52001DC0162(02)

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Σχέδιο Δράσης για τη βιοποικιλότητα: Διατήρηση των φυσικών πόρων /* COM/2001/0162 τελικό */


Ανακοινωση της Επιτροπης προς το Συμβουλιο και το Ευρωπαϊκο Κοινοβουλιο - Σχεδιο δρασης για τη βιοποικιλοτητα διατηρηση των φυσικων πορων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1. Εισαγωγη

2. Διατηρηση και Αποκατασταση, σε ευνοϊκα επιπεδα διατηρησησ, φυσικων ενδιαιτηματων και ειδων τησ αγριασ πανιδασ και χλωριδασ κοινοτικου ενδιαφεροντοσ

2.1. Πλήρης εφαρμογή της οδηγίας για τα ενδιαιτήματα καθώς και της οδηγίας για τα πτηνά

2.2. Στήριξη της δημιουργίας δικτύων χαρακτηρισμένων περιοχών, ιδίως του δικτύου της ΕΕ NATURA 2000. παροχή κατάλληλης χρηματοδοτικής και τεχνικής στήριξης για την διατήρηση και αειφόρο χρήση του

2.3. Ανάπτυξη διαχειριστικών σχεδίων για επιλεγμένα είδη που απειλούνται με εξαφάνιση, καθώς και για ορισμένα θηρεύσιμα είδη

3. Αντιστροφη των τρεχουσων τασεων απωλειασ τησ βιοποικιλοτητασ σε σχεση με την διαχειριση των υδατων, των εδαφων, των δασων και των υγροτοπων

3.1. Χρήση της οδηγίας - πλαισίου για τα ύδατα ως μέσου για την διαφύλαξη και αειφόρο χρήση της βιοποικιλότητας και, στο πλαίσιο αυτό, ανάπτυξη αναλύσεων για την ποσότητα και ποιότητα των υδάτων σε σχέση με την ζήτηση για κάθε ποτάμια λεκάνη απορροής, συμπεριλαμβανομένων των γεωργικών αρδεύσεων, της παραγωγής ενεργείας, των βιομηχανικών χρήσεων, της πόσεως και των οικολογικών χρήσεων.

3.2. Ενίσχυση του οικολογικού ρόλου της εδαφοκάλυψης, συμπεριλαμβανομένης της παρόχθιας και της προσχωματικής βλάστησης, καταπολέμηση της διάβρωσης και διαφύλαξη των οικοσυστημάτων που στηρίζουν τον υδατικό κύκλο, καθώς και των σημαντικών για την βιοποικιλότητα ενδιαιτημάτων

3.3. Προστασία των υγρότοπων στην Κοινότητα και αποκατάσταση του οικολογικού χαρακτήρα υποβαθμισμένων υγροτόπων

4. Αντιστροφη των τρεχουσων τασεων απωλειασ βιοποικιλοτητασ στο συνολο του εδαφουσ

4.1. Ενσωμάτωση του στοιχείου της βιοποικιλότητας στις κυριότερες χωρικές πολιτικές

4.1.1. Γεωργία

4.1.2. Αλιεία και υδατοκαλλιέργειες

4.1.3. Διαρθρωτικά ταμεία

4.1.4. Αστικό περιβάλλον

4.2. Στήριξη της βιοποικιλότητας μέσω οριζόντιων περιβαλλοντικών πολιτικών

4.2.1. Αρχή της προφύλαξης

4.2.2. Μηχανισμοί ευθύνης

4.2.3. Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων

4.2.4. Στρατηγική περιβαλλοντική αξιολόγηση

4.2.5. Στήριξη της δημόσιας συμμετοχής στις διαδικασίες περιβαλλοντικής αξιολόγησης

4.2.6. Πρόσβαση στις πληροφορίες, δημόσια συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων και πρόσβαση στην δικαιοσύνη όσον αφορά περιβαλλοντικά ζητήματα (η Σύμβαση του Aarhus)

4.2.7. Οικολογική σήμανση

4.2.8. Άλλα οικονομικά μέσα, συμπεριλαμβανομένου του οικολογιστικού ελέγχου

4.2.9. Χημικές ουσίες

4.3. Στήριξη της βιοποικιλότητας με τη βοήθεια πολιτικών που αντιμετωπίζουν το ζήτημα των γενετικών πόρων

4.3.1. Αλλόχθονα εισβάλλοντα είδη

4.3.2. Διαχείριση της βιοτεχνολογίας

4.3.3. Διατήρηση ex-situ

4.3.3.1. Ζωολογικοί κήποι

4.3.3.2. Βοτανικοί κήποι

5. Συμβολη στην διαφυλαξη τησ βιοποικιλοτητασ σε παγκοσμιο επιπεδο

5.1. Εφαρμογή του κανονισμού ΕΚ CITES και προσαρμογή του, ώστε να αντανακλά, τις περαιτέρω αποφάσεις της Συνδιάσκεψης των Μερών στην CITES

5.2. Για τον καλύτερο συντονισμό των διαφόρων πρωτοβουλιών στα διεθνή φόρουμ στους τομείς της αλλαγής του κλίματος, της καταστροφής της στιβάδας του όζοντος και της απερήμωσης, ώστε να αποφεύγονται οι διπλές προσπάθειες, ιδίως όσον αφορά τις διαδικασίες υποβολής αναφορών

5.2.1. Αλλαγή του κλίματος

5.2.2. Καταστροφή της στιβάδας του όζοντος

5.2.3. Απερήμωση

5.3. Αλληλεπιδράσεις μεταξύ της Σύμβασης για την Βιοποικιλότητα και δραστηριοτήτων που εγγράφονται σε άλλες, υφιστάμενες, διεθνείς συμφωνίες, προκειμένου να βελτιστοποιηθούν οι δυνατότητες συνέργειας

5.3.1. Υποβολή αναφορών

5.3.2. Το πρωτόκολλο για την βιοασφάλεια

5.3.3. Η διεθνής διαδικασία για τα δάση

5.3.4. Περιφερειακές συμβάσεις

5.3.5. Άλλες διεθνείς διαδικασίες

1. Εισαγωγη

1. Τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ανέπτυξε την περιβαλλοντική πολιτική της μέσω πληθώρας πρωτοβουλιών για την βελτίωση των συνθηκών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Σχέδιο Δράσεως για την Βιοποικιλότητα με στόχο την Διατήρηση των Φυσικών Πόρων επικεντρώνεται στα άγρια φυτικά και ζωικά είδη καθώς και στα συνδεόμενα με αυτά οικοσυστήματα και ενδιαιτήματα. Αξιοποιεί και συμπληρώνει υφιστάμενες και μελετώμενες κοινοτικές νομοθετικές διατάξεις και πρωτοβουλίες. Το Σχέδιο Δράσεως αποβλέπει στο να εξασφαλίσει τη μέγιστη απόδοση των μέσων αυτών, ούτως ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της κοινοτικής στρατηγικής του 1998 για την βιοποικιλότητα, υλοποιώντας τους στόχους αυτούς σε ειδικές δράσεις.

2. Η οδηγία του 1979 για τα πτηνά και η οδηγία του 1992 για τα ενδιαιτήματα (οικότοποι) αποτελούν δύο καίρια μέσα για την διατήρηση των αγρίων πτηνών και των ενδιαιτημάτων τους στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Από κοινού, οι τρεις αυτές κοινοτικές οδηγίες θεσπίζουν διατάξεις για την δημιουργία προστατευόμενων περιοχών και περιοχών όπου λαμβάνονται ειδικά μέτρα διατήρησης, για την προστασία συγκεκριμένων ειδών που απειλούνται με εξαφάνιση, καθώς και για την απαγόρευση ορισμένων μορφών εκμετάλλευσης συγκεκριμένων φυτών και ζώων. Η οδηγία για τα ενδιαιτήματα εξασφαλίζει ένα πλαίσιο για την σύσταση ενός ευρωπαϊκού οικολογικού δικτύου, του "Natura 2000", το οποίο θα περιλαμβάνει σειρά σημαντικών και απειλούμενων ενδιαιτημάτων, συμπεριλαμβανομένων τόπων (τοποθεσιών) που έχουν ήδη χαρακτηρισθεί βάσει της περί πτηνών οδηγίας. Οι δράσεις εφαρμογής των δύο οδηγιών και εξασφάλισης της κατάλληλης χρηματοδοτικής και τεχνικής στήριξης για την διατήρηση και αειφόρο χρήση των χαρακτηρισμένων περιοχών, συμβάλλουν σημαντικά στην στήριξη της βιοποικιλότητας στην Κοινότητα.

3. Δεδομένου ότι η διαφύλαξη της βιοποικιλότητας απαιτεί την λήψη μέτρων, όχι μόνο στις χαρακτηρισμένες περιοχές, αλλά και σε ολόκληρη την επικράτεια, το Σχέδιο Δράσεως επικεντρώνεται, επίσης, σε σχετικές με το περιβάλλον πρωτοβουλίες χρήσεων γης, στα οριζόντια περιβαλλοντικά μέσα, καθώς και στην ενσωμάτωση της βιοποικιλότητας σε άλλους τομείς πολιτικής.

4. Οι σχετικές με τις χρήσεις γης περιβαλλοντικές νομοθετικές διατάξεις και πρωτοβουλίες, όπως η οδηγία πλαίσιο για τα ύδατα ή η στρατηγική για την ολοκληρωμένη διαχείριση των παρακτίων ζωνών, προάγουν και στηρίζουν την διατήρηση των οικοσυστημικών χαρακτηριστικών, τόσο εντός, όσο και εκτός των προστατευόμενων περιοχών. Επιπλέον, η ανακοίνωση «Αειφόρος αστική ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση: πλαίσιο δράσης» [1] στοχεύει στην προαγωγή της βιοποικιλότητας στις αστικές περιοχές. Ουσιαστικό ρόλο στην επίτευξη των στόχων της σχετικής με την βιοποικιλότητα στρατηγικής, αναμένεται να διαδραματίσουν και οι προσεγγίσεις για ολοκληρωμένη αστική διαχείριση και προγραμματισμό, που περιλαμβάνουν την διαφύλαξη της βιοποικιλότητας.

[1] COM(605) 98

5. Πολλές οριζόντιες πρωτοβουλίες προάγουν, επίσης, την αειφόρο χρήση των φυσικών πόρων. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η περαιτέρω ανάπτυξη διαδικασιών περιβαλλοντικής εκτίμησης, ιδίως δε εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης, καθώς και εκούσιων μέσων - όπως η οικολογική σήμανση και οι οικολογιστικοί έλεγχοι. Η πρόταση για καθεστώς περιβαλλοντικής ευθύνης η οποία προβλέπει την κάλυψη των ζημιών στην βιοποικιλότητα, αναμένεται να αποτελέσει ένα σημαντικό περαιτέρω βήμα. Επίσης, συμβάλλουν σημαντικά στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής και τα μέσα που είναι απόρροια της νομοθεσίας της σχετικής με τους ΓΤΟ και τις χημικές ουσίες.

6. Τα Σχέδια Δράσεως που εξετάζονται στην παρούσα ανακοίνωση αποτελούν εργαλεία ενσωμάτωσης των σχετικών με την βιοποικιλότητα συνιστωσών στην χάραξη πολιτικής και σε δραστηριότητες ευρέος φάσματος τομέων πολιτικής. Σε χωριστά Σχέδια Δράσεως καθορίζονται δραστηριότητες όσον αφορά την γεωργία και την αλιεία, σχετικές με τους στόχους της κοινοτικής στρατηγικής για την βιοποικιλότητα. Όποτε αυτό είναι χρήσιμο, γίνονται αμοιβαίες παραπομπές μεταξύ των Σχεδίων Δράσεως. Στο παρόν Σχέδιο Δράσεως δεν εξετάζονται, ειδικότερα, τα μέτρα στο πλαίσιο των κοινοτικών πολιτικών για τις περιφέρειες και για την χωροταξία, την ενέργεια και τις μεταφορές καθώς και τον τουρισμό, που αποβλέπουν στην διατήρηση και αειφόρο χρήση των πόρων. Αυτά θα εξεταστούν στην πρώτη έκθεση προς το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο για την εφαρμογή της κοινοτικής στρατηγικής για την βιοποικιλότητα.

7. Τα δασικά οικοσυστήματα, τα οποία καλύπτουν το 1/3 περίπου της χερσαίας επιφάνειας της Ευρώπης, αποτελούν καίριας σημασίας φυσικό πόρο, που φιλοξενεί σημαντικό τμήμα της ευρωπαϊκής βιοποικιλότητας. Με κατάλληλη προστασία και αειφόρο διαχείριση, συμβάλλουν σημαντικά στην διαφύλαξη της βιοποικιλότητας. Τα δάση εξετάζονται σε ειδικό κεφάλαιο της στρατηγικής για την βιοποικιλότητα. Η δασική στρατηγική της ΕΕ αποτελεί σήμερα το κυριότερο μέσο υλοποίησης των εκεί καθοριζόμενων στόχων. Επιπλέον, πολλά στοιχεία στο Σχέδιο Δράσεως, όπως η σύσταση του Natura 2000 ή η ανάπτυξη εκούσιων μέσων - όπως η δασική πιστοποίηση - θα συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων βιοποικιλότητας στα δάση.

8. Τέλος, το Σχέδιο Δράσεως επικεντρώνεται σε μέτρα προαγωγής του συντονισμού μεταξύ πρωτοβουλιών σε διεθνή φόρα για την βελτιστοποίηση των δυνατοτήτων συνέργειας και συνοχής.

9. Τα παρακάτω τμήματα 2 έως 5 του Σχεδίου Δράσεως καθορίζουν γενικούς στόχους περιβαλλοντικής ποιότητας και απηχούν τους στόχους διαφύλαξης των φυσικών πόρων της Στρατηγικής για την Βιοποικιλότητα, ενώ, εκ παραλλήλου, θεσπίζουν ειδικές δράσεις για την υλοποίηση του καθενός από τους εν λόγω στόχους.

2. Διατηρηση και Αποκατασταση, σε ευνοϊκα επιπεδα διατηρησησ, φυσικων ενδιαιτηματων και ειδων τησ αγριασ πανιδασ και χλωριδασ κοινοτικου ενδιαφεροντοσ

10. Η επίτευξη του εν λόγω στόχου περιβαλλοντικής ποιότητας απαιτεί οι δράσεις να περιλαμβάνουν τους ακόλουθους στόχους, οι οποίοι καθορίζονται στην κοινοτική Στρατηγική για την Βιοποικιλότητα:

* Πλήρης εφαρμογή της οδηγίας για τα ενδιαιτήματα (οικοτόπους) καθώς και της οδηγίας για τα πτηνά

* Στήριξη της δημιουργίας δικτύου χαρακτηρισμένων περιοχών, ιδιαίτερα δε του δικτύου της ΕΕ Natura 2000, και επαρκής χρηματοδοτική και τεχνική στήριξη για την διατήρηση και αειφόρο χρήση τους

* Κατάρτιση διαχειριστικών σχεδίων για συγκεκριμένα απειλούμενα είδη και ορισμένα θηρεύσιμα είδη

2.1. Πλήρης εφαρμογή της οδηγίας για τα ενδιαιτήματα καθώς και της οδηγίας για τα πτηνά

11. Η οδηγία για τα πτηνά (79/409/ΕΟΚ) διαλαμβάνει την διατήρηση των ειδών πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση. Περιέχει διατάξεις για την προστασία, την διαχείριση και τον έλεγχο των εν λόγω ειδών και θεσπίζει κανόνες για την εκμετάλλευσή τους, π.χ. για την θήρευση.

12. Η προστασία των ενδιαιτημάτων αποτελεί βασικό στοιχείο της εν λόγω οδηγίας. Τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την διαφύλαξη, διατήρηση ή αποκατάσταση επαρκούς ποικιλότητας και επιφάνειας ενδιαιτημάτων πτηνών. Το παράρτημα Ι της οδηγίας απαριθμεί είδη απειλούμενα με εξαφάνιση και ευπαθή, τα οποία χρήζουν μέτρων ειδικής προστασίας. Τα καταλληλότερα, σε αριθμό και μέγεθος εδάφη, πρέπει να χαρακτηρίζονται ως ζώνες ειδικής προστασίας (ΖΕΠ) για τα εν λόγω είδη, καθώς και για τακτικώς εμφανιζόμενα αποδημητικά είδη. Προς τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη οφείλουν να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στην προστασία των υγρότοπων, ιδίως δε αυτών διεθνούς σημασίας. Τα θηρεύσιμα είδη απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ. Ορισμένα από τα εν λόγω είδη, τα οποία είναι δυνατόν να αποτελέσουν το αντικείμενο εμπορίας, απαριθμούνται επίσης και στο παράρτημα ΙΙΙ. Το παράρτημα IV απαριθμεί τις απαγορευόμενες μεθόδους σύλληψης και θανάτωσης, καθώς και τους απαγορευόμενους τρόπους μεταφοράς για την άσκηση θηρευτικών δραστηριοτήτων. Τα ερευνητικά αντικείμενα στα οποία τα κράτη μέλη καλούνται να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή, περιλαμβάνονται στο παράρτημα V.

13. Η οδηγία για τα ενδιαιτήματα (οικοτόπους) (92/43/EΟΚ) αποβλέπει στο να συμβάλει στην εξασφάλιση της βιοποικιλότητας των φυσικών και ημιφυσικών ενδιαιτημάτων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, πλην των αγρίων πτηνών. Δημιουργείται συγκροτημένο οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών διατήρησης (ΕΖΔ) με τον τίτλο Natura 2000. Το δίκτυο αυτό θα περιλαμβάνει και τις, χαρακτηρισμένες δυνάμει της περί πτηνών οδηγίας, ΖΕΠ (βλ. ανωτέρω).

14. Το δίκτυο θα αποτελείται από τόπους που φιλοξενούν τύπους φυσικών ενδιαιτημάτων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι καθώς και φυτικά και ζωικά είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας. Τα επιστημονικά κριτήρια επιλογής των τόπων που θα περιληφθούν στο δίκτυο εκτίθενται στο παράρτημα ΙΙΙ. Στο παράρτημα IV απαριθμούνται τα ζωικά και φυτικά είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος που χρειάζονται στενή προστασία ακόμη και εκτός του δικτύου Natura 2000. Όπως και η περί πτηνών οδηγία, η οδηγία για τα ενδιαιτήματα ρυθμίζει την εκμετάλλευση των ειδών: το παράρτημα V απαριθμεί τα είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος των οποίων η σύλληψη στην φύση και η εκμετάλλευση υπόκεινται, ενδεχομένως, σε διαχειριστικά μέτρα. Το παράρτημα VI εκθέτει τις υπό απαγόρευσιν μεθόδους και μέσα σύλληψης και θανάτωσης, καθώς και τους υπό απαγόρευσιν τρόπους μεταφοράς για την θήρευση.

15. Παρά τις νομοθετικές απαιτήσεις για το 2001, σειρά κρατών μελών δεν έχει ακόμη εφαρμόσει τις εν λόγω οδηγίες. Πολλά από αυτά δεν έχουν ακόμη καθορίσει «τα καταλληλότερα εδάφη» από πλευράς αριθμού και μεγέθους» που προβλέπει η περί πτηνών οδηγία, μολονότι η νομική προθεσμία εξέπνευσε το 1981, ή/και δεν έχουν προτείνει πλήρεις εθνικούς καταλόγους τόπων κοινοτικού ενδιαφέροντος, στα πλαίσια της οδηγίας για τα ενδιαιτήματα. Επιπλέον, οι θηρευτικές πρακτικές σε ορισμένα κράτη μέλη δεν είναι σύμμορφες με την περί πτηνών οδηγία.

16. Προκειμένου να εξασφαλίσει την ορθή εφαρμογή των οδηγιών, η Επιτροπή εξετάζει τις καταγγελίες των οποίων καθίσταται αποδέκτης και ελέγχει τα μέτρα μεταφοράς και εφαρμογής των κρατών μελών, τόσο από τεχνικής, όσο και από νομικής πλευράς. Εφόσον αυτό είναι αναγκαίο, η Επιτροπή κινεί διαδικασίες επί παραβάσει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η Επιτροπή αποβλέπει στην διατήρηση της επαφής με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) οι οποίες αποτελούν πολύτιμες δυνητικές πηγές πληροφοριών στον τομέα αυτόν. Η Επιτροπή ελέγχει τις υποχρεωτικές εκθέσεις των κρατών μελών που προβλέπονται από τις οδηγίες, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η κατάλληλη, εκ μέρους των, εφαρμογή της νομοθεσίας.

17. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη συνεργάζονται στο πλαίσιο των συμβουλευτικών επιτροπών και επιστημονικών ομάδων εργασίας των επιτροπών «Ενδιαιτήματα» και «Ornis» (Πτηνά) που επιβλέπουν την εφαρμογή των δύο οδηγιών. Η Επιτροπή ενημερώνει το ευρύ κοινό μέσω δημοσιεύσεων και μέσω της ιστοθέσης της στο διαδίκτυο. [2] ΔΡΑΣΗ: Παρακολούθηση της εκ μέρους των κρατών μελών μεταφοράς των οδηγιών, συμπεριλαμβανομένης, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο, της λήψεως νομικών μέτρων, ώστε να εξασφαλιστεί η ορθή ενσωμάτωση των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο. Στόχος: Η πλήρης μεταφορά αμφοτέρων των οδηγιών στα 15 κράτη μέλη έως το 2002.

[2] http://europa.eu.int/comm/environment/nature/home.htm

18. Η έγκαιρη υποβολή καλής ποιότητας εκθέσεων σχετικά με την εφαρμογή αμφοτέρων των οδηγιών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την διατήρηση της εμπιστοσύνης στην ικανότητά τους να διαφυλάξουν την φύση στην Ευρώπη. Θα δημιουργηθεί ένα συνολικό σύστημα παρακολούθησης και αναφοράς που θα παρέχει σαφείς κατευθυντήριες γραμμές προς τα κράτη μέλη και θα είναι συμβατό με τον Μηχανισμό Συμψηφισμού της ΕΚ. ΔΡΑΣΗ: Θέσπιση απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων στο πλαίσιο των οδηγιών προκειμένου να δημιουργηθεί ένα συνολικό και σαφές σύστημα αναφοράς ΕΚ. Χάραξη κατευθυντηρίων γραμμών για την παρακολούθηση των τύπων ενδιαιτημάτων και των ειδών, ιδίως στους τόπους του Natura 2000. Στόχος: Θέσπιση, μέχρι το 2001, τυποποιημένων εντύπων ΕΕ για την υποβολή εκθέσεων.

19. Κατά την εξέταση των περιβαλλοντικών πολιτικών των χωρών που είναι υποψήφιες για ένταξη στην Κοινότητα, η Επιτροπή απέκτησε μία σαφή εικόνα των φυσικών αξιών ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος όσον αφορά την διατήρηση. Τα παραρτήματα και των δύο οδηγιών που αφορούν την φύση θα χρειαστεί να αναθεωρηθούν υπό το φως της διεύρυνσης, ούτως ώστε να ενσωματωθούν σε αυτά νέοι τύποι ενδιαιτημάτων και νέα είδη από τις εν λόγω χώρες. Οι υποψήφιες χώρες θα πρέπει να δεσμευθούν όσον αφορά την προστασία των φυσικών αυτών αξιών κατά την προενταξιακή περίοδο. ΔΡΑΣΗ: Επέκταση της προσέγγισης των οδηγιών για τα πτηνά και τα ενδιαιτήματα στις υποψήφιες για προσχώρηση χώρες ώστε να προωθηθεί η κατάλληλη διαφύλαξη των βασικών αξιών ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος όσον αφορά την διατήρηση, οι οποίες συμβάλλουν στην βιοποικιλότητα. Στόχος: Προπαρασκευή συμφωνίας για την μέχρι το 2002 τεχνική προσαρμογή των παραρτημάτων αμφότερων των οδηγιών.

2.2. Στήριξη της δημιουργίας δικτύων χαρακτηρισμένων περιοχών, ιδίως του δικτύου της ΕΕ NATURA 2000. παροχή κατάλληλης χρηματοδοτικής και τεχνικής στήριξης για την διατήρηση και αειφόρο χρήση του

20. Το απορρέον από την περί των ενδιαιτημάτων οδηγία δίκτυο Natura 2000, θα αποτελέσει ένα - καίριας σημασίας - κοινοτικό μέσο, με άμεσο αντίκτυπο στις - σχετικές με τους χαρακτηρισμένους τόπους - δραστηριότητες χρήσεων γης στα κράτη μέλη. Εκτιμάται ότι το Natura 2000 θα περιλαμβάνει ποσοστό κοινοτικού εδάφους άνω του 12%, με εθνικές διακυμάνσεις εξαρτώμενες από την βιολογική ποικιλότητα των ειδών και τους τύπους ενδιαιτημάτων σε κάθε βιογεωγραφική ζώνη των κρατών μελών και ανάλογα με τον βαθμό υπαγωγής παρεμβαλλόμενων ζωνών.

21. Διοργανώνονται βιογεωγραφικά σεμινάρια για την αξιολόγηση των προτεινόμενων εθνικών καταλόγων των κρατών μελών. Στα σεμινάρια αυτά παρευρίσκονται εκπρόσωποι της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες και μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) που ασχολούνται με τη διατήρηση, υπό την επιστημονική αιγίδα του European Topic Centre for Nature Conservation (ETC/NC) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος. ΔΡΑΣΗ: Κατάρτιση του κοινοτικού καταλόγου τόπων για το δίκτυο Natura 2000, για κάθε μία από τις έξι βιογεωγραφικές ζώνες. Στόχος: Κοινοτικοί κατάλογοι εγκεκριμένων τόπων για όλες τις βιογεωγραφικές ζώνες μέχρι τα τέλη του 2002, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, θαλάσσιων περιοχών.

22. Τα δάση αποτελούν καίριους ανανεώσιμους φυσικούς πόρους. Καλύπτουν το 35% της χερσαίας επιφάνειας της ΕΕ. Στο παράρτημα Ι της περί ενδιαιτημάτων οδηγίας περιλαμβάνονται πενήντα εννέα τύποι δασικών ενδιαιτημάτων, ταξινομημένων σε έξι κατηγορίες δασικών ενδιαιτημάτων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος όσον αφορά τη διατήρηση, είτε επειδή είναι σπάνια ή επιβιώσαντα, είτε επειδή φιλοξενούν είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος. Σύμφωνα με την περί ενδιαιτημάτων οδηγία, τα κράτη μέλη καλούνται να προτείνουν τόπους Natura 2000 για τα εν λόγω ενδιαιτήματα, για κάθε μία από τις έξι βιογεωγραφικές ζώνες. ΔΡΑΣΗ: Να εξασφαλιστεί ότι το Natura 2000 περιλαμβάνει συγκροτημένο δίκτυο δασικών περιοχών. Στόχος: Όλοι οι δασικοί τύποι από το παράρτημα Ι της περί ενδιαιτημάτων οδηγίας που έχουν αξιολογηθεί ως «επαρκώς εκπροσωπούμενοι» μέχρι το 2002.

23. Ορισμένοι τόποι NATURA 2000 ενδέχεται να αποτελούν ανεκμετάλλευτους φυσικούς δρυμούς, πλην όμως οι περισσότεροι τόποι βρίσκονται σε ζώνες όπου υπήρχαν πάντοτε σημαντικές ανθρώπινες δραστηριότητες που συνέβαλαν στην δημιουργία ή στην διατήρηση ενδιαιτημάτων. Για τον λόγο αυτόν, ο χαρακτηρισμός τόπων για το δίκτυο Natura 2000 δεν αποβλέπει στην αναστολή των οικονομικών δραστηριοτήτων μέσα και γύρω από την περί ής ο λόγος περιοχή. Αντιθέτως, αποδίδεται σημασία στην ενθάρρυνση οικονομικών δραστηριοτήτων σε επίπεδα που θα είναι αειφόρα και συμβατά με τις απαιτήσεις διατήρησης των ενδιαιτημάτων και ειδών για τα οποία έγινε ο χαρακτηρισμός των τόπων. Αυτό επιτυγχάνεται καλύτερα στο πλαίσιο του διαχειριστικού προγραμματισμού, η επιτυχία του οποίου εξαρτάται, συχνά, από την πλήρη συμμετοχή και στήριξη των ιδιοκτητών και χρηστών εδαφικών εκτάσεων.

24. Στις αρχές του 2000, στο πλαίσιο των σημαντικότατων κοινοτικών διαρθρωτικών ταμείων που υπάρχουν για να συνδράμουν καθυστερημένες περιφέρειες της ΕΕ, η Επιτροπή απέστειλε επιστολές, σε όλα τα κράτη μέλη, για την σύνδεση της χρηματοδότησης με το κοινοτικό περιβαλλοντικό δίκαιο. Στις επιστολές αναφέρεται ότι «προς το συμφέρον του καταλλήλου προγραμματισμού των διαρθρωτικών δαπανών και, σε απώτερο στάδιο, της κατάλληλης εφαρμογής των προγραμμάτων, τα κράτη μέλη οφείλουν να έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχουν δυνάμει των κοινοτικών πολιτικών και σχημάτων προστασίας και βελτίωσης του περιβάλλοντος, ιδίως δε αυτών που άπτονται του δικτύου Natura 2000. Στις περιπτώσεις όπου αυτό δεν έχει συμβεί, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να υποβάλουν τους καταλόγους των προστατευτέων, στο πλαίσιο του Natura 2000, τόπων, μαζί με τις σχετικές επιστημονικές πληροφορίες, το συντομότερο δυνατόν. Τα προγραμματικά έγγραφα για τις εν λόγω χώρες πρέπει να περιέχουν σαφείς και αμετάκλητες δεσμεύσεις για την συμβατότητα των προγραμμάτων τους με την προστασία των τόπων, όπως αυτή προβλέπεται στο πλαίσιο του Natura 2000».

25. Το ταμείο LIFE Nature αποτελεί ένα στρατηγικό μέσο για τα έργα επίδειξης σε τόπους Natura 2000 π.χ. για την δοκιμή διαχειριστικών μέτρων. Στο διάστημα 1992-1999, 350 εκατομ. EUR χρησιμοποιήθηκαν για 500 περίπου έργα LIFE/Φύση στα κράτη μέλη [3]. Έχει εκδοθεί ένας νέος κανονισμός LIFE III, ο οποίος καλύπτει το διάστημα 2000-2004. Συνεπεία τούτων, η Επιτροπή είναι σε θέση να πραγματοποιήσει χρηματοδοτική ενίσχυση 300 εκατομ. EUR σε έργα LIFE, την επόμενη πενταετία, στα 15 κράτη μέλη, και να χορηγήσει πρόσθετους πόρους στις υποψήφιες για προσχώρηση χώρες που αποφάσισαν να συμμετέχουν στο LIFE. Η Επιτροπή ενθαρρύνει επίσης τη συνεργασία μεταξύ έργων και επιφυλάσσει για τον εαυτό της έναν ενεργό ρόλο στη διάχυση των αποτελεσμάτων (π.χ. εβδομάδα Life 1999 στις Βρυξέλλες). ΔΡΑΣΗ: Χρηματοδότηση του δικτύου Natura 2000 με την βοήθεια έργων Life-Nature για την προαγωγή των εν λόγω δραστηριοτήτων. Στόχος: Πρέπει να δεσμευθούν ποσά για θετική διαχείριση τόπων του Natura 2000 από κάθε κράτος μέλος.

[3] Πρόσθετες πληροφορίες στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://europa.eu.int/comm/environment/nature/home.htm

26. Οι νέοι κανονισμοί για την αγροτική και περιφερειακή ανάπτυξη βελτιώνουν τις δυνατότητες στήριξης της αύξησης της βιοποικιλότητας στα κράτη μέλη και ειδικότερα στο δίκτυο Natura 2000. Τα μέτρα τα σχετικά με τον κανονισμό για την αγροτική ανάπτυξη καλύπτονται από το Σχέδιο Δράσης για την Βιοποικιλότητα στην Γεωργία. ΔΡΑΣΗ: Στο πλαίσιο των ήδη, βάσει των σχετικών κανονισμών, θεσπισθέντων συστημάτων περιβαλλοντικής αξιολόγησης του αντίκτυπου, στην βιοποικιλότητα, των προγραμμάτων των διαρθρωτικών ταμείων και των σχεδίων αγροτικής ανάπτυξης 2000-2006, καθώς και άλλων κοινοτικών χρηματοδοτικών μέσων και παρακολούθηση της εκτέλεσης των εν λόγω σχεδίων στα κράτη μέλη. Στόχος: Μετά την έγκριση, το 2000, αξιολόγηση, στη συνέχεια, το 2003. Με βάση τα αποτελέσματα της αξιολόγησης αυτής, εκτίμηση της ανάγκης αναθεώρησης των υφιστάμενων περιβαλλοντικών συστημάτων υπό τους σχετικούς κανονισμούς. ΔΡΑΣΗ: Προαγωγή της ενσωμάτωσης στηρικτικών μέτρων για την βιοποικιλότητα σε προγραμματικά έγγραφα στο πλαίσιο των αγροτικών, των διαρθρωτικών ταμείων και των ταμείων συνοχής, καθώς και άλλων σχετικών προγραμμάτων για τις τρίτες χώρες. Στόχος: Συγχρηματοδοτούμενα από την ΕΚ προγράμματα που περιλαμβάνουν σαφείς δεσμεύσεις για την προστασία της βιοποικιλότητας, ιδιαίτερα δε σε σημερινούς και μελλοντικούς τόπους Natura 2000.

27. Σύμφωνα με την περί ενδιαιτημάτων οδηγία, κάθε σχέδιο ή έργο το οποίο ενδέχεται να επηρεάσει κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο έναν σημαντικό για τα ενδιαιτήματα τόπο, υπόκειται σε κατάλληλη εκτίμηση των επιπτώσεών του σε σχέση με τους αναφερόμενους στην διατήρηση στόχους. Συνεπεία τούτου, η Επιτροπή, συνέταξε έγγραφο («Άρθρο 6 της οδηγίας για τα ενδιαιτήματα: ερμηνευτικές οδηγίες») για να βοηθήσει εν προκειμένω τα κράτη μέλη. Ο αριθμός των σχεδίων που επηρεάζουν, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το δίκτυο Natura 2000 στα κράτη μέλη και τα οποία θα χρήζουν εκτιμήσεως, θα βαίνει αυξανόμενος. Οι οδηγίες αυτές θεωρούνται χρήσιμο κοινό εργαλείο που θα εκφραστεί σε εθνικές διαδικασίες και εγχειρίδια εκτίμησης. ΔΡΑΣΗ: Ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών για τη διαχείριση των τόπων Natura 2000, ώστε να εξασφαλίζεται η συγκροτημένη εφαρμογή του καθεστώτος προστασίας στους τόπους. Στόχοι: - Άρθρο 6 του ερμηνευτικού εγγράφου ΕΚ, διαθέσιμο σε όλες τις γλώσσες της ΕΕ, μέχρι τα τέλη του 2000 - Ειδικές οδηγίες για την διενέργεια εκτιμήσεων δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφοι 3 και 4, διαθέσιμες από τα μέσα του 2001.

28. Τα κράτη μέλη της ΕΚ εντάσσουν τόπους στον κατάλογο Natura 2000. Σύμφωνα με τον στόχο της οδηγίας για την διαμόρφωση ενός συγκροτημένου οικολογικού δικτύου, τόσο η Επιτροπή, όσο και τα κράτη μέλη θα εξετάζουν, βάσει των ειδικών κριτηρίων που θέσπισε η επιτροπή ενδιαιτημάτων, τόσο τις τρέχουσες, όσο και τις μελλοντικές ανάγκες οικολογικής διασύνδεσης των τόπων Natura 2000, καθώς και τους τρόπους επίτευξης του ανωτέρω. ΔΡΑΣΗ: Ενίσχυση της μεταξύ τους διασύνδεσης των τόπων Natura 2000, ώστε να εξασφαλίζεται η πλήρης οικολογική διασύνδεση εντός και μεταξύ χωρών ΕΕ, εξετάζοντας τις αναγκαίες οικολογικές συνδέσεις και τη σχέση με άλλες χρήσεις γης. Στόχος: Η διασύνδεση τόπων θεωρείται ως βασικό κριτήριο κατά την αξιολόγηση προτεινόμενων τόπων για αποδημητικά είδη ή είδη ευρείας εξαπλώσεω,ς στα βιογεωγραφικά σεμινάρια.

2.3. Ανάπτυξη διαχειριστικών σχεδίων για επιλεγμένα είδη που απειλούνται με εξαφάνιση, καθώς και για ορισμένα θηρεύσιμα είδη

29. Οι οδηγίες για τα ενδιαιτήματα και τα πτηνά περιλαμβάνουν διατάξεις για την προστασία ειδών, οι οποίες συνεπάγονται ελέγχους στην θήρευση, καθώς και για άλλες απειλές. Σύμφωνα με την περί ενδιαιτημάτων οδηγία, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα δημιουργίας συστήματος στενής προστασίας των απειλούμενων με εξαφάνιση ειδών σε ολόκληρη την ζώνη εξάπλωσής τους, απαγορεύοντας την σκόπιμη σύλληψη και θανάτωση ή όχληση ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής. Οι τελευταίες πληροφορίες από ορισμένα κράτη μέλη υποδηλώνουν ότι, παρά τα διάφορα μέτρα διατήρησης, αυξάνεται ο αριθμός των απειλούμενων με εξαφάνιση ειδών, ενώ φθίνει ο πληθυσμός πολλών ειδών πτηνών και άλλων ζωικών και φυτικών ειδών.

30. Η Επιτροπή υποστηρίζει την κατάρτιση σχεδίων δράσεως για είδη πτηνών που απειλούνται, σε παγκόσμια κλίμακα, με εξαφάνιση. τα σχέδια αποβλέπουν στην θέσπιση κατάλληλων μέτρων διατήρησης και στην εφαρμογή τους από διάφορους συντελεστές. Υπάρχουν πληροφορίες για τα ήδη εγκριθέντα σχέδια. [4]

[4] http://europa.eu.int/comm/environment/nature/home.htm.

31. Στο πλαίσιο διεθνών συμφωνιών - όπως τα σχέδια δράσεως της Σύμβασης της Βέρνης για τα μεγάλα σαρκοβόρα, τα σχέδια δράσεως της Σύμβασης της Βαρκελώνης για τις θαλάσσιες χελώνες της Μεσογείου - έχουν καταρτισθεί σχέδια δράσεως για την ανάνηψη απειλούμενων με εξαφάνιση ειδών (εκτός των πτηνών). ΔΡΑΣΗ: Ολοκλήρωση σχεδίων δράσεως - πλαισίων για τα πλέον απειλούμενα είδη πτηνών της ΕΕ. Συνεργασία με διεθνείς συμβάσεις (Βέρνη, Βόννη ...) για την κατάρτιση σχεδίων δράσεως για τα πλέον απειλούμενα είδη, εκτός των πτηνών. Στόχος: Σχέδια δράσεως για τα 48 σημαντικότερα είδη πτηνών, εγκεκριμένα και έτοιμα για εφαρμογή από τα κράτη μέλη μέχρι το 2001.

32. Με την βοήθεια της επιτροπής «Ornis» καταρτίζονται διαχειριστικά σχέδια για τα θηρεύσιμα είδη πτηνών που δεν βρίσκονται σε ευνοϊκή κατάσταση από πλευράς διατηρήσεως. Τα σχέδια αυτά αποβλέπουν στην εξασφάλιση της ανάνηψης των ειδών. ΔΡΑΣΗ: Ολοκλήρωση διαχειριστικών σχεδίων για τα θηρεύσιμα είδη πτηνών, τα οποία στη συνέχεια θα εκτελεστούν από τα κράτη μέλη. Στόχος: Έγκριση, μέχρι το 2003, των διαχειριστικών σχεδίων για το σύνολο των 22 θηρεύσιμων, δυνάμει της περί πτηνών οδηγίας, ειδών που βρίσκονται σε δυσμενή κατάσταση από πλευράς διατηρήσεως.

33. Οι οδηγίες απαγορεύουν την σύλληψη ή θήρευση ζώων κατά τρόπο που υπονομεύει την ευνοϊκή κατάστασή τους από πλευράς διατηρήσεως, πλην όμως επιτρέπουν παρεκκλίσεις υπό τον όρο ότι αυτές ευθυγραμμίζονται με τα κριτήρια που καθορίζονται σε αμφότερες τις οδηγίες. Επιπλέον, τα κράτη μέλη καλούνται να θεσπίζουν συστήματα παρακολούθησης της απροσχεδίαστης σύλληψης και θανάτωσης των ζωικών ειδών που χρειάζονται στενή προστασία. ΔΡΑΣΗ: Εξέταση των εκθέσεων των κρατών μελών των σχετικών με παρεκκλίσεις, συμπεριλαμβανομένης της αιτιολόγησης. Στόχος: Όλες οι παρεκκλίσεις πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένες για επιστημονικούς λόγους και σύμφωνα με τις απαιτήσεις των οδηγιών.

3. Αντιστροφη των τρεχουσων τασεων απωλειασ τησ βιοποικιλοτητασ σε σχεση με την διαχειριση των υδατων, των εδαφων, των δασων και των υγροτοπων

34. Για την επιτυχία του περιβαλλοντικού αυτού ποιοτικού στόχου απαιτούνται μέτρα για την επιδίωξη των ακόλουθων στόχων της κοινοτικής στρατηγικής για την βιοποικιλότητα:

* Η χρήση της οδηγίας - πλαισίου για τα ύδατα ως μέσου για την διατήρηση και αειφόρο χρήση της βιοποικιλότητας και, στο πλαίσιο αυτό, η ανάπτυξη αναλυτικών μεθόδων για την ποσότητα και ποιότητα των υδάτων σε σχέση με την ζήτηση, για κάθε ποτάμια λεκάνη απορροής, συμπεριλαμβανομένων των γεωργικών αρδεύσεων, της παραγωγής ενεργείας, των βιομηχανικών χρήσεων, της πόσεως και των οικολογικών χρήσεων.

* Ενίσχυση της οικολογικής λειτουργίας της εδαφοκάλυψης, συμπεριλαμβανομένης της παρόχθιας και προσχωματικής βλάστησης, της καταπολέμησης της διάβρωσης και της διαφύλαξης των οικοσυστημάτων που στηρίζουν τον υδατικό κύκλο, καθώς και των σημαντικών για την βιοποικιλότητα ενδιαιτημάτων.

* Προστασία των κοινοτικών υγροτόπων και αποκατάσταση του οικολογικού χαρακτήρα υποβαθμισθέντων υγροτόπων.

3.1. Χρήση της οδηγίας - πλαισίου για τα ύδατα ως μέσου για την διαφύλαξη και αειφόρο χρήση της βιοποικιλότητας και, στο πλαίσιο αυτό, ανάπτυξη αναλύσεων για την ποσότητα και ποιότητα των υδάτων σε σχέση με την ζήτηση για κάθε ποτάμια λεκάνη απορροής, συμπεριλαμβανομένων των γεωργικών αρδεύσεων, της παραγωγής ενεργείας, των βιομηχανικών χρήσεων, της πόσεως και των οικολογικών χρήσεων.

35. Στόχος της οδηγίας πλαίσιο για τα ύδατα [5] είναι η αποτροπή της περαιτέρω υποβάθμισης της ποσότητας και ποιότητας των υδάτων των υδατικών οικοσυστημάτων και των υπογείων υδάτων. Η οδηγία θεσπίζει κοινή προσέγγιση, κοινούς στόχους, βασικά μέτρα και κοινούς ορισμούς για την οικολογική κατάσταση των υδατικών οικοσυστημάτων, για μία υδατική πολιτική βασισμένη στην υδατική οικολογία και σε ολοκληρωμένες ποτάμιες λεκάνες απορροής.

[5] Οδηγία του Συμβουλίου 2000/60/ΕΟΚ.

36. Η οδηγία αποτελεί παράδειγμα εφαρμογής μιας «οικοσυστημικής προσέγγισης» όπως προβλέπεται στην απόφαση V/6 της συνδιάσκεψης των μερών της Σύμβασης για την Βιοποικιλότητα. Επικεντρώνεται στο νερό, καθώς αυτό ρέει μέσω ποτάμιων λεκανών προς την θάλασσα, λαμβάνοντας υπόψη την φυσική αλληλεπίδραση των επιφανειακών υδάτων και των υπογείων υδάτων, ποσοτικά και ποιοτικά, καλύπτοντας το σύνολο της περιοχής μιας ποτάμιας λεκάνης απορροής, συμπεριλαμβανομένων των εκβολών, άλλων διερχομένων υδάτων, και των παρακτίων υδάτων. Απαιτεί μία συνδυασμένη προσέγγιση του ελέγχου της ρύπανσης με τον έλεγχο στην πηγή, καθώς και τον καθορισμό περιβαλλοντικών προτύπων ποιότητας. Προβλέπεται μηχανισμός για τον τερματισμό ή την αναστολή των απορρίψεων, εκπομπών και απωλειών συγκεκριμένων ρύπων.

37. Η οδηγία - πλαίσιο για τα ύδατα δεν αποβλέπει, αυτή καθαυτή, στην προστασία συγκεκριμένων ειδών, κοινοτήτων, βιοτόπων ή ενδιαιτημάτων. Η οδηγία δεν κατονομάζει συγκεκριμένα είδη όσον αφορά τις ανάγκες τους για διατήρηση ή προστασία. Ωστόσο, η βιοποικιλότητα αποτελεί τον κύριο δείκτη που χρησιμοποιεί η οδηγία για να ορίσει την πολύ καλή και την καλή οικολογική κατάσταση. Ο στόχος της εξασφάλισης της καλής κατάστασης των υδάτων και της αποτροπής της υποβάθμισής τους, συμπεριλαμβανομένης της πολύ καλής κατάστασης, από την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ, σημαίνει ότι η οδηγία θα προαγάγει εγγενώς την προστασία της υδατικής βιοποικιλότητας.

38. Λειτουργικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται ως δείκτες για την κατάσταση του υδατικού οικοσυστήματος περιλαμβάνουν την κατάσταση από απόψεως θρεπτικών συστατικών και τα σχήματα ανάπτυξης/παραγωγής. Οι διαρθρωτικές παράμετροι, ωστόσο, δεσπόζουν ως δείκτες, ιδίως από πλευράς κατηγοριών οργανισμών, ενδεικτικών της τροφικής δομής και ποικιλότητας του υδατικού οικοσυστήματος. Καθορίζονται τέσσερα τροφικά στρώματα: το φυτοπλαγκτόν, τα μακροάλγη και αγγειόσπερμα, η ασπόνδυλη βενθική πανίδα και η ιχθυακή πανίδα.

39. Χρησιμοποιούνται οικολογικά στοιχεία για τον καθορισμό της (εγγύς της φυσικής) πολύ καλής οικολογικής κατάστασης σε συγκεκριμένο τόπο δεδομένου υδατικού οικοσυστήματος, ως σημείου αναφοράς. Τα χαρακτηριστικά που συνιστούν την καλή οικολογική κατάσταση αξιολογούνται σε σύγκριση με την (φυσική) πολύ καλή οικολογική κατάσταση, για δεδομένο υδατικό σύστημα σε δεδομένο τόπο. Λόγου χάριν, η οικολογία σε περιοχές με εκ φύσεως χαμηλές βροχοπτώσεις και μεγάλες εποχιακές διακυμάνσεις των επιπέδων διαθέσιμου νερού προσαρμόζεται, όπως είναι φυσικό, στις εν λόγω συνθήκες. Οι οργανισμοί που ανήκουν σε τέτοια οικοσυστήματα αντανακλούν την εν λόγω «ξηρότητα» και τις διακυμάνσεις αυτές στους κύκλους ζωής τους, στις στρατηγικές επιβίωσης και σε άλλα οικολογικά λειτουργικά και δομικά χαρακτηριστικά. Με τον τρόπο αυτόν, η πολύ καλή κατάσταση (και οι οικολογικές - συμπεριλαμβανομένης της βιοποικιλότητας - φυσικές και χημικές συνιστώσες της) καθίσταται ο άξονας αναφοράς της καλής κατάστασης. Επιπλέον, ας σημειωθεί ότι η ενδεχόμενη αποκατάσταση υγρότοπων μπορεί να αποτελέσει σημαντικό μέσον εξασφάλισης της καλής κατάστασης των υδάτων.

40. Η οδηγία - πλαίσιο για τα ύδατα θα συμβάλει στην προστασία της υδατικής βιοποικιλότητας και, γενικότερα, στην διαφύλαξη της βιοποικιλότητας, ανάλογα με τον υδατικό κύκλο σε επίπεδο λεκάνης απορροής, μέσω των ακόλουθων στόχων και μέτρων: ΔΡΑΣΗ: Εξασφάλιση ότι τα διαχειριστικά σχέδια των ποτάμιων λεκανών απορροής, που καλύπτουν το σύνολο κάθε ποτάμιας λεκάνης, αντανακλούν τους σχετικούς με την βιοποικιλότητα προβληματισμούς

* φιλοτεχνώντας μία σαφή εικόνα της κατάστασης της υδατικής βιοποικιλότητας, μεταξύ άλλων με τη βοήθεια τακτικής εκτίμησης της οικολογικής κατάστασης των υδάτων (ανά εξαετία). Με τον χαρακτηρισμό των υδατικών οικοσυστημάτων θα προκύψουν λεπτομερή στοιχεία που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πόλος αναφοράς για την αξιολόγηση μεταβολών της οικολογικής κατάστασης των υδάτων, μεταξύ άλλων της σύνθεσης και της αφθονίας ειδών, των χωρικών και χρονικών διακυμάνσεων, ειδικών ενδεικτικών οργανισμών και ενδεικτικών λειτουργιών. Θα προκύψει μία καλύτερη κατανόηση της υδρολογικής και οικολογικής αλληλεπίδρασης μεταξύ υγροτόπων, παραποτάμιων ζωνών και υδατικών οικοσυστημάτων στις ποτάμιες λεκάνες.

* υποδεικνύοντας τις υπό προστασίαν ζώνες και λαμβάνοντάς τις υπόψη.

* συγκροτώντας μία αλυσίδα υδατικών οικοσυστημάτων με αποκατασταθείσες ή βελτιωθείσες οικοσυστημικές λειτουργίες και δομές, οι οποίες μπορούν να λειτουργήσουν ως υδατικός οικολογικός διάδρομος.

* εξασφαλίζοντας την καλή κατάσταση, ποιοτικά και ποσοτικά, των υπογείων υδάτων, η οποία συμβάλλει γενικότερα στην προστασία των χερσαίων οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητάς τους.

* προάγοντας την αειφόρο χρήση των υδάτων, με βάση την μακροπρόθεσμη προστασία των διαθέσιμων υδατικών πόρων. Το νερό δεν είναι δυνατόν να αποτελεί αντικείμενο απολήψεων ή εκτροπών σε μεγάλες ποσότητες, χωρίς μία ολόπλευρη εξέταση των ενδεχόμενων συνεπειών στα υδατικά οικοσυστήματα.

* δημιουργώντας μία στέρεη βάση για την συλλογή και ανάλυση των πληροφοριών των σχετικών με την υδατική βιοποικιλότητα και τις πιέσεις που αυτή δέχεται. Έτσι θα εξασφαλιστεί η αναγκαία βάση πληροφοριών επί της οποίας οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να αναπτύξουν ορθολογικές και βιώσιμες πολιτικές, και ειδικότερα διαχειριστικά σχέδια των ποταμίων λεκανών, σύμφωνα με το παράρτημα VI της οδηγίας - πλαισίου για τα ύδατα.

* επιτυγχάνοντας την διαφάνεια μέσω της δημοσίευσης και διάχυσης πληροφοριών, καθώς και μέσω δημοσίου διαλόγου για τις προτάσεις διαχειριστικών σχεδίων των ποτάμιων λεκανών, συμμετεχόντων, και όχι μόνον, των άμεσα ενδιαφερομένων μερών. Η ανοικτή αυτή συμμετοχική διαδικασία αναμένεται να βελτιώσει την ποιότητα της κατάρτισης και εφαρμογής των διαχειριστικών σχεδίων των ποτάμιων λεκανών.

Στόχος: Διαχειριστικό σχέδιο που θα τύχει εφαρμογής το 2009 και στη συνέχεια θα αναθεωρείται ανά εξαετία. ΔΡΑΣΗ: Προαγωγή πρότυπων μελετών για την ενσωμάτωση των σχετικών με την βιοποικιλότητα απαιτήσεων στην εφαρμογή των διαχειριστικών σχεδίων των ποταμίων λεκανών.

3.2. Ενίσχυση του οικολογικού ρόλου της εδαφοκάλυψης, συμπεριλαμβανομένης της παρόχθιας και της προσχωματικής βλάστησης, καταπολέμηση της διάβρωσης και διαφύλαξη των οικοσυστημάτων που στηρίζουν τον υδατικό κύκλο, καθώς και των σημαντικών για την βιοποικιλότητα ενδιαιτημάτων

41. Οι περισσότερες ανθρώπινες δραστηριότητες επηρεάζουν τις χρήσεις γης και την εδαφοκάλυψη. Λόγου χάριν, οι πρωτοβουλίες όσον αφορά τους υδάτινους πόρους και την ποιότητα, τις μεταβολές στην ατμόσφαιρα και την αλλαγή του κλίματος, την προστασία της φύσης, την γεωργία, την δασοκομία, την αστικοποίηση περιοχών, την διαχείριση και διάθεση των χημικών ουσιών και των αποβλήτων έχουν, συχνά, αντίκτυπο στην προστασία του εδάφους και στις χρήσεις γης καθώς και στην εδαφοκάλυψη, οι οποίες, σε τελευταία ανάλυση, επηρεάζουν την βιοποικιλότητα.

42. Για την ενίσχυση του οικολογικού ρόλου της εδαφοκάλυψης, τα κράτη μέλη δύνανται να λάβουν ένα ευρύ φάσμα μέτρων προσαρμοσμένων στις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης περιοχής. Όσον αφορά τις γεωργικές περιοχές, τα μέτρα αυτά προβλέπονται από/ή είναι συμβατά με τους κοινούς γενικούς κανόνες που διέπουν τα καθεστώτα άμεσης στήριξης που αναφέρονται στο άρθρο 3 του κανονισμού 1259/1999. (Βλέπε Σχέδιο Δράσης για την Βιοποικιλότητα στην Γεωργία).

43. Για την καταπολέμηση της διάβρωσης, ένα από τα κύρια μέσα συνίσταται στα μέτρα στήριξης της δασοκομίας που προβλέπονται στον τίτλο II κεφάλαιο VIII του κανονισμού 1257/1999. Λόγου χάριν, τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν επενδύσεις για την αύξηση της βιολογικής αξίας, π.χ. διαφοροποίηση των φυτευόμενων ειδών δένδρων, πρακτικές αειφόρου διαχείρισης που επηρεάζουν την υλοτομία και την εξυγιαντική υλοτομία, αποκαθιστώντας την γονιμότητα του εδάφους, συντήρηση αντιπυρικών ζωνών, συνδρομή δασοκόμων σχετικά με κανόνες για την αειφόρο διαχείριση. (Βλέπε Σχέδιο Δράσης για την Βιοποικιλότητα στην Γεωργία).

44. Όσον αφορά την προστασία του υδατικού κύκλου, εκτός από τα προαναφερθέντα μέτρα στο προηγούμενο τμήμα το σχετικό με την οδηγία πλαίσιο για τα ύδατα, βάσει της οδηγίας για τα νιτρικά [6], τα κράτη μέλη καλούνται να συντάσσουν εθνικά προγράμματα, τα οποία απαιτούν την προστασία των ρευμάτων κατά της ροής λιπασμάτων σε ποταμούς και φράγματα, ενώ τα μόνα πρακτικά και αποτελεσματικά μέτρα είναι η δημιουργία απομονωτικών λωρίδων, αναχωμάτων και φρακτών. Στα προγράμματα αυτά μπορεί επίσης να περιλαμβάνεται η διαφύλαξη μιας ελάχιστης πράσινης βλάστησης κατά τις βροχερές χειμερινές περιόδους, ώστε να προστατεύονται τα ρεύματα από την νιτρορρύπανση και το έδαφος από την διάβρωση.

[6] Οδηγία του Συμβουλίου 91/676 σχετικά με την προστασία των υδάτων από την νιτρορρύπανση γεωργικής προελεύσεως

45. Στο πλαίσιο του ελέγχου των φυτοφαρμάκων, η Επιτροπή προτίθεται να συμπληρώσει την υφιστάμενη νομοθεσία σχετικά με τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα (βλ. Σχέδιο Δράσης για την Βιοποικιλότητα στην Γεωργία) προτείνοντας, το 2001, ανακοίνωση για την χρήση των φυτοφαρμάκων σε πλαίσια αειφορίας, καθώς και να αναλάβει περαιτέρω πρωτοβουλίες για την ορθολογική χρήση των φυτοφαρμάκων.

46. Η Επιτροπή σκέπτεται να ενισχύσει την οδηγία για την ιλύ καθαρισμού [7] ούτως ώστε να καλυφθούν όχι μόνο οι λυματολάσπες, αλλά και άλλου είδους ιλύες, και να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής όλων των εργασιών διασποράς στο έδαφος (και όχι μόνο στη γεωργία). Όσον αφορά τα αστικά - οικιακά απορρίμματα, η Επιτροπή εξετάζει τη δυνατότητα θέσπισης οδηγίας για την βιολογική επεξεργασία (λιπασματοποίηση και αναερόβια χώνευση) των βιοαποικοδομήσιμων αποβλήτων. Ένας από τους στόχους και στους δύο αυτούς τομείς είναι η αποτροπή της χρήσεως προϊόντων αποβλήτων πολύ χαμηλής ποιότητας, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες για το έδαφος.

[7] 86/278/ΕΟΚ

47. Η ύπαρξη βασικών στοιχείων σχετικών με το έδαφος αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την διατήρηση του εδάφους. Η Επιτροπή ολοκληρώνει την χαρτογράφηση ευρωπαϊκών περιοχών με γνώμονα τους κινδύνους διάβρωσης του εδάφους, την περιεκτικότητα σε οργανικές ύλες και σε βαρέα μέταλλα. Τα στοιχεία αυτά θα παράσχουν την βάση μιας συγκροτημένης προσέγγισης της προστασίας της βιοποικιλότητας του εδάφους, δεδομένου ότι θα προσδιορίσουν καλύτερα την έκταση των πιέσεων που υφίσταται το έδαφος. Επιπλέον, ως τμήμα της σειράς περιβαλλοντικών συνοπτικών δεικτών, διενεργείται έρευνα για δυνατούς δείκτες καταγραφής των τάσεων σε οικοδομημένες και συναφείς με αυτές περιοχές, οι οποίοι αναμένεται να προσδιορίσουν την έκταση της απειλής του εδάφους από την αύξουσα αστικοποίηση (βλ. κατωτέρω το τμήμα για το αστικό περιβάλλον).

48. Για την βελτίωση του γνωστικού επιπέδου, η Επιτροπή, από κοινού με τα κράτη μέλη, τις υποψήφιες χώρες και τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, δημιούργησε προσφάτως το Ευρωπαϊκό Φόρουμ για τα Εδάφη, μακροπρόθεσμος στόχος του οποίου είναι η συνολική προστασία των εδαφών. ΔΡΑΣΗ: Δημιουργία βάσης πληροφοριών για την διάβρωση του εδάφους, τις οργανικές ύλες και τα βαρέα μέταλλα καθώς και για την παρακολούθηση της αστικοποίησης, σε σχέση με την βιοποικιλότητα. Στόχος: Δημιουργία της βάσης δεδομένων μέχρι το 2003 ΔΡΑΣΗ: Εξασφάλιση ότι τα προϊόντα που προέρχονται από την επεξεργασία ιλύος καθαρισμού (λυματολάσπης) και βιοαποικοδομήσιμων αποβλήτων, και τα οποία προορίζονται για χρήση στο έδαφος, είναι κατάλληλης ποιότητας, ούτως ώστε να μην τίθεται σε κίνδυνο η εγγενής ποιότητα των εδαφών καθώς και η βιοποικιλότητά τους. Στόχος: Καθορισμός, μέχρι το 2003, ποιοτικών προτύπων για τα εν λόγω προϊόντα ΔΡΑΣΗ: Μακροπρόθεσμα, ευαισθητοποίηση για την ανάγκη προστασίας του ευρωπαϊκού εδάφους για την διαφύλαξη της βιοποικιλότητας. Στόχος: Εγκαινίαση, μέχρι το 2005, ενός προγράμματος ευαισθητοποίησης ΔΡΑΣΗ: Ανακοίνωση για την ορθολογική χρήση των φυτοφαρμάκων, αντιμετωπίζοντας το θέμα των επιπτώσεών τους στην βιοποικιλότητα. Στόχος: Έκδοση της ανακοίνωσης εκ μέρους της Επιτροπής, μέχρι το 2001

49. Τα δάση έχουν πλειάδα οικολογικών λειτουργιών. Ο τίτλος II του κεφαλαίου VIII του κανονισμού 1257/1999 για την αγροτική ανάπτυξη περιλαμβάνει δραστηριότητες όπως η αποκατάσταση βλαφθέντων δασών, η διατήρηση και βελτίωση της οικολογικής σταθερότητάς τους, η διαφύλαξη και ενίσχυση της οικολογικής αξίας τους καθώς και η αναδάσωση γεωργικών εκτάσεων. Η προαγωγή ειδικών τεχνικών διαχείρισης των δασών με περιβαλλοντικούς προσανατολισμούς (περιορισμός της έκτασης των περιοχών υλοτομίας, χρήση εντόπιων ειδών, περιορισμός της χρήσης φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων, αύξηση του νεκρού και σηπόμενου ξύλου, προστασία σημαντικών ενδιαιτημάτων, αποκατάσταση βλαφθέντων δασών ή εντόπιων δασικών οικοσυστημάτων, κλπ.) αποτελεί το αποτελεσματικότερο μέσο εξασφάλισης της διατήρησης και της αειφορίας της βιοποικιλότητας στα ευρωπαϊκά δάση. Η εφαρμογή των δασοκομικών μέτρων του κανονισμού για την αγροτική ανάπτυξη αναμένεται να ευνοήσει τις εν λόγω δραστηριότητες και να συμβάλει, ενδεχομένως, στην αποφυγή επιβλαβών μέτρων. Επιπλέον, τα νέα δάση δεν πρέπει να θίγουν ενδιαφέρουσες ή αξιοσημείωτες τοποθεσίες και τοπία. ΔΡΑΣΗ: Εξασφάλιση ότι, με την εφαρμογή του Κεφαλαίου VIII (Δασοκομία) και του κανονισμού για την αγροτική ανάπτυξη, προάγεται η διαφύλαξη και αειφορία της βιοποικιλότητας. Στόχος: Σχέδια αγροτικής ανάπτυξης για την αντιμετώπιση του ζητήματος της δασικής βιοποικιλότητας.

3.3. Προστασία των υγρότοπων στην Κοινότητα και αποκατάσταση του οικολογικού χαρακτήρα υποβαθμισμένων υγροτόπων

50. Η Κοινότητα αντιμετωπίζει το ζήτημα της διαφύλαξης της βιοποικιλότητας στους υγροτόπους, μέσω δράσεων συνδεδεμένων με την ανάπτυξη του δικτύου Natura 2000, της ανάπτυξης στρατηγικής για την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών και της οδηγίας - πλαισίου για τα ύδατα.

51. Προηγούμενα τμήματα του παρόντος Σχεδίου Δράσεως έχουν ήδη θίξει δράσεις σχετικές με τις οδηγίες για τα πτηνά, τα ενδιαιτήματα καθώς και την οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα, οι οποίες σχετίζονται με τους υγρότοπους. Σε συμπληρωματική, έναντι των ανωτέρω, βάση, στο παρόν τμήμα προσδιορίζονται περαιτέρω δράσεις σχετικές με την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών.

52. Στην αξιολογητική έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) του 1999 «Το περιβάλλον στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο γύρισμα του αιώνα» επισημαίνονται οι δυσμενείς εξελίξεις τόσο όσον αφορά την κατάσταση των παράκτιων ζωνών, όσο και τις πιέσεις που ασκούνται σε αυτές. Οι τάσεις αυτές δεν αναμένεται να βελτιωθούν στο αμέσως προσεχές μέλλον. Η αστικοποίηση συνεχίζεται με ταχείς ρυθμούς, ιδίως στις νότιες χώρες, ενώ αφθονούν οι ανταγωνιστικές χρήσεις, όπως η γεωργία και ο τουρισμός.

53. Σημαντικό τμήμα των κυριότερων υγρότοπων της Ευρώπης βρίσκεται στις παράκτιες ζώνες. ως εκ τούτου, ο αειφόρος προγραμματισμός και διαχείριση των παράκτιων ζωνών είναι βασικής σημασίας στοιχείο για την διαφύλαξή τους. Σύμφωνα με το πρόγραμμα εργασίας της Σύμβασης για την Βιοποικιλότητα (CBD) για την θαλάσσια και παράκτια βιοποικιλότητα [8], η Επιτροπή προάγει την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών ως μέσου κατάλληλης διαχείρισης των εδαφών στις παράκτιες ζώνες.

[8] Απόφαση IV/5 της Συνδιάσκεψης των μερών στην Σύμβαση για την Βιοποικιλότητα

54. Η Επιτροπή εξέδωσε προσφάτως ανακοίνωση σχετικά με ευρωπαϊκή στρατηγική για την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών [9]. Αυτή προβλέπει 38 δράσεις, ταξινομημένες στις εξής έξι κατηγορίες:

[9] COM (2000) 547

(1) Προώθηση δραστηριοτήτων για την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών (ΟΔΠΖ) στα κράτη μέλη και στο επίπεδο των «περιφερειακών θαλασσών» και των ακτών.

(2) Εναρμόνιση της τομεακής νομοθεσίας και των πολιτικών της ΕΕ με την ΟΔΠΖ.

(3) Προώθηση του διαλόγου μεταξύ των Ευρωπαίων ενδιαφερομένων στις παράκτιες ζώνες.

(4) Ανάπτυξη βέλτιστης πρακτικής για την ΟΔΠΖ.

(5) Υποστήριξη της παραγωγής πραγματικών δεδομένων και γνώσεων σχετικά με τις παράκτιες ζώνες.

(6) Διάχυση πληροφοριών και ευαισθητοποίηση του κοινού.

55. Όποτε αυτό είναι δυνατό, η ΟΔΠΖ της ΕΕ βασίζεται σε υφιστάμενα μέσα και προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών που δεν προορίζονταν κατ'αποκλειστικότητα για τις παράκτιες ζώνες, όπως, λόγου χάριν, στην βέλτιστη χρήση των διαρθρωτικών ταμείων ή του προγράμματος LIFE-Περιβάλλον. Επισημαίνει τα σημεία στα οποία οι εν λόγω δράσεις θα συμπληρωθούν από νέες δραστηριότητες, ιδίως όσον αφορά την ανάπτυξη και ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και την ενθάρρυνση δράσεων ΟΔΠΖ σε άλλα διοικητικά επίπεδα. Ειδικότερα, η στρατηγική περιλαμβάνει την πρόταση για σύσταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή, στην Ευρώπη, της ολοκληρωμένης διαχείρισης των παράκτιων ζωνών [10]. Υπογραμμίζει επίσης την σημασία της συνέχισης της διυπηρεσιακής συνεργασίας στο πλαίσιο της Επιτροπής. ΔΡΑΣΗ: Να εξασφαλιστεί ότι η εφαρμογή της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών συμβάλλει όντως στην προστασία των υγρότοπων στην Κοινότητα, καθώς και στην αποκατάσταση του οικολογικού χαρακτήρα των υποβαθμισμένων υγροτόπων. Στόχοι: - Δημιουργία δικτύου διαχειριστών των παράκτιων ζωνών. - Παραγωγή ενημερωτικού υλικού.

[10] COM (2000) 545

4. Αντιστροφη των τρεχουσων τασεων απωλειασ βιοποικιλοτητασ στο συνολο του εδαφουσ

56. Η επίτευξη του εν λόγω στόχου περιβαλλοντικής ποιότητας απαιτεί δράσεις για την επίτευξη του σκοπού που καθορίστηκε στην κοινοτική στρατηγική για την βιοποικιλότητα:

* Ανάπτυξη, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, μέσων ενίσχυσης της διατήρησης και αειφόρου χρήσεως της βιοποικιλότητας στο σύνολο του εδάφους εκτός των προστατευόμενων ζωνών

57. Οι προτεραιότητες είναι: α) η ενσωμάτωση της βιοποικιλότητας στις κύριες πολιτικές που σχετίζονται με τις χρήσεις γης (γεωργία, αλιεία και υδατοκαλλιέργειες, διαρθρωτικά ταμεία και αστικό περιβάλλον), β) ενοφθαλμισμός της βιοποικιλότητας σε οριζόντιες περιβαλλοντικές πολιτικές, όπως είναι η αρχή της προφύλαξης, η αξιοπιστία, η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση, ο δημόσιος διάλογος, η πρόσβαση στις πληροφορίες, η οικολογική σήμανση, η δασική πιστοποίηση και άλλα οικονομικά μέσα που περιλαμβάνουν τον οικολογιστικό έλεγχο και γ) η αντιμετώπιση του ζητήματος της βιοποικιλότητας με την βοήθεια μέσων σχετικών με τους γενετικούς πόρους σε περιοχές εισβολής εξωγενών ειδών, την βιοτεχνολογία, τους ενδοκρινικούς διαταράκτες και την ex-situ διατήρηση.

4.1. Ενσωμάτωση του στοιχείου της βιοποικιλότητας στις κυριότερες χωρικές πολιτικές

4.1.1. Γεωργία

58. Η μεταρρύθμιση της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, του 1999, στο πλαίσιο της Agenda 2000, αναμφίβολα θα συμβάλει, άμεσα και έμμεσα, στην ενίσχυση της αειφόρου χρήσης και διατήρησης της συνολικής βιοποικιλότητας στην Ευρώπη.

59. Η δέσμη νέων κανόνων και διατάξεων που θέσπισε το Συμβούλιο το 1999 και, ειδικότερα, ο νέος κανονισμός για την αγροτική ανάπτυξη, θα αντανακλώνται στα εθνικά γεωργικά και αγροτικά προγράμματα που κατάρτισαν τα κράτη μέλη και υπέβαλαν στην Επιτροπή για έγκριση. Πριν από την έγκριση, η Επιτροπή ελέγχει διεξοδικά τα προγράμματα, προκειμένου να εκτιμήσει τον περιβαλλοντικό αντίκτυπό τους και ιδίως τις θετικές συνέπειές τους στην διατήρηση και αειφόρο χρήση της βιοποικιλότητας. Τα εν λόγω μέτρα θα επιτρέψουν - και ενίοτε θα υποχρεώσουν - τα κράτη μέλη να διευρύνουν και να εφαρμόσουν περιβαλλοντικά μέτρα που θα προαγάγουν την διατήρηση και αειφορία των αγρο-οικοσυστημάτων στην Ευρώπη.

60. Τον Μάρτιο του 2000, η Επιτροπή εξέδωσε κατευθυντήριες γραμμές - που απεστάλησαν στα κράτη μέλη - όσον αφορά την σχέση μεταξύ των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης και των οδηγιών για τα πτηνά, για τα ενδιαιτήματα και για την νιτρορρύπανση (βλ. επίσης παράγραφο 24). Στις κατευθυντήριες αυτές γραμμές, η Επιτροπή ζήτησε από τα κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη τηρήσει τις υποχρεώσεις τους, να υποβάλουν, στην ίδια, πλήρη κατάλογο προτάσεων για τους τόπους Natura 2000, καθώς και τα αναγκαία μέτρα προστασίας των εν λόγω τόπων. Σε περίπτωση που δεν υπάρξει ανταπόκριση στα αιτήματα αυτά, η Επιτροπή δύναται να αναστείλει τις πληρωμές, από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), για τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης. Η διαδικασία θα εφαρμοστεί σε περίπτωση μη κατάλληλης εφαρμογής της οδηγίας για την νιτρορρύπανση στην προστασία των «ευπρόσβλητων ζωνών» που ορίζει η εν λόγω οδηγία.

61. Επιπλέον, η μεταρρύθμιση ορισμένων οργανώσεων κοινής αγοράς (π.χ. μόσχος) προσφέρει ευκαιρία για περαιτέρω ενσωμάτωση της βιοποικιλότητας στην ΚΓΠ.

62. Όλα αυτά τα μέτρα καθορίζονται με λεπτομέρειες στο Σχέδιο Δράσης για την Βιοποικιλότητα στην Γεωργία, ή αποτελούν μείζον στοιχείο της δασικής στρατηγικής της ΕΕ.

63. Η εφαρμογή του παρόντος Σχεδίου Δράσης θα αποτελέσει βασικής σημασίας στοιχείο για την διατήρηση και ενίσχυση των αγρο-οικοσυστημάτων, καθώς και για την βελτίωση της κατάστασης, όσον αφορά την διατήρηση, των άγριων ειδών και των βασικών ενδιαιτημάτων που επηρεάζονται κυρίως από την γεωργία. Τα αποτελέσματα της εφαρμογής του παρόντος Σχεδίου Δράσης πρέπει να αξιολογούνται συνεκτιμώντας τα αποτελέσματα άλλων πολιτικών και μέτρων στο έδαφος. ΔΡΑΣΗ: Καθορισμός δεικτών βάσει της κατάστασης, από πλευράς διατηρήσεως, επιλεγέντων αντιπροσωπευτικών ειδών που απαντούν κατά κύριο λόγο σε γεωργικά οικοσυστήματα, εξασφαλίζοντας ότι οι δείκτες αναγνωρίζουν τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες και καταδεικνύουν την σχέση αιτίου-αιτιατού από παράγοντες όπως είναι η μεταβολή των γεωργικών πρακτικών [11]. Στόχος: Καθορισμός δεικτών μέχρι το 2003

[11] Ο καθορισμός ειδικών αγρο-περιβαλλοντικών δεικτών σχετικών με την εξέλιξη "καίριων" ειδών άγριων πτηνών και φυτών, καθώς και οικοσυστημάτων, προβλέπεται επίσης στο Σχέδιο Δράσης για την Βιοποικιλότητα στην Γεωργία. Πρβλ. σχετικά την 4η στήλη (στόχοι/δείκτες) του πίνακα 2, υπό την σειρά προτεραιότητας "Στήριξη μειονεκτουσών περιοχών", στην σελίδα 36, και "Οικολογική υποδομή. Η διατήρηση ενός ανοικτού περιβάλλοντος", στην σελ. 37.

4.1.2. Αλιεία και υδατοκαλλιέργειες

64. Το γενικό πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής ενσωματώνει τον παράγοντα της διαφύλαξης των ζώντων θαλάσσιων υδατικών πόρων, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο στο θαλάσσιο οικοσύστημα. Έχουν καθοριστεί εν προκειμένω, 4 κύριοι στόχοι όσον αφορά το φυσικό περιβάλλον σε σχέση με τις αλιευτικές και υδατοκαλλιεργητικές πρακτικές:

* προαγωγή της διαφύλαξης και αειφόρου χρήσεως των ιχθυοαποθεμάτων και ιχθυοτρόφων υδάτων

* προαγωγή της θέσπισης τεχνικών μέτρων διαφύλαξης για την επίτευξη του προαναφερθέντος στόχου

* μείωση των επιπτώσεων των αλιευτικών δραστηριοτήτων στα θαλάσσια και παράκτια οικοσυστήματα

* αποφυγή υδατοκαλλιεργητικών πρακτικών που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στην διατήρηση των ενδιαιτημάτων λόγω, π.χ., της ρύπανσης από τις ιχθυοκαλλιέργειες ή από την γενετική μόλυνση.

65. Το πλέον πρόσφατο βήμα στη διαδικασία της ολοκλήρωσης των περιβαλλοντικών και αλιευτικών πολιτικών είναι η έγκριση της έκθεσης του Συμβουλίου προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών προβληματισμών και της αειφόρου ανάπτυξης στην Κοινή Αλιευτική Πολιτική [12]. Η εν λόγω έκθεση θα χρησιμεύσει ως βάση για την χάραξη, τον Ιούνιο του 2001, στρατηγικής για την πλήρη ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής συνιστώσας στην αλιευτική πολιτική.

[12] 9207/00PECHE 85 ENV 184

66. Το κύριο κανονιστικό κείμενο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής ορίζει διαχειριστικά μέσα για την προστασία της θαλάσσιας βιοποικιλότητας, όπως, λ.χ., τα ποσοτικά όρια για τα αλιεύματα και για την αλιευτική δυναμικότητα των στόλων. Τα γενικά αυτά διαχειριστικά μέσα, που αποβλέπουν στον περιορισμό της αλιευτικής πίεσης, μπορούν να συμπληρωθούν από ειδικά τεχνικά μέτρα για την βελτίωση της διαφύλαξης και αειφόρου χρήσης των ιχθυαποθεμάτων, μέσω της προστασίας του γόνου και του περιορισμού των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

67. Το Σχέδιο Δράσεως για την Βιοποικιλότητα στην Αλιεία εξετάζει τα διαθέσιμα διαχειριστικά μέσα και προτείνει την ενισχυμένη εφαρμογή τους, προκειμένου να επιτευχθούν καλύτερα αποτελέσματα στην διατήρηση των ιχθυαποθεμάτων και να ενταθεί η προστασία της βιοποικιλότητας στο θαλάσσιο περιβάλλον. Η εφαρμογή του θα είναι απαραίτητη για την καλύτερη διαφύλαξη των θαλάσσιων οικοσυστημάτων και των οικοσυστημάτων γλυκού νερού καθώς και των σημαντικών ενδιαιτημάτων που επηρεάζονται από την αλιεία και τις υδατοκαλλιέργειες. επίσης, για την βελτίωση της κατάστασης, όσον αφορά την διατήρηση, των θαλάσσιων ειδών και των συναφών ειδών των γλυκών υδάτων. Κατά την αξιολόγηση της εφαρμογής του εν λόγω Σχεδίου Δράσεως πρέπει να συνεκτιμώνται τα αποτελέσματα των άλλων πολιτικών και μέτρων στο θαλάσσιο και υδάτινο περιβάλλον. ΔΡΑΣΗ: Καθορισμός δεικτών βάσει της κατάστασης, όσον αφορά την διατήρηση, επιλεγέντων θαλάσσιων και υδατικών ειδών. Στόχος: Καθορισμός δεικτών μέχρι το 2003

4.1.3. Διαρθρωτικά ταμεία

68. Ο νέος κανονισμός του 1999 για τα διαρθρωτικά ταμεία ενίσχυσε την διαβουλευτική διαδικασία στην προπαρασκευή, αξιολόγηση και θέσπιση των σχεδίων και προγραμμάτων, μέσω συμπράξεων στις οποίες συμμετέχουν ενδιαφερόμενα μέρη. Βάσει του εν λόγω κανονισμού, οι απαιτήσεις αξιολόγησης καλύπτουν αξιολογήσεις των εγκριθέντων σχεδίων και προγραμμάτων, διενεργούμενες προ, κατά και μετά. ΔΡΑΣΗ: Ενσωμάτωση της βιοποικιλότητας στην περιβαλλοντική αξιολόγηση του κανονισμού καθώς και στις στρατηγικές περιβαλλοντικές αξιολογήσεις και στις εκτιμήσεις των περιβαλλοντικών επιπτώσεων έργων, σχεδίων και προγραμμάτων. Στόχος: Αύξηση της συμμετοχής των διαρθρωτικών ταμείων στην διαφύλαξη της βιοποικιλότητας. Απουσία φθορών στην βιοποικιλότητα από σχέδια και προγράμματα που χρηματοδοτούνται από κοινοτικά ταμεία.

69. Επιπλέον, τον Μάρτιο του 2000, η Επιτροπή υιοθέτησε κατευθυντήριες γραμμές για την σχέση μεταξύ των διαρθρωτικών περιφερειακών ταμείων και των οδηγιών για τα ενδιαιτήματα και τα πτηνά. Στις κατευθυντήριες αυτές γραμμές, τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη καλούνται να διαβιβάσουν στην Επιτροπή το ενωρίτερο δυνατόν τους οικείους καταλόγους φυσικών τόπων που πρέπει να τύχουν προστασίας στο πλαίσιο του Natura 2000, καθώς και τις σχετικές επιστημονικές πληροφορίες, σύμφωνα με τις διατάξεις των οδηγιών για τα ενδιαιτήματα και τα πτηνά. Εν αναμονή της υποβολής των καταλόγων, τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη καλούνται να εγγυηθούν στην Επιτροπή ότι δεν θα επιτρέψουν την υποβάθμιση των τόπων του Natura 2000. Σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των εν λόγω υποχρεώσεων, η Επιτροπή δύναται να προβεί στις κυρώσεις που προβλέπονται από τον γενικό κανονισμό για τα διαρθρωτικά ταμεία [13] του κανονισμού για το ταμείο συνοχής [14]. ΔΡΑΣΗ: Να εξασφαλιστεί ότι στην αξιολόγηση των σχεδίων και προγραμμάτων περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ρυθμίσεις για την ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης (συμπεριλαμβανομένης της βιοποικιλότητας) στο πρόγραμμα των διαρθρωτικών ταμείων καθώς και της εκτίμησης των επιπτώσεών του στην βιοποικιλότητα. Στόχος: Απουσία καθαρών ζημιών στο Natura 2000 ή σε προστατευόμενα είδη από σχέδια και προγράμματα που χρηματοδοτούνται από κοινοτικά ταμεία.

[13] Κανονισμός ΕΚ 1260/1999

[14] Regulation EC 1164/94

4.1.4. Αστικό περιβάλλον

70. Οι σημερινές τάσεις της συνεχιζόμενης αστικοποίησης και αστικής εξάπλωσης προσθέτουν πιέσεις στην βιοποικιλότητα. Οι μελέτες αποκαλύπτουν ότι η κάλυψη γης για την αστικοποίηση και τις υποδομές μεταφορών έχει πραγματοποιηθεί κατά κύριο λόγο εις βάρος εκτάσεων πράσινου, καταστρέφοντας τόσο τα αστικά, όσο και τα αγροτικά ενδιαιτήματα. Ως εκ τούτου, το ζητούμενο είναι ολοκληρωμένες προσεγγίσεις αστικής διαχείρισης και προγραμματισμού που περιλαμβάνουν την διαφύλαξη της βιοποικιλότητας ως ειδικού στόχου πολιτικής. Οι προσεγγίσεις αυτές συνιστούν μείζονες προκλήσεις για τους πολιτικούς, τους υπεύθυνους χωροταξίας, τους πολεοδόμους, τους αρχιτέκτονες και τους αρχιτέκτονες τοπίου.

71. Η ανακοίνωση «Αειφόρος αστική ανάπτυξη: Πλαίσιο δράσης» (COM (605) 98) ανταποκρίνεται στις εν λόγω προκλήσεις. Ορίζει ότι «η επέκταση του δομημένου περιβάλλοντος (άναρχη αστική δόμηση), σε συνδυασμό με την αποκέντρωση της απασχόλησης, τα εμπορικά κέντρα και τα κέντρα ελεύθερου χρόνου, καθώς και με τις αλλαγές των καταναλωτικών συμπεριφορών και των προτιμήσεων ως προς τον τόπο κατοικίας, μειώνει την περιβαλλοντική αξία μεγάλων εκτάσεων για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Από την άλλη πλευρά, σε ορισμένες περιοχές οι πόλεις αντιπροσωπεύουν σημαντικούς πόρους βιοποικιλότητας. Η απώλεια χώρων πρασίνου, τόσο στο εσωτερικό, όσο και γύρω από τις αστικές περιοχές, απειλεί την βιοποικιλότητα καθώς και την ποιότητα ζωής των πολιτών. Πολλά ευρωπαϊκά αστικά κέντρα περικλείουν εκτεταμένες περιοχές εγκαταλελειμμένων και μολυσμένων βιομηχανικών εκτάσεων, κληρονομιά της βιομηχανικής αναδιάρθρωσης». Η προαγωγή της βιοποικιλότητας και του πράσινου σε αστικές περιοχές έχει οριστεί ως στόχος πολιτικής από το Πλαίσιο Δράσης. Ως εκ τούτου, η εφαρμογή του θα συμβάλει στη διαφύλαξη και στην ενίσχυση της βιοποικιλότητας στις αστικές περιοχές.

72. Στον στόχο αυτό θα συμβάλει και η τρέχουσα δραστηριότητα σχετικά με τις αειφόρους χρήσεις γης, η οποία αποβλέπει στον περιορισμό της ανάπτυξης περιοχών με πράσινο και στην προαγωγή της ανακύκλωσης εγκαταλελειμμένων και μολυσμένων περιοχών, καθώς και στην αποδοτικότερη χρήση των υποδομών. Οι μολυσμένοι τόποι ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την μη αντιστρέψιμη ρύπανση των υπογείων υδάτων και του εδάφους και, ως εκ τούτου, να έχουν σοβαρές συνέπειες στο περιβάλλον, στην υγεία του ανθρώπου και στην βιοποικιλότητα.

73. Η πρόσφατη πρωτοβουλία παρακολούθησης «Ευρωπαϊκοί κοινοί δείκτες» είναι καρπός της δραστηριότητας ομάδας εργασίας για τους αειφόρους δείκτες, η οποία συνεστήθη, στις αρχές του 1999, στο πλαίσιο της ομάδας εμπειρογνωμόνων για το αστικό περιβάλλον. Προάγει τους τοπικούς δείκτες αειφορίας, συμπεριλαμβανομένων των δεικτών με τους οποίους εκτιμάται κατά πόσον η κοινότητα ή πόλη προστατεύει μη ανεπτυγμένες και οικολογικά ευαίσθητες εκτάσεις.

74. Επιπλέον, η διαφύλαξη και δημιουργία πράσινων διαδρόμων σε αστικές ή προαστικές περιοχές, αποτελεί επίσης ένα δυνητικό όφελος για την βιοποικιλότητα [15]. ΔΡΑΣΕΙΣ:

[15] Βλέπε επίσης την δημοσίευση 'The European Greenways Good Practice Guide - Examples of actions undertaken in cities and periphery', European Greenways Association με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ΓΔ Περιβάλλον.

* Η διερεύνηση των δυνατοτήτων κοινοτικής αστικής πρωτοβουλίας για την διαφύλαξη της βιοποικιλότητας σε μη προστατευόμενες αστικές περιοχές, συμβάλλει στην αποφυγή τυχόν περαιτέρω απωλειών όσον αφορά την βιοποικιλότητα. από την διερεύνηση αναδύεται η ανάγκη λήψεως μέτρων για την βελτίωση της βιοποικιλότητας, π.χ. δημιουργία μητρώου ΕΕ για την μολυσμένη γη, ή ταμείο καθαρισμού μολυσμένων τόπων/επαναχρησιμοποίησης εγκαταλελειμμένων και μολυσμένων βιομηχανικών περιοχών.

* Εξέταση της σκοπιμότητας για την σύσταση ενός μελλοντικού Παγκόσμιου Φορέα για την Παρακολούθηση των Αστικών Περιοχών που θα μπορούσε να ενσωματώνει τα αναγκαία χαρακτηριστικά για την παρακολούθηση των προστατευόμενων - και μη - περιοχών πρασίνου, συμπεριλαμβανομένων των δασών, των πάρκων και άλλων τύπων εκτάσεων ή τόπων ψυχαγωγίας που σχετίζονται με την βιοποικιλότητα στις αστικές περιοχές. Στόχοι:

* Λήψη αποφάσεων, εντός του 2002, για την αναγκαιότητα ή μη της υποβολής σχετικών προτάσεων με στόχο την αποτροπή της εξαφάνισης περιοχών πρασίνου στις αστικές περιοχές, ώστε να διαφυλάσσεται η βιοποικιλότητα.

* Εξέταση της σκοπιμότητας ανάπτυξης, μέχρι το 2004, μητρώου αστικών μολυσμένων περιοχών που επηρεάζουν την βιοποικιλότητα.

* Σύνταξη, μέχρι το 2002, σχεδίου δράσης, με μέτρα για τον καθαρισμό αστικών μολυσμένων εκτάσεων που επηρεάζουν την βιοποικιλότητα.

* Κατάρτιση σχεδίου δράσης για την αποκόμιση του μέγιστου δυνατού κέρδους για την βιοποικιλότητα κατά την ανάκτηση αστικών εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών εκτάσεων.

4.2. Στήριξη της βιοποικιλότητας μέσω οριζόντιων περιβαλλοντικών πολιτικών

4.2.1. Αρχή της προφύλαξης

75. Στις 2 Φεβρουαρίου 2000, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση σχετική με την αρχή της προφύλαξης. Στην εν λόγω ανακοίνωση σκιαγραφούνται οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές της εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογής της αρχής της προφύλαξης σε περιπτώσεις όπου τα επιστημονικά δεδομένα είναι ανεπαρκή, ασαφή ή αβέβαια και όπου υπάρχουν ενδείξεις, μέσω μιας προκαταρκτικής αντικειμενικής επιστημονικής αξιολόγησης, ότι οι δυνατές συνέπειες στο περιβάλλον ή στην υγεία του ανθρώπου, των ζώων ή των φυτών, εγκυμονούν κινδύνους και είναι ασύμβατες με τα επιλεγέντα επίπεδα προστασίας. Η εν λόγω ανακοίνωση απηχεί το προοίμιο της Σύμβασης για την Βιοποικιλότητα η οποία υπογραμμίζει: «λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι στις περιπτώσεις όπου επαπειλείται σημαντική μείωση ή απώλεια βιολογικής ποικιλότητας, η απουσία επιστημονικής βεβαιότητας δεν πρέπει να υιοθετείται ως λόγος αναβολής της λήψεως μέτρων για την αποφυγή ή την ελαχιστοποίηση της εν λόγω απειλής ...». Η ανακοίνωση της Επιτροπής αναφέρεται στην ειδική περίπτωση μακροπρόθεσμων επιπτώσεων σε οικοσυστήματα. Ενδέχεται να είναι αναγκαία η επίκληση της αρχής της προφύλαξης σε περιπτώσεις επικίνδυνων καταστάσεων των οποίων τα αποτελέσματα μπορεί να μην εκδηλωθούν για είκοσι ή και περισσότερα έτη ή τα οποία ενδέχεται να αφορούν μελλοντικές γενεές. ΔΡΑΣΗ: Με βάση την αρχή της προφύλαξης, εξασφάλιση της εφαρμογής της εκτίμησης/διαχείρισης των κινδύνων, ιδίως στην αντιμετώπιση των σχετικών με την βιοποικιλότητα ζητημάτων, στην ανάπτυξη και εφαρμογή κοινοτικών μέσων. Στόχος: Εξασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της προφύλαξης και ειδικότερα της εκτίμησης και διαχείρισης των κινδύνων, αντιμετωπίζοντας ιδίως τα ζητήματα βιοποικιλότητας, στην ανάπτυξη και εφαρμογή κοινοτικών μέσων.

4.2.2. Μηχανισμοί ευθύνης

76. Στις 9 Φεβρουαρίου 2000, η Επιτροπή εξέδωσε Λευκή Βίβλο για την Περιβαλλοντική Ευθύνη. Το κείμενο αυτό περιέχει προτάσεις για κοινοτικό καθεστώς σχετικό με την περιβαλλοντική ευθύνη, το οποίο προβλέπεται να καλύπτει, μεταξύ άλλων, τις βλάβες στην βιοποικιλότητα. Το συμπέρασμα της Επιτροπής στην Λευκή Βίβλο είναι ότι μία κοινοτική οδηγία πλαίσιο πρέπει να εισαγάγει ένα τέτοιο καθεστώς. Δεδομένου ότι η έννοια της βλάβης των φυσικών πόρων ελάχιστα υφίσταται, ως τοιαύτη, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και προκειμένου να εξασφαλιστεί μία βέλτιστη νομική βεβαιότητα, η Επιτροπή πρότεινε να περιοριστεί, σε ένα πρώτο στάδιο, η κάλυψη της βλάβης της βιοποικιλότητας στους φυσικούς πόρους που ήδη προστατεύονται από το κοινοτικό δίκαιο το σχετικό με τη διατήρηση της φύσεως: δηλαδή στις οδηγίες για τα πτηνά και για τα ενδιαιτήματα, καθώς και στο δίκτυο Natura 2000 που συνεστήθη βάσει των εν λόγω οδηγιών.

77. Στο Συμβούλιο του Μαρτίου 2000, οι Υπουργοί Περιβάλλοντος συζήτησαν για τις κατευθύνσεις της Λευκής Βίβλου και εξέφρασαν την υποστήριξή τους για την θέσπιση οδηγίας πλαισίου για την περιβαλλοντική ευθύνη.

78. Ένα καθεστώς ευθύνης για τις ζημίες στην βιοποικιλότητα πρέπει να εφαρμόζει την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Λόγου χάριν, σε περίπτωση που κάποιος προκαλεί σημαντικές ζημίες σε ενδιαίτημα ή σε είδος που προστατεύεται βάσει του κοινοτικού δικαίου για την διατήρηση της φύσης, θα εκαλείτο να καταβάλει, είτε το τίμημα της αποκατάστασης της βλάβης, είτε αποζημίωση. Αυτό θα αποτελέσει πρόσθετο κίνητρο για τα άτομα που ασκούν δραστηριότητες οι οποίες εγκυμονούν κινδύνους βλάβης προστατευόμενων φυσικών πόρων, ώστε να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα αποφυγής προβλημάτων. Επιπλέον, ο μηχανισμός ευθύνης έχει το πλεονέκτημα της εσωτερίκευσης του περιβαλλοντικού κόστους, δεδομένου ότι το κόστος της ενδεχόμενης αποκατάστασης μπορεί να συνεκτιμηθεί από, π.χ. τις ασφαλιστικές εταιρείες, κατά τον καθορισμό του ασφαλίστρου. ΔΡΑΣΗ: Ευαισθητοποίηση όσον αφορά την σκοπιμότητα της θέσπισης καθεστώτων περιβαλλοντικής ευθύνης με σκοπό την διαφύλαξη της βιοποικιλότητας. Στόχος: Δημόσιες ακροάσεις μέχρι το 2001. ΔΡΑΣΗ: Εγκαινίαση μελέτης για την εκτίμηση και αποκατάσταση ζημιών στην βιοποικιλότητα, καθώς και μελέτης για τις δυνατότητες θέσπισης ασφαλιστικών συστημάτων για καθεστώτα περιβαλλοντικής ευθύνης. Στόχος: Υποβολή των μελετών μέχρι το 2002. ΔΡΑΣΗ: Υποβολή πρότασης για οδηγία - πλαίσιο συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης των βλαβών της βιοποικιλότητας. Στόχος: Υποβολή της πρότασης πριν από τα τέλη του έτους 2001.

4.2.3. Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων

79. Η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων αποτελεί βασικό μέσο προσδιορισμού των ενδεχόμενων επιπτώσεων των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων στην βιοποικιλότητα. Όταν οι επιπτώσεις προσδιορίζονται σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας εξουσιοδότησης έργων, οι υπεύθυνοι για την λήψη αποφάσεων δύνανται να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα αποφυγής ή ελαχιστοποίησης των ενδεχόμενων αρνητικών επιπτώσεων στην βιοποικιλότητα, καθώς και για την επακόλουθη παρακολούθηση των επιδράσεων.

80. Αφότου εκδόθηκε η ανακοίνωση σχετικά με στρατηγική για την βιοποικιλότητα, το 1998, η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε σημαντικά βήματα. Έχει τεθεί σε ισχύ η οδηγία 97/11/ΕΚ, η οποία τροποποιεί την οδηγία 85/337/ΕΟΚ περί της εκτιμήσεως των επιπτώσεων ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (τροποποιημένη οδηγία ΕΠΕ), η οποία βελτιώνει και επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ. Στο πλαίσιο της εν λόγω τροποποιημένης οδηγίας, τα κράτη μέλη οφείλουν, όταν αποφαίνονται για την διενέργεια, ή μη, εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, να λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα κριτήρια: την χρήση των φυσικών πόρων, την περιβαλλοντική ευαισθησία της απειλούμενης περιοχής και ειδικότερα περιοχών όπως οι υγρότοποι, οι παράκτιες ζώνες, ορεινές και δασικές περιοχές, εθνικοί δρυμοί και πάρκα, καθώς και τόποι του Natura 2000. Όλα αυτά τα κριτήρια είναι σημαντικά για την διαφύλαξη της βιοποικιλότητας. Ωστόσο, μολονότι η τελική ημερομηνία μεταφοράς της τροποποιημένης οδηγίας για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ήταν η 14η Μαρτίου 1999, ορισμένα κράτη μέλη δεν έχουν ακόμη μεταφέρει καταλλήλως στην εθνική νομοθεσία τους την τροποποιημένη οδηγία. ΔΡΑΣΗ: Έλεγχος του κατά πόσον η μεταφορά της τροποποιημένης οδηγίας για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων στα κράτη μέλη καλύπτει ικανοποιητικά τα ζητήματα βιοποικιλότητας και συνέχιση της λήψεως νομικών μέτρων κατά των κρατών που δεν μεταφέρουν ικανοποιητικά την οδηγία. Στόχος: Μεταφορά, μέχρι το 2001, της οδηγίας από όλα τα κράτη μέλη. ΔΡΑΣΗ: Παρακολούθηση της εφαρμογής της τροποποιημένης οδηγίας για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων στα κράτη μέλη, με επικέντρωση στα ζητήματα βιοποικιλότητας. Στόχος: Πλήρης εφαρμογή εκ μέρους των κρατών μελών, μέχρι το 2002, της τροποποιημένης οδηγίας για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. ΔΡΑΣΗ: Ιδιαίτερη έμφαση στην ορθή εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας για έργα τα οποία χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του κανονισμού για τα διαρθρωτικά ταμεία, καθώς και για έργα που ενδέχεται να επηρεάσουν τόπους του Natura 2000. Στόχος: Εφαρμογή της ΕΠΕ για όλα τα συναφή έργα που χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

4.2.4. Στρατηγική περιβαλλοντική αξιολόγηση

81. Μετά την πρώτη ανάγνωση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Επιτροπή τροποποίησε την πρότασή της σχετικά με οδηγία για την στρατηγική περιβαλλοντική αξιολόγηση (ΣΠΑ), η οποία διαλαμβάνει την περιβαλλοντική αξιολόγηση σχεδίων και προγραμμάτων. Η τροποποιημένη αυτή πρόταση απετέλεσε την βάση διαπραγματεύσεων του Συμβουλίου, που ολοκληρώθηκαν τον Μάρτιο του 2000 με την υιοθέτηση της κοινής θέσεως. Η εν λόγω κοινή θέση απαιτεί, μεταξύ άλλων, υποχρεωτική ΣΠΑ για τα σχέδια και προγράμματα τα οποία ενδέχεται να επηρεάσουν τόπους του Natura 2000. Η έκδοση της οδηγίας ΣΠΑ, η οποία προβλέπεται για την άνοιξη του 2001, αναμένεται να αποτελέσει μείζον βήμα προς τη συνεκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων και αυτών στην βιοποικιλότητα. Η έκδοση αναμένεται να εξασφαλίσει την συνεκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων στα πρώιμα στάδια της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων για ορισμένα σχέδια και προγράμματα, σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης. ΔΡΑΣΗ: Με την έκδοση της οδηγίας για την στρατηγική περιβαλλοντική αξιολόγηση, να ελεγχθεί η μεταφορά της και να παρακολουθηθεί η εφαρμογή της στα κράτη μέλη, με έμφαση στα ζητήματα βιοποικιλότητας. Στόχος: Η μεταφορά από τα κράτη μέλη, μέχρι το 2002, της οδηγίας για την στρατηγική περιβαλλοντική αξιολόγηση.

4.2.5. Στήριξη της δημόσιας συμμετοχής στις διαδικασίες περιβαλλοντικής αξιολόγησης

82. Οι διατάξεις για την δημόσια ενημέρωση και ανταλλαγή απόψεων αποτελούν βασική συνιστώσα της περιβαλλοντικής αξιολόγησης όσον αφορά τις επιπτώσεις. Όχι μόνον οι διατάξεις αυτές συμβάλλουν στην ευαισθητοποίηση του κοινού σχετικά με την σημασία της βιοποικιλότητας, αλλά και διασφαλίζουν την συγκέντρωση και συνεκτίμηση, κατά την λήψη αποφάσεων, των τοπικά διαθέσιμων πληροφοριών.

83. Εκτός από τις νομοθετικές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση των διαδικασιών περιβαλλοντικής αξιολόγησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αύξηση της συμμετοχής των ενδιαφερομένων μερών θα αναβαθμίσει την περιβαλλοντική ευαισθησία του κοινού, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων βιοποικιλότητας, και θα συμβάλει στην αύξηση του περιβαλλοντικού προβληματισμού και της συνεκτίμησης της βιοποικιλότητας στις λήψεις αποφάσεων. ΔΡΑΣΗ: Αναθεώρηση των υφιστάμενων κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και χάραξη νέων κατευθυντηρίων γραμμών ώστε να προαχθεί η δημόσια συμμετοχή στις αξιολογήσεις έργων, σχεδίων και προγραμμάτων που ενδέχεται να επηρεάσουν την βιοποικιλότητα. Στόχος: Κατευθυντήριες γραμμές για το 2002

4.2.6. Πρόσβαση στις πληροφορίες, δημόσια συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων και πρόσβαση στην δικαιοσύνη όσον αφορά περιβαλλοντικά ζητήματα (η Σύμβαση του Aarhus)

84. Τον Ιούνιο του 1998, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα υπέγραψε την Σύμβαση της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (UN/ECE) του Aarhus. Και τα 15 κράτη μέλη είναι υπογεγραμμένα μέρη. Σύμφωνα με την τρέχουσα πρακτική ΕΚ, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα είναι σε θέση να επικυρώσει την σύμβαση αφ'ης στιγμής ευθυγραμμιστεί με τις διατάξεις της η σχετική νομοθεσία ΕΚ. Οι διατάξεις της Σύμβασης του Aarhus όσον αφορά την πρόσβαση στις πληροφορίες, την δημόσια συμμετοχή στην λήψη σχετικών με το περιβάλλον αποφάσεων και την πρόσβαση στην δικαιοσύνη, είναι, γενικά, πιο εξειδικευμένες απ'ό,τι η εν προκειμένω υφιστάμενη νομοθεσία ΕΚ.

85. Όσον αφορά την πρόσβαση στις πληροφορίες στα κράτη μέλη, τον Ιούνιο του 2000 η Επιτροπή πρότεινε οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την δημόσια πρόσβαση στις πληροφορίες τις σχετικές με το περιβάλλον [16], ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η ευθυγράμμιση με τις διατάξεις της Σύμβασης του Aarhus. ΔΡΑΣΗ: Όταν αυτή εκδοθεί, να εξασφαλιστεί η κατάλληλη εφαρμογή της οδηγίας όσον αφορά την πρόσβαση στις σχετικές με την βιοποικιλότητα πληροφορίες. Στόχος: Έκδοση της οδηγίας μέχρι τα τέλη του 2001

[16] COM(2001) 839

86. Όσον αφορά τη δημόσια συμμετοχή στην λήψη περιβαλλοντικών αποφάσεων στα κράτη μέλη, η Επιτροπή εξέδωσε τον Ιανουάριο του 2001, πρόταση για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση της συναφούς περιβαλλοντικής νομοθεσίας ΕΚ, ώστε να εξασφαλιστεί η ευθυγράμμιση με τις διατάξεις της Σύμβασης του Aarhus. ΔΡΑΣΗ: Εξασφάλιση της κατάλληλης εφαρμογής της οδηγίας όσον αφορά την δημόσια συμμετοχή στην λήψη σχετικών με την βιοποικιλότητα αποφάσεων. Στόχος: Έκδοση της οδηγίας μέχρι το 2002. Όσον αφορά την πρόσβαση στην δικαιοσύνη, έχουν ενσωματώσει οι σχετικές διατάξεις στις δύο προαναφερθείσες προτάσεις. ΔΡΑΣΗ: Εξέταση της σκοπιμότητας για τυχόν περαιτέρω μέσα σχετικά με τυχόν εκκρεμούντα θέματα πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Στόχος: Εκτίμηση των αναγκών για τυχόν νέα μέτρα, μέχρι το 2002.

4.2.7. Οικολογική σήμανση

87. Στην απόφαση V/15, η Συνδιάσκεψη των μερών στην Σύμβαση για την Βιολογική Ποικιλότητα, κατήρτισε πρόγραμμα εργασίας που προάγει την ανάπτυξη και εφαρμογή κοινωνικών, οικονομικών και νομικών κινήτρων για την διαφύλαξη και αειφορία της βιοποικιλότητας και απεφάσισε ότι οι δραστηριότητες του προγράμματος εργασίας πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη μεθόδων για την προώθηση των σχετικών με την βιοποικιλότητα πληροφοριών στις καταναλωτικές αποφάσεις μέσω, λόγου χάριν, της οικολογικής σήμανσης.

88. Ο κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 880/92 θεσπίζει κοινοτικό σύστημα απονομής οικολογικού σήματος. Το οικολογικό σήμα απονέμεται σε μεμονωμένα προϊόντα βάσει του καθορισμού ομάδων προϊόντων και σχετικών με αυτές οικολογικών κριτηρίων. Τα οικολογικά κριτήρια για κάθε ομάδα προϊόντων καθορίζονται βάσει της ανάλυσης των περιβαλλοντικών συνεπειών κατά τον κύκλο ζωής τους. Ο τρέχων κανονισμός προβλέπει 15 ομάδες προϊόντων. Τα κριτήρια απονομής του οικολογικού σήματος σε τέσσερις ομάδες προϊόντων, δηλαδή στα απορρυπαντικά πλυντηρίου ρούχων, απορρυπαντικά πλυντηρίου πιάτων, στο φωτοαντιγραφικό χαρτί και στα χαρτομάντηλα, είτε συμβάλλουν εμμέσως, είτε έχουν την δυνατότητα επηρεασμού της προστασίας της βιοποικιλότητας. Λόγου χάριν, τα οικολογικά κριτήρια για τα απορρυπαντικά πλυντηρίου ρούχων και πλυντηρίου πιάτων σχεδιάζονται με στόχο τον περιορισμό ή την εξάλειψη σειράς επικίνδυνων ουσιών που ενδέχεται να είναι τοξικές για τα υδατικά οικοσυστήματα.

89. Ο κανονισμός 880/92 αντικαταστάθηκε προσφάτως από νέο κανονισμό [17], ο οποίος επεκτείνει το κοινοτικό σύστημα απονομής οικολογικού σήματος στις υπηρεσίες. Η επέκταση αυτή παρουσιάζει ενδιαφέρον για την βιοποικιλότητα, λόγου χάριν στον τομέα του τουρισμού, όπου το σήμα μπορεί να απονεμηθεί σε τουριστικές επιχειρήσεις που σέβονται τα ειδικά σχετικά με την βιοποικιλότητα κριτήρια. Εν προκειμένω, η Επιτροπή δρομολόγησε προσφάτως μελέτη σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των τουριστικών εγκαταστάσεων. ΔΡΑΣΗ: Να εξασφαλιστεί ότι στα κριτήρια για το κοινοτικό σύστημα απονομής οικολογικού σήματος συνεκτιμάται ο παράγων "βιοποικιλότητα". Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες στα οποία έχει απονεμηθεί οικολογικό σήμα οφείλουν να στηρίζουν - και όχι να βλάπτουν - την βιοποικιλότητα. Στόχος: Οι συνιστώσες οι σχετικές με τον κύκλο ζωής του προϊόντος που συμβάλλουν στην θέσπιση κριτηρίων απονομής οικολογικού σήματος μετά το 2000, να περιλαμβάνουν, κατά περίπτωσιν, εκτίμηση των ενδεχόμενων επιπτώσεων του προϊόντος στην βιοποικιλότητα.

[17] Κανονισμός (EΚ) 1980 (2000)

90. Τα συστήματα δασικής πιστοποίησης μπορούν να συμπληρώνουν τα μέσα ΕΕ για την απονομή οικολογικού σήματος. Τα υφιστάμενα κριτήρια απονομής οικολογικού σήματος ΕΕ όσον αφορά τα δασικά προϊόντα, όπως το χαρτί, ορίζουν ότι οι ίνες ξύλου που χρησιμοποιούνται στα εν λόγω προϊόντα πρέπει να προέρχονται από δάση που τυγχάνουν αειφόρου διαχειρίσεως. ως εκ τούτου, συνεκτιμούν την διαφύλαξη της βιοποικιλότητας. Η δασική πιστοποίηση αποτελεί εκούσια διαδικασία, κατά την οποία ένας ανεξάρτητος πιστοποιητής βεβαιοί ότι η διαχείριση κάποιου δάσους είναι σύμφωνη με τα σύγχρονα πρότυπα αειφορίας, συμπεριλαμβανομένης της διαφύλαξης και της αειφόρου χρήσεως της βιοποικιλότητας. Η δασική πιστοποίηση αποβλέπει στο να καταδείξει στους καταναλωτές ότι το ξύλο ή τα προϊόντα ξύλου προέρχονται από δάση όπου η εμπορική εκμετάλλευση έχει αειφόρο χαρακτήρα και ακολουθεί την ορθή περιβαλλοντική πρακτική. Σε συνεργασία με τα ενδιαφερόμενα μέρη, πρέπει να ενθαρρυνθεί η χρήση αξιόπιστων συστημάτων δασικής πιστοποίησης. ΔΡΑΣΗ:

* Η προαγωγή της ανάπτυξης αξιόπιστων συστημάτων δασικής πιστοποίησης σε συνεργασία με τους ενδιαφερόμενους.

* Η ενσωμάτωση συστημάτων δασικής πιστοποίησης στα μέσα κοινοτικής πολιτικής, ανάλογα με την περίπτωση.

Στόχος: Ανακοίνωση για την δασική πολιτική της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης και πιστοποίησης, μέχρι το 2002.

4.2.8. Άλλα οικονομικά μέσα, συμπεριλαμβανομένου του οικολογιστικού ελέγχου

91. Συχνά, η απώλεια βιοποικιλότητας έχει κοινωνικά, οικονομικά και θεσμικά αίτια. Κατ'επέκτασιν, η απώλεια βιοποικιλότητας έχει κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις διαφόρων τύπων, όπως η μείωση των διαθέσιμων αγαθών, ο περιορισμός των προσφερόμενων, στις μελλοντικές γενεές, ευκαιριών, ή η εμφάνιση απειλών για την σημερινή ή για τις μελλοντικές γενεές. Ωστόσο, ο μετασχηματισμός μίας - κατά βάσιν φυσικής - έννοιας, όπως είναι η βιοποικιλότητα, σε μία κοινωνικοοικονομική, είναι δύσκολη, δεδομένου ότι, συχνά, τα οφέλη είναι απροσδιόριστα και διάχυτα, ενώ οι παράγοντες που τα επηρεάζουν δεν είναι πλήρως κατανοητοί.

92. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να προσδιοριστούν και να ποσοτικοποιηθούν τα οικονομικά εκείνα κίνητρα που είναι βλαπτικά για την βιοποικιλότητα, με βάση ήδη δρομολογημένες συνολικές αναλύσεις. Θα είναι επίσης αναγκαίο να αξιολογηθεί η χρήση μέσων αγοραίου προσανατολισμού για την διαφύλαξη ή την βελτίωση της βιοποικιλότητας, είτε πρόκειται για μέσα που επιδρούν κυρίως στις τιμές, όπως είναι τα χρηματοοικονομικά κίνητρα, οι επιβαρύνσεις ή οι φόροι, είτε για μέσα που επιδρούν στην ποιότητα και τις ποσότητες, όπως είναι οι ποσοστώσεις ή τα εμπορεύσιμα δικαιώματα ή άδειες που θα επιτρέψουν την δημιουργία αγορών. Η συγκέντρωση και διάχυση των πληροφοριών αποτελεί επίσης σημαντικό μέσο ευαισθητοποίησης του κοινού και, ως εκ τούτου, ενθάρρυνσης των καταναλωτών ώστε να στείλουν τα κατάλληλα μηνύματα μέσω των αγορών. ΔΡΑΣΗ: Δρομολόγηση μελέτης για τον καθορισμό και την ποσοτικοποίηση υφιστάμενων κινήτρων βλαπτικών για την βιοποικιλότητα καθώς και για την διερεύνηση της σκοπιμότητας της χρήσεως οικονομικών μέσων, επιδρώντων στις τιμές καθώς και στις ποσότητες, ώστε να ενθαρρυνθεί η διαφύλαξη ή ακόμη και η βελτίωση της βιοποικιλότητας. Στόχος: Δημοσίευση της μελέτης εντός του 2001.

93. Από καιρό, η βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων της βιομηχανίας αποτελεί μία από τις κύριες συνιστώσες της περιβαλλοντικής πολιτικής. Ένας νέος τρόπος βελτίωσης των περιβαλλοντικών επιδόσεων είναι η χρήση της ίδιας της δυναμικής των επιχειρήσεων και των αγορών για την βελτίωση των περιβαλλοντικών αποτελεσμάτων.

94. Ο κανονισμός για το σύστημα οικολογιστικής διαχείρισης και ελέγχου (EMAS) (κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1836/93), ο οποίος επιτρέπει την εκούσια συμμετοχή εταιρειών του βιομηχανικού τομέα σε κοινοτικό σύστημα οικολογιστικής διαχείρισης και ελέγχου, θεσπίζει ένα ευρωπαϊκό σύστημα συνδρομής των εταιρειών στην προσπάθειά τους να βελτιώσουν τις οικείες περιβαλλοντικές επιδόσεις. Ο εν λόγω κανονισμός τελεί υπό αναθεώρηση. Ο νέος κανονισμός (EMAS II) θα επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του, γενικότερα, σε άλλους φορείς, συμπεριλαμβανομένου του χρηματοοικονομικού τομέα, του τουρισμού και των δημοσίων αρχών. Επίσης, το EMAS II θα περιλαμβάνει πρότυπα ISO 14001. Έτσι, το ISO 14001 θα αποτελεί πρότυπο για τον σχεδιασμό συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης.

95. Το EMAS προσφέρει μια σαφή και αξιόπιστη δομή, η οποία μπορεί να προσαρμοστεί στην διαχείριση περιβαλλοντικών ζητημάτων σε οιαδήποτε επιχείρηση. Επιτρέπει στις οργανώσεις να έχουν σαφή εικόνα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων στην βιοποικιλότητα, τους βοηθάει στο να επισημαίνουν τις πλέον σημαντικές από αυτές, καθώς και να τις διαχειρίζονται σωστά. Για τις οργανώσεις, το EMAS σημαίνει αποδοτικότητα, περιβαλλοντικές βελτιώσεις και χρηματοοικονομικά οφέλη, καθώς και βελτιωμένη εικόνα. Για τα ενδιαφερόμενα μέρη και το κοινό, το EMAS σημαίνει ότι οι οργανώσεις αναλαμβάνουν την ευθύνη των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των δραστηριοτήτων τους και ότι η διαδικασία είναι διαφανής και αξιόπιστη. ΔΡΑΣΗ: Προαγωγή συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης και ελέγχου, στα οποία συνεκτιμάται η βιοποικιλότητα σε όλους τους τομείς οικονομικών δραστηριοτήτων Στόχος: Ανάπτυξη κατευθυντηρίων γραμμών σχετικών με την βιοποικιλότητα, μέχρι το 2003.

96. Οι δημόσιες προμήθειες αντιπροσωπεύουν το 14% του ΑΕΠ για το σύνολο της ΕΕ (άνω των 1.000 δισεκατομ. EUR) [18]. Ως εκ τούτου, το «πρασίνισμα» των δημοσίων προμηθειών μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην αλλαγή των αγορών και στην ενθάρρυνση της βιομηχανίας/των προμηθευτών να στραφούν σε περισσότερο αειφόρες μορφές κατανάλωσης.

[18] Στοιχεία του 1998.

97. Στις 10 Μαΐου, η Επιτροπή υιοθέτησε δύο προτάσεις οδηγιών για τις δημόσιες προμήθειες. Η πρώτη πρόταση συντονίζει τις διαδικασίες για την ανάθεση συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, συμβάσεων παροχής δημοσίων υπηρεσιών και συμβάσεων δημόσιων έργων. Η δεύτερη πρόταση συντονίζει τις διαδικασίες προμηθειών φορέων που δραστηριοποιούνται στους τομείς των υδάτων, της ενέργειας και των μεταφορών.

98. Και στις δύο προτάσεις, το περιβάλλον περιλαμβάνεται μεταξύ των «κριτηρίων ανάθεσης συμβάσεων» όταν η ανάθεση γίνεται στον «προσφέροντα τα περισσότερα οικονομικά πλεονεκτήματα».

99. Και οι δύο προτάσεις συνεπάγονται σημαντικές μεταβολές που αφορούν το περιβάλλον, όταν ορίζουν ότι «οι αναθέτουσες αρχές δύνανται να απαιτούν ιδιαίτερους όρους όσον αφορά τις επιδόσεις της σύμβασης, εφόσον οι εν λόγω όροι είναι συμβατοί με το κοινοτικό δίκαιο». Αυτό σημαίνει ότι στις ρήτρες της σύμβασης, όταν γίνεται αναφορά στην εκτέλεση της σύμβασης, μπορούν να εισαχθούν περιβαλλοντικές (και, επίσης, κοινωνικές) απαιτήσεις.

100. Τέλος, η Επιτροπή θα εκδώσει, το 2001, ερμηνευτική ανακοίνωση για τις δημόσιες προμήθειες και το περιβάλλον, η οποία αναμένεται να αποσαφηνίσει τις δυνατότητες ενσωμάτωσης του περιβάλλοντος στις δημόσιες προμήθειες. ΔΡΑΣΗ: Ενθάρρυνση της ενσωμάτωσης κριτηρίων βιοποικιλότητας στην εφαρμογή των σχετικών με τις δημόσιες προμήθειες οδηγιών. Στόχος: Υποβολή ερμηνευτικής ανακοίνωσης για τις δημόσιες προμήθειες και το περιβάλλον η οποία, μεταξύ άλλων, διαλαμβάνει και ζητήματα βιοποικιλότητας, το 2001.

4.2.9. Χημικές ουσίες

101. Οι τρέχουσες πληροφορίες για την περιβαλλοντική τοξικότητα των περισσότερων χημικών ουσιών που κυκλοφορούν σήμερα στην αγορά ΕΕ είναι ανεπαρκείς. Ωστόσο, η πείρα έχει δείξει ότι ορισμένες χημικές ουσίες παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα τοξικότητας, με σημαντικό αντίκτυπο στην βιοποικιλότητα. Λόγου χάριν, η διαδεδομένη χρήση DDT προκάλεσε αναπαραγωγικές διαταραχές στα πτηνά, ως αποτέλεσμα της λέπτυνσης του περιβλήματος των αυγών, ενώ η ουσία τριβουτυλτίνη που χρησιμοποιείται ως αντιρρυπαντικό μέσον στα ύφαλα των σκαφών είχε ως αποτέλεσμα την αρρενοποίηση θήλεων θαλάσσιων κοχλιών. Είναι λυπηρό ότι οι σχετικές αποκαλύψεις έγιναν αφού είχε ήδη προκληθεί σοβαρή βλάβη.

102. Στην αναμενόμενη Λευκή Βίβλο σχετικά με την μελλοντική στρατηγική όσον αφορά την πολιτική της ΕΕ στον τομέα των χημικών ουσιών, η Επιτροπή θα προτείνει την συγκέντρωση περαιτέρω πληροφοριών σχετικά με τις χημικές ουσίες που κυκλοφορούν σήμερα στην αγορά της ΕΕ. Τότε θα απαιτηθούν λεπτομερέστερες πληροφορίες σχετικές με την τοξικότητα των χημικών ουσιών που εγκυμονούν τους μεγαλύτερους κινδύνους για το περιβάλλον. Βάσει των πληροφοριών αυτών, θα μπορούσαν να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα περιορισμού των κινδύνων για το περιβάλλον, γενικότερα, και για την βιοποικιλότητα, ειδικότερα. ΔΡΑΣΗ: Αντιμετώπιση της χημικής απειλής στην βιοποικιλότητα μέσω της συγκέντρωσης πληροφοριών σχετικών με την περιβαλλοντική τοξικότητα και της εφαρμογής των κατάλληλων μέτρων περιορισμού των κινδύνων. Στόχος: Δημοσίευση σχετικών προτάσεων στην Λευκή Βίβλο για μελλοντική στρατηγική όσον αφορά την πολιτική της ΕΕ στον τομέα των χημικών ουσιών, στις αρχές του 2001.

103. Ένας ειδικός τομέας στον οποίο η Επιτροπή ανέπτυξε στρατηγική βάσει της αρχής της προφύλαξης, είναι ο τομέας των χημικών ενδοκρινικών διαταρακτών. Η επιστημονική επιτροπή της Επιτροπής για την τοξικότητα, την οικοτοξικότητα και το περιβάλλον προσδιόρισε ένα «δυνητικό παγκόσμιο πρόβλημα» για την άγρια πανίδα και χλωρίδα και δήλωσε ότι «οι αναπαραγωγικές και αναπτυξιακές διαταραχές που συνδέονται αιτιολογικά με τους χημικούς ενδοκρινικούς διαταράκτες είναι καλά τεκμηριωμένες σε σειρά ειδών της άγριας πανίδας και χλωρίδας και έχουν προκαλέσει τοπικές και πληθυσμιακές μεταβολές». ΔΡΑΣΗ: Αντιμετώπιση των ενδεχόμενων προβλημάτων των ενδοκρινικών διαταρακτών στην βιοποικιλότητα, μέσω της εφαρμογής της κοινοτικής στρατηγικής για τους ενδοκρινικούς διαταράκτες

4.3. Στήριξη της βιοποικιλότητας με τη βοήθεια πολιτικών που αντιμετωπίζουν το ζήτημα των γενετικών πόρων

4.3.1. Αλλόχθονα εισβάλλοντα είδη

104. Τα αλλόχθονα εισβάλλοντα είδη αποτελούν μείζονα πηγή ανησυχίας για την βιοποικιλότητα τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και σε επίπεδο ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα θέσπισε προστατευτικά μέτρα για το ζήτημα αυτό. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται έλεγχοι εισαγωγών που προβλέπονται στον σχετικό με την CITES κανονισμό, καθώς και προστατευτικά μέτρα κατά της εισαγωγής, στην Κοινότητα, οργανισμών επιβλαβών για τα φυτά ή για τα φυτικά προϊόντα. Υπάρχουν επίσης μέτρα κατά της εξάπλωσής τους στην Κοινότητα. Επίσης, οι οδηγίες για τα πτηνά και για τα ενδιαιτήματα παρέχουν ένα συμπληρωματικό νομικό πλαίσιο δράσης στον εν λόγω τομέα. Τέλος, πρέπει να αναφερθούν τα περαιτέρω κοινοτικά μέτρα που προβλέπονται στο πλαίσιο της Διεθνούς Σύμβασης για την Προστασία των Φυτών, καθώς και της Διεθνούς Οργάνωσης Επιζωοτιών, και τα οποία καθορίζονται στο σχέδιο δράσης για την γεωργία και την βιοποικιλότητα. ΔΡΑΣΗ: Ενημέρωση του καταλόγου των αλλοχθόνων εισβαλλόντων ειδών, τα οποία είναι γνωστό ότι συνιστούν οικολογική απειλή για την εντόπια χλωρίδα και πανίδα, για τα ενδιαιτήματα και οικοσυστήματα στην ΕΕ, στο πλαίσιο του κανονισμού CITES. Επίσης, υπαγωγή του καταλόγου στον μηχανισμό συμψηφισμού της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στο πλαίσιο της Σύμβασης για την Βιοποικιλότητα. ΔΡΑΣΗ: Διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών, μέσω του μηχανισμού συμψηφισμού της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σχετικά με την υφιστάμενη νομοθεσία, τις κατευθυντήριες γραμμές και την πείρα, καθώς και με τα μέτρα αποτροπής της εισαγωγής, του ελέγχου ή της εξάλειψης των αλλοχθόνων εισβαλλόντων ειδών.

105. Αφού το πρόβλημα των αλλοχθόνων εισβαλλόντων ειδών έχει διεθνή χαρακτήρα, είναι σημαντικό να εξευρεθούν λύσεις σε διεθνές, και πάλι, επίπεδο. ΔΡΑΣΗ: Ανάπτυξη διεθνών κατευθυντηρίων γραμμών για την αντιμετώπιση του προβλήματος των αλλοχθόνων εισβαλλόντων ειδών στο πλαίσιο της Σύμβασης για τη Βιοποικιλότητα. Στόχος: Προώθηση της επεξεργασίας διεθνών κατευθυντηρίων γραμμών προς έγκριση από την 6η συνδιάσκεψη των μερών στην Σύμβαση για την Βιοπικοιλότητα.

4.3.2. Διαχείριση της βιοτεχνολογίας

106. Η πρόσφατη ανάδυση νέων τεχνολογιών και τεχνικών ακριβείας στον τομέα των γενετικών τροποποιήσεων προσφέρει νέες δυνατότητες, λόγου χάριν σε γεωργικές πρακτικές λιγότερο βλαπτικές για το περιβάλλον, καθώς και στην πληρέστερη εκτίμηση του γενετικού δυναμικού των φυσικών ειδών. Ωστόσο, πρέπει να συνεκτιμώνται οι τυχόν κίνδυνοι για την βιοποικιλότητα. Η σκόπιμη απελευθέρωση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και η υιοθέτηση σύγχρονης βιοτεχνολογίας στα τρόφιμα και στα φυτά αποτελεί το αντικείμενο έντονου δημόσιου και πολιτικού διαλόγου, με ιδιαίτερη έμφαση στις δυνητικές μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, καθώς και στο ζήτημα της ασφάλειας των τροφίμων.

107. Η οδηγία 90/220/ΕΟΚ αποτελεί τον πυρήνα του κανονιστικού πλαισίου για την βιοτεχνολογία. Καθορίζει τις διαδικασίες εγκρίσεων, τόσο για τις πειραματικές απελευθερώσεις γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ) (Μέρος Β), όσο και για την θέση σε κυκλοφορία προϊόντων που περιέχουν ΓΤΟ (Μέρος Γ) και αποβλέπει στην εξασφάλιση υψηλών επιπέδων προστασίας για την υγεία του ανθρώπου και για το περιβάλλον.

108. Η οδηγία καθορίζει διαδικασίες για την σκόπιμη ελευθέρωση ΓΤΟ στο περιβάλλον, η οποία περιλαμβάνει μία συνολική εκτίμηση των ενδεχόμενων κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου και για το περιβάλλον. Απαιτούνται στοιχεία σχετικά τόσο με το άμεσο, όσο και με το ευρύτερο περιβάλλον υποδοχής, ως τμήμα των αιτήσεων για πειραματικές ελευθερώσεις στο πλαίσιο του Μέρους Β της οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της γεωγραφικής θέσεως, της φυσικής ή βιολογικής εγγύτητας με σημαντικούς έμβιους οργανισμούς, της εγγύτητας με προστατευόμενες ζώνες, της απόστασης από τις πλησιέστερες περιοχές που προστατεύονται για περιβαλλοντικούς σκοπούς. Στις κοινοποιήσεις πρέπει να περιλαμβάνονται λεπτομερή στοιχεία για την πανίδα και χλωρίδα, συμπεριλαμβανομένων των καλλιεργειών, των κατοικίδιων και αγροτικών ζώων, καθώς και των αποδημητικών ειδών, όπως επίσης και περιγραφή των στοχευόμενων και μη στοχευόμενων οικοσυστημάτων που ενδέχεται να θιγούν, και σύγκριση του φυσικού ενδιαιτήματος του οργανισμού υποδοχής με τον(τους) προτεινόμενο(ους) τόπο(ους) ελευθέρωσης.

109. Απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία για τις κοινοποιήσεις που αφορούν την θέση σε κυκλοφορία ΓΤΟ υπαγόμενων στο μέρος Γ της οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων χρήσεως και, ενδεχομένως, του τύπου περιβάλλοντος ή/και γεωγραφικής(ών) ζώνης(ών) της Κοινότητας για την(τις) οποία(ες) είναι κατάλληλο το προϊόν.

110. Η οδηγία 90/220/ΕΟΚ τελεί υπό αναθεώρησιν και επιδιώκεται η αύξηση της αποδοτικότητας και διαφάνειας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, εξασφαλίζοντας εκ παραλλήλου υψηλά επίπεδα προστασίας για την υγεία του ανθρώπου και για το περιβάλλον, μέσω αυστηρότερων κανόνων για την σκόπιμη ελευθέρωση ΓΤΟ. ΔΡΑΣΗ: Εξασφάλιση ότι, σύμφωνα με την έκδοση της αναθεωρημένης οδηγίας, η θέσπιση υποχρεωτικής παρακολούθησης, επισήμανσης και ανιχνευσιμότητας σε όλα τα στάδια της διαδικασίας θέσεως σε κυκλοφορία, επιτρέπει στα κράτη μέλη την παρακολούθηση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων στο περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών στην βιοποικιλότητα. Στόχοι: Έκδοση της οδηγίας το 2001 Πρόληψη ή ελαχιστοποίηση των δυσμενών συνεπειών στην βιοποικιλότητα από την ελευθέρωση ΓΤΟ.

111. Η οδηγία 90/219/ΕΟΚ για την περιορισμένη χρήση γενετικά τροποποιημένων μικροοργανισμών (ΓΤΜ) αφορά τις δραστηριότητες με ΓΤΜ υπό καθορισμένους όρους περιορισμού, τόσο στα ερευνητικά εργαστήρια, όσο και στις βιομηχανικές μονάδες. Η οδηγία ορίζει ότι η περιορισμένη χρήση ΓΤΜ πρέπει να είναι τέτοια ώστε να περιορίζονται οι ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες για την υγεία του ανθρώπου και για το περιβάλλον, επιδεικνυομένης της δέουσας προσοχής στην πρόληψη των ατυχημάτων και στον έλεγχο των αποβλήτων. Τα ανωτέρω συνεπάγονται ταξινόμηση των ΓΤΜ σε σχέση με τους κινδύνους που εγκυμονούν, καθώς και την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων περιορισμού. Ενώ η επαφή των ΓΤΜ με το περιβάλλον πρέπει να είναι περιορισμένη, μέσω της εφαρμογής κατάλληλων μέτρων περιορισμού, στην εκτίμηση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι πιθανότητες τυχαίας διαφυγής στο περιβάλλον. Απαιτούνται επίσης σχέδια για την αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης σε σχέση με τέτοιες διαρροές.

112. Η οδηγία 98/81/ΕΚ, η οποία τροποποιεί την οδηγία 90/219/ΕΟΚ, εκδόθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1998 και περιέχει διατάξεις σε σχέση με τους κινδύνους που εγκυμονούν εργασιακές δραστηριότητες (αντί για διαδικασίες), μολονότι το μέγεθος και η κλίμακα της διαδικασίας συνυπολογίζεται στην εκτίμηση των κινδύνων. Οι αρχές για την νέα διαδικασία εκτίμησης των κινδύνων έχουν καθοριστεί σε παράρτημα και έχουν ληφθεί μέτρα βελτίωσης της απόδοσης της οδηγίας, συνδέοντας τις διοικητικές διαδικασίες και τις απαιτήσεις περί κοινοποιήσεων με τους κινδύνους που προκύπτουν από τις δραστηριότητες στις οποίες εμπλέκονται ΓΤΜ. Η βασισμένη στους κινδύνους προσέγγιση της οδηγίας επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις στη βιομηχανία όσον αφορά την παραγωγή τους, πλην όμως αυτό αναμένεται να αντισταθμιστεί από τον καθορισμό κατευθυντηρίων γραμμών για την αποσαφήνιση των διαδικασιών εκτίμησης των κινδύνων. ΔΡΑΣΗ: Εξασφάλιση της κατάλληλης μεταφοράς της οδηγίας 98/81/ΕΚ στο εθνικό δίκαιο καθώς και της κατάλληλης εφαρμογής της από τα κράτη μέλη, σε σχέση τους κινδύνους για την βιοποικιλότητα. Στόχος: Απουσία αρνητικών επιπτώσεων στην βιοποικιλότητα από την περιορισμένη χρήση ΓΤΜ.

4.3.3. Διατήρηση ex-situ [19]

[19] Βλέπε επίσης Σχέδιο Δράσεως για την Βιοποικιλότητα στον τομέα της Γεωργίας

4.3.3.1. Ζωολογικοί κήποι

113. Η οδηγία 99/22/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Μαρτίου 1999 για την διατήρηση άγριων ζώων στους ζωολογικούς κήπους θεσπίζει όρους για την παροχή αδειών στους ζωολογικούς κήπους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η οδηγία απαιτεί από τους ζωολογικούς κήπους στην Κοινότητα να συμβάλουν στην διαφύλαξη της βιοποικιλότητας, συμμετέχοντας στις ακόλουθες δραστηριότητες:

* Έρευνα, ώστε να ωφελούνται τα είδη από πλευράς διατήρησης και να συνδέεται η in-situ και ex-situ διατήρηση, λόγου χάριν, μέσω προγραμμάτων επανεισαγωγής.

* Δημόσια εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση όσον αφορά την διαφύλαξη της βιοποικιλότητας, ιδίως μέσω της παροχής πληροφοριών για τα εκτιθέμενα είδη και για τα φυσικά ενδιαιτήματά τους.

* Εξασφαλίζοντας συνθήκες διαβίωσης των ζώων που ικανοποιούν τις βιολογικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις διατήρησης των συγκεκριμένων ειδών.

114. Στις 15 Μαρτίου 2000 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πραγματοποίησε ενημερωτικό σεμινάριο για τα κράτη μέλη, με σκοπό την ανταλλαγή απόψεων για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με τους ζωολογικούς κήπους. Τα κράτη μέλη καλούνται να έχουν θεσπίσει την αναγκαία, για την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας νομοθεσία, μέχρι τις 9 Απριλίου 2002. ΔΡΑΣΗ: Έκδοση αδειών για όλους τους υπάρχοντες ζωολογικούς κήπους, εφόσον πληρούν τα κριτήρια τα σχετικά με την διαφύλαξη της βιοποικιλότητας. Στόχος: Έκδοση αδειών για τους ζωολογικούς κήπους μέχρι τον Απρίλιο του 2003 ΔΡΑΣΗ: Έκδοση αδειών για τους τυχόν νέους ζωολογικούς κήπους, με βάση κριτήρια διαφύλαξης της βιοποικιλότητας, προτού αυτοί ανοίξουν για το κοινό. Στόχος: Απαγόρευση ανοίγματος νέων ζωολογικών κήπων χωρίς την χορήγηση σχετικής άδειας.

4.3.3.2. Βοτανικοί κήποι

115. Η ex situ διατήρηση αναγνωρίζεται ως μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες των βοτανικών κήπων στην διαφύλαξη και αειφόρο χρήση της βιοποικιλότητας. Οι ex-situ συλλογές τους προσφέρουν υλικό για ολοκληρωμένη διατήρηση (με συνδυασμό ex situ και in situ τεχνικών διατήρησης). Οι δραστηριότητές τους είναι σημαντικές, μεταξύ άλλων, για την επανεισαγωγή ειδών σε θιγέντα ενδιαιτήματα και για την αύξηση των πληθυσμών των ειδών ως τμήματος της οικοσυστημικής διαχείρισης, για την έρευνα και εκπαίδευση, για την συλλογή υλικού προς εισαγωγή στο εμπόριο των φυτωρίων καθώς και για την φαρμακευτική βιομηχανία και την φυτοπροστατευτική βιομηχανία, την τοπική γεωργία, την φύτευση για αισθητικούς σκοπούς και την τοπική δασοκομία. Στην ex situ διατήρηση μπορούν να περιλαμβάνονται η διατήρηση ειδών ολόκληρων ατόμων καθώς και σπόρων, γύρεως, φυτικού πολλαπλασιαστικού υλικού καθώς και ιστών ή κυτταρικών καλλιεργειών.

116. Τον Απρίλιο του 2000 το Ευρωπαϊκό Κονσόρτιουμ Βοτανικών Κήπων δημοσίευσε «Σχέδιο Δράσης για τους Βοτανικούς Κήπους στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Η εφαρμογή του εν λόγω σχεδίου δράσης θα συμβάλει σημαντικά στην επίτευξη των σχετικών στόχων της στρατηγικής για την βιοποικιλότητα. ΔΡΑΣΗ: Ενθάρρυνση της υλοποίησης των σχετικών με την διατήρηση της βιοποικιλότητας συνιστωσών του «Σχεδίου Δράσης για τους Βοτανικούς Κήπους στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Στόχος: Η αντιμετώπιση των σχετικών με την βιοποικιλότητα ζητημάτων από όλους τους βοτανικούς κήπους της ΕΕ που υιοθετούν τα συστήματα περιβαλλοντικής παρακολούθησης και ελέγχου (EMAS).

5. Συμβολη στην διαφυλαξη τησ βιοποικιλοτητασ σε παγκοσμιο επιπεδο

117. Η επίτευξη του εν λόγω στόχου περιβαλλοντικής ποιότητας απαιτεί την λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση των ακόλουθων στόχων που καθορίζονται στην κοινοτική στρατηγική για την βιοποικιλότητα:

* Εφαρμογή του κανονισμού ΕΚ για την CITES και προσαρμογή του, ώστε να αντανακλά τις περαιτέρω αποφάσεις της Συνδιάσκεψης των Μερών στην CITES

* Βελτίωση του συντονισμού μεταξύ πρωτοβουλιών στα διεθνή φόρουμ στον τομέα της αλλαγής του κλίματος, της καταστροφής της στιβάδας του όζοντος και της ερήμωσης, ώστε να αποφεύγεται η αλληλεπικάλυψη των προσπαθειών, ιδίως όσον αφορά τις διαδικασίες υποβολής αναφορών

* Προσδιορισμός των αλληλεπιδράσεων μεταξύ της Σύμβασης για την Βιοποικιλότητα και των δραστηριοτήτων που υπάγονται σε άλλες υφιστάμενες διεθνείς συμφωνίες, προκειμένου να βελτιστοποιηθούν οι ευκαιρίες συνέργειας

5.1. Εφαρμογή του κανονισμού ΕΚ CITES και προσαρμογή του, ώστε να αντανακλά, τις περαιτέρω αποφάσεις της Συνδιάσκεψης των Μερών στην CITES

118. Η χρήση της άγριας πανίδας και χλωρίδας στο διεθνές εμπόριο δύναται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην διατήρηση και αειφόρο χρήση των πόρων βιοποικιλότητας, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες. Πρόκειται για βιομηχανία με κύκλο εργασιών δισεκατομμυρίων ευρώ, η οποία εμπλέκει εκατοντάδες εκατομμύρια ζώα και φυτά κάθε χρόνο. Η πολυμερής συμφωνία για το περιβάλλον που αποβλέπει στην διατήρηση του εν λόγω εμπορίου σε αειφόρα επίπεδα και στην αποτροπή της εξαφάνισης των ειδών που εμπλέκει, είναι η Σύμβαση για το Διεθνές Εμπόριο Ειδών της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας που απειλούνται με εξαφάνιση (CITES).

119. Όσον αφορά τα είδη που καλύπτονται από την CITES, η ΕΕ αντιπροσωπεύει το 30% του παγκόσμιου εμπορίου σε πρωτεύοντα είδη, το 65% του παγκόσμιου εμπορίου σε πτηνά και το 75% σε άγρια φυτά. Ως εκ τούτου, η ΕΕ αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παγκόσμιους καταναλωτές προϊόντων της άγριας πανίδας και χλωρίδας και, κατά συνέπεια, οφείλει να εξασφαλίσει ότι η κατανάλωση αυτή κινείται σε διατηρήσιμα επίπεδα.

120. Όταν ετέθη σε ισχύ η CITES, το 1975, δεν υπήρχε πρόβλεψη για την προσχώρηση περιφερειακών οργανώσεων οικονομικής ολοκλήρωσης όπως η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Μολονότι το κείμενο της σύμβασης τροποποιήθηκε το 1983 («τροποποίηση της Gaborone»), ώστε να καταστεί δυνατή μια τέτοια προσχώρηση, η μεταβολή αυτή επικυρώθηκε από ανεπαρκή αριθμό μερών στην CITES και έτσι δεν κατέστη δυνατή η θέση της σε ισχύ. Αυτό προκαλεί δυσκολίες στην διεθνή εφαρμογή και στην ικανότητα της Κοινότητας να διαδραματίσει πλήρως τον ρόλο της στο πλαίσιο της CITES. Ωστόσο, η ΕΚ αποδίδει μεγάλη σημασία στις αρχές της σύμβασης και έχει θεσπίσει ένα πλήρες νομοθετικό πλαίσιο για την εμπορία ειδών της άγριας πανίδας και χλωρίδας. Πρόκειται για ένα από τα πληρέστερα και συνολικότερα νομοθετικά πλαίσια εφαρμογής της CITES, παγκοσμίως. ΔΡΑΣΗ: Συνέχιση των διπλωματικών προσπαθειών για την επικύρωση της τροποποίησης της Gaborone. Στόχος: Θέση σε ισχύ της τροποποίησης της Gaborone πριν από την 12η Συνδιάσκεψη των Μερών στην CITES (2002).

121. Ο κανονισμός της ΕΚ για την CITES, όπως εξάλλου και η Σύμβαση CITES, βασίζονται σε σύστημα εισαγωγικών και εξαγωγικών αδειών για είδη τα οποία ενδεχομένως απειλούνται από το διεθνές εμπόριο, ενώ εφαρμόζονται διαφορετικοί όροι στις άδειες, ανάλογα με τον βαθμό της απειλής στον οποίο εκτίθενται τα είδη από το διεθνές εμπόριο. Όντας σημαντική αγορά για τα προϊόντα της άγριας πανίδας και χλωρίδας, η ΕΕ αποφάσισε να λάβει αυστηρότερα μέτρα από αυτά που προβλέπει η σύμβαση CITES, διαπιστώνοντας μόνη της το αβλαβές της εισαγωγής, προτού επιτραπεί η εισαγωγή ατόμων από κάποιο από τα 30.000 είδη που καλύπτονται από τον κανονισμό. Η διαπίστωση αυτή διενεργείται από επιστήμονες στο εισάγον κράτος μέλος της ΕΕ οι οποίοι πρέπει να είναι σίγουροι ότι η εισαγωγή δεν συνιστά απειλή για το συγκεκριμένο είδος. Οι διαπιστώσεις αυτές εναρμονίζονται σε επίπεδο ΕΕ οι οποίοι μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών και οριστικοποιούνται μόνο μετά από διεξοδικές διαβουλεύσεις με τις εξάγουσες χώρες στις οποίες, βεβαίως, εναπόκειται, κατά κύριο λόγο, να εξασφαλίσουν την αειφόρο χρήση του εν λόγω πόρου.

122. Λόγω της απουσίας τελωνειακών ελέγχων μεταξύ των κρατών μελών, τα προϊόντα άγριας πανίδας και χλωρίδας κυκλοφορούν ελεύθερα στην ΕΕ. Κατά συνέπεια, είναι σημαντική η εκ μέρους των ομοιόμορφη εφαρμογή της νομοθεσίας. Ο κανονισμός της ΕΚ για την CITES αποτελεί άμεσα εφαρμοστέο νομοθέτημα σε όλα τα κράτη μέλη και χρειάζεται μόνο συμπλήρωση, σε εθνικό επίπεδο, από μέτρα όπως είναι ο καθορισμός των αρμόδιων αρχών των λιμένων εισαγωγής των προϊόντων της άγριας πανίδας και χλωρίδας και ο καθορισμός κυρώσεων για τις παραβάσεις του νόμου. Ο συντονισμός εξασφαλίζεται μέσω τακτικών συνεδριάσεων των διαχειριστικών αρχών των κρατών μελών (διοικητικά ζητήματα), των επιστημονικών αρχών (επιστημονικά ζητήματα) και της ομάδας εφαρμογής (εφαρμογή) των ως άνω προεδρευομένων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

123. Μετά από κάθε Συνδιάσκεψη των Μερών στην CITES, οι κανονισμοί ΕΚ της CITES ευθυγραμμίζονται με τις ειδικές αποφάσεις και ψηφίσματα της CITES. Ο στόχος είναι πάντοτε η εφαρμογή όλων των δράσεων στις οποίες συμφωνεί η CITES, κατά τον πληρέστερο δυνατό τρόπο και εντός των χρονικών ορίων που υποδεικνύει η CITES. ΔΡΑΣΗ: Υποβολή τροποποιητικών κανονισμών, ώστε να αντανακλώνται τα αποτελέσματα της 11ης Συνδιάσκεψης των Μερών του Απριλίου 2000. Στόχος: Εφαρμογή κανονισμού μεταβάλλοντος τα επίπεδα προστασίας από το διεθνές εμπόριο, σε διάφορα είδη στα οποία έχουν συμφωνήσει τα Μέρη στην CITES, ώστε να αντανακλώνται οι τρέχουσες ανάγκες διατήρησής τους. Στόχος: Εφαρμογή κανονισμού υλοποιούντος ψηφίσματα και αποφάσεις στα οποία συμφώνησε η Συνδιάσκεψη των Μερών στην CITES, ώστε να εξασφαλίζεται καθοδήγηση και ερμηνεία στις διατυπώσεις που χρησιμοποιούνται στο κείμενο της Σύμβασης.

124. Μολονότι το γεγονός ότι η ΕΚ δεν αποτελεί, αυτή καθαυτή μέρος στην CITES, περιορίζει τις δυνατότητές της, η Επιτροπή συμβάλλει χρηματοδοτικά στις ερευνητικές δραστηριότητες που προάγουν παγκοσμίως την CITES. Την πενταετία 1996-2000, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δαπάνησε 1,4 εκατομ. EUR για μέτρα στήριξης της εφαρμογής του κανονισμού της CITES, μέρος των οποίων - βάσεις δεδομένων για τα είδη, στατιστικές και τεχνικές εκθέσεις - ήταν υπέρ της CITES, γενικότερα. Η Επιτροπή δαπάνησε περαιτέρω 700.000 EUR κατά την ίδια περίοδο για ειδική επιστημονική έρευνα σε σχέση με την αειφόρο χρήση των ειδών που καλύπτονται από τον κανονισμό ΕΚ της CITES και από την CITES. Οι δραστηριότητες αυτές άρχιζαν από την κατάρτιση διαχειριστικού σχεδίου για την εκμετάλλευση των χαμαιλεόντων στην Μαγαδασκάρη και τελείωναν στην επισκόπηση του διεθνούς εμπορίου ασιατικών ορχιδέων. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε σε ενέργειες αναπτυξιακής συνεργασίας και απέβλεψε ειδικά στην εφαρμογή της CITES, ιδιαίτερα μέσω της χρηματοδότησης συντονιστή των προσπαθειών για κανονιστική ρύθμιση του εμπορίου ελεφαντόδοντος. ΔΡΑΣΗ: Συνέχιση των βασικών συμβάσεων στήριξης για την πλήρη εφαρμογή των διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας που διέπει το εμπόριο ειδών της άγριας πανίδας και χλωρίδας. Στόχος: Συνέχιση της πλήρους εφαρμογής. ΔΡΑΣΗ: Συνέχιση της στήριξης ad hoc επιστημονικής έρευνας σχετιζόμενης με την αειφόρο χρήση των ειδών που καλύπτονται από τους κανονισμούς της ΕΚ για την CITES, καθώς και από την ίδια την CITES. Στόχος: Διατήρηση των τρεχόντων επιπέδων χρηματοδότησης, μέχρις ότου η ΕΚ καταστεί, αυτή καθαυτή, μέρος στην CITES οπότε θα αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο αμεσότερης στήριξης της CITES, ούτως ώστε να καλυφθούν οι υποχρεώσεις των Μερών.

125. Ο κανονισμός της ΕΚ για την CITES επιφορτίζει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να ενημερώνουν τα θιγόμενα τμήματα του πληθυσμού για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού. Την πενταετία 1996-2000, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρηματοδότησε με 600.000 EUR μία μείζονα ενημερωτική εκστρατεία, σε παγκοινοτική κλίμακα, εστιασμένη κατά κύριο λόγο στα αεροδρόμια και στους θαλάσσιους λιμένες, με στόχο την ενημέρωση των ταξιδιωτών σχετικά με την συνεισφορά τους στην αειφόρο χρήση των φυσικών πόρων μέσω κατάλληλων καταναλωτικών συμπεριφορών που επηρεάζουν το εμπόριο των απειλούμενων με εξαφάνιση ειδών.

126. Η Επιτροπή χρηματοδότησε ιστοθέση στο Διαδίκτυο, όπου παρουσιάζονται τα βασικά βιολογικά και εμπορικά δεδομένα σχετικά με 10.000 είδη περίπου. Η εν λόγω βάση δεδομένων είναι διαθέσιμη για λεπτομέρειες της τρέχουσας πολιτικής ΕΕ έναντι της εισαγωγής δειγμάτων των περί ων ο λόγος ειδών. Στο πλαίσιο της αύξησης της διαφάνειας, η επόμενη κίνηση είναι η πληρέστερη παροχή πληροφοριών στην ιστοθέση Europa της Επιτροπής σχετικά με την διαδικασία λήψεως αποφάσεων όσον αφορά τους εμπορικούς ελέγχους της ΕΕ στα είδη της άγριας πανίδας και χλωρίδας. Αυτό εξυπηρετεί δύο σκοπούς: πρώτον, την ενημέρωση των θιγόμενων τμημάτων της κοινωνίας (εμπόρους, επιχειρήσεις, κατόχους κατοικιδίων ζώων κλπ.) για την κοινοτική πολιτική και την εφαρμογή της και δεύτερον, την εξασφάλιση ότι τα υφιστάμενα υψηλά επίπεδα ενδιαφέροντος του κοινού στον τομέα αυτόν συνοδεύονται από πλήρη κατανόηση των διακυβευόμενων και των εν προκειμένω δράσεων της Επιτροπής και των κρατών μελών. ΔΡΑΣΗ: Συνέχιση της χρηματοδότησης και ανάπτυξη της εξωτερικής βάσης δεδομένων ειδών με βασικά βιολογικά και εμπορικά δεδομένα για τα είδη που καλύπτονται από τους κανονισμούς ΕΕ, καθώς και λεπτομέρειες της τρέχουσας πολιτικής ΕΕ έναντι των εισαγωγών των περί ων ο λόγος ειδών. Στόχος: Διατήρηση της χρηματοδότησης στα σημερινά επίπεδα και ετήσια επανεξέταση του περιεχομένου και του σχεδιασμού της ιστοθέσης, με ενδεχόμενες, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, τροποποιήσεις. ΔΡΑΣΗ: Επέκταση της ιστοθέσης της Επιτροπής Europa για το εμπόριο ειδών της άγριας πανίδας και χλωρίδας, ώστε να περιληφθούν πολύ περισσότερες λεπτομέρειες για την κοινοτική πολιτική και διοίκηση και να συνδεθεί με τον μηχανισμό συμψηφισμού της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στο πλαίσιο της σύμβασης για την Βιοποικιλότητα. Στόχος: Η επεκταθείσα ιστοθέση να είναι προσβάσιμη το 2001. ΔΡΑΣΗ: Περιοδική επανεξέταση των μέτρων, των λαμβανόμενων σε επίπεδο Κοινότητας και κρατών μελών, για την προβολή των διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με το εμπόριο ειδών της άγριας πανίδας και χλωρίδας. Συντονισμένη δράση (κράτη μέλη/Επιτροπή) για την αντιμετώπιση τυχόν ανεπαρκειών ή χασμάτων. Στόχος: Αύξηση της γνώσης της κοινοτικής νομοθεσίας από τους επαγγελματίες εμπόρους και από το ταξιδεύον κοινό.

5.2. Για τον καλύτερο συντονισμό των διαφόρων πρωτοβουλιών στα διεθνή φόρουμ στους τομείς της αλλαγής του κλίματος, της καταστροφής της στιβάδας του όζοντος και της απερήμωσης, ώστε να αποφεύγονται οι διπλές προσπάθειες, ιδίως όσον αφορά τις διαδικασίες υποβολής αναφορών

5.2.1. Αλλαγή του κλίματος

127. Η αλλαγή του κλίματος θα επηρεάσει σοβαρά την κατανομή των ειδών και των ενδιαιτημάτων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που είναι εγγεγραμμένα στα παραρτήματα των οδηγιών για τα πτηνά και για τα ενδιαιτήματα (οικότοποι). Αποτελεί, π.χ., μία από τις αιτίες της λεύκανσης των κοραλλίων σε παγκόσμια κλίμακα, με σοβαρό άμεσο αντίκτυπο στην βιοποικιλότητα, τόσο των ίδιων των κοραλλιογενών υφάλων, όσο και ορισμένων ψαριών της ανοικτής θάλασσας, των οποίων οι πληθυσμοί εξαρτώνται, για τμήματα του κύκλου ζωής τους, από τους κοραλλιογενείς υφάλους.

128. Επιπλέον, οι πρωτοβουλίες όσον αφορά την αποψίλωση των δασών, την δάσωση και την αναδάσωση, στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου του Κιότο, δύνανται να αποτελέσουν σημαντικότερα κίνητρα ή αντικίνητρα για την διαφύλαξη και αειφόρο χρήση της βιοποικιλότητας. Αυτό ενισχύει την ανάγκη βελτιστοποίησης των συνεργειών στην εφαρμογή των συμβάσεων για την βιοποικιλότητα και την αλλαγή του κλίματος. ΔΡΑΣΗ: Εξασφάλιση ότι οι πρωτοβουλίες όσον αφορά την αποδάσωση, την δάσωση και την αναδάσωση, οι λαμβανόμενες υπό το φως του πρωτοκόλλου του Κιότο, συμβάλλουν στην διαφύλαξη και στην αειφόρο χρήση της βιοποικιλότητας. Στόχος: Οι ανάγκες της διαφύλαξης και του αειφόρου χειρισμού της βιοποικιλότητας να αναγνωρισθούν ως προϋπόθεση στην εφαρμογή του πρωτοκόλλου του Κιότο. ΔΡΑΣΗ: Προώθηση της εφαρμογής της απόφασης IV/15 της Συνδιάσκεψης των Μερών στη Σύμβαση για την Βιοποικιλότητα, η οποία προβάλλει την ανάγκη στενότερης συνεργασίας με την Σύμβαση πλαίσιο για την αλλαγή του κλίματος, την Σύμβαση για την καταπολέμηση της απερήμωσης και την CITES. Στόχος: Συμμετοχή κοινοτικών εμπειρογνωμόνων στον τομέα της βιοποικιλότητας, στις διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο των συμβάσεων αυτών.

5.2.2. Καταστροφή της στιβάδας του όζοντος

129. Η καταστροφή της στιβάδας του όζοντος έχει σημαντικό αντίκτυπο στην βιοποικιλότητα. Επηρεάζει την παραγωγή φυτοπλαγκτού στην θάλασσα και, ως εκ τούτου, ολόκληρη την βάση της θαλάσσιας τροφικής αλυσίδας. Επίσης επηρεάζει τον κύκλο της χλωροφύλλης στα φυτά, καθώς και την ανάπτυξή τους. Η καταστροφή της στοιβάδας του όζοντος ενδέχεται, επίσης, να είναι ένας από τους λόγους της επιδείνωσης της κατάστασης των αμφιβίων, όσον αφορά την διατήρηση, σε παγκόσμια κλίμακα. Μία από τις κύριες ουσίες που χρησιμοποιούνται ακόμα και οι οποίες προκαλούν καταστροφή της στιβάδας του όζοντος είναι το φυτοφάρμακο μεθυλοβρωμίδιο, το οποίο αποτελεί ισχυρό καταστροφέα της βιοποικιλότητας του εδάφους. ΔΡΑΣΗ: Εξάλειψη της χρήσης των ουσιών που καταστρέφουν την στιβάδα του όζοντος, και ειδικότερα του μεθυλοβρωμιδίου, στη γεωργία. Στόχος: Εξάλειψη μέχρι το 2003

5.2.3. Απερήμωση

130. Η απώλεια βιοποικιλότητας και η απερήμωση αποτελούν αλληλοσυνδεόμενες διαδικασίες, με πολλαπλές αναδράσεις. Είναι σημαντική η διασύνδεση της σύμβασης για την καταπολέμηση της απερήμωσης και της σύμβασης για την βιοποικιλότητα, ούτως ώστε να ενισχυθούν οι συνέργειες και να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη εργασιών.

131. Στην απόφασή της V/23, η 5η Συνδιάσκεψη των Μερών στην Σύμβαση για την Βιοποικιλότητα θέσπισε πρόγραμμα εργασίας για τις «ξηρές και ύφυγρες γαίες» και ζήτησε από τον Εκτελεστικό Γραμματέα της Σύμβασης για την Βιοποικιλότητα να συνεργαστεί με την γραμματεία της σύμβασης για την καταπολέμηση της απερήμωσης στην επεξεργασία κοινού προγράμματος εργασίας. ΔΡΑΣΗ: Ενεργός συμβολή στο κοινό πρόγραμμα εργασίας, ιδίως μέσω της τροφοδότησης του Βοηθητικού Φορέα Παροχής Επιστημονικών, Τεχνικών και Τεχνολογικών Συμβουλών (Subsidiary Body on Scientific Technical and Technological Advice) (SBSTTA) της Σύμβασης για την Βιοποικιλότητα με στοιχεία για την κατάσταση όσον αφορά την διατήρηση και τις τάσεις της βιοποικιλότητας ξηρών εκτάσεων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Στόχος: Έκθεση για την κατάσταση όσον αφορά την διατήρηση καθώς και για τις τάσεις της βιοποικιλότητας ξερών εκτάσεων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, προς υποβολή στη σύμβαση για την βιολογική ποικιλότητα μέχρι το 2002.

5.3. Αλληλεπιδράσεις μεταξύ της Σύμβασης για την Βιοποικιλότητα και δραστηριοτήτων που εγγράφονται σε άλλες, υφιστάμενες, διεθνείς συμφωνίες, προκειμένου να βελτιστοποιηθούν οι δυνατότητες συνέργειας

132. Η Κοινότητα αποτελεί συμβαλλόμενο ή υπογεγραμμένο μέρος σε 57 περίπου διεθνείς περιβαλλοντικές συμφωνίες και συμμετέχει σε σειρά διακυβερνητικών περιβαλλοντικών διαδικασιών σχετιζόμενων με τη διεθνή δράση της υπέρ της βιοποικιλότητας [20]. Η συντονισμένη υποβολή εκθέσεων για ορισμένες, σχετικές με την βιοποικιλότητα, συμβάσεις, έχει χαρακτηριστεί ως καίριο μέσο αύξησης των δυνατοτήτων συνέργειας. Σε άλλες περιπτώσεις ενδείκνυνται περισσότερο άλλα μέσα. Οι συμβάσεις CITES, Αλλαγή του Κλίματος και Απερήμωση καθώς και το πρωτόκολλο του Μόντρεαλ, εξετάζονται σε άλλα σημεία του παρόντος σχεδίου δράσης. Ανάλογη σημασία πρέπει να δοθεί στο Πρωτόκολλο για την Βιοποικιλότητα, στην διεθνή διαδικασία για τα δάση, σε καίριες περιφερειακές συμβάσεις (όπως η Σύμβαση της Βαρκελώνης και η Σύμβαση OSPAR) καθώς και σε άλλες διεθνείς διαδικασίες. Οι προτάσεις που ακολουθούν καλύπτουν μερικούς μόνο από τους σημαντικούς τομείς και δεν φιλοδοξούν να είναι πλήρεις. ΔΡΑΣΗ: προώθηση της εξέτασης των επιπτώσεων, επί της βιοποικιλότητας, εκ της εφαρμογής των σχετικών με το αντικείμενο διεθνών συμφωνιών. Στόχος: Δείκτες βιοποικιλότητας εγκεκριμένοι από άλλες διεθνείς συμφωνίες.

[20] Βλέπε παράρτημα Β στην Πρώτη Έκθεση για την Εφαρμογή της Σύμβασης για την Βιοποικιλότητα από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

5.3.1. Υποβολή αναφορών

133. Στην απόφασή της V/19, η 5η Συνδιάσκεψη των Μερών στη Σύμβαση για την Βιολογική Ποικιλότητα ζήτησε από τον Εκτελεστικό Γραμματέα να προχωρήσει στην περαιτέρω ανάπτυξη και εφαρμογή των προτάσεων για την ευθυγράμμιση των εθνικών πρακτικών υποβολής αναφορών, η οποία προβλέπεται στο τμήμα 5.2 της «Μελέτης σκοπιμότητας για εναρμονισμένη διαχειριστική υποδομή πληροφοριών για τις σχετιζόμενες με την βιοποικιλότητα Συνθήκες». Όντως, η εναρμόνιση των υποχρεώσεων υποβολής αναφορών θα συνιστούσε μία βάση καλύτερου προσδιορισμού των ευκαιριών για συνέργειες μεταξύ των συνθηκών αυτών. ΔΡΑΣΗ: Ανάλυση των υποχρεώσεων της Κοινότητας και των κρατών μελών της όσον αφορά την υποβολή αναφορών στο πλαίσιο σχετικών διεθνών συνθηκών, προκειμένου να προσδιοριστούν οι καλύτερες δυνατές προσεγγίσεις εναρμόνισης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τροφοδότηση των εργασιών της γραμματείας της Σύμβασης για την Βιοποικιλότητα. Στόχος: Υποβολή αναφοράς στην Σύμβαση για την Βιοποικιλότητα εντός του 2001.

5.3.2. Το πρωτόκολλο για την βιοασφάλεια

134. Μετά από πενταετείς διαπραγματεύσεις, εγκρίθηκε στο Μόντρεαλ, στις 29 Ιανουαρίου 2000, το Πρωτόκολλο της Καρθαγένης για την Βιοασφάλεια στην Σύμβαση για την Βιοποικιλότητα. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα υπέγραψε το πρωτόκολλο στις 24 Μαΐου 2000, κατά την Πέμπτη Συνδιάσκεψη των Μερών στην Σύμβαση για την Βιοποικιλότητα, στο Ναϊρόμπι, και στη συνέχεια άρχισε να προετοιμάζεται για την επικύρωση και εφαρμογή του.

135. Το Πρωτόκολλο της Καρθαγένης στηρίζεται στην αρχή της προφύλαξης και διαλαμβάνει την ασφαλή μεταφορά, χειρισμό και χρήση ζώντων τροποποιημένων οργανισμών (ΖΤΟ) που ενδέχεται να έχουν αρνητικές συνέπειες στην βιοποικιλότητα, λαμβανομένων επίσης υπόψη των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου, με ιδιαίτερη έμφαση στις διασυνοριακές διακινήσεις. Θεσπίζει διαδικασία συμφωνίας με εκ των προτέρων ενημέρωση για τις εισαγωγές ΖΤΟ που προορίζονται για εισαγωγή στο περιβάλλον καθώς και εναλλακτική διαδικασία για τις μαζικές διακινήσεις ΖΤΟ που προορίζονται για τροφές, ζωοτροφές και για επεξεργασία (προϊόντα). Το πρωτόκολλο θεσπίζει μία λεπτομερή βάση λήψεως αποφάσεων για τις εισαγωγές, ενσωματώνοντας την αρχή της προφύλαξης, ενώ καθορίζει απαιτήσεις τεκμηρίωσης για την διακίνηση όλων των ΖΤΟ. Επίσης, το πρωτόκολλο περιέχει διατάξεις για τις απόρρητες πληροφορίες, την από κοινού πρόσβαση σε πληροφορίες, την δημιουργία δυναμικότητας και τους χρηματοδοτικούς πόρους, με ιδιαίτερη έμφαση στην κατάσταση των αναπτυσσόμενων χωρών, οι οποίες έχουν έλλειψη κατάλληλων κανονιστικών συστημάτων, καθώς και ρήτρα εξουσιοδότησης για την ευθύνη. Προάγει την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών προβληματισμών στην εμπορική πολιτική, εξασφαλίζοντας την αμοιβαία στήριξη του πρωτοκόλλου και των συμφωνιών του ΠΟΕ. ΔΡΑΣΗ: Επικύρωση και εφαρμογή, το συντομότερο δυνατό, του πρωτοκόλλου για την βιοασφάλεια και ενθάρρυνση άλλων μερών προς την ίδια κατεύθυνση, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η το ταχύτερο δυνατόν θέση του πρωτοκόλλου σε ισχύ. Στόχος: Πρόταση για την επικύρωση και εφαρμογή του πρωτοκόλλου εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το 2001.

5.3.3. Η διεθνής διαδικασία για τα δάση

136. Στην 4η Συνδιάσκεψη των Μερών, η Σύμβαση για την Βιοποικιλότητα ενέκρινε ειδικό πρόγραμμα εργασίας για την δασική βιοποικιλότητα. Η 6η Συνδιάσκεψη των Μερών, το 2002, θα επεκταθεί, πιθανότατα, από την έρευνα στην πρακτική δράση. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η Συνδιάσκεψη για την Προστασία των Δασών στην Ευρώπη κατήρτισε, σε συνεργασία με την διαδικασία Περιβάλλον για την Ευρώπη πρόγραμμα εργασίας για την διαφύλαξη και ενίσχυση της βιολογικής ποικιλότητας και της ποικιλότητας τοπίων στα δασικά οικοσυστήματα.

137. Το Σεπτέμβριο του 2002, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ECOSOC) των Ηνωμένων Εθνών θα αποφασίσει σχετικά με την θέσπιση νέας διεθνούς ρύθμισης για τα δάση, συμπεριλαμβανομένου του νέου φόρουμ των Ηνωμένων Εθνών για τα δάση. Αυτό ακολουθεί το Διακυβερνητικό Φόρουμ των Ηνωμένων Εθνών για τα Δάση (Inter-governmental Forum on Forests - IFF) (1997-2000) και την Διακυβερνητική Επιτροπή για τα Δάση (Intergovernmental Panel on Forests - IPF) (1995-1997), αμφοτέρων υπό την αιγίδα της Επιτροπής για την Αειφόρο Ανάπτυξη (CSD). Τα αποτελέσματα των IFF και IPF περιλαμβάνουν ευρύ φάσμα συμπερασμάτων και 284 προτάσεις δράσης για την διαχείριση, την διαφύλαξη και την αειφόρο ανάπτυξη των πάσης φύσεως δασών, πολλές εκ των οποίων αντιμετωπίζουν το θέμα της διαφύλαξης και της αειφόρου χρήσης της βιοποικιλότητας. Ένας από τους κύριους στόχους του Φόρουμ των Ηνωμένων Εθνών για τα δάση θα είναι η παρακολούθηση και η επανεξέταση της εφαρμογής των εν λόγω προτάσεων IPF/IFF. ΔΡΑΣΗ: Προαγωγή της συνέργειας μεταξύ σχετικών με τα δάση δραστηριοτήτων της Σύμβασης για την Βιοποικιλότητα και άλλων διακυβερνητικών διαδικασιών, ιδίως δε του Φόρουμ των Ηνωμένων Εθνών για τα Δάση, της Πανευρωπαϊκής Διαδικασίας για τα Δάση και της Σύμβασης - πλαισίου για την αλλαγή του κλίματος, καθώς και προώθηση δράσεων για την διαφύλαξη, την διαχείριση και την αειφόρο ανάπτυξη των πάσης φύσεως δασών. Στόχος: Ενσωμάτωση του προγράμματος εργασίας της Σύμβασης για την Βιοποικιλότητα σχετικά με τα δασικά οικοσυστήματα, στις εργασίες του Φόρουμ των Ηνωμένων Εθνών για τα Δάση, καθώς και στην Πανευρωπαϊκή Διαδικασία για τα Δάση.

5.3.4. Περιφερειακές συμβάσεις

138. Στο πλαίσιο της Σύμβασης της Βαρκελώνης και του επισυναπτόμενου πρωτοκόλλου σχετικά με τις ζώνες ειδικής προστασίας και την βιοποικιλότητα στην Μεσόγειο, η Κοινότητα τάσσεται αποφασιστικά υπέρ της λήψεως των μέτρων που είναι αναγκαία για την θέσπιση περιοχών ειδικής προστασίας. Στα μέτρα αυτά πρέπει να περιλαμβάνεται η καταγραφή των στοιχείων της βιοποικιλότητας, η ανάπτυξη στρατηγικών, σχεδίων και προγραμμάτων για την διαφύλαξη της βιοποικιλότητας, καθώς και η παρακολούθηση των στοιχείων της βιοποικιλότητας και των επ' αυτών δυσμενών συνεπειών.

139. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα αναπτύσσει ήδη το δίκτυο Natura 2000, το οποίο είναι ανάλογο του δικτύου EMERALD της Σύμβασης της Βέρνης, για την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Και οι δύο πρωτοβουλίες καλύπτουν βόρεια τμήματα της Μεσογείου. Άλλες περιφερειακές συμβάσεις και πρωτόκολλα μπορούν να αξιοποιηθούν από την πείρα εκ της υλοποιήσεως και λειτουργίας των εν λόγω δικτύων. ΔΡΑΣΗ: Ενθάρρυνση της ανάπτυξης περιφερειακών προσεγγίσεων για τον καθορισμό δικτύου, προστατευόμενων περιοχών στο πλαίσιο περιφερειακών συμβάσεων και πρωτοκόλλων και ειδικότερα της σύμβασης της Βαρκελώνης. Στόχος: Διευκόλυνση της κατάρτισης και υποβολής προτάσεων για την δημιουργία περιφερειακών δικτύων προστατευόμενων περιοχών, ιδίως στην Μεσόγειο, στον Περσικό Κόλπο και στον Κόλπο.

140. Στο πλαίσιο της Σύμβασης του 1992 για το Θαλάσσιο Περιβάλλον του Βορειανατολικού Ατλαντικού (Σύμβαση OSPAR), η διυπουργική συνεδρίαση της Επιτροπής OSPAR, το 1998, υιοθέτησε νέο παράρτημα V στη Σύμβαση, σχετικό με την προστασία και διαφύλαξη των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας στην θαλάσσια αυτή περιοχή. Η διυπουργική συνεδρίαση ενέκρινε επίσης ειδική στρατηγική για την καθοδήγηση των συμβαλλομένων μερών όσον αφορά την προστασία της βιοποικιλότητας της θαλάσσιας περιοχής. Τον Μάιο του 2000, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα επικύρωσε το εν λόγω παράρτημα το οποίο προβλέπει ότι τα μέρη οφείλουν να λαμβάνουν τα μέτρα που είναι αναγκαία για την προστασία και διαφύλαξη των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας στην θαλάσσια περιοχή του Βορειανατολικού Ατλαντικού και να αποκαθιστούν, όπου αυτό είναι εφικτό, τις θαλάσσιες περιοχές που έχουν θιγεί.

5.3.5. Άλλες διεθνείς διαδικασίες

141. Επιπλέον, είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί η αμοιβαία στήριξη δραστηριοτήτων στο πλαίσιο της Σύμβασης για την Βιοποικιλότητα, του FAO και των WTO/TRIPS στους τομείς των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, της πρόσβασης στους γενετικούς πόρους, της δίκαιης κατανομής των κερδών από την χρήση γενετικών πόρων. ΔΡΑΣΗ: Θέσπιση μιας ισχυρής διυπηρεσιακής διαδικασίας για την εξασφάλιση της συνοχής των πολιτικών και πρωτοβουλιών στο πλαίσιο της Σύμβασης για την Βιοποικιλότητα του, FAO και του Συμβουλίου WTO/TRIPS.