52001DC0245

Ανακοίνωση της Επιτροπής - Το πρόγραμμα «Καθαρός αέρας για την Ευρώπη» (CAFE): Προς μια θεματική στρατηγική για την ποιότητα του αέρα /* COM/2001/0245 τελικό */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ - Το πρόγραμμα «Καθαρός αέρας για την Ευρώπη» (CAFE): Προς μια θεματική στρατηγική για την ποιότητα του αέρα

1. Εισαγωγή: Οι επιπτωσεισ της ατμοσφαιρικής ρύπανσης

Στις περισσότερες πόλεις της δυτικής Ευρώπης, η ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα έχει βελτιωθεί εντυπωσιακά από την εποχή όπου η αιθαλομίχλη έκανε τη ζωή αφόρητη. Εκείνη την εποχή, η αυξημένη ρύπανση είχε θεωρηθεί ως αναγκαία συνέπεια της οικονομικής ανάπτυξης - ήταν απλά το τίμημα που έπρεπε να καταβάλουμε για την ευημερία και την εκβιομηχάνιση.

Η ιστορία της ποιότητας του αέρα στις πόλεις τις τελευταίες δεκαετίες έχει δείξει ότι αυτή η κατάσταση δεν είναι αναπόφευκτη. Η βελτίωση της ποιότητας του αέρα αποτελεί μια από τις μεγάλες επιτυχίες της περιβαλλοντικής πολιτικής, που δείχνει ότι είναι πραγματικά δυνατό να αποσυνδεθεί η οικονομική ανάπτυξη από την περιβαλλοντική υποβάθμιση.

Εντούτοις, επίμονα προβλήματα παραμένουν. Ειδικότερα, τα αποτελέσματα του πρόσφατου προγράμματος Auto-oil [1] αποκάλυψαν δύο συγκεκριμένα εναπομένοντα προβλήματα σχετικά με την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα τα οποία θα πρέπει να αποτελέσουν σημαντική προτεραιότητα κατά την επόμενη φάση της πολιτικής της ΕΕ για την ποιότητα του αέρα. Αυτά αφορούν ειδικότερα τα αιωρούμενα σωματίδια και το όζον.

[1] Ανακοίνωση της Επιτροπής COM(2000)626 της 5ης Οκτωβρίου 2000: "Επισκόπηση του προγράμματος Auto Oil II".

1.1. Αιωρούμενα σωματίδια

Υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι μικρά σωματίδια σκόνης, μετρούμενα σε μικρά (m-6) ή και σε νανόμετρα (m-9), έχουν καταστροφικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία, καθώς προκαλούν πρόωρους θανάτους και μειώνουν την ποιότητα ζωής επιδεινώνοντας τις ασθένειες του αναπνευστικού συστήματος όπως το άσθμα. [2] Παρόλο που τα αιωρούμενα σωματίδια έχουν έως τώρα θεωρηθεί ως πρόβλημα υγείας κυρίως στις πόλεις, πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι πρόκειται για ευρύτερα διαδεδομένο πρόβλημα στις αναπτυγμένες χώρες.

[2] Μεγάλο μέρος των πληροφοριών που ακολουθούν σχετικά με τις επιπτώσεις στην υγεία των αιωρούμενων σωματιδίων και του όζοντος έχει ληφθεί από τις οδηγίες για την ποιότητα του αέρα της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας του 1999. Έχουν επίσης ληφθεί υπόψη οι εργασίες που εκπονήθηκαν μετά τη δημοσίευση των οδηγιών.

Ένας λόγος για τον οποίο τα αιωρούμενα σωματίδια αποτελούν τόσο σοβαρό πρόβλημα είναι επειδή δεν φαίνεται να υπάρχει οποιοδήποτε κατώτατο όριο συγκέντρωσης κάτω από το οποίο δεν έχουν καμία επίπτωση. Νέες μελέτες παρέχουν συνεχώς καινούργια στοιχεία, αλλά υπάρχουν ακόμα πολλές αβεβαιότητες και πολύπλοκα θέματα. Ο ακριβής μηχανισμός πρόκλησης βλαβών δεν είναι ακόμα γνωστός. Δεδομένου ότι τα αιωρούμενα σωματίδια με διάμετρο μικρότερη των 10 μικρών (μm) διαπερνά τον ανθρώπινο θώρακα, οι στόχοι για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα έχουν τεθεί μέχρι τώρα σε σχέση με την ολική συγκέντρωση κατά μάζα αυτών των σωματιδίων. Τα πρόσφατα στοιχεία υποδεικνύουν ότι ενδέχεται τα πλέον επιζήμια για την ανθρώπινη υγεία να είναι τα λεπτά σωματίδια με διάμετρο μικρότερη των 2.5 ϴm ή και ακόμη μικρότερα και ότι οι επιπτώσεις εξαρτώνται περαιτέρω από τη χημική σύνθεση ή τα φυσικά χαρακτηριστικά του σωματιδίου.

Τα αιωρούμενα σωματίδια εκλύονται κατευθείαν στην ατμόσφαιρα από ποικίλες (συνήθως σχετικές με την καύση) σταθερές και κινητές πηγές, αλλά σωματίδια σχηματίζονται επίσης στην ατμόσφαιρα από αέριους ρύπους όπως πτητικές οργανικές ενώσεις (VOCs), NOx, SOx και NH3. Αυτό σημαίνει ότι μια πολύ μεγάλη σειρά πηγών είναι υπεύθυνη για τα αιωρούμενα σωματίδια και ότι, δεδομένου ότι ο δευτερογενής σχηματισμός σωματιδίων μπορεί να συμβεί σε μεγάλη απόσταση από την πηγή, αντιπροσωπεύει σημαντικό διασυνοριακό πρόβλημα, το οποίο συνδέεται με τα προβλήματα της οξίνισης, του ευτροφισμού και του τροποσφαιρικού όζοντος. Η πολυπλοκότητα των προβλημάτων αφορά τόσο τον καθορισμό των επιπτώσεων στην υγεία και των κατάλληλων δεικτών για το μίγμα σωματιδίων όσο και την εκπόνηση μοντέλων για τη μεταφορά των σωματιδίων ώστε να καθοριστεί η σχέση μεταξύ εκπομπών και ατμοσφαιρικών συγκεντρώσεων. Απαιτείται επομένως η εκτέλεση εκτενούς τεχνικής εργασίας προτού να καταστεί δυνατό να δοθούν εγγυήσεις για τη δημόσια υγεία όσον αφορά τα αιωρούμενα σωματίδια.

1.2. Όζον

Ενώ το όζον στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας αποτελεί σημαντικό παραπέτασμα κατά των επιβλαβέστερων ηλιακών ακτίνων, στο επίπεδο της επιφάνειας της γης αποτελεί ένα ακόμη ερεθιστικό των πνευμόνων το οποίο προκαλεί πολλές από τις επιπτώσεις στην υγεία που προκαλούν και τα αιωρούμενα σωματίδια, και προσβάλλει επίσης τη βλάστηση, τα δάση και τα κτήρια. Παρατηρηθείσες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία είναι φλεγμονές και μορφολογικές, βιοχημικές, και λειτουργικές αλλαγές της αναπνευστικής οδού καθώς και ελάττωση των αμυντικών λειτουργιών άμυνας κατά των ξενιστών. Οι επιπτώσεις στη βλάστηση που έχουν προσδιοριστεί με ακρίβεια, στα επίπεδα συγκέντρωσης όζοντος που έχουν μετρηθεί στην Ευρώπη, είναι ιδίως η ορατή προσβολή των φύλλων, η αναστολή της αύξησης και της απόδοσης, και η αλλοίωση της ευαισθησίας στις βιοτικές και αβιοτικές πιέσεις. Ακόμη, επειδή το όζον είναι δευτερογενής ρύπος με περιφερειακή κατανομή, αυτές οι επιπτώσεις μπορούν να σημειωθούν σε εκτεταμένες περιοχές της αγροτικής Ευρώπης. Το όζον επιδρά επίσης τόσο αμέσως όσο και εμμέσως -ως ένα από τα συστατικά ενός «μίγματος ρύπων»- επιταχύνοντας τη φθορά των υλικών.

Το τροποσφαιρικό όζον σχηματίζεται στην ατμόσφαιρα από την αντίδραση ρύπων όπως τα οξείδια του αζώτου (NOx) και οι πτητικές οργανικές ενώσεις (VOCs) παρουσία του ηλιακού φωτός. Η σοβαρότητα των επιπτώσεων του στην ανθρώπινη υγεία εξαρτάται από τη συγκέντρωση, τη διάρκεια της έκθεσης, και το επίπεδο δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της έκθεσης. Όπως και με τα αιωρούμενα σωματίδια, τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι δεν υπάρχει κανένα κατώτατο όριο συγκέντρωσης κάτω από το οποίο δεν σημειώνεται καμία επίπτωση στην υγεία. Επομένως η ΠΟΥ παρέχει σχέσεις δόσης-απάντησης για το όζον στις πλέον πρόσφατες οδηγίες της. Εντούτοις, οι βραχυπρόθεσμες, οξείες επιπτώσεις στην υγεία σε υγιείς, ενεργούς ενήλικες βρέθηκαν να είναι στατιστικά σημαντικές σε συγκέντρωση 160 ϴg/m³, ενώ μελέτες πεδίου σε παιδιά, εφήβους και νεαρούς ενήλικες δείχνουν ότι το όζον μπορεί να ελαττώσει τη λειτουργία των πνευμόνων στα 120 ϴg/m³. Για αυτόν τον λόγο, η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ) έθεσε τα 120 ϴg/m³ (μέσος όρος οκτώ ωρών) ως οδηγία της για τις επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία της ρύπανσης από το όζον, μαζί με άλλα κατώτατα όρια σχετικά με τις επιπτώσεις στη βλάστηση.

Βάσει της γνωστής έως σήμερα τεχνολογίας, δεν είναι δυνατό να τηρείται πάντοτε αυτή η οδηγία, παντού στην Ευρώπη, ούτε είναι δυνατό να προβλεφθεί πότε θα καταστεί δυνατή η τήρησή της στο μέλλον. Η ρύπανση από το όζον σχετίζεται με το πρόβλημα της όξινης βροχής δεδομένου ότι και τα δύο είναι αποτέλεσμα της εκπομπής οξειδίων του αζώτου (NOx). Στις προτάσεις της για οδηγίες σχετικές με το όζον και τα εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών, που αναφέρονται στο επόμενο τμήμα, η Επιτροπή έθεσε ενδιάμεσους στόχους σχετικούς με το όζον και την οξίνιση, και βάσισε τα προτεινόμενα εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών της σε αυτούς τους ενδιάμεσους στόχους. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο μέχρι τώρα δεν επέτυχαν να συμφωνήσουν σχετικά με τα ανώτατα όρια, είναι αμφισβητήσιμο εάν ακόμη και αυτοί οι προσωρινοί στόχοι θα επιτευχθούν χωρίς λήψη περαιτέρω μέτρων.

1.3. Άλλες προτεραιότητες

Η αντιμετώπιση της ρύπανσης από τα αιωρούμενα σωματίδια και το όζον θα πρέπει να αποτελέσει σημαντική προτεραιότητα για την επόμενη φάση της κοινοτικής πολιτικής για την ποιότητα του αέρα. Επιπλέον, θα πρέπει να εξεταστούν τα εναπομένοντα προβλήματα σχετικά με την οξίνιση, τον ευτροφισμό και άλλα προβλήματα που προκαλεί η απόθεση γενικά, στα οποία συμπεριλαμβάνεται η ζημία στην πολιτιστική κληρονομιά. Θα πρέπει επίσης να υπάρχει προσεκτική παρακολούθηση για τον εντοπισμό νεοεμφανιζόμενων προβλημάτων σχετικών με τους ατμοσφαιρικούς ρύπους που δεν υπόκεινται ακόμη σε κανονιστική ρύθμιση και για κάθε άλλο πρόβλημα με άλλους ρύπους, όπως τα σημεία αιχμής όπου οι πυκνότητες εκπομπών είναι ιδιαίτερα υψηλές.

2. Η πολιτική απάντηση εωσ τώρα

Η κοινοτική δράση για βελτίωση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα έχει περιλάβει έως τώρα τα ακόλουθα σκέλη:

* ανάπτυξη οριακών τιμών ή τιμών στόχου για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα.

* ανάπτυξη ολοκληρωμένων στρατηγικών για την καταπολέμηση των επιπτώσεων της διασυνοριακής ρύπανσης (ιδίως όσον αφορά την οξίνιση, το όζον και τον ευτροφισμό) μέσω της θέσπισης εθνικών ανωτάτων ορίων εκπομπών.

* προσδιορισμός των οικονομικώς αποδοτικών μειώσεων σε στοχοθετημένες περιοχές μέσω ολοκληρωμένων προγραμμάτων όπως το Auto-Oil Ι και ΙΙ.

* θέσπιση συγκεκριμένων μέτρων για τον περιορισμό των εκπομπών ή την αναβάθμιση των προτύπων των προϊόντων (ή με άλλο τρόπο προώθηση εθνικών ή τοπικών μέτρων μείωσης των εκπομπών).

Μετά από την έκδοση της οδηγίας-πλαισίου για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα [3] η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε προτάσεις για μια σειρά νέων στόχων για την ποιότητα του αέρα με σκοπό την προστασία της ανθρώπινης υγείας και των οικοσυστημάτων. Το 1999 θεσπίστηκαν νέες οριακές τιμές για το SO2, τα NOx, τα αιωρούμενα σωματίδια και το μόλυβδο [4]. Το 2000 συμφωνήθηκαν οριακές τιμές για το μονοξείδιο του άνθρακα (CO) και το βενζόλιο [5]. Ως επακόλουθο των εν λόγω οδηγιών, οι οποίες καλούνται «θυγατρικές οδηγίες της οδηγίας για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα», τα κράτη μέλη και οι τοπικές αρχές τους θα πρέπει να παρακολουθούν την ποιότητα του αέρα, να ενημερώνουν το κοινό και να παρέχουν σχέδια και προγράμματα βελτίωσης όταν η ποιότητα του αέρα δεν πληροί τα καθορισθέντα κριτήρια. Μια τρίτη οδηγία η οποία θέτει τιμές στόχους για τα επίπεδα της ρύπανσης από όζον είναι ακόμα υπό διαπραγμάτευση μεταξύ των κοινοτικών οργάνων. [6] Τέλος, βρίσκονται σε εξέλιξη συζητήσεις σχετικά με το εάν είναι επιθυμητή η θέσπιση παρόμοιας νομοθεσίας για να καλυφθούν μερικοί ή όλοι από τους εναπομένοντες ρύπους που αναφέρονται στην οδηγία 96/62/ΕΚ: πολυαρωματικοί υδρογονάνθρακες (PAHs), νικέλιο, κάδμιο, αρσενικό και υδράργυρος. Σχετική πρόταση θα υποβληθεί αργότερα κατά το παρόν έτος.

[3] Οδηγία 96/62/ΕΚ του Συμβουλίου για την εκτίμηση και τη διαχείριση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος

[4] Οδηγία 1999/30/ΕΚ του Συμβουλίου.ΕΕ L 63, 29.06.1999, σ. 41.

[5] Οδηγία 2000/69/ΕΚ.ΕΕ L 313, 13.12.2000, σ. 12.

[6] Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το όζον στον ατμοσφαιρικό αέρα.ΕΕ C 56 E, 29.02.2000, p. 41.

Η Επιτροπή έχει επίσης προτείνει νέες στρατηγικές για την καταπολέμηση της οξίνισης, της ρύπανσης από το όζον και του ευτροφισμού για τις οποίες το κύριο μέσο πολιτικής είναι μια προτεινόμενη οδηγία για «εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών» η οποία είναι επίσης υπό διαπραγμάτευση μεταξύ των κοινοτικών οργάνων. [7] Η τεχνική εργασία για την εκπόνηση της πρότασης για εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών έγινε σε στενή συνεργασία με την UN-ECE/CLRTAP, η οποία ενέκρινε ένα ανάλογο πρωτόκολλο το οποίο αφορά πολλούς ρύπους και πολλές επιπτώσεις, το επονομαζόμενο πρωτόκολλο του Γκέτενμπουργκ. Δυστυχώς τα ανώτατα όρια που συμφωνήθηκαν από τα συμβαλλόμενα μέρη στην CLRTAP δεν αντιστοιχούσαν στο φιλόδοξο επίπεδο στο οποίο είχε βασιστεί η τεχνική εργασία. Για τον λόγο αυτό η Κοινότητα αρνήθηκε να υπογράψει το πρωτόκολλο εν αναμονή της συμφωνίας μεταξύ του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου για μια πιο αυστηρή δέσμη ανωτάτων ορίων στα πλαίσια της οδηγίας για «εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών». Από τότε μια πιο αυστηρή δέσμη ανώτατων ορίων έχει περιληφθεί στην κοινή θέση η οποία συζητείται αυτήν την περίοδο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αν και υπολείπονται ακόμα του επιπέδου των περιβαλλοντικών φιλοδοξιών της αρχικής πρότασης της Επιτροπής. Εντούτοις, εξεταζόμενες από κοινού με την οδηγία-πλαίσιο για τον αέρα και τις θυγατρικές οδηγίες που προαναφέρθηκαν, αυτές οι πρωτοβουλίες θα αποτελέσουν ένα συνεκτικό σύνολο στόχων για το 2005/2010, όχι μόνο για την κοινοτική δράση αλλά και για τα κράτη μέλη και τις περιφερειακές και τοπικές αρχές τους. Η επίτευξη αυτών των στόχων θα χρησιμεύσει στην άνοδο της συνολικής ποιότητας ζωής για όλους στην Ευρώπη [8].

[7] Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών για ορισμένους ατμοσφαιρικούς ρύπους.ΕΕ C 56 E, 29.02.2000, σ. 34.

[8] Κατόπιν της εγκρίσεως της κοινής θέσης, η Επιτροπή ετοιμάζει πρόταση για έγκριση εντολής διαπραγμάτευσης για την προσχώρηση της Κοινότητας στο πρωτόκολλο του Γκέτενμπουργκ

Το πρόγραμμα Auto-Oil I οδήγησε στην έκδοση σειράς οδηγιών που ρυθμίζουν τις εκπομπές ορισμένων ρύπων από τα ελαφρά επαγγελματικά οχήματα και την ποιότητα της βενζίνης και του πετρελαίου ντήζελ. Επακολούθησαν περαιτέρω προτάσεις σχετικά με τις εκπομπές από άλλους τύπους οχημάτων και βελτίωση των διαδικασιών επιθεώρησης και συντήρησης. Το πρόγραμμα Auto-Oil ΙΙ περιλάμβανε την εκτίμηση των μελλοντικών εκπομπών από τις οδικές μεταφορές και άλλες πηγές και της μελλοντικής ποιότητας του αέρα και οδήγησε σε σειρά συμπερασμάτων και συστάσεων σχετικά με μέτρα μείωσης των εκπομπών τα οποία πρέπει να ληφθούν στον κλάδο των οδικών μεταφορών.

Το πρόγραμμα Auto-Oil II έδειξε ότι οι οφειλόμενες στις οδικές μεταφορές εκπομπές των κύριων ρύπων που υπόκεινται σε ρύθμιση θα ήταν αναμενόμενο να ελαττωθούν σε λιγότερο από 20% του επιπέδου τους του 1995 έως το 2020 αν και τα αποτελέσματα για τα αιωρούμενα σωματίδια καλύπτουν μόνο τις εκπομπές από το πετρέλαιο ντήζελ. Αντιθέτως, οι εκπομπές CO2 αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται έως το 2005, πριν σταθεροποιηθούν, βάσει της υπόθεσης ότι οι εκούσιες δεσμεύσεις των κατασκευαστών αυτοκινήτων θα τηρηθούν. Μειώσεις των εκπομπών αναμένονται παρά την προβλεπόμενη αύξηση της μεταφορικής ζήτησης.

Η διαδικασία καθορισμού υποχρεωτικών, ποσοτικών ορίων εκπομπών στον τομέα των οδικών μεταφορών δεν έχει ακολουθηθεί από παρόμοιες εξελίξεις σε άλλους κλάδους. Υφίστανται ωστόσο οριακές τιμές εκπομπών για μεμονωμένες κατηγορίες πηγών όπως οι μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης και οι εγκαταστάσεις αποτέφρωσης αποβλήτων, και άλλα μέσα όπως η οδηγία IPPC [9] η οποία βασίζεται στην εφαρμογή των καλύτερων διαθέσιμων τεχνικών (BAT) αναμένεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω βελτιώσεις, ακόμα κι αν είναι δύσκολο να υπολογιστούν ποσοτικά. Επιπλέον, είναι αυτήν την περίοδο υπό διαπραγμάτευση πρόταση αναθεώρησης της οδηγίας για τις μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης. Παρά αυτές τις εξελίξεις, είναι λογικό να υποθέσει κανείς, βάσει των αποτελεσμάτων του προγράμματος Auto-Oil II, ότι οι προβλεπόμενες μειώσεις εκπομπών για τις οδικές μεταφορές είναι γενικά απίθανο να συνοδευθούν από παρόμοιες μειώσεις σε άλλους τομείς. Υπάρχει ανάγκη τόσο για βελτίωση της πρόβλεψης των εκπομπών όσο και για λήψη κατάλληλων μέτρων ώστε να επιτευχθούν περαιτέρω μειώσεις.

[9] Οδηγία του Συμβουλίου 96/61/ΕΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης

3. Προστασία των ευάλωτων ομάδων

Ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα είναι η ανάγκη να προστατευθούν οι πιο ευάλωτοι πολίτες από τις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Οι επιπτώσεις στις ευάλωτες ομάδες λαμβάνονται υπόψη ρητά στις οδηγίες του ΠΟΥ στις οποίες βασίζονται οι στόχοι για την ποιότητα του αέρα της ΕΕ. Για παράδειγμα,

* οι οδηγίες της ΠΟΥ για το όζον που αναφέρονται στο πρώτο τμήμα βασίζονται κατά μεγάλο μέρος στις επιπτώσεις της ρύπανσης από όζον σε ασθματικά παιδιά.

* οι οδηγίες για το μόλυβδο προορίζονται συγκεκριμένα για την προστασία των παιδιών και των εμβρύων στο στάδιο της ανάπτυξης.

* η οδηγία για το μονοξείδιο του άνθρακα (CO) προστατεύει τα άτομα με ορισμένες μορφές καρδιακών παθήσεων.

Επιπλέον, οι θυγατρικές οδηγίες για την ποιότητα του αέρα προβλέπουν ρητά να τίθενται στη διάθεση του κοινού και των αρμοδίων οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εκπροσωπούν τα συμφέροντα ευαίσθητων πληθυσμών και άλλων σχετικών φορέων ασχολούμενων με θέματα υγείας, ενημερωμένες πληροφορίες για τις συγκεντρώσεις στην ατμόσφαιρα.

Ένα μεγάλο μέρος της τρέχουσας έρευνας για τις επιπτώσεις των αιωρούμενων σωματιδίων στην υγεία αφορά τις ευάλωτες ομάδες, και επομένως θα ενταχθεί στην επανεξέταση της σχετικής νομοθεσίας. Περισσότερη έρευνα απαιτείται προκειμένου να διευκρινιστεί εάν οι ευάλωτες ομάδες μπορούν να υποβληθούν σε υψηλότερη (ή πιο παρατεταμένη χρονικά) έκθεση στη ρύπανση, παραδείγματος χάριν λόγω της θέσης των σχολείων ή άλλων παραγόντων σχετικών με τον τρόπο ζωής. Όπως αναλύεται στη συνέχεια, μια σημαντική προτεραιότητα για το πρόγραμμα «Καθαρός αέρας για την Ευρώπη" (CAFE) θα είναι η ενίσχυση των δεσμών μεταξύ έρευνας και πολιτικής. Με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλιστεί ότι αυτά τα ζητήματα βρίσκονται υψηλά στην κατάταξη των ερευνητικών προτεραιοτήτων και ότι οι νέες επιστημονικές πληροφορίες εντάσσονται αμέσως στην πολιτική για την ποιότητα του αέρα.

4. Το προγραμμα Καθαροσ αερασ για την Ευρώπη (CAFE)

Τα προβλήματα προτεραιότητας που περιγράφονται στην παράγραφο 1 μπορούν καλύτερα να εξεταστούν στο πλαίσιο μιας συνεπούς, θεματικής στρατηγικής για την καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και των επιπτώσεών της. Για το λόγο αυτό, η πρόταση για το έκτο πρόγραμμα περιβαλλοντικής δράσης που ενέκρινε πρόσφατα η Επιτροπή [10] αναφέρεται στην ανάπτυξη μιας θεματικής στρατηγικής για την ατμοσφαιρική ρύπανση, με τίτλο «Καθαρός αέρας για την Ευρώπη», η οποία πρέπει να περιλαμβάνει:

[10] COM(2001)31, 24.01.2001.

* επανεξέταση της εφαρμογής των οδηγιών για την ποιότητα του αέρα και της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων για την ποιότητα του αέρα στα κράτη μέλη.

* βελτίωση του ελέγχου της ποιότητας του αέρα και της παροχής πληροφοριών στο κοινό, και με δείκτες.

* προτεραιότητες για τις περαιτέρω δράσεις, επανεξέταση και αναπροσαρμογή των κατωτάτων ορίων ποιότητας του αέρα και των εθνικών ανωτάτων ορίων εκπομπών και ανάπτυξη καλύτερων συστημάτων συλλογής πληροφοριών, εκπόνησης μοντέλων και πρόβλεψης.

Οι δύο θυγατρικές οδηγίες για την ποιότητα του αέρα που αναφέρονται στο τμήμα 2 πρόκειται να επανεξεταστούν το 2003 και το 2004 αντιστοίχως. Τα προτεινόμενα εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών και οι οδηγίες για το όζον θα πρέπει επίσης να επανεξεταστούν το 2004, μαζί με το πρωτόκολλο του Γκέτενμπουργκ της UN-ECE/CLRTAP, μόλις αυτό τεθεί σε ισχύ. Η προτεινόμενη αναθεώρηση της οδηγίας 88/609/ΕΟΚ για τις μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης (LCP) προβλέπει επίσης μία ακόμη επανεξέταση το 2004. Υπάρχουν πολυάριθμοι σύνδεσμοι μεταξύ αυτών των τμημάτων της νομοθεσίας και είναι απαραίτητο όλες οι επανεξετάσεις να συγκερασθούν ως αναπόσπαστο τμήμα του προγράμματος CAFE.

Το 2004 είναι επομένως η καθοριστική ημερομηνία στόχος για την ανάπτυξη μιας θεματικής στρατηγικής όπως περιγράφεται ανωτέρω. Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή δρομολογεί τώρα ένα πρόγραμμα τεχνικής ανάλυσης και χάραξης πολιτικής, το πρόγραμμα «Καθαρός αέρας για την Ευρώπη» (CAFE).

Το πρόγραμμα CAFE θα έχει ως γενικό στόχο την ανάπτυξη μιας μακροπρόθεσμης, στρατηγικής και ολοκληρωμένης πολιτικής προστασίας από τις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Σύμφωνα με τη Συνθήκη, η πολιτική αυτή θα στοχεύει σε υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος βασισμένο στην αρχή της προφύλαξης και θα λαμβάνει υπόψη τα καλύτερα διαθέσιμα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα και το κόστος ή τα οφέλη από τη δράση ή την έλλειψη δράσης.

Θα έχει τους εξής ειδικούς στόχους:

(1) ανάπτυξη, συλλογή και επικύρωση των επιστημονικών πληροφοριών σχετικά με τις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής (δηλ. υπαίθριας) ρύπανσης, καταγραφή των εκπομπών, αξιολόγηση της ποιότητας του αέρα, προβολές όσον αφορά τις εκπομπές και την ποιότητα του αέρα, μελέτες οικονομικής αποδοτικότητας και μοντελοποίηση της ολοκληρωμένης αξιολόγησης, που θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη και την ενημέρωση των στόχων και των δεικτών για την ποιότητα του αέρα και για την απόθεση και στον προσδιορισμό των μέτρων που απαιτούνται για να μειωθούν οι εκπομπές.

(2) υποστήριξη της εφαρμογής και επανεξέταση της αποτελεσματικότητας της υφιστάμενης νομοθεσίας, ειδικότερα των θυγατρικών της οδηγίας για την ποιότητα του αέρα οδηγιών, της απόφασης σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών και των εθνικών ανωτάτων ορίων εκπομπών όπως έχουν καθοριστεί στην πρόσφατη νομοθεσία, συμβολή στην επανεξέταση των διεθνών πρωτοκόλλων και ανάπτυξη των νέων προτάσεων όταν και όπως είναι απαραίτητο.

(3) εξασφάλιση της λήψης, στο κατάλληλο επίπεδο, των μέτρων που θα απαιτηθούν για να επιτευχθούν οι στόχοι για την ποιότητα του αέρα και την απόθεση με οικονομικά αποδοτικό τρόπο, μέσω της ανάπτυξης αποτελεσματικών διαρθρωτικών δεσμών με τους σχετικούς τομείς πολιτικής.

(4) καθορισμός μιας συνολικής, ολοκληρωμένης στρατηγικής σε τακτά χρονικά διαστήματα η οποία να καθορίζει κατάλληλους στόχους για την ποιότητα του αέρα για το μέλλον και οικονομικώς αποδοτικά μέτρα για την επίτευξη αυτών των στόχων.

(5) ευρεία διάδοση των τεχνικών και πολιτικών πληροφοριών που προκύπτουν από την εφαρμογή του προγράμματος.

Η ιδέα να συγκεντρωθεί η πολιτική για την ποιότητα του αέρα στο πλαίσιο ενός ενιαίου, ολοκληρωμένου προγράμματος προέκυψε τον Οκτώβριο του 1998 όταν οι υπηρεσίες της Επιτροπής διένειμαν ένα άτυπο έγγραφο συζήτησης σε ένα ευρύ φάσμα από τεχνικούς εμπειρογνώμονες, εθνικούς εκπροσώπους, εκπροσώπους ενδιαφερομένων κύκλων και ευρωβουλευτές. Οι απαντήσεις σε αυτήν την άσκηση διαβούλευσης σαφώς κατέδειξαν ότι για τη μεγάλη πλειοψηφία των ενδιαφερομένων θα ήταν ευπρόσδεκτη μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση στην πολιτική για την ποιότητα του αέρα.

Από τότε, τα σχέδια για το CAFE έχουν αναπτυχθεί περαιτέρω. Κατά τη διάρκεια του 2000 δρομολογήθηκε μελέτη για να διερευνηθεί η σκοπιμότητα για την εκπόνηση ενός τέτοιου προγράμματος και για να διατυπωθούν συστάσεις για τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να οργανωθεί. Οι σύμβουλοι που ανέλαβαν τη μελέτη σκοπιμότητας παρουσίασαν τις συστάσεις τους σε συνεδρίαση εθνικών εμπειρογνωμόνων και άλλων ενδιαφερομένων στις 14 Νοεμβρίου 2000. Τα σχέδια έγιναν ευμενώς αποδεκτά από τη συνεδρίαση, που διατύπωσε επίσης διάφορα εποικοδομητικά σχόλια, ειδικά σχετικά με την ανάγκη να εξασφαλιστεί επαρκής χρηματοδότηση του προγράμματος, να υπάρξει στενή συνεργασία με τις εργασίες της Σύμβασης της Οικονομικής Επιτροπής για την Ευρώπη των Ηνωμένων Εθνών η οποία αφορά τη διαμεθοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση σε μεγάλη απόσταση (UN-ECE/CLRTAP) και να εξασφαλιστεί ότι το πρόγραμμα θα οδηγήσει όχι μόνο στον καθορισμό ειδικών και γενικών στόχων για την ποιότητα του αέρα αλλά και θα προβλέπει την ανάπτυξη των απαραίτητων μέτρων για την επίτευξή τους.

5. ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Στη συνέχεια περιγράφονται συνοπτικά τα σχέδια της Επιτροπής για την υλοποίηση του προγράμματος. Καλύπτουν τους πέντε ειδικούς στόχους που προαναφέρθηκαν καθώς και άλλα σοβαρά ζητήματα, ιδίως τη συμβολή της επιστήμης, τη διαφάνεια και την ανάμιξη των ενδιαφερομένων, τη διεύρυνση και συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς. Περαιτέρω λεπτομέρειες περιέχονται σε εσωτερικό έγγραφο εργασίας της Επιτροπής που συνοδεύει την παρούσα ανακοίνωση.

5.1. Τεχνική ανάλυση

Ο πρώτος στόχος αναφέρεται στην κύρια εργασία τεχνικής ανάλυσης που απαιτείται για την ανάπτυξη της πολιτικής για την ποιότητα του αέρα. Οι μηχανισμοί συγκέντρωσης των πληροφοριών θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν ευέλικτοι και συνεκτικοί. Οι στόχοι και οι δείκτες που θα αναπτυχθούν βάσει των επιστημονικών στοιχείων θα χρησιμεύσουν όχι μόνο για να τεθούν δεσμευτικά κατώτατα όρια για την ποιότητα του αέρα αλλά θα παράσχουν επίσης ειδικούς στόχους για τις στρατηγικές που αφορούν τους κλάδους και τις πηγές της ρύπανσης και θα παράσχουν εργαλεία για την πληροφόρηση του κοινού και των σχεδιαστών πολιτικής σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης. Για την επίτευξη των ανωτέρω χρειάζεται η ανάπτυξη και επικύρωση εναρμονισμένων καταλόγων εκπομπών, η αξιολόγηση της ποιότητας του αέρα, προβολές σχετικά με τις εκπομπές και την ποιότητα του αέρα, μελέτες της οικονομικής αποτελεσματικότητας και εκπόνηση μοντέλων για την ολοκληρωμένη αξιολόγηση. Ένα σημαντικό τμήμα αυτών των εργασιών θα είναι να βοηθηθεί ο συντονισμός και ο εξορθολογισμός της υποβολής δεδομένων και πληροφοριών από τα κράτη μέλη αποφεύγοντας τις περιττές επαναλήψεις - προτεραιότητα που έχει ήδη προσδιοριστεί στην πρόταση για το έκτο πρόγραμμα περιβαλλοντικής δράσης.

Περαιτέρω παρατηρήσεις σχετικά με τους μηχανισμούς συλλογής επιστημονικών στοιχείων διατυπώνονται στο τμήμα 5.6, όπου τονίζεται η ανάγκη να υπάρχουν ισχυροί δεσμοί μεταξύ του προγράμματος CAFE και των προγραμμάτων πλαισίων έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης. Η συμμετοχή της ΓΔ έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης στην ομάδα τεχνικής ανάλυσης όπως περιγράφεται στο εσωτερικό έγγραφο εργασίας θα πρέπει να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση.

5.2. Εφαρμογή και επανεξέταση

Ο δεύτερος στόχος προκύπτει εν μέρει από την ανάγκη να υπάρξει συμμόρφωση με ειδικές υποχρεώσεις σε σχέση με την κοινοτική νομοθεσία και τη θέση της Κοινότητας ως συμβαλλόμενο μέρος στην UN-ECE/CLRTAP. Ο στόχος αυτός όχι μόνο αντιστοιχεί στις νομικές υποχρεώσεις, αλλά και αντιπροσωπεύει το ουσιαστικό «επόμενο βήμα» στην αντιμετώπιση των βασικών υπόλοιπων ζητημάτων για την ποιότητα του αέρα που αναφέρθηκαν στην αρχή της παρούσας ανακοίνωσης. Η ορθή εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας από τα κράτη μέλη αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα της πολιτικής της ΕΕ σε αυτόν τον τομέα, και η Επιτροπή σκοπεύει να παίξει σημαντικό ρόλο στην υποστήριξή αυτού του στοιχείου.

Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 4, το 2004 είναι η προβλεπόμενη ημερομηνία για πολλές από τις ρήτρες επανεξέτασης που προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία, και θα αποτελέσουν επομένως το επίκεντρο για την ανάπτυξη της πρώτης θεματικής στρατηγικής του προγράμματος CAFE. Πρόθεση της Επιτροπής είναι να προχωρήσει επαρκώς η ανάπτυξη της στρατηγικής ώστε να υποβληθεί μια αρχική έκθεση σχετικά με την πρώτη θυγατρική οδηγία το 2003, όπως έχει προγραμματιστεί. Εντούτοις, λόγω των υφιστάμενων συνδέσεων μεταξύ της ανωτέρω οδηγίας, της λοιπής νομοθεσίας της ΕΕ και του πρωτοκόλλου του Γκέτενμπουργκ της UN-ECE/CLRTAP, η πρώτη θεματική στρατηγική του προγράμματος CAFE θα περιέχει περαιτέρω αξιολόγηση. Η νομοθετική επανεξέταση δεν θα πρέπει, εντούτοις, να επικεντρώνεται μόνο στην ικανοποίηση των απαιτήσεων των ρητρών επανεξέτασης που προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία. Μια πλήρως ολοκληρωμένη, προσανατολισμένη στο αποτέλεσμα στρατηγική της ποιότητας του αέρα θα πρέπει επίσης να υπερβαίνει τις καθιερωμένες προτεραιότητες και μέσα, και θα πρέπει να περιλαμβάνει μια καθοριστική αξιολόγηση της επιτυχίας της υφιστάμενης πολιτικής στη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και των επιπτώσεών της.

5.3. Σύνδεση με τις στρατηγικές που αφορούν τους κλάδους και τις πηγές της ρύπανσης

Τα διάφορα ισχύοντα ή προβλεπόμενα προγράμματα και πολιτικές εντός της Επιτροπής θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη περαιτέρω μέτρων που στοχεύουν στη μείωση των εκπομπών από μεμονωμένες πηγές. Υπάρχει ήδη μια σειρά κανονιστικών ρυθμίσεων τεχνικού χαρακτήρα που θέτουν οριακές τιμές εκπομπών για ειδικές κατηγορίες πηγής, οι οποίες επανεξετάζονται και ενημερώνονται συνεχώς. Μερικές από τις πλέον σχετικές είναι οι εξής:

* Η οδηγία 88/609/ΕΟΚ ρυθμίζει τις εκπομπές των μεγάλων εγκαταστάσεων καύσης (LCPs), οι οποίες έχει εκτιμηθεί ότι συνεισφέρουν κατά 50% στις συνολικές εκπομπές SO2 και κατά περίπου 20% στις συνολικές εκπομπές NOx στην Κοινότητα. [11] Με την επιφύλαξη της επίλυσης ορισμένων εκκρεμών ζητημάτων μεταξύ Συμβουλίου και Κοινοβουλίου, η τροποποίηση της οδηγίας θα προβλέπει αυστηρότερες οριακές τιμές εκπομπών για τις νέες εγκαταστάσεις και θα απαιτεί την εφαρμογή των υφιστάμενων οριακών τιμών εκπομπών (ή ισοδύναμων μειώσεων εκπομπών) σε όλες τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις. Μια περαιτέρω επανεξέταση προβλέπεται το 2004. [12]

[11] Βλέπε, π.χ.. την έκθεση του ευρωπαϊκού οργανισμού περιβάλλοντος αριθ. 9 /2000 «Emissions of atmospheric pollutants in Europe, 1980-1996».

[12] Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 88/609/ΕΟΚ για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων από μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης ΕΕ C 300, 29.09.1998, σ. 1.

* Η ανακοίνωση για το πρόγραμμα Auto-Oil II προβλέπει έκθεση σχετικά με την κατάσταση της ανάπτυξης της νομοθεσίας που αφορά τις εκπομπές οχημάτων και την ποιότητα των καυσίμων, ιδίως όσον αφορά τις οδηγίες 98/69/ΕΚ, 98/70/ΕΚ και 99/96/ΕΚ. [13] Ένας αριθμός προτάσεων σε αυτόν τον τομέα είναι υπό διαπραγμάτευση ή προβλέπονται, και το Συμβούλιο πρόσφατα υπέβαλε ορισμένα αιτήματα στην Επιτροπή, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της ανακοίνωσης. Σε αυτό το πλαίσιο το Συμβούλιο κάλεσε επίσης την Επιτροπή να αξιολογήσει τη σκοπιμότητα μιας νέας φάσης στη μείωση των οριακών τιμών εκπομπών που θα μπορούσε να τεθεί σε ισχύ μέχρι το 2010 σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 98/69/ ΕΚ και σε σύνδεση με τις προδιαγραφές για τα καύσιμα. [14]

[13] Ανακοίνωση COM(2000)626 της Επιτροπής της 5ης Οκτωβρίου 2000: «Επισκόπηση του προγράμματος Auto Oil II».

[14] Συμπεράσματα του Συμβουλίου που εγκρίθηκαν στις 19 Δεκεμβρίου 2000.

* Αν και στην οδηγία 96/61/ΕΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (IPPC) δεν τίθενται οριακές τιμές εκπομπών, καθορίζονται γενικοί κανόνες χορήγησης αδειών στις (κυρίως μεγάλες, βιομηχανικές) εγκαταστάσεις που καλύπτει η οδηγία, βασισμένοι στην εφαρμογή των καλύτερων διαθέσιμων τεχνικών (BAT). Η εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής αυτής της οδηγίας αποτελεί επομένως υψηλή προτεραιότητα. Θυγατρικές οδηγίες που θέτουν τις ποσοτικές οριακές τιμές εκπομπών για ειδικές κατηγορίες εγκαταστάσεων θα προταθούν σε περιπτώσεις όπου μπορεί να προσδιοριστεί σαφής ανάγκη για αυτές.

* Η οδηγία 1999/13/ΕΚ ρυθμίζει την εκπομπή πτητικών οργανικών ενώσεων (VOCs) από τις βιομηχανίες που χρησιμοποιούν διαλύτες και αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση κατά 60 % αυτών των εκπομπών. Προτεραιότητα τώρα είναι να αναπτυχθούν αποτελεσματικά μέσα μείωσης των εκπομπών από τους διαλύτες οικιακής χρήσης.

Η περαιτέρω ανάπτυξη αυτών των μέσων θα συμβάλει σημαντικά στη βελτίωση της ποιότητας του αέρα και επομένως θα πρέπει να ενσωματωθούν σε μεγάλο βαθμό στο πρόγραμμα CAFE. Πράγματι, δεδομένου ότι ο μόνος τρόπος να μειωθεί η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι να μειωθούν οι ρυπογόνες εκπομπές από την πηγή τους, είναι σαφές ότι θεματικά προγράμματα όπως το CAFE πρέπει να καθοδηγήσουν προς την ανάπτυξη μέτρων για κάθε κλάδο και πηγή ρύπανσης προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές. Συγχρόνως, η ανάπτυξη συγκεκριμένων μέτρων για κάθε κλάδο πρέπει πάντα να βασίζεται στην εκτίμηση μιας σειράς περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων και πρέπει επομένως να συνδέεται με άλλα σχετικά θεματικά προγράμματα, κατά περίπτωση (που αφορούν, π.χ., την αλλαγή του κλίματος ή την ποιότητα των υδάτων).

Αποτελεσματικοί διαρθρωτικοί δεσμοί μεταξύ του CAFE και των μέτρων κατά κλάδο και πηγή θα αναπτυχθούν επομένως προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι λαμβάνονται τα απαραίτητα (τεχνικά ή μη τεχνικά) μέτρα και ότι τα σενάρια που χρησιμοποιούνται στο πρόγραμμα CAFE και σε άλλους τομείς πολιτικής είναι συνεπή. Αφ'ενός, η γνώση σχετικά με τα μέτρα μείωσης των εκπομπών που προετοιμάζονται, συμπεριλαμβανόμενων μελλοντικών οριακών τιμών εκπομπών εφαρμόσιμων σε συγκεκριμένες κατηγορίες πηγής, η εργασία για προσδιορισμό των καλύτερων διαθέσιμων τεχνικών (BAT) και οι σχετικές μελέτες κόστους/οφέλους θα ενταχθούν στη γενικότερη ανάπτυξη υποθετικών εξελίξεων και ανάλυσης της οικονομικής αποτελεσματικότητας που θα εκτελεστεί στο πλαίσιο του CAFE. Αφ'ετέρου, τα στοιχεία σχετικά με τις επιπτώσεις, τους στόχους ποιότητας του αέρα, τις καταγραφές των εκπομπών και τις συγκριτικές μελέτες οικονομικής αποτελεσματικότητας που θα εκτελεστούν στο πλαίσιο του CAFE θα βοηθήσουν στην παροχή καθοδήγησης και στον καθορισμό προτεραιοτήτων για την ανάπτυξη μέτρων κατά κλάδο και πηγή.

Εκτός από την εκπόνηση τεχνικού χαρακτήρα κανονιστικών ρυθμίσεων, η Συνθήκη απαιτεί να εντάσσονται οι απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος στις τομεακές πολιτικές της Κοινότητας. Αυτή η διαδικασία είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη των στόχων της περιβαλλοντικής πολιτικής και θα είναι εξίσου σημαντικό να συμβαδίζει το πρόγραμμα CAFE με τη διαδικασία ολοκλήρωσης ώστε οι στόχοι και οι δείκτες για την ποιότητα του αέρα που προσδιορίζονται στο πλαίσιο του CAFE να έχουν πραγματική επίδραση στις στρατηγικές ανά κλάδο και πηγή. Η εδραίωση ισχυρών δεσμών με τα προγράμματα ολοκλήρωσης ανά κλάδο θα αποτελέσει συνεπώς σοβαρή προτεραιότητα του προγράμματος.

Η ομάδα συντονισμού που περιγράφεται στο εσωτερικό έγγραφο εργασίας θα αποτελέσει το κύριο μέσο για να εξασφαλιστεί ότι διατηρούνται οι απαραίτητοι δεσμοί. Εκτός από τις στρατηγικές ανά κλάδο και πηγή σε κοινοτικό επίπεδο, το πρόγραμμα θα επιδιώξει την ανάπτυξη δεσμών με πρωτοβουλίες όπως είναι τα δίκτυα των δημοτικών αρχών με σκοπό την προαγωγή και την κατάταξη κατά σειρά προτεραιότητας των μέτρων βελτίωσης της ποιότητας του αέρα που λαμβάνονται σε τοπικό επίπεδο.

5.4. Ανάπτυξη στρατηγικής

Ο τέταρτος στόχος αφορά μια γενική ανάγκη - να υπάρχει μια σαφής ιδέα για τα αναμενόμενα αποτελέσματα και τις προθεσμίες για την επίτευξή τους- και έναν συγκεκριμένο στόχο - να αναπτυχθεί μια θεματική στρατηγικής έως το 2004. Μετά από το 2004, αναμένεται ότι θα αναπτυχθούν και άλλες ολοκληρωμένες στρατηγικές για την ποιότητα του αέρα, στην ιδανική περίπτωση ανά πενταετία, καθορίζοντας τους κατάλληλους στόχους για την ποιότητα του αέρα για το μέλλον και οικονομικώς αποδοτικά μέσα για την επίτευξη αυτών των στόχων.

Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, οι σημαντικότερες προτεραιότητες για τον πρώτο "κύκλο" του προγράμματος (έως το 2004) αφορούν τα αιωρούμενα σωματίδια και το όζον, μαζί με τα εναπομένοντα ζητήματα που αφορούν την απόθεση η οποία οδηγεί, μεταξύ άλλων, στην οξίνιση, στον ευτροφισμό και στην καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η έγκριση σε κοινοτικό επίπεδο μέτρων κατά κλάδο τα οποία είναι απαραίτητα για την επίτευξη των στόχων ποιότητας του αέρα και των εθνικών ανωτάτων ορίων εκπομπών θα είναι ουσιαστική. Ενώ τα αιωρούμενα σωματίδια και το όζον αποτελούν ρύπους προτεραιότητας, πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή σε άλλους ρύπους με τους οποίους ασχολείται η ισχύουσα νομοθεσία, όπως το NO2, δεδομένου ότι σημειώνεται ακόμη υπέρβαση των οριακών τιμών η οποία αναμένεται να εξακολουθήσει κατά την επόμενη δεκαετία. Σε πιο τεχνικό επίπεδο υπάρχει ανάγκη για βελτίωση της συνοχής των αξιολογήσεων σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό, εθνικό, αστικό και τοπικό γεωγραφικό επίπεδο και βελτίωσης της διεπαφής των χρησιμοποιούμενων μοντέλων από το ένα επίπεδο στο άλλο. Αυτές οι προτεραιότητες θα αλλάξουν ωστόσο με το πέρασμα του χρόνου, και μια σημαντική πτυχή της ανάπτυξης ολοκληρωμένης στρατηγικής θα είναι να επανεξεταστούν οι προτεραιότητες βάσει της τεχνικής ανάλυσης και των νομοθετικών διαδικασιών επανεξέτασης στο πλαίσιο του προγράμματος. Οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου και η παρουσία στον αέρα ανθρωπογενών χημικών ουσιών δεν θα εξεταστούν στο πλαίσιο του CAFE δεδομένου ότι άλλα προγράμματα και στρατηγικές εστιάζουν σε αυτά τα προβλήματα. Εντούτοις θα είναι σημαντικό να διατηρηθούν οι στενοί στρατηγικοί και τεχνικοί δεσμοί μεταξύ του προγράμματος και αυτών των προγραμμάτων έτσι ώστε το CAFE να καταστεί μια πλήρως ολοκληρωμένη στρατηγική πολλαπλών ρύπων, πολλαπλών επιπτώσεων.

5.5. Διάδοση

Η ενημέρωση του κοινού για τη χαρασσόμενη πολιτική είναι απαραίτητη για πολλούς λόγους. Η ανάγκη να αυξηθεί η διαφάνεια και να προσεγγίσει η κοινοτική πολιτική τους πολίτες αναγνωρίζεται ευρέως. Η τακτική, ακριβής πληροφόρηση για τις κοινοτικές πολιτικές είναι ουσιαστική προκειμένου να αυξηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού. Η πληροφόρηση αναπτύσσει το συναίσθημα συμμετοχής των πολιτών, αλλά και επιτρέπει στο κοινό να επηρεάζει την πολιτική που αποφασίζεται εξ ονόματός του. Η συμμετοχή είναι ιδιαίτερα σημαντική στην περιβαλλοντική πολιτική, όπου το κοινό, σε αντίθεση με τα οικονομικά συμφέροντα, αποτελεί την καθοδηγητική δύναμη. Τρίτον, όλοι μας έχουμε ένα ρόλο να παίξουμε στην προστασία του περιβάλλοντος αλλάζοντας την συμπεριφορά μας ως καταναλωτές. Και πάλι, η τακτική και ακριβής πληροφόρηση για την πρόοδο και τις προτεραιότητες της πολιτικής για το περιβάλλον θα βοηθήσει να γίνει καλύτερα κατανοητή και αποδεκτή η αλλαγή. Σε σύγκριση με τους άλλους στόχους, η ενημέρωση του κοινού είναι σχετικά απλό ζήτημα αλλά δεν πρέπει να λησμονείται. Το Διαδίκτυο, οι εκστρατείες στον τύπο και άλλες μορφές δημοσιότητας είναι μερικά από τα εργαλεία που πρέπει να χρησιμοποιούνται.

5.6. Αύξηση της συμβολής της επιστήμης στην πολιτική

Το πρόγραμμα CAFE θα διαθέτει οργανωτική δομή που θα εξασφαλίζει ότι η πολιτική βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα και ότι οι ενδιαφερόμενοι συμμετέχουν σε όλα τα επίπεδα χάραξης πολιτικής. Θα βασιστεί στην αρχή της προφύλαξης και θα λάβει πλήρως υπόψη τις πιο πρόσφατες και τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές και τεχνικές πληροφορίες.

Οι υφιστάμενοι μηχανισμοί συλλογής επιστημονικών στοιχείων θα συνεχιστούν και θα αναπτυχθούν περαιτέρω. Συγχρόνως θα αξιολογηθεί εάν αυτοί οι μηχανισμοί επιτρέπουν την εις βάθος επιστημονική εξέταση και την κριτική από ομοτίμους, πώς θα ήταν δυνατόν να βελτιωθούν χωρίς υπερβολικό κόστος ή καθυστέρηση, και πώς να διευρυνθεί η συμμετοχή της επιστημονικής κοινότητας στη διαδικασία χάραξης πολιτικής.

Η ενίσχυση των δεσμών με την επιστημονική έρευνα θα αποτελέσει σημαντική προτεραιότητα για το CAFE. Οι πολιτικές επιλογές πρέπει να επηρεάζουν πιο αποτελεσματικά τον ερευνητικό προγραμματισμό. Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής πρέπει επίσης να έχουν μια σαφέστερη άποψη αυτού που μπορούν να αναμένουν από την επιστήμη: τι είναι γνωστό, τι δεν είναι γνωστό και σε ποιά σημεία η αβεβαιότητα δεν μπορεί να μειωθεί στο εγγύς μέλλον. Η καθιέρωση του Ευρωπαϊκού Ερευνητικού Χώρου, [15] ιδίως η βοήθεια στη διαδικασία χάραξης πολιτικής και οι επιστημονικές αναφορές που μπορεί να παρέχει, θεωρείται ως το κύριο γεγονός με το οποίο πρέπει να συνδεθεί το πρόγραμμα. Θα είναι επομένως καθοριστικής σημασίας η καθιέρωση ισχυρών δεσμών μεταξύ του CAFE και των προγραμμάτων πλαισίων έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης της ΕΚ προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η σχετική με τις ασκούμενες πολιτικές έρευνα χρηματοδοτείται και μεταφράζεται σε μορφή που είναι άμεσα χρήσιμη για τη χάραξη πολιτικής. Το Κοινό Κέντρο Ερευνών θα μπορούσε να διαδραματίσει ένα ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση.

[15] COM(2000) 6 της 18.01.2000.

Δεδομένου ότι οι επιστημονικές συμβουλές περιλαμβάνουν αναπόφευκτα διάφορα στοιχεία αβεβαιότητας, στο πλαίσιο του προγράμματος θα πρέπει να επιτευχθεί ισορροπία, όπως σε όλους τους τομείς πολιτικής, μεταξύ της αυστηρής εφαρμογής της αρχής της προφύλαξης και της ανάγκης να καταστρωθεί πειστική επιστημονική επιχειρηματολογία πριν από τη λήψη μέτρων. Η ανακοίνωση COM (2000)1 της Επιτροπής παρέχει τις απαραίτητες οδηγίες για την εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης. Το απαιτούμενο επίπεδο αξιοπιστίας των στοιχείων θα εξαρτηθεί από τη σοβαρότητα των πιθανών αποτελεσμάτων καθώς και από το κόστος των προβλεπόμενων μέτρων. Η επιστημονική αβεβαιότητα δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως επιχείρημα κατά της λήψη των οφειλόμενων προφυλάξεων ενάντια στα πιθανά μακροπρόθεσμα επιβλαβή αποτελέσματα. Ακόμη, οι ατελείωτες συζητήσεις σχετικά με τις επιστημονικές πτυχές εμπεριέχουν το κίνδυνο να εμπέσουν στο νόμο των ελαττούμενων αποδόσεων: μετά από ένα ορισμένο σημείο επιστημονικής συζήτησης, πρέπει να εξάγονται πολιτικά συμπεράσματα και να χαράσσεται μια πολιτική με βάση τα πλέον αποδεδειγμένα στοιχεία.

5.7. Διαφάνεια και συμμετοχή ενδιαφερομένων

Το πρόγραμμα CAFE θα χαρακτηριστεί από υψηλό επίπεδο διαφάνειας και στην καθημερινή πρακτική και στον τρόπο χρησιμοποίησης των ερευνητικών στοιχείων και της τεχνικής ανάλυσης για τη χάραξη πολιτικής. Αυτό σημαίνει, παραδείγματος χάριν, ότι οι εκθέσεις και οι περιλήψεις των συζητήσεων θα είναι γενικά διαθέσιμες στο Διαδίκτυο σύντομα μετά την πραγματοποίηση της συνεδρίασης. Ομοίως, η τεχνική ανάλυση συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων και των μοντέλων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του προγράμματος θα είναι πλήρως προσιτή στο διαδίκτυο στο μέτρο του δυνατού από υλική άποψη.

Η συμμετοχή ενδιαφερομένων θα είναι καθοριστική για την επιτυχία του CAFE και για την αποτελεσματικότητα των μέσων που θα αναπτυχθούν στο πλαίσιο του προγράμματος, η οποία θα εξαρτηθεί από το βαθμό αποδοχής από τους χρήστες των εν λόγω μέσων. Θα δίνεται συστηματικά η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να υποβάλλουν στοιχεία και να διατυπώνουν σχόλια σε διάφορα στάδια της τεχνικής ανάλυσης και της χάραξης πολιτικής.

Θα ήταν ευπρόσδεκτα όχι μόνο τα σχόλια και η κριτική των ενδιαφερομένων, αλλά και η ενεργός συμμετοχή τους στο πρόγραμμα με την υποβολή τεχνικών εργασιών. Όταν έχουν εκπονηθεί παρόμοιες τεχνικές συνεισφορές, θα εισάγονται στο πρόγραμμα μέσω της συμμετοχής σε ομάδες εργασίας ή με άλλα μέσα.

5.8. Διεύρυνση

Καθώς πλησιάζει η διεύρυνση της ΕΕ, είναι σαφές ότι θα πρέπει, ευθύς εξαρχής, να περιληφθούν οι υποψήφιες χώρες στο γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής του προγράμματος.

Έχουν ήδη ληφθεί μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι αυτό θα συμβεί. Οι συμβάσεις που εκδίδονται με σκοπό την υποστήριξη της επανεξέτασης της ισχύουσας νομοθεσίας περιλαμβάνουν τις υποψήφιες χώρες στο τεχνικό πεδίο εφαρμογής τους. Άλλες τεχνικού χαρακτήρα εργασίες έχουν ήδη αναληφθεί στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την ένταξη, όπως είναι ο υπολογισμός εθνικών ανώτατων ορίων εκπομπών για τις νέες χώρες.

Η ενισχυμένη συνεργασία με την UN-ECE/CLRTAP θα παράσχει επίσης έναν μηχανισμό συμμετοχής των υποψηφίων χωρών στο CAFE, δεδομένου ότι όλες είναι συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση. Σαφώς, η γεωγραφική επικάλυψη μεταξύ των δύο προγραμμάτων θα αυξηθεί καθώς η ΕΕ διευρύνεται. Επιπλέον, διάφορες από αυτές τις χώρες έχουν γίνει πρόσφατα πλήρη μέλη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, ο οποίος είναι το πρώτο όργανο της ΕΕ που έχει ως μέλη του υποψήφιες χώρες.

Τέλος, η Επιτροπή έχει αναλάβει τη δέσμευση να συμμετάσχουν εκπρόσωποι των υποψηφίων χωρών στις συνεδριάσεις που διοργανώνονται στο πλαίσιο του προγράμματος. Για το σκοπό αυτό, θα είναι απαραίτητο να διευκρινιστούν οι ακριβείς όροι της συμμετοχής από την άποψη του καθεστώτος (αν και δεν προβλέπεται καμία επίσημη διαδικασία ψηφοφορίας για τις ομάδες που συντάσσονται στο πλαίσιο του προγράμματος) και της χρηματοδότησης της συμμετοχής, και να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι η αύξηση του αριθμού των συμμετεχόντων δεν αποτελεί τροχοπέδη στην καλή διαχείριση και την εύρυθμη λειτουργία των διάφορων ομάδων.

5.9. Συνεργασία με τους διεθνείς οργανισμούς

5.9.1. Η Σύμβαση της Οικονομικής Επιτροπής για την Ευρώπη των Ηνωμένων Εθνών για τη διαμεθοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση σε μεγάλη απόσταση (CLRTAP)

Η ανάγκη να ενισχυθεί η συνεργασία με τη σύμβαση της ΟΕΕ/ΟΗΕ για τη διαμεθοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση σε μεγάλη απόσταση (CLRTAP) υπήρξε ένα από τα ισχυρότερα μηνύματα που προέκυψαν από τις συζητήσεις με τους εθνικούς εκπροσώπους και τους αντιπροσώπους των ενδιαφερομένων. Σαφώς, αυτή η συνεργασία δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να περιορίσει τις αρμοδιότητες της Κοινότητας ή τον έλεγχο που ασκεί στην πολιτική της ΕΕ σε αυτόν τον τομέα. Εντούτοις, σημειώνεται όλο και μεγαλύτερη επικάλυψη τόσο πολιτικά όσο και γεωγραφικά μεταξύ της πολιτικής για την ποιότητα του αέρα της CLRTAP και της ΕΕ και συνεπώς η ενίσχυση της συνεργασίας με την CLRTAP θα είναι απαραίτητη προκειμένου να συμβάλει το πρόγραμμα ουσιαστικά στην διαδικασία χάραξης πολιτικής και να αποφευχθεί η σπατάλη πόρων.

Ειδικότερα, θα είναι ουσιαστικό να δημιουργηθούν και να διατηρηθούν στενοί διαρθρωτικοί δεσμοί μεταξύ των εργασιών τεχνικής ανάλυσης που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των δύο προγραμμάτων για να εξασφαλιστεί αποτελεσματική συνεργασία και συντονισμός. Η συνεργασία και ο συντονισμός στο τεχνικό επίπεδο θα αποτελέσουν επομένως το κλειδί για την εκμετάλλευση των συνεργιών και την αποφυγή των διπλών προσπαθειών.

Σε πολιτικό επίπεδο, θα είναι ουσιαστικό να επιτευχθεί ο καλύτερος δυνατός συντονισμός των θέσεων των κρατών μελών στις διαπραγματεύσεις της CLRTAP. Η Επιτροπή θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να εξασφαλίσει ότι οι θέσεις που υποστηρίζονται από τα κράτη μέλη στη Γενεύη είναι πάντα πλήρως συμβατές με την εξελισσόμενη κοινοτική πολιτική στον τομέα.

5.9.2. Συνεργασία με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας

Κατά την εκπόνηση της σημερινής γενιάς των οδηγιών για την ποιότητα του αέρα η Επιτροπή χρησιμοποίησε τις οδηγίες της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ) ως βασικό στοιχείο στα σχετικά με τον κίνδυνο θέματα. Το ισχύον σύνολο οδηγιών για την ποιότητα του αέρα, που εγκρίθηκε το 1996, αναπτύχθηκε μετά από συμφωνία μεταξύ της Επιτροπής και του ευρωπαϊκού περιφερειακού κέντρου της ΠΟΥ. Οι ομάδες εργασίας που οργανώνει η Επιτροπή για την εκπόνηση των θέσεων για κάθε έναν από τους εξεταζόμενους ρύπους χρησιμοποίησαν αυτές τις οδηγίες, μαζί με τις αξιολογήσεις πιο πρόσφατων αποτελεσμάτων ή εκτιμήσεων του κινδύνου, ως βάση για τις προτεινόμενες οριακές τιμές. Όπου έχει αποδειχθεί ότι αυτές οι οριακές τιμές, που υπολογίζονται μόνο με βάση την αξιολόγηση του κινδύνου, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν, τέθηκαν ενδιάμεσοι στόχοι λαμβάνοντας υπόψη το κόστος και άλλους παράγοντες.

Κατά τη διαδικασία διαβουλεύσεων που οδήγησε στη δρομολόγηση του προγράμματος CAFE, έγινε σαφές ότι η μεγάλη πλειοψηφία των εθνικών αντιπροσώπων και ενδιαφερομένων υποστήριξε ότι πρέπει να χρησιμοποιηθούν οι οδηγίες της ΠΟΥ ως βασικό συμβουλευτικό υλικό στα θέματα κινδύνου. Για αυτόν τον λόγο η Επιτροπή θεωρεί ευπρόσδεκτη την επανεξέταση και, όπου είναι απαραίτητο, την αναθεώρηση αυτών των οδηγιών, καθώς και των άλλων απαραίτητων πληροφοριών σχετικά με τις επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία, εγκαίρως ώστε να είναι δυνατή η επανεξέταση των θυγατρικών οδηγιών για την ποιότητα του αέρα.

6. Συμπέρασμα: Προς μια θεματική στρατηγική

Η Επιτροπή σκοπεύει να κοινοποιήσει μια θεματική στρατηγική που να πληροί αυτές τις απαιτήσεις το 2004, συνοδευόμενη ή/και ακολουθούμενη από νομοθετικές προτάσεις, αναλόγως των αναγκών. Το 2004 θεωρείται ρεαλιστική προθεσμία για την ανάπτυξη της στρατηγικής, και συμπίπτει επίσης με αρκετές προθεσμίες επανεξέτασης που περιλαμβάνονται στην ισχύουσα νομοθεσία.

Συγκεκριμένα, η στρατηγική θα περιέχει:

* σε βάθος επανεξέταση της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας της υφιστάμενης κοινοτικής νομοθεσίας και των εθνικών προγραμμάτων για την αντιμετώπιση των εναπομενόντων προβλημάτων ατμοσφαιρικής ρύπανσης, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να προστατευθούν οι ευάλωτες ομάδες, συμπεριλαμβανόμενης της αναθεώρησης ή της εκπλήρωσης των στόχων για την ποιότητα του αέρα και την απόθεση, όπου είναι απαραίτητο

* λεπτομερή περιγραφή συνοδευόμενη από αναφορές, προοριζόμενη για το κοινό, των διαθέσιμων στοιχείων και δεικτών σε θέματα ποιότητας του αέρα και απόθεσης

* τα αποτελέσματα μιας λεπτομερούς ανάλυσης για το ποιά περαιτέρω μέτρα μπορεί να απαιτηθούν προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι για την ποιότητα του αέρα και την απόθεση

* προτάσεις σχετικά με νέες ή αναθεωρημένες οδηγίες για την ποιότητα του αέρα και τα εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών

* έκθεση σχετικά με την πρόοδο των ακολουθούμενων πολιτικών στους συναφείς τομείς, συμπεριλαμβανόμενης της ανάπτυξης των μέτρων μείωσης των εκπομπών που απαριθμούνται στην αρχή της παραγράφου 5.3.