52000PC0047

Πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση ενός πίνακα ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων /* COM/2000/0047 τελικό - COD 2000/0035 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 177 E της 27/06/2000 σ. 0074 - 0076


Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη θέσπιση ενός πίνακα ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Εισαγωγή

2. Κεντρική ιδέα

2.1. Βασική προσέγγιση

2.2. Στοιχεία σχετικά με την αυτόματη κατάταξη προτεραιοτήτων του COMMPS

2.2.1. Υποψήφιες ουσίες

2.2.2. Πίνακες προτεραιότητας για το νερό (πίνακες A+B)

2.2.3. Πίνακας προτεραιότητας για το ίζημα (πίνακας Γ)

2.2.4. Πίνακας προτεραιότητας μετάλλων (πίνακας Δ)

2.3. Τεχνική αξιολόγηση για την επιλογή ουσιών προτεραιότητας

2.3.1. Επιλογή ουσιών του πίνακα Α (οργανικές ουσίες, βάσει δεδομένων ελέγχου στο νερό)

2.3.2. Επιλογή ουσιών του πίνακα Β (οργανικές ουσίες βάσει δεδομένων έκθεσης με προσομοίωση στο νερό)

2.3.3. Επιλογή ουσιών του πίνακα Γ (οργανικές ουσίες, βάσει δεδομένων ελέγχου ιζημάτων)

2.3.4. Επιλογή μετάλλων του πίνακα Δ (βάσει δεδομένων ελέγχου στο νερό)

3. Μελλοντικές εξελίξεις του COMMPS

3.1. Γενικές παρατηρήσεις

3.2. Τμήμα θαλασσίων υδάτων

3.3. Τμήμα χερσαίων υδάτων

3.4. Τράπεζα δεδομένων

3.5. Άλλα θέματα

3.6. Αναθεώρηση

4. Η προτεινόμενη απόφαση του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

5. Νομική βάση

6. Αξιολόγηση επιπτώσεων επί της απασχόλησης

Πρόταση απόφασης του ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη θέσπιση ενός πίνακα ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Σύμφωνα με το άρθρο 16 (πρώην άρθρο 21) της προτεινόμενης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση ενός πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής υδάτων [1] (στο εξής: Οδηγία Πλαίσιο Υδάτων - WFD), η πρόταση με την οποία θεσπίζεται ένας πρώτος πίνακας ουσιών προτεραιότητας θα υποβληθεί στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1999. Για τις εν λόγω ουσίες προτεραιότητας πρέπει να εφαρμοστεί η «συνδυασμένη προσέγγιση», σύμφωνα με την προτεινόμενη WFD (άρθρο 10, πρώην άρθρο 12α), δηλαδή εναρμονισμένες ευρωπαϊκές ποιοτικές προδιαγραφές για το νερό και έλεγχοι εκπομπών που θα εκπονηθούν για όλες τις ουσίες.

[1] N.B.: Η Πολιτική Συμφωνία του Συμβουλίου της 2 Μαρτίου 1999 αναθεωρήθηκε ενώ η αρίθμηση των άρθρων τροποποιήθηκε με την Κοινή Θέση του Συμβουλίου της 22 Οκτωβρίου 1999.

Ο πίνακας προτεραιότητας πρέπει να βασίζεται στους κινδύνους που μπορεί να εμφανίσουν τα νερά γενικώς πάνω στο υδάτινο οικοσύστημα και την ανθρώπινη υγεία. Υπάρχουν τρεις επιλογές στην προτεινόμενη WFD για τον χαρακτηρισμό των ουσιών προτεραιότητας. Από τις τρεις αυτές επιλογές η μόνη πρακτικά εφικτή σε εύλογο χρονικό διάστημα είναι η επιλογή η οποία ζητεί μια «απλοποιημένη αξιολόγηση κινδύνων, διαδικασία βασιζόμενη σε επιστημονικές αρχές», λαμβάνοντας υπόψη τους εγγενείς κινδύνους των ουσιών και της έκθεσης των οικοσυστημάτων, με βάση δεδομένα από ελέγχους και προσομοιώσεις.

Πάνω στη βάση αυτή, εκπονήθηκε μια διαδικασία αποκαλούμενη COMMPS (combined monitoring-based and modelling-based priority setting), σε συνεργασία με έναν σύμβουλο (Fraunhofer Institute for Environmental Chemistry and Ecotoxicology, της Γερμανίας που στο εξής θα αναφέρεται απλώς ως Fraunhofer Institute). Η βασική ιδέα εδώ είναι να ταξινομηθούν οι ουσίες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα επαρκή στοιχεία, ανάλογα με τον σχετικό κίνδυνο που αυτές παρουσιάζουν για το υδάτινο περιβάλλον, κατά τρόπο αυτόματο και να μεθοδεύεται επιστημονική αξιολόγηση της τελικής επιλογής των ουσιών προτεραιότητας.

Εμπειρογνώμονες από κράτη μέλη, από την Επιστημονική Επιτροπή Τοξικότητας, Οικοτοξικότητας και Περιβάλλοντος - CSTEE, από το Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Χημικών Προϊόντων - ECB, από τη βιομηχανία, από εταιρείες παροχής ύδατος και από περιβαλλοντικές οργανώσεις συζήτησαν τη διαδικασία COMMPS σε συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν τον Φεβρουάριο και τον Ιούλιο 1998. Στη σύσκεψη του Ιουλίου 1998 παρουσιάστηκε μια πρώτη μελέτη του Fraunhofer Institute, το οποίο απεικόνιζε την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας COMMPS. Μετά από τα σχόλια και τα πρόσθετα πληροφοριακά στοιχεία που παρεσχέθηκαν από τους προαναφερόμενους εμπειρογνώμονες, το Fraunhofer Institute ανέλαβε την πραγματοποίηση μιας εμπεριστατωμένης ανασκόπησης της διαδικασίας COMMPS στην οποία λαμβάνονταν επίσης υπόψη η τεχνογνωσία ενός στατιστικού λόγου ο οποίος προσελήφθη από την Επιτροπή. Στην αναθεωρημένη μελέτη του Fraunhofer Institute αξιοποιήθηκαν περίπου 750.000 δεδομένα ελέγχου των επιφανειακών υδάτων και 70.000 περίπου δεδομένα ελέγχου ιζημάτων. Τα στοιχεία δόθηκαν από όλα τα 15 κράτη μέλη και από την Ευρωπαϊκή Ένωση Εθνικών Ενώσεων επιχειρήσεων παροχής ύδατος και υπηρεσιών αποβλήτων υδάτων (EUREAU). Δεδομένα προσομοίωσης παρασχέθηκαν από την European Chemicals Bureau τα οποία είναι κατά συνέπεια εντελώς συμβατά με την τράπεζα δεδομένων που χρησιμοποιήθηκε για την κατάταξη προτεραιότητας των ουσιών που κυκλοφορούν στο εμπόριο.

Η αναθεωρημένη μελέτη COMMPS περιέχει τους εξής πίνακες κατάταξης κινδύνου:

-Έναν πίνακα στον οποίο χρησιμοποιούνται εκτιμήσεις έκθεσης, βασισμένο σε στοιχεία ελέγχου επιφανειακών υδάτων

-Έναν πίνακα με εκτιμήσεις έκθεσης, βασισμένο σε στοιχεία προσομοίωσης επιφανειακών υδάτων

-Έναν πίνακα με εκτιμήσεις έκθεσης, βασισμένο σε στοιχεία ελέγχου ιζημάτων (πίνακας ιζημάτων)

-Διάφορους πίνακες κατάταξης μετάλλων βασισμένους σε διάφορα σενάρια έκθεσης και επιδράσεων (πίνακες μετάλλων)

Τα διάφορα σενάρια έκθεσης συνδυάστηκαν με τις επιδράσεις των ουσιών, λαμβανομένων υπόψη των οικοτοξικολογικών δράσεων στους υδρόβιους οργανισμούς (άμεσες επιδράσεις), της βιοσυσσώρευσης (έμμεσες επιδράσεις) και την τοξικότητα (επιδράσεις επί της ανθρώπινης υγείας). Από τους διάφορους πίνακες κατάταξης το Fraunhofer Institute επέλεξε μια υποομάδα υψηλής κατάταξης «υποψηφίων ουσιών προτεραιότητας » και αξιολόγησε μία προς μία τις ουσίες κατά τρόπο ώστε να επιλεγούν εκείνες οι οποίες προτείνονται προς ενσωμάτωση στον πρώτο πίνακα προτεραιότητας.

Η αναθεωρημένη μελέτη COMMPS παρουσιάστηκε και συζητήθηκε σε σύσκεψη εμπειρογνωμόνων στις 19 Απριλίου 1999. Υπήρξε γενική συμφωνία στο ότι ο συνιστώμενος πίνακας βασίζονταν σε επιστημονικές ενδείξεις αιχμής για ορισμένες χρονικές στιγμές. Σύμφωνα με τα σχόλια των εμπειρογνωμόνων, η Επιτροπή αναθεώρησε τον συνιστώμενο από το Fraunhofer Institute πίνακα και συμπλήρωσε την επισυναπτόμενη πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση ενός πίνακα ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Το 1997 η Επιτροπή πρότεινε μια οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση ενός πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής υδάτων. Το Συμβούλιο έλαβε κοινή θέση επί της πρότασης στις 22 Οκτωβρίου 1999 [2]. Μετά τη θέσπισή της, η οδηγία αυτή θα αποτελέσει τη βασική νομοθεσία για την προστασία του ευρωπαϊκού υδατίνου περιβάλλοντος.

[2] Κοινή θέση του Συμβουλίου της 22 Οκτωβρίου 1999 (ΕΕ C 343, 30.11.1999, σ. 1).

2. Στο άρθρο 10 (νέο)/12α (πρώην) και το άρθρο 16 (νέο)/21 (πρώην) [3] της προτεινόμενης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με την οποία θεσπίζεται ένα πλαίσιο κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής υδάτων (στο εξής αναφερόμενης ως WFD) ορίζεται η κοινοτική στρατηγική για την υιοθέτηση εναρμονισμένων ποιοτικών προδιαγραφών και ελέγχων εκπομπών από επικίνδυνες ουσίες (συνδυασμένη προσέγγιση). Αυτό αντικαθιστά, κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης μεταβατικής περιόδου, την πολιτική ελέγχου εκπομπών που καθιερώνονταν με την οδηγία του Συμβουλίου 76/464/ΕΟΚ για τη μόλυνση που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες απορριπτόμενες στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας [4] και τις οδηγίες που θεσπίστηκαν στο ίδιο πλαίσιο.

[3] N.B.: Πολιτική Συμφωνία του Συμβουλίου, έγγραφο του Συμβουλίου 6404/99 ENV 68 PRO-COOP 46 - Διοργανικός φάκελος: 97/0067 (SYN) της 2ας Μαρτίου 1999 (στο εξής αποκαλούμενο πρώην) αναθεωρήθηκε και η αρίθμηση των άρθρων του άλλαξε στην Κοινή Θέση του Συμβουλίου, της 22.10.1999 (στο εξής: νέο).

[4] ΕΕ L 129, 18.5.1976, σ. 23.

3. Η οδηγία 76/464/ΕΟΚ περιλαμβάνει σήμερα το κύριο κοινοτικό εργαλείο ελέγχου επικινδύνων ουσιών που απορρίπτονται στα επιφανειακά ύδατα. Το 1982, η Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο σχετικά με τις επικίνδυνες ουσίες, που μπορούν να περιληφθούν στον πίνακα 1 της οδηγίας του Συμβουλίου 76/464/ΕΟΚ [5] περιείχε περίπου 130 ουσίες υποκείμενες σε κοινοτική δράση, οι οποίες επελέγησαν λόγω των μεγάλων όγκων παραγωγής τους καθώς επίσης και λόγω της τοξικότητάς τους, της αντοχής και της βιοσυσσώρευσής τους. Μετά από τη δημοσίευση του πίνακα αυτού, ενσωματώθηκαν 17 ουσίες με βάση θυγατρικές οδηγίες (82/176/ΕΟΚ, 83/513/ΕΟΚ, 84/156/ΕΟΚ, 84/491/ΕΟΚ, 86/280/ΕΟΚ) [6], που θεσπίστηκαν στο πλαίσιο της οδηγίας του Συμβουλίου 76/464/ΕΟΚ.

[5] ΕΕ C 176, 14.7.1982, σ. 3.

[6] ΕΕ L 81, 27.3.1982, σ. 29· ΕΕ L 291, 14.10.1983, σ. 1· ΕΕ L 74, 17.3.1984, σ. 49· ΕΕ L 274, 17.10.1984, σ. 11· ΕΕ L 221, 7.8.1986, σ. 51 (τροποποίηση της ΕΕ L 158, 25.6.1988, σ. 35 και ΕΕ L 219, 14.8.1990, σ. 49).

4. Η παραπέρα εφαρμογή των θυγατρικών οδηγιών έγινε όλο και περισσότερο δυσκολότερη για διάφορους λόγους. Πρώτον, διαπιστώθηκε γενικά ότι η μόνη μέση προσέγγιση της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ αποτελεί, τουλάχιστον για τις μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, ανεπαρκές μέσο για τη γενικότερη προστασία του περιβάλλοντος, προστασία η οποία θα έπρεπε να περιλαμβάνει επίσης τις εκπομπές στην ατμόσφαιρα και στα απόβλητα, να εξετάζει δε ακόμη και άλλα θέματα όπως την ορθολογική χρήση της ενέργειας. Δεύτερον, με την οδηγία 76/464/ΕΟΚ εισάγονταν η επιλογή να εφαρμόζονται τεχνικά καθορισμένοι έλεγχοι εκπομπών ή ποιοτικοί στόχοι. Αυτό όμως ήταν αντίθετο προς την αυξάνουσα συνειδητοποίηση ότι μόνο μια «συνδυασμένη προσέγγιση» που θα περιλάμβανε και τα δύο αυτά σκέλη θα ήταν κατάλληλη για προστασία υψηλού επιπέδου. Τρίτον, η οδηγία 76/464/ΕΟΚ δεν προέβλεπε μια ορθολογική και συστηματική χάραξη προτεραιοτήτων κατάταξης των ουσιών για τις οποίες θα έπρεπε να ληφθούν κοινοτικά μέτρα.

5. Με τη θέσπιση της οδηγίας του Συμβουλίου 96/61/ΕΚ στην οποία προβλέπονταν ένα ολοκληρωμένο σύστημα πρόληψης και ελέγχου της ρύπανσης [7] (Οδηγία IPPC) για μεγάλες εγκαταστάσεις, αντιμετωπίζονταν σωστά το πρώτο πρόβλημα αλλά αφήνονταν τα υπόλοιπα προβλήματα άλυτα. Το 1997, η πρόταση της Επιτροπής για τη θέσπιση μιας οδηγίας για τον έλεγχο των εκπομπών στις μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις συνάντησε μικρή υποστήριξη κατά τη διαβούλευση των κρατών μελών και έγινε αντικείμενο κριτικής για την ακαμψία της και για την εγκατάλειψη της αρχής της επικουρικότητας. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν την Επιτροπή στο τελικό συμπέρασμα ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να εισαγάγει στο καθεστώς που δημιουργούσε η οδηγία 76/464/ΕΟΚ τις ενδεδειγμένες τροποποιήσεις που προτείνονται στην WFD.

[7] ΕΕ L 257, 10.10.1996, σ. 26.

6. Τα μέτρα του άρθρου 16 (νέο)/άρθρο 21 (πρώην) της προτεινόμενης WFD εισάγουν μια συνδυασμένη προσέγγιση, που ορίζεται στο άρθρο 10 (νέο)/άρθρο 12α (πρώην) της WFD, σε κοινοτικό επίπεδο. Η συνδυασμένη προσέγγιση απαιτεί την εισαγωγή δύο ανεξάρτητων τύπων μέτρων: τον έλεγχο των εκπομπών στην πηγή τους και τη θέσπιση ποιοτικών προδιαγραφών ως ένα μέσο για την αποτίμηση της επιτυχίας προηγουμένων.

7. Επιπλέον, το Άρθρο 16 (νέο)/Άρθρο 21 (πρώην) περιέχει, για πρώτη φορά, ένα νομικό πλαίσιο και μια σαφή μεθοδολογική βάση για την απόδοση προτεραιότητας στις ουσίες για τις οποίες προβλέπονταν η υιοθέτηση ποιοτικών προδιαγραφών και ελέγχων εκπομπών σε κοινοτικό επίπεδο.

8. Στην αρχική παρουσίαση της WFD το 1997, η Επιτροπή έθετε τη φιλόδοξη προθεσμία στις 31 Δεκεμβρίου 1998 για την εκπόνηση μιας πρότασης στην οποία θα παρουσιάζονταν πίνακας ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων (στο εξής αναφέρεται ως πίνακας προτεραιότητας). Συνάντησε ωστόσο η Επιτροπή σημαντική κριτική επειδή πρότεινε μια διαδικασία χάραξης προτεραιοτήτων που κρίνονταν πολύ χρονοβόρα και περίπλοκη και η οποία δυσχέραινε σημαντικά τον περαιτέρω σχεδιασμό κοινοτικών μέτρων. Αντιδρώντας στην κριτική αυτή, η Επιτροπή πολύ σύντομα τότε ξεκίνησε διαβουλεύσεις εμπειρογνωμόνων για την εκπόνηση ενός γενικότερα παραδεκτού αλγορίθμου στη χάραξη προτεραιοτήτων. Κατά τη διάρκεια τριών γύρων συζητήσεων εμπειρογνωμόνων από τον Φεβρουάριο του 1998 μέχρι τον Απρίλιο του 1999, σχεδιάστηκε η διαδικασία συνδυασμένου ελέγχου και προσομοίωσης για τη χάραξη προτεραιοτήτων (combined monitoring-based and modelling-based priority setting (COMMPS), σε συνεργασία με έναν σύμβουλο, εφαρμόστηκε δε κατά τη διαδικασία επιλογής των προτεινομένων ουσιών προτεραιότητας.

9. Ο πίνακας προτεραιότητας ουσιών θα παίξει βασικό ρόλο στον σχεδιασμό των μελλοντικών ελέγχων για την προστασία των κοινοτικών υδάτων. Η σημαντικότερη από νομική άποψη συνέπεια της θέσπισης προτεραιότητας των ουσιών είναι ότι η Επιτροπή θα πρέπει να παρουσιάσει προτάσεις για ελέγχους εκπομπών και ποιοτικές προδιαγραφές κατά τη χρονική περίοδο που προβλέπεται στο Άρθρο 16 (νέο)/Άρθρο 21 (πρώην) της προτεινόμενης οδηγίας WFD. Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι το καταλληλότερο νομικό μέσο για την εμπέδωση του πίνακα προτεραιότητας είναι η έκδοση μιας απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

10. Στο παρακάτω κείμενο δίδεται σύντομη παρουσίαση του αιτιολογικού σχετικά με την επιλογή των προτεινομένων ουσιών.

2. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΙΔΕΑ

2.1. Βασική προσέγγιση

Το Άρθρο 16 (νέο)/Άρθρο 21 (πρώην) παράγραφος 2 της προτεινόμενης WFD εισάγει τρεις επιλεκτικές στρατηγικές για την κατάταξη των ουσιών προτεραιότητας:

(1) Αξιολογήσεις κινδύνου εκτελούμενες με βάση τον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 [8], την οδηγία του Συμβουλίου 91/414/ΕΟΚ [9] και την οδηγία του Συμβουλίου 98/8/ΕΚ [10] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου·

[8] ΕΕ L 84, 5.4.1993, σ. 1. (Existing Chemicals Regulation).

[9] ΕΕ L 230, 19.8.1991, σ. 1. (Οδηγία για τα προϊόντα φυτικής προστασίας).

[10] ΕΕ L 123, 24.4.1998, σ. 1. (Οδηγία για τα βιοκτόνα).

(2) Στοχοθετημένη αξιολόγηση κινδύνων (με βάση τις μεθόδους του κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 793/93) που επικεντρώνεται αποκλειστικά στην οικοτοξικότητα των υδάτων και την τοξικότητα στον άνθρωπο μέσω του υδατίνου περιβάλλοντος·

ή αν δεν είναι πρακτικά δυνατό στο προβλεπόμενο χρονικό διάστημα,

(3) Μια απλοποιημένη διαδικασία αξιολόγησης κινδύνων, βάσει επιστημονικών αρχών στην οποία λαμβάνονται υπόψη:

- στοιχεία σχετικά με το εγγενή ρίσκο της αναφερόμενης ουσίας και, συγκεκριμένα, την οικοτοξικότητά της στο νερό και την τοξικότητα στον άνθρωπο από έκθεση στο νερό·

- στοιχεία προερχόμενα από ελέγχους ευρέων περιβαλλοντικών μολύνσεων και

- άλλοι αποδεδειγμένοι παράγοντες που απεικονίζουν ευρείες περιβαλλοντικές μολύνσεις, όπως παραγωγή, χρήση και τρόποι χρησιμοποίησης της αναφερόμενης ουσίας.

11. Ενώ ο τελικός στόχος της πρότασης Οδηγίας Πλαισίου υδάτων σχετικά με τις επικίνδυνες ουσίες παραμένει θέμα προς συζήτηση στα επόμενα στάδια των διαπραγματεύσεων, η προαναφερόμενη στρατηγική επιλογής δεν δέχθηκε σοβαρή κριτική από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και υποστηρίχθηκε από το Συμβούλιο Υπουργών στην Κοινή Θέση του της 22 Οκτωβρίου 1999.

12. Αξιολογήσεις κινδύνων βάσει του κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 και βάσει της οδηγίας του Συμβουλίου 91/414/ΕΟΚ απευθύνονται σε όλες τις ουσίες πάνω στη βάση καλά σχεδιασμένης αλλά χρονοβόρου διαδικασίας. Έτσι, οι αξιολογήσεις κινδύνου έχουν περατωθεί για μόνο λίγες ουσίες. Με βάση την οδηγία του Συμβουλίου 98/8/ΕΚ, δεν πραγματοποιήθηκαν αξιολογήσεις κινδύνου μέχρι σήμερα. Επομένως είναι προφανές ότι η σημερινή κατάσταση των αξιολογήσεων κινδύνου δεν επιτρέπει την ύπαρξη μιας αρκετά πλατιάς βάσης για την εκπόνηση πίνακα προτεραιότητας των ουσιών στο νερό.

13. Στοχοθετημένες ή ad-hoc αξιολογήσεις κινδύνου πιστεύεται γενικότερα ότι είναι λιγότερο χρονοβόρες αφού είναι και λιγότερο ευρείες. Ωστόσο, δεν υπάρχει κάποια προσυμφωνημένη διαδικασία για την εκτέλεση τέτοιων αξιολογήσεων ενώ και η χρονική τους διάρκεια εξακολουθεί να παραμένει σημαντική. Γίνεται επομένως φανερό ότι από τις τρεις στρατηγικές που περιγράφηκαν παραπάνω μόνο ο τρίτος δρόμος γ είναι εφαρμόσιμος από πρακτική άποψη σε εύλογα μικρό χρονικό διάστημα.

14. Λαμβάνοντας τη στρατηγική γ ως βάση, η διαδικασία συνδυασμένου ελέγχου παρακολούθησης και προσομοίωσης για τη χάραξη προτεραιοτήτων (COMMPS) έχει χαρακτηρισθεί ως επιστημονικά βάσιμη, απλουστευμένη μέθοδος αξιολόγησης κινδύνων για την απόδοση προτεραιότητας.

2.2. Στοιχεία σχετικά με την αυτόματη κατάταξη προτεραιοτήτων του COMMPS

15. Οι τεχνικές λεπτομέρειες της διαδικασίας COMMPS περιγράφονταν στο έγγραφο εργασίας της Επιτροπής M0498WD1 και στην έκθεση έρευνας (Declaration ref: 98/788/3040/DEB/E1) «Αναθεωρημένη πρόταση για έναν πίνακα ουσιών προτεραιότητας στην Οδηγία Πλαίσιο υδάτων (διαδικασία COMMPS)» που εκπονήθηκε από το Fraunhofer Institute περιβαλλοντικής χημείας και οικοτοξικολογίας, Γερμανία. Στις παρακάτω παραγράφους δίνεται μια σύντομη περίληψη της τεχνικής διαδικασίας.

16. Κίνδυνος, στην συνήθη έννοια του, είναι ο συνδυασμός της πιθανότητας να συμβεί ένα ανεπιθύμητο γεγονός με τη σοβαρότητα των συνεπειών που αυτό επιφέρει. Για τα υδάτινα οικοσυστήματα, μπορεί να εκφραστεί ο κίνδυνος, σε περισσότερο τεχνικούς όρους, ως προϊόν της συγκέντρωσης μιας ουσίας που βρίσκεται στο υδάτινο περιβάλλον και του εγγενούς ρίσκου που αυτή προκαλεί στο σύστημα αυτό. Σκοπός της διαδικασίας COMMPS είναι να καταρτισθεί πίνακας ουσιών που ταξινομήθηκαν με βάση τον σχετικό κίνδυνο που παρουσιάζουν για το υδάτινο οικοσύστημα. Η κατάταξη μιας ουσίας καθορίζεται πολλαπλασιάζοντας κάποιο νούμερο που αντιστοιχεί στην περιβαλλοντική έκθεση επί το νούμερο που αντιστοιχεί στον βαθμό ανεπιθύμητων δράσεων που προκαλεί η ουσία. Σε επόμενο στάδιο, οι ουσίες προτεραιότητας επιλέγονται από τον εν λόγω πίνακα κατάταξης με βάση την εκτίμηση των εμπειρογνωμόνων, η οποία λαμβάνει υπόψη πρόσθετα στοιχεία σχετικά με τις περιβαλλοντικές ανησυχίες που ανακινούν οι εν λόγω ουσίες.

17. Τα υδάτινα οικοσυστήματα αποτελούνται από μερικά υπο-συστήματα. Από αυτά, το υδάτινο τμήμα (επιφανειακά νερά) και το ιζηματογενές τμήμα είναι τα δύο σοβαρότερα υπο-συστήματα τα οποία εξετάζονται στη μελέτη COMMPS σε συστηματική βάση.

2.2.1. Υποψήφιες ουσίες

18. Οι ουσίες που υπόκεινται στη μελέτη COMMPS επιλέχθηκαν από διάφορους επίσημους πίνακες και προγράμματα ελέγχων. Η βασική ιδέα για την προσέγγιση βάσει πινάκων είναι να εξασφαλιστεί ότι θα κρατηθούν οι ουσίες που έχουν ήδη επιλεγεί ως προβληματικές και για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα επαρκή στοιχεία. Οι ουσίες των παρακάτω πινάκων περιλαμβάνονται στη διαδικασία COMMPS:

- Πίνακας 1 και 2 της οδηγίας του Συμβουλίου 76/464/ΕΟΚ

- Παράρτημα 1Α και 1Δ της Τρίτης Διάσκεψης για τη Βόρεια Θάλασσα

- Πίνακες προτεραιότητας 1 έως 3, του κανονισμού του Συμβουλίου αριθ. 793/93

- Πίνακας OSPAR για υποψήφιες ουσίες

- Πίνακας HELCOM για ουσίες προτεραιότητας

- Πίνακες προτεραιότητας της οδηγίας του Συμβουλίου 91/414/ΕΟΚ.

19. Επιπλέον, όλες οι ουσίες για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία παρακολούθησης περιλαμβάνονται στη διαδικασία COMMPS.

20. Οι εν λόγω ουσίες υποβλήθηκαν στα εξής στάδια αξιολόγησης κατά την εφαρμογή της διαδικασίας COMMPS.

2.2.2. Πίνακες προτεραιότητας για το νερό (πίνακες A+B)

21. Για τον υπολογισμό του βαθμού υδάτινης έκθεσης, αξιοποιήθηκαν δύο μεγάλες πηγές στοιχείων έκθεσης στη διαδικασία COMMPS για τα δεδομένα ελέγχου και προσομοίωσης. Ωστόσο, τα δεδομένα ελέγχου χρησιμοποιήθηκαν μόνο όταν τα δεδομένα παρακολούθησης αποδεικνύονταν ακατάλληλα ή ανύπαρκτα. Για προϊόντα φυτοπροστασίας και μέταλλα πραγματοποιήθηκε μόνο αξιολόγηση με βάση ελέγχους επειδή τα εξετασθέντα στοιχεία υπερεπαρκούσαν ενώ δεν υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία για ενδεδειγμένα μοντέλα προσομοίωσης.

22. Για την έκθεση COMMPS, συγκεντρώθηκαν δεδομένα ελέγχου από όλα τα 15 κράτη μέλη και από τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις διάθεσης ύδατος. Παρασχέθηκαν και αξιολογήθηκαν 752.000 μεμονωμένα στοιχεία για 330 ουσίες συνολικά (περιλαμβανομένων και μετάλλων). Επειδή τα δίκτυα ελέγχου που λειτουργούν στα κράτη μέλη δεν έχουν σχεδιαστεί κατά εναρμονισμένο τρόπο, έπρεπε να εφαρμοστούν αυστηροί κανόνες αξιολόγησης κατά την εφαρμογή της διαδικασίας COMMPS ώστε να εξασφαλίζεται η στατιστική ομοιομορφία των χρησιμοποιούμενων στοιχείων. Στοιχεία ελέγχου εξετάσθηκαν για την ευλογοφάνεια, αντιπροσωπευτικότητα και στατιστική σημασία τους. Ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης αυτής, σημαντικός αριθμός των παρεχομένων δεδομένων έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Για παράδειγμα, το κριτήριο του COMMPS για την αντιπροσωπευτικότητα των δεδομένων απαιτεί η ουσία να ελέγχεται σε τουλάχιστον τρία κράτη μέλη ή τουλάχιστον σε δύο διαφορετικές υπερσυνοριακές λεκάνες ποταμών όπου εμπλέκονται δύο ή περισσότερα κράτη μέλη. Το κριτήριο αυτό οδήγησε στη μείωση του συνολικού αριθμού ουσιών κατά περίπου 70% επειδή για πολλές ουσίες υπήρχαν στοιχεία ελέγχου που παρέχονταν από μόνο ένα κράτος μέλος. Με βάση την επιλογή των δεδομένων ελέγχου, υπολογίστηκε μια συνολική μέση τιμή για κάθε σταθμό δειγματοληψίας. Για να ληφθεί ο βαθμός έκθεσης, υπολογίστηκε το 90-εκατοστημόριο των εν λόγω συνολικών μέσων τιμών. Ο αριθμός αυτός ρυθμίστηκε έτσι ώστε ο μέγιστος δυνατός βαθμός να είναι 10. Τελικά, εκπονήθηκε πίνακας κατάταξης 86 ουσιών.

23. Ο μεγάλος αριθμός ουσιών που αποκλείστηκαν για στατιστικούς λόγους υπογραμμίζει τη σημασία της χρησιμοποίησης δεδομένων προσομοίωσης ως πρόσθετης και συμπληρωματικής πηγής πληροφοριών. Για να υπάρχει συνοχή στοιχείων, η διαδικασία COMMPS αξιοποιεί το μοντέλο έκθεσης EURAM, το οποίο εκπονήθηκε για την επιλογή προτεραιότητας των χημικών ουσιών που κυκλοφορούν στο εμπόριο δυνάμει του κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 793/93. Το μοντέλο αυτό παρέχει στοιχεία έκθεσης σε πανευρωπαϊκή κλίμακα με βάση γνωστούς όγκους παραγωγής, σχήματα χρησιμοποίησης, περιβαλλοντικής διασποράς και οδών αποδόμησης. Το European Chemicals Bureau παρέσχε στοιχεία έκθεσης για 318 από τις υποψήφιες ουσίες. Για τις άλλες υποψήφιες ουσίες ο υπολογισμός των βαθμών έκθεσης δεν ήταν εφικτός επειδή δεν υπήρχαν διαθέσιμα τα απαιτούμενα δεδομένα. Ορισμένες ουσίες αποκλείστηκαν από τη διαδικασία κατάταξης επειδή πρόκειται για προϊόντα φυτοπροστασίας, ανόργανα μεταλλικά προϊόντα ή ουσίες προστατευόμενες από κανόνες εμπιστευτικότητας που έχουν συμφωνηθεί με τη βιομηχανία. Ωστόσο, τα περισσότερα από τα προϊόντα φυτοπροστασίας και τα μέταλλα έχουν ήδη αξιολογηθεί στον πίνακα ελέγχου. Τελικά, περιελήφθησαν 123 ουσίες στον πίνακα προσομοίωσης.

24. Ο βαθμός επιδράσεων στο νερό που χρησιμοποιήθηκε στην COMMPS είναι συνδυασμένος βαθμός στον οποίο λαμβάνονται υπόψη οι άμεσες και έμμεσες επιδράσεις στους υδρόβιους οργανισμούς καθώς και οι επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία. Οι άμεσες τοξικές επιδράσεις εκφράζονται ως ανενεργές συγκεντρώσεις, πράγμα το οποίο προήλθε από δεδομένα οικοτοξικολογικών δοκιμών σύμφωνα με τους κανόνες του παραρτήματος V της προτεινόμενης WFD. Οι έμμεσες επιδράσεις που προκαλούνται από ουσίες που σωρεύονται στους βιολογικούς οργανισμούς εκφράζονται ως συντελεστές βιοσυσσώρευσης ή συντελεστές κατανομής νερού/οκτανόλης. Οι επιδράσεις επί της ανθρώπινης υγείας μετά από έκθεση στο υδάτινο περιβάλλον, όπως λόγου χάριν από την κατανάλωση πόσιμου νερού ή από έκθεση κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων αναψυχής, εκφράζονται ως φράσεις-R που χαρακτηρίζουν τις πιθανότητες καρκινογένεσης, μεταλλαξιγένεσης και τερατογένεσης καθώς επίσης και χρόνιες επιδράσεις δια της στοματικής οδού. Ο τελικός βαθμός επιδράσεων που χαρακτηρίζει κάθε ουσία διαμορφώνεται έτσι ώστε ο μέγιστος βαθμός να είναι 10. Το σχετικό βάρος των άμεσων, έμμεσων επιδράσεων και των επιδράσεων επί της ανθρώπινης υγείας γίνεται έτσι 5:3:2, αντίστοιχα.

25. Η τράπεζα δεδομένων με στοιχεία επιδράσεων που χρησιμοποιήθηκαν στη διαδικασία COMMPS εξετάστηκε εμπεριστατωμένα και συμπληρώθηκε σε συνεργασία με διάφορους εμπειρογνώμονες. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην επίτευξη συμβατότητας με τις τρέχουσες εργασίες αξιολόγησης κινδύνων και στον καθορισμό προτεραιοτήτων με βάση τον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 και την οδηγία του Συμβουλίου 91/414/ΕΟΚ.

26. Ο τελικός βαθμός στο νερό που αποτιμά τον σχετικό κίνδυνο που παρουσιάζει μια ουσία για το υδάτινο τμήμα υπολογίζεται στη διαδικασία του COMMPS ως προϊόν της έκθεσης στο υδάτινο τμήμα και του βαθμού επιδράσεως του υδάτινου τμήματος. Επειδή χρησιμοποιήθηκαν δύο διαφορετικές πηγές δεδομένων έκθεσης κατά τρόπο συμπληρωματικό, εκπονήθηκαν δύο πίνακες, ένας βασιζόμενος σε στοιχεία ελέγχου και άλλος ένας σε στοιχεία προσομοίωσης.

2.2.3. Πίνακας προτεραιότητας για το ίζημα (πίνακας Γ)

27. Ουσίες που έχουν έντονη τάση να συσσωρεύονται στα ιζήματα μπορεί να εμφανίζονται σε αυτά μόνο σε μικρές συγκεντρώσεις και, επομένως, να εμφανίζουν χαμηλό βαθμό στον πίνακα προτεραιότητας του υδατίνου περιβάλλοντος. Γι' αυτόν τον λόγο εκπονήθηκε στη διαδικασία COMMPS χωριστός πίνακας κατάταξης για το ίζημα.

28. Ο βαθμός έκθεσης στα ιζήματα εξήχθη από τη διαδικασία COMMPS σε πλήρη αναλογία με το υδάτινο τμήμα. Στην έκθεση COMMPS, αξιοποιήθηκαν 69.000 δεδομένα ελέγχου ιζημάτων 221 ουσιών από 10 διαφορετικά κράτη μέλη. Μετά από εξέταση της ευλογοφάνειας, αντιπροσωπευτικότητας και στατιστικής σημασίας τους, τελικά εισήχθησαν 60 ουσίες στη διαδικασία κατάταξης. Ενοείται ότι το ποσοστό απόρριψης ήταν περίπου αντίστοιχο προς εκείνο που σημειώθηκε στην κατάταξη των δεδομένων του υδατίνου τμήματος.

29. Λόγω ανυπαρξίας των ενδεδειγμένων μοντέλων και των αμφιβολιών που υπάρχουν σε ό,τι αφορά τις δράσεις και τις εκθέσεις, δεν έγινε κάποια προσπάθεια προσομοίωσης στη διαδικασία COMMPS για το ίζημα· δηλ. ο βαθμός έκθεσης βασίζονταν μόνο σε δεδομένα ελέγχου ιζημάτων.

30. Ο βαθμός επίδρασης ιζημάτων προσδιορίστηκε με τον ίδιο τρόπο όπως και στο υδάτινο τμήμα. Ωστόσο, ένα από τα βασικά προβλήματα στην αξιολόγηση των άμεσων επιδράσεων είναι η ανυπαρξία στοιχείων σχετικά με τις επιδράσεις επί των οργανισμών που ζουν στα ιζήματα ή επί των ψαριών που τρέφονται στον βυθό. Επομένως, οι ανενεργές επί του ιζήματος τιμές εξήχθησαν με τη μετατροπή των δεδομένων οικοτοξικότητας στο υδάτινο τμήμα χρησιμοποιώντας τους γνωστούς συντελεστές κατανομής νερού-ιζήματος.

31. Ο τελικός βαθμός ιζημάτων υπολογίστηκε με τον ίδιο τρόπο όπως και ο τελικός βαθμός στο υδάτινο τμήμα, θεωρουμένου ως προϊόντος του βαθμού έκθεσης ιζημάτων και του βαθμού επίδρασης ιζημάτων.

32. Περιληπτικά, εκπονήθηκαν πίνακες κατάταξης κινδύνων στη διαδικασία COMMPS σε αυτόματη βάση ως εξής:

-Πίνακας Α: ένας πίνακας οργανικών ρύπων στο υδάτινο τμήμα βάσει δεδομένων ελέγχου σε αυτό.

-Πίνακας B: ένας πίνακας οργανικών ρύπων στο υδάτινο τμήμα βασισμένος σε αποτελέσματα προσομοίωσης σε αυτό.

-Πίνακας Γ: ένας πίνακας οργανικών ρύπων που προσροφώνται στα ιζήματα, βασισμένος σε δεδομένα παρακολούθησης στα ιζήματα ή σε αιωρούμενα στερεά σωματίδια.

-Πίνακας Δ: ορισμένοι πίνακες μετάλλων βασισμένοι σε δεδομένα ελέγχων στο υδάτινο περιβάλλον με την αποδοχή διαφόρων σεναρίων έκθεσης και σεναρίων επίδρασης.

2.2.4. Πίνακας προτεραιότητας μετάλλων (πίνακας Δ)

33. Τα μέταλλα εμφανίζονται στη φύση σε διαφορετικές τοπικές συγκεντρώσεις και μορφές. Η βιοδιαθεσιμότητα των μετάλλων στους υδρόβιους οργανισμούς εξαρτάται έντονα από τις προϋποθέσεις αυτές. Επιπλέον, πολλοί οργανισμοί έχουν αναπτύξει ενεργούς μηχανισμούς πρόσληψης και απόρριψης μετάλλων με τους οποίους είναι ικανοί να προσαρμόζονται σε τοπικές βασικές συνθήκες. Με τα δεδομένα αυτά, είναι δύσκολο να εξαχθεί ένας εντελώς ικανοποιητικός βαθμός κινδύνου. Για τους σκοπούς της έκθεσης COMMPS, εκπονήθηκε μια σειρά σεναρίων κατάταξης με βάση ορισμένες ιδεώδεις υποθέσεις έκθεσης και επιδράσεων, αναφορικά με τις βασικές τιμές και αναλογίες μετάλλων εν διαλύσει σε σχέση προς τις συνολικές συγκεντρώσεις αυτών. Για να ληφθεί μια εικόνα των κυρίων διαφορών μεταξύ μετάλλων και οργανικών ουσιών, οι πίνακες κατάταξης μετάλλων εκπονήθηκαν χωριστά από αυτούς των οργανικών ρύπων. Σημαντικότερος αριθμός δεδομένων ελέγχου υπήρχε διαθέσιμος για τα μέταλλα και δεν ήταν επομένως αναγκαίο να χρησιμοποιηθούν δεδομένα προσομοίωσης για την κατάταξή τους. Χρησιμοποιήθηκαν τα αποτελέσματα διαφόρων σεναρίων κατάταξης για μια επιστημονική αποτίμηση ώστε να επιλεγούν τα μέταλλα που θα έπαιρναν προτεραιότητα.

2.3. Τεχνική αξιολόγηση για την επιλογή ουσιών προτεραιότητας

34. Κατά το δεύτερο βήμα της διαδικασίας COMMPS, επελέγησαν ουσίες προτεραιότητας από τους τέσσερις πίνακες κατάταξης κινδύνων. Για τον σκοπό αυτόν, στην έκθεση COMMPS επελέγη μια υποομάδα ουσιών με τις υψηλότερες τιμές ως υποψήφιες προτεραιότητας ουσίες. Αποκλείστηκαν οι ουσίες οι οποίες έχουν ευρύτερα απαγορευτεί με βάση τις οδηγίες του Συμβουλίου 76/769/ΕΟΚ και 79/117/ΕΟΚ [11] ή που δεν χρησιμοποιούνται στα κράτη μέλη και μπορούν επομένως να θεωρηθούν ως «ιστορικοί ρύποι» (όπως το DDT ή η αλδρίνη, η διελδρίνη και η ισοδρίνη). Επίσης, ομαδοποιήθηκαν σε μια ομάδα ορισμένες ουσίες που κανονικά συναντώνται ως μίγματα (όπως τα τριχλωροβενζόλια ή τα PAH).

[11] ΕΕ L 262, 27.9.1976, σ. 201 (οδηγία του Συμβουλίου 76/769/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τους περιορισμούς εμπορίας και χρήσης ορισμένων επικινδύνων ουσιών και παρασκευασμάτων).

35. Η εξαίρεση των «ιστορικών ρύπων» έγινε για καθέναν χωριστά και μετά από πρόταση του συμβούλου που κατόπιν επανεξετάστηκε από τεχνικούς εμπειρογνώμονες. Εκτός από μια ευρεία απαγόρευση της κοινοτικής νομοθεσίας, όλες οι αποκλειόμενες ουσίες υπόκεινται στο πρωτόκολλο UN-ECE POP [12] και ευρίσκονται υπό συζήτηση για παγκόσμια απαγόρευση δυνάμει της σύμβασης UNEP-POP [13]. Επιπλέον η προτεινόμενη Οδηγία Πλαίσιο Υδάτων απαιτεί από τα κράτη μέλη να επιλέξουν τις ουσίες οι οποίες δημιουργούν ανησυχίες στις διάφορες ποτάμιες λεκάνες. Για τις ουσίες αυτές θα πρέπει να εφαρμοστεί η «συνδυασμένη προσέγγιση». Αυτό υπονοεί ότι αν ο λόγος για τη μη επίτευξη «ικανοποιητικού οικολογικού καθεστώτος» των επιφανειακών νερών οφείλεται στη ρύπανση ιζημάτων από «ιστορικούς ρύπους», τα κράτη μέλη πρέπει να το αναφέρουν σχετικά στο σχέδιο διαχείρισης ποτάμιας λεκάνης - river basin management plan» και να προτείνουν επανορθωτική δράση στο «πρόγραμμα μέτρων».

[12] Ηνωμένα Έθνη - Οικονομική Επιτροπή για την Ευρώπη: πρωτόκολλο της Σύμβασης του 1979 για την μεγάλης ακτίνας διασυνοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση από ανθεκτικούς οργανικούς ρύπους (POP). Aarhus (Δανία), 24 Ιουνίου 1998.

[13] Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών: International Legally Binding Instrument for Implementing International Action on Certain Persistent Organic Pollutants (υπό διαπραγμάτευση).

36. Στην έκθεση COMMPS παρέχεται μια σύσταση για την επιλογή των ουσιών προτεραιότητας από τους πίνακες προτεραιότητας υποψηφίων ουσιών. Η σύσταση αυτή συζητήθηκε με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, τη βιομηχανία και άλλους παράγοντες καθώς επίσης και την Επιστημονική Επιτροπή Τοξικότητας, Οικοτοξικότητας και Περιβάλλοντος (CSTEE) και της Ευρωπαϊκής υπηρεσίας χημικών ουσιών (ECB) στη σύσκεψη της 19ης Απριλίου 1999. Ως απάντηση στα διατυπωθέντα σχόλια των εμπειρογνωμόνων από την Επιτροπή και με βάση τη γνωμοδότηση του CSTEE της 28.9.1999, παρουσιάζονται στα εξής πορίσματα:

2.3.1. Επιλογή ουσιών του πίνακα Α (οργανικές ουσίες, βάσει δεδομένων του ελέγχου στο νερό):

37. Ο πίνακας Α περιέχει 20 υποψήφιες ουσίες που ελήφθησαν με βάση τον τελικό βαθμό επιδράσεων επί του υδατίνου περιβάλλοντος. Κάθε μεμονωμένη ουσία χαρακτηρίζονταν με έναν αριθμό που αντιστοιχούσε στην προτεραιότητά της στον πίνακα κατάταξης, όπου ο αριθμός κατάταξης 1 υπονοούσε την υψηλότερη προτεραιότητα, κ.ο.κ. Η 20η υποψήφια ουσία (σιμαζίνη) έχει προτεραιότητα 39 και όχι 20η, λόγω αποκλεισμού και ομαδοποίησης άλλων ουσιών. Οι τιμές έκθεσης των υποψηφίων ουσιών βασίζονται σε ικανοποιητικώς αξιολογηθέντα δεδομένα ελέγχου. Για τις περισσότερες από τις ουσίες, εκτός από ορισμένους πολυαρωματικούς υδρογονάνθρακες, ο βαθμός επιδράσεων προέκυψε από δεδομένα δοκιμασιών και όχι από συμβατικές τιμές. Για τους λόγους αυτούς, η υψηλή προτεραιότητα των ουσιών είναι καλά εδραιωμένη. Προβλήθηκαν έγκυρα επιχειρήματα, κατά τις συζητήσεις των εμπειρογνωμόνων, που δικαιολογούσαν την εξαίρεση ορισμένων ουσιών από τον πίνακα προτεραιότητας ή και την ενσωμάτωσή τους υπό τροποποιημένη μορφή. Αυτό αφορά τις εξής ουσίες ή ομάδες ουσιών:

38. Πολυαρωματικοί υδρογονάνθρακες (PAH): όλες οι ουσίες κατατάσσονται από το 1 έως το 55. Μερικές από τις ουσίες αυτές παράγονται και χρησιμοποιούνται επί σκοπόν, όπως π.χ. το ναφθαλένιο και το ανθρακένιο, που έχουν υψηλές προτεραιότητες και τα δύο. Οι περισσότεροι από τους PAH με υψηλή προτεραιότητα διασπείρονται στο περιβάλλον μάλλον ακουσίως ως παραπροϊόντα ορισμένων δραστηριοτήτων, όπως π.χ. στις καύσεις. Είναι κοινή πρακτική να επιλέγονται ορισμένες από τις ουσίες αυτές ως ενδεικτικές παράμετροι. Για παράδειγμα, στην οδηγία του Συμβουλίου 98/83/ΕΚ για την ποιότητα των υδάτων που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση [14], προσδιορίστηκαν οριακές τιμές για μια υποομάδα 5 συγκεκριμένων ουσιών. Γι' αυτό το λόγο επομένως, προτείνεται ο πίνακας πρώτης προτεραιότητας να περιλαμβάνει επίσης το ναφθαλένιο και το ανθρακένιο ως μεμονωμένα προϊόντα, επειδή παράγονται σε σημαντικές ποσότητες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι άλλοι PAH μπορούν να τοποθετηθούν στον πίνακα ως ομάδα, προσδιορίζοντας τις ουσίες εκείνες οι οποίες λαμβάνονται ως ενδεικτικές παράμετροι και οι οποίες διαρρυθμίζονται με βάση την οδηγία του Συμβουλίου 98/83/ΕΚ μαζί με το φθορανθένιο.

[14] ΕΕ L 330, 5.12.1998, σ. 32.

39. Επταχλώριο: το εντομοκτόνο αυτό έχει βαθμό προτεραιότητας 10 στον πίνακα κατάταξης στο υδάτινο τμήμα. Η εμπορία και η χρήση της ουσίας αυτής ως προϊόντος φυτοπροστασίας απαγορεύεται με βάση την οδηγία του Συμβουλίου 79/117/ΕΟΚ η οποία απαγορεύει τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση προϊόντων φυτοπροστασίας που περιέχουν ορισμένες ενεργές ουσίες [15]. Το επταχλώριο περιλαμβάνεται στον πίνακα ΡΟΡ (persistent organic pollutants) που υιοθετήθηκε δυνάμει της σύμβασης UN-ECE για τη μεγάλης ακτίνας μεταφορά ατμοσφαιρικών ρύπων. Ωστόσο δεν βρέθηκαν ενδείξεις για την παραγωγή και τη χρήση του επταχλωρίου στην Ευρώπη. Το επταχλώριο μπορεί επομένως να θεωρείται ως «ιστορικός ρύπος», όπως η αλδρίνη ή η διελδρίνη και κατά συνέπεια να αποκλεισθεί από τον πίνακα προτεραιότητας.

[15] ΕΕ L 33, 8.2.1979, σ. 36.

40. Μονοχλωρονιτροβενζόλια: μετά την εκπόνηση της έκθεσης COMMPS βρέθηκε ότι η υψηλή προτεραιότητα του αριθμού 14 για ένα από τα ισομερή (3-χλωρονιτροβενζόλιο) οφείλονταν σε σφάλμα εκτίμησης στα αναφερόμενα δεδομένα ενός κράτους μέλους. Εκ νέου υπολογισμός οδήγησε σε προτεραιότητα αριθ. 66 του πίνακα κατάταξης. Επομένως, τα μονοχλωρονιτροβενζόλια αφαιρέθηκαν από τον πίνακα προτεραιότητας.

41. Τριχλωροβενζόλια: η ομάδα αυτή συνίσταται σε τρία διαφορετικά ισομερή εκ των οποίων μόνο το ένα (1,2,4-τριχλωροβενζόλιο) έχει προτεραιότητα υψηλότερη από ό,τι η ουσία με την πιο χαμηλή κατάταξη του τελικού πίνακα (δηλ. η σιμαζίνη). Αφού τα τριχλωροβενζόλια παράγονται υπό μορφή τεχνικών μιγμάτων περιλαμβανόντων και τα τρία ισομερή, προτείνεται να περιληφθούν τα τριχλωροβενζόλια στον πίνακα προτεραιότητας ως ομάδα, διευκρινίζοντας ότι το 1,2,4-τριχλωροβενζόλιο είναι ενδεικτική παράμετρος.

42. Ενδοσουλφάνιο: το τεχνικό μίγμα του εντομοκτόνου ευρέως φάσματος, αποτελείται από διάφορα ισομερή εκ των οποίων μόνο το ένα, το άλφα ισομερές, έχει προτεραιότητα υψηλότερη από ό,τι η σιμαζίνη. Αφού το ενδοσουλφάνιο παράγεται ως τεχνικό μίγμα που περιέχει όλα τα ισομερή, προτείνεται να περιληφθεί το ενδοσουλφάνιο στον πίνακα προτεραιότητας ως ομάδα, διευκρινίζοντας ότι το άλφα ισομερές είναι ενδεικτική παράμετρος.

43. Το τεχνικό εξαχλωροκυκλοεξάνιο (HCH) αποτελείται από διάφορα ισομερή από τα οποία μόνο το γάμα ισομερές δρα ως εντομοκτόνο. Το λινδάνιο είναι μίγμα το οποίο περιέχει τουλάχιστο 99% του ισομερούς αυτού. Η οδηγία του Συμβουλίου 79/117/ΕΟΚ απαγορεύει την εμπορία ή χρήση της ουσίας ως προϊόντος φυτοπροστασίας, του τεχνικού HCH δηλαδή, με εξαίρεση το λινδάνιο. Υπάρχει μόνο ένα σημείο παραγωγής λινδανίου στην Ευρώπη και μάλιστα στην Ανατολική Ευρώπη. Ενώ ορισμένα ισομερή του HCH έχουν πάρει προτεραιότητες υψηλότερες από αυτήν της σιμαζίνης, το λινδάνιο το ίδιο εμφανίζεται με μικρότερη προτεραιότητα (κατάταξη 45) στον πίνακα κατάταξης. Ωστόσο, αφού είναι πιθανό ότι τα ισομερή του HCH που τους έχουν δοθεί υψηλές προτεραιότητες κατανέμονται σε επιφανειακά νερά λόγω της χρήσης του τεχνικού λινδανίου, προτείνεται να περιληφθεί το HCH ως ομάδα ουσιών στον πίνακα προτεραιότητας, διευκρινίζοντας ότι το ισομερές γάμα αποτελεί την ενδεικτική παράμετρο.

44. Ανακεφαλαιώνοντας, προτείνεται η ενσωμάτωση των εξής ουσιών του πίνακα Α στον πίνακα πρώτης προτεραιότητας (ενδεικτική παράμετρος για ομάδες ουσιών μέσα σε παρενθέσεις):

- PAH (βενζο(α)πυρένιο, βενζο(β)φθορανθένιο, βενζο(g,h,i)περυλένιο, βενζο(k)φθορανθένιο, ινδενο(1,2,3-cd)πυρένιο, φθορανθένιο)

- Ναφθαλένιο

- Ανθρακένιο

- Πενταχλωροφαινόλη

- Chlorpyrifos

- Εξαχλωροβενζόλιο

- Τριχλωροβενζόλια (1,2,4-τριχλωροβενζόλιο)

- Chlorfenvinphos

- Diuron

- Τριφλουραλίνη

- Τριχλωρομεθάνιο

- Διχλωρομεθάνιο

- 1,2-διχλωροαιθάνιο

- Isoproturon

- Ενδοσουλφάνιο (άλφα-ενδοσουλφάνιο)

- Alachlor

- Εξαχλωροβουταδιένιο

- Εξαχλωροκυκλοεξάνιο (γάμα-HCH, λινδάνιο)

- Ατραζίνη

- Σιμαζίνη.

2.3.2. Επιλογή ουσιών του πίνακα Β (οργανικές ουσίες, βάσει δεδομένων έκθεσης με προσομοίωση στο νερό):

45. Ο πίνακας Β περιέχει 20 υποψήφιες ουσίες που ελήφθησαν με βάση τους τελικούς βαθμούς. Επειδή δεν αποκλείστηκαν ή δεν ενσωματώθηκαν κάποιες ουσίες σε κάποια ομάδα, η προτεραιότητα της 20ης ουσίας είναι 20 στον αρχικό πίνακα κατάταξης. Η κατάταξη έκθεσης με προσομοίωση μιας ουσίας μπορεί να βασίζεται σε μία ή διάφορες συμβατικές τιμές για διάφορους όγκους παραγωγής, τρόπους χρήσης, αποικοδόμηση και κατανομή. Κατά συνέπεια, η τεχνική αιτιολόγηση θα πρέπει να παίξει σημαντικό ρόλο σε ό,τι αφορά την προτεραιότητα που αποδίδεται σε μια ουσία με βάση δεδομένα προσομοίωσης. Υπό το φως των δεδομένων που παρέχονται στην έκθεση του COMMPS και τις απόψεις των εμπειρογνωμόνων, διατυπώνεται η παρακάτω πρόταση για ενσωμάτωση ή αποκλεισμό υποψηφίων ουσιών στον τελικό πίνακα προτεραιότητας:

46. Υποχλωριώδες (άλας νατρίου), χλώριο, θειικό διμεθύλιο και επιχλωρυδρίνη αποκλείονται επειδή εμφανίζουν υψηλή αντιδραστικότητα ή τάση προς υδρόλυση στο νερό που δεν αντικατοπτρίζεται στο μοντέλο έκθεσης.

47. Υπερβορικό οξύ (άλας νατρίου), ανόργανα έλαια, τετρααιθυλιούχος μόλυβδος, λιπαρές αλκυλαμίνες, θειικό δις(υδροξυλαμμώνιο) και φθαλικό διαιθύλιο (DEP), αποκλείονται επειδή εμφανίζουν μεγάλη αβεβαιότητα κατάταξης (χρησιμοποιήθηκαν συμβατικές τιμές για τους όγκους παραγωγής, τους τρόπους χρήσης και διάθεσης) και/ή επειδή δεν υπάρχουν πρόσθετα πληροφοριακά στοιχεία διαθέσιμα που να επιτρέπουν τη διακρίβωση της υψηλής τους προτεραιότητας.

48. Ανιλίνη, διχλωριούχος διβουλτίνη και 4,4'-μεθυλενδιανιλίνη αποκλείστηκαν επειδή υπήρχαν διαθέσιμα δεδομένα ελέγχου και προσομοίωσης σε περιφερειακή κλίμακα που υπονοούσαν ότι οι ουσίες θα πρέπει να έχουν χαμηλή προτεραιότητα σε πίνακα κατάταξης με βάση δεδομένα ελέγχων, σε σχέση προς τις άλλες ουσίες που επελέγησαν από τον πίνακα αυτόν.

49. Βενζόλιο: η ουσία αυτή εμφανίζει τον υψηλότερο βαθμό επιπτώσεων επί της ανθρώπινης υγείας λόγω της καρκινογόνου δράσης της. Στις συζητήσεις των εμπειρογνωμόνων αναφέρθηκε ότι η μέγιστη οδός πρόσληψης, σε ό,τι αφορά την καρκινογόνο δράση της ουσίας, είναι η εισπνοή μάλλον παρά η έκθεση μέσω του νερού. Ωστόσο, ο βαθμός επιδράσεως του βενζολίου βασίζεται στον χαρακτηρισμό κινδύνου R45, ο οποίος περιλαμβάνει ρητά οδούς πρόσληψης άλλους πλην της εισπνοής. Το βενζόλιο έχει αναγνωρισθεί ως η κατάλληλη παράμετρος βάσει της οδηγίας του Συμβουλίου 98/83/ΕΚ για την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης, αναγνωρίζοντας έτσι ότι υπάρχουν σημαντικοί προβληματισμοί για την υγεία με την κατάποση νερού περιέχοντος βενζόλιο. Για τους λόγους αυτούς, προτείνεται να περιληφθεί το βενζόλιο στον πίνακα πρώτης προτεραιότητας.

50. C10-13-χλωροαλκάνια: η ενσωμάτωση αυτής της ομάδας ουσιών ενισχύεται από το αποτέλεσμα των αξιολογήσεων κινδύνου δυνάμει του κανονισμού του Συμβουλίου αριθ. 793/93 ο οποίος καταδείχνει ότι, για το υδάτινο οικοσύστημα καθώς επίσης και για δράσεις μη ειδικά απευθυνόμενες σε κάποιο συγκεκριμένο τμήμα περιβάλλοντος και που θίγουν την τροφική αλυσίδα, υπάρχει ανάγκη λήψεως ειδικών μέτρων για τον περιορισμό των κινδύνων. Επομένως, προτείνεται να περιληφθεί αυτή η ομάδα ουσιών στον πίνακα προτεραιότητας.

51. Νιτροβενζόλιο: η σχετικά υψηλή προτεραιότητα της ουσίας αυτής στον πίνακα βάσει προσομοίωσης μπορεί κυρίως να αποδοθεί στη χρήση συμβατικών τιμών για τους όγκους παραγωγής και τους τρόπους χρήσης. Στις συζητήσεις εμπειρογνωμόνων διευκρινίζονταν ότι οι επιπλέον ενδείξεις της κατάταξης βασίζονται σε δεδομένα ελέγχων από ένα μόνο κράτος μέλος, εκ των οποίων το 15% περίπου των δεδομένων τοποθετείται πάνω από το όριο προσδιορισμού. Υπό το φως των δεδομένων αυτών και λαμβάνοντας υπόψη την υψηλή βιοαποικοδομησιμότητα της ουσίας, προτείνεται να εξαιρεθεί το νιτροβενζόλιο μέχρις ότου προκύψουν πρόσθετες ενδείξεις για υψηλούς βαθμούς έκθεσης.

52. Το φθαλικό δι(2-αιθυλεξύλιο) (DEHP): η ουσία αυτή αποκλείστηκε από την κατάταξη βάσει ελέγχου επειδή έλειπαν δεδομένα παρακολούθησης για να μπορέσει να τηρηθεί το κριτήριο αντιπροσωπευτικότητας. Η υψηλή προτεραιότητα στον πίνακα προσομοίωσης (κατάταξη 14) εξετάσθηκε σε σχέση με τον κατά προσέγγιση βαθμό βάσει τοπικών εκθέσεων που προέκυψαν στην έκθεση αξιολόγησης κινδύνων δυνάμει του κανονισμού του Συμβουλίου αριθ. 793/93. Με αυτή τη βάση, το DEHP θα έχει υψηλότερη προτεραιότητα από ό,τι η ουσία με χαμηλότερη κατάταξη που ενσωματώθηκε στον τελικό πίνακα βάσει ελέγχου (δηλ. σιμαζίνη). Σημειώθηκε επίσης ότι μερικά από τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν στο σχέδιο αξιολόγησης κινδύνων της έκθεσης έχουν αμφισβητηθεί από τη βιομηχανία η οποία αναφέρει ότι τα δεδομένα ελέγχου καθώς και τα δεδομένα δοκιμών δημιουργούν αμφιβολίες ή ακόμη είναι και λαθεμένα επειδή δεν ελήφθη υπόψη η εξαιρετικά χαμηλή διαλυτότητα του DEHP, κατά ικανοποιητικό τρόπο. Αν και η σχετική συζήτηση βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, δίδεται έμφαση στο γεγονός ότι τα δεδομένα του σχεδίου έκθεσης για την αξιολόγηση κινδύνων που χρησιμοποιήθηκαν στο προαναφερόμενο πόρισμα δεν έχουν μέχρι τώρα τροποποιηθεί. Επιπλέον, σημειώνεται ότι το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης κινδύνων δείχνει σαφώς ότι οι τοπικές συγκεντρώσεις του DEHP στο νερό και στα ιζήματα που βρίσκονται κοντά σε σημεία απόρριψης αποβλήτων μπορεί να υπερβαίνουν σημαντικά τις ανενεργές συγκεντρώσεις μηδενικού κινδύνου. Επιπλέον, η ιδιότητα διαταραχής του ενδοκρινούς συστήματος της DEHP συζητείται από τους εμπειρογνώμονες. Προτείνεται λοιπόν να περιληφθεί το DEHP στον πίνακα προτεραιότητας.

53. Νονυλφαινόλη: ενώ η tert-οκτυλφαινόλη έχει βαθμό προτεραιότητας 19 στον πίνακα προσομοίωσης, η συγγενής ουσία νονυλφαινόλη, έχει προτεραιότητα μόνο 38 και 39. Ο λόγος των δύο αυτών κατατάξεων στον πίνακα βάσει προσομοίωσης οφείλεται σε διαφορετικά τεχνικά προϊόντα (δηλαδή νονυλφαινόλη με CAS-αριθ. 25154-52-3 και η 4-νονυλφαινόλη, με CAS-αριθ. 84852-15-3). Επιπλέον, και οι δύο ουσίες αποτελούν προϊόντα αποδόμησης αιθοξυλικών αλκυλφαινολών (APEO) στις οποίες οι αιθοξυλικές νονυλφαινόλες καλύπτουν το 70-90% του συνολικού όγκου παραγωγής των APEO. Τα δεδομένα ελέγχου και για τις δύο ουσίες δεν επιτυγχάνουν το κριτήριο της αντιπροσωπευτικότητας και έτσι οι ουσίες δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα βάσει ελέγχου. Εάν είχαν υπολογισθεί οι κατά προσέγγιση κατατάξεις των ουσιών αυτών με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία ελέγχου, οι προκύπτουσες προτεραιότητες στον πίνακα βάσει δεδομένων ελέγχου θα ήταν 21 και 34 για τη νονυλφαινόλη και την οκτυλφαινόλη, αντίστοιχα. Αυτό υπονοεί ότι και οι δύο ουσίες θα είχαν υψηλότερες προτεραιότητες από ό,τι η ουσία με τη χαμηλότερη κατάταξη ελέγχου που ενσωματώθηκε στον τελικό πίνακα (δηλαδή η σιμαζίνη). Επιπλέον, και οι δύο ουσίες αναφέρθηκε ότι πιθανώς προκαλούν διαταραχές του ενδοκρινούς συστήματος. Για τους λόγους αυτούς, προτείνεται να περιληφθούν και οι δύο στον πίνακα προτεραιότητας. Αφού τα σημαντικότερα ισομερή των τεχνικών προϊόντων είναι τα παρα-ισομερή της νονυλφαινόλης και της tert-οκτυλφαινόλης, τα ισομερή αυτά επιλέγονται ως ενδεικτικές παράμετροι.

54. Ουσίες τριβουτυλτίνης (TBT): οι ουσίες τριβουτυλτίνης δεν κατετάγησαν στον πίνακα βάσει προσομοίωσης λόγω της εμπιστευτικότητας των δεδομένων. Επίσης οι ουσίες αυτές δεν ικανοποιούσαν το κριτήριο της αντιπροσωπευτικότητας για να τοποθετηθούν στον πίνακα βάσει ελέγχου. Μόνο δύο κράτη μέλη ανέφεραν συγκεντρώσεις στο υδάτινο περιβάλλον και στα ιζήματα υψηλότερες από το όριο προσδιορισμού. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ΤΒΤ θα έχουν βαθμό προτεραιότητας 1 στον πίνακα κατάταξης βάσει ελέγχου του υδατίνου τμήματος αν χρησιμοποιούνταν τα δεδομένα αυτά, παραλείποντας τον παράγοντα της αντιπροσωπευτικότητας. Σε συζητήσεις εμπειρογνωμόνων, σημειώνονταν το γεγονός ότι οι ΤΒΤ, χρησιμοποιούντες ως βιοκτόνα χρώματα πλοίων, δημιουργούν σοβαρούς κινδύνους στα ιζήματα και στους οργανισμούς των θαλασσίων και παρακτίων υδάτων. Τέτοια δεδομένα δεν περιελήφθησαν στη διαδικασία του COMMPS, εφόσον δεδομένα ελέγχου των θαλασσίων ιζημάτων και οργανισμών δεν περιείχαν συγκρίσιμα στοιχεία προς αξιοποίηση για τη συστηματική κατάταξη των ουσιών σε επιφανειακά νερά. Ωστόσο, δύο χώρες υπέβαλαν νέα δεδομένα για τα παράκτια και τα θαλάσσια ιζήματα καθώς επίσης και για θαλάσσιους οργανισμούς όπου εμφανίζονται υψηλές συγκεντρώσεις ΤΒΤ. Για παράδειγμα, αναφέρθηκαν συγκεντρώσεις του ΤΒΤ σε παράκτια ιζήματα μέχρι και 400 περίπου (Δανία) ή ακόμη και 100.000 (Νορβηγία) μικρογραμμάρια ιόντων ΤΒΤ ανά χιλιόγραμμο ξηρού ιζήματος, για παράκτια ιζήματα, τιμές εκατοντάδες φορές υψηλότερες από την τιμή (ανενεργό) μηδενικής δράσης που υπολογίστηκε για τα ιζήματα, με βάση δεδομένα συγκεντρωθέντα από καθαρά υδάτινα συστήματα, στην έκθεση COMMPS. Παρόμοιες παρατηρήσεις έγιναν για τα ιζήματα στα λιμάνια πολλών κρατών μελών. Το ΤΒΤ αναγνωρίζεται γενικά ότι έχει σημαντική δράση που διαταράσσει το ενδοκρινές σύστημα, όπως παρατηρήθηκε στον καλά διαπιστωμένο δεσμό της με το φαινόμενο imposex στα σαλιγκάρια της θάλασσας και του γλυκού νερού. Για τους λόγους αυτούς, προτείνεται να περιληφθεί το ΤΒΤ στον πίνακα προτεραιότητας ως ομάδα ουσιών, όπως προτάθηκε από ορισμένα κράτη μέλη, με το ιονικό ΤΒΤ ως ενδεικτική παράμετρο.

55. Ανακεφαλαιώνοντας, προτείνεται να περιληφθούν οι εξής επιπλέον ουσίες της κατάταξης βάσει προσομοίωσης στον πίνακα προτεραιότητας (ενδεικτική παράμετρος για ομάδα ουσιών σε παρενθέσεις):

- Βενζόλιο

- C10-13-χλωροαλκάνια (δεν υπάρχει ενδεικτική παράμετρος ακόμη)

- Δι-φθαλικό δι(2-αιθυλεξύλιο) (DEHP)

- Οκτυλφαινόλες (para-tert-οκτυλφαινόλες)

- Νονυλφαινόλες (para-νονυλφαινόλες)

- Παράγωγα τριβουτυλτίνης (ιονικό TBT).

2.3.3. Επιλογή ουσιών του πίνακα Γ (οργανικές ουσίες, βάσει δεδομένων ελέγχου ιζημάτων):

56. Ο πίνακας Γ περιέχει 10 υποψήφιες ουσίες που ελήφθησαν με βάση τελική βαθμολόγηση. Η προτεραιότητα για τη 10η ουσία (οκτυλφαινόλη) είχε κατάταξη 39. Οι τιμές έκθεσης βασίζονται σε καλά αξιολογημένα δεδομένα ελέγχου. Τα δεδομένα των επιδράσεων αξιολογήθηκαν με βάση στοιχεία από δοκιμές στο υδάτινο τμήμα. Με την προσέγγιση αυτή, η υψηλή προτεραιότητα των ουσιών είναι ικανοποιητικά τεκμηριωμένη. Οι περισσότερες από τις ουσίες έχουν ήδη χαρακτηρισθεί με βάση δεδομένα ελέγχου ή προσομοίωσης στο υδάτινο τμήμα.

57. Επιπλέον, οι παρακάτω ουσίες του πίνακα Γ προτείνονται προς ενσωμάτωση στον πίνακα προτεραιότητας:

- Πενταχλωροβενζόλιο

- Βρωμιούχος διφαινυλαιθέρας (δεν υπάρχει ακόμη ενδεικτική παράμετρος).

2.3.4. Επιλογή μετάλλων του πίνακα Δ (βάσει δεδομένων ελέγχου στο νερό).

58. Ο πίνακας Δ περιέχει τα 5 μέταλλα με τους υψηλότερους βαθμούς για διάφορες εκθέσεις και διάφορα σενάρια επιδράσεων που ερευνήθηκαν στην έκθεση του COMMPS. Το σύστημα κατάταξης για τα 3 μέταλλα με τους υψηλότερους βαθμούς (νικέλιο, μόλυβδος, κάδμιο) είναι ουσιαστικά παρόμοιο στα διάφορα σενάρια. Αυτό αντικατοπτρίζεται από το γεγονός ότι οι αριθμοί προτεραιότητας για τα 3 μέταλλα σε διάφορα σενάρια πλησιάζουν κοντά στις τιμές 1, 2 και 3, αντίστοιχα (1,2 για το νικέλιο, 1,8 για το μόλυβδο, 3,3 για το κάδμιο), δηλαδή η διαφορά κατάταξης στους διάφορους πίνακες είναι μικρή. Τα άλλα δύο στοιχεία (αρσενικό και χαλκός) έχουν προτεραιότητες οι οποίες ποικίλουν σημαντικά στα διάφορα σενάρια κατάταξης. Αυτό προφανώς δείχνει ότι η κατάταξη εξαρτάται σημαντικά από διαφορές στις τοπικές συνθήκες και στα διαφορετικά είδη. Επομένως, προτείνεται ελλείψει προσθέτων δεδομένων που στηρίζουν την υψηλή κατάταξη των στοιχείων αυτών, οι ουσίες να περιληφθούν στον πίνακα πρώτης προτεραιότητας.

59. Ο υδράργυρος έχει σημαντικά χαμηλή προτεραιότητα στον πίνακα κινδύνων για το υδάτινο τμήμα του περιβάλλοντος ανεξάρτητα από τα διαφορετικά σενάρια κατάταξης. Πράγματι, στα περισσότερα σενάρια έχει χαμηλή προτεραιότητα, και δεν καταλαμβάνει ποτέ θέση πάνω από προτεραιότητα 5. Αυτό αντικατοπτρίζει την προφανή επιτυχία των προγενέστερα ληφθέντων μέτρων κατά της ρύπανσης από υδράργυρο. Ωστόσο στις συζητήσεις των εμπειρογνωμόνων προκύπτει ότι εμφανίζει πολύ ισχυρή τάση βιοσυσσώρευσης, κυρίως υπό μορφή οργανικού παραγώγου, στους οργανισμούς και στην τροφική αλυσίδα. Οι δράσεις αυτές δεν ανιχνεύονται στη διαδικασία COMMPS, αφού δεδομένα ελέγχου των οργανισμών δεν είναι αρκετά συγκρίσιμα για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην κατάταξη των ουσιών σε συστηματική βάση. Επιπλέον, ο υδράργυρος εμφανίζει έντονη τάση συσσώρευσης σε αιωρούμενα σωματίδια και στο ίζημα. Μια συστηματική αξιολόγηση των διαθεσίμων δεδομένων από το ίζημα δεν ήταν δυνατή λόγω έλλειψης δεδομένων για άμεσες επιδράσεις επί του ιζήματος. Επιχειρήθηκε ενδεικτική σύγκριση μεταξύ ποιοτικών στόχων που ετέθησαν για αιωρούμενα σωματίδια από τη διεθνή επιτροπή για την προστασία του Ρήνου (ICPR). Η συγκέντρωση 90-εκατοστημορίων του υδραργύρου σε αιωρούμενα σωματίδια και ιζήματα στην Ευρώπη ήταν 12 φορές υψηλότερη από τους ποιοτικούς στόχους που προβλέπονταν στο ICPR. Πολλά κράτη μέλη βεβαιώνουν ότι ο υδράργυρος εξακολουθεί να παραμένει μια ουσία που προβληματίζει τα εθνικά τους προγράμματα μείωσης της ρύπανσης. Λόγω των προαναφερομένων λόγων, προτείνεται να περιληφθεί ο υδράργυρος στον πίνακα πρώτης προτεραιότητας όπως ζητήθηκε από διάφορα κράτη μέλη και υπογραμμίζονταν στα σχόλια του CSTEE της 28.9.1999.

60. Ανακεφαλαιώνοντας, προτάθηκε να περιληφθούν τα εξής μέταλλα στον πίνακα προτεραιότητας με όλα τα παράγωγά τους και τις προδιαγραφές:

- Νικέλιο

- Μόλυβδος

- Κάδμιο

- Υδράργυρος.

3. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΟΥ COMMPS

3.1. Γενικές παρατηρήσεις

61. Στο Άρθρο 16 (νέο)/Άρθρο 21 (πρώην) [16] της προτεινόμενης WFD προτείνεται ένας δυναμικός μηχανισμός για την κατάταξη προτεραιότητας των ουσιών στην κοινοτική δράση. Με τον μηχανισμό αυτόν ζητείται η αναθεώρηση του πίνακα προτεραιότητας ουσιών τουλάχιστον κάθε 6 χρόνια ή συχνότερα αν αυτό κρίνεται σκόπιμο. Κατά συνέπεια, η διαδικασία COMMPS πρέπει να θεωρείται ως ένα ισχυρό εργαλείο υποκείμενο σε συνεχείς τροποποιήσεις και βελτιώσεις. Με σκοπό την εκπόνηση και ανασκόπηση του πίνακα προτεραιότητας, η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη κάθε πληροφορία που δέχεται σχετικά, συγκεκριμένα δε συστάσεις που διατυπώνονται από την Επιστημονική Επιτροπή Τοξικότητας, Οικοτοξικότητας και Περιβάλλοντος (CSTEE), από τα κράτη μέλη, την ευρωπαϊκή υπηρεσία περιβάλλοντος, τα κοινοτικά προγράμματα έρευνας, τους διεθνείς οργανισμούς με τους οποίους συνεργάζεται η Επιτροπή, τις ευρωπαϊκές επαγγελματικές οργανώσεις, περιλαμβανομένων και εκείνων που αντιπροσωπεύουν τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ή τις ευρωπαϊκές περιβαλλοντικές οργανώσεις.

[16] Βλ. 2.

62. Υπό το φως των εν λόγω υποχρεώσεων, η Επιτροπή θα συνεχίσει τις εργασίες της με τα ενδιαφερόμενα μέρη και θα επικεντρώσει άμεσες ειδικές ερευνητικές δράσεις για την παραπέρα ανάπτυξη της διαδικασίας COMMPS, ως αποτέλεσμα των οποίων θα αναληφθεί η αναθεώρηση του πίνακα πρώτης προτεραιότητας στην επερχόμενη οδηγία WFD.

63. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, όπως προκύπτουν νέα στοιχεία, η Επιτροπή μπορεί δυνάμει του Άρθρου 16 (νέο)/Άρθρο 21 (πρώην), παράγραφος 7 της WFD, να χαράξει στρατηγικές για οποιονδήποτε άλλο ρύπο ή ομάδα ρύπων που δεν περιλαμβάνονται στις ουσίες προτεραιότητας.

64. Παράλληλα με τις προαναφερόμενες παρατηρήσεις, μπορεί να τεθούν προς εξέταση τα παρακάτω βασικά ζητήματα:

3.2. Τμήμα θαλασσίων υδάτων

65. Το θαλάσσιο περιβάλλον δεν εξετάζεται στην προτεινόμενη WFD καθ' αυτό, αλλά τα μέτρα και οι έλεγχοι από χερσαίες και παράκτιες πηγές θα επηρεάσουν αναπόφευκτα σε σημαντικό ποσοστό τις προσπάθειες μείωσης των απορρίψεων στο θαλάσσιο νερό. Επομένως, προκειμένου για τη ρύπανση την προερχόμενη από την Ευρώπη, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι έλεγχοι που προβλέπονται στο Άρθρο 16 (νέο)/Άρθρο 21 (πρώην) της προτεινόμενης WFD, αποτελούν τη σοβαρότερη συμβολή της στην εμπέδωση της στρατηγικής για τις επικίνδυνες ουσίες που αποχύνονται στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό και στη Βαλτική Θάλασσα (σύμβαση Ελσίνκι) που θεσπίστηκε στη σύνοδο υπουργών του 1998 με βάση τη σύμβαση OSPAR. Η Επιτροπή λαμβάνει ενεργό μέρος στις τρέχουσες εργασίες για την κατάταξη των ουσιών προτεραιότητας δυνάμει της σύμβασης OSPAR. Εάν κατά τις εργασίες αυτές προκύψει ανάγκη δράσης αναφορικά με άλλες ουσίες, πλην αυτών που προτείνονται στον πίνακα πρώτης προτεραιότητας, η Επιτροπή θα προβεί, κατά περίπτωση, είτε στην τροποποίηση του πίνακα προτεραιότητας είτε στην εφαρμογή του Άρθρου 16 (νέο)/Άρθρο 21 (πρώην), παράγραφος 7 της προτεινόμενης WFD.

3.3. Τμήμα χερσαίων υδάτων

66. Το τμήμα χερσαίων υδάτων δεν εξετάζεται στην τρέχουσα έκδοση του COMMPS, σε συστηματική βάση αφού δεν διατίθενται ούτε τα ενδεδειγμένα μοντέλα προσομοίωσης ούτε επαρκώς αντιπροσωπευτικά δεδομένα ελέγχου. Η συζήτηση επί της προτεινόμενης WFD κατέδειξε σαφώς ότι υπάρχει ανάγκη συστηματικότερης και καλύτερα τυποποιημένης αξιολόγησης των φορέων των αρμοδίων για τα χερσαία ύδατα στην Ευρώπη. Η προτεινόμενη WFD αναμένεται να συμβάλει σ' αυτό, έχει δε ήδη ανακινήσει έντονες συζητήσεις σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Για παράδειγμα, η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος να εγκαταστήσει ένα εναρμονισμένο δίκτυο ελέγχου υδάτων (Eurowaternet) αντιμετωπίζει το ζήτημα των χερσαίων νερών ως έναν από τους σημαντικότερους στόχους της.

3.4. Τράπεζα δεδομένων

67. Δύο εμφανή εμπόδια για την πλήρη αξιοποίηση της διαδικασίας COMMPS είναι η περιορισμένη σχετικά γνώση και η προσβασιμότητα των δεδομένων. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Χημικών Προϊόντων στην ISPRA ασχολείται σε μόνιμη βάση με την επέκταση και ενημέρωση της τράπεζας δεδομένων της σχετικά με τις κυκλοφορούσες χημικές ουσίες. Για παράδειγμα, γίνεται σήμερα προσπάθεια να επιτευχθεί συμφωνία με τη βιομηχανία αναφορικά με την αναίρεση της εμπιστευτικότητας των δεδομένων στην παραγωγή χημικών ουσιών. Μια τέτοια συμφωνία θα επιτρέψει τη συμπερίληψη ουσιών στη διαδικασία COMMPS για τις οποίες υπάρχουν μόνο πολύ λίγοι παραγωγοί και εισαγωγείς και οι οποίες, επομένως, σήμερα δεν είναι προσβάσιμες σε ανοικτές συζητήσεις.

3.5. Άλλα θέματα

68. Υπάρχουν τομείς όπου απαιτείται βασική έρευνα. Πρέπει λ.χ. να γίνουν προσπάθειες στην κατεύθυνση της στατιστικής αξιολόγησης των δεδομένων ελέγχου, την ανάπτυξη ειδικών μοντέλων έκθεσης καθώς επίσης και την αξιολόγηση των δράσεων από ρύπους νέου τύπου, θέματα για τα οποία δεν υπάρχουν κατάλληλες και ευρύτερα αποδεκτές μέθοδοι δοκιμών (π.χ. οι ουσίες που διαταράσσουν το ενδοκρινές σύστημα).

69. Ο συντονισμός των εθνικών προγραμμάτων ελέγχου αποτελεί ουσιαστικό καθήκον για το μέλλον. Η εξαίρεση πολλών ουσιών, επειδή έτυχαν ελέγχου σε ένα μόνο ή δύο κράτη μέλη, οδήγησε στην απώλεια πληροφοριών για την κατάσταση του υδατίνου περιβάλλοντος. Πράγματι, υπάρχουν πολύ περισσότερα δεδομένα ελέγχου σε πολλά κράτη μέλη αλλά οι τράπεζες δεδομένων τους δεν είναι συντονισμένες ή οι πληροφορίες δεν διατίθενται ακόμη σε ηλεκτρονική μορφή. Γενικότερα, υπάρχει τεράστια έλλειψη προσθέτων πληροφοριών π.χ. όρια ανίχνευσης/προσδιορισμού, μέθοδοι δειγματοληψίας και αναλύσεων. Σχετικές ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες αν υπήρχαν θα αποτελούσαν ένα επιπλέον εργαλείο για τη βελτίωση της ποιότητας των δεδομένων (π.χ. για ορισμούς και διαδικασίες). Οι πρωτοβουλίες του Eurowaternet (EEA) και αυτές που προβλέπονται στην οδηγία WFD περιλαμβάνουν ήδη ορισμένα βασικά συναφή στοιχεία, τα οποία όμως πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω.

3.6. Αναθεώρηση

70. Η συνεχής αναθεώρηση του πίνακα προτεραιότητας δεν ευνοεί την εφαρμογή ρεαλιστικού χρονοδιαγράμματος και προγράμματος εργασίας της Επιτροπής και των κρατών μελών. Πρέπει να εκπονηθούν ποιοτικοί στόχοι και έλεγχοι εκπομπών για κάθε ουσία του πίνακα εκ μέρους της Επιτροπής. Τα κράτη μέλη πρέπει να καταρτίσουν προγράμματα ελέγχου. Στο επόμενο βήμα θα πρέπει να υιοθετηθούν και εφαρμοστούν αποτελεσματικά προγράμματα μείωσης της ρύπανσης και να δρομολογηθούν τα σχετικά μέτρα για τη βελτίωση της ποιότητας των νερών στην Ευρώπη αναφορικά με τις επιλεγμένες ουσίες προτεραιότητας. Αυτά θα πρέπει να προηγηθούν κάθε περαιτέρω αύξησης του αριθμού των ουσιών στον πίνακα προτεραιότητας. Υπό το φως αυτό, ο κύκλος αναθεώρησης των 6 ετών όπως διατυπώνεται στην προτεινόμενη WFD αποτελεί ρεαλιστική υποχρέωση. Ωστόσο, οι προαναφερόμενοι λόγοι μπορεί να οδηγήσουν στην ανάγκη αναθεώρησης του πίνακα προτεραιότητας πριν από την προθεσμία αυτή, αν η εκπλήρωση των αντιστοίχων υποχρεώσεων είναι δυνατό να εξασφαλιστεί από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη.

4. Η ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

71. Στον πίνακα ουσιών προτεραιότητας, που εκπονήθηκε σε συμφωνία με τη διαδικασία του Άρθρου 16 (νέο)/Άρθρο 21 (πρώην) της προτεινόμενης WFD, θα περιλαμβάνεται μια ευρεία βάση για την πραγματοποίηση ελέγχων εκπομπής και την εφαρμογή εναρμονισμένων ποιοτικών προδιαγραφών προστασίας του υδατίνου περιβάλλοντος σε κοινοτικό επίπεδο. Η οδηγία πρέπει να εκδοθεί με την ισχυρή υποστήριξη όλων των οργάνων. Η θέσπιση του πίνακα προτεραιότητας δεν απαιτεί άλλα πρόσθετα μέτρα των κρατών μελών. Επομένως μια Απόφαση του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου είναι η καταλληλότερη νομική μορφή για τη θέσπιση του πίνακα προτεραιότητας.

5. ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ

72. Η εκπόνηση πίνακα ουσιών προτεραιότητας είναι το πρώτο βήμα για την εμπέδωση της στρατηγικής κατά της ρύπανσης των υδάτων που ορίζεται στο Άρθρο 16 (νέο)/Άρθρο 21 (πρώην) της προτεινόμενης WFD. Ο πίνακας προτεραιότητας όπως και η μελλοντική WFD, εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 175 (1) της Συνθήκης.

6. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

73. Ο πίνακας ουσιών προτεραιότητας δεν επιβαρύνει με κάποιες πρόσθετες υποχρεώσεις τα κράτη μέλη, πέραν εκείνων που ήδη έχουν επιβληθεί με βάση την οδηγία του Συμβουλίου 76/464/ΕΟΚ και με την προτεινόμενη Οδηγία Πλαίσιο Υδάτων. Επομένως, με την πρόταση δεν δημιουργούνται πρόσθετες δαπάνες για τα κράτη μέλη. Απεναντίας, η μέθοδος που εκπονήθηκε για την κατάταξη των ουσιών προτεραιότητας μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τα κράτη μέλη προς ενίσχυση του δικού τους έργου εντοπισμού των ρύπων που προκαλούν προβλήματα σε ποτάμιες λεκάνες, δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας του Συμβουλίου 76/464/ΕΟΚ και δυνάμει της προτεινόμενης Οδηγίας Πλαισίου Υδάτων, που πραγματικά συμβάλλουν στη μείωση του κόστους εφαρμογής των μέτρων.

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη θέσπιση ενός πίνακα ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 175 (1),

την πρόταση της Επιτροπής [17],

[17] ΕΕ C 184, 17.6.1997, σ. 20, ΕΕ C 16, 20.1.1998, σ. 14 και ΕΕ C 108, 7.4.1998, σ. 94.

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [18],

[18] ΕΕ C

τη γνώμη της Επιτροπής Περιφερειών [19]

[19] ΕΕ C

σε συμφωνία με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 251 της Συνθήκης,

Εκτιμώντας ότι:

(1) Η οδηγία του Συμβουλίου 76/464/ΕΟΚ για τη ρύπανση που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που απορρίπτονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας [20] και οι οδηγίες που εκδόθησαν στο ίδιο πλαίσιο, αντιπροσωπεύουν επί του παρόντος το σημαντικότερο κοινοτικό εργαλείο για τον έλεγχο των σημειακών και διαχύτων απορρίψεων επικινδύνων ουσιών·

[20] ΕΕ L 129, 18.5.1976, σ. 23.

(2) Οι κοινοτικοί έλεγχοι, δυνάμει της οδηγίας του Συμβουλίου 76/464/ΕΟΚ, αντικαταστάθηκαν, εναρμονίστηκαν και αναπτύχθηκαν παραπέρα με την οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση ενός πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής υδάτων [21]

[21] ΕΕ L

(3) Η οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με την οποία θεσπίζεται ένα πλαίσιο κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής υδάτων εισάγει στο άρθρο 16 (2) μια επιστημονικά εδραιωμένη μεθοδολογία για τον εντοπισμό ουσιών προτεραιότητας ανάλογα με τον κίνδυνο που παρουσιάζουν για τα υδάτινα οικοσυστήματα·

(4) Η μεθοδολογία που εκτίθεται στην οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καθιερώνει ένα πλαίσιο κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής υδάτων, μεθοδεύει ως πρακτικότερη επιλογή την εφαρμογή μιας απλοποιημένης διαδικασίας αξιολόγησης των κινδύνων με βάση επιστημονικές αρχές οι οποίες λαμβάνουν ιδιαίτερα υπόψη

- τις υπάρχουσες ενδείξεις αναφορικά με τους εγγενείς κινδύνους που παρουσιάζει η εκάστοτε ουσία και ειδικότερα την οικοτοξικότητά της για το νερό και την τοξικότητά της για τον άνθρωπο μέσω υδατίνων οδών έκθεσης,

- τις ενδείξεις των ελέγχων ευρέων περιβαλλοντικών μολύνσεων και

- άλλους αποδεδειγμένους παράγοντες οι οποίοι ενδεχομένως μπορούν να προκαλέσουν ευρείες περιβαλλοντικές ρυπάνσεις, όπως η παραγωγή, οι χρησιμοποιούμενες ποσότητες και οι τρόποι χρήσης της υπόψη ουσίας·

(5) Η Επιτροπή ανέπτυξε, σ' αυτή τη βάση, ένα συνδυασμένο σύστημα κατάταξης προτεραιοτήτων με βάση τον έλεγχο και την προσομοίωση (COMMPS), σε συνεργασία με εμπειρογνώμονες των ενδιαφερομένων μερών, περιλαμβανομένης και της επιστημονικής επιτροπής τοξικότητας, οικοτοξικότητας και περιβάλλοντος, των κρατών μελών, των χωρών ΕΖΕΣ της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος, ευρωπαϊκών επαγγελματικών ενώσεων περιλαμβανομένων και των ΜΜΕ και των ευρωπαϊκών περιβαλλοντικών οργανώσεων·

(6) Επελέγη ένας πρώτος πίνακας 32 ουσιών προτεραιότητας ή ομάδων ουσιών με βάση τη διαδικασία COMMPS, μετά από δημόσιο και ανοικτό κύκλο συζητήσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη·

(7) Επιθυμείται η γρήγορη θέσπιση του πίνακα αυτού για να καταστεί δυνατή η έγκαιρη και συνεχής εφαρμογή των κοινοτικών ελέγχων των επικινδύνων ουσιών, δυνάμει της περιγραφόμενης στρατηγικής στο άρθρο 16 της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με την οποία θεσπίζεται πλαίσιο κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής υδάτων·

(8) Ο πίνακας ουσιών προτεραιότητας που θεσπίζεται με την παρούσα απόφαση αντικαθιστά τον πίνακα ουσιών της Ανακοίνωσης της Επιτροπής προς το Συμβούλιο σχετικά με τις επικίνδυνες ουσίες οι οποίες θα πρέπει να περιληφθούν στον πίνακα 1 της οδηγίας του Συμβουλίου 76/464/ΕΟΚ [22]

[22] ΕΕ C 176, 14.7.1982, σ. 3.

(9) Η επιλογή των ουσιών προτεραιότητας οι οποίες θα γίνουν αντικείμενο ελέγχων εκπομπής στα επιφανειακά ύδατα από χερσαίες πηγές, θα συμβάλλει στην εκπλήρωση των κοινοτικών υποχρεώσεων δυνάμει διεθνών συμβάσεων για την προστασία των θαλασσίων νερών, ειδικότερα για την εφαρμογή της στρατηγικής περί επικινδύνων ουσιών που θεσπίστηκε στην υπουργική σύνοδο OSPAR του 1998, μετά από τη Σύμβαση για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος του Βορειοανατολικού Ατλαντικού με την απόφαση του Συμβουλίου 98/249/ΕΚ [23]

[23] ΕΕ L 104, 3.4.1998, σ. 1.

(10) Η διαδικασία COMMPS αποτελεί δυναμικό όργανο για τον χαρακτηρισμό της προτεραιότητας των επικινδύνων ουσιών, διαδικασία που είναι ανοικτή σε βελτιώσεις και τροποποιήσεις για ενδεχόμενη αναθεώρηση και προσαρμογή του πίνακα πρώτης προτεραιότητας, το αργότερο μέσα σε 6 χρόνια από τη θέσπισή του,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Θεσπίζεται με την παρούσα πίνακας ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων και ενσωματώνεται στο Παράρτημα της απόφασης αυτής.

Άρθρο 2

Ο πίνακας ουσιών προτεραιότητας που θεσπίζεται με την παρούσα απόφαση αντικαθιστά τον πίνακα ουσιών της Ανακοίνωσης της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, της 22ας Ιουνίου 1982, για τις επικίνδυνες ουσίες που μπορούν να περιληφθούν στον πίνακα 1 της απόφασης του Συμβουλίου 76/464/ΕΟΚ.

Άρθρο 3

Ο πίνακας ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων θα καταστεί, με τη θέσπισή του από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, παράρτημα Χ της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου στην οποία παρουσιάζεται πλαίσιο κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής υδάτων.

Άρθρο 4

Η παρούσα Απόφαση τίθεται σε ισχύ την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πίνακας ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων [24]

[24] Όπου έχουν επιλεγεί ομάδες ουσιών, αναγράφονται σε παρενθέσεις ως ενδεικτικές παράμετροι οι τυπικοί εκπρόσωποι της ομάδας. Οι πραγματοποιούμενοι έλεγχοι θα επικεντρώνονται στις συγκεκριμένες αυτές ουσίες, με την επιφύλαξη της συμπερίληψης και άλλων ατομικών εκπροσώπων της ομάδας όταν χρειάζεται.

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>