μόλις αρχίσουν να ισχύουν τα πρόσθετα πρωτόκολλα.

Απόφαση της 09/03/00, υπόθεση C-355/98

Περιορισμός στον τομέα των επιχειρήσεων ιδιωτικής ασφαλείας

Η διαδικασία 228 κινήθηκε. Οι βελγικές αρχές διαβίβασαν το Νοέμβριο του 2000 τροποποιητικό νομοσχέδιο το οποίο εξετάζεται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 18/05/00, υπόθεση C-206/98

Καθεστώς ασφάλισης των εργατικών ατυχημάτων

Η διαδικασία 228 κινήθηκε.

Οι βελγικές αρχές διαβίβασαν προσχέδιο νόμου για την προσαρμογή στις ευρωπαϊκές οδηγίες της νομοθεσίας που αφορά το καθεστώς ασφάλισης των εργατικών ατυχημάτων.

Απόφαση της 25/05/00, υπόθεση C-307/98

Μερική συμμόρφωση της νομοθεσίας περί της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης

Η διαδικασία 228 κινήθηκε.

Απόφαση της 26/09/00, υπόθεση C-478/98

Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων - προεγγραφή σε δάνειο εκφρασμένο σε DM

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα επικοινωνήσουν προσεχώς με τις βελγικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 16/11/00, υπόθεση C-217/99

Επισήμανση των τροφίμων

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις βελγικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 30/11/00, υπόθεση C-384/99

Καθολική υπηρεσία

Πρόσφατη απόφαση.

Γερμανία

Απόφαση της 22/10/98, υπόθεση C-301/95

Μη συμμόρφωση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον

Οι γερμανικές αρχές διαβίβασαν νομοθετικό σχέδιο, τη θέσπιση του οποίου αναμένουν οι υπηρεσίες της Επιτροπής. Αποφασίσθηκε η προσφυγή στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 228 παράγραφος 2. Η προσφυγή αυτή συνοδεύεται από αίτημα χρηματικής ποινής.

Απόφαση της 08/06/99, υπόθεση C-198/97

Ποιότητα των υδάτων κολύμβησης

Η διαδικασία 228 κινήθηκε.

Οι γερμανικές αρχές κοινοποίησαν μέτρα στο τέλος Δεκεμβρίου 2000 τα οποία εξετάζονται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 09/09/99, υπόθεση C-102/97

Διάθεση των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων, αναγέννηση

Η διαδικασία 228 κινήθηκε.

Οι γερμανικές αρχές διαβίβασαν σχέδια νομοθετικών μέτρων στο τέλος Νοεμβρίου 2000 τα οποία εξετάζονται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 09/09/99, υπόθεση C-217/97

Πρόσβαση στις πληροφορίες

Η διαδικασία 228 κινήθηκε και συνεχίζεται.

Απόφαση της 11/11/99, υπόθεση C-184/97

Μη ανακοίνωση των προγραμμάτων μείωσης της ρύπανσης που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες οι οποίες εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις γερμανικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 15/06/00, υπόθεση C-348/97

Μη είσπραξη και μη καταβολή των ιδίων πόρων για βούτυρο προερχόμενο από τις Κάτω Χώρες

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις γερμανικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Ελλάδα

Απόφαση της 07/04/92, υπόθεση C-45/91

Απόβλητα, χωριό της Κρήτης

Η Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου. Η Επιτροπή εξακολουθεί να ζητεί την πληρωμή της χρηματικής ποινής, η πρώτη δόση της οποίας καταβλήθηκε για το διάστημα από 4 Ιουλίου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2000.

Απόφαση της 22/10/97, υπόθεση C-375/95

Φορολογία μεταχειρισμένων αυτοκινήτων

Η διαδικασία 228 συνεχίστηκε.

Οι ελληνικές αρχές διαβίβασαν νομοσχέδιο το οποίο εξετάζεται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 11/06/98, υπόθεση C-232/95

Ρύπανση της λίμνης Βεγορίτιδος, επικίνδυνες ουσίες στο υδάτινο περιβάλλον

Η διαδικασία 228 συνεχίστηκε.

Οι ελληνικές αρχές παρουσίασαν σχέδια προγραμμάτων τα οποία καταρτίστηκαν για την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου και τη θέσπιση των οποίων αναμένουν οι υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 15/10/98, υπόθεση C-385/97

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 93/118/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την χρηματοδότηση των υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων των νωπών κρεάτων και των κρεάτων πουλερικών

Η διαδικασία 228 συνεχίζεται.

Απόφαση της 28/10/99, υπόθεση C-187/98

Ισότητα γυναικών και ανδρών στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης

Η διαδικασία 228 κινήθηκε.

Απόφαση της 16/12/99, υπόθεση C-137/99

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 96/43/ΕΚ που τροποποιεί την οδηγία 91/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, για τον καθορισμό των βασικών αρχών σχετικά με την οργάνωση των κτηνιατρικών ελέγχων των ζώων προέλευσης τρίτων χωρών

Η διαδικασία 228 κινήθηκε και συνεχίζεται.

Απόφαση της 13/04/00, υπόθεση C-123/99

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας

Η διαδικασία 228 κινήθηκε.

Απόφαση της 25/05/00, υπόθεση C-384/97

Μη ανακοίνωση των προγραμμάτων μείωσης της ρύπανσης που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες οι οποίες εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις ελληνικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 15/06/00, υπόθεση C-470/98

Κτηνιατρικές εισφορές για τα προϊόντα γεωργικής προέλευσης τα προερχόμενα από τρίτες χώρες

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα επικοινωνήσουν προσεχώς με τις ελληνικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 19/10/00, υπόθεση C-216/98

Τιμή μεταποιημένων καπνών

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις ελληνικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 16/11/00, υπόθεση C-214/98

Εισφορές προς είσπραξη για τις υγειονομικές επιθεωρήσεις και ελέγχους των νωπών κρεάτων

Πρόσφατη απόφαση.

Απόφαση της 14/12/00, υπόθεση C-457/98

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 96/97/ΕΚ που τροποποιεί την οδηγία 86/378/EΟΚ του Συμβουλίου για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.

Πρόσφατη απόφαση.

Ισπανία

Απόφαση της 22/03/94, υπόθεση C-375/92

Περιορισμοί στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών των ξεναγών

Οι ισπανικές αρχές ανακοίνωσαν τις τροποποιήσεις που επέφεραν στα νομοθετικά κείμενα. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής αναμένουν την οριστική θέσπιση αυτών των κειμένων.

Απόφαση της 12/02/98, υπόθεση C-92/96

Κακή εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπονται στην oδηγία 76/160/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της ποιότητος των υδάτων κολυμβήσεως, όσον αφορά τα εσωτερικά ύδατα

Η διαδικασία 228 συνεχίστηκε.

Οι ισπανικές αρχές διαβίβασαν ουσιαστική απάντηση στην αιτιολογημένη γνώμη, την οποία μελετούν οι υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 25/11/98, υπόθεση C-214/96

Κακή εφαρμογή της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον τής Κοινότητος (άρθρο 7 : προγράμματα μείωσης της ρύπανσης)

Τα έγγραφα που διαβίβασαν οι ισπανικές αρχές απαίτησαν μελέτη και συμπληρωματικές έρευνες από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 13/04/00, υπόθεση C-274/98

Μη κατάρτιση των προγραμμάτων που προβλέπονται από την οδηγία 91/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις ισπανικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου. Οι ισπανικές αρχές διαβίβασαν απάντηση η οποία εξετάζεται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 23/11/00, υπόθεση C-421/98

Μη συμμόρφωση της ισπανικής νομοθεσίας που αφορά την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων αρχιτεκτόνων (περιορισμός του πεδίου δραστηριότητάς τους)

Πρόσφατη απόφαση.

Γαλλία

Απόφαση της 11/06/91, υπόθεση C-64/88

Αλιεία : κακός έλεγχος της τήρησης των τεχνικών μέτρων διατήρησης

Η διαδικασία 228 συνεχίστηκε.

Οι γαλλικές αρχές απάντησαν στη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη που είχαν λάβει. Η απάντηση αυτή εξετάζεται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 13/03/97, υπόθεση C-197/96

Νυκτερινή εργασία γυναικών

Το Δικαστήριο αποφάσισε, με διάταξη της 7ης Δεκεμβρίου 2000, να παρατείνει την αναστολή της διαδικασίας προκειμένου να δοθεί στη Γαλλία η δυνατότητα συμμόρφωσης της νομοθεσίας της με την οδηγία και εκτέλεσης της απόφασής του. Η αναστολή αυτή χορηγήθηκε μέχρι τις 30 Απριλίου 2001.

Απόφαση της 09/12/97, υπόθεση C-265/95

Εμπόδια στην εισαγωγή φραουλών από την Ισπανία

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής εξετάζουν ολόκληρο το φάκελο και εξακριβώνουν αν η απόφαση του Δικαστηρίου απαιτεί άλλα μέτρα εκτέλεσης.

Απόφαση της 15/10/98, υπόθεση C-284/97

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 93/40/ΕΟΚ που τροποποιεί την οδηγία 81/852/EΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα αναλυτικά, φαρμακοτοξικολογικά και κλινικά πρότυπα και πρωτόκολλα στον τομέα του ελέγχου των κτηνιατρικών φαρμακευτικών προϊόντων

Η διαδικασία 228 συνεχίστηκε.

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά. Ελήφθησαν νομοθετικά μέτρα Η διάταξη για τη μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας 93/40/ΕΟΚ αναμένεται να θεσπιστεί την άνοιξη του 2001.

Απόφαση της 22/10/98, υπόθεση C-184/96

Παρασκευάσματα με βάση το foie gras

Ένα διάταγμα που εισάγει ρήτρα αμοιβαίας αναγνώρισης στη γαλλική ρύθμιση για το foie gras δημοσιεύθηκε στη γαλλική Επίσημη Εφημερίδα στις 21.12.2000. Ο φάκελος αυτός θα τεθεί πολύ σύντομα στο αρχείο.

Απόφαση της 18/03/99, υπόθεση C-166/97

Εκβολή του Σηκουάνα, ανεπαρκής χαρακτηρισμός ως ΖΕΠ και ελλιπές σύστημα προστασίας

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά.

Ελήφθησαν τα μέτρα εκτέλεσης της απόφασης, η δε εφαρμογή τους είναι σταδιακή.

Απόφαση της 19/05/99, υπόθεση C-225/97

Κακή μεταφορά της οδηγίας 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων φορέων οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (προσφυγή)

Η διαδικασία 228 κινήθηκε.

Απόφαση της 08/07/99, υπόθεση C-354/98

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 96/97/ΕΚ που τροποποιεί την οδηγία 86/378/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.

Η διαδικασία 228 συνεχίζεται.

Απόφαση της 25/11/99, υπόθεση C-96/98

Υποβάθμιση του Marais poitevin

Η διαδικασία 228 κινήθηκε.

Απόφαση της 16/12/99, υπόθεση C-239/98

Μη σύμφωνη μεταφορά των οδηγιών 92/49/ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου που αφορούν, αντίστοιχα, την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και την πρωτασφάλιση ζωής (τρίτες οδηγίες ασφάλισης)

Η διαδικασία 228 κινήθηκε και συνεχίζεται.

Εγκρίθηκε νομοσχέδιο σε πρώτη ανάγνωση από τη Γερουσία. Η προθεσμία εφαρμογής από τα ταμεία αλληλασφάλισης εξακολουθεί να είναι η 1η Ιανουαρίου 2003 ενώ οι τρίτες οδηγίες έπρεπε να έχουν μεταφερθεί στο γαλλικό δίκαιο από το 1994.

Απόφαση της 15/02/00, υπόθεση C-34/98

Κοινωνική εισφορά στην αποπληρωμή του κοινωνικού χρέους και διασυνοριακοί εργαζόμενοι

Η διαδικασία 228 κινήθηκε.

Απόφαση της 15/02/00, υπόθεση C-169/98

Εφαρμογή της γενικευμένης κοινωνικής εισφοράς στους διασυνοριακούς εργαζόμενους

Η διαδικασία 228 κινήθηκε.

Απόφαση της 23/03/00, υπόθεση C-327/99

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 93/15/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την εναρμόνιση των διατάξεων περί της εμπορίας και του ελέγχου των εκρηκτικών υλών εμπορικής χρήσεως

Οι γαλλικές αρχές διαβίβασαν σχέδιο διατάγματος το οποίο εξετάζεται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 06/04/00, υπόθεση C-256/98

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας

Η διαδικασία 228 κινήθηκε και συνεχίζεται.

Απόφαση της 15/05/00, υπόθεση C-296/98

Μη συμμόρφωση του γαλλικού ασφαλιστικού κώδικα με τις οδηγίες ασφάλισης "ζωής" και "ζημιών"

Η διαδικασία 228 κινήθηκε.

Οι γαλλικές αρχές ανακοίνωσαν σχέδια νομοθετικών μέτρων, τη θέσπιση των οποίων αναμένουν οι υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 18/05/00, υπόθεση C-45/99

Μη ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 94/33/ΕΚ του Συμβουλίου για την προστασία των νέων κατά την εργασία

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις γαλλικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 08/06/00, υπόθεση C-46/99

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας

Η διαδικασία 228 κινήθηκε.

Απόφαση της 13/07/00, υπόθεση C-160/99

Θαλάσσιες ενδομεταφορές

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις γαλλικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Οι γαλλικές αρχές διαβίβασαν σχέδιο στις 11.12.2000 το οποίο εξετάζεται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 12/09/00, υπόθεση C-276/97

Μη υπαγωγή στον ΦΠΑ των διοδίων αυτοκινητοδρόμων

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις γαλλικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 26/09/00, υπόθεση C-225/98

Συμβάσεις δημοσίων έργων - Σχέδιο Lycιes της Περιοχής Nord Pas de Calais

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα επικοινωνήσουν προσεχώς με τις γαλλικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 26/09/00, υπόθεση C-23/99

Κατάσχεση ανταλλακτικών υπό διαμετακόμιση- Προστασία σχεδίων και υποδειγμάτων - Προβλήματα παραποίησης

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις γαλλικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου. Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά.

Απόφαση της 05/10/00, υπόθεση C-16/98

Συμβάσεις δημοσίων έργων - MPTSE - SDE - Vendιe

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής εξετάζουν το φάκελο για να εξακριβώσουν αν η απόφαση του Δικαστηρίου απαιτεί μέτρα εκτέλεσης.

Απόφαση της 23/11/00, υπόθεση C-319/99

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 95/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη χρήση προτύπων για τη μετάδοση τηλεοπτικού σήματος

Πρόσφατη απόφαση.

Απόφαση της 23/11/00, υπόθεση C-320/99

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 97/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα ληπτέα μέτρα κατά της εκπομπής αερίων και σωματιδιακών ρύπων προερχόμενων από κινητήρες εσωτερικής καύσης που τοποθετούνται σε μη οδικά κινητά μηχανήματα

Πρόσφατη απόφαση.

Απόφαση της 07/12/00, υπόθεση C-374/98

Ανεπάρκεια κατάταξης ως ΖΕΠ και ειδικών μέτρων διατήρησης στους τόπους του Vingrau και Tautavel (Ανατολικά Πυρηναία)

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις γαλλικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 07/12/00, υπόθεση C-38/99

Ημερομηνίες έναρξης και λήξης της θήρας μη σύμφωνες με τις απαιτήσεις της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών

Πρόσφατη απόφαση.

Απόφαση της 14/12/00, υπόθεση C-55/99

Απαίτηση καταχώρισης στον Οργανισμό Φαρμάκων των αντιδραστηρίων που προορίζονται για τα εργαστήρια αναλύσεων ιατρικής βιολογίας

Πρόσφατη απόφαση.

Ιρλανδία

Απόφαση της 21/09/99, υπόθεση C-392/96

Μη συμμόρφωση της ιρλανδικής νομοθεσίας με πολλές διατάξεις της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον

Η διαδικασία 228 κινήθηκε.

Οι ιρλανδικές αρχές διαβίβασαν απάντηση που εξετάζεται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 12/10/99, υπόθεση C-213/98

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 92/100/ΕΟΚ σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά.

Από ανεπίσημες επαφές με το κράτος μέλος προκύπτει ότι το κείμενο του"Copyright and Related Rights Bill" εγκρίθηκε από το ιρλανδικό Κοινοβούλιο.

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής αναμένουν την υπογραφή του "Commencement Order" και την επίσημη ανακοίνωση αυτών των νομοθετικών μέτρων.

Απόφαση της 25/11/99, υπόθεση C-212/98

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 93/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση

Από ανεπίσημες επαφές με το κράτος μέλος προκύπτει ότι το κείμενο του"Copyright and Related Rights Bill" εγκρίθηκε από το ιρλανδικό Κοινοβούλιο.

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής αναμένουν την υπογραφή του "Commencement Order" και την επίσημη ανακοίνωση αυτών των νομοθετικών μέτρων.

Απόφαση της 08/06/00, υπόθεση C-190/99

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 96/43/ΕΚ για τροποποίηση και κωδικοποίηση της οδηγίας 85/73/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη χρηματοδότηση των υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων των ζώντων ζώων και ορισμένων ζωικών προϊόντων

Οι ιρλανδικές αρχές θέσπισαν νομοθετικά μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου. Ο φάκελος θα τεθεί στο αρχείο πολύ σύντομα.

Απόφαση της 12/09/00, υπόθεση C-358/97

Μη υπαγωγή στον ΦΠΑ των διοδίων οδικών υποδομών

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις ιρλανδικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 26/09/00, υπόθεση C-408/99

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 94/55/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις οδικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων και της οδηγίας 96/86 για την προσαρμογή της στην τεχνική πρόοδο

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις ιρλανδικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 14/12/00, υπόθεση C-347/99

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 95/50/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την καθιέρωση ενιαίων διαδικασιών στον τομέα του ελέγχου των οδικών μεταφορών επικίνδυνων εμπορευμάτων

Πρόσφατη απόφαση.

Ιταλία

Απόφαση της 01/06/95, υπόθεση C-40/93

Πρόσβαση στο επάγγελμα του οδοντιάτρου

Οι ιταλικές αρχές διαβίβασαν το διάτγμα σχετικά με τη διοργάνωση της δοκιμασίας επάρκειας. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής αναμένουν λεπτομερή έκθεση για την πρακτική εξέλιξη αυτής της δοκιμασίας καθώς και τη θέσπιση της οδηγίας SLIM.

Απόφαση της 29/02/96, υπόθεση C-307/94

Μη ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας του Συμβουλίου που αποβλέπει στο συντονισμό των νομοθετικών διατάξεων σχετικά με ορισμένες δραστηριότητες του φαρμακευτικού τομέα

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά. Μετά την έναρξη της διαδικασίας του άρθρου 228 και τις συζητήσεις με το κράτος μέλος, οι εναπομένουσες δυσχέρειες βρίσκονται στο στάδιο της επίλυσης σε συνάρτηση με την τροποποίηση της προαναφερθείσας οδηγίας, η θέσπιση της οποίας αναμένεται προσεχώς.

Απόφαση της 29/01/98, υπόθεση C-280/95

Μη εκτέλεση της απόφασης 93/496/ΕΟΚ της 9ης Ιουνίου 1993 σχετικά με την υποχρέωση ανάκτησης των φορολογικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στους οδικούς μεταφορείς για το έτος 1992

Νομοσχέδιο υποβλήθηκε στο ιταλικό Κοινοβούλιο. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής δεν ενημερώθηκαν για τη θέσπισή του. Η διαδικασία 228 κινήθηκε.

Απόφαση της 01/10/98, υπόθεση C-285/96

Κακή εφαρμογή της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον τής Κοινότητος (άρθρο 7 : προγράμματα μείωσης της ρύπανσης)

Οι ιταλικές αρχές διαβίβασαν στην Επιτροπή σύνολο μέτρων με σκοπό την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου, τα οποία εξετάζονται στις υπηρεσίες της.

Απόφαση της 25/03/99, υπόθεση C-112/97

Απαγόρευση εγκατάστασης συσκευών αερίου σύμφωνων με την οδηγία 90/396/ΕΟΚ

Μετά την έναρξη της διαδικασίας 228, οι ιταλικές αρχές ανακοίνωσαν κανονιστικά μέτρα.

Τα κριτήρια, που προβλέπονται στο νέο κείμενο όσον αφορά τις διαστάσεις του ανοίγματος εξαερισμού των χώρων στους οποίους πρέπει να τοποθετούνται τα σχετικά θερμαντικά σώματα, θεωρήθηκαν δυσανάλογα και ικανά να εμποδίσουν την εγκατάσταση αυτών των συσκευών. Συνεπώς διαβιβάστηκε στην Ιταλία συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή. Τα στοιχεία της απάντησης των ιταλικών αρχών εξετάζονται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 09/11/99, υπόθεση C-365/97

Απόβλητα, κοιλάδα του San Rocco

Οι ιταλικές αρχές διαβίβασαν το Νοέμβριο ουσιαστικό φάκελο που εξετάζεται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 11/11/99, υπόθεση C-315/98

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 92/21/ΕΚ του Συμβουλίου, σχετικά με την εφαρμογή, στα πλοία που καταπλέουν στους λιμένες της Κοινότητας ή στα ύδατα τα υπαγόμενα στη δικαιοδοσία των κρατών μελών, διεθνών κανόνων σχετικών με την ασφάλεια στη θάλασσα, την πρόληψη της ρύπανσης και τις συνθήκες ζωής και εργασίας στα πλοία

Δεδομένου ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής δεν έλαβαν τα μέτρα που είχαν αναγγείλει οι ιταλικές αρχές, αποφασίστηκε η προσφυγή στο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 228 2 της συνθήκης. Η προσφυγή αυτή συνοδεύεται από αίτημα χρηματικής ποινής.

Απόφαση της 09/03/00, υπόθεση C-358/98

Νομοθετικά εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών καθαρισμού

Η διαδικασία 228 κινήθηκε.

Οι ιταλικές αρχές διαβίβασαν μέτρα με σκοπό την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου, τα οποία θα επιτρέψουν να τεθεί σύντομα στο αρχείο αυτός ο φάκελος.

Απόφαση της 09/03/00, υπόθεση C-386/98

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων εκτέλεσης της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις ιταλικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου. Εν απουσία σχεδίου μέτρων, κινήθηκε η διαδικασία 228.

Απόφαση της 23/05/00, υπόθεση C-58/99

Περιορισμοί σχετικά με τις αλλοδαπές επενδύσεις στο κεφάλαιο ιδιωτικοποιημένων εταιριών

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις ιταλικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Η απάντηση των ιταλικών αρχών εξετάζεται.

Απόφαση της 25/05/00, υπόθεση C-424/98

Κακή εφαρμογή των οδηγιών που αφορούν το δικαίωμα διαμονής των συνταξιούχων, των σπουδαστών και των μη ενεργών προσώπων

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής εξετάζουν τη συμμόρφωση του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 358, το οποίο τροποποιεί το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 470 που μεταφέρει τις οδηγίες 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 90/366/ΕΟΚ.

Απόφαση της 08/06/00, υπόθεση C-264/99

Νομοθετικά εμπόδια στη δραστηριότητα των αποστολέων εμπορευμάτων

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις ιταλικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 30/11/00, υπόθεση C-422/99

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 97/51/ΕΚ που τροποποιεί την οδηγία 90/387/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μέσω της εφαρμογής της παροχής ανοικτού δικτύου

Πρόσφατη απόφαση.

Απόφαση της 07/12/00, υπόθεση C-395/99

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς, αντίστοιχα, της οδηγίας 96/51/ΕΚ που τροποποιεί την οδηγία 70/524/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί των προσθέτων υλών στη διατροφή των ζώων και της οδηγίας 96/93/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την πιστοποίηση ζώων και ζωικών προϊόντων

Πρόσφατη απόφαση.

Απόφαση της 07/12/00, υπόθεση C-423/99

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 98/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου (ΟΝΡ) στη φωνητική τηλεφωνία και για την καθολική υπηρεσία για τις τηλεπικοινωνίες σε ανταγωνιστικό περιβάλλον

Πρόσφατη απόφαση.

Λουξεμβούργο

Απόφαση της 11/06/98, υπόθεση C-206/96

Απουσία προγραμμάτων για τη μείωση της ρύπανσης όσον αφορά τις 99 ουσίες που αναγράφονται στον κατάλογο II του παραρτήματος της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί ρυπάνσεως πού προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες πού εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον τής Κοινότητος

Οι λουξεμβουργιανές αρχές διαβίβασαν ουσιαστική έκθεση σχετικά με την κατάσταση προόδου των εργασιών για την εκτέλεση της απόφασης, η οποία έκθεση εξετάζεται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 14/09/99, υπόθεση C-202/98

Διακανονισμός σχετικά με τον καταμερισμό των φορτίων που περιλαμβάνεται στη διμερή συμφωνία Λουξεμβούργου - Χωρών CMEAOC (Υπουργική Διάσκεψη των Κρατών Δυτικής και Κεντρικής Aφρικής για τις Θαλάσσιες Μεταφορές)

Η διαδικασία 228 συνεχίζεται.

Απόφαση της 21/10/99, υπόθεση C-430/98

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 94/45/ΕΚ του Συμβουλίου, για τη θέσπιση μιας ευρωπαϊκής επιτροπής επιχείρησης με σκοπό να ενημερώνονται οι εργαζόμενοι και να ζητείται η γνώμη τους

Οι λουξεμβουργιανές αρχές ανακοίνωσαν μέτρα μεταφοράς τα οποία εξετάζονται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 16/12/99, υπόθεση C-47/99

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 94/33/ΕΚ του Συμβουλίου για την προστασία των νέων κατά την εργασία

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις λουξεμβουργιανές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν προκειμένου να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου. Οι εν λόγω αρχές ανακοίνωσαν ακριβές χρονοδιάγραμμα για τη θέσπιση νομοθετικών μέτρων και οι υπηρεσίες της Επιτροπής αναμένουν τη θέσπισή τους.

Απόφαση της 16/12/99, υπόθεση C-138/99

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 94/56/ΕΚ του Συμβουλίου για την θέσπιση των βασικών αρχών που διέπουν τις έρευνες ατυχημάτων και συμβάντων πολιτικής αεροπορίας

Η διαδικασία 228 κινήθηκε.

Απόφαση της 13/04/00, υπόθεση C-348/99

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 96/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις λουξεμβουργιανές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν προκειμένου να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Κάτω Χώρες

Απόφαση της 19/05/98, υπόθεση C-3/96

Μη τήρηση της υποχρέωσης δημιουργίας ειδικών ζωνών προστασίας που προβλέπονται από την οδηγία 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά.

Αυστρία

Απόφαση της 26/09/00, υπόθεση C-205/98

Αύξηση των διοδίων του Brenner

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις αυστριακές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Πορτογαλία

Απόφαση της 21/01/99, υπόθεση C-150/97

Εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά.

Τα τελευταία μέτρα μεταφοράς θα δημοσιευθούν προσεχώς.

Απόφαση της 04/07/00, υπόθεση C-62/98

Διακανονισμός σχετικά με τον καταμερισμό των φορτίων που περιλαμβάνεται στις διμερείς συμφωνίες Πορτογαλίας - Χωρών CMEAOC (Υπουργική Διάσκεψη των Κρατών Δυτικής και Κεντρικής Aφρικής για τις Θαλάσσιες Μεταφορές)

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις πορτογαλικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 04/07/00, υπόθεση C-84/98

Διακανονισμός σχετικά με τον καταμερισμό των φορτίων που περιλαμβάνεται στη διμερή συμφωνία Πορτογαλίας - Γιουγκοσλαβίας

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις πορτογαλικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 13/07/00, υπόθεση C-261/98

Κακή εφαρμογή της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον τής Κοινότητος (άρθρο 7 : προγράμματα μείωσης της ρύπανσης)

Οι πορτογαλικές αρχές διαβίβασαν εκθέσεις για τον εντοπισμό και την παρακολούθηση των 99 ουσιών του παραρτήματος II της προαναφερθείσας οδηγίας. Οι πληροφορίες αυτές εξετάστηκαν και απαίτησαν συμπληρωματική μελέτη και έρευνες από μέρους των υπηρεσιών της Επιτροπής.

Απόφαση της 12/12/00, υπόθεση C-435/99

Μη τήρηση της υποχρέωσης ανακοίνωσης των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 2 1 της οδηγίας 91/692/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την τυποποίηση και τον εξορθολογισμό των εκθέσεων που αφορούν την εφαρμογή ορισμένων οδηγιών για το περιβάλλον

Πρόσφατη απόφαση.

Ηνωμ. Βασίλειο

Απόφαση της 14/07/93, υπόθεση C-56/90

Ποιότητα των υδάτων του : Blackpool και Southport

Αποφασίσθηκε η προσφυγή στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 228 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ. Η προσφυγή αυτή συνοδεύεται από αίτημα χρηματικής ποινής.

Απόφαση της 12/09/00, υπόθεση C-359/97

Μη υπαγωγή στον ΦΠΑ των διοδίων οδικών υποδομών

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις βρετανικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 07/12/00, υπόθεση C-69/99

Μη συμμόρφωση της νομοθεσίας που αφορά την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης

Πρόσφατη απόφαση.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

1. Εφαρμογή του άρθρου 234 ΕΚ [204]

[204] Ακολουθώντας σχετική πρακτική του Δικαστηρίου, η Επιτροπή εφαρμόζει την ακόλουθη μέθοδο παραπομπής στα άρθρα της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας: Όταν πρόκειται για παραπομπή σε άρθρο της εν λόγω συνθήκης όπως ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ την 1η Μαΐου 1999, ο αριθμός του άρθρου ακολουθείται από τη φράση «της συνθήκης ΕΚ». Όταν, αντιθέτως, πρόκειται για παραπομπή σε άρθρο της εν λόγω συνθήκης όπως ισχύει μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ την 1η Μαΐου 1999, ο αριθμός του άρθρου ακολουθείται από το αρκτικόλεξο «ΕΚ».

Στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: «το Δικαστήριο») υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους 2000 διακόσια είκοσι τέσσερα προδικαστικά ζητήματα βάσει του άρθρου 234 ΕΚ από εθνικά δικαστήρια τα οποία συνάντησαν προβλήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου ή αμφέβαλλαν για την ισχύ κάποιας κοινοτικής πράξης.

Το πλήρες κείμενο των προδικαστικών ζητημάτων δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανάλογα με τη σειρά πρωτοκόλλησής τους από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου. Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζεται η εξέλιξη του αριθμού ζητημάτων που υποβλήθηκαν από τα διάφορα κράτη μέλη κατά τα τελευταία έντεκα έτη [205].

[205] Οι τέσσερις προηγούμενες εκθέσεις δημοσιεύτηκαν, αντιστοίχως, στην ΕΕ C 332 της 3.11.1997, σελ. 198, στην ΕΕ C 250 της 10.8.1998, σελ. 195, στην ΕΕ C 354 της 7.12.1999, σελ. 182 και στην ΕΕ C 192 της 30.1.2001, σελ. 192.

2. Εξέλιξη του αριθμού προδικαστικών ζητημάτων ανά κράτος μέλος

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Έπειτα από μία αύξηση εξαιτίας των προσχωρήσεων του 1995, ο αριθμός των παραπομπών παρέμεινε σχετικά σταθερός. Παρατηρεί κανείς ότι το Δικαστήριο Μπενελούξ ζήτησε για πρώτη φορά από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί προδικαστικού ζητήματος σε μία υπόθεση η οποία αφορούσε το δίκαιο των εμπορικών σημάτων [206]. Ειδικότερα, στην απόφασή του Parfums Christian Dior [207], το Δικαστήριο απεφάνθη ότι, καθώς το Δικαστήριο Μπενελούξ είναι επιφορτισμένο με την ομοιόμορφη εφαρμογή των κοινών νομικών κανόνων των τριών χωρών Μπενελούξ και η ενώπιόν του διαδικασία είναι παρεμπίπτουσα σε σχέση με τις εκκρεμούσες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων διαδικασίες, το εν λόγω Δικαστήριο πρέπει να εξομοιωθεί με εθνικό δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ.

[206] Υπόθεση C-265/00, Campina Melkunie κατά Bureau Benelux des Marques, εκκρεμούσα (ΕΕ C 247 της 26.8.2000, σελ. 25).

[207] Απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Νοεμβρίου 1997, Parfums Christian Dior, C-337/95, Συλλογή 1997, σελ. I-6013.

Με εξαίρεση τα δικαστήρια του Λουξεμβούργου, ζητήματα παραπέμφθηκαν από τα δικαστήρια όλων των κρατών μελών. Οι συγκεκριμένες 224 υποθέσεις αντιστοιχούν στο 44,5 % των 503 συνολικά υποθέσεων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο το 2000. Ο παρακάτω πίνακας περιλαμβάνει στοιχεία για τα ζητήματα που υποβλήθηκαν από τα ανώτατα δικαστήρια των κρατών μελών και για την ακριβή προέλευση των εν λόγω ζητημάτων.

Αριθμός και προέλευση των προδικαστικών ζητημάτων που υποβλήθηκαν κατά το 2000 από τα ανώτατα δικαστήρια των διαφόρων κρατών μελών

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

2. Σημαντικές αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

2.1. Εισαγωγή

Η ανάλυση που ακολουθεί επιτρέπει να διαπιστωθεί η εξέλιξη της συνεκτίμησης του κοινοτικού δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα έτη, η ανάλυση αυτή δεν περιορίζεται πλέον στις αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων. Ειδικότερα, από τον πρώτο κιόλας βαθμό τα εθνικά δικαστήρια καλούνται να εφαρμόζουν, ως τακτικά δικαστήρια, τις συναφείς διατάξεις τις κοινοτικής νομοθεσίας.

Για τους σκοπούς της ανάλυσης αυτής, η Επιτροπή μπόρεσε και πάλι να αξιοποιήσει τα δεδομένα που συγκεντρώνονται από την υπηρεσία έρευνας και τεκμηρίωσης καθώς και από την υπηρεσία πληροφορικής του Δικαστηρίου. Πάντως, η παρούσα έκθεση υποβάλλεται από την Επιτροπή. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι κάθε χρόνο η υπηρεσία έρευνας και τεκμηρίωσης του Δικαστηρίου λαμβάνει γνώση 1.200 περίπου αποφάσεων που άπτονται του κοινοτικού δικαίου.

2.2. Αντικείμενο των ερευνών

Οι έρευνες που διεξήχθησαν αφορούν αποφάσεις που εκδόθηκαν ή δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του έτους 1999 και πραγματοποιήθηκαν σε συνάρτηση με τα ακόλουθα ερωτήματα:

α. i. Ένα δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα θα μπορούσε να αποφύγει να παραπέμψει ένα προδικαστικό ζήτημα για υπόθεση η οποία εγείρει θέμα ερμηνείας μίας διάταξης της κοινοτικής νομοθεσίας της οποίας η ερμηνεία δεν ήταν προδήλως σαφής;

ii. Υπάρχουν άλλες αποφάσεις στο θέμα της προδικαστικής παραπομπής που αξίζει να αναφερθούν;

β. Ένα δικαστήριο θα μπορούσε να διαπιστώσει - αντίθετα με τον κανόνα που διατυπώνεται στην απόφαση επί της υπόθεσης Foto-Frost [208] την ακυρότητα πράξης κοινοτικού οργάνου;

[208] Απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 1987, Foto-Frost, 314/85, Συλλογή σελ. 4199.

γ. Υπάρχουν αποφάσεις οι οποίες λόγω του παραδειγματικού ή «επαναστατικού» χαρακτήρα τους αξίζει να τονισθούν;

δ. Υπάρχουν ενδιαφέρουσες αποφάσεις που στηρίζονται στην εφαρμογή των αποφάσεων Francovich, Factortame και Brasserie du Pκcheur-

2.3. Πρώτο ερώτημα

2.3.1. Παράλειψη παραπομπής

Στη Γερμανία, το Bundesverwaltungsgericht [209] απεφάνθη, χωρίς να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο, ότι η γερμανική νομοθεσία [210] βάσει της οποίας απαιτείται προηγούμενη έγκριση για όλους τους άρρενες γερμανούς υπηκόους ηλικίας από 17 έως 25 ετών που σκοπεύουν να αναχωρήσουν από τη Γερμανία για χρονικό διάστημα πέραν των 3 μηνών συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο. Στο Bundesverwaltungsgericht είχε προσφύγει ένας γερμανός σπουδαστής ο οποίος έκανε διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και ο οποίος είχε προσκληθεί, μετά τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας, να υπηρετήσει άοπλη θητεία αντί της κανονικής στρατιωτικής θητείας. Ο εν λόγω σπουδαστής είχε αρχίσει τις σπουδές του χωρίς να ζητήσει την προβλεπόμενη προηγούμενη έγκριση. Βάσει της γερμανικής νομοθεσίας, η μη συμμόρφωση με την υποχρέωση λήψης προηγούμενης έγκρισης παρέχει στις αρχές την εξουσία να προσκαλέσουν τους υπόχρεους υπηκόους να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία ή εναλλακτική άοπλη θητεία μετά τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας [211]. Το Bundesverwaltungsgericht απεφάνθη ότι η προηγούμενη έγκριση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8A της συνθήκης ΕΚ (το οποίο, μετά από την τροποποίησή του, είναι πλέον το άρθρο 18 ΕΚ), με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κυκλοφορούν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, και τούτο διότι πρόκειται για περιορισμό ο οποίος απορρέει από την πολιτική άμυνας. Το δικαστήριο διευκρίνισε ότι, βάσει της συνθήκης του Μάαστριχτ, η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο πρόσκλησης του υπόχρεου, η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, καθώς και, ειδικότερα, η πολιτική άμυνας εξακολουθούσαν να μη συγκαταλέγονται στις υπερεθνικού χαρακτήρα αρμοδιότητες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ότι η συνεργασία είχε διατηρήσει ανέκαθεν τον διακυβερνητικό χαρακτήρα της. Το Bundesverwaltungsgericht συνήγαγε ότι τα ζητήματα εθνικής ασφάλειας και άμυνας, καθώς και εκείνα που άπτονται της λειτουργίας και της δομής των ενόπλων δυνάμεων ενέπιπταν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Το Bundesverwaltungsgericht επεσήμανε, εξάλλου, ότι, αν το άρθρο 8A της συνθήκης ΕΚ ερμηνευόταν με τον τρόπο που πρότεινε ο προσφεύγων, οποιοσδήποτε υπήκοος ο οποίος υπέχει την υποχρέωση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας θα μπορούσε ατιμωρητί να αποφύγει την υποχρέωση εκπλήρωσης εθνικής θητείας μεταφέροντας τον τόπο διαμονής του σε ένα άλλο κράτος μέλος. Το Bundesverwaltungsgericht έκρινε ότι το σκεπτικό του συμβάδιζε με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Sirdar [212]. Ειδικότερα, κατά το Bundesverwaltungsgericht, η υπόθεση αυτή δεν αφορούσε την πρόσβαση των γυναικών στον επαγγελματικό στρατό. Η περίπτωση εκείνη δεν μπορούσε να συγκριθεί με την περίπτωση της έγκρισης για διαμονή στο εξωτερικό, η οποία αποσκοπεί στην εξασφάλιση της εκπλήρωσης της γενικής στρατιωτικής υποχρέωσης. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η υποχρέωση λήψης έγκρισης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8A της συνθήκης, και πάλι θα ήταν δικαιολογημένη για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας οι οποίοι προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 48 παράγραφος 3 και στο άρθρο 56 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ (πρόκειται, μετά την τροποποίηση, για τα άρθρα 39 παράγραφος 3 ΕΚ και 46 παράγραφος 1 ΕΚ) και συνιστούν περιορισμούς και προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη συνθήκη κατά την έννοια του άρθρου 8A αυτής. Εξάλλου, κατά το Bundesverwaltungsgericht, η προϋπόθεση της έγκρισης δεν αντιβαίνει στο άρθρο 6 εδάφιο πρώτο της συνθήκης ΕΚ (πρόκειται, μετά την τροποποίηση, για το άρθρο 12 παράγραφος 1 ΕΚ), διότι η στρατιωτική υποχρέωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συνθήκης και διότι υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι οι οποίοι υπαγορεύουν τη διαφορετική μεταχείριση των ανδρών που υποχρεούνται σε στρατιωτική θητεία σε σύγκριση με τις γυναίκες, τους αλλοδαπούς και τα άτομα που είναι ανίκανα προς εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας. Τέλος, το Bundesverwaltungsgericht απεφάνθη ότι δεν ήταν υποχρεωτική η παραπομπή της υπόθεσης στο Δικαστήριο, διότι εν προκειμένω η προσήκουσα εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου ήταν τόσο πρόδηλη ώστε να μην υπάρχει περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία.

[209] Bundesverwaltungsgericht, απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 1999, 6 C 30/98, Entscheidungen des Bundesverwaltungsgerichts 110, 40.

[210] Βλ. το άρθρο 3, 2, του νόμου Wehrpflichtgesetz (νόμος περί της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας).

[211] Βλ. το άρθρο 24, 1, σημείο 3, του νόμου Zivildienstgesetz (νόμος περί εναλλακτικής άοπλης στρατιωτικής θητείας).

[212] Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 1999, C-273/97, Sirdar, Συλλογή 1999, σελ. I-7403. Ας σημειωθεί ότι η απόφαση του Bundesverwaltungsgericht εξεδόθη πριν από την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιανουαρίου 2000, C-285/98, Kreil, Συλλογή 2000, σελ. I-69.

Στη Γαλλία, το Conseil d'Etat (Συμβούλιο Επικρατείας) ασχολήθηκε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό με προσφυγή για κατάχρηση εξουσίας την οποία ορισμένα εργαστήρια φαρμάκων άσκησαν κατά αποφάσεων της Διοίκησης σχετικά με τη μεταβολή της τιμής φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων. Το εν λόγω δικαστήριο, με απόφασή του της 28ης Ιουλίου 2000 [213], επικαλούμενο την αρχή της σαφούς πράξης, αποφάσισε να μην υποβάλει προδικαστικό ζήτημα στο Δικαστήριο. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονταν, κατ' ουσία, ότι η μέθοδος καθορισμού των τιμών που είχε καθιερωθεί με το άρθρο L.162-38 του Υγειονομικού Κώδικα και βάσει της οποίας είχαν εκδοθεί οι επίμαχες διοικητικές αποφάσεις αντίβαινε, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 2 της οδηγίας 89/105 (περί του καθορισμού των τιμών των φαρμάκων) [214], σε συνδυασμό με το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας. Πιο συγκεκριμένα, οι προσφεύγοντες αμφισβητούσαν τη δυνατότητα των αρμόδιων αρχών να καθορίζουν ανά πάσα στιγμή την τιμή των φαρμάκων που υπόκεινται σε κάλυψη του κόστους, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε προηγούμενη αίτηση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Ο κυβερνητικός επίτροπος («commissaire du gouvernement») είχε εντούτοις υπογραμμίσει στα συμπεράσματά του ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε περιέλθει μέχρι τότε σε κάπως «δυσχερή θέση» εξαιτίας της εφαρμογής του άρθρου L.162-38 του Υγειονομικού Κώδικα και είχε κατά συνέπεια εισηγηθεί την υποβολή ερωτήματος στο Δικαστήριο σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα συμβατότητας. Στο συμπέρασμά του σχετικά με το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, το Conseil d'Etat έκρινε εντούτοις ότι το επιχείρημα που στηρίζεται στο ασυμβίβαστο του άρθρου L.162-38 του Υγειονομικού Κώδικα με τους σαφείς στόχους του άρθρου 2 της κοινοτικής οδηγίας ήταν δυνατό να απορριφθεί χωρίς να είναι απαραίτητη η υποβολή προδικαστικού ζητήματος στο Δικαστήριο. Σχετικά με το θέμα αυτό, το Conseil d'Etat απεφάνθη ότι

[213] Conseil d'Etat, 28 Ιουλίου 2000, Schering-Plough, προσφυγή αριθ. 205710.

[214] Οδηγία 89/105/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1988 σχετικά με τη διαφάνεια των μέτρων που ρυθμίζουν τον καθορισμό των τιμών των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση και τη κάλυψη του κόστους των στα πλαίσια των εθνικών ασφαλιστικών συστημάτων υγείας (ΕΕ L 40 της 11.2.1989, σελ. 8).

"ούτε οι διατάξεις του άρθρου 2 της οδηγίας 89/105 [...] ούτε εκείνες του άρθρου 6 της ίδιας οδηγίας δεν επιτάσσουν την αιτιολόγηση των αποφάσεων περί μεταβολής της τιμής πώλησης στο κοινό ενός φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος το οποίο περιλαμβάνεται στον κατάλογο των φαρμάκων των οποίων το κόστος επιστρέφεται στους ασφαλισμένους. Επίσης δεν ορίζουν ότι της έκδοσης των αποφάσεων αυτών προηγείται υποχρεωτικά διαδικασία κατ' αντιμωλία".

Εξάλλου, σε δύο περιπτώσεις γαλλικά δικαστήρια τα οποία ασχολήθηκαν με ζητήματα που αφορούσαν το άμεσο αποτέλεσμα των διεθνών συμφωνιών που συνάπτονται μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών δεν έκριναν αναγκαία την υποβολή προδικαστικού ζητήματος στο Δικαστήριο.

Σε απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2000 [215], το Cour administrative d'appel (διοικητικό εφετείο) του Νανσύ ακύρωσε απόφαση του Tribunal administratif (διοικητικού δικαστηρίου) του Στρασβούργου με την οποία είχε απορριφθεί το αίτημα που είχε υποβάλει μία πολωνικής ιθαγένειας επαγγελματίας παίκτρια καλαθοσφαίρισης για την ακύρωση απόφασης της Γαλλικής Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης. Αυτή η τελευταία είχε αρνηθεί να θεωρήσει την προσφεύγουσα ως υπήκοο χώρας του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, ώστε να μπορέσει να συμμετάσχει σε επίσημες διοργανώσεις [216]. Στηριζόμενο στη θεωρία της σαφούς πράξεως, το διοικητικό εφετείο αρνήθηκε να κάνει δεκτή αίτηση για την παραπομπή σχετικού προδικαστικού ζητήματος στο Δικαστήριο και επιβεβαίωσε καταρχάς την προσβαλλόμενη δικαστική απόφαση σε ό,τι αφορά το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 37 της συμφωνίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Πολωνίας, όπου ορίζεται ότι

[215] Cour administrative d'appel του Νανσύ, 1θre chambre, 3 Φεβρουαρίου 2000, Lilia Malaja, Droit administratif 2000, αριθ. 208.

[216] Tribunal administratif του Στρασβούργου, 27 Ιανουαρίου 1999, Lilia Malaya, αριθ. 98-6193 και 98-6194 (IA/18597-A).

"με την επιφύλαξη των όρων και των ρυθμίσεων που ισχύουν σε έκαστο κράτος μέλος, οι εργαζόμενοι πολωνικής ιθαγένειας που απασχολούνται νομίμως στο έδαφος ενός κράτους μέλους δεν επιτρέπεται να υφίστανται καμία διάκριση με βάση την ιθαγένεια όσον αφορά τους όρους εργασίας, τις αμοιβές ή την απόλυση, σε σύγκριση με τους υπηκόους του εν λόγω κράτους μέλους".

Αντιθέτως, καίτοι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε κρίνει ότι εν προκειμένω η προσφεύγουσα δεν δικαιούτο να επικαλεσθεί το ευεργέτημα της συγκεκριμένης διάταξης λόγω του ότι η σύμβαση εργασίας της δεν είχε «πιστοποιηθεί» από τη Γαλλική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης όπως απαιτεί ο κανονισμός της, το διοικητικό εφετείο απεφάνθη τα εξής:

"Εκτιμώντας:

ότι [...] παρόλα αυτά, μία τέτοια προϋπόθεση δεν μπορεί νομίμως να έχει ως σκοπό ή ως συνέπεια την παρεμπόδιση της εφαρμογής των διατάξεων του εργατικού κώδικα οι οποίες αναφέρονται στη σύναψη και τις συνέπειες της σύμβασης εργασίας, σε σχέση με την οποία μάλιστα η εν λόγω ομοσπονδία αποτελεί τρίτο, ούτε με τον τρόπο αυτό να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ελλείψει πιστοποίησης η συμβασιούχος δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως «νομίμως απασχολούμενη» κατά την έννοια του άρθρου 37 της ρηθείσας συμφωνίας σύνδεσης.

ότι [η προσφεύγουσα], που είχε συνάψει σύμβαση της οποίας δεν αμφισβητείται η εγκυρότητα υπό το πρίσμα των διατάξεων του εργατικού κώδικα και ήταν κάτοχος νόμιμου τίτλου παραμονής, έπρεπε επομένως να θεωρηθεί ως «νομίμως απασχολούμενη» στη Γαλλία κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. ότι, κατά συνέπεια, η Γαλλική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης δεν νομιμοποιείτο να αρνηθεί στην προσφεύγουσα την άδεια να συμμετάσχει στις αναμετρήσεις του γυναικείου πρωταθλήματος, διότι με τον τρόπο αυτό παραβιάζει την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων που διατυπώνεται στο άρθρο 37 της ρηθείσας συμφωνίας [...]".

Από την άλλη πλευρά, το διοικητικό εφετείο (Cour administrative d'appel) του Παρισιού, σε απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2000 [217], δεν αναγνώρισε το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 5 της τέταρτης Σύμβασης της Λομέ, σύμφωνα με το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να εξαλείψουν κάθε μορφή διακριτικής μεταχείρισης η οποία βασίζεται, μεταξύ άλλων, στην ιθαγένεια. Τη διάταξη αυτή είχε επικαλεσθεί η χήρα ενός υπηκόου της Σενεγάλης ο οποίος, ενώ ελάμβανε στρατιωτική σύνταξη γήρατος, βρέθηκε αντιμέτωπος με την άρνηση των αρχών να την αναπροσαρμόσουν με το σκεπτικό ότι βάσει του εφαρμοστέου νόμου, που χρονολογείτο από το 1959, μία τέτοια αναπροσαρμογή προβλεπόταν μόνο για τους Γάλλους δικαιούχους κρατικών γαλλικών φορέων. Το διοικητικό εφετείο του Παρισιού έκρινε ότι η διατύπωση του ρηθέντος άρθρου 5 ήταν υπερβολικά γενικόλογη για να μπορεί να εφαρμοσθεί απευθείας στην περίπτωση των συνταξιούχων δημόσιων υπαλλήλων ή των ελκόντων δικαιώματα από αυτούς. Ας σημειωθεί ότι αρκετές αποφάσεις της ίδιας εποχής κάνουν δεκτές παρόμοιες αιτήσεις υπηκόων του Μαλί ή της Σενεγάλης οι οποίες όμως στηρίζονταν στο άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

[217] Cour administrative του Παρισιού, απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2000, Bangaly, Revue franηaise de droit administratif, 2000, σελ. 693.

Στην Ιταλία, σε δίκη όπου αμφισβητείτο το άρθρο 1 του νόμου αριθ. 1369 της 23ης Οκτωβρίου 1960, το οποίο απαγορεύει με απόλυτο τρόπο τη μεσολάβηση και παρεμβολή στις εργασιακές σχέσεις, το Corte di cassazione, με απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2000 [218], αρνήθηκε να παραπέμψει προδικαστικό ζήτημα στο Δικαστήριο σχετικά με το ερώτημα κατά πόσον τα άρθρα 59 (πρόκειται, μετά την τροποποίηση, για το άρθρο 49 ΕΚ), 60 (νυν άρθρο 50 ΕΚ) και 62 (που καταργήθηκε με τη συνθήκη του Άμστερνταμ) της συνθήκης ΕΚ καθιστούν παράνομη την απαγόρευση αυτή. Οι προσφεύγοντες είχαν προσληφθεί επισήμως με σύμβαση εργασίας από συνεταιρισμό αχθοφόρων αλλά στην πραγματικότητα παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε άλλον εργοδότη, την εταιρεία Ente Ferrovie dello Stato (πρόκειται για την κρατική επιχείρηση σιδηροδρόμων) και προσέφυγαν σε εργατικό δικαστήριο ζητώντας, αφενός, να αναγνωρισθεί η εργασιακή τους σχέση αόριστου χρόνου με την Ente Ferrovie (με αφετηρία την ημερομηνία έναρξης της «άτυπης» αυτής σχέσης) και, αφετέρου, να καταδικασθεί η Ente Ferrovie να καταβάλει τη διαφορά που υπήρχε μεταξύ των αποδοχών της εικονικής απασχόλησης και των αποδοχών της πραγματικής απασχόλησης. Η Ente Ferrovie καταδικάστηκε στον πρώτο και στον δεύτερο βαθμό και προσέφυγε στο Corte di cassazione ισχυριζόμενη, μεταξύ άλλων, ότι η εθνική νομοθεσία ήταν ασυμβίβαστη με τη συνθήκη ΕΚ.

[218] Corte di cassazione, Sezione lavoro, 1η Φεβρουαρίου 2000, αριθ. 1105, Il massimario del Foro italiano, 2000, col. 112-113.

Καταρχάς, το Corte di cassazione υπενθύμισε τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να γίνει προδικαστική παραπομπή, δηλαδή ότι το ζήτημα με το οποίο είναι αντιμέτωπος ο εθνικός δικαστής πρέπει να αφορά την ερμηνεία διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας, ότι πρέπει να υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες περί την ερμηνεία των διατάξεων αυτών ή το πεδίο εφαρμογής τους ή τον σκοπό τους και ότι η επίλυση της κύριας διαφοράς πρέπει να εξαρτάται από την απάντηση του Δικαστηρίου στο προδικαστικό ερώτημα που του έχει υποβάλει ο παραπέμπων δικαστής. Επί τη βάσει των ανωτέρω προϋποθέσεων και θεωρώντας ότι δεν πληρούνταν εν προκειμένω, το Corte di cassazione αρνήθηκε να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο. Ειδικότερα, έκρινε ότι η στάση του Ιταλού νομοθέτη έναντι της πλασματικής τοποθέτησης εργατικού δυναμικού αποτελούσε έκφραση της διακριτικής του ευχέρειας, που περιοριζόταν στην αποδοκιμασία παράνομων καταστάσεων στο όνομα ενός ευρύτερου στόχου, δηλαδή της διασφάλισης της προστασίας της οικονομικής και νομικής κατάστασης των υφιστάμενων εργαζομένων. Εξάλλου, το ίδιο δικαστήριο έκρινε ότι η απαγόρευση του άρθρου 1 του προαναφερθέντος νόμου αριθ. 1369 δεν θίγει νομικά καθεστώτα τα οποία κατοχυρώνονται από την κοινοτική νομοθεσία και ότι, κατά συνέπεια, δεν αντιβαίνει στις υπό εξέταση κοινοτικές διατάξεις.

Και πάλι στην Ιταλία, το Corte di cassazione ασχολήθηκε με μία υπόθεση που αφορούσε μία σύμβαση καταναλωτικού δανείου [219] και εξέδωσε απόφαση χωρίς να παραπέμψει προδικαστικά στο Δικαστήριο το ζήτημα του πεδίου εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 50 της 15ης Ιανουαρίου 1992, με το οποίο ενσωματώθηκε στην ιταλική νομοθεσία η οδηγία 85/577 για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος [220]. Αντίδικοι στην κύρια διαφορά ήταν μία εταιρεία του χρηματοπιστωτικού κλάδου και μία πελάτισσα η οποία είχε συνάψει σύμβαση καταναλωτικού δανείου προκειμένου να αποκτήσει τα χρήματα που χρειάζονταν για να αποκτήσει η κόρη της δίπλωμα αισθητικού. Η επίδικη σύμβαση είχε υπογραφεί στους χώρους του ινστιτούτου στο οποίο σπούδαζε η κόρη. Η προσφεύγουσα αντιτάχθηκε στη διαταγή πληρωμής που είχε εκδοθεί εις βάρος της με ενέργειες της χρηματοπιστωτικής εταιρείας, που επεδίωκε την είσπραξη των ποσών που είχε καταβάλει απευθείας στο ινστιτούτο, επικαλούμενη προεισαγωγικώς την κατά τόπον αναρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο είχε προσφύγει η αντίδικος, με βάση το άρθρο 12 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 50 της 15ης Ιανουαρίου 1992, το οποίο προβλέπει ότι κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο είναι εκείνο της διαμονής ή της κατοικίας του καταναλωτή.

[219] Corte di cassazione, Sezione III civile, 4 Ιανουαρίου 2000, αριθ. 372, Il massimario del Foro italiano, 2000, col. 32.

[220] Οδηγία 85/577 του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1985 (ΕΕ L 372 της 31.12.1985, σελ. 31).

Η χρηματοπιστωτική εταιρεία προσέφυγε στο Corte di cassazione υποστηρίζοντας, αφενός, ότι το συγκεκριμένο διάταγμα δεν ήταν εφαρμοστέο εν προκειμένω, διότι η σύμβαση δεν είχε συναφθεί εκτός εμπορικού καταστήματος αλλά στους χώρους του ινστιτούτου, που είχε ενεργήσει επ' ονόματι και για λογαριασμό της χρηματοπιστωτικής εταιρείας. Αφετέρου, επικαλείτο το άρθρο 1 στοιχείο α) του ρηθέντος νομοθετικού διατάγματος αριθ. 50, που ορίζει ότι στο πεδίο εφαρμογής του διατάγματος εμπίπτουν επίσης οι συμβάσεις που έχουν υπογραφεί, επί παραδείγματι, σε χώρους στους οποίους ο καταναλωτής βρίσκεται, έστω και προσωρινά, για σπουδές, εργασία ή θεραπεία. Η αντισυμβαλλόμενη είχε υπογράψει την επίδικη σύμβαση για το καλό της κόρης της και όχι για να χρηματοδοτήσει δικές της σπουδές. Ως εκ τούτου, κατά την προσφεύγουσα, δεν μπορούσε να επικαλεσθεί την προστασία που παρέχει το εν λόγω νομοθετικό διάταγμα. Καίτοι τα ζητήματα που ανέκυπταν αφορούσαν καινοφανείς παραμέτρους (δηλαδή το περιεχόμενο της φράσης «εκτός εμπορικού καταστήματος» και του όρου «καταναλωτής» σε συνάρτηση με τα δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης) ενώ η περίπτωση που προβλέπει το άρθρο 1 στοιχείο α) του ρηθέντος διατάγματος δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 85/577, το Corte di cassazione δεν εξέτασε το ενδεχόμενο πραγματοποίησης προδικαστικής παραπομπής στο Δικαστήριο. Αντιθέτως έκρινε ότι το σύνολο των κανονιστικών ρυθμίσεων που απορρέουν από το διάταγμα επιτρέπει να απαντηθούν με ικανοποιητική σαφήνεια τα ζητήματα που ανακύπτουν. Σύμφωνα με το Corte di cassazione, το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 50 δεν ήταν εφαρμοστέο εν προκειμένω, δεδομένου ότι, αφενός, το προαναφερθέν άρθρο 12 εφαρμόζεται μόνο εάν η αντιδικία αφορά το δικαίωμα του καταναλωτή να καταγγείλει τη σύμβαση, ενώ στη συγκεκριμένη υπόθεση επρόκειτο για αίτηση λύσης λόγω μη εκτέλεσης της σύμβασης και, αφετέρου, το άρθρο 1 στοιχείο α) του ίδιου διατάγματος κάνει λόγο αποκλειστικά και μόνο για τον ίδιο τον καταναλωτή και όχι για τα μέλη της οικογενείας του. συνεπώς, εν προκειμένω δεν θα μπορούσε επ' ουδενί να γίνει επίκληση των λόγων σπουδών που προβλέπονται στη συγκεκριμένη διάταξη. Ας σημειωθεί ότι σε παρόμοια περίπτωση δύο προδικαστικά ζητήματα παραπέμφθηκαν παρόλα αυτά στο Δικαστήριο από το ειρηνοδικείο (Giudice di Pace) της Βιαντάνα [221].

[221] Υποθέσεις C-541/99, Cape κατά Idealservice, και C-542/99, Idealservice κατά Omai, οι οποίες εκκρεμούν (ΕΕ C 47 της 19.2.1999, σελ. 26).

Στις Κάτω Χώρες, σε μία υπόθεση που αφορούσε την υπαγωγή στον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), το Hoge Raad, χωρίς να παραπέμψει προδικαστικό ζήτημα στο Δικαστήριο, απεφάνθη, σε απόφαση της 25ης Ιουλίου 2000 [222], ότι μία ετερόρρυθμος εταιρεία η οποία εκμισθώνει ιατρικό εξοπλισμό στον ετερόρρυθμο εταίρο της (εν προκειμένω ένα νοσοκομείο) πρέπει να θεωρηθεί ως υποκείμενη στο φόρο και ασκούσα οικονομικές δραστηριότητες κατά την έννοια του άρθρου 4 της έκτης οδηγίας ΦΠΑ (77/388) [223], και τούτο παρά το γεγονός ότι η αγορά του εξοπλισμού χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου με κεφάλαια που διέθεσε το νοσοκομείο, ότι το είδος του εξοπλισμού και ο χώρος εγκατάστασής του επελέγησαν από το νοσοκομείο και ότι το νοσοκομείο ανέλαβε το κόστος της ασφάλισης για τη χρήση του εξοπλισμού καθώς και την ευθύνη γι' αυτόν. Το Hoge Raad έκρινε ότι δεν υπήρχε εύλογη αμφιβολία για το ότι η υπόψη εταιρεία διενεργούσε όντως πράξεις με αντικείμενο την εκμετάλλευση ενός αγαθού και σκοπό την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα και ότι οι πράξεις αυτές μπορούσαν να θεωρηθούν ως «οικονομικές δραστηριότητες» κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2 της οδηγίας. Το δικαστήριο έκρινε ότι η εταιρεία δεν έπρεπε να ταυτίζεται με το νοσοκομείο και ότι είχε δικαίωμα σε επιστροφή του ΦΠΑ που είχε καταβληθεί κατά την αγορά του εξοπλισμού.

[222] Hoge Raad, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2000, Beslissingen in belastingzaken, 2000, 307.

[223] Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ L 145 της 13.6.1977, σελ. 1).

Στη Σουηδία, το Regeringsrδtten, σε απόφαση της 10ης Απριλίου 2000 [224], έκρινε ότι δεν όφειλε σύμφωνα με το άρθρο 234 εδάφιο 3 ΕΚ (πρώην άρθρο 177 εδάφιο 3 της συνθήκης ΕΚ) να υποβάλει προδικαστικό ζήτημα στο Δικαστήριο πριν να απορρίψει προσφυγή που αφορούσε το ερώτημα κατά πόσον ο σουηδικός νόμος που προβλέπει τη φορολόγηση των εσόδων από διαφημίσεις [225] αντιβαίνει στο άρθρο 33 της έκτης οδηγίας ΦΠΑ [226], που απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν κάθε φόρο, δασμό ή τέλος που έχει τον χαρακτήρα φόρου επί του κύκλου εργασιών, καθώς και στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) και στο άρθρο 10 ΕΚ (πρώην άρθρο 5). Η κύρια υπόθεση αφορούσε μία επιχείρηση η οποία εκδίδει και διανέμει ένα δωρεάν περιοδικό πληροφορικής, το οποίο χρηματοδοτείται από διαφημιστικές καταχωρήσεις. Βάσει της σουηδικής νομοθεσίας, ο εκδότης υποχρεούται να πληρώσει φόρο για τα έσοδα που αντλεί από την πώληση διαφημιστικού χώρου. Ο σχετικός νόμος προβλέπει ότι ο φόρος βαρύνει μόνο τις διαφημίσεις που προορίζονται για δημοσίευση στη Σουηδία.

[224] Regeringsrδtten, 10 Απριλίου 2000, RΕ 1999-630.

[225] Lag (1972:266) om skatt pε annonser och reklam.

[226] Βλ. την υποσημείωση αριθ. 20.

Το Regeringsrδtten, παραπέμποντας σε απόφασή του τού 1999 [227], στην οποία η σχετική προβληματική είχε αναλυθεί διεξοδικά, απεφάνθη ότι όλοι οι φόροι επί του κύκλου εργασιών δεν αποτελούν κατ' ανάγκη φόρο ο οποίος απαγορεύεται βάσει του άρθρου 33 της προαναφερθείσας οδηγίας. Στη συγκεκριμένη απόφαση του 1999, το Regeringsrδtten είχε στηριχθεί στην απόφαση του Δικαστηρίου επί της υπόθεσης Denkavit [228], όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 33 της οδηγίας αποσκοπεί στο να αποτραπεί η επιβολή ή η διατήρηση από τα κράτη μέλη φόρων, δασμών ή τελών τα οποία θα επιβάρυναν την κυκλοφορία των αγαθών και των υπηρεσιών κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν που ισχύει για τον φόρο προστιθέμενης αξίας και τα οποία κατά συνέπεια θα υπονόμευαν τη λειτουργία του κοινού συστήματος ΦΠΑ, καθώς και ότι στη σχετική απαγόρευση πρέπει εν πάση περιπτώσει να γίνει δεκτό ότι εμπίπτουν οι φόροι, οι δασμοί και τα τέλη που, αν και δεν ομοιάζουν ως προς όλες τους τις πτυχές με τον φόρο προστιθέμενης αξίας, εντούτοις έχουν τα ίδια σε σχέση με αυτόν κύρια χαρακτηριστικά. Σχετικά με το θέμα αυτό, το Regeringersrδtten, στην απόφασή του τού 1999, είχε επισημάνει ότι ο φόρος επί της διαφήμισης τον οποίον προβλέπει η σουηδική νομοθεσία δεν έχει γενικό χαρακτήρα, δεν είναι ανάλογος του ποσού που εισπράττεται για τις διαφημιστικές καταχωρήσεις, δεν εισπράττεται σε όλα τα στάδια της παραγωγής και της διανομής και δεν υπολογίζεται επί της προστιθέμενης αξίας. Το δικαστήριο είχε τότε εξαγάγει το συμπέρασμα ότι ο εν λόγω φόρος δεν αποτελεί φόρο προστιθέμενης αξίας κατά την έννοια του άρθρου 33 της οδηγίας.

[227] Regeringsrδtten, 26 Φεβρουαρίου 2000, RΕ 1999-8.

[228] Απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1992, C-200/90, Συλλογή I-2217.

Το Regeringsrδtten έκρινε ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν υπήρχε λόγος απόκλισης από την παλαιότερη νομολογία του και ότι δεν υφίστατο ουδείς λόγος για την πραγματοποίηση προδικαστικής παραπομπής. Αναφορικά με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 10 ΕΚ, ο προσφεύγων διατεινόταν ότι τα περιοδικά προορίζονταν κατά κύριο λόγο για τις αγορές του εξωτερικού και ότι ως εκ τούτου απαλλάσσονταν από τη φορολογία. με τον τρόπο αυτό αποκτούσαν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σύγκριση με τα περιοδικά που προορίζονται για τη σουηδική αγορά. Κατά τον προσφεύγοντα, εξαιτίας του καθήκοντος πίστης που βαρύνει τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 10 ΕΚ, η Σουηδία δεν νομιμοποιείτο να διατηρήσει την επίμαχη φορολογία. Το Regeringsrδtten έκρινε ότι τα ανωτέρω επιχειρήματα δεν οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο νόμος αντέβαινε στις διατάξεις που επικαλείτο ο διάδικος. Εξάλλου, το Regeringsrδtten απέρριψε χωρίς πρόδηλη αιτιολογία την αίτηση προδικαστικής παραπομπής. Ας σημειωθεί ότι την ίδια ημέρα το Regeringsrδtten απέρριψε υπό τις ίδιες συνθήκες μία άλλη προσφυγή με παρόμοια πραγματικά περιστατικά και επιχειρηματολογία [229].

[229] Regeringsrδtten, 10 Απριλίου 2000, RΕ 1999-631.

2.3.2. Δικαστικές αποφάσεις που παρουσιάζουν ενδιαφέρον υπό το πρίσμα του άρθρου 234 ΕΚ

Στη Γερμανία, το Bundesverfassungsgericht [230] ακύρωσε απόφαση του Bundesverwaltungsgericht για παραβίαση της συνταγματικής αρχής βάσει της οποίας κανείς δεν μπορεί να στερηθεί τον νόμιμο δικαστή του (η αρχή αυτή προβλέπεται στο άρθρο 101 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του θεμελιώδους νόμου Grundgesetz, ο οποίος υπέχει θέση συντάγματος), με το σκεπτικό ότι το Bundesverwaltungsgericht δεν είχε παραπέμψει τη συγκεκριμένη υπόθεση στο Δικαστήριο.

[230] Bundesverfassungsgericht, διάταξη της 9ης Ιανουαρίου 2001, 1 BvR 1036/99, <http://www.bverfg.de>.

Μία αναγνωρισμένη ιατρός είχε ασκήσει συνταγματική προσφυγή στο Bundesverfassungsgericht διεκδικώντας το δικαίωμα να εργάζεται ως συμβεβλημένος ιατρός στο Αμβούργο. Ο ιατρικός σύλλογος της πόλης αυτής αρνείτο να της αναγνωρίσει τον τίτλο του «γενικού ιατρού» με το αιτιολογικό ότι δεν είχε εργασθεί με πλήρες ωράριο επί ένα εξάμηνο στο ιατρείο συμβεβλημένου ιατρού. Ειδικότερα, στο ομόσπονδο κρατίδιο του Αμβούργου (τα γερμανικά ομόσπονδα κρατίδια είναι καθ' ύλην αρμόδια στο πλαίσιο του γερμανικού συνταγματικού συστήματος), οι οδηγίες 86/457 (ιατρική εκπαίδευση) [231] και 93/16 (αμοιβαία αναγνώριση ιατρικών πτυχίων) [232], ενσωματώθηκαν στη γερμανική νομοθεσία κατά τέτοιον τρόπο ώστε ο ιατρικός σύλλογος της πόλης του Αμβούργου να απαιτεί, από το 1990 και μετά, για να παραχωρήσει τον συγκεκριμένο τίτλο, την άσκηση πρακτικής επαγγελματικής δραστηριότητας με πλήρες ωράριο επί ένα εξάμηνο τουλάχιστον σε ανεγνωρισμένη κλινική, μετά από την οποία ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει εργασθεί επί ένα εξάμηνο με πλήρες ωράριο σε συμβεβλημένα ιατρεία γενικής ιατρικής ή σε ιατρεία εξομοιούμενα με συμβεβλημένα ιατρεία. Πλην όμως, η προσφεύγουσα, που πληρούσε την πρώτη προϋπόθεση, είχε μεν εργασθεί επί ένα έτος σε συμβεβλημένο ιατρείο γενικής ιατρικής, αλλά υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης.

[231] Οδηγία 86/457/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Σεπτεμβρίου 1986, περί ειδικής εκπαιδεύσεως στη γενική ιατρική (ΕΕ L 267 της 19.9.86, σελ. 26).

[232] Οδηγία 93/16/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, για τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ιατρών και της αμοιβαίας αναγνώρισης των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων τους (ΕΕ L 165 της 7.7.1993, σελ. 1).

Οι προσφυγές σε πρώτο βαθμό και κατ' έφεση απορρίφθηκαν. Το Bundesverwaltungsgericht, στο οποίο ασκήθηκε αναίρεση, εξέδωσε και αυτό απορριπτική απόφαση [233]. Θεμελίωνε την απόφασή του στο κατωτέρω σκεπτικό το οποίο σχετίζεται με τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας που αξιώνουν άσκηση με πλήρες ωράριο επί ένα εξάμηνο τουλάχιστον σε ιατρείο γενικής ιατρικής, προϋπόθεση που δεν πληρούσε η προσφεύγουσα. Είναι αλήθεια ότι το Δικαστήριο δεν θα είχε ακόμη αποφανθεί σχετικά με το ερώτημα κατά πόσον τέτοιου είδους απαιτήσεις έρχονται σε αντίθεση με την απαγόρευση των έμμεσων διακρίσεων με βάση το φύλο. Παρόλα αυτά, ακόμη κι αν ίσχυε εν προκειμένω η απαγόρευση των έμμεσων διακρίσεων σύμφωνα με την οδηγία 76/207 (ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στην εργασία) [234], δεν θα ήταν επιβεβλημένη η προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο. Ειδικότερα, το ίδιο το κοινοτικό δίκαιο, με τις οδηγίες 86/457 και 93/16, προβλέπει σαφώς και απεριφράστως τον όρο ότι η εκπαίδευση του γενικού ιατρού πρέπει να περιλαμβάνει περιόδους άσκησης υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Κατά το Bundesverwaltungsgericht, οι ανωτέρω οδηγίες υπερισχύουν της οδηγίας 76/207, και τούτο βάσει των γενικών αρχών της ειδικότητας και της προτεραιότητας. Το ίδιο δικαστήριο απεφάνθη εξάλλου ότι οι υπόψη διατάξεις δεν αντιβαίνουν ούτε στις αρχές του κράτους δικαίου, ούτε στην προστασία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων.

[233] Bundesverwaltungsgericht, απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 1999, 3 C 10/98, Entscheidungen des Bundesverwaltungsgerichts 108, 289.

[234] Οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ L 39 της 14.2.1976, σελ. 40).

Το Bundesverfassungsgericht έκανε δεκτή τη συνταγματική προσφυγή που ασκήθηκε κατά της ανωτέρω απόφασης, παραπέμποντας σε σχετική πάγια νομολογία του [235] σύμφωνα με την οποία, αφενός, το Δικαστήριο αποτελεί νόμιμο δικαστή κατά την έννοια του άρθρου 101 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του Grundgesetz και, αφετέρου, μπορεί να γίνει λόγος για στέρηση του νόμιμου δικαστή όταν ένα εθνικό δικαστήριο δεν τηρεί την υποχρέωσή του να προσφύγει προδικαστικά στο Δικαστήριο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το Bundesverfassungsgericht, η υποχρέωση παραπομπής παραβιάζεται, π.χ. όταν ένα δικαστήριο που δικάζει σε τελευταίο βαθμό αθετεί τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει εν προκειμένω. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση που δεν υπάρχει ακόμη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το ζήτημα κοινοτικού δικαίου που είναι ικανό να καθορίσει την έκβαση της υπόθεσης ή οσάκις η υπάρχουσα νομολογία δεν έχει απαντήσει πλήρως στο ζήτημα αυτό. Το άρθρο 101 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του Grundgesetz παραβιάζεται σε περίπτωση που το αρμόδιο δικαστήριο του τελευταίου βαθμού υπερβαίνει σε απαράδεκτο βαθμό τα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας που του αναλογούν σε παρόμοιες περιπτώσεις. Τούτο συμβαίνει, επί παραδείγματι, όταν η άποψη που υιοθετεί το δικαστήριο σχετικά με το ζήτημα κοινοτικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η έκβαση της διαφοράς πρέπει καταφανώς να υποχωρήσει προς όφελος αντίθετων τοποθετήσεων. Εξάλλου, το Bundesverfassungsgericht μπορεί να ασκήσει τον έλεγχο που του έχει ανατεθεί μόνο εφόσον γνωρίζει, με ικανοποιητική βεβαιότητα, τους λόγους για τους οποίους το δικαστήριο που ασχολήθηκε με την ουσία της εκάστοτε υπόθεσης σε τελευταίο βαθμό παρέλειψε να την παραπέμψει προδικαστικά στο Δικαστήριο. Επί τη βάσει των ανωτέρω προϋποθέσεων, το Bundesverfassungsgericht απεφάνθη ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση το Bundesverwaltungsgericht, ως δικαστήριο του τελευταίου βαθμού, αθέτησε ως μη όφειλε την υποχρέωσή του να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο.

[235] Bundesverfassungsgericht, διάταξη της 5ης Αυγούστου 1998, 1 BvR 264/98, Der Betrieb 1998, 1919. Zeitschrift fόr Wirtschaftsrecht 1998, 1728. Arbeit und Recht 1998, 465. Versicherungsrecht 1998, 1399. Europδische Zeitschrift fόr Wirtschaftsrecht 1998, 728. Neue Zeitschrift fόr Arbeitsrecht 1998, 1245. μνημονεύεται στην XVIη ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας.

Από τη μία πλευρά, το Bundesverfassungsgericht θεωρεί ότι το Bundesverwaltungsgericht έδωσε στο ερώτημα το οποίο έθεσε αυτό το ίδιο σχετικά με τη σύγκρουση μεταξύ κοινοτικών οδηγιών μία απάντηση η οποία δεν μπορεί να γίνει δεκτή στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Πιο συγκεκριμένα, το εν λόγω δικαστήριο απεφάνθη σχετικά με τη σύγκρουση της οδηγίας 76/207, αφενός, και των οδηγιών 86/457 και 93/16, αφετέρου, χωρίς να λάβει υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου και την κοινοτική νομοθεσία, στηριζόμενο μόνο σε παραμέτρους που ισχύουν στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας. Το Bundesverwaltungsgericht δεν παρέπεμψε σε καμία απόφαση του Δικαστηρίου σχετικά με την προβληματική γύρω από τις συγκρούσεις μεταξύ οδηγιών, μολονότι υπάρχει σχετική νομολογία. Το Bundesverwaltungsgericht δεν διευκρίνισε σε ποιο κείμενο της κοινοτικής νομοθεσίας θεμελιώνει το δικαίωμά του να αποφαίνεται το ίδιο σχετικά με τη σύγκρουση κανόνων στηριζόμενο σε αρχές που προέρχονται από το γερμανικό δίκαιο (αρχές της προτεραιότητας και της ειδικότητας). Ούτε εξήγησε τους λόγους που θα επέτρεπαν στο Bundesverfassungsgericht να ασκήσει έλεγχο βάσει του άρθρου 101 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του Grundgesetz. Κατά το Bundesverfassungsgericht, ένα δικαστήριο το οποίο δεν είναι αρκούντως ενημερωμένο για το κοινοτικό δίκαιο αγνοεί, κατά κανόνα, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι υποχρεωτική η πραγματοποίηση προδικαστικής παραπομπής.

Από την άλλη πλευρά, πάντα κατά το Bundesverfassungsgericht, το Bundesverwaltungsgericht παρέβη επίσης την υποχρέωσή του να παραπέμψει προδικαστικά την υπόθεση και παραβίασε το άρθρο 101 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του Grundgesetz, παραγνωρίζοντας ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης των φύλων συγκαταλέγεται στις θεμελιώδεις αρχές του άγραφου κοινοτικού δικαίου οι οποίες έχουν γίνει δεκτές από το Δικαστήριο. Το Bundesverfassungsgericht διευκρινίζει ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών και η απαγόρευση κάθε άμεσης ή έμμεσης διάκρισης με βάση το φύλο που απορρέει από αυτήν ανήκει στις θεμελιώδεις γενικές αρχές της Κοινότητας, οι οποίες έχουν τύχει επεξεργασίας από το Δικαστήριο, για να μπορούν να χρησιμεύουν ως υποχρεωτικό κριτήριο για την εξέταση της νομιμότητας δεδομένης συμπεριφοράς των κοινοτικών οργάνων. Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος θα ήταν ανέφικτη αν το Bundesverfassungsgericht δεν μπορούσε, λόγω αναρμοδιότητας, να ασχοληθεί με την ουσία της υπόθεσης υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αν το Δικαστήριο δεν είχε την ευκαιρία, λόγω της μη πραγματοποίησης προδικαστικής παραπομπής, να ελέγξει το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο από την άποψη των εγγυήσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων που έχουν θεσπισθεί για την Κοινότητα.

Πάντα στη Γερμανία, το Bundesgerichtshof απεφάνθη σχετικά με το εξής ερώτημα: σε περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι αμφίβολο αν ένας εθνικός κανόνας συμβιβάζεται με τον θεμελιώδη νόμο (Grundgesetz) και με την κοινοτική νομοθεσία, η υπόθεση πρέπει να παραπέμπεται αρχικά στο Bundesverfassungsgericht ή απευθείας στο Δικαστήριο; Εν προκειμένω, στο Bundesgerichtshof είχε ασκηθεί προσφυγή κατά αποφάσεως του Bundeskartellamt με την οποία απαγορευόταν στο ομόσπονδο κρατίδιο (Land) του Βερολίνου να αξιώνει, στο πλαίσιο της ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων έργων, τη συμμόρφωση με την κατώτατη αμοιβή που καθορίζεται στη συλλογική σύμβαση που ισχύει στο έδαφός του. Ανέκυπτε το ερώτημα κατά πόσο η σχετική νομοθεσία του ομόσπονδου κρατιδίου του Βερολίνου αντέβαινε στις διατάξεις του Grundgesetz περί των αρμοδιοτήτων των ομόσπονδων κρατιδίων, καθώς και στη «θεμελιώδη ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι» («Koalitionsfreiheit»), με την οποία κατοχυρώνεται η ελευθερία των κοινωνικών εταίρων να καθορίζουν τους όρους εργασίας. Εξάλλου, σύμφωνα με το Bundesgerichtshof, υπήρχε αμφιβολία γύρω από το κατά πόσον ο επίμαχος κανόνας ήταν ασυμβίβαστος με την ελευθερία παροχής υπηρεσιών η οποία προβλέπεται στο άρθρο 59 της συνθήκης ΕΚ (πρόκειται, μετά την τροποποίηση, για το άρθρο 49 ΕΚ). Σχετικά με το θέμα της συμβατότητας με την κοινοτική νομοθεσία, το Bundesgerichtshof επεσήμανε ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει το ίδιο απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα, αλλά ότι η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο. Ακόμη έκρινε ότι η υπόθεση έπρεπε προηγουμένως να παραπεμφθεί στο Bundesverfassungsgericht για να ελεγχθεί, σε πρώτο στάδιο, κατά πόσον ο κανόνας συνάδει με τον θεμελιώδη νόμο της Γερμανίας [236].

[236] Bundesgerichtshof, διάταξη της 18ης Ιανουαρίου 2000, KVR 23/98, Zeitschrift fόr Wirtschaftsrecht 2000, 426. Der Betrieb 2000, 465. Wettbewerb in Recht und Praxis 2000, 397. Neue Zeitschrift fόr Arbeitsrecht 2000, 327. Wertpapier-Mitteilungen 2000, 842. Juristen-Zeitung 2000, 514. Deutsche Verwaltungsblδtter 2000, 1056. Zeitschrift fόr deutsches und internationales Baurecht 2000, 316. Zeitschrift fόr das gesamte φffentliche und private Baurecht 2000, 1736.

Στη Γαλλία, το Conseil d'Etat κλήθηκε δυνάμει του άρθρου 12 του νόμου αριθ. 87-1127 της 31ης Ιουλίου 1987, να γνωμοδοτήσει σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 141 ΕΚ (πρώην άρθρο 119 της συνθήκης ΕΚ) και των διατάξεων της οδηγίας 79/7 (ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης) [237]. Με απόφασή του της 4ης Φεβρουαρίου 2000 [238], το εν λόγω δικαστήριο απεφάνθη ότι ήταν αναρμόδιο να απαντήσει στην αίτηση που του είχε υποβληθεί.

[237] Οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ L 6 της 10.1.1979, σελ. 24).

[238] Conseil d'Etat, γνώμη της 4ης Φεβρουαρίου 2000, Mouflin, Revue franηaise de droit administratif 2000, σελ. 468.

Ο γαλλικός κώδικας των πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου ορίζει ότι μόνο οι γυναίκες έχουν το δικαίωμα να επικαλούνται άμεσα τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα σε περίπτωση που ο σύζυγός τους προσβληθεί από αναπηρία ή ανίατη ασθένεια η οποία τον καθιστά ανίκανο προς άσκηση οιουδήποτε επαγγέλματος. Αμφισβητώντας την απόφαση με την οποία εμποδιζόταν να επικαλεσθεί το ευεργέτημα της διάταξης αυτής, ένας προσφεύγων έθεσε το ερώτημα κατά πόσον η γαλλική νομοθεσία συμβιβαζόταν με το κοινοτικό δίκαιο. Το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο αποφάσισε σχετικά ότι ο νόμος του παρέχει τη δυνατότητα να διαβιβάσει την αίτηση στο Conseil d'Ιtat. Αυτό το τελευταίο διαπίστωσε ότι η ζητούμενη ερμηνεία εμπεριείχε μία δυσκολία η οποία ήταν πανομοιότυπη με εκείνη που και το ίδιο είχε αντιμετωπίσει στην υπόθεση Griesmar [239], αναφορικά με την επιχορήγηση για τέκνα που ο προαναφερθείς κώδικας προβλέπει ομοίως μόνο για τις γυναίκες. Το Conseil d'Etat υπενθύμισε ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση είχε παραπέμψει στο Δικαστήριο το ερώτημα κατά πόσον ο όρος «αμοιβή» που απαντά στο άρθρο 119 της συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 141 ΕΚ) έπρεπε να γίνει αντιληπτός ως καλύπτων και τις συντάξεις γήρατος που χορηγούνται κατ' εφαρμογή του γαλλικού κώδικα των πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου ή αν οι εν λόγω συντάξεις έπρεπε να θεωρούνται παροχές κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίες διέπονται από την οδηγία αριθ. 79/7.

[239] Υπόθεση C-366/99, μη εισέτι εκδικασθείσα (ΕΕ C 366 της 18.12.1999, σελ. 16).

Ακόμη, το Conseil d'Etat συμπέρανε ότι εναπόκειται στο διοικητικό δικαστήριο, συνεκτιμώντας τα προαναφερθέντα στοιχεία, να αποφασίσει αν είναι αναγκαίο, προκειμένου να εκδώσει την απόφασή του, να προβεί και αυτό στην παραπομπή προδικαστικού ζητήματος στο Δικαστήριο, ούτως ώστε αυτό το τελευταίο να αποφανθεί επί του ερωτήματος κατά πόσον οι εφαρμοστέες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας καθιστούν παράνομη τη διαφορετική μεταχείριση που προβλέπει η επίμαχη διάταξη του κώδικα των πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου. Πράγματι, το διοικητικό δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο [240].

[240] Υπόθεση C-206/00, μη εισέτι εκδικασθείσα (ΕΕ C 211 της 22.7.2000, σελ. 12).

Στην Ιταλία, το Corte di cassazione εξεφράσθη επί της αναστολής μίας διαδικασίας εν αναμονή των απαντήσεων του Δικαστηρίου σε ορισμένα ζητήματα που ήταν κρίσιμα εν προκειμένω. Το Tribunale της Μπολόνια είχε αναστείλει την εκδίκαση μιας υπόθεσης, κατ' εφαρμογή του άρθρου 295 του ιταλικού κώδικα πολιτικής δικονομίας (Codice di procedura civile), με το σκεπτικό ότι η επίλυση της διαφοράς εξαρτάτο από την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου για τις οποίες είχαν ήδη υποβληθεί προδικαστικά ζητήματα στο Δικαστήριο. Επομένως, το Tribunale di Bologna δεν θεώρησε αναγκαίο να παραπέμψει το ίδιο ζητήματα στο Δικαστήριο. Με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, το Corte di cassazione ακύρωσε τη σχετική διάταξη περί αναστολής [241], έχοντας προηγουμένως ερμηνεύσει το άρθρο 234 ΕΚ και καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ένα εθνικό δικαστήριο το οποίο δεν ασχολείται με την εκάστοτε υπόθεση σε τελευταίο βαθμό και θεωρεί ότι η επίλυση της διαφοράς θέτει κάποιο ζήτημα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου καλείται να επιλέξει μεταξύ, αφενός, της παραπομπής του ζητήματος αυτού στο Δικαστήριο και της αναστολής της έκδοσης της δικής του απόφασης και, αφετέρου, της ιδίας αποσαφήνισης του ζητήματος. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις αυτές το εθνικό δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να αναστείλει απλώς την εκδίκαση της υπόθεσης μέχρι να αποφανθεί το Δικαστήριο επί ζητήματος που του έχει παραπεμφθεί από άλλο δικαστήριο, διότι η στάση αυτή θα ισοδυναμούσε με αναστολή της διαδικασίας για λόγους σκοπιμότητας, η οποία δεν προβλέπεται από το άρθρο 295 του Codice di procedura civile και η οποία συν τοις άλλοις θα στερούσε από τους διαδίκους τη δυνατότητα να μετάσχουν στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.

[241] Corte di cassazione, Sezione II civile, 14 Σεπτεμβρίου 1999, αριθ. 9813, Caribo κατά Ministero delle Finanze.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην υπόθεση R. κατά Secretary of State for Health e.a., ex parte Imperial Tobacco Ltd e.a. [242], η Βουλή των Λόρδων (House of Lords) απεφάνθη κατά πλειοψηφία ότι, σε περίπτωση που ένα εθνικό δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί αίτησης ασφαλιστικών μέτρων που έχει ως σκοπό να απαγορευθεί στην κυβέρνηση ενός κράτους μέλους να θεσπίσει διατάξεις για την ενσωμάτωση μιας οδηγίας στην εθνική νομοθεσία μέχρι να παρέλθει η προθεσμία που έχει ταχθεί για τη θέση της σε εφαρμογή, το ερώτημα αν εφαρμοστέα είναι η εθνική ή η κοινοτική νομοθεσία δεν μπορεί να απαντηθεί χωρίς παραπομπή προδικαστικού ζητήματος στο Δικαστήριο.

[242] House of Lords, 7 Δεκεμβρίου 2000, R. κατά Secretary of State for Health and others, ex parte Imperial Tobacco Ltd and others, Daily Law Notes.

Αρκετές καπνοβιομηχανίες είχαν υποβάλει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο High Court ζητώντας να απαγορευθεί στην κυβέρνηση να θεσπίσει διατάξεις με σκοπό την ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της οδηγίας 98/43 περί της διαφήμισης και χορηγίας υπέρ των προϊόντων καπνού [243], μέχρι να αποφανθεί το Δικαστήριο για την ισχύ της συγκεκριμένης κοινοτικής πράξεως. Το High Court είχε κάνει δεκτή την αίτηση με το σκεπτικό ότι, καθώς η προθεσμία ενσωμάτωσης της οδηγίας έληγε μόλις στις 30 Ιουλίου 2001, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων έπρεπε να εξετασθεί με βάση τις αρχές του εθνικού δικαίου. Αποφασίζοντας κατά πλειοψηφία, το Court of Appeal αναθεώρησε την απόφαση αυτή αποφαινόμενο, αφενός, ότι ήταν εφαρμοστέες οι αρχές του κοινοτικού δικαίου, τις οποίες το Δικαστήριο διατύπωσε στην απόφαση Zuckerfabrik [244] και, αφετέρου, ότι οι καπνοβιομηχανίες είχαν αποδείξει την πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης σε περίπτωση που δεν γινόταν δεκτή η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

[243] Οδηγία 98/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 1998, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά τη διαφήμιση και τη χορηγία υπέρ των προϊόντων καπνού (ΕΕ L 213 της 30.7.1998, σελ. 9).

[244] Απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Φεβρουαρίου 1991, C-143/88 και C-92/89, Συλλογή σελ. I-415.

Εν τω μεταξύ, η γερμανική κυβέρνηση είχε ασκήσει προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της οδηγίας 98/43. Στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής, ο γενικός εισαγγελέας, στα συμπεράσματά του της 15ης Ιουνίου 2000, εισηγήθηκε στο Δικαστήριο την ακύρωση της οδηγίας με το σκεπτικό ότι η Κοινότητα ήταν αναρμόδια να τη θεσπίσει με τη νομική βάση την οποία επικαλείται. Με βάση τα συμπεράσματα αυτά, η βρετανική κυβέρνηση δέχθηκε να μην ενσωματώσει την οδηγία στη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου, εν αναμονή της απόφασης του Δικαστηρίου. (Το Δικαστήριο, με απόφασή του της 5ης Οκτωβρίου 2000 [245], απεφάνθη ότι η οδηγία ήταν άκυρη.)

[245] Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 2000, C-376/98, Γερμανία κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, μη εισέτι δημοσιευθείσα στη Συλλογή.

Η Βουλή των Λόρδων καλείτο παρόλα αυτά να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσο τα κριτήρια που έπρεπε να εφαρμόσει ο εθνικός δικαστής για να αποφασίσει αν θα κάνει δεκτά τα ασφαλιστικά μέτρα ήταν εκείνα που προέβλεπε η εθνική ή η κοινοτική νομοθεσία. Στην κατά πλειοψηφία γνώμη του, ο Λόρδος Slynn of Hadley υποστήριζε ότι είναι οπωσδήποτε λογικό, εάν μία οδηγία έχει ήδη ενσωματωθεί στην εγχώρια νομοθεσία πριν από την πάροδο της προθεσμίας ενσωμάτωσης, οποιαδήποτε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων να διέπεται από την κοινοτική νομοθεσία και ότι το ίδιο έπρεπε να ισχύει για τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων που αποσκοπούν στο να εμποδίσουν την ενσωμάτωση της οδηγίας. Πρόσθετε, ωστόσο, ότι η προεκτεθείσα ανάλυση δεν σημαίνει ότι το εθνικό δικαστήριο δεν δύναται, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία, να κάνει δεκτά ασφαλιστικά μέτρα κατά της κυβέρνησης ενός κράτους μέλους, μολονότι σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία Foto-Frost, μόνο το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα μίας οδηγίας. Επίσης, ο Λόρδος Slynn of Hadley υποστήριζε ότι, καίτοι τα κριτήρια που διατυπώνονταν στην προαναφερθείσα απόφαση Zuckerfabrik και εκείνα που προέβλεπε η εθνική νομοθεσία παρουσίαζαν ποικίλες ομοιότητες, εντούτοις δεν αποκλειόταν η ύπαρξη διαφορών, παραδείγματος χάρη αναφορικά με το ερώτημα σε ποιο βαθμό μπορούσε να ληφθεί υπόψη η οικονομική ζημία. Τέλος, εάν υποτεθεί ότι η Βουλή των Λόρδων ήταν υποχρεωμένη, προκειμένου να εκδώσει απόφαση επί της συγκεκριμένης υπόθεσης, να απαντήσει στο ερώτημα για το κατά πόσον ήταν εφαρμοστέο εν προκειμένω το κοινοτικό δίκαιο και για το ποιο ήταν το πεδίο εφαρμογής του, η προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο θα ήταν αναγκαία και υποχρεωτική. Ο Λόρδος Slynn of Hadley προσθέτει ότι "η όποια δυσαρέσκεια για το ότι το τεθέν ερώτημα μένει αναπάντητο μετριάζεται μέχρι ενός σημείου από τη σκέψη ότι, στην περίπτωση μίας αίτησης αυτού του είδους, θα είχαν συνεκτιμηθεί όλες οι σχετικές περιστάσεις".

Πάντα στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Court of Appeal εκλήθη να εξετάσει έφεση κατά μίας παραπεμπτικής αποφάσεως. Το High Court είχε ασχοληθεί σε πρώτο βαθμό με διαφορά η οποία αφορούσε την παράλληλη εισαγωγή φαρμακευτικών προϊόντων και είχε θεωρήσει απαραίτητη την παραπομπή μιας σειράς προδικαστικών ζητημάτων στο Δικαστήριο [246]. Εκτός αυτού, είχε απορρίψει την αίτηση που είχε υποβληθεί από ορισμένους εκ των διαδίκων για την έγκριση της άσκησης έφεσης κατά της παραπεμπτικής απόφασης [247]. Οι συγκεκριμένοι διάδικοι προσέφυγαν στη συνέχεια στο Court of Appeal ζητώντας του να εγκρίνει την άσκηση έφεσης.

[246] High Court of Justice (England and Wales), Chancery Division, Patents Court, 28 Φεβρουαρίου 2000, Glaxo Group Ltd and others κατά Dowelhurst Ltd and Swingward Ltd, Common Market Law Reports 2000, Vol. 2, σελ. 571-652.

[247] High Court of Justice (England and Wales), Chancery Division, Patents Court, 7 Μαρτίου 2000, Glaxo Group Ltd and others κατά Dowelhurst Ltd and Swingward Ltd, European Law Reports of Cases in the United Kingdom and Ireland 2000, σελ. 660-664.

Το Court of Appeal δέχθηκε μεν ότι ήταν ενδεχομένως ορθά τα επιχειρήματα των αιτούντων όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων που ήταν κρίσιμες για την κύρια υπόθεση, αλλά παρόλα αυτά απέρριψε την αίτηση, επισημαίνοντας ότι το High Court είχε κρίνει δικαιολογημένα ότι τα ζητήματα που ανέκυπταν στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης ήταν ασαφή και ότι ήταν επιβεβλημένη η παραπομπή τους στο Δικαστήριο, είτε από το ίδιο το High Court, είτε από κάποιο άλλο δικαστήριο [248]. Εξάλλου, το Court of Appeal έκρινε ότι, μολονότι επιτρεπόταν η άσκηση έφεσης, και πάλι ήταν απίθανο να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η απάντηση στα κρίσιμα ερωτήματα ήταν τόσο προφανής ώστε να μην είναι απαραίτητη καμία παραπομπή. Τέλος, το Court of Appeal προσέθεσε ότι η έκδοση παραπεμπτικής απόφασης είναι δυνατή μόνο από τη στιγμή που η εθνική διαδικασία έχει φθάσει ένα στάδιο το οποίο επιτρέπει στο εθνικό δικαστήριο να διευκρινίσει τις πραγματικές και νομικές παραμέτρους των ζητημάτων που ανακύπτουν. Πλην όμως, κατά το Court of Appeal, η διαδικασία έφτασε στο στάδιο αυτό μόλις μετά την απόφαση του High Court. Έχοντας περιγράψει τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, το High Court διέθετε διακριτική ευχέρεια όσον αφορά το εάν έπρεπε να γίνει παραπομπή προδικαστικών ζητημάτων στο Δικαστήριο ή αν τα σχετικά θέματα έπρεπε να αφεθούν στη κρίση ενός κατ' έφεση δικαστηρίου. Το Court of Appeal απεφάνθη ότι δεν ήταν υποχρεωμένο να αναμειχθεί στην άσκηση από το High Court της διακριτικής ευχέρειας που του είχε παραχωρηθεί, εκτός αν ο δικαστής είχε παραλείψει να λάβει υπόψη ένα στοιχείο το οποίο όφειλε να έχει λάβει υπόψη ή αντιθέτως είχε λάβει υπόψη στοιχεία που στερούνταν σημασίας ή εκτός αν η απόφασή του ήταν προδήλως εσφαλμένη. Όμως, τίποτε από αυτά δεν ίσχυε στη συγκεκριμένη υπόθεση. Το Court of Appeal αρνήθηκε επομένως να εγκρίνει την άσκηση έφεσης, και η υπόθεση εξακολουθεί σήμερα να εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου [249].

[248] Court of Appeal (England and Wales) Civil Division, 29 Μαρτίου 2000, Glaxo Group Ltd and others κατά Dowelhurst Ltd and Swingward Ltd, European Law Reports of Cases in the United Kingdom and Ireland 2000, σελ. 664-671.

[249] Υπόθεση C-143/00, εκκρεμούσα (ΕΕ C 233 της 12.8.2000, σελ. 12).

Μία πιθανότητα διπλής παραπομπής παρόμοια με αυτή που έχει μνημονευθεί στην περίπτωση της Γερμανίας υφίσταται επίσης στη Μπενελούξ, όπου τα τρία συμμετέχοντα κράτη μέλη έχουν ρυθμίσει ορισμένα θέματα με συνθήκη, με τη θέσπιση κοινών ομοιόμορφων νόμων, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εθνικών νόμων (παράδειγμα αποτελούν οι ομοιόμορφοι νόμοι της Μπενελούξ για τα σήματα [250] καθώς και για τα σχέδια και τα υποδείγματα [251], οι οποίοι προβλέπουν την παραχώρηση δικαιωμάτων επί σημάτων, σχεδίων και υποδειγμάτων, που παρέχουν ομοιόμορφη προστασία στο σύνολο του εδάφους των τριών χωρών της Μπενελούξ. Για λόγους διασφάλισης αυτής της ομοιομορφίας, το άρθρο 6 του καταστατικού του Δικαστηρίου της Μπενελούξ [252] προβλέπει διαδικασία προδικαστικής παραπομπής στο Δικαστήριο της Μπενελούξ, η οποία είναι εν πολλοίς παρόμοια με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 234 ΕΚ. Όταν αντιμετωπίζουν ζητήματα ερμηνείας που αφορούν συγχρόνως τους προαναφερθέντες ομοιόμορφους νόμους της Μπενελούξ και, αντιστοίχως, τις οδηγίες 89/104 (σήματα) [253] και 98/71 (σχέδια και υποδείγματα) [254], τα εθνικά δικαστήρια των κρατών της Μπενελούξ οφείλουν να προβαίνουν σε προδικαστική παραπομπή στα δύο αρμόδια δικαστήρια, δηλαδή στο Δικαστήριο των ΕΚ και στο Δικαστήριο Μπενελούξ. Το πρακτικό ερώτημα που ανακύπτει σε τέτοιες περιπτώσεις είναι το κατά πόσον η διπλή αυτή παραπομπή πρέπει να γίνει διαδοχικά ή εκ παραλλήλου. Το πρόβλημα αυτό προέκυψε για πρώτη φορά σε μία υπόθεση η οποία αφορούσε την πρακτική της παράλληλης μεταπώλησης, δηλαδή της πώλησης εκτός του κλειστού δικτύου εξουσιοδοτημένων μεταπωλητών. Επρόκειτο για την πώληση αρωμάτων του οίκου Christian Dior από καταστήματα της αλυσίδας Evora, η οποία πωλεί είδη υγιεινής «με έκπτωση». Το Hoge Raad πραγματοποίησε τις δύο παραπομπές ταυτοχρόνως. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο Μπενελούξ, επικαλούμενο την πρωτοκαθεδρία του κοινοτικού δικαίου, ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία, εν αναμονή της απόφασης του Δικαστηρίου επί της ίδιας υπόθεσης. Μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης (πρόκειται για την προαναφερθείσα απόφαση Parfums Christian Dior [255]), το Δικαστήριο Μπενελούξ ξεκίνησε την ενώπιόν του διαδικασία και εξέδωσε σχετική απόφαση στις 16 Δεκεμβρίου 1998 [256]. Κατά τον ίδιο τρόπο ενήργησε επίσης το Gerechtshof te 's-Gravenhage, δηλαδή το εφετείο της Χάγης, σε μία υπόθεση που αφορούσε έναν απόλυτο λόγο απόρριψης, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο περιγραφικός χαρακτήρας, τον οποίον η Υπηρεσία Σημάτων της Μπενελούξ είχε επικαλεσθεί για να απορρίψει μία αίτηση καταχώρησης του λεκτικού σήματος "Postkantoor" (ταχυδρομικό κατάστημα) [257]. Μετά την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης Parfums Christian Dior, με την οποία είχε επιβεβαιωθεί η δυνατότητα του Δικαστηρίου Μπενελούξ να πραγματοποιεί παραπομπές προς το Δικαστήριο, το Hoge Raad der Nederlanden, σε μία υπόθεση που αφορούσε και πάλι έναν απόλυτο λόγο απόρριψης (αυτή τη φορά του λεκτικού σήματος "Biomild"), προτίμησε αντιθέτως να παραπέμψει τα τυχόν ζητήματα στο Δικαστήριο Μπενελούξ και μόνο σ' αυτό, παραχωρώντας του πλήρη ελευθερία να αποφασίσει πλέον αυτό αν θα προβεί σε παραπομπή [258]. Το Δικαστήριο Μπενελούξ άρχισε να μελετά την υπόθεση και στη συνέχεια την παρέπεμψε στο Δικαστήριο τον Ιούνιο του 2000 [259], δηλαδή δύο έτη μετά την απόφαση του Hoge Raad.

[250] Traktatenblad 1983, αριθ. 187. Mιmorial belge της 14ης Οκτωβρίου 1969, τροποποιηθέν με το πρωτόκολλο της 2ας Δεκεμβρίου 1992, Traktatenblad 1993, αριθ. 12.

[251] Traktatenblad 1966, αριθ. 292.

[252] Συνθήκη σχετικά με την ίδρυση και τον κανονισμό λειτουργίας Δικαστηρίου της Μπενελούξ, Βρυξέλλες, 31 Μαρτίου 1965, Traktatenblad 1965, αριθ.71, 1966, αριθ.243 και 244. 1981, αριθ.159 και 1984, αριθ.153.

[253] Πρώτη οδηγία 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 40 της 1.2.1989, σελ. 1).

[254] Οδηγία 98/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 1998 για τη νομική προστασία σχεδίων και υποδειγμάτων (ΕΕ L 289 της 28.10.1998, σελ. 35).

[255] Βλ. την υποσημείωση αριθ. 4.

[256] Δικαστήριο Μπενελούξ, 16 Δεκεμβρίου 1998, υπόθεση A-95/4, Nederlandse Jurisprudentie 2001, αριθ. 133.

[257] Gerechtshof te 's-Gravenhage, απόφαση περί διπλής παραπομπής της 3ης Ιουνίου 1999, για την εισαγωγή της υπόθεσης C-363/99, KPN κατά Bureau Benelux des Marques, που δεν έχει εκδικασθεί ακόμη (ΕΕ C 47 της 19.2.2000, σελ. 11).

[258] Hoge Raad der Nederlanden, διάταξη της 19ης Ιουνίου 1998, Nederlandse Jurisprudentie 1999, αριθ. 68.

[259] Δικαστήριο Μπενελούξ, 26 Ιουνίου 2000, Nederlandse Jurisprudentie 2000, αριθ. 551, για την εισαγωγή της προαναφερθείσας υπόθεσης C-265/00 (βλ. την υποσημείωση αριθ. 3).

2.4. Δεύτερο ερώτημα

Από τις έρευνες δεν προέκυψε η έκδοση απόφασης του είδους που περιγράφεται στο εν λόγω ερώτημα.

2.5. Τρίτο ερώτημα

Στη Γερμανία, το Bundesverfassungsgericht, στην απόφασή του "Bananes II" [260], αποσαφήνισε το βεληνεκές παλαιότερης νομολογίας του σχετικά με την πρωτοκαθεδρία του κοινοτικού δικαίου και με την ευχέρεια του υπόψη δικαστηρίου να ελέγχει τη νομιμότητα πράξεων του παράγωγου κοινοτικού δικαίου με βάση τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει ο θεμελιώδης νόμος της Γερμανίας (Grundgesetz). Στο πλαίσιο διαδικασίας η οποία είχε κινηθεί κατά το εθνικό δίκαιο από τις εταιρείες εισαγωγής μπανανών του ομίλου Atlanta, το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main απευθύνθηκε στο Bundesverfassungsgericht μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 1995 [261], με την οποία κηρυσσόταν έγκυρο το κοινοτικό καθεστώς εισαγωγής μπανανών που ίσχυε τότε.

[260] Bundesverfassungsgericht, διάταξη της 7ης Ιουνίου 2000, 2 BvL 1/97, Zeitschrift fόr Wirtschaft 2000, 1456. Wertpapier-Mitteilungen 2000, 1661. Europδische Grundrechte 2000, 328. Neue Juristische Wochenschrift 2000, 3124. Die φffentliche Verwaltung 2000, 957. Europδische Zeitschrift fόr Wirtschaftsrecht 2000, 702. Europarecht 2000, 799. Bayerische Verwaltungsblδtter 2000, 754.

[261] Υπόθεση C-466/93, Atlanta, Συλλογή 1995, σελ. I-3799.

Στην απόφασή του, το Bundesverfassungsgericht επιβεβαίωσε ότι μία προδικαστική παραπομπή σχετικά με την εγκυρότητα πράξεως του παράγωγου κοινοτικού δικαίου είναι εκ προοιμίου απαράδεκτη λόγω του ότι στο αιτιολογικό της παραπομπής δεν εξηγείται διεξοδικά ότι το κοινοτικό δίκαιο, περιλαμβανομένης της νομολογίας του Δικαστηρίου μετά την έκδοση της απόφασης "Solange II" του Bundesverfassungsgericht [262], βρίσκεται πλέον σε επίπεδο κατώτερο του αναγκαίου επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προβλέπει ο Grundgesetz, με αποτέλεσμα η προστασία αυτή να μην είναι πλέον κατοχυρωμένη κατά γενικό τρόπο. Συνεπώς, το αιτιολογικό της παραπομπής θα έπρεπε να συγκρίνει την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε εθνικό επίπεδο με την προστασία τους σε επίπεδο Κοινότητας.

[262] Bundesverfassungsgericht, διάταξη της 22ας Οκτωβρίου 1986, 2 BVR 197/83 (Solange II), Entscheidungen des Bundesverfassungsgerichts 73, 339.

Κατά το Bundesverfassungsgericht, η συγκεκριμένη παραπομπή δεν πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις, διότι ο παραπέμπων δικαστής στηρίχτηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία της απόφασης "Maastricht" του Bundesverfassungsgericht [263], αποφαινόμενος ότι στο εξής αυτό το τελευταίο θα ασκούσε εκ νέου την αρμοδιότητά του που συνίσταται στον έλεγχο των κοινοτικών πράξεων, έστω και αν για τον σκοπό αυτό συνεργάζεται με το Δικαστήριο. Πλην όμως, το Bundesfassungsgericht συμπεραίνει ότι στην απόφαση "Maastricht" δεν απέστη της νομολογίας του που απορρέει από την απόφαση "Solange II" και ότι δεν υπάρχει καν αντίφαση μεταξύ των δύο αυτών αποφάσεων. Ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη ότι το Δικαστήριο, στην απόφασή του της 26ης Νοεμβρίου 1996 [264], είχε κρίνει ότι το άρθρο 30 του κανονισμού αριθ. 404/93 για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της μπανάνας ορίζει ότι η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα αναγκαία μεταβατικά μέτρα προκειμένου να διευκολυνθεί η μετάβαση των εθνικών καθεστώτων στην κοινή οργάνωση των αγορών, ο παραπέμπων δικαστής έπρεπε να είχε εξηγήσει με ακόμη μεγαλύτερη διεξοδικότητα κατά ποία έννοια δεν θα ήταν επαρκής η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ο παραπέμπων δικαστής όφειλε να παραδεχθεί, το αργότερο κατά τον χρόνο έκδοσης της προαναφερθείσας απόφασης του Δικαστηρίου, ότι η αιτιολόγηση της παραπεμπτικής απόφασης ήταν ανεπαρκής. Όπως ακριβώς είχε πράξει και το ίδιο το Bundesverfassungsgericht σε παλαιότερη απόφαση [265], το Δικαστήριο έκρινε πράγματι ότι η προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας επιβάλλει την επιβολή μεταβατικών μέτρων προκειμένου να διευκολυνθεί η μετάβαση στο κοινοτικό καθεστώς. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι οι συγκεκριμένες αποφάσεις αναδεικνύουν τη σχέση που υπάρχει μεταξύ των διαδικασιών που κατατείνουν στην εξασφάλιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων από τα εθνικά δικαστήρια, αφενός, και από τα κοινοτικά δικαστήρια, αφετέρου. Για τους λόγους αυτούς, το Bundesverfassungsgericht απέρριψε ως απαράδεκτη την προδικαστική παραπομπή του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main.

[263] Bundesverfassungsgericht, απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 1993, 2 BvR 2134/92 και 2 BvR 2159/92 (Maastricht), Entscheidungen des Bundesverfassungsgerichts 89, 155.

[264] Υπόθεση C-68/95, Port, Συλλογή 1996, σελ. I-6065.

[265] Bundesverfassungsgericht, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 1995, 2 BvR 2689/94 και BvR 52/95, Zeitschrift fόr Europδisches Wirtschaftsrecht 1995, 126.

Ομοίως στη Γερμανία, το Bundesverfassungsgericht κήρυξε ως απαράδεκτη τη συνταγματική προσφυγή που είχε ασκηθεί κατά της απόφασης του Bundesverwaltungsgericht που εκδόθηκε μετά την προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου επί της υπόθεσης Alcan [266], με το σκεπτικό ότι εν προκειμένω δεν είχε σημειωθεί παραβίαση των συνταγματικών αρχών της ασφάλειας δικαίου και της θεμιτής εμπιστοσύνης.

[266] Απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 1997, C-24/95, Alcan Deutschland, Συλλογή 1997, σελ. I-1591.

Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, το Bundesverwaltungsgericht [267] είχε απορρίψει σε τελευταίο βαθμό το αίτημα της προσφεύγουσας για την ακύρωση της απόφασης των αρχών του ομόσπονδου κρατιδίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου με την οποία διατάσσετο να επιστρέψει την ενίσχυση που της είχε χορηγηθεί και η οποία είχε κριθεί παράνομη. Υπογραμμίζοντας τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της απόφασης του Δικαστηρίου, το Bundesverwaltungsgericht συνεπέρανε ότι η αρμόδια εθνική αρχή όφειλε να ανακαλέσει την απόφαση για τη χορήγηση ενίσχυσης κατά παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας και να ανακτήσει την καταβληθείσα ενίσχυση, έστω και αν η γερμανική νομοθεσία αποκλείει την ανάκτηση λόγω παρέλευσης της προθεσμίας που προβλέπεται για τον σκοπό αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει πλουτισμός του δικαιούχου της ενίσχυσης. Το Bundesverwaltungsgericht έκρινε εξάλλου αβάσιμη τη συλλογιστική της προσφεύγουσας, η οποία διατεινόταν ότι το Δικαστήριο είχε υπερβεί τις αρμοδιότητες που του παραχωρεί η συνθήκη και είχε υποκαταστήσει ως μη όφειλε τον νομοθέτη. Ειδικότερα, το ίδιο δικαστήριο απεφάνθη ότι το Δικαστήριο είχε απλά και μόνο συγκεκριμενοποιήσει παλαιότερη νομολογία του σύμφωνα με την οποία η ανάκτηση μίας ενίσχυσης που έχει καταβληθεί κατά παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας πρέπει να γίνει σύμφωνα με τους όρους και με τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικοί εθνικοί κανόνες δεν καθιστούν αδύνατη στην πράξη την ανάκτηση της ενίσχυσης. Σε ό,τι αφορά το επιχείρημα της καθ' ης ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε το θεμελιώδες δικαίωμα του σεβασμού της θεμιτής εμπιστοσύνης, το Bundesverwaltungsgericht έκρινε, αφενός, ότι το Δικαστήριο είχε συμμορφωθεί με την αρχή αυτή, διότι απεφάνθη ότι μία επιχείρηση που έχει γνώση της πραγματικότητας δεν μπορεί καταρχήν να έχει εμπιστοσύνη στη νομιμότητα μιας ενίσχυσης που του καταβάλλεται παρά μόνο εφόσον η ενίσχυση αυτή έχει κοινοποιηθεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 93 παράγραφος 3 της συνθήκης (νυν άρθρο 88 παράγραφος 3 ΕΚ). αφετέρου έκρινε ότι η προσφεύγουσα μπορούσε να είχε ασκήσει προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής με την οποία κηρυσσόταν παράνομη η ενίσχυση και να εξηγήσει τις ιδιαίτερες περιστάσεις που κατ' αυτήν ήταν ικανές να δημιουργήσουν μία άξια προστασίας εμπιστοσύνη.

[267] Bundesverwaltungsgericht, διάταξη της 17ης Φεβρουαρίου 2000, 2 BvR 1210/98, Wertpapier-Mitteilungen 2000, 621. Zeitschrift fόr Wirtschaftsrecht 2000, 633. Europδische Grundrechte 2000, 175. Internationales Steuerrecht 2000, 253. Deutsche Verwaltungsblδtter 2000, 900. Neue Juristische Wochenschrift 2000, 2015. Europδische Zeitschrift fόr Wirtschaftsrecht 2000, 445. Europarecht 2000, 257. Bayerische Verwaltungsblδtter 2000, 655.

Το Bundesverfassungsgericht, στο οποίο ασκήθηκε στη συνέχεια συνταγματική προσφυγή κατά της ίδιας απόφασης, έκρινε ότι το δημόσιο συμφέρον της Κοινότητας να διασφαλίζεται η εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού έπρεπε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο μιας απόφασης για την ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως. Έκρινε ακόμη ότι το Bundesverwaltungsgericht, με το να επιτρέψει την ανάκτηση της ενίσχυσης παρά την παρέλευση της προθεσμίας που προέβλεπε η γερμανική νομοθεσία, είχε απλώς εφαρμόσει την αρχή της πρωτοκαθεδρίας του κοινοτικού δικαίου. Επεσήμανε επίσης ότι η προσφεύγουσα μπορούσε να είχε αντιληφθεί τον τυπικά και ουσιαστικά παράνομο χαρακτήρα της ενίσχυσης κατά τον χρόνο της καταβολής της ή να προσβάλει την απόφαση της Επιτροπής για την ανάκτησή της ενώπιον του κοινοτικού δικαστή. Τέλος, το Bundesverfassungsgericht επεσήμανε, αφενός, ότι με την απόφαση του Δικαστηρίου εφαρμοζόταν απλώς και μόνο το άρθρο 93 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88 παράγραφος 2 ΕΚ), με αποτέλεσμα να μην τίθεται καν το ερώτημα αν επρόκειτο για πράξη καθ' υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της Κοινότητας κατά την έννοια της απόφασης "Maastricht" του Bundesverfassungsgericht, και, αφετέρου, ότι η εν λόγω απόφαση αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τη συγκεκριμένη ατομική υπόθεση και δεν δημιουργούσε κάποιον κανόνα του γενικού διοικητικού δικαίου.

Στην Αυστρία, το Oberste Gerichtshof [268] ασχολήθηκε με διαδικασία κινηθείσα εναντίον δύο διευθυντικών στελεχών μίας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης στα οποία είχε επιβληθεί πρόστιμο λόγω του ότι δεν είχαν καταθέσει εντός της προθεσμίας που προβλέπει ο νόμος τους ετήσιους λογαριασμούς της εταιρείας στο αρμόδιο εμποροδικείο. Η παράλειψη αυτή επισύρει κυρώσεις σύμφωνα με την αυστριακή νομοθεσία σχετικά με τις λογιστικές υποχρεώσεις των εμπόρων και ορισμένων εταιρειών, με την οποία έχουν ενσωματωθεί στην αυστριακή έννομη τάξη η πρώτη οδηγία 68/151 (εγγυήσεις εταιρειών) [269] και η τέταρτη οδηγία 78/660 (ετήσιοι λογαριασμοί) [270]. Τα διευθυντικά στελέχη υποστήριξαν ενώπιον του Oberste Gerichtshof ότι η εφαρμογή της αυστριακής νομοθεσίας περί λογιστικών υποχρεώσεων έθιγε θεμελιώδη δικαιώματά τους, στο μέτρο που τα υποχρέωνε σε δημοσιοποίηση των λογαριασμών τους. Μεταξύ άλλων επικαλέστηκαν την ελευθερία άσκησης επαγγέλματος, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την αρχή της ισότητας. Το Oberste Gerichtshof απεφάνθη, μεταξύ των άλλων, παραπέμποντας στην απόφαση του Δικαστηρίου επί της υπόθεσης Daihatsu [271], ότι ο εθνικός νομοθέτης είναι υποχρεωμένος να ενσωματώσει μία οδηγία στην εθνική νομοθεσία, ακόμη και αν η οδηγία αντιβαίνει σε δικαιώματα που αναγνωρίζονται από το σύνταγμα της χώρας. Η πρωτοκαθεδρία του κοινοτικού δικαίου ισχύει και έναντι των διατάξεων του συνταγματικού δικαίου των κρατών μελών. Συνεπώς, δεν είναι δυνατό να κηρυχθεί αντισυνταγματικός ένας νόμος με τον οποίον η οδηγία ενσωματώνεται στην εθνική νομοθεσία και ο οποίος αντιβαίνει σε τέτοια δικαιώματα.

[268] Oberster Gerichtshof, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2000, 6 Ob 14/00b, Wirtschaftsrechtliche Blδtter 2000, σελ. 286-288.

[269] Πρώτη οδηγία 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1968, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφος της συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες (ΕΕ L 65 της 14.3.1968, σελ. 8).

[270] Τέταρτη οδηγία 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Ιουλίου 1978, βασιζομένη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σελ. 11).

[271] Απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Δεκεμβρίου 1997, C-97/96, Daihatsu, Συλλογή 1997, σελ. I-6843.

Και πάλι στην Αυστρία, το Oberste Gerichtshof έλαβε το ερώτημα σχετικά με το ποιος οργανισμός εγγυήσεως είναι υπεύθυνος, βάσει του άρθρου 3 της οδηγίας 80/987 (προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη) [272], για την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων ενός μισθωτού σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη του, όταν ο εργοδότης είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο έδαφος του οποίου ο εργαζόμενος κατοικεί και απασχολείτο ως μισθωτός. Εν προκειμένω, επρόκειτο για έναν αυστριακό εργαζόμενο ο οποίος απασχολείτο από επιχείρηση που ανέπτυσσε τις δραστηριότητές της στην Αυστρία, αλλά ο οποίος εργαζόταν προσωρινά για την εν λόγω επιχείρηση στη Γερμανία. Έπειτα από μερικές εβδομάδες η εταιρεία πτώχευσε, και ο μισθωτός αξίωσε τον μισθό του από τον αυστριακό οργανισμό εγγυήσεως. Αυτός όμως απέρριψε το σχετικό αίτημα επικαλούμενος την αναρμοδιότητά του, με το σκεπτικό της ότι ο μισθωτός είχε εργασθεί στη Γερμανία. Ακολουθώντας την απόφαση Mosbaek [273] του Δικαστηρίου, το Oberste Gerichtshof απεφάνθη ότι αρμόδιος είναι ο οργανισμός του κράτους στο έδαφος του οποίου, βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας, είτε αποφασίστηκε η έναρξη της διαδικασίας συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών, είτε διαπιστώθηκε το κλείσιμο της επιχείρησης ή της εγκατάστασης του εργοδότη, δηλαδή εν προκειμένω ο αυστριακός οργανισμός [274].

[272] Οδηγία 80/987 του Συμβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 1980 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη (ΕΕ L 283 της 28.10.1980, σελ. 23).

[273] Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, C-117/96, Mosbζk, Συλλογή 1997, σελ. I-5017.

[274] OGH, απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2000, 8 ObS 148/99v (δημοσιευθείσα στην έκδοση wirtschafsrechtliche blδtter 2000, σελ. 232).

Το Oberste Gerichtshof εγκατέλειψε με την απόφασή του αυτή πάγια νομολογία του σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της εδαφικότητας για τα δικαιώματα που απορρέουν από την προστασία των μισθωτών εργαζόμενων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη. Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι από ό,τι φαίνεται η συγκεκριμένη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου επί της υπόθεσης Everson [275], η οποία είχε εκδοθεί πέντε περίπου εβδομάδες ενωρίτερα και σύμφωνα με την οποία, αν ο εργαζόμενος που έχει πληγεί από την αφερεγγυότητα του εργοδότη του ασκεί τη μισθωτή του δραστηριότητα σε ένα κράτος μέλος για λογαριασμό υποκαταστήματος εταιρείας συσταθείσας κατά το δίκαιο ενός άλλου κράτους μέλους στο οποίο η εν λόγω εταιρεία έχει την έδρα της και έχει τεθεί υπό εκκαθάριση, αρμόδιος οργανισμός για την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων του μισθωτού σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 80/987 είναι εκείνος του κράτους στο έδαφος του οποίου ο εργαζόμενος ασκούσε τη μισθωτή του δραστηριότητα.

[275] Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1999, C-198/98, Everson, Συλλογή 1999, σελ. I-8903.

Στο Βέλγιο, σε μία υπόθεση που αφορούσε την απαγόρευση της παραπλανητικής διαφήμισης, το Cour de cassation [276], χωρίς να κάνει δεκτή την αίτηση ενός εκ των διαδίκων για την παραπομπή προδικαστικού ζητήματος στο Δικαστήριο, επιβεβαίωσε την ερμηνεία που το εφετείο (Cour d'appel) της Λιέγης είχε υιοθετήσει για τον όρο «καταναλωτής». Ο καταναλωτής δικαιούται προστασίας βάσει του βελγικού νόμου για τις εμπορικές πρακτικές και την προστασία του καταναλωτή [277] (στο εξής: «ΝΠΚ»), με τις διατάξεις του οποίου περί παραπλανητικής διαφήμισης έχει ενσωματωθεί στη βελγική νομοθεσία η οδηγία 84/450 (παραπλανητική διαφήμιση) [278]. Κατά την ερμηνεία αυτή, ο νόμος προστατεύει τους καταναλωτές που έχουν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και επίπεδο ενημέρωσης.

[276] Cour de cassation, 12 Οκτωβρίου 2000, Revue de jurisprudence de Liθge, Mons et Bruxelles, 2001, σελ. 188-196.

[277] Νόμος της 14ης Ιουλίου 1991 για τις εμπορικές πρακτικές και για την ενημέρωση και προστασία του καταναλωτή (Moniteur belge, 29 Αυγούστου 1991).

[278] Οδηγία 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση (ΕΕ L 250 της 19.9.1984, σελ. 17).

Το βελγικό κράτος είχε ασκήσει προσφυγή προκειμένου να τεθεί τέλος σε πρακτικές μιας εταιρείας πωλήσεων δι' αλληλογραφίας, με το σκεπτικό ότι αυτή χρησιμοποιούσε διαφημιστικές μεθόδους που απαγορεύονται βάσει του ΝΠΚ. Στις επίμαχες πρακτικές περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, μία πράξη προώθησης υπό τη μορφή δημοσκοπήσεως με στόχο να παρακινηθεί ο πελάτης να αναθέσει παραγγελία, καθώς και μία προσφορά δώρου υπό τον όρο της αγοράς κάποιου αγαθού ή μίας υπηρεσίας. Παρά το γεγονός ότι πρωτοβαθμίως το βελγικό κράτος δικαιώθηκε σε μεγάλο βαθμό, εντούτοις άσκησε έφεση κατά της απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί το αίτημά του επί των δύο προαναφερθέντων σημείων. Το εφετείο της Λιέγης έκανε δεκτή την έφεση και αναθεώρησε την προσβληθείσα απόφαση. Η εταιρεία πωλήσεων δι' αλληλογραφίας προσέφυγε στη συνέχεια στο Cour de cassation. Το πρώτο της επιχείρημα στηριζόταν τόσο στον ΝΠΚ όσο και στην προαναφερθείσα οδηγία 84/450 και στρεφόταν κατά της ερμηνείας της έννοιας του προστατευόμενου καταναλωτή από το εφετείο, η οποία εστιάζεται στον καταναλωτή που είναι αδύναμος και στερείται κριτικού πνεύματος. Η προσφεύγουσα υποστήριζε ότι, στον βαθμό που ήταν εσφαλμένος ο ορισμός του προστατευόμενου καταναλωτή στον οποίον και στηριζόταν το σκεπτικό του εφετείου, η απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου δεν είναι δικαιολογημένη από νομική άποψη. Το εφετείο είχε κρίνει εν προκειμένω ότι «η επιζητούμενη προστασία πρέπει να εξασφαλίζει τους λιγότερο ενήμερους καταναλωτές οι οποίοι αδυνατούν να αξιολογήσουν με κριτικό πνεύμα αυτό που τους παρουσιάζεται επιδέξια και συνεπώς αδυνατούν να διακρίνουν τις παγίδες, τις υπερβολές ή τις παραπλανητικές σιωπές του δημιουργού της διαφήμισης». Η προσφεύγουσα υποστήριζε, αντιθέτως, ότι ο υπόψη νόμος προστατεύει τον καταναλωτή που «αντιστοιχεί στον μέσο όρο και διαθέτει κανονική και εύλογη πληροφόρηση» και διατεινόταν επί του προκειμένου ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να ερμηνεύει τις διατάξεις του ΝΠΚ σύμφωνα με την οδηγία 84/450, η οποία ακριβώς έχει ενσωματωθεί στη βελγική νομοθεσία με τις διατάξεις του εν λόγω νόμου. Παρέπεμπε επίσης στη νομολογία του Δικαστηρίου, από την οποία συνάγεται ότι η έννοια του καταναλωτή που χρησιμοποιείται στη συγκεκριμένη οδηγία πρέπει να ερμηνεύεται με βάση το δεδομένο ότι καλύπτει «τον μέσο καταναλωτή ο οποίος διαθέτει κανονική και εύλογη πληροφόρηση». Τέλος, η προσφεύγουσα πρότεινε στο Cour de cassation, αν είχε αμφιβολίες, να παραπέμψει προδικαστικό ζήτημα στο Δικαστήριο.

Το Cour de cassation απέρριψε την προσφυγή. Κατά πρώτο λόγο, έκρινε ότι το εφετείο, το οποίο είχε αποφανθεί ότι οι επίμαχες πρακτικές ήταν αντίθετες προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, είχε θεμελιώσει την απόφασή του αποκλειστικά και μόνο στο άρθρο 94 του ΝΠΚ, βάσει του οποίου απαγορεύεται γενικά οποιαδήποτε πράξη η οποία αντιβαίνει στα χρηστά συναλλακτικά ήθη. Ωστόσο, κατά το Cour de Cassation, για να εκτιμήσει ένας δικαστής το συμβιβάσιμο δεδομένης συμπεριφοράς με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, έχει την ευχέρεια να λάβει υπόψη τα ιδιαίτερα δεδομένα ορισμένων κατηγοριών καταναλωτών και την ανάγκη αυξημένης προστασίας τους. Σχετικά με το θέμα αυτό, το δικαστήριο έκρινε ότι η αιτιολόγηση του διατακτικού της δικαστικής απόφασης ήταν σύννομη, διότι κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο νόμος προστατεύει τον καταναλωτή με χαμηλό επίπεδο μόρφωσης και ενημέρωσης. Όσον αφορά το επιχείρημα που στηριζόταν στην ερμηνεία της οδηγίας 84/450, το Cour de cassation περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι το προαναφερθέν άρθρο 94 δεν είχε ως σκοπό την ενσωμάτωση της οδηγίας, καθώς και ότι από το προεκτεθέν σκεπτικό προέκυπτε ότι η αιτιολόγηση του διατακτικού της δικαστικής απόφασης στηριζόταν νομίμως σε αυτή τη βάση. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα που στηρίζονταν στα άρθρα 7 (όπου ορίζεται η έννοια του καταναλωτή), 22 και 23 (περί απαγόρευσης της παραπλανητικής διαφήμισης) του ΝΠΚ, καθώς και, κατ' επέκταση, τα επιχειρήματα που στηρίζονται στις διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας που έχουν ενσωματωθεί στη βελγική νομοθεσία με τις ρηθείσες διατάξεις.

Στο Βέλγιο ομοίως, σε απόφασή του της 25ης Φεβρουαρίου 2000 [279], το Cour de cassation επιβεβαίωσε τη νομολογία του, την οποία περιείχε απόφαση της 7ης Μαΐου 1999 [280], σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας ανταγωνισμού στα ελεύθερα επαγγέλματα, σε μία υπόθεση στην οποία εμπλεκόταν ο «Σύλλογος των Φαρμακοποιών». Ειδικότερα, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ο εν λόγω σύλλογος αποτελεί «ένωση επιχειρήσεων» κατά την έννοια του νόμου περί ανταγωνισμού, ο οποίος έχει ως πρότυπο τα άρθρα 81 (πρώην άρθρο 85) και επόμενα ΕΚ και ότι οι αποφάσεις του, στον βαθμό που έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα την υπονόμευση του ανταγωνισμού, πρέπει να υποβάλλονται σε έλεγχο νομιμότητας από τα πειθαρχικά όργανα του συλλόγου υπό το πρίσμα της νομοθεσίας ανταγωνισμού. Πιο συγκεκριμένα, όταν ένα όργανο του συλλόγου των φαρμακοποιών επιβάλλει σε ένα ή περισσότερα από τα μέλη του περιορισμούς του ανταγωνισμού οι οποίοι δεν είναι αναγκαίοι για την τήρηση των θεμελιωδών κανόνων του επαγγέλματος αλλά αποσκοπούν στην πραγματικότητα στην προώθηση συγκεκριμένων υλικών συμφερόντων των φαρμακοποιών ή στην καθιέρωση ή διατήρηση κάποιου οικονομικού καθεστώτος, ενδέχεται να πρόκειται για απόφαση οργάνου μίας ένωσης επιχειρήσεων της οποίας η ακυρότητα είναι δυνατό να αναγνωρισθεί αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο συμβούλιο (conseil d'appel). Μία απόφαση η οποία στηρίζει την επιβολή πειθαρχικής κύρωσης σε μία γενική και απόλυτη απαγόρευση κάθε διαφήμισης και στον αποκλεισμό παντός είδους ανταγωνισμού στην αγορά φαρμάκων δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη.

[279] Cour de cassation, 25 Φεβρουαρίου 2000, αριθ. D.98.0041.F.

[280] Cour de cassation, 7 Μαΐου 1999, Rechtskundig Weekblad, 1999-2000, σελ. 112-11, που μνημονεύεται στην XVIIη Έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας.

Και πάλι στο Βέλγιο, σε απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2000 [281], το εφετείο (Cour d'appel) των Βρυξελλών, αποφασίζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, απεφάνθη σχετικά με τα όρια της εξάντλησης στην Κοινότητα και σχετικά με την έννοια της «συγκατάθεσης» του δικαιούχου ενός σήματος για τη διάθεση στο εμπόριο στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ενός προϊόντος με κατοχυρωμένο σήμα σύμφωνα με το άρθρο 7 της πρώτης οδηγίας περί σημάτων 89/104 [282], όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Αντίδικοι στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν μία εταιρεία συσταθείσα κατά το δίκαιο των ΗΠΑ, η οποία είναι κάτοχος ενός διάσημου σήματος παντελονιών τζιν, και μία εταιρεία του κλάδου διανομής μεγάλης κλίμακας, η οποία πραγματοποιεί παράλληλες εισαγωγές και προσφέρει προς πώληση προϊόντα που φέρουν το συγκεκριμένο σήμα. Η αγωγή που είχε καταθέσει η πρώτη εταιρεία είχε ως αίτημα να καταδικασθεί η δεύτερη να σταματήσει κάθε χρήση του σήματος όσον αφορά τα προϊόντα που φέρουν το σήμα, παρεκτός εάν αυτά έχουν διατεθεί στο εμπόριο στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο από τη δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή της. Η ενάγουσα ζητούσε, επικουρικώς, από το Cour d'appel, να αναστείλει την έκδοση της απόφασής του μέχρι την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου επί των υποθέσεων Davidoff και Levi-Strauss [283]. επίσης ζητούσε, κατά τρίτο λόγο, την παραπομπή στο Δικαστήριο μιας σειράς προδικαστικών ζητημάτων σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 7 της ρηθείσας οδηγίας, όπως αυτό έχει ερμηνευτεί στην απόφαση Sebago [284].

[281] Cour d'appel de Bruxelles, 15 Σεπτεμβρίου 2000, Revue de droit intellectuel, 2000, σελ. 263-284.

[282] Βλ. την υποσημείωση αριθ. 50.

[283] Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-414/99 (ΕΕ C 6 της 8.1.2000, σελ. 18), και C-415/99 (ΕΕ C 79 της 18.3.2000, σελ. 5), εκκρεμούσες.

[284] Απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 1999, C-173/98, Συλλογή σελ. I-4103.

Το Cour d'appel απεφάνθη, καταρχάς, ότι το απορρέον από το σήμα δικαίωμα του δικαιούχου να απαγορεύει σε τρίτο τη χρήση του σήματος στον ΕΟΧ ως προς τα προϊόντα που έχουν διατεθεί στο εμπόριο εκτός ΕΟΧ και δεν έχουν επανεισαχθεί στο έδαφος του ΕΟΧ με τη συγκατάθεση του δικαιούχου αποσκοπεί, σύμφωνα με την κοινοτική νομολογία [285], στη διαφύλαξη της ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς. Το ίδιο δικαστήριο, απαντώντας σε ένα επιχείρημα της εναγομένης, προσθέτει ότι ως εκ τούτου το εν λόγω δικαίωμα δεν είναι δυνατό να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η χρήση πρέπει επιπλέον να προσκρούει, εκ πρώτης όψεως, στη δηλωτική της προέλευσης λειτουργία του σήματος ή ότι η χρήση γίνεται υπό συνθήκες ικανές να βλάψουν το κύρος που το σήμα απολαμβάνει στο πλαίσιο του καταναλωτικού κοινού.

[285] Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 1998, C-355/96, Silhouette, Συλλογή σελ. I-4799.

Το Cour d'appel διευκρινίζει ότι, επειδή το άρθρο 7 της ρηθείσας οδηγίας 89/104 απαγορεύει τη διεθνή εξάντληση ενός δικαιώματος, η προστασία που αναγνωρίζεται στους δικαιούχους σημάτων στο πλαίσιο του ΕΟΧ δεν είναι δυνατό να εξαρτάται από την ύπαρξη ενός περιορισμού επί των εξαγωγών με προορισμό τον ΕΟΧ τον οποίον ενδεχομένως έχει επιβάλει ο δικαιούχος του σήματος σε καθέναν από τους διανομείς του που εδρεύουν σε τρίτες χώρες. Κατά το Cour d'appel, τυχόν αντίθετο συμπέρασμα θα ισοδυναμούσε με την επαναθέσπιση της αρχής της διεθνούς εξάντλησης, δεδομένου ότι η στεγανότητα του παγκόσμιου δικτύου διανομής προϊόντων με κατοχυρωμένο σήμα είναι αδύνατο να αποδειχθεί από τον δικαιούχο του σήματος. Το γεγονός ότι ο δικαιούχος του σήματος παρέλειψε να απαγορεύσει στους διανομείς του που εδρεύουν σε τρίτες χώρες να πραγματοποιούν εξαγωγές προς τον ΕΟΧ δεν μπορεί, εξάλλου, να έχει την παραμικρή επίπτωση για την υποχρέωση των δικαιούχων να σέβονται τον ειδικό σκοπό του δικαιώματος που απορρέει από ένα σήμα, δηλαδή του αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης του σήματος για την πρώτη θέση σε κυκλοφορία ενός προϊόντος στον ΕΟΧ. Επομένως, από την απουσία τέτοιων ρυθμίσεων δεν είναι ουδόλως δυνατό να συναχθεί η έμμεση συγκατάθεση του δικαιούχου για τη διάθεση στο εμπόριο στον ΕΟΧ προϊόντων προερχόμενων από τρίτες χώρες. Τέλος, το Cour d'appel υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την προαναφερθείσα δικαστική απόφαση Sebago, οι έννοιες της «διάθεσης στο εμπόριο στον ΕΟΧ» και της «συγκατάθεσης του δικαιούχου για τη διάθεση στο εμπόριο» κατά την έννοια του άρθρο 7 παράγραφος 1 της οδηγίας πρέπει να αναλύονται, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, σε συνάρτηση με το εκάστοτε δείγμα ή την παρτίδα του προϊόντος ως προς το οποίο γίνεται επίκληση της εξάντλησης. Το ίδιο δικαστήριο διευκρινίζει ότι, αντίθετα από ό,τι υποστήριζε η εναγομένη, η ερμηνεία αυτή δεν είναι δυνατό να σημαίνει ότι ο δικαιούχος ενός σήματος υποχρεούται να επιθέτει στα προϊόντα ένα σήμα το οποίο να επιτρέπει σε κάθε μεταπωλητή να εξακριβώνει κατά πόσο τα προϊόντα που φέρουν το σήμα προορίζονται ή όχι για την ευρωπαϊκή αγορά. Προσθέτει ότι εναπόκειται στον μεταπωλητή ο οποίος, εξ υποθέσεως, αμφιβάλλει για το κατά πόσον τα προϊόντα διετέθησαν νομίμως στο εμπόριο στον ΕΟΧ να συμπεράνει ότι δεν υπήρχε συγκατάθεση του δικαιούχου και να επιλέξει να μην προμηθευτεί τα συγκεκριμένα προϊόντα με σκοπό τη μεταπώληση. Όσον αφορά το βάρος απόδειξης της εξάντλησης στην Κοινότητα, το Cour d'appel αποσαφηνίζει ότι εναπόκειται σε αυτόν που εναντιώνεται στον δικαιούχο του εκάστοτε σήματος να προσκομίσει έγγραφα από τα οποία να προκύπτει ότι τα προϊόντα που μεταπωλεί αντιστοιχούν σε προϊόντα για τα οποία έχει εκδοθεί τιμολόγιο από εξουσιοδοτημένο μεταπωλητή σε προηγούμενη βαθμίδα της αλυσίδας διανομής.

Τέλος, απαντώντας στο επιχείρημα της εναγομένης ότι τάχα ο δικαιούχος του σήματος έκανε κατάχρηση του αποκλειστικού του δικαιώματος επειδή επιχείρησε να περιστείλει τον ανταγωνισμό ως προς τα συγκεκριμένα προϊόντα στο έδαφος του ΕΟΧ, το Cour d'appel υπενθυμίζει ότι κανένα εμπόδιο στο ελεύθερο ενδοκοινοτικό εμπόριο δεν είναι δυνατό να προκληθεί από την παρεμπόδιση της εισαγωγής στον ΕΟΧ προϊόντων προερχόμενων από τρίτες χώρες και ότι, και αν ακόμη η αρχή της απαγόρευσης της διεθνούς εξάντλησης έχει συνέπειες για τα προϊόντα αυτά, σκοπός της είναι η διαφύλαξη της ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς.

Στην Ισπανία, το Tribunal Constitucional, σε απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2000 [286], επιβεβαίωσε παλαιότερη νομολογία του σύμφωνα με την οποία, μολονότι το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο δεν έχει συνταγματική ισχύ και δεν μπορεί, συνεπώς, να λαμβάνεται υπόψη για την αξιολόγηση της συνταγματικότητας διατάξεων που έχουν ισχύ νόμου, εντούτοις αποτελεί ερμηνευτικό κριτήριο για τον προσδιορισμό του περιεχομένου και των ορίων των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που αναγνωρίζονται από το σύνταγμα της Ισπανίας. Η προσφυγή είχε ασκηθεί από τον «Συνήγορο του πολίτη» της Ισπανίας με αίτημα την ακύρωση ορισμένων διατάξεων του ισπανικού νόμου περί της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα [287], με τον οποίον ενσωματώθηκε στην ισπανική νομοθεσία η οδηγία 95/46 [288]. O προσφεύγων ισχυριζόταν, μεταξύ άλλων, ότι υπήρχε παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος στον σεβασμό του ιδιωτικού βίου, το οποίο κατοχυρώνεται από το σύνταγμα, καθώς και παραβίαση των ορίων που το σύνταγμα θέτει στη χρήση της πληροφορικής και τα οποία έχουν προβλεφθεί με σκοπό ακριβώς την εξασφάλιση του σεβασμού του εν λόγω δικαιώματος. Ειδικότερα, κατά τον προσφεύγοντα, ο ισπανός νομοθέτης προσέδωσε μεγαλύτερη έκταση από αυτήν που προβλέπει η οδηγία στις εξαιρέσεις που ισχύουν για την υποχρέωση ενημέρωσης που βαρύνει αυτόν που είναι υπεύθυνος για την επεξεργασία των δεδομένων έναντι του προσώπου που καλείται να παράσχει τα δεδομένα, καθώς και στις εξαιρέσεις που ισχύουν για το δικαίωμα του εν λόγω προσώπου να λάβει γνώση των σχετικών δεδομένων. Το Tribunal Constitucional ακύρωσε τις διατάξεις του νόμου περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά των οποίων στρεφόταν η προσφυγή, επικαλούμενο την προαναφερθείσα οδηγία καθώς και το άρθρο 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προς επίρρωση της συνταγματικής ερμηνείας των σχετικών δικαιωμάτων από το εν λόγω δικαστήριο.

[286] Tribunal Constitucional, Pleno, 30 Νοεμβρίου 2000, αριθ. 292/2000, Diario La Ley αριθ. 5213, 27 Δεκεμβρίου 2000.

[287] Ley Orgαnica nΊ 15/1999, de 13 de diciembre, de Protecciσn de Datos de Carαcter Personal (Boletνn Oficial del Estado αριθ. 298, 14 Δεκεμβρίου 1999).

[288] Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σελ. 31).

Σε απόφαση της 24ης Απριλίου 2000 [289], η οποία εξεδόθη έπειτα από προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου [290], το Juzgado de Primera Instancia e Instrucciσn αριθ. 5 του Οβιέδο έκρινε ότι το Δικαστήριο, στη συγκεκριμένη απόφαση, «έχασε την ευκαιρία» να ερμηνεύσει την οδηγία 93/83 (δικαιώματα δημιουργού/καλωδιακές και δορυφορικές αναμεταδόσεις) [291] με γνώμονα τη σύμβαση της Βέρνης και να διατυπώσει ομοιόμορφη ερμηνεία των διατάξεων στις οποίες αναφερόταν η παραπομπή, η οποία ομοιόμορφη ερμηνεία είναι απαραίτητη για τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών. Σκοπός της παραπομπής ήταν να διευκρινισθεί εάν αποτελεί «πράξη παρουσίασης στο κοινό» και «λήψη από το κοινό» κατά την έννοια της οδηγίας το γεγονός ότι ένα ξενοδοχείο λαμβάνει τηλεοπτικά σήματα μέσω δορυφόρου ή με χερσαία μέσα και τα διανέμει μέσω καλωδίου στα διάφορα δωμάτια που διαθέτει. Προκειμένου να υπογραμμίσει την ανομοιόμορφη ερμηνεία της οδηγίας, το Juzgado παρέθεσε εκτενή ανάλυση παραδειγμάτων αλληλοαντικρουόμενων αποφάσεων δικαστηρίων τόσο της Ισπανίας όσο και άλλων κρατών μελών. Εξάλλου, παραπέμποντας στα συμπεράσματα που ο γενικός εισαγγελέας διατύπωσε για τη ρηθείσα υπόθεση και ακολουθώντας την προτεινόμενη από αυτόν ερμηνεία της σύμβασης της Βέρνης, το Juzgado καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η λήψη τηλεοπτικών σημάτων και η διανομή τους μέσω καλωδίου στα διάφορα δωμάτια ενός ξενοδοχείου αποτελεί πράξη παρουσίασης στο κοινό, η οποία προϋποθέτει την έγκριση των δημιουργών ή την καταβολή δικαιωμάτων δημιουργού. Το Juzgado επικαλείται εν προκειμένω το κριτήριο του «κερδοσκοπικού σκοπού» της διανομής, το οποίο είχε προτείνει ο γενικός εισαγγελέας, καθώς και το γεγονός ότι οι πελάτες του ξενοδοχείου αποτελούν «διαδοχικό κοινό», στοιχεία που καθιστούν δυνατή τη διαφοροποίηση της διανομής αυτού του τύπου από εκείνη που γίνεται στο επίπεδο των νοικοκυριών.

[289] Juzgado de Primera Instancia e Instrucciσn nΊ 5 de Oviedo, 24 Απριλίου 2000, Entidad de Gestiσn de Derechos de los Productores Audiovisuales (EGEDA) κατά Hostelerνa Asturiana, SA (HOASA).

[290] Απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Φεβρουαρίου 2000, C-293/98, Egeda, Συλλογή σελ. I-629.

[291] Οδηγία 93/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1993, περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση (ΕΕ L 248 της 6.10.1993, σελ. 15).

Στη Γαλλία, το Chambre commerciale (εμποροδικείο) του Cour de cassation, με απόφασή του της 22ας Φεβρουαρίου 2000 [292], απέρριψε μια σειρά από προσφυγές οι οποίες στρέφονταν κατά του χαρακτηρισμού ως φαρμάκων που υπόκεινται στο μονοπώλιο πώλησης των φαρμακοποιών τον οποίον είχε προκρίνει το Cour d'appel (εφετείο) της Αμιένης για μια σειρά προϊόντων για τα οποία προβαλλόταν ο ισχυρισμός ότι είχαν παραφαρμακευτικό χαρακτήρα. Το Cour de Cassation εφάρμοσε τις οδηγίες του Συμβουλίου 76/768 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα και 65/65 σχετικά με τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα και ακολούθησε τη νομολογία του Δικαστηρίου στην υπόθεση Upjohn [293] σε ό,τι αφορά τον ορισμό των φαρμάκων ανάλογα με τη "λειτουργία" τους ή ανάλογα με την "παρουσίασή" τους. Το ίδιο δικαστήριο τάσσεται, εξάλλου, υπέρ της άποψης του Cour d'appel, το οποίο, αναφερόμενο στην απόφαση Keck et Mithouard [294], είχε αποφανθεί ότι η απαγόρευση της πώλησης ορισμένων προϊόντων εκτός φαρμακείων εμπίπτει στο καθεστώς πώλησης και ως εκ τούτου εκφεύγει της εφαρμογής του άρθρου 30 της συνθήκης (νυν άρθρο 28 ΕΚ), διότι η εθνική νομοθεσία επηρεάζει κατά τον ίδιο τρόπο, τόσο νομικώς όσο και ουσιαστικώς, την εμπορία των εγχώριων και των εισαγόμενων προϊόντων.

[292] Cour de cassation, chambre commerciale, financiθre et ιconomique, απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2000, Beiersdorf, Bulletin des arrκts de la Cour de cassation - Chambres civiles 2000, IV, αριθ. 34.

[293] Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Απριλίου 1991, C-112/89, Συλλογή 1991, σελ. I-1703.

[294] Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 1993, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-267/91 και C-268/91, Συλλογή 1993, σελ. I-6097.

Επισημαίνεται ότι το ποινικό τμήμα (chambre criminelle) του Cour de cassation της Γαλλίας είχε καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα σε απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2000 [295], όπου υποστηρίζεται ότι "οι διατάξεις με τις οποίες καθιερώνεται μονοπώλιο για τα φάρμακα και οι οποίες εφαρμόζονται χωρίς διάκριση τόσο στα προϊόντα που εισάγονται από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όσο και στα εγχώρια προϊόντα είναι δικαιολογημένες με βάση τα άρθρα 30 και 36 της συνθήκης (νυν άρθρα 28 και 30 ΕΚ) για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας".

[295] Cour de cassation, chambre criminelle, απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2000, Gabard, Bulletin des arrκts de la Cour de Cassation - Chambre criminelle, 2000, αριθ. 26.

Σε απόφαση της 14ης Ιουνίου 2000 [296], το εφετείο (Cour d'appel) του Παρισιού, βασιζόμενο στα συμπεράσματα της απόφασης Parodi του Δικαστηρίου [297], εξέφρασε αμφιβολίες για τη νομολογία του Cour de cassation [298] σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα πιστωτικό ίδρυμα το οποίο εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να χορηγήσει ενυπόθηκο δάνειο στη Γαλλία. Ειδικότερα, το Cour d'appel απεφάνθη ότι η γαλλική νομοθεσία που ίσχυε πριν από την έκδοση της οδηγίας 89/646 [299] του Συμβουλίου "δεν δημιουργούσε απλώς εμπόδια στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τραπεζικό τομέα, με το να επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν και έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κάποιο άλλο κράτος μέλος την υποχρέωση να λάβουν και νέα άδεια από την αρχή ελέγχου του κράτους προορισμού, αλλά καθιστούσε αδύνατη την άσκηση της συγκεκριμένης κοινοτικής ελευθερίας εξαρτώντας τη χορήγηση της άδειας από την εγκατάσταση του παρόχου υπηρεσιών στην εθνική επικράτεια".

[296] Cour d'appel του Παρισιού, απόφαση της 14ης Ιουνίου 2000, SCI Parodi, Recueil Dalloz, 2000, Jur., σελ. 614-616.

[297] Απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 1997, C-222/95, Συλλογή σελ. I-3899.

[298] Cour de cassation, Chambre commerciale, financiθre et ιconomique, απόφαση της 20/10/98 , SCI Parodi, Bulletin des arrκts de la Cour de Cassation - Chambres civiles 1998, IV, αριθ. 246.

[299] Δεύτερη οδηγία 89/646/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1989, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος και την τροποποίηση της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ (ΕΕ L 386 της 30.12.1989, σελ. 1).

Το Cour d'appel εξέτασε στη συνέχεια κατά πόσον η επίμαχη νομοθεσία ήταν απολύτως απαραίτητη με βάση τα προστατευτέα συμφέροντα και για τον σκοπό αυτό επικαλέστηκε τη διάκριση που το Δικαστήριο είχε διατυπώσει στο σημείο 29 της προαναφερθείσας απόφασης Parodi, με κριτήριο τον χαρακτήρα της εκάστοτε τραπεζικής δραστηριότητας και τον κίνδυνο που αναλαμβάνει ο αποδέκτης της υπηρεσίας. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η γαλλική νομοθεσία υπερέβαινε το μέτρο που ήταν αντικειμενικά αναγκαίο για την προστασία των συμφερόντων που επεδίωκε να προστατεύσει και συνεπώς απεφάνθη ότι η επίμαχη νομοθεσία ήταν ασυμβίβαστη με τη συνθήκη.

Στην Ελλάδα, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με ένα ελλειπτικό σκεπτικό, παρέλειψε να εφαρμόσει στην απόφασή του της 30ής Μαρτίου 1999 [300] την ερμηνεία που το Δικαστήριο είχε διατυπώσει στην απόφασή του της 5ης Ιουνίου 1997, SETTG [301], η οποία εξεδόθη έπειτα από προδικαστική του παραπομπή. Το Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι η ελληνική νομοθεσία που ορίζει ότι είναι υποχρεωτικός ο νομικός τύπος της σύμβασης εργασίας για τις υπηρεσίες που παρέχουν οι ξεναγοί στα τουριστικά και ταξιδιωτικά πρακτορεία τα οποία διοργανώνουν τουριστικά προγράμματα αντέβαινε στο άρθρο 59 της συνθήκης ΕΚ (το οποίο, μετά από τροποποίηση, αντιστοιχεί στο άρθρο 49 ΕΚ). Το Συμβούλιο της Επικρατείας θεωρεί ότι η ερμηνεία του Δικαστηρίου δεν είναι εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι η αντιδικία δεν άπτεται του κοινοτικού δικαίου. Κατά τη γνώμη του, η έλλειψη σχέσης με το κοινοτικό δίκαιο είναι απόρροια του γεγονότος ότι κανείς από τους διαδίκους δεν είναι κοινοτικός υπήκοος εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος ο οποίος να ενδιαφέρεται να παράσχει τις υπηρεσίες του στην Ελλάδα, ούτε απαρτίζεται από τέτοιους κοινοτικούς υπηκόους. Τούτο σημαίνει ότι η νομοθεσία την οποία αφορούσε η προδικαστική παραπομπή γίνεται αντιληπτή ως μία απλή νομική βάση για τη διαιτητική απόφαση η οποία υπόκειται στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας. Η εν λόγω διαιτητική απόφαση αποτελεί άλλωστε αφ' εαυτής το πραγματικό αντικείμενο της αντιδικίας. Επομένως, το Συμβούλιο της Επικρατείας θεωρεί ως εντελώς άσχετο με την επίλυση της διαφοράς το ζήτημα του ασυμβίβαστου της επίμαχης νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο, καθώς επίσης το ζήτημα της συνακόλουθης υποχρέωσης να μείνει, ενδεχομένως, αυτή ανεφάρμοστη ως νομική βάση της διαιτητικής απόφασης. Εκ πρώτης όψεως, δεν δίδεται καμία εξήγηση για τους λόγους που ώθησαν το ανώτατο δικαστήριο να θεωρήσει ότι η απάντηση του Δικαστηρίου στο προδικαστικό ερώτημα που του είχε υποβληθεί δεν είχε καμία σημασία για το αντικείμενο της αντιδικίας.

[300] Συμβούλιο της Επικρατείας, 30 Μαρτίου 1999, 1014/1999, To Σύνταγμα, 1999, σελ. 1129-1135, Ελληνική Δικαιοσύνη 2000, σελ. 1131, EΔΔΔΔ 2000, σελ. 400.

[301] C-398/95, Συλλογή σελ. I-3091.

Στην Ελλάδα ομοίως, ανάλογη απόκλιση μεταξύ προδικαστικών αποφάσεων του Δικαστηρίου [302] και της τελικής απόφασης του παραπέμποντος δικαστηρίου παρατηρείται και σε τρεις αποφάσεις του διοικητικού δικαστηρίου της Αθήνας της 31ης Αυγούστου 1999. Συγκεκριμένα, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η παράλειψη της ενσωμάτωσης στην εθνική νομοθεσία της οδηγίας 89/48 σχετικά με την αναγνώριση των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών [303] δεν στοιχειοθετεί εν προκειμένω παραβίαση από το κράτος των κοινοτικών του υποχρεώσεων και ως εκ τούτου δεν γεννά υποχρέωση της ζημίας που έχουν ενδεχομένως υποστεί ιδιώτες λόγω της μη ενσωμάτωσης της οδηγίας [304]. Το διοικητικό δικαστήριο μοιάζει με τον τρόπο αυτό να υπερβαίνει τα όρια που έθεταν τα συμπεράσματα της απόφασης του Δικαστηρίου, το οποίο είχε περιορισθεί να διαπιστώσει ότι η οδηγία δεν ήταν εφαρμοστέα σε μία υπόθεση η οποία αφορά αποκλειστικά και μόνο την εσωτερική έννομη τάξη ενός κράτους μέλους και δεν είχε λάβει θέση επί του ζητήματος των προϋποθέσεων της αστικής ευθύνης του Δημοσίου εξαιτίας της μη ενσωμάτωσης της οδηγίας στην εθνική νομοθεσία. Ούτε, εξάλλου, ελήφθη υπόψη η καταδίκη της Ελλάδας για την ίδια αυτή παράλειψη ενσωμάτωσης της οδηγίας 89/48 με προγενέστερη απόφαση του Δικαστηρίου [305].

[302] Απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 1998, Kαπασαλάκης, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-225/95, C-226/95 και C-227/95, Συλλογή σελ. I-4239.

[303] Οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (ΕΕ 1989, L 019, σελ. 16).

[304] Διοικητικό Πρωοτοδικείο Αθηνών, 31 Αυγούστου 1999, 8240/1999, 8241/1999 και 8242/1999.

[305] Απόφαση της 23ης Μαρτίου 1995, C-365/93, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή σελ. I- 499.

Στην Ιταλία, το Corte costituzionale, στο πλαίσιο εκ των προτέρων ελέγχου της διοργάνωσης δημοψηφίσματος σχετικά με την κατάργηση ενός νόμου, απεφάνθη σχετικά με τις υποχρεώσεις των κρατών μελών που απορρέουν από τη θέση σε εφαρμογή μίας κοινοτικής οδηγίας [306]. Στην Ιταλία, η διοργάνωση δημοψηφίσματος σχετικά με την κατάργηση ή όχι ενός νόμου επιτρέπεται μόνο εφόσον πληρούνται δύο προϋποθέσεις: το αίτημα για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος πρέπει να φέρει 500.000 υπογραφές εκλογέων και επιπλέον το Corte costituzionale πρέπει να έχει προηγουμένως εξακριβώσει ότι το ερώτημα που αποτελεί αντικείμενο του δημοψηφίσματος δεν στοιχειοθετεί παράβαση του συντάγματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το προτεινόμενο δημοψήφισμα απέβλεπε στην κατάργηση του άρθρου 5 του νόμου αριθ. 863 της 19ης Δεκεμβρίου 1984, που περιστέλλει την ευχέρεια σύναψης συμβάσεων μερικής απασχόλησης. Το θέμα αυτό ρυθμίζεται από την οδηγία 97/81 [307] σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES. Η προθεσμία για την ενσωμάτωση της οδηγίας έληγε στις 20 Ιανουαρίου 2000, αλλά το ιταλικό κράτος δεν είχε ακόμη φροντίσει για την ενσωμάτωση της οδηγίας στην εθνική νομοθεσία.

[306] Corte costituzionale, 7 Φεβρουαρίου 2000, Gazzetta Ufficiale della Repubblica Italiana, 2000, Spec. 1, αριθ. 7, σελ. 65.

[307] Οδηγία 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES - Παράρτημα : Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης (ΕΕ L 14 της 20.1.1998, σελ. 9).

Το Corte costituzionale έλεγξε καταρχάς εάν το προτεινόμενο ερώτημα συμβιβαζόταν όχι μόνο με τα όρια που θέτει το άρθρο 75 εδάφιο 2 του συντάγματος για την προσφυγή σε δημοψήφισμα (μεταξύ άλλων, απαγορεύεται η διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με νόμους που αφορούν την κύρωση διεθνών συνθηκών), αλλά και με τα όρια που προκύπτουν από πάγια ερμηνεία του συντάγματος. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, είναι κάθε φορά απαραίτητο να εξετάζεται το συμβιβάσιμο του δημοψηφίσματος με τις διατάξεις των κοινοτικών οδηγιών και να διερευνάται το κατά πόσον αυτές παράγουν αποτελέσματα ικανά να εμποδίσουν την κατάργηση δεδομένου νόμου, στο μέτρο που η τυχόν κατάργηση θα σήμαινε τη μη συμμόρφωση του ιταλικού κράτους με υποχρεώσεις που απορρέουν από το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο. Στη συνέχεια, αφού επιβεβαίωσε την πρωτοκαθεδρία του κοινοτικού δικαίου σε σχέση με το εθνικό δίκαιο, το Corte costituzionale έκρινε ότι ο νόμος του οποίου ζητείτο η κατάργηση συνιστούσε έναν «σκληρό πυρήνα» διατάξεων οι οποίες ήδη συμβιβάζονταν με την οδηγία. Πέραν αυτού, η κατάργηση του νόμου προϋπέθετε οπωσδήποτε τη θέσπιση ορισμένων άλλων ρυθμίσεων προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία. Με άλλα λόγια, το καθεστώς της «εκ των προτέρων συμμόρφωσης» (preconformazione) που προβλέπεται από τον συγκεκριμένο νόμο έπρεπε, κατά το δικαστήριο, να διατηρηθεί και μετά την παρέλευση της προθεσμίας που είχε ταχθεί για τη θέση σε εφαρμογή της οδηγίας. Εν προκειμένω, το Corte costituzionale παραπέμπει στη νομολογία του Δικαστηρίου, βάσει της οποίας η υποχρέωση χρηστής συνεργασίας που βαρύνει τα κράτη μέλη σημαίνει ότι αυτά οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση ρυθμίσεων ικανών να υπονομεύσουν το επιδιωκόμενο από μία οδηγία αποτέλεσμα κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ της οδηγίας μέχρι την παρέλευση της προθεσμίας που τάσσεται για τη θέση της σε εφαρμογή [308]. Το Corte costituzionale καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εν προκειμένω όχι μόνο η προθεσμία ενσωμάτωσης της οδηγίας 97/81 έληγε στις 20 Ιανουαρίου 2000, γεγονός που σήμαινε ότι το ιταλικό κράτος είχε υποπέσει σε παράβαση, αλλά επιπλέον η οδηγία προβλέπει ρητώς ότι η θέση της σε εφαρμογή δεν μπορεί να δικαιολογήσει καμία παλινδρόμηση όσον αφορά το καθεστώς που ισχύει στα κράτη μέλη για το επίπεδο προστασίας των εργαζομένων. Όμως, η κατάργηση μέσω δημοψηφίσματος της ρηθείσας διάταξης θα συνεπάγετο αυτή τούτη την κατάργηση της προστασίας των εργαζομένων την οποία προβλέπουν οι διατάξεις περί μερικής απασχόλησης. Μία τέτοια κατάσταση θα καθιστούσε το ιταλικό κράτος υπεύθυνο για την παραβίαση συγκεκριμένης υποχρέωσης απορρέουσας από το κοινοτικό δίκαιο και θα συνιστούσε, επομένως, παραβίαση του άρθρου 75 εδάφιο 2 του ιταλικού συντάγματος.

[308] Απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C-129/96, Inter-Environnement Wallonie, Συλλογή σελ. I-7411.

Στην Ιταλία ομοίως, το Corte di cassazione, σε απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2000, ασχολήθηκε και πάλι με το άμεσο αποτέλεσμα μιας οδηγίας έναντι καταστάσεων που δημιουργήθηκαν πριν από την παρέλευση της προθεσμίας που είχε καθορισθεί για τη θέση της σε εφαρμογή από τα κράτη μέλη [309]. Η οδηγία 93/13 [310] σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες σε συμβάσεις οι οποίες συνάπτονται με καταναλωτές τέθηκε σε εφαρμογή με τον νόμο αριθ. 52 της 6ης Φεβρουαρίου 1996, ενώ η προθεσμία ενσωμάτωσης της οδηγίας είχε λήξει στις 31 Δεκεμβρίου 1994. Σύμφωνα με το άρθρο 10 της εν λόγω οδηγίας, σε αυτήν εμπίπτουν όλες οι συμβάσεις οι οποίες συνάπτονται μετά τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Ωστόσο, βάσει του προαναφερθέντος νόμου του 1996, το νέο άρθρο 1469-Α του ιταλικού αστικού κώδικα χαρακτηρίζει ως καταχρηστική κάθε ρήτρα η οποία ορίζει ότι κατά τόπον αρμόδιο είναι κάποιο άλλο δικαστήριο πλην εκείνου του τόπου διαμονής ή κατοικίας του καταναλωτή. Το Giudice di pace di Roma (ειρηνοδικείο της Ρώμης), σε μία υπόθεση που αφορούσε σύμβαση συναφθείσα τον Μάιο του 1994 μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και απεφάνθη ότι αρμόδιο ήταν το δικαστήριο του τόπου κατοικίας του καταναλωτή (Ούντινε), με το σκεπτικό ότι η προστασία που παρέχεται στους καταναλωτές με το νέο άρθρο 1469-Α του αστικού κώδικα, για το οποίο γίνεται λόγος παραπάνω, ίσχυε ομοίως προκειμένου για τις συμβάσεις που συνάφθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου με τον οποίον ετέθη σε εφαρμογή η οδηγία 93/13, και τούτο λόγω του άμεσου αποτελέσματός της. Το Corte di cassazione, στο οποίο προσέφυγε ο επαγγελματίας κατά της ανωτέρω κήρυξης αναρμοδιότητας, ανέτρεψε την προσβληθείσα δικαστική απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση στο Giudice di pace di Roma, για να ασχοληθεί με την ουσία της υπόθεσης. Το Corte di cassazione, αφού πρώτα υπενθύμισε ότι, για να παράγει μία οδηγία άμεσο αποτέλεσμα, πρέπει, αφενός, οι διατάξεις της, από πλευράς περιεχομένου, να μην τελούν υπό όρους και να είναι αρκούντως σαφείς και, αφετέρου, το οικείο κράτος μέλος να μην έχει θέσει σε εφαρμογή την οδηγία εντός της προθεσμίας που έχει καθορισθεί για τον σκοπό αυτό, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν σίγουρο ότι η οδηγία του Συμβουλίου 93/13 πληροί πράγματι την προϋπόθεση της σαφήνειας και της μη εξάρτησης από όρους. Εντούτοις, το Corte di cassazione επεσήμανε ότι κατά τον χρόνο υπογραφής της επίδικης σύμβασης, δηλαδή τον Μάιο του 1994, το ιταλικό κράτος δεν είχε υποπέσει ακόμη σε παράλειψη, δεδομένου ότι η προθεσμία για τη θέση σε εφαρμογή της οδηγίας (Δεκέμβριος 1994) δεν είχε εκπνεύσει ακόμη. Το Corte di cassazione συμπεραίνει ότι για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να υποστηριχθεί η οδηγία 93/13 ήταν εκτελεστέα από μόνη της, γεγονός που θα μπορούσε να έχει συνέπειες για τη ρήτρα ανάθεσης αρμοδιότητας, όπως είχε αποφανθεί το Giudice di pace di Roma.

[309] Corte di cassazione, Sezione I, 1η Φεβρουαρίου 2000, αριθ. 1099, Giustizia civile, 2000, σελ. 1690.

[310] Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95 της 21.4.1994, σελ. 29).

Τέλος, και πάλι στην Ιταλία, σε μία υπόθεση που αφορούσε την ιδιωτικοποίηση αερολιμενικής εταιρείας μέσω της διάθεσης στην αγορά της πλειονότητας των μετοχών της, το Consiglio di Stato έκρινε ότι ένα υπουργικό διάταγμα που περιορίζει στο 2% τη συμμετοχή κρατικών φορέων, έστω και αν αυτοί είναι οικονομικού χαρακτήρα, καθώς και των κρατικών επιχειρήσεων στο κεφάλαιο της εταιρείας συνάδει με το κοινοτικό δίκαιο [311]. Εν προκειμένω, μία κρατική εταιρεία, το μετοχικό κεφάλαιο της οποίας ανήκε κατά 99% στον δήμο (comune) και στην επαρχία (provincia) του Μιλάνου, προσέφυγε στο Tribunale amministrativo regionale Lazio με αίτημα την ακύρωση της πρόνοιας την οποία περιείχε η διακήρυξη διαγωνισμού για την πώληση των μετοχών της αερολιμενικής εταιρείας και στην οποία επαναλαμβανόταν το προαναφερθέν όριο του 2%. Η προσφεύγουσα ισχυριζόταν, μεταξύ άλλων, ότι υπήρχε παραβίαση της απαγόρευσης των διακρίσεων, της ελευθερίας εγκατάστασης και κυκλοφορίας των κεφαλαίων, καθώς και της αρχής της αναλογικότητας. Σχετικά με αυτή την τελευταία, το Tribunale amministrativo, στην απόφασή του της 14ης Ιουλίου 1999, είχε απορρίψει την προσφυγή, με το σκεπτικό ότι η αρχή της αναλογικότητας δεν αποτελεί αυτοτελές κριτήριο αξιολόγησης της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων, αλλά μόνο κριτήριο ερμηνείας των διατάξεων της συνθήκης [312]. Το Consiglio di Stato, το οποίο ασχολήθηκε με την αναίρεση που άσκησε η προσφεύγουσα, επιβεβαίωσε το συμπέρασμα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και αποσαφήνισε τα όρια της αρχής της αναλογικότητας.

[311] Consiglio di Stato, Sezione VI, 1η Απριλίου 2000, Il Consiglio di Stato, 2000, I, σελ. 833-847.

[312] Tribunale amministrativo regionale del Lazio, Sezione III, 14 Ιουλίου 1999, αριθ. 2155, I tribunali amministrativi regionali, 1999, I, σελ. 3126-3133.

Το Consiglio di Stato παραπέμπει στη νομολογία του Δικαστηρίου [313] σύμφωνα με την οποία η αρχή της αναλογικότητας συνιστά γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, την οποία τα όργανα των κρατών μελών οφείλουν να σέβονται κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που τους αναγνωρίζεται. η αρχή αυτή είναι εφαρμοστέα για την αξιολόγηση τόσο των πράξεων του εθνικού νομοθέτη όσο και αυτών τούτων των νομοθετικών πράξεων. Καίτοι το Consiglio di Stato δέχεται ότι οι διάδικοι δεν είχαν αναπτύξει επαρκώς το επιχείρημα που στηριζόταν στην παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, παρόλα αυτά διευκρινίζει ότι η επιβολή ορίου για τη συμμετοχή κρατικών εταιρειών στο μετοχικό κεφάλαιο μίας υπό ιδιωτικοποίηση εταιρείας αποτελεί αναγκαίο και κατάλληλο μέτρο για την επίτευξη των στόχων μιας τέτοιας διαδικασίας, δηλαδή της μεταβίβασης των μετοχών μιας κρατικής εταιρείας σε ιδιώτες, έναντι της καταβολής οικονομικού ανταλλάγματος, προκειμένου να πραγματωθούν καλύτερα οι δημόσιοι σκοποί που προβλέπει ο νόμος. Οι σκοποί αυτοί θα αναιρούνταν πλήρως αν επιτρεπόταν η μεταβίβαση των μετοχών του Δημοσίου σε κρατική εταιρεία και αντιστρόφως. Εξάλλου, αφ' ης στιγμής γίνεται δεκτό ότι ένα τέτοιο όριο είναι θεμιτό, αυτό παύει να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, δεδομένου ότι εκφράζει μία επιλογή οικονομικής πολιτικής της κυβερνήσεως, η οποία αποφασίζει το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο της κρατικής συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο των εταιρειών που ιδιωτικοποιούνται.

[313] Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Μαρτίου 1987, 176/84, Επιτροπή κατά της Ελλάδας, Συλλογή σελ. 1193. της 19ης Ιουνίου 1980, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 41/79, 121/79 και 796/79, Vittorio Testa κ.λπ., Συλλογή σελ. 1979. 25 Φεβρουαρίου 1988, C-427/85, Επιτροπή κατά της Γερμανίας, Συλλογή σελ. 1123, και 27 Οκτωβρίου 1993, C-127/92, Enderby, Συλλογή σελ. I-5535.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Court of Appeal ασχολήθηκε με εφέσεις οι οποίες υποβλήθηκαν κατά δύο αντιφατικών αποφάσεων του High Court σχετικά με τη μεταβίβαση επιχειρήσεων κατά την έννοια των βρετανικών κανονισμών Transfer of Undertakings (Protection of Employment) Regulations, του 1981, με τους οποίους ενσωματώθηκε στη βρετανική νομοθεσία η οδηγία 77/187 [314]. Το δικαστήριο απεφάνθη ότι η αδικοπρακτική ευθύνη του μεταβιβάζοντος έναντι ενός μισθωτού για σωματική βλάβη που αυτός υπέστη πριν από την ημερομηνία μεταβίβασης περιέρχεται στον αποκτήσαντα την επιχείρηση δυνάμει του άρθρου 5(2) των Regulations του 1981 [315]. Το Court of Appeal έκρινε, ειδικότερα, ότι το άρθρο 5(2)(α) καλύπτει "το σύνολο των δικαιωμάτων, εξουσιών, καθηκόντων και ευθυνών του μεταβιβάζοντος που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας ή σχετίζονται με αυτήν" [316], πράγμα που σημαίνει ότι η μεταβίβαση δεν αφορά μόνο τα συμβατικά δικαιώματα αλλά το σύνολο των δικαιωμάτων που έχουν γεννηθεί «εξ αφορμής" της σύμβασης εργασίας. Συνεπώς, ακόμη κι αν δεν υπάρχει ρητή παραπομπή στο καθεστώς της αδικοπρακτικής ευθύνης, η εν λόγω διάταξη είναι αρκετά ευρεία ώστε να περιλαμβάνει την αδικοπρακτική ευθύνη του εργοδότη. Επομένως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εξ αμελείας ευθύνη του εργοδότη είχε πράγματι μεταβιβασθεί στον αποκτήσαντα την επιχείρηση δυνάμει των Regulations του 1981.

[314] Οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ L 61 της 5.3.1977, σελ. 26).

[315] Court of Appeal (Civil Division), 16η Μαΐου 2000, Martin κατά Lancashire County Council, Bernadone κατά Pall Mall Services Group Ltd and others, The All England Law Reports 2000, τόμος 3, σελ. 544-560.

[316] "All the transferor's rights, powers, duties and liabilities under or in connexion with the contract of employment".

Στη δεύτερη υπόθεση, το Court of Appeal έκρινε εξάλλου ότι το δικαίωμα του μεταβιβάζοντος να αξιώσει αποζημίωση βάσει ασφαλιστήριου συμβολαίου για επέλευση εργατικού ατυχήματος είχε ομοίως περιέλθει στον αποκτήσαντα τη συγκεκριμένη επιχείρηση, παρά το γεγονός ότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο είχε συναφθεί με τρίτο (ασφαλιστή). Το Court of Appeal υπενθύμισε ότι σκοπός της οδηγίας 77/187 είναι η διαφύλαξη των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης της επιχείρησης στην οποία απασχολούνται και έκρινε ότι οι βρετανικοί κανονισμοί (Regulations) του 1981, με τους οποίους η ρηθείσα οδηγία ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία, έπρεπε, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνευθούν κατά τρόπον ώστε οι εργαζόμενοι να μην αποστερηθούν δικαιώματα που θα είχαν έναντι του εργοδότη τους αν δεν υπήρχε μεταβίβαση και τα οποία έχουν γεννηθεί δυνάμει ή εξ αφορμής της σύμβασης εργασίας. Εξάλλου, το δικαίωμα του εργοδότη να αξιώσει αποζημίωση από τον ασφαλιστή καλύπτει ευθύνη γεννηθείσα εξ αφορμής της σύμβασης εργασίας. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, το ευεργέτημα της ασφάλειας που είχε συνάψει ο μεταβιβάζων περιήλθε στον αποκτήσαντα την επιχείρηση.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο και πάλι, το Court of Appeal [317] , αναιρώντας την απόφαση που είχε εκδοθεί πρωτοδίκως, απεφάνθη ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 93/104 σχετικά με την οργάνωση του χρόνου εργασίας [318] δεν ήταν επαρκώς σαφές και απαλλαγμένο από όρους ώστε να παράγει άμεσο αποτέλεσμα. Αντίδικοι στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν μία προπονήτρια κολύμβησης και ο εργοδότης της, που ήταν μία περιφερειακή αρχή. Το Employment Appeal Tribunal είχε αποφανθεί ότι η προσφεύγουσα, η οποία δεν πληρωνόταν κατά την περίοδο των σχολικών διακοπών, δικαιούτο ετήσια άδεια μετ' αποδοχών διάρκειας τεσσάρων εβδομάδων βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 της προαναφερθείσας οδηγίας, που προβλέπει ότι "τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ' αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας". Κατά τον χρόνο επέλευσης των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, δηλαδή το 1997, η οδηγία δεν είχε ακόμη ενσωματωθεί στη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου, παρά το γεγονός ότι η σχετική προθεσμία είχε ήδη λήξει στις 23 Νοεμβρίου 1996. Η ενσωμάτωση της οδηγίας επετεύχθη τελικά με τη θέσπιση των Working Time Regulations (SI 1998, αριθ. 1883), που ετέθησαν σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου 1998. Η προσφεύγουσα υποστήριζε ότι ήταν δυνατή η επίκληση του άμεσου αποτελέσματος της συγκεκριμένης διάταξης έναντι της Διοίκησης για το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο ανωτέρω ημερομηνιών. Το Employment Appeal Tribunal είχε συμπεράνει ότι το άρθρο 7 ήταν επαρκώς σαφές και απαλλαγμένο από όρους ώστε να παράγει άμεσο αποτέλεσμα και ότι κατά συνέπεια η ενδιαφερομένη δικαιούτο να το επικαλεσθεί έναντι της καθ' ης.

[317] Court of Appeal (Civil Division), 21 Ιουνίου 2000, Gibson κατά East Riding of Yorkshire District Council, Common Market Law Reports 2000, τόμος 3, σελ. 329-338.

[318] Οδηγία 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ L 307 της 13.12.1993, σελ. 18).

Αναλύοντας το άρθρο 7 με βάση το ευρύτερο πλαίσιο του χαρακτήρα, της γενικής διάρθρωσης και της διατύπωσης της οδηγίας, ο λόρδος δικαστής (Lord Justice) Mummery, ο οποίος μετείχε στη σύνθεση του Court of Appeal, ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, με την έννοια του "χρόνου εργασίας", η οποία ορίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας ως "κάθε περίοδος κατά, τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές". Ο δικαστής έκρινε ότι ο παραπάνω ορισμός, η διατύπωση του οποίου είναι ασαφής και παραπέμπει στις νομοθεσίες των κρατών μελών, είχε βαρύνουσα σημασία στο πλαίσιο του τμήματος II, που περιλαμβάνει το άρθρο 7, σχετικά με την ετήσια άδεια. Ειδικότερα, καίτοι το άρθρο 7 είναι σαφές ως προς την ελάχιστη διάρκεια της ετήσιας άδειας μετ' αποδοχών (τέσσερις εβδομάδες), εντούτοις δεν συνάγεται ότι η υποχρέωση που προβλέπεται στη συγκεκριμένη διάταξη είναι αρκετά σαφής ώστε να μπορούν οι ιδιώτες να την επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Το ερώτημα για το πόσο «χρόνο εργασίας» πρέπει να έχει συμπληρώσει ο εργαζόμενος για να δικαιούται την ετήσια άδεια που προβλέπει η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να απαντηθεί ούτε βάσει του άρθρου 7 ούτε βάσει των υπολοίπων διατάξεων της οδηγίας. Κατά συνέπεια ο Lord Justice Mummery συνεπέρανε ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η συγκεκριμένη διάταξη παράγει άμεσο αποτέλεσμα.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο ομοίως, το Outer House του Court of Session (πρόκειται για δικαστήριο της Σκοτίας) [319] ασχολήθηκε με αγωγή που αφορούσε την καταγγελία σύμβασης εμπορικής αντιπροσώπευσης. Αφενός, το δικαστήριο υπενθύμισε την αρχή της σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού δικαίου. Αφετέρου, επιβεβαίωσε ότι, αφ' ης στιγμής μία οδηγία έχει δανεισθεί ένα στοιχείο από την έννομη τάξη ενός κράτους μέλους, είναι δυνατή η επίκληση του δικαίου του υπόψη κράτους μέλους, προκειμένου να προσδιορισθούν επακριβώς τα όρια εφαρμογής της οδηγίας. Ο Lord Hamilton διαπιστώνει καταρχάς ότι οι εθνικοί κανονισμοί Commercial Agents (Council Directive) Regulations του 1993, τους οποίους επικαλείται ο ενάγων, θεσπίστηκαν με σκοπό την ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της οδηγίας 86/653 περί εμπορικών αντιπροσώπων (ανεξάρτητων επαγγελματιών) [320] και υπενθυμίζει ότι η εθνική νομοθεσία πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύεται κατά τρόπο ο οποίος να συνάδει όχι μόνο με το κείμενο και το σκοπό της οδηγίας που υποτίθεται ότι ενσωματώνεται με τη συγκεκριμένη νομοθεσία, αλλά και με την ερμηνεία της οδηγίας από το Δικαστήριο. αντιθέτως, η κατά γράμμα ερμηνεία των εθνικών διατάξεων είναι απορριπτέα. Ο Lord Hamilton διευκρινίζει εξάλλου, εν γένει, ότι ένα νομοθέτημα που θεσπίζεται με σκοπό την ενσωμάτωση μιας κοινοτικής οδηγίας στην εθνική νομοθεσία δεν τροποποιεί τους υπόλοιπους κανόνες της εθνικής νομοθεσίας οι οποίοι ισχύουν ήδη στον εκάστοτε τομέα παρά μόνο στο βαθμό που οι κανόνες αυτοί αντιβαίνουν στις διατάξεις της οδηγίας. Σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα επίκλησης στη Σκοτία του δικαίου ενός άλλου κράτους μέλους και της πρακτικής των δικαστηρίων του υπόψη κράτους με σκοπό την αξιολόγηση των ορίων εφαρμογής μιας κοινοτικής οδηγίας που έχει δανεισθεί ένα από τα στοιχεία της συγκεκριμένης έννομης τάξης, ο Lord Hamilton φρονεί ότι η τακτική αυτή εντάσσεται στις προσπάθειες για την επίτευξη εναρμόνισης στα διάφορα κράτη μέλη. Ειδικότερα, στον βαθμό που η συγκεκριμένη οδηγία προβλέπει μία λύση κατά το πρότυπο της γαλλικής νομοθεσίας, ενδέχεται να είναι αναγκαίο, προκειμένου να υπάρξει εναρμονισμένη προσέγγιση, να ληφθεί υπόψη η πείρα των γαλλικών δικαστηρίων στον συγκεκριμένο τομέα, χωρίς ωστόσο να είναι υποχρεωτική η ακρόαση νομομαθών εξειδικευμένων στο γαλλικό δίκαιο. Κατά τον Lord Hamilton, πρόκειται για μία εφαρμογή του συγκριτικού δικαίου, στο πλαίσιο της οποίας το σκοτσέζικο δικαστήριο νομιμοποιείται απολύτως να λάβει υπόψη πηγές αλλοδαπού δικαίου.

[319] Court of Session, Outer House, 10 Μαρτίου 1999, Stewart Roy κατά M R Pearlman Ltd, Common Market Law Reports 1999,τόμος 2, σελ. 1155-1171.

[320] Οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για το συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) (ΕΕ L 382 της 31.12.1986, σελ. 17).

Σε μία παρεμφερή υπόθεση [321], το Inner House του Court of Session υπενθύμισε την ανάγκη ερμηνείας της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου. Το δικαστήριο, γνωρίζοντας ότι το καθεστώς αποζημίωσης το οποίο προβλέπει η οδηγία 86/653 βασίζεται στο γαλλικό δίκαιο, ερμήνευσε τη συναφή νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου με γνώμονα τις γαλλικές διατάξεις που διέπουν το σύστημα αντιστάθμισης και αποζημίωσης των εμπορικών αντιπροσώπων (ανεξάρτητων επαγγελματιών) σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής τους.

[321] Court of Session, Inner House, 16 Μαρτίου 2000, King κατά T. Tunnock Ltd, European Law Reports of Cases in the United Kingdom and Ireland 2000, σελ. 531-550.

Τέλος, πάντα στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Outer House του Court of Session [322] ασχολήθηκε με το ζήτημα της εξάντλησης του δικαιώματος επί σήματος σε μία υπόθεση η οποία αφορούσε την παράλληλη εισαγωγή προϊόντων με το σήμα Davidoff από τη Σιγκαπούρη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η αγωγή την οποία άσκησαν οι δικαιούχοι του εν λόγω σήματος στηριζόταν στο άρθρο 5 της οδηγίας 89/104 [323] και κατέτεινε στο να απαγορευθεί στους εναγομένους η διανομή και πώληση, χωρίς τη συγκατάθεση των εναγόντων, των προϊόντων που φέρουν το συγκεκριμένο σήμα στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. Οι διάδικοι συμφωνούσαν ότι η διαφορά αφορούσε κατ' ουσία την έννοια της "συγκατάθεσης" σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας. Οι ενάγοντες ισχυρίζονταν ότι τα υπόψη προϊόντα δεν είχαν διατεθεί στην κυκλοφορία στον ΕΟΧ ούτε από τους ίδιους ούτε από τους αντιπροσώπους τους και ότι είχαν τεθεί στη διάθεση των διανομέων τους στη Σιγκαπούρη με σκοπό τη μεταπώλησή τους στη συγκεκριμένη περιφέρεια. Πιο συγκεκριμένα, τα της πώλησης των προϊόντων ρυθμίζονταν από σύμβαση συναφθείσα κατά το γερμανικό δίκαιο, σύμφωνα με την οποία οι μεταπωλητές είχαν το αποκλειστικό δικαίωμα διανομής των προϊόντων στα ασιατικά εδάφη που καθορίζονταν στη σύμβαση, ενώ οι διανομείς ήταν υποχρεωμένοι να μεριμνούν για την τήρηση του περιορισμού αυτού από τους διαδοχικούς μεταπωλητές.

[322] Court of Session, Outer House, 4 Απριλίου 2000, Zino Davidoff SA κατά M&S Toiletries Ltd, Common Market Law Reports 2000, τόμος 2, σελ. 735-753.

[323] Βλ. την υποσημείωση αριθ. 50.

Το Outer House απεφάνθη ότι οι εναγόμενοι δεν είχαν αποδείξει την ύπαρξη συγκατάθεσης των εναγόντων. Το δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι η πρόθεση των εναγόντων να περιορίσουν τη μεταπώληση των προϊόντων εντός των ορίων των εδαφών που καθορίζονταν στη σύμβαση προέκυπτε με σαφήνεια από αυτή, και, αφετέρου, ότι δεν ανταποκρινόταν στα δεδομένα του εμπορίου το επιχείρημα των εναγομένων σύμφωνα με το οποίο η συγκατάθεση των εναγόντων προέκυπτε εμμέσως από τη μη λήψη από μέρους τους μέτρων για την παρεμπόδιση της μεταγενέστερης εισαγωγής των προϊόντων στον ΕΟΧ (παραδείγματος χάρη, με την επιβολή ρητής απαγόρευσης για τα ίδια τα προϊόντα). Ο Lord Kingarth, ως μέλος του Outer House, απέκλινε από την απόφαση που είχε εκδώσει τον Απρίλιο του 1999 σε μία παρόμοια υπόθεση [324] ο Mr. Justice Laddie, ως μέλος του Chancellery Division του αγγλικού High Court of Justice. Αυτός ο τελευταίος είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εταιρεία Davidoff δεν δικαιούτο να επικαλεσθεί το βρετανικό δικαίωμα που κατείχε επί του σήματος έναντι των προϊόντων που εισάγονταν από τη Σιγκαπούρη. Κατ' αυτόν, το ενοχικό δίκαιο της Αγγλίας ορίζει ότι, αν κατά τον χρόνο αγοράς των εμπορευμάτων από τον διανομέα δεν του επιβληθούν ρητοί περιορισμοί, τεκμαίρεται ότι ο δικαιούχος του σήματος συναινεί στη μεταπώλησή τους στον ΕΟΧ. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Άγγλος δικαστής υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο σχετικά με την έννοια της έμμεσης συγκατάθεσης [325]. Ο Lord Kingarth υπογράμμισε τις διαφορές της συγκεκριμένης υπόθεσης σε σύγκριση με την αγγλική απόφαση, και ιδίως το γεγονός ότι η σύμβαση πώλησης διεπόταν από το γερμανικό δίκαιο και όχι από το αγγλικό. Ο δικαστής έκρινε ως αβάσιμο το επιχείρημα των εναγομένων περί έμμεσης συγκατάθεσης, και τούτο λόγω των σαφών περιορισμών επί των εξαγωγών τους οποίους περιελάμβανε η σύμβαση πώλησης. Η σύμβαση αυτή προέβλεπε, συγκεκριμένα, ότι τα εμπορεύματα μπορούσαν να μεταπωληθούν μόνο στα προκαθορισμένα εδάφη της Ασίας. Με βάση τα δεδομένα αυτά, ο Σκοτσέζος δικαστής έκρινε ότι δεν ήταν δυνατό να συναχθεί η έμμεση συγκατάθεση για τη μεταγενέστερη πώληση των προϊόντων στον ΕΟΧ.

[324] Davidoff SA/A&G Imports Ltd, [1999] 3 All ER 711.

[325] Βλ. τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-414/99, Davidoff, και C-415/99, Levi Strauss, οι οποίες μνημονεύονται πιο πάνω, υποσημείωση αριθ. 82.

Σε ό,τι αφορά πιο συγκεκριμένα την έννοια της «συγκατάθεσης» στην οποία αναφέρεται το άρθρο 7 της οδηγίας, ο Lord Kingarth έκρινε βάσιμο το σκεπτικό των εναγόντων, οι οποίοι, χωρίς να αμφισβητούν ότι η συγκατάθεση μπορεί πράγματι να είναι έμμεση, επικαλούντο την αρχή που προτάσσεται στην απόφαση Silhouette [326], σύμφωνα με την οποία το άρθρο 7 παράγραφος 1 εισάγει εξαίρεση στα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στον δικαιούχο του σήματος με το άρθρο 5 παράγραφος 1 και συνεπώς πρέπει να τυγχάνει συσταλτικής ερμηνείας.

[326] Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 1998, C-355/96, Συλλογή 1998, σελ. I-4799.

Τέλος, ο Σκοτσέζος δικαστής, λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένα προδικαστικά ζητήματα σχετικά με την έννοια της συγκατάθεσης παραπέμφθηκαν στο Δικαστήριο στο πλαίσιο των υποθέσεων Davidoff και Levi Strauss, για τις οποίες γίνεται λόγος παραπάνω, και ότι κανένας από τους διαδίκους δεν του ζήτησε να αποταθεί στο Δικαστήριο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν απαραίτητο να απευθύνει σχετικό αίτημα στο Δικαστήριο. Στη συνέχεια, το Outer House του Court of Session [327] έκανε δεκτή την επιβολή ασφαλιστικών μέτρων (interim interdict) που είχαν ζητήσει οι ενάγοντες. Ειδικότερα, ο Lord McCluskey έκρινε ότι η εσκεμμένη αλλοίωση των γραμμωτών κωδίκων συνιστούσε εκ πρώτης όψεως προσπάθεια απόκρυψης της προέλευσης των προϊόντων και παραβίαση των δικαιωμάτων των εναγόντων.

[327] Court of Session, Outer House, 8 Αυγούστου 2000, Zino Davidoff SA κατά M&S Toiletries Ltd.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο και πάλι, το High Court of Justice της Νήσου του Μαν [328], αποφασίζοντας σε δεύτερο βαθμό, απεφάνθη σε απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1999 ότι ούτε το άρθρο 52 της συνθήκης ΕΚ ούτε οι κοινοτικές διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεν είναι εφαρμοστέα στη Νήσο του Μαν και ότι επομένως οι αποφάσεις του Δικαστηρίου σχετικά με τα ζητήματα αυτά δεν παράγουν καμία συνέπεια για το δίκαιο της Νήσου του Μαν. Εξ αυτών το εν λόγω δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα δικαστήρια της Νήσου δεν είναι υποχρεωμένα να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις αυτές.

[328] High Court of Justice of the Isle of Man, Staff of Government Division, 19 Ιανουαρίου 1999, Fielding κατά Oake.

Ο εφεσιβάλλων ήταν Βρετανός υπήκοος και είχε την κατοικία του στη Νήσο του Μαν. Είχε διωχθεί ποινικώς επειδή οδηγούσε χωρίς άδεια, μετά την πάροδο τριμήνου αλλά πριν από τη συμπλήρωση ενός έτους από την άφιξή του στη νήσο. Κατά την κρίσιμη ημερομηνία ήταν κάτοχος έγκυρης βρετανικής άδειας οδήγησης, την οποία όμως είχε παραλείψει να αντικαταστήσει με άδεια εκδοθείσα από τις αρχές της νήσου εντός της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπει η τοπική νομοθεσία. Ο εφεσιβάλλων επικαλείτο, μεταξύ των άλλων, διάταξη του νόμου Road Traffic Act του 1985, η οποία, κατ' αυτόν, υποχρέωνε τις αρχές της νήσου να λάβουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να τεθούν σε ισχύ στο έδαφος της νήσου οι διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα των μεταφορών. Απορρίπτοντας το επιχείρημα αυτό, το High Court επισημαίνει καταρχάς ότι η κοινοτική νομοθεσία για τον τομέα των οδικών μεταφορών δεν εφαρμόζεται στη Νήσο του Μαν δυνάμει του πρωτοκόλλου αριθ. 3 στην πράξη προσχώρησης του 1972 και προσθέτει ότι, καίτοι η διάταξη που επικαλείται ο εφεσιβάλλων παρέχει στις αρχές της νήσου την εξουσία να λαμβάνουν μέτρα με σκοπό τη θέση σε εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας, εντούτοις δεν δημιουργεί καμία υποχρέωση για τις εν λόγω αρχές. Ο εφεσιβάλλων επικαλείτο επίσης την απόφαση του Δικαστηρίου επί της υπόθεσης Σκαναβή και Χρυσανθακόπουλος [329], με την οποία είχε κριθεί ως αντιβαίνουσα στο άρθρο 52 της συνθήκης η ποινική δίωξη ενός προσώπου που διέθετε μεν άδεια οδήγησης εκδοθείσα σε ένα κράτος μέλος, αλλά είχε παραλείψει να φροντίσει για την αντικατάστασή της εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας με άδεια εκδοθείσα από το κράτος κατοικίας. Σχετικά με το θέμα αυτό, το High Court απεφάνθη ότι ούτε το άρθρο 52 της συνθήκης περί της ελευθερίας εγκατάστασης ούτε οι κοινοτικές διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεν είναι εφαρμοστέα στη Νήσο του Μαν και ότι επομένως η συγκεκριμένη νομολογία ουδεμία σημασία έχει εν προκειμένω.

[329] Απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C-193/94, Συλλογή 1996, σελ. I-929.

2.6. Τέταρτο ερώτημα

Στην Αυστρία, το Oberste Gerichtshof επελήφθη δύο υποθέσεων οι οποίες αφορούσαν την άρνηση χορήγησης της διοικητικής άδειας που είναι απαραίτητη για την απόκτηση ακινήτων στην περιοχή του Τυρόλου.

Στην πρώτη υπόθεση [330], Γερμανός υπήκοος είχε αγοράσει τον Ιούλιο του 1997 ένα σπίτι στο Τυρόλο για να το χρησιμοποιήσει ως κύρια κατοικία του. Η αρχή που ήταν αρμόδια πρωτοβαθμίως (Bezirkshauptmannschaft Schwaz) είχε αρνηθεί να χορηγήσει την άδεια για την απόκτηση του ακινήτου κατ' εφαρμογή του νόμου του ομόσπονδου κρατιδίου (Land) του Τυρόλου σχετικά με τις συναλλαγές στον τομέα των ακινήτων (Tiroler Grundverkehrsgesetz), παρά το γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε επικαλεσθεί όχι μόνο την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων αλλά και την ελευθερία εγκατάστασης, επισημαίνοντας ότι είχε λάβει άδεια για την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας στην Αυστρία. Η αρμόδια αρχή, εφαρμόζοντας ως προς τον προσφεύγοντα τις διατάξεις του νόμου που διέπουν το σύνολο των πράξεων απόκτησης περιουσιακών στοιχείων από αλλοδαπούς, υποστήριξε ότι για το ομόσπονδο κρατίδιο του Τυρόλου η εγκατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου δεν εξυπηρετούσε κάποιο εμπορικό, πολιτιστικό ή κοινωνικό συμφέρον.

[330] Oberster Gerichtshof, απόφαση της 10ης Ιουνίου 2000, 1 Ob 12/00x.

Το Oberste Gerichtshof έκρινε ότι το Bezirkshauptmannschaft όφειλε να γνωρίζει ότι οι προϋποθέσεις τις οποίες παρέθετε στην απόφασή του δεν ίσχυαν για τους υπηκόους ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπέρασμα που προκύπτει ομοίως από εγκύκλιο της κυβερνήσεως του ομόσπονδου κρατιδίου του Τυρόλου. Με βάση την πρωτοκαθεδρία του κοινοτικού δικαίου και τη νομολογία του Δικαστηρίου, το Bezirkshauptmannschaft έπρεπε να είχε σεβασθεί την ελευθερία κυκλοφορίας των προσώπων και την ελευθερία εγκατάστασης, έστω και αν η εθνική νομοθεσία προέβλεπε το αντίθετο. Το ίδιο δικαστήριο διευκρίνισε ότι το οικείο κράτος μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο αφ' ης στιγμής ένα όργανο ενός ομόσπονδου κρατιδίου δεν εφαρμόζει ή εφαρμόζει πλημμελώς το κοινοτικό δίκαιο. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το ομόσπονδο κρατίδιο του Τυρόλου καταδικάστηκε στην καταβολή αποζημίωσης στον προσφεύγοντα για τα έξοδα που αυτός είχε επωμισθεί για την αντιπροσώπευσή του από δικηγόρο και τα οποία ήταν συνέπεια της παράνομης απόφασης.

Στη δεύτερη υπόθεση [331] ο πρωτοβάθμιος δικαστής είχε υποβάλει προδικαστικό ζήτημα στο Δικαστήριο [332], ενώ το Oberste Gerichtshof έπρεπε τελικώς να απαντήσει το ερώτημα για το αν φέρει το ομόσπονδο κρατίδιο ή το ομοσπονδιακό κράτος την ευθύνη για την αποκατάσταση της ζημίας που έχει υποστεί ένας ιδιώτης εξαιτίας της παραβίασης του κοινοτικού δικαίου από τον νόμο ενός ομόσπονδου κρατιδίου. Το ερώτημα αυτό προκαλεί διχογνωμίες στο πλαίσιο της νομικής θεωρίας της Αυστρίας, και το Oberste Gerichtshof, ακολουθώντας την επιχειρηματολογία της απόφασης του Δικαστηρίου επί της προαναφερθείσας υπόθεσης Konle, έκρινε ότι η ευθύνη για την επανόρθωση ζημίας προκληθείσας σε ιδιώτη από μέτρα εσωτερικής τάξης που ελήφθησαν κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου δεν βαρύνει κατ' ανάγκη το ομοσπονδιακό κράτος. Κατ' αναλογία προς τον νόμο περί διοικητικής ευθύνης (Amtshaftungsgesetz), στον οποίον προβλέπεται ότι η ευθύνη της δημόσιας αρχής που έχει διαπράξει παράβαση διέπεται από «λειτουργικά και οργανωτικά κριτήρια», μόνο το οικείο ομόσπονδο κρατίδιο μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο για την επανόρθωση της προκληθείσας ζημίας και όχι το ομοσπονδιακό κράτος. Βάσει αυτού του σκεπτικού, το αίτημα της προσφυγής απερρίφθη επειδή απευθυνόταν στο ομοσπονδιακό κράτος και όχι στο ομόσπονδο κρατίδιο του Τυρόλου.

[331] Oberster Gerichtshof, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2000, 1 Ob 146/00b.

[332] Απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουνίου 1999, C-302/97, Konle, Συλλογή 1999, σελ. I-3099.

Στο Βέλγιο, σε απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2000 [333], το Cour de cassation προέβη σε αποσαφήνιση των κριτηρίων που διέπουν την ευθύνη του κράτους όταν αυτό θεσπίζει ή εγκρίνει κανονιστικές διατάξεις οι οποίες αντιβαίνουν σε μία διάταξη του κοινοτικού δικαίου η οποία παράγει άμεσα αποτελέσματα στην εσωτερική έννομη τάξη. Η υπόθεση αφορούσε εθνική κανονιστική διάταξη σχετική με τα τεχνικά χαρακτηριστικά των οχημάτων. Το Cour de cassation έκρινε ότι οι πράξεις των διοικητικών αρχών πρέπει να αξιολογούνται με γνώμονα τα γενικά κριτήρια που διέπουν την αστική ευθύνη κατά το βελγικό δίκαιο, τα οποία είναι ευρύτερα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα κριτήρια του κοινοτικού δικαίου [334].

[333] Cour de cassation, 14 Ιανουαρίου 2000, αριθ. C.98.0477.F.

[334] Στο άρθρο 1382 του βελγικού αστικού κώδικα καθορίζονται οι προϋποθέσεις που ισχύουν για την αστική ευθύνη και οι οποίες είναι η υπαιτιότητα, η ζημία και η αιτιώδης συνάφεια.

Η αρχική προσφυγή απέβλεπε στο να αναγνωρισθεί ότι το βελγικό κράτος, με το να μην επιτρέπει κατά παράβαση του άρθρου 30 της συνθήκης (νυν άρθρο 28 ΕΚ) την έγκριση τύπου λεωφορείων προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη επειδή δεν πληρούν τις προδιαγραφές που ισχύουν στο Βέλγιο για την ελάχιστη ακτίνα στροφής των οχημάτων, είχε διαπράξει αδίκημα που προκάλεσε ζημία στην προσφεύγουσα, η οποία και ζητούσε την επανόρθωση της ζημίας αυτής. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Cour d'appel (εφετείο) των Βρυξελλών, στηριζόμενο στην απόφαση Factortame [335], είχε αποφανθεί ότι η θέσπιση από διοικητική αρχή μιας κανονιστικής διάταξης η οποία αντιβαίνει στη συνθήκη δεν στοιχειοθετεί αδίκημα παρά μόνο εφόσον η παραβίαση της συνθήκης είναι αρκούντως χαρακτηριστική, σοβαρή και πρόδηλη. Το δικαστήριο διευκρίνιζε ότι, για να γίνει δεκτό ότι μία παραβίαση του κοινοτικού δικαίου είναι αρκούντως χαρακτηριστική, το αποφασιστικό κριτήριο που εφαρμόζεται είναι η πρόδηλη παραγνώριση του εν λόγω δικαίου από το οικείο κράτος μέλος. Στη συνέχεια απαριθμούσε τις παραμέτρους που το αρμόδιο δικαστήριο όφειλε ενδεχομένως να λάβει υπόψη για να καταλήξει σε συμπέρασμα σε σχέση με τον πρόδηλο χαρακτήρα της παραβίασης [336]. Με βάση τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, το Cour d'appel είχε συμπεράνει ότι εν προκειμένω η παραβίαση του άρθρου 30 της συνθήκης δεν ήταν πρόδηλη, τουλάχιστον κατά το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείτο επανόρθωση.

[335] Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 1996, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, Συλλογή 1996, σελ. I-1029.

[336] Το εφετείο μνημονεύει, μεταξύ άλλων, τον βαθμό σαφήνειας του κανόνα που έχει παραβιασθεί, την έκταση της διακριτικής ευχέρειας των εθνικών αρχών, τον εκούσιο ή ακούσιο χαρακτήρα του παραπτώματος, το αν το τυχόν νομικό σφάλμα είναι συγχωρητέο και το κατά πόσον η συμπεριφορά μιας κοινοτικής αρχής συνετέλεσε ενδεχομένως στην παράλειψη, τη θέσπιση ή τη διατήρηση εθνικών μέτρων κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου.

Το Cour de cassation ανέτρεψε την απόφαση αυτή με το σκεπτικό ότι αντιβαίνει τις εθνικές διατάξεις περί αστικής ευθύνης. Το Cour de cassation δέχεται καταρχάς ότι, με την επιφύλαξη της συνδρομής ενός λόγου απαλλαγής, η διοικητική αρχή υποπίπτει σε αδίκημα όταν θεσπίζει ή εγκρίνει μία κανονιστική διάταξη η οποία αντιβαίνει σε διάταξη του διεθνούς δικαίου η οποία παράγει άμεσα αποτελέσματα στην εσωτερική έννομη τάξη, με αποτέλεσμα η εν λόγω διοικητική αρχή να είναι αστικώς υπεύθυνη εάν το αδίκημα προκάλεσε βλάβη. Στη συνέχεια το δικαστήριο επισημαίνει ότι το Cour d'appel, χωρίς να έχει διατυπώσει συμπέρασμα σχετικά με τη συνδρομή κάποιου λόγου απαλλαγής από την ευθύνη, αποφάσισε ότι η παρανομία την οποία είχε διαπράξει το κράτος δεν συνιστούσε αδίκημα. Με βάση τη διαπίστωση αυτή, και χωρίς να εκφρασθεί επί των αρχών του κοινοτικού δικαίου που είχε επικαλεσθεί το Cour d'appel, το δικαστήριο συμπεραίνει ότι η απόφαση παραβιάζει τις εθνικές διατάξεις περί αστικής ευθύνης.

Στην Ελλάδα, στην απόφαση 2079/1999 της 26ης Φεβρουαρίου 1999 [337], η οποία αφορούσε τη μη ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της οδηγίας 89/48 [338], το Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν ασχολήθηκε με την προβληματική της απόφασης Francovich, παρόλο που ο προσφεύγων είχε επικαλεσθεί την αστική ευθύνη του κράτους λόγω της μη ενσωμάτωσης της οδηγίας στην εθνική νομοθεσία και παρά το ότι η Ελλάδα είχε καταδικασθεί από το Δικαστήριο για την παράλειψή της αυτή [339]. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε μεν ότι τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να ενσωματώσουν την εκάστοτε οδηγία στην εθνική τους νομοθεσία, αλλά απεφάνθη ότι εναπόκειται στον νομοθέτη και στην εκτελεστική εξουσία να επιλέξουν το νομικό μέσο που κρίνουν κατάλληλο για τη συμμόρφωση με την υποχρέωση αυτή και απέκλεισε την αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας να παρεμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, παραδείγματος χάρη διαπιστώνοντας την αστική ευθύνη του κράτους για παραβίαση των κοινοτικών του υποχρεώσεων.

[337] Συμβούλιο της Επικρατείας, Ολομέλεια, 26 Φεβρουαρίου 1999, Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας 1999, σελ. 1783-1787. EΔΔΔΔ, 2000, σελ. 98-104. European Current Law, 2000, μέρος 6, αριθ. 75 (περίληψη στα αγγλικά).

[338] Οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (ΕΕ L 19, της 24.1.1989, σελ. 16).

[339] Απόφαση της 23ης Μαρτίου 1995, υπόθεση C-365/93, Συλλογή σελ. I-499.

Στην Ιρλανδία, σε απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1999 επί της υπόθεσης Dublin Bus κατά Motor Insurers' Bureau of Ireland («MIBI») [340], το Circuit Court εφάρμοσε κατά νεωτεριστικό τρόπο τη νομολογία Francovich. Η Ιρλανδία είχε ενσωματώσει στην εθνική της νομοθεσία τη δεύτερη οδηγία περί ασφάλισης αυτοκινήτων 84/5 [341] με τη σύναψη συμφωνίας με την εναγόμενη ένωση ιδιωτικού δικαίου, η οποία εκπροσωπεί ασφαλιστικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο συγκεκριμένο κλάδο. Η συμφωνία προέβλεπε μία εξαίρεση η οποία ήταν ευρύτερη από την προβλεπόμενη στην οδηγία όσον αφορά την κάλυψη των ζημιών που προκαλούνται από άγνωστα οχήματα. Πιο συγκεκριμένα, βάσει της συμφωνίας η εξαίρεση κάλυπτε και την περίπτωση κατά την οποία είναι αδύνατη η εξακρίβωση της ταυτότητας του οδηγού. Το δικαστήριο απεφάνθη ότι επρόκειτο για μη προσήκουσα ενσωμάτωση της οδηγίας. Εξάλλου, σύμφωνα με το Circuit Court, λόγω της μεθόδου που οι ιρλανδικές αρχές είχαν επιλέξει για την ενσωμάτωση της οδηγίας, η MIBI, ως αντισυμβαλλόμενος του κράτους, συνδεόταν κατ' ανάγκη μαζί του. Για τον λόγο αυτό, το Circuit Court έκρινε ότι η MIBI ήταν απότοκος του κράτους, το οποίο μπορούσε να θεωρηθεί αστικώς υπεύθυνο για πλημμελή ενσωμάτωση της οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή είναι αρκούντως χαρακτηριστική. Επειδή η MIBI γνώριζε ήδη το πρόβλημα της υπερβολικά ευρείας εξαίρεσης που προέβλεπε η συμφωνία και είχε ήδη δηλώσει ότι ήταν διατεθειμένη να μην την επικαλεσθεί σε άλλες υποθέσεις, το Circuit Court έκρινε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις που ισχύουν εν προκειμένω βάσει των αποφάσεων Francovich και British Telecom και καταδίκασε την MIBI σε καταβολή αποζημίωσης στον διάδικο που είχε υποστεί ζημία από την πλημμελή ενσωμάτωση της οδηγίας.

[340] McMahon J., μη εισέτι δημοσιευθείσα.

[341] Δεύτερη οδηγία 84/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Δεκεμβρίου 1983, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (ΕΕ 1984 L 8 της 15.2.1984, σελ. 17).

Στις Κάτω Χώρες, το Hoge Raad, σε απόφαση της 29ης Μαρτίου 2000, που αφορούσε τον ΦΠΑ [342], έκρινε ότι δεν συνιστούσε παραβίαση του κοινοτικού δικαίου η αναπροσαρμογή φόρου από τις φορολογικές αρχές κατά παράβαση μίας διάταξης του νόμου περί ΦΠΑ, η οποία διάταξη είχε κριθεί συμβιβάσιμη με την έκτη οδηγία ΦΠΑ 77/388 [343] και ότι συνεπώς δεν μπορούσε να γίνει δεκτό, κατ' εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας, το αίτημα επανόρθωσης της ζημίας που υπέστη ο φορολογούμενος. Το Hoge Raad υπογράμμισε ότι, καίτοι οι Κάτω Χώρες είχαν ενσωματώσει προσηκόντως την οδηγία στην εθνική νομοθεσία, εντούτοις η επίδικη αναπροσαρμογή δεν είχε γίνει με βάση τα γενεσιουργά αίτια του φόρου κατά την έννοια της κρίσιμης διάταξης, με αποτέλεσμα στη συγκεκριμένη περίπτωση να μην οφείλεται ΦΠΑ. Ο φορολογούμενος είχε επιτύχει μόνο την κατ' αποκοπή επιστροφή που προβλέπει ο νόμος περί φορολογικών διαδικασιών και ζητούσε ενώπιον του Hoge Raad την επανόρθωση της ζημίας που είχε υποστεί , η οποία συνίστατο στα έξοδα που όντως κατέβαλε εξαιτίας της διαδικασίας που κινήθηκε κατά της αναπροσαρμογής φόρου. Για τους προεκτεθέντες λόγους το αίτημα αυτό απερρίφθη.

[342] Hoge Raad, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2000, Beslissingen in belastingzaken, 2000, 342.

[343] Βλ. την υποσημείωση αριθ. 20.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε μια σειρά από δίκες που κινήθηκαν από αρκετές χιλιάδες καταθετών κατά της Bank of England μετά τη θέση υπό εκκαθάριση της Bank of Credit and Commerce International SA ("BCCI"), η Βουλή των Λόρδων [344] εξέτασε, αφενός, τα στοιχεία που συνιστούν το αστικό αδίκημα (αδικοπραξία) το οποίο καλείται "misfeasance in public office" (κατάχρηση δημόσιας εξουσίας) και, αφετέρου, το ερώτημα κατά πόσον με την οδηγία 77/780 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος [345] οι ιδιώτες αποκτούν δικαίωμα να αξιώσουν αποζημίωση από το κράτος, το οποίο δικαίωμα δύνανται να επικαλεσθούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Το 1980, η Τράπεζα της Αγγλίας (Bank of England, στο εξής: «η Τράπεζα»), υπό την ιδιότητα της εποπτεύουσας αρχής βάσει του νόμου περί τραπεζών (Banking Act) του 1979, με την οποία η ρηθείσα οδηγία ενσωματώθηκε στην εγχώρια νομοθεσία, είχε επιτρέψει στην BCCI να ασκεί τη δραστηριότητα ιδρύματος που νομιμοποιείται να δέχεται καταθέσεις (licensed deposit-taking institution). Το 1991, με αίτηση της Τράπεζας, το High Court διόρισε προσωρινούς εκκαθαριστές για την εκκαθάριση της BCCI, απόφαση που είχε ως αποτέλεσμα να κλείσει η BCCI στο Ηνωμένο Βασίλειο και να υποστούν μεγάλες ζημίες χιλιάδες καταθετών. Η αποτυχία της BCCI οφείλετο κυρίως σε μία τεράστιας κλίμακας απάτη, η οποία είχε διαπραχθεί από υψηλόβαθμα στελέχη της BCCI. Οι καταθέτες άσκησαν τότε αγωγή κατά της Τράπεζας, ισχυριζόμενοι ότι είχε διαπράξει το αδίκημα της κατάχρησης δημόσιας εξουσίας ("misfeasance in public office") - διατείνονταν ότι ορισμένοι υψηλόβαθμοι υπάλληλοι είχαν ενεργήσει κακή τη πίστει κατά τη χορήγηση της αναγκαίας άδειας στην BCCI τη στιγμή κατά την οποία αυτή ήταν παράνομη, αδιαφορώντας για αυτά που συνέβησαν στην BCCI μετά τη χορήγηση της άδειας και παραλείποντας να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για το κλείσιμό της. Παράλληλα επικαλούνταν την οδηγία 77/780.

[344] House of Lords, 18 Μαΐου 2000, Three Rivers District Council and others κατά The Governor and Company of the Bank of England, Common Market Law Reports 2000, τόμος 3, σελ. 205-269.

[345] Πρώτη οδηγία 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1977, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος (ΕΕ L 322 της 17.12.1977, σελ. 30).

Σε ό,τι αφορά την αιτίαση που βασιζόταν στην οδηγία, η Βουλή των Λόρδων έκρινε ότι η οδηγία δεν επέβαλλε υποχρεώσεις στα κράτη μέλη ικανές να γεννήσουν αντίστοιχα δικαιώματα των ιδιωτών. Συνεπώς, οι ιδιώτες δεν μπορούσαν να ασκήσουν αγωγή για την καταβολή αποζημίωσης. Κατά την άποψη της Βουλής των Λόρδων, στην πραγματικότητα δεν είναι απαραίτητο να αναγνωρισθούν τέτοια δικαιώματα για να επιτευχθεί ο σκοπός της οδηγίας, η οποία αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της προσέγγισης των νομοθεσιών σχετικά με τη δραστηριότητα πιστωτικού ιδρύματος στο εσωτερικό της Κοινότητας και η οποία αποσκοπεί στην εξάλειψη των εμποδίων στο δικαίωμα εγκατάστασης, χωρίς να παραγνωρίζεται την αναγκαιότητα υπαγωγής των ιδρυμάτων αυτών σε κανονιστικές ρυθμίσεις με σκοπό την προστασία της αποταμίευσης. Κατά συνέπεια, οι ρυθμίσεις με σκοπό την προσέγγιση πρέπει να ανταποκρίνονται στη διπλή απαίτηση της προστασίας της αποταμίευσης και της διαμόρφωσης όμοιων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων που ασκούν τη δραστηριότητά τους σε περισσότερα κράτη μέλη. Πάντα κατά τη Βουλή των Λόρδων, καίτοι η οδηγία επιβάλλει ορισμένες υποχρεώσεις συνεργασίας στις αρμόδιες αρχές οσάκις ένα πιστωτικό ίδρυμα ασκεί τη δραστηριότητά του σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη πλην του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα του, εντούτοις η οδηγία δεν φθάνει στο σημείο να προβλέπει υποχρεώσεις εποπτείας για την εκάστοτε αρμόδια αρχή στο εσωτερικό εκάστου κράτους μέλους. Εφαρμόζοντας τη θεωρία της «σαφούς πράξεως», η Βουλή των Λόρδων εξέδωσε απόφαση χωρίς να παραπέμψει την υπόθεση προδικαστικώς στο Δικαστήριο.