Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφάλειας των τροφίμων /* COM/2000/0716 τελικό - COD 2000/0286 */
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 096 E της 27/03/2001 σ. 0247 - 0268
Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφάλειας των τροφίμων (υποβληθείσα από την Επιτροπή) ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΗ TΙΤΛΟΣ I - Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί Άρθρο 1 - Στόχος και πεδίο εφαρμογής Άρθρο 2 - Ορισμός των «τροφίμων» Άρθρο 3 - Άλλοι ορισμοί TΙΤΛΟΣ II - Γενική νομοθεσία για τα τρόφιμα Άρθρο 4 - Πεδίο εφαρμογής Κεφάλαιο 1 - Αρχές και απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα Άρθρο 5 - Γενικοί στόχοι Άρθρο 6 - Προστασία της υγείας Άρθρο 7 - Αρχή της προφύλαξης Άρθρο 8 - Προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών Άρθρο 9 - Ανιχνευσιμότητα Άρθρο 10 - Υποχρεώσεις Άρθρο 11 - Ευθύνη Κεφάλαιο 2 - Απαιτήσεις της ασφάλειας των τροφίμων Άρθρο 12 - Απαιτήσεις της ασφάλειας των τροφίμων Άρθρο 13 - Απαιτήσεις της ασφάλειας των ζωοτροφών Άρθρο 14 - Υποχρεώσεις των επιχειρήσεων τροφίμων για την ασφάλεια των τροφίμων Άρθρο 15 - Υποχρεώσεις των επιχειρήσεων ζωοτροφών για την ασφάλεια των τροφίμων.... Κεφάλαιο 3 - Αρχές του εμπορίου τροφίμων Άρθρο 16 - Εισαγωγή τροφίμων στην Κοινότητα Άρθρο 17- Εξαγωγή τροφίμων από την Κοινότητα Άρθρο 18 - Διεθνή πρότυπα των τροφίμων Κεφάλαιο 4 - Αρχές της διαφάνειας Άρθρο 19 - Δημόσια διαβούλευση Άρθρο 20 - Ενημέρωση του κοινού TITLE III - Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων Κεφάλαιο 1 - Αποστολή και καθήκοντα Άρθρο 21- Αποστολή της Υπηρεσίας Άρθρο 22 - Καθήκοντα της Υπηρεσίας Κεφάλαιο 2 - Οργάνωση Άρθρο 23 - Όργανα της Υπηρεσίας Άρθρο 24 - Διοικητικό Συμβούλιο Άρθρο 25 - Διευθύνων σύμβουλος Άρθρο 26 - Συμβουλευτικό σώμα Άρθρο 27- Επιστημονική επιτροπή και επιστημονικές ομάδες Κεφάλαιο 3 - Λειτουργία Άρθρο 28 - Επιστημονικές γνώμες Άρθρο 29 - Αλληλοσυγκρουόμενες επιστημονικές γνώμες Άρθρο 30 - Επιστημονική και τεχνική βοήθεια Άρθρο 31 - Επιστημονικές μελέτες Άρθρο 32 - Συλλογή δεδομένων Άρθρο 33 - Προσδιορισμός των αναδυόμενων κινδύνων Άρθρο 34 - Σύστημα ταχείας ειδοποίησης Άρθρο 35 - Δικτυωμένη εργασία των οργανώσεων που εργάζονται στους τομείς που συνδέονται με την αποστολή της Υπηρεσίας Κεφάλαιο 4 - Ανεξαρτησία, διαφάνεια και επικοινωνία Άρθρο 36 - Ανεξαρτησία Άρθρο 37 - Διαφάνεια Άρθρο 38 - Εμπιστευτικότητα Άρθρο 39 - Επικοινωνία Άρθρο 40 - Πρόσβαση στα έγγραφα Άρθρο 41 - Καταναλωτές και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη Κεφάλαιο 5 - Δημοσιονομικές διατάξεις Άρθρο 42 - Έγκριση του προϋπολογισμού της Υπηρεσίας Άρθρο 43 - Εκτέλεση του προϋπολογισμού της Υπηρεσίας Άρθρο 44 - Τέλη που εισπράττει η Υπηρεσία Κεφάλαιο 6 - Γενικές διατάξεις Άρθρο 45 - Νομική προσωπικότητα και προνόμια Άρθρο 46 - Ευθύνη Άρθρο 47 - Προσωπικό Άρθρο 48 - Συμμετοχή τρίτων χωρών TITLE IV - Σύστημα ταχείας ειδοποίησης, διαχείριση κρίσεων και καταστάσεις έκτακτης ανάγκης Κεφάλαιο 1 - Σύστημα ταχείας ειδοποίησης Άρθρο 49 - Σύστημα ταχείας ειδοποίησης Άρθρο 50 - Μέτρα εφαρμογής Άρθρο 51 - Κανόνες εμπιστευτικότητας για το σύστημα ταχείας ειδοποίησης Κεφάλαιο 2 - Διαχείριση κρίσεων Άρθρο 52- Γενικό σχέδιο για τη διαχείριση κρίσεων Άρθρο 53- Μονάδα κρίσης Άρθρο 54- Καθήκοντα της μονάδας κρίσης Κεφάλαιο 3 - Καταστάσεις έκτακτης ανάγκης Άρθρο 55 - Μέτρα έκτακτης ανάγκης για τρόφιμα κοινοτικής προέλευσης ή τρόφιμα που εισάγονται από τρίτη χώρα Άρθρο 56 - Λοιπά μέτρα TΤΙΛΟΣ V - Διαδικασίες και τελικές διατάξεις Κεφάλαιο 1 - Διαδικασίες λήψης αποφάσεων Άρθρο 57 - Επιτροπή για την ασφάλεια των τροφίμων και την υγεία των ζώων Άρθρο 58- Κανονιστική διαδικασία Άρθρο 59 - Διαδικασία διαμεσολάβησης Κεφάλαιο 2 - Τελικές διατάξεις Άρθρο 60 - Ρήτρα επανεξέτασης Άρθρο 61 - Αναφορές στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων και στην επιτροπή για την ασφάλεια των τροφίμων και την υγεία των ζώων Άρθρο 62 - Αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Αξιολόγησης Φαρμακευτικών Προϊόντων Άρθρο 63 - Έδρα Άρθρο 64 -Μεταβατικά μέτρα όσον αφορά τη νομοθεσία για τα τρόφιμα Άρθρο 65 -Διάταξη για την έναρξη λειτουργίας Άρθρο 66 - Θέση σε ισχύ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΔΕΛΤΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το Λευκό Βιβλίο για την Ασφάλεια των Τροφίμων [1] σκιαγράφησε τους στρατηγικούς στόχους, τις προτεραιότητες και το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής, σχετικά με την ασφάλεια των τροφίμων ειδικότερα και τη νομοθεσία για τα τρόφιμα γενικότερα. Ανέπτυξε τη δέσμευση της Επιτροπής για τη χάραξη μιας εμπεριστατωμένης, ολοκληρωμένης προσέγγισης για την κανονιστική ρύθμιση της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων. Συγκεκριμένα πρότεινε την ίδρυση μιας Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Τροφίμων και ένα σύνολο ορισμών, αρχών και μέτρων ώστε να εξασφαλιστεί ένα υψηλό επίπεδο προστασίας και η αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς για τα τρόφιμα. [1] COM(1999) 719 τελικό της 12ης Ιανουαρίου 2000. Η παρούσα πρόταση για έναν ευρωπαϊκό κανονισμό ανταποκρίνεται στη δέσμευση αυτή καθορίζοντας τις γενικές αρχές και απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, τις διαδικασίες σε θέματα ασφάλειας των τροφίμων και θεσπίζει ένα σύστημα ταχείας ειδοποίησης για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές. Δημιουργεί επίσης μια Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων ορίζοντας το πεδίο εφαρμογής, τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητές της. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα τρόφιμα έχει εξελιχτεί τα τελευταία σαράντα χρόνια και η εξέλιξη αυτή αντικατοπτρίζει το αποτέλεσμα των ενεργειών πολλών επιστημονικών, κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων. Κατά την περίοδο αυτή, η νομοθεσία για τα τρόφιμα είχε διάφορους πολιτικούς στόχους: ένας ήταν η εναρμόνιση των εθνικών μέτρων και η παροχή μιας βάσης για την εγχώρια αγορά, ένας άλλος ήταν η θέσπιση κοινών μέτρων στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής. Παρ' όλο που οι στόχοι αυτοί δεν ήταν πάντα σαφείς, ήταν πάντως αλληλένδετοι με τη θέσπιση και διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας, της ασφάλειας και της προστασίας των καταναλωτών. Αυτοί οι διαφορετικοί στόχοι οδήγησαν σε διαφοροποιημένες προσεγγίσεις στη νομοθεσία για τα τρόφιμα, σε ορισμένες ασυνέπειες ακόμα και σε κενά. Ένας από τους στόχους του παρόντος κανονισμού είναι η θέσπιση κοινών ορισμών, συμπεριλαμβανομένου ενός ορισμού για τα τρόφιμα και ο καθορισμός γενικών κατευθυντήριων αρχών και θεμιτών στόχων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα προκειμένου να εξασφαλιστεί ένα υψηλό επίπεδο προστασίας και η αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Σε αντίθεση με τη σχετικά πρόσφατη ανάπτυξη της νομοθεσίας για τα τρόφιμα σε κοινοτικό επίπεδο, οι εθνικές «νομοθετικές πράξεις για τα τρόφιμα» έχουν πιο παλιά ιστορία. Συνεπώς οι ορισμοί των τροφίμων και οι γενικές αρχές της νομοθεσίας για τα τρόφιμα έχουν βαθιές ρίζες στην ιστορία του δικαίου ορισμένων κρατών μελών. Παρ' όλο που έχουν ομοιότητες ως προς τη φιλοσοφία και την αρχή, αυτά τα εθνικά μέτρα παρουσιάζουν ορισμένες διαφορές στην προσέγγιση και στις λεπτομέρειες, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν τη δυσλειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Ο παρών κανονισμός επιδιώκει την εναρμόνιση σε κοινοτικό επίπεδο των υφιστάμενων εθνικών απαιτήσεων, τοποθετώντας τις σε ευρωπαϊκό πλαίσιο. Ένας από τους στόχους της παρούσας πρότασης είναι όχι μόνο η εναρμόνιση των εθνικών απαιτήσεων αλλά και η διαμόρφωση του βασικού πλαισίου των αρχών και των ορισμών για τη μελλοντική ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα τρόφιμα. Όταν τα μέτρα θα αναθεωρηθούν στο μέλλον ή όταν θα διατυπώνονται προτάσεις σε νέους τομείς, ο παρών κανονισμός θα παρέχει τις βασικές αρχές, τους ορισμούς και τον προσανατολισμό για τις εργασίες αυτές. Παρ' όλο που στον παρόντα κανονισμό προτείνονται ορισμένες λεπτομερείς ειδικές απαιτήσεις, άλλες είναι γενικότερης εφαρμογής και θα αποτελέσουν τη βάση για πιο ειδικές διατάξεις. Από κοινού με άλλους τομείς εμπορίου, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα αντιμετώπισε ορισμένα προβλήματα μόλυνσης στην τροφική αλυσίδα και άλλες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων, μερικές από τις οποίες προκλήθηκαν από προβλήματα μόλυνσης στις ζωοτροφές. Ο παρών κανονισμός θα καθορίσει τις αρχές και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων που θα αντιμετωπίζουν τα αίτια των προβλημάτων ασφάλειας των τροφίμων με ευρύ τρόπο και θα συμπεριλάβουν απαιτήσεις για τις επιχειρήσεις τροφίμων σε επίπεδο πρωτογενούς παραγωγής και, όπου άπτεται της ασφάλειας των τροφίμων, σε επίπεδο επιχειρήσεων ζωοτροφών. Το Λευκό Βιβλίο προσδιόρισε την ανάγκη να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και των εμπορικών εταίρων στην ευρωπαϊκή τροφική αλυσίδα. Έχει σημειωθεί μείωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και των εμπορικών εταίρων στις δημόσιες αρχές για τη ρύθμιση και τον έλεγχο της ασφάλειας του εφοδιασμού τροφίμων, καθώς και της εμπιστοσύνης στο σύστημα μέσα στο οποίο εντάσσεται η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα τρόφιμα και στα ίδια τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνει σημαντική επανεκτίμηση των υφιστάμενων οργανωτικών διευθετήσεων σε κοινοτικό επίπεδο. Η ανάγκη για έγκαιρες, αξιόπιστες και έγκυρες επιστημονικές γνώμες σε έναν όλο και πιο πολύ καινοτομικό και τεχνολογικό τομέα, έχει επιβαρύνει σημαντικά το ευρωπαϊκό σύστημα απόκτησης επιστημονικών γνωμοδοτήσεων μέσω των εργασιών των επιστημονικών επιτροπών. Αυξάνονται οι απαιτήσεις της κοινοτικής νομοθεσίας για τη διενέργεια επιστημονικών αξιολογήσεων για τον ευρωπαϊκό πληθυσμό. Η ανάγκη αυτή ικανοποιείται από τις επιστημονικές επιτροπές που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο της απόφασης 97/579/ΕΚ [2] της Επιτροπής με την οποία συγκροτούνται επιστημονικές επιτροπές στον τομέα της υγείας των καταναλωτών και της ασφάλειας των τροφίμων και της απόφασης 97/404/EΚ [3] με την οποία συγκροτείται η επιστημονική συντονιστική επιτροπή. Αυτή η αυξανόμενη ανάγκη έχει αναπόφευκτα εξαντλήσει τα συστήματα τόσο σε σχέση με την ικανότητα των επιτροπών να διενεργούν αξιολογήσεις των επιστημονικών φακέλων στον τομέα της ασφάλειας όσο και σε σχέση με την αξιολόγηση ευρύτερων θεμάτων της δημόσιας υγείας. [2] ΕΕ L 237, 28.8.1997. [3] ΕΕ L 169, 27.6.1997. Η παρούσα πρόταση αναφέρεται στις οργανωτικές αλλαγές που απαιτούνται σε σχέση με την παροχή επιστημονικών γνωμοδοτήσεων και την αυξανόμενη συνεργασία με τα κράτη μέλη που πρέπει να ενισχυθεί προκειμένου να αξιοποιηθεί η εμπειρογνωμοσύνη. Το Λευκό Βιβλίο για την ασφάλεια των τροφίμων πρότεινε να δημιουργηθεί μια Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων, ιδίως για να εξετάζει τα επιστημονικά ζητήματα που αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, την ασφάλεια των τροφίμων και να επικοινωνεί ανοιχτά για τα ζητήματα αυτά. Οι δημόσιες και διοργανικές διαβουλεύσεις για το Λευκό Βιβλίο επιβεβαιώνουν ότι η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Τροφίμων με επιστημονικές και τεχνικές αρμοδιότητες θεωρείται ευρέως ως ο πλέον αποτελεσματικός μηχανισμός για την αντιμετώπιση αυτής της αυξανόμενης ανάγκης και για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού. Ο παρών προτεινόμενος κανονισμός ανταποκρίνεται στη δέσμευση που διατυπώθηκε στο Λευκό Βιβλίο και παρέχει τη συγκεκριμένη βάση για την Υπηρεσία αυτή, καθορίζοντας την αποστολή της, τα καθήκοντά της, τις οργανωτικές πτυχές και το πεδίο εφαρμογής της. Η πρόταση εξετάζει επίσης τις πλέον λογικές και αποτελεσματικές διευθετήσεις για τη συλλογή και ανάλυση επιστημονικών και άλλων δεδομένων, τον εντοπισμό νέων κινδύνων για την υγεία και το ρόλο της Υπηρεσίας Τροφίμων σε περίπτωση κρίσης στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων. Θεσπίζει ένα σύστημα ταχείας ειδοποίησης για τρόφιμα και ζωοτροφές, που θα ολοκληρώσει και θα βελτιώσει το σύστημα. Η πρόταση προσδιορίζει τις διαδικασίες και τις αρμοδιότητες στην περίπτωση που έχει εντοπιστεί σοβαρός κίνδυνος στον ευρωπαϊκό εφοδιασμό τροφίμων, είτε το προϊόν προέρχεται από την Κοινότητα, είτε από τρίτη χώρα. Το ακόλουθο τμήμα αφορά τους τίτλους I και II του κανονισμού ΤΜΗΜΑ 1 1.1 Συνολικοί στόχοι της γενικής νομοθεσίας για τα τρόφιμα Ένας από τους στόχους της παρούσας πρότασης είναι μια κοινή εμπεριστατωμένη βάση για τη νομοθεσία για τα τρόφιμα. Η παρούσα πρόταση θεσπίζει τις κοινές αρχές της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, ορίζει κοινούς όρους και δημιουργεί το γενικό πλαίσιο της νομοθεσίας για τα τρόφιμα. Περιλαμβάνει τις εξής κύριες διατάξεις: Η νομοθεσία για τα τρόφιμα πρέπει να παρέχει υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας. Πρέπει να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς όσον αφορά ασφαλή τρόφιμα και ζωοτροφές. Σαφείς ορισμούς προκειμένου να αυξηθεί η συνέπεια και η νομική ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένου του ορισμού για τα τρόφιμα. Η νομοθεσία για τα τρόφιμα πρέπει να βασίζεται σε διαφανείς, ανεξάρτητες επιστημονικές συμβουλές υψηλής ποιότητας, ακολουθώντας τις τρεις αλληλένδετες συνιστώσες της ανάλυσης του κινδύνου: την αξιολόγηση του κινδύνου, τη διαχείριση του κινδύνου και την ενημέρωση σχετικά με τους κινδύνους. Η χρήση της αρχής της προφύλαξης για τη λήψη μέτρων προφύλαξης στην περίπτωση που έχει εντοπιστεί ένα απαράδεκτο επίπεδο κινδύνου για την υγεία, αλλά απαιτούνται περαιτέρω επιστημονικά στοιχεία για την εμπεριστατωμένη αξιολόγηση του κινδύνου για την υγεία. Το δικαίωμα των καταναλωτών στη μη παραπλάνηση και στην πρόσβαση σε ακριβείς πληροφορίες. Την ικανότητα ανίχνευσης της προέλευσης των τροφίμων, των ζωοτροφών, των συστατικών και των ζώων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφίμων. Η πρωταρχική ευθύνη για ασφαλή τρόφιμα και ζωοτροφές εναπόκειται στις επιχειρήσεις. Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την εκτέλεση της νομοθεσίας για τα τρόφιμα. Υποχρέωση εξασφάλισης ότι μόνο ασφαλή τρόφιμα και ζωοτροφές διατίθενται στην αγορά. Αναγνώριση των διεθνών υποχρεώσεων της Κοινότητας ιδίως σε σχέση με το εμπόριο. Διαφάνεια στην εκπόνηση της νομοθεσίας για τα τρόφιμα και στην πρόσβαση σε πληροφορίες στον τομέα αυτόν. Ευθύνες των επιχειρήσεων ζωοτροφών, όταν τα προϊόντα ή οι δραστηριότητές τους μπορεί να έχουν δυσμενείς συνέπειες στην ασφάλεια των τροφίμων. 1.2 Ορισμός των τροφίμων και άλλοι ορισμοί Παρ' όλο που είναι σημαντικός ο όγκος της νομοθεσίας για τα τρόφιμα σε κοινοτικό επίπεδο, δεν έχει δοθεί ορισμός για τον όρο 'τρόφιμα'. Το Πράσινο Βιβλίο για τις γενικές αρχές της νομοθεσίας τροφίμων [4] και το Λευκό Βιβλίο για την ασφάλεια των τροφίμων προτείνουν, προκειμένου να αυξηθεί η σαφήνεια και η νομική ασφάλεια, να δοθεί ορισμός του όρου και η χρήση του να υιοθετηθεί σε μελλοντικές νομοθετικές προτάσεις για τα τρόφιμα. Παρ' όλο που ο όρος ο ίδιος δεν έχει οριστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ως τρόφιμα είναι γενικώς αποδεκτό να εννοούνται ουσίες, συστατικά, πρώτες ύλες, πρόσθετα και διατροφικά στοιχεία που εισάγονται στον ανθρώπινο οργανισμό μέσω του γαστρεντερικού σωλήνα, συμπεριλαμβανομένων των ποτών αλλά εξαιρουμένων των φαρμάκων, των καλλυντικών ή του καπνού. Συμπεριλαμβάνει κατάλοιπα της παραγωγής και της μεταποίησης τροφίμων, όπως είναι τα κατάλοιπα των κτηνιατρικών φαρμάκων και τα κατάλοιπα των παρασιτοκτόνων. Τα ζώα που τρώγονται ζωντανά (π.χ. στρείδια) θεωρούνται γενικώς τρόφιμα, αλλά τα ζώντα ζώα που, προκειμένου να καταναλωθούν, πρέπει να προηγηθεί η σφαγή τους, δεν θεωρούνται τρόφιμα, παρά μόνο μετά τη σφαγή. [4] Πράσινο Βιβλίο για τις γενικές αρχές της νομοθεσίας τροφίμων, Απρίλιος 1997. Τα περισσότερα κράτη μέλη διαθέτουν ορισμό για τα τρόφιμα ή τις τροφές ενώ σε διεθνές επίπεδο υπάρχει ορισμός στον Codex Alimentarius. Ο προτεινόμενος ορισμός αντικατοπτρίζει τη γενική αντίληψη για τα τρόφιμα όπως διατυπώνεται στα κοινοτικά μέτρα, βασίζεται στον ορισμό του Codex Alimentarius και λαμβάνει υπόψη τους ορισμούς που έχουν καθιερωθεί στη νομοθεσία των κρατών μελών. Ο προτεινόμενος ορισμός περιλαμβάνει οποιαδήποτε ουσία προορίζεται για κατάποση από τον άνθρωπο ή 'αναμένεται' ότι θα έχει αυτήν την κατάληξη. Η αναφορά στο 'αναμένεται' γίνεται για να εξασφαλιστεί ότι μια ουσία (π.χ. φοινικέλαιο), που μπορεί λογικά να αναμένεται ότι θα βρει το δρόμο της στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων, αλλά μπορεί να διοχετευτεί και σε διαφορετικούς τομείς της βιομηχανίας, αντιμετωπίζεται με την ίδια προσοχή ως τρόφιμο μέχρις ότου καταστεί σαφές ότι δεν πρόκειται να είναι τρόφιμο. Εκτός από τις πρώτες ύλες και τα συστατικά, ο ορισμός περιλαμβάνει κάθε είδους νερό που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση. Και αυτό με την επιφύλαξη των προτύπων και των απαιτήσεων για το νερό στις οδηγίες 80/779/EΟΚ [5] και 98/83/EΚ [6] του Συμβουλίου σχετικά με την ποιότητα του νερού που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση. [5] ΕΕ L 229, 30.8.1980, σ. 11. [6] ΕΕ L 330, 5.12.1998, σ. 32. Ωστόσο, κατ' αντιδιαστολή, ο όρος 'νομοθεσία για τα τρόφιμα' στην παρούσα πρόταση καλύπτει ένα ευρύτερο φάσμα διατάξεων από αυτές που αφορούν μόνο τα τρόφιμα. Περιλαμβάνει όλα τα μέτρα που αφορούν υλικά και ουσίες που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα, τα οποία αφορούν επίσης πρακτικές στη γεωργική εκμετάλλευση, αλλά και τις ζωοτροφές που δίνονται στα ζώα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφίμων, όπου μπορεί να υπάρχει άμεσος ή έμμεσος αντίκτυπος στην ασφάλεια των τροφίμων. Ο στόχος του ορισμού των τροφίμων και άλλων εννοιών στην παρούσα πρόταση είναι να παρασχεθεί η ασφάλεια δικαίου σε σχέση με τη μελλοντική ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα τρόφιμα και να βελτιωθεί η κατανόηση των εννοιών αυτών σε κοινοτικό επίπεδο. 1.3 Γενικοί στόχοι της νομοθεσίας για τα τρόφιμα Η παρούσα πρόταση καθορίζει τις γενικές αρχές της νομοθεσίας για τα τρόφιμα. Καθορίζει τα δικαιώματα των καταναλωτών για ασφαλή τρόφιμα και για ακριβείς και έντιμες πληροφορίες με βάση τις οποίες θα μπορούν να επιλέγουν τη διατροφή τους. Συμπληρώνει τις απαιτήσεις της Συνθήκης σε σχέση με τα τρόφιμα και τις ευθύνες της Κοινότητας για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας κατά τον καθορισμό και την υλοποίηση των κοινοτικών πολιτικών και δραστηριοτήτων. Οι πρωταρχικοί στόχοι της νομοθεσίας για τα τρόφιμα όπως ορίζονται στην παρούσα πρόταση είναι η εξασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και, σε σχέση με αυτό, η παροχή υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας, της ασφάλειας και των συμφερόντων του καταναλωτή. Η νομοθεσία για τα τρόφιμα θα βασιστεί σε μία ολοκληρωμένη προσέγγιση από το αγρόκτημα ως τον τελικό καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που θα εφαρμόζονται στο αγρόκτημα. Επιπλέον, εκεί όπου υπάρχει άμεση ή έμμεση σχέση με την ασφάλεια των τροφίμων, καθορίζονται και οι απαιτήσεις για τις επιχειρήσεις ζωοτροφών. Η προσέγγιση "από το αγρόκτημα στο τραπέζι" έχει ήδη υιοθετηθεί στην πρόταση της Επιτροπής με την οποία αναμορφώνονται οι κοινοτικές διατάξεις για την υγιεινή. Η αρχή αυτή θα θεωρείται στο μέλλον ως γενική αρχή και σε άλλους τομείς. Η νομοθεσία για τα τρόφιμα θα επιδιώκει επίσης την επίτευξη των γενικών στόχων της προστασίας της υγείας και της ζωής των ζώων ή των φυτών και της προστασίας του περιβάλλοντος, όπου αυτό είναι συμβατό με τη φύση του μέτρου. Η νομοθεσία για τα τρόφιμα, τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο, όχι μόνο μεριμνά για την προστασία της υγείας, αλλά προστατεύει και άλλα συμφέροντα των καταναλωτών σε σχέση με την πρόληψη πρακτικών εξαπάτησης, συμπεριλαμβανομένης της νοθείας των τροφίμων, και εγγυάται επίσης ότι παρέχονται ακριβείς πληροφορίες στους καταναλωτές . Η παρούσα πρόταση διευρύνει τις ειδικότερες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας για την επισήμανση και τη διαφήμιση, παρέχοντας τη γενική αρχή σύμφωνα με την οποία οι καταναλωτές δεν πρέπει να παραπλανώνται. 1.4 Επιστημονική βάση της νομοθεσίας για τα τρόφιμα και των αρχών για την ανάλυση του κινδύνου Η παρούσα πρόταση καθορίζει τις αρχές της ανάλυσης του κινδύνου σε σχέση με τη νομοθεσία για τα τρόφιμα και θεσπίζει τις δομές και τους μηχανισμούς σε σχέση με την επιστημονική και τεχνική αξιολόγηση που θα αναληφθεί, κατά κύριο λόγο, από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων. Ανάλογα με τη φύση του μέτρου, η νομοθεσία για τα τρόφιμα και, ειδικότερα, τα μέτρα για την ασφάλεια των τροφίμων, θα συνοδεύεται από ισχυρά επιστημονικά στοιχεία. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή της ανάπτυξης των αρχών ανάλυσης του κινδύνου και της συνακόλουθης διεθνούς αποδοχής τους. Ο παρών κανονισμός προτείνει οι τρεις αλληλένδετες συνιστώσες της ανάλυσης του κινδύνου - η αξιολόγηση του κινδύνου, η διαχείριση του κινδύνου και η ενημέρωση σχετικά με τους κινδύνους - να παρέχουν τη βάση της νομοθεσίας για τα τρόφιμα όπως αρμόζει στα εξεταζόμενα μέτρα. Είναι σαφές ότι δεν διαθέτουν όλα τα νομοθετήματα για τα τρόφιμα ισχυρή επιστημονική βάση, π.χ. η νομοθεσία για τα τρόφιμα που αφορά την ενημέρωση του καταναλωτή ή την πρόληψη παραπλανητικών πρακτικών δεν χρειάζεται επιστημονική θεμελίωση. Η παρούσα πρόταση απαιτεί η επιστημονική αξιολόγηση του κινδύνου να διενεργείται με ανεξάρτητο, αντικειμενικό και διαφανή τρόπο βάσει των καλύτερων διαθέσιμων επιστημονικών γνώσεων. Η διαχείριση του κινδύνου είναι η διεργασία της στάθμισης εναλλακτικών πολιτικών υπό το φως των αποτελεσμάτων μιας αξιολόγησης του κινδύνου και, εάν απαιτείται, της επιλογής των κατάλληλων ενεργειών που είναι αναγκαίες για την πρόληψη, μείωση ή εξάλειψη του κινδύνου ώστε να εξασφαλιστεί το υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας που έχει καθοριστεί ως αρμόζον στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Στο στάδιο της διαχείρισης του κινδύνου, οι αρμόδιοι για τη λήψη αποφάσεων χρειάζεται να εξετάζουν διάφορες πληροφορίες εκτός από την επιστημονική αξιολόγηση του κινδύνου, όπως για παράδειγμα το κατά πόσο είναι εφικτός ο έλεγχος του κινδύνου, τις πλέον αποτελεσματικές ενέργειες για τη μείωση του κινδύνου ανάλογα με το τμήμα της τροφικής αλυσίδας στο οποίο εμφανίζεται το πρόβλημα, τις πρακτικές διευθετήσεις που απαιτούνται, τις κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες και τον αντίκτυπο στο περιβάλλον. Συνεπώς, η διαχείριση του κινδύνου δεν βασίζεται μόνο στην επιστημονική αξιολόγηση του κινδύνου, αλλά λαμβάνει επίσης υπόψη ένα ευρύ φάσμα άλλων παραγόντων που είναι θεμιτοί για το υπό εξέταση ζήτημα. Η ενημέρωση σχετικά με τους κινδύνους είναι η τρίτη συνιστώσα της ανάλυσης του κινδύνου, αλλά δεν θα πρέπει να θεωρείται ως το τελικό στάδιο, καθότι, στην πραγματικότητα, αφορά όλα τα στάδια. Είναι μια αμφίδρομη ανταλλαγή πληροφοριών και απόψεων σχετικά με τον κίνδυνο, μεταξύ των αξιολογητών του κινδύνου, των διαχειριστών του κινδύνου και άλλων ενδιαφερόμενων μερών. Είναι ιδίως αναγκαία κατά το στάδιο της αξιολόγησης του κινδύνου μεταξύ των αξιολογητών του κινδύνου, των διαχειριστών του κινδύνου προκειμένου να εξασφαλιστεί, για παράδειγμα, η συνάφεια της αξιολόγησης του κινδύνου με το πρόβλημα που έχουν εντοπίσει οι διαχειριστές του κινδύνου και, επίσης μετά το στάδιο της αξιολόγησης του κινδύνου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ενημέρωση για τους λόγους που βρίσκονται πίσω από μια απόφαση διαχείρισης του κινδύνου και για την ίδια την απόφαση σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η παρούσα πρόταση θέτει τα θεμέλια για όλα τα στοιχεία της ανάλυσης του κινδύνου σε σχέση με ζητήματα που έχουν άμεση ή έμμεση επίδραση στην ασφάλεια των τροφίμων. 1.5 Η αρχή της προφύλαξης Η παρούσα πρόταση αντικατοπτρίζει τη θέση που έλαβε πρόσφατα η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της για την αρχή της προφύλαξης σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων [7]. Η αρχή της προφύλαξης αναγνωρίζεται ως μία εναλλακτική δυνατότητα για τους διαχειριστές κινδύνου, όταν πρέπει να λάβουν αποφάσεις για την προστασία της υγείας ή του περιβάλλοντος, αλλά οι επιστημονικές πληροφορίες για έναν κίνδυνο είναι κατά κάποιο τρόπο ελλιπείς ή δεν συμβάλουν στην εξαγωγή συμπερασμάτων. [7] COM(2000) 1 τελικό. Ανακοίνωση για την αρχή της προφύλαξης. Η αρχή της προφύλαξης χρησιμοποιείται σε εκείνες τις ειδικές περιστάσεις όπου οι διαχειριστές κινδύνου διαπιστώνουν βάσιμους λόγους ανησυχίας για την ύπαρξη απαράδεκτου επιπέδου κινδύνου για την υγεία, αλλά για τον οποίο οι συνοδευτικές πληροφορίες και τα δεδομένα μπορεί να μην επαρκούν για μια εμπεριστατωμένη αξιολόγηση. Όταν έρχονται αντιμέτωποι με αυτές τις ειδικές περιστάσεις, οι αρμόδιοι για τη λήψη αποφάσεων ή οι διαχειριστές κινδύνου, μπορεί να λάβουν μέτρα ή να προβούν σε άλλες ενέργειες για την προστασία της υγείας βάσει της αρχής της προφύλαξης, αναζητώντας ταυτόχρονα ολοκληρωμένα επιστημονικά και άλλα δεδομένα. Τέτοια μέτρα πρέπει να συμμορφώνονται με τις συνήθεις αρχές της μη εισαγωγής διακρίσεων και της αναλογικότητας και να θεωρούνται ως προσωρινά έως ότου συλλεχθούν και αναλυθούν περισσότερο εμπεριστατωμένες πληροφορίες σχετικά με τον κίνδυνο. Η παρούσα πρόταση θέτει την αρχή της προφύλαξης στο πλαίσιο της εφαρμογής της στον τομέα της νομοθεσίας για τα τρόφιμα. Συμβαδίζει επίσης με την αυξανόμενη διεθνή αποδοχή της αρχής αυτής, όπως εφαρμόζεται στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων. 1.6 Ανιχνευσιμότητα Οι πρόσφατες καταστάσεις κρίσης στα τρόφιμα (ΣΕΒ και διοξίνες) έδειξαν ότι ο εντοπισμός της προέλευσης των ζωοτροφών, των τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και των πηγών των τροφίμων, έχει πρωταρχική σημασία για την προστασία των καταναλωτών. Ειδικότερα, η ανιχνευσιμότητα διευκολύνει την απόσυρση των τροφίμων και καθιστά δυνατή την ενημέρωση των καταναλωτών με συγκεκριμένες και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τα συγκεκριμένα προϊόντα. Πρόσφατες προτάσεις της Επιτροπής για την αναμόρφωση της νομοθεσίας για την υγιεινή παρέχουν τις γενικές απαιτήσεις σε σχέση με προβλήματα υγιεινής. Η παρούσα πρόταση διευρύνει αυτόν τον προβληματισμό. Ο κανονισμός δίνει επίσης τη δυνατότητα παρέκκλισης από τις απαιτήσεις για ανιχνευσιμότητα στους τομείς αυτό είναι αδύνατον πρακτικώς και από την άλλη πλευρά προβλέπει τη διατύπωση ειδικότερων απαιτήσεων, όπου χρειάζεται. Η παρούσα πρόταση απαιτεί από όλες τις επιχειρήσεις τροφίμων και ζωοτροφών να θέσουν σε λειτουργία συστήματα για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του προμηθευτή των τροφίμων, των ζωοτροφών και των τροφοπαραγωγικών ζώων και για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του αποδέκτη του εφοδιασμού. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να γνωστοποιούνται στις αρμόδιες αρχές, εάν ζητηθεί. Αυτό αφορά και τους εισαγωγείς, διότι πρέπει να μπορούν να εντοπίζουν σε ποιον εξήχθη το προϊόν σε μία τρίτη χώρα. Το μέτρο αυτό περιορίζεται στο να εξασφαλίζει ότι οι επιχειρήσεις είναι τουλάχιστον σε θέση να εντοπίζουν «ένα βήμα μετά» από αυτές στην τροφική αλυσίδα και «ένα βήμα πριν» από αυτές, εκτός εάν υφίστανται ειδικές διατάξεις για περαιτέρω ανίχνευση της προέλευσης. 1.7 Υποχρεώσεις Σε ορισμένους τομείς της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τα τρόφιμα, ιδίως στη νομοθεσία περί υγιεινής, η πρωταρχική ευθύνη για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τη νομοθεσία για τα τρόφιμα, και ιδίως την ασφάλεια των τροφίμων, εναπόκειται στις επιχειρήσεις τροφίμων. Για τη συμπλήρωση και ενίσχυση της αρχής αυτής πρέπει να διενεργούνται οι κατάλληλοι και αποτελεσματικοί έλεγχοι από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Σε άλλους τομείς της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, η αρχή αυτή δεν είναι τόσο ευρέως εφαρμόσιμη. Η παρούσα πρόταση θα επεκτείνει την αρχή αυτή σε όλη τη νομοθεσία για τα τρόφιμα και θα έχει ως αποτέλεσμα τη γενική αναθεώρηση της νομοθεσίας για τα τρόφιμα ώστε να διαπιστωθεί εάν η αρχή αυτή τηρείται ή εάν υπάρχουν κανόνες όπου η κοινοτική νομοθεσία έχει άνευ λόγου απομακρύνει την ευθύνη από τις επιχειρήσεις τροφίμων ή ζωοτροφών, ορίζοντας πώς ένας δεδομένος στόχος πρέπει να επιτευχθεί αντί να καθορίζει το συγκεκριμένο στόχο. 1.8 Απαιτήσεις για την ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών Η παρούσα πρόταση επιδιώκει τη θέσπιση της απαίτησης για την ασφάλεια των τροφίμων. Ένα κενό που έχει εντοπιστεί στην ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα τρόφιμα είναι ότι δεν υπάρχει γενική αρχή για τη διάθεση μόνο ασφαλών τροφίμων στην αγορά. Ωστόσο η αρχή αυτή υπάρχει στη νομοθεσία τροφίμων αρκετών κρατών μελών. Η παρούσα πρόταση επιδιώκει να καλύψει το κενό αυτό, ορίζοντας την απαίτηση για την ασφάλεια των τροφίμων, η οποία περιλαμβάνει δύο στοιχεία: τα τρόφιμα δεν πρέπει να είναι δυνάμει επιβλαβή για την υγεία ή ακατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή μολυσμένα κατά τέτοιο τρόπο που να μην είναι λογικώς αναμενόμενη η χρήση τους για κατανάλωση από τον άνθρωπο σύμφωνα με τη χρήση για την οποία προορίζονται. Αρκεί να μην υφίσταται ένα από τα στοιχεία αυτά για να θεωρηθεί ακατάλληλο ένα τρόφιμο. Αυτές οι έννοιες υφίστανται διεθνώς στον Codex Alimentarius και στις διατάξεις ορισμένων κρατών μελών. Ο όρος "δυνάμει επιβλαβή για την υγεία» ορίζεται περαιτέρω στην παρούσα πρόταση καθώς θα μπορούσε να έχει ευρύτερη ερμηνεία. Όταν εξετάζουμε ένα τρόφιμο που είναι δυνάμει επιβλαβές για την υγεία έχει σημασία να εξετάσουμε την πιθανή, και εύλογα προβλέψιμη χρήση του τροφίμου και τη μεταποίηση ή τo συνακόλουθο χειρισμό του. Για παράδειγμα, τα ωμά τρόφιμα που προορίζονται για κατανάλωση, αφού μαγειρευτούν ή αφού υποστούν άλλη επεξεργασία, έχουν παραχθεί σύμφωνα με τις ορθές πρακτικές υγιεινής, μπορεί ωστόσο να περιέχουν χαμηλά επίπεδα βλαβερών βακτηριδίων τα οποία θα καταστραφούν με κανονική επεξεργασία, συμπεριλαμβανομένων των νέων τρόπων επεξεργασίας, ακτινοβόλησης ή μαγειρέματος. Ωστόσο, τα ίδια επίπεδα βακτηριδίων σε ένα τρόφιμο, το οποίο τρώγεται ωμό, δεν είναι αποδεκτά. Ωστόσο, το γεγονός ότι η επεξεργασία μπορεί να καταργεί ορισμένα είδη κινδύνων, δεν απαλλάσσει την επιχείρηση από την ευθύνη της να εξασφαλίζει ότι η ασφάλεια των τροφίμων λαμβάνεται υπόψη σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων και ότι οι πρακτικές της είναι συνεπείς με την ορθή πρακτική και, όπου αυτές υπάρχουν, με τις απαιτήσεις ειδικών διατάξεων. Η απαίτηση εφαρμόζεται σε οξείες συνέπειες, αλλά μπορεί επίσης να ισχύσει και για μακροπρόθεσμες συνέπειες, όταν η έκθεση μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες στο μέλλον, όπως στην περίπτωση των πριόν ή μικροοργανισμών με μακρά περίοδο επώασης. Οι σωρευτικές συνέπειες για την υγεία του καταναλωτή πρέπει επίσης να εξετάζονται σε σχέση με τον όρο «δυνάμει επιβλαβές για την υγεία». Ορισμένα τρόφιμα διατίθενται στο εμπόριο για ιδιαίτερα ευαίσθητους καταναλωτές, και η έννοια του «δυνάμει επιβλαβούς για την υγεία» για τους καταναλωτές αυτούς πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη όταν προσδιορίζεται, εάν ένα τρόφιμο δεν είναι ασφαλές. Οι καταναλωτές έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν τα είδη και τις ποσότητες των τροφίμων που τρώνε και με άλλα λόγια είναι ελεύθεροι να επιλέξουν τον τρόπο διατροφής τους. Όταν παρέχονται πληροφορίες είτε σε μία ετικέτα είτε με άλλο τρόπο, ή όταν είναι γενικώς διαθέσιμες πληροφορίες, και ο καταναλωτής αγνοεί τις πληροφορίες αυτές όταν επιλέγει τη διατροφή του, ή για παράδειγμα καταναλώνει τροφές σε αφύσικα επίπεδα που μπορεί αργότερα να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία του, ο παρών κανονισμός δεν θεωρεί αυτές τις τροφές μη ασφαλείς εφόσον πληρούνται άλλες απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα. Τα τρόφιμα που είναι ακατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή είναι μολυσμένα θεωρούνται επίσης ως μη ασφαλή από τον παρόντα κανονισμό. Οι σάπιες, για παράδειγμα, τροφές, μπορεί να είναι αλλά μπορεί και να μην είναι δυνάμει επιβλαβείς για την υγεία, αλλά δεν είναι αποδεκτές για κατανάλωση από τον άνθρωπο και μπορεί να είναι επιβλαβείς για την υγεία. Μπορεί να είναι σχεδόν αδύνατον να αποδειχθεί η βλάβη ή η πιθανή βλάβη στην υγεία από τέτοια τροφή, και γι'αυτό προτείνεται να εξετάζεται αυτός ο ξεχωριστός παράγοντας σε σχέση με την ασφάλεια στον παρόντα κανονισμό. Παρομοίως, ένα τρόφιμο που έχει μολυνθεί, για παράδειγμα, από μέρη εντόμων, ή το βοδινό κρέας που μπορεί να έχει μολυνθεί από τρίχες του ζώου, μπορεί να μην είναι επιβλαβές για την υγεία, δεν είναι όμως λογικό να αναμένεται ότι θα χρησιμοποιηθεί για κατανάλωση από τον άνθρωπο και η απόδειξη για το ότι μπορεί να είναι δυνάμει επιβλαβές για την υγεία δεν πρέπει να απαιτεί το χαρακτηρισμό του ως μη ασφαλές. Υπό την προϋπόθεση ότι μια επιχείρηση τροφίμων εξασφαλίζει ότι τα τρόφιμα συμμορφώνονται με τις ειδικές διατάξεις που ισχύουν για τα τρόφιμα αυτά, η επιχείρηση τροφίμων θα θεωρείται ότι έχει φέρει σε πέρας τις ευθύνες της σχετικά την απαίτηση για την ασφάλεια των τροφίμων. Ωστόσο, όταν ένα τρόφιμο συμμορφώνεται με τις σχετικές ειδικές διατάξεις για το τρόφιμο αυτό, εξακολουθεί όμως να θεωρείται μη ασφαλές από τις αρμόδιες αρχές, το τρόφιμο μπορεί να αποσυρθεί από τις αρμόδιες αρχές ή μπορεί να ληφθούν άλλα μέτρα για την επιβολή περιορισμών στο τρόφιμο αυτό. Για να ενισχύσει την πρωταρχική ευθύνη των επιχειρήσεων στον τομέα των τροφίμων, η παρούσα πρόταση περιέχει τη γενική υποχρέωση για όλες τις επιχειρήσεις τροφίμων να εξασφαλίζουν, εντός της δικής τους σφαίρας επιρροής, ότι τα τρόφιμα που διαθέτουν στην αγορά συμμορφώνονται με τις αρχές της ασφάλειας. Η παρούσα πρόταση διατυπώνει επίσης τη γενική απαίτηση για τις επιχειρήσεις τροφίμων να ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές όταν υπάρχουν υποψίες ότι ένα τρόφιμο δεν είναι ασφαλές και να συνδράμουν τις αρχές με κάθε τρόπο για να εξασφαλιστεί ότι προστατεύεται η υγεία των καταναλωτών. Όταν εντοπίζεται σοβαρός κίνδυνος για την υγεία, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων με το σύστημα ταχείας ειδοποίησης. Η πρόταση απαιτεί από τις επιχειρήσεις τροφίμων να αποσύρουν τα τρόφιμα, εάν δεν επαρκούν άλλοι τρόποι διασφάλισης των καταναλωτών, και να ενημερώνουν τους καταναλωτές για την απόσυρση αυτή. Πρόσφατα φάνηκε σαφώς ότι ζωοτροφές ήταν η αρχική αιτία για ένα πρόβλημα ασφάλειας των τροφίμων. Ο παρών κανονισμός επιζητεί να εξασφαλίσει ότι η ασφάλεια των τροφίμων θα εξετάζεται σε όλα τα στάδια που έχουν αντίκτυπο στην ασφάλεια των τροφίμων. Συνεπώς μια επιχείρηση ζωοτροφών πρέπει να εξασφαλίσει ότι οι ζωοτροφές για τις οποίες ευθύνεται δεν είναι δυνατόν να προκαλέσουν πρόβλημα στην ασφάλεια των τροφίμων και πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι πρακτικές που ακολουθεί είναι τέτοιες που δεν θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των τροφίμων. Διατυπώνεται η απαίτηση να διατίθενται στην αγορά μόνο ασφαλείς ζωοτροφές και αυτό συνδέεται με την ανάγκη να εξασφαλίζεται ότι τα τρόφιμα που προέρχονται από ζώα που έχουν τραφεί με τέτοιες ζωοτροφές είναι ασφαλή. Οι ευθύνες των επιχειρήσεων τροφίμων περιλαμβάνουν επίσης το καθήκον της απόσυρσης προϊόντων και της ενημέρωσης των αρμόδιων αρχών, μόλις συνειδητοποιήσουν ότι μια ζωοτροφή μπορεί να έχει επίδραση στην ασφάλεια των τροφίμων. 1.9 Διεθνείς υποχρεώσεις και εμπόριο στον τομέα των τροφίμων Η πρόταση αναγνωρίζει τη δέσμευση της Κοινότητας έναντι των διεθνών υποχρεώσεων της, ειδικότερα σε σχέση με τη συμφωνία για την εφαρμογή μέτρων υγειονομικής και φυτοϋγειονομικής προστασίας και τη συμφωνία για τα τεχνικά εμπόδια στο εμπόριο που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Υπογραμμίζει τη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για την ανάπτυξη διεθνών τεχνικών προτύπων για τα τρόφιμα. Προτείνεται να συμβάλει η Κοινότητα στην ανάπτυξη διεθνών προτύπων και να τα λαμβάνει επίσης υπόψη κατά την εκπόνηση της νομοθεσίας για τα τρόφιμα. Τα κείμενα του Codex Alimentarius και του Διεθνούς Γραφείου Επιζωοτιών έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο των συμφωνιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στον τομέα της νομοθεσίας των τροφίμων. Σε ό,τι αφορά τη συμφωνία για την εφαρμογή μέτρων υγειονομικής και φυτοϋγειονομικής προστασίας, η συμμόρφωση με τα πρότυπα αυτά θεωρείται σύμφωνη με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη συμφωνία. Τα μέλη μπορεί να απαιτήσουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας της υγείας και να εφαρμόσουν μέτρα που βασίζονται στην αξιολόγηση του κινδύνου. Η συμφωνία για τα τεχνικά εμπόδια στο εμπόριο αναγνωρίζει, παρομοίως, την ανάγκη για τις χώρες μέλη να χρησιμοποιούν διεθνή πρότυπα στα οποία να βασίζουν τα κανονιστικά μέτρα που λαμβάνουν, εκτός εάν η χρήση τέτοιων προτύπων είναι αναποτελεσματικό ή απρόσφορο μέσο για την εκπλήρωση των θεμιτών τους στόχων. Η παρούσα πρόταση αναγνωρίζει την υποχρέωση της Κοινότητας να λαμβάνει υπόψη της τα διεθνή πρότυπα στο πλαίσιο και των δύο συμφωνιών, αλλά την αντισταθμίζει με την υποχρέωση στη Συνθήκη για υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας, και με τους άλλους στόχους της νομοθεσίας για τα τρόφιμα που ορίζονται στην παρούσα πρόταση. Τα διεθνή πρότυπα θα λαμβάνονται υπόψη μόνον όπου δεν τίθεται σε κίνδυνο το υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας ή άλλοι στόχοι της νομοθεσίας για τα τρόφιμα. O τομέας των γεωργικών ειδών διατροφής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια αγορά, ως παραγωγός, εξαγωγέας και εισαγωγέας τροφίμων. Η Κοινότητα συνεπώς έχει ζωτικό συμφέρον να εξασφαλίσει ότι τα υψηλά πρότυπα της κοινοτικής νομοθεσίας για τα τρόφιμα είναι διεθνώς αποδεκτά και ότι οι καταναλωτές προστατεύονται τόσο εντός της Κοινότητας όσο και στις τρίτες χώρες. Με την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και των εμπορικών εταίρων, η ασφάλεια των τροφίμων συντελεί στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας τροφίμων. Η Κοινότητα θα λάβει επίσης υπόψη πρότυπα που βρίσκονται στο τελικό στάδιο των διαδικασιών έγκρισης σύμφωνα με τους κανόνες των διευθυντικών διεθνών οργάνων. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα συμμετείχε ενεργά στην ανάπτυξη διεθνών εμπορικών κανόνων και προτύπων και έχει δεσμευτεί υπέρ του ελεύθερου εμπορίου ασφαλών και υγιεινών τροφίμων. Ο παρών κανονισμός καθορίζει τις γενικές αρχές στις οποίες πρέπει να βασίζεται το διεθνές εμπόριο τροφίμων. Καθορίζει το στόχο σύμφωνα με τον οποίο η νομοθεσία για τα τρόφιμα θα εκπονείται κατά τρόπο ώστε να μην επιφέρει αυθαίρετες ή αδικαιολόγητες διακρίσεις σε βάρος οιουδήποτε διεθνούς εμπορικού εταίρου και δεν πρέπει να αποτελεί συγκεκαλυμμένο φραγμό για το εμπόριο. Υπογραμμίζει τη δέσμευση της Κοινότητας να προβαίνει σε συμφωνίες ισοδυναμίας και άλλες εμπορικές συμφωνίες στις κατάλληλες περιστάσεις. 1.10 Η αρχή της διαφάνειας Η παρούσα πρόταση καθορίζει το πλαίσιο για τη μεγαλύτερη συμμετοχή των συντελεστών σε όλα τα στάδια της εκπόνησης της νομοθεσίας για τα τρόφιμα και καθορίζει τους αναγκαίους μηχανισμούς για την αύξηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στη νομοθεσία για τα τρόφιμα. Η εμπιστοσύνη αυτή είναι ουσιώδης απόρροια μιας επιτυχούς πολιτικής για τα τρόφιμα και συνεπώς αποτελεί πρωταρχικό στόχο της κοινοτικής δράσης στον τομέα των τροφίμων. Η διαφάνεια της νομοθεσίας και οι αποτελεσματικές δημόσιες διαβουλεύσεις έχουν ουσιώδη σημασία για την αύξηση της εμπιστοσύνης. Η καλύτερη επικοινωνία σχετικά με την ασφάλεια των τροφίμων και τη συνάφεια δυνητικών κινδύνων, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους διαφάνειας των επιστημονικών γνωμοδοτήσεων που παρέχονται στην Επιτροπή από τις επιστημονικές επιτροπές, θα διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στον τομέα αυτό. Το ακόλουθο τμήμα αφορά τον τίτλο III του κανονισμού ΤΜΗΜΑ 2 2.1 Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων (ΕΥΤ) Το Λευκό Βιβλίο για την ασφάλεια των τροφίμων ανέλυσε τα επιστημονικά στοιχεία στα οποία βασίζεται η πολιτική για την ασφάλεια των τροφίμων και, βάσει αυτού, διατύπωσε προτάσεις για μια Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της Κοινότητας τη νέα χιλιετία. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων (ΕΥΤ) όχι μόνο θα συμβάλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων αλλά και στην αποκατάσταση και διατήρηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στην ασφάλεια των τροφίμων. Για να αποκτηθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών θα χρειαστεί να λειτουργεί η Υπηρεσία αυτή με τα υψηλότερα επίπεδα επιστημονικής ποιότητας, ανεξαρτησίας και διαφάνειας. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων θα εφαρμόσει τις γενικές αρχές και απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα και λειτουργήσει ως βασική συνιστώσα της βελτίωσης της προστασίας της ανθρώπινης υγείας και της εμπιστοσύνης των καταναλωτών. Το Λευκό Βιβλίο θεωρεί ότι βασικός ρόλος της ΕΥΤ θα είναι να παρέχει στην Κοινότητα τις ανεξάρτητες επιστημονικές και τεχνικές συμβουλές που απαιτούνται για να στηρίξει η Κοινότητα την πολιτική και τη νομοθεσία της στους τομείς της ασφάλειας των τροφίμων, της διατροφής, της υγείας των ζώων και της ορθής μεταχείρισης των ζώων, καθώς και της υγείας των φυτών τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Τόνισε ότι μια τέτοια Υπηρεσία θα πρέπει να σέβεται την αρχή του διαχωρισμού της αξιολόγησης του κινδύνου από τη διαχείριση του κινδύνου και να σέβεται την υφιστάμενη πολιτική και τις νομικές αρμοδιότητες της Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Εκτός από το κύριο καθήκον της που είναι να παρέχει στην Κοινότητα, άριστες, ανεξάρτητες, επιστημονικές γνώμες, προτείνεται η ΕΥΤ να είναι υπεύθυνη για την καθημερινή λειτουργία του συστήματος ταχείας ειδοποίησης (που θα καλύπτει και τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές), το οποίο θα διαδραματίσει βασικό ρόλο στη διαχείριση κρίσεων υπό την ευθύνη της Επιτροπής. Έχοντας άμεση σχέση με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, θα παρέχει σαφείς και ευπρόσιτες στο κοινό πληροφορίες για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του. Το δικαίωμα της ΕΥΤ να ενημερώνει, με δική της πρωτοβουλία, για οποιοδήποτε τέτοιο θέμα παρέχει ένα σημαντικό πρόσθετο εχέγγυο, εξασφαλίζοντας ότι οι ανησυχίες των καταναλωτών σε σχέση με την ασφάλεια των τροφίμων δεν αγνοούνται κατά τη διάρκεια της κοινοτικής διαδικασίας για τη λήψη αποφάσεων. Η Επιτροπή πρότεινε επίσης να ανατεθεί στην ΕΥΤ το εξαιρετικής σημασίας καθήκον να συλλέγει και να αναλύει δεδομένα που θα επιτρέπουν το χαρακτηρισμό και την παρακολούθηση θεμάτων σχετικών με την ασφάλεια των τροφίμων στην Κοινότητα. Σήμερα δεν υφίσταται τέτοιος μηχανισμός, παρ' όλο που οι πληροφορίες αυτές είναι ζωτικής σημασίας για τον έγκαιρο προσδιορισμό αναδυόμενων κινδύνων, για τον εντοπισμό των αδυναμιών στην κοινοτική νομοθεσία και για τη διεξαγωγή εμπεριστατωμένων αξιολογήσεων του κινδύνου σε πολλούς τομείς. Το Λευκό Βιβλίο αναγνώρισε ότι το τρέχον σύστημα παροχής επιστημονικών συμβουλών εμφάνιζε αδυναμίες που οδήγησαν σε σοβαρές καθυστερήσεις στην παροχή γνωμοδοτήσεων που απαιτούνται και για τη διαχείριση σημαντικών ζητημάτων για την υγεία των καταναλωτών και για την έγκριση προϊόντων, ουσιών και διεργασιών με βάση το κοινοτικό καθεστώς. Προσδιόρισε την ανάγκη να καθιερωθεί ενδοϋπηρεσιακή επιστημονική υποστήριξη που θα αναλάμβανε μεγάλο μέρος των προπαρασκευαστικών εργασιών, οι οποίες σήμερα διεξάγονται από επιστημονικές επιτροπές, προκειμένου τα μέλη τους να εστιαστούν στα κύρια προβλήματα της αξιολόγησης του κινδύνου. Για την καθιέρωση μιας σύγχρονης δομής που θα παρέχει στην Κοινότητα έγκαιρη επιστημονική και τεχνική υποστήριξη στους τομείς αρμοδιότητας της ΕΥΤ, άμεση σχέση έχει η σε βάθος ενσωμάτωση της εμπειρογνωμοσύνης και των πόρων από τα κράτη μέλη μέσω διαφόρων δικτύων. Η υποστήριξη αυτή θα άπτεται όλων των πτυχών των εργασιών της Υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων των προπαρασκευαστικών εργασιών για τις επιστημονικές επιτροπές, για τη συλλογή πληροφοριών και τους αναδυόμενους κινδύνους. Σημαντική πλευρά των εργασιών της ΕΥΤ θα είναι να παρέχει προστιθέμενη αξία στα επιτεύγματα του υφιστάμενου συστήματος, με το συντονισμό και τη συνεργασία των κρατών μελών. Τέλος, κάτι που έχει θεμελιώδη σημασία για τη συνολική επιτυχία της ΕΥΤA, το Λευκό Βιβλίο αναγνώρισε ότι η εμπιστοσύνη των καταναλωτών μπορεί να ξανακερδηθεί, εάν η Υπηρεσία λειτουργεί ανεξάρτητα από εξωτερικές πιέσεις και αυτό αναγνωριστεί από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Το καταστατικό της πρέπει συνεπώς να παρέχει εγγυήσεις για την ανεξαρτησία, τη διαφάνεια, την αντιπροσωπευτικότητα και την υπευθυνότητα της ΕΥΤ. 2.2 Αποστολή και καθήκοντα Μια ευρεία εντολή είναι ουσιώδης προκειμένου να αποκτήσει η ΕΥΤ μια εμπεριστατωμένη εικόνα της τροφικής αλυσίδας και να παρέχει συνεκτική επιστημονική βάση για την πολιτική και τη νομοθεσία της Κοινότητας στον τομέα αυτόν. Εκτός από την ασφάλεια των τροφίμων και ορισμένες πτυχές της διατροφής, περιλαμβάνει επίσης το φυτοϋγειονομικό τομέα, την υγεία των ζώων και την ορθή μεταχείριση των ζώων. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται σε όλα τα ζητήματα που έχουν άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στην ασφάλεια και την υγεία των καταναλωτών και προκύπτουν από την κατανάλωση τροφίμων. Καλύπτει με τον τρόπο αυτόν όλα τα στάδια, από την πρωτογενή παραγωγή τροφίμων και ζωοτροφών, τη μεταποίηση, την αποθήκευση και τη διανομή έως τον τελικό καταναλωτή. Η πρόταση της Επιτροπής αναγνωρίζει ότι η αξιολόγηση της ασφάλειας των προϊόντων που έχουν σημασία για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές δεν μπορεί να γίνει χωρίς να λαμβάνονται υπόψη σημαντικές πτυχές που δεν αφορούν τα τρόφιμα. Έχει σημασία να εξασφαλιστεί ότι οι αξιολογήσεις κινδύνου είναι εμπεριστατωμένες, συνεπείς μεταξύ των διαφόρων τομέων της βιομηχανίας και τηρούν την αρχή «μια πόρτα, ένα κλειδί" για την έγκριση βιομηχανικών προϊόντων που εμπίπτουν στο κοινοτικό καθεστώς. Συνεπώς, η ΕΥΤ θα εξασφαλίζει ότι, όπου η νομοθεσία η σχετική με την έγκριση ενός προϊόντος ή διεργασίας με πρωταρχική σχέση με την ασφάλεια των τροφίμων ή των ζώων απαιτεί επίσης αξιολόγηση ενός περιβαλλοντικού κινδύνου ή/και της ασφάλειας των εργαζομένων (ιδίως για γενετικώς τροποποιημένα φυτά ή σπόρους, παρασιτοκτόνα και πρόσθετα τροφίμων), αυτό θα συνεχίσει να αποτελεί αντικείμενο των εργασιών μιας μόνο επιστημονικής επιτροπής ή ομάδας εμπειρογνωμόνων. Για λόγους επιστημονικής συνοχής και διοικητικής αποτελεσματικότητας, προτείνεται η ΕΥΤ να παρέχει επίσης επιστημονικές γνώμες για τους γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς ακόμα και αν δεν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν σε τρόφιμα ή ζωοτροφές. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την κοινοτική νομοθεσία και πολιτική για τους γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα, η αποστολή της Υπηρεσίας θα περιορίζεται στην παροχή επιστημονικών γνωμοδοτήσεων, προκειμένου να αποφευχθεί η σύγχυση σε σχέση με τις αρμοδιότητες για θέματα περιβάλλοντος στην Κοινότητα. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η Υπηρεσία δεν μπορεί να εκτελεί τα άλλα της καθήκοντα, όπως η συλλογή δεδομένων ή ο προσδιορισμός αναδυόμενων κινδύνων, σε σχέση με γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς, εκτός εάν αυτοί οι οργανισμοί είναι τρόφιμα ή ζωοτροφές. Ωστόσο, σύμφωνα με το σημείο ν) του άρθρου 22, η Επιτροπή παραμένει ελεύθερη να ζητήσει μεγαλύτερη επιστημονική υποστήριξη από την ΕΥΤ για όλους τους γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς. Η ΕΥΤ θα ασχολείται με τις πτυχές του πόσιμου νερού που αφορούν την υγεία των καταναλωτών. Έχει επίσης σημασία να αποφευχθεί ο κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ του ρόλου της Υπηρεσίας και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Αξιολόγησης Φαρμακευτικών Προϊόντων (EMEA). Η παρούσα πρόταση καθιστά συνεπώς σαφές ότι το πεδίο δράσης της δεν θίγει τις αρμοδιότητες που έχουν δοθεί στην EMEA. Ας σημειωθεί ότι το πεδίο εφαρμογής του συστήματος ταχείας ειδοποίησης, το οποίο θα διαχειρίζεται η Υπηρεσία, και η διαχείριση των κρίσεων περιορίζονται στην ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών. Στον τομέα της διατροφής, η ΕΥΤ πρέπει να λάβει υπόψη την ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι συμβουλές για τη διατροφή δίνονται μόνο στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής για τη δημόσια υγεία. Η ΕΥΤ πρέπει να εξασφαλίσει τη συνέχεια των επιστημονικών γνωμοδοτήσεων σε σχέση με τις διατροφικές απαιτήσεις των τροφίμων για ειδικούς διατροφικούς σκοπούς (τροφές διαίτης που κυκλοφορούν βάσει κοινοτικών κανόνων, όπως τροφές για βρέφη και μικρά παιδιά και για τους αθλητές), το διευρυνόμενο τομέα των διατροφικών ισχυρισμών και των διατροφικών πτυχών των νέων τροφίμων. Ωστόσο, έχει σημασία οι συμβουλές για τη διατροφή και την υγεία να συντονίζονται προσεκτικά από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία σύγχυσης στο κοινό. 2.3 Οργάνωση Οι προτεινόμενες οργανωτικές δομές θα διευκολύνουν την ενεργό συμμετοχή των ποικίλων ενδιαφερόμενων μερών στην ΕΥΤ, την ανεξαρτησία από εξωτερικές πιέσεις, τη διαφάνεια και την υπευθυνότητα απέναντι στους δημοκρατικούς θεσμούς. Προτείνεται συνεπώς να περιληφθούν στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΥΤ τέσσερις εκπρόσωποι που θα ορίσει το Συμβούλιο, τέσσερις που θα ορίσει η Επιτροπή, τέσσερις το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τέσσερις εκπρόσωποι των καταναλωτών και της βιομηχανίας που θα ορίσει η Επιτροπή. Η Επιτροπή πιστεύει επίσης ότι, ως κοινοτικό όργανο, η ΕΥΤ θα εξασφαλίσει την αξιοποίηση της εμπειρογνωμοσύνης και των πόρων των κρατών μελών για την εκτέλεση της αποστολής της και θα τηρεί παράλληλα την αρχή του διαχωρισμού της αξιολόγησης του κινδύνου από τη διαχείριση του κινδύνου και τη γενική απαίτηση για ανεξαρτησία. Προτείνεται συνεπώς να συμπεριλάβει η ΕΥΤ ένα συμβουλευτικό σώμα με εκπροσώπους των αντίστοιχων οργάνων των κρατών μελών ώστε να εξασφαλίσει την αποτελεσματική λειτουργία των διαφόρων δικτύων συλλογής πληροφοριών και των υποστηρικτικών μηχανισμών. Είναι προφανές ότι τα μεμονωμένα κράτη μέλη θα χρειαστεί να εξετάσουν πώς θα συνεργάζονται με την ΕΥΤ σε μια τέτοια επιτροπή, δεδομένου ότι δεν έχουν όλα τα κράτη μέλη ιδρύσει «φορείς για τα τρόφιμα» και, ακόμα κι αν έχουν, το πεδίο εφαρμογής τους είναι απίθανο να αντικατοπτρίζει την ευρεία αποστολή της προτεινόμενης Υπηρεσίας. Η πρόταση προβλέπει τη μεταφορά και ριζική αναδιάρθρωση των 6 ανεξάρτητων επιστημονικών επιτροπών που συμβουλεύουν σήμερα την Επιτροπή σε θέματα που θα καλύπτει η ΕΥΤ: την επιστημονική συντονιστική επιτροπή (SSC) και την υποομάδα της για BSE και TSE, την επιστημονική επιτροπή τροφίμων (SCF), την επιστημονική επιτροπή για τη διατροφή των ζώων (SCAN), την επιστημονική φυτοϋγειονομική επιτροπή (SCP), την επιστημονική επιτροπή για τα κτηνιατρικά μέτρα σε σχέση με τη δημόσια υγεία (SCVPH) και την επιστημονική επιτροπή για την υγεία και την ορθή μεταχείριση των ζώων (SCAHAW). Η αναδιάρθρωση είναι αναγκαία και για να ευθυγραμμιστεί η επιστημονική συμβουλευτική διαδικασία και για να υπάρξει αντιστοιχία με το τρέχον σκεπτικό της κοινοτικής πολιτικής και νομοθεσίας όπως έχει τυποποιηθεί με την προσέγγιση «από το αγρόκτημα στο τραπέζι» για την ασφάλεια της τροφικής αλυσίδας. Η προτεινόμενη δομή συνίσταται σε 8 μόνιμες ανεξάρτητες ομάδες και μία επιστημονική επιτροπή, αρμόδιες για την παροχή επιστημονικών γνωμοδοτήσεων, η καθεμία στη δική της σφαίρα αρμοδιοτήτων, για όλα τα ζητήματα που εμπίπτουν στην αποστολή της Υπηρεσίας. Το σύστημα αυτό έχει επίσης σχεδιαστεί για να εξασφαλιστεί η μεγαλύτερη επιστημονική συνοχή σε συναφείς τομείς, όπως τα γενετικώς τροποποιημένα προϊόντα, οι προσμείξεις τροφίμων και ζωοτροφών και ο μικροβιολογικός κίνδυνος, και για να προλάβει τις μελλοντικές ανάγκες, όπως στον τομέα των διατροφικών ισχυρισμών και των νέων τροφίμων. Το σύστημα έχει επίσης την ευελιξία να χειρίζεται ζητήματα που δεν καλύπτουν οι επιστημονικές ομάδες. Για παράδειγμα, προβλήματα που συνδέονται με τα μεταλλικά νερά, την ακτινοβόληση τροφίμων ή φυτοϋγειονομικά ζητήματα, μπορούν να αντιμετωπίζονται από την επιστημονική επιτροπή στην οποία συμμετέχουν οι πρόεδροι των μόνιμων ομάδων και θα επιτρέπει συνεπώς τη μέγιστη ευελιξία και τη βέλτιστη χρήση της διαθέσιμης επιστημονικής εμπειρογνωμοσύνης. Το άριστο επίπεδο των επιστημονικών γνωμοδοτήσεων θα εξακολουθήσει να εξασφαλίζεται βάσει των διαδικασιών που καθιέρωσε η Επιτροπή το 1997 και οι οποίες επιτρέπουν στους επιστήμονες να υποβάλουν οι ίδιοι υποψηφιότητα για να γίνουν μέλη μιας επιτροπής ή μιας ομάδας. Ο διευθύνων σύμβουλος θα είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση και θα εγγυάται τη διαφάνεια της διαδικασίας επιλογής, αλλά η απόφαση για την επιλογή των μελών εναπόκειται στο διοικητικό συμβούλιο. Στο Λευκό Βιβλίο τονίστηκε η αδυναμία των υφιστάμενων επιστημονικών επιτροπών να αντεπεξέλθουν στον αυξανόμενο αριθμό και στον επείγοντα χαρακτήρα των ζητημάτων. Εκτός από την παροχή υπηρεσιών γραμματείας στην επιτροπή αυτή, η ΕΥΤ θα χρειαστεί να διαθέσει τα αναγκαία μέσα για να εξασφαλίσει ότι τα μέλη της επιτροπής έχουν επαρκή διοικητική και επιστημονική υποστήριξη που θα τους επιτρέπει να επικεντρωθούν, κατά τον περιορισμένο χρόνο που θα διαθέσουν, στα ουσιώδη ζητήματα της αξιολόγησης του κινδύνου. Αυτό συνεπάγεται ουσιαστική ενδοϋπηρεσιακή επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη που, μαζί με την υποστήριξη των κρατών μελών κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, θα επιτρέψει στην επιστημονική επιτροπή και τις ανεξάρτητες ομάδες να εργάζονται κατά κύριο λόγο με τη μέθοδο της αξιολόγησης από ομότιμους επιστήμονες. Τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής και των ομάδων θα απελευθερωθούν έτσι από τη χρονοβόρα προετοιμασία των φακέλων και την αξιολόγηση που χαρακτηρίζει το παρόν επιβαρημένο σύστημα. 2.4 Επιστημονικές γνώμες Σύμφωνα με το τρέχον σύστημα έχουν συσταθεί, με κοινοτικές νομοθετικές πράξεις, επιστημονικές επιτροπές για να συμβουλεύουν την Επιτροπή. Προτείνεται το ΕΚ, τα κράτη μέλη ή τα αρμόδια όργανά τους να είναι επίσης σε θέση να απευθύνουν ερωτήματα για επιστημονική γνωμοδότηση στην ΕΥΤ με τη σημαντική εξαίρεση ερωτημάτων σε τομείς όπου η λήψη γνώμης της ΕΥΤ είναι υποχρεωτική σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η Επιτροπή, σύμφωνα με το δικαίωμα πρωτοβουλίας, είναι αποκλειστικά αρμόδια να απευθύνει ερώτημα στην ΕΥΤ. Το δικαίωμα της ΕΥΤ να θέσει ερωτήματα, με δική της πρωτοβουλία, αντανακλά την ανεξαρτησία της Υπηρεσίας και είναι μία πρόσθετη και σημαντική εγγύηση για την εξέχουσα θέση που κατέχει η ασφάλεια των καταναλωτών στην κοινοτική πολιτική. Η επέκταση του δικαιώματος στο ΕΚ, στα κράτη μέλη ή στα αρμόδια όργανά τους να θέτουν απευθείας ερωτήματα στην ΕΥΤ για επιστημονική γνωμοδότηση συνεπάγεται την ανάγκη να αποφευχθεί ο υπερβολικός φόρτος, άσκοπες διπλές προσπάθειες, έλλειψη συνοχής και απομάκρυνση από τα καθήκοντα που έχουν προτεραιότητα. Είναι επίσης σημαντικό, το δικαίωμα των κρατών μελών να θέτουν ερωτήματα να μην οδηγήσει σε μείωση των ήδη περιορισμένων εθνικών πόρων από τους οποίους θα εξαρτηθεί μακροπρόθεσμα η επιτυχία της ΕΥΤ. Αυτός ο προβληματισμός συνεπάγεται την ανάγκη να καθοριστούν σαφείς και διαφανείς κανόνες που θα καλύπτουν τη μεταχείριση των ερωτημάτων, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων με τα οποία η ΕΥΤ θα αξιολογεί την αποδοχή και τη διαχείριση ερωτημάτων από διαφορετικές πηγές και τις κατευθυντήριες γραμμές που θα διέπουν την υποβολή των φακέλων για την υποστήριξη ενός ερωτήματος που θα αφορά τη συμπερίληψη προϊόντων ή διεργασιών σε έναν κοινοτικό θετικό κατάλογο. Προτείνεται, η Επιτροπή, αφού λάβει τη γνώμη της ΕΥΤ, να υποβάλει πρόταση για τη ρύθμιση αυτών των λεπτομερειών. 2.5 Αλληλοσυγκρουόμενες επιστημονικές γνώμες Διαφορές μεταξύ των επιστημονικών γνωμοδοτήσεων των επιστημονικών επιτροπών της Επιτροπής και εκείνων των άλλων κοινοτικών οργάνων μπορούν να δυσχεράνουν και τη διαχείριση του κινδύνου και την ενημέρωση σχετικά με τους κινδύνους, ειδικά όταν τα θέματα είναι τέτοια που ευαισθητοποιούν ιδιαίτερα το κοινό ή τους εμπορικούς μας εταίρους. Η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι είναι πρακτικό ή πρόσφορο να δώσει στην ΕΥΤ τις εξουσίες για να λειτουργήσει αυτή ως ο τελικός επιστημονικής διαιτητής στην περίπτωση των αλληλοσυγκρουόμενων επιστημονικών γνωμοδοτήσεων κατά τρόπο που να είναι δεσμευτικός για τα ενδιαφερόμενα μέρη. Ωστόσο το σχέδιο κανονισμού προβλέπει σημαντικό ρόλο για την ΕΥΤ σε ό,τι αφορά την πρόληψη των συγκρούσεων, την αποκατάσταση της επαφής μεταξύ των μερών και τη διερεύνηση της αιτίας της διαφοράς μεταξύ των γνωμοδοτήσεων και συμφωνίας επ'αυτού. Ακόμα και αν η ΕΥΤ δεν είναι σε θέση να επιλύσει τη σύγκρουση, η διαδικασία παρέχει στην Επιτροπή μια διαφανή βάση επί της οποίας θα αναπτύξει προτάσεις για τη διαχείριση κινδύνου, έχοντας προηγουμένως κατανοήσει σαφώς τα επιστημονικά ζητήματα. Όταν οι αλληλοσυγκρουόμενες γνωμοδοτήσεις εμπλέκουν ένα κοινοτικό όργανο ή μια από τις επιστημονικές επιτροπές της Επιτροπής, η Υπηρεσία και το όργανο αυτό ή η επιτροπή αυτή υποχρεούνται να συνεργαστούν για την επίλυση του προβλήματος ή, εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, υποχρεούνται να υποβάλουν ένα κοινό έγγραφο στην Επιτροπή με το οποίο θα διευκρινίζονται τα επίμαχα ζητήματα. Όταν πρόκειται για διαφορές επιστημονικών γνωμοδοτήσεων μεταξύ της Υπηρεσίας και ενός εθνικού οργάνου, θα ακολουθείται παρόμοια διαδικασία αλλά σε διαβούλευση με το συμβουλευτικό σώμα. Η διαδικασία δεν συνεπάγεται την υπεροχή της Υπηρεσίας σε περίπτωση επιστημονικής σύγκρουσης. Προβλέπεται δε να εξεταστεί μια ανάλογη διάταξη για τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Αξιολόγησης Φαρμακευτικών Προϊόντων κατά την προσεχή επανεξέτασή του. Συγκρούσεις που προκύπτουν από εθνικά μέτρα αντιμετωπίζονται με διαδικασίες διαμεσολάβησης που καθορίζονται στον τίτλο V της παρούσας πρότασης. 2.6 Επιστημονική και τεχνική υποστήριξη Εκτός από την ανάγκη για ανεξάρτητες επιστημονικές γνώμες από τις επιστημονικές επιτροπές σε σχέση με διάφορα είδη κινδύνων, η Επιτροπή χρειάζεται ουσιαστική, συνεχή βοήθεια για ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών και τεχνικών ζητημάτων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της επιστημονικής επιτροπής και των μόνιμων επιστημονικών ομάδων. Ως παράδειγμα αναφέρουμε τη συλλογή και ερμηνεία επιστημονικών πληροφοριών που βοηθούν στη χάραξη πολιτικής, την εκπόνηση προδιαγραφών για τα ζητήματα καθαρότητας των προσθέτων τροφίμων και ζωοτροφών, τη βοήθεια για την τεχνική αξιολόγηση προγραμμάτων για κατάλοιπα τρίτων χωρών, την υποστήριξη για την αξιολόγηση των τεχνικών κοινοποιήσεων σύμφωνα με τον ΠΟΕ, την ανάπτυξη τεχνικών κατευθυντήριων γραμμών και οδηγών ορθής πρακτικής για την υγιεινή των τροφίμων. Προτείνει να διευκολύνει η ΕΥΤ αυτήν την υποστήριξη με διάφορα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης εσωτερικών εμπειρογνωμόνων, εξωτερικών συμβάσεων με φορείς της βιομηχανίας και της έρευνας και με δίκτυα των κρατών μελών. Μια τέτοια υποστήριξη δεν μπορεί, ωστόσο, να είναι απεριόριστη και έχει μεγάλη σημασία να συμφωνηθεί ένα ετήσιο πρόγραμμα εργασίας με αρκετή ευελιξία για την ad hoc επείγουσα διαχείριση προβλημάτων. Πρέπει επίσης να ληφθεί πλήρως υπόψη η συμβολή της εμπειρογνωμοσύνης του Κοινού Κέντρου Ερευνών (JRC) σε ειδικούς τομείς επιστημονικής και τεχνικής υποστήριξης στην Επιτροπή. Η υποστήριξη αυτή θα πρέπει να συνεχιστεί με κατάλληλο συντονισμό ώστε να εξασφαλιστεί η βέλτιστη χρήση της υπάρχουσας εμπειρογνωμοσύνης και των πόρων. 2.7 Επιστημονικές μελέτες Το Λευκό Βιβλίο προσδιόρισε την ανάγκη να διαθέτει η ΕΥΤ το δικό της προϋπολογισμό ώστε να μπορεί να αναλαμβάνει επιστημονικές μελέτες, όπου χρειάζεται, ώστε να καλύπτονται τυχόν κενά γνώσεων που θα την εμποδίσουν να εκπληρώσει την αποστολή της ή να αντεπεξέλθει σε καταστάσεις κρίσης. Αυτό εξασφαλίζει ότι η ΕΥΤ έχει την απαραίτητη ανεξαρτησία για τη διερεύνηση προβλημάτων που δεν εξετάζονται αλλού. Έχει ουσιώδη σημασία ωστόσο να γίνει βέλτιστη χρήση των υφιστάμενων πόρων και να αναπτυχθούν συνέργιες μέσω του κατάλληλου συντονισμού με το JRC και τις κοινοτικές κα εθνικές ερευνητικές δραστηριότητες. Οι επιστημονικές μελέτες της ΕΥΤ θα χαρακτηρίζονται από το σχετικά υψηλό βαθμό επικέντρωσης και τη βραχυπρόθεσμη διάρκεια, όπως απαιτείται για να εξασφαλιστεί ότι είναι σε θέση η ΕΥΤ να αντιδρά αμέσως σε προβλήματα που προκύπτουν στην εργασία της. 2.8 Συλλογή δεδομένων και πληροφοριών Η έλλειψη ενός κεντρικού μηχανισμού για τη συλλογή και ανάλυση δεδομένων σε κοινοτικό επίπεδο για ζητήματα που αφορούν την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών και των ζώων από την άποψη των τροφίμων και των ζωοτροφών αναγνωρίζεται ως η βασική αδυναμία των τρεχουσών διαδικασιών. Η ύπαρξη αξιόπιστων, συγκρίσιμων και ενημερωμένων στοιχείων θα δώσει στην Κοινότητα τη δυνατότητα να έχει εποπτεία του στόχου της ασφάλειας των τροφίμων, στο νομοθέτη τη δυνατότητα να εντοπίζει κενά στην κοινοτική νομοθεσία σχετικά με στόχους για τη δημόσια υγεία και στην ίδια την ΕΥΤ τη δυνατότητα να προσδιορίζει αναδυόμενους κινδύνους. Πληροφορίες σχετικές με την κατανάλωση τροφίμων, τη σύνθεση και τα επίπεδα των δυνάμει επιβλαβών ουσιών και βιολογικών παραγόντων έχουν ουσιώδη σημασία, εφόσον η Υπηρεσία θα αξιολογεί την πρόσληψη διατροφικών στοιχείων και την έκθεση του πληθυσμού της Κοινότητας και ειδικότερα, πράγμα που έχει μεγαλύτερη σημασία, ευάλωτων ομάδων όπως τα βρέφη, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, μέσω της διατροφής. Η έλλειψη τέτοιων πληροφοριών συχνά εμποδίζει την ολοκλήρωση της αξιολόγησης του κινδύνου και είναι μία πρόσθετη αδυναμία της σημερινής κατάστασης που θα διορθωθεί με αυτά τα καθήκοντα της ΕΥΤ. Σχετικές πληροφορίες θα συλλέγονται από όλες τις ευπρόσιτες πηγές, συμπεριλαμβανομένων βάσεων δεδομένων, των επιστημονικών συγγραμάτων και των δικτύων των κρατών μελών. Η συλλογή δεδομένων από τρίτες χώρες θα είναι αναγκαία, όπου αυτά αφορούν την υγεία και την ασφάλεια του ευρωπαίου καταναλωτή. Το σχέδιο του κανονισμού λαμβάνει υπόψη τα πολλά υφιστάμενα δίκτυα συλλογής πληροφοριών των κρατών μελών που έχουν συσταθεί στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοθεσίας. Γενικά τα δίκτυα αυτά επιλύουν τομεακά προβλήματα με ελάχιστη επικοδομητική διασταύρωση στοιχείων και συχνά δεν διαθέτουν την υποδομή και την υποστήριξη που απαιτούνται για να εξασφαλιστεί ότι τα δεδομένα είναι συγκρίσιμα, πλήρως αξιοποιημένα ή ότι δημοσιοποιούνται εγκαίρως. Στις περιπτώσεις όπου τα θέματα παρουσιάζουν εμμέσως ενδιαφέρον για τις εργασίες της Υπηρεσίας, η πλέον κατάλληλη προσέγγιση είναι να προβλέπεται ανταλλαγή πληροφοριών αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Αυτή θα είναι η περίπτωση, για παράδειγμα, για το δίκτυο επιδημιολογικής επιτήρησης και ελέγχου των μεταδοτικών νοσημάτων στην Κοινότητα που δημιουργήθηκε με την απόφαση 2119/98/ΕΚ του Συμβουλίου. Λόγω του αριθμού και της πολυπλοκότητας των υφιστάμενων δικτύων, προτείνεται να δημοσιεύσει η Επιτροπή κατάλογο των κοινοτικών δικτύων που έχουν σχέση με την αποστολή της ΕΥΤ μαζί με συστάσεις για τη μεταφορά τους στην ΕΥΤ και μία ανάλυση των αδυναμιών που θα πρέπει να διορθωθούν. 2.9 Προσδιορισμός των αναδυόμενων κινδύνων Παρ' όλο που, προφανώς, δεν είναι δυνατόν να προληφθούν όλα τα προβλήματα και οι κρίσεις, η έγκαιρη προειδοποίηση για αναδυόμενους κινδύνους ή νέες ανησυχίες θα επιτρέψει στο διαχειριστή κινδύνου να λάβει προληπτικά παρά θεραπευτικά μέτρα. Καθώς αναγνωρίζεται ευρέως ότι η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων πρέπει να είναι προορατική και να μην αντιδρά απλώς παθητικά, όταν προκύπτουν προβλήματα και καταστάσεις κρίσης σχετικά με τα τρόφιμα, προτείνεται να αναλαμβάνει η ΕΥΤ ενέργειες για τον προσδιορισμό και τον έλεγχο των αναδυόμενων κινδύνων που μπορεί στο μέλλον να ανησυχήσουν την Κοινότητα. Εκτός από τη χρήση των δικών της διαδικασιών συλλογής και ανάλυσης δεδομένων και από την αξιοποίηση των δικτύων των κρατών μελών για τον προσδιορισμό δυνητικών προβλημάτων, θα χρειαστεί επίσης να αποκαταστήσει στενές επαφές με διεθνείς οργανισμούς και τρίτες χώρες. Η δημοσιοποίηση των συμπερασμάτων της ΕΥΤ σε σχέση με αναδυόμενους κινδύνους είναι ένα εγγενές στοιχείο της δραστηριότητας αυτής. Η Υπηρεσία θα χρειαστεί επίσης να αξιοποιήσει τις σχετικές με το έργο της πηγές πληροφοριών που υπάρχουν σε κοινοτικό επίπεδο, ιδίως του JRC και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος. 2.10 Το σύστημα ταχείας ειδοποίησης Προτείνεται η ΕΥΤ να επιφορτιστεί με την καθημερινή λειτουργία του διευρυμένου συστήματος ταχείας ειδοποίησης για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές. Η πείρα από το μεγάλο αριθμό και την ποικιλία των μηνυμάτων ειδοποίησης τα τελευταία χρόνια κατέδειξε ότι χρειάζεται μεγάλη ικανότητα επιστημονικής και τεχνικής κρίσης όταν αξιολογείται η σημασία για την υγεία και ο επείγων χαρακτήρας ορισμένων κοινοποιήσεων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα εντός του διεπιστημονικού περιβάλλοντος μιας Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας που θα έχει άμεση πρόσβαση σε δεδομένα ασφαλείας σχετικά με τα τρόφιμα. Οι διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος ταχείας ειδοποίησης βρίσκονται στον τίτλο IV. 2.11 Δίκτυα οργανισμών που δραστηριοποιούνται στους ίδιους τομείς με την Υπηρεσία Η δημιουργία αποτελεσματικών δικτύων των φορέων που δραστηριοποιούνται στους ίδιους τομείς με αυτούς της Υπηρεσίας θα διαμορφώσει το μηχανισμό με τον οποίο τα κράτη μέλη θα μπορέσουν να συνδυάσουν την εμπειρογνωμοσύνη τους στους τομείς κοινού ενδιαφέροντος της Κοινότητας. Αυτό θα δώσει στην Υπηρεσία συνολικά ικανότητες όπως αυτές που διαθέτουν μεγαλύτεροι εθνικοί οργανισμοί όπως η Υπηρεσία Ελέγχου Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ. Η πρόταση της Επιτροπής στον τομέα αυτόν λαμβάνει υπόψη την εμπειρία από τη λειτουργία του συστήματος επιστημονικής συνεργασίας (Scientific Cooperation: SCOOP) με τα κράτη μέλη για θέματα σχετικά με τα τρόφιμα δυνάμει της οδηγίας 93/5/ΕΟΚ. Παρ' όλο που η SCOOP έχει καταδείξει τις τεράστιες δυνατότητες εστίασης των πόρων των κρατών μελών σε ένα ευρύ φάσμα κοινοτικών προβλημάτων, κατέδειξε όμως και τους περιορισμούς ενός συστήματος που εξαρτάται από την εθελοντική συμβολή των κρατών μελών. Αυτό σημαίνει ότι σημαντικά καθήκοντα που εμπεριέχονται στην κοινοτική πολιτική και την εκπόνηση νομοθεσίας δεν μπορούν πάντα να διεκπεραιωθούν με την ενάργεια που είναι απαραίτητη για τη σωστή ολοκλήρωσή τους εντός των αναγκαίων χρονικών προθεσμιών. Η Υπηρεσία θα έχει άμεση συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς στα κράτη μέλη ώστε αυτοί να συμμετάσχουν ενεργά στις εργασίες της κατά τρόπο που όχι μόνο θα αξιοποιεί τις επιστημονικές δυνατότητες τους αλλά και θα ενισχύει την ικανότητα των επιστημονικών ιδρυμάτων τους. Σε αυτό το σημείο ειδικά, το συμβουλευτικό σώμα που θα περιλαμβάνει εκπροσώπους των ανάλογων φορέων των κρατών μελών θα διαδραματίσει βασικό ρόλο στην εξασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας των διαφόρων δικτύων. Το σχέδιο κανονισμού προβλέπει ότι η Υπηρεσία θα καταρτίσει κατάλογο των φορέων που θα υποδείξουν τα κράτη μέλη (κυβερνητικές υπηρεσίες, πανεπιστημιακές σχολές ή ιδιωτικά ιδρύματα), οι οποίοι έχουν άμεση επιστημονική αρμοδιότητα στους τομείς δραστηριοποίησης της ΕΥΤ και θα αναλάβουν διάφορα καθήκοντα για λογαριασμό της. Η διαδικασία αυτή θα έχει ιδιαίτερη σημασία για την αξιολόγηση των φακέλων που υποβάλλονται στο πλαίσιο των αιτήσεων για την έγκριση σε κοινοτικό επίπεδο προϊόντων και διεργασιών. Προτείνεται η Υπηρεσία να καταγράψει τους εμπειρογνώμονες στα κράτη μέλη για τη σύνταξη μιας αρχικής έκθεσης αξιολόγησης βάσει του φακέλου προς έγκριση, σε ένα στάδιο προπαρασκευής της τελικής αξιολόγησης από τις ειδικές επιστημονικές ομάδες. Η διαδικασία αυτή βασίζεται στην επιτυχή λειτουργία της EMEA που είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε αυστηρές προθεσμίες για την αξιολόγηση φακέλων για την έγκριση φαρμακευτικών προϊόντων στην Κοινότητα. Είναι συνεπώς σκόπιμο, όπου χρειάζεται, να αμείβει η ΕΥΤ αυτούς τους αρμόδιους φορείς για τη συνδρομή τους στην εξέταση των φακέλων προς έγκριση, προκειμένου να μην παραβιάζονται προθεσμίες και κοινά ποιοτικά πρότυπα. Αναλυτικές διαδικασίες θα χρειαστεί να καθοριστούν με μεταγενέστερη απόφαση της Επιτροπής που θα καλύπτει τα κριτήρια συμπερίληψης των φορέων στον κατάλογο της Υπηρεσίας και τους κανόνες που θα διέπουν την οικονομική ενίσχυση. Η έγκριση σε κοινοτικό επίπεδο ορίζει σαφή ευθύνη για το νομοθέτη να εξασφαλίζει ότι η χορήγηση έγκρισης για τη χρήση μιας διαδικασίας ή την κυκλοφορία ενός προϊόντος ή μιας ουσίας στην αγορά δεν θέτει σε κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου ή των ζώων ή το περιβάλλον. Πρέπει να σημειωθεί ότι, στους τομείς ενδιαφέροντος της ΕΥΤ, υπάρχει μεγάλη ποικιλία στη φύση και την έκταση των προπαρασκευαστικών εργασιών που αναλαμβάνουν οι αρχές των κρατών μελών σε σχέση με τους φακέλους που υποβάλλονται στο πλαίσιο των κοινοτικών διαδικασιών έγκρισης. Για τα πρόσθετα τροφίμων, τις αρτυματικές ύλες, τα υλικά που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα, τα τεχνολογικά βοηθήματα, τις θρεπτικές ουσίες, η επιστημονική επιτροπή αναλαμβάνει τις εργασίες ολοκληρωτικά, εκτός από μικρή βοήθεια μέσω της SCOOP. Στην περίπτωση των παρασιτοκτόνων, των νέων τροφίμων, των πρόσθετων στις ζωοτροφές και των γενετικώς μεταλλαγμένων φυτών, ο αιτών επιλέγει το κράτος μέλος που θα ενεργήσει ως εισηγητής σύμφωνα με τις διαδικασίες που προσιδιάζουν στον τομέα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μεγάλες διαφορές ως προς τη φύση και το επίπεδο της συμμετοχής των επιστημονικών επιτροπών στις εργασίες αξιολόγησης του κινδύνου κατά τις κοινοτικές εγκρίσεις. Για να υπάρξει το μέγιστο δυνατό όφελος από τη χρήση των πόρων της Υπηρεσίας και από την υποστήριξη των κρατών μελών, η σύσταση της ΕΥΤ θα πρέπει να συνοδεύεται από την αναθεώρηση των υφιστάμενων διαδικασιών για την επιστημονική υποστήριξη από τα κράτη μέλη στις προπαρασκευαστικές εργασίες, ιδίως σε ό,τι αφορά τους φακέλους που αφορούν αιτήσεις για έγκριση. Σημασία έχει να εξασφαλιστεί ότι όλες οι επιστημονικές αξιολογήσεις που αναλαμβάνει η ΕΥΤ ικανοποιούν τις προσδοκίες των καταναλωτών και της βιομηχανίας από την άποψη της επιστημονικής ποιότητας και ανεξαρτησίας. Λόγω της πρακτικής και νομοθετικής πολυπλοκότητας της εναρμόνισης με την τρέχουσα πρόταση, προτείνεται, εντός 12 μηνών από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού, να δημοσιεύσει η Επιτροπή απογραφή των διαφόρων συστημάτων για την παροχή επιστημονικής υποστήριξης στους τομείς που ενδιαφέρουν την ΕΥΤ, ιδίως σε ό,τι αφορά τους φακέλους για κοινοτική έγκριση. Η έκθεση θα συνοδεύεται από τις κατάλληλες προτάσεις. Το πεδίο εφαρμογής της SCOOP, όπως ορίζεται σήμερα, θα επανεξεταστεί παράλληλα. 2.12 Ανεξαρτησία, διαφάνεια, εμπιστευτικότητα και επικοινωνία Η αποδοχή των συμβουλών και της αντικειμενικότητας της ΕΥΤ από το κοινό και τον επιστημονικό κόσμο θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη διαμόρφωση ενός κλίματος ανεξαρτησίας και διαφάνειας σε όλα τα επίπεδα της λειτουργίας της. Ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει μια σειρά υποχρεώσεων του διοικητικού συμβουλίου, των μελών της επιστημονικής επιτροπής, των επιστημονικών ομάδων και των ομάδων εργασίας τους και του συμβουλευτικού σώματος των κρατών μελών. Οι υποχρεώσεις αυτές προβλέπονται για να εξασφαλιστεί ότι οι συμβουλές της ΕΥΤ είναι πραγματικά και εμφανώς ανεξάρτητες. Προβλέπεται ορισμένες από τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου να είναι ανοικτές στο κοινό ή να μπορούν τα ενδιαφερόμενα μέρη να λειτουργούν ως παρατηρητές σε ορισμένες από τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας. Η ΕΥΤ θα εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της που διέπει την πρακτική εφαρμογή των απαιτήσεων αυτών. 2.13 Επικοινωνία Το Λευκό Βιβλίο τόνισε τη σημασία της άμεσης και ανοικτής επικοινωνίας με τους καταναλωτές σε σχέση με τις επιστημονικές γνώμες και την παρακολούθησή τους και τα καθήκοντα επιτήρησης. Αναγνωρίζεται ότι η εμπιστοσύνη των καταναλωτών θα τονωθεί σε μεγάλο βαθμό από τις ευπρόσιτες και κατανοητές πληροφορίες. Η πρόταση να δοθεί στην ΕΥΤ το δικαίωμα της πρωτοβουλίας για να ενημερώνει σχετικά με θέματα εντός του πεδίου των αρμοδιοτήτων της παρέχει μία σημαντική, πρόσθετη εγγύηση για τον καταναλωτή. Ευθυγραμμιζόμενη με το Λευκό Βιβλίο, η Επιτροπή θα παραμείνει υπεύθυνη για την ενημέρωση σχετικά με τις αποφάσεις διαχείρισης του κινδύνου, είναι ωστόσο σημαντικό να υπάρχει σωστή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ΕΥΤ και Επιτροπής για να εξασφαλιστεί η συνολική συνέπεια του μηνύματος. Οι εργασίες της ΕΥΤ στον τομέα των εκστρατειών ενημέρωσης του κοινού για θέματα ασφάλειας των τροφίμων ή διατροφής θα πρέπει να συνδυαστούν προσεκτικά με αυτές των κρατών μελών και άλλων ενδιαφερόμενων μερών ώστε να ληφθούν υπόψη οι ευρύτερες ανησυχίες στον τομέα της δημόσιας υγείας, οι περιφερειακοί παράγοντες και η ανάγκη να αποφεύγονται αλληλοσυγκρουόμενες ή ελλιπείς συμβουλές. 2.14 Πρόσβαση στις πληροφορίες Παρ' όλο που η πολιτική διαφάνειας απαιτεί την εύκολη πρόσβαση του κοινού στα στοιχεία που διαθέτει η ΕΥΤ, υπάρχουν αναπόφευκτα περιορισμοί που προκύπτουν από το θεμιτό της εμπορικού απορρήτου και από τη νομοθεσία που διέπει την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Το διοικητικό συμβούλιο θα εγκρίνει κάθε πρόσθετο εσωτερικό κανονισμό που θεωρεί πρόσφορο για την τήρηση της εμπιστευτικότητας, όπου αυτό κρίνεται δικαιολογημένο. 2.15 Επαφή με τους καταναλωτές και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη Η πρόταση της Επιτροπής αναγνωρίζει την ανάγκη να έρχεται σε επαφή η Υπηρεσία με εκπροσώπους των καταναλωτών και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Αυτό θα χρησιμεύσει στην αύξηση της εμπιστοσύνης στις εργασίες της και θα είναι συνεπές με την ευρεία επικοινωνιακή της εντολή. 2.16 Tέλη Σε αντίθεση με το σύστημα της EMEA, δεν υπάρχει πρόθεση να εισπράττονται τέλη για τις εργασίες της ΕΥΤ, τουλάχιστον κατά την αρχική περίοδο λειτουργίας της. Ας σημειωθεί ωστόσο ότι η κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την κοινοτική έγκριση προϊόντων φυτοπροστασίας και την έγκριση πρόσθετων ουσιών στις ζωοτροφές, προβλέπει τη χρέωση τελών στο κράτος μέλος που αναλαμβάνει τις αρχικές αξιολογήσεις. Η Επιτροπή προτείνει η δυνατότητα χρέωσης τελών, ιδίως για τις εργασίες που αφορούν την κοινοτική έγκριση εμπορικών προϊόντων, να αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού. Προτείνει συνεπώς να επανεξεταστεί η κατάσταση εντός των πρώτων 3 ετών λειτουργίας της ΕΥΤ και να συνταχθεί έκθεση επί του θέματος. 2.17 Συμμετοχή τρίτων χωρών Θα θεσπιστούν οι κατάλληλες διατάξεις για τη συμμετοχή στην ΕΥΤ και υποψήφιων χωρών. Το ακόλουθο τμήμα αφορά τον τίτλο IV τμημα 3 3. Σύστημα ταχείας ειδοποίησης, διαχείριση κρίσεων και καταστάσεις έκτακτης ανάγκης Η Υπηρεσία θα εγγυάται τη λειτουργία ενός διευρυμένου συστήματος ταχείας ειδοποίησης για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές. Ένα σύστημα ταχείας ειδοποίησης υπάρχει ήδη στο πλαίσιο της οδηγίας για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα που λαμβάνουν όταν περιορίζουν την εμπορία ή απαιτούν την απόσυρση ενός προϊόντος ή μιας παρτίδας προϊόντων. Στην περίπτωση προϊόντων που εμπεριέχουν σοβαρό και άμεσο κίνδυνο, οι πληροφορίες για τα μέτρα που ένα κράτος μέλος λαμβάνει ή προτίθεται να λάβει πρέπει να διαβιβαστούν ταχέως από την Επιτροπή σε όλα τα κράτη μέλη και στις χώρες του ΕΟΧ και της ΕΖΕΣ μέσω του συστήματος ταχείας ειδοποίησης. Το πεδίο εφαρμογής του υπάρχοντος συστήματος ταχείας ειδοποίησης περιορίζεται σε προϊόντα για τους καταναλωτές (τρόφιμα και βιομηχανικά προϊόντα) και δεν καλύπτει τις ζωοτροφές. Ωστόσο, στον τομέα των τροφίμων το σύστημα ταχείας ειδοποίησης εξελίχθηκε σε εθελοντική βάση για να καλύψει και άλλες περιστάσεις όπου θεωρείται χρήσιμο να ενημερώνονται τα κράτη μέλη για κινδύνους για την υγεία, ιδίως όταν πρόκειται για την απόρριψη αποστολών ενός προϊόντος στα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι επείγουσα ανάγκη να διαχωριστούν τα τρόφιμα από άλλα καταναλωτικά αγαθά και να δημιουργηθεί ένα βελτιωμένο και διευρυμένο σύστημα ταχείας ειδοποίησης που θα καλύπτει όλη την τροφική αλυσίδα. Το νέο σύστημα θα αφορά ειδικότερα προϊόντα που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και από τα ζώα σε ένα δίκτυο που θα περιλαμβάνει την Επιτροπή, τα κράτη μέλη και την Υπηρεσία. Η Υπηρεσία θα εγγυάται τη λειτουργία του δικτύου, ιδίως, την άμεση διαβίβαση των κοινοποιήσεων μέσω του συστήματος ταχείας ειδοποίησης σε όλα τα μέλη του δικτύου και την ανάλυση των δεδομένων του συστήματος, η δε Επιτροπή και τα κράτη μέλη παραμένουν υπεύθυνα για διαχειριστικά μέτρα στους δικούς τους τομείς αρμοδιοτήτων. Το αναθεωρημένο σύστημα προβλέπει τα εξής είδη υποχρεωτικών κοινοποιήσεων ως προς τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές: κοινοποίηση άμεσου ή έμμεσου κινδύνου για την υγεία, κοινοποίηση μέτρων σε σχέση με τρόφιμα ή ζωοτροφές και κοινοποίηση απορρίψεων στα σύνορα της ΕΕ. Στην περίπτωση κοινοποίησης σοβαρού άμεσου ή έμμεσου κινδύνου για την υγεία, η Υπηρεσία μπορεί να αξιολογήσει τον κίνδυνο και να συμπληρώσει την κοινοποίηση με επιστημονικές ή τεχνικές πληροφορίες, διευκολύνοντας έτσι την έγκαιρη και ορθή δράση των κρατών μελών. Αυτό το νέο σύστημα λαμβάνει υπόψη τις βελτιώσεις που έγιναν στην πρόταση τροποποίησης της οδηγίας για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων. Συγκεκριμένα, τα μέτρα ή οι ενέργειες που θα κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη είναι εκείνες που αφορούν σοβαρό άμεσο και έμμεσο κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, ο οποίος απαιτεί την άμεση παρέμβαση, συμπεριλαμβανομένης της κοινοποίησης μη υποχρεωτικής ενέργειας κατόπιν πρωτοβουλίας των επιχειρήσεων ή σε συμφωνία με τις αρχές. Η πρόταση προβλέπει τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στο σύστημα ταχείας ειδοποίησης χώρες μη μέλη της ΕΕ ή διεθνείς οργανισμοί βάσει της αρχής της αμοιβαιότητας, υπό τους δέοντες όρους. 3.2 Διαχείριση κρίσεων Πρόσφατα γεγονότα κατέδειξαν τη σημασία του καθορισμού σαφών λειτουργικών διαδικασιών που θα επιτρέψουν στην Επιτροπή να διαχειρίζεται τις κρίσεις στον τομέα των τροφίμων αποτελεσματικά, ειδικά εκεί που υπάρχουν ειδικές ανάγκες συντονισμού ή/και στενής διάδρασης με επιστήμονες. Νέες διευθετήσεις προβλέπονται από την πρόταση αυτή για να εξασφαλιστεί ο καλύτερος δυνατός συντονισμός και η ενίσχυση της ικανότητας της Κοινότητας συνολικά να εντοπίζει τα πλέον αποτελεσματικά μέτρα για την πρόληψη, τη μείωση ή την εξάλειψη ενός κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία. Αυτές οι διευθετήσεις είναι συνεπείς με μία συνολική προσέγγιση ως προς την ασφάλεια της τροφικής αλυσίδας και περιλαμβάνουν προϊόντα τόσο για κατανάλωση από τον άνθρωπο όσο και για ζωοτροφές. Αυτά τα νέα εργαλεία περιλαμβάνουν τον ορισμό ενός σχεδίου για τη διαχείριση κρίσεων και προβλέπουν ότι η Επιτροπή θα συγκροτεί, όπου χρειάζεται, μία μονάδα κρίσης στην οποία θα συμμετέχει η Υπηρεσία. Η Υπηρεσία θα παρέχει επιστημονική και τεχνική υποστήριξη στη μονάδα κρίσης, ενώ η Επιτροπή παραμένει αρμόδια για τα διαχειριστικά μέτρα. Η μονάδα κρίσης θα είναι υπεύθυνη για την επικοινωνία κατά τη διάρκεια της κρίσης. 3.3 Καταστάσεις έκτακτης ανάγκης Σύμφωνα με την τρέχουσα κοινοτική νομοθεσία τα μέτρα που λαμβάνονται για τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης διαφέρουν ανάλογα με το είδος και την προέλευση του προϊόντος. Αυτή η πηγή σύγχυσης και αναποτελεσματικότητας εξετάζεται στον τίτλο αυτό σε σχέση με όλα τα τρόφιμα. Αυτά τα έκτακτα μέτρα δεν καλύπτουν προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές, διότι ανάλογες διατάξεις για την αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών στον τομέα αυτό βρίσκονται στο στάδιο της έγκρισης από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Το τμήμα αυτό αναφέρεται στον τίτλο V τμημα 4 4.1 Σύσταση της επιτροπής Ο τίτλος αυτός προβλέπει τη σύσταση μιας επιτροπής για την ασφάλεια των τροφίμων και την υγεία των ζώων που θα καλύπτει όλες τις κανονιστικές δραστηριότητες με άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στην τροφική αλυσίδα. Η σύσταση μιας και μοναδικής επιτροπής, θα επιτύχει την περισσότερο εναρμονισμένη προσέγγιση και θα παρέχει ευελιξία για τη διαχείριση των προβλημάτων που αφορούν διάφορους τομείς, για παράδειγμα τη μόλυνση των τροφίμων και των ζωοτροφών από διοξίνες. 4.2 Διαμεσολάβηση Ο τίτλος αυτός ορίζει μια διαδικασία διαμεσολάβησης που θα δίνει τη δυνατότητα στην Επιτροπή, χωρίς να θίγονται άλλες εφαρμοστέες διαδικασίες, να ζητήσει τη γνώμη της Υπηρεσίας για επίμαχα επιστημονικά ζητήματα, εάν ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι ένα άλλο κράτος μέλος έχει λάβει μέτρα που είτε είναι ασύμβατα με τον προτεινόμενο κανονισμό είτε ενδέχεται να επηρεάσουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Αυτή η διαδικασία διαμεσολάβησης θα έχει ιδιαίτερη αξία στην περίπτωση διαφορετικών επιστημονικών γνωμοδοτήσεων. 4.3 Έναρξη λειτουργίας της Υπηρεσίας Προτείνεται να αναλάβει η Υπηρεσία τα καθήκοντά της μετά τη θέση σε ισχύ του κανονισμού, σε ημερομηνία που θα αποφασιστεί, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η συνέχεια των υφιστάμενων διαδικασιών, ιδίως σε ό,τι αφορά την παροχή επιστημονικών γνωμοδοτήσεων. Οι υπάρχουσες επιστημονικές επιτροπές θα συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους έως ότου διοριστούν η επιστημονική επιτροπή και οι 8 ομάδες από το διοικητικό συμβούλιο. Αυτή η διαδικασία απαιτεί τη σύσταση του διοικητικού συμβουλίου, το διορισμό του διευθύνοντος συμβούλου και την ολοκλήρωση της πρόσκλησης υποβολής ενδιαφέροντος από τους επιστήμονες που επιθυμούν να γίνουν μέλη μιας επιστημονικής επιτροπής ή ομάδας. Το τμήμα αυτό αφορά διάφορα θέματα τμημα 5 5.1 Προσωπικό Για τη διεκπεραίωση των προαναφερόμενων καθηκόντων, η Υπηρεσία πρέπει να διαθέτει επαρκές αριθμητικά προσωπικό υψηλής ποιότητας και ειδίκευσης. Το προσωπικό θα παρέχει εκτεταμένη, επιστημονική και οργανωτική υποστήριξη για την επιτυχία της αποτελεσματικής εργασίας της ανεξάρτητης επιστημονικής επιτροπής και των 8 ομάδων, και για τη διαχείριση των διαφόρων δικτύων των κρατών μελών που στηρίζουν τις εργασίες της Υπηρεσίας, για την προετοιμασία της επικοινωνιακής στρατηγικής σε περίπτωση κρίσης στον τομέα των τροφίμων. Προσωπικό απαιτείται επίσης για τα δίκτυα συλλογής δεδομένων, την τεχνική υποστήριξη προς την Επιτροπή, την επικοινωνία και τη διοικητική υποστήριξη που απαιτούνται για ένα αυτόνομο όργανο. Η ανάλυση καταλήγει σε ένα κατ' εκτίμηση προσωπικό της τάξης των 339 περίπου ατόμων όταν η Υπηρεσία θα είναι πλήρως λειτουργική το έτος n + 5 (n είναι το έτος της έκδοσης του κανονισμού). Ωστόσο οι τρέχουσες εκτιμήσεις που επισυνάπτονται στον παρόντα κανονισμό καλύπτουν την περίοδο n + 3 όπου εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν 255 άτομα. Η εκτίμηση αυτή θα επανεξεταστεί κατά το τρίτο έτος ώστε να εξασφαλιστεί ότι υπάρχει αρκετό προσωπικό για να μπορεί η ΕΥΤ να λειτουργήσει αποτελεσματικά τα επόμενα χρόνια. Για λόγους σύγκρισης, η πρόσφατα ιδρυθείσα Υπηρεσία για τα Πρότυπα Τροφίμων του Ηνωμένου Βασιλείου διαθέτει 570 άτομα προσωπικό για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων που αφορούν μόνο την ασφάλεια των τροφίμων. Περισσότερο κατάλληλο για σύγκριση με την ΕΥΤ, από την άποψη του πληθυσμού που καλύπτει, είναι το τμήμα CFSAN της Υπηρεσίας Ελέγχου Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ, το οποίο απασχολεί περίπου 850 άτομα. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Αξιολόγησης Φαρμακευτικών Προϊόντων, ο οποίος δραστηριοποιείται στον τομέα της αξιολόγησης φαρμακευτικών προϊόντων για τον άνθρωπο και τα ζώα και έχει πιο περιορισμένη αποστολή από αυτήν που προβλέπεται για την ΕΥΤ, διαθέτει προσωπικό 210 ατόμων. Το προσωπικό της Υπηρεσίας υπόκειται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που εφαρμόζεται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Προβλέπεται ότι ένας σχετικά μικρός αριθμός από αυτούς θα αποσπαστεί από την Επιτροπή προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική μεταφορά εμπειρογνωμοσύνης και συνέχειας των εργασιών των γραμματειών του ανεξάρτητου επιστημονικού συμβουλευτικού συστήματος, η λειτουργία του συστήματος ταχείας ειδοποίησης, η διαχείριση ορισμένων υφιστάμενων δικτύων των κρατών μελών για τη συλλογή πληροφοριών και για να δημιουργηθούν τα διοικητικά και πληροφορικά συστήματα. Προβλέπεται η στελέχωση να γίνει κατά πρώτο λόγο βάσει ανανεώσιμων συμβάσεων για έκτακτους υπαλλήλους και θα λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι το προσωπικό θα είναι ενήμερο των επιστημονικών εξελίξεων. 5.2 Προϋπολογισμός Η Υπηρεσία χρειάζεται προϋπολογισμό που να επιτρέπει την πρόσληψη του προαναφερόμενου προσωπικού. τη διοργάνωση και φιλοξενία των συνεδριάσεων των επιστημονικών επιτροπών. την αμοιβή των κρατών μελών για τις εργασίες αξιολόγησης των φακέλων προς έγκριση και την ανάθεση επιστημονικών μελετών. Για το πρώτο έτος ο προϋπολογισμός εκτιμάται σε 9.000.000 ευρώ περίπου. Όταν θα είναι πλήρως λειτουργική, η Υπηρεσία θα χρειάζεται προϋπολογισμό της τάξης των 67.200.000 ευρώ το έτος n + 5 (n είναι το έτος της έκδοσης του κανονισμού). Ωστόσο, το δημοσιονομικό δελτίο που προσαρτάται στον παρόντα κανονισμό καλύπτει την περίοδο από το έτος n μέχρι το έτος n + 3, όταν εκτιμάται ότι θα χρειαστούν 44.400.000 ευρώ. Το τρίτο έτος και υπό το φως της αποκτηθείσας πείρας το ποσό αυτό θα επανεξεταστεί ώστε να εξασφαλιστεί η συνεχής αποτελεσματική λειτουργία της ΕΥΤ. Για λόγους σύγκρισης αναφέρεται ότι η Υπηρεσία για τα Πρότυπα Τροφίμων του Ηνωμένου Βασιλείου έχει προϋπολογισμό 136.500.000 ευρώ για το διάστημα Απρίλιος 1999-Απρίλιος 2000. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Αξιολόγησης Φαρμακευτικών Προϊόντων, που έχει πιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής και αποστολή από ό,τι η ΕΥΤ, διαθέτει προϋπολογισμό περίπου 50. 000.000 ευρώ για το έτος 2000, τμήμα του οποίου είναι σε θέση να ανακτήσει από τα τέλη που εισπράττει σε σχέση με το κύριο έργο της αξιολόγησης των φακέλων για τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα. Ο προϋπολογισμός της Υπηρεσίας θα χρηματοδοτηθεί από επιχορήγηση της Κοινότητας. Δεν είναι γενικά αποδεκτό να επιβληθούν τέλη στους αιτούντες. Η Επιτροπή ωστόσο θα επανεξετάσει το θέμα αυτό. Συνεπώς, η συνεισφορά της Κοινότητας θα είναι 9.000.000 ευρώ το πρώτο έτος, θα αυξηθεί προοδευτικά σε 44.400.000 ευρώ το τρίτο έτος και θα επανεξεταστεί για τα επόμενα χρόνια. Φυσικά, η Υπηρεσία πρέπει να θέσει σε εφαρμογή ένα ενδεδειγμένο σύνολο κανόνων και ελέγχων που θα εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο δημοσιονομικού ελέγχου. Το διοικητικό συμβούλιο θα μπορεί να εγκρίνει, ύστερα από την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα αναγκαία μέτρα και κανόνες, αλλά η Υπηρεσία θα υπόκειται, σε τελευταίο βαθμό, στην εποπτεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η Υπηρεσία θα αξιοποιεί την υφιστάμενη εμπειρογνωμοσύνη και τους πόρους της Επιτροπής κατά τη διεξαγωγή ή την ανάθεση λογιστικών ελέγχων και αξιολογήσεων. 2000/0286 (COD) Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφάλειας των τροφίμων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως τα άρθρα 37, 95, 133 και 152, παράγραφος 4, στοιχείο (β), την πρόταση της Επιτροπής [8], [8] ΕΕ C τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [9], [9] ΕΕ C τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [10], [10] ΕΕ C αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης [11], [11] ΕΕ C Εκτιμώντας τα εξής: (1) Η ελεύθερη κυκλοφορία ασφαλών και υγιεινών τροφίμων είναι θεμελιώδης πτυχή της εσωτερικής αγοράς και συμβάλει σημαντικά στην υγεία και την ευημερία των πολιτών και διασφαλίζει τα κοινωνικά και οικονομικά τους συμφέροντα. (2) Πρέπει να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης ζωής και υγείας κατά την άσκηση των κοινοτικών πολιτικών. (3) Η ελεύθερη κυκλοφορία των τροφίμων εντός της Κοινότητας μπορεί να επιτευχθεί μόνον εάν οι απαιτήσεις ασφάλειας δεν διαφέρουν σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. (4) Υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς τις έννοιες, τις αρχές και τους ορισμούς στον τομέα των τροφίμων στα κράτη μέλη. Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα για τα τρόφιμα, οι διαφορές αυτές μπορεί να παρεμποδίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των τροφίμων, να δημιουργήσουν άνισες συνθήκες ανταγωνισμού και συνεπώς να έχουν άμεση επίδραση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. (5) Είναι συνεπώς αναγκαίο να υπάρξει προσέγγιση μεταξύ αυτών των εννοιών, αρχών και ορισμών για τα τρόφιμα στα κράτη μέλη, έτσι ώστε να διαμορφωθεί η κοινή βάση για τα μέτρα σχετικά με τα τρόφιμα που λαμβάνονται σε επίπεδο κρατών μελών και σε κοινοτικό επίπεδο. (6) Από την άποψη αυτή το νερό εισάγεται στον ανθρώπινο οργανισμό όπως άλλα τρόφιμα, συντελώντας έτσι στη συνολική έκθεση του καταναλωτή σε βρώσιμες ουσίες, συμπεριλαμβανομένων χημικών και μικροβιολογικών προσμείξεων. Πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί τρόφιμο, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που ορίζονται στις οδηγίες 80/778/ΕΟΚ [12] και 98/83/ΕΚ [13] του Συμβουλίου σχετικά με την ποιότητα του πόσιμου νερού. [12] ΕΕ L 229, 30.8.1980, σ. 11, οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την Πράξη Προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας. [13] ΕΕ L 330, 5.12.1998, σ. 32. (7) Η Κοινότητα έχει επιλέξει υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας, όπως αρμόζει στην εκπόνηση της νομοθεσίας για τα τρόφιμα που εφαρμόζεται κατά τρόπο μη επιφέροντα διακρίσεις, είτε τα τρόφιμα και οι ζωοτροφές κυκλοφορούν στην εσωτερική αγορά είτε στη διεθνή. (8) Είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι οι καταναλωτές, άλλα ενδιαφερόμενα μέρη και οι εμπορικοί εταίροι έχουν εμπιστοσύνη στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για τα τρόφιμα, την επιστημονική τους βάση και τις δομές και την ανεξαρτησία των θεσμικών οργάνων που προστατεύουν την υγεία και άλλα συμφέροντα. (9) Η πείρα έχει δείξει ότι είναι αναγκαίο να εγκρίνονται μέτρα που θα εγγυώνται ότι μόνο ασφαλή τρόφιμα κυκλοφορούν στην αγορά και θα εξασφαλίζουν ότι υπάρχουν τα συστήματα για τον εντοπισμό και την επίλυση των προβλημάτων σχετικά με την ασφάλεια των τροφίμων, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να προστατευθεί η δημόσια υγεία. (10) Για να διαμορφωθεί μια επαρκώς εμπεριστατωμένη και ολοκληρωμένη προσέγγιση στην ασφάλεια των τροφίμων, πρέπει να υπάρξει ευρύς ορισμός της νομοθεσίας για τα τρόφιμα που θα καλύπτει μεγάλο φάσμα διατάξεων με άμεσες ή έμμεσες συνέπειες για την ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για υλικά και αντικείμενα που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα, για τις ζωοτροφές και για άλλους συντελεστές της γεωργικής παραγωγής που υπεισέρχονται στο επίπεδο της πρωτογενούς παραγωγής. (11) Για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια των τροφίμων, είναι ανάγκη να εξεταστούν όλες οι πτυχές της αλυσίδας παραγωγής τροφίμων ως μία συνέχεια, διότι κάθε στοιχείο έχει δυνητικό αντίκτυπο στην ασφάλεια των τροφίμων. (12) Η πείρα έχει δείξει ότι για το λόγο αυτό είναι ανάγκη να συμπεριληφθεί στην εξέταση η παραγωγή, η παρασκευή και η διανομή των ζωοτροφών που δίνονται στα ζώα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφίμων, δεδομένου ότι η εκ παραδρομής ή σκόπιμη μόλυνση των ζωοτροφών, η νόθευση ή άλλες δόλιες ή κακές πρακτικές στον τομέα αυτόν, μπορεί να έχουν άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις στην ασφάλεια των τροφίμων. (13) Για τον ίδιο λόγο είναι ανάγκη να εξεταστούν άλλες πρακτικές και συντελεστές της γεωργικής παραγωγής στο επίπεδο της πρωτογενούς παραγωγής και ο δυνητικός αντίκτυπος τους στη συνολική ασφάλεια των τροφίμων. (14) Τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη και η Κοινότητα στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων δεν πρέπει να βασίζονται σε εικασίες γενικής φύσης αλλά σε μια αξιολόγηση του κινδύνου. Η προσφυγή στην ανάλυση του κινδύνου πριν από τη λήψη τέτοιων μέτρων πρέπει να διευκολύνει την αποφυγή αδικαιολόγητων εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των ειδών διατροφής. (15) Όπου η νομοθεσία για τα τρόφιμα αποσκοπεί στη μείωση, εξάλειψη ή αποφυγή ενός κινδύνου για την υγεία, οι τρεις αλληλένδετες αρχές της ανάλυσης του κινδύνου, δηλαδή η αξιολόγηση του κινδύνου, η διαχείριση του κινδύνου και η ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο, παρέχουν συστηματική μεθοδολογία για τον προσδιορισμό μέτρων που θα είναι αποτελεσματικά, ανάλογα με τον κίνδυνο και με σαφή στόχο, ή άλλων ενεργειών για την προστασία της υγείας. (16) Προκειμένου να υπάρχει εμπιστοσύνη στην επιστημονική βάση της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, οι αξιολογήσεις του κινδύνου θα πραγματοποιούνται με ανεξάρτητο, αντικειμενικό και διαφανή τρόπο και θα πρέπει να βασίζονται σε διαθέσιμες επιστημονικές πληροφορίες και δεδομένα. (17) Αναγνωρίζεται ότι η επιστημονική αξιολόγηση του κινδύνου δεν μπορεί, μόνη της, σε ορισμένες περιπτώσεις να παρέχει όλες τις πληροφορίες στις οποίες θα βασιστεί μια απόφαση για τη διαχείριση κινδύνου, και ότι άλλοι παράγοντες που είναι σχετικοί με το θέμα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, κοινωνικών, οικονομικών, δεοντολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων και της ικανότητας διεξαγωγής ελέγχων. (18) Η αρχή της προφύλαξης έχει χρησιμοποιηθεί για να εξασφαλιστεί η προστασία της υγείας στην Κοινότητα, προκαλώντας εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των τροφίμων. Υιοθετώντας μια ενιαία βάση σε όλη την Κοινότητα, μειώνεται η δυνατότητα κατάχρησης της αρχής αυτής. (19) Στις ειδικές περιπτώσεις όπου υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία αλλά εξακολουθεί να υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα, η αρχή της προφύλαξης παρέχει ένα μηχανισμό για τον προσδιορισμό μέτρων για τη διαχείριση του κινδύνου ή άλλων ενεργειών, προκειμένου να εξασφαλιστεί το υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας που επιθυμεί η Κοινότητα. (20) Η πείρα έχει δείξει ότι η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς των τροφίμων μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο, όταν είναι αδύνατο να ανιχνευθεί η προέλευση των τροφίμων και των ζωοτροφών. Είναι συνεπώς ανάγκη να καθιερωθεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα ανιχνευσιμότητας εντός των επιχειρήσεων τροφίμων και ζωοτροφών ώστε να μπορούν να πραγματοποιούνται αποσύρσεις προϊόντων, ακριβείς και με συγκεκριμένο στόχο, ή να δίνονται ακριβείς και στοχοθετημένες πληροφορίες στους καταναλωτές ή το ελεγκτικό προσωπικό, αποφεύγοντας έτσι την πιθανότητα δημιουργίας άσκοπων γενικότερων δυσλειτουργιών στη περίπτωση εμφάνισης προβλημάτων σχετικών με την ασφάλεια των τροφίμων. (21) Είναι ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι μια επιχείρηση τροφίμων ή ζωοτροφών, συμπεριλαμβανομένου ενός εισαγωγέα, μπορούν να προσδιορίσουν τουλάχιστον την επιχείρηση από την οποία έχει προέλθει το τρόφιμο, η ζωοτροφή ή η ουσία που μπορεί να ενσωματωθεί σε ένα τρόφιμο ή ζωοτροφή, ώστε να εξασφαλιστεί ότι κατόπιν έρευνας, η ανιχνευσιμότητα διασφαλίζεται σε όλα τα στάδια. (22) Μια επιχείρηση τροφίμων βρίσκεται στην καλύτερη θέση για την ανάπτυξη ενός ασφαλούς συστήματος προμήθειας τροφίμων και για να εγγυηθεί ότι τα τρόφιμα που προμηθεύει είναι ασφαλή. η επιχείρηση τροφίμων πρέπει συνεπώς να έχει την πρωταρχική νομική ευθύνη για τη διασφάλιση της ασφάλειας των τροφίμων. παρ' όλο που η αρχή αυτή υπάρχει σε ορισμένα κράτη μέλη και τομείς της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, σε άλλους τομείς, αυτό είτε δεν προβλέπεται ρητώς είτε η ευθύνη αναλαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, μέσω των ελεγκτικών δραστηριοτήτων που διεξάγουν. Τέτοιες διαφορές ενδέχεται να δημιουργήσουν φραγμούς στο εμπόριο και να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων τροφίμων στα διάφορα κράτη μέλη. (23) Παρόμοιες απαιτήσεις πρέπει να εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις τροφίμων και ζωοτροφών. (24) Ορισμένα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει οριζόντια νομοθεσία για την ασφάλεια των τροφίμων που επιβάλει, ειδικότερα, τη γενική υποχρέωση στους οικονομικούς συντελεστές να θέτουν σε κυκλοφορία στην αγορά μόνο τα τρόφιμα που είναι ασφαλή. Ωστόσο, αυτά τα κράτη μέλη εφαρμόζουν διαφορετικά βασικά κριτήρια για να καθορίζουν εάν ένα τρόφιμο είναι ασφαλές. Δεδομένων αυτών των διαφορετικών προσεγγίσεων και της έλλειψης οριζόντιας νομοθεσίας σε άλλα κράτη μέλη, ενδέχεται να δημιουργηθούν εμπόδια στο εμπόριο τροφίμων. (25) Είναι συνεπώς ανάγκη να καθοριστούν οι γενικές απαιτήσεις ώστε να κυκλοφορούν μόνο ασφαλή τρόφιμα και ζωοτροφές στην αγορά, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η εσωτερική αγορά τέτοιων προϊόντων λειτουργεί αποτελεσματικά. (26) Η ασφάλεια και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών εντός της Κοινότητας και στις τρίτες χώρες έχουν θεμελιώδη σημασία. Η Κοινότητα είναι ένας σημαντικός εμπορικός παράγοντας στον τομέα των τροφίμων παγκοσμίως και, από την άποψη αυτή, έχει συνάψει διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, συμβάλλει στην ανάπτυξη διεθνών προτύπων πάνω στα οποία βασίζεται η νομοθεσία για τα τρόφιμα και υποστηρίζει τις αρχές του ελεύθερου εμπορίου ασφαλών και υγιεινών τροφίμων χωρίς την επιβολή διακρίσεων σύμφωνα με θεμιτές και δεοντολογικές εμπορικές πρακτικές. (27) Είναι ανάγκη να καθοριστούν οι γενικές αρχές της εμπορίας των τροφίμων και οι στόχοι και οι αρχές για τη συμβολή της Κοινότητας στην ανάπτυξη διεθνών προτύπων και εμπορικών συμφωνιών. (28) Η ασφάλεια των τροφίμων δημιουργεί όλο και περισσότερες ανησυχίες στο ευρύ κοινό, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, τις επαγγελματικές ενώσεις, τους διεθνείς εμπορικούς εταίρους και τις συνδικαλιστικές ενώσεις. είναι ανάγκη να διασφαλισθεί ότι η εμπιστοσύνη των καταναλωτών και η εμπιστοσύνη των εμπορικών εταίρων εξασφαλίζεται με την εκπόνηση νομοθεσίας για τα τρόφιμα, με τρόπο ανοιχτό και διαφανή και με τη λήψη κατάλληλων μέτρων από τις δημόσιες αρχές για την ενημέρωση του κοινού, όπου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι υποψίας ότι ένα τρόφιμο μπορεί να παρουσιάζει κινδύνους για την υγεία. (29) Η επιστημονική και τεχνική βάση της κοινοτικής νομοθεσίας για την ασφάλεια των τροφίμων πρέπει να συμβάλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας στην Κοινότητα. H Κοινότητα πρέπει να έχει πρόσβαση σε υψηλού επιπέδου, ανεξάρτητη και αποτελεσματική επιστημονική και τεχνική υποστήριξη. (30) Τα επιστημονικά και τεχνικά ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια των τροφίμων είναι όλο και πιο σημαντικά και πολύπλοκα. η ίδρυση μιας Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Τροφίμων πρέπει συνεπώς να ενισχύει το παρόν σύστημα επιστημονικής και τεχνικής υποστήριξης, όπου αυτό δεν είναι πλέον σε θέση να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες ανάγκες. (31) Είναι συνεπώς ανάγκη να συσταθεί μια Υπηρεσία η οποία θα λειτουργήσει ως μηχανισμός εφαρμογής των γενικών αρχών της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, ειδικότερα, διεξάγοντας τις αξιολογήσεις κινδύνου που είναι απαραίτητες για τη λήψη κοινοτικών μέτρων στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων, με τρόπο ανεξάρτητο, αντικειμενικό και διαφανή. (32) Η Υπηρεσία πρέπει να έχει το ρόλο ενός ανεξάρτητου επιστημονικού πόλου αναφοράς και, με τον τρόπο αυτόν, να εξασφαλίζει την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. μπορεί να ζητηθεί από αυτήν να παρέχει γνώμες για επίμαχα επιστημονικά θέματα, καθιστώντας έτσι ικανά τα κράτη μέλη να λάβουν ενημερωμένες αποφάσεις για τη διαχείριση κινδύνων με σκοπό την εγγύηση της ασφάλειας των τροφίμων, ενώ ταυτόχρονα θα συμβάλει στο να μη κατακερματίζεται η εσωτερική αγορά με αδικαιολόγητα ή άσκοπα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των τροφίμων. (33) Ο ρόλος της Υπηρεσίας ως ανεξάρτητου επιστημονικού πόλου αναφοράς σημαίνει ότι μια επιστημονική γνώμη μπορεί να ζητηθεί όχι μόνο από την Επιτροπή αλλά και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κράτη μέλη ή από ένα εθνικό αρμόδιο όργανο. πρέπει επίσης να ληφθούν μέτρα για την αποφυγή αλληλοσυγκρουόμενων επιστημονικών γνωμών και, στην περίπτωση αλληλοσυγκρουόμενων επιστημονικών γνωμών μεταξύ διαφόρων επιστημονικών φορέων, πρέπει να εφαρμόζονται διαδικασίες για την επίλυση των διαφορών ή να δίνεται στους διαχειριστές κινδύνου μια διαφανής βάση επιστημονικών στοιχείων. (34) Η Υπηρεσία πρέπει να είναι ανεξάρτητη πηγή πληροφοριών και ενημέρωσης σχετικά με τους κινδύνους ώστε να βελτιωθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών. (35) Στο πλαίσιο της οδηγίας 92/59/EOK του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1992 για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων [14] λειτουργεί ένα σύστημα ταχείας ειδοποίησης. το πεδίο εφαρμογής του υπάρχοντος συστήματος περιλαμβάνει τα τρόφιμα και τα βιομηχανικά προϊόντα αλλά όχι τις ζωοτροφές. η πρόσφατη κρίση στα τρόφιμα έδειξε ότι υπάρχει ανάγκη για ένα βελτιωμένο και διευρυμένο σύστημα ταχείας ειδοποίησης που θα καλύπτει τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές. Αυτό το αναθεωρημένο σύστημα πρέπει να υπάγεται στην αρμοδιότητα της Υπηρεσίας. Το σύστημα αυτό δεν πρέπει να καλύπτει την έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών στην περίπτωση ακτινολογικής έκτακτης ανάγκης που έχει εγκαθιδρυθεί με βάση την απόφαση 87/600/Eυρατόμ [15]. [14] ΕΕ L 228, 11.8.1992, σ. 24. [15] ΕΕ L 371, 30.12.1987, σ. 76. (36) Η Υπηρεσία πρέπει να παρέχει εμπεριστατωμένες ανεξάρτητες επιστημονικές απόψεις για την ασφάλεια και άλλες πτυχές όλης της τροφικής αλυσίδας, πράγμα που συνεπάγεται ευρύτατες αρμοδιότητες για την Υπηρεσία αυτή. Σε αυτές πρέπει να περιλαμβάνονται θέματα με άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στην ασφάλεια της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων, στην υγεία και την ορθή μεταχείριση των ζώων, στη φυτοπροστασία και τη διατροφή. (37) Εφόσον ορισμένα προϊόντα που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία για τα τρόφιμα, όπως παρασιτοκτόνα ή πρόσθετα στις ζωοτροφές μπορεί να ενέχουν κινδύνους για το περιβάλλον ή την ασφάλεια των εργαζομένων, πρέπει να καλύπτονται από την Υπηρεσία και ορισμένες περιβαλλοντικές πτυχές και πτυχές σχετικές με την ασφάλεια των εργαζομένων. (38) Η Υπηρεσία πρέπει να παρέχει επιστημονικές γνώμες σχετικά με όλους τους γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς κατά την έννοια της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ της 23ης Απριλίου 1990 για την σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον [16] είτε προορίζονται είτε δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα, συμπεριλαμβανομένης της επιστημονικής αξιολόγησης του περιβαλλοντικού αντίκτυπου, προκειμένου να αποφευχθούν διπλές επιστημονικές αξιολογήσεις και συναφείς επιστημονικές γνώμες για τους οργανισμούς αυτούς. ωστόσο, πρέπει να αποφευχθεί η σύγχυση των αρμοδιοτήτων με τα περιβαλλοντικά πεδία σε ό,τι αφορά γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς που δεν είναι τρόφιμα ή ζωοτροφές. συνεπώς η αποστολή της Υπηρεσίας πρέπει να περιορίζεται, όταν πρόκειται για γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς που δεν είναι τρόφιμα ή ζωοτροφές, σε επιστημονικές γνώμες. [16] ΕΕ L 117, 8.5.1990, σ. 15, οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 97/35/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 169, 27.6.1997, σ. 72). (39) Η εμπιστοσύνη των κοινοτικών οργάνων, του ευρέως κοινού και των ενδιαφερόμενων μερών στην Υπηρεσία έχει μεγάλη σημασία. για το λόγο αυτό πρέπει να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία της, το επιστημονικό της επίπεδο, η διαφάνεια και η αποτελεσματικότητα. η συνεργασία με τα κράτη μέλη είναι επίσης απολύτως αναγκαία. (40) Η Υπηρεσία πρέπει να έχει τα μέσα να εκτελεί όλα τα καθήκοντα που επιβάλλονται από το ρόλο της. (41) Είναι ανάγκη να διασφαλιστεί ότι υπάρχει αποτελεσματική παρακολούθηση της Υπηρεσίας από τα διάφορα κοινοτικά όργανα και, για το σκοπό αυτό, το διοικητικό της συμβούλιο πρέπει να περιλαμβάνει τέσσερις εκπροσώπους που ορίζονται από το το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τέσσερις που ορίζονται από το Συμβούλιο και τέσσερις εκπροσώπους που ορίζονται από την Επιτροπή. Το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να έχει τις εξουσίες που απαιτούνται για να καταρτίζει τον προϋπολογισμό του και να ελέγχει την εκτέλεσή του, να εκδίδει τον εσωτερικό κανονισμό του, να εκδίδει οικονομικούς κανονισμούς, να διορίζει τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής και των επιστημονικών ομάδων και να διορίζει τον διευθύνοντα σύμβουλο. (42) Είναι ανάγκη να οικοδομηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης και διαφάνειας με το ευρύ κοινό και, συνεπώς, το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να περιλαμβάνει τέσσερις εκπροσώπους των καταναλωτών και της βιομηχανίας. (43) Η Υπηρεσία πρέπει να συνεργάζεται στενά με τους αρμόδιους φορείς στα κράτη μέλη, προκειμένου να λειτουργεί αποτελεσματικά ιδίως σε ό,τι αφορά το σύστημα δικτύωσης και για το σκοπό αυτό πρέπει να δημιουργηθεί ένα συμβουλευτικό σώμα. (44) Η Υπηρεσία πρέπει να αναλάβει το ρόλο των επιστημονικών επιτροπών που επικουρούν την Επιτροπή για την έκδοση επιστημονικών γνωμών στο πεδίο αρμοδιοτήτων της. είναι ανάγκη να αναδιοργανωθούν οι επιτροπές αυτές για να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη συνέπεια σε σχέση με την αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων και να τους δοθεί η δυνατότητα να εργαστούν πιο αποτελεσματικά. πρέπει συνεπώς να συσταθεί η επιστημονική επιτροπή και οι επιστημονικές ομάδες εντός της Υπηρεσίας για την παροχή αυτών των γνωμοδοτήσεων. (45) Για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας, τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής και των ομάδων πρέπει να είναι ανεξάρτητοι επιστήμονες που θα προσληφθούν με ανοικτή διαδικασία υποβολής υποψηφιοτήτων. (46) Η Υπηρεσία πρέπει να μπορεί να αναθέτει επιστημονικές μελέτες που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της, εξασφαλίζοντας ότι οι σχέσεις της με την Επιτροπή και τα κράτη μέλη προλαμβάνουν τις διπλές προσπάθειες. η Υπηρεσία πρέπει να λάβει υπόψη της την υφιστάμενη κοινοτική εμπειρογνωμοσύνη και τις δομές, ιδίως σε ό,τι αφορά δίκτυα εμπειρογνωμόνων που έχουν δημιουργηθεί στο πλαίσιο των κοινοτικών προγραμμάτων έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης (ΕΤΑ) από το Κοινό Κέντρο Ερευνών. επιπλέον, η Υπηρεσία, κατά το σχεδιασμό των εργασιών της, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τυχόν συναφείς ενέργειες που έχει αναλάβει το Κοινό Κέντρο Ερευνών και τα κοινοτικά προγράμματα ΕΤΑ. (47) Η έλλειψη ενός αποτελεσματικού συστήματος για τη συλλογή και ανάλυση σε κοινοτικό επίπεδο δεδομένων για την αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων αναγνωρίζεται ότι είναι μεγάλο μειονέκτημα. πρέπει συνεπώς να τεθεί σε λειτουργία ένα σύστημα για τη συλλογή και ανάλυση σχετικών δεδομένων στους τομείς που καλύπτει η Υπηρεσία, υπό τη μορφή ενός δικτύου που θα συντονίζει η Υπηρεσία. είναι ανάγκη να προβλεφθούν ειδικές διατάξεις για την προσαρμογή των υφιστάμενων κοινοτικών δικτύων συλλογής δεδομένων στους τομείς αρμοδιότητας της Υπηρεσίας. (48) Ο καλύτερος προσδιορισμός των αναδυόμενων κινδύνων μπορεί μακροπρόθεσμα να λειτουργήσει ως πολύ σημαντικός προληπτικός μηχανισμός για τα κράτη μέλη και την Κοινότητα κατά την άσκηση των πολιτικών τους. είναι συνεπώς ανάγκη να ανατεθεί στην Υπηρεσία το καθήκον της συλλογής πληροφοριών και της συνεχούς επαγρύπνησης. (49) Η ίδρυση της Υπηρεσίας πρέπει να δώσει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να συμμετέχουν ενεργά στις επιστημονικές διαδικασίες. πρέπει συνεπώς να υπάρχει στενή συνεργασία μεταξύ της Υπηρεσίας και των κρατών μελών για το σκοπό αυτό. ιδίως η Υπηρεσία πρέπει να είναι σε θέση να αναθέτει, ορισμένα καθήκοντα σε οργανισμούς στα κράτη μέλη. (50) Είναι ανάγκη να εξασφαλιστεί η ισορροπία μεταξύ της χρήσης των εθνικών οργανισμών που αναλαμβάνουν εργασίες για λογαριασμό της Υπηρεσίας και της ανάγκης να εξασφαλιστεί, για λόγους γενικότερης συνέπειας, ότι τέτοια καθήκοντα διεξάγονται σύμφωνα με τα κριτήρια που έχουν καθοριστεί για τέτοιες εργασίες για την Υπηρεσία. οι υφιστάμενες διαδικασίες για την ανάθεση επιστημονικών εργασιών στα κράτη μέλη, ιδίως σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση φακέλων που υποβάλει η βιομηχανία για την έγκριση ορισμένων ουσιών, προϊόντων ή διαδικασιών, πρέπει να επανεξεταστεί εντός ενός έτους, ώστε να ληφθεί υπόψη η σύσταση της Υπηρεσίας και οι νέες ευκολίες που προσφέρει. (51) Η ανεξαρτησία της Υπηρεσίας και ο ρόλος της για την ενημέρωση του κοινού συνεπάγεται ότι πρέπει να μπορεί να επικοινωνεί αυτόνομα στους τομείς αρμοδιοτήτων της, έχοντας ως σκοπό να παρέχει αντικειμενικές, αξιόπιστες και εύληπτες πληροφορίες. ωστόσο η Επιτροπή παραμένει πλήρως υπεύθυνη για την κοινοποίηση μέτρων διαχείρισης του κινδύνου και συνεπώς οι δέουσες ανταλλαγές πληροφοριών πρέπει να γίνονται μεταξύ της Υπηρεσίας και της Επιτροπής. (52) Η δέουσα συνεργασία με τα κράτη μέλη είναι αναγκαία στον ειδικό τομέα των εκστρατειών ενημέρωσης του κοινού ώστε να λαμβάνονται υπόψη τυχόν περιφερειακές παράμετροι και οποιαδήποτε συσχέτιση με την πολιτική για την υγεία. (53) Εκτός από τις αρχές λειτουργίας της, την ανεξαρτησία και τη διαφάνεια, η Υπηρεσία πρέπει να είναι ένας οργανισμός ανοικτός σε επαφές με τους καταναλωτές και άλλες ενδιαφερόμενες ομάδες και να είναι σε θέση να διευθετεί τη συμμετοχή τους σε μέρος των εργασιών της, σύμφωνα με τους δικούς της κανόνες. (54) Η Υπηρεσία πρέπει να χρηματοδοτηθεί από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. ωστόσο, υπό το φως της αποκτηθείσας πείρας, ιδίως σε ό,τι αφορά την επεξεργασία των φακέλων προς έγκριση που υποβάλει η βιομηχανία, πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο επιβολής τελών εντός τριών ετών από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού. η κοινοτική δημοσιονομική διαδικασία εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε ό,τι αφορά επιδοτήσεις που καταλογίζονται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. επιπλέον ο λογιστικός έλεγχος πρέπει να γίνεται από το Ελεγκτικό Συνέδριο. (55) Είναι ανάγκη να μπορούν να συμμετέχουν ευρωπαϊκές χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχουν συνάψει συμφωνίες που τις υποχρεώνουν να μεταφέρουν και να εφαρμόσουν την κοινοτική νομοθεσία στον τομέα που καλύπτει ο παρών κανονισμός. (56) Τα πρόσφατα συμβάντα στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων κατέδειξαν την ανάγκη λήψης των κατάλληλων μέτρων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ώστε να εξασφαλίζεται ότι όλα τα τρόφιμα, ανεξαρτήτως είδους και προέλευσης, πρέπει να μπορούν να υπόκεινται σε κοινά μέτρα όταν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία. μια τέτοια εμπεριστατωμένη προσέγγιση για τα μέτρα αντιμετώπισης έκτακτων περιστατικών στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων πρέπει να επιτρέπει τη ανάληψη αποτελεσματικών ενεργειών και την αποφυγή τεχνητών διαφορών στη μεταχείριση των τροφίμων που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία. (57) Πρόσφατες κρίσεις στα τρόφιμα κατέδειξαν επίσης τα οφέλη για την Επιτροπή από κατάλληλα προσαρμοσμένες, ταχύτερες διαδικασίες για τη διαχείριση των κρίσεων. αυτές οι οργανωτικές διαδικασίες πρέπει να καθιστούν δυνατή τη βελτίωση του συντονισμού των προσπαθειών και τον καθορισμό αποτελεσματικότερων μέτρων βάσει των βέλτιστων επιστημονικών πληροφοριών. για το λόγο αυτό οι αναθεωρημένες διαδικασίες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις αρμοδιότητες της Υπηρεσίας και να προβλέπουν την επιστημονική και τεχνική συνδρομή προς αυτήν σε περίπτωση κρίσης στα τρόφιμα. (58) Προκειμένου να εξασφαλιστεί η πιο αποτελεσματική και εμπεριστατωμένη προσέγγιση στην τροφική αλυσίδα, πρέπει να συσταθεί μια επιτροπή για την ασφάλεια των τροφίμων και την υγεία των ζώων για να αντικαταστήσει τη μόνιμη κτηνιατρική επιτροπή, τη μόνιμη επιτροπή των τροφίμων, τη μόνιμη επιτροπή για τις ζωοτροφές και τη μόνιμη φυτοϋγειονομική επιτροπή. Κατά συνέπεια πρέπει να καταργηθούν οι αποφάσεις του Συμβουλίου 68/361/ΕΟΚ [17], 69/414/ΕΟΚ [18], 70/372/ΕΟΚ [19] και 76/894/ΕΟΚ [20]. [17] ΕΕ L 255, 18.10.1968, σ. 23. [18] ΕΕ L 291, 19.11.1969, σ. 9. [19] ΕΕ L 170, 3.8.1970, σ. 470. [20] ΕΕ L 340, 9.12.1976, σ. 25. (59) Δεδομένου ότι τα αναγκαία μέτρα για τη θέση σε εφαρμογή του παρόντος κανονισμού είναι γενικά μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 2 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [21], θα πρέπει τα μέτρα αυτά να θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία κανονιστικής επιτροπής που προβλέπεται από το άρθρο 5 της εν λόγω απόφασης. [21] ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23. (60) Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης των κρατών μελών να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη για την αποφυγή νoμικής αβεβαιότητας σε ό,τι αφορά τα υφιστάμενα κοινοτικά και εθνικά μέτρα για τα τρόφιμα. (61) Είναι σημαντικό να αποφευχθεί η σύγχυση μεταξύ της αποστολής της Υπηρεσίας και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Αξιολόγησης Φαρμακευτικών Προϊόντων (EMEA) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2309/93 του Συμβουλίου [22]. συνεπώς είναι ανάγκη να οριστεί ότι ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί στον EMEA από την κοινοτική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων αυτών που ανατέθηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2377/90 της 26ης Ιουνίου 1990 για τη θέσπιση κοινοτικής διαδικασίας για τον καθορισμό ανώτατων ορίων καταλοίπων κτηνιατρικών φαρμάκων στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης [23]. [22] ΕΕ L 214, 24.8.1993, σ. 1, κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 649/1998 της Επιτροπής (ΕΕ L 88, 24.3.1998, σ. 7). [23] ΕΕ L 224, 18.8.1990, σ. 1, κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2391/2000 της Επιτροπής (ΕΕ L 276, 28.10.2000, σ. 5). (62) Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας είναι αναγκαίο και πρόσφορο προκειμένου να υλοποιηθεί ο βασικός στόχος του παρόντος κανονισμού, να θεσπιστούν ορισμοί, αρχές και μέτρα για τη νομοθεσία των τροφίμων και να ιδρυθεί μία Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων. Ο παρών κανονισμός περιορίζεται σε ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων που επιδιώκονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, τρίτο εδάφιο της συνθήκης, ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: ΚΕΦΑΛΑΙΟ I - ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ Άρθρο 1 - Στόχος και πεδίο εφαρμογής 1. Ο παρών κανονισμός αποτελεί τη βάση για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ζωής και της υγείας του ανθρώπου και των συμφερόντων των καταναλωτών σε σχέση με τα τρόφιμα, ενώ παράλληλα εξασφαλίζει την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Καθιερώνει κοινές αρχές, ορισμούς και ευθύνες, ισχυρή επιστημονική βάση, αποτελεσματικές οργανωτικές ρυθμίσεις και διαδικασίες με τις οποίες θα υποστηριχθεί η λήψη αποφάσεων σε θέματα ασφάλειας των τροφίμων. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 ο παρών κανονισμός θεσπίζει τους γενικούς ορισμούς και τις αρχές που διέπουν τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές γενικά, καθώς και την ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών ειδικότερα στην Κοινότητα. Ιδρύει την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων. Καθορίζει τις διαδικασίες για θέματα που έχουν άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στην ασφάλεια των τροφίμων. 3. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια παραγωγής και διανομής των τροφίμων και των ζωοτροφών. Δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση πρωτογενούς παραγωγής για ιδιωτική οικιακή χρήση ή στην περίπτωση οικιακής παρασκευής, χειρισμού ή αποθήκευσης τροφίμων για ιδιωτική κατανάλωση. Άρθρο 2 - Ορισμός των «τροφίμων» Ως «τρόφιμο» (ή «είδη διατροφής») νοείται κάθε ουσία ή προϊόν, είτε αυτά έχουν υποστεί πλήρη ή μερική επεξεργασία είτε όχι, τα οποία προορίζονται για βρώση από τον άνθρωπο ή αναμένεται ότι θα χρησιμεύσουν για τον σκοπό αυτόν. Σε αυτά περιλαμβάνονται ποτά, τσίχλες και οποιαδήποτε ουσία ενσωματώνεται σκόπιμα στα τρόφιμα στη διάρκεια της παραγωγής, της παρασκευής ή της επεξεργασίας τους. Επίσης περιλαμβάνεται το νερό, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων των οδηγιών 80/778/ΕΟΚ και 98/83/ΕΚ. Δεν περιλαμβάνονται τα ακόλουθα: (α) Ζωοτροφές. (β) Ζώντα ζώα, εκτός εάν παρασκευάζονται, συσκευάζονται ή και σερβίρονται για ανθρώπινη κατανάλωση. (γ) Φυτά πριν από τη συγκομιδή. (δ) Φάρμακα κατά την έννοια της οδηγίας 65/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου [24]. [24] ΕΕ 22, 9.2.1965, σ. 369/65. (ε) Καλλυντικά κατά την έννοια της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου [25]. [25] ΕΕ L 262, 27.9.1976, σ. 169. (στ) Καπνός και προϊόντα καπνού κατά την έννοια της οδηγίας 89/622/ΕΟΚ του Συμβουλίου [26]. [26] ΕΕ L 359, 8.12.1989, σ. 1. (ζ) Ναρκωτικές ή ψυχοτρόποι ουσίες κατά την έννοια της Ενιαίας Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα ναρκωτικά του 1961, και της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις ψυχοτρόπους ουσίες του 1971. Άρθρο 3 - Άλλοι ορισμοί Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: 1. «νομοθεσία για τα τρόφιμα»: οι νόμοι, οι κανονισμοί και οι διοικητικές ρυθμίσεις που διέπουν τα τρόφιμα γενικότερα και την ασφάλεια των τροφίμων ειδικότερα στην Κοινότητα. Ο όρος καλύπτει όλα τα στάδια παραγωγής και διανομής των τροφίμων, καθώς και των ζωοτροφών όταν αυτές ενδέχεται να έχουν αρνητικές συνέπειες για την ασφάλεια των τροφίμων. 2. «επιχείρηση τροφίμων»: κάθε επιχείρηση, κερδοσκοπική ή μη, δημόσια ή ιδιωτική, η οποία ασκεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που συνδέονται με τα στάδια παραγωγής και διανομής των τροφίμων. 3. «υπεύθυνος επιχείρησης τροφίμων»: το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που έχουν την ευθύνη να εξασφαλίσουν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα μέσα στην επιχείρηση τροφίμων που έχουν υπό τον έλεγχό τους. 4. «ζωοτροφές»: τα προϊόντα φυτικής ή ζωικής προέλευσης στη φυσική τους κατάσταση, νωπά ή διατηρημένα, και τα προϊόντα που έχουν παραχθεί από τη βιομηχανική παρασκευή των προηγουμένων και τα οποία προορίζονται για την χορήγηση τροφής από το στόμα στα ζώα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφίμων. 5. «επιχείρηση ζωοτροφών»: οποιαδήποτε επιχείρηση, κερδοσκοπική ή όχι και δημόσια ή ιδιωτική, η οποία πραγματοποιεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες παραγωγής, παρασκευής, μεταποίησης, αποθήκευσης ή διανομής ζωοτροφών, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε γεωργικού παραγωγού ο οποίος παράγει, επεξεργάζεται ή αποθηκεύει ζωοτροφές με σκοπό τη χορήγηση τροφής σε ζώα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφίμων και βρίσκονται στην κατοχή του. 6. «υπεύθυνος επιχείρησης ζωοτροφών»: το πρόσωπο ή πρόσωπα που έχουν την ευθύνη να εξασφαλίσουν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα μέσα στην εταιρεία ζωοτροφών που έχουν υπό τον έλεγχό τους. 7. «λιανικό εμπόριο»: ο χειρισμός ή και η μεταποίηση των τροφίμων και η αποθήκευσή τους στο σημείο πώλησης ή παράδοσης στον τελικό καταναλωτή. περιλαμβάνονται οι επιχειρήσεις μαζικής εστίασης, τα κυλικεία εργοστασίων, η τροφοδοσία οργανισμών, τα εστιατόρια και άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών εστίασης, τα καταστήματα, τα κέντρα διανομής υπεραγορών και τα πρατήρια χονδρικής. 8. «διάθεση στην αγορά»: η κατοχή τροφίμων ή ζωοτροφών με σκοπό την πώληση, συμπεριλαμβανομένης της προσφοράς για πώληση ή οποιασδήποτε άλλης μορφής μεταβίβασης είτε αυτή γίνεται δωρεάν είτε όχι, σε τρίτα μέρη και η ίδια η πώληση ή οι άλλες μορφές μεταβίβασης. 9. «επίσημος έλεγχος»: οποιαδήποτε επιθεώρηση, έλεγχος επαλήθευσης, δειγματοληψία, εργαστηριακή εξέταση ή ανάλυση ή άλλα μέσα διεξαγωγής ελέγχων από την αρμόδια αρχή των κρατών μελών ή από τους εντεταλμένους τους, ή από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, με σκοπό να εξασφαλισθεί η τήρηση της νομοθεσίας για τα τρόφιμα και να προστατευθεί η ανθρώπινη υγεία και τα συμφέροντα των καταναλωτών. 10. «κίνδυνος»: ο βαθμός στον οποίο είναι πιθανή μια επιβλαβής συνέπεια στην υγεία και η σοβαρότητα αυτής της συνέπειας, ως αποτέλεσμα της ύπαρξης μιας πηγής κινδύνου. 11. «ανάλυση του κινδύνου»: η διαδικασία που αποτελείται από τρεις αλληλένδετες συνιστώσες: αξιολόγηση του κινδύνου, διαχείριση του κινδύνου και ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο. 12. «αξιολόγηση του κινδύνου»: η διαδικασία επιστημονικής βάσης που απαρτίζεται από τέσσερα βήματα: τον προσδιορισμό της πηγής του κινδύνου, τον χαρακτηρισμό της πηγής του κινδύνου, την αξιολόγηση της έκθεσης στον κίνδυνο και τον χαρακτηρισμό του κινδύνου. 13. «διαχείριση του κινδύνου»: η διαδικασία, η οποία διακρίνεται από την αξιολόγηση του κινδύνου, της στάθμισης εναλλακτικών πολιτικών, αφού ζητηθεί η γνώμη των ενδιαφερόμενων μερών και αφού ληφθεί υπόψη η αξιολόγηση του κινδύνου και άλλοι εύλογοι παράγοντες και, εάν χρειαστεί, της επιλογής των κατάλληλων μέσων πρόληψης και ελέγχου. 14. «ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο»: η αμφίδρομη ανταλλαγή πληροφοριών και απόψεων σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ανάλυσης του κινδύνου, όσον αφορά τις πηγές του κινδύνου και τους κινδύνους, τους παράγοντες που συνδέονται με τον κίνδυνο και τους διάφορους τρόπους αντίληψης του κινδύνου, μεταξύ των αξιολογητών του κινδύνου, των διαχειριστών του κινδύνου, των καταναλωτών, των επιχειρήσεων τροφίμων και ζωοτροφών, της ακαδημαϊκής κοινότητας και άλλων ενδιαφερόμενων μερών, συμπεριλαμβανομένης της εξήγησης των πορισμάτων που συνδέονται με την αξιολόγηση του κινδύνου και η βάση των αποφάσεων για τη διαχείριση του κινδύνου. 15. «πηγή κινδύνου»: ένας βιολογικός, χημικός ή φυσικός παράγοντας στα τρόφιμα ή τις ζωοτροφές ή μια κατάσταση των τροφίμων, που έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει αρνητικές συνέπειες στην υγεία. 16. «ανιχνευσιμότητα»: η ικανότητα εντοπισμού ενός τροφίμου, μιας ζωοτροφής, ενός ζώου που χρησιμοποιείται για την παραγωγή τροφίμων ή ενός συστατικού σε όλα τα στάδια της παραγωγής και διανομής τους. 17. «όλα τα στάδια παραγωγής και διανομής»: όλα τα στάδια από την πρωτογενή παραγωγή ενός τροφίμου μέχρι και την πώλησή του ή τη διάθεσή του στον τελικό καταναλωτή και, όπου αυτό αφορά την ασφάλεια των τροφίμων, η παραγωγή, παρασκευή και διανομή των ζωοτροφών. 18. «ακατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση ή μολυσμένο»: ένα τρόφιμο που δεν μπορεί να γίνει δεκτό για ανθρώπινη κατανάλωση σύμφωνα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, λόγω μόλυνσης από ξένες ουσίες ή αλλιώς, ή λόγω σήψης, αλλοίωσης ή αποσύνθεσης. 19. «πρωτογενής παραγωγή»: η παραγωγή, εκτροφή ή ανάπτυξη πρωτογενών προϊόντων μέχρι και τη συγκομιδή, το άρμεγμα και όλα τα στάδια της ζωικής παραγωγής πριν από τη σφαγή. Περιλαμβάνει επίσης τη θήρα και την αλίευση. ΚΕΦΑΛΑΙΟ II - ΓΕΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ Άρθρο 4 - Πεδίο εφαρμογής Το παρόν κεφάλαιο αφορά όλα τα στάδια της παραγωγής και της διανομής των τροφίμων και τις ζωοτροφές που παράγονται για ζώα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφίμων ή/και χορηγούνται ως τροφή σε αυτά. Οι γενικές αρχές που καθορίζονται στα άρθρα 5 έως 8 αποτελούν γενικό πλαίσιο οριζόντιας φύσης, το οποίο πρέπει να ακολουθείται όταν θεσπίζονται νέα μέτρα. Τμήμα 1 - Αρχεσ και απαιτησεισ τησ νομοθεσιασ για τα τροφιμα Άρθρο 5 - Γενικοί στόχοι 1. Η νομοθεσία για τα τρόφιμα επιδιώκει έναν ή περισσότερους από τους γενικούς στόχους που αφορούν την προστασία της ανθρώπινης ζωής, υγείας ή ασφάλειας, την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών και άλλους στόχους, όταν αυτό αρμόζει, στους οποίους περιλαμβάνονται η προστασία του περιβάλλοντος, η προστασία της υγείας, της ζωής των ζώων, η εξασφάλιση της ορθής μεταχείρισής τους και η προστασία της υγείας και της ζωής των φυτών. 2. Η νομοθεσία για τα τρόφιμα αποσκοπεί στο να επιτύχει την ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα των τροφίμων και των ζωοτροφών που παράγονται ή διατίθενται στην αγορά σύμφωνα με τις γενικές αρχές και απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου. 3. Όπου υπάρχουν διεθνή πρότυπα ή επίκειται η ολοκλήρωσή τους, αυτά λαμβάνονται υπόψη κατά τη σύνταξη ή την προσαρμογή της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, εκτός όταν τέτοια πρότυπα ή σχετικά μέρη αυτών αποτελούν μη αποτελεσματικό ή ακατάλληλο μέσο για την επίτευξη των θεμιτών στόχων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα ή όταν υπάρχει επιστημονική αιτιολόγηση, ή όταν καταλήγουν σε επίπεδο προστασίας διαφορετικό από εκείνο που καθορίζεται ως κατάλληλο στην Κοινότητα. Άρθρο 6 - Προστασία της υγείας 1. Η νομοθεσία για τα τρόφιμα αποβλέπει στο να επιτύχει υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και βασίζεται στην ανάλυση του κινδύνου, εκτός όταν αυτό δεν είναι κατάλληλο για τις συνθήκες ή τη φύση του μέτρου. 2. Η αξιολόγηση του κινδύνου βασίζεται στα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία και διεξάγεται με τρόπο ανεξάρτητο, αντικειμενικό και διαφανή. 3. Η διαχείριση του κινδύνου λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του κινδύνου και ιδίως τις γνώμες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Τροφίμων που ιδρύεται με το άρθρο 21 και άλλους παράγοντες, όπως αρμόζει στο εκάστοτε θέμα. Άρθρο 7 - Αρχή της προφύλαξης 1. Στις ειδικές περιπτώσεις όπου, ύστερα από αξιολόγηση των διαθέσιμων σχετικών πληροφοριών, προσδιορίζεται ένας κίνδυνος για την υγεία, αλλά όπου εξακολουθεί να υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα, μπορούν να ληφθούν τα προσωρινά μέτρα διαχείρισης του κινδύνου που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση του υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας που έχει επιλεγεί στην Κοινότητα, ενώ αναμένονται περαιτέρω επιστημονικές πληροφορίες για μια πιο εμπεριστατωμένη αξιολόγηση του κινδύνου. 2. Τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει της παραγράφου 1 είναι ανάλογα και όχι πιο περιοριστικά για το εμπόριο από όσο απαιτείται για την επίτευξη του υψηλού επιπέδου προστασίας που έχει επιλεγεί στην Κοινότητα, ενώ παράλληλα λαμβάνουν υπόψη την τεχνική και οικονομική βιωσιμότητα και άλλους παράγοντες όπως αρμόζει στο εκάστοτε ζήτημα. Αυτά τα μέτρα αναθεωρούνται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τη φύση του κινδύνου που προσδιορίζεται όσον αφορά τη ζωή ή την υγεία και του είδους των επιστημονικών πληροφοριών που απαιτούνται για τη διασαφήνιση της επιστημονικής αβεβαιότητας και τη διεξαγωγή μιας πιο εμπεριστατωμένης αξιολόγησης του κινδύνου. Άρθρο 8 - Προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών 1. Η νομοθεσία για τα τρόφιμα αποβλέπει στην προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών και αποτελεί τη βάση ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να επιλέγουν ενήμεροι τα τρόφιμα που καταναλώνουν. Αποσκοπεί στην πρόληψη των εξής φαινομένων: (α) τις δόλιες πρακτικές ή τις πρακτικές εξαπάτησης. (β) τη νόθευση των τροφίμων. (γ) οποιεσδήποτε άλλες πρακτικές που ενδέχεται να παραπλανήσουν τον καταναλωτή. 2. Με την επιφύλαξη των πιο εξειδικευμένων διατάξεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, η επισήμανση, η διαφήμιση και η παρουσίαση των τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων του σχήματος, της εμφάνισης ή της συσκευασίας τους, των υλικών συσκευασίας που χρησιμοποιήθηκαν, του τρόπου με τον οποίο τακτοποιήθηκαν και του περιβάλλοντος στο οποίο εκθέτονται, καθώς και των πληροφοριών που διατίθενται σχετικά με αυτά από οποιοδήποτε επικοινωνιακό μέσο, δεν πρέπει να παραπλανούν τους καταναλωτές. Άρθρο 9 - Ανιχνευσιμότητα 1. Η ανιχνευσιμότητα των τροφίμων, των ζωοτροφών, των ζώων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφίμων και οποιασδήποτε άλλης ουσίας που προορίζεται για ενσωμάτωση σε ένα τρόφιμο ή σε μια ζωοτροφή ή αναμένεται ότι θα ενσωματωθεί σε αυτά, διασφαλίζεται σε όλα τα στάδια της παραγωγής και της διανομής, κάτω από τις συνθήκες που προσδιορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 5, όταν αυτό είναι απαραίτητο. 2. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων και ζωοτροφών είναι σε θέση να αναγνωρίζουν κάθε πρόσωπο από το οποίο έχουν προμηθευτεί ένα τρόφιμο, μια ζωοτροφή, ένα ζώο που χρησιμοποιείται για την παραγωγή τροφίμων ή οποιαδήποτε άλλη ουσία που προορίζεται για ενσωμάτωση σε ένα τρόφιμο ή σε μια ζωοτροφή ή αναμένεται ότι θα ενσωματωθεί σε αυτά. Για το σκοπό αυτό οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων εγκαθιδρύουν συστήματα και διαδικασίες που καθιστούν τις πληροφορίες αυτές διαθέσιμες στις αρμόδιες αρχές, εάν αυτές το ζητήσουν. 3. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων και ζωοτροφών καθιερώνουν συστήματα και διαδικασίες για την αναγνώριση των άλλων επιχειρήσεων στις οποίες προμηθεύουν τα προϊόντα τους. Αυτές οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες στις αρμόδιες αρχές, εάν αυτές το ζητήσουν. 4. Τα τρόφιμα ή οι ζωοτροφές που διατίθενται ή ενδέχεται να διατεθούν στην αγορά της Κοινότητας πρέπει να φέρουν κατάλληλη επισήμανση ή σήμα αναγνώρισης ώστε να διευκολύνεται η ανιχνευσιμότητά τους, σύμφωνα με τις σχετικές απαιτήσεις των ειδικότερων διατάξεων. 5. Οι διατάξεις για την εφαρμογή των απαιτήσεων των παραγράφων 1 έως 4 σε συγκεκριμένους τομείς θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 57, παράγραφος 2. Άρθρο 10 - Υποχρεώσεις 1. Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων και ζωοτροφών εξασφαλίζουν ότι τα τρόφιμα ή οι ζωοτροφές, σε όλα τα στάδια της παραγωγής και της διανομής μέσα στην επιχείρηση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό τους, ικανοποιούν τις σχετικές απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα και καθιερώνουν συστήματα και διαδικασίες με τα οποία να επαληθεύουν και να παρακολουθούν την ικανοποίηση τέτοιων απαιτήσεων. 2. Τα κράτη μέλη εκτελούν τη νομοθεσία για τα τρόφιμα, παρακολουθούν και επαληθεύουν εάν τηρούνται οι σχετικές απαιτήσεις της νομοθεσίας αυτής από τους υπευθύνους των επιχειρήσεων τροφίμων και ζωοτροφών σε όλα τα στάδια παραγωγής και διανομής. Για το σκοπό αυτό διατηρούν σύστημα επίσημων ελέγχων και άλλων δραστηριοτήτων όπως αρμόζει στις περιστάσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η δημόσια επικοινωνία σε θέματα που αφορούν την ασφάλεια και τον κίνδυνο των τροφίμων και των ζωοτροφών, η εποπτεία της ασφάλειας των τροφίμων και των ζωοτροφών και άλλες δραστηριότητες παρακολούθησης που καλύπτουν όλα τα στάδια παραγωγής και διανομής. Τα κράτη μέλη καθορίζουν επίσης το σύστημα των κυρώσεων που επιβάλλονται στις παραβιάσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές. Οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές. Άρθρο 11 - Ευθύνη Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου [27] σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων. [27] ΕΕ L 210, 7.8.1985, σ. 29. Τμήμα 2 - Απαιτησεισ ως προς την ασφαλεια των τροφιμων Άρθρο 12 - Απαιτήσεις της ασφάλειας των τροφίμων 1. Στην αγορά διατίθενται μόνον τρόφιμα που είναι ασφαλή κάτω από κανονικές και εύλογα προβλέψιμες συνθήκες. 2. Τα τρόφιμα θεωρούνται ως μη ασφαλή όταν είναι: (α) δυνάμει επιβλαβή για την υγεία. (β) ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση ή μολυσμένα. 3. Η ασφάλεια ενός τροφίμου εξετάζεται σε όλα τα στάδια παραγωγής και διανομής του, λαμβάνοντας υπόψη σε κάθε στάδιο τις κανονικές και εύλογα προβλέψιμες συνθήκες χρήσης του. 4. Προκειμένου να καθοριστεί εάν ένα τρόφιμο είναι δυνάμει επιβλαβές για την υγεία, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα εξής: (α) οι κανονικές και εύλογα προβλέψιμες συνθήκες χρήσης του τροφίμου, κατά τρόπο ώστε αυτό να μην ενέχει κίνδυνο μη αποδεκτό ή μη σύμφωνο προς το υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του προσώπου που καταναλώνει το τρόφιμο. (β) όχι μόνον οι πιθανές άμεσες ή βραχυπρόθεσμες συνέπειες του τροφίμου αυτού στην υγεία του ατόμου που το καταναλώνει, αλλά επίσης και οι δυνάμει σωρευτικές τοξικές συνέπειες του τροφίμου στην υγεία ενός ατόμου, ή στις επερχόμενες γενεές ενός ατόμου που καταναλώνει το εν λόγω τρόφιμο σε φυσιολογικές ποσότητες. (γ) οι ιδιαίτερες ευαισθησίες συγκεκριμένης κατηγορίας καταναλωτών, όταν το τρόφιμο προορίζεται για την εν λόγω κατηγορία καταναλωτών. 5. Προκειμένου να καθοριστεί εάν ένα τρόφιμο είναι ασφαλές, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες που παρέχονται στον καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που παρέχονται στην ετικέτα, ή άλλες πληροφορίες που γενικά είναι διαθέσιμες στον καταναλωτή σχετικά με την αποφυγή συγκεκριμένων αρνητικών συνεπειών για την υγεία από συγκεκριμένο τρόφιμο ή κατηγορία τροφίμων και η πιθανότητα, παρά την ύπαρξη αυτών των πληροφοριών, ο καταναλωτής να έχει επιλέξει να αγνοήσει τέτοιες οδηγίες ή άλλες πληροφορίες σχετικά με αυτό το τρόφιμο ή τις κατηγορίες τροφίμων. 6. Όταν ένα τρόφιμο που είναι μη ασφαλές αποτελεί μέρος στοίβας, παρτίδας ή αποστελλόμενου φορτίου τροφίμων της ίδιας κατηγορίας ή περιγραφής, θεωρείται ότι όλα τα τρόφιμα στην εν λόγω στοίβα, παρτίδα ή στο φορτίο είναι επίσης μη ασφαλή, εκτός εάν ύστερα από λεπτομερή αξιολόγηση δεν βρεθούν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι και το υπόλοιπο της στοίβας, της παρτίδας ή του φορτίου είναι μη ασφαλές. 7. Τα τρόφιμα που συμμορφώνονται προς ειδικές κοινοτικές διατάξεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα θεωρούνται ασφαλή όσον αφορά τις πτυχές που καλύπτονται από τις ειδικές κοινοτικές διατάξεις. 8. Ελλείψει ειδικών κοινοτικών μέτρων, ένα τρόφιμο θεωρείται ασφαλές όταν συμμορφώνεται με τις ειδικές διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας για τα τρόφιμα του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου κυκλοφορεί, διατάξεις οι οποίες συντάσσονται και εφαρμόζονται με την επιφύλαξη της συνθήκης και ιδίως των άρθρων 28 και 30. Άρθρο 13 - Απαιτήσεις ως προς την ασφάλεια των ζωοτροφών 1. Καμία ζωοτροφή δεν διατίθεται στην αγορά ή δεν χορηγείται ως τροφή σε οποιοδήποτε ζώο που χρησιμοποιείται για την παραγωγή τροφίμων, εκτός εάν πληροί τις απαιτήσεις για την ασφάλεια των ζωοτροφών. 2. Μια ζωοτροφή δεν πληροί τις απαιτήσεις της ασφάλειας των ζωοτροφών, εάν: - έχει επιβλαβείς συνέπειες για την υγεία των ζώων και των ανθρώπων. - καθιστά το τρόφιμο που προέρχεται από το τροφοπαραγωγικό ζώο στο οποίο χορηγήθηκε ως τροφή ή στο οποίο αναμένεται ότι θα χορηγηθεί ως τροφή, μη ασφαλές για την ανθρώπινη κατανάλωση. - βλάπτει τον καταναλωτή αλλοιώνοντας τα διακριτικά χαρακτηριστικά των ζωικών προϊόντων. 3. Όταν μια ζωοτροφή, για την οποία αναγνωρίστηκε ότι δεν πληροί τις απαιτήσεις ασφάλειας των ζωοτροφών, αποτελεί μέρος στοίβας, παρτίδας ή αποστελλόμενου φορτίου ζωοτροφών της ίδιας κατηγορίας ή περιγραφής, θεωρείται ότι όλες οι ζωοτροφές στην εν λόγω στοίβα, την παρτίδα ή στο φορτίο δεν πληρούν τις απαιτήσεις της ασφάλειας των ζωοτροφών, εκτός εάν ύστερα από λεπτομερή αξιολόγηση δεν βρεθούν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι και το υπόλοιπο της στοίβας, της παρτίδας ή του φορτίου δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές. 4. Οι ζωοτροφές που συμμορφώνονται προς ειδικές κοινοτικές διατάξεις που διέπουν την ασφάλεια των ζωοτροφών, θεωρούνται ασφαλείς όσον αφορά τις πτυχές που καλύπτονται από τις ειδικές κοινοτικές διατάξεις. 5. Ελλείψει ειδικών κοινοτικών μέτρων, μια ζωοτροφή θεωρείται ασφαλής όταν συμμορφώνεται με τις ειδικές διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας για τα τρόφιμα που διέπουν την ασφάλεια των ζωοτροφών στο κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου κυκλοφορεί, διατάξεις οι οποίες συντάσσονται και εφαρμόζονται με την επιφύλαξη της συνθήκης και ιδίως των άρθρων 28 και 30. Άρθρο 14 - Υποχρεώσεις των επιχειρήσεων τροφίμων για την ασφάλεια των τροφίμων 1. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων εξασφαλίζουν ότι όλα τα στάδια παραγωγής και διανομής που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους, διεξάγονται με τέτοιο τρόπο ώστε τα τρόφιμα να συμμορφώνονται με τις οικείες διατάξεις της νομοθεσίας των τροφίμων και ειδικότερα την ασφάλεια των τροφίμων. 2. Ο υπεύθυνος μιας επιχείρησης τροφίμων ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές εάν κρίνει ή υποψιάζεται ότι ένα τρόφιμο το οποίο διέθεσε στην αγορά ενδέχεται να είναι δυνάμει επιβλαβές για την υγεία του ανθρώπου. Ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές για τα μέτρα που λαμβάνει προκειμένου να αποτρέψει τους κινδύνους για τον τελικό καταναλωτή. Στις περιπτώσεις όπου ο υπεύθυνος της επιχείρησης τροφίμων κρίνει ή υποψιάζεται ότι ένα τρόφιμο ενδέχεται να ενέχει σοβαρό κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή. 3. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές όταν αυτές το ζητήσουν, σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται για την αποφυγή των κινδύνων που προκαλεί ένα τρόφιμο, το οποίο αυτοί προμηθεύουν ή έχουν προμηθεύσει. 4. Εάν ένας υπεύθυνος επιχείρησης τροφίμων κρίνει ή υποψιάζεται ότι ένα τρόφιμο που έχει εισαγάγει, παραγάγει, μεταποιήσει, παρασκευάσει ή διανείμει, δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις για την ασφάλεια των τροφίμων, ξεκινά τις διαδικασίες για την απόσυρση του εν λόγω τροφίμου από την αγορά. Ενημερώνει επαρκώς και αποτελεσματικά τους καταναλωτές για τους λόγους της απόσυρσής του και, εάν αυτό είναι αναγκαίο, ανακαλεί από τους καταναλωτές προϊόντα που τους έχει ήδη προμηθεύσει, όταν τα υπόλοιπα μέτρα δεν επαρκούν για την επίτευξη υψηλού επίπεδου προστασίας της υγείας. 5. Ο υπεύθυνος μιας επιχείρησης τροφίμων, ο οποίος έχει την ευθύνη για δραστηριότητες εισαγωγής, λιανικού εμπορίου ή διανομής, με τις οποίες δεν επηρεάζεται η συσκευασία, η επισήμανση, η ασφάλεια ή η ακεραιότητα των τροφίμων, ενεργεί με τη δέουσα προσοχή ώστε να βοηθήσει να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της ασφάλειας των τροφίμων. Μέσα στα όρια των αντίστοιχων δραστηριοτήτων τους, οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων αυτών ξεκινούν διαδικασίες για την απόσυρση από την αγορά προϊόντων που δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της ασφάλειας των τροφίμων και προσπαθούν να συμβάλουν στην ασφάλεια των τροφίμων μεταδίδοντας τις σχετικές πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ανίχνευση των πηγών ενός τροφίμου και συνεργαζόμενοι με τους παραγωγούς, μεταποιητές, παρασκευαστές ή και τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά τα μέτρα που αυτοί λαμβάνουν. Άρθρο 15 - Υποχρεώσεις των επιχειρήσεων ζωοτροφών για την ασφάλεια των τροφίμων 1. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων ζωοτροφών εξασφαλίζουν ότι όλα τα στάδια παραγωγής και διανομής που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους διεξάγονται με τέτοιο τρόπο ώστε οι ζωοτροφές που παράγουν ή χειρίζονται να συμμορφώνονται με τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα και ειδικότερα ότι οι ζωοτροφές ικανοποιούν τις απαιτήσεις για την ασφάλεια των ζωοτροφών. 2. Ο υπεύθυνος μιας επιχείρησης ζωοτροφών ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές εάν κρίνει ή υποψιάζεται ότι μια ζωοτροφή την οποία διέθεσε στην αγορά ενδέχεται να μην ικανοποιεί τις απαιτήσεις ασφάλειας των ζωοτροφών. Ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές για τα μέτρα που λαμβάνει προκειμένου να αποτρέψει τον κίνδυνο που προκαλεί η χρήση αυτής της ζωοτροφής. Στις περιπτώσεις όπου ο υπεύθυνος της επιχείρησης ζωοτροφών κρίνει ή υποψιάζεται ότι η χρήση της ζωοτροφής αυτής ενέχει σοβαρό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή. 3. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων ζωοτροφών συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές όταν αυτές το ζητήσουν, σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται για την αποφυγή των κινδύνων που προκαλεί μια ζωοτροφή την οποία αυτοί προμηθεύουν ή έχουν προμηθεύσει. 4. Εάν ένας υπεύθυνος επιχείρησης τροφίμων κρίνει ή υποψιάζεται ότι μια ζωοτροφή που έχει εισαγάγει, παραγάγει, μεταποιήσει, παρασκευάσει ή διανείμει, δεν πληροί τις απαιτήσεις ασφάλειας των ζωοτροφών, ξεκινά τις διαδικασίες για την απόσυρση της εν λόγω ζωοτροφής από την αγορά. Ενημερώνει επαρκώς και αποτελεσματικά τους καταναλωτές για τους λόγους της απόσυρσής της και, εάν αυτό είναι αναγκαίο, ανακαλεί από αυτούς τα προϊόντα που τους έχει ήδη προμηθεύσει, όταν τα υπόλοιπα μέτρα δεν επαρκούν για την επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας. 5. Ο υπεύθυνος μιας επιχείρησης ζωοτροφών ο οποίος έχει την ευθύνη για δραστηριότητες εισαγωγής, λιανικού εμπορίου ή διανομής, με τις οποίες δεν επηρεάζεται η συσκευασία, η επισήμανση, η ασφάλεια ή η ακεραιότητα των ζωοτροφών, ενεργεί με τη δέουσα προσοχή ώστε να βοηθήσει να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της ασφάλειας των ζωοτροφών. Μέσα στα όρια των αντίστοιχων δραστηριοτήτων τους, αυτοί οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων ξεκινούν διαδικασίες για την απόσυρση από την αγορά προϊόντων που δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της ασφάλειας των ζωοτροφών και προσπαθούν να συμβάλουν στην ασφάλεια των τροφίμων μεταδίδοντας τις σχετικές πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ανίχνευση μιας ζωοτροφής συνεργαζόμενοι σε ενέργειες στις οποίες προβαίνουν παραγωγοί, μεταποιητές, κατασκευαστές ή και οι αρμόδιες αρχές. Τμήμα 3 - Αρχεσ του εμποριου τροφιμων Άρθρο 16 - Εισαγωγή τροφίμων στην Κοινότητα 1. Τα τρόφιμα που εισάγονται στην Κοινότητα, συμμορφώνονται με τις σχετικές απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα ή, όταν υπάρχουν ειδικές συμφωνίες, με απαιτήσεις που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες. 2. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 1, τρόφιμα που δεν προορίζονται για διάθεση στην αγορά της Κοινότητας λόγω του ότι διαμετακομίζονται από τρίτη χώρα σε άλλη, ή προορίζονται για μεταποίηση με σκοπό την άμεση εξαγωγή τους, μπορούν να επιτραπούν στην επικράτεια της Κοινότητας, με την προϋπόθεση ότι αυτά τα τρόφιμα ή τα παράγωγά τους δεν εισάγονται στην αγορά της Κοινότητας. 3. Οι ζωοτροφές που εισάγονται στην Κοινότητα συμμορφώνονται με τις σχετικές απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα ή, όταν υπάρχουν ειδικές συμφωνίες, με απαιτήσεις που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες. Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται στις ζωοτροφές. Άρθρο 17 - Εξαγωγή τροφίμων από την Κοινότητα 1. Τα τρόφιμα που εξάγονται από την Κοινότητα συμμορφώνονται με τις σχετικές απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, εκτός εάν ζητούν διαφορετικά οι αρχές της εισάγουσας χώρας, εάν αναφέρουν διαφορετικά οι νόμοι, οι κανονισμοί, οι κώδικες δεοντολογίας ή τα πρότυπα και άλλες νομικές και διοικητικές διαδικασίες που ενδέχεται να ισχύουν στη χώρα εισαγωγής. 2. Όπου ισχύουν οι διατάξεις διμερούς συμφωνίας που έχει συνάψει η Κοινότητα ή ένα από τα κράτη μέλη της και μια τρίτη χώρα, τα τρόφιμα που εξάγονται από την Κοινότητα σε αυτή την τρίτη χώρα συμμορφώνονται με τις εν λόγω διατάξεις. 3. Τα τρόφιμα που εξάγονται από την Κοινότητα δεν πρέπει να είναι μη ασφαλή ή να επισημαίνονται ή να παρουσιάζονται με τρόπο αναληθή, παραπλανητικό ή απατηλό. 4. Ένα τρόφιμο που έχει αποδειχθεί επιβλαβές για την υγεία ή το οποίο επισημαίνεται ή παρουσιάζεται με τρόπο αναληθή, παραπλανητικό ή απατηλό στην Κοινότητα, ή του οποίου η πρόσβαση στην αγορά της Κοινότητας έχει απαγορευθεί με άλλο τρόπο, δεν εξάγεται ή δεν επανεξάγεται από την Κοινότητα, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές της χώρας προορισμού έχουν συμφωνήσει ρητά, αφού έχουν πλήρως ενημερωθεί σχετικά με τους λόγους για τους οποίους και σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το εν λόγω τρόφιμο δεν ήταν δυνατόν να διατεθεί στην αγορά της Κοινότητας. 5. Οι παράγραφοι 1 έως 4 εφαρμόζονται στις ζωοτροφές. Άρθρο 18 - Διεθνή πρότυπα των τροφίμων Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών της, η Κοινότητα: (α) συμβάλλει στην ανάπτυξη των διεθνών τεχνικών προτύπων για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές και των υγειονομικών και φυτοϋγειονομικών προτύπων. (β) προωθεί το συντονισμό του έργου των διεθνών κυβερνητικών και μη κυβερνητικών οργανώσεων σχετικά με τα πρότυπα των τροφίμων και των ζωοτροφών. (γ) συμβάλλει, όταν αυτό αρμόζει και ενδείκνυται, στην σύναψη συμφωνιών για την αναγνώριση της ισοδυναμίας των ειδικών μέτρων για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές. (δ) δίδει ιδιαίτερη προσοχή στις ειδικές αναπτυξιακές, οικονομικές και εμπορικές ανάγκες των αναπτυσσόμενων χωρών, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι τα διεθνή πρότυπα δεν δημιουργούν ανώφελα εμπόδια στις εξαγωγές από αναπτυσσόμενες χώρες. Τμήμα 4 - Αρχεσ τησ διαφανειασ Άρθρο 19 - Δημόσια διαβούλευση Όπου οι συνθήκες το επιτρέψουν, ζητείται η γνώμη του κοινού με τρόπο ουσιαστικό, άμεσα ή μέσω αντιπροσωπευτικών οργάνων, σε κατάλληλο στάδιο της σύνταξης της νομοθεσίας για τα τρόφιμα. Άρθρο 20 - Ενημέρωση του κοινού Με την επιφύλαξη των εφαρμοστέων κοινοτικών διατάξεων και των εθνικών διατάξεων σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα, όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι υποψίας ότι ένα τρόφιμο ενδεχομένως ενέχει κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου, των ζώων ή των φυτών, ανάλογα με τη φύση, τη σοβαρότητα και την έκταση αυτού του κινδύνου, οι δημόσιες αρχές προβαίνουν στις κατάλληλες διαδικασίες ώστε να ενημερώσουν το ευρύ κοινό σχετικά με τη φύση του κινδύνου όσον αφορά την υγεία, παρέχοντας όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία για την αναγνώριση του τροφίμου ή του είδους του τροφίμου και καθορίζοντας τον κίνδυνο που ενδεχομένως αυτό ενέχει και τα μέτρα που λαμβάνονται ή που πρόκειται να ληφθούν για την αποφυγή, τη μείωση ή την εξάλειψη του κινδύνου αυτού. ΚΕΦΑΛΑΙΟ III - ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ Τμήμα 1 - Αποστολη και καθηκοντα Άρθρο 21 - Αποστολή της Υπηρεσίας 1. Με τον παρόντα κανονισμό ιδρύεται η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων, εφεξής καλούμενη η "Υπηρεσία". 2. Αποστολή της Υπηρεσίας είναι να συμβάλει στο υψηλό επίπεδο προστασίας της ζωής και της υγείας του ανθρώπου, στην προστασία της υγείας των ζώων και την εξασφάλιση της ορθής μεταχείρισής τους, την προστασία της ζωής των φυτών, την προστασία του περιβάλλοντος και την προστασία της υγείας των εργαζομένων, ενώ παράλληλα διευκολύνει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, καθιερώνοντας ένα ολοκληρωμένο, συνεκτικό σύστημα επιστημονικής και τεχνικής υποστήριξης για τη νομοθεσία και τις πολιτικές της Κοινότητας και παρέχοντας ανεξάρτητη πληροφόρηση και ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο. Η αποστολή αυτή καλύπτει: (α) όλους τους τομείς που έχουν άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στην ασφάλεια των τροφίμων. (β) την υγεία και την ορθή μεταχείριση των ζώων και την υγεία των φυτών. (γ) τη διατροφή. (δ) οποιοδήποτε θέμα συνδέεται με τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς κατά την έννοια της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ. Όσον αφορά τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς που δεν αποτελούν τρόφιμα ή ζωοτροφές, η αποστολή της Υπηρεσίας περιορίζεται στην επιστημονική γνωμοδότηση. Στην αποστολή της Υπηρεσίας περιλαμβάνεται επίσης η λειτουργία του συστήματος ταχείας ειδοποίησης για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές. 3. Η Υπηρεσία παρέχει γνώμες που χρησιμεύουν ως επιστημονική βάση για τη σύνταξη και την έγκριση κοινοτικών μέτρων στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο της αποστολής της. 4. Η Υπηρεσία εκτελεί τα καθήκοντά της σε συνθήκες που την καθιστούν ικανή να αποτελέσει σημείο αναφοράς δυνάμει της ανεξαρτησίας της, της επιστημονικής και τεχνικής ποιότητας των γνωμών που εκφέρει και των πληροφοριών που διαδίδει, της διαφάνειας των διαδικασιών και μεθόδων λειτουργίας της και της επιμέλειας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί. Ενεργεί σε στενή συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς στα κράτη μέλη, οι οποίοι εκτελούν καθήκοντα παρεμφερή με αυτά της Υπηρεσίας. 5. Τα κράτη μέλη συνεργάζονται με την Υπηρεσία προκειμένου να εξασφαλίσουν την επίτευξη της αποστολής της. Άρθρο 22 - Καθήκοντα της Υπηρεσίας Τα καθήκοντα της Υπηρεσίας είναι τα ακόλουθα: (α) παρέχει στα κοινοτικά όργανα και στα κράτη μέλη τις καλύτερες δυνατές επιστημονικές γνώμες σε όλες τις περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία και σε οποιοδήποτε ζήτημα στο πλαίσιο της αποστολής της. (β) προωθεί και συντονίζει την εναρμόνιση των μεθοδολογιών για την αξιολόγηση του κινδύνου στους τομείς που εμπίπτουν στην αποστολή της. (γ) παρέχει επιστημονική και τεχνική υποστήριξη στην Επιτροπή στους τομείς που εμπίπτουν στην αποστολή της. (δ) αναθέτει τη διεξαγωγή των επιστημονικών μελετών που είναι απαραίτητες για την επίτευξη της αποστολής της. (ε) διερευνά, συλλέγει, αντιπαραβάλλει, αναλύει και συνοψίζει τα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα που συνδέονται με τους τομείς της αποστολής της. (στ) ενεργεί για να προσδιορίσει και να χαρακτηρίσει αναδυόμενους κινδύνους με σκοπό τη μείωση ή την πρόληψή τους, στους τομείς της αποστολής της. (ζ) καθιερώνει σύστημα δικτύων οργανισμών που δρουν στους τομείς της αποστολής της και είναι υπεύθυνη για τη λειτουργία τους. (η) είναι υπεύθυνη για τη λειτουργία του συστήματος ταχείας ειδοποίησης για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές που δημιουργείται με τον παρόντα κανονισμό. (θ) παρέχει επιστημονική και τεχνική βοήθεια στην Επιτροπή όταν αυτή το ζητά, κατά τις διαδικασίες διαχείρισης του κινδύνου που διεξάγει η Επιτροπή όσον αφορά την ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών. (ι) παρέχει επιστημονική και τεχνική βοήθεια, όταν το ζητεί η Επιτροπή, προκειμένου να βελτιωθεί η συνεργασία μεταξύ της Κοινότητας, των χωρών που είναι υποψήφιες για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, των διεθνών οργανισμών και τρίτων χωρών, στους τομείς της αποστολής της. (κ) παρέχει βοήθεια, όταν το ζητά η Επιτροπή, σχετικά με την επικοινωνία σε θέματα διατροφής που συνδέονται με την πολιτική για την υγεία. (λ) εξασφαλίζει ότι τα δημόσια και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη λαμβάνουν ταχεία, αξιόπιστη, αντικειμενική και κατανοητή πληροφόρηση στους τομείς της αποστολής της. (μ) διατυπώνει τα συμπεράσματα και τους προσανατολισμούς της σε θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο της αποστολής της. (ν) εκτελεί οποιοδήποτε άλλο καθήκον της αναθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο της αποστολής της. Τμήμα 2 - Οργανωση Άρθρο 23 - Όργανα της Υπηρεσίας Η Υπηρεσία αποτελείται από: (α) διοικητικό συμβούλιο. (β) διευθύνοντα σύμβουλο και το προσωπικό του. (γ) συμβουλευτικό σώμα. (δ) επιστημονική επιτροπή και επιστημονικές ομάδες. Άρθρο 24 - Διοικητικό Συμβούλιο 1. Το διοικητικό συμβούλιο αποτελείται από τέσσερις εκπροσώπους που ορίζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τέσσερις εκπροσώπους που ορίζει το Συμβούλιο, τέσσερις εκπροσώπους που ορίζει η Επιτροπή και τέσσερις εκπροσώπους των καταναλωτών και της βιομηχανίας, τους οποίους διορίζει η Επιτροπή. 2. Οι εκπρόσωποι μπορούν να αντικαθίστανται από αναπληρωματικούς εκπροσώπους, οι οποίοι διορίζονται ταυτόχρονα. Η θητεία τους είναι τετραετής και μπορεί να ανανεωθεί μία φορά. 3. Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει τον πρόεδρό του μεταξύ των μελών του για ανανεώσιμη περίοδο δύο ετών. 4. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό του. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει με πλειοψηφία των μελών του, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά. 5. Το διοικητικό συμβούλιο συνεδριάζει ύστερα από πρόσκληση του προέδρου του ή ύστερα από αίτημα τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του. 6. Το διοικητικό συμβούλιο εξασφαλίζει ότι η Υπηρεσία εκπληρώνει την αποστολή της και εκτελεί τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί κάτω από τις συνθήκες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό. 7. Πριν από τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει το πρόγραμμα εργασίας της Υπηρεσίας για το προσεχές έτος. Επίσης εγκρίνει ένα αναθεωρήσιμο πολυετές πρόγραμμα. Το διοικητικό συμβούλιο εξασφαλίζει ότι αυτά τα προγράμματα είναι σύμφωνα με τις νομοθετικές προτεραιότητες και με τις προτεραιότητες πολιτικής της Επιτροπής στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων. Πριν από τις 30 Μαρτίου κάθε έτους, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τη γενική έκθεση για τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας κατά το προηγούμενο έτος. Ο διευθύνων σύμβουλος διαβιβάζει αυτά τα προγράμματα και την έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και τα κράτη μέλη και τα δημοσιεύει. 8. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της Υπηρεσίας, βάσει πρότασης από τον διευθύνοντα σύμβουλο. 9. Το διοικητικό συμβούλιο, αφού δεχθεί την έγκριση της Επιτροπής και τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εγκρίνει το δημοσιονομικό κανονισμό της Υπηρεσίας, με τον οποίο καθορίζεται ειδικότερα η διαδικασία κατάρτισης και εκτέλεσης του προϋπολογισμού της Υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 142 του δημοσιονομικού κανονισμού που ισχύει για το γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 10. Ο διευθύνων σύμβουλος συμμετέχει στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου, χωρίς δικαίωμα ψήφου και παρέχει γραμματειακή υποστήριξη. Άρθρο 25 - Διευθύνων σύμβουλος 1. Ο διευθύνων σύμβουλος διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, για περίοδο 5 ετών, η οποία είναι ανανεώσιμη. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του. 2. Ο διευθύνων σύμβουλος είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της Υπηρεσίας. Είναι υπεύθυνος για τα εξής: (α) την καθημερινή διοίκηση της Υπηρεσίας. (β) τη σύνταξη των προγραμμάτων εργασίας της Υπηρεσίας με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής. (γ) την εκτέλεση των προγραμμάτων εργασίας και των αποφάσεων που εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο. (δ) την εξασφάλιση ότι παρέχεται η κατάλληλη επιστημονική, τεχνική και διοικητική υποστήριξη στην επιστημονική επιτροπή και τις επιστημονικές ομάδες. (ε) την εξασφάλιση ότι η Υπηρεσία εκτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα με τις απαιτήσεις των χρηστών της, και ειδικότερα όσον αφορά την επάρκεια και την καταλληλότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και του χρόνου παροχής τους. (στ) την κατάρτιση της κατάστασης εσόδων και εξόδων και την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Υπηρεσίας. (ζ) όλα τα θέματα προσωπικού. 3. Κάθε έτος, ο διευθύνων σύμβουλος υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση: (α) σχέδιο έκθεσης με το οποίο καλύπτονται όλες οι δραστηριότητες της Υπηρεσίας κατά το προηγούμενο έτος. (β) σχέδιο προγραμμάτων εργασίας. (γ) σχέδιο ετήσιων λογαριασμών για το προηγούμενο έτος. (δ) σχέδιο προϋπολογισμού για το προσεχές έτος. 4. Ο διευθύνων σύμβουλος εγκρίνει όλες τις δημοσιονομικές δαπάνες της Υπηρεσίας και υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας στο διοικητικό συμβούλιο. Άρθρο 26 - Συμβουλευτικό Σώμα 1. Το συμβουλευτικό σώμα απαρτίζουν εκπρόσωποι από αρμόδιους φορείς των κρατών μελών που έχουν αναλάβει καθήκοντα παρεμφερή με της Υπηρεσίας. Κάθε κράτος μέλος διορίζει έναν εκπρόσωπο. 2. Τα μέλη του συμβουλευτικού σώματος δεν μπορούν να είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου. 3. Το συμβουλευτικό σώμα συμβουλεύει τον διευθύνοντα σύμβουλο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του βάσει του παρόντος κανονισμού και εξασφαλίζει τη στενή συνεργασία μεταξύ της Υπηρεσίας και των αρμόδιων φορέων των κρατών μελών που έχουν αναλάβει καθήκοντα παρεμφερή με της Υπηρεσίας. 4. Ο διευθύνων σύμβουλος προεδρεύει του συμβουλευτικού σώματος και συγκαλεί τις συνεδριάσεις του. Οι διαδικασίες λειτουργίας του διευκρινίζονται στον εσωτερικό κανονισμό της Υπηρεσίας. 5. Η Υπηρεσία παρέχει την τεχνική υποστήριξη και τη διοικητική μέριμνα που είναι αναγκαίες για το συμβουλευτικό σώμα και παρέχει γραμματειακή υποστήριξη κατά τις συνεδριάσεις του. 6. Εκπρόσωποι των υπηρεσιών της Επιτροπής έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στις εργασίες του συμβουλευτικού σώματος. Άρθρο 27 - Επιστημονική επιτροπή και επιστημονικές ομάδες 1. Η επιστημονική επιτροπή και οι μόνιμες επιστημονικές ομάδες είναι υπεύθυνες για την παροχή επιστημονικών γνωμών στην Υπηρεσία, η κάθε μία στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων της. 2. Η επιστημονική επιτροπή είναι υπεύθυνη για το γενικό συντονισμό που απαιτείται προκειμένου να εξασφαλισθεί η συνεκτικότητα της διαδικασίας γνωμοδότησης, ιδιαίτερα όσον αφορά την έγκριση των διαδικασιών εργασίας και της εναρμόνισης των μεθόδων εργασίας. Γνωμοδοτεί σε θέματα πολλών τομέων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα διαφόρων επιστημονικών ομάδων και σε θέματα που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα κάποιας επιστημονικής ομάδας. 3. Η επιστημονική επιτροπή απαρτίζεται από τους προέδρους των επιστημονικών ομάδων και από 6 ανεξάρτητους επιστημονικούς εμπειρογνώμονες που δεν ανήκουν σε κάποια από τις επιστημονικές ομάδες. 4. Η επιστημονικές ομάδες αποτελούνται από ανεξάρτητους επιστημονικούς εμπειρογνώμονες. Ύστερα από την ίδρυση της Υπηρεσίας, συγκροτούνται οι ακόλουθες επιστημονικές ομάδες: (α) η ομάδα με θέμα τις πρόσθετες ύλες των τροφίμων, τα αρτύματα, τα βοηθητικά μέσα επεξεργασίας και τα υλικά που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα. (β) η ομάδα με θέμα τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές. (γ) η ομάδα με θέμα τα προϊόντα φυτοπροστασίας και τα κατάλοιπά τους. (δ) η ομάδα με θέμα τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς. (ε) η ομάδα με θέμα τα διαιτητικά προϊόντα, τη διατροφή και τις αλλεργίες. (στ) η ομάδα με θέμα τις βιολογικές πηγές κινδύνου. (ζ) η ομάδα με θέμα τις προσμείξεις στην τροφική αλυσίδα. (η) η ομάδα με θέμα την υγεία και την ορθή μεταχείριση των ζώων. Ο αριθμός και τα ονόματα των επιστημονικών ομάδων μπορούν να προσαρμόζονται από την Επιτροπή κάτω από το πρίσμα των τεχνικών και επιστημονικών εξελίξεων, ύστερα από αίτημα της Υπηρεσίας και σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 57, παράγραφος 2. 5. Τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής που δεν είναι μέλη επιστημονικής ομάδας και τα μέλη των επιστημονικών ομάδων διορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο, το οποίο ενεργεί ύστερα από πρόταση του διευθύνοντα συμβούλου, για τριετή ανανεώσιμη θητεία, αφού δημοσιευθεί πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 6. Η επιστημονική επιτροπή και οι επιστημονικές ομάδες επιλέγουν από έναν πρόεδρο και δύο αντιπροέδρους μεταξύ των μελών τους. 7. Η επιστημονική επιτροπή και οι επιστημονικές ομάδες αποφασίζουν με πλειοψηφία των μελών τους. Οι απόψεις της μειοψηφίας καταγράφονται. 8. Οι εκπρόσωποι των υπηρεσιών της Επιτροπής έχουν το δικαίωμα να παρίστανται στις συνεδριάσεις της επιστημονικής επιτροπής, των επιστημονικών ομάδων και των ομάδων εργασίας τους. Εάν τους ζητηθεί, μπορούν να συμβάλουν διασαφηνίζοντας ή ενημερώνοντας αλλά δεν προσπαθούν να επηρεάσουν τις συζητήσεις. 9. Οι διαδικασίες για τη λειτουργία και τη συνεργασία της επιστημονικής επιτροπής και των επιστημονικών ομάδων καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό της Υπηρεσίας. Αυτές οι διαδικασίες αφορούν ειδικότερα τα εξής: (α) το πόσες φορές μπορεί να διοριστεί διαδοχικά ένα μέλος της επιστημονικής επιτροπής ή των επιστημονικών ομάδων. (β) τον αριθμό των μελών σε κάθε επιστημονική ομάδα. (γ) τη διαδικασία για την επιστροφή των δαπανών των μελών της επιστημονικής επιτροπής και των επιστημονικών ομάδων. (δ) τον τρόπο με τον οποίο ανατίθενται τα καθήκοντα και τα αιτήματα για επιστημονικές γνώμες στην επιστημονική επιτροπή και τις επιστημονικές ομάδες. (ε) τη δημιουργία και την οργάνωση των ομάδων εργασίας της επιστημονικής επιτροπής και των επιστημονικών ομάδων και τη δυνατότητα να συμπεριληφθούν εξωτερικοί εμπειρογνώμονες σε αυτές τις ομάδες εργασίας. Τμήμα 3 - Λειτουργια Άρθρο 28 - Επιστημονικές γνώμες 1. Η Υπηρεσία εκφέρει μία επιστημονική γνώμη: (α) όταν το ζητήσει η Επιτροπή, σχετικά με κάθε θέμα που άπτεται της αποστολής της και σε όλες τις περιπτώσεις για τις οποίες η κοινοτική νομοθεσία προβλέπει τη γνωμοδότηση της Υπηρεσίας. (β) όταν το ζητήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή ένα κράτος μέλος ή ένας αρμόδιος εθνικός φορέας όπως αναφέρεται στο άρθρο 21, παράγραφος 4, σχετικά με κάθε θέμα που άπτεται της αποστολής της, όταν η κοινοτική νομοθεσία δεν προβλέπει ειδικά τη γνωμοδότηση της Υπηρεσίας σε ένα τέτοιο θέμα. (γ) με δική της πρωτοβουλία σε θέματα που άπτονται της αποστολής της. 2. Όταν η κοινοτική νομοθεσία δεν διευκρινίζει ήδη προθεσμία για την έκδοση της επιστημονικής γνώμης, η Υπηρεσία διατυπώνει επιστημονικές γνώμες μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται στα αιτήματα γνωμοδότησης, εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις. 3. Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου καθορίζονται από την Επιτροπή, αφού αυτή ζητήσει τη γνώμη της Υπηρεσίας, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 57, παράγραφος 2. Με αυτούς τους κανόνες καθορίζονται ειδικότερα: (α) η διαδικασία την οποία ακολουθεί η Υπηρεσία όσον αφορά τα αιτήματα που της απευθύνονται η οποία καθορίζει, ιδίως, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να αρνηθεί ή να τροποποιήσει ένα αίτημα για γνωμοδότηση. (β) τις κατευθυντήριες γραμμές που διέπουν την επιστημονική αξιολόγηση των ουσιών, των προϊόντων ή των διαδικασιών που υπόκεινται, βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας, σε σύστημα προηγούμενης έγκρισης ή καταγραφής σε θετικό κατάλογο, ιδιαίτερα όταν η κοινοτική νομοθεσία προβλέπει ή επιτρέπει την υποβολή φακέλου για αυτό το σκοπό από έναν υποψήφιο. 4. Ο εσωτερικός κανονισμός της Υπηρεσίας καθορίζει τις απαιτήσεις όσον αφορά τη μορφή, το επεξηγηματικό υπόβαθρο και τη δημοσίευση μιας επιστημονικής γνώμης. Άρθρο 29 - Αλληλοσυγκρουόμενες επιστημονικές γνώμες 1. Η Υπηρεσία επαγρυπνεί προκειμένου να εξασφαλίσει τον έγκαιρο εντοπισμό μιας ενδεχόμενης πηγής συγκρούσεων μεταξύ των επιστημονικών γνωμών της και των επιστημονικών γνωμών που εκφέρουν άλλοι φορείς που εκτελούν παρόμοια καθήκοντα. 2. Όταν η Υπηρεσία εντοπίσει μια ενδεχόμενη πηγή συγκρούσεων, επικοινωνεί με τον εν λόγω φορέα έτσι ώστε να εξασφαλίσει ότι είναι κοινές όλες οι σχετικές επιστημονικές πληροφορίες και να εντοπίσει ενδεχομένως διαμφισβητούμενα επιστημονικά θέματα. 3. Όταν εντοπιστεί ουσιαστική σύγκρουση σε επιστημονικά θέματα και ο εν λόγω φορέας είναι κοινοτικός οργανισμός ή μία από τις επιστημονικές επιτροπές της Επιτροπής, η Υπηρεσία και ο οργανισμός αυτός υποχρεούνται να συνεργαστούν προκειμένου είτε να διευθετήσουν τη σύγκρουση ή να υποβάλουν κοινό έγγραφο στην Επιτροπή, όπου θα διευκρινίζονται τα διαμφισβητούμενα επιστημονικά θέματα. 4. Όταν εντοπιστεί ουσιαστική σύγκρουση σε επιστημονικά θέματα και ο εν λόγω φορέας είναι φορέας κράτους μέλους, η Υπηρεσία και ο εθνικός αυτός φορέας υποχρεούνται να συνεργαστούν, ενώ παράλληλα ζητούν τη γνώμη του συμβουλευτικού σώματος, προκειμένου είτε να διευθετήσουν τη σύγκρουση ή να υποβάλουν κοινό έγγραφο, όπου θα διευκρινίζονται τα διαμφισβητούμενα επιστημονικά θέματα. Άρθρο 30 - Επιστημονική και τεχνική βοήθεια 1. Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την Υπηρεσία να παράσχει επιστημονική ή τεχνική βοήθεια σε οποιονδήποτε τομέα που άπτεται της αποστολής της. Το καθήκον της παροχής επιστημονικής και τεχνικής βοήθειας περιλαμβάνεται το επιστημονικό ή τεχνικό έργο που έγκειται στην εφαρμογή καθιερωμένων επιστημονικών ή τεχνικών αρχών οι οποίες δεν απαιτούν επιστημονική αξιολόγηση από την επιστημονική επιτροπή ή από μία επιστημονική ομάδα. Αυτά τα καθήκοντα ενδέχεται να περιλαμβάνουν ειδικότερα την καθιέρωση ή την αξιολόγηση τεχνικών κριτηρίων, τον καθορισμό τεχνικών κατευθυντήριων γραμμών ή οδηγούς ορθής πρακτικής. 2. Όταν η Επιτροπή υποβάλλει αίτημα για επιστημονική ή τεχνική βοήθεια στην Υπηρεσία, διευκρινίζει, με τη σύμφωνη γνώμη της Υπηρεσίας, την προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να εκπληρωθεί το καθήκον. Άρθρο 31 - Επιστημονικές μελέτες 1. Η Υπηρεσία αναθέτει τις επιστημονικές μελέτες που είναι απαραίτητες για την επίτευξη της αποστολής της. Η Υπηρεσία προσπαθεί να αποφύγει την επικάλυψη με τα ερευνητικά προγράμματα των κρατών μελών ή της Κοινότητας και υποστηρίζει τη συνεργασία μέσω του κατάλληλου συντονισμού. 2. Η Υπηρεσία ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Επιτροπή και τα κράτη μέλη σχετικά με τα αποτελέσματα των επιστημονικών μελετών. Άρθρο 32 - Συλλογή δεδομένων 1. Η Υπηρεσία διερευνά, συλλέγει, αντιπαραβάλλει, αναλύει και συνοψίζει τα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα που είναι σχετικά με τους τομείς της αποστολής της. Αυτό αφορά ειδικότερα τη συλλογή δεδομένων σχετικά με τα εξής: (α) την κατανάλωση τροφίμων και την έκθεση των ατόμων στους κινδύνους που συνδέονται με την κατανάλωση των τροφίμων, (β) την εμφάνιση και τη συχνότητα εμφάνισης των βιολογικών κινδύνων, (γ) τις προσμείξεις σε τρόφιμα που προορίζονται για ανθρώπινη ή ζωική κατανάλωση, συμπεριλαμβανομένων των καταλοίπων. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η Υπηρεσία συνεργάζεται στενά με όλες τις οργανώσεις που ασχολούνται με τη συλλογή δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των οργανώσεων από τις χώρες που είναι υποψήφιες για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, από τρίτες χώρες ή από διεθνείς φορείς. 3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καταστεί δυνατή η διαβίβαση στην Υπηρεσία των δεδομένων που συλλέχθηκαν στους τομείς που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2. 4. Η Υπηρεσία απευθύνει στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή κατάλληλες συστάσεις, με τις οποίες ενδεχομένως θα βελτιωθεί η συγκρισιμότητα των δεδομένων που δέχεται και αναλύει, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η ενοποίηση σε κοινοτικό επίπεδο. 5. Μέσα σε ένα έτος από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δημοσιεύει κατάλογο των συστημάτων για τη συλλογή δεδομένων που υπάρχουν σε κοινοτικό επίπεδο, σε τομείς σχετικούς με την αποστολή της Υπηρεσίας. Η έκθεση, η οποία συνοδεύεται, όπου χρειάζεται, από προτάσεις, αναφέρει ειδικότερα: (α) για κάθε σύστημα, το ρόλο που πρέπει να αναλάβει η Υπηρεσία και τυχόν τροποποιήσεις ή βελτιώσεις που ενδεχομένως απαιτούνται προκειμένου να μπορέσει η Υπηρεσία να φέρει εις πέρας την αποστολή της, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. (β) τις ελλείψεις που πρέπει να καλυφθούν προκειμένου να μπορέσει η Υπηρεσία να συλλέξει και να συνοψίσει σε κοινοτικό επίπεδο τα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα που είναι σχετικά με τους τομείς της αποστολής της. 6. Η Υπηρεσία κοινοποιεί τα αποτελέσματα του έργου της στον τομέα της συλλογής δεδομένων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Επιτροπή και τα κράτη μέλη. Άρθρο 33 - Προσδιορισμός των αναδυόμενων κινδύνων 1. Η Υπηρεσία διερευνά, συλλέγει, αντιπαραβάλλει, αναλύει και συνοψίζει όλες τις πληροφορίες και τα στοιχεία που της επιτρέπουν να εντοπίσει και να προσδιορίσει τους αναδυόμενους κινδύνους στους τομείς της αποστολής της. 2. Όταν η Υπηρεσία διαθέτει πληροφορίες που οδηγούν στην υποψία σοβαρού κινδύνου, ζητά επιπλέον πληροφορίες από τα κράτη μέλη, άλλους κοινοτικούς οργανισμούς και την Επιτροπή. Τα κράτη μέλη, οι σχετικοί κοινοτικοί οργανισμοί και η Επιτροπή απαντούν το συντομότερο δυνατόν και της γνωστοποιούν οποιαδήποτε σχετική πληροφορία που διαθέτουν. 3. Η Υπηρεσία χρησιμοποιεί όλες τις πληροφορίες που λαμβάνει για την εκτέλεση του καθήκοντός της που αφορά τον εντοπισμό και τον προσδιορισμό ενός αναδυόμενου κινδύνου. 4. Η Υπηρεσία κοινοποιεί τις πληροφορίες που συλλέγει σχετικά με τους αναδυόμενους κινδύνους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Επιτροπή και τα κράτη μέλη. Άρθρο 34 - Σύστημα ταχείας ειδοποίησης 1. Η Υπηρεσία είναι υπεύθυνη για τη λειτουργία του συστήματος ταχείας ειδοποίησης για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές που καθιερώνεται με το άρθρο 49. 2. Η Υπηρεσία, αφού ζητήσει τη γνώμη των κρατών μελών και της Επιτροπής, διαμορφώνει την υποδομή που είναι αναγκαία για την ταχεία μετάδοση των πληροφοριών που απαιτούνται για τη λειτουργία του συστήματος ταχείας ειδοποίησης. Άρθρο 35 - Σύνδεση σε δίκτυο των οργανισμών που ασκούν δραστηριότητες στους τομείς που είναι συναφείς με την αποστολή της Υπηρεσίας 1. Η Υπηρεσία προωθεί τη σύνδεση με δίκτυο σε ευρωπαϊκό επίπεδο των οργανισμών που ασκούν δραστηριότητες στους τομείς που είναι συναφείς με την αποστολή της Υπηρεσίας. Σκοπός αυτής της σύνδεσης με δίκτυο είναι, ειδικότερα, η διευκόλυνση του συντονισμού των δραστηριοτήτων, της ανταλλαγής πληροφοριών, του σχεδιασμού και της εκτέλεσης κοινών σχεδίων, της ανταλλαγής εμπειρογνωμοσύνης και ορθών πρακτικών στους τομείς που εμπίπτουν στην αποστολή της Υπηρεσίας. 2. Το διοικητικό συμβούλιο, ενεργώντας ύστερα από πρόταση του διευθύνοντα συμβούλου, καταρτίζει κατάλογο ικανών και ανεξάρτητων οργανισμών, τους οποίους έχουν ορίσει τα κράτη μέλη και οι οποίοι είναι σε θέση να επικουρήσουν την Υπηρεσία, είτε μεμονωμένα είτε σε δίκτυα, την εκτέλεση της αποστολής της. Η Υπηρεσία μπορεί να αναθέσει ορισμένα καθήκοντα σε αυτούς τους οργανισμούς, και ειδικότερα την προπαρασκευαστική εργασία για τις επιστημονικές γνώμες, επιστημονική και τεχνική βοήθεια, επιστημονικές μελέτες, τη συλλογή δεδομένων και τον προσδιορισμό αναδυόμενων κινδύνων. Ορισμένα από αυτά τα καθήκοντα ενδέχεται να είναι επιλέξιμα για οικονομική υποστήριξη. 3. Οι διατάξεις εφαρμογής των παραγράφων 1 και 2 θεσπίζονται από την Επιτροπή, αφού αυτή ζητήσει τη γνώμη της Υπηρεσίας, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 57. Αυτοί οι κανόνες διευκρινίζουν ειδικότερα τα κριτήρια για την καταγραφή ενός ινστιτούτου στον κατάλογο των ικανών και ανεξάρτητων οργανώσεων που έχουν ορίσει τα κράτη μέλη, τις ρυθμίσεις για τον καθορισμό εναρμονισμένων απαιτήσεων ποιότητας και τους δημοσιονομικούς κανόνες που διέπουν τη χορήγηση οποιασδήποτε οικονομικής υποστήριξης. 4. Μέσα σε ένα έτος από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δημοσιεύει κατάλογο των κοινοτικών συστημάτων που λειτουργούν στους τομείς που είναι συναφείς με την αποστολή της Υπηρεσίας και τα οποία επιτρέπουν την εκτέλεση ορισμένων καθηκόντων από τα κράτη μέλη στον τομέα της επιστημονικής αξιολόγησης, και ειδικότερα την εξέταση των φακέλων προς έγκριση. Στην έκθεση, η οποία, όπου χρειάζεται, συνοδεύεται από προτάσεις, αναφέρονται ειδικότερα για κάθε σύστημα, τυχόν τροποποιήσεις ή βελτιώσεις που ενδεχομένως απαιτούνται προκειμένου να μπορέσει η Υπηρεσία να φέρει εις πέρας την αποστολή της, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Τμήμα 4 - Ανεξαρτησια, διαφανεια και επικοινωνια Άρθρο 36 - Ανεξαρτησία 1. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τα μέλη του συμβουλευτικού σώματος αναλαμβάνουν ανεξάρτητη δράση για το δημόσιο συμφέρον. Για το σκοπό αυτό, προβαίνουν σε δήλωση δέσμευσης και δήλωση συμφερόντων, όπου αναφέρεται είτε η απουσία οποιωνδήποτε συμφερόντων που μπορούν να θεωρηθούν ως επιζήμια για την ανεξαρτησία τους, είτε τυχόν άμεσα ή έμμεσα συμφέροντα που μπορούν να θεωρηθούν επιζήμια για την ανεξαρτησία τους. Αυτές οι δηλώσεις γίνονται κατ´έτος εγγράφως. 2. Τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής και των επιστημονικών ομάδων δρουν ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή. Για το σκοπό αυτό, προβαίνουν σε δήλωση δέσμευσης και δήλωση συμφερόντων, όπου αναφέρεται είτε η απουσία οποιωνδήποτε συμφερόντων που μπορούν να θεωρηθούν ως επιζήμια για την ανεξαρτησία τους, είτε τυχόν άμεσα ή έμμεσα συμφέροντα που μπορούν να θεωρηθούν ως επιζήμια για την ανεξαρτησία τους. Αυτές οι δηλώσεις γίνονται κατ´έτος εγγράφως. 3. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα μέλη του συμβουλευτικού σώματος, τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής και των επιστημονικών ομάδων, καθώς και εξωτερικοί εμπειρογνώμονες που συμμετέχουν στις ομάδες εργασίας τους, δηλώνουν σε κάθε συνεδρίαση οποιαδήποτε τυχόν συμφέροντα που μπορούν να θεωρηθούν ως επιζήμια για την ανεξαρτησία τους, όσον αφορά τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Άρθρο 37 - Διαφάνεια 1. Η Υπηρεσία εξασφαλίζει ότι διεξάγει τις δραστηριότητές της με υψηλό βαθμό διαφάνειας. Δημοσιοποιεί: (α) τις γνώμες της επιστημονικής επιτροπής και των επιστημονικών ομάδων το συντομότερο δυνατόν ύστερα από την έγκρισή τους, συμπεριλαμβανομένων των απόψεων της μειοψηφίας. (β) τις ετήσιες δηλώσεις συμφερόντων στις οποίες προβαίνουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα μέλη του συμβουλευτικού σώματος και τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής και των επιστημονικών ομάδων, καθώς και τις δηλώσεις συμφερόντων που διατυπώνονται σχετικά με τα θέματα ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων. (γ) τα αποτελέσματα των επιστημονικών μελετών της. (δ) την ετήσια έκθεση των δραστηριοτήτων της. 2. Το διοικητικό συμβούλιο, ενεργώντας ύστερα από πρόταση του διευθύνοντος συμβούλου, μπορεί να αποφασίσει τη δημόσια διεξαγωγή ορισμένων από τις συνεδριάσεις του και μπορεί να επιτρέψει σε εκπροσώπους των καταναλωτών ή σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να παρακολουθήσουν τη διεξαγωγή ορισμένων δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας. 3. Η Υπηρεσία καθορίζει στον εσωτερικό κανονισμό της τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων διαφάνειας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2. Άρθρο 38 - Εμπιστευτικότητα 1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 37, η Υπηρεσία δεν δημοσιοποιεί σε τρίτα μέρη εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνει, για τις οποίες έχει ζητηθεί και αιτιολογηθεί η εμπιστευτική μεταχείριση, εκτός από πληροφορίες πού πρέπει να δημοσιοποιηθούν εφόσον το απαιτούν οι περιστάσεις, προκειμένου να προστατευθεί η υγεία του ανθρώπου. 2. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ο διευθύνων σύμβουλος, τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής και των επιστημονικών ομάδων καθώς και οι εξωτερικοί εμπειρογνώμονες που συμμετέχουν στις ομάδες εργασίας τους, τα μέλη του συμβουλευτικού σώματος και τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας, υπόκεινται στην απαίτηση της εμπιστευτικότητας που προβλέπεται από το άρθρο 287 της συνθήκης, ακόμα και όταν έχουν παύσει τα καθήκοντά τους. 3. Τα συμπεράσματα των επιστημονικών γνωμών που διατυπώνει η Υπηρεσία σε σχέση με προβλέψιμες συνέπειες στην υγεία δεν κρατούνται σε καμία περίπτωση εμπιστευτικά. 4. Η Υπηρεσία καθορίζει στον εσωτερικό κανονισμό της τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων εμπιστευτικότητας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2. Άρθρο 39 - Επικοινωνία 1. Η Υπηρεσία επικοινωνεί με δική της πρωτοβουλία στους τομείς που συνδέονται με την αποστολή της, χωρίς να θίγει την αρμοδιότητα της Επιτροπής να κοινοποιεί τις αποφάσεις της για τη διαχείριση του κινδύνου. 2. Η Υπηρεσία εξασφαλίζει ότι παρέχεται ταχεία, αντικειμενική, αξιόπιστη και εύκολα κατανοητή πληροφόρηση στο κοινό και σε οποιαδήποτε ενδιαφερόμενα μέρη, ιδιαίτερα όσον αφορά τα αποτελέσματα των εργασιών της. Προκειμένου να διευκολυνθεί η κατανόηση του έργου της από το κοινό, θα σχεδιάσει και θα διαδώσει πληροφοριακό υλικό για το ευρύ κοινό. 3. Η Επιτροπή και η Υπηρεσία εξασφαλίζουν την κατάλληλη ανταλλαγή πληροφοριών σε θέματα που αφορούν τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους στον τομέα της ενημέρωσης σχετικά με έναν κίνδυνο. 4. Η Υπηρεσία εξασφαλίζει την κατάλληλη συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς στα κράτη μέλη και με άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, όσον αφορά τις εκστρατείες ενημέρωσης του κοινού. Άρθρο 40 - Πρόσβαση στα έγγραφα 1. Η Υπηρεσία εξασφαλίζει την ευρεία πρόσβαση στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή της. 2. Το διοικητικό συμβούλιο, ενεργώντας ύστερα από πρόταση του διευθύνοντα συμβούλου, εγκρίνει τις διατάξεις που ισχύουν για την πρόσβαση στα έγγραφα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τις γενικές αρχές και προϋποθέσεις που διέπουν το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων. Άρθρο 41 - Καταναλωτές και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη Η Υπηρεσία αναπτύσσει τις κατάλληλες επαφές με τους εκπροσώπους των καταναλωτών και με οποιαδήποτε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Τμήμα 5 - Δημοσιονομικεσ διαταξεισ Άρθρο 42 - Έγκριση του προϋπολογισμού της Υπηρεσίας 1. Τα έσοδα της Υπηρεσίας συνίστανται σε συνεισφορά της Κοινότητας και, επιπλέον, σε τυχόν τέλη που εισπράττει η Υπηρεσία για τις υπηρεσίες που παρέχει. 2. Στις δαπάνες της Υπηρεσίας περιλαμβάνονται οι δαπάνες προσωπικού, οι διοικητικές δαπάνες, οι δαπάνες υποδομής και λειτουργίας, καθώς και οι δαπάνες που προκύπτουν από συμβάσεις που συνάπτονται με τρίτα μέρη ή από την οικονομική υποστήριξη που αναφέρεται στο άρθρο 35, παράγραφος 2. 3. Το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, ο διευθύνων σύμβουλος καταρτίζει μια εκτίμηση των εσόδων και των εξόδων της Υπηρεσίας για το προσεχές οικονομικό έτος και τον διαβιβάζει στο διοικητικό συμβούλιο, συνοδευόμενο από πίνακα του προσωπικού. 4. Τα έσοδα και οι δαπάνες ισοσκελίζονται. 5. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει, το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου, το σχέδιο προϋπολογισμού και το διαβιβάζει στην Επιτροπή, η οποία βάσει αυτού εισάγει τις σχετικές εκτιμήσεις στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Κοινότητας, το οποίο υποβάλει στο Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 272 της Συνθήκης. 6. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας προσαρμόζοντάς τον, όπου είναι αναγκαίο, στη συνεισφορά της Κοινότητας. Άρθρο 43 - Εκτέλεση του προϋπολογισμού της Υπηρεσίας 1. Ο διευθύνων σύμβουλος εκτελεί τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας. 2. Ο έλεγχος της ανάληψης υποχρεώσεων και της πληρωμής όλων των δαπανών και ο έλεγχος της βεβαίωσης και της είσπραξης όλων των εσόδων της Υπηρεσίας διεξάγεται από το δημοσιονομικό ελεγκτή της Επιτροπής. 3. Το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, ο διευθύνων σύμβουλος διαβιβάζει στην Επιτροπή, στο διοικητικό συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους λεπτομερείς λογαριασμούς για όλα τα έσοδα και τα έξοδα του προηγούμενου οικονομικού έτους. Το Ελεγκτικό Συνέδριο εξετάζει αυτούς τους λογαριασμούς σύμφωνα με το άρθρο 248 της Συνθήκης. Δημοσιεύει ετησίως έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας. 4. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενεργώντας ύστερα από σύσταση του διοικητικού συμβουλίου, απαλλάσσει τον διευθύνοντα σύμβουλο όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Άρθρο 44 - Τέλη που εισπράττει η Υπηρεσία Μέσα σε τρία έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δημοσιεύει, αφού ζητήσει τη γνώμη της Υπηρεσίας, των κρατών μελών και των ενδιαφερόμενων μερών, έκθεση σχετικά με τη δυνατότητα και το αντιμετωπίσιμο της καθιέρωσης τελών, τα οποία καταβάλλουν οι επιχειρήσεις για την απόκτηση κοινοτικής έγκρισης και για άλλες υπηρεσίες που παρέχει η Υπηρεσία. Τμήμα 6 - γενικεσ διαταξεισ Άρθρο 45 - Νομική προσωπικότητα και προνόμια 1. Η Υπηρεσία έχει νομική προσωπικότητα. Σε όλα τα κράτη μέλη, της αναγνωρίζονται οι ευρύτερες δυνατές εξουσίες που παρέχονται εκ του νόμου στα νομικά πρόσωπα. Μπορεί, ιδίως, να αποκτά και να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να προσφεύγει στη δικαιοσύνη. 2. Το πρωτόκολλο για τα προνόμια και τις ασυλίες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζονται στην Υπηρεσία. Άρθρο 46 - Ευθύνη 1. Η συμβατική ευθύνη της Υπηρεσίας διέπεται από το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο στην υπό κρίση σύμβαση. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει αρμοδιότητα να εκδίδει αποφάσεις σύμφωνα με οποιαδήποτε ρήτρα διαιτησίας περιλαμβάνεται σε σύμβαση που έχει συνάψει η Υπηρεσία. 2. Στην περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, η Υπηρεσία, σύμφωνα με τις κοινές γενικές αρχές των δικαίων των κρατών μελών, επανορθώνει τυχόν ζημιές που προκάλεσε η ίδια ή οι υπάλληλοί της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάζει οποιαδήποτε διαφορά αφορά την αποκατάσταση τέτοιων ζημιών. 3. Η προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων της Υπηρεσίας έναντι αυτής διέπεται από τις σχετικούς όρους που εφαρμόζονται στο προσωπικό της Υπηρεσίας. Άρθρο 47 - Προσωπικό 1. Το προσωπικό της Υπηρεσίας υπόκειται στους κανονισμούς και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 2. Όσον αφορά το προσωπικό της, η Υπηρεσία ασκεί τις εξουσίες που έχουν ανατεθεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Άρθρο 48 - Συμμετοχή τρίτων χωρών Η Υπηρεσία είναι ανοικτή στη συμμετοχή χωρών που έχουν συνάψει συμφωνίες με την Κοινότητα, δυνάμει των οποίων έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν κοινοτική νομοθεσία στον τομέα που καλύπτει ο παρών κανονισμός. Δυνάμει των σχετικών διατάξεων αυτών των συμφωνιών, εφαρμόζονται ρυθμίσεις με τις οποίες διευκρινίζονται ειδικότερα η φύση, η έκταση και ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι χώρες θα συμμετάσχουν στις εργασίες της Υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με τις οικονομικές συνεισφορές και το προσωπικό. ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV - ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΑΧΕΙΑΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΡΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ Τμήμα 1 - Συστημα ταχειασ ειδοποιησησ Άρθρο 49 - Σύστημα ταχείας ειδοποίησης 1. Εγκαθιδρύεται ως δίκτυο, σύστημα ταχείας ειδοποίησης για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές. Σε αυτό συμμετέχουν τα κράτη μέλη, η Επιτροπή και η Υπηρεσία, που είναι αρμόδια για τη λειτουργία του. Τα κράτη μέλη, η Επιτροπή και η Υπηρεσία ορίζουν από ένα σημείο επαφής, το οποίο αποτελεί μέλος του δικτύου. 2. Όταν ένα μέλος του δικτύου διαθέτει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την ύπαρξη σοβαρού άμεσου ή έμμεσου κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία, που προέρχεται από τρόφιμα ή ζωοτροφές, κοινοποιεί αμέσως την πληροφορία αυτή στην Υπηρεσία, μέσω του συστήματος ταχείας ειδοποίησης. Η Υπηρεσία κρίνει, βάσει της κοινοποίησης, κατά πόσον το εν λόγω προϊόν συνιστά σοβαρό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και απαιτείται ταχεία δράση. Εάν ναι, διαβιβάζει αμέσως την εν λόγω πληροφορία μέσω του συστήματος ταχείας ειδοποίησης. Μπορεί να συμπληρώσει την κοινοποίηση με κάθε επιστημονική ή τεχνική πληροφορία που διευκολύνει την ανάληψη ταχείας και κατάλληλης δράσης από τα κράτη μέλη. 3. Όταν μια εθνική αρμόδια αρχή ενημερώνεται από τον υπεύθυνο επιχείρησης τροφίμων, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2 ή από τον υπεύθυνο επιχείρησης ζωοτροφών σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, ενημερώνει την Υπηρεσία μέσω του συστήματος ταχείας ειδοποίησης, ύστερα από εξακρίβωση. Στη συνέχεια, η Υπηρεσία ενεργεί όπως ορίζεται στην παράγραφο 2. 4. Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών ρυθμίσεων, τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμέσως στην Υπηρεσία, μέσω του συστήματος ταχείας ειδοποίησης: (α) κάθε μέτρο που θεσπίζουν, το οποίο αποσκοπεί στον περιορισμό διάθεσης στην αγορά ή στην επιβολή απόσυρσης από την αγορά ή στην ανάκληση του τροφίμου ή της ζωοτροφής προκειμένου να προστατευθεί η ανθρώπινη υγεία, και απαιτεί ταχεία δράση. (β) κάθε σύσταση ή συμφωνία με επιχειρήσεις που, σε εθελοντική ή υποχρεωτική βάση, αποσκοπεί στην πρόληψη, τον περιορισμό ή την επιβολή συγκεκριμένων όρων για τη διάθεση στην αγορά ή την ενδεχόμενη χρήση τροφίμου ή ζωοτροφής, λόγω σοβαρού κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία που απαιτεί ταχεία δράση. (γ) κάθε απόρριψη παρτίδας, εμπορευματοκιβώτιου ή φορτίου τροφίμων ή ζωοτροφών από την αρμόδια υπηρεσία συνοριακού σταθμού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κοινοποίηση συνοδεύεται από λεπτομερή αιτιολόγηση της δράσης που ανέλαβαν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο εκδόθηκε η κοινοποίηση. Ακολουθείται, σε εύθετο χρόνο, από συμπληρωματικές πληροφορίες, ιδιαίτερα όταν τα μέτρα στα οποία βασίζεται η κοινοποίηση έχουν τροποποιηθεί ή ανακληθεί. Η Υπηρεσία διαβιβάζει αμέσως στα μέλη του δικτύου την κοινοποίηση και τις συμπληρωματικές πληροφορίες που λαμβάνει βάσει του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου. Όταν παρτίδα, εμπορευματοκιβώτιο ή φορτίο απορρίπτεται από την αρμόδια υπηρεσία συνοριακού σταθμού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Υπηρεσία αποστέλλει αμέσως κοινοποίηση σε όλους τους συνοριακούς σταθμούς εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και στην τρίτη χώρα προέλευσης. 5. Όταν τρόφιμο ή ζωοτροφή, που αποτελεί αντικείμενο κοινοποίησης στο πλαίσιο του συστήματος ταχείας ειδοποίησης, αποστέλλεται σε τρίτη χώρα, η Υπηρεσία παρέχει στη χώρα αυτή τις κατάλληλες πληροφορίες. 6. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν αμέσως την Υπηρεσία για τις ενέργειες που εφαρμόζουν ή τα μέτρα που λαμβάνουν σε συνέχεια των κοινοποιήσεων και των συμπληρωματικών πληροφοριών που τους έχουν διαβιβαστεί στο πλαίσιο του συστήματος ταχείας ειδοποίησης. 7. Η Υπηρεσία συντάσσει συνοπτική έκθεση για τις πληροφορίες που έχουν διαβιβαστεί στο πλαίσιο του συστήματος ταχείας ειδοποίησης, σε ικανά τακτά διαστήματα, προκειμένου να τηρεί ενήμερα τα μέλη του συστήματος ταχείας ειδοποίησης, διαβιβάζει δε την έκθεση στα μέλη αυτά. 8. Η συμμετοχή στο σύστημα ταχείας ειδοποίησης μπορεί να επιτραπεί σε υποψήφιες προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση χώρες ή σε διεθνείς οργανισμούς, βάσει συμφωνιών μεταξύ της Κοινότητας και αυτών των χωρών ή διεθνών οργανισμών, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στις εν λόγω συμφωνίες. Οι συμφωνίες αυτές βασίζονται στην αρχή της αμοιβαιότητας και περιλαμβάνουν μέτρα εμπιστευτικότητας, αντίστοιχα με αυτά που εφαρμόζονται στην Κοινότητα. Άρθρο 50 - Μέτρα εφαρμογής Τα μέτρα για την εφαρμογή του άρθρου 49 θεσπίζονται από την Επιτροπή ύστερα από διαβούλευση με την Υπηρεσία, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 57, παράγραφος 2. Τα μέτρα αυτά καθορίζουν κυρίως: τις συγκεκριμένες συνθήκες και διαδικασίες που θα ισχύουν για τη διαβίβαση κοινοποιήσεων και συμπληρωματικών πληροφοριών και τους συγκεκριμένους κανόνες που ισχύουν για πληροφορίες που διαβιβάζονται από υπεύθυνους επιχειρήσεων. Άρθρο 51 - Κανόνες εμπιστευτικότητας για το σύστημα ταχείας ειδοποίησης 1. Οι πληροφορίες που διατίθενται στα μέλη του δικτύου και αφορούν κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, ο οποίος προέρχεται από τρόφιμο ή ζωοτροφή, είναι γενικά διαθέσιμες στο κοινό. Γενικά, το κοινό διαθέτει πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν τον εντοπισμό προϊόντος, τη φύση του κινδύνου και τα μέτρα που λαμβάνονται. Ωστόσο, τα μέλη του δικτύου λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι μόνιμοι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό δεν αποκαλύπτουν πληροφορίες που έχουν αποκτηθεί για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, οι οποίες λόγω της φύσης τους καλύπτονται από επαγγελματικό απόρρητο σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, με εξαίρεση τις πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται εφόσον το απαιτούν οι συνθήκες, προκειμένου να προστατεύεται η ανθρώπινη υγεία. 2. Η προστασία του επαγγελματικού απορρήτου δεν εμποδίζει τη διαβίβαση στις αρμόδιες αρχές πληροφοριών όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της παρακολούθησης της αγοράς και τις δραστηριότητες εκτέλεσης στον τομέα των τροφίμων και των ζωοτροφών. Οι αρχές που λαμβάνουν πληροφορίες που υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο εξασφαλίζουν την προστασία του σύμφωνα με την παράγραφο 1. Τμήμα 2 - Διαχειριση κρισεων Άρθρο 52 - Γενικό σχέδιο για τη διαχείριση κρίσεων 1. Η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με την Υπηρεσία και, όπου χρειάζεται, με τα κράτη μέλη, θεσπίζει γενικό σχέδιο διαχείρισης κρίσεων στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων και των ζωοτροφών (αναφερόμενο εφεξής ως "γενικό σχέδιο"). 2. Στο γενικό σχέδιο καθορίζονται οι τύποι των καταστάσεων που ενέχουν άμεσους ή έμμεσους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία, οι οποίοι προέρχονται από τρόφιμα ή ζωοτροφές και που εκτιμάται ότι δεν μπορούν να προληφθούν, να εξαλειφθούν ή να μειωθούν σε ένα επιτρεπτό επίπεδο με τις ισχύουσες διατάξεις ή ότι δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν κατάλληλα μόνο με την εφαρμογή των άρθρων 55 και 56. Το γενικό σχέδιο καθορίζει επίσης τις πρακτικές και λειτουργικές διαδικασίες που απαιτούνται για τη διαχείριση μιας κρίσης, συμπεριλαμβανομένων των αρχών διαφάνειας που εφαρμόζονται. Άρθρο 53 - Μονάδα κρίσης 1. Με κάθε επιφύλαξη του ρόλου της όσον αφορά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, όταν η Επιτροπή εντοπίζει μια κατάσταση που ενέχει σοβαρό άμεσο ή έμμεσο κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, ο οποίος προέρχεται από τρόφιμα και ζωοτροφές, και όταν ο κίνδυνος αυτός δεν μπορεί να εξαλειφθεί ή να μειωθεί με τις ισχύουσες διατάξεις ή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί κατάλληλα μόνο με εφαρμογή των άρθρων 55 και 56, ενημερώνει αμέσως τα κράτη μέλη και την Υπηρεσία. 2. Η Επιτροπή συγκροτεί αμέσως μονάδα κρίσης, στην οποία η Υπηρεσία συμμετέχει και παρέχει επιστημονική και τεχνική υποστήριξη, εφόσον χρειάζεται. Άρθρο 54 - Καθήκοντα της μονάδας κρίσης 1. Η μονάδα κρίσης είναι αρμόδια για τη συλλογή και την αξιολόγηση όλων των σχετικών πληροφοριών και τον εντοπισμό των διαθέσιμων επιλογών για την πρόληψη, εξάλειψη ή μείωση σε ένα επιτρεπτό επίπεδο του κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία, όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά και άμεσα. 2. Η μονάδα κρίσης μπορεί να ζητήσει την υποστήριξη κάθε δημόσιου ή ιδιωτικού προσώπου, του οποίου η εμπειρογνωμοσύνη είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης. 3. Η μονάδα κρίσης λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ενημέρωση του κοινού. Τμήμα 3 - Καταστασεισ εκτακτησ αναγκησ Άρθρο 55 - Μέτρα έκτακτης ανάγκης για τρόφιμα κοινοτικής προέλευσης ή τρόφιμα που εισάγονται από τρίτη χώρα 1. Όταν είναι προφανές ότι τρόφιμο που προέρχεται από την Κοινότητα ή εισάγεται από τρίτη χώρα είναι πιθανό να αποτελέσει σοβαρό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, η Επιτροπή, είτε με ιδία πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, μπορεί να θεσπίσει αμέσως, ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα προσωρινά μέτρα: (α) στην περίπτωση τροφίμου κοινοτικής προέλευσης: (i) αναστολή της διάθεσης στην αγορά του εν λόγω τροφίμου, (ii) καθορισμός ειδικών όρων για το εν λόγω τρόφιμο, (iii) κάθε άλλο κατάλληλο προσωρινό μέτρο, ή (β) στην περίπτωση τροφίμου που εισάγεται από τρίτη χώρα: (i) ανάκληση των εισαγωγών του εν λόγω τροφίμου από ολόκληρη ή μέρος της επικράτειας της εν λόγω τρίτης χώρας και, εάν ενδείκνυται, από την τρίτη χώρα διαμετακόμισης, (ii) καθορισμό ειδικών όρων για το εν λόγω τρόφιμο από ολόκληρη ή μέρος της επικράτειας της εν λόγω τρίτης χώρας, (iii) κάθε άλλο κατάλληλο προσωρινό μέτρο. Εντός 10 εργάσιμων ημερών, τα ληφθέντα μέτρα επικυρώνονται, τροποποιούνται, καταργούνται ή παρατείνονται, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 57, παράγραφος 2. 2. Όταν ένα κράτος μέλος πληροφορεί επίσημα την Επιτροπή για την ανάγκη λήψης μέτρων έκτακτης ανάγκης έναντι τροφίμων ή επιχειρήσεων σε άλλο κράτος μέλος ή έναντι τρίτης χώρας ή τροφίμου που προέρχεται από τρίτη χώρα ή επιχείρησης σε τρίτη χώρα, και η Επιτροπή δεν έχει εφαρμόσει τις διατάξεις της παραγράφου 1, το κράτος μέλος μπορεί να λάβει συντηρητικά μέτρα. Στην περίπτωση αυτή ενημερώνει αμέσως τα λοιπά κράτη μέλη και την Επιτροπή. Εντός 10 εργάσιμων ημερών, η Επιτροπή παραπέμπει το θέμα στην επιτροπή που συγκροτείται βάσει του άρθρου 57, παράγραφος 1, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 57, παράγραφος 2, με σκοπό την παράταση, τροποποίηση ή κατάργηση συντηρητικών μέτρων. Το κράτος μέλος μπορεί να διατηρήσει τα εθνικά προσωρινά μέτρα προστασίας που έχει λάβει έως ότου θεσπιστούν τα κοινοτικά μέτρα Άρθρο 56 - Λοιπά μέτρα Όταν διαπιστώνεται ότι τρόφιμο που προέρχεται από την Κοινότητα ή που εισάγεται από τρίτη χώρα ενδέχεται να αποτελέσει σοβαρό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και η Επιτροπή δεν κρίνει αναγκαία τη θέσπιση μέτρων έκτακτης ανάγκης σύμφωνα με το άρθρο 55, η Επιτροπή εξετάζει την κατάσταση το ταχύτερο δυνατόν, στο πλαίσιο της επιτροπής που συγκροτείται βάσει του άρθρου 57, παράγραφος 1 και θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 57, παράγραφος 2. Παρακολουθεί την εξέλιξη της κατάστασης και, αν χρειαστεί, τροποποιεί ή ανακαλεί τα μέτρα που έχουν ληφθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 57, παράγραφος 2. ΚΕΦΑΛΑΙΟ V - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Τμήμα 1 - Επιτροπή και διαδικασιεσ διαμεσολαβησησ Άρθρο 57 - Επιτροπή 1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή για την ασφάλεια των τροφίμων και την υγεία των ζώων (εφεξής: "η επιτροπή"), την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής. 2. Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο εφαρμόζεται η διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 5 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 και του άρθρου 8. 3. Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ καθορίζεται σε τρεις μήνες. Άρθρο 58 - Καθήκοντα που ανατίθενται στην επιτροπή Η επιτροπή εκτελεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται από τον παρόντα κανονισμό και από άλλες σχετικές κοινοτικές διατάξεις, στις περιπτώσεις και υπό τις συνθήκες που προβλέπονται από τις εν λόγω διατάξεις. Διερευνά επίσης κάθε θέμα που εμπίπτει στο πεδίο αυτών των διατάξεων, είτε με πρωτοβουλία του προέδρου της είτε κατόπιν γραπτής αίτησης ενός μέλους της. Άρθρο 59 - Διαδικασία διαμεσολάβησης 1. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής άλλων κοινοτικών διατάξεων, όταν ένα κράτος μέλος είναι της άποψης ότι μέτρο που έχει ληφθεί από άλλο κράτος μέλος στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων δεν συμβιβάζεται με τον παρόντα κανονισμό ή ενδέχεται να επηρεάσει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, αναφέρει το θέμα στην Επιτροπή, η οποία ενημερώνει αμέσως το άλλο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. 2. Τα δύο ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και η Επιτροπή καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση του προβλήματος. Εάν δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη γνώμη της Υπηρεσίας για το επίμαχο επιστημονικό θέμα. Οι λεπτομέρειες αυτής της αίτησης και ο χρόνος εντός του οποίου η Υπηρεσία καλείται να δώσει τη γνώμη της καθορίζονται από αμοιβαία συμφωνία μεταξύ της Επιτροπής και της Υπηρεσίας, ύστερα από διαβούλευση με τα δύο ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Τμήμα 2 - τελικεσ διαταξεισ Άρθρο 60 - Ρήτρα επανεξέτασης 1. Εντός τριών ετών από την ημερομηνία που προβλέπεται στο άρθρο 65, η Υπηρεσία, σε συνεργασία με την Επιτροπή, διεξάγει ανεξάρτητη αξιολόγηση των επιτευγμάτων της, βάσει των όρων που εκδίδει το διοικητικό συμβούλιο σε συμφωνία με την Επιτροπή. Με την αξιολόγηση θα κρίνονται οι πρακτικές εργασίας της Υπηρεσίας και ο αντίκτυπος της Υπηρεσίας στους τομείς της αποστολής της. Το διοικητικό συμβούλιο της Υπηρεσίας εξετάζει τα συμπεράσματα της αξιολόγησης και εκδίδει συστάσεις προς την Επιτροπή, εφόσον είναι αναγκαίο, σχετικά με αλλαγές στην Υπηρεσία και στις πρακτικές εργασίας της. Η αξιολόγηση και οι συστάσεις δημοσιοποιούνται. 2. Εντός τριών ετών από την ημερομηνία που προβλέπεται στο άρθρο 65, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση με τις εμπειρίες που αποκτήθηκαν από την εφαρμογή των τμημάτων 1 και 2 του κεφαλαίου IV. Άρθρο 61 - Αναφορές στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων και στην επιτροπή για την ασφάλεια των τροφίμων και την υγεία των ζώων 1. Κάθε αναφορά που περιέχεται στην κοινοτική νομοθεσία, στην επιστημονική επιτροπή τροφίμων, στην επιστημονική επιτροπή για τις ζωοτροφές, στην επιστημονική κτηνιατρική επιτροπή, στην επιστημονική επιτροπή παρασιτοκτόνων, στην επιστημονική επιτροπή φυτών και στην επιστημονική συντονιστική επιτροπή, αντικαθίσταται από αναφορά στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων. 2. Κάθε αναφορά που περιέχεται στην κοινοτική νομοθεσία, στη μόνιμη επιτροπή τροφίμων, στη μόνιμη επιτροπή για τις ζωοτροφές, στη μόνιμη κτηνιατρική επιτροπή και στη μόνιμη φυτοϋγειονομική επιτροπή, αντικαθίσταται από αναφορά στην επιτροπή για την ασφάλεια των τροφίμων και την υγεία των ζώων. 3. Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, ως κοινοτική νομοθεσία νοούνται όλοι οι κοινοτικοί κανονισμοί, οι οδηγίες και οι αποφάσεις. 4. Με τον παρόντα κανονισμό καταργούνται οι οδηγίες 68/361/ΕΟΚ, 69/414/ΕΟΚ, 70/372/ΕΟΚ και 76/894/ΕΟΚ. Άρθρο 62 - Αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Αξιολόγησης Φαρμακευτικών Προϊόντων Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Αξιολόγησης Φαρμακευτικών Προϊόντων από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2309/93, τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2377/90, τις οδηγίες 75/319/ΕΟΚ [28] και 81/851/ΕΟΚ [29] του Συμβουλίου. [28] ΕΕ L 147, 9.6.1975, σ. 13. [29] ΕΕ L 317, 6.11.1981, σ. 1. Άρθρο 63 - Έδρα Η έδρα της Υπηρεσίας αποφασίζεται από τις αρμόδιες αρχές, ύστερα από πρόταση της Επιτροπής. Άρθρο 64 - Σχέση μεταξύ του παρόντος κανονισμού και της ισχύουσας νομοθεσίας για τα τρόφιμα Εξακολουθεί να εφαρμόζεται η ισχύουσα νομοθεσία για τα τρόφιμα, έως ότου τροποποιηθεί προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις διατάξεις των κεφαλαίων Ι και ΙΙΙ. Άρθρο 65 - Έναρξη λειτουργίας της Υπηρεσίας Η Υπηρεσία αναλαμβάνει καθήκοντα στις [...]. Άρθρο 66 - Έναρξη ισχύος Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τα άρθρα 49, 51, 52, 53, 54, 59 και 61, παράγραφος 1 εφαρμόζονται από την ημερομηνία που προβλέπεται στο άρθρο 65. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Βρυξέλλες, Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο H Πρόεδρος Ο Πρόεδρος ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 1. ΤΙΤΛΟΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί καθορισμού των γενικών αρχών και προδιαγραφών της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, περί της ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Τροφίμων και του καθορισμού διαδικασιών σε θέματα ασφάλειας των τροφίμων. 2. ΣΧΕΤΙΚΟ ΚΟΝΔΥΛΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ Το προβλεπόμενο κονδύλιο του προϋπολογισμού είναι το B 3-4309, το οποίο περιλαμβάνει όλες τις πιστώσεις για τη νέα Υπηρεσία. Εξοικονομήσεις αναμένονται στα ακόλουθα κονδύλια και γραμμές του προϋπολογισμού: Μέρος Β του προϋπολογισμού. B 1-33 B 3-43 B 5-100 και B 5-721 3. ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ Άρθρα 37, 95, 133 και 152 της συνθήκης ΕΚ. 4. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ 4.1. Γενικός στόχος της ενέργειας Με την παρούσα πρόταση ιδρύεται η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων (ΕΥΤ), με δική της νομική οντότητα. Η Υπηρεσία συμβάλλει στην παροχή επιστημονικής βάσης για τη θέσπιση ευρωπαϊκής νομοθεσίας περί τροφίμων, στην οικοδόμηση και διατήρηση της εμπιστοσύνης στο ευρωπαϊκό σύστημα εφοδιασμού με τρόφιμα και στην πραγματική βελτίωση της προστασίας της υγείας των καταναλωτών. Η ΕΥΤ είναι αρμόδια για την επιστημονική αξιολόγηση κινδύνων για την υγεία των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών και συμβάλλει στην προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων στην τροφική αλυσίδα, στη συλλογή δεδομένων, στην αξιολόγηση και τον εντοπισμό αναδυόμενων κινδύνων και στην παροχή υποστήριξης σε περιπτώσεις κρίσης, κυρίως όσον αφορά τον εφοδιασμό με τρόφιμα, το σύστημα ταχείας ειδοποίησης, την αξιολόγηση ουσιών, διαδικασιών και τροφίμων. Συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος και εξετάζει τεχνολογικά θέματα. Παρέχει πληροφορίες και συμβουλές στο πεδίο αρμοδιότητάς της. Κατά κύριο λόγο, καλύπτει τις ανάγκες της Κοινότητας, με την παροχή προς την Επιτροπή επίκαιρης, διαφανούς, ανεξάρτητης και άριστης επιστημονικής πληροφόρησης, μέσω της εργασίας επιστημονικών επιτροπών και δικτύων. Η Υπηρεσία συμβάλλει επίσης άμεσα στην παροχή πληροφοριών σχετικά με την ασφάλεια των τροφίμων προς το ευρύ κοινό και άλλους ενδιαφερόμενους, στους τομείς της αρμοδιότητάς της. 4.2. Χρονική διάρκεια της ενέργειας και προβλεπόμενες ρυθμίσεις για την ανανέωση ή την παράτασή της. Η χρονική διάρκεια της ενέργειας είναι απεριόριστη (ετήσια επιδότηση). Η πρόταση κανονισμού προβλέπει (άρθρο 60) ότι εντός του 3ου έτους από την ανάληψη καθηκόντων από την Υπηρεσία, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση επισκόπησης της υλοποίησης και της αποτελεσματικότητας της Υπηρεσίας, υποβάλλοντας, εφόσον χρειάζεται, προτάσεις για την προσαρμογή ή την επέκταση των καθηκόντων. Η εργασία αυτή περιλαμβάνει την αξιολόγηση της επάρκειας των πόρων και την υποβολή συστάσεων για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας της ΕΥΤ τα επόμενα χρόνια. 5. ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ/ΕΣΟΔΩΝ 5.1. Μη υποχρεωτικές δαπάνες 5.2. Διαχωριζόμενες πιστώσεις 6. ΕΙΔΟΣ ΔΑΠΑΝΩΝ/ΕΣΟΔΩΝ Κοινοτική επιδότηση έως και 100% των δαπανών για τον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού. 7. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ Παραδοχές Επειδή η νέα Υπηρεσία πρέπει να αρχίσει τις εργασίες της από μηδενική βάση, θα υπάρξει ένα κόστος έναρξης, το οποίο θα προηγηθεί της πραγματικής μεταφοράς των επιστημονικών επιτροπών και θα καταχωριστεί στην περίοδο ν. Η περίοδος ν αρχίζει την ημερομηνία έγκρισης του παρόντος κανονισμού. Το έτος ν+1, η Υπηρεσία θα αναλάβει τα καθήκοντά της. Βέβαια, δεδομένης της σπουδαιότητας των εργασιών της Υπηρεσίας, θα καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε να αρχίσει αυτή να λειτουργεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, μετά την έγκριση του κανονισμού. Ο βαθμός λειτουργικότητας θα αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς, όσο ο αριθμός του προσωπικού θα πλησιάζει το προβλεπόμενο επίπεδο. Οι υπολογισμοί για ανάγκες σε πόρους βασίζονται στην ύπαρξη μιας "αυτόνομης" οντότητας (που δεν θα στηρίζεται δηλαδή στην υποδομή της Επιτροπής.) Οι δαπάνες προσωπικού απεικονίζονται σε 12μηνη βάση και οι δαπάνες προσωπικού και οι διοικητικές δαπάνες ανέρχονται ανά άτομο σε 0.108 εκατ. ευρώ ετησίως. Οι δαπάνες για ταξίδια, ακίνητα και συναφείς υπηρεσίες υπολογίζονται βάσει πραγματικών ποσοστών στις έδρες εργασιών της Επιτροπής. 7.1. Μέθοδος υπολογισμού του συνολικού κόστους της ενέργειας 1) Η προπαρασκευαστική φάση, πριν από την έναρξη λειτουργίας της Υπηρεσίας (έτος ν), θα απαιτήσει επιδότηση για: Δαπάνες προσωπικού 2,0 εκατ. ευρώ Διοικητικές δαπάνες 3,6 εκατ. ευρώ Δαπάνες λειτουργίας 3,4 εκατ. ευρώ Σύνολο 9,0 εκατ. ευρώ Οι δαπάνες προσωπικού αφορούν έναν αρχικό πυρήνα (35 άτομα στο τέλος της φάσης έναρξης), που θα είναι επιφορτισμένος με τις εργασίες σύστασης της νέας Υπηρεσίας. Μέρος των διοικητικών δαπανών αφορά εφάπαξ επενδύσεις σε εξοπλισμό και τεχνολογία πληροφόρησης (λογισμικό και υλικό). Οι δαπάνες που αφορούν τα κτίρια και την υποδομή βασίζονται στην παραδοχή ότι η Υπηρεσία θα στεγάζεται αρχικά σε κτίρια της Επιτροπής. Η χρονική εξέλιξη των σχετικών επενδύσεων θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την απόφαση σχετικά με την έδρα της Υπηρεσίας. Οι δαπάνες λειτουργίας καλύπτουν προπαρασκευαστικές μελέτες για τη ροή των εργασιών, την τηλεματική και τα συστήματα πληροφορικής, το σχεδιασμό υλοποίησης, την περιγραφή καθηκόντων, τις διαδικασίες προσλήψεων, την προετοιμασία έναρξης κ.α. 2) Η λειτουργία της ΕΥΤ το έτος ν+3 θα απαιτήσει ετήσια κοινοτική επιδότηση ύψους περίπου 44,4 εκατ. ευρώ. α) Δαπάνες προσωπικού Το εργατικό δυναμικό της ΕΥΤ, αποτελούμενο από 255 άτομα το έτος ν+3, με μέσο ετήσιο κόστος 0,078 εκατ. ευρώ ανά άτομο, θα απαιτήσει μια συνολική δαπάνη ύψους περίπου 19,9 εκατ. ευρώ. Το εργατικό δυναμικό θα αποτελείται από: 145 A - 45 B - 61 C - 4 D β) Διοικητικές δαπάνες Η σχεδιαζόμενη δαπάνη ανέρχεται περίπου σε 7,6 εκατ. ευρώ ετησίως, το ποσό δε αυτό θα επανεξεταστεί μετά την ολοκλήρωση της φάσης έναρξης. Υπολογίζεται ότι το συνολικό κόστος σε αυτήν την κατηγορία δεν θα υπερβεί το 0,03 εκατ. ευρώ ανά άτομο ετησίως. γ) Δαπάνες λειτουργίας Η δαπάνη υπολογίζεται ότι θα ανέρχεται περίπου σε 16,9 εκατ. ευρώ το χρόνο, για το έτος n+3 και μετά. (1) Κόστος αποστολών προσωπικού: 0,4 εκατ. ευρώ Η πρόβλεψη γι' αυτήν τη δαπάνη έγινε με αναφορά σε πραγματικές δαπάνες συγκρίσιμων υπηρεσιών και σε συγκεκριμένες περιγραφές καθηκόντων για τις διάφορες εργασίες. Το ποσό ανά αποστολή εντός της Ευρώπης υπολογίζεται σε 800 ευρώ ανά ημέρα και σε 1200 ευρώ ανά ημέρα για αποστολές εκτός Ευρώπης. (2) Κόστος συνεδριάσεων: 5,0 εκατ. ευρώ Οι υπολογισμοί αυτοί βασίζονται στις ακόλουθες παραδοχές: 1) Ταξίδια & διαμονή: συνεδριάσεις 800 ευρώ ανά άτομο/ημέρα και 1150 ευρώ ανά άτομο /ανά συνεδρίαση διάρκειας δύο ημερών. 2) 350 ευρώ ημερήσια αποζημίωση (μόνο για ανεξάρτητους επιστήμονες), στην οποία πρέπει να προστεθεί το κόστος υλικοτεχνικής υποστήριξης, διερμηνείας, μετάφρασης κ.α., για παρόμοιες συνεδριάσεις. (3) Κόστος αξιολόγησης φακέλων και επιστημονικών μελετών: 10,9 εκατ. ευρώ Το κόστος της προπαρασκευαστικής εργασίας για την αξιολόγηση φακέλων από εξωτερικούς συνεργάτες ανέρχεται σε 6,4 εκατ. ευρώ και το κόστος για επιστημονικές μελέτες σε 4,5 εκατ. ευρώ. (4) Άλλες δαπάνες λειτουργίας: 0,6 εκατ. ευρώ Το κόστος για τη συλλογή και τη διάδοση πληροφοριών ανέρχεται σε (0,2 εκατ. ευρώ), για την επιμέλεια εκθέσεων σε (0,2 εκατ. ευρώ), για τη διοργάνωση σεμιναρίων σε (0,1 εκατ. ευρώ) και για τη διεξαγωγή αξιολογήσεων σε (0,1 εκατ. ευρώ). 7.2. Κατανομή ανά στοιχείο της ενέργειας. Βάσει πρόσφατων εμπειριών και της εκτίμησης του όγκου εργασίας που πρέπει να διεκπεραιωθεί από την ΕΥΤ, προβλέπεται ότι η ΕΥΤ, για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων της θα χρειαστεί 339 υπαλλήλους. Στο πλαίσιο του γενικού προϋπολογισμού υπάρχουν ορισμένες ασάφειες όσον αφορά τον όγκο και το μέγεθος της επιστημονικής εργασίας τρίτων. Η παρούσα δημοσιονομική εκτίμηση παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες για την περίοδο έναρξης έως το έτος ν+3. Η επάρκεια της τρέχουσας και της μελλοντικής χρηματοδότησης θα αξιολογηθεί μέσω επισκόπησης που θα διεξαχθεί κατά τη διάρκεια του έτους ν+3, προκειμένου να εξασφαλιστεί η επαρκής χρηματοδότηση του έτους ν+4 και των επόμενων ετών. Πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων 44,4 εκατ. ευρώ (σε τρέχουσες τιμές) >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ> 7.3. Δαπάνες λειτουργίας που περιλαμβάνονται στο μέρος Β του προϋπολογισμού Υπολογίζεται ότι θα υπάρξει αντιστάθμιση του μέρους Α με το μέρος Β του προϋπολογισμού της Κοινότητας. Για τις εξοικονομήσεις στο μέρος Α βλ. σημείο 10. Με τη μεταβίβαση στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της ΓΔ Υγεία και Προστασία των Καταναλωτών και χρηματοδοτούνται από το μέρος Β του προϋπολογισμού, αναμένεται μια ετήσια αντιστάθμιση. Οι πόροι αυτοί (4,6 εκατ. ευρώ α.ε.) προέρχονται κυρίως από επιστροφές επιδομάτων εμπειρογνωμόνων, μελετών στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων, κτηνιατρικών δραστηριοτήτων και επανεξετάσεις από ομότιμους για τα παρασιτοκτόνα. Για το 2001: B 1333 Επανεξέταση από ομότιμους για τα παρασιτοκτόνα ECCO 0,8 εκατ. ευρώ B 5100 Επιστημονικές επιτροπές 2,7 εκατ. ευρώ B 53002 Επιστημονική συνεργασία 0,3 εκατ. ευρώ B 5721 IDA 0,8 εκατ. ευρώ 7.4. Χρονοδιάγραμμα των πιστώσεων ανάληψης υποχρεώσεων/πιστώσεων πληρωμών. Η κοινοτική επιδότηση θα καταβάλλεται μια φορά το χρόνο. 8. ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ Το άρθρο 43 του προτεινόμενου κανονισμού προβλέπει τη διεξαγωγή ανεξάρτητου ελέγχου όλων των εσόδων και εξόδων της ΕΥΤ από δημοσιονομικό ελεγκτή, ο οποίος ορίζεται από το Δημοσιονομικό Ελεγκτή της Επιτροπής. Το διοικητικό συμβούλιο εξασφαλίζει ότι τα εφαρμοζόμενα συστήματα για την καταπολέμηση της απάτης είναι σύμφωνα με αυτά που εφαρμόζει η Επιτροπή - άρθρο 24. Το προσωπικό που υπάγεται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης της Επιτροπής συνεργάζεται με την OLAF για την καταπολέμηση της απάτης. Στο άρθρο 43 ορίζεται ότι το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο διεξάγει ελέγχους των λογαριασμών, σύμφωνα με το άρθρο 248 της συνθήκης. 9. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΟΣΤΟΥΣ/ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Μέθοδος εργασίας Υπάρχουσες δομές, που να μπορούν να συγκριθούν με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων, είναι λίγες. Βέβαια, έχουν εντοπιστεί άλλες οργανώσεις και τμήματα οργανώσεων που αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις, διαθέτουν συγκρίσιμα καθήκοντα και λειτουργούν σε ανάλογα επίπεδα εισροών/εκροών, με αυτά που προβλέπονται για την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία τροφίμων. Οι δομές και οργανώσεις είναι οι ακόλουθες: α) η υπάρχουσα δομή στα πλαίσια της Επιτροπής. ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Αξιολόγησης των φαρμακευτικών προϊόντων (ΕΜΕΑ). Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος. β) Ηνωμένο βασίλειο: Food Standards Agency. Γερμανία: Biologisches Bundesamt Braunschweig. Γαλλία: Agence Franηaise de Sιcuritι Sanitaire des Aliments. Ιρλανδία: Food Standards Authority Ireland. γ) Καναδάς: Health Canada ΗΠΑ: Food and Drug Administration. δ) Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (NATO). Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας και Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Οι οργανώσεις και οι οργανισμοί αυτοί έχουν αναλυθεί και έχει γίνει σύγκριση των πληροφοριών, ανάλογα με τη συνάφειά τους (π.χ. ΕΚΤ και ΝΑΤΟ μόνο όσον αφορά την επικοινωνία και τη διαχείριση κρίσεων). Στα στοιχεία που παρατίθενται στη συνέχεια συνεκτιμούνται αυτά τα συμπεράσματα. 9.1. Ειδικοί ποσοτικοί στόχοι Γενικός στόχος είναι η ίδρυση μιας Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Τροφίμων (ΕΥΤ) με δική της νομική προσωπικότητα. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων θα συμβάλλει: -στην παροχή επιστημονικής βάσης για τη θέσπιση ευρωπαϊκής νομοθεσίας που αφορά άμεσα και έμμεσα την τροφική αλυσίδα. -στη δημιουργία και τη διατήρηση της εμπιστοσύνης στο ευρωπαϊκό σύστημα εφοδιασμού με τρόφιμα. -στην ορατή βελτίωση της προστασίας της υγείας των καταναλωτών και -στην αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Για το σκοπό αυτό, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων θα δραστηριοποιείται σε 5 τομείς κλειδιά: >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ> Σημ.: ως σημείο σύγκρισης - το 2000, ο ΕΜΕΑ θα διαθέτει ετήσιο προϋπολογισμό ύψους περίπου 50 εκατ. ευρώ και θα απασχολεί 210 άτομα, στον τομέα της αξιολόγησης φαρμακευτικών προϊόντων (για ανθρώπους και ζώα). Λαμβάνοντας υπόψη το ευρύτερο πεδίο δραστηριοτήτων που θα αναλάβει η ΕΥΤ, τα μεγέθη αυτά κρίνονται λογικά. Δραστηριότητα 1 Παροχή επιστημονικών γνωμών Στόχος είναι η παροχή, έγκαιρα και με διαφάνεια, εξαιρετικών και υψηλού επιπέδου επιστημονικών γνωμών προς τους αρμόδιους για τη χάραξη πολιτικής και τη διαχείριση κρίσεων, σχετικά με την ασφάλεια των τροφίμων και τη διατροφή, την υγεία και την ορθή μεταχείριση των ζώων και την υγεία των φυτών. Οι γνώμες αυτές θα εκπονούνται από εξειδικευμένους και υψηλού επιπέδου επιστήμονες από τα κράτη μέλη και, όπου ενδείκνυται, από άλλες χώρες, μέσω της επιστημονικής επιτροπής και συνεδριάσεων εμπειρογνωμόνων που θα συγκαλεί η ΕΥΤ. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων πρέπει να προσελκύσει εξέχοντες επιστήμονες και να εξασφαλίσει έναν υψηλό βαθμό αποτελεσματικότητας. Αυτό όμως θα καταστεί δυνατό με την επαγγελματική οργάνωση των διαδικασιών, τη συλλογή και την επεξεργασία επιστημονικών και τεχνικών πληροφοριών, την καλή διοργάνωση των συνεδριάσεων, τη σύνταξη υψηλής ποιότητας φακέλων και μονογραφιών και τον περιορισμό του αριθμού των συνεδριάσεων. Προβλέπεται αμοιβή για την εργασία που αφορά την αξιολόγηση των φακέλων από οργανώσεις που ορίζουν τα κράτη μέλη. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η ΕΥΤ καθίσταται συμβατικός εταίρος και μπορεί να καθορίσει σφιχτές ημερομηνίες και να απαιτήσει αξιολογήσεις υψηλού επιπέδου των φακέλων στα κράτη μέλη. Ο προβλεπόμενος φόρτος εργασίας όσον αφορά την επεξεργασία των φακέλων από τη γραμματεία και το επιστημονικό προσωπικό που επικουρεί την επιστημονική επιτροπή και τις ομάδες έχει διαρθρωθεί ανάλογα με τις ανθρωποημέρες εργασίας του επιστημονικά καταρτισμένου προσωπικού. Η τεχνική αυτή είναι σύμφωνη με την πρακτική που ακολουθείται στην FDA των ΗΠΑ και οδήγησε στη δημιουργία τριών κατηγοριών φακέλων: μεγάλου μεγέθους = περισσότερες από 20 ανθρωποημέρες, μεσαίου μεγέθους = 11-20 ανθρωποημέρες και μικρού μεγέθους. Για τη γραμματεία χρησιμοποιήσαμε την ίδια βάση, με την προσθήκη του αριθμού των συνεδριάσεων που προβλέπονται για την αντίστοιχη ομάδα. Στον ακόλουθο πίνακα παρατίθενται τα αποτελέσματα και μια κατανομή των λειτουργικών δαπανών: 7,8 εκατ. ευρώ (συνεδριάσεις 3,2 εκατ. ευρώ. εγκρίσεις φακέλων 4,4 εκατ. ευρώ. αποστολές προσωπικού 0,2 εκατ. ευρώ): >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ> Τα ανωτέρω στοιχεία για φακέλους μεγάλου και μεσαίου μεγέθους βασίζονται στην υπάρχουσα και στη μελλοντική ευρωπαϊκή νομοθεσία. Οι προβλέψεις για φακέλους μεγάλου και μεσαίου μεγέθους ή ad hoc επερωτήσεις μελών της σημερινής γραμματείας έχουν ελεγχθεί βάσει των προσδοκιών των κύριων πελατών τους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και παράλληλες οργανώσεις. Το προβλεπόμενο συνολικό ποσοστό αύξησης του αριθμού των φακέλων ανέρχεται σε 7% για τους τρέχοντες τομείς. εργασίας. Νέοι τομείς, όπως τα βοηθήματα επεξεργασίας [30], τα ΓΤ τρόφιμα, σπόροι και ποικιλίες, όπως επίσης και η διατροφή θα αντιστοιχούν σε 65 φακέλους/επερωτήσεις το έτος ν+3. Στα πλαίσια του προτεινόμενου κανονισμού, τα κράτη μέλη και το Κοινοβούλιο θα έχουν το δικαίωμα υποβολής επερωτήσεων στην Υπηρεσία. [30] Θα αντιμετωπίζεται από μια υποομάδα της ομάδας Πρόσθετα τροφίμων. Πηγή // ποσοστό Επιτροπή // 76 % Κράτη μέλη // 10 % Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο // 12% ΕΥΤ/άλλοι // 2% Προκειμένου να ικανοποιούνται μελλοντικές απαιτήσεις χρειάζεται η υποστήριξη της επιστημονικής επιτροπής και των ομάδων για την εκτέλεση υφιστάμενων και πρόσθετων εργασιών: *Προπαρασκευαστική εργασία για επιστημονικά θέματα, που δεν αναλαμβάνεται από τα κράτη μέλη. *Κριτική επισκόπηση μονογραφιών και βασικές αξιολογήσεις κινδύνων για τα θέματα που καλύπτει η ΕΥΤ. *Συνολικό πρόγραμμα εργασίας για την επιστημονική επιτροπή και τις ομάδες, διάθεση πόρων, συντονισμός, εναρμόνιση. *Διοργάνωση συνεδριάσεων. >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ> *Εφαρμογή του κανονισμού λειτουργίας της επιτροπής και των ομάδων. *Διαχείριση επιμέρους επερωτήσεων ("διαχείριση σχεδίου") εντός του καθορισμένου χρόνου. *Τεχνική και διοικητική διαχείριση των φακέλων που υποβάλλονται ως μέρος των κοινοτικών διαδικασιών έγκρισης. *Ανταλλαγή απόψεων με προσφυγόντες, με διαχειριστές κινδύνων και με υπεύθυνους για την ενημέρωση σχετικά με κινδύνους. *Γραμματεία της επιτροπής και των ομάδων, συμπεριλαμβανομένης της διοργάνωσης συνεδριάσεων, της σύνταξης των πρακτικών και της ανάληψης συνοδευτικών ενεργειών. *Διαχείριση τεκμηρίωσης, αρχειοθέτηση, αποστολή και λήψη πληροφοριών. Οι πρώτες δύο εργασίες δεν εκτελούνται στα πλαίσια της υπάρχουσας δομής και θα απορροφήσουν τη δαπάνη σημαντικού χρόνου από τους εσωτερικούς εμπειρογνώμονες. Η κύρια αξιολόγηση ενός φακέλου για την έγκριση ουσιών, διεργασιών και διαδικασιών της τεχνολογίας τροφίμων θα εκτελείται, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, σε συνεργασία με τις οργανώσεις των κρατών μελών [31] που εργάζονται στον ίδιο τομέα με την Υπηρεσία. Από αυτήν την άποψη η αμοιβή για το χρόνο και τους πόρους που διατίθενται για την εργασία αυτή από τις οργανώσεις που έχουν οριστεί (ιδιωτικές ή δημόσιες) στα κράτη μέλη θα συγχρηματοδοτείται μέσω ενός ειδικού για το σκοπό αυτό προϋπολογισμού. [31] Ο σημερινός αριθμός εμπειρογνωμόνων/οργανώσεων που θα χρησιμοποιηθούν από την ΕΜΕΑ ξεπερνά τους 3000. Εγκρίσεις φακέλων 90 μεγάλοι προς 0,038 εκατ. ευρώ 115 μεσαίοι προς 0,026 εκατ. ευρώ Το συνολικό ποσό θα φθάσει τα 6,4 εκατ. ευρώ. Τα ποσά που διατίθενται για τη χρηματοδότηση ανά έγκριση είναι σαφώς χαμηλότερα από τις συγκρίσιμες τιμές του ΕΜΕΑ και μικρότερα από τα τέλη που επιβάλλονται από τα κράτη μέλη στον τομέα των παρασιτοκτόνων. Η μερική αμοιβή για εργασία που καταβάλλεται στα κράτη μέλη κρίνεται σημαντική, αφού έτσι θα μπορεί η ΕΥΤ, ως συμβατικός εταίρος, να απαιτεί τη διεξαγωγή αξιολογήσεων κατά τρόπο επιστημονικά τεκμηριωμένο και επίκαιρο. Εκτιμάται ότι οι αξιολογήσεις μικρών φακέλων και η πρώτη αξιολόγηση φακέλων για τον έλεγχο της δυνατότητας αποδοχής και της πληρότητας θα διεξαχθούν εσωτερικά, χωρίς να χρειαστεί προσφυγή στους πόρους των κρατών μελών. Μεταβλητές: Η ζήτηση για την παροχή επιστημονικών γνωμών σε ορισμένους τομείς μπορεί να εκτιμηθεί και να προγραμματιστεί, αφού υπάρχουν νομικές ή άλλες προβλέψιμες απαιτήσεις (πρόσθετες ουσίες, παρασιτοκτόνα κ.α.). Σε άλλες περιπτώσεις, όπως μια κρίση που αφορά την ασφάλεια των τροφίμων (διοξίνη, ΣΕΒ), εμπορικές διαφορές (π.χ. για την απαγόρευση εισαγωγής βοδινού κρέατος από ζώα στα οποία έχουν χορηγηθεί αυξητικές ορμόνες), δεν μπορούν να καθοριστούν εκ των προτέρων ο φόρτος εργασίας και επομένως τα κριτήρια αξιολόγησης. Μετρήσιμα μεγέθη: -παροχή επιστημονικών γνωμών μέσα σε συμφωνημένα χρονικά πλαίσια της υπάρχουσας ή της μελλοντικής νομοθεσίας, ή όπως έχει συμφωνηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (το 90% της αξιολόγησης του φακέλου θα γίνει σε διάστημα μικρότερο των 12 μηνών). -τήρηση των προθεσμιών για την έγκριση τροφίμων ή διαδικασιών (μη τήρηση των προθεσμιών, κάτω από 5% των φακέλων και του χρόνου). -ετήσιος αριθμός των φακέλων που επεξεργάζονται οι ομάδες 1-4 για την έγκριση μιας ουσίας/διαδικασίας/τροφίμου (90 μεγάλοι φάκελοι. 115 μεσαίοι φάκελοι). -ετήσιος αριθμός διεκπεραιωμένων ad hoc επερωτήσεων. -αριθμός εκτενών μικροβιολογικών αξιολογήσεων. σήμερα 0, μελλοντικά 4 ανά έτος. Τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα ανά χρονικό πλαίσιο συνδέονται άμεσα με τους πόρους που διατίθενται γι' αυτόν ακριβώς τον τομέα. Στις μετρήσιμες επιδράσεις θα μπορούσε να περιλαμβάνεται η μείωση ασθενειών ή νόσων, επειδή όμως δεν διαθέτουμε συνολική άποψη των επίκαιρων πληροφοριών, αυτή η πτυχή δεν μπορεί βραχυπρόθεσμα να μετρηθεί. Υπάρχουν παραδείγματα σε τρίτες χώρες, όπου εκτιμάται η μείωση των ασθενειών και υπολογίζεται το οικονομικό κόστος, έτσι ώστε να μπορούν να καθορίζονται οι προτεραιότητες των επιστημονικών προσπαθειών. Βέβαια, σε ορισμένους τομείς, π.χ. εκεί όπου υπάρχουν μακροπρόθεσμες επιδράσεις (έκθεση σε χημικούς κινδύνους), αυτή η προσέγγιση δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Η διεξαγωγή περιοδικών και ανεξάρτητων επιστημονικών ελέγχων θα ενσωματωθεί στο πρόγραμμα εργασίας της Υπηρεσίας. Δραστηριότητα 2 Συλλογή πληροφοριών και μελέτες Γενικός στόχος είναι να διαθέτει η ΕΥΤ μια γενική άποψη των τάσεων όσον αφορά την ασφάλεια του εφοδιασμού σε τρόφιμα. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μια σειρά άλλων λειτουργιών στα πλαίσια της Υπηρεσίας, π.χ. για την υποστήριξη της επιστημονικής επιτροπής και των ομάδων, για τον εντοπισμό αναδυόμενων κινδύνων και την παροχή τεχνικών συμβουλών. Επομένως, η διαχείριση συγκεκριμένων δικτύων συλλογής στοιχείων και πληροφόρησης θα ενσωματωθεί στην ΕΥΤ, όπου δε εντοπίζονται κενά πληροφόρησης θα καταβάλλονται προσπάθειες για την κάλυψή τους. Προκειμένου να διαπιστωθούν επακριβώς οι ανάγκες της Υπηρεσίας, θα απαιτηθεί η διεξαγωγή εξωτερικών μελετών εφαρμοσιμότητας. Μια ειδική ομάδα 23 ατόμων θα είναι αρμόδια για τη διαχείριση και το συντονισμό. Οι πληροφορίες θα συλλέγονται μέσα από βάσεις δεδομένων και άλλες πηγές, εκτός από τα υπάρχοντα επιστημονικά δίκτυα. Θα πρέπει στη συνέχεια να γίνεται επεξεργασία και ανάλυση αυτών των πληροφοριών και δεδομένων. Επίσης προβλέπεται ότι η Υπηρεσία, όπως ορίζεται στο λευκό βιβλίο για την ασφάλεια των τροφίμων, θα παραγγείλει τη διεξαγωγή κριτικών, βραχυπρόθεσμων μελετών που θα συνδέονται άμεσα με το τρέχον πρόγραμμα εργασίας της επιστημονικής επιτροπής, προκειμένου να υποστηριχθεί αυτή στο ρόλο της, π.χ. όσον αφορά κενά σε δεδομένα ή άλλες επιστημονικές και τεχνικές πληροφορίες: 30 επιστημονικές μελέτες κατανεμημένες και στους 8 τομείς, προς 0,1 εκατ. ευρώ η κάθε μια = 3,0 εκατ. ευρώ Ο αριθμός των προαναφερθέντων στοιχείων αφορά τον αριθμό των φακέλων και ad hoc επερωτήσεων που θα επεξεργάζονται η επιστημονική επιτροπή και οι ομάδες και καλύπτει και σενάρια αντιμετώπισης κρίσεων, όπου η δυνατότητα αξιοποίησης των ιδίων πόρων της Υπηρεσίας είναι καθοριστικής σημασίας. Ο απαιτούμενος προϋπολογισμός καθορίστηκε λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία από συγκρίσιμες υπηρεσίες και ιδρύματα στα κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες και θα παρέχει στην Υπηρεσία πρόσβαση στα αποτελέσματα. Η κοστολόγηση αυτών των συμβάσεων βασίζεται σε εμπορικά επιτόκια από ερευνητικά ιδρύματα του ιδιωτικού τομέα. Για τη διαχείριση αυτών των ειδικών άτυπων συμβάσεων (προκήρυξη, παρακολούθηση, αξιολόγηση) κρίνεται ότι χρειάζονται 3 μέλη του προσωπικού. Μεταβλητές: Η ανάγκη για πληροφόρηση και τη διεξαγωγή επιστημονικών μελετών μπορεί έως ένα βαθμό να προβλεφθεί. Υπάρχουν όμως μια σειρά μεταβλητών που παραμένουν αμφίβολες, π.χ. η πολυπλοκότητα της πληροφορίας που χρειάζεται για τη στήριξη μιας επιστημονικής γνώμης, η φύση ενός αιτήματος από τις νομοθετικές υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αν η μελέτη είναι (εν μέρει) διαθέσιμη ή αν υπάρχει η εμπειρογνωμοσύνη για τη διεξαγωγή μιας μελέτης. Μετρήσιμα μεγέθη: Στις μετρήσιμες πτυχές περιλαμβάνονται ο αριθμός των αιτημάτων πληροφόρησης, η πληρότητα και η χρονική αμεσότητά τους και η έκδοση ενημερωτικών δελτίων για τον αναδυόμενο κίνδυνο και άλλες συνιστώσες επικοινωνίας. Δραστηριότητα 3 Παροχή τεχνικών συμβουλών Στόχος είναι να μπορεί η ΕΥΤ να εξετάζει τεχνικά θέματα που αφορούν την ασφάλεια των τροφίμων και άλλα συναφή θέματα, προκειμένου να υποστηρίξει την εργασία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (κανονιστικές υπηρεσίες και γραφείο τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων) και των επιστημονικών επιτροπών (δραστηριότητα 1). Το κύριο βάρος θα δοθεί στην αξιοποίηση της εμπειρογνωμοσύνης που υπάρχει στα κράτη μέλη και, όπου ενδείκνυται, στη βιομηχανία, μέσω της συνεργασίας και της αξιοποίησης της εσωτερικής εμπειρογνωμοσύνης. Για την απόκτηση της βέλτιστης εμπειρογνωμοσύνης, κρίνεται ότι θα χρειαστούν περίπου 15 σύντομες μελέτες για τεχνολογικά θέματα (0,05 εκατ. ευρώ η κάθε μια) και 3 επιστημονικές μελέτες (0,25 εκατ. ευρώ η κάθε μια). Προγραμματίζεται η πρόσληψη 17 ατόμων για την ενέργεια αυτή. Μεταβλητές: Ο φόρτος εργασίας για ορισμένα θέματα που καλύπτονται από τον εν λόγω τομέα είναι προβλέψιμος συντονισμός των οδηγών ορθής πρακτικής), σε άλλα όμως θέματα, όπως οι ad hoc επερωτήσεις ή η παροχή τεχνικών πληροφοριών που απαιτούνται στην περίπτωση κρίσης όσον αφορά την ασφάλεια των τροφίμων, ο φόρτος εργασίας είναι λιγότερο προβλέψιμος. Μετρήσιμα μεγέθη: Στα αποτελέσματα περιλαμβάνεται ο αριθμός των εκθέσεων που συντάσσονται για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την επιστημονική επιτροπή και τις ομάδες. Έγγραφα που περιέχουν κατευθυντήριες γραμμές μπορούν επίσης να μετρηθούν, βάσει των αποτελεσμάτων τους. Η ποσότητα των αποτελεσμάτων σε αυτόν τον τομέα περιλαμβάνει: -15 τεχνολογικές επερωτήσεις (π.χ. κριτήρια καθαρότητας, σχέδια καταλοίπων). -περίπου 3 εκτενείς τεχνολογικές εκθέσεις ανά έτος (150 σελίδες) με συνακόλουθες διασκέψεις. -2 οδηγούς ορθής πρακτικής ανά έτος (40 σελίδες). Δραστηριότητα 4 Εντοπισμός αναδυόμενων κινδύνων, έγκαιρη ειδοποίηση και παροχή υποστήριξης σε περίπτωση κρίσης όσον αφορά την ασφάλεια των τροφίμων Ο στόχος της ενέργειας αυτής είναι τριπλός: 1. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων πρέπει να είναι καλά ενημερωμένη και σε θέση να εντοπίζει στο μέγιστο δυνατό βαθμό κάθε αναδυόμενο κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, ο οποίος προέρχεται από την τροφική αλυσίδα ή τις ζωοτροφές που δίδονται σε ζώα, και να ενημερώνει σχετικά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη μέλη και άλλους ενδιαφερόμενους. Για το σκοπό αυτό θα χρειαστούν 6 υπάλληλοι. 2. Στόχος της ΕΥΤ όσον αφορά το σύστημα έγκαιρης ειδοποίησης είναι η εξασφάλιση κατάλληλης και ακριβούς πληροφόρησης των κρατών μελών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και, όπου υπάρχουν σχετικές συμφωνίες, τρίτων χωρών, για τις επικίνδυνες ζωοτροφές και τα επικίνδυνα τρόφιμα. (προσωπικό: 6 άτομα) 3. Γενικός στόχος της ΕΥΤ όσον αφορά την αντιμετώπιση κρίσεων είναι ο εντοπισμός στο μέγιστο δυνατό βαθμό των περιπτώσεων αυτών και η παροχή υποστήριξης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη μέλη για τη διευθέτηση της κρίσης, για να επανακτηθεί η εμπιστοσύνη στο ευρωπαϊκό σύστημα εφοδιασμού με τρόφιμα. (προσωπικό: 6 άτομα) Μεταβλητές: Δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί ο αριθμός των κρίσεων που πρέπει να προληφθούν, αφού δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί πόσες θα εμφανιστούν. Μετρήσιμα μεγέθη: Επειδή δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί η πρόβλεψη αυτή, βάσει του αριθμού των κρίσεων που έχουν αποσοβηθεί ή της αυξημένης ασφάλειας των τροφίμων, απαιτείται ο τακτικός έλεγχος των δραστηριοτήτων από αναγνωρισμένους αξιολογητές ή εμπειρογνώμονες σε αυτόν τον τομέα. Δραστηριότητα 5 Ενημέρωση Στόχος της ΕΥΤ και της στρατηγικής που εφαρμόζει όσον αφορά την ενημέρωση, είναι η καταξίωση της Υπηρεσίας ως μιας αποτελεσματικής και έγκριτης αρχής στην Ευρώπη. Η ενημέρωση αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την επιτυχία και την αποδοχή που θα έχει η ΕΥΤ. Στόχος είναι η παροχή σαφούς, γρήγορης και τεκμηριωμένης πληροφόρησης, κατά τρόπο κατανοητό τόσο από μη ειδικούς όσο και από ειδικούς. Το προσωπικό (9 άτομα) στον τομέα αυτό θα πρέπει να ασχολείται με καθημερινές δραστηριότητες αλλά και με την αντιμετώπιση κρίσεων. Προβλέπεται όμως και η συμμετοχή άλλων μελών του προσωπικού, εξειδικευμένων σε θέματα μέσων ενημέρωσης, εάν παραστεί ανάγκη. Μεταβλητές: Βασικά, οι εργασίες ενημέρωσης μπορούν να προβλεφθούν, όσον αφορά τη σύνταξη εκθέσεων, δημοσιεύσεις και τη μεταφορά επιστημονικών γνωμών σε εκλαϊκευμένη γλώσσα. Βέβαια, σε περίπτωση κρίσης όσον αφορά την ασφάλεια των τροφίμων ή όταν υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες, η ανάγκη για ενημέρωση μέσω του Τύπου, πληροφόρηση μέσω ιστοσελίδων και άλλες σχετικές ενέργειες αυξάνει. Δεν είναι δυνατή η πρόβλεψη του αριθμού των περιπτώσεων έκτακτης ανάγκης. Μετρήσιμα μεγέθη: Στα αποτελέσματα περιλαμβάνονται: εβδομαδιαία δελτία Τύπου γύρω από τις δραστηριότητες που αναπτύσσονται. εκστρατείες (συντονισμός) για την ασφάλεια των τροφίμων. ανακοινώσεις/ενημερώσεις/συνεντεύξεις σε μέσα ενημέρωσης, με αποδέκτη την κοινή γνώμη. ενημερωτικά φυλλάδια. ετήσια έκθεση. διασκέψεις. εκθέσεις που συντάσσονται στα πλαίσια της δραστηριότητας 3 και, κυρίως, αξιοποίηση των μέσων ενημέρωσης σε περιπτώσεις κρίσης. Δραστηριότητα 6 Διοίκηση και παροχή υποστήριξης Για την κάλυψη των απαιτήσεων των 5 προαναφερθέντων δραστηριοτήτων χρειάζεται ο ακόλουθος αριθμός προσωπικού για την παροχή υποστήριξης: >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ> Ο αριθμός του προσωπικού σε αυτόν τον τομέα είναι μικρότερος απ' ό,τι σε παρόμοιες οργανώσεις. Προκειμένου να εξασφαλιστούν υψηλής ποιότητας αποτελέσματα και απόδοση, η Υπηρεσία θα εφαρμόσει ένα σύστημα εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης (επανεξετάσεις από ομότιμους, συγκριτική αξιολόγηση και έλεγχοι). Προγραμματίζεται ο ακόλουθος αριθμός συνεδριάσεων: >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ> Ο Διευθύνων Σύμβουλος διαθέτει προϋπολογισμό για αξιολογήσεις και ελέγχους ύψους 0,1 εκατ. ευρώ. 9.2. Αιτιολόγηση της ενέργειας Λευκό βιβλίο για την ασφάλεια των τροφίμων (Com (1999) 719) και σχόλια που έλαβε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά την περίοδο διαβούλευσης. Επίσης, συνεκτιμήθηκαν οι εργασίες και οι μελέτες που έγιναν για την έκθεση των τριών επιστημονικών καθηγητών (Pascal, James και Kemper), το Δεκέμβριο του 1999 -"Έκθεση για το μέλλον της παροχής επιστημονικών συμβουλών στην Ευρωπαϊκή Ένωση". Επικουρικότητα Η πρόταση συντάχτηκε λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές της επικουρικότητας και την αποτελεσματικότητα σε σχέση με το κόστος. Συνδυάζοντας αυτή τη βασική αρχή της ευρωπαϊκής διαδικασίας χάραξης πολιτικής με το απαραίτητο επίπεδο ανεξαρτησίας, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Τροφίμων έχει σχεδιαστεί ως συντονιστικός οργανισμός. Ενέργειες που μπορούν να αναληφθούν σε επίπεδο κρατών μελών, θα αναλαμβάνονται από αυτά. Ενδεχόμενες εξοικονομήσεις δαπανών Αν και δεν είναι δυνατή η πρόβλεψη συγκεκριμένων αριθμών, είναι λογικό να θεωρήσει κανείς ότι η ανταλλαγή πληροφοριών θα μειώσει την επικάλυψη των προσπαθειών στα κράτη μέλη. Η αποτελεσματικότητα σε σχέση με το κόστος θα είναι ακόμη μεγαλύτερη στον τομέα της ανθρώπινης υγείας, αν η αξιολόγηση των κινδύνων και της ασφάλειας συντονίζεται από την ΕΥΤ. Ο συντονισμός και η διαχείριση αυτών των δραστηριοτήτων και η αντιμετώπιση θεμάτων που αφορούν όλο τον ευρωπαϊκό πληθυσμό, με την αξιοποίηση της εμπειρογνωμοσύνης και της υποδομής που υπάρχουν στα κράτη μέλη, θα μειώσει τη συνολική δαπάνη στον εν λόγω τομέα. Μπορεί να υπάρξει ανακατανομή των ανθρώπινων πόρων των οργανώσεων που υπάρχουν στα κράτη μέλη και εργάζονται στον ίδιο τομέα με την Υπηρεσία, όταν αυξηθεί η πεποίθηση ότι μπορεί να αξιοποιηθεί το εξειδικευμένο προσωπικό σε άλλα κράτη μέλη. Πιστεύουμε ότι αυτή η εξέλιξη θα σημειωθεί πρωτίστως στα μικρότερα κράτη μέλη και στις υποψήφιες χώρες, που θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να επικεντρώσουν τους εθνικούς τους πόρους σε τομείς ιδιαίτερα σημαντικούς για τους πληθυσμούς και τη βιομηχανία τους. 9.3. Παρακολούθηση Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα βρίσκεται σε καθημερινή επαφή με τη νέα Υπηρεσία, αφού θα δέχεται από αυτήν συμβουλές για θέματα που προωθούνται από την Επιτροπή. Ο βαθμός στον οποίο η ΕΥΤ θα τηρεί τις προθεσμίες και θα παράγει τα αποτελέσματα που έχουν συμφωνηθεί θα αποτελέσει ένα σημαντικό δείκτη της αποδοτικότητας της Υπηρεσίας. Στον κανονισμό [άρθρα 27 /30 και 32] καθορίζεται ότι η Υπηρεσία θα δραστηριοποιείται σύμφωνα με διατάξεις που θα καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Υπηρεσία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα δημιουργήσει μια μικρή ομάδα που θα λειτουργεί ως ενδιάμεσος μεταξύ Επιτροπής και Υπηρεσίας. Επίσης, η αξιολόγηση της όλης λειτουργίας, που προτείνεται στον κανονισμό [άρθρο 60] θα εξασφαλίσει την κάλυψη των αναγκών της Επιτροπής από την Υπηρεσία. Θα θεσπιστεί ένας μηχανισμός για τη ρύθμιση της λειτουργίας ανάλογα με τις ανάγκες. Τα συμπεράσματα των αξιολογήσεων θα κοινοποιούνται στο κοινό. 10. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ (ΜΕΡΟΣ III, Τμήμα A του ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ) Η πραγματική κινητοποίηση των αναγκαίων διοικητικών πόρων προκύπτει από την ετήσια απόφαση της Επιτροπής όσον αφορά τη διάθεση των πόρων, λαμβανομένων υπόψη ιδίως του προσωπικού και των συμπληρωματικών πόρων που έχουν εγκριθεί από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή. 10.1. Επιπτώσεις στον αριθμό των θέσεων >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ> Απαιτούμενο προσωπικό: προσωπικό που κρίνεται απαραίτητο για την παρακολούθηση της Υπηρεσίας (8 επιστημονικοί υπάλληλοι + σύμβουλοι του Επιτρόπου και του Γενικού Διευθυντή). Πρέπει να διοριστούν πριν από την έναρξη λειτουργίας της Υπηρεσίας. Οι υφιστάμενες θέσεις που πρόκειται να μεταφερθούν αφορούν κυρίως τη Διεύθυνση Γ και είναι πλεονάζουσες. Η εκτέλεση των προαναφερθέντων δραστηριοτήτων θα κατανεμηθεί στην περίοδο ν έως ν+2. 10.2. Συνολικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στο συμπληρωματικό προσωπικό και στις διοικητικές δαπάνες Κατανομή του σημείου 10.1, μείωση σε εκατ. ευρώ (-) >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ> Τα ποσά αυτά εκφράζουν το συνολικό κόστος του ανθρώπινου δυναμικού και τις διοικητικές δαπάνες για 12 μήνες. (4.1) εκατ. ευρώ είναι η συνολική οικονομική επίπτωση (αποταμιεύσεις) από τη μείωση του αριθμού των θέσεων στη ΓΔ Υγεία και Προστασία των Καταναλωτών κατά 38 (καθαρά). 1,3 εκατ. ευρώ είναι το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στη δημιουργία 12 νέων θέσεων στη ΓΔ Υγεία και Προστασία των Καταναλωτών, για την παρακολούθηση της ΕΥΤ. Αναμένεται αρχικά μια βραχυπρόθεσμη αύξηση των διοικητικών δαπανών για την Επιτροπή, λόγω της ταυτόχρονης στέγασης της παλιάς και της νέας δομής στα κτίρια της Επιτροπής, έως ότου δημιουργηθεί η έδρα της Υπηρεσίας. 10.3. Άλλες διοικητικές δαπάνες που συνεπάγεται η ενέργεια >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ> * A 0703.1 Τα ποσά που απαιτούνται για την αποζημίωση κυβερνητικών εμπειρογνωμόνων, για την παρακολούθηση συνεδριάσεων της επιτροπής που δημιουργείται σύμφωνα με το άρθρο 58 δεν αλλάζουν από τον παρόντα κανονισμό. ** Α 703.2 Επιστημονική επιτροπή: έξοδα για ταξίδια και παραμονή σε σχέση με εργασίες της ΕΥΤ, 2,5 εκατ. ευρώ. Σε σύγκριση με την ισχύουσα κατάσταση, στο συνολικό προϋπολογισμό της ΓΔ Υγεία και Προστασία των Καταναλωτών εφαρμόζεται ένας ποσοστιαίος υπολογισμός για τον καθορισμό του σχετικού ποσού για τις μεταφερόμενες θέσεις εργασίας. Το σύνολο των θέσεων στη ΓΔ Υγεία και Προστασία των Καταναλωτών ανέρχεται περίπου σε 630. ΔΕΛΤΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ, ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ, ΤΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (ΜΜΕ) τιτλοσ τησ προτασησ Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, περί καθορισμού των γενικών αρχών της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, περί της ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Τροφίμων και του καθορισμού διαδικασιών σε θέματα ασφάλειας των τροφίμων η προταση 1. Γιατί, με βάση την αρχή της επικουρικότητας, κρίνεται απαραίτητη η κοινοτική νομοθεσία στον τομέα αυτόν και ποιοι είναι οι κυριότεροι στόχοι της; Ο κανονισμός καθορίζει σε κοινοτικό επίπεδο γενικές αρχές και ενιαίους ορισμούς για τα τρόφιμα, τη νομοθεσία περί τροφίμων και κυρίως την ασφάλεια των τροφίμων, εξασφαλίζοντας έτσι την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Αφορά όλα τα στάδια της παραγωγής και διανομής τροφίμων, από το αρχικό στάδιο της παραγωγής έως και την πώληση στον τελικό καταναλωτή. Καλύπτει επίσης ζωοτροφές που προορίζονται για ζώα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφίμων, εφόσον αυτό επηρεάζει δυσμενώς την ασφάλεια των τροφίμων. Συμβάλλει στη διασφάλιση της ασφάλειας των τροφίμων για τον ευρωπαίο καταναλωτή. Θεσπίζει την επιστημονική βάση για την ευρωπαϊκή νομοθεσία περί τροφίμων, και επιδιώκει τη δημιουργία και διατήρηση της εμπιστοσύνης στο ευρωπαϊκό σύστημα εφοδιασμού με τρόφιμα και τη βελτίωση της προστασίας της υγείας των καταναλωτών. οι επιπτωσεισ επι των επιχειρησεων 2. Ποιοι επηρεάζονται από την πρόταση; Επηρεάζεται κάθε μεγέθους επιχείρηση που ασχολείται με την παραγωγή και την εμπορία προϊόντων και υπηρεσιών στην τροφική αλυσίδα. Η πρόταση έχει την ίδια επίδραση σε όλη την Κοινότητα. Δεν αφορά μια συγκεκριμένη περιφέρεια. 3. Τι μέτρα πρέπει να λάβουν οι επιχειρήσεις για να συμμορφωθούν με την πρόταση; Οι πρόσθετες υποχρεώσεις που θα προκύψουν για τις επιχειρήσεις θα εξαρτηθούν κυρίως από την ήδη ισχύουσα εθνική νομοθεσία: Υποχρεώσεις για τους υπεύθυνους επιχειρήσεων τροφίμων και ζωοτροφών: εξασφαλίζουν ότι όλα τα στάδια παραγωγής και διανομής που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους, διεξάγονται με τέτοιο τρόπο ώστε τα τρόφιμα να ανταποκρίνονται στις τις διατάξεις που αφορούν τη νομοθεσία των τροφίμων. ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές εάν κρίνουν ή υποψιάζονται ότι τρόφιμο ή ζωοτροφή που διατέθηκε στην αγορά δεν πληροί τις σχετικές διατάξεις ασφάλειας. ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για τα μέτρα που λαμβάνουν προκειμένου να αποτραπούν οι κίνδυνοι για τον τελικό καταναλωτή. Στις περιπτώσεις όπου ένα τρόφιμο ενέχει σοβαρό κίνδυνο για την υγεία ου ανθρώπου, ο υπεύθυνος της επιχείρησης τροφίμων ή ζωοτροφών ακολουθεί τις προβλεπόμενες διαδικασίες. συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές, όταν αυτές το ζητήσουν, σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται για την αποφυγή των κινδύνων που προκαλεί ένα τρόφιμο το οποίο αυτοί προμηθεύουν ή έχουν προμηθεύσει. δεν προχωρούν στην εξαγωγή από την Κοινότητα τροφίμων που δεν ανταποκρίνονται στις σχετικές απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, εκτός εάν ζητούν διαφορετικά οι αρχές ή εάν αναφέρουν διαφορετικά οι νόμοι, οι κανονισμοί, οι κώδικες δεοντολογίας και άλλες νομικές και διοικητικές διαδικασίες που ενδέχεται να ισχύουν στη χώρα εισαγωγής. εντοπίζουν τον προμηθευτή των τροφίμων, των ζωοτροφών, των ζώων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφίμων ή κάθε ουσίας που πρόκειται ή ενδέχεται να ενσωματωθεί σε τρόφιμο ή ζωοτροφή που εφοδιάζεται η επιχείρησή τους και γνωστοποιούν τις σχετικές πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές, εάν ζητηθεί. θέτουν σε λειτουργία συστήματα για τον εντοπισμό του αποδέκτη των προϊόντων τους και γνωστοποιούν τις σχετικές πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές, εάν ζητηθεί. φροντίζουν όπως, τρόφιμα ή ζωοτροφές που διατίθενται ή ενδέχεται να διατεθούν στην αγορά της Κοινότητας να φέρουν κατάλληλη επισήμανση ή σήμα αναγνώρισης, ώστε να διευκολύνεται η ανιχνευσιμότητά τους, σύμφωνα με τις σχετικές απαιτήσεις των ειδικότερων διατάξεων. 1. Υποχρεώσεις για τον υπεύθυνο επιχείρησης τροφίμων, ο οποίος έχει την ευθύνη για την παραγωγή, την εισαγωγή, τη μεταποίηση ή την παρασκευή των τροφίμων: ξεκινά τις διαδικασίες για την απόσυρση του εν λόγω τροφίμου από την αγορά εάν κρίνει ή υποψιάζεται ότι ένα τρόφιμο που έχει παραγάγει, μεταποιήσει, ή παρασκευάσει, δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις για την ασφάλεια των τροφίμων ή συνεχιζόμενη εμπορία αυτού του τροφίμου έχει άλλες δυσμενείς επιδράσεις στα συμφέροντα των καταναλωτών. ενημερώνει επαρκώς και αποτελεσματικά τους καταναλωτές για τους λόγους της απόσυρσής του και, εάν αυτό είναι αναγκαίο, ανακαλεί από τους καταναλωτές προϊόντα που τους έχει ήδη προμηθεύσει, όταν τα υπόλοιπα μέτρα δεν επαρκούν. 2. Υποχρεώσεις για τον υπεύθυνο επιχείρησης τροφίμων, ο οποίος έχει την ευθύνη για δραστηριότητες εισαγωγής, λιανικού εμπορίου ή διανομής, με τις οποίες δεν επηρεάζεται η συσκευασία, η επισήμανση, η ασφάλεια ή η ακεραιότητα των τροφίμων: ενεργεί με τη δέουσα προσοχή, έτσι ώστε να βοηθήσει να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της ασφάλειας των τροφίμων και ότι η εμπορία του τροφίμου δεν έχει αρνητική επίδραση στα συμφέροντα των καταναλωτών. ξεκινά διαδικασίες, μέσα στα όρια των αντίστοιχων δραστηριοτήτων του, για την απόσυρση τέτοιων προϊόντων από την αγορά και προσπαθεί να συμβάλει στην ασφάλεια των τροφίμων μεταδίδοντας τις σχετικές πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ανίχνευση των πηγών ενός τροφίμου και συνεργαζόμενος με τους παραγωγούς, μεταποιητές, παρασκευαστές ή/και τις αρμόδιες αρχές. προειδοποιεί κατά τρόπο αποτελεσματικό τους καταναλωτές για τους κινδύνους που ενέχουν προϊόντα που έχουν ήδη διατεθεί σε αυτούς και, αν χρειαστεί, ανακαλεί τα προϊόντα αυτά προκειμένου να αποφευχθούν οι κίνδυνοι. φροντίζει ώστε να μην εξάγονται σε μη κράτη μέλη επικίνδυνα προϊόντα, σύμφωνα με τα κριτήρια της οδηγίας ή τις προδιαγραφές ασφάλειας που καθορίζονται από την ειδική κοινοτική νομοθεσία που ισχύει για το εν λόγω προϊόν, εκτός και αν μπορεί να αποδειχθεί ότι η χρήση αυτών των προϊόντων είναι συμβατή με ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών, υπό τις συνθήκες και τις τεχνικές προδιαγραφές της χώρας προορισμού. Υποχρεώσεις για τον υπεύθυνο επιχείρησης ζωοτροφών, ο οποίος έχει την ευθύνη για την παραγωγή, την εισαγωγή, τη μεταποίηση ή την παρασκευή ζωοτροφών: εξασφαλίζουν ότι οι ζωοτροφές για τις οποίες είναι υπεύθυνοι δεν πρόκειται να δημιουργήσουν πρόβλημα όσον αφορά την ασφάλεια των τροφίμων και ότι οι πρακτικές διεξάγονται κατά τρόπο που να μη θίγεται η ασφάλεια των τροφίμων. διαθέτουν στην αγορά μόνο ασφαλείς ζωοτροφές, εξασφαλίζοντας έτσι ότι τρόφιμα που προέρχονται από ζώα που έχουν σιτιστεί με τις ζωοτροφές αυτές είναι ασφαλή. αποσύρουν τα προϊόντα τους από την αγορά και ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές, όταν διαπιστώνουν ότι μια ζωοτροφή μπορεί να επηρεάσει την ασφάλεια των τροφίμων. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι προαναφερθείσες απαιτήσεις υφίστανται ήδη, στον ένα ή άλλο βαθμό, στα περισσότερα κράτη μέλη, αφού οι νομοθεσίες τους περί τροφίμων περιλαμβάνουν ήδη προδιαγραφές για την ασφάλεια των τροφίμων και την προστασία των καταναλωτών. Η αύξηση του κόστους που συνεπάγονται οι νέες υποχρεώσεις για τις ΜΜΕ συνδέεται μόνο με την αύξηση της προστασίας των καταναλωτών και με τη θέσπιση κοινών προτύπων σε όλη την Κοινότητα, κάτι που θα βελτιώσει τον ανταγωνισμό. 4. Ποιες είναι οι πιθανές οικονομικές συνέπειες; Η παρούσα πρόταση δημιουργεί ένα αποτελεσματικό και σταθερό πλαίσιο για την εξασφάλιση της προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών και της ύπαρξης κοινών προδιαγραφών για τους υπεύθυνους των επιχειρήσεων τροφίμων και ζωοτροφών, στα πλαίσια του παρόντος κανονισμού. Ορισμένες διατάξεις της πρότασης θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Προς το παρόν, οι επιχειρήσεις που δεν σέβονται κάποια πρότυπα για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών διαθέτουν ένα αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι των επιχειρήσεων που σέβονται τα πρότυπα αυτά. Η ύπαρξη μιας πιο αποτελεσματικής νομοθεσίας για τα τρόφιμα θα μειώσει τον αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων, στα πλαίσια τόσο της εσωτερικής αγοράς όσο και της παγκοσμιοποίησης του διεθνούς εμπορίου. Επίσης, ο επιχειρηματικός τομέας στο σύνολό του θα επωφεληθεί, αφού θα αυξηθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Ο κανονισμός θα συμβάλλει στην παροχή σαφών σημείων αναφοράς για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, θέτοντας προδιαγραφές για τους υπεύθυνους των επιχειρήσεων τροφίμων και την ασφάλεια των τροφίμων. Αυτό με τη σειρά του θα στηρίξει τις επιχειρήσεις και κυρίως τις ΜΜΕ στη διείσδυσή τους στην εσωτερική αγορά, αφού θα υπάρχουν εναρμονισμένα πρότυπα που θα καλύπτουν όλη την τροφική αλυσίδα. Κοινά κριτήρια αξιολόγησης και πρότυπα για την ασφάλεια των προϊόντων θα επιτρέψουν στις επιχειρήσεις να ανταγωνιστούν σε ισότιμη βάση, εξασφαλίζοντάς τους ίσες ευκαιρίες. 5. Περιλαμβάνονται στην πρόταση μέτρα για να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (λιγότερες ή διαφορετικές απαιτήσεις κλπ); Το πεδίο εφαρμογής της πρότασης είναι εντελώς οριζόντιο και οι διατάξεις της είναι γενικού χαρακτήρα. Επομένως, δεν περιέχει μέτρα που απευθύνονται ή έχουν προσαρμοστεί ειδικά σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αναμένεται ότι σε μεταγενέστερα νομοθετήματα θα συνεκτιμηθούν ενδεχομένως οι ΜΜΕ, κυρίως στον αγροτικό τομέα, κάτι που γίνεται στους υφιστάμενους εθνικούς κανόνες. διαβουλευσεισ 6. Πίνακας οργανώσεων με τις οποίες έγιναν διαβουλεύσεις σχετικά με την πρόταση και έκθεση των κυριότερων απόψεών τους. Κατά τη συνεδρίαση του συμβουλευτικού φόρουμ για τα τρόφιμα, οι ακόλουθες οργανώσεις εξέφρασαν τις απόψεις τους όσον αφορά τη γενική νομοθεσία για τα τρόφιμα που περιέχει η πρόταση: - Ευρωπαϊκή Ένωση Βιοτεχνικών και Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων - CELCAA - BEUC - UGAL - CIAA - COPA/COGECA - EURO-COOP - Eurocommerce Επίσης, υποβλήθηκε σημαντικός αριθμός σχολίων ως προς το λευκό βιβλίο για τα τρόφιμα που εξέδωσε η Επιτροπή. Όλα τα σχόλια είναι διαθέσιμα στον ιστοχώρο http://europa.eu.int/comm/food/fs/intro/wpfs_comm_index_en.html.