52000DC0769

Πράσινη Βίβλος - Προς μία ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού /* COM/2000/0769 τελικό */


Πράσινη Βίβλος - Προς μία ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού

(υποβάλλεται από την Επιτροπή)

Σύνοψη

Η Ευρωπαϊκή Ένωση καταναλώνει όλο και περισσότερη ενέργεια και εισάγει όλο και περισσότερα ενεργειακά προϊόντα. Η Κοινοτική παραγωγή δεν επαρκεί για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της Ένωσης. Ως εκ τούτου αυξάνεται συνεχώς η ενεργειακή εξάρτηση από το εξωτερικό.

Η αιφνίδια αύξηση των τιμών του πετρελαίου, που θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να υπομονομευθεί η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη λόγω του τριπλασιασμού της τιμής του αργού πετρελαίου, άρχισε το Μάρτιο του 1999 και αποκαλύπτει για μία εις έτι φορά τις διαρθρωτικές αδυναμίες του ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι το συνεχώς αυξανόμενο βαθμό ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης, το ρόλο του πετρελαίου ως καθοριστικού παράγοντα στην διαμόρφωση των τιμών της ενέργειας καθώς και τα απογοητευτικά αποτελέσματα των πολιτικών περιορισμού της κατανάλωσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα κατορθώσει να απαλλαγεί από τη συνεχώς αυξανόμενη ενεργειακή εξάρτηση εφόσον δεν εφαρμοστεί δυναμική ενεργειακή πολιτική.

Εάν δεν ληφθούν μέτρα, μέσα σε 20 με 30 χρόνια, η Ένωση θα καλύπτει τις ενεργειακές της ανάγκες κατά 70 % με εισαγόμενα προϊόντα, ενώ σήμερα η αντίστοιχη εξωτερική εξάρτησή της ανέρχεται σε 50 %. Η έξαρτηση είναι εμφανής σε όλους τους οικονομικούς τομείς. Παραδείγματος χάριν οι μεταφορές, ο οικιακός τομέας και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας εξαρτώνται ως επί το πλείστον από τους υδρογονάνθρακες και βρίσκονται στο έλεος των απρόσμενων διακυμάνσεων των διεθνών τιμών. Η διεύρυνση αναμένεται να εντείνει τις τάσεις αυτές. Οι συνέπειες της εξάρτησης είναι σημαντικές από οικονομική σκοπιά. Συγκεκριμένα οι εισαγωγές ενεργειακών προιόντων κατά το 1999 αντιπροσώπευαν 240 δισεκατ. ευρώ, ήτοι 6 % των συνολικών εισαγωγών και 1,2 % του ΑΕΠ. Από γεωπολιτική σκοπιά, 45% των πετρελαϊκών εισαγωγών προέρχονται από τη Μέση Ανατολή και 40% του εισαγόμενου φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Παράλληλα δέον να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει ακόμη μέσα που θα της επέτρεπαν να επηρεάσει τη διεθνή αγορά.

Η μακροπρόθεσμη στρατηγική για θέματα ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλεται να αποσκοπεί, τόσο για το καλό των πολιτών όσο και για την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας, στη συνεχή φυσική διάθεση των ενεργειακών προϊόντων στην αγορά σε τιμές προσιτές για όλους τους καταναλωτές (ιδιώτες και βιομηχανικούς) εξασφαλίζοντας παράλληλα το σεβασμό του περιβάλλοντος και τις προοπτικές αειφόρου ανάπτυξης όπως ορίζονται από τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (άρθρα 2 και 6).

Η ασφάλεια του εφοδιασμού δεν έχει ως στόχο να μεγιστοποιηθεί η ενεργειακή αυτονομία ή να ελαχιστοποιηθεί η εξάρτηση αλλά να μειωθούν οι κίνδυνοι που ενδεχομένως συνδέονται με αυτήν την εξάρτηση. Μεταξύ των επιδιωκόμενων στόχων συγκαταλέγονται η ισορροπία και η διαφοροποίηση των επιμέρους πηγών εφοδιασμού (ανά προϊόντα και γεωγραφικές περιοχές) καθώς και η προσχώρηση των χωρών παραγωγής στον ΔΟΕ.

Σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν μία μεταβατική περίοδο μετασχηματισμού σε βάθος της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Κατά την επόμενη δεκαετία, οι ενεργειακές επενδύσεις τόσο για την αντικατάσταση ήδη υφισταμένων εγκαταστάσεων όσο και για την ανταπόκριση στις ολοένα αυξανόμενες ενεργειακές ανάγκες, θα επιβάλλουν στις ευρωπαϊκές οικονομίες να πραγματοποιήσουν επιλογές μεταξύ των ενεργειακών προϊόντων, οι οποίες θα επηρεάσουν, λόγω της αδράνειας που εμφανίζουν τα ενεργειακά συστήματα, τα επόμενα 30 χρόνια.

Οι ενεργειακές επιλογές της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαρτώνται από το διεθνές πλαίσιο, τη διεύρυνση ενδεχομένως σε 30 κράτη μέλη με διαφορετικές ενεργειακές διαρθρώσεις, αλλά κυρίως από το νέο πλαίσιο αναφοράς της αγοράς της ενέργειας: ήτοι την απελευθέρωση του τομέα και τους περιβαλλοντικούς προβληματισμούς.

Οι περιβαλλοντικοί προβληματισμοί, τους οποίους σήμερα συμμερίζεται στην πλειοψηφία της η κοινή γνώμη και οφείλονται στις βλάβες που προκαλεί η ενεργειακή αλυσίδα, είτε πρόκειται για ατυχήματα (πετρελαϊκές κηλιδες, πυρηνικά ατυχήματα, διαφυγή μεθανίου), είτε σχετίζονται με τις ρυπογόνες εκπομπές, έχουν καταδείξει τις αδυναμίες των ορυκτών καυσίμων και τα προβλήματα του πυρηνικού τομέα. Όσον αφορά την καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος, πρέπει να παραδεχθούμε ότι πρόκειται για σημαντική πρόκληση. Το πρόβλημα της αλλαγής του κλίματος πρέπει να αντιμετωπιστεί μακροπρόθεσμα από τη διεθνή κοινότητα. Οι στόχοι που έχουν καθοριστεί στο πρωτόκολλο του Κιότο αποτελούν απλώς ένα πρώτο στάδιο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση σταθεροποίησε στο 2000 τις εκπομπές των αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, όμως πέραν της ημερομηνίας αυτής οι ως άνω εκπομπές θα αυξηθούν τόσο στην Ένωση όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Η αντιστροφή των παρατηρούμενων τάσεων κατά τα φαινόμενα είναι πολύ προβληματικότερη από όσο εθεωρείτο πριν από τρία χρόνια. Η επιστροφή σε μία έντονη οικονομική ανάπτυξη στις δύο όχθες του Ατλαντικού και στην Ασία, καθώς και η εξέλιξη της διάρθρωσης της ενεργειακής κατανάλωσης, ιδίως μάλιστα της σχετιζομένης με τον ηλεκτρισμό και τις μεταφορές, συνεπεία του τρόπου ζωής μας, συμβάλλουν στην αύξηση των εκπομπών των αερίων που επιτείνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και ιδίως του διοξειδίου του άνθρακα. Η κατάσταση αυτή αποτελεί μείζονα τροχοπέδη για κάθε πολιτική προστασίας του περιβάλλοντος.

Εξάλλου, η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς της ενέργειας προβλέπει νέα θέση και ρόλο για την ενεργειακή ζήτηση. Οι νεοεμφανιζόμενες εντάσεις υποχρεώνουν τις κοινωνίες μας να καταλήξουν σε εφικτούς συμβιβασμούς: η μείωση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας έρχεται σε αντίθεση με τις πολιτικές περιορισμού της αύξησης της ζήτησης και της καταπολέμησης της αλλαγής του κλίματος, ενώ παράλληλα λόγω του ανταγωνισμού που καθιερώνει η εσωτερική αγορά, μεταβάλλονται οι συνθήκες ανταγωνισμού των επιμέρους ενεργειακών πηγών (άνθρακας, πυρηνική ενέργεια, φυσικό αέριο, πετρέλαιο, ανανεώσιμες μορφές της ενέργειας).

Σήμερα, τα Κράτη Μέλη αλληλεξαρτώνται τόσο σε ό,τι αφορά τα θέματα της καταπολέμησης της αλλαγής του κλίματος όσο και σχετικά με την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Οιαδήποτε απόφαση ενεργειακής πολιτικής λαμβάνεται από ένα κράτος μέλος θα έχει αναπόφευκτα επιπτώσεις στη λειτουργία της αγοράς στα υπόλοιπα κράτη μέλη. Η ενεργειακή πολιτική απέκτησε Κοινοτική διάσταση μολονότι αυτό δεν έχει μεταφραστεί σε νέες Κοινοτικές αρμοδιότητες. Ως εκ τούτου κρίνεται σκόπιμο να αναλυθεί η δυνατότητα άσκησης ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής από άλλη πλευρά πέραν της εσωτερικής αγοράς, της εναρμόνισης, του περιβάλλοντος και της φορολογίας.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να επιτύχει πληρέστερο έλεγχο του ενεργειακού πεπρωμένου της. Δέον να σημειωθεί ότι παρά τις επιμέρους κρίσεις που έπληξαν την ευρωπαϊκή οικονομία κατά την τελευταία τριακονταετία, δεν αναπτύχθηκε ιδιαίτερα ουσιαστικός διάλογος σχετικά με την επιλογή των επιμέρους ενεργειακών πηγών και ακόμα λιγότερο σχετικά με την ενεργειακή πολιτική στο πλαίσιο της ασφάλειας του εφοδιασμού. Σήμερα, η διπλή πίεση που ασκούν αφενός οι προβληματισμοί για το περιβάλλον και αφετέρου η νέα μορφή λειτουργίας της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας καθιστούν αναπόφευκτο το διάλογο αυτόν. Η κρίση των πετρελαϊκών τιμών μετά το 1999 καθιστά το διάλογο αυτό ιδιαίτερα επείγοντα.

Ο ως άνω διάλογος θα πρέπει να πραγματοποιηθεί λαμβάνοντας υπόψη ότι σήμερα η ενεργειακή κατανάλωση καλύπτεται κατά 41% από το πετρέλαιο, κατά 22% από το φυσικό αέριο, κατά 16 % από τα στερεά καύσιμα (γαιάνθρακας, λιγνίτης, τύρφη), κατά 15 % από την πυρηνική ενέργεια και κατά 6 % από τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας. Εάν δεν αναληφθούν πρωτοβουλίες, το ενεργειακό ισοζύγιο θα εξακολουθήσει κατά το 2030 να βασίζεται ως επί το πλείστον στα ορυκτά καύσιμα: 38% πετρέλαιο, 29% φυσικό αέριο, 19% στερεά καύσιμα και μόλις 6% πυρηνική ενέργεια και 8 % ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Η Πράσινη Βίβλος σκιαγραφεί το πλαίσιο μιας μακροπρόθεσμης ενεργειακής στρατηγικής σύμφωνα με την οποία:

- Η Ένωση καλείται να εξισορροπήσει την πολιτική προσφοράς μέσω δράσεων που να είναι σαφώς υπέρ μίας πολιτικής για τη ζήτηση. Όντως, τα περιθώρια ελιγμών όσον αφορά τη δυνατότητα αύξησης της προσφοράς στην Κοινότητα είναι περιορισμένα σε σχέση με τις ανάγκες, ενώ τα αντίστοιχα περιθώρια για τη ζήτηση είναι πολύ περισσότερον υποσχόμενα.

- Όσον αφορά τη ζήτηση, η Πράσινη Βίβλος εκφράζεται υπέρ μιας ουσιαστικής μεταβολής της συμπεριφοράς των καταναλωτών, τονίζει την ιδιαίτερη σημασία των φορολογικών μηχανισμών για τον προσανατολισμό της ζήτησης προς καλύτερα ελεγχόμενες μορφές κατανάλωσης, που παράλληλα να σέβονται περισσότερο το περιβάλλον. Προτείνονται φορολογικές και παραφορολογικές εισφορές ώστε να επιβαρυνθούν οι επιμέρους μορφές ενέργειας ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον. Οι τομείς των μεταφορών και των κτιρίων θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ενεργού πολιτικής για την εξοικονόμηση της ενέργειας και για τη διαφοροποίηση υπέρ των μη ρυπογόνων ενεργειών.

- Όσον αφορά την προσφορά, επιβάλλεται να αποδοθεί η δέουσα προτεραιότητα στην καταπολέμηση της ανόδου των θερμοκρασιών στην επιφάνεια του πλανήτη. Η ανάπτυξη των νέων και ανανεώσιμων μορφών ενέργειας (συμπεριλαμβανομένων των βιοκαυσίμων) αναμένεται να αποτελέσει καθοριστικό στοιχείο της ως άνω αλλαγής. Έχει καθοριστεί ως στόχος για το 2010 να διπλασιαστεί το μερίδιό τους από 6 σε 12% του ενεργειακού ισοζυγίου και από 14 σε 22% στην παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας. Αν συνεχιστούν οι παρούσες συνθήκες αναμένεται ότι η συμμετοχή τους θα παραμείνει περιορισμένη κατά τα επόμενα 10 έτη στο 7%. Μόνο συγκεκριμένα χρηματοοικονομικά μέτρα (κρατικές ενισχύσεις, φοροαπαλλαγές, χρηματοοικονομική στήριξη) θα μπορούσαν να συμβάλουν στην επίτευξη ενός τόσο φιλόδοξου στόχου. Μεταξύ των κατευθύνσεων προς διερεύνηση, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο οι αποδοτικές μορφές ενέργειας (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, πυρηνική ενέργεια) να χρηματοδοτούν την ανάπτυξη των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, που δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο σημαντικής υποστήριξης, όπως συνέβη με τις συμβατικές μορφές ενέργειας,.

Η μεσοπρόθεσμη συμβολή της πυρηνικής ενέργειας επιβάλλεται με τη σειρά της να αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης. Μεταξύ των στοιχείων που αναμφίβολα θα καλύψει ο διάλογος, αναμένεται να συμπεριληφθούν η απόφαση του μεγαλύτερου μέρους των κρατών μελών υπέρ της απαγκίστρωσης από την πυρηνική ενέργεια, η αντιμετώπιση της ανόδου θερμοκρασιών στην επιφάνεια του πλανήτη και η ασφάλεια του εφοδιασμού καθώς και η αειφόρος ανάπτυξη. Οποιαδήποτε είναι τα συμπεράσματα της ως άνω ανάλυσης, επιβάλλεται να συνεχιστεί η έρευνα στον τομέα των τεχνολογιών διαχείρισης των αποβλήτων και της διάθεσής τους υπό τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες ασφάλειας.

Για τους υδρογονάνθρακες, των οποίων συνεχώς αυξάνουν οι εισαγωγές, κρίνεται σκόπιμο να προβλεφθούν ενισχυμένος μηχανισμός διατήρησης στρατηγικών αποθεμάτων, καθώς και νέες διαδρομές εισαγωγής.

Η τεχνολογική πρόοδος αναμένεται να ενισχύσει τις επιπτώσεις της ως άνω ενεργειακής στρατηγικής.

Η Επιτροπή προτείνει να αρχίσει ο διάλογος κατά το έτος 2001, με άξονα τα κύρια θέματα που αφορούν τις ενεργειακές επιλογές οι οποίες θα πρέπει να πραγματοποιηθούν. Δεν πρόκειται για πρόταση μιας «έτοιμης-με το κλειδί στο χέρι» στρατηγικής ασφάλειας του εφοδιασμού αλλά για την έναρξη διαλόγου που θα καινοτομήσει και θα εξετάσει σε βάθος τα θέματα που θα πρέπει πρωτίστως να εντοπιστούν, χωρίς να παραγνωρίζει ότι παράλληλα ενδέχεται να υπάρχουν και άλλα.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1ο ΜΕΡΟΣ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

I. Η ΑΝΕΦΙΚΤΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ

A. Η ενεργειοβόρος οικονομία

1. Η απαγκίστρωση από το πετρέλαιο: η βιομηχανία

2. Όμηροι των υδρογονανθράκων: τα νοικοκυριά, ο τριτογενής τομέας και οι μεταφορές.

3. Η ενεργειακή διαφοροποίηση: ο ηλεκτρισμός και η θερμότητα

B. Οι περιορισμένοι Κοινοτικοί πόροι

1. Αβεβαιότητες σχετικά με την παραγωγή των υδρογονανθράκων

2. Η παρακμή της παραγωγής των ορυχείων

3. Ενδεχόμενη αφθονία των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας

Γ. Ο δέσμιος Γκιούλιβερ ή ο ενεργειακός εφοδιασμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1. Εξωτερική εξάρτηση της Ένωσης

2. Η εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη γεωγραφική της θέση: οι συναλλαγές για τα ενεργειακά προϊόντα

3. Η Ευρωπαϊκή Ένωση: ένας παράγοντας της διεθνούς αγοράς.

II ΟΙ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ

A. Τα μη επιθυμητά: η πυρηνική ενέργεια και τα στερεά καύσιμα

1. Η αμφισβήτηση της πυρηνικής ενέργειας

2. Το ένδοξο παρελθόν του άνθρακα

B. Πετρέλαιο: το ευνοημένο

1. Η πετρελαϊκή εξάρτηση

2. Η γεωπολιτική του πετρελαίου

3. Οι επιπτώσεις της τιμής του πετρελαίου

Γ. Οι πολλά υποσχόμενες εναλλακτικές ενεργειακές μορφές: φυσικό αέριο και ανανεώσιμες μορφές ενέργειας

1. Το φυσικό αέριο: προς μία νέα εξάρτηση

2. Οι νέες ενεργειακές μορφές και οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας: μια πολιτική προτεραιότητα

2ο ΜΕΡΟΣ: ΕΝΑ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ

I. Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΤΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ

A. Τα νέα ερωτήματα

1. Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αποτελεί επείγουσα προτεραιότητα

2. Η μεγάλη πρόκληση: Τήρηση των διεθνών δεσμεύσεων

B. Ακατάλληλες απαντήσεις

1. Η φορολογική αναρχία

2. Η έλλειψη προσαρμοστικότητας των κρατικών ενισχύσεων

3. Η ανεξέλεγκτη ζήτηση

II Η ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΩΝ ΑΓΟΡΩΝ

A. Η εσωτερική αγορά του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας

1. Η δυναμική της αγοράς

2. Εμπόδια προς άρση

B. Η εσωτερική αγορά των πετρελαϊκών προϊόντων

1. Η αναδιάρθρωση της αγοράς

2. Η πολιτική του ανταγωνισμού

3Ο ΜΕΡΟΣ, Η ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ: Η ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΣΗ ΜΙΑΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ

I. ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΥ ΕΦΟΔΙΑΣΜΟΥ

A. Οι σκόπελοι της ασφάλειας του εφοδιασμού

1. Οι φυσικοί κίνδυνοι

2. Οι οικονομικοί κίνδυνοι

3. Οι κοινωνικοί κίνδυνοι

4. Οι οικολογικοί κίνδυνοι

B. Οι προβλέψεις απεικονίζουν ενδεχόμενες αστάθειες

1. Παρουσίαση

2. Τα αποτελέσματα

II ΟΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Α. Ο έλεγχος της αύξησης της ζήτησης

1. Οριζόντιες πολιτικές

2. Οι τομεακές πολιτικές

B. Η διαχείριση της εξάρτησης από την προσφορά

1. Εσωτερική προσφορά

2. Η διατήρηση του ανταγωνισμού

3. Η εξασφάλιση του εξωτερικού εφοδιασμού

ΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

- Τεχνικό Κείμενο

- Ανάλυση των επιπτώσεων της φορολόγησης των καυσίμων στις τεχνικές επιλογές

- Ο άνθρακας μετά την λήξη της Συνθήκης ΕΚΑΧ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΩΝ

Ευρώπη των 30 : Τελική κατανάλωση ενέργειας (σε εκατομ. ΤΙΠ)

Παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ανά πηγή ενέργειας και κράτος μέλος

Ευρώπη των 30 : ενεργειακή παραγωγή ανά καύσιμο: σενάριο αναφοράς (σε εκατομ. ΤΙΠ)

Κόστος της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου

Προβλέψεις παραγωγής πετρελαίου στη Βόρεια Θάλασσα. Τρία σενάρια - Σύγκριση

Προέλευση των εισαγωγών ουρανίου στην Ένωση

Ευρώπη των 30 : συνολική ενέργεια: σενάριο αναφοράς (σε εκατομΤΙΠ)

Ευρώπη των 30 : Εξάρτηση ανά ενεργειακό προϊόν

Ακαθάριστη εσωτερική κατανάλωση (ως %) - 1998 - Ευρώπη των 15

Ακαθάριστη εσωτερική κατανάλωση (ως %) - 1998 - Ευρώπη των 30

Ευρώπη των 30 : πυρηνική ενέργεια: σενάριο αναφοράς (σε εκατομ. ΤΙΠ)

Ευρώπη των 30 : άνθρακας: σενάριο αναφοράς (σε εκατομ. ΤΙΠ)

Ευρώπη των 15 - εισαγωγές άνθρακος ατμοπαραγωγής από τρίτες χώρες - έτος 1999

Κόστος παραγωγής και εργασίας στην βιομηχανία του άνθρακα

Ευρώπη των 30 : πετρέλαιο: σενάριο αναφοράς (σε εκατομ ΤΙΠ)

Ευρώπη των 15 : 1999 - Προέλευση των εισαγωγών αργού πετρελαίου

Αργό πετρέλαιο - Καλάθι τιμών του ΟΠΕΚ 1970-2000 (Ιανουάριος-Οκτώβριος)

Ευρώπη των 30 : φυσικό αέριο: σενάριο αναφοράς (σε εκατομ. ΤΙΠ)

Ευρώπη των 15 : εισαγωγές φυσικού αερίου από τρίτες χώρες - έτος 1999

Ευρώπη των 30 : ανανεώσιμες μορφές ενέργειας: (σε εκατομ. ΤΙΠ)

Ευρώπη των 30 : εκπομπές CO2 συνδεόμενες με την ενέργεια (1990=100)

Οι αγωγοί φυσικού αερίου και οι πετρελαιαγωγοί στην Ευρώπη

Έσοδα από τους φόρους επί της ενέργειας και των μεταφορών ως ποσοστό του συνόλου των φορολογικών εσόδων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (1997)

Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στην αμόλυβδη βενζίνη

Συντελεστές ΦΠΑ στα κράτη μέλη κατά το 2000 ( ορισμένα προϊόντα και υπηρεσίες ως επί % ποσοστό)

Φορολογικοί συντελεστές στις υποψήφιες χώρες

Μερίδιο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στη συνολική κατανάλωση της ενέργειας το 1998, 2010, 2020 και το 2030

Η προβλεπόμενη αύξηση των εκπομπών του CO2 το 2010, 2020 και το 2030 συγκριτικά προς το 1990 (έτος αναφοράς του Πρωτοκόλλου του Κιότο

Εξάρτηση της Ευρωπαϊκής ¨Ενωσης και της Ευρώπης των 30 από τις εισαγωγές το 1998, 2010, 2020 και το 2030

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η παρούσα Πράσινη Βίβλος προέκυψε ως αποτέλεσμα της εξής διαπίστωσης : ότι αυξάνει ανησυχητικά η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης.

Το κείμενο έχει ως στόχο να εγκαινιαστεί διάλογος για το θέμα της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού. Ο πρόσφατος τριπλασιασμό της τιμής του αργού πετρελαίου στη διεθνή αγορά ήρθε να υπενθυμίσει το επίκαιρο του θέματος και τη σημασία της ενέργειας στην ευρωπαϊκή οικονομία. Η ασφάλεια του εφοδιασμού δεν αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση της ενεργειακής αυτονομίας ή την ελαχιστοποίηση της εξάρτησης, αλλά στον περιορισμό των κινδύνων που συνδέονται με την τελευταία. Μολονότι η ενεργειακή εξάρτηση δεν αποτελεί πρόβλημα που αντιμετωπίζεται εύκολα, η έννοια της ασφάλειας του εφοδιασμού ως αναφέρεται στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 100) επιβάλλει να αναπτυχθεί προβληματισμός σχετικά με τη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού (σε προϊόντα και γεωγραφικές ζώνες).

Δέον να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτάται κατά πολύ από τον εξωτερικό εφοδιασμό. Σήμερα 50% των αναγκών της καλύπτονται από εισαγωγές, ενώ περίπου 70% των αναγκών της αναμένεται ότι θα καλύπτονται επίσης με εισαγωγές το 2030, με μια ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση σε ό,τι αφορά τους υδρογονάνθρακες, αν οι σημερινές τάσεις συνεχιστούν. Η ως άνω εξάρτηση ανερχόταν το 1999 σε 240 δισεκατ. ευρώ ήτοι 6% των συνολικών εισαγωγών και 1,2% του ΑΕΠ. Η ενεργειακή ασφάλεια πρέπει να αποσκοπεί, για το καλό των πολιτών και την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας, στην εξασφάλιση της συνεχούς φυσικής διαθεσιμότητας ενεργειακών προϊόντων στην αγορά σε τιμές προσιτές για τους καταναλωτές (ιδιώτες και βιομηχανίες) με τελική προοπτική την αειφόρο ανάπτυξη που καθόρισε ως στόχο η Συνθήκη του Άμστερνταμ.

Ως εκ τούτου τίθεται το θέμα της σημασίας που επιβάλλεται να αποδώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση στην ασφάλεια του εφοδιασμού της. Το πρόβλημα οξύνεται περαιτέρω λόγω της επικείμενης διεύρυνσης και του επανακαθορισμού των σχέσεών μας με τους εταίρους μας (προμηθευτές και χώρες διαμετακόμισης).

- Έχουμε το δικαίωμα να κλείσουμε τα μάτια ενόψει μιας εξάρτησης που υπερβαίνει το 40% σε ό,τι αφορά το εισαγόμενο πετρέλαιο από τις χώρες παραγωγούς του ΟΠΕΚ;

- Είμαστε σε θέση να ανταποκριθούμε σε απρόβλεπτες αυξήσεις της τιμής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, που έχουν ως αποτέλεσμα να συγκλονίζονται οι οικονομίες μας καθώς και οι οικονομίες των αναπτυσσομένων χωρών που δεν είναι παραγωγοί;

- Είναι δυνατόν να θεωρηθεί αποδεκτό ότι η διαμόρφωση των δικτύων μεταφοράς των υδρογονανθράκων αποτελεί πηγή αστάθειας για τον εφοδιασμό;

Κατά την επόμενη δεκαετία, θα είναι απαραίτητες να πραγματοποιηθούν ενεργειακές επενδύσεις, τόσο για την αντικατάσταση των παλαιών υποδομών όσο και για την ανταπόκριση προς ολοένα αυξανόμενες ενεργειακές ανάγκες στο νέο πλαίσιο της αγοράς ενέργειας (άνοιγμα του ανταγωνισμού στον τομέα αυτόν και περιβαλλοντικοί προβληματισμοί). Πρόκειται για μια ευκαιρία που θα πρέπει να αξιοποιηθεί ώστε να προαχθεί μία συνεπής ενεργειακή πολιτική σε Κοινοτικό επίπεδο.

Ενόψει των ως άνω περιορισμών, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να διαθέτει πολύ λίγες πηγές και εργαλεία για να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις. Η παρούσα Πράσινη Βίβλος περιγράφει τις ως άνω αδυναμίες και διατυπώνει σειρά συλλογισμών σχετικά με τους επιμέρους μηχανισμούς που θα ήταν δυνατόν να κινητοποιηθούν. Εντούτοις, οι ενεργειακοί προβληματισμοί έκαναν αισθητή την παρουσία τους ήδη από τα πρώτα βήματα της Ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Δύο από τις τρεις συνθήκες για την συγκρότηση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αφορούν ενεργειακά θέματα: πρόκειται για τη συνθήκη ΕΚΑΧ και τη συνθήκη ΕΚΑΕ. Η έγκριση αυτών των δύο συνθηκών αποσκοπούσε πρωτίστως στο να εξασφαλίσει η Κοινότητα τακτικό και σωστό εφοδιασμό σε άνθρακα και σε πυρηνική ενέργεια. Αντίθετα στη συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τα κράτη μέλη δεν επιχείρησαν να θεμελιώσουν κοινή πολιτική ενέργειας. Οι μετέπειτα προσπάθειες ενσωμάτωσης ενός κεφαλαίου σχετικά με την ενέργεια κατά τις διαπραγματεύσεις των συνθηκών του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ, δεν απέδωσαν αποτελέσματα. Η ενέργεια αναφέρεται τελικά αποκλειστικά και μόνο στο προοίμιο της συνθήκης του Άμστερνταμ.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν υπήρξε ποτέ ουσιαστικός Κοινοτικός διάλογος σχετικά με τις βασικές γραμμές μιας ενεργειακής πολιτικής. Τοιουτοτρόπως, έναντι των δυσχερειών που συχνά ανέκυπταν μετά από την έγκριση της συνθήκης της Ρώμης, ιδίως μάλιστα μετά από τις πρώτες πετρελαϊκές κρίσεις, το ενεργειακό πρόβλημα αντιμετωπίστηκε είτε στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς είτε στο πλαίσιο της εναρμόνισης, του περιβάλλοντος ή της φορολογίας.

Εν τούτοις οι προβληματισμοί σχετικά με την ασφάλεια του εφοδιασμού καλυπτόταν ήδη από τις διατάξεις της Συνθήκης της Ρώμης δεδομένου ότι η δυνατότητα παρέμβασης σε Κοινοτική κλίμακα για την αντιμετώπιση των δυσχερειών του εφοδιασμού προβλεπόταν ήδη στη Συνθήκη αυτή (τέως άρθρο 103). Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση σχετικά με τα πετρελαϊκά αποθέματα βασίστηκε στο ως άνω άρθρο. Εν τούτοις μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ [1], η υλοποίηση των εν λόγω μέτρων συνεπάγεται τη λήψη αποφάσεων με ομοφωνία και όχι πλέον με ειδική πλειοψηφία (άρθρο 100 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση).

[1] Το νέο άρθρο απαιτεί να αποφασίζονται ομοφώνως τα ενδεδειγμένα για την οικονομική κατάσταση μέτρα, εφόσον παρατηρηθούν σοβαρές δυσχέρειες όσον αφορά τον ανεφοδιασμό ορισμένων προϊόντων.

Σήμερα, τα κράτη μέλη αλληλεξαρτώνται τόσο σε ό,τι αφορά τα θέματα της αντιμετώπισης της αλλαγής του κλίματος όσο και σχετικά με την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Οιαδήποτε απόφαση ενεργειακής πολιτικής λαμβάνεται από ένα κράτος μέλος έχει αναπόφευκτα επιπτώσεις στη λειτουργία της αγοράς στα υπόλοιπα κράτη μέλη. Η ενεργειακή πολιτική έχει αποκτήσει πλέον νέα Κοινοτική διάσταση. Ως εκ τούτου κρίνεται σκόπιμο να διερωτηθούμε κατά πόσον έχουν νόημα οι εθνικές αποφάσεις ενεργειακής πολιτικής που λαμβάνονται ασυντόνιστα. Όπως υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Prodi στις 3 Οκτωβρίου 2000 ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, "δεν είναι δυνατόν αφενός να λυπούμαστε για την έλλειψη ενιαίας και αποτελεσματικής ευρωπαϊκής παρέμβασης και αφετέρου να είμαστε ευχαριστημένοι με την αδυναμία των μέσων που διαθέτει η Κοινότητα προκειμένου να αναπτύξει δράση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από την άποψη αυτή αποτελεί η πρόσφατη κρίση της αγοράς των πετρελαϊκών προϊόντων".

Η ανάλυση που επιχειρείται στην παρούσα Πράσινη Βίβλο έχει ως στόχο να αποδείξει, όσο το δυνατόν αντικειμενικότερα, ότι τα περιθώρια ελιγμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την προσφορά της ενέργειας είναι περιορισμένα. Επιχειρεί επίσης να αποδείξει, δίχως να λαμβάνει θέση, ότι οι σημαντικές προσπάθειες που θα πρέπει να καταβληθούν υπέρ των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, θα εξακολουθήσουν να έχουν περιορισμένα αποτελέσματα συγκριτικά προς την αύξηση της ζήτησης. Οι συμβατικές μορφές ενέργειας θα εξακολουθήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα να είναι αναντικατάστατες. Η προσπάθεια θα πρέπει να επικεντρωθεί στον προσανατολισμό της ενεργειακής ζήτησης ώστε να εξασφαλίζεται η τήρηση των δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν στο Κιότο λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη την ασφάλεια του εφοδιασμού.

Ποια συγκεκριμένα μέτρα είναι δυνατόν να ληφθούν εκτός της διατύπωσης γενικών αρχών; Αυτό είναι το θέμα που η παρούσα Πράσινη Βίβλος επιδιώκει να καταστήσει επίκεντρο ενός διαλόγου, ιδίως με αφετηρία τα δεκατρία ερωτήματα που διατυπώνονται στο τέλος του παρόντος εγγράφου και τα οποία συνοψίζονται κατωτέρω, προκειμένου να διευκολυνθεί ο αναγνώστης.

Η ανάλυση που επιχειρήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας Πράσινης Βίβλου οδήγησε σε τρεις διαπιστώσεις :

- Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από εξωτερικές ενεργειακές πηγές. η διεύρυνση αναμένεται ότι δεν θα μεταβάλει την κατάσταση ως προς αυτό. Βάσει των σημερινών προβλέψεων, το 2030 η εξάρτηση θα ανέρχεται σε 70%.

- Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει περιορισμένα περιθώρια ελιγμού όσον αφορά την επίδραση που μπορεί να ασκήσει στις συνθήκες ενεργειακής προσφοράς. Η Ένωση θεωρείται ότι πρωτίστως μπορεί να αναπτύξει δράση στο επίπεδο της ζήτησης και κυρίως της εξοικονόμησης της ενέργειας στα κτίρια και τις μεταφορές.

- Η Ευρωπαϊκή Ένωση επί του παρόντος δεν είναι σε θέση να ανταπεξέλθει στην πρόκληση της αλλαγής του κλίματος και να σεβαστεί τις δεσμεύσεις που έχει προς τούτο αναλάβει στο Κιότο.

Βάσει των ως άνω διαπιστώσεων η Επιτροπή θα επιθυμούσε να επικεντρωθεί ο διάλογος για την ασφάλεια του εφοδιασμού στα κάτωθι βασικά ερωτήματα:

1. Δύναται η Ευρωπαϊκή Ένωση να αποδεχθεί την αύξηση της εξάρτησης της από εξωτερικούς ενεργειακούς πόρους χωρίς να διακινδυνεύσει τον ασφαλή εφοδιασμό και την Ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα; Για ποιες μορφές ενέργειας θα ήταν σκόπιμο, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο, να εξεταστεί το ενδεχόμενο πολιτικής-πλαισίου για τη διαχείριση των εισαγωγών; Στο πλαίσιο αυτό κρίνεται σκόπιμο να δοθεί το προβάδισμα σε μια οικονομική προσέγγιση: βάσει του κόστους της ενέργειας ή σε μια γεωπολιτική προσέγγιση: με γνώμονα τον κίνδυνο της διακοπής του εφοδιασμού;

2. Η υλοποίηση της εσωτερικής ευρωπαϊκής αγοράς, η οποία καθίσταται ολοένα και πιο ολοκληρωμένη και στην οποία κάθε απόφαση που λαμβάνεται σε ένα κράτος έχει επιπτώσεις στα υπόλοιπα, δεν συνεπάγεται συνεπή και συντονισμένη πολιτική σε Κοινοτικό επίπεδο; Ποια θα πρέπει να είναι τα στοιχεία μιας τέτοιας πολιτικής και ποια η θέση των κανόνων ανταγωνισμού;

3. Η ασυνέπεια των φορολογικών πολιτικών και των κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της ενέργειας αποτελεί ή όχι εμπόδιο για την ανταγωνιστικότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Δεδομένης της αποτυχίας των προσπαθειών που έχουν καταβληθεί για την εναρμόνιση της έμμεσης φορολογίας, δεν θα ήταν σκοπιμότερο να επανεξεταστεί εξ´αρχής το θέμα της ενεργειακής φορολογίας, λαμβάνοντας υπόψη ενεργειακούς και περιβαλλοντικούς στόχους;

4. Στο πλαίσιο ενός διαρκούς διαλόγου με τις χώρες παραγωγούς ποιο θα πρέπει να είναι το περιεχόμενο των συμφωνιών για τον εφοδιασμό και για την προαγωγή των επενδύσεων; Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία που θα πρέπει να αποδοθεί ιδίως στην εταιρική σχέση με τη Ρωσία, πως θα ήταν δυνατόν να εξασφαλιστεί η σταθερότητα των ποσοτήτων, των τιμών και των επενδύσεων;

5. Η συγκρότηση αποθεμάτων ασφαλείας, όπως ήδη έχει πραγματοποιηθεί για το πετρέλαιο, θα έπρεπε να ενισχυθεί και να επεκταθεί και σε άλλες ενεργειακές μορφές όπως για παράδειγμα το φυσικό αέριο ή ο άνθρακας; Θα ήταν δυνατό να εξεταστεί το ενδεχόμενο μιας περισσότερο Κοινοτικής διαχείρισης των αποθεμάτων και αν ναι, με ποιούς στόχους και διαδικασίες εφαρμογής; Μήπως ο κίνδυνος της φυσικής διακοπής του εφοδιασμού σε ενεργειακά προϊόντα δικαιολογεί τη λήψη ακριβότερων μέτρων για την πρόσβαση σε πόρους;

6. Πως θα ήταν δυνατόν να εξασφαλιστεί η ανάπτυξη και η καλύτερη λειτουργία των δικτύων για τη μεταφορά της ενέργειας στην Ένωση και στις γειτονικές χώρες, κατά τρόπο που να επιτρέπει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να εξασφαλίζει την ασφάλεια του εφοδιασμού;

7. Η ανάπτυξη ορισμένων ανανεώσιμων μορφών ενέργειας προϋποθέτει να καταβληθούν σημαντικές προσπάθειες όσον αφορά την Έρευνα και την Τεχνολογικήν Ανάπτυξη, τις επενδυτικές ενισχύσεις ή τις ενισχύσεις για την λειτουργία. Μια συγχρηματοδότηση των ενισχύσεων αυτών δεν θα πρέπει να προέλθει από τους τομείς, των οποίων η ανάπτυξη επωφελήθηκε εξ' αρχής από σημαντικές ενισχύσεις και οι οποίοι σήμερα έχουν καταστεί ιδιαζόντως αποδοτικοί (φυσικό αέριο, πετρέλαιο, πυρηνική ενέργεια);

8. Δεδομένου ότι η πυρηνική ενέργεια αποτελεί ένα από τα στοιχεία του διαλόγου για την καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος και την ενεργειακή αυτονομία, πώς θα μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να δώσει λύσεις στα προβλήματα των αποβλήτων, της ενίσχυσης της ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων και της ανάπτυξης της έρευνας για τους αντιδραστήρες του μέλλοντος, και ιδίως μάλιστα της σύντηξης;

9. Ποιες πολιτικές θα μπορούσαν να επιτρέψουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της βάσει του πρωτοκόλλου του Κιότο; Ποια μέτρα θα μπορούσαν να ληφθούν προκειμένου να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες εξοικονόμησης της ενέργειας, που θα επέτρεπαν την παράλληλη μείωση της εξωτερικής εξάρτησης και των εκπομπών του CO2;

10. Ένα φιλόδοξο πρόγραμμα υπέρ των βιοκαυσίμων και των άλλων καυσίμων υποκατάστασης, συμπεριλαμβανομένου του υδρογόνου, σε ποσοστό έως και 20% της συνολικής κατανάλωσης καυσίμων ενόψει του 2020, μπορεί να εξακολουθήσει να αποτελεί αποκλειστικά και μόνο αντικείμενο των εθνικών προγραμμάτων ή θα πρέπει να προέλθει από συντονισμένες αποφάσεις στο επίπεδο της φορολογίας, της διανομής και των προοπτικών της γεωργικής παραγωγής;

11. Η εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια (40% της ενεργειακής κατανάλωσης) ανεξαρτήτως του κατά πόσον είναι δημόσια ή ιδιωτικά, νεόδμητα ή υπό ανακαίνιση, κρίνεται σκόπιμο να αποτελέσει το αντικείμενο κινήτρων, για παράδειγμα φορολογικών, ή προϋποθέτει επίσης τη λήψη μέτρων κανονιστικού χαρακτήρα κατά το πρότυπο των εφαρμοσθέντων στις μεγάλης κλίμακας βιομηχανικές εγκαταστάσεις.

12. Η εξοικονόμηση ενέργειας στις μεταφορές (32% της ενεργειακής κατανάλωσης) προϋποθέτει ότι θα διορθωθεί η ολοένα αυξανόμενη ανισοκατανομή των μεταφορών εμπορευμάτων υπέρ των οδικών μεταφορών και σε βάρος των σιδηροδρόμων. Η ανισοκατανομή αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ως αναπόφευκτη, ή θεωρείται ότι θα πρέπει να ληφθούν μέτρα αντιμετώπισής της, ανεξάρτητα εντελώς της δημοτικότητάς τους, προκειμένου να μειωθεί η χρήση των αυτοκινήτων στις πόλεις; Με ποιόν τρόπο θα μπορούσαν να συμβιβαστούν η καθιέρωση του ανταγωνισμού στις μεταφορές, οι επενδύσεις σε υποδομές για την εξάλειψη των συμφορήσεων και η διευκόλυνση εναλλαγής μεταφορικών μέσων (intermodality);

13. Πως θα ήταν δυνατόν να αναπτυχθούν καλύτερα προσεγγίσεις κοινού σχεδιασμού και να ενταχθεί η μακροπρόθεσμη διάσταση στον προβληματισμό και τη δράση των δημοσίων αρχών και των φορέων εκμετάλλευσης ώστε να καταλήξουμε σε ένα αειφόρο σύστημα ενεργειακού εφοδιασμού; Πως είναι δυνατόν να προπαρασκευαστούν οι εναλλακτικές δυνατότητες στον τομέα της ενέργειας για το μέλλον;

12.

1ο ΜΕΡΟΣ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Οι ενεργειακές επιλογες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαρτώνται από την περιορισμένη ενεργειακή επάρκειά της και τις διαθέσιμες τεχνολογίες

I. Η ανέφικτη ενεργειακή αυτονομία

Μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, η αύξηση της ενεργειακής κατανάλωσης αποσυνδέθηκε ως επί το πλείστον από την ευρωπαϊκή οικονομική ανάπτυξη. Παρά τις προόδους αυτές, οι ολοένα αυξανόμενες ενεργειακές ανάγκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσκρούουν στην έλλειψη εσωτερικών πηγών ενέργειας που να καλύπτουν τις ανάγκες. Η Ευρώπη των δεκαπέντε, όπως και η Ευρώπη που θα προκύψει μετά από τη διεύρυνση, καταναλώνει πολύ περισσότερο από όσο μπορεί να παράγει [2].

[2] Η παρούσα Πράσινη Βίβλος λαμβάνει υπόψη τις ενεργειακές προοπτικές της Ένωσης για τα επόμενα 20 με 30 χρόνια θεωρώντας παράλληλα ότι ενδέχεται η Ένωση στο τέλος της περιόδου αυτής να απαρτίζεται από τριάντα περίπου μέλη.

A. Η ενεργειοβόρος οικονομία

Η ζήτηση της ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξάνει από το 1986 κατά 1 με 2 % ετησίως. Μολονότι απηχεί τη μετάβαση από τη βιομηχανική στην οικονομία παροχής υπηρεσιών, η σταθερή κατανάλωση της βιομηχανίας υπερφαλλαγγίζεται από την αύξηση της οικιακής κατανάλωσης καθώς και της κατανάλωσης του τριτογενούς τομέα σε ηλεκτρική ενέργεια, μεταφορές και θέρμανση.

Οι υποψήφιες χώρες δεν διαφέρουν από την υπόλοιπη Ένωση όσον αφορά την μακροπρόθεσμη εξέλιξη της κατανάλωσής τους, μολονότι επί του παρόντος εμφανίζουν υστέρηση στον τομέα της εξοικονόμησης της ενέργειας. Εν τούτοις μετά από την περίοδο της κρίσης, κατά τα φαινόμενα οι χώρες αυτές θα αντιμετωπίσουν μεσοπρόθεσμα ταχύτερη αύξηση της ζήτησης για ενέργεια, λόγω της αναμενόμενης οικονομικής ανάπτυξής τους που θα είναι ψηλότερη της προσδοκώμενης στα κράτη μέλη (μεταξύ 3 και 6% ετησίως ενώ η ετήσια οικονομική ανάπτυξη στο σύνολο της Ένωσης αναμένεται να ανέλθει σε 2 με 3 % ). Η ως άνω μεταβατική περίοδος θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία ώστε οι εν λόγω χώρες να εκσυγχρονίσουν τα ενεργειακά συστήματά τους.

Ευρώπη των 30 [3] : Τελική κατανάλωση ενέργειας (σε mtoe [4]) (σε εκατομ.ΤΙΠ)

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

[3] Τα αριθμητικά δεδομένα της παρούσας Πρασίνης Βίβλου προέρχονται από τις προβλέψεις που αναφέρονται στο τρίτο μέρος Ι.β

[4] mtοε : εκατομμύρια τόνων ισοδύναμου πετρελαίου (ΤΙΠ).

mtoe= εκατομμύρια τόνων ισοδύναμου πετρελαίου (ΤΙΠ)

Domestique, tertiaire= οικιακός, τριτογενής τομέας

Industrie = Βιομηχανία

Transport = Μεταφορές

1. Η απαγκίστρωση από το πετρέλαιο: η βιομηχανία

Η ευρωπαϊκή βιομηχανία έχει πραγματοποιήσει σοβαρές προόδους στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας χάρη στις επενδύσεις που έχουν πραγματοποιηθεί για τον εκσυγχρονισμό της. Παράλληλα κατέβαλε σημαντική προσπάθεια να απαγκιστρωθεί από το πετρέλαιο (το οποίο σήμερα καλύπτει το 16% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης της βιομηχανίας) και να επιτύχει ενεργειακή διαφοροποίηση υπέρ του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας. Η ένταση της ενεργειακής κατανάλωσης [5] στον τομέα αυτό μειώθηκε κατά 23% μεταξύ 1998 και 1997.

[5] Η ενεργειακή ένταση αποτελεί δείκτη της ενεργειακής κατανάλωσης σε σχέση με το ΑΕΠ.

Η σταθερότητα της κατανάλωσης μεταξύ 1985 και 1998 [6] διευκολύνθηκε ιδίως από την εισαγωγή της συνδυασμένης παραγωγής θερμότητας και ηλεκτρισμού, καθώς και αποτελεσματικότερων τεχνολογιών, ενώ παράλληλα οφείλεται και στον αναπροσανατολισμό των ευρωπαϊκών οικονομιών προς την παροχή υπηρεσιών. Στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες μετά από μία έντονη οικονομική χρήση, η βιομηχανία των χωρών της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης αναμένεται ότι θα απορροφά το 2% της ετήσιας ενεργειακής ζήτησης από τώρα έως το 2020.

[6] 264 έως 262 εκατομμύρια τόνων ισοδυνάμου πετρελαίου(ΤΙΠ).

2. Όμηροι των υδρογονανθράκων: τα νοικοκυριά, ο τριτογενής τομέας και οι μεταφορές.

α) Τα νοικοκυριά και ο τριτογενής τομέας απέναντι στις αποτελεσματικότερες τεχνολογίες:

Τα νοικοκυριά και ο τριτογενής τομέας αντιπροσωπεύουν το σημαντικότερο τομέα κατανάλωσης τελικής ενέργειας σε απόλυτες τιμές. Ο τομέας αυτός γνώρισε, μέχρι σήμερα, περιορισμένη αύξηση [7], συνοδευόμενη από μείωση της ενεργειακής έντασης που εν μέρει αντισταθμίστηκε από την συστηματική αύξηση της υλικής άνεσης. Η τάση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να παρατηρείται υψηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση , ιδίως ηλεκτρικής ενέργειας. Στις υποψήφιες χώρες, η κατά κεφαλή κατανάλωση είναι χαμηλότερη παρά τις ασθενέστερες επιδόσεις στον τομέα της εξοικονόμησης της ενέργειας. Το φαινόμενο οφείλεται στην καθυστέρηση των επενδύσεων και της οικονομικής ανάπτυξης των χωρών αυτών.

[7] Από 355 έως 384 εκατομμύρια ισοδυνάμων τόνων πετρελαίου μεταξύ 1980 και 1998

Το 63 % των οικιακών αναγκών καλύπτονται από τους υδρογονάνθρακες, εκτός των ατομικών μεταφορών. Παράλληλα, τα νοικοκυριά αποτελούν τους σημαντικότερους καταναλωτές φυσικού αερίου (1/3 του αναλούμενου φυσικού αερίου, που καλύπτει το 40% των οικιακών αναγκών) και περίπου 18% του αναλούμενου πετρελαίου (1/4 των αναγκών).

β) Οι μεταφορές

Αναμφίβολα οι μεταφορές αποτελούν τον μεγάλο ενεργειακό άγνωστο για το μέλλον. Δέσμιος της αγοράς του πετρελαίου (98% της αγοράς των μεταφορών εξαρτώνται από το πετρέλαιο, πράγμα που ισοδυναμεί με 67 % της τελικής ζήτησης για πετρέλαιο) ο τομέας αυτός γνωρίζει σοβαρή αύξηση της ενεργειακής ζήτησης. Μεταξύ 1985 και 1998, η ζήτηση αυτή εν προκειμένω αυξήθηκε από 203 σε 298 εκατομμύρια ΤΙΠ, ο αριθμός των οχημάτων, ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης, αυξήθηκε από 132 σε 189 εκατομμύρια ενώ οι αεροπορικές μεταφορές γνώρισαν εκρηκτική ανάπτυξη. Η ενεργειακή ένταση του τομέα αυξήθηκε κατά 10% μεταξύ 1985 και 1998 [8]. Η αύξηση στον τομέα αυτόν αναμένεται να συνεχιστεί και στο άμεσο μέλλον προβλεπόμενη σε 2% κατά την επόμενη δεκαετία. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπεται έως το 2010 αύξηση των μεταφορών επιβατών κατά 19% κατανεμούμενη κυρίως μεταξύ του αυτοκινήτου (+16%) και του αεροπλάνου (+90%). Οι μεταφορές εμπορευμάτων αναμένεται να αυξηθούν κατά +38% (η αύξηση αυτή πρωτίστως αφορά τις οδικές μεταφορές, όπου και αναμένεται να ανέλθει σε +50%, και τις θαλάσσιες μεταφορές όπου αναμένεται να ανέλθει σε +34%). Οι προσπάθειες που καταβάλλει η αυτοκινητιστική βιομηχανία βάσει της συμφωνίας που σύναψε με την Επιτροπή για τη μείωση των εκπομπών CO2 των ιδιωτικών οχημάτων θα συμβάλει σοβαρά στον περιορισμό των ως άνω τάσεων. Εντούτοις οι εν λόγω πρόοδοι δεν επαρκούν για τη μείωση ή έστω τη σταθεροποίηση της ενεργειακής ζήτησης στον τομέα των μεταφορών.

[8] Μεταξύ των ερμηνευτικών παραγόντων που αναφέρονται, εξέχουσα θέση κατέχει η αύξηση του ενδοκοινοτικού οδικού εμπορίου, που κατέστη ιδιαίτερα αισθητή τα τελευταία έτη μεταξύ της Ιβηρικής Χερσονήσου και της υπολοίπου Ένωσης, καθώς και η αύξηση των οδικών μεταφορών προς τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης.

Στις υποψήφιες χώρες η αύξηση αυτή αναμένεται ότι θα είναι ακόμη δυναμικότερη. Μετά από τη διεύρυνση, η Ένωση θα κληθεί να εξασφαλίσει την κινητικότητα περισσοτέρων των 170 εκατομμυρίων επιπλέον κατοίκων σε μία επικράτεια που θα αυξηθεί κατά 1,86 εκατομμύρια km . Λαμβάνοντας υπόψη την αναπτυξιακή διαφορά με την Ένωση, είναι λογικό να αναμένεται ότι θα καταβληθούν δυναμικές προσπάθειες για την κάλυψη της διαφοράς. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες τάσεις προβλέπεται οικονομική ανάπτυξη των υποψηφίων χωρών δύο φορές υψηλότερη της αντίστοιχης σημερινής Ευρώπης των 15, ήτοι ανερχόμενη περίπου σε 5 με 6% ετησίως κατά την διάρκεια των 10 επομένων ετών. Άμεση συνέπειά της αποτελεί η προβλέψιμη αύξηση της ζήτησης στον τομέα των μεταφορών η οποία θα είναι μεγαλύτερη της αντίστοιχης οικονομικής ανάπτυξης.

Η αύξηση της ζήτησης, σε συνδυασμό με τα κενά που εμφανίζουν οι υποδομές και το σύστημα μεταφορών, ιδίως σε ό,τι αφορά τη διεθνή κυκλοφορία και την κατανομή των ροών μεταξύ μεταφορικών μέσων, οξύνει τα φαινόμενα συμφόρησης (κορεσμός των αστικών κέντρων, των οδικών δικτύων και των αερολιμένων). Ως εκ τούτου, το εξωτερικό κόστος της ρύπανσης λόγω μεταφορών υπολογίστηκε περίπου σε 2% του ΑΕΠ.

3. Η ενεργειακή διαφοροποίηση: ο ηλεκτρισμός και η θερμότητα

α) Ο ηλεκτρισμός

Παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας

ανά πηγή ενέργειας και κράτος μέλος

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Nuclιaire = Πυρηνική ενέργεια Combustibles solides = Στερεά καύσιμα Gaz naturel = Φυσικό αέριο Produits pιtroliers = Πετρελαϊκά προϊόντα Renouvables = Ανανεώσιμες μορφές ενέργειας Autres = Άλλες πηγές

Κατά τα τελευταία έτη, η ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια αυξήθηκε ταχύτερα από όλες τις άλλες μορφές ενέργειας. Αναμένεται ότι η ζήτηση αυτή θα αναπτυχθεί και μελλοντικά με ρυθμούς έντονους και συγκρίσιμους προς τους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ έως το 2020. Οι προοπτικές αύξησης στις υποψήφιες χώρες είναι ακόμη μεγαλύτερες, με την ηλεκτρική ενέργεια να αυξάνεται κατά 3% ετησίως [9] έως το 2020.

[9] Ευρωπαϊκές προοπτικές ενέργειας έως το 2020: αριθμητικά δεδομένα βάσει 7 χωρών της Κεντρικής Ευρώπης εξαιρουμένων της Βουλγαρίας, της Δημοκρατίας της Σλοβακίας και της Ρουμανίας.

Η εγκατεστημένη ισχύς στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται να ανέλθει σε 800 με 900 GWe [10] περί το 2020 ενώ σήμερα ανέρχεται σε 600 GWe. Περίπου 300GWe θα πρέπει να εγκατασταθούν κατά την επόμενη εικοσαετία προκειμένου να αντικατασταθούν οι σταθμοί παραγωγής οι οποίοι έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο ζωής τους, ενώ παράλληλα απαιτείται εγκατάσταση και επιπλέον 200 με 300 GWe για να αντιμετωπιστεί η αύξηση της κατανάλωσης. Εξυπακούεται ότι οι ανάγκες αυτές για νέα ισχύ θα μπορούσαν να περιοριστούν εφόσον εφαρμοστεί πολιτική περιορισμού της ζήτησης.

[10] Gwe : Giga Watt ηλεκτρικής ενέργειας

Εάν δεν μεσολαβήσει κάποια επαναστατική τεχνολογική πρόοδος, οι επιπλέον αυτές ανάγκες θα πρέπει να καλυφθούν από τα ήδη υφιστάμενα ενεργειακά προϊόντα που υπάρχουν στην αγορά, ήτοι το φυσικό αέριο, τον άνθρακα, το πετρέλαιο, την πυρηνική ενέργεια και τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σήμερα κατανέμεται ως εξής: πυρηνική ενέργεια (35%), στερεά καύσιμα (27%), φυσικό αέριο (16%), υδραυλική και άλλες ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, (15%), πετρέλαιο (8%). Η νέα ισχύς θα χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο, ενώ θα συνεχιστεί η μείωση του αριθμού των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από πετρελαϊκά προϊόντα και στερεά καύσιμα.

Η αύξηση της πυρηνικής ενέργειας επί του παρόντος φαίνεται απίθανη. Η μελλοντική συμμετοχή της μακροπρόθεσμα θα εξαρτηθεί από τη συνέχιση της πολιτικής για την καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου, την ανταγωνιστικότητά της συγκριτικά προς τις άλλες μορφές ενέργειας, την αποδοχή της εκ μέρους του κοινού και την αντιμετώπιση του προβλήματος των αποβλήτων. Η συμβολή της πυρηνικής ενέργειας υπό τις παρούσες πολιτικές συνθήκες ( αποφάσεις κλεισίματος πυρηνικών σταθμών λήφθηκαν από μερικά κράτη μέλη) αναμένεται ότι θα παραμείνει περίπου σταθερή έως το 2020. Μεσοπρόθεσμα εάν συνεχιστεί η τάση για αποφυγή της πυρηνικής ενέργειας, και δεν μεσολαβήσουν και νέες επενδύσεις, αναμένεται ότι θα αυξηθεί ο βαθμός χρησιμοποίησης των θερμοηλεκτρικών σταθμών. Εντούτοις οι προβλέψεις αυτές θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν εφόσον ενισχυθεί η συμβολή των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας και οι δράσεις για τον έλεγχο της ζήτησης.

Στις υποψήφιες χώρες ο βαθμός αντικατάστασης ή εκσυγχρονισμού του παραγωγικού δυναμικού ηλεκτρικής ενέργειας - κάτι που δεν είναι εύκολο να αξιολογηθεί - αναμένεται να είναι σημαντικός λόγω του παρωχημένου χαρακτήρα σημαντικού τμήματος των υφισταμένων εγκαταστάσεων.

- Κατ'αρχήν, θα πρέπει να εκσυγχρονιστούν σε μεγάλο βαθμό οι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί, ενώ ένα μέρος των θερμοηλεκτρικών σταθμών που τροφοδοτούνται με στερεά καύσιμα ενδέχεται να αντικατασταθεί από θερμοηλεκτρικούς σταθμούς φυσικού αερίου. Εν τούτοις μια ενδεχόμενη έντονη αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου στη διεθνή αγορά θα μπορούσε να επιβραδύνει τη λήψη αντιστοίχων επενδυτικών αποφάσεων και να ευνοήσει τη διατήρηση σημαντικών εγκαταστάσεων στερεών καυσίμων και πυρηνικών στις χώρες αυτές. Όντως, βάσει του σεναρίου αναφοράς [11] η αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση κατά 24% του ρυθμού αύξησης της χρήσης του φυσικού αερίου.

[11] Βλέπε τρίτο μέρος I.B

- Η εξέλιξη της πυρηνικής ενέργειας εξαρτάται από τις προσπάθειες που θα καταβληθούν στον τομέα της ασφάλειας των εγκαταστάσεων στις ως άνω χώρες. Παρατηρείται ότι μεταξύ των υποψηφίων χωρών μειώνεται η βαρύτητα που έχει η πυρηνική ενέργεια επί της συνολικώς παραγόμενης ενέργειας και αναμένεται ότι θα περιοριστεί από 15% σήμερα σε 8,1% περί το 2020 [12].

[12] Το ποσοστό αυτό λαμβάνει υπόψη την αύξηση της ζήτησης και τις προβλέψεις σχετικά με το κλείσιμο και τον εκσυγχρονισμό των πυρηνικών σταθμών.

β) Η θερμότητα

Η αγορά της θερμότητας είναι αναμφίβολα η σημαντικότερη αγορά κατανάλωσης τελικής ενέργειας, αντιπροσωπεύοντας περίπου το ένα τρίτο της αναλούμενης ενέργειας. Αφορά τόσο την οικιακή θέρμανση (συμπεριλαμβανομένου του θερμού ύδατος) όσο και την παραγωγή ατμού για βιομηχανικές ανάγκες. Ο ενεργειακός ισολογισμός της παραγωγής θερμότητας είναι εντελώς διαφορετικός από τον αντίστοιχο της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Αντίθετα προς την αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας, η αγορά της θερμότητας είναι ως επί το πλείστον αποκεντρωμένη. Η παραγωγή της μπορεί να είναι το αποτέλεσμα είτε χωριστής είτε συνδυασμένης παραγωγής [13] είτε ακόμη να προκύπτει από το συνδυασμό θερμαντικών σταθμών και δικτύων θερμότητας, τα οποία είναι πιο διαδεδομένα στις υποψήφιες χώρες απ'ότι στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[13] Συνδυασμένη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας.

B. Οι περιορισμένοι Κοινοτικοί πόροι

Παρά τις σημαντικές προόδους στον τομέα της εκμετάλλευσης τους, τα αποθέματα συμβατικών πηγών στην Ευρώπη εξακολουθούν να παραμένουν λίαν περιορισμένα και η εξαγωγή τους ιδιαίτερα δαπανηρή. Μελλοντικά, προβλέπεται να παρατηρηθεί μια τάση ταχείας μείωσης των εγχωρίων ορυκτών ενεργειακών πηγών.

Ευρώπη των 30: Ενεργειακή παραγωγή ανά καύσιμο: σενάριο αναφοράς (σε εκατομ. ΤΙΠ)

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

mtoe= εκατομμύρια τόνων ισοδύναμου πετρελαίου (ΤΙΠ)

Renewables = Ανανεώσιμες μορφές ενέργεια Nuclear = Πυρηνική ενέργεια Natural gas = Φυσικό αέριο Oil = Πετρέλαιο Solid fuels = Στερεά καύσιμα

1. Αβεβαιότητες σχετικά με την παραγωγή των υδρογονανθράκων

α) Τα πετρελαϊκά αποθέματα είναι άνισα κατανεμημένα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει ελάχιστα, και οι υποψήφιες χώρες ακόμη λιγότερα. Θεωρείται ότι τα αποδεδειγμένα κοινοτικά αποθέματα επαρκούν για οκτώ έτη κατανάλωσης με τους σημερινούς ρυθμούς (εφόσον δηλαδή δεν μεταβληθεί η κατανάλωση και οι τεχνολογικές επιδόσεις). Η Ένωση παράγει από την εκμετάλλευση της Βόρειας Θάλασσας (κυρίως Ηνωμένο Βασίλειο) 158,3 εκατομμύρια τόνους ισοδυνάμου πετρελαίου (1997) ήτοι μόλις 4,4% της παγκόσμιας παραγωγής. Σήμερα το κόστος άντλησης της ευρωπαϊκής παραγωγής ανέρχεται σε 7-11 δολάρια το βαρέλι ενώ στη Μέση Ανατολή το κόστος αυτό κυμαίνεται σε 1-3 δολάρια.

Κόστος της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Coϋt ($/baril) = Κόστος ($ ανά βαρέλι) Production (mio de barils/jour)= Παραγωγή (εκατομ. βαρέλια ημερησίως)

β) Τα αποθέματα του φυσικού αερίου, κατανέμονται σχετικά καλύτερα σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει μόλις 2% των παγκόσμιων αποθεμάτων, ήτοι 20 έτη κατανάλωσης με τους σημερινούς ρυθμούς. Η Ένωση άντλησε 223,2 εκατομμύρια τόννους ισοδυνάμου πετρελαίου κατά το 1997 (12% της παγκόσμιας παραγωγής). Τα κύρια αποθέματα βρίσκονται στις Κάτω Χώρες (56%) και στη Μεγάλη Βρετανία (24%).

γ) Ο ρυθμός εξάντλησης των κοινοτικών πόρων εξαρτάται από τα αποδεδειγμένα αποθέματα καθώς και από την τιμή των υδρογονανθράκων στη διεθνή αγορά και από την τεχνολογική πρόοδο. Όσο υψηλότερη είναι η τιμή τόσο περισσότερο οι πετρελαϊκές εταιρίες εντείνουν την αναζήτηση κοιτασμάτων και την παραγωγή. Εφόσον οι σημερινές τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου διατηρηθούν στη διεθνή αγορά (περίπου σε 30 δολάρια κατά το 2000) αναμένεται να αναληφθεί η εκμετάλλευση σημαντικών αποθεμάτων. Εντούτοις άσχετα με την αβεβαιότητα της συγκυρίας στη διεθνή αγορά, με βάση το σημερινό ρυθμό παραγωγής αναμένεται να εξαντληθούν εντός 25 ετών τα κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου στην Βόρεια Θάλασσα. Η διεύρυνση δεν θα βελτιώσει τις προοπτικές της εσωτερικής παραγωγής [14].

[14] Το 1999, η Νορβηγία διέθετε 1,77 δισεκατομμύρια m3 αποδεδειγμένων αποθεμάτων φυσικού αερίου που επαρκούν για 23 έτη κατανάλωσης με τους σημερινούς ρυθμούς εκμετάλλευσης. Τα αποδεδειγμένα αποθέματα πετρελαίου, υπολογιζόμενα σε 11 εκατομμύρια βαρέλια, είναι περισσότερο από το ήμισυ των αποθεμάτων της Ευρώπης, αλλά με τούς σημερινούς ρυθμούς εκμετάλλευσης θα επαρκέσουν για ακόμη 10 έτη. Εντούτοις, υφίστανται σοβαρά και εκμεταλλεύσιμα αποθέματα στη θάλασσα Barents .

Ενδέχεται η ανανέωση των επενδυτικών προσπαθειών να μετριάσει τις ως άνω απαισιόδοξες προοπτικές. Εν γένει επιτυγχάνεται υπέρβαση των προβλέψεων πρωτίστως χάρη στην τεχνολογική καινοτομία, όπως αποδεικνύει και το κατωτέρω διάγραμμα. Οι νέες τεχνολογίες άντλησης επιτρέπουν μακροπρόθεσμα το ποσοστό εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων να αυξηθεί από 20-40% σε 60%.

Προβλέψεις της παραγωγής στη Βόρεια Θάλασσα

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

NWECS Oil Production Forecast = Πρόβλεψη παραγωγής πετρελαίου NWECS Three Scenarios - Comparison = Τρία σενάρια - Σύγκριση North Sea Production Forecast in 1983 = Πρόβλεψη παραγωγής στη Βόρεια Θάλασσα το 1983 Low = Χαμηλή Probable = Πιθανή High = Υψηλή

2. Η παρακμή της παραγωγής των ορυχείων

a) Τα στερεά καύσιμα

Υπό απόλυτους όρους, τα παγκόσμια αποθέματα στερεών καυσίμων είναι σημαντικά, τέσσερις με πέντε φορές μάλιστα μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα του πετρελαίου, καλύπτοντας περίπου 200 έτη κατανάλωσης. Τα 80% των ευρωπαϊκών αποθεμάτων συμβατικών καυσίμων αποτελούνται από στερεά καύσιμα (συμπεριλαμβανομένου του γαιάνθρακα, του λιγνίτη, της τύρφης και των ασφαλτούχων σχιστολίθων). Η ως άνω αισιόδοξη διαπίστωση θα πρέπει εντούτοις να μετριαστεί λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλία της ποιότητας των στερεών καυσίμων και το κόστος παραγωγής τους.

Η κοινοτική παραγωγή τύρφης ανέρχεται σε 1,2 εκατομμύρια τόννους ισοδυνάμου πετρελαίου, του λιγνίτη σε 50 εκατομμύρια τόνους ισοδυνάμου πετρελαίου και του γαιάνθρακα σε 60 εκατομμύρια τόννους ισοδυνάμου πετρελαίου (5% της παγκόσμιας παραγωγής). Για την διευρυμένη Ένωση, η παραγωγή του γαιάνθρακα αναμένεται ότι θα υπερδιπλασιαστεί. Μολονότι ο λιγνίτης και η τύρφη είναι οικονομικά αποδοτικοί, αυτό δεν ισχύει και για τον ευρωπαϊκό γαιάνθρακα, του οποίου η ανταγωνιστικότητα είναι πολύ περιορισμένη συγκριτικά προς τον εισαγόμενο.

Οι δυσχερείς γεωλογικές συνθήκες σε συνδυασμό με τα πρότυπα κοινωνικής κάλυψης που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ως αποτέλεσμα το κόστος της μέσης παραγωγής του γαιάνθρακα να είναι 3 με 4 φορές υψηλότερο των τιμών που επικρατούν στη διεθνή αγορά (150$ /Τόνο Ισοδυνάμου Άνθρακα έναντι 40$ /Τόνο Ισοδυνάμου Άνθρακα). Στο πλαίσιο αυτό ο ευρωπαϊκός γαιάνθρακας δεν είναι ανταγωνιστικός σε σύγκριση με τον προερχόμενο από τις σημαντικότερες χώρες παραγωγής όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Αυστραλία, η Νότια Αφρική, η Κολομβία. Αυτή η διαφορά οδήγησε τις χώρες παραγωγής να διακόψουν κάθε παραγωγή στην Πορτογαλία, το Βέλγιο και τη Γαλλία (το 2005), ή να αποφασίσουν την αναδιάρθρωση του αντιστοίχου κλάδου προκειμένου να μειωθεί σταδιακά η εξορυκτική δραστηριότητα (Γερμανία, Ισπανία), ή να κάνουν την παραγωγή ανταγωνιστική με εκείνη του εισαγόμενου γαιάνθρακα (Ηνωμένο Βασίλειο).

Εντός μερικών ετών, ο κλάδος του γαιάνθρακα στην Ευρώπη, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η διεύρυνση (Πολωνία, Τσεχία, Ρουμανία), θα εξυπηρετεί ελάχιστα τον ενεργειακό εφοδιασμό λόγω της λίαν περιορισμένης ανταγωνιστικότητάς του. Παρά το ότι τα αποθέματα στερεών καυσίμων στις υποψήφιες χώρες είναι σημαντικά, θεωρείται ότι δεν θα αντισταθούν στον διεθνή ανταγωνισμό και θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν προς τις πολιτικές μείωσης της εξορυκτικής δραστηριότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Επιβάλλεται να ληφθούν σκληρές αποφάσεις για το μέλλον του κλάδου του άνθρακα στην Ευρώπη επειδή δεν είναι ανταγωνιστικός. Για λόγους συνδεόμενους με την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, θα ήταν δυνατό να εξετασθεί ως ενδεχόμενο η διατήρηση της πρόσβασης σε ορισμένα αποθέματα. Προς τούτο επιβάλλεται να μελετηθεί η δυνατότητα διατήρησης ελαχίστου δυναμικού παραγωγής άνθρακα προβλέποντας αντιστοίχως τα προσήκοντα κοινωνικά μέτρα. Αυτό θα εξασφάλιζε τη διατήρηση των ειδών εξοπλισμού και κατά συνέπεια, τη συνέχιση και την εύρυθμη λειτουργία των επιλεχθέντων ορυχείων. Τοιουτοτρόπως θα ήταν δυνατό να διατηρηθεί η εξέχουσα θέση της ευρωπαϊκής τεχνολογίας σε θέματα εξαγωγής και καθαρής καύσης του άνθρακα.

β) Το Ουράνιο

Τα αποδεδειγμένα αποθέματα φυσικού ουρανίου, που αποτελούν το μοναδικό τμήμα του κύκλου των πυρηνικών καυσίμων για το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι αυτάρκης, υπολογίζονται σε 2,5 εκατομμύρια τόνων, ήτοι 40 έτη κατανάλωσης με τους σημερινούς ρυθμούς (η τρέχουσα τιμή ανέρχεται περίπου στα 20 δολάρια το κιλό). Οι πρόσθετοι γνωστοί πόροι, που δεν έχουν υποστεί εκμετάλλευση, ανέρχονται περίπου σε 850.000 τόννους (δηλαδή 15 έτη κατανάλωσης) στην ως άνω κατηγορία τιμών και βρίσκονται πρωτίστως στην Αυστραλία, το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν και τον Καναδά.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει μόλις 2% των παγκοσμίων αποθεμάτων φυσικού ουρανίου (δηλαδή 52.000 τόννους), αλλά η παραγωγή θα τερματιστεί περί το 2005 στη Γαλλία και στην Πορτογαλία. Το κλείσιμο των ορυχείων ουρανίου στην Ευρώπη ως επί το πλείστον οφείλεται στην εξάντληση των αποθεμάτων, στο υψηλό κόστος εκμετάλλευσης συγκριτικά προς την τιμή που επικρατεί στις παγκόσμιες αγορές και στην μεγάλη διαθεσιμότητα αποθεμάτων πυρηνικών καυσίμων στη διεθνή αγορά.

Προέλευση των εισαγωγών ουρανίου στην Ένωση

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Autres = Άλλα Namimbie/Afrique du Sud = Ναμίμπια/Νότια Αφρική NIS = Νέα Ανεξάρτητα Κράτη Gabon/Niger = Γκαμπόν/Νίγηρας Australie = Αυστραλία Canada = Καναδάς EU = ΕΕ

Είναι δυνατόν να επιτευχθεί μεγαλύτερη διαθεσιμότητα ουρανίου αλλά με αυξημένο κόστος. Πράγματι, υφίστανται μη συμβατικά αποθέματα τα οποία κρίνονται επαρκή μακροπρόθεσμα. Αυτό αναμένεται να έχει περιορισμένες επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής της κιλοβατώρας λαμβάνοντας υπόψιν την περιορισμένη επίδραση που έχει η τιμή του ουρανίου στο συνολικό κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Ο αισιόδοξος υπολογισμός αποθεμάτων οφείλεται στον ανακυκλώσιμο χαρακτήρα των προϊόντων σχάσης. Το πυρηνικό καύσιμο διακρίνεται από τις άλλες πρωτογενείς μορφές ενέργειας, επειδή υπάρχουν δυνατότητες ανακύκλωσης μετά την ακτινοβόληση, που συνεπάγονται ανάλογα μείωση των αναγκαίων εισαγωγών. Μετά από το διαχωρισμό τους από τα απόβλητα (4% περίπου) που οφείλονται στην πρώτη χρήση τους, τα ανακτηθέντα ουράνιο και πλουτώνιο μπορούν να ανακυκλωθούν και να επαναχρησιμοποιηθούν για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (96%). Τέλος τα υλικά που προέρχονται από τον παροπλισμό των πυρηνικών όπλων είναι επίσης δυνατόν να ανακυκλωθούν ως πυρηνικά καύσιμα.

3. Ενδεχόμενη αφθονία των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας

Οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας όπως η ξυλεία θέρμανσης ή η υδροηλεκτρική ενέργεια καταλαμβάνουν περιορισμένη θέση στις οικονομίες μας. Αντίθετα σημαντικότερη είναι η θέση τους στις υποψήφιες χώρες και μπορούν να αποτελέσουν, σε ορισμένες απομονωμένες περιφέρειες, όπως τα νησιά, τον μοναδικό πόρο ενέργειας. Εντούτοις η ενεργειακή και οικονομική συμβολή τους θα μπορεί να αναπτυχθεί περαιτέρω.

Οι τεχνολογικές ανανεώσιμες μορφές ενέργειας και οι προηγμένες τεχνολογίες βρίσκονται ακόμα εντελώς στα σπάργανα μολονότι, χάρη στις ενισχυμένες προσπάθειες που καταβάλλουν οι δημόσιες αρχές, εξαπλώνονται αρκετά εδώ και μερικά χρόνια. Ως προς τούτο επιβάλλεται να γίνει διάκριση μεταξύ της αιολικής ενέργειας, που ήδη αναμφίβολα έχει αποκτήσει τίτλους ευγενείας, και της φωτοβολταϊκής ενέργειας, η οποία μολονότι είναι πολλά υποσχόμενη απέχει πολύ ακόμα από το να καταστεί εμπορικά ανταγωνιστική.

Το θέμα των πόρων των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας τίθεται αποκλειστικά και μόνο για όσες δεν είναι φυσικά στοιχεία, όπως η βιομάζα (συμπεριλαμβανομένου του βιοκαυσίμου) η ξυλεία και όλα τα είδη βιοαποδομήσιμων αποβλήτων. Είναι σαφές, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό τους, ότι καταρχήν δεν υφίσταται πρόβλημα ποσοτικού εφοδιασμού. Τα οικιακά απόβλητα αυξάνουν συνεχώς και η δυνατότητα αξιοποίησης που προσφέρουν δεν είναι αμελητέα, όπως και τα υποπροϊόντα του κλάδου της βιομηχανίας ξυλείας και της βιομηχανίας γεωργικών τροφίμων. Η χρήση τους όμως δεν είναι αβλαβής για το περιβάλλον και δύναται να αναπτυχθεί μόνο χάρη σε υψηλού επιπέδου τεχνολογία, λόγω τεχνολογικών δυσχερειών που μπορούν να ξεπεραστούν δύσκολα επί του παρόντος. Ιδιαίτερη σημασία επιβάλλεται να αποδοθεί στο θέμα του είδους των αποτεφρώσιμων αποβλήτων.

Οι κοινοτικοί πόροι συμβατικών πρωτογενών ενεργειών δεν επιτρέπουν, βάσει των διαθέσιμων τεχνολογιών, να εξεταστεί το ενδεχόμενο ενεργειακής αυτονόμησης της Ευρώπης. Μόνο οι ανανεώσιμες πηγές υψηλής τεχνολογίας μπορούν να περιορίσουν τις τάσεις προς μια αυξημένη ενεργειακή εξάρτηση.

Συμπέρασμα : Η Ευρωπαϊκή Ένωση κατανάλωσε κατά το 1998, 1436 εκατομμύρια ΤΙΠ όλων των ενεργειακών μορφών, ενώ η αντίστοιχη κοινοτική παραγωγή ανήλθε σε 753 εκατομμύρια ΤΙΠ. Η ενεργειακή κατανάλωση στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ανέρχεται σε 285 εκατομμύρια ΤΙΠ, ενώ η αντίστοιχη παραγωγή σε 164 εκατομμύρια ΤΙΠ. Εάν δεν επιβραδυνθεί η αύξηση της κατανάλωσης στους τομείς που κυρίως επεκτείνονται, όπως οι μεταφορές, η κατοικία και ο τριτογενής τομέας, η ενεργειακή εξάρτηση της Ένωσης θα καθίσταται ολοένα μεγαλύτερη. Όντως, η φυσική διαθεσιμότητα πηγών ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μολονότι ουσιαστικά έχει αυξηθεί μετά από την πρώτη πετρελαϊκή κρίση χάρη στις πολιτικές περιορισμού της ζήτησης και τις πολιτικέs εκμετάλλευσης των εγχωρίων πόρων [15], αναμένεται να γνωρίσει μια σοβαρή μείωση. Η εξάντληση των πόρων της Βόρειας Θάλασσας και η μερική υποχώρηση της πυρηνικής ενέργειας με λιγότερο ή περισσότερο έντονο ρυθμό, θα έχει σαν αποτέλεσμα το φαινόμενο αυτό μακροπρόθεσμα να ενισχυθεί. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και μετά από τη διεύρυνση και την είσοδο της Νορβηγίας, θα εξακολουθήσει να εμφανίζει ποσοστό εξάρτησης περίπου κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο του σημερινού (70%).

[15] Εκμετάλλευση των πόρων υδρογονανθράκων στη Βόρεια Θάλασσα, έναρξη των πυρηνικών προγραμμάτων και ανάπτυξη των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας.

Γ. Ο δέσμιος Γκιούλιβερ ή ο ενεργειακός εφοδιασμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί παράγοντα ιδιαίτερης βαρύτητας στη διεθνή αγορά ενεργειακών προϊόντων (δεύτερος καταναλωτής παγκοσμίως και πρώτος εισαγωγέας [16]). Η Ένωση εξαρτάται από τη ζήτηση στην διεθνή αγορά, τη γεωπολιτική κατάσταση, τη γεωγραφική θέση και τη σταθερότητα των χωρών διαμετακόμισης.

[16] Συγκριτικά μπορεί να αναφερθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες καλύπτουν με εισαγωγές το 24% των ενεργειακών τους αναγκών και η Ιαπωνία το 80%.

1. Εξωτερική εξάρτηση της Ένωσης

Παρά την αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας, η Ευρωπαϊκή Ένωση μείωσε ουσιαστικά την ενεργειακή της εξάρτηση μετά από την πρώτη πετρελαϊκή κρίση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση κατόρθωσε να μειώσει την εξάρτησή της από 60% το 1973 σε 50% το 1999. Οι πολιτικές διαχείρισης της ζήτησης (βελτίωση της οικονομίας της ενέργειας), ανάπτυξης των εγχωρίων ενεργειακών πόρων (εκμετάλλευση των αποθεμάτων στη Βόρεια Θάλασσα) και διαφοροποίησης των ενεργειακών πόρων (έναρξη πυρηνικών προγραμμάτων [17] καθώς και η έρευνα υπέρ των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας κ.τ.λ.) απέδωσαν καρπούς.

[17] Το υφιστάμενο δυναμικό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικούς πόρους ενίσχυσε την πολιτική μικρότερης εξάρτησης από το εξωτερικό. Το δυναμικό του ανήρχετο σε 45 GW το 1980, και έφθασε σήμερα στα 125 GW στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εξέλιξη αυτή είναι το αποτέλεσμα επενδυτικών προγραμμάτων που εγκρίθηκαν στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των δύο πετρελαϊκών κρίσεων των ετών 1973 και 1979. Στόχο αποτελούσε να αντικατασταθεί το πετρέλαιο που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, από την πυρηνική ενέργεια και να μειωθεί τοιουτοτρόπως η ευπάθεια έναντι του εξωτερικού των χωρών που είχαν ταχθεί υπέρ της πυρηνικής ενέργειας. Υπολογίζεται ότι οι οικονομίες που επιτεύχθησαν τοιουτοτρόπως υπερέβησαν τα 200 Mtep (τόννοι ισοδυνάμου πετρελαίου) για το έτος 2000, αντιπροσωπεύοντας εξοικονόμηση 30-45 δισεκατομμυρίων EUR σε επίπεδο εμπορικού ισοζυγίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ευρώπη-30 Συνολική ενέργεια: σενάριο αναφοράς (σε εκατομ.ΤΙΠ)

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

consumption = κατανάλωση net imports = καθαρές εισαγωγές production = παραγωγή

α) Η αυξημένη εξάρτηση όλων των ενεργειακών μέτρων

Με την επανάληψη της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, αναμένεται ότι η συνολική ενεργειακή εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα αυξηθεί εκ νέου και θα φτάσει το 70% στα επόμενα 20 με 30 χρόνια. Για το πετρέλαιο θα μπορούσε να ανέλθει σε 90%, για το φυσικό αέριο σε 70% και για τον γαιάνθρακα θα μπορούσε να φτάσει το 100%.

Η διεύρυνση ενισχύει περαιτέρω την τάση αυτή. Οι εισαγωγές φυσικού αερίου στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες θα μπορούσαν να αυξηθούν από 60% σε 90% και του πετρελαίου από 90 σε 94% των αντιστοίχων αναγκών. Όσο για τον άνθρακα, οι υποψήφιες χώρες, οι οποίες επί του παρόντος σαφώς συγκαταλέγονται μεταξύ των εξαγωγέων, ενδέχεται να καταλήξουν να εισάγουν το 12% των αναγκών τους το 2020 λόγω των δραστικών αναδιαρθρώσεων που παρατηρούνται στον ως άνω τομέα.

ΕΕ 30 : Εξάρτηση ανά ενεργειακό προϊόν

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

solid fuels = στερεά καύσιμα oil = πετρέλαιο natural gas = φυσικό αέριο total = σύνολο

β) Η εμβέλεια της εξάρτησης

Το νόημα της εξάρτησης αυτής ποικίλει ανάλογα με το κράτος μέλος και τη δομή της διεθνούς αγοράς των αντιστοίχων ενεργειακών προϊόντων.

- - Η ευπάθεια κάθε κράτους μέλους όσον αφορά τη διακοπή του εφοδιασμού είναι ευθέως ανάλογη προς το βαθμό της εξάρτησής [18] του. Η ευπάθεια αυτή είναι τόσο μεγαλύτερη όσο ο εφοδιασμός που προέρχεται από χώρες που ενδέχεται να δημιουργήσουν προβλήματα γεωπολιτικού χαρακτήρα.

[18] Αντιθέτως η ευπάθεια στις στιμές εξαρτάται λιγότερο από τον παράγοντα αυτόν λόγω της σύνδεσης των εσωτερικών προς τις διεθνείς τιμές.

- - Ο βαθμός στον οποίο διεθνοποιούνται τα εισαγόμενα προϊόντα αποτελεί επίσης παράγοντα που επηρεάζει τις διακυμάνσεις των τιμών. 57% του αναλούμενου πετρελαίου αποτελεί αντικείμενο διεθνών συναλλαγών ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το φυσικό αέριο ανέρχεται σε 20% και για τον άνθρακα σε 15%.

- - Οι αγορές για τα διαφορετικά ενεργειακά προϊόντα, διαρθρώνονται πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, γεγονός που συγκαταλέγεται επίσης μεταξύ των παραγόντων που επηρεάζουν τη διαμόρφωση των τιμών, ποικίλει επίσης εντονότατα.

Για το γαιάνθρακα, η διεθνής αγορά μπορεί να θεωρηθεί ανταγωνιστική, για το πετρέλαιο μπορεί να θεωρηθεί ότι στη διεθνή αγορά δεσπόζει ένα καρτέλ [19] και για το φυσικό αέριο μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατάσταση είναι ιδιόμορφη χαρακτηριζόμενη από τοπικό ολιγοπώλια, με συμπεριφορά καρτέλ, στα οποία οι τιμές προσδιορίζονται από την αγορά πετρελαίου.

[19] Σύμφωνα με ορισμένους οικονομολόγους ο χαρακτηρισμός του OPEP ως «καρτέλ» είναι άστοχος δεδομένου ότι δεν αποτελεί όργανο καθορισμού των τιμών αλλά αποσκοπεί στο να αποφεύγεται, άλλοτε με περισσότερη και άλλοτε με λιγότερη επιτυχία, ο ανταγωνισμός μεταξύ των χωρών παραγωγής.

Η κοινοτική εξάρτηση, από εξωτερικούς πόρους, είναι υψηλότερη για το πετρέλαιο, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 76% των αναγκών. Η γεωγραφική διαφοροποίηση μακροπρόθεσμα είναι αντιξοότερη απ'ότι για το φυσικό αέριο δεδομένου ότι μελλοντικά αναμένεται ότι τα παγκόσμια αποθέματα θα συγκεντρωθούν στη Μέση Ανατολή [20]. Η ουσιαστική αύξηση της προσφοράς βραχυπρόθεσμα κατά τα φαινόμενα θα είναι περιορισμένη. Η πλειοψηφία των χωρών με εξαγωγικές δραστηριότητες δεν διαθέτουν αποθέματα συμπληρωματικού δυναμικού παραγωγής βραχυπρόθεσμα εκτός της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράκ και έως ένα ορισμένο βαθμό της Ρωσίας.

[20] Σαουδική Αραβία, Ιράν, Ιράκ, ΕΑΕ, Κουβέιτ και Κατάρ.

Για το φυσικό αέριο, η Ευρωπαϊκή Ένωση επί του παρόντος εμφανίζει περιορισμένη εξάρτηση ύψους 40%. Για να αντιμετωπιστεί η αύξηση (70%) της εξάρτησης κατά τα επόμενα 20 με 30 χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει αφενός, ποικίλους προμηθευτές που γειτνιάζουν γεωγραφικά αλλά διαθέτουν περιορισμένα αποθέματα (Ρωσία, Νορβηγία και Βόρεια Αφρική, ιδίως μάλιστα η Αλγερία και Λιβύη). Εξάλλου επιβάλλεται να σημειωθεί ότι η ΕΣΣΔ και εν συνεχεία η Ρωσία παρά τις διάφορες δυσκολίες, ανταποκρίνονται πάντα στις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει βάσει μακροπροθέσμων συμβάσεων έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αφετέρου σε μεγαλύτερες αποστάσεις, σοβαρότατοι πόροι φυσικού αερίου περιβάλλουν την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως στη Ρωσία (Δυτική Σιβηρία), στην περιοχή της Κασπίας, συμπεριλαμβανομένου του Ιράν, στην Εγγύ Ανατολή, στη Νιγηρία. Για τους πόρους αυτούς οι τιμές μεταφοράς μακροπρόθεσμα, προστιθέμενες στο κόστος της παραγωγής, θεωρούνται οικονομικά αντιμετωπίσιμες.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, εισάγει περισσότερο του 50% των αναγκών της σε γαιάνθρακα. Παρά τη συνεχή μείωση της ζήτησης σε απόλυτους όρους, η εξάρτηση σε σχετικούς όρους θα εξακολουθήσει να αυξάνει κατά τα επόμενα έτη. Θεωρείται ότι η εξάρτηση της Ευρωπαϊκής ένωσης το 2020 σε ό,τι αφορά τον γαιάνθρακα θα υπερβαίνει το 70%. Ορισμένοι υποθέτουν μάλιστα ότι το αντίστοιχο ποσοστό θα πλησιάζει το 100%, λαμβάνοντας υπόψη ότι η παραγωγή γαιάνθρακα στην Κοινότητα επιβιώνει χάρη στις δημόσιες επιδοτήσεις μεγάλης κλίμακας. Τα χαρακτηριστικά της παγκόσμιας αγοράς άνθρακα (γεωγραφική κατανομή, γεωπολιτικά δεδομένα της προσφοράς και έλλειψη εντάσεων σχετικά με τις τιμές) είναι καθησυχαστικά σε ό,τι αφορά την αυξανόμενη εξωτερική εξάρτηση. Από την άποψη αυτή μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι επικρατούν συνθήκες σταθερότητας στον τομέα του φυσικού και του οικονομικού εφοδιασμού.

Για τον εφοδιασμό με πυρηνικά υλικά η Ευρώπη εξαρτάται κατά 95% από τον εξωτερικό εφοδιασμό σε ουράνιο. Εντούτοις, η ευρωπαϊκή βιομηχανία ελέγχει το σύνολο του κύκλου του καυσίμου. Εκκρεμεί, όμως, το θέμα της διαχείρισης των αποβλήτων. Ο οργανισμός εφοδιασμού της ΕΚΑΕ έχει ως στόχο να επιδιώκει τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού και την αποφυγή οιασδήποτε υπέρμετρης εξάρτησης. Εξάλλου, τα αποθέματα των πυρηνικών υλικών που διατηρούν οι επιμέρους επιχειρησιακοί φορείς στην Ευρωπαϊκή Ένωση επαρκούν για να καλυφθούν πολλά έτη λειτουργίας του συνόλου των υφισταμένων πυρηνικών σταθμών, άλλωστε το ουράνιο είναι εύκολο να αποθηκευτεί με χαμηλό κόστος .

Η πολιτική της γεωπολιτικής διαφοροποίησης του εφοδιασμού στην Ευρώπη δεν απάλλαξε την Ευρωπαϊκή Ένωση από την εξάρτησή της ως επί το πλείστον από τη Μέση Ανατολή για το πετρέλαιο και από τη Ρωσία για το φυσικό αέριο. Ορισμένα κράτη μέλη και ιδιαίτερα οι υποψήφιες χώρες εξαρτώνται αποκλειστικά από έναν προμηθευτή.

2. Η εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη γεωγραφική της θέση: οι συναλλαγές για ενεργειακά προϊόντα

Η αύξηση της εξωτερικής ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης και η απομάκρυνση των πόρων αναμένεται να κλιμακώσουν τη σχετική σημασία των μεταφορών και της διαμετακόμισης της ενέργειας προς την Ευρώπη. Οι προκλήσεις που θέτει το θέμα της διαμετακόμισης καθίστανται εισέτι πολυπλοκότερες λόγω της εμφάνισης στη διεθνή σκηνή των νέων ανεξαρτήτων χωρών μετά από τη διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης.

α) Οι συναλλαγές για τα ενεργειακά προϊόντα

Η ανάπτυξη των μεταφορών των ενεργειακών προϊόντων θέτει προβλήματα περιβαλλοντικής ευπάθειας εάν ληφθεί υπόψη ότι συνεπάγεται αυξημένους υγειονομικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους: πετρελαιοκηλίδες, διαφυγές από τα δίκτυα των αγωγών αερίου και πετρελαίου, μεταφορά πυρηνικών υλικών και συμφόρηση σε ορισμένες ζώνες διαμετακόμισης όπως ο Βόσπορος.

Ακαθάριστη εσωτερική κατανάλωση (ως %) - 1998 - EU15

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Ακαθάριστη εσωτερική κατανάλωση (ως %) - 1998 - EU30

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Στο στόχαστρο βρίσκεται το θαλάσσιο εμπόριο. 90 % του διεθνούς εμπορίου του πετρελαίου και του άνθρακα, καθώς και ένα τέταρτο του εμπορίου του φυσικού αερίου (π.χ. LNG) πραγματοποιούνται διά της θαλασσίας οδού. Μεταξύ των ενεργειακών προϊόντων, μόνο ο άνθρακας αποκλείστηκε από τον κατάλογο επικινδύνων προϊόντων που κατάρτισε ο Διεθνής Οργανισμός Θαλασσίων Μεταφορών (OMI). Η θαλάσσια μεταφορά υδρογονανθράκων στα ευρωπαϊκά ύδατα αντιπροσωπεύει 800 εκατομ. τόννων ετησίως. Πραγματοποιείται κατά 70% στα ανοικτά των ακτών του Ατλαντικού και της Βόρειας Θάλασσας και κατά 30% στη Μεσόγειο Θάλασσα.

Είναι αποδεδειγμένη η στενή σχέση μεταξύ της ηλικίας των σκαφών και του αριθμού των παρατηρούμενων ατυχημάτων. Από τα 77 πετρελαιοφόρα που απωλέσθησαν μεταξύ 1992 και 1999, 60 ήταν ηλικίας μεγαλύτερης των 20 ετών.

Το ναυάγιο του πετρελαιοφόρου ERIKA, τον Δεκέμβριο του 1999, έδωσε την ευκαιρία να διαπιστωθούν ορισμένες ελλείψεις των θαλασσίων μεταφορών πετρελαίου. Η Επιτροπή αντέδρασε εγκρίνοντας ανακοίνωση σχετικά με την ασφάλεια των θαλασσίων μεταφορών πετρελαίου και προτείνοντας ορισμένα μέτρα με στόχο την ενίσχυση των τεχνικών ελέγχων στα σκάφη αυτά. Προβλέπεται επίσης να απομακρυνθούν από τα ευρωπαϊκά ύδατα, σε δύο στάδια και ανάλογα με το εκτόπισμά τους (2010 και 2015), τα πετρελαιοφόρα απλού τοιχώματος, που συνεπάγονται μεγαλύτερους κινδύνους ρύπανσης σε περίπτωση ατυχήματος.

Τα μέτρα αυτά θα συμπληρωθούν με νέες νομοθετικές προτάσεις εκ μέρους της Επιτροπής με στόχο την ενίσχυση της επιτήρησης της κυκλοφορίας σκαφών που μεταφέρουν επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα, επιδιώκοντας παράλληλα να διευρυνθούν οι προϋποθέσεις ευθύνης των κυρίων παραγόντων που συμμετέχουν στη μεταφορά του πετρελαίου (και ιδίως των μεταφορέων των φορτίων) σε περίπτωση ατυχήματος που συνεπάγεται σοβαρή ρύπανση.

Στο πλαίσιο αυτό κρίνεται σκόπιμο να εξετάζεται εκ του σύνεγγυς η κατασκευή των νέων τερματικών σταθμών πετρελαίου που ενδέχεται να συνεπάγονται περιβαλλοντικές δυσχέρειες για τις γειτονικές χώρες. Αυτή είναι συγκεκριμένα η περίπτωση του έργου κατασκευής ενός νέου πετρελαϊκού σταθμού εκ μέρους της Ρωσίας στον κόλπο της Φινλανδίας στο Primorsk όπου θα πρέπει να αξιολογηθούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις για τις παράκτιες χώρες της Βαλτικής.

β) Η διαμετακόμιση

Η διατήρηση προσηκόντων σχέσεων με τις χώρες διαμετακόμισης αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις για τον τακτικό εφοδιασμό της Ένωσης. Κυρίως για το φυσικό αέριο του οποίου η ασφάλεια του εφοδιασμού εξαρτάται περισσότερο από τις συνθήκες στις χώρες διαμετακόμισης και από τη συνέχιση της διαφοροποίησης των διαδρομών μεταφοράς παρά από την κατάσταση των διεθνών αποθεμάτων.

Για τους πόρους από τη Ρωσία, τη Λεκάνη της Κασπίας Θάλασσας, τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, αξίζει να αποδοθεί ιδιαίτερη προσοχή σε δύο περιφέρειες: την Ανατολική και τη Βόρεια Ευρώπη αφενός και την Λεκάνη της Μεσογείου αφετέρου.

- Μολονότι ο ρόλος της Ρωσίας, από την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση εισάγει 42% των εξωτερικών της αναγκών σε φυσικό αέριο είναι αδιαμφισβήτητος, θα πρέπει επίσης να αποδοθεί σημασία στις δυνατότητες παραγωγής υδρογονανθράκων των χωρών της Κασπίας. Ως παραγωγός, η Ρωσία αποτελεί τον πρώτο εξαγωγέα παγκοσμίως φυσικού αερίου και επιθυμεί να αυξήσει τις πωλήσεις πετρελαίου - καθώς και ηλεκτρικής ενέργειας - δημιουργώντας νέες οδούς εξαγωγής. Επιπλέον προκειμένου να επιτευχθεί η αποθηλάκωση των πόρων της Κασπίας Θάλασσας, θα πρέπει να εξασφαλιστεί η ποικιλότητα των οδών μεταφοράς. Κατά συνέπεια, ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να αποδοθεί στις χώρες διαμετακόμισης όπως η Τουρκία οι χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, η Ουκρανία, τα Βαλτικά Κράτη και οι χώρες του Καυκάσου.

- Η Βόρεια Αφρική αποτελεί επίσης μια σημαντική ζώνη παραγωγής για την Ευρώπη (Αλγερία, Λιβύη).

Στο πλαίσιο της προσχώρησής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κρίνεται σκόπιμο να εξεταστεί η ενίσχυση που θα μπορούσε να προσφέρει η Ευρώπη στην ανάπτυξη των διαμετακομιστικών δραστηριοτήτων μέσω της Τουρκίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, προϊόντων εφοδιασμού που προέρχονται από τη λεκάνη της Κασπίας [21] όπως το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, ως συμπλήρωμα του εφοδιασμού που προέρχεται από τη Ρωσία [22]. Το σχέδιο της διασύνδεσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για τη μεταφορά του φυσικού αερίου ανοίγει προοπτικές εξασφάλισης νέων πόρων εφοδιασμού σε φυσικό αέριο για την αγορά της Ευρώπης ενώ αποτελεί παράλληλα εναλλακτική λύση έναντι των θαλασσίων μεταφορών φυσικού αερίου, επίσης και για τη μεταφορά προϊόντων που προέρχονται από πόρους της Μέσης Ανατολής.

[21] Ως υδρογονάνθρακες από τη λεκάνη της Κασπίας Θαλάσσης νοούνται οι υδρογονάνθρακες που προέρχονται από τη Νότια Ρωσία, τον Καύκασο, την Κεντρική Ασία και το Ιράν.

[22] Η συμφωνία για τη διαμετακόμιση υπεγράφη από τις υποψήφιες χώρες και τις περισσότερες των μεσογειακών χωρών στο πλαίσιο της συμφωνίας «Umbrella» που διαμορφώθηκε μέσω του προγράμματος INOGATE.

Στο πλαίσιο αυτό, καθίστανται καθοριστικής σημασίας η βόρεια, η κεντρική και η μεσογειακή διάσταση της ενεργειακής πολιτικής.

3. Η Ευρωπαϊκή Ένωση - ένας παράγοντας της διεθνούς αγοράς.

Η εξάρτηση από την εισαγόμενη εκ του εξωτερικού ενέργεια καθιστά την Ευρωπαϊκή Ένωση δέσμια της εξέλιξης των παγκοσμίων συνθηκών στον τομέα της ζήτησης και της προσφοράς της ενέργειας. Η εξάρτηση αυτή εξισορροπείται έως ένα ορισμένο βαθμό από τις εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τις τρίτες χώρες που πραγματοποιούν εξαγωγές ενεργειακών προϊόντων.

α) Η Ένωση αποτελεί σημαντικό παράγοντα της διεθνούς αγοράς

Η Ένωση αντιπροσωπεύει 14 με 15 % της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας ενώ δημογραφικά αποτελεί μόλις το 6% του παγκοσμίου πληθυσμού. Η Ένωση απορροφεί 19% του ανά την υφήλιο αναλούμενου πετρελαίου, 16% του φυσικού αερίου, 10% του άνθρακα και 35 % του ουρανίου.

Η Ένωση πραγματοποίησε εισαγωγές που ανέρχονται στο 16% του φυσικού αερίου που διακινήθηκε κατά το 1999 στη διεθνή αγορά (450 δισεκατ. m3), ένα τέταρτο του συνολικώς διακινηθέντος γαιάνθρακα (50 επί συνόλου 500 Mtec) και του πετρελαίου (9,7 επί 40,4 Mbaril/j). Η διεύρυνση αυξάνει ακόμη περισσότερο το μερίδιο της Ένωσης στην παγκόσμια αγορά, εκτός του γαιάνθρακα.

Κατά το 1997, η Ένωση ξόδεψε περίπου 120 δισεκατ. ευρώ για τις ενεργειακές εισαγωγές που αντιπροσωπεύουν ποσοστό μεγαλύτερο του 6% της συνολικής αξίας των εισαγομένων προϊόντων. Ο λογαριασμός για το πετρέλαιο αποτελεί το 75% του συνολικού ενεργειακού λογαριασμού. Κατά το 1997, ο ενεργειακός λογαριασμός της Ένωσης ανήλθε σε 94 δισεκατ. ευρώ των οποίων περίπου το ήμισυ (45%) μεταφέρθηκε στους φορείς εφοδιασμού της Μέσης Ανατολής (ποσό μεγαλύτερο των 40 δισεκατ. ευρώ). Το 1999, ο αντίστοιχος λογαριασμός ανήλθε σε 240 δισεκατομμύρια ευρώ. Το βάρος του λογαριασμού αυτού αυξήθηκε περαιτέρω λόγω της εξέλιξης της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου μετά τον Ιανουάριο του 2000.

β) Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει ουδεμία επιρροή στη διαμόρφωση των διεθνών τιμών

- Μακροπρόθεσμα οι ενεργειακές επιλογές των αναπτυσσομένων χωρών, ιδίως της Κίνας, της Ινδίας [23] και της Λατινικής Αμερικής, που θα επωμιστούν το μεγαλύτερο μέρος της δημογραφικής ανάπτυξης και της αύξησης της ενεργειακής ζήτησης, θα καθορίσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις συνθήκες που επικρατούν στη διεθνή αγορά διακίνησης ενεργειακών προϊόντων.

[23] Η Κίνα και η Ινδία αναλώνουν από κοινού 1.115 εκατομ. tep και αντιστοίχως 844 Mtep και 271 Mtep.

Οι εμπειρογνώμονες εκτιμούν ότι μέχρι το 2020 ο συνολικός πληθυσμός του πλανήτη θα αυξηθεί σε 8 δισεκατ. κατοίκους ήτοι 2 δισεκατ. κατοίκους επιπλέον των υφισταμένων κατά το 2000. Η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας, σύμφωνα με τις σημερινές τάσεις, θα μπορούσε να αυξηθεί ταχέως, ιδίως λόγω των αναπτυσσόμενων χωρών στις οποίες θεωρείται ότι θα οφείλονται τα 90% της αύξησης των αναγκών. Η ζήτηση αναμένεται να κλιμακωθεί περίπου κατά 63% εντός είκοσι ετών, ανερχόμενη από 9,3 δισεκατομμύρια ΤΙΠ το 2000 σε 15,4 δισεκατομμύρια ΤΙΠ το 2020. Η τάση αυτή μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες στις διεθνείς τιμές των ορυκτών καυσίμων. Η τάση αυτή θα μπορούσε εντούτοις να περιοριστεί εφόσον καταβληθούν προσπάθειες σε διεθνές επίπεδο για την προώθηση των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας και την ενεργειακή αποτελεσματικότητα, για παράδειγμα στο πλαίσιο της καταπολέμησης της αλλαγής του κλίματος.

Χαρακτηριστικά πρέπει να αναφερθεί ότι ο αριθμός των χρησιμοποιυμένων αυτοκινήτων αναμένεται να διπλασιαστεί ως το 2020. Η ως άνω αύξηση υποτίθεται ότι θα οφείλεται πρωτίστως στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η αύξηση αυτή θα οφείλεται κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, δεδομένου ότι, ενώ στις χώρες του ΟΟΣΑ η αναλογία οχημάτων-κατοίκων είναι έξι οχήματα ανά δέκα κατοίκους, ενώ η αναλογία αυτή ανέρχεται σε δύο οχήματα για κάθε εκατό κατοίκους στις περισσότερες χώρες εκτός του ΟΟΣΑ. Κατά συνέπεια προκύπτει το συμπέρασμα ότι η εν μέρει κάλυψη του υφισταμένου χάσματος σήμερα θα έχει ως αποτέλεσμα να ασκηθεί στο άμεσο σχετικά μέλλον υπέρμετρη πίεση στη ζήτηση των πετρελαϊκών προϊόντων.

Ως εκ τούτου, οι συμφωνίες με τις αναπτυσσόμενες χώρες επιβάλλεται να λαμβάνουν υπόψη τα θέματα που σχετίζονται με την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού [24].

[24] Παράδειγμα: Ανακοίνωση για την ενεργειακή συνεργασία με την Ασία (COM 96/308).

- Εκτός των γενικών τάσεων της αγοράς, αστάθεια στις τιμές των ενεργειακών προϊόντων που διακινούνται στη διεθνή αγορά (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, γαιάνθρακας, ουράνιο) μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση άλλων παραγόντων που θα διαταράξουν την αγορά: σκόπιμες πράξεις των χωρών εξαγωγής (όπως του ΟΠΕΚ), γεωπολιτικές συγκρούσεις ή επιπτώσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Οι ανατροπές των τιμών και οι σοβαρές κρίσεις που ενδέχεται να συνεπάγονται συνδέονται με την ένταση της διακύμανσης των τιμών, την περιοδικότητα της έντασης που ασκείται στις τιμές, τις ικανότητες των οικονομιών μας να τις απορροφούν και την ικανότητά τους για άσκηση πίεσης στην αντίστοιχη αγορά καθώς και στην αγορά ενεργειακών μορφών υποκατάστασης.

Αξίζει να σημειωθεί εν προκειμένω ότι μολονότι οι οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν σήμερα τη δυνατότητα να προσαρμόζονται καλύτερα στις απρόβλεπτες διακυμάνσεις των τιμών, ο έλεγχος των γεωπολιτικών ή των κερδοσκοπικών παραγόντων και η μελλοντική ανάπτυξη της παγκόσμιας αγοράς δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχό της.

- Σε γεωπολιτικό επίπεδο, οι πρόσφατες δυσκολίες που προέκυψαν κατά τη διαδικασία ειρήνευσης της Μέσης Ανατολής, ο αποκλεισμός που επιβλήθηκε στο Ιράκ και η αβεβαιότητα που σχετίζεται με την κατάσταση που επικρατεί στο Ιράν και τη Λιβύη επηρεάζουν τη συμπεριφορά του ΟΠΕΚ δίχως να είναι δυνατό να αξιολογηθεί η ακριβής τους εμβέλεια.

- Σε οικονομικό επίπεδο, οι επιπτώσεις των κερδοσκοπικών μεταφορών κεφαλαίου που οφείλονται στον πολλαπλασιασμό των επί μέρους διακανονισμών στις αγορές επί προθεσμία (futures) μπορούν να προκαλέσουν βίαιες διακυμάνσεις των τιμών και συνεπάγεται, όπως ήδη είχε προβλέψει η Επιτροπή, προβλήματα σχετικά με τις δυνατότητες καταπολέμησης της κερδοσκοπίας μέσω των αποθεμάτων [25].

[25] Ανακοίνωση της Επιτροπής της 11.10.2000 με τίτλο «Ο πετρελαϊκός εφοδιασμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

Πρέπει να αναφερθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει διαπραγματευτικά μέσα και μέσα άσκησης πίεσης. Επί του παρόντος, η Ένωση πάσχει λόγω έλλειψης αρμοδιοτήτων και κοινοτικής συνοχής στον ενεργειακό τομέα.

- Δεδομένου ότι δεν υφίστανται σαφείς ευρωπαϊκές αρμοδιότητες σε θέματα ενέργειας, εκτός όσων απορρέουν από τις συνθήκες ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ, κατά τα τελευταία 40 έτη, η Ευρώπη απέτυχε να αναπτύξει μια συνεχή κοινή ενεργειακή πολιτική - εντός της Ένωσης και του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας - προκειμένου να επιτευχθεί συνοχή αντίστοιχη προς εκείνη των χωρών ΟΠΕΚ και όπως ενδέχεται να έχουν και άλλες ομάδες παραγωγών στο μέλλον.

- Λόγω της έλλειψης ενεργειακής πολιτικής, οι δυνατότητες διαπραγμάτευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι περιορισμένεςς. Απέναντι στις ισχυρότατες επιχειρήσεις εξαγωγής υδρογονανθράκων, οι ευρωπαίοι εισαγωγείς αντιδρούν μη συντονισμένα στο πλαίσιο μιας αγοράς ως επί το πλείστον προκαθοριζόμενων τιμών. Ο ρόλος της εσωτερικής αγοράς αναμένεται να εξασθενίσει τη δεσπόζουσα θέση που κατέχουν οι χώρες εξαγωγής χάρη στον ανταγωνισμό μεταξύ εξαγωγέων και να προκαλέσει το άνοιγμα και την επιτάχυνση των συναλλαγών ενεργειακών προϊόντων, πρωτίστως όσον αφορά το φυσικό αέριο.

Όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα διαθέτει μέσα που θα της επιτρέπουν να μειώνει την πίεση που της ασκεί η διεθνής αγορά, η κατάσταση αυτή θα παραμένει η αχίλλειος πτέρνα της ευρωπαϊκής οικονομίας περιορίζοντας τις δυνατότητες της Ένωσης να διαδραματίζει το δέοντα ρόλο στο πλαίσιο του διαλόγου που αναπτύσσεται σε διεθνές επίπεδο. Όπως ανακοινώθηκε από τον ασκούντα καθήκοντα Προέδρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Biarritz, η πρόσφατη αύξηση των τιμών του πετρελαίου οδήγησε τα κράτη μέλη να συνειδητοποιήσουν ότι είναι απαραίτητο να υπάρχει δυνατότητα συντονισμένης αντίδρασης σε περίπτωση κρίσεως.

γ) Η ανεπαρκής πολιτική πρόληψης

Η εξασφάλιση και η διατήρηση των μέτρων του ενεργειακού εφοδιασμού μέσω της επίτευξης της ενεργειακής αυτονομίας αποτέλεσε πάντοτε κύρια κατεύθυνση της ενεργειακής πολιτικής των κρατών μελών. Η αντίληψη αυτή εκφράζεται στις διατάξεις των συνθηκών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ και αποτέλεσε το συνδετικό κρίκο της ευρωπαϊκής συναντίληψης που επιχείρησαν οι θεμελιωτές του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ως άνω ποσοτική εξάρτηση, τα κράτη μέλη και η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιούργησαν, μετά από την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, διαφόρους μηχανισμούς υποστήριξης της εσωτερικής παραγωγής που δεν ήταν ανταγωνιστική, τις πολιτικές δημιουργίας αποθεμάτων, τα προγράμματα ενεργειακής αποτελεσματικότητας και της τεχνολογικής ανάπτυξης, όμως τα μέτρα αυτά δεν επάρκεσαν για να αντιστραφεί η ως άνω τάση.

- Η βιομηχανία των γαιανθράκων

Η διαπίστωση αυτή ισχύει ιδιαίτερα για τον τομέα της εξόρυξης του γαιάνθρακα όπου τα κοινωνικά και περιφερειακά κριτήρια υπέρ της ελεγχόμενης αλλά αναπόφευκτης συρρίκνωσης των δραστηριοτήτων αυτών κατέστησαν σημαντικότερη τη συμβολή του ως άνω καυσίμου στην ασφάλεια του εφοδιασμού λόγω της έλλειψης σχετικών εντάσεων στη διεθνή αγορά. Επιβάλλεται να αναγνωριστεί ότι η αύξηση των δαπανών παραγωγής μείωσε, σε μεγάλο βαθμό, την αξιοπιστία των επιχειρημάτων υπέρ της συμβολής των προϊόντων αυτών στην ασφάλεια του εφοδιασμού.

- Τα μέτρα που λαμβάνονται στην περίπτωση πετρελαϊκής κρίσης

Ένα γεγονός - για παράδειγμα πολιτικού και/ή στρατιωτικού χαρακτήρα - σε μια περιοχή παραγωγής ή διαμετακόμισης πετρελαίου ενδέχεται να προκαλέσει ανά πάσα στιγμή προσωρινή διακοπή του φυσικού εφοδιασμού του πετρελαίου παγκοσμίως. Τα αποθέματα ασφάλειας και τα μέτρα για τη διαχείριση της κρίσης που προβλέπονται από το Διεθνή Οργανισμό Ενεργείας (ΔΟΕ) και την κοινοτική νομοθεσία αποτελούν μερική απάντηση σε αυτού του είδους την απειλή: τα μέτρα στον τομέα αυτόν θα πρέπει να συνεχισθούν και να εντατικοποιηθούν.

Τα καθοριστικής σημασίας στοιχεία, για τα στρατηγικά αποθέματα, διαμορφώθηκαν κατά το 1974 με την υπογραφή της «Συμφωνίας σχετικά με ένα διεθνές πρόγραμμα για την ενέργεια», που αποτέλεσε την ιδρυτική πράξη του ΔΟΕ. Η απόφαση αυτή ήταν η αντίδραση στα μέτρα αποκλεισμού που είχε αποφασίσει ο ΟΠΕΚ για ορισμένες βιομηχανικές χώρες στο πολιτικό πλαίσιο που είχε διαμορφωθεί στα τέλη του 1973.

Μία από τις βασικές δεσμεύσεις που ανέλαβαν τα κράτη μέλη του ΔΟΕ ήταν να διατηρούν αποθέματα που να ισοδυναμούν με 90 ημέρες καθαρών εισαγωγών πετρελαίου και/ή πετρελαϊκών προϊόντων που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση κρίσης εφοδιασμού για να αντικαταστήσουν πλήρως ή εν μέρει τις ελλείψεις της προσφοράς. Τα περισσότερα από τα κράτη μέλη διαθέτουν αποθέματα που υπερβαίνουν τις 90 προαναφερόμενες ημέρες

Υφίστανται τρεις οδηγίες που οργανώνουν, σε συνεργασία με το ΔΟΕ, τη συγκρότηση εθνικών αποθεμάτων εκ μέρους των κρατών μελών.

- Δύο οδηγίες [26] συνεπάγονται υποχρεώσεις για τα κράτη μέλη που αφορούν τη διατήρηση αποθεμάτων που ισοδυναμούν σε 90 ημέρες κατανάλωσης για έκαστη των τριών κυρίων κατηγοριών πετρελαϊκών προϊόντων ενεργειακής χρήσης. Προβλέπεται ότι η Επιτροπή πραγματοποιεί διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη μόλις διαπιστωθεί ότι τα αποθέματά τους δεν καλύπτουν 90 ημέρες [27].

[26] Η οδηγία 68/414/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/93/ΕΚ.

[27] Επιβάλλεται επίσης να σημειωθεί ότι πολλά από τα κράτη μέλη διαθέτουν σήμερα αποθέματα τα οποία υπερβαίνουν τις 90 ημέρες, τα οποία, κατά συνέπεια, είναι «απελευθερώσιμα» άνευ οιασδήποτε κοινοτικής διαβούλευσης.

- Άλλη οδηγία [28] υποχρεώνει τα κράτη μέλη να είναι έτοιμα να αντιδράσουν, ήτοι να διαμορφώσουν προγράμματα παρέμβασης, κατάλληλα όργανα και εξουσίες που να επιτρέπουν πρωτίστως τη διοχέτευση των αποθεμάτων στην αγορά, τον περιορισμό της κατανάλωσης, την εξασφάλιση του εφοδιασμού των καταναλωτών κατά προτεραιότητα και τη ρύθμιση των τιμών. Αφετέρου, σε περίπτωση κρίσεως, η Επιτροπή επωμίζεται τη διοργάνωση διαβουλεύσεων μεταξύ των κρατών μελών με στόχο τον συντονισμό μέσω μιας ομάδας για τον εφοδιασμό σε πετρέλαιο. Η Επιτροπή έχει παράλληλα την υποχρέωση να εξασφαλίσει ότι τα επιμέρους εθνικά συστήματα δεν οδηγούν σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και δεν παρεμποδίζουν τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές.

[28] Η οδηγία 73/238/ΕΟΚ

Ο μηχανισμός αυτός δεν προβλέπει αντιμετώπιση καταστάσεων όπως η πρόσφατη αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Η κοινοτική νομοθεσία σε ό,τι αφορά τα αποθέματα είναι περιορισμένη σχετικά με τα θέματα ασφάλειας εφοδιασμού.

Οι επιπτώσεις της απόφασης για τη διακίνηση 30 εκατομ. βαρελιών αργού πετρελαίου, από τα αποθέματα, που ελήφθη το Σεπτέμβριο του 2000 στις Ηνωμένες Πολιτείες, καταδεικνύουν ότι η αποτελεσματικότητα των μηχανισμών που έχουν ήδη θεσπιστεί διεθνώς για την αντιμετώπιση κρίσεων είναι περιορισμένη, ιδιαίτερα όταν οι κρίσεις είναι περισσότερο οικονομικού χαρακτήρα παρά φυσική διακοπή του εφοδιασμού. Μολονότι ουδείς αμφισβητεί τη σημασία του καλού συντονισμού μεταξύ των χωρών κατανάλωσης πετρελαίου, από την πείρα του ΔΟΕ προκύπτει ότι ανάλογη συνεργασία και συντονισμός είναι ιδιαζόντως δυσχερείς στην πράξη. Τόσο κατά τον πόλεμο του Κόλπου όσο και επ'ευκαιρία της υπέρμετρης αύξησης των πετρελαϊκών τιμών που παρατηρείται σήμερα, ο Οργανισμός Στρατηγικών Αποθεμάτων Πετρελαίου [29] (SPR) των Ηνωμένων Πολιτειών αποτέλεσε την κύρια μονάδα κρούσης κατά την παρέμβαση στην αγορά του πετρελαίου.

[29] Το 1975, μετά από την προσχώρησή τους στον ΔΟΕ και δύο έτη μετά από την πετρελαϊκή κρίση, οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν τον Οργανισμό Στρατηγικών Αποθεμάτων Πετρελαίου. Η αμερικανική νομοθεσία προβλέπει τη δημιουργία αποθεμάτων στρατηγικού χαρακτήρα ύψους 1 δισεκατ. βαρελιών πετρελαίου προς χρήση σε περίπτωση πολέμου ή σοβαρών διαταραχών που συνεπάγονται διακοπή του ανεφοδιασμού. Το απόθεμα αυτό ανέρχεται σήμερα σε 571 εκατομ. βαρέλια, αποτελώντας βάσει των σημερινών τιμών συνολική επένδυση της τάξης των 20 δισεκατ. $. Τα αποθέματα αυτά βρίσκονται στον Κόλπο του Μεξικού (Λουιζιάνα και Τέξας), όπου απαντούν περισσότερα των 500 σπηλαίων άλατος που κρίνονται ιδανικά για την αποθήκευσή τους. Τα ως άνω αποθέματα χρησιμοποιήθηκαν κατά τον πόλεμο του Κόλπου το 1991. Χρησιμοποιήθηκαν για δεύτερη φορά πριν από μερικές εβδομάδες με τη διοχέτευση 30 εκατομ. βαρελιών στην αγορά, ήτοι για την κάλυψη χρονικού διαστήματος μικροτέρου των δύο ημερών κατανάλωσης.

Οι κοινοτικοί μηχανισμοί αποδεικνύονται ανεπαρκείς όσον αφορά τις τάσεις που αναπτύσσονται στην αγορά των ενεργειακών προϊόντων. Για παράδειγμα δεν υφίσταται ουδεμία κεντρική εξουσία λήψης αποφάσεων για τη διακίνηση των αποθεμάτων στην αγορά. Τα περιθώρια ελιγμών που διαθέτει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση σε περίπτωση υπέρμετρης αύξησης των πετρελαϊκών τιμών είναι ιδιαίτερα περιορισμένα. Προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος κρίσεων λόγω της ενεργειακής εξάρτησης, ορισμένα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει διατάξεις για την αποθήκευση και τα στρατηγικά αποθέματα ορισμένων άλλων ενεργειακών προϊόντων. Τοιουτοτρόπως εφαρμόστηκε υπεύθυνη πολιτική εκμετάλλευσης των μικρών αποθεμάτων φυσικού αερίου στις Κάτω Χώρες, επιτρέποντας να διαφυλαχθούν οι δυνατότητες περαιτέρω εκμετάλλευσης των αποθεμάτων του Groningen [30] (που υπολογίζεται ότι ανέρχονται σε 1.100 m3). Στην πρόσφατη ανακοίνωσή της με θέμα τον πετρελαϊκό εφοδιασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή κοινοποίησε την πρόθεσή της να εξετάσει τις πρακτικές διαδικασίες που θα μπορούσαν να ισχύσουν κατά την εφαρμογή των διατάξεων περί πετρελαϊκών αποθεμάτων στρατηγικού χαρακτήρα κατά την κοινοτικοποίηση της χρήσης τους.

[30] Η ενθάρρυνση της αναζήτησης κοιτασμάτων στη Βόρεια Θάλασσα συνοδεύει την πολιτική αυτή.

Συμπέρασμα: Οι παράγοντες εξωτερικών κινδύνων (ποσοτικών, τιμής, επενδύσεων και γεωπολιτικού χαρακτήρα κ.λπ.) αποδεικνύουν ότι η καλύτερη εγγύηση για την ασφάλεια του εφοδιασμού είναι η διατήρηση της ποικιλότητας των χρησιμοποιούμενων μορφών ενέργειας και των πηγών εφοδιασμού. Η ποσοτική εξάρτηση της Ένωσης κατά τα φαινόμενα θα είναι αδύνατον να ελεγχθεί υπό τις παρούσες συνθήκες και προβλέψεις ενώ παράλληλα η διεύρυνση αναμένεται να την μειώσει και να καταστήσει ευπαθέστερη τη διαφοροποίηση των πηγών εξωτερικού εφοδιασμού. Αποτέλεσμα της διεύρυνσης θα είναι να καταστεί προβληματικότερη η διαφοροποίηση των εξωτερικών πηγών εφοδιασμού. Παράλληλα η ουσιαστική μείωση των τιμών των πετρελαϊκών προϊόντων στις αρχές του δεκαετίας του '80 και η άμβλυνση των προσπαθειών υπέρ της προώθησης της εξοικονόμησης της ενέργειας και των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας διατήρησαν την εξάρτησης της Ένωσης σε υψηλό επίπεδο. Η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας μεταξύ 1975 και 1985 ανήλθε σε 24% ενώ μεταξύ 1985 και 1999 ανήλθε μόλις σε 10%. Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη παρέμβασης σε επίπεδο ζήτησης καθώς και εξασφάλισης του ενεργειακού εφοδιασμού στο πλαίσιο μιας συντονισμένης πολιτικής σε κοινοτικό επίπεδο

II ΟΙ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ

Περί το 2010, πολυάριθμα κράτη μέλη καθώς και οι υποψήφιες προς ένταξη χώρες θα πρέπει να προβούν σε επενδυτικές επιλογές για την ενέργεια, ιδίως στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας. Τα ήδη υφιστάμενα δίκτυα περιορίζουν τα περιθώρια των επενδυτικών επιλογών, εφόσον δεν σημειωθεί μείζονος χαρακτήρος τεχνολογικό επίτευγμα που να τροποποιήσει ριζικά το ενεργειακό τοπίο. Η αποκεντρωμένη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω μικροστροβίλων φυσικού αερίου ή συσσωρευτών καυσίμου θα μπορούσε να αποτελέσει αρχή για ανάλογες μεταβολές. Οι επιλογές αυτές είναι καθοριστικής σημασίας διότι προσανατολίζουν, για τα επόμενα 30 με 50 έτη, τη δομή της ενεργειακής κατανάλωσης. Ως εκ τούτου θα πρέπει να εξεταστούν και να αξιολογηθούν δεόντως.

Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο άνθρακας και η πυρηνική ενέργεια θεωρούνταν ως η μόνη εναλλακτική δυνατότητα προς το πετρέλαιο. Οι χώρες που συμμετείχαν στη συνάντηση κορυφής G7 του Τόκιο (Μάιος του 1979) δεσμεύτηκαν να ενθαρρύνουν την εξοικονόμηση της ενέργειας, την παραγωγή του άνθρακα και την πυρηνική ενέργεια. Παράλληλα η απόφαση του Συμβουλίου του 1980 καθόριζε ως στόχο «να καλυφθούν μέσω των στερεών καυσίμων και της πυρηνικής ενέργειας το 70 με 75% των αναγκών για πρωτογενή ενέργεια με στόχο την παραγωγή ηλεκτρισμού». Σήμερα η άποψη αυτή φαίνεται παρωχημένη. Ο εικοστός αιώνας ξεκίνησε όταν ο άνθρακας ήταν ενεργειακά παντοδύναμος, αναπτύχθηκε χάρη στην επικράτηση του πετρελαίου και ολοκληρώθηκε με την εμφάνιση στο προσκήνιο του φυσικού αερίου.

A. Η πυρηνική ενέργεια και τα στερεά καύσιμα: Τα μη επιθυμητά

Η πυρηνική ενέργεια και τα στερεά καύσιμα είναι πλέον μη επιθυήτά ενεργειακά προϊόντα, μολονότι η συμμετοχή τους στο συνολικό ενεργειακό ισοζύγιο, που αφορά αποκλειστικά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, είναι καθοριστικής σημασίας. Αυτές οι δύο πηγές ενέργειας συμβάλλουν αντιστοίχως κατά 35 και 26% στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

1. Η αμφισβήτηση της πυρηνικής ενέργειας

Ευρώπη των 30 : πυρηνική ενέργεια: σενάριο αναφοράς (σε εκατομ. ΤΙΠ)

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

production = παραγωγή consumption = κατανάλωση

Οι ελπίδες που δημιούργησε η χρήση της πυρηνικής σχάσης, για πολιτικούς σκοπούς, κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα θα πρέπει να αποτιμηθούν με γνώμονα τις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στον τομέα αυτό καθώς και τα ενεργειακά και τεχνολογικά επιτεύγματα που προκάλεσε. Ανεξάρτητα των φυσικών αποθεμάτων τους, σε ενεργειακά προϊόντα, όλα τα κράτη που διέθεταν τα απαραίτητα μέσα, ανέλαβαν μεγάλης εμβέλειας πυρηνικά προγράμματα μη στρατιωτικού χαρακτήρα. Στιγματισμένη από το προπατορικό αμάρτημα της διττής χρήσης της (στρατιωτική και πολιτική) που χαρακτηρίζει τον κύκλο του καυσίμου, η ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας πλαισιώνεται από τη συνθήκη ΕΚΑΕ, τη συνθήκη για τη μη διάδοση του 1968 (που ετέθη σε ισχύ το 1970) και τους κανόνες του ΑΙΕΑ.

α) Το κεκτημένο της συνθήκης ΕΚΑΕ

Η συνθήκη ΕΚΑΕ, που υπεγράφη το 1957, είχε ως στόχο να προσφέρει στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα εναλλακτική πηγή εφοδιασμού με εγχώρια ενέργεια, ώστε να αναχαιτιστεί η διαρκώς κλιμακούμενη εξωτερική εξάρτηση από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής. Η συνθήκη αναμενόταν να επιτρέψει στην Ευρώπη να αναπτύξει την τεχνογνωσία της και να αποκτήσει τα απαραίτητα μέσα προκειμένου να εκμεταλλευτεί την πυρηνική ενέργεια για μη στρατιωτικούς σκοπούς. Ο συνδυασμός των διαθέσιμων μέσων (τεχνογνωσία, υποδομές, μέσα χρηματοδότησης και ελέγχου) θεωρήθηκε ότι θα επιτρέψει να επιτευχθούν ταχύτερα πρόοδοι και μάλιστα σε χαμηλότερο κόστος.

Η συνθήκη αυτή εμφανίζει μια σοβαρή ιδιατερότητα συγκριτικά προς την αντίστοιχη συνθήκη ΕΟΚ. το κείμενό της οργανώνεται γύρω από στόχους ειδικού βιομηχανικού χαρακτήρα και προσφεύγει σε μηχανισμούς που παρεκκλίνουν από τις διατάξεις της συνθήκης της Ρώμης.

Παρά το γεγονός ότι σχεδόν εξαρχής εμφανίστηκαν δυσκολίες κατά την υλοποίηση των διατάξεων της συνθήκης ΕΚΑΕ, ιδίως μάλιστα σε ό,τι αφορά το κεφάλαιο του εφοδιασμού, θα ήταν ανεπίτρεπτο να παραβλεφθούν τα επιτεύγματά της.

- Είναι προφανής ο δυναμισμός που δημιούργησε η συνθήκη ΕΚΑΕ στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη υιοθέτησε το προηγούμενο αυτό που αφορά σε ύπαρξη πλαισίου έρευνας στον πυρηνικό τομέα, για το σύνολο του κοινοτικού προγράμματος έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης. Η ενσωμάτωση όλων των ευρωπαϊκών δραστηριοτήτων για τη σύντηξη, στο πλαίσιο της ΕΚΑΕ, συνέβαλε ουσιαστικά στην εξέχουσα θέση που κατέχει στον εν λόγω τομέα η ευρωπαϊκή έρευνα [31].

[31] Το JET (Joint European Torus), ήταν κοινό εγχείρημα κατά την έννοια των διατάξεων της συνθήκης ΕΚΑΕ, και αποδείχθηκε καθοριστικής σημασίας στοιχείο της επιστημονικής και τεχνικής προόδου στον τομέα της ενέργειας από την πυρηνική σύντηξη. Τα αποτελέσματά του επέτρεψαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση να εξετάσει, από κοινού με τους διεθνείς εταίρους της (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ρωσία), το ενδεχόμενο υλοποίησης ενός ερευνητικού έργου όπως το ITER (Διεθνής Θερμοπυρηνικός Πειραματικός Αντιδραστήρας).

- Από τις αρχές της Συνθήκης, απαιτήθηκαν σοβαρότατες επενδύσεις για την κατασκευή και τη συντήρηση νέων πυρηνικών σταθμών. Η Συνθήκη αναθέτει στην Επιτροπή την αποστολή να εξετάζει τα προγράμματα επενδύσεων στα κράτη μέλη, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να έχει μέχρι σήμερα αποφανθεί για 238 επενδυτικά έργα, των οποίων εξακρίβωσε τη σκοπιμότητα και τη συμβατότητα προς τη συνθήκη ΕΚΑΕ.

Οι επενδύσεις αυτές υπερβαίνουν τα 400 εκατομ. Ευρώ, εκ των οποίων ο κοινοτικός προϋπολογισμός συμβάλλει με 2,9 εκατομ. ευρώ. Οι ως άνω επενδύσεις συνέβαλαν στη βιομηχανική ανάπτυξη της Κοινότητας η οποία σήμερα έχει θέσει υπό τον έλεγχό της το σύνολο του κύκλου των πυρηνικών καυσίμων, με εξαίρεση τη διαχείριση αποβλήτων.

Οι πυρηνικοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που έχουν εγκατασταθεί στην επικράτεια της Κοινότητας καλύπτουν 35% των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια. Δεδομένου ότι η διάρκεια ζωής των πυρηνικών αντιδραστήρων αποδείχτηκε μεγαλύτερη της αρχικώς προβλεπόμενης, ιδίως χάρη στην καλύτερη κατανόηση της αντίστασης των υλικών, ο τομέας της πυρηνικής ενέργειας κατέστη ανταγωνιστικός και πηγή σοβαρών εσόδων για τους φορείς λειτουργίας. Οι ως άνω φορείς δεν έχουν πλεόν ανάγκη δημοσίων ενισχύσεων και δεν προσφεύγουν στα δάνεια EURATOM [32]. Τα δάνεια αυτά χρησιμοποιούνται επί του παρόντος υπέρ των υποψηφίων χωρών για τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών τους.

[32] Το σύστημα των ανωτάτων ορίων για τα ποσά που προβλέπονται λόγω αστικής ευθύνης των φορέων λειτουργίας σε περίπτωση μείζονος ατυχήματος.

- Οι υγειονομικοί κανόνες και τα πρότυπα ακτινοπροστασίας που έχουν καθιερωθεί σε κοινοτικό επίπεδο έχουν μεταφερθεί στη νομοθεσία των κρατών μελών. Πέραν των δραστηριοτήτων που συνδέονται αυστηρά με την πυρηνική βιομηχανία, τα ως άνω πρότυπα αφορούν επίσης τη χρήση ραδιενεργών υλικών για τις ιατρικές εφαρμογές, την έρευνα και τη βιομηχανία.

- Τέλος, ο έλεγχος της ασφάλειας της ΕΚΑΕ επέτρεψε στην Κοινότητα να επιτύχει αναμφισβήτητη αξιοπιστία σε θέματα μη διάδοσης των πυρηνικών υλικών. Η αποστολή διαφοροποίησης του εφοδιασμού που έχει επωμιστεί ο οργανισμός εφοδιασμού της ΕΚΑΕ, επιτρέπει, εξάλλου, στην Κοινότητα να μην εξαρτάται υπερβολικά από μία μόνο γεωγραφική περιφέρεια σε ό,τι αφορά τις ανάγκες της σε ουράνιο (βλ. Γράφ. Μέρος 1, ΙΒ.2.β).

Τοιουτοτρόπως είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι σε ό,τι αφορά τις καθοριστικής σημασίας διατάξεις, ο απολογισμός της υλοποίησης της συνθήκης ΕΚΑΕ - παρά τις σοβαρές δυσκολίες που αντιμετώπισε - είναι θετικός. Υπό τις παρούσες συνθήκες, η ανανέωση του ενδιαφέροντος για τη συνθήκη ΕΚΑΕ και για τις εναλλακτικές δυνατότητες που προσφέρει όσον αφορά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας καθιστούν την ως άνω συνθήκη ιδιαίτερα επίκαιρη. Η συγκεντρωθείσα πείρα θα είναι πολύτιμη, ιδίως στο πλαίσιο της διαδικασίας της διεύρυνσης.

β) Το μετέωρο βήμα

Οι ενδεχόμενοι υγειονομικοί και περιβαλλοντικοί κίνδυνοι συνεπεία της πυρηνικής σχάσης έχουν προκαλέσει σήμερα την αντίθεση μέρους της κοινής γνώμης. Κατά το 1979, το ατύχημα των Three Miles Island στις Ηνωμένες Πολιτείες προκάλεσε το δημοψήφισμα στη Σουηδία για την πυρηνική ενέργεια.

Η είσοδος των ομάδων πίεσης και των οικολογικών κομμάτων στην πολιτική ζωή των κρατών μελών καθώς και το ατύχημα στο Τσερνομπίλ (26 Απριλίου 1986), που αναμφίβολα υπήρξε το σοβαρότερο πυρηνικό ατύχημα στην ιστορία, καθόρισαν την περαιτέρω ανάπτυξη του πυρηνικού κλάδου στην Ευρώπη. Από τα 8 κράτη μέλη που διέθεταν πυρηνικές εγκαταστάσεις, 5 έχουν ήδη εγκρίνει ή ανακοινώσει το πάγωμα των σχετικών προγραμμάτων [33]. Η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Φινλανδία δεν έχουν ακόμη εκφραστεί υπέρ της διακοπής των πυρηνικών προγραμμάτων αλλά κανένας πυρηνικός αντιδραστήρας, εκτός ενδεχομένως στη Φινλανδία, κατά τα φαινόμενα δεν πρόκειται να κατασκευαστεί κατά τα επόμενα έτη. Η Ιταλία εγκατέλειψε την πυρηνική ενέργεια μετά από το δημοψήφισμα το 1987, η Γερμανία ανακοίνωσε την απόφασή της να διακόψει τη λειτουργία των τελευταίων πυρηνικών αντιδραστήρων το 2021 και το Βέλγιο το 2025.

[33] Σουηδία -1980, Ισπανία-1984, Κάτω Χώρες -1994, Γερμανία -1998, Βέλγιο -1999.

Οι υποψήφιες χώρες, ορισμένες εκ των οποίων έχουν αναλάβει δεσμεύσεις έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι θα διακόψουν τη λειτουργία των πυρηνικών αντιδραστήρων περιορισμένης ασφαλείας [34], υιοθετούν διαφορετικές θέσεις σε ό,τι αφορά τις εναλλακτικές δυνατότητες έναντι της πυρηνικής ενέργειας λόγω των συνεπειών στην οικονομία τους. Ενώ η Τουρκία ανέβαλε επ'αόριστον την κατασκευή ενός πυρηνικού σταθμού, η Πολωνία επιθυμεί να διατηρήσει αυτή την εναλλακτική λύση. Δεν αποκλείεται και άλλες υποψήφιες χώρες να εξετάσουν το ενδεχόμενο κατασκευής νέων θερμοπυρηνικών σταθμών. Κατά συνέπεια το πρόβλημα της ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων των υποψηφίων χωρών και ο παροπλισμός των πυρηνικών σταθμών που είναι αδύνατον να εκσυγχρονιστούν καθίστανται θέματα προτεραιότητας και θα πρέπει να ελεγχθούν προσεκτικά πριν από την είσοδό τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

[34] Λιθουανία: Ignalina 1 και 2. Βουλγαρία: Kozloduy 1 έως 4. Σλοβακία: Bohunice 1 και 2.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κολωνίας (3-4 Ιουνίου 1999) υπογράμμισε ότι «είναι σημαντικό να ισχύσουν αυστηρά πρότυπα για την ασφάλεια των πυρηνικών εγκαταστάσεων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη », πράγμα που συνεπάγεται σοβαρές επενδυτικές προσπάθειες. Το επίπεδο των ως άνω εγκαταστάσεων θα πρέπει να είναι υψηλό συγκριτικά προς το αντίστοιχο των εγκαταστάσεων των κρατών μελών που διαθέτουν πυρηνική ενέργεια. Κατόπιν του αιτήματος που διατύπωσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι για εξέταση των μέσων αντιμετώπισης του θέματος της ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας διεύρυνσης, η Επιτροπή άρχισε τις αντίστοιχες απαραίτητες εργασίες.

Η Επιτροπή συμμετέχει με τις αρμόδιες για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων αρχές των κρατών μελών στην ως άνω διαδικασία προκειμένου να προπαρασκευαστούν θέσεις για σχετικές διαπραγματεύσεις.

Το μέλλον της πυρηνικής ενέργειας εξακολουθεί εντούτοις να είναι αβέβαιο. Εξαρτάται από πολλούς παράγοντες μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η αντιμετώπιση του προβλήματος της διαχείρισης και της αποθήκευσης των ραδιενεργών αποβλήτων, η οικονομική αποδοτικότητα των πυρηνικών σταθμών νέας γενεάς, η ασφάλεια των αντιδραστήρων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, και ιδίως στις χώρες που είναι υποψήφιες για προσχώρηση στην Ένωση και η καταπολέμηση της διάδοσης των πυρηνικών στις χώρες της τέως ΕΣΣΔ. Καθοριστικό επίσης ρόλο αναμένεται να διαδραματίσει ο προσανατολισμός των πολιτικών για την καταπολέμηση της ανόδου της θερμοκρασίας στην επιφάνεια του πλανήτη.

Οι ανησυχίες που προκαλεί η άνοδος των θερμοκρασιών τροποποίησαν τις αντιλήψεις περί περιορισμών του ενεργειακού εφοδιασμού. Το θέμα αφορά ιδιαίτερα την πυρηνική ενέργεια χάρη στην οποία αποφεύγονται 312 Mt εκπομπών CO2 ετησίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση (7% του συνόλου των αερίων που εκπέμπει η Ένωση και συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου), ήτοι παραγωγή ισοδύναμη προς τις εκπομπές CO2 100 εκατομ. αυτοκινήτων [35].

[35] Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται η απόφαση της σουηδικής κυβέρνησης να κλείσει την πυρηνική μονάδα στο Barsebδck στις 30/11/99 που είχε ως αποτέλεσμα μετά από 23 χρόνια να δημιουργηθεί ένα έλλειμμα παραγωγής ύψους 4 δισεκατ.Kwh ετησίως, η απώλεια αυτή θα πρέπει να αντισταθμιστεί από εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από θερμοηλεκτρικούς σταθμούς στη Δανία και τη Γερμανία. Αυτό συνεπάγεται έμμεση αύξηση των εκπομπών CO2 εκ μέρους της Σουηδίας περίπου κατά 4 εκατομ. τόννους CO2 ετησίως, ήτοι περίπου κατά 8% των συνολικών σουηδικών εκπομπών.

γ) Τα πυρηνικά απόβλητα

Μετά από την περίοδο προσφυγής στην πυρηνική ενέργεια, θεωρείται ότι η περίοδος εκμετάλλευσης των πυρηνικών σταθμών πρέπει να συνοδεύεται από τον καθορισμό πολιτικής για την αποθήκευση, την εναπόθεση και την επεξεργασία των αποβλήτων. Στις περισσότερες χώρες του κόσμου, το θέμα εστιάζεται στα εντόνως ραδιενεργά απόβλητα που αντιπροσωπεύουν 5% των συνολικών πυρηνικών αποβλήτων και συγκεντρώνουν το 95 % της ραδιενέργειας αυτών.

Η οριστική αποθήκευση είναι δυνατή και οι τεχνικές κατασκευής και επιχειρησιακής λειτουργίας θεωρούνται επαρκώς ώριμες για εφαρμογή. Στον τομέα αυτό οι πιο προηγμένες χώρες κατά τα φαινόμενα είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Σουηδία και η Φινλανδία. Εντούτοις όλα τα πρακτικά προβλήματα που συνδέονται με τη μακροπρόθεσμη αποθήκευση δεν έχουν αντιμετωπιστεί.

Οι υπολογισμοί του κόστους αποθήκευσης ποικίλλουν ανάλογα με τη χώρα αλλά αντιπροσπωπεύουν περιορισμένο μέρος του συνολικού κόστους της ωριαίας παραγωγής kw. Εξάλλου, ο βαθμός συγκέντρωσης (σε περίπτωση που ισχύσει το σενάριο της έντονης αξιοποίησης της πυρηνικής ενέργειας, η επιφάνεια που θα είναι απαραίτητη για την αποθήκευση του συνόλου των αποβλήτων ανέρχεται περίπου σε 300 Km2) επιτρέπει να περιοριστεί το πρόβλημα από άποψη διάδοσης σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με άλλες πηγές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Οι έρευνες, όπως η διάσπαση-μεταστοιχείωση, έχουν ως στόχο να μειωθεί η παρουσία των στοιχείων με μεγάλη περίοδο ζωής. Επιβάλλεται να συνεχιστούν οι έρευνες που ασχολούνται με τις τεχνολογίες της διαχείρισης των αποβλήτων ακόμη και εάν κατά τα φαινόμενα δεν αποτελούν εναλλακτική λύση προς τη γεωλογική εναπόθεση που θα μπορούσε να εφαρμοστεί βραχυ- και μεσοπρόθεσμα.

Η διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου προγράμματος διαχείρισης των αποβλήτων απαιτεί να αντιμετωπισθούν οι ανησυχίες του κοινού σε ό,τι αφορά την ασφάλεια της όλης αλυσίδας από τη μεταφορά των υλικών μέχρι την καθαυτό αποθήκευσή τους, αντιμετωπίζοντας μεταξύ άλλων και το ζήτημα της αντιστρεψιμότητας προκειμένου να καταστεί δυνατό για τις μελλοντικές γενεές να προσφύγουν σε νέες τεχνολογίες επεξεργασίας των αποβλήτων που θα είναι ενδεχομένως αποτελεσματικότερες χάρη στις εν τω μεταξύ συντελεσθείσες επιστημονικές προόδους, εφόσον βέβαια κάτι ανάλογο θεωρηθεί απαραίτητο. Για το θέμα αυτό δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί συναινετική προσέγγιση παρά μόνο επί τη βάσει σαφών και ακριβών πληροφοριών για τον πληθυσμό και ιδίως τους εκπροσώπους του, εφόσον μάλιστα οι αντίστοιχες παρεμβάσεις των αρμοδίων αρχών για την ασφάλεια σε έκαστο των κρατών μελών είναι αξιόπιστες. Οι αρχές αυτές μπορούν να διαβεβαιώσουν τον πληθυσμό ότι οι λαμβανόμενες αποφάσεις θα είναι επωφελείς για τις σημερινές και τις μελλοντικές γενεές.

Η πυρηνική βιομηχανία δεν μπορεί να αναπτυχθεί, δίχως συναίνεση που να καθιστά εφικτή μια περίοδο επαρκούς σταθερότητας λαμβάνοντας υπόψη τους οικονομικούς και τεχνολογικούς περιορισμούς που χαρακτηρίζουν το συγκεκριμένο κλάδο. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο εφόσον αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά το θέμα των αποβλήτων με τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια. Η έρευνα στον τομέα αυτό επιβάλλεται να προσανατολιστεί προς τις τεχνολογίες διαχείρισης των αποβλήτων.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να διατηρήσει τον έλεγχο της πυρηνικής τεχνολογίας για αστικές χρήσεις προκειμένου να διαφυλάξει την απαραίτητη εμπειρογνωμοσύνη, να αναπτύξει αποδοτικότερους αντιδραστήρες σχάσης και να επιτρέψει την επίτευξη της σύντηξης

2. Το ένδοξο παρελθόν του άνθρακα

Ευρώπη των 30: Στερεά καύσιμα: σενάριο αναφοράς (σε εκατομ. ΤΙΠ)

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

consumption = κατανάλωση

α) Ιστορικό υπόβαθρο

Λόγω της ιδιαίτερης βαρύτητάς τους στις ευρωπαϊκές οικονομίες (παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και σιδηρουργία) ο άνθρακας [36]26 και ο χάλυβας θεωρήθηκαν ως οι θεμέλιοι λίθοι της Ευρώπης ως το συνδετικό κονίαμα της ευρωπαϊκής συναίνεσης. Κατά την υπογραφή της συνθήκης των Παρισίων το 1951, θεωρήθηκε ότι η επανοικοδόμηση της Ευρώπης απαιτούσε σοβαρές ποσότητες ενεργειακών προϊόντων. Η ζήτηση υπερέβαινε κατά πολύ την προσφορά και ο φόβος της έλλειψης καθόριζε πολλές σχετικές πολιτικές. Τοιουτοτρόπως η ανώτατη αρχή της ΕΚΑΧ ενθάρρυνε την ανάπτυξη της παραγωγής μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εξόρυξης και της σύναψης μακροπρόθεσμων συμβάσεων εφοδιασμού.

[36] Ο όρος άνθρακας καθορίζει γενικά τα στερεά καύσιμα. Υπενθυμίζεται ότι διακρίνονται τέσσερις κατηγορίες άνθρακα που αναφέρονται εν συνεχεία κατά φθίνουσα θερμαντική ισχύ: ο ανθρακίτης, ο λιθάνθρακας ή γαιάνθρακας, ο λιγνίτης και η τύρφη. Υπενθυμίζεται ότι ο λιθάνθρακας, ο ανθρακίτης και οι μπρικέτες λιγνίτης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συνθήκης ΕΚΑΧ ενώ ο λιγνίτης και η τύρφη διέπονται από τη συνθήκη ΕΟΚ.

Όμως ήδη από τη δεκαετία του 1960, ο εξορυκτικός κλάδος του γαιάνθρακα συρρικνώθηκε ταχέως λόγω του ανταγωνισμού που αντιμετώπισε από τους εξωκοινοτικούς γαιάνθρακες και την εμφάνιση και άλλων καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας. Τοιουτοτρόπως μετά από αλλεπάλληλες αναδιαρθρώσεις στον τομέα του γαιάνθρακα, η Ευρώπη των 15 από παραγωγή γαιάνθρακα 600 Mt, στις αρχές του 1960, κατέληξε σε λιγότερο από 86 Mt παραγωγή γαιάνθρακα το 2000. Ο ανταγωνισμός των ενεργειακών προϊόντων, η χαλάρωση των πετρελαϊκών περιορισμών από το 1986 και οι περιβαλλοντικοί προβληματισμοί συνέβαλαν στην ανάδειξη των αδυναμιών των στερεών καυσίμων.

β) Οι περιορισμοί

Ο άνθρακας συνεπάγεται ίδιους περιορισμούς με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση συγκριτικά προς τους υδρογονάνθρακες που είναι οι άμεσοι ανταγωνιστές του. Ορυκτό στέρεο και μεγάλου βάρους, καταλαμβάνει μεγάλο χώρο και απαιτεί σοβαρούς αποθηκευτικούς χώρους. Το θερμιδικό του περιεχόμενο είναι περιορισμένο συγκριτικά προς τους υδρογονάνθρακες ενώ παράλληλα δεν χαρακτηρίζεται από τις ευκολίες χρήσης των υγρών και των αερίων. Τέλος προκαλεί ρύπανση σε όλα τα στάδια του κύκλου παραγωγής και χρήσης [37]. Υπέρ αυτού εντούτοις αξίζει να σημειωθεί ότι κατά η θαλάσσια μεταφορά άνθρακα (90% του διεθνούς εμπορίου του γαιάνθρακα μεταφέρεται διά της θαλασσίας οδού) δεν συνεπάγεται περιβαλλοντικούς κινδύνους ανάλογους προς αυτούς που χαρακτηρίζουν τη μεταφορά των υδρογονανθράκων.

[37] Όλες οι δραστηριότητες από την εξόρυξη έως και την τελική χρήση συνεπάγονται την παραγωγή κονιορτού. Η αποθήκευση σε ακάλυπτους χώρους ενδέχεται να προκαλέσει ρύπανση κατά την επαφή με τα όμβρια ύδατα. Κατά την καύση σχηματίζεται τέφρα και προκαλείται εκπομπή αερίων που υποβαθμίζουν την ποιότητα του άερα, των υδάτων και του εφάφους (CO2, NOx, SO2).

Τα φυσικά μειονεκτήματα του άνθρακα μείωσαν σοβαρά τις αγορές στις οποίες θα μπορούσε να αναπτυχθεί. Εντούτοις, στον τομέα της παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας και εφόσον ο άνθρακας δεν είναι κύριος ενεργειακός πόρος όπως στη Δανία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο (όπου ποσοστό μεγαλύτερο του 45% της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας προέρχεται από τον άνθρακα), συχνά χρησιμοποιείται ως συμπληρωματικό καύσιμο. Τοιουτοτρόπως κατά το 1996, η έλλειψη υδροηλεκτρικής ενέργειας στη Βόρεια Ευρώπη και οι επισκευές στις πυρηνικές εγκαταστάσεις της Γαλλίας οδήγησαν σε συμπληρωματική ζήτηση για άνθρακα. Οι διακυμάνσεις που χαρακτηρίζουν την υδροηλεκτρική ενέργεια έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην κατανάλωση άνθρακα. Οι χώρες που εμφανίζουν τη μεγαλύτερη ευπάθεια στις ως άνω διακυμάνσεις είναι η Αυστρία, η Σουηδία, η Πορτογαλία, η Φινλανδία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία.

γ) Τα πλεονεκτήματα

Η συνέχιση της παραγωγής του άνθρακα στην Ευρώπη ως επί το πλείστον οφείλεται σε λόγους περιφερειακού και κοινωνικού χαρακτήρα. Το κόστος του εισαγόμενου άνθρακα, η ποικιλία των εξωτερικών προμηθευτών [38] και η σχετική σταθερότητα των τιμών συγκριτικά προς τους υδρογονάνθρακες αποτελούν δεδομένα που αντισταθμίζουν εν πολλοίς τους σημαντικούς περιορισμούς που χαρακτηρίζουν τον άνθρακα.

[38] Βάσει της γωγραφικής διαφοροποίησης του εφοδιασμού με άνθρακα της Ένωσης, στους παραδοσιακούς εξαγωγείς άνθρακα (Ευρώπη, Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία, Ουκρανία) προσετέθησαν ο Καναδάς, η Νότια Αφρική και η Αυστραλία. Πλέον πρόσφατα νέοι εξαγωγείς εμφανίστηκαν όπως η Ινδονησία, η Κολομβία και η Βενεζουέλα.

Ευρώπη των 15 - εισαγωγές άνθρακα για ατμοπαραγωγή από τρίτες χώρες - ΕΤΟΣ 1999

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Νότιος Αφρική, Κολομβία, Πολωνία, Αυστραλία, Ινδονησία, Ρωσία, Άλλες

Δεδομένου ότι διακινείται σε μια ανταγωνιστική διεθνή αγορά, η τιμή του εισαγομένου άνθρακα εμφανίζει απαράμιλλη σταθερότητα συγκριτικά προς τα άλλα εισαγόμενα ενεργειακά προϊόντα. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται ότι το εύρος της διακύμανσης των τιμών του άνθρακα για ατόπαραγωγή ανήλθε σε 16$ (κυμαινόμενο μεταξύ 54,44$/tec και 38$) κατά τη δεκαετία 1986-1996. Η μέση τιμή κατά τη δεκαετία αυτή ανήλθε σε 47$. Κατά την αυτή περίοδο, οι τιμές του αργού πετρελαίου, εκφρασμένου σε tec, διακυμάνθηκαν σε υψηλότερο επίπεδο, με συχνότερες και κατά πολύ ευρύτερες μεταβολές (μεταξύ 41,11 $ και 100,67 $).

Οι επιπτώσεις της ως άνω διαφοράς των τιμών στο ισοζύγιο πληρωμών δεν θα πρέπει να υποτιμώνται ειδικά για τις χώρες που δεν διαθέτουν εγχώρια ενεργειακά προϊόντα. Η εναλλακτική δυνατότητα που προσέφερε παραδείγματος χάρη ο άνθρακας στη Δανία κατά την τελευταία εικοσαετία θα πρέπει να εγγραφεί στο θετικό των οικονομικών πλεονεκτημάτων που παρουσιάζει ο άνθρακας.

Ο ελαστικός χαρακτήρας των συμβάσεων που συνάπτονται με αντικείμενο τον άνθρακα και η ανάπτυξη της αγοράς "spot", επέτρεψαν στην τιμή του άνθρακα να προσαρμόζεται συνεχώς στην κατάσταση που επικρατεί στην αγορά. Το γεγονός ότι ουδέν διακυβεύεται από οικονομική και πολιτική σκοπιά καθώς και το άνοιγμα της αγοράς στις παρεμβάσεις της προσφοράς εξηγούν την απόσβεση κατά τις αυξομειωτικές διακυμάνσεις των τιμών του άνθρακα συγκριτικά προς τις αντίστοιχες διακυμάνσεις του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Η διατήρηση των τιμών των υδρογονανθράκων σε υψηλό επίπεδο και η ολοένα μεγαλύτερη προσφυγή στον εισαγόμενο άνθρακα στην Ευρώπη ενδέχεται να ασκήσουν σημαντική πίεση στις τιμές αυτές.

δ) Το μέλλον

Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής παραγωγής γαιάνθρακα τόσο σήμερα όσο και στο μέλλον οδήγησε πολλά κράτη μέλη στο να εγκαταλείψουν τον άνθρακα. Αυτό αναμφίβολα δημιουργεί προβλήματα πολιτικού χαρακτήρα σε άλλες χώρες, ιδίως την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Κρίνεται σκόπιμο να υπενθυμιστεί ότι ο συμβιβασμός που επετεύχθη με αντικείμενο τον άνθρακα κατά το 1997 μεταξύ των εκπροσώπων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, των ομοσπονδιακών κρατών και των εμπλεκομένων επιχειρήσεων προβλέπει μείωση των κρατικών ενισχύσεων που θα συρρικνωθούν από 9,1 δισεκατ. μάρκα το 2000 σε 5,5 δισεκατ. κατά το 2005. Η παραγωγή, αυτή μειώθηκε στο επίπεδο των 26 εκατομ. μετρικών τόννων. Σον τομέα αυτό δεν απασχολούνται περισσότεροι από 36.000 εργαζόμενους.

Οι αποφάσεις για το κλείσιμο των ορυχείων που είχαν ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν σε διάφορα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμοστούν με τα ίδια κριτήρια και στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες, ιδίως στην Πολωνία.

Δεδομένου ότι πρόκειται για βιομηχανικό κλάδο με υψηλή απασχόληση, ο άνθρακας συνέβαλε στην πλήρη απασχόληση στις περιοχές με κοιτάσματα άνθρακα μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η πολιτική της διαρκούς κοινωνικής και περιφερειακής αποκατάστασης που ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο που καθόρισε η ΕΚΑΧ θα πρέπει να προσαρμοστεί δεόντως στις υποψήφιες χώρες παραγωγούς στερεών καυσίμων μετά από την προσχώρησή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Κόστος παραγωγής και εργασίας στη βιομηχανία του άνθρακα

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Production in million tonnes = Παραγωγή σε εκατομ. τόννους Manpower in thousands = Εργατικό δυναμικό σε χιλιάδες USA = ΗΠΑ

S. Africa = Νότια Αφρική Australia = Αυστραλία

Canada = Καναδάς UK = ΗΒ,

France = Γαλλία Spain = Ισπανία

Germany = Γερμανία Poland = Πολωνία Russia = Ρωσία

Ο βασικός στόχος της συνθήκης ΕΚΑΧ, που υπεγράφη στο Παρίσι το 1951, ήταν να ιδρύσει μία κοινή αγορά άνθρακα και χάλυβα, να εξασφαλιστεί η συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη, στην αύξηση της απασχόλησης και στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στα κράτη μέλη. Στο πλαίσιο αυτό, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα έχουν ως αποστολή να προωθήσουν μια ορθολογική και λειτουργική πολιτική και επίσης να προωθήσουν τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής και παράλληλα τη βελτίωση της ποιότητας.

Σήμερα, το μέλλον του άνθρακα στην Ευρώπη αφορά ως επί το πλείστον την ασφάλεια του εφοδιασμού δεδομένου ότι ούτε στην Ένωση ούτε στις υποψήφιες χώρες μπορεί να θεωρηθεί ότι εμφανίζει προοπτικές ανταγωνιστικότητας. Υπό τις παρούσες συνθήκες θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν είναι αναγκαίο να διατηρήσουμε ένα ελάχιστο επίπεδο παραγωγής το οποίο, σε περίπτωση σοβαρής κρίσης, θα μπορούσε να επιτρέψει την πρόσβαση σε αποθέματα και παράλληλα να εφαρμόσουμε τις πλέον προηγμένες τεχνολογίες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να εξετάσει εάν και κατά πόσον η έννοια αυτή μπορεί να ενταχθεί ευχερώς στο πλαίσιο που προβλέπεται από την οδηγία για την απελευθέρωση της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας με γνώμονα την ασφάλεια του εφοδιασμού.

Στο πλαίσιο αυτό επίσης κρίνεται σκόπιμο να εξεταστεί ο έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων υπέρ της παραγωγής μετά την εκπνοή της συνθήκης της ΕΚΑΧ κατά το 2002 (βλ. παράρτημα 5). Μία από τις λύσεις θα μπορούσε να είναι ο καθορισμός καθεστώτος ελέγχου των εθνικών ενισχύσεων προς το συγκεκριμένο κλάδο το οποίο, προσαρμοζόμενο στις ανάγκες της ασφάλειας του εφοδιασμού, να αποβαίνει υπέρ της διατήρησης μιας ελάχιστης δυνατότητες πρόσβασης στα αποθέματα, διαφυλάσσοντας παράλληλα τις περιφερειακές και κοινωνικές προοπτικές.

Μολονότι βραχυ- και μεσοπρόθεσμα δεν παρατηρούνται σοβαρά προβλήματα ως προς την ασφάλεια του εφοδιασμού με στερεά καύσιμα, το μέλλον του άνθρακα εξαρτάται σημαντικά από την ανάπτυξη τεχνικών που θα επιτρέψουν να διευκολυνθεί η αξιοποίησή του (όπως η αεριοποίηση) και να μειωθούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την άποψη των ρυπογόνων εκπομπών χάρη στις τεχνολογίες καθαρής καύσης και της τεχνολογίας δέσμευσης του CO2.

Η παραγωγή του άνθρακα, βάσει οικονομικών κριτηρίων δεν έχει καμία προοπτική ούτε στην Ένωση ούτε στις υποψήφιες χώρες. Το μέλλον του μπορεί να διαφυλαχθεί αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο της ασφάλειας του εφοδιασμού της Ένωσης.

Συμπέρασμα : Υπό την πίεση του οικολογικού προβληματισμού, τα στερεά καύσιμα και η πυρηνική ενέργεια κατηγορήθηκαν και κατά τα φαινόμενα αναμένεται να συρρικνωθεί η σημασία τους στον τομέα παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας. Βάσει της επικρατούσας κατάστασης στον τομέα των ειδών εξοπλισμού και των αντιστοίχων τεχνολογιών η ταυτόχρονη μείωση των ως άνω δύο ενεργειακών πηγών θα μπορούσε να δημιουργήσει οικονομικές εντάσεις και να απειλήσει την ασφάλεια του εφοδιασμού, εφόσον δεν ασκηθεί μια ενεργή πολιτική διαχείρισης της ζήτησης.

B. Πετρέλαιο: Το ευνοημένο

Ευρώπη των 30 : πετρέλαιο: σενάριο αναφοράς (σε εκατομ. ΤΙΠ)

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

consumption = κατανάλωση net imports = καθαρές εισαγωγές production = παραγωγή

Τα πλεονεκτήματα του πετρελαίου από άποψη θερμικού περιεχομένου και ευχέρειας χρήσης ερμηνεύουν ως επί το πλείστον την ταχεία διείσδυσή του στις δυτικές οικονομίες αμέσως μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Οι ιδιότητές του οδήγησαν στην άνθηση των οδικών μεταφορών που εξαρτώνται κατά 99% από το πετρέλαιο. Το πετρέλαιο αντικατέστησε, άλλοτε γρηγορότερα και άλλοτε βραδύτερα, τον άνθρακα στον τομέα της θέρμανσης και εν συνεχεία στον τομέα παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας.

Παρά την μερική απαγκίστρωση των οικονομιών μας από το πετρέλαιο, λόγω των πετρελαϊκών κρίσεων, αυτό εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική οικονομική συνιστώσα των οικονομιών των κρατών μελών ιδίως σε ό,τι αφορά τις μεταφορές. Οι μεταφορές απορροφούν σήμερα ποσοστό μεγαλύτερο του 50% του καταναλισκόμενου πετρελαίου. Μολονότι η αγορά του πετρελαίου είναι υψηλών εντάσεων, είτε πρόκειται για το διάλογο παραγωγών καταναλωτών, ή για τις τιμές στη διεθνή αγορά, ή τις διαθέσιμες ποσότητες, ή τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις καθώς και τα θαλάσσια ατυχήματα τα οποία προβάλλονται ευρύτατα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το πετρέλαιο εξακολουθεί να απολαμβάνει την εύνοια της κοινής γνώμης.

Οι προοπτικές της αγοράς πετρελαίου εξαρτώνται από την ανάπτυξη των εναλλακτικών μορφών ενέργειας καθώς και από τη βελτίωση της ενεργειακής αποτελεσματικότητας στον τομέα των μεταφορών. Η ανάλυση των σημερινών τάσεων δείχνει ότι κατανάλωση στην Ευρώπη θα αυξηθεί ουσιαστικά με ρυθμό ανάπτυξης ουσιαστικά υψηλότερο στις υποψήφιες χώρες λόγω των προσπαθειών που καλούνται να καταβάλουν για να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος στον τομέα των μεταφορών επιβατών και εμπορευμάτων. Η εξάντληση των εγχωρίων πόρων θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την εξάρτηση από το πετρέλαιο του εξωτερικού. Η εξέλιξη του εφοδιασμού στη διεθνή αγορά πετρελαίου θα είναι καθοριστικής σημασίας.

1. Η πετρελαϊκή εξάρτηση

Ποσοστό μεγαλύτερο του 70% των διεθνών αποθεμάτων πετρελαίου εντοπίζονται στις χώρες μέλη του ΟΠΕΚ. Το 2020, ο ΟΠΕΚ θα καλύπτει 50% των αναγκών της Ενωσης με παραγωγή της τάξης των 55 εκατομ. βαρελιών ημερησίως, συγκριτικά προς τα 32 εκατομ. βαρελιών ημερησίως της παραγωγής κατά το έτος 2000. Η επιθυμία του ΟΠΕΚ για παραγωγή εξηγείται από το επίπεδο του κόστους παραγωγής το οποίο θα παραμείνει ιδιαίτερα ευνοϊκό ακόμα και σε περίπτωση που διαμορφωθούν χαμηλές τιμές. Σημειώνεται ότι το μέσο κόστος παραγωγής του ΟΠΕΚ είναι σήμερα της τάξης των 2$ το βαρέλι. Τα σημαντικά περιθώρια κέρδους θα αποτελέσουν κίνητρο στο οποίο ο ΟΠΕΚ θα είναι δύσκολο να αντισταθεί.

Ευρώπη των 15 : 1999 - Προέλευση των εισαγωγών αργού πετρελαίου

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Ο όγκος της παραγωγής των χωρών εκτός ΟΠΕΚ, των οποίων το μέσο κόστος παραγωγής ανέρχεται σε 5$ το βαρέλι, αλλά με περιθώριο κέρδους ανώτερο των 10$, θα εξαρτηθεί στενά από την εξέλιξη των τιμών, δεδομένου ότι εξακολουθούν να υπάρχουν άφθονα αποθέματα. Ορισμένες περιοχές παραγωγής πετρελαίου στη Ρωσία ή στη Κασπία Θάλασσα από την άποψη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκτιμάται ότι μία τιμή του αργού πετρελαίου γύρω στα 20$ θα ήταν δυνατόν να εγγυηθεί παραγωγικές επενδύσεις στις χώρες εκτός χωρών ΟΠΕΚ, οι οποίες θα χρειαστούν λόγω της αυξανόμενης ζήτησης τα επόμενα 20 χρόνια.

2. Η γεωπολιτική του πετρελαίου

Τα πρόσφατα γεγονότα στην αγορά πετρελαίου αποδεικνύουν ότι, μολονότι ο ΟΠΕΚ συχνά χαρακτηρίζεται ως αδύναμο και ανομοιογενές καρτέλ, επί του παρόντος στο εσωτερικό του έχουν επικρατήσει κεντρομόλες δυνάμεις, και ότι μάλιστα αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι χάρη στις αποφάσεις που ελήφθησαν κατά τα τελευταία δύο έτη, επηρεάζεται από την επιρροή της Σαουδικής Αραβίας, της Βενεζουέλας, του Ιράν και του Κουβέιτ. Τα συμφέροντα και οι περιορισμοί των χωρών που τον αποτελούν είναι πολλαπλά και πολύπλοκα και σε μεγάλο βαθμό αποκλίνουν.

Όντως, τα κράτη μέλη, που διαθέτουν περιορισμένα αποθέματα, είναι υπέρ της μεγιστοποίησης της τιμής βραχυπρόθεσμα, εμφανίζουν σημαντική δυνατότητα απορρόφησης των πετρελαϊκών εσόδων και τίθενται υπέρ του υψηλού βαθμού χρησιμοποίησης του δυναμικού παραγωγής (Αλγερία, Βενεζουέλα ή Ιράν). Άλλες χώρες όπως η Σαουδική Αραβία ή οι υπόλοιποι παραγωγοί του Περσικού Κόλπου, δεδομένου ότι διαθέτουν υψηλά αποθέματα, προτιμούν να έταβάλλονται οι τιμές σε περισσότερο μακροχρόνια βάση προκειμένου να αποφευχθεί η διείσδυση των εναλλακτικών μορφών ενέργειας και να διατηρηθεί παράλληλα η θέση που κατέχει το πετρέλαιο στο παγκόσμιο ενεργειακό περιβάλλον μέσο- και βραχυπρόθεσμα, καθώς και το δικό τους μερίδιο στην αγορά.

Ορισμένοι γεωπολιτικοί παράγοντες επηρεάζουν τις παρατηρούμενες εξελίξεις. Οι αποκλίσεις στο πλαίσιο του ΟΠΕΚ που εμφανίστηκαν ήδη κατά τον πόλεμο του Κόλπου, οι εσωτερικές εντάσεις στον ΟΠΕΚ σχετικά με τον πετρελαϊκό αποκλεισμό του Ιράκ, οι αβεβαιότητες όσον αφορά τις εξελίξεις στο Ιράν και τη Λιβύη, καθώς και η κοινή θέση των αραβικών χωρών στην ισραελοπαλεστινιακή διένεξη είναι παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς πετρελαίου.

Ο ρόλος που θα διαδραματίσει το Ιράκ κατά τα επόμενα έτη αποτελεί εξάλλου σημαντική αλλά άγνωστη παράμετρο. Κατά το 1999, το Ιράκ αύξησε την παραγωγή του, σε επίπεδο 2,8 εκατομ. βαρελιών την ημέρα, προκειμένου να επιτύχει επίπεδο ελαφρά υψηλότερο των 5,2 δισεκατ. $ εξαγωγών πετρελαίου που έχουν επιτραπεί με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στο πλαίσιο του προγράμματος "τρόφιμα έναντι πετρελαίου". Μπορεί να θεωρηθεί ότι σε περίπτωση άρσης των κυρώσεων και με τη βοήθεια αλλοδαπών επενδυτών, η παραγωγή θα μπορούσε σχετικά γρήγορα να αυξηθεί κατά 3 έως 4 εκατομ. βαρέλια ημερησίως.

Μολονότι δεν είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι στο άμεσο μέλλον ενεδρεύουν κίνδυνοι έλλειψης του πετρελαίου, παράλληλα δεν θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη η συμπεριφορά του ΟΠΕΚ ως καρτέλ με γνώμονα τους πολιτικούς προβληματισμούς που από καιρού εις καιρόν ενδέχεται να επηρεάσουν τη συμπεριφορά του. Διακρίνονται εντούτοις πολλοί παράγοντες οι οποίοι ως εκ φύσεως ενδέχεται να ασκήσουν καθοριστικής σημασίας επιρροή στο επίπεδο των τιμών, οι παράγοντες αυτοί είναι: ο ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης των χωρών που πραγματοποιούν εισαγωγές πετρελαίου, οι συντελούμενες πρόοδοι σε θέματα συγκράτησης της ζήτησης, η προσθήκη νέων αποθεμάτων και η ενίσχυση των προτύπων για την προστασία του περιβάλλοντος.

Μακροπρόθεσμα, λαμβάνοντας υπόψη τη συγκέντρωση των αποθεμάτων στις χώρες μέλη του ΟΠΕΚ, κύριο κίνδυνο για τον ΟΠΕΚ θα αποτελέσουν οι τεχνολογικές εξελίξεις ήτοι οι νέες τεχνικές παραγωγής σε ζώνες που σήμερα θεωρούνται δύσκολες και για πετρελαϊκά αποθέματα μη παραδοσιακού χαρακτήρα καθώς και η ανάπτυξη νέων καυσίμων υποκατάστασης και των συναφών προς αυτά τεχνολογιών, ιδίως στον τομέα των μεταφορών.

Ιδιαίτερα σημαντικός ενδέχεται επίσης να αποδειχθεί ο ρόλος των χωρών της τέως ΕΣΣΔ για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεδομένου ότι κατά το 1989, οι εν λόγω χώρες εξακολουθούσαν να είναι παγκοσμίως οι πρώτοι παραγωγοί πετρελαίου υπερβαίνοντας τα 11 εκατομ. βαρέλια ημερησίως. Η παραγωγή στην περιοχή αυτή θα μπορούσε κατά την επόμενη εικοσαετία να διπλασιαστεί από 7,8 εκατομ. βαρέλια ημερησίως το 2000 σε 14 εκατομ. βαρέλια ημερησίως το 2020. Τα γνωστά αποθέματα πετρελαίου στη Λεκάνη της Κασπίας Θάλασσας (25 εκατομ. βαρελιών) είναι συγκρίσιμα προς τα αποθέματα της Βόρειας Θάλασσας ή των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα πιθανά αποθέματα θα μπορούσαν να υπερβούν τα 200 δισεκατ. βαρέλια ήτοι το 25% των γνωστών αποθεμάτων της Μέσης Ανατολής.

3. Οι επιπτώσεις της τιμής του πετρελαίου

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Nominal Price= Ονομαστικές τιμές

Constant price 1973= Σταθερές τιμές 1973

Ενώ στην περίπτωση των δύο πρώτων πετρελαϊκών κρίσεων (1973 και 1979) οι βιομηχανικές χώρες κινδύνευσαν από ασφυξία, η κατάσταση αυτή δεν επαναλαμβάνεται σήμερα (παρά τον τριπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου σε ένα έτος), λόγω της ενεργειακής διαφοροποίησης, της σχεδόν γενικής εξαίρεσης των προϊόντων πετρελαίου από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και των διαρθρωτικών αλλαγών που σημειώθηκαν στην ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία από μία κοινωνία βιομηχανικού χαρακτήρα μεταβλήθηκε σε κοινωνία παροχής υπηρεσιών με αποτέλεσμα να μειωθούν οι επιπτώσεις των απρόβλεπτων διακυμάνσεων της τιμής του βαρελιού του πετρελαίου. Επιβάλλεται να μελετηθεί ο τρόπος πληρωμής, ιδίως μάλιστα η δυνατότητα έκφρασης σε ευρώ, των ενεργειακών αγορών της Ένωσης προκειμένου να μειωθούν οι επιπτώσεις της διακύμανσης των νομισματικών ισοτιμιών. Επιπλέον η υψηλή φορολογία που επιβαρύνει τα πετρελαϊκά προϊόντα στη Δυτική Ευρώπη περιορίζει σημαντικά τις επιπτώσεις της αύξησης των τιμών στον πληθωρισμό. Για το σύνολο των αναπτυσσόμενων χωρών που δεν παράγουν πετρέλαιο, το κόστος είναι ακόμη υψηλότερο και ενδέχεται να περιορίσει τις πιθανότητές τους να απαλλαγούν από τον φαύλο κύκλο της φτώχειας.

Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου επηρεάζει ιδιαίτερα τις ομάδες του πληθυσμού που βρίσκονται στα όρια της φτώχειας. Έχει ως αποτέλεσμα, λοιπόν, να υπάρχουν κίνδυνοι μεγαλύτερου αποκλεισμού σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Η Επιτροπή προτίθεται να διευκολύνει την ανταλλαγή εμπειρίας σχετικά με κατάλληλες πρακτικές, οι οποίες έχουν σχεδιαστεί για τον περιορισμό των επιπτώσεων της αύξησης της τιμής του πετρελαίου για εκείνους που έχουν τις μεγαλύτερες ανάγκες καθώς και τη μείωση του κινδύνου κοινωνικού αποκλεισμού σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Λισσαβόνας.

Εάν δεν ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για την απαγκίστρωση από το πετρέλαιο, ιδίως στις μεταφορές, η εξάρτηση από το πετρέλαιο θα μπορούσε να φθάσει στο 90% έως το 2020.

Η εντατικοποίηση των προσπαθειών που αποσκοπούν στην υποκατάσταση του πετρελαίου από εναλλακτικές πηγές ενέργειας και η χαλιναγώγηση της κατανάλωσης αποδεικνύονται απαραίτητες προϋποθέσεις ειδικά για τον τομέα των οδικών μεταφορών όπου η κατανάλωση πετρελαίου αυξήθηκε από 18% το 1973 σε 50% το 2000. Επιπλέον, η ουσιαστική ανυπαρξία δυνατοτήτων υποκατάστασης του πετρελαίου (βιοκαύσιμα, φυσικό αέριο) ιδίως στον τομέα των μεταφορών οξύνει τη βαρύτητα κάθε πετρελαϊκής κρίσης μεγάλης διάρκειας.

Η ευρωπαϊκή οικονομία θα πρέπει να μάθει να ζει με τιμές του πετρελαίου που υπερβαίνουν τα 20$.

Γ. Οι πολλά υποσχόμενες ενεργειακές εναλλακτικές μορφές : φυσικό αέριο και ανανεώσιμες μορφές ενέργειας

1. Το φυσικό αέριο: προς μία νέα εξάρτηση

Ευρώπη των 30 : φυσικό αέριο: σενάριο αναφοράς (σε εκατομ. ΤΙΠ)

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

consumption = κατανάλωση net imports = καθαρές εισαγωγές production = παραγωγή

a) Η επέκταση της χρήσης του φυσικού αερίου

Το φυσικό αέριο ανακαλύφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '50 και χρειάστηκε δεκαετίες προκειμένου να διακριθεί στον τομέα της ενέργειας. Παλαιότερα εθεωρείτο ενεργειακό προϊόν δεύτερης κατηγορίας (υπό προϊόν της εξόρυξης πετρελαίου), κατέστη ένας ενεργειακός πόρος ευρέος φάσματος. Δεδομένου ότι η χρήση του είναι εύκολη, ιδίως χάρη στη διανομή του με δίκτυα, διεισδύει έκτοτε σε όλους τους τομείς της ενεργειακής κατανάλωσης είτε πρόκειται για την ηλεκτρική ενέργεια (24% του καταναλισκόμενου φυσικού αερίου συμπεριλαμβανομένου του συνδυασμένου κύκλου παραγωγής), για την παραγωγή θερμότητας ή ακόμη πιο πρόσφατα για τις μεταφορές. Επί του παρόντος περίπου 70% του φυσικού αερίου καταναλώνεται στο βιομηχανικό τομέα (26%) και στον οικιακό τομέα (31%). Εντούτοις, η χρήση του πρωτίστως επεκτείνεται στον τομέα της παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας όπου συμβάλλει πλέον κατά 15% στην παραγωγή.

Σε ορισμένες χώρες παρατηρείται ταχεία ανάπτυξη του μεριδίου του φυσικού αερίου στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Το μερίδιο αυτό αναμένεται ότι θα αυξηθεί ταχύτατα με αποτέλεσμα το φυσικό αέριο εν μέρει να αντικαταστήσει τον άνθρακα κατά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας, οι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί που λειτουργούν με φυσικό αέριο αναμένεται ότι θα απορροφούν περίπου τα δύο τρίτα της αύξησης της ζήτησης (επενδύσεις σε μεικτούς σταθμούς παραγωγής ενέργειας και αεριοτουρμπίνες συνδυασμένου κύκλου). Κατά το 2020-2030, αναμένεται, εφόσον συνεχιστούν οι τάσεις που παρατηρούνται σήμερα στην αγορά, ότι η ηλεκτρική ενέργεια θα παράγεται περίπου κατά το ήμισυ με πρώτη ύλη το φυσικό αέριο (40%) αντιπροσωπεύοντας το 45% του αναλούμενου φυσικού αερίου.

β) Η διεθνής αγορά φυσικού αερίου

Μολονότι το φυσικό αέριο σήμερα εμφανίζεται ως το κατ'εξοχήν προϊόν που διευκολύνει την ενεργειακή διαφοροποίηση εξασφαλίζοντας τοιουτοτρόπως υγιές ενεργειακό ισοζύγιο στην κατανάλωση, η ταχεία αύξησή του σε ορισμένες αγορές, όπως η παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας, ο οικιακός τομέας και η παραγωγή θερμότητας, ενδέχεται να οδηγήσει στη δημιουργία μιας νέας διαρθρωτικής αδυναμίας στην Ένωση. Έως το 2010, η ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί κατά 85 εκατομ.ΤΙΠ φθάνοντας στα 410 εκατομ.ΤΙΠ. Στις υποψήφιες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η ζήτηση του φυσικού αερίου αναμένεται να αυξηθεί κατά 40% ανερχόμενη σε 80 εκατομ.ΤΙΠ κατά το 2010.

Η αγορά του φυσικού αερίου εμφανίζει ελάχιστες ομοιότητες με την αντίστοιχη του πετρελαίου εκτός της σχέσης που έχει με την τιμή του τελευταίου. Η συχνή γεωλογική γειτνίαση προς το πετρέλαιο το είχε καταρχήν θέσει υπό τον έλεγχο των εταιρειών εκμετάλλευσης του πετρελαίου και ερμηνεύει για ποιους εσωτερικούς λόγους η τιμή του συνδέεται με την αντίστοιχη του πετρελαίου. Οι οικονομικοί λόγοι που ερμηνεύουν επίσης το φαινόμενο αυτό σχετίζονται με τον ανταγωνισμό που προσπαθεί να αναπτύξει το φυσικό αέριο έναντι του πετρελαίου [39]. Εάν η ως άνω σχέση χαρακτήριζε εξ αρχής τη διείσδυση του φυσικού αερίου ως μέσον καθιέρωσης του προϊόντος αυτού σταδιακά, σήμερα ο μηχανισμός αυτός δεν δικαιολογείται πλέον οικονομικά και θα πρέπει κάποια στιγμή να αντικατασταθεί από τιμές που να διαμορφώνονται στην αγορά από την προσφορά και τη ζήτηση για το φυσικό αέριο. Αυτό θα επιτευχθεί μόνο εφόσον υλοποιηθεί εσωτερική αγορά για το φυσικό αέριο η οποία δεν θα πρέπει να περιοριστεί στην απελευθέρωση των εθνικών αγορών.

[39] Η σύνδεση της τιμής του φυσικού αερίου προς την αντίστοιχη του πετρελαίου πραγματοποιείται με έναν μηχανισμό υπολογισμού «net-back» βάσει των τιμών των πετρελαϊκών προϊόντων που ανταγωνίζονται στις ίδιες αγορές. Οι εταιρείες που ασχολούνται με το φυσικό αέριο αποκαλούν την προσέγγιση αυτή «η προσέγγιση του όγκου της αγοράς» που συνυπολογίζεται στην τιμή εισαγωγής στα σύνορα.

Μολονότι μεσοπρόθεσμα στη διεθνή αγορά φυσικού αερίου δεν εμφανίζονται κίνδυνοι δημιουργίας καρτέλ, θα πρέπει εντούτοις να παρατηρηθεί ότι η αγορά αυτή είναι άκαμπτη. Ο συνδυασμός του συσχετισμού με την τιμή του πετρελαίου, οι παραδόσεις κατόπιν των συμβάσεων μακροπρόθεσμου χαρακτήρα τύπου «πάρε ή πλήρωσε» και η εισαγωγή του κυρίως με αγωγούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναδεικνύει τις ομοιότητες της αγοράς του φυσικού αερίου προς κάθε περιφερειακή αγορά ολιγοπωλιακής οργάνωσης δίχως ουσιαστικό ανταγωνισμό μεταξύ των εξαγωγέων (Ρωσία, Νορβηγία, Αλγερία). Δεδομένων των σημαντικών αποθεμάτων της Ρωσίας (1/3 των παγκοσμίων αποθεμάτων), θεωρείται αναπόφευκτη η κλιμάκωση της εξάρτησης από τη χώρα αυτή. Επιβάλλεται να σημειωθεί ότι εδώ και 25 χρόνια, ο εφοδιασμός καταρχήν από την τέως ΕΣΣΔ και εν συνεχεία από τη Ρωσία υπήρξε παραδειγματικής σταθερότητας. Μία μακροπρόθεσμη στρατηγική στο πλαίσιο της εταιρικής σχέσης με τη Ρωσία θα αποτελούσε ένα καθοριστικό βήμα υπέρ της ασφάλειας του εφοδιασμού.

Ευρώπη των 15 : εισαγωγές φυσικού αερίου από τρίτες χώρες ΕΤΟΣ 1999

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Τέως ΕΣΣΔ - Αλγερία - Νορβηγία - Άλλες

Μελλοντικά αναμένονται σημαντικές αλλαγές στη διεθνή αγορά φυσικού αερίου. Ορισμένοι ειδικοί προβλέπουν αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου περίπου κατά 20% έως το 2010. Υπό τη συνδυασμένη επιρροή της εμφάνισης μιας αγοράς spot στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς, της πίεσης που ασκεί η αυξημένη ζήτηση λόγω πρωτίστως των προβληματισμών που σχετίζονται με το φαινόμενο του θερμοκηπίου, είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι θα τροποποιηθούν οι κανόνες διαμόρφωσης των τιμών (π.χ. αποσύνδεση των τιμών του φυσικού αερίου από τις αντίστοιχες του πετρελαίου) είτε κατά τρόπο σύμφωνο προς τη λογική μιας ανταγωνιστικής αγοράς, δηλαδή απηχώντας το κόστος παραγωγής, είτε λόγω της συγκρότησης καρτέλ των παραγωγών του φυσικού αερίου. Επί του παρόντος, είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε πόσο πιθανή είναι αυτή η εκδοχή. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να προληφθεί κάθε διαρθρωτική τάση υπέρμετρης αύξησης των τιμών και να εξασφαλιστεί αφθονία και διαφοροποίηση κατά τον εφοδιασμό.

γ) Τα δίκτυα μεταφοράς

Η αύξηση της ζήτησης, και ο πολλαπλασιασμός των ενδοκοινοτικών συναλλαγών λόγω της εσωτερικής αγοράς θα έχει ως αποτέλεσμα να αυξηθούν οι ανάγκες υποδομής μεταφορών (ενδοευρωπαϊκά και διευρωπαϊκά δίκτυα μεταφορών, λιμενικές υποδομές για το υγροποιημένο φυσικό αέριο, GNL) για τις οποίες δεν χρειάζεται να βρεθεί χρηματοδότηση. Επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι το κόστος μεταφοράς του φυσικού αερίου ποικίλει ανάλογα με το αν μεταφέρεται με αγωγούς ή με σκάφη (GNL). Η μεταφορά του αερίου απαιτεί υποδομές ιδιαίτερου κόστους που είναι δύσκολο να κατασκευαστούν και στις δύο περιπτώσεις. Η αποδοτικότητα αυτών των δύο τύπων μεταφορών εξαρτάται από την απόσταση.

Όσον αφορά τον εφοδιασμό με φυσικό αέριο, η Ευρωπαϊκή Ένωση, χάρη στην ύπαρξη των αγωγών, εξυπηρετείται γεωγραφικά πλήρως εν σχέσει προς τα κέντρα εξαγωγής που βρίσκονται στη Νορβηγία, τη Ρωσία και την Αλγερία. Η προσφορά του GNL ολοκληρώνει και διαφοροποιεί την προσφορά φυσικού αερίου από τη Μέση Ανατολή, τις χώρες του Μαγκρέμπ και τις χώρες του Ατλαντικού Ωκεανού (Νιγηρία, Τρινιδάδ). Μελλοντικά η Μέση Ανατολή (Ιράν και Κατάρ) και η Κεντρική Ασία θα μπορούσαν να καταστούν σημαντικοί προμηθευτές φυσικού αερίου.

Η ανάλυση της κατάστασης των φυσικών αποθεμάτων των κυριότερων σημερινών και ενδεχόμενων προμηθευτών της Ένωσης αποκαλύπτει ανισορροπία υπέρ του εφοδιασμού από τη Ρωσία από την οποία προέρχονται επί του παρόντος 41% των εισαγωγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε φυσικό αέριο. Αυτό το ποσοστό εξάρτησης αναμένεται να αυξηθεί λόγω της διεύρυνσης και της πίεσης που ασκεί η κατανάλωση με αποτέλεσμα να ανέλθει τελικά σε 60%.

Λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των χωρών παραγωγής, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η ποικιλία του εφοδιασμού σε φυσικό αέριο στην Κοινότητα είναι περιορισμένη. Επιβάλλεται να σημειωθεί ότι το 1996, 33 εταιρείες φυσικού αερίου κάλυψαν περίπου το 94% της συνολικής παραγωγής στη Δυτική Ευρώπη από έναν ιδιαίτερα υψηλό αριθμό σημείων άντλησης. Τρεις από τις μεγαλύτερες εταιρείες φυσικού αερίου καλύπτουν το 10 με 15% της ευρωπαϊκής παραγωγής. Εξάλλου, οι εισαγωγές φυσικού αερίου από άλλες γεωγραφικές περιφέρειες, συμπεριλαμβανομένων των εισαγωγών GNL, αναμένεται ότι θα αυξηθούν κατά το μέλλον. Αυτό αποδεικνύει το ανταγωνιστικό δυναμικό που υφίσταται από την πλευρά της προσφοράς, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η μελέτη (στο Ιράν και το Κατάρ [40]) για την κατασκευή νέων διαδρομών εισαγωγής με αγωγούς ή GNL αναμένεται να αυξήσει τη γεωγραφική διαφοροποίηση του εφοδιασμού σε φυσικό αέριο και να διατηρήσει την αγορά των αγοραστών. Εντούτοις, το υψηλό κόστος αναμένεται να έχει επιπτώσεις στις τιμές που καταβάλλουν οι καταναλωτές και στην αύξηση των κινδύνων όσον αφορά τις χώρες διαμετακόμισης.

[40] Το Κατάρ διαθέτει αποθέματα τρεις φορές υψηλότερα της Αλγερίας ή της Νορβηγίας.

Ο εφοδιασμός με φυσικό αέριο της Ευρώπης ενδέχεται, μακροπρόθεσμα, να αντιμετωπίσει σοβαρές οικονομικές και διαρθρωτικές δυσχέρειες, που θα οξύνονται όσο λιγότερο έντονη γίνεται η κατανάλωση του άνθρακα. Η αύξηση της κατανάλωσης του φυσικού αερίου θα μπορούσε να συνοδευθεί από τάση αύξησης των τιμών με αποτέλεσμα να καταστεί ευπαθέστερος ο εφοδιασμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στο μέτρο που ο εξωτερικός εφοδιασμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με φυσικό αέριο εξαρτάται έως και κατά 41% από τις εισαγωγές από τη Ρωσία και κατά περίπου 30% από την Αλγερία, κρίνεται απαραίτητο να καταβληθούν προσπάθειες γεωγραφικής διαφοροποίησης του εφοδιασμού, ιδιαίτερα για το GNL. Συγκριτικά, η προέλευση του ευρωπαϊκού εφοδιασμού σε πετρέλαιο και άνθρακα είναι περισσότερο διαφοροποιημένη. Η ανάπτυξη ενεργειακής συνεργασίας μακροπρόθεσμου χαρακτήρα με τους καθοριστικής σημασίας παραγωγούς όπως η Ρωσία θεωρείται ζωτικής σημασίας.

2. Οι νέες ενεργειακές μορφές και οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας: μια πολιτική προτεραιότητα

Ευρώπη των 30 : ανανεώσιμες μορφές ενέργειας (σε εκατομ. ΤΙΠ)

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

production = παραγωγή consumption = κατανάλωση

Οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας εμφανίζουν σημαντικό [41] δυναμικό σε ό,τι αφορά την ενίσχυση της ασφάλειας του ευρωπαϊκού εφοδιασμού. Η ανάπτυξη της χρήσης τους εξαρτάται εντούτοις από ιδιαίτερα σημαντικές πολιτικές και οικονομικές προσπάθειες. Οι προσπάθειες αυτές θα αποδώσουν μόνο εφόσον συνοδεύονται από γνήσια πολιτική ζήτησης υπέρ του εξορθολογισμού και της σταθεροποίησης της ενεργειακής κατανάλωσης. Οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας είναι η μόνη πηγή ενέργειας επί της οποίας η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει περιθώρια ελιγμών. Η Ένωση δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό της την πολυτέλεια να αγνοήσει την ως άνω μορφή ενέργειας.

[41] Βλ. 1ο μέρος I - B.

α) Ένα δυναμικό προς εκμετάλλευση

Οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας αντιπροσωπεύουν, επί του παρόντος, περίπου 6% του ευρωπαϊκού εφοδιασμού εκ των οποίων 2% προέρχονται αποκλειστικά και μόνο από την υδροηλεκτρική ενέργεια. Στάθηκε αδύνατο να επιτευχθεί ο στόχος του διπλασιασμού του μεριδίου που κατέχουν οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, στόχος ο οποίος κατ'επανάληψη έχει επαναληφθεί από το 1985 [42]. Κρίνεται απαραίτητο τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν το στόχο αυτό και να καθορίσουν εθνικούς στόχους συναρτήσει των επιδιώξεων της Ένωσης. Αυτό δεν έχει ακόμα επιτευχθεί σε όλα τα κράτη μέλη. Επιβάλλεται να επιτευχθούν πρόοδοι προς την κατεύθυνση αυτή.

[42] ΕΕ αριθ. C 241 της 25ης Σεπτεμβρίου 1986

Μεταξύ 1985 και 1998 η αύξηση της ενεργειακής παραγωγής από ανανεώσιμες μορφές ενέργειας είναι σημαντική από σχετική σκοπιά (+30%), σε απόλυτους όμως όρους εξακολουθεί να είναι περιορισμένη (από 65 σε 85 εκατομ.ΤΙΠ - συμπεριλαμβανομένης της υδροηλεκτρικής παραγωγής). Η συγκεκριμένη συνολικά περιορισμένη διείσδυση καλύπτει σοβαρές διαφορές μεταξύ χωρών. Τέσσερις χώρες προσφεύγουν στις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας συστηματικά. Έτσι η Πορτογαλία (15,7%), η Φινλανδία (21,3%), η Αυστρία (23,3%) και η Σουηδία (28,5%) στηρίζονται στην αξιοποίηση του δασικού και υδατικού δυναμικού τους.

Το μερίδιο που καταλαμβάνουν οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας στη συνολική κατανάλωση είναι στενά συνδεδεμένο προς την εξέλιξη της κατανάλωσης και την εξοικονόμηση ενέργειας. Οι πρόοδοι που επετεύχθησαν στον τομέα των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας αντισταθμίστησαν από την αύξηση της κατανάλωσης. Τοιουτοτρόπως μολονότι ο ως άνω τομέας εξακολουθεί να αυξάνεται κατά 3% και παρά τις θεαματικές αυξήσεις, όπως η αύξηση κατά 2000% στον τομέα της αιολικής ενέργειας κατά την τελευταία δεκαετία, έχει επιτευχθεί απλώς και μόνο σταθεροποίηση στο 6% της κατανάλωσης. Πρέπει να αναφερθεί ότι οι προσπάθειες που καταβάλλονται από την πλευρά της προσφοράς δεν θα αποδώσουν αποτελέσματα εφόσον δεν συνοδευθούν από πολιτικές εξορθολογισμού της ζήτησης της ενέργειας.

Κατά τα επόμενα έτη, η συμμετοχή των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας στην ενεργειακή κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί σε απόλυτους όρους. Το ποσοστό τους (σε συγκριτικούς όρους) στο ενεργειακό ισοζύγιο ως επί το πλείστον θα εξαρτηθεί από τη σύνδεσή τους με το ηλεκτρικό δίκτυο και την ανταγωνιστικότητά τους κατά την ανάπτυξη αποκεντρωμένης παραγωγής.

Στόχος της Επιτροπής είναι να διαπλαστεί το μερίδιο των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας επί της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης προκειμένου να ανέλθει από 6 % κατά το 1997 σε 12% κατά το 2010. Η αύξηση αυτή αναμένεται να δώσει νέα κίνητρα στις ΜΜΕ και θα έχει επίσης θετικές επιπτώσεις στην απασχόληση και θα επιτρέψει την ανάπτυξη ευρωπαϊκών τεχνολογιών που θα μπορούσαν να εξαχθούν προς τις αναπτυσσόμενες χώρες.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον, είναι μεγάλης σημασίας έκαστο κράτος μέλος να υιοθετήσει τους εθνικούς στόχους που προβλέπει η πρόταση οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.

β) Διαφοροποιημένο δυναμικό ανάπτυξης

Ο στόχος του διπλασιασμού του μεριδίου των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας στο ενεργειακό ισοζύγιο της Ευρώπης εντάσσεται σε μια στρατηγική ασφάλειας του εφοδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης. Απαιτεί εντούτοις ιδιαίτερες προσπάθειες. Οι απαραίτητες επενδύσεις για την επίτευξη του στόχου αυτού υπολογίστηκαν από την Επιτροπή σε 165 δισεκατ. ευρώ μεταξύ 1997 και 2010. Ιδιαίτερα σημαντική προσπάθεια θα πρέπει να πραγματοποιηθεί στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου κατά το 2010 η πράσινη ηλεκτρική ενέργεια να ανέλθει σε 24% από το 12% όπου βρίσκεται σήμερα, όπως προβλέπει η πρόταση οδηγίας για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

Ο στόχος αυτός θα είναι ακόμη δυσκολότερο να επιτευχθεί δεδομένου ότι για την υδροηλεκτρική ενέργεια, που σήμερα αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο των ανανεώσιμων ενεργειών, οι δυνατότητες περαιτέρω επέκτασης είναι σχεδόν μηδενικές: η αξιοποίηση νέων περιοχών αντιμετωπίζει έντονες αντιδράσεις σε τοπικό επίπεδο. Μόνο η αξιοποίηση των μικρών υδροηλεκτρικών μπορεί να έχει προοπτική. Ως εκ τούτου, θα πρέπει οι υπόλοιπες μορφές ανανεώσιμων ενεργειών (βιομάζα, αιολική ενέργεια, ηλιακή ενέργεια, γεωθερμική ενέργεια, να εξασφαλίσουν σχεδόν το σύνολο της επιδιωκόμενης αύξησης. Αυτό συνεπάγεται τετραπλασιασμό του σχετικού μεριδίου τους και όχι απλώς διπλασιασμό στην πραγματικότητα.

Από την πλευρά της, η βιομάζα θα μπορούσε να συμβάλει ουσιαστικά στην ενίσχυση της ασφάλειας του αειφόρου εφοδιασμού. Η βιομάζα αποτελεί διαδεδομένο και πολυδύναμο πόρο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για θέρμανση όσο και για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Οι πηγές εφοδιασμού με βιοενέργεια περιλαμβάνουν τα αγροτικά και δασικά κατάλοιπα, τα απόβλητα καθώς και τις νέες ενεργειακές καλλιέργειες. Το τεράστιο δυναμικό των δασικών και αγροτικών καταλοίπων εξακολουθεί επί του παρόντος να μην αποτελεί αντικείμενο σοβαρής εκμετάλλευσης.

Παρά το υψηλό κόστος παραγωγής, επιβάλλεται να εξασφαλιστεί η επιβίωση των βιοκαυσίμων και των άλλων εναλλακτικών καυσίμων καθώς και η βελτίωση της θέσης τους στην αγορά των καυσίμων. Τα βιοκαύσιμα διακρίνονται από ντήζελ οργανικής προέλευσης (70 έως 80% προέρχεται πρωτίστως από τα οργανικά έλαια και τον ηλίανθο, κλπ.) και τις αλκοόλες που προέρχονται ως επί το πλείστον από τα τεύτλα, το σίτο, το σόργο, κλπ. Υφίστανται πολυάριθμες εναλλακτικές δυνατότητες παραγωγής, ενώ εν γένει προτιμούνται οι υψηλής απόδοσης καλλιέργειες με χαμηλή ενδιάμεση κατανάλωση, που σέβονται τη βιοποικιλότητα. Το βιοντήζελ μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς υποκατάσταση του φυσικού ντήζελ δίχως μείζονα τεχνικά προβλήματα. Όσο για τις αλκοόλες, μπορούν να αναμειχθούν με την παραδοσιακή βενζίνη περίπου σε ποσοστό έως και 15% δίχως να απαιτούνται τεχνικές τροποποιήσεις των οχημάτων.

Όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους, τα βιοκαύσιμα είναι λίαν ενδιαφέροντα: εκπέμπουν μεταξύ 40 και 80% λιγότερα αέρια που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου συγκριτικά προς τα υπόλοιπα ορυκτά καύσιμα. Εκπέμπουν επίσης λιγότερα σωματίδια, μονοξείδιο και υδροξείδιο του άνθρακα. Τα βιοκαύσιμα δημιουργούν επίσης θέσης απασχόλησης στις αγροτικές ζώνες και συμβάλλουν στη διαφύλαξη του αγροτικού ιστού προσφέροντας νέες ευκαιρίες στη γεωργική παραγωγή. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι τα βιοκαύσιμα δεν οδηγούν σε υπερεκμετάλλευση των γεωργικών γαιών. Πιο μακροπρόθεσμα θα πρέπει να αξιοποιηθούν άλλες δυνατότητες όπως το υδρογόνο όσον αφορά τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας για τις οδικές μεταφορές .

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το μερίδιο των βιοκαυσίμων στην αγορά εξακολουθεί να είναι περιορισμένο. Κατά το 1998 ανήρχετο μόλις σε 0,15% της συνολικής κατανάλωσης καυσίμων ορυκτελαίων. Η αξιοποίησή τους κυρίως παρεμποδίζεται από τη διαφορά τιμής συγκριτικά προς τα ορυκτά καύσιμα που προς το παρόν κυμαίνεται μεταξύ 1,5 (για το βιοντήζελ) και 4 για τα προϊόντα άνευ φόρου. Στο πλαίσιο του στόχου του διπλασιασμού του μεριδίου των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας για το 2010, η Επιτροπή εκτίμησε στη Λευκή Βίβλο του 1997 [43] για τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, ότι η συμβολή της βιοενέργειας στη συνολική κατανάλωση έως το 2010 θα πρέπει να ανέλθει σε 7%. Υπογραμμίζεται ότι ανάλογη αύξηση του ρόλου που διαδραματίζουν τα βιοκαύσιμα θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνον εφόσον τηρηθούν οι κάτωθι προϋποθέσεις:

[43] Έγγραφο COM(97) 599 της 26ης Νοεμβρίου 1997

- Τα κράτη μέλη θα πρέπει να δεσμευθούν προκειμένου να επιτύχουν το φιλόδοξο και ρεαλιστικό στόχο που καθορίζει η Λευκή Βίβλος για το έτος 2010, ήτοι 7% για τα βιοκαύσιμα ορίζοντας ταυτόχρονα ως στόχο το 20% για το 2020 όσον αφορά το σύνολο των καυσίμων υποκατάστασης.

- Η διαφορά τιμής των βιοκαυσίμων και των αντιστοίχων τιμών των ανταγωνιστικών προς αυτά προϊόντων θα πρέπει να μειωθεί με μέτρα τα οποία, κατ'αρχήν, θα μπορούσαν να είναι φορολογικού χαρακτήρα.

- Οι πετρελαϊκές εταιρείες θα πρέπει να αναλάβουν τη διευκόλυνση της διανομής τους σε μεγάλη κλίμακα βάσει εθελοντικών συμφωνιών και όχι βάσει κοινοτικών διατάξεων κανονιστικού χαρακτήρα.

- Επιβάλλεται να εντατικοποιηθεί η έρευνα στον τομέα αυτό, ιδίως ενόψει της αξιοποίησης νέων λύσεων που σχετίζονται με τη χρησιμοποίηση εναλλακτικών ενεργειακών μέσων όπως το υδρογόνο (το οποίο, μαζί με τη μεθανόλη, αποτελεί ήδη το καύσιμο που χρησιμοποιείται στα στοιχεία καυσίμου και μπορεί να παραχθεί από πολυάριθμες πηγές πρωτογενούς ενέργειας, όπως οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας).

Οι προσπάθειες θα πρέπει επίσης να αφορούν την παραγωγή ηλεκτρισμού από αιολική ενέργεια ενώ θα πρέπει παράλληλα να εξεταστεί το ενδεχόμενο παροχής ενίσχυσης προς τα υδραυλικά έργα συμπεριλαμβανομένων εκείνων που θεωρούνται μικρής κλίμακας (λιγότερο των 10 MW) τα οποία μέχρι σήμερα παραμελήθηκαν.

Μέχρι σήμερα η προαγωγή των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας αποτέλεσε αντικείμενο διαφόρων προγραμμάτων, διαφορετικής βαρύτητας σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο. Η συγκεκριμένη προσέγγιση, μολονότι φαίνεται απαραίτητη, είναι ανεπαρκής και θα πρέπει να συμπληρωθεί από συνολικό μηχανισμό που να εξασφαλίζει την υποστήριξη της έρευνας, τις επενδυτικές ενισχύσεις, υπέρ της επιχειρησιακής εκμετάλλευσης και της αξιοποίησης των ως άνω ενεργειακών μορφών, σύμφωνα με τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Επιτροπή, προτείνοντας την οδηγία για τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, έθεσε το πλαίσιο εντός του οποίου η παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας από ορισμένες πηγές ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, ιδίως μάλιστα της αιολικής ενέργειας, θα μπορούσε να καταστεί μακροπρόθεσμα ανταγωνιστική προς τις συμβατικές μορφές ενέργειας. Η προσέγγιση αυτή επιβάλλεται να συμπληρωθεί από μία νέα πρόταση για την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια η οποία να επιτρέψει την προώθηση άλλων ενεργειακών πηγών (ηλιακή ενέργεια, βιομάζα) πολύ πιο αποκεντρωμένα, δεδομένου ότι οι πόροι στον τομέα αυτό θα πρέπει να αξιολογούνται σε τοπικό επίπεδο.

γ) Τα εμπόδια στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας

Ανεξάρτητα της πηγής της υπό εξέταση ανανεώσιμης ενέργειας, κρίνεται σκόπιμο να υπογραμμιστεί ότι κατ'αρχήν υφίστανται εμπόδια διαρθρωτικού χαρακτήρα όσον αφορά στην ανάπτυξή της. Το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα έχει σχεδιαστεί και αναπτυχθεί με επίκεντρο τις συμβατικές μορφές ενέργειας (άνθρακας, πετρέλαιο, φυσικό αέριο και πυρηνική ενέργεια) και εστιάζεται κυρίως στην παραγωγή ηλεκτρισμού.

Όμως αναμφίβολα το σημαντικότερο πρόβλημα είναι χρηματοοικονομικού χαρακτήρα. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες από τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας απαιτούν σημαντικές αρχικές επενδύσεις, ως εξάλλου συνέβη ιστορικά και με άλλες ενεργειακές μορφές, όπως για παράδειγμα την ενέργεια που προέρχεται από τον άνθρακα, το πετρέλαιο και την πυρηνική ενέργεια. Μία από τις προς διερεύνηση δυνατότητες χρηματοδότησης των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας θα μπορούσε να είναι ενδεχομένως η επιβάρυνση των πλέον επικερδών ενεργειακών πόρων - δηλαδή της πυρηνικής ενέργειας, του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, με κάποια συμβολή για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας. Είναι δυνατόν για παράδειγμα να εξεταστεί το ενδεχόμενο επιβολής παραφορολογικού τέλους για τη χρηματοδότηση περιφερειακού ή εθνικού ταμείου υπέρ των απαραίτητων αρχικών επενδύσεων. Επιπλέον, πολλές πηγές ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, πριν ακόμη καταστούν αποδοτικές, θα χρειαστούν, για κατά το μάλλον ή ήττον μακρές περιόδους ενισχύσεις λειτουργίας. Επί του παρόντος η συμβολή αυτή έχει ήδη καθιερωθεί σε ορισμένα κράτη μέλη είτε καθορίζοντας σταθερές τιμές για τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας είτε επιβάλλοντας στην αγορά πράσινα πιστοποιητικά, είτε τέλος με τη διοργάνωση προσκλήσεων υποβολής προσφορών για συγκεκριμένο δυναμικό.

Εν προκειμένω το πρόβλημα θα πρέπει τέλος να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο της επικουρικότητας, οι εθνικές, περιφερειακές και τοπικές κανονιστικές διατάξεις, θα πρέπει να προσαρμοστούν από πολεοδομική σκοπιά και σε ό,τι αφορά την κατοχή των εδαφών, προκειμένου να αποδοθεί σαφής προτεραιότητα στην εγκατάσταση των μονάδων παραγωγής ανανεώσιμων μορφών ενέργειας. Θεωρείται παράδοξο ότι ενώ οι εντόπιοι πληθυσμοί δεν αντετέθησαν κατά το παρελθόν στην εγκατάσταση πυρηνικών αντιδραστήρων, σήμερα παρεμποδίζουν την ανάπτυξη εγκαταστάσεων για τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας. Επιβάλλεται να σημειωθεί επίσης ότι υφίστανται σήμερα πολύ μεγαλύτερα εμπόδια διοικητικού και περιβαλλοντικού χαρακτήρα συγκριτικά προς τα εμπόδια που υφίσταντο κατά την ανάπτυξη των συμβατικών μορφών ενέργειας με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται περαιτέρω το επενδυτικό κόστος.

Πολλές εξελίξεις σημειώνονται σε διαφόρους τομείς. Ενώ οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας κατά το παρελθόν συνδέονταν με αποκεντρωμένη και περιορισμένη παραγωγή ενέργειας, σήμερα αρχίζει να αναπτύσσεται η δημιουργία αιολικών αγροκτημάτων, και μάλιστα υπεράκτιων. Τοιουτοτρόπως καθίσταται δυνατή η ενσωμάτωση των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας σε ένα κεντρικό και μεγάλης κλίμακας σχήμα παραγωγής και κατανάλωσης.

Αν εξαιρεθεί το ενδεχόμενο τεχνολογικής διακοπής, οι αυθόρμητες εξελίξεις όσον αφορά το κόστος θα ήταν δυνατόν επίσης να ενισχύσουν τη θέση των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας στην αγορά είτε χάρη σ'ένα υψηλό επίπεδο των τιμών του πετρελαίου είτε επειδή θα ληφθεί υπόψη η «τιμή των πιστοποιητικών εκπομπής» στο κόστος των επενδύσεων υπέρ των συμβατικών μορφών ενέργειας.

Εν τούτοις, η ανάπτυξη της αγοράς των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να εξεταστεί ως ενδεχόμενο μόνο εφόσον ασκηθεί μεσοπρόθεσμα εθελοντική πολιτική εκ μέρους των δημοσίων αρχών . Η πολιτική αυτή μπορεί να ενταχθεί σε ένα φάσμα αποφάσεων που να καλύπτουν από δραστικά φορολογικά μέτρα υπέρ των αναλώσιμων μορφών ενέργειας ή για τη θέσπιση υποχρεώσεων αγοράς εκ μέρους των παραγωγών ελάχιστου ποσοστού ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται με βάση τις αναλώσιμες μορφές ενέργειας έως την παροχή ενισχύσεων υπέρ της έρευνας ή των χρηματοδοτήσεων (επιδότηση επιτοκίων, ταμείο εγγυήσεων, παραφορολογικού χαρακτήρα τέλος το οποίο να επιβαρύνει τις άλλες πηγές ενέργειας). Ορισμένες ανανεώσιμες μορφές ενέργειας θα πρέπει να καταστούν αποδέκτες ενισχύσεων προκειμένου να μπορέσουν να κατακτήσουν αγορές συγκρίσιμες προς τις παραδοσιακές μορφές ενέργειας στο πλαίσιο των κοινοτικών διατάξεων για θέματα ανταγωνισμού.

Προκειμένου να ενισχυθούν τους οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας (και ιδιαίτερα η αιολική ) απαιτείται να θεσπιστούν χρηματοοικονομικά ή φορολογικά κίνητρα.

Οι στόχοι υπέρ των καυσίμων υποκατάστασης, 20% για το 2020 - θα παραμείνουν κατά πάσα πιθανότητα νεκρό γράμμα εάν δεν εγκριθούν φορολογικά μέτρα υπέρ αυτών και δεν εφαρμοστεί κανονιστικό πλαίσιο σχετικά με την διανομή τους από τις πετρελαϊκές επιχειρήσεις καθώς και εθελοντικές συμφωνίες με τη βιομηχανία.

Είναι λυπηρό ότι σε κοινοτικό επίπεδο δεν υπήρξε εναρμόνιση της φορολογίας υπέρ των βιοκαυσίμων, δεδομένου μάλιστα ότι η Επιτροπή υπέβαλε σχετική πρόταση κατά το 1992, αντίστοιχα κρίνεται ακόμη ανησυχητικότερο ότι οι προσπάθειες που είχαν καταβληθεί προς την κατεύθυνση αυτή στο πλαίσιο ορισμένων προγραμμάτων αμφισβητήθηκαν για νομικούς λόγους.

Συμπέρασμα : Κανένας τομέας δεν μπορεί μόνο του να ανταποκριθεί σε όλες τις ενεργειακές ανάγκες της Ένωσης ή της διευρυμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η φύση των σχέσεων μεταξύ των ενεργειακών φορέων τροποποιείται ουσιαστικά. Μεταξύ πετρελαίου και άνθρακα μπορεί να θεωρηθεί ότι παρατηρείται αποκλίνουσα εξειδίκευση, μεταξύ άνθρακα και πυρηνικής ενέργειας μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχουν σχέσεις συμπληρωματικότητας. Το φυσικό αέριο θεωρείται ανταγωνιστής όλων των ενεργειακών προϊόντων σ'όλες τις αγορές.

Η πίεση που ασκεί η συνολική ζήτηση για το φυσικό αέριο, το δυναμικό εξαγωγής των παραγωγών χωρών (Αλγερία, Ρωσία, Νορβηγία, Κάτω-χώρες) καθώς επίσης και των νέων παραγωγών (όπως χώρες της Μέσης Ανατολής), η σταδιακή εξάντληση των αποθεμάτων των υδρογονανθράκων, η συνακόλουθη αύξηση των τιμών, οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζονται κατά την υλοποίηση των πυρηνικών προγραμμάτων, η περιβαλλοντική πρόκληση που καλείται να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο της αξιοποίησης του άνθρακα αποτελούν παράγοντες που επηρεάζουν τις συνθήκες εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σήμερα η τρέχουσα ενεργειακή κατανάλωση καλύπτεται κατά 41% από το πετρέλαιο, κατά 22% από το φυσικό αέριο, κατά 16 % από τα στερεά καύσιμα (γαιάνθρακας, λιγνίτης, τύρφη), κατά 15% από την πυρηνική ενέργεια και κατά 6% από τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας. Εάν δεν αναληφθούν πρωτοβουλίες, το ενεργειακό ισοζύγιο θα εξακολουθήσει, ενόψει του 2030, να στηρίζεται στα ορυκτά καύσιμα, ήτοι κατά 38% στο πετρέλαιο, 29% στο φυσικό αέριο, 19% στα στερεά καύσιμα και μόλις κατά 6% στην πυρηνική ενέργεια και 8% στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει τα απαραίτητα μέσα προκειμένου να επιδράσει στις συνθήκες της προσφοράς και να εξασφαλίσει την καλύτερη δυνατή διαχείριση της ασφάλειας του εφοδιασμού. Μολονότι θεωρούνται ιδιαίτερα περιορισμένα τα περιθώρια ελιγμών, δύο δυνατότητες θα άξιζε να διερευνηθούν.

Κατ'αρχήν, η Ευρωπαϊκή Ένωση δύναται, δεδομένου ότι η αγορά της είναι ελκυστική, να διαπραγματευτεί με τις χώρες προμηθευτές ώστε να καταλήξει σε στρατηγικού χαρακτήρα εταιρική σχέση που να βελτιώσει την ασφάλεια του εφοδιασμού της. Αυτή είναι τακτική που άρχισε να εφαρμόζει έναντι της ομοσπονδίας της Ρωσίας προσφέροντας στη χώρα αυτή ενίσχυση για τη βελτίωση των δικτύων μεταφοράς και για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών σε ένα πολιτικό πλαίσιο που θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη σταθερότητα των εφοδιασμών και εγγυήσεις για τις επενδύσεις.

Εν συνεχεία η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να αποδώσει ιδιαίτερη σημασία στην κινητοποίηση χρηματοοικονομικών ενισχύσεων υπέρ των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας οι οποίες θεωρούνται, λίαν μακροπρόθεσμα, ως οι πλέον πολλά υποσχόμενες για τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού.

Εντούτοις εξακολουθεί να θεωρείται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κατορθώσει να χαλαρώσει τις πιέσεις που της ασκεί η εξωτερική της εξάρτηση μόνο εφόσον εφαρμόσει αποφασιστική πολιτική για τη χαλιναγώγηση της ζήτησης.

Η ως άνω πολιτική για τη χαλιναγώγηση της ζήτησης κρίνεται ακόμη περισσότερο απαραίτητη δεδομένου ότι μόνο αυτή δύναται να επιτρέψει την Ένωση να αντιμετωπίσει την πρόκληση της κλιματικής αλλαγής.

2ο μέρος Το νέο πλαίσιο αναφοράς για την ενέργεια

Κάθε προβληματισμός σχετικά με το μέλλον του ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης, ιδίως μάλιστα κάθε ανάλυση σχετικά με τις εναλλακτικές δυνατότητες που θα επέτρεπαν τη διαφοροποίησή του, επιβάλλεται να καλύπτει δύο άρτι προκύψαντες παράγοντες. Πρώτο στοιχείο είναι η κλιματική αλλαγή. Ανεξάρτητα της κλίμακάς του, το φαινόμενο αποτελεί γεγονός και απειλεί την αρμονική ανάπτυξη του κόσμου. Επιβάλλεται να σημειωθεί ότι ενώπιον της ως άνω απειλής, η Ευρωπαϊκή Ένωση, μολονότι προσυπέγραψε τις δεσμεύσεις του Κιότο, δεν διαθέτει αποτελεσματικά μέσα καταπολέμησης των συνεπειών της αλλαγής του κλίματος μακροπρόθεσμα. Η άσκηση ενεργού πολιτικής υπέρ της αειφόρου ανάπτυξης (σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση) ενισχύει παράλληλα την ασφάλεια του εφοδιασμού και την καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος.

Δεύτερο στοιχείο αποτελεί η σταδιακή ολοκλήρωση της αγοράς της ενέργειας. Τα μέτρα για να αντιμετωπιστεί η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής σε ευρωπαϊκό επίπεδο επιβάλλεται να επιλεγούν συναρτήσει και αυτού του νέου δεδομένου. Όντως λόγω της υλοποίησης της ευρωπαϊκής αγοράς για την ενέργεια, οι εθνικές επιλογές ή οι στρατηγικές των επιχειρήσεων έχουν επιπτώσεις που υπερβαίνουν την εθνική κλίμακα.

I. Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΤΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ

Σήμερα, η ασφάλεια του εφοδιασμού της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας πρέπει να λάβει υπόψη ότι είναι υποχρεωτική πλέον η καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος και η επιδίωξη της αειφόρου ανάπτυξης (άρθρο 2 και 6 της συνθήκης). Εάν δεν ληφθούν σοβαρά μέτρα για τον περιορισμό της ζήτησης, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα είναι σε θέση να καταπολεμήσει την κλιματική αλλαγή και φυσικά να τηρήσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε στο Κιότο. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να συνάδουν προς την ανάγκη ελαχιστοποίησης της ενεργειακής εξάρτησης.

Οι απαντήσεις που προσφέρονται στις ερωτήσεις αυτές από τους τομείς φορολογίας, κρατικών ενισχύσεων και πολιτικής της ζήτησης δεν είναι οι καταλληλότερες.

A. Τα νέα ερωτήματα

Από στατιστικά και επιστημονικά δεδομένα προκύπτει ότι κατά τα τελευταία έτη οι κλιματολογικές συνθήκες έχουν διαταραχθεί λόγω της συγκέντρωσης αερίων που οφείλονται στις αναπτυξιακές μας δραστηριότητες και συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου.

1. Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αποτελεί επείγουσα προτεραιότητα

Σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για την αλλαγή του κλίματος, μετά το 1900 επιταγχύνθηκε η άνοδος της θερμοκρασίας στην επιφάνεια του πλανήτη. Η επίγεια θερμοκρασία αυξήθηκε κατά 0.3 έως 0.6° C κατά μέσο όρο. Η θέρμανση αυτή προκάλεσε άνοδο του επιπέδου των ωκεανών κατά 10 με 25 cm. Το μέσο πάχος των παγετώνων μειώθηκε κατά 40% σε πενήντα χρόνια. Η θέρμανση του πλανήτη φαίνεται ότι αυξάνει ακόμη ταχύτερα κατά τα τελευταία 25 έτη πράγμα που επιβεβαιώνεται από τις θερμοκρασίες ρεκόρ που σημειώθηκαν.

α. Τα αίτια: οι ανθρωπογενείς εκπομπές

Η άνοδος της θερμοκρασίας οφείλεται στην εντατικοποίηση ενός φυσικού φαινομένου που έχει καθοριστική σημασία για την επιβίωση του πλανήτη: το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Συγκρατώντας μέρος της ηλιακής θερμότητας που αντανακλάται από τη γη, τα αέρια που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου εξασφαλίζουν μέση θερμοκρασία 15°C στην επιφάνεια της γης συγκριτικά προς τους -18°C που θα επικρατούσαν εάν τα αέρια αυτά δεν υπήρχαν.

Εντούτοις μετά από την πρώτη βιομηχανική επανάσταση η συγκέντρωση στην ατμόσφαιρα των αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου [44] αυξήθηκε ουσιαστικά ενώ μειώθηκαν οι φυσικές δυνατότητες απορρόφησης τους. Η συγκέντρωση του CO2 - στο οποίο οφείλεται ως επί το πλείστον το φαινόμενο του θερμοκηπίου - αυξήθηκε κατά 30% συγκριτικά προς το 1750 [45].

[44] Τα αέρια που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου και είναι ανθρωπογενούς προέλευσης έχουν ως εξής:(CO2) το οποίο θεωρείται ως το κατ'εξοχήν υπεύθυνο για το φαινόμενο αυτό (80%), τα ημιοξείδια του αζώτου (N20) το μεθάνιο (CH4), οι υδροφθοράνθρακες (HFC), οι υπερφθοράνθρακες (PFC) και το εξαφθοριούχο θείο (SF6).

[45] Διακυβερνητική Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για την αλλαγή του κλίματος, 1995

94% των εκπομπών CO2 στην Ευρώπη είναι ανθρωπογενείς και προέρχονται από τον ευρύτερο ενεργειακό τομέα.

Τα ορυκτά καύσιμα θεωρούνται ως οι κατεξοχήν υπόλογοι. Τα στερεά καύσιμα είναι οι κατεξοχήν υπεύθυνα για το φαινόμενο αυτό σε απόλυτες τιμές, η πραγματική κατανάλωση πετρελαίου ευθύνεται για το 50% των εκπομπών του CO2 εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το φυσικό αέριο για 22% και ο άνθρακας για 28%. Από την άποψη των τομέων κατανάλωσης, η παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας και του ατμού είναι υπεύθυνες για το 30% των εκπομπών του CO2, οι μεταφορές για το 28%, ο οικιακός τομέας για το 14%, η βιομηχανία για το 16% και ο τριτογενής τομέας για το 5%. Οι προβλεπόμενες αυξήσεις των εκπομπών CO2 θα οφείλονται κατά 90% στον τομέα των μεταφορών. Χαρακτηριστικά μπορεί να αναφερθεί ότι ένα μέσο αυτοκίνητο παράγει ετησίως 2-3 φορές το βάρος του σε CO2. Σε άλλους τομείς αναμένεται μείωση συγκριτικά προς το 1990.

Η εξάρτηση του τομέα των μεταφορών από τις ορυκτές μορφές ενέργειας - και το γεγονός ότι το οδικό σύστημα επωμίζεται το κύριο βάρος της αύξησης της ζήτησης για κινητικότητα, μεταφράζεται σε εκπομπές αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου λόγω ανάλωσης ορυκτών καυσίμων. Κατά την τελευταία δεκαετία, τα ως άνω αέρια και κυρίως το CO2 αναγνωρίστηκαν ως σοβαρή απειλή για τις μελλοντικές γενεές. Λόγω αυτών παρατηρείται άνοδος των θερμοκρασιών στην ατμόσφαιρα που μεταφράζεται σε κλιματική αλλαγή η οποία καθίσταται ολοένα και απειλητικότερη. Μολονότι οι επιπτώσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένουν περιορισμένες λόγω του ότι οι εκπομπές αντιπροσωπεύουν το 14% του παγκοσμίου CO2, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα στον τομέα αυτό εφαρμόζοντας μια πολιτική πυγμής με στόχο την ουσιαστική μείωση της παραγωγής των ως άνω αερίων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεσμευθεί με στόχο τη μείωση έως το 2008-2012, των εκπομπών που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου κατά 8% συγκριτικά προς το 1990.

Η ενεργειακή κατανάλωση του τομέα των μεταφορών αντιπροσώπευε το 1998 το 28 % των εκπομπών του CO2, που είναι το αέριο που κατεξοχήν συμβάλλει στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Σύμφωνα με τους τελευταίους υπολογισμούς, εάν δεν αναληφθούν πρωτοβουλίες για να αναστραφεί η αυξητική τάση, οι εκπομπές του CO2 που οφείλονται στις μεταφορές θα μπορούσαν να αυξηθούν περίπου κατά 50% μεταξύ 1990 και 2010, φθάνοντας τα 1113 εκατομ. τόννων εκπομπών συγκριτικά προς τα 739 εκατομ. που διαπιστώθηκαν κατά το 1990. Για ακόμη μία φορά οι οδικές μεταφορές θεωρούνται ο κύριος υπεύθυνος για την κατάσταση αυτή δεδομένου ότι αντιπροσωπεύουν το 84 % των εκπομπών του CO2 που προέρχεται από τις μεταφορές, ενώ ο εναέριες μεταφορές αντιπροσωπεύουν το 13%. Είναι επίσης γνωστό ότι οι κινητήρες εσωτερικής καύσης υστερούν από άποψη ενεργειακής απόδοσης, δεδομένου ότι μικρό μέρος της εκλυόμενης ενέργειας αξιοποιείται για την κίνηση του οχήματος [46].

[46] Από μελέτη του Υπουργείου Μεταφορών και Εξοπλισμών της Γαλλίας προκύπτει ότι η ενεργειακή απόδοση ενός ιδιωτικού οχήματος (σε vkm ανά ισοδύναμο χιλιόμετρο πετρελαίου) είναι δύο φορές μικρότερη από ότι του υπογείου αστικού σιδηροδρόμου. Προκειμένου να καταστεί ακόμη σαφέστερο το γεγονός αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι η απόδοση ενός θερμικού κινητήρα οχήματος ανέρχεται περίπου σε 17 % (« Pour la Science, Ιανουάριος 1998 »).

Η μείωση της εξάρτησης από το πετρέλαιο και η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας των μεταφορικών μέσων αποτελεί οικολογική αναγκαιότητα και τεχνολογική πρόκληση. Ως εκ τούτου η Κοινότητα επιθυμεί να τονίσει τα μέτρα που αφορούν, κυρίως, τη μείωση των εκπομπών του CO2 από τα ιδιωτικής και δημοσίας χρήσης οχήματα καθώς και την κατανάλωση καυσίμων εκ μέρους τους.

β. Οι συνέπειες: ο πολλαπλασιασμός των φυσικών καταστροφών

Μολονότι οι επιστήμονες είναι σύμφωνοι σε ό,τι αφορά τα αίτια της επιτάχυνσης της θέρμανσης της ατμόσφαιρας, εξακολουθεί να συζητείται το εύρος της θέρμανσης και η σοβαρότητα των επιπτώσεών της.

Καταστροφικές πυρκαγιές, καταρρακτώδεις βροχές, παρατεταμένοι καύσωνες και η λέπτυνση της στοιβάδας των παγετώνων κατά τα φαινόμενα είναι οι πιθανές επιπτώσεις της μεγαλύτερης συγκέντρωσης των φυσικών αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Σύμφωνα με την Διακυβερνητική Ομάδα Εμπειρογνωμόνων σχετικά με την αλλαγή των κλιματικών συνθηκών, μολονότι τα προαναφερθέντα φαινόμενα χωριστά δεν αποτελούν έκπληξη, ο πολλαπλασιασμός και η αύξηση της συχνότητάς τους προκαλούν ανησυχίες.

Μολονότι δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα, διατυπώνονται ανησυχίες ότι θα επικρατήσουν ακόμη χειρότερες καταστάσεις στο μέλλον. Η ομάδα αυτή θεωρεί ότι αν δεν ληφθούν μέτρα, η μέση επίγεια θερμοκρασία θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 1 με 3.5°C μέχρι το 2100. Αυτή η αύξηση της θερμοκρασίας θα έχει ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το ύψος των θαλασσίων υδάτων κατά 15 έως 95 cm. Ολόκληρες παράκτιες περιοχές αλλά επίσης και νήσοι και αρχιπέλαγα θα μπορούσαν τοιουτοτρόπως να εξαφανιστούν από τους γεωγραφικούς χάρτες λόγω της επέκτασης των ωκεανών και της τήξεως των πάγων. Η έκταση των πιθανών επιπτώσεων είναι καταστροφική δεδομένου ότι συνδυάζεται με επιβαρυντικούς παράγοντες που σχετίζονται με το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων και τη χωροταξία. Σύμφωνα με το σενάριο αυτό αναμένεται ότι τα επεισόδια ξηρασιών και πλημμύρων αναμένεται να εντατικοποιηθούν και να πολλαπλασιαστούν, διαταράσσοντας την αγροτική οικονομία.

2. Η μεγάλη πρόκληση: Τήρηση των διεθνών δεσμεύσεων

Προκειμένου να σταθεροποιηθεί η συγκέντρωση του CO2 στο σημερινό του επίπεδο θα πρέπει να μειωθούν πάραυτα οι εκπομπές κατά 50 έως 70%. Προκειμένου να περιοριστούν απλώς και μόνο τα αναμενόμενα συμπτώματα, θα πρέπει να ληφθεί αμέσως δράση. Υπολογίζεται ότι προκειμένου να περιοριστεί η άνοδος της θερμοκρασίας σε 1.5°C έως το 2050 και η ανύψωση του επιπέδου της θαλάσσης κατά 2 cm ανά δεκαετία, οι βιομηχανικές χώρες θα πρέπει να μειώσουν τις εκπομπές τους τουλάχιστον κατά 35% μεταξύ 1990 και 2010 [47]. Εάν δεν είναι δυνατόν να σταματήσουν τα φαινόμενα αυτά θα πρέπει τουλάχιστον να επιβραδυνθούν. Όσο πιο πολύ περιμένουμε για να δραστηριοποιηθούμε τόσο βιαιότερα θα είναι απαραίτητο να επέμβουμε.

[47] "Το περιβάλλον στις αρχές του αιώνα", Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος, 1999

Μολονότι οι μεταφορές αντιπροσωπεύουν μόλις το 28% των συνολικών εκπομπών του CO2, αναμένεται ότι θα καταστούν η κύρια αιτία λόγω της οποίας η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα κατορθώσει να τηρήσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε στο Κιότο, εφόσον δεν ληφθούν πάραυτα ριζικά μέτρα.

Η αναμενόμενη αύξηση των εκπομών του CO2 μεταξύ 1990 και 2010 θα οφείλεται κατά 90% στον τομέα των μεταφορών. Από την άποψη αυτή, ιδιαίτερες ευθύνες έχουν οι οδικές μεταφορές δεδομένου ότι αντιπροσωπεύουν το 85% των εκπομπών του CO2 που οφείλονται στις μεταφορές. Εν προκειμένω η ανάληψη κοινοτικής δράσης για να εξισορροπηθεί η κατανομή μεταξύ των επιμέρους μέσων μεταφοράς έχει νόημα δεδομένου ότι είναι γνωστό ότι ένα φορτηγό παράγει 6 φορές CO2 περισσότερο ανά τόνο και χιλιόμετρο μεταφοράς συγκριτικά προς ένα τραίνο.

Για το λόγο αυτό επιβάλλεται να αναπτυχθεί ειλικρινής διάλογος με θέμα τη θέση που κατέχουν οι οδικές μεταφορές στη διακίνηση των προϊόντων και τη θέση που κατέχει το ιδιωτικό αυτοκίνητο στις πόλεις.

Η Λευκή Βίβλος της Επιτροπής σχετικά με το μέλλον της κοινοτικής πολιτικής για τις μεταφορές, που αναμένεται να εκδοθεί, θα υπογραμμίσει ότι επείγει να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα στον τομέα αυτόν.

α. Οι δεσμεύσεις του Κιότο: μία ιστορική καμπή

Η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής οδήγησε στη θέσπιση στόχων κατά τη συνάντηση κορυφής στο Ρίο το 1992 υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Τη σύμβαση αυτή ακολούθησε το πρωτόκολλο που υπεγράφη στο Κιότο το 1997 το οποίο περιλαμβάνει μετά από την επικύρωσή του, ακριβέστερες και περιοριστικές δεσμεύσεις για τις βιομηχανικές χώρες.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύθηκε κατ' αρχήν να σταθεροποιήσει τις εκπομπές του CO2 κατά το 2000 στα επίπεδο του 1990, και εν συνεχεία να μειώσει συνολικά τις εκπομπές των αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου κατά την περίοδο 2008-2012 κατά 8% συγκριτικά προς το επίπεδο του 1990, αναλαμβάνοντας δηλ. τη δέσμευση για μειώσεις 346 εκατομμυρίων τόννων CO2. Συμφωνία εσωτερικού επιμερισμού του εν λόγω φορτίου συνήφθη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Βάσει αυτής η Γερμανία έχει την υποχρέωση να μειώσει τις εκπομπές της κατά 21%, το Ηνωμένο Βασίλειο κατά 12,5%, ενώ η Γαλλία και η Φινλανδία καλούνται να σταθεροποιήσουν τις εκπομπές τους.

β. Μία δέσμευση που είναι δύσκολο να τηρηθεί

Ευρώπη των 30 : εκπομπές CO2 συνδεόμενες με την ενέργεια (1990=100)

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Nuclear phase-out = σταδιακή εξάλειψη της πυρηνικής ενέργειας

Reference = σενάριο αναφοράς High prices = υψηλές τιμές

Το Νοέμβριο του 2000, κατά τη συνάντηση της Χάγης αναβλήθηκε ο διάλογος της υλοποίησης των διατάξεων του πρωτοκόλλου για τη μείωση των αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου για την άνοιξη του 2001. Προκειμένου να τεθεί σε ισχύ, η συμφωνία θα πρέπει να επικυρωθεί τουλάχιστον από 55 χώρες έως το 2002 εφόσον τοιουτοτρόπως καλύπτεται και το 55% του συνόλου των εκπομπών των βιομηχανικών χωρών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε το πρωτόκολλο του Κιότο να τεθεί σε ισχύ το 2002.

Από το 1990, οι εκπομπές των αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου εξακολούθησαν να αυξάνουν στις περισσότερες από τις βιομηχανικές χώρες. Η Ευρώπη κατόρθωσε να σταθεροποιήσει τις εκπομπές CO2 και το 2000 στα επίπεδα του 1990. Εντούτοις, το αποτέλεσμα αυτό ως επί το πλείστον οφείλεται σε συγκυριακούς παράγοντες όπως η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης λόγω της κρίσεως του Κόλπου το 1991, η βιομηχανική αναδιάρθρωση στη Μεγάλη Βρετανία και στα Νέα Ομοσπονδιακά Κράτη της Γερμανίας.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος [48], οι συνολικές εκπομπές αερίων εκ μέρους των Δεκαπέντε που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, αναμένεται να αυξηθούν τουλάχιστον κατά 5,2% μεταξύ 1990 και 2010. Οι υποψήφιες χώρες διαθέτουν αξιόλογα περιθώρια συγκριτικά προς το 1990 λόγω της οικονομικής ύφεσης που ακολούθησε την κατάρρευση του σιδηρού παραπετάσματος.

[48] "Το περιβάλλον στις αρχές του αιώνα", Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος, 1999

Οι συνολικές εκπομπές των υποψηφίων χωρών αναμένεται να μειωθούν κατά 11%.Αναμένεται, όμως, ότι θα ανακτήσουν ταχέως το χαμένο αυτό έδαφος σε ό,τι αφορά τις εκπομπές λόγω της μελλοντικής έντονης οικονομικής ανάπτυξής τους (κατά μέσο όρο 4% ετησίως). Κατά τη μεταβατική περίοδο, είναι δυνατόν να εξεταστεί το ενδεχόμενο ανταλλαγής των αδειών εκπομπών μεταξύ των κρατών μελών και των υποψηφίων χωρών.

Η Ευρώπη συμβάλλει μόλις κατά 14% στο σύνολο των ετησίων εκπομπών CO2, βρίσκεται δηλ. πολύ πίσω από την Ασία (25%) και τη Βόρεια Αμερική (29%). Το πρωτόκολλο του Κιότο δεν μπορεί παρά να αποτελέσει μόλις ένα πρώτο στάδιο για τη μείωση των εκπομπών των αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου ώστε να επιτευχθούν μακροπρόθεσμα ευρύτεροι στόχοι που θεωρούνται απαραίτητοι και αναμένεται να συμβάλουν στην πλαισίωση της μελλοντικής ενεργειακής πολιτικής και της αειφόρου ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εναπόκειται κατά συνέπεια στην Ένωση να αναπτύξει πλήρες φάσμα τεχνολογιών εξοικονόμησης της ενέργειας και των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας καθώς και γενικότερα ένα αειφόρο μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης της ενέργειας.

Μία φιλόδοξη πολιτική καταπολέμησης της αλλαγής του κλίματος δεν θα πρέπει να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική ανάπτυξη. Κάθε ανάλογη πολιτική θα πρέπει να τεθεί στην υπηρεσία της προαγωγής της καινοτομίας και των διαρθρωτικών αλλαγών οδηγώντας παράλληλα σε ένα σύστημα αποδοτικότερης παραγωγής και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Ως εκ τούτου το πρόβλημα της μεταβολής ως επί το πλείστον αφορά περιοχές εκτός της Ευρώπης. Εναπόκειται στην Ευρωπαϊκή Ένωση να καταλήξει σε ικανοποιητικές τεχνικές λύσεις [49] και να επινοήσει ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης το οποίο εξαγόμενο να επιτρέψει την υιοθέτηση ευέλικτων μηχανισμών.

[49] Υφίστανται τεχνολογικές ελπίδες αλλά η πραγμάτωσή τους είναι δύσκολη και δαπανηρή όπως η παγίδευση του CO2 σε υπόγειες κοιλότητες, η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειαs δίχως παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα, η διαμόρφωση συστημάτων δέσμευσης του άνθρακα όπως η αναδάσωση ή η ανάπτυξη του θαλασσίου πλαγκτόν κ.τ.λ.

Οι προτεραιότητες των πολιτικών μέτρων θα πρέπει να έχουν ως στόχο τη μείωση της κατανάλωσης και την αύξηση του μεριδίου των ενεργειακών προϊόντων που εμφανίζουν τη μικρότερη ένταση σε άνθρακα στις οδικές μεταφορές και τα κτίρια. Στο πλαίσιο αυτό, οι αναπτυσσόμενες χώρες θα πρέπει να ενθαρρυνθούν ώστε να προσανατολίσουν την ενεργειακή τους πολιτική προς τις χαμηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα μορφές ενέργειας και ιδιαίτερα προς τις νέες και ανανεώσιμες μορφές ενέργειας. Η Ένωση θα μπορούσε να υποστηρίξει τις προσπάθειες των τρίτων χωρών και πρωτίστως των ταχέως αναπτυσσόμενων χωρών όπως η Λατινική Αμερική, με μία πολιτική επενδύσεων καθαρών, προηγμένων τεχνολογιών. Η αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος ενισχύει την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.

Συμπέρασμα : Η τήρηση των δεσμεύσεων του Κιότο και γενικότερα ο έλεγχος των εκπομπών των αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου αφορούν ως επί το πλείστον την ενεργειακή πολιτική και την πολιτική μεταφορών. Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος, εάν δεν ληφθούν δραστικά μέτρα στους ως άνω τομείς, απαιτείται η Ευρωπαϊκή Ένωση να δεσμευθεί ουσιαστικά, όπως προβλέπει η παρούσα Πράσινη Βίβλος, λαμβάνοντας συγκεκριμένα μέτρα (ιδίως φορολογικά και κανονιστικού χαρακτήρα, υπέρ της εξοικονόμησης της ενέργειας και της προαγωγής των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας (με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα κτίρια). Τα μέτρα που προσανατολίζονται κατά προτεραιότητα προς τη ζήτηση είναι ακόμη περισσότερο απαραίτητα δεδομένης της ιδιαίτερης σημασίας που της αποδίδεται στο πλαίσιο του νέου τρόπου λειτουργίας της ενεργειακής αγοράς στην Ευρώπη.

B. ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Η πρόκληση της αλλαγής του κλίματος δεν υποστηρίζεται από μεταρρύθμιση της φορολογίας και των κρατικών ενισχύσεων όσον αφορά τα ενεργειακά προϊόντα κατά τρόπο προσαρμοσμένο προς τις νέες εξελίξεις, ενώ παράλληλα δεν μεταφράζεται σε φιλόδοξες δράσεις σε επίπεδο ζήτησης, ιδίως υπέρ της εξοικονόμησης της ενέργειας.

1. Η φορολογική αναρχία

Τα ενεργειακά προϊόντα συμβάλλουν σε μεγάλο ποσοστό στα φορολογικά έσοδα των κρατών μελών. Μολονότι επιβάλλεται βαριά φορολογία στα ενεργειακά προϊόντα, οι φορολογικές επιβαρύνσεις διαφέρουν από προϊόν σε προϊόν και από χώρα σε χώρα.

Παρά τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών της Ένωσης, η φορολογία, ιδίως όσον αφορά τους «ειδικούς φόρους κατανάλωσης», μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματικό εργαλείο στην υπηρεσία της ενεργειακής πολιτικής. Οι στόχοι αναλόγου πολιτικής όπως η εσωτερίκευση των δαπανών που συνδέονται με την υποβάθμιση του περιβάλλοντος ή η εφαρμογή της αρχής ο ρυπαίνων πληρώνει, θα μπορούσαν όντως να επιτευχθούν μέσω μιας πολιτικής φορολογικών κινήτρων. Λαμβάνοντας υπόψη την ακαμψία της ζήτησης σχετικά προς τις τιμές, το επίπεδο της φορολογίας θα πρέπει να είναι αρκετά υψηλό ώστε να δίνεται ένα σαφές «σήμα μέσω των τιμών» και τα φορολογικά μέτρα να συνοδεύονται από μέσα εφαρμογής τα οποία να είναι απλά, ενδεχομένως προοδευτικά, κατανοητά από όλους τους εμπλεκομένους και μικρού κόστους σε επίπεδο διοικητικής διαχείρισης.

Θεωρείται ότι είναι απαραίτητο να αναπτυχθεί κοινοτικό πλαίσιο φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων το οποίο να είναι πιο εναρμονισμένο, ώστε να αποφεύγονται οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

α. Οι φορολογικές ανισότητες

- Οι γενικές τάσεις

Από το 1980 τα φορολογικά έσοδα που προέρχονται από τις εισφορές της ενέργειας και τις μεταφορές έχουν αυξηθεί ελαφρά από 5,7% σε 6,5% των συνολικών φορολογικών εσόδων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (μεταξύ 1980 και 1997). Η εν λόγω τάση αποσκοπεί στην προσέγγιση των "πράσινων φορολογικών μεταρρυθμίσεων", βάσει των οποίων καθιερώθηκαν νέοι φόροι με σκοπό να μειωθούν οι εισφορές που επιβαρύνουν την απασχόληση.

Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών. Οι λόγοι των διαφορών του επιπέδου φορολογίας της ενέργειας είναι ιδιαίτερα πολύπλοκοι. Εξ αυτών αποκαλύπτεται ότι οι επιμέρους φορολογικές προσεγγίσεις επικεντρώνονται είτε σε έναν κύριο στόχο δημιουργίας δημοσιονομικών εσόδων, είτε σε οικονομικές πολιτικές για την ανάπτυξη ανταγωνιστικότερων τομέων, είτε ακόμη σε περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και περιφερειακούς προβληματισμούς.

Εντούτοις ο κοινός παρονομαστής είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων από τη φορολογία της ενέργειας προέρχονται από τα ορυκτέλαια. Ως εκ τούτου, η φορολογία αντιπροσωπεύει κατά μέσο όρο 69% της τιμής του πετρελαίου κίνησης και 75% της βενζίνης.

Έσοδα από τους φόρους επί της ενέργειας και των μεταφορών ως ποσοστό του συνόλου των φορολογικών εσόδων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (1997)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

- Οι αρχές της φορολόγησης των ενεργειακών προϊόντων: η πηγή των φορολογικών αποκλίσεων

Η τελική τιμή των ενεργειακών προϊόντων επιβαρύνεται από τρία είδη φόρου: τον ΦΠΑ (ήτοι το φόρο προστιθέμενης αξίας που διαμορφώνεται αναλόγως με την τιμή πώλησης του προϊόντος), τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης (μόνιμα ειδικά δικαιώματα ανά φυσική ποσότητα του προϊόντος) και τα ειδικά τέλη και εισφορές.

Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης επί των ορυκτελαίων και ο ΦΠΑ πλαισιώνονται από κοινοτικό σύστημα φορολογίας. Αντιθέτως δεν υφίσταται κοινοτικό πλαίσιο για τα ενεργειακά προϊόντα εκτός των ορυκτελαίων, ούτε για τους άλλους φόρους εκτός των ειδικών φόρων και του ΦΠΑ.

- Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης:

Η προσέγγιση προκειμένου να καθοριστεί ο συντελεστής των ειδικών φόρων κατανάλωσης διαφέρει από κράτος μέλος σε κράτος μέλος. Υπάρχουν επίσης σοβαρές διαφορές ως προς το χαρακτήρα τους. Σε ορισμένα από τα κράτη μέλη υφίστανται φόροι για το CO2 (Δανία, Φινλανδία, Κάτω Χώρες και Σουηδία) ενώ σε άλλα κράτη μέλη όχι. Ορισμένα από τα κράτη μέλη επιβάλλουν φορολογία στην πυρηνική ενέργεια (Σουηδία) ή φόρους υποστήριξης της εγχώριας βιομηχανίας (Ισπανία σε ό,τι αφορά τον άνθρακα).

Τα κράτη μέλη αποφάσισαν ομοφώνως το 1992 την καθιέρωση, σε ό,τι αφορά τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης για τα ορυκτέλαια, ελάχιστου κοινοτικού συντελεστή φορολογίας συναρτήσει του βαθμού χρήσης εκάστου ορυκτελαίου (καυσίμων, βιομηχανική και εμπορική χρήση, θέρμανση). Στην πράξη, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης συχνά υπερβαίνουν τις ελάχιστες τιμές που δεν έχουν αναπροσαρμοσθεί από το 1992. Το αποτέλεσμα είναι να έχουν διαμορφωθεί συντελεστές ιδιαίτερα διαφορετικοί μεταξύ των κρατών μελών.

Επιπλέον έχουν θεσπιστεί πολλά καθεστώτα παρεκκλίσεων που επιτρέπουν στα κράτη μέλη να απαλλάσσουν από φόρους ή να μειώνουν τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαϊκά προϊόντα. Πολλές φοροαπαλλαγές ή φορομειώσεις προβλέπονται ειδικά από την κοινοτική νομοθεσία. Αξίζει να σημειωθεί ιδιαίτερα η πλήρης φοροαπαλλαγή από το δικαίωμα των ειδικών φόρων κατανάλωσης που προβλέπεται για τα καύσιμα τα οποία χρησιμοποιούνται για την εμπορική αεροπλοΐα και ναυσιπλοΐα σε κοινοτικά ύδατα.

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Ην. Βασίλειο, Γαλλία, Κάτω Χώρες, Γερμανία, Φινλανδία, Ιταλία, Δανία, Σουηδία, Βέλγιο, Αυστρία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Ελάχιστος ειδικός φόρος κατανάλωσης

Η κοινοτική νομοθεσία προβλέπει εξάλλου τη δυνατότητα των κρατών μελών να υποβάλουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αίτηση για φοροαπαλλαγή ή μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης πέραν των εξ αυτής προβλεπομένων.

- Ο ΦΠΑ

Σε θέματα ΦΠΑ, η έκτη οδηγία προβλέπει ότι όλα τα ενεργειακά προϊόντα εκτός του φυσικού αερίου, υποβάλλονται σε ελάχιστο «κανονικό» συντελεστή φορολογίας 15%. Αντικείμενα μειωμένης φορολογίας είναι δυνατόν να αποτελέσουν αποκλειστικά και μόνο το φυσικό αέριο και η ηλεκτρική ενέργεια. Οι μειωμένοι συντελεστές, επί των άλλων προϊόντων, που ίσχυαν κατά το 1991 είναι δυνατόν εντούτοις να διατηρηθούν στο πλαίσιο της λήψης μεταβατικών μέτρων.Η πραγματική κατάσταση είναι κατά συνέπεια πολύπλοκη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι αποκλίσεις του ΦΠΑ που επιβάλλεται στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και ο οποίος κυμαίνεται μεταξύ 5% στη Δανία και 25% στη Σουηδία.

Συντελεστής ΦΠΑ στα κράτη μέλη κατά το 2000(ορισμένα προϊόντα και υπηρεσίας ως % ποσοστό)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

- Άλλες φορολογικές επιβαρύνσεις

Για τους υπόλοιπους φόρους και τις εισφορές σχετικά με την ενέργεια, τα κράτη μέλη ανέπτυξαν πολυάριθμα φορολογικά εργαλεία, τα οποία διαφέρουν ως προς το πεδίο εφαρμογής, τις υπολογιστικές μεθόδους και τους συντελεστές με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται ο ενιαίος χαρακτήρας της εσωτερικής αγοράς.

Τα επίπεδα της φορολογίας που επιβαρύνουν τα ενεργειακά προϊόντα στα κράτη μέλη ποικίλλουν ιδιαίτερα. Ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι εν προκειμένω η περίπτωση των πετρελαϊκών προϊόντων. Εν προκειμένω, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης που επιβαρύνουν το πετρέλαιο κίνησης ποικίλλουν μεταξύ 245 EUR ανά 1000 λίτρα για την Πορτογαλία και 777 EUR ανά 1000 λίτρα στο Ηνωμένο Βασίλειο ενώ ο αντιστοίχως προβλεπόμενος ελάχιστος κοινοτικός συντελεστής ανέρχεται σε 245 EUR. Ως εκ τούτου συνάγεται ότι η συνολική φορολογική επιβάρυνση για τα καύσιμα ανέρχεται σε 50% με 60% της τελικής τιμής στις χώρες χαμηλότερης φορολογίας (Ισπανία, Ελλάδα, Λουξεμβούργο, Πορτογαλία) ενώ φθάνει το 75 % στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Όσον αφορά τις υποψήφιες χώρες, όλες οι χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης έχουν επιβάλλει ειδικούς φόρους κατανάλωσης στη βενζίνη (με και δίχως μόλυβδο) καθώς και στο ντήζελ. Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στις ως άνω χώρες είναι εν γένει χαμηλότεροι συγκριτικά προς τα κράτη μέλη. Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης που επιβαρύνουν τα άλλα καύσιμα κινητήρων (GPL και κηροζίνη) και τα βαρέα και ελαφρά καύσιμα έχουν εισαχθεί σε μικρό αριθμό των ως άνω χωρών. Οι υποψήφιες χώρες καλούνται να αυξήσουν τους αντίστοιχους συντελεστές ή να θεσπίσουν ειδικούς φόρους κατανάλωσης κατά την προσχώρησή τους, ακόμη και εάν αυτό συνεπάγεται την πρόκληση εντάσεων οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα.

Η φορολογία του φυσικού αερίου, της ηλεκτρικής ενέργειας και του άνθρακα δεν έχει εισέτι επιβληθεί στις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, εξαιρουμένης της Λιθουανίας που εφαρμόζει φόρο προστιθέμενης αξίας για την ηλεκτρική ενέργεια.

Φορολογικοί συντελεστές στις υποψήφιες χώρες

(αρχές 2000)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

β. Ακαταλληλότητα της φορολογίας εν σχέσει προς τις ανάγκες της κοινωνίας

- Η φορολογική ιεραρχία

Η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας θα πρέπει να επιτρέψει την αποφυγή κινδύνων στρέβλωσης, όσον αφορά την επιλογή των τομέων παραγωγής καθώς επίσης και όσον αφορά τις επιλογές των καταναλωτών. Το τελευταίο σημείο αφορά ιδιαίτερα τον ενεργειακό τομέα.

Η φορολογία των ενεργειακών προϊόντων στα κράτη μέλη συχνά ιεραρχεί αναλόγως τα προϊόντα αυτά. Ο άνθρακας και το φυσικό αέριο υφίστανται τη μικρότερη φορολογική επιβάρυνση, το πετρέλαιο τη μεγαλύτερη. Οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας επιδοτούνται από φορολογικά έσοδα, ενώ τα κράτη μέλη που παράγουν άνθρακα χορηγούν ενισχύσεις υπέρ του συγκεκριμένου τομέα.

Ο άνθρακας υφίσταται σχετικά περιορισμένη φορολογία, εκτός των βορείων κρατών μελών της Ένωσης. Υπολογίζεται ότι ο συντελεστής φορολογίας για βιομηχανική χρήση ποικίλλει από μηδέν (σε 10 από τα κράτη μέλη) έως 60% στη Φινλανδία [50]. Έτσι μολονότι είναι απόλυτα λογικό ότι ο άνθρακας φοροαπαλλάσσεται δεδομένου ότι αποτελεί αντικείμενο ουσιαστικών κρατικών ενισχύσεων, αντιθέτως προκύπτει ότι ο εισαγόμενος άνθρακας προάγεται σε βάρος των άλλων ενεργειακών φορέων υποκατάστασης όπως το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο που αποτελούν αντικείμενο βαρύτερης φορολογικής επιβάρυνσης.

[50] Τα διαθέσιμα δεδομένα δεν είναι εν προκειμένω λεπτομερή.

Το φυσικό αέριο, εν γένει, επιβαρύνεται φορολογικά περισσότερο απ'ό,τι ο άνθρακας, αλλά εκτός της Δανίας, της Αυστρίας, της Ιταλίας και της Σουηδίας, οι αντίστοιχοι συντελεστές δεν είναι ιδιαίτερα υψηλοί. Το ποσοστό της φορολόγησης ποικίλλει από 5% στο Ηνωμένο Βασίλειο (ΦΠΑ) έως περίπου 50% στην Ιταλία και τη Δανία για οικιακή χρήση. Για τις βιομηχανικές χρήσεις και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η ψαλίδα υπολογίζεται μεταξύ μηδέν και 15% [51].

[51] Τα δεδομένα που διαθέτει η Επιτροπή είναι ασαφή.

Οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας συχνά αποτελούν αντικείμενο φοροαπαλλαγής ή φορολογικών μειώσεων αλλά αυτό δεν συμβαίνει ομοιογενώς σε όλα τα κράτη μέλη. Η έλλειψη εναρμόνισης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποστέλλει ασυνεπές και αντιφατικό μήνυμα όσον αφορά τους στόχους της ασφάλειας του εφοδιασμού. Ορισμένες από τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας θα έπρεπε να απολαμβάνουν ευνοϊκών φορολογικών συνθηκών. Ως προς τούτο, μέρος της παραγωγής των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας διαφεύγει ήδη, ως εκ φύσεως, κάθε φορολογίας, όπως η παραγωγή θερμικής και ηλεκτρικής ηλιακής ενέργειας οικιακής χρήσης. Ένα άλλο μέρος, για παράδειγμα η αιολική, η υδραυλική, η από βιομάζα παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια και τα βιοκαύσιμα διακινούνται στην αγορά και συχνά υπόκεινται σε φορολογία. Όσον αφορά για παράδειγμα τα βιοκαύσιμα, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης εφαρμόζονται στην τιμή πώλησης, που επειδή είναι ήδη υπερτριπλάσια συγκριτικά προς τα ευρωπαϊκά καύσιμα, τα καταδικάζει σε περιθωριοποίηση στην αγορά. Εντούτοις η κείμενη κοινοτική νομοθεσία δεν επιτρέπει τη φοροαπαλλαγή των βιοκαυσίμων εκτός των εφαρμογών τους στο πλαίσιο πρότυπων πειραματικών έργων.

Επιβάλλεται εντούτοις να σημειωθεί ότι έχουν ήδη ληφθεί μέτρα υπέρ των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας. Όσον αφορά τα καύσιμα, τα μέτρα υπέρ των καυσίμων υποκατάστασης εγκρίθηκαν προκειμένου να διευκολυνθεί η μεγαλύτερη διείσδυση του φυσικού αερίου και του GPL. Πιο μακροπρόθεσμα ακόμα η πρόταση οδηγίας σχετικά με τα ενεργειακά προϊόντα καθιστά δυνατή τη φορολογική παρέκκλιση υπέρ του υδρογόνου και των βιοκαυσίμων.

- Συνέπειες των φορολογικών διαφορών

Η ασάφεια σε θέματα φορολογίας μεταφορών και ενέργειας καθίσταται εύκολα εμφανής χάρη σε ένα παράδειγμα. Για την ίδια απόσταση μεταξύ μιας πρωτεύουσας και μιας περιφερειακής μητρόπολης (600 km), το αεροσκάφος είναι ανταγωνιστικό ως προς το TGV (σιδηροδρομικός συρμός μεγάλης ταχύτητας) με όλα τα προβλήματα συμφόρησης που αυτό ενδεχομένως συνεπάγεται, ιδίως με αφετηρία την πρωτεύουσα. Η κηροζίνη την οποία καταναλώνει το αεροσκάφος είναι απαλλαγμένη φόρων ενώ το εισιτήριο του σιδηροδρομικού επιβάτη επιβαρύνεται με τον ΦΠΑ για την ηλεκτρική ενέργεια και με ειδικά τέλη σε μερικές περιπτώσεις.

- Οι φορολογικές διαφορές οδηγούν σε παράδοξα όσον αφορά τις πηγές ενέργειας [52].

[52] Βλ. την επισυναπτόμενη φορολογική μελέτη (Παράρτημα 2)

Όσον αφορά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τα τέλη και οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης σε όλα τα κράτη μέλη κατά τα φαινόμενα είναι ουδέτερα έναντι των επιλογών των καταναλωτών. Τοιουτοτρόπως στις Κάτω Χώρες, δεδομένου ότι ο άνθρακας υφίσταται βαρύτατη φορολογική επιβάρυνση, ευνοείται η εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται στη Γερμανία από στερεά καύσιμα. Το ίδιο ισχύει για το «πράσινο δελτίο» στο Ηνωμένο Βασίλειο το οποίο προώθησε τις εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται με πυρηνικά μέσα στη Γαλλία.

Από ορισμένες μελέτες προκύπτει ότι οι ισχύοντες φόροι στα κράτη μέλη δεν αποτελούν πάντα κίνητρα για τον καταναλωτή, δεδομένου ότι είναι αρκετά περιορισμένοι.

Για την παραγωγή θερμότητας βιομηχανικής χρήσης, και πάλι η επιλογή καυσίμου είναι ουδέτερη από φορολογική άποψη, εξαιρουμένης της Ελλάδας όπου ευνοούνται τα στερεά καύσιμα.

Για την οικιακή θέρμανση, το πλεονέκτημα της ανταγωνιστικότητας του φυσικού αερίου είναι τόσο μεγάλο, που οι επιλογές του καταναλωτή δεν προσανατολίζονται βάσει της φορολογίας, εκτός των περιπτώσεων της Ισπανίας και της Ιρλανδίας.

Για τις μεταφορές με ιδιωτικά οχήματα, η χρήση των οχημάτων που καταναλώνουν πετρέλαιο κίνησης είναι αποδοτικότερη από φορολογική σκοπιά στο Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες και τη Σουηδία [53]. Το επίπεδο των ειδικών φόρων κατανάλωσης για τα καύσιμα, λαμβανομένης υπόψη της ανελαστικότητας της ζήτησης μέσο- και βραχυπρόθεσμα, σε σχέση με τις τιμές, δεν επαρκεί επί του παρόντος προκειμένου να επηρεαστεί η τελική επιλογή των καταναλωτών. Μολονότι περιθωριακού συχνά χαρακτήρα κατά τη λήψη των αποφάσεων, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη άλλες μορφές φορολογίας όπως τα τέλη κυκλοφορίας και το τέλος έναρξης κυκλοφορίας.

[53] Βλ. την επισυναπτόμενη φορολογική μελέτη (Παράρτημα 2)

- Η μη εναρμόνιση της φορολογίας στον τομέα της ενέργειας είναι δυνατόν να οδηγήσει σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών

Οι εντελώς διαφορετικοί συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με τα καύσιμα, ιδίως σε ό,τι αφορά το ντήζελ που αναλώνουν τα δημόσιας χρήσης οχήματα, αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το διασυνοριακό εμπόριο των προϊόντων αυτών επηρεάζεται σοβαρά από τη διαφορά των συντελεστών φορολογίας. Επιπλέον, η αύξηση της τιμής των καυσίμων, μολονότι πραγματοποιήθηκε σε γενικό πλαίσιο σταθερότητας των φόρων της ενέργειας, είχε ως αποτέλεσμα ασυντόνιστες αντιδράσεις εκ μέρους των κρατών μελών που συχνά βασίζονταν στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της ενέργειας και των μεταφορών με στόχο πρωτίστως να υποστηριχθεί ο τομέας των οδικών μεταφορών. Αγνοώντας ενίοτε την ανάγκη αναδιάρθρωσης αυτού του τελευταίου τομέα, οι πρωτοβουλίες των κρατών μελών σε φορολογικό επίπεδο είχαν ως αποτέλεσμα απλώς και μόνο να οξυνθούν οι ήδη παρατηρούμενες στην Κοινότητα στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

Όσον αφορά το πετρέλαιο, όπως υπογράμμισε το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών στις Βερσαλλίες (Σεπτέμβριος 2000) κρίνεται σκόπιμο να αποθαρρυνθούν οι απόπειρες αντιστάθμισης της αύξησης της τιμής του πετρελαίου μέσω της μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσής του.

Δεδομένου ότι η φορολογική επιβάρυνση αποτελεί σημαντικό τμήμα της τιμής που τελικά καταβάλλει ο καταναλωτής, μία ιδιαίτερα διαδεδομένη ιδέα, υπέρμαχος της οποίας είναι και ο ΟΠΕΚ, είναι να αντιμετωπιστεί η αύξηση των τιμών των πετρελαϊκών προϊόντων με τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσής τους. Ενδεχόμενη ενδοτική στάση εν προκειμένω θα είχε ως αποτέλεσμα να μεταφερθούν φορολογικά έσοδα στις χώρες μέλη του ΟΠΕΚ και να ενθαρρυνθούν οι χώρες αυτές να διατηρήσουν τις τεχνητά υψηλές τιμές δεδομένου ότι το αποτέλεσμα της αύξησης της τιμής για το αργό πετρέλαιο στις τελικές τιμές κατανάλωσης θα μπορούσε να εξουδετερωθεί από φορολογικές μειώσεις.

Θα πρέπει επίσης να σχετικοποιηθεί η παρατηρούμενη αύξηση των τιμών καυσίμων. Οι τελικές τιμές συμπεριλαμβανομένων όλων των φορολογικών επιβαρύνσεων κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια έτυχε να είναι και ακόμα υψηλότερες σε απόλυτες τιμές. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, η τιμή που καταβάλλουν οι αυτοκινητιστές στα πρατήρια βενζίνης κατά μέσο όρο ανέρχεται σε 6,6 φράγκα κατά το 2000 ενώ ανήρχετο σε 5,9 φράγκα κατά το 1990 και σε 7,3 φράγκα κατά το 1985. Ανά διανυθέν χιλιόμετρο η αντίστοιχη αύξηση των τιμών εμφανίζει ακόμη μεγαλύτερη απόσβεση χάρη στην τεχνική εξέλιξη. Ένα αυτοκίνητο το 2000 καταναλώνει δύο φορές λιγότερη βενζίνη από ό,τι πριν από είκοσι χρόνια.

Η μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων κατά περίπτωση δεν είναι απολύτως συμβατή προς τις ευρωπαϊκές διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Όπως αναφέρεται ανωτέρω, η κοινοτική νομοθεσία προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να υποβάλουν αίτηση φοροαπαλλαγής ή μείωσης των ειδικών φόρων κατανάλωσης εκτός των προβλεπόμενων από την κοινοτική νομοθεσία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο αριθμός των αιτήσεων αυτών έχει πολλαπλασιαστεί. Εν προκειμένω, πολλά από τα κράτη μέλη πρόσφατα ανακοίνωσαν μειώσεις των ειδικών φόρων κατανάλωσης για το πετρέλαιο κίνησης που προορίζεται για τις οδικές μεταφορές. Η Επιτροπή πρότεινε στο Συμβούλιο να μειώσει τον αριθμό των εν λόγω φοροαπαλλαγών και να τις περιορίσει χρονικά.

- Η ελλιπής εναρμόνιση της φορολογίας της ενέργειας μπορεί κατά συνέπεια να οδηγήσει σε υπέρμετρο φορολογικό ανταγωνισμό. Κάθε κράτος μέλος το οποίο θα επιθυμούσε να επιβάλει φόρο σε ένα ενεργειακό προϊόν θα μπορούσε να παρεμποδιστεί εάν το εν λόγω προϊόν δεν αποτελεί αντικείμενο ανάλογης φορολογικής επιβάρυνσης σε γειτονική χώρα, φοβούμενο ότι η στάση του θα συνεπάγετο μετατόπιση ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων. Τα κράτη μέλη χάνουν τοιουτοτρόπως μέρος της αυτονομίας που διαθέτουν στον τομέα λήψης αποφάσεων για φορολογικά ζητήματα.

Εν γένει, η ανεπάρκεια των κοινοτικών δομών για τη φορολογία της ενέργειας επηρεάζει τον ενιαίο χαρακτήρα της εσωτερικής αγοράς ενώ παράλληλα τίθεται σε κίνδυνο η απελευθέρωση της αγοράς φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας. Η ως άνω ανεπάρκεια μειώνει εξάλλου τα περιθώρια ελιγμών των κρατών μελών όσον αφορά την επίτευξη ορισμένων επιθυμητών φορολογικών μεταρρυθμίσεων. Τέλος είναι ασυνεπής προς ορισμένες πολιτικές με τις οποίες αλληλεπιδρά, και μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η πολιτική της ασφάλειας του εφοδιασμού.

Συγκριτικά προς τις νομοθεσίες που εγκρίνονται σε εθνικό πλαίσιο, οι κοινοτικές διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου εμφανίζουν πολλά πλεονεκτήματα, ιδίως όσον αφορά τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και την εναρμόνιση των συνθηκών ανταγωνισμού εντός της Ένωσης. Το κοινοτικό επίπεδο αποδεικνύεται το καταλληλότερο πλαίσιο για τον καθορισμό των μεγάλων προσανατολισμών σε θέματα φορολογικής πολιτικής για την ενέργεια, τις μεταφορές και το περιβάλλον.

Το κοινοτικό πλαίσιο κατά συνέπεια κρίνεται ως το πλέον κατάλληλο, δεδομένου ότι οι συγκεκριμένες δυσκολίες που αφορούν την υλοποίηση ορισμένων πτυχών των πολιτικών για την ενέργεια ή την προστασία του περιβάλλοντος συνδέονται με τους κανόνες που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις.

Η προσέγγιση της φορολογίας προς τα πάνω μεταξύ των κρατών μελών κατά συνέπεια αποδεικνύεται αναπόφευκτη. Αυτή είναι εξάλλου και η θέση που υποστηρίζει η Επιτροπή μέσω του σχεδίου για οδηγία με θέμα τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων [54], που εκκρεμεί στο Συμβούλιο των Υπουργών από το 1997. Το κείμενο αυτό, δίχως να προβλέπει τη θέσπιση νέων φορολογικών επιβαρύνσεων, αποσκοπεί στο να καταστεί δυνατή η αναδιάρθρωση των εθνικών φορολογικών συστημάτων και η επίτευξη στόχων στους τομείς του περιβάλλοντος, των μεταφορών και της ενέργειας εξασφαλίζοντας παράλληλα το σεβασμό της ενιαίας αγοράς. Εντούτοις η έγκριση της πρότασης αυτής καθυστερεί στο Συμβούλιο ιδίως λόγω της Ισπανίας. Επείγει να επαναληφθεί ο σχετικός διάλογος προκειμένου η εν λόγω οδηγία να εγκριθεί το ταχύτερο δυνατόν.

[54] COM/97/30 τελικό, ΕΕ αριθ. C 139 της 06.05.1997.

Το μόνο πιθανό σύστημα θα ήταν να καθιερωθεί μηχανισμός σταθεροποίησης των εσόδων του ΦΠΑ, που θα μπορούσε να αποφασισθεί σε περίπτωση σοβαρών διακυμάνσεων των τιμών του πετρελαίου. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να εξετάζει τα πλεονεκτήματα ενός αντίστοιχου μηχανισμού λαμβάνοντας υπόψη το στόχο της εναρμόνισης προς τα επάνω της φορολογίας της ενέργειας [55]. Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι εισφορές βάσει του ΦΠΑ επηρεάζοντα εν γένει σε μικρό βαθμό από τις τιμές πετρελαίου λόγω της μείωσης των εισφορών του ΦΠΑ στις άλλες μορφές κατανάλωσης.

[55] Ανακοίνωση της Επιτροπής της 11.10.2000 «Ο πετρελαϊκός εφοδιασμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης» Com (2000) 631 τελικό.

Συμπεράσματα : Η φορολογική αναρχία η οποία χαρακτηρίζει τον τομέα της ενέργειας συχνά αντιτίθεται προς τους στόχους της πολιτικής μεταφορών και περιβάλλοντος. Ο κανόνας της ομοφωνίας αποτελεί εμπόδιο για την ουσιαστική προσέγγιση των επιπέδων της φορολογίας. Όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι σε θέση να επιτύχει την ουσιαστική προσέγγιση των εθνικών φορολογικών επιβαρύνσεων της ενέργειας, δεν είναι ρεαλιστικό να θεωρηθεί ότι θα επιβληθούν ταχέως κοινοτικοί φόροι, όπως οι προβλεπόμενοι για τις ρυπογόνες εκπομπές ή το διοξείδιο του άνθρακος. Όλες οι απόπειρες προς την κατεύθυνση αυτή έχουν μέχρι σήμερα αποτύχει.

2. Η έλλειψη προσαρμοστικότητας των κρατικών ενισχύσεων

Ο έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων αποτελεί καθοριστικής σημασίας μέσο προκειμένου να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Μέχρι σήμερα, η Επιτροπή ακολούθησε μία προσέγγιση κατά περίπτωση (εξαιρουμένου του πυρηνικού τομέα που πλαισιώνεται από τη συνθήκη ΕΚΑΕ), ιδίως όσον αφορά τις ενισχύσεις υπέρ της ηλεκτρικής ενέργειας η οποία παράγεται από ανανεώσιμες πηγές και τα μεταβατικά καθεστώτα (οι ανειλημμένες δαπάνες) όπως προβλέπει η οδηγία για την ηλεκτρική ενέργεια.

Επί του παρόντος δεν υφίσταται σε κοινοτικό επίπεδο ακριβής απογραφή όλων των μορφών των κρατικών ενισχύσεων υπέρ των διαφόρων ενεργειακών προϊόντων. Η Επιτροπή ασχολείται με το θέμα αυτό προκειμένου να εξακριβώσει εάν μέσω των ενισχύσεων ευνοούνται ορισμένοι ενεργειακοί πόροι αγνοώντας τους στόχους της ενεργειακής πολιτικής και της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής, όπως έχει διαπιστωθεί κατά το παρελθόν. Σήμερα, η κατάσταση είναι λίγο συγκεχυμένη ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Η απογραφή των κρατικών ενισχύσεων υπέρ της ενέργειας αναμένεται να επιτρέψει να διαπιστωθεί κατά πόσον οι ισχυρισμοί περί στρεβλώσεων είναι δικαιολογημένοι. Ορισμένοι τομείς δεν θα πρέπει πλέον να είναι αποδέκτες αναλόγων ενισχύσεων (παραδείγματα: πετρέλαιο, φυσικό αέριο, πυρηνική ενέργεια). Αντίθετα θα πρέπει οι ενισχύσεις αυτές να χρησιμοποιηθούν υπέρ των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Η αναθεώρηση του πλαισίου των κρατικών ενισχύσεων πραγματοποιείται ήδη με στόχο να διευκολυνθεί η διείσδυση των νεών και ανανεώσιμων μορφών ενέργειας. Παράλληλα αναμένεται η λήψη αποφάσεων σχετικά με τις ανειλημμένες δαπάνες προκειμένου να διευκρινιστεί το θέμα των μεταβατικών καθεστώτων. Το σημείο αυτό είναι επίσης καθοριστικής σημασίας προκειμένου να πλαισιωθούν οι αναδιαρθρώσεις που πραγματοποιούνται στις υποψήφιες χώρες.

Η Επιτροπή προτίθεται να ολοκληρώσει στο άμεσο μέλλον το πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος. Το πλαίσιο αυτό θα περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις υπέρ της ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Οι κρατικές ενισχύσεις θα πρέπει να αναλυθούν βάσει της πολιτικής μεταφορών, της ενεργειακής πολιτικής, της ασφάλειας του εφοδιασμού και της απαραίτητης προαγωγής των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Η Επιτροπή προτίθεται να αναλάβει συστηματική απογραφή των κρατικών ενισχύσεων προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ανταποκρίνονται στις πολιτικές προτεραιότητες της Ένωσης.

3. Η ανεξέλεγκτη ζήτηση

Η αναζήτηση τρόπων εξοικονόμησης της ενέργειας, γνώρισε σχετική ανάπτυξη μετά από τις πετρελαϊκές κρίσεις αλλά εδώ και δέκα χρόνια ο ρυθμός της έχει σοβαρά επιβραδυνθεί. Κατά την τελευταία δεκαετία συγκεκριμένα διαπιστώνεται σχετική βελτίωση μόλις κατά 10% ενώ κατά τη δεκαετία του 1980 η αντίστοιχη βελτίωση ανήλθε σε 25%.

Οι δράσεις που αναλαμβάνονται υπέρ του ελέγχου της ζήτησης αφορούσαν πρωτίστως το εθνικό επίπεδο με άνισα αποτελέσματα ανάλογα με τα κράτη μέλη. Ορισμένα ετάχθησαν υπέρ των μέτρων ενθάρρυνσης ενώ άλλα έλαβαν δεσμευτικότερα μέτρα. Εντούτοις η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής και η προπαρασκευή της Διάσκεψης της Χάγης ώθησαν ορισμένα κράτη να ανακοινώσουν πιο φιλόδοξα προγράμματα τα οποία εντούτοις δεν οδήγησαν σε μείωση της κατανάλωσης ανάλογη προς την κλίμακα των προς επίλυση προβλημάτων. Τα κράτη μέλη δεν έχουν επιδείξει ιδιαίτερες προθέσεις ανάπτυξης σε κοινοτικό επίπεδο μεγάλης κλίμακας δράσης βάσει δεσμευτικών στόχων.

Η κοινοτική δράση, είναι και μέχρι σήμερα παραμένει περιορισμένη. Η Ευρώπη δεν κατόθρωσε να συνεχίσει τις σοβαρές προσπάθειες που κατέβαλε υπέρ της ενεργειακής αποδοτικότητας μετά από τις πρώτες πετρελαϊκές κρίσεις. Κατά το 1993 η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε την οδηγία «SAVE», σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη καλούνται να αναπτύξουν και να υλοποιήσουν συστήματα εξοικονόμησης της ενέργειας στον οικιστικό, τριτογενή και βιομηχανικό τομέα [56].

[56] Η ενεργειακή πιστοποίηση των κτιρίων, η χρέωση του κόστους θέρμανσης και ψύξης βάσει της κατανάλωσης, η χρηματοδότηση εκ μέρους τρίτων στο δημόσιο τομέα, η θερμομόνωση των νέων κτιρίων, η τακτική επιθεώρηση των καυστήρων και ο έλεγχος από ενεργειακή σκοπιά των ενεργειοβόρων κλάδων.

Αντίθετα με το σχέδιο πρότασης της Επιτροπής, το οποίο καθόριζε σαφώς τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν σε εθνικό επίπεδο, τα κράτη μέλη επέμειναν ότι ήταν απαραίτητο να διαθέτουν τη μέγιστη δυνατή ευελιξία όσον αφορά την επιλογή των μέτρων ώστε να είναι κατάλληλα προσαρμοσμένα στις εθνικές συνθήκες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εξασθενήσει ουσιαστικά η επιρροή της οδηγίας. Εξάλλου, οκτώ κράτη μέλη είτε δεν έχουν κατορθώσει εν μέρει να συμμορφωθούν προς την οδηγία είτε δεν έχουν κοινοποιήσει τα αποτελέσματά τους. Ως εκ τούτου, κινήθηκαν διαδικασίες παράβασης τον Οκτώβριο του 2000.

Οι οδηγίες SAVE και ALTENER εγκρίθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του '90. Πρόκειται για προγράμματα τα οποία είναι προσανατολισμένα σε συγκεκριμένες πολιτικές και επικεντρώνονται σε μέτρα μη τεχνικού χαρακτήρα ώστε να αξιοποιηθεί κατά το δυνατόν το οικονομικό δυναμικό των καινοτόμων πρακτικών που υφίστανται ήδη στην ενεργειακή αγορά και των ενεργειακών πτυχών στον τομέα των μεταφορών. Οι ετήσιοι προϋπολογισμοί για το 2000 και το 2001 υπολογίζονται σε 14,0 και 11,0 εκατομ. ευρώ για το SAVE και σε 17,5 και 17,3 εκατομ. ευρώ για το ALTENER. Πρόκειται για λίαν περιορισμένα ποσά και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι εν προκειμένω υφίσταται ουσιαστική κοινοτική πολιτική.

Από την πείρα προκύπτει ότι στο πλαίσιο του SAVE και του ALTENER επετεύχθησαν λίαν περιορισμένα αποτελέσματα εκτός μεμονωμένων περιπτώσεων όπως:

* Η ολοκληρωμένη στρατηγική για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των οικιακών συσκευών (π.χ. ψυγεία, πλυντήρια, φούρνοι). Η προπαρασκευή των τενχνικών υποχρεώσεων για τις ετικέτες και τα πρότυπα πραγματοποιήθηκε μέσω μελετών που χρηματοδοτήθηκαν από το πρόγραμμα SAVE. Οι δράσεις αυτές περιλαμβάνουν την οδηγία για τη σήμανση των συσκευών και τις οδηγίες για τα ελάχιστα πρότυπα αποδοτικότητας των ψυγείων και των καυστήρων. Ο έλεγχος της εφαρμογής των οδηγιών υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την επιτυχία τους και χρηματοδοτήθηκε μέσω του προγράμματος SAVE. Τα ψυγεία που διακινούνται σήμερα στην αγορά καταναλώνουν περίπου 27% ενέργειας λιγότερο από τις αντίστοιχες συσκευές που διοχετεύονταν στην αγορά το 1992, πρωτίστως χάρη στις σημάνσεις και τα πρότυπα.

* Το AFB-NET V του έργου ALTENER στη Φινλανδία στον τομέα της βιομάζας. Η βιομάζα διαθέτει σημαντικό δυναμικό στον τομέα των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας. Το συγκεκριμένο δίκτυο επιτρέπει τη διευρυμένη ευρωπαϊκή συνεργασία μεταξύ της βιομηχανίας, του τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης και των ενεργειακών αρχών. Το έργο αξιολογεί μεταξύ άλλων το διεθνές εμπόριο βιομάζας και παρέχει συγκρίσεις τιμών.

Ως εκ πείρας συνάγεται ότι η οδηγία σχετικά με την επισήμανση των συσκευών και τα πρότυπα αποδοτικότητας των ψυγείων και των καυστήρων αποδείχτηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικές όπου εφαρμόστηκαν ορθά.

Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία υπολογίζεται [57], ότι εξαιρουμένου του τεράστιου τεχνικού δυναμικού βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης (που υπολογίζεται σε 40% της σημερινής κατανάλωσης ενέργειας), υφίσταται επίσης σημαντικό οικονομικό δυναμικό για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης τουλάχιστον κατά 18% της σημερινής κατανάλωσης ενέργειας. Το δυναμικό αυτό υπερβαίνει τα 160 εκατομμύρια ΤΙΠ, αντιστοιχώντας περίπου στην τελική ζήτηση ενέργειας της Αυστρίας, του Βελγίου, της Δανίας, της Φινλανδίας, της Ελλάδας και των Κάτω Χωρών. Η μη αξιοποίηση του δυναμικού αυτού οφείλεται σε εμπόδια της αγοράς που παρεμποδίζουν τη διάδοση ικανοποιητικών μεθόδων αξιοποίησης της τεχνολογίας υψηλής ενεργειακής απόδοσης. Σε ορισμένους τομείς υπάρχουν τεράστιες δυνότητες: η μελέτη για το Πράσινο Ευρωπαϊκό Φως απέδειξε για παράδειγμα ότι μεταξύ 30% και 50% της ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμποιείται για το φωτισμό θα μπορούσε να εξοικονομηθεί μέσω επενδύσεων σε αποδοτικότερα συστήματα φωτισμού. Παρεμφερή επίεπεδα αποδοτικότητας μπορούν να επιτευχθούν χρησιμοποιώντας αποτελεσματικότερους μηχανισμούς επιτήρησης της εξοικονόμησης της ενέργειας στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τον εξοπλισμό γραφείου, τις οικιακές τηλεοπτικές συσκευές, τα μαγνητοσκόπια κλπ.

[57] Μοντέλο MURE

Το πρόγραμμα δράσης για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που εγκρίθηκε από την Επιτροπή τον Απρίλιο του 2000 προτείνει ως ενδεικτικό, αν και περιορισμένο, στόχο για τη βελτίωση της ενεργειακής έντασης μια επιπλέον εκατοστιαία μονάδα ανά έτος υπεράνω της πρόβλεψης. Τοιουτοτρόπως είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν τα δύο τρίτα των δυνατοτήτων στον τομέα της εξοικονόμησης της ενέργειας έως το 2010, που ισοδυναμούν με 100 εκατομμύρια ΤΙΠ, αποφεύγοντας εκπομπές CO2 που ανέρχονται περίπου σε 200 εκατομμύρια τόνους CO2 ανά έτος. (Εν προκειμένω θα ήταν σκόπιμο να αναπτυχθεί ειδικό σενάριο ενεργειακής απόδοσης).

Ο διπλασιασμός της χρησιμοποίησης της συνδυασμένης παραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας (CHP) με στόχο να ανέλθει σε 18% της ηλεκτρικής παραγωγής της Ένωσης έως το 2010 θα μπορούσε να επιτρέψει να αποφευχθούν εκπομπές 65 εκατομ.τόνων CO2 ανά έτος έως το 2010. Το δυναμικό συνδυασμένης παραγωγής είναι, τουλάχιστον, πολύ υψηλότερο, και στο κατάλληλο πλαίσιο μιας απελευθερωμένης αγοράς, υπολογίζεται ότι η συνδυασμένη παραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας θα μπορούσε να τριπλασιαστεί έως το 2010 επιτρέποντας περαιτέρω μείωση κατά 65 εκατομ. τόνων CO2 ετησίως.

Η ανάπτυξη πρωτοβουλιών στον τομέα του Ολοκληρωμένου Προγραμματισμού των Πόρων (μελέτη SAVE) και των ενεργειακών υπηρεσιών ενδέχεται να αποδειχθεί ιδιαιτέρως πολλά υποσχόμενη σε ό,τι αφορά την αποσύνδεση της ενεργειακής ζήτησης από την οικονομική ανάπτυξη. Πλέον πρόσφατες εργασίες στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος [58] για την αλλαγή του κλίματος επιβεβαίωσαν τις ήδη υφιστάμενες οικονομικές δυνατότητες. Η προσωρινή έκθεση της ομάδας εργασίας για την κατανάλωση της ενέργειας προσδιόρισε, σε ό,τι αφορά τη ζήτηση, ότι η αντικατάσταση ή η προσθήκη ειδών εξοπλισμού στα αποθέματα με τα ελάχιστα μοντέλα LCC θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εξοικονόμηση περίπου 350 TWh ηλεκτρικής ενέργειας στον οικιακό, τον τριτογενή και το βιομηχανικό τομέα.

[58] (COM(2000)88 τελικό

Εάν εξαιρεθούν ορισμένα μέτρα τα οποία ελήφθησαν στο πλαίσιο των SAVE και ALTENER, είναι λυπηρό ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αξιοποίησε περισσότερο όλα τα συμπεράσματα στα οποία ενδεχομένως κατέληξε λόγω της στήριξης και της προαγωγής των νέων τεχνολογιών εκ μέρους της, ιδίως μέσω των ερευνητικών προγραμμάτων της τόσο όσον αφορά τη διάδοση των αποτελεσμάτων όσο και σε ό,τι αφορά την καθιέρωση νέων προτύπων τα οποία να επιτρέπουν τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στα κτίρια, τις μεταφορές, τη βιομηχανία κ.λπ.

Μελλοντικά κρίνεται σκόπιμο για όλες τις νέες διαθέσιμες τεχνολογίες (καθαρά οχήματα, στήλες καυσίμων, μόνωση, φωτοβολταϊκή τεχνική κ.λπ.) να διατίθεται κοινοτική ενίσχυση. Η ως άνω κοινοτική ενίσχυση θα πρέπει να επικεντρωθεί στη ζήτηση υπέρ των ενδεχόμενων καταναλωτών (πόλεις, κοινότητες, περιφέρειες) και όχι στη στήριξη της ζήτησης των τεχνολογιών που υφίσταται από καιρό. Με άλλα λόγια δεν θα ήταν σκόπιμο να πραγματοποιηθεί στροφή υπέρ της βιωσιμότητας της ζήτησης, η οποία με την επέκτασή της θα επέτρεπε τη σταδιακή δημιουργία αγορών επαρκούς μεγέθους; Τα ως άνω αποτελέσματα των οικονομιών κλίμακας θα είχαν ως συνέπεια να περιοριστεί το κόστος των εν λόγω τεχνολογιών. Παράλληλα επιβάλλεται να υποστηριχθούν οι προσπάθειες πιστοποίησης και τυποποίησης. Χαρακτηριστικά ως παράδειγμα αναφέρεται ότι εάν τα μεγάλα οικιστικά συγκροτήματα έκαναν χρήση υβριδιακών ηλεκτρικών οχημάτων και περιόριζαν τη χρήση των ρυπογόνων οχημάτων, αυτό το είδος της υποστήριξης θα ήταν αποτελσματικότερο από οιαδήποτε βιομηχανική ενίσχυση. Τα πειράματα μεγάλης κλίμακας αποτελούν τα καλύτερα πρότυπα επίδειξης.

Συμπέρασμα: Η Επιτροπή εξετάζει ένα σαφές νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με τις μελλοντικές πολιτικές προτεραιότητες στον τομέα της ενεργειακής αποδοτικότητας και στον τομέα των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας (ήτοι της διαχείρισης της ζήτησης). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κατά τη σκιαγράφηση της ενεργειακής πολιτικής (βλ. τρίτο μέρος της παρούσας Πρασίνης Βίβλου) η Επιτροπή τονίζει τη σημασία των συγκεκριμένων δράσεων για τον περιορισμό της αύξησης της ζήτησης.

ΙΙ. Η ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΩΝ ΑΓΟΡΩΝ

Η έλλειψη κοινών αρμοδιοτήτων στον τομέα της ενέργειας δεν εμπόδισε την Κοινότητα να υιοθετήσει σειρά μέτρων που επέτρεψαν την υλοποίηση μιας εσωτερικής αγοράς ιδίως για το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια με πρώτο αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση των τιμών [59].

[59] Πέντε οδηγίες μέχρι σήμερα στήριξαν το άνοιγμα των αγορών της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου στον ανταγωνισμό αντιμετωπίζοντας τα θέματα της διαφάνειας των τιμών πώλησης (1990), της διαμετακόμισης της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου στα μεγάλα δίκτυα (1990, 1991), της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (1996) ή της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου (1998).

A. Η εσωτερική αγορά του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας

1. Η δυναμική της αγοράς

α) Η μείωση των τιμών άρχισε

Κατά το πρότυπο των τηλεπικοινωνιών ή των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς της ενέργειας έχει ως στόχο να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η ευρωπαϊκή βιομηχανία πλήρωνε την ηλεκτρική ενέργεια κατά μέσο όρο 40% ακριβότερα από τους αμερικανούς ανταγωνιστές της. Οι επιπτώσεις στις τιμές αποτελούν ήδη επιτυχία: πολλά από τα κράτη μέλη υπερέβησαν τις απαιτήσεις [60] των οδηγιών σχετικά με την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο, με αποτέλεσμα το άνοιγμα των αγορών κατά δύο τρίτα για την ηλεκτρική ενέργεια και κατά 80% για το φυσικό αέριο. Οι τιμές για τους βιομηχανικούς καταναλωτές μειώθηκαν ως εκ τούτου κατά 15% κατά μέσο όρο, φθάνοντας μέχρι και 45% σε ορισμένα κράτη μέλη όπως η Γερμανία [61].

[60] 96/92ΕΚ και 98/30/ΕΚ

[61] Το κόστος της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας άλλαξε πρωτίστως λόγω της απελευθέρωσης της αγοράς της ενέργειας και των κανονισμών για το περιβάλλον. Το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είναι χαμηλότερο για τον συνδυασμένο κύκλο (αεροστρόβιλοι) ακολουθούμενα από κοντά από τον εισαγόμενο άνθρακα. Λαμβάντας υπόψη τις κρατικές ενισχύσεις που πολλά από τα κράτη μέλη καταβάλλουν υπέρ της αιολικής ενέργειας, το κόστος παραγωγής της συγκεκριμένης ενεργειακής μορφής είναι επίσης ανταγωνιστικό.

β) Το εναρμονισμένο νομικό πλαίσιο

Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το νομικό πλαίσιο για το άνοιγμα των αγορών στην Ευρώπη είναι ενιαίο. Το ως άνω άνοιγμα διέπεται από την ίδια οδηγία η οποία επιβάλλει ελάχιστες υποχρεώσεις σε όλα τα κράτη μέλη. Αντιθέτως στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν υφίσταται ομοσπονδιακή νομοθεσία η οποία να καθορίζει ανάλογους κανόνες και το άνοιγμα των αγορών πραγματοποιείται χωριστά σε κάθε πολιτεία.

Το ευρωπαϊκό πλαίσιο προβλέπει συγκεκριμένο επίπεδο διασύνδεσης, και κατά συνέπεια εξασφάλισης των δικτύων, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ το αντίστοιχο των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό επιτρέπει να αποφεύγονται κίνδυνοι διακοπής του ρεύματος, δεδομένου ότι οι φορείς διαχείρισης των δικτύων μπορούν να προσφύγουν στους γειτονικούς φορείς εκμετάλλευσης στο πλαίσιο ενός κοινού οργανισμού συντονισμού.

γ) Μία δημόσια υπηρεσία προσαρμοσμένη στη νέα διάρθρωση της αγοράς.

Στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου, τα θέματα δημόσιας υπηρεσίας αφορούν πολλαπλές πτυχές που πρέπει να ληφθούν υπόψη όπως η ασφάλεια του εφοδιασμού, η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και η εξυπηρέτηση του συνόλου.

Σχετικά με το τελευταίο σημείο, τα κράτη μέλη επιβάλλουν στους φορείς διαχείρισης των δικτύων ελάχιστους όρους βάσει των υποχρεώσεων για την εξυπηρέτηση του κοινού. Οι εταιρείες μεταφορών και διανομής εγγυώνται υποχρεωτικά τη σύνδεση όλων των πωλητών στο δίκτυο υπό λογικούς όρους. Σε καμία περίπτωση η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς δεν θα αποτελούσε αδιέξοδο σε ό,τι αφορά την ανάγκη εγγυήσεων για την παραγωγή υπηρεσιών προσαρμοσμένων στα λιγότερο ευνοούμενα άτομα (άνεργοι, απομονωμένα άτομα, άτομα με ειδικές ανάγκες ...). Επιβάλλεται να διατηρηθεί το ως άνω παγκόσμιο δικαίωμα σύνδεσης στο ηλεκτρικό δίκτυο και εφοδιασμού σε λογικές τιμές. Στην προοπτική αυτή, οι οδηγίες περιλαμβάνουν ορισμένες διατάξεις που εγγυώνται ότι τα κράτη μέλη θα διατηρήσουν τα απαραίτητα προς τούτο μέσα.

Ως εκ πείρας προκύπτει ότι η σταδιακή υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς δεν συνεπάγεται υποβάθμιση των προτύπων δημόσιας υπηρεσίας ενώ διαπιστώνεται ότι η ποιότητα των υπηρεσιών αντιθέτως έχει βελτιωθεί.

δ) Η αναδιοργάνωση της αγοράς

Οι παραδοσιακά μονοπωλιακές εταιρείες των τομέων του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας προέβλεψαν το άνοιγμα των αγορών. Ενόψει του ανταγωνισμού, πραγματοποίησαν εις βάθος αναδιάρθρωση. Πρόκειται για αναπόφευκτες εξελίξεις, οι οποίες όπως και στους άλλους οικονομικούς τομείς προκλήθηκαν από την εσωτερική αγορά.

Οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές επιχειρήσεων πολλαπλασιάστηκαν μετά το 1998 κυρίως στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας. Στον τομέα του ηλεκτρισμού, η συγκέντρωση φαίνεται φυσιολογική για τις δραστηριότητες παραγωγής και μεταφοράς που συνδέονται λόγω των διαχειριστικών περιορισμών του δικτύου και οι οποίες συμβάλλουν, ως εκ τούτου, στην επίτευξη οικονομιών κλίμακας. Αυτοί οι δύο υποτομείς αντιπροσωπεύουν εξάλλου σοβαρό μέρος του κόστους (για παράδειγμα το σύνολο αντιπροσωπεύει το 75% του κόστους παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο) [62]. Ο διαχωρισμός της διαβίβασης από την παραγωγή έχει θεωρηθεί ως καθοριστικής σημασίας παράγοντας για την επίτευξη γνησίων συνθηκών ανταγωνισμού και την ουσιαστική απελευθέρωση της αγοράς. Στον τομέα της παραγωγής των ειδών εξοπλισμού και των πυρηνικών καυσίμων, παρατηρείται επίσης τάση για συγκεντρώσεις (BNFL-Westinghouse-ABB, Framatome-Siemens), προκειμένου να δημιουργηθούν στην Ευρώπη, ομοιογενείς βιομηχανικοί πόλοι οι οποίοι να είναι ανταγωνιστικοί στις διεθνείς αγορές.

[62] Το εγχειρίδιο IEA για τη μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας 1999

Οι τελικές συνέπειες της ως άνω τάσης για συγκεντρώσεις επιχειρήσεων είναι δύσκολο να περιγραφούν. Αναμένεται ότι η τάση αυτή θα επιτρέψει τη διαφοροποίηση των κινδύνων στην περίπτωση των επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες και σε νέους τομείς και ότι, ως εκ τούτου, θα συμβάλει στην ασφάλεια του εφοδιασμού της Ένωσης και τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης.

2. Εμπόδια προς άρση

α) Οι άτονες ενδοκοινοτικές συναλλαγές

Η ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς προσκρούει στην αδυναμία των ενδοκοινοτικών συναλλαγών ηλεκτρισμού οι οποίες εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν μόλις το 8% της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας. Το συγκεκριμένο ποσοστό συναλλαγών είναι κατά πολύ χαμηλότερο του αντιστοίχως διαπιστουμένου σε άλλους τομείς που επωφελήθηκαν ουσιαστικά από τη δημιουργία εσωτερικής αγοράς, όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και τα βιομηχανικά προϊόντα. Η παράλληλη εμφάνιση δεκαπέντε εθνικών αγορών κατά το μάλλον ή ήττον απελευθερωμένων δεν έχει ακόμη οδηγήσει στη δημιουργία ολοκληρωμένης ενιαίας εσωτερικής αγοράς όπως ζήτησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Λισσαβόνα και τη Φέιρα. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των κοινοτικών παραγωγών εντούτοις συμπίεσε τις εθνικές τιμές, πράγμα που είχε παραδόξως ως αποτέλεσμα να περιοριστούν οι συναλλαγές. Πέραν της σταδιακής δημιουργίας πολιτικών τιμολόγησης και χρέωσης για τη χρήση των δικτύων, η ανεπαρκής ανάπτυξη των υποδομών μεταφοράς θέτει προβλήματα σε ό,τι αφορά την ασφάλεια του εφοδιασμού.

β) Η ανεπαρκής ανάπτυξη των δικτύων

Στο πλαίσιο της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, η επαρκής ανάπτυξη των δικτύων αποτελεί καθοριστικής σημασίας στοιχείο. Το σύστημα των μεταφορών και η διαμόρφωση των «διαδρομών» διαδραματίζουν πρωταρχικό ρόλο όσον αφορά την ελαστικότητα του εφοδιασμού (όγκος συναλλαγών) και τις επιλογές των καταναλωτών.

Κατά το παρελθόν κύριος στόχος των διασυνδέσεων δεν ήταν η ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών αλλά η επιδίωξη της ενίσχυσης της ασφάλειας του εφοδιασμού για την αντιμετώπιση περιστασιακών κρίσεων. Τα κύρια σημεία συμφόρησης απαντούν στο νότο της Ευρώπης, όπως αποδεικνύει η πλήρης ή μερική απομόνωση της Ιβηρικής Χερσονήσου και της Ελλάδας.

Η έλλειψη υποδομών για δίκτυα και οι ανάγκες διαφύλαξης της ποιότητας παροχής υπηρεσιών (σταθερότητα των δικτύων) ενδέχεται να επιβραδύνουν την ολοκλήρωση των εθνικών αγορών και κατά συνέπεια να οδηγήσουν σε υποβάθμιση της ασφάλειας του εφοδιασμού.

Η τόνωση των κοινοτικών συναλλαγών όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια εξαρτάται από τη βέλτιστη αξιοποίηση των ήδη υφιστάμενων διασυνδέσεων μεταξύ των κρατών μελών. Επιβάλλεται να εξακολουθήσουν να αποτελούν το αντικείμενο προσεκτικής εξέτασης υπό την άποψη των κανόνων του ανταγωνισμού.

Επιβάλλεται επίσης να ενθαρρυνθεί η κατασκευή νέων υποδομών. Δεν πρόκειται εν προκειμένω για χρηματοοικονομικό πρόβλημα δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις έχουν κάθε πρόθεση να πραγματοποιήσουν επενδύσεις σε νέα δίκτυα λαμβάνοντας υπόψη τη ζήτηση που χαρακτηρίζει την αγορά. Εν γένει πρόκειται κυρίως για πολιτικό πρόβλημα. Η δημιουργία νέου δυναμικού διασύνδεσης συχνά προσκρούει σε περιορισμούς λόγω της στάθμισης αφενός του γενικού συμφέροντος (κοινοτικού ή εθνικού) και των επιφυλάξεων που διατυπώνονται σε τοπικό επίπεδο όσον αφορά τις νέες υποδομές. Η κατασκευή νέων γραμμών διαβίβασης προκαλεί συχνά τοπικές αντιθέσεις και μάλιστα σε στρατηγικού χαρακτήρα σημεία, όπως για παράδειγμα γύρω από τα Πυρηναία και τις Άλπεις, δυσχεραίνοντας την κατασκευή τους.

Λόγω των ως άνω δυσχερειών θα πρέπει καταρχήν να καταβληθεί κάθε προσπάθεια προκειμένου να αυξηθεί το διαθέσιμο δυναμικό των υφιστάμενων γραμμών. Για να διευκολυνθεί η κατασκευή των νέων υποδομών θα πρέπει να διαμορφωθεί σχέδιο ευρωπαϊκής διασύνδεσης το οποίο να εντοπίζει τα έργα «ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος» που θα επέτρεπε, μετά από διαβουλεύσεις με τους εθνικούς και περιφερειακούς εκλεγμένους αντιπροσώπους, την εξεύρεση λύσεων για την αντιμετώπιση των ανακυπτόντων εμποδίων.

Η περίπτωση του φυσικού αερίου είναι διαφορετική, δεδομένου ότι ποσοστό μεγαλύτερο του 50% του φυσικού αερίου που καταναλώνεται στην Ένωση κατά κανόνα διασχίζει τουλάχιστον μία συνοριακή γραμμή πριν να καταλήξει στον τελικό προορισμό του. Κατά τα τελευταία έτη, ετέθησαν σε λειτουργία ορισμένοι νέοι αγωγοί αερίου προκειμένου να επιτευχθεί ολοκλήρωση του δικτύου, τόσο στο εσωτερικό της Ένωσης όσο με εξωτερικούς προμηθευτές.

Εντούτοις βραχυ- και μεσοπρόθεσμα, μετά από την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς του φυσικού αερίου, η εντατικότερη αξιοποίηση του δικτύου μπορεί να οδηγήσει σε συμφορήσεις (για παράδειγμα στις χώρες της Μπενελούξ ή μεταξύ της Γαλλίας και της Ισπανίας) καθώς και προβλήματα διασύνδεσης και διαλειτουργικότητας των δικτύων. Τα ως άνω προβλήματα παρέμεναν αφανή όσο τα θέματα αυτά ρυθμίζονταν διοικητικά στο πλαίσιο της μονοπωλιακής οργάνωσης της αγοράς. Ως εκ τούτου η ταυτοποίηση των αναγκών για νέες διασυνδέσεις, η διανομή του ήδη υφισταμένου αλλά περιορισμένου δυναμικού και ο καθορισμός προσήκουσας τιμολόγησης για τη χρηματοδότηση των νέων διασυνδέσεων, θα αποτελέσουν τους επιδιωκόμενους στόχους, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη βιομηχανία και τους εθνικούς κανονιστικούς παράγοντες.

Η ενίσχυση της ασφάλειας του εφοδιασμού θα πρέπει επίσης να επιτευχθεί μέσω της αύξησης του δυναμικού διασύνδεσης με και μεταξύ των υποψηφίων χωρών. Πιο μακροπρόθεσμα, η επιδίωξη της απελευθέρωσης της αγοράς σε επίπεδο ηπείρου, λαμβάνοντας υπόψη ότι θα πρέπει να ισχύσουν δίκαιες συνθήκες, αναμένεται να οδηγήσει στην ενίσχυση και των διασυνδέσεων μεταξύ τρίτων χωρών (Ρωσία, Ουκρανία, χώρες της Κασπίας Θάλασσας και του Μεσογειακού Νότου).

Η πολυπλοκότητα της λειτουργίας των δικτύων, της επιχειρησιακής αξιοποίησής τους και της πυκνότητάς τους καθιστά απαραίτητη την έντονη παρέμβαση εκ μέρους των δημοσίων αρχών στον τομέα αυτόν.

Η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς δεν θα πρέπει να παρεμποδίζεται από φυσικά εμπόδια. Η Ένωση καλείται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε ό,τι αφορά την κατεύθυνση των κοινοτικών δικτύων ώστε αυτά να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς και στις ανάγκες του συνόλου των κρατών μελών και των υποψηφίων χωρών.

Οι δυσκολίες αυτές είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν, εάν θεσπιστεί ευρωπαϊκός μηχανισμός διαβουλεύσεων μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, προκειμένου να διαμορφωθεί ευρωπαϊκό πρόγραμμα για τις υποδομές διασύνδεσης μεγάλης κλίμακας που λείπουν.

γ) Νέες ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια του εφοδιασμού

Η επιδίωξη άμεσης απόδοσης των επενδύσεων σε μια ανοιχτή αγορά δεν θα πρέπει να πραγματοποιείται σε βάρος των επενδύσεων στους κεφαλαιοβόρους κλάδους (άνθρακας, πυρηνική ενέργεια), ή των κλάδων των οποίων η αποδοτικότητα δεν εξασφαλίζεται απαραίτητα βραχυπρόθεσμα (ανανεώσιμες μορφές ενέργειας).

Ως προς τούτο, η οδηγία σχετικά με την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας προσφέρει στα κράτη μέλη την ευκαιρία να αποδώσουν προτεραιότητα στις εγχώριες μορφές ενέργειας όπως είναι οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας και τα απορρίμματα για την παραγωγή θερμότητας ή τη συνδυασμένη παραγωγή θερμότητας και ηλεκτρισμού. Παράλληλα το κείμενο προσφέρει τη δυνατότητα να ευνοηθεί το 15% της πρωτογενούς εγχώριας ενέργειας που είναι απαραίτητη για την παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας σε εθνικό επίπεδο. Για τις νέες επενδύσεις, τα κράτη μέλη οφείλουν να διατηρήσουν τον έλεγχο της επιλογής των κλάδων παραγωγής ενέργειας. Παράλληλα τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να διακόψουν την πρόσβαση στα δίκτυα εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο, ιδίως προκειμένου να διαφυλαχθεί η ασφάλεια του εφοδιασμού.

Όσον αφορά τις πρωτογενείς μορφές ενέργειας που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρισμού, ενδέχεται οι επιλεγόμενες λύσεις να θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του εφοδιασμού λόγω της υπέρμετρης επικέντρωσής τους σε μία μόνο ενεργειακή πηγή. Μολονότι μέχρι σήμερα δεν παρατηρείται ανισορροπία στον τομέα αυτό, η ανάπτυξη του φυσικού αερίου, κατά τα τελευταία έτη θα μπορούσε να θέσει ανάλογα προβλήματα. Η απελευθέρωση του τομέα του φυσικού αερίου θα προσφέρει νέες ευκαιρίες εφοδιασμού στις υποψήφιες χώρες που ως επί το πλείστον έχουν ως κύριο προμηθευτή τη Ρωσία. Κατά τα φαινόμενα είναι απαραίτητο να υπάρξει επιτήρηση σε επίπεδο κρατών μελών και Κοινότητας. Η οδηγία επιτρέπει εξάλλου στα κράτη μέλη να λάβουν τα προς τούτα επιβαλλόμενα μέτρα. Εφόσον κάποιος των πόρων πρωτογενούς ενέργειας είναι ιδιαίτερα σημαντικός ή αναπτύσσεται τόσο γρήγορα που να αντιπροσωπεύει κινδύνους για τη συνολική ασφάλεια του εφοδιασμού σε ηλεκτρική ενέργεια, η οδηγία επιτρέπει στα κράτη μέλη να καθορίζουν τη φύση των πρωτογενών πόρων για κάθε νέο δυναμικό. Για τα μέτρα αυτά απαιτείται, εντούτοις, εξακρίβωση της σκοπιμότητάς τους σε κοινοτικό επίπεδο καθώς και συντονισμός με την Επιτροπή.

Όσον αφορά την αγορά του φυσικού αερίου, η οδηγία επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιβάλουν στις επιχειρήσεις, για λόγους κοινού οικονομικού συμφέροντος, υποχρεώσεις δημόσιας εξυπηρέτησης οι οποίες μπορεί να αφορούν την ασφάλεια, και ιδίως μάλιστα του εφοδιασμού. Επιπλέον, σε περίπτωση αιφνίδιας κρίσης στην αγορά ενεργείας και εφόσον απειλείται η ακεραιότητα του συστήματος, τα κράτη μέλη δύνανται να λάβουν τα απαραίτητα προσωρινά μέτρα διαφύλαξης. Τα μέτρα αυτά παραμένουν εντούτοις περιστασιακά και θεωρούνται εξαιρέσεις.

Ένας άλλος παράγοντας προς χαλιναγώγηση είναι ο ενδεχόμενος εκτροχιασμός της κατανάλωσης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των τιμών ορισμένων ενεργειακών προϊόντων. Ορισμένοι εμπειρογνώμονες θωρούν εν προκειμένω ότι οι τάσεις της εσωτερικής αγοράς θα μπορούσαν να αυξήσουν την κατανάλωση περίπου κατά 20%.

Η ασφάλεια του εφοδιασμού θα πρέπει να αναγνωριστεί σαφώς, όπως και η προστασία του περιβάλλοντος, ως ένας των βασικών στόχων της πολιτικής για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών. Μεταξύ των υπηρεσιών που υποχρεούνται να εγγυηθούν τα κράτη, οι υποχρεώσεις σύνδεσης στο δίκτυο, τα μέτρα σχετικά με τις προθεσμίες αποκατάστασης των ζημιών και η ανάπτυξη των δικτύων αποτελούν υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας που συμβάλλουν στην πραγμάτωση του στόχου της ασφάλειας του εφοδιασμού. Οι υποχρεώσεις παραγωγής ελαχίστων ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμους πόρους θα μπορούσαν επίσης να ευνοήσουν την ασφάλεια του εφοδιασμού επιτρέποντας τη διατήρηση των εναλλακτικών πόρων. Επιβάλλεται επίσης να καθοριστούν πρότυπα και μέτρα για την εξοικονόμηση της ενέργειας. Ως εκ τούτου, είναι καθοριστικής σημασίας ο ρόλος της εθνικής ρυθμιστικής αρχής. Μόνον ανάλογοι φορείς θα διέθεταν την απαραίτητη αμεροληψία και αντικειμενικότητα προκειμένου να εφαρμόσουν μέτρα στον τομέα αυτό σεβόμενοι παράλληλα την κατεύθυνση της αγοράς.

Συμπεράσματα: Η ολοκλήρωση των αγορών της ενέργειας συμβάλλει στην ασφάλεια του εφοδιασμού, εφόσον επιτυγχάνεται η πλήρης ολοκλήρωση των ως άνω αγορών. Το άνοιγμα των ενεργειακών αγορών των δεκαπέντε, όπως προβλέπεται από τις υφιστάμενες οδηγίες δεν επαρκεί για να δημιουργήσει μία ενωμένη αγορά ενέργειας στην Ευρώπη και προς τούτο απαιτείται νέα μορφή παρέμβασης εκ μέρους των δημοσίων αρχών.

Σύμφωνα με την εντολή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβόνας, είναι ευκταίο να επιταχυνθεί η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Για να πλαισιωθεί το συνολικό άνοιγμα της αγοράς, θα ήταν σκόπιμο να ενισχυθεί ο διαχωρισμός μεταξύ παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας και φορέων διαχείρισης των δικτύων μεταφοράς, να εξασφαλιστεί η αμερόληπτη πρόσβαση νέων παραγωγών και διανομέων στα δίκτυα, να εξασφαλιστεί η τιμολόγηση των διαμεθωριακών συναλλαγών με ελάχιστο κόστος, να διευκρινιστούν οι υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας και να γενικευθεί η καθιέρωση ανεξάρτητων εθνικών φορέων ρυθμιστικής αρχής.

Από την ήδη κτηθείσα πείρα προκύπτουν δύο νέα στοιχεία. Το σύνολο των εθνικών ρυθμιστικών αρχών θα πρέπει να συγκροτήσει όργανο διαβουλευτικού χαρακτήρα που θα επικουρεί την Επιτροπή σε θέματα εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

Τέλος, θα ήταν σκόπιμο να διαμορφωθεί πρόγραμμα μεγάλης κλίμακας για τις δομές διασύνδεσης ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος.

Οι κοινωνικές επιπτώσεις του ανοίγματος των αγορών θα αποτελέσουν αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής στη δέσμη των μελλοντικών προτάσεων.

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

B. Η εσωτερική αγορά των πετρελαϊκών προϊόντων

Παρότι η πετρελαϊκή αγορά είναι κατά πολύ ανταγωνιστικότερη της αντίστοιχης των άλλων ενεργειακών προϊόντων, πρέπει να καταβληθούν επιπλέον προσπάθειες στον τομέα της διύλισης και της διανομής ώστε να επιτευχθεί μία γνήσια ανοιχτή αγορά.

1. Η αναδιάρθρωση της αγοράς

Το κλασσικό ερώτημα που θέτει στον εαυτό του ο αυτοκινητιστής όταν διαπιστώνει την αύξηση των τιμών στο πρατήριο της βενζίνης είναι εάν και κατά πόσο η εν λόγω αύξηση αντανακλά την αύξηση της τιμής του πετρελαίου; Η απάντηση ήταν θετική έως το Μάρτιο του 2000. Όντως είναι εύκολο να διαπιστωθεί ότι κατά το 1999, υπήρξε στενή σχέση μεταξύ των εξελίξεων των δύο αυτών παραμέτρων, με ελαφρά υστέρηση της αύξησης των τιμών της βενζίνης συγκριτικά προς την αύξηση των τιμών του πετρελαίου. Από το Μάρτιο του 2000 διαπιστώνεται εντούτοις αποσύνδεση των δύο αυτών μεγεθών. Η τιμή της βενζίνης επιβαρύνθηκε περισσότερο από την τιμή του πετρελαίου. Λίαν πρόσφατα, τα περιθώρια της διύλισης κατά συνέπεια έφτασαν σε επίπεδα που δεν είχαν παρατηρηθεί μετά από τον πόλεμο του Κόλπου.

Η σύγκριση των τιμών κατανάλωσης των πετρελαϊκών προϊόντων άνευ φόρων και τελών μεταξύ των κρατών μελών αναδεικνύει σοβαρές διαφορές. Για παράδειγμα εν προκειμένω η τιμή άνευ φόρων και δασμών της βενζίνης «Euro super 95» ανερχόταν στα τέλη Μαΐου 2000 στις Κάτω Χώρες σε 452 EUR/1000 λίτρα ενώ ανερχόταν σε 344 EUR στο Ηνωμένο Βασίλειο (και σε 346 EUR στη Γαλλία).Οι διαφορές εν προκειμένω ήταν της τάξεως του 31%. Οι διαφορές αυτές όσο και αν είναι ανησυχητικές, παρατηρούνταν και πριν από την τελευταία έξαρση των τιμών και ως εκ τούτου δεν θεωρείται ότι συνδέονται με σχέση αιτίου αιτιατού προς αυτήν.

Σύμφωνα με τις πρόσφατα πραγματοποιηθείσες έρευνες στον τομέα της εφαρμογής των κανονιστικών κοινοτικών διατάξεων σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των συγκεντρώσεων, η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν υφίστανται λόγοι να θεωρηθεί ότι η αγορά του αργού ή του διυλισμένου πετρελαίου δεν είναι ανταγωνιστική. Οι αγορές αυτές είναι διαφανείς και οι τιμές δημοσιοποιούνται για τις αγορές σποτ.

Αντίθετα αληθεύει ότι εξακολουθούν να υφίστανται ορισμένες ατέλειες στις αγορές που έπονται. Για παράδειγμα η τελική τιμή άνευ φόρων ποικίλλει ιδιαίτερα από κράτος μέλος σε κράτος μέλος. Αυτό δεν αποκαλύπτει απαραίτητα παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού αλλά αφήνει να εννοηθεί ότι δεν έχει εισέτι επιτευχθεί η ολοκλήρωση των αγορών. Οι διαφορές αυτές είναι εντούτοις εξηγήσιμες εάν συνυπολογιστούν οι διαφορές σε επίπεδο κόστους και δομών στις επιμέρους αγορές των κρατών μελών. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι οι τιμές είναι ιδιαίτερα υψηλές στις Κάτω Χώρες όπου η αγορά ελέγχεται από περιορισμένο αριθμό φορέων. Αντίθετα είναι χαμηλότερες στη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο που διαθέτουν ανταγωνιστικότερες αγορές, στις οποίες οι μη εξειδικευμένοι διανομείς (σούπερ μάρκετ) διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο ως προμηθευτές.

Βάσει αναλόγων διαγνώσεων, εξετάζεται το ενδεχόμενο παραβάσεων του δικαίου περί ανταγωνισμού και ιδίως μάλιστα η συγκρότηση καρτέλ (διατήρησης των τιμών) . Για το θέμα αυτό πραγματοποιούνται έρευνες σε ορισμένα από τα κράτη μέλη εκ μέρους των εθνικών αρχών. Στην Ιταλία οι αρχές που είναι υπεύθυνες για τον ανταγωνισμό επέβαλαν κυρώσεις σε πετρελαϊκές εταιρείες. Στη Σουηδία έχουν προταθεί ήδη ανάλογες κυρώσεις.

2. Η πολιτική του ανταγωνισμού

Είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί ότι η αγορά της διανομής των καυσίμων εξακολουθεί να είναι ανοικτή σε πολλούς φορείς λειτουργίας και ιδίως μάλιστα τους ανεξάρτητους. Πρόκειται για εγγύηση της διατήρησης του ανταγωνισμού στην εν λόγω αγορά. Για το λόγο αυτό πραγματοποιείται έρευνα σχετικά με τα εμπόδια τα οποία αντιμετωπίζουν οι ανεξάρτητοι φορείς εκμετάλλευσης (λόγω δημόσιας ή ιδιωτικής απόφασης). Τα αποτελέσματα θα επιτρέψουν στην Επιτροπή να αξιολογήσει τις συνθήκες ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά και να καθορίσει δράσεις που θα μπορούσαν να αναληφθούν σε ό,τι αφορά τους κανόνες περί ανταγωνισμού.

Η ως άνω κοινοτική δράση ενισχύει τις ενέργειες των εθνικών αρχών στον τομέα του ανταγωνισμού. Ορισμένες εξ αυτών έχουν ήδη αρχίσει έρευνες σε ό,τι αφορά τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού και σε ορισμένες περιπτώσεις οι υπόνοιες επιβεβαιώθηκαν.

Προς τούτο θα ήταν σκόπιμο να επιτευχθεί συστηματική σύγκριση των τιμών που ισχύουν για τα πετρελαϊκά προϊόντα στα επιμέρους κράτη μέλη προκειμένου να διαπιστωθούν οι υφιστάμενες διαφορές.

Η Επιτροπή θα εξακολουθήσει επίσης να εφαρμόζει επακριβώς τους κανόνες ελέγχου των συγκεντρώσεων των επιχειρήσεων στον τομέα αυτό, όπως έπραξε ήδη στις υποθέσεις BP/Amoco και TotalFina/Elf. Οιαδήποτε παράνομη συμφωνία ή κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης επιβάλλεται να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρών κυρώσεων.

Συμπέρασμα: Η κλιματική μεταβολή και η ολοένα αυξανόμενη ολοκλήρωση της αγοράς της ενέργειας στην Ευρώπη (όπου μάλιστα κατά τα φαινόμενα η ολοκλήρωση έχει προχωρήσει περισσότερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες) δίνουν την ευκαιρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση να εξετάσει το ενδεχόμενο λήψης μέτρων που να επιτρέπουν την αρτιότερη χαλιναγώγηση της ζήτησης. Όντως η μόνη η δυνατότητα επίδρασης στην προσφορά συνεπάγεται σοβαρές προσπάθειες υπέρ των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας. Εν προκειμένω είναι άστοχο να τρέφουμε αυταπάτες, η προώθηση αυτής της ενεργειακής μορφής δεν μπορεί να αποτελέσει τη μόνη απάντηση στα πολύπλοκα προβλήματα που θέτει η ασφάλεια του εφοδιασμού.

3ο ΜΕΡΟΣ, η εξασφαλιση του μελλοντοσ: Η ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΣΗ ΜΙΑΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ

Ο στόχος της μεγαλύτερης ασφάλειας του εφοδιασμού, προκειμένου η Ένωση να μην εξαρτάται εντός τριάντα ετών κατά 70% από εξωτερικές προμήθειες, είναι δύσκολο να επιτευχθεί λόγω του γενικότερου ασταθούς πλαισίου που περιορίζει τα περιθώρια ελιγμών ιδίως σε ό,τι αφορά την προσφορά των ενεργειακών προϊόντων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι προτεραιότητες που αναφέρει η παρούσα Πράσινη Βίβλος με στόχο να καταστούν αφετηρία δημοσίου διαλόγου, εστιάζονται σε συγκεκριμένες και συνεπείς δράσεις με στόχο τον περιορισμό της ζήτησης.

I ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΥ ΕΦΟΔΙΑΣΜΟΥ

Η ασφάλεια του εφοδιασμού της Ένωσης καλείται να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις λόγω της κατάστασης που επικρατεί σήμερα στον τομέα του ενεργειακού εφοδιασμού και οι κίνδυνοι που διαπιστώνονται σήμερα εάν δεν αναληφθούν ταχέως πρωτοβουλίες, θα επιβεβαιωθούν στο μέλλον.

A. Οι σκόπελοι της ασφάλειας του εφοδιασμού

Οι διαταράξεις του ενεργειακού εφοδιασμού ενδέχεται να είναι φυσικού, οικονομικού, κοινωνικού ή οικολογικού χαρακτήρα.

1. Οι φυσικοί κίνδυνοι

Η φυσική διακοπή (εφόσον είναι μόνιμη) μπορεί να οφείλεται στην εξάντληση ή την εγκατάλειψη της παραγωγής κάποιου ενεργειακού πόρου. Δεν αποκλείεται μακροπρόθεσμα η Ευρώπη να μη διαθέτει πλέον κοινοτικούς πόρους φυσικού αερίου και πετρελαίου σε προσιτή τιμή. Είναι επίσης πιθανό η Ευρώπη, όπως ήδη συνέβη σε κάποια από τα κράτη μέλη, να πρέπει να εγκαταλείψει την παραγωγή του γαιάνθρακα. Παράλληλα δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να εγκαταλειφθεί και η πυρηνική ενέργεια λόγω μείζονος ατυχήματος σε κάποιον πυρηνικό σταθμό. Επιβάλλεται να αναλυθούν τα αποτελέσματα αντιστοίχων περιστάσεων σχετικά με τη μεταφορά της ζήτησης προς άλλα ενεργειακά προϊόντα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, πυρηνική ενέργεια, άνθρακας, ανανεώσιμες μορφές ενέργειας), όσον αφορά τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, η ενεργειακή εξάρτηση και οι περιβαλλοντικοί στόχοι.

Δεν θα πρέπει να παραμεληθεί η εξέταση του ενδεχομένου προσωρινών διακοπών των οποίων οι επιπτώσεις ενδέχεται να είναι σοβαρότατες τόσο για τους καταναλωτές όσο και για την οικονομία γενικότερα. Ανάλογες διακοπές ενδέχεται να οφείλονται σε απεργίες, κρίσεις γεωπολιτικού χαρακτήρα ή φυσικές καταστροφές. Διακοπές αυτού του είδους αφορούν την παρούσα Πράσινη Βίβλο μόνο στο μέτρο που αποτελούν σύμπτωμα διαρθρωτικών δυσχερειών εφοδιασμού σε κοινοτικό επίπεδο. Οι δυσχέρειες που συνάντησε η Γαλλία μετά από τις ζημιές που προκάλεσε η θύελλα του Δεκεμβρίου του 1999 απέδειξαν για παράδειγμα σε πιο βαθμό η διαμόρφωση των ηλεκτρικών δικτύων εξακολουθούσε να είναι εθνικού χαρακτήρα.

2. Οι οικονομικοί κίνδυνοι

Οι οικονομικές διακοπές οφείλονται στις διακυμάνσεις των τιμών των ενεργειακών προϊόντων στην ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά. Η εσωτερική αγορά επιτρέπει - χάρη στον ανταγωνισμό - τη βέλτιστη αξιοποίηση των πόρων και τη μείωση του κόστους αλλά δεν αποσυνδέει, ως εκ τούτου, πλήρως την ευρωπαϊκή αγορά από τις τιμές που επικρατούν στη διεθνή αγορά. Όντως, η ενεργειακή κατανάλωση του οικιακού και του τριτογενούς τομέα βασίζεται κατά 60% στους υδρογονάνθρακες. Ο τομέας των μεταφορών αντιπροσωπεύει περίπου το ήμισυ των διεξόδων του πετρελαίου. Η αύξηση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων και κυρίως των υδρογονανθράκων, συνεπάγεται κατά συνέπεια νομισματικές και εμπορικές ανισορροπίες που επιβαρύνουν την οικονομική υγεία της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη βαρύτητα έχουν τα γεωπολιτικά δεδομένα, δίχως να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς η επίδραση του ΟΠΕΚ, η σημασία των προσφάτων δυσχερειών της διαδικασίας ειρήνευσης της Μέσης Ανατολής, ο αποκλεισμός του Ιράκ και οι αβεβαιότητες όσον αφορά τις εξελίξεις στο Ιράν και τη Λιβύη.

Ο τριπλασιασμός της τιμής του αργού πετρελαίου κατά το 1999 και οι επιπτώσεις στην τιμή του φυσικού αερίου, αναμένεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στον ενεργειακό προϋπολογισμό και την οικονομία των κρατών μελών εφόσον διαρκέσουν. Η αύξηση της τιμής του αργού πετρελαίου οδήγησε στην καθαρή μεταφορά εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης περίπου 22,7 δισεκατ. EUR μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου 2000. Η αύξηση των πετρελαϊκών τιμών μετά το 1999, σε συνδυασμό με την καθίζηση του EUR είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί ο πληθωρισμός στην Ένωση κατά μία ποσοστιαία μονάδα επιπλέον. Η οικονομική αύξηση κατά τα φαινόμενα υφίσταται ήδη τις συνέπειες αλλά η αύξηση του ΑΕΠ εξακολουθεί να παραμένει περίπου στο 3%. Η παρούσα κατάσταση οδηγεί σε μείωση του ρυθμού αύξησης κατά 0,3% το 2000 και 0,5% το 2001. Η απώλεια της εμπιστοσύνης των φορέων εκμετάλλευσης και των καταναλωτών αναμένεται να αποτελέσει παράγοντα περαιτέρω επιδείνωσης της κατάστασης.

3. Οι κοινωνικοί κίνδυνοι

Η αστάθεια των ενεργειακών εφοδιασμών, είτε συνδέεται με τις διακυμάνσεις των τιμών, τις σχέσεις με τις χώρες προμηθευτές ή με οιοδήποτε άλλο φαινόμενο, μπορεί να αποτελέσει πηγή κοινωνικής κρίσης λιγότερο ή περισσότερο σοβαρής. Η βενζίνη αποτελεί όντως σήμερα προϊόν εξίσου καθοριστικό με το ψωμί για τη λειτουργία της οικονομίας. Οιαδήποτε διακοπή του εφοδιασμού ενδέχεται να προκαλέσει διατύπωση κοινωνικών διεκδικήσεων ή κοινωνικές συγκρούσεις. Η κατάσταση αυτή εμφανίζει ομοιότητες με την κατάσταση που είχε παρατηρηθεί πριν από δύο αιώνες λόγω έλλειψης άρτου. Από τα διαθέσιμα δεδομένα προκύπτει ότι οι εντάσεις των τιμών των καυσίμων θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν σε συντεχνειακές αντιδράσεις. Αρκεί να αναφερθεί ως παράδειγμα η απεργία που πραγματοποίησαν το φθινόπωρο του 2000 οι επαγγελματικοί κλάδοι που εθίγησαν ιδιαίτερα από την αύξηση των πετρελαϊκών τιμών. Υπενθυμίζεται ότι οι δύο πρώτες πετρελαϊκές κρίσεις είχαν σαν αποτέλεσμα να παύσει η πλήρης απασχόληση.

4. Οι οικολογικοί κίνδυνοι

Τέλος, οι διακοπές που μπορεί να θεωρηθούν ως οικολογικού χαρακτήρα αποτελούν βλάβες στο περιβάλλον της ενεργειακής αλυσίδας είτε πρόκειται για ατυχήματα (μαύρες παλίρροιες, πυρηνικά ατυχήματα, συμπτωματικές εκπομπές μεθανίου) είτε για φαινόμενα συνδυασμένα με ρυπογόνες εκπομπές (ρύπανση των αστικών κέντρων και εκπομπές φυσικών αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου). Οι περιβαλλοντικοί προβληματισμοί είναι ήδη παρόντες σε όλες τις πολιτικές. Εντούτοις οι προβληματισμοί που σχετίζονται με την άνοδο της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας αποτελούν νέο στοιχείο το οποίο επιβάλλεται σήμερα πλέον να αποτελέσει γνώμονα για την κατεύθυνση των πολιτικών που επιθυμούν να συμβάλουν στην προστασία του περιβάλλοντος και την αειφόρο ανάπτυξη. Οι στόχοι του Κιότο περί μείωσης των εκπομπών των αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου υποχρεώνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση να περιορίσει έως το 2008-2010, κατά 8% τις ετήσιες εκπομπές της συγκριτικά προς το 1990. Οι εν λόγω προσπάθειες επιβάλλεται να συνεχιστούν. Η καταπολέμηση των εκπομπών των φυσικών αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου δεν μπορεί, εντούτοις, να περιοριστεί στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου του Κιότο. Όντως, οι περιβαλλοντικές συνέπειες των προοπτικών αύξησης ορισμένων τομέων, όπως οι μεταφορές, επιβάλλουν την υλοποίηση μακροπρόθεσμης πολιτικής και για πολύ μετά το 2010.

B. Οι προβλέψεις απεικονίζουν ενδεχόμενες αστάθειες

Προκειμένου να ποσοτικοποιηθούν οι μείζονες προκλήσεις στον τομέα της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού, η ανάλυση από το κείμενο "Ενεργειακές προοπτικές για το 2020" [63] διευρύνθηκε με την ενημέρωση του βασικού σεναρίου και κατά τρόπο που να καλύπτει την περίοδο έως και το 2030. Επιπλέον η ανάλυση καλύπτει 30 χώρες, ήτοι τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις υποψήφιες χώρες καθώς και τη Νορβηγία και την Ελβετία.

[63] Ενεργειακές προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως το 2020, η Ενέργεια στην Ευρώπη ειδική έκδοση, Νοέμβριος 1999. Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

1. Παρουσίαση

α) Υποθέσεις για τη δυναμική παρέκταση των ήδη παρατηρούμενων τάσεων

Οι προβλέψεις αυτές απηχούν το ενδεχόμενο συνέχισης των ήδη παρατηρούμενων τάσεων και πολιτικών κατά την επόμενη τριακονταετία. Βάσει των ως άνω προβλέψεων θεωρείται ότι όλες οι σημερινές πολιτικές και εκείνες που ετέθησαν σε εφαρμογή έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999, θα συνεχιστούν και μελλοντικά. Έτσι για παράδειγμα, καμία συμπληρωματική πολιτική για τη μείωση των αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου δεν συνεξετάζεται στο πλαίσιο της πρόβλεψης αυτής. Η αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να ανέλθει σε 90% μεταξύ 1998 και 2030. Κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστούν τα κάτωθι στοιχεία:

- η συνέχιση της τεχνολογικής προόδου που βελτιώνει την ενεργειακή αποδοτικότητα.

- συνέχιση του ανοίγματος της αγοράς ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον ανταγωνισμό που υποτίθεται ότι θα υλοποιηθεί πλήρως έως το 2010.

- αναδιάρθρωση της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρ των δραστηριοτήτων με υψηλή προστιθέμενη αξία και σε βάρος της ενεργειοβόρας παραγωγής.

- αναδιάρθρωση των τομέων της ηλεκτρικής ενέργειας και της παραγωγής της θερμότητας μέσω τεχνολογιών που συνεπάγονται την αποδοτική αξιοποίηση του φυσικού αερίου.

- συνέχιση των πολιτικών προαγωγής της αξιοποίησης των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, συπεριλαμβανομένης της χορήγησης ενισχύσεων υπέρ των αντιστοίχων ειδών εξοπλισμού και της θέσπισης χρεώσεων υπό προνομιακό καθεστώς για την υποστήριξη της ζήτησης.

- οι αυτοδεσμευτικές συμφωνίες που συνάφθηκαν κατά το 1998 και το 1999 με τις αυτοκινητιστικές βιομηχανίες της Ευρώπης, της Ιαπωνίας και της Κορέας (ACEA, KAMA, JAMA) και προβλέπουν για το 2008 (ACEA) και το 2009 (KAMA, JAMA) τον περιορισμό των εκπομπών του CO2 σε 140 γραμμάρια ανά διανηθέν χιλιόμετρο για τα νέα αυτοκίνητα οχήματα.

- Όσον αφορά την πυρηνική ενέργεια, υποτίθεται ότι τα κράτη μέλη που δεν διαθέτουν πυρηνική ενέργεια δεν θα μεταβάλουν πολιτική στον εν λόγω τομέα. Λαμβάνοντας υπόψη την απαγκίστρωση ή τις δηλώσεις περί σταδιακής μείωσης της πυρηνικής ενέργειας (Βέλγιο, Γερμανία, Κάτω Χώρες, Ισπανία, Σουηδία), το συγκεκριμένο σενάριο προβλέπει ότι μετά την ολοκλήρωση του τεχνικού και οικονομικού κύκλου των πυρηνικών σταθμών, οι σταθμοί αυτοί θα αντικατασταθούν από άλλες τεχνολογίες. Οι Κάτω Χώρες υποτίθεται ότι θα εξαλείψουν σταδιακά την πυρηνική ενέργεια έως το 2010. Βάσει του μοντέλου αυτού αναμένεται να παύσει η χρήση της πυρηνικής ενέργειας στη Γερμανία μετά το 2025 ενώ στο Βέλγιο αναμένεται θεαματική μείωση της πυρηνικής ενέργειας μετά το 2020 καταλήγοντας σε ελάχιστο μερίδιο αγοράς το 2030 συγκριτικά προς τα σημερινά δεδομένα. Η Φινλανδία και η Γαλλία υποτίθεται ότι θα εξακολουθούν να χρησιμοποιούν την πυρηνική ενέργεια. Οι πυρηνικοί σταθμοί θα παροπλιστούν μετά από 40 χρόνια επιχειρησιακής λειτουργίας εκτός της Σουηδίας όπου υποτίθεται ότι ο ρυθμός θα είναι ταχύτερος.

Υποτίθεται επίσης ότι θα αυξηθούν μετρίως οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Η τάση τιμών θεωρείται ότι θα φτάσουν τα 27 EUR/βαρέλι το 2030 (σε τιμές του 1999). Οι τιμές του φυσικού αερίου θα ακολουθήσουν τις αντίστοιχες του πετρελαίου. Οι τιμές του άνθρακα υποτίθεται ότι θα αυξάνουν ελαφρότατα (και θα παραμένουν κάτω από το 10 EUR/βαρέλι) δεδομένου ότι η παγκόσμια αγορά χαρακτηρίζεται από αφθονία.

β) Τα αποτελέσματα

Η Ευρωπαϊκή Ένωση

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση υποτίθεται ότι η μεικτή ενεργειακή ζήτηση το 2030 θα είναι κατά 11% υψηλότερη από ό,τι του 1998. Υπολογίζεται επίσης ότι η ενεργειακή ζήτηση θα αυξηθεί πολύ βραδύτερα του ΑΕΠ (το οποίο αναμένεται να αυξηθεί κατά 90% μεταξύ 1998 και 2030). Διαπιστώνεται λοιπόν ουσιαστική αποσύνδεση της αύξησης της ενεργειακής ζήτησης από την οικονομική ανάπτυξη.

Επιπλέον παρατηρείται ουσιαστική διαρθρωτική μεταβολή στον τομέα της ενεργειακής κατανάλωσης. Η πηγή ενέργειας που εμφανίζει τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης είναι το φυσικό αέριο: + 45% μεταξύ 1998 και 2030. Το πετρέλαιο εξακολουθεί να αποτελεί το πλέον σημαντικό καύσιμο παρά το γεγονός ότι προβλέπεται μέτρια αύξησή του έως το 2030. Εντούτοις το μερίδιο που θα καταλαμβάνει στην αγορά το 2030 θα εξακολουθήσει να είναι της τάξεως του 38%, ενώ ανερχόταν σε 42% το 1998. Υπολογίζεται ότι η χρήση των στερεών καυσίμων θα περιοριστεί έως το 2010, αλλά εάν δεν ασκηθεί ουσιαστική πολιτική στον τομέα της αλλαγής του κλίματος, η χρήση του άνθρακα αναμένεται να αυξηθεί εκ νέου. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα κατά το 2030 η κατανάλωση των στερεών καυσίμων να είναι περίπου κατά ένα τρίτο υψηλότερη από του 1998.

Η συμβολή της πυρηνικής ενέργειας υποτίθεται ότι θα κορυφωθεί περίπου το 2010. Εντούτοις η πυρηνική παραγωγή κατά το 2020 είναι ελαφρά χαμηλότερη από το 1998 (-4% έως το 2020) δεδομένου ότι οι πυρηνικοί σταθμοί ολοκληρώνουν τον κύκλο ζωής τους. Η παραγωγή υποτίθεται ότι θα μειωθεί περίπου κατά 50% μεταξύ 2020 και 2030.

Οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας θα εξακολουθήσουν να αυξάνουν σε σχετικούς όρους (+45% μεταξύ 1998 και 2030). Εντούτοις υποτίθεται ότι το μερίδιο που καταλαμβάνουν οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας θα παραμείνει αρκετά περιορισμένο (6,7% το 2010 και 7,7% το 2030) παρά την υπόθεση ότι τα σημερινά συστήματα υποστήριξης εκ μέρους των κρατών μελών θα συνεχιστούν. Είναι σαφές ότι ο στόχος του 12% για τις ανανεώσιμες μορφές της ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτεί τη θέσπιση συμπληρωματικών πολιτικών μέτρων.

Μολονότι παρατηρείται ουσιαστική αποσύνδεση της ενεργειακής κατανάλωσης από την οικονομική ανάπτυξη, θεωρείται ότι η ενεργειακή ζήτηση θα εξακολουθήσει να αυξάνει. Παράλληλα, οι ενεργειακές εισαγωγές κατά πάσα πιθανότητα θα εξακολουθήσουν να κλιμακώνονται. Δεδομένου ότι η ενεργειακή παραγωγή στην Κοινότητα αναμένεται να κορυφωθεί περίπου το 2010, το ποσοστο στο οποίο οι εισαγωγές θα καλύπτουν την ενεργειακή ζήτηση θα αυξηθεί ουσιαστικά. Όντως η εξάρτηση από τις ενεργειακές εισαγωγές υποτίθεται ότι θα αυξηθεί ουσιαστικά από λιγότερο του 50% το 1998 σε 71% το 2030.

Επιπλέον, η αύξηση της ενεργειακής κατανάλωσης οδηγεί σε ακόμη υψηλότερες εκομπές CO2. Μεταξύ 1990 και 2010, ήτοι μεταξύ του έτους αναφοράς του πρωτοκόλλου του Κιότο και του μέσου της περιόδου στόχου (2008-2012), υπολογίζεται ότι οι εκπομπές CO2 στην Κοινότητα θα αυξηθούν κατά 5%. Η αύξηση αυτή είναι σαφώς χαμηλότερη της κλιμάκωσης της ενεργειακής ζήτησης λόγω των υψηλοτέρων μεριδίων του φυσικού αερίου, της πυρηνικής ενέργειας και των ανενεώσιμων μορφών ενέργειας έως το 2010.

Αναμένεται ότι θα συνεχιστεί η αντικατάσταση του άνθρακα από το φυσικό αέριο και μετά το 2010 συμβάλλοντας τοιουτοτρόπως στην περαιτέρω μείωση των εκπομπών του CO2. Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτικές που ασκούνται σήμερα έναντι της πυρηνικής ενέργειας και το επίπεδο υποστήριξης των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, εάν δεν υιοθετηθούν συμπληρωματικές πολιτικές στον τομέα της κλιματικής αλλαγής, το μερίδιο των καυσίμων με μηδενικές εκπομπές άνθρακα αναμένεται ότι θα μειωνόταν μετά το 2010. Ως εκ τούτου, οι εκπομπές του CO2 θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται από 12% το 1990 σε 2020 και σε 22% το 2030.

Η Ευρώπη των 30

Η διεύρυνση της ανάλυσης κατά τρόπο που να καλύπτονται 30 ευρωπαϊκές χώρες οδηγεί σε αποτελέσματα που είναι κατά το μάλλον ή ήττον παρμφερή προς τα ισχύοντα για τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπάρχουν δύο λόγοι γι'αυτό. Καταρχήν η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση αντιπροσωπεύει περίπου 80% της ενεργειακής κατανάλωσης της Ευρώπης των 30. Κατά δεύτερον, η ενεργειακή δομή των υποψηφίων χωρών και των αμέσων γειτόνων τους αναμένεται ότι θα προσεγγίσει την αντίστοιχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τις επόμενες δεκαετίες. Εντούτοις, δεδομένου ότι η Νορβηγία - που αποτελεί σημαντικό εξαγωγέα πετρελαίου και φυσικού αερίου, συμπεριλαμβάνεται στην Ευρώπη των 30, η εξάρτηση από τις εισαγωγές για την Ευρώπη των 30 θα είναι μικρότερη.

Στην Ευρώπη των 30, η ενεργειακή κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί κατά 25% μεταξύ 1998 και 2030, απηχώντας τόσο την οικονομική ανάπτυξη όσο και τις ουσιαστικές βελτιώσεις που θα παρατηρηθούν στον τομέα της εντατικής ανάλωσης ενέργειας. Τα καύσιμα που χαρακτηρίζονται από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης είναι το φυσικό αέριο, οι ανανεώσιμες μορφές της ενέργειας, τα στερεά καύσιμα και το πετρέλαιο, ενώ η συμβολή της πυρηνικής ενέργειας αναμένεται να περιοριστεί μετά από το παροπλισμό των ανασφαλέστερων πυρηνικών σταθμών στις υποψήφιες χώρες, καθώς και λόγω της διστακτικότητας που επιδεικνύουν σήμερα οι κυβερνήσεις σε ορισμένα κράτη μέλη. Το μερίδιο των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας στην Ευρώπη των 30 θα αυξηθεί από 6,8% το 1998 σε 8,1% έως το 2030.

Η εξάρτηση από τις εισαγωγές της Ευρώπης των 30 αναμένεται να αυξηθεί από 36% το 1998 σε 60% το 2030. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στη συνεχή αύξηση της ενεργειακής κατανάλωσης και στη μείωση της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου στη Βόρεια Θάλασσα καθώς και στην ασθενέστερη παραγωγή στερεών καυσίμων και πυρηνικής ενέργειας.

Οι εκπομπές CO2 στην Ευρώπη των 30 αναμένεται να αυξηθούν κατά 7% μεταξύ 1990 (έτος αναφοράς του Κιότο) και 2010. Το 2030 οι εκπομπές CO2 αναμένεται να υπερβούν το επίπεδο του 1990 κατά 31%.

2. Συμπεράσματα από το ενημερωμένο σενάριο βάσης

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρώπη των 30 βασίζονται σοβαρότατα στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο σε ό,τι αφορά την ενέργεια. Εν γένει, οι εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου αναμένεται να αυξηθούν ουσιαστικά. Επιπλέον θα αυξηθούν επίσης οι πραγματικές τιμές.

Πίνακας: Μερίδιο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου όσον αφορά τη συνολική ενεργειακή κατανάλωση το 1998, 2010, 2020 και 2030

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Η διείσδυση των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας αναμένεται ότι θα παραμείνει περιορισμένη και ως εκ τούτου δεν θα επιτευχθεί ο στόχος του 12%. Είναι σαφές ότι απαιτούνται πρόσθετες πολιτικές προσπάθειες προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος αυτός. Επιπλέον, εάν δεν ληφθούν συμπληρωματικά μέτρα, οι εκπομπές του CO2 αναμένεται ότι θα υπερβούν τα επίπεδα του 1990 έως το 2010 και θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται με ολοένα ταχύτερο ρυθμό.

Πίνακας: Η προβλεπόμενη αύξηση των εκπομπών CO2 το 2010, 2020 και το 2030 συγκριτικά προς το 1990 (έτος αναφοράς του πρωτοκόλλου του Κιότο)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Αναμένεται ότι η εξάρτηση από τις εισαγωγές θα αυξάνεται συνεχώς τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στην Ευρώπη των 30. Έως το 2030, η εξάρτηση από τις εισαγωγές υποτίθεται ότι θα υπερβεί το 70% στο έδαφος στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση και του 60% στην Ευρώπη των 30. Συγκριτικά προς τα σημερινά επίπεδα περίπου 50% για την Ευρωπαϊκή Ένωση και 36% για την Ευρώπη των 30, η Ευρώπη καθίσταται ολοένα και πιο εξαρτημένη από τις εισαγωγές στον τομέα του εφοδιασμού της ενέργειας.

Πίνακας: Εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρώπης των 30 από τις εισαγωγές το 1998, 2010, 2020 και το 2030

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Λόγω της έντονης αποσύνδεσης της χρήσης της ενέργειας από την οικονομική ανάπτυξη, ο λόγος των εισαγωγών ενέργειας προς το ΑΕΠ μειώνεται. Ενώ οι καθαρές ενεργειακές εισαγωγές σε απόλυτες τιμές αναμένεται να αυξηθούν κατά 81% (από 648 εκατομ. ΤΙΠ σε 1995 σε 1175 εκατομ. ΤΙΠ το 2030), η ένταση των καθαρών εισαγωγών αναμένεται να μειωθεί κατά 11% μεταξύ 1995 και 2030, λαμβάνοτας υπόψη την ανάπτυξη της συνολικής οικονομικής παραγωγής (ΑΕΠ).

Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι πιθανό να αυξηθούν οι τιμές των ενεργειακών εισαγωγών κατά 86% για το πετρέλαιο, 81% για το φυσικό αέριο και 5% για τον άνθρακα, σε ό,τι αφορά την περίοδο 1995-2030, το κόστος της εισαγόμενης ενέργειας αναμένεται να αυξηθεί ταχύτερα από το ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, το βασικό σενάριο προβλέπει ότι η εισαγόμενη ενέργεια ως μερίδιο του ΑΕΠ θα αυξηθεί από 1,2% το 1995 σε 1,7% το 2030.

Οι τάσεις αυτές θέτουν θέματα σχετικά με τις εναλλακτικές δυνατότητες ανάπτυξης:

- Σε ποιο βαθμό η επιταχυνόμενη μείωση της πυρηνικής ενέργειας (σε σχέση με τις προβλέψεις) θα συνεπάγετο αύξηση των εκπομπών CO2 και της εξάρτησης από τις εισαγωγές;

- Ποιες επιπτώσεις θα ήταν εύλογο να αναμένονται σχετικά με τις εκπομπές του CO2 και τις εισαγωγές, σε περίπτωση που οι σημερινές ενισχύσεις υπέρ των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας μειώνονταν, καταργούνταν ή βελτιώνονταν, συνεξετάζοντας τη σοβαρή αύξηση των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης για τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας;

- Σε ποιο βαθμό θα περιοριζόταν η ζήτηση καυσίμων όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο σε περίπτωση ουσιαστικής αύξησης των τιμών τους (π.χ. λόγω της διαταραχής του ενεργειακού εφοδιασμού σε παγκόσμιο επίπεδο); Μήπως αυτό θα οδηγούσε σε μικρότερη εξάρτηση από τις εισαγωγές και περιορισμό των εκπομπών του CO2 λαμβάνοντας υπόψη ότι η αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου και του πετρελαίου θα είχε ενδεχομένως ως αποτέλεσμα να ευνοηθούν περισσότερο πιο ρυπογόνα καύσιμα όπως ο άνθρακας;

- Ποιες είναι οι επιπτώσεις των δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν στο Κιότο για την περίοδο 2008-2012 (- 8% των εκπομπών των αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου συγκριτικά προς το 1990) και των αυστηρότερων στόχων για τη μετέπειτα περίοδο; Ιδίως, τι συνεπάγεται αυτό για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και το ρόλο των μη ρυπογόνων μορφών ενέργειας όπως οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας και η πυρηνική ενέργεια; Τέλος ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις για την ασφάλεια του εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

- Στο τέλος της περιόδου, το δυναμικό παραγωγής πυρηνικής ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα μειωθεί ουσιαστικά λόγω των πολιτικών αποφάσεων των κρατών μελών; Ποιες είναι οι αντίστοιχες επιπτώσεις για τις οικονομικές, περιβαλλοντικές και ενεργειακές πολιτικές;

Από τις προβλέψεις επιβεβαιώνεται ότι υφίστανται πολλές προκλήσεις προς αντιμετώπιση:

- η εξάρτηση αναμένεται ότι θα ανέλθει περίπου σε 70% το 2030

- οι ανανεώσιμες μορφές της ενέργειας δεν φθάνουν το 12%

- οι στόχοι του Κιότο δεν επιτυγχάνονται

- η απουσία της πυρηνικής ενέργειας θα καταστούσε ακόμα δυσκολότερη την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μακροπρόθεσμα.

Από την ανάλυση αυτή προκύπτει επίσης ότι υφίστανται εναλλακτικές πολιτικές δυνατότητες υπέρ του μηδενικού ρυθμού αύξησης του άνθρακα που μειώνουν ταυτόχρονα την ενεργειακή εξάρτηση και τις εκπομπές CO2. Η ανάληψη συμπληρωματικών προσπαθειών για τη μείωση της ενεργειακής έντασης θα συνέβαλε επίσης στον περιορισμό των εντόνων διακυμάνσεων των τιμών στη διεθνή αγορά μέσω της μείωσης της εξωτερικής ενεργειακής εξάρτησης και της συρρίκνωσης των εκπομπών CO2. Μεταξύ των τομέων στους οποίους θεωρείται ότι είναι δυνατό να επιτευχθεί η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας δίχως κινδύνους για την οικονομική ανάπτυξη συγκαταλέγονται οι τομείς των κατασκευών και των μεταφορών.

//

II ΟΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Η παραδοσιακή αντίληψη περί ασφάλειας του εφοδιασμού προβάλλει φυσικά την ανάγκη εφαρμογής πολιτικών με στόχο την αύξηση της ενεργειακής προσφοράς, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Από την άποψη αυτή, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να διευρύνει και να ενισχύσει το φάσμα των εγχωρίων ενεργειακών πόρων καθώς και να ασκήσει πολιτική εξασφάλισης των εξωτερικών πηγών εφοδιασμού.

Οι προοπτικές και οι εξελίξεις που παρατηρούνται στις ενεργειακές αγορές όμως, περιορίζουν τις δυνατότητες παρέμβασης στην προσφορά. Η απουσία πολιτικής συναίνεσης υπέρ της επιβολής στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενιαίας κοινοτικής πολιτικής για την ενέργεια, συρρικνώνει ανάλογες δυνατότητες παρέμβασης. Μόνο μία πολιτική προσανατολισμένη προς τη ζήτηση μπορεί να θέσει τα θεμέλια μιας γνήσιας και βιώσιμης πολιτικής ασφάλειας του εφοδιασμού στον τομέα της ενέργειας.

A. Ο έλεγχος της αύξησης της ζήτησης

Το νέο ενεργειακό πλαίσιο στην Ευρώπη ενισχύει την ανάγκη ανάπτυξης νέας στρατηγικής σε επίπεδο ζήτησης. Εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδειχθεί ανίκανη να αντιστρέψει τις παρατηρούμενες σήμερα τάσεις όσον αφορά την αξιοποίηση της ενέργειας και τις μεταφορές, ιδίως στα αστικά κέντρα, θα πρέπει να αποδεχθεί ότι θα εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές για τον ενεργειακό εφοδιασμό καθώς και ότι θα ανταποκριθεί πολύ δύσκολα στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει στο Κιότο. Λόγω των διακυδεβευομένων, η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να στραφεί προς τα πλέον αποδοτικά μέσα προσανατολισμού της ζήτησης, ήτοι τη φορολογία και τα μέτρα κανονιστικού χαρακτήρα.

1. Οριζόντιες πολιτικές

Η ενίσχυση της ασφάλειας του εφοδιασμού με βιώσιμη ενέργεια δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο των επιβλαβών συνεπειών της ανεξέλεγκτης ενεργειακής κατανάλωσης. Θα πρέπει κατά συνέπεια να στηριχθεί σε μια οριζόντια πολιτική η οποία να έχει ως στόχο τη χρέωση της ενέργειας στην πραγματική της τιμή ενθαρρύνοντας παράλληλα την εξοικονόμηση της ενέργειας.

α) Η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς

Η ενδυνάμωση της εσωτερικής αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου καθιστά απαραίτητη την καθιέρωση μεγαλύτερου ανταγωνισμού μεταξύ των εθνικών φορέων ενεργειακής εκμετάλλευσης, και την εισαγωγή νέων εξουσιών ρυθμιστικού χαρακτήρα καθώς και ευλόγων τιμών διανομής. Η Επιτροπή προτίθεται να υποβάλει σχετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Στοκχόλμης. Η πρόταση αυτή αποτελεί συστατικό στοιχείο της ευρωπαϊκής πολιτικής για την εξασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού στην Ευρώπη. Το μεγαλύτερο άνοιγμα της αγοράς, τόσο σε ό,τι αφορά την προσφορά όσο και σε ό,τι αφορά τη ζήτηση, ωθεί όντως τους εμπλεκομένους να διευρύνουν τις ενεργειακές εναλλακτικές λύσεις τους. Τοιουτοτρόπως η αναβάθμιση του ανταγωνισμού στον τομέα του φυσικού αερίου εντός της ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής αγοράς θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να αποσυνδεθούν οι τιμές του φυσικού αερίου από τις αντίστοιχες του πετρελαίου.

β) Η φορολογία της ενέργειας

Στο πλαίσιο μιας αγοράς που ολοένα ανοίγει περισσότερο, η φορολογία εξακολουθεί να αποτελεί το κατεξοχήν ευέλικτο και αποτελεσματικό εργαλείο, που προσφέρει κίνητρα σε διάφορους παράγοντες της αγοράς αυτής προκειμένου να μεταβάλουν συμπεριφορά. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά τα τελευταία έτη πρότεινε μέτρα τα οποία παρέμειναν νεκρό γράμμα στο τραπέζι του Συμβουλίου. Βάσει των νέων δεσμεύσεων σχετικά με την ασφάλεια του αειφόρου ανεφοδιασμού της Ένωσης, οι φορολογικές προτάσεις της Επιτροπής των ετών 1992 και 1997 θα μπορούσαν να συμπληρωθούν από νέα πρόταση με στόχο τον προσανατολισμό της ενέργειας προς τις αγορές που κατεξοχήν σέβονται το περιβάλλον επιδιώκοντας παράλληλα την ενισχυμένη ασφάλεια του εφοδιασμού.

Η Επιτροπή θα διερευνήσει τις δυνατότητες να συνδυασθεί η προς τα άνω προσέγγιση των τάσεων της φορολογίας για τα καύσιμα (διαρθρωτική διάσταση) με κοινοτικό μηχανισμό που να επιτρέπει τη σταθεροποίηση των εσόδων του ΦΠΑ σε περίπτωση σοβαρών διακυμάνσεων της τιμής του πετρελαίου (συγκυριακές συνιστώσες). Εν προκειμένω θα πρέπει να εξεταστούν οι επιπτώσεις αναλόγων μέτρων στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Στόχος των φορολογικών μέσων επιβάλλεται να αποτελέσει η εξάλειψη των στρεβλώσεων σε εθνικό επίπεδο καθώς και των στρεβλώσεων μεταξύ παραγωγών ενέργειας, η περαιτέρω ενίσχυση των προσπαθειών για εξοικονόμηση ενέργειας και τέλος ο συνυπολογισμός των προκαλούμενων ζημιών στο περιβάλλον (εσωτερίκευση των εξωτερικών δαπανών όπως η συμμετοχή στη μείωση των εκπομπών CO2).

γ) Προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας

Η Ευρώπη δεν συνέχισε τις προσπάθειες που κατέβαλε για εξοικονόμηση της ενέργειας μετά από τις πετρελαϊκές κρίσεις, παρά τις σοβαρές δυνατότητες που υπήρχαν στον τομέα αυτό.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτίθεται ως εκ τούτου να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Στοκχόλμης πρόγραμμα για την εξοικονόμηση και τη διαφοροποίηση της ενέργειας συνοδευόμενο από ποσοτικοποιημένους στόχους για το 2010 με στόχο τόσο τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας, σύμφωνα με τις προτεραιότητες που έχουν εντοπιστεί στους επιμέρους τομείς και ιδίως στα κτίρια, όσο και την ενίσχυση της ανάπτυξης οχημάτων νέας γενεάς. Το πρόγραμμα αυτό θα αντικαταστήσει τα απλά πρωτοβουλιακά μέτρα που με περιορισμένα αποτελέσματα έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα σε κοινοτικό επίπεδο. Οι προσπάθειες θα αφορούν κυρίως δύο άξονες:

- για τα οχήματα, η εντατικοποίηση των τεχνολογικών εξελίξεων θα επιτρέψει, πέραν της βελτίωσης της απόδοσης των παραδοσιακών οχημάτων, και την πρόοδο στον τομέα των αποτελεσματικότερων ηλεκτρικών και υβριδικών οχημάτων καθώς και την εμπορική διακίνηση οχημάτων με στήλες καυσίμων.

- όσο για τα καύσιμα, είναι απαραίτητο να ενισχυθούν τα μέτρα υπέρ των καυσίμων υποκατάστασης, ιδίως για τη μεταφορά και τη θέρμανση, προκειμένου να διευκολυνθεί η μεγαλύτερη διείσδυσή τους (βιοκαύσιμα, φυσικό αέριο για οχήματα και πιο μακροπρόθεσμα υδρογόνο). Δεν θα ήταν παράλογο να θεσπιστεί, όσον αφορά τις αγορές αυτές, στόχος της τάξης του 20% για το 2020.

Μολονότι η βιομηχανία, και ιδίως οι ενεργειοβόροι κλάδοι αυτής, επέτυχαν σοβαρότατες προόδους και υψηλότατα επίπεδα αποδοτικότητας, εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικές δυνατότητες βελτίωσης της σχέσης κόστους απόδοσης.

δ) Η διάδοση των νέων τεχνολογιών

Οι προσπάθειες που καταβάλλονται τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο μέσω των ποικίλων προγραμμάτων επέτρεψαν τη διαμόρφωση νέων τεχνολογιών που εξοικονομούν ενέργεια αλλά δεν είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικές. Τοιουτοτρόπως τα κοινοτικά προγράμματα θα πρέπει να ευνοήσουν τη δημιουργία αγορών που να απορροφούν αυτές τις νέες τεχνολογίες στο πλαίσιο πειραματικών προσπαθειών μεγάλης κλίμακας (π.χ. στα μεγάλα οικιστικά συγκροτήματα).

Η αρτιότερη συγκέντρωση των προγραμμάτων και η διευρυμένη διάδοση των αποτελεσμάτων τους αποτελεί καθοριστικής σημασίας προϋπόθεση για την πληρέστερη και ταχύτερη αξιοποίηση των τεχνολογικών ανακαλύψεων.

2. Οι τομεακές πολιτικές

α) Η ανισορροπία των μεταφορικών μέσων

Κατά τα τελευταία έτη οξύνθηκε περαιτέρω η ανισορροπία μεταξύ των επιμέρους μεταφορικών μέσων υπέρ των οδικών μεταφορών, που αποτελούν το σημαντικότερο τομέα ανάλωσης πετρελαϊκών προϊόντων (ποσοστό υψηλότερο του 80% της τελικής ζήτησης πετρελαίου από τις μεταφορές, προορίζεται για τις οδικές μεταφορές). Έως το 2010, λόγω της οικονομικής ανάπτυξης η οποία προκαλεί αύξηση της ζήτησης στον τομέα των μεταφορών, η κυκλοφορία εμπορευμάτων αναμένεται να αυξηθεί κατά 38% και η κυκλοφορία επιβατών κατά 19%. Εάν συνεχιστούν οι τάσεις που διαπιστώθηκαν κατά τα τελευταία έτη, αναμένεται να προκληθεί περαιτέρω επιδείνωση της ως άνω ανισορροπίας μεταξύ μεταφορικών μέσων, υπέρ των οδικών μεταφορών. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά το 1970, οι οδικές μεταφορές δεν κάλυπταν καν το 50% των μεταφερόμενων εμπορευμάτων (σε tkm) ενώ σήμερα το αντίστοιχο μερίδιο ανέρχεται σε 80% και θεωρείται ότι κατά το 2010 θα μπορούσε να φθάσει το 90%.

Εξάλλου διαπιστώνεται ότι οι σημαντικότερες προσπάθειες μείωσης των εκπομπών θα πρέπει να πραγματοποιηθούν στο συγκεκριμένο τομέα. Οι προσπάθειες αυτές θα ήταν δυνατό να αυξηθούν το 2010 κατά 40% συγκριτικά προς το επίπεδο του 1990. Κατά συνέπεια η Επιτροπή καθόρισε ως στόχο για το 2010 τη διατήρηση των μεριδίων των επιμέρους μεταφορικών μέσων στην αγορά ως είχαν κατά το 1998. Πρόκειται για ιδιαίτερα φιλόδοξο στόχο, δεδομένου ότι πρόκειται για αντιστροφή μιας τάσης η οποία κατά τα φαινόμενα χαρακτήριζε την αναπόφευκτη συρρίκνωση των μεριδίων αγοράς ορισμένων μεταφορικών μέσων όπως ο σιδηρόδρομος. Μία πρώτη σημαντική απόφαση θεσπίστηκε για το άνοιγμα των σιδηροδρομικών αγορών διεθνών μεταφορών εμπορευμάτων που αναμένεται ότι θα απελευθερωθούν πλήρως έως το 2008. Για την επίτευξη του ως άνω στόχου θα απαιτηθεί να ληφθούν μέτρα ιδιαίτερης εμβέλειας ώστε να καταστούν ανταγωνιστικότερα τα εν λόγω μεταφορικά μέσα συγκριτικά προς τις οδικές μεταφορές.

Κατά την αναθεώρηση της κοινής πολιτικής μεταφορών θα μπορούσαν να εξεταστούν διάφορες εναλλακτικές λύσεις μεταξύ των οποίων και οι εξής [64]:

[64] Τα ως άνω μέτρα θα αποτελέσουν μελλοντικά αντικείμενο Λευκής Βίβλου για τις μεταφορές.

* Η αναζωογόνηση των σιδηροδρόμων, μέσω του εκσυγχρονισμού των δημόσιων υπηρεσιών, ιδίως στον τομέα τους, και του ανοίγματος στον ανταγωνισμό. Κρίνεται επίσης σκόπιμο να ενθαρρυνθεί η ανάπτυξη των ακτοπλοϊκών μεταφορών και η χρήση των εσωτερικών πλωτών οδών.

* Μέτρα εξυγίανσης των οδικών μεταφορών. Όπως, μεταξύ άλλων, η αναθεώρηση των προϋποθέσεων πρόσβασης στον επαγγελματικό κλάδο του οδικού μεταφορέα, η ενίσχυση της εφαρμογής των κανονιστικών διατάξεων για κοινωνικά θέματα και θέματα ασφάλειας καθώς και η ενθάρρυνση της συγκέντρωσης και της διαφοροποίησης των δραστηριοτήτων επιμελητείας. Το πλεονάζον δυναμικό το οποίο υπολογίζεται σε 30% για τον οδικό τομέα στην Ένωση καθιστά αναγκαία την αναδιάρθρωση του τομέα με κοινωνικά μέτρα και όχι περιορισμό της φορολογικής επιβάρυνσης.

* Επενδύσεις για υποδομές που θα πρέπει να εστιασθούν στην εξάλειψη των συμφορήσεων του σιδηροδρομικού δικτύου και την ανάπτυξη διευρωπαϊκού δικτύου μεταφοράς φορτίων. Προς τούτο απαιτούνται πρωτότυπες χρηματοδοτικές λύσεις, οι οποίες για παράδειγμα να στηρίζονται σε επενδυτικά ταμεία με πόρους από τις χρεώσεις ανταγωνιστικών οδικών διαδρομών.

* Τέλος ο εξορθολογισμός της χρήσης των ιδιωτικών αυτοκινήτων που παραδοσιακά χρησιμοποιούνται στα αστικά κέντρα και η προαγωγή των καθαρών αστικών μεταφορών αποτελούν επίσης στόχο προτεραιότητας παράλληλα προς τις προσπάθειες που πρέπει να καταβληθούν υπέρ της χρήσης του υδρογόνου ως καυσίμου για τα οχήματα του μέλλοντος. Μεταξύ των υπό μελέτη δράσεων μπορεί να αναφερθεί η προαγωγή της εμπορικής διαχείρισης οχημάτων ιδιωτικής και δημοσίας χρήσης με περιορισμένες ή μηδενικές ρυπογόνες επιπτώσεις. Η ανάπτυξη μιας νέας γενεάς ηλεκτρικών οχημάτων - υβριδικών (συνδυασμός ηλεκτρικού με θερμικό κινητήρα), με φυσικό αέριο ή ακόμα, πιο μακροπρόθεσμα, οχημάτων που θα λειτουργούν στο μέλλον αντλώντας ενέργεια από στήλη υδρογόνου, θεωρούνται ως ιδιαίτερα πολλά υποσχόμενες προοπτικές.

* Τέλος, με στόχο την προαγωγή των μεταφορικών μέσων που κατεξοχήν σέβονται το περιβάλλον και είναι τα πλέον αποδοτικά από άποψη κατανάλωσης ενέργειας, κατά τον καταλογισμό του κόστους μεταφοράς θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο μέλλον η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει. Επίσης η τιμή και οι πολιτικές μεταφοράς θα πρέπει να συνυπολογίζουν αυτό το επιπλέον κόστος ώστε οι ατομικές και συλλογικές επιλογές να τροποποιούνται ανάλογα, ειδάλλως η ανοχή που επιδεικνύει η κοινωνία έναντι της γενικότερης υποβάθμισης των συνθηκών διαβίωσης θα μπορούσε να εξαντληθεί. Αυτό αφορά καταρχήν τις μετακινήσεις εντός των αστικών κέντρων, όπου επιβάλλεται να αποδοθεί μεγαλύτερη σημασία στα συλλογικά μέσα μεταφοράς που είναι οικονομικότερα από ενεργειακή σκοπιά και λιγότερο ρυπογόνα.

β) Κτίρια: περιθώρια επίτευξης σοβαρών εξοικονομήσεων ενέργειας

Η πληρέστερη αξιοποίηση των τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας που διατίθενται και είναι βιώσιμες από οικονομική σκοπιά θα επέτρεπαν να μειωθεί η χρήση της ενέργειας στα κτίρια τουλάχιστον κατά ένα πέμπτο, ήτοι κατά 40 εκατομ. ΤΙΠ [65]. Πρόκειται ουσιαστικά για το 10% των καθαρών εισαγωγών πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων που πραγματοποιούνται σήμερα και περίπου για το 20% των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Κιότο για μείωση των εκπομπών των αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου.

[65] Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, τα περιθώρια εξοικονόμησης της ενέργειας στον τομέα των κτιρίων θα ήταν μεγαλυτέρας κλίμακας και ενδιαφέροντος κατά τις περιόδους αύξησης των τιμών της ενέργειας.

Η αύξηση της ενεργειακής εξοικονόμησης στα κτίρια, εκτός της μείωσης των συνολικών αναγκών σε ενέργεια και της βελτίωσης που συνεπάγεται για την ασφάλεια του εφοδιασμού, περιορίζει επίσης τις εκπομπές CO2 και βελτιώνει την άνεση των χώρων διαβίωσης όπως οι τόποι εργασίας. Παράλληλα εξασφαλίζει την καταπολέμηση της κοινωνικής περιθωριοποίησης βελτιώνοντας το επίπεδο ζωής πολλών πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, η λήψη μέτρων για την εξοικονόμηση ενέργειας στον τομέα των κτιρίων δημιουργεί ουσιαστικές προοπτικές απασχόλησης.

Η Επιτροπή θα προτείνει διατάξεις ρυθμιστικού περιεχομένου σχετικά με την εξοικονόμηση της ενέργειας στα κτίρια που θα αντικαταστήσουν τα πρωτοβουλιακά μέτρα που λαμβάνονται μέχρι σήμερα. Οι ως άνω διατάξεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τα κάτωθι στοιχεία:

* Κανονιστική καθιέρωση κατωτέρων ορίων για την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια. Οι ευρωπαϊκές κανονιστικές διατάξεις που καθορίζουν τα κατώτερα επίπεδα εξοικονόμησης της ενέργειας στα κτίρια θα μπορούσαν να έχουν ικανοποιητικά αποτελέσματα. Οι πρόοδοι των επενδύσεων στις ήδη υφιστάμενες εγκαταστάσεις θα μπορούσαν επίσης να αναθεωρηθούν και να ελεγχθούν μέσω των κανονιστικών διατάξεων για θέματα θερμομόνωσης των κτιρίων. Προς τούτο, είναι απαραίτητο να καθιερωθούν πρότυπα ενεργειακής κατανάλωσης ανά κυβικό μέτρο προκειμένου να καταστεί δυνατή η ουσιαστική ενεργειακή πιστοποίηση των κτιρίων. Η δημιουργία ενιαίων ενεργειακών πιστοποιητικών θα επέτρεπε να συνυπολογίζεται και η ενέργεια ως παράγοντας κατά την αγορά ακινήτων ώστε να δημιουργηθεί ουσιαστική ζήτηση για τα οικήματα που είναι οικονομικά από άποψη ενέργειας. Τα πιστοποιητικά αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν φορολογικό εφαλτήριο προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις για την εξοικονόμηση ενέργειας.

* Ενθάρρυνση της αξιοποίησης των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας στις νέες κατασκευές. Οι ως άνω κανονιστικές διατάξεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν κανονιστικές υποχρεώσεις σχετικά με τις διατάξεις θέρμανσης ή κλιματισμού που για παράδειγμα θα ήταν απαραίτητο να συνδυαστούν με τους πόρους των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας (επενδύσεις πολυκαυσίμων). Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει επίσης να ενθαρρυνθεί η ενσωμάτωση στις στέγες ή στις προσόψεις φωτοβολταϊκών διατάξεων και ηλιακών οθονών. Παράλληλα θα ήταν δυνατόν να καθιερωθούν στόχοι για την ενσωμάτωση των εν λόγω τεχνολογιών στις νέες κατασκευές.

B. Η διαχείριση της εξάρτησης από την προσφορά

Το κατά πόσον θα εξασφαλιστεί βιώσιμη και ενισχυμένη ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτάται κατά πρώτον από την καθιέρωση πολιτικών προσανατολισμού της ζήτησης, ήτοι μία υπεύθυνη πολιτική διαχείρισης της εξάρτησης που θα πρέπει απαραίτητα να ενσωματώνει τη διάσταση της προσφοράς, ακόμη και σε περίπτωση που στον τομέα αυτό οι αρμοδιότητες και τα περιθώρια ελιγμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ιδιαίτερα περιορισμένα όπως ανωτέρω αναφέρθηκε

1. Εσωτερική προσφορά

α) Η ανάπτυξη των ενεργειακών πηγών με τις μικρότερες ρυπογόνες επιπτώσεις

Η πυρηνική ενέργεια και τα στερεά καύσιμα έχουν στιγματιστεί, το πετρέλαιο είναι συχνά έρμαιο ανεξέλεγκτων γεωπολιτικών κραδασμών, οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας εμφανίζουν τεχνολογικές δυσκολίες και προβλήματα ουσιαστικής αποδοτικότητας προκειμένου να διεισδύσουν στην αγορά. Μακροπρόθεσμα ενδέχεται να υπάρξουν κίνδυνοι διακοπής του εφοδιασμού με φυσικό αέριο. Η ολοένα μεταβαλλόμενη ζήτηση προσαρμόζεται στους νέους κανόνες λειτουργίας της αγοράς και ενσωματώνει ολοένα και περισσότερο τους περιβαλλοντικούς προβληματισμούς.

Οι νέες και ανανεώσιμες μορφές ενέργειας

Η υδροηλεκτρική ενέργεια δεν διαθέτει σήμερα δυνατότητες που να επιτρέπουν την ενίσχυση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού στην Ευρώπη. Αντίθετα οι νέες και ανανεώσιμες μορφές ενέργειας αποτελούν εναλλακτική δυνατότητα στην οποία επιβάλλεται να αποδοθεί προτεραιότητα στο πλαίσιο της ανάληψης παραλλήλων δράσεων υπέρ της ασφάλειας του εφοδιασμού, του περιβάλλοντος και των γεωργικών πληθυσμών.

Ιδιαίτερα έντονες προσπάθειες θα πρέπει να καταβληθούν προκειμένου να διευκολυνθεί η διείσδυση στην οικονομία των ανανεώσιμων και νέων μορφών ενέργειας (όπως το υδρογόνο και η συνδυασμένη παραγωγή ενέργειας). Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει επίσης τον εξής ιδιαίτερα φιλόδοξο στόχο στον τομέα αυτό: 12% της ενεργειακής κατανάλωσης κατά το 2010 θα πρέπει να προέρχονται από τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας. Αυτό συνεπάγεται, πρωτίστως την χορήγηση επιδοτήσεων υπέρ της παραγωγής των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας για τη επιχειρησιακή τους ανάπτυξη και την περαιτέρω αξιοποίησή τους. Οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας μπορούν να καταστούν επαρκώς ανταγωνιστικές μόνον εφόσον καταστούν αποδέκτες ενισχύσεων για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα.

Για την προαγωγή των ως άνω μορφών ενέργειας δεν διατίθενται οι διευκολύνσεις των οποίων επωφελήθηκαν άλλοι τομείς ενόσω βρίσκονταν σε αρχικό στάδιο (πετρέλαιο, άνθρακας, πυρηνική ενέργεια). Επιπλέον η ενίσχυση των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας δικαιολογείται δεδομένου ότι οι παραδοσιακές μορφές ενέργειας δεν επωμίζονται ουσιαστικά το εξωτερικό κόστος τους που έχει αποτελέσει αντικείμενο ενδελεχών ποσοτικών αξιολογήσεων. Για παράδειγμα, δεν επιβαρύνονται για τις εκπομπές CO2 που παράγουν. Ως εκ τούτου η χρηματοδότηση σήμερα των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας - που εν γένει θεωρούνται μη αποδοτικές - θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω προσωρινών εισφορών από τα κέρδη άλλων φορέων εκμετάλλευσης του ενεργειακού τομέα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, πυρηνική ενέργεια).

Η πυρηνική ενέργεια

Οι δυνατότητες που προσφέρει η πυρηνική ενέργεια θα πρέπει να εξεταστούν λαμβάνοντας υπόψη τη συμβολή της στους στόχους της ασφάλειας του εφοδιασμού και της μείωσης των εκπομπών των αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Η πυρηνική ενέργεια επέτρεψε στην Ευρώπη να αποφύγει περίπου 300 εκατομ. τόννους εκπομπών CO2 κατά το 1998. Αυτό ισοδυναμεί με την απόσυρση από την κυκλοφορία 100 εκατομ. οχημάτων. Η ως άνω διαπίστωση δεν προκαταβάλλει τις ανεξάρτητες αποφάσεις των κρατών μελών για σταδιακό κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών ή το πάγωμα των επενδύσεων στον τομέα αυτό. Επιπλέον, το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη εξαλείφουν σταδιακά την πυρηνική ενέργεια δεν επηρεάζει τη δυνατότητα η Κοινότητα να ανταπεξέλθει στους στόχους της έως το 2012. Λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες τεχνολογίες, η εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας θα είχε ως αποτέλεσμα η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια να προέρχεται κατά 35% από τις παραδοσιακές και τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας.

Κατά συνέπεια επιβάλλεται να αποδοθεί προτεραιότητα στην:

* Υποστήριξη της έρευνας για τους μελλοντικούς αντιδραστήρες ιδίως της πυρηνικής σύντηξης και τη συνέχιση και εντατικοποίηση των ερευνών σχετικά με τη διαχείριση των ακτινοβολημένων καυσίμων και την αποθήκευση των αποβλήτων. Η Ένωση καλείται να διατηρήσει το δυναμικό που διαθέτει στον τομέα των τεχνολογιών αιχμής, της τεχνογνωσίας και των εξαγωγών προς τρίτες χώρες ιδίως ειδών εξοπλισμού, εμπλουτισμού, παραγωγής και επανεπεξεργασίας των ακτινοβοληθέντων καυσίμων καθώς και στον τομέα της διαχείρισης των αποβλήτων.

* Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλεται να εξετάσει ποιες είναι οι δυνατότητες αντιμετώπισης του θέματος της ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας της διεύρυνσης, όπως ζήτησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι.

* Η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να μεριμνήσει ώστε να τηρηθούν οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί για το κλείσιμο και τον παροπλισμό των αντιδραστήρων που δεν είναι εκσυγχρονίσιμοι. Θα πρέπει να εξασφαλισθεί η δέουσα προς τούτο χρηματοοικονομική ενίσχυση.

β) Η διαφύλαξη της πρόσβασης στους πόρους

Ενόψει μιας διευρυμένης και ανανεωμένης πολιτικής για τα αποθέματα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε:

- να εξετάσει πρακτικούς τρόπους ενίσχυσης των στρατηγικών αποθεμάτων πετρελαίου «κοινοτικοποιώντας» τη χρήσης τους. Προκειμένου να καταπολεμηθούν οι κερδοσκοπικές πρωτοβουλίες θα ήταν χρήσιμο να αναζητηθούν μέσα παρέμβασης, κατά το πρότυπο των τεχνικών που χρησιμοποιούνται στις νομισματικές αγορές, ώστε να περιοριστούν οι διακυμάνσεις των τιμών [66] ή να αντιμετωπισθούν έκτακτες οξύνσεις της ζήτησης. Η Ένωση επιβάλλεται να εξετάσει το ενδεχόμενο συγκρότησης στρατηγικών αποθεμάτων πετρελαίου τα οποία να χρησιμοποιούνται κατά τρόπο που να συμβάλουν στην απόσβεση και την τροποποίηση των ανεξέλεγκτων διακυμάνσεων των τιμών λειτουργώντας παράλληλα ως πρόσθετο στοιχείο ασφάλειας πέραν των ήδη υφισταμένων αποθεμάτων των 90 ημερών για τα τελικά προϊόντα. Aρχικά ένα μέρος των αποθεμάτων που υπερβαίνουν τις 90 ημέρες κατανάλωσης, θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο κοινοτικής διαχείρισης και να κινητοποιείται, εφόσον συντρέχουν λόγοι, στο πλαίσιο δράσεων για την καταπολέμηση της κερδοσκοπίας.

[66] Βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής «Ο πετρελαϊκός εφοδιασμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης» COM (2000) 631

- η μελέτη των δυνατοτήτων επέκτασης του μηχανισμού των αποθεμάτων στο φυσικό αέριο. Όντως επιβάλλεται να υπενθυμιστεί ότι 40% των κοινοτικών αναγκών καλύπτονται από τις εισαγωγές και ότι το ποσοστό αυτό θα ανέλθει σε 60% το 2030. Η Ένωση θα πρέπει να προνοήσει ώστε να μην καταστεί ιδιαζόντως ευπαθής λόγω της υπέρμετρης εξάρτησης από το εξωτερικό.

- η ανάλυση του θέματος της διατήρησης της πρόσβασης στα κοινοτικά αποθέματα γαιάνθρακα και η διατήρηση ενός ελαχίστου επιπέδου παραγωγής. Στο πλαίσιο αυτό τίθεται το θέμα του κατωτέρου επιπέδου πρωτογενούς παραγωγής. Αυτό ενδεχομένως θα μπορούσε να ανταποκρίνεται στο 15% του τμήματος που εξαιρείται από τους κανόνες που προβλέπονται στην οδηγία για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

2. Η διατήρηση του ανταγωνισμού

Προκειμένου να αντιμετωπισθεί το ενδεχόμενο οικονομικών διακοπών του εφοδιασμού σε πετρέλαιο και να περιοριστούν οι αντίστοιχες κοινωνικές πρωτίστως επιπτώσεις, η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να αναπτύξει ενεργά, και σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, τον έλεγχο των κανόνων του ανταγωνισμού στο στάδιο της διύλισης και της διανομής του πετρελαίου.

Είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί ότι η αγορά διανομής των καυσίμων παραμένει ανοικτή στους νέους, και πρωτίστως τους ανεξαρτήτους, φορείς εκμετάλλευσης. Πρόκειται για εγγύηση της διαφύλαξης του ανταγωνισμού στη συγκεκριμένη αγορά. Ως εκ τούτου εκτελείται έρευνα σχετικά με τους φραγμούς που ενδεχομένους αντιμετωπίζουν οι ανεξάρτητοι φορείς εκμετάλλευσης (που οφείλονται σε δημόσια ή ιδιωτική απόφαση). Τα αποτελέσματα θα επιτρέψουν στην Επιτροπή να αξιολογήσει τις συνθήκες του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά και να καθορίσει τις δράσεις που θα μπορούσαν να αναληφθούν στον τομέα των κανόνων του ανταγωνισμού.

Προς τούτο κρίνεται σκόπιμο να επιχειρηθεί συστηματική σύγκριση των τιμών των πετρελαϊκών προϊόντων στα κράτη μέλη ώστε να καταστούν εμφανείς οι διαφορές.

3. Η εξασφάλιση του εξωτερικού εφοδιασμού

Η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, χρησιμοποιώντας το πολιτικό και οικονομικό βάρος της, προκειμένου να εξασφαλίσει εύρυθμο και ασφαλή εξωτερικό εφοδιασμό.

α) Οι σχέσεις με τις χώρες παραγωγής: το βάρος των διαπραγματεύσεων

* Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να θεσμοθετήσει μόνιμο διάλογο με τις χώρες παραγωγούς αντί του περιστασιακώς αναπτυσσόμενου σε περιόδους διακυμάνσεων των τιμών στις αγορές. Ο διάλογος αυτός θα επιτρέψει να μεγιστοποιηθεί η διαφάνεια στην αγορά και θα συμβάλει στην καθιέρωση σταθερών τιμών. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι προσδοκίες πολλών χωρών παραγωγής όσον αφορά τις πολιτικές εξελίξεις του μεσανατολικού. Ο εν λόγω διάλογος πρέπει να επιτρέψει τη βελτίωση των μηχανισμών διαμόρφωσης των τιμών, τη σύναψη προνομιακών συμφωνιών και τη χρήση των αποθεμάτων κατά τρόπο αμοιβαία επωφελή.

Ο διάλογος θα πρέπει να διευρυνθεί και να καλύψει όλα τα θέματα κοινού ενδιαφέροντος ιδίως, την προστασία του περιβάλλοντος (μηχανισμοί ευελιξίας) και τις μεταφορές των τεχνολογιών.

Με πρωτοβουλία του Προέδρου Πρόντι, προπαρασκευάζεται ενεργειακή συνεργασία με τη Ρωσία, όπως προκύπτει από τη δήλωση που ακολούθησε τον τερματισμό των εργασιών της συνάντησης κορυφής Ρωσίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία διεξήχθη στο Παρίσι στις 30 Οκτωβρίου 2000. Η Ρωσία δήλωσε ότι είναι έτοιμη να συμβάλει στη βελτίωση της ασφάλειας του μακροπρόθεσμου ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σύμφωνα με τον Πρόεδρο Πούτιν, να ασκήσει πολιτική ισορροπίας τιμών και ποιότητας.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση από την πλευρά της είναι έτοιμη να κινητοποιήσει τις ευρωπαϊκές τεχνικές δυνατότητες προκειμένου να διευκολύνει τις ευρωπαϊκές επενδύσεις σε θέματα μεταφορών και παραγωγής στον τομέα της ενέργειας (πετρέλαιο, φυσικό αέριο και ηλεκτρική ενέργεια). Θα πρέπει να μελετηθούν λεπτομερώς τα ειδικά μέτρα που απαιτούνται για το συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο επενδύσεων στον τομέα της ενέργειας, την πρόβλεψη των φορολογικών επενδύσεων και το μηχανισμό επενδυτικών εγγυήσεων. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να διαμορφωθούν στο πλαίσιο της συμφωνίας συνεργασίας και της εταιρικής σχέσης Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ρωσίας.

* Επιπλέον, κρίνεται σκόπιμο να επιδειχθεί η δέουσα προσοχή για την ανάπτυξη των πετρελαϊκών πόρων και των πόρων φυσικού αερίου των χωρών της λεκάνης της Κασπίας Θαλάσσης και ιδίως την ανάπτυξη των οδών διαμετακόμισης που έχουν ως στόχο την απεγκλωβισμό των εκεί παραγόμενων υδρογονανθράκων.

β) Η ενίσχυση των δικτύων εφοδιασμού

Προκειμένου να βελτιωθεί ο ενεργειακός εφοδιασμός της Ευρώπης δεν αρκεί να εξασφαλιστούν σταθεροί ενεργειακοί πόροι που να διατίθενται μακροπρόθεσμα σε λογικές τιμές, κρίνεται επιπλέον σκόπιμο να εξασφαλιστεί δίκτυο εφοδιασμού εγγυημένης ασφάλειας. Όντως, ο τρόπος με τον οποίο μεταφέρεται η ενέργεια είναι καθοριστικής σημασίας για την ασφάλεια του εφοδιασμού. Για παράδειγμα οι εισαγωγές πετρελαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση πραγματοποιούνται κατά 90% θαλάσσια. Ως εκ τούτου η Ένωση έχει δεσμευθεί να ενισχύσει τις κανονιστικές διατάξεις που αφορούν τα σκάφη (απαγόρευση της απλής ατράκτου) και επιβάλλεται να εξισορροπήσει τον εφοδιασμό της ώστε να ευνοούνται περισσότερο οι πετρελαιαγωγοί.

* Η κατασκευή νέων πετρελαιαγωγών και αγωγών φυσικού αερίου θα καθιστούσε δυνατή την εισαγωγή υδρογονανθράκων από τη λεκάνη της Κασπίας Θάλασσας και τη Νότια Μεσόγειο, καταλήγοντας τοιουτοτρόπως, χάρη στη γεωγραφική διαφοροποίηση των πόρων εφοδιασμού, σε μεγαλύτερη ασφάλεια εφοδιασμού. Εξ ου και η σημασία που αποδίδουν τα προγράμματα τεχνικής αρωγής όπως τα MEDA και TACIS στην ανάπτυξη των ενεργειακών υποδομών.

Ως εκ τούτου στο πλαίσιο του MEDA, επιβάλλεται να χορηγηθεί χρηματοοικονομική ενίσχυση υπέρ της διαμόρφωσης προσεγγίσεων και μελετών σκοπιμότητας προπαρασκευαστικού χαρακτήρα σε ό,τι αφορά τα περιφερειακά δίκτυα υποδομής που αποσκοπούν στη σύνδεση των εθνικών δικτύων μεταξύ τους (Νότος-Νότος) ή τη σύνδεση των δικτύων αυτών με τα διευρωπαϊκά δίκτυα (διαμεσογειακού χαρακτήρα). Θα ήταν δυνατόν να δοθεί μια άλλη διάσταση στα μεγάλα περιφερειακά έργα αποδίδοντάς τους τον τίτλο της «Ευρωμεσογειακής συνεργασίας» [67].

[67] COM(2000) 497 «Νέα ώθηση στη διαδικασία της Βαρκελώνης»

Στο πλαίσιο των προγραμμάτων INOGATE( [68])( [69]) και TRACECA [70], οι υποδομές αυτές αποτελούν καθοριστικής σημασίας στοιχεία απεγκλωβισμού ορισμένων χωρών παραγωγής (Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν, Τουρκμενιστάν).

[68] Η Ρωσία πραγματοποίησε τα πρώτα διαβήματα προκειμένου να προσχωρήσει στο INOGATE και ζήτησε να συμβάλει με 2 εκατομ. ευρώ.

[69] INOGATE : INterstate Oil and Gas. Πρόγραμμα ανάπτυξης και αποκατάστασης των πετρελαιαγωγών και αεριαγωγών στις χώρες της τέως ΕΣΣΔ.

[70] TRACECA : πρόγραμμα αποκατάστασης των μεταφορών εντός των χωρών της τέως ΕΣΣΔ. Το πρόγραμμα αυτό επιτρέπει πρωτίστως τη μεταφορά ενεργειακών φορτίων σιδηροδρομικά από τις χώρες της Κασπίας Θάλασσας.

* Η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε οι διατάξεις του ενεργειακού χάρτη και οι αντίστοιχες του πρωτοκόλλου διαμετακόμισης να τεθούν σε εφαρμογή μόλις καταστεί δυνατό ιδίως από τις υποψήφιες χώρες και τα άρτι ανεξαρτητοποιηθέντα κράτη. Ιδιαίτερη σημασία επιβάλλεται επίσης να αποδοθεί στη συμφωνία «Ομπρέλα» του INOGATE.

* Κατά τις εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας κρίνεται σκόπιμο να επιτευχθεί καλύτερη διασύνδεση των δικτύων μεταξύ των κρατών μελών καθώς και της Ένωσης με τις υποψήφιες χώρες και τη Ρωσία. Προς τούτο απαιτείται να εξαλειφθούν εντός της Ένωσης οι συμφορήσεις κατασκευάζοντας τις απαραίτητες υποδομές. Τοιουτοτρόπως τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να επωφεληθούν των νέων πόρων εφοδιασμού. Εντούτοις κρίνεται σκόπιμο να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε μεσοπρόθεσμα η ανάπτυξη των ως άνω συναλλαγών να μην καταλήξει στη διοχέτευση στην κοινοτική αγορά ηλεκτρικής ενέργεια πυρηνικής προέλευσης από εγκαταστάσεις αμφίβολης ασφάλειας.

ΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

Η ανάλυση που επιχειρήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας Πράσινης Βίβλου οδήγησε σε τρεις διαπιστώσεις :

- Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από εξωτερικές ενεργειακές πηγές. η διεύρυνση αναμένεται ότι δεν θα μεταβάλει την κατάσταση ως προς αυτό. Βάσει των σημερινών προβλέψεων, το 2030 η εξάρτηση θα ανέρχεται σε 70%.

- Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει περιορισμένα περιθώρια ελιγμού όσον αφορά την επίδραση που μπορεί να ασκήσει στις συνθήκες ενεργειακής προσφοράς. Η Ένωση θεωρείται ότι πρωτίστως μπορεί να αναπτύξει δράση στο επίπεδο της ζήτησης και κυρίως της εξοικονόμησης της ενέργειας στα κτίρια και τις μεταφορές.

- Η Ευρωπαϊκή Ένωση επί του παρόντος δεν είναι σε θέση να ανταπεξέλθει στην πρόκληση της αλλαγής του κλίματος και να σεβαστεί τις δεσμεύσεις που έχει προς τούτο αναλάβει στο Κιότο.

Βάσει των ως άνω διαπιστώσεων η Επιτροπή θα επιθυμούσε να επικεντρωθεί ο διάλογος για την ασφάλεια του εφοδιασμού στα κάτωθι βασικά ερωτήματα:

1. Δύναται η Ευρωπαϊκή Ένωση να αποδεχθεί την αύξηση της εξάρτησης της από εξωτερικούς ενεργειακούς πόρους χωρίς να διακινδυνεύσει τον ασφαλή εφοδιασμό και την Ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα; Για ποιες μορφές ενέργειας θα ήταν σκόπιμο, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο, να εξεταστεί το ενδεχόμενο πολιτικής-πλαισίου για τη διαχείριση των εισαγωγών; Στο πλαίσιο αυτό κρίνεται σκόπιμο να δοθεί το προβάδισμα σε μια οικονομική προσέγγιση: βάσει του κόστους της ενέργειας ή σε μια γεωπολιτική προσέγγιση: με γνώμονα τον κίνδυνο της διακοπής του εφοδιασμού;

2. Η υλοποίηση της εσωτερικής ευρωπαϊκής αγοράς, η οποία καθίσταται ολοένα και πιο ολοκληρωμένη και στην οποία κάθε απόφαση που λαμβάνεται σε ένα κράτος έχει επιπτώσεις στα υπόλοιπα, δεν συνεπάγεται συνεπή και συντονισμένη πολιτική σε Κοινοτικό επίπεδο; Ποια θα πρέπει να είναι τα στοιχεία μιας τέτοιας πολιτικής και ποια η θέση των κανόνων ανταγωνισμού;

3. Η ασυνέπεια των φορολογικών πολιτικών και των κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της ενέργειας αποτελεί ή όχι εμπόδιο για την ανταγωνιστικότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Δεδομένης της αποτυχίας των προσπαθειών που έχουν καταβληθεί για την εναρμόνιση της έμμεσης φορολογίας, δεν θα ήταν σκοπιμότερο να επανεξεταστεί εξ´αρχής το θέμα της ενεργειακής φορολογίας, λαμβάνοντας υπόψη ενεργειακούς και περιβαλλοντικούς στόχους;

4. Στο πλαίσιο ενός διαρκούς διαλόγου με τις χώρες παραγωγούς ποιο θα πρέπει να είναι το περιεχόμενο των συμφωνιών για τον εφοδιασμό και για την προαγωγή των επενδύσεων; Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία που θα πρέπει να αποδοθεί ιδίως στην εταιρική σχέση με τη Ρωσία, πως θα ήταν δυνατόν να εξασφαλιστεί η σταθερότητα των ποσοτήτων, των τιμών και των επενδύσεων;

5. Η συγκρότηση αποθεμάτων ασφαλείας, όπως ήδη έχει πραγματοποιηθεί για το πετρέλαιο, θα έπρεπε να ενισχυθεί και να επεκταθεί και σε άλλες ενεργειακές μορφές όπως για παράδειγμα το φυσικό αέριο ή ο άνθρακας; Θα ήταν δυνατό να εξεταστεί το ενδεχόμενο μιας περισσότερο Κοινοτικής διαχείρισης των αποθεμάτων και αν ναι, με ποιούς στόχους και διαδικασίες εφαρμογής; Μήπως ο κίνδυνος της φυσικής διακοπής του εφοδιασμού σε ενεργειακά προϊόντα δικαιολογεί τη λήψη ακριβότερων μέτρων για την πρόσβαση σε πόρους;

6. Πως θα ήταν δυνατόν να εξασφαλιστεί η ανάπτυξη και η καλύτερη λειτουργία των δικτύων για τη μεταφορά της ενέργειας στην Ένωση και στις γειτονικές χώρες, κατά τρόπο που να επιτρέπει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να εξασφαλίζει την ασφάλεια του εφοδιασμού;

7. Η ανάπτυξη ορισμένων ανανεώσιμων μορφών ενέργειας προϋποθέτει να καταβληθούν σημαντικές προσπάθειες όσον αφορά την Έρευνα και την Τεχνολογικήν Ανάπτυξη, τις επενδυτικές ενισχύσεις ή τις ενισχύσεις για την λειτουργία. Μια συγχρηματοδότηση των ενισχύσεων αυτών δεν θα πρέπει να προέλθει από τους τομείς, των οποίων η ανάπτυξη επωφελήθηκε εξ' αρχής από σημαντικές ενισχύσεις και οι οποίοι σήμερα έχουν καταστεί ιδιαζόντως αποδοτικοί (φυσικό αέριο, πετρέλαιο, πυρηνική ενέργεια);

8. Δεδομένου ότι η πυρηνική ενέργεια αποτελεί ένα από τα στοιχεία του διαλόγου για την καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος και την ενεργειακή αυτονομία, πώς θα μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να δώσει λύσεις στα προβλήματα των αποβλήτων, της ενίσχυσης της ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων και της ανάπτυξης της έρευνας για τους αντιδραστήρες του μέλλοντος, και ιδίως μάλιστα της σύντηξης;

9. Ποιες πολιτικές θα μπορούσαν να επιτρέψουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της βάσει του πρωτοκόλλου του Κιότο; Ποια μέτρα θα μπορούσαν να ληφθούν προκειμένου να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες εξοικονόμησης της ενέργειας, που θα επέτρεπαν την παράλληλη μείωση της εξωτερικής εξάρτησης και των εκπομπών του CO2;

10. Ένα φιλόδοξο πρόγραμμα υπέρ των βιοκαυσίμων και των άλλων καυσίμων υποκατάστασης, συμπεριλαμβανομένου του υδρογόνου, σε ποσοστό έως και 20% της συνολικής κατανάλωσης καυσίμων ενόψει του 2020, μπορεί να εξακολουθήσει να αποτελεί αποκλειστικά και μόνο αντικείμενο των εθνικών προγραμμάτων ή θα πρέπει να προέλθει από συντονισμένες αποφάσεις στο επίπεδο της φορολογίας, της διανομής και των προοπτικών της γεωργικής παραγωγής;

11. Η εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια (40% της ενεργειακής κατανάλωσης) ανεξαρτήτως του κατά πόσον είναι δημόσια ή ιδιωτικά, νεόδμητα ή υπό ανακαίνιση, κρίνεται σκόπιμο να αποτελέσει το αντικείμενο κινήτρων, για παράδειγμα φορολογικών, ή προϋποθέτει επίσης τη λήψη μέτρων κανονιστικού χαρακτήρα κατά το πρότυπο των εφαρμοσθέντων στις μεγάλης κλίμακας βιομηχανικές εγκαταστάσεις.

12. Η εξοικονόμηση ενέργειας στις μεταφορές (32% της ενεργειακής κατανάλωσης) προϋποθέτει ότι θα διορθωθεί η ολοένα αυξανόμενη ανισοκατανομή των μεταφορών εμπορευμάτων υπέρ των οδικών μεταφορών και σε βάρος των σιδηροδρόμων. Η ανισοκατανομή αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ως αναπόφευκτη, ή θεωρείται ότι θα πρέπει να ληφθούν μέτρα αντιμετώπισής της, ανεξάρτητα εντελώς της δημοτικότητάς τους, προκειμένου να μειωθεί η χρήση των αυτοκινήτων στις πόλεις; Με ποιόν τρόπο θα μπορούσαν να συμβιβαστούν η καθιέρωση του ανταγωνισμού στις μεταφορές, οι επενδύσεις σε υποδομές για την εξάλειψη των συμφορήσεων και η διευκόλυνση εναλλαγής μεταφορικών μέσων (intermodality);

13. Πως θα ήταν δυνατόν να αναπτυχθούν καλύτερα προσεγγίσεις κοινού σχεδιασμού και να ενταχθεί η μακροπρόθεσμη διάσταση στον προβληματισμό και τη δράση των δημοσίων αρχών και των φορέων εκμετάλλευσης ώστε να καταλήξουμε σε ένα αειφόρο σύστημα ενεργειακού εφοδιασμού; Πως είναι δυνατόν να προπαρασκευαστούν οι εναλλακτικές δυνατότητες στον τομέα της ενέργειας για το μέλλον;

12.

Παραρτημα 1

ΤΕΧΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΥ ΕΦΟΔΙΑΣΜΟΥ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η περίληψη που ακολουθεί συγκεντρώνει τα κύρια συμπεράσματα του Τεχνικού Κειμένου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που σχετίζεται με την παρούσα Πράσινη Βίβλο. Tο πλήρες κείμενο διατίθεται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Στόχος μιας κοινοτικής πολιτικής για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού είναι να εξασφαλισθεί, στην ΕΕ, άμεσα και πιο μακρόχρονα ένα διαφοροποιημένο φάσμα ενεργειακών προϊόντων σε τιμές προσιτές για όλους τους χρήστες (οικιακούς και βιομηχανίες) και ταυτόχρονα να πληρούνται οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις.

Σήμερα η συζήτηση για την ασφάλεια εφοδιασμού οριοθετείται από τις εξής εξελίξεις οι οποίες αναλύονται στη συνέχεια: α) η ζήτηση ενέργειας αυξάνεται και στην ΕΕ και στις υποψήφιες για διεύρυνση χώρες, β) η ζήτηση συμβατικών ενεργειακών πόρων (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, πυρηνική ενέργεια) αυξάνεται, γ) η ζήτηση εισαγόμενων ενεργειακών πόρων, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, αυξάνεται επίσης και δ) τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, χωρίς στοχοθετημένα μέτρα, οι καθαρότερες, αποδοτικότερες τεχνολογίες και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι μάλλον απίθανο να επηρεάσουν σοβαρά τις τάσεις αυτές. Η πρώτη πρόκληση για τους πολιτικούς αρμόδιους ενεργειακού εφοδιασμού δεν είναι να αρνηθούν ή να δραματοποιήσουν την κατάσταση αλλά να την διαχειρισθούν και να αποτρέψουν τη μεταβολή της σε κρίση. Η δεύτερη πρόκληση είναι να εξισορροπηθεί η πολιτική ενεργειακού εφοδιασμού που θα καλύπτει την ανοδική ζήτηση ενέργειας με τους περιβαλλοντικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς, τεχνικούς και οικονομικούς στόχους. Η τρίτη πρόκληση είναι να αναπτυχθούν εργαλεία, όπως οι τεχνολογίες νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μέτρα διαφοροποίησης του ενεργειακού εφοδιασμού και πρακτικές ενεργειακής απόδοσης, που θα μειώσουν την εξάρτηση από τα εισαγόμενα καύσιμα, θα περικόψουν την ενεργειακή ζήτηση, θα μετριάσουν το δεσμό μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και ενεργειακής κατανάλωσης και επομένως θα βελτιώσουν μακροπρόθεσμα την ασφάλεια εφοδιασμού.

Ο ενεργειακός εφοδιασμός της Ευρώπης αντιμετωπίζει διαφόρους κινδύνους - φυσικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς. Άρα, ενδέχεται να υπάρξει βραχυπρόθεσμα πρόσκαιρη διακοπή ή πιο μακροπρόθεσμα, ακόμη και μόνιμη, διακοπή του εφοδιασμού με έναν ή περισσότερους ενεργειακούς πόρους, ή με ένα ή περισσότερα καύσιμα από μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Από οικονομική άποψη, η Ευρώπη είναι ευάλωτη στις αλλαγές των τιμών ενέργειας - όπως συνέβη με τις πρόσφατες αυξήσεις της τιμής του πετρελαίου. Τέλος, οι περιβαλλοντικές πιέσεις έχουν αρχίσει να βαρύνουν την παραγωγή και τη χρήση ενέργειας και, εν τέλει, τις αποφάσεις ενεργειακού εφοδιασμού.

Πλαίσιο

Tο πλαίσιο των ευρωπαϊκών πολιτικών ενεργειακού εφοδιασμού έχει αλλάξει τα τελευταία 30 χρόνια συνεπεία των πολιτικών, περιβαλλοντικών, οικονομικών εξελίξεων στην αγορά, όπως η διεύρυνση, η αλλαγή του κλίματος και η ελευθέρωση των αγορών ενέργειας. Οι πολιτικές ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού πρέπει να σεβασθούν αυτό το νέο πλαίσιο. Οι πρόσφατες εξελίξεις στις αγορές ενέργειας και οι πολιτικές που σχετίζονται με την ενέργεια (περιβάλλον, οικονομία κ.α.) δημιουργούν νέες εντάσεις και περιορισμούς στις κυβερνήσεις και τις διοικήσεις. Από τη μια, θέτουν πρόσθετους στόχους, όπως στην περίπτωση της αλλαγής του κλίματος και του Πρωτοκόλλου του Κιότο (βλ. στη συνέχεια), από την άλλη όμως, αφαιρούν συνήθη ρυθμιστικά μέσα, όπως η απευθείας διαχείριση των οργανισμών κοινής ωφελείας από τις κυβερνήσεις, η οποία δεν εφαρμόζεται πλέον στην εσωτερική αγορά ενέργειας.

Οι μεταβολές αυτές σημαίνουν ότι είναι αναγκαίο να εξετασθεί όλο το φάσμα της ενεργειακής ζήτησης και προσφοράς. Σε αυτό αποσκοπεί και το παρόν έγγραφο. Σε γενικές γραμμές βραχυπρόθεσμα (5 -10 έτη) και μακροπρόθεσμα (10 - 20 έτη). Η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού εξαρτάται όχι μόνον από την εξασφάλιση ενός και μόνον ενεργειακού πόρου αλλά και από την ισορροπία των ενεργειακών αγορών και τη δυνατότητα αντικατάστασης ενός ενεργειακού πόρου από κάποιον άλλο ή από άλλο πολιτικό ενεργειακό μέσο (π.χ. εξοικονόμηση ενέργειας). Στις διαθέσιμες επιλογές χρειάζεται να ληφθούν υπόψη όχι μόνον οι στόχοι ενεργειακού εφοδιασμού αλλά και το ευρύτερο πλαίσιο που περιγράφεται στη συνέχεια.

Από πρώτη άποψη, οι στόχοι ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού, η ανταγωνιστικότητα, η προστασία του περιβάλλοντος και η ελευθέρωση δεν είναι πάντοτε πλήρως συμβατοί. Η διεύρυνση της ΕΕ είναι ακόμη μια πρόκληση. Καθήκον των αρμοδίων πολιτικών θα είναι να συνδυάσουν αυτούς τους ευρύτερους στόχους έτσι ώστε να εξασφαλίσουν τον ενεργειακό εφοδιασμό και να αναπτύξουν πολιτικές, κίνητρα και μέσα, παραδείγματος χάριν ενεργειακή απόδοση, διαχείριση της ζήτησης, διαφοροποίηση των καυσίμων και νέα τεχνολογία, που μπορούν να εξυπηρετήσουν κοινούς στόχους.

Πρωτογενείς ενεργειακοί πόροι - πετρέλαιο

Όσον αφορά τον κίνδυνο που διατρέχει ο ενεργειακός εφοδιασμός, το πετρέλαιο παραμένει ο πιο σημαντικός ενεργειακός πόρος. Η εξάρτηση της ΕΕ από το εισαγόμενο πετρέλαιο αρχίζει να αυξάνεται παρά τις πρόσφατες πτώσεις. Tο κόστος παραγωγής πετρελαίου στη Μέση Ανατολή είναι χαμηλό και τα αποθέματα στην περιοχή σχετικά άφθονα. Υπάρχει όμως αβεβαιότητα όσον αφορά το ύψος των μελλοντικών επενδύσεων και τη διαθεσιμότητα των αποθεμάτων της Μέσης Ανατολής. Το πετρέλαιο της Βόρειας Θάλασσας είναι δαπανηρό στην εκμετάλλευσή του και τα αποθέματα περιορισμένα - στην καλλίτερη περίπτωση με τους σημερινούς ρυθμούς παραγωγής υπολογίζεται ότι υπάρχουν αποθέματα για 25 χρόνια. Στο παρελθόν, οι μειώσεις της ενεργειακής έντασης και η αντικατάσταση του πετρελαίου στις εφαρμογές παραγωγής θερμότητας και ισχύος άλλαξαν την αγορά πετρελαίου. Ωστόσο, η ζήτηση εξακολουθεί την ανοδική της πορεία. Εάν δεν επιτευχθεί μια ριζική τομή που να εξαλείψει την σχεδόν ολοσχερή εξάρτηση του επεκτεινόμενου τομέα των μεταφορών από το πετρέλαιο, η στήριξη της Ευρώπης στο πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής - και του OPEC - θα είναι ουσιαστικά μάλλον ολοκληρωτική μακροπρόθεσμα, με την προϋπόθεση ότι τα αποθέματα θα είναι τεχνικά και γεωπολιτικά διαθέσιμα. Αποφασιστικής σημασίας συνιστώσες των μελλοντικών αναγκών σε πετρέλαιο είναι η εξάρτηση του αναπτυσσόμενου τομέα των μεταφορών από το πετρέλαιο, ο κίνδυνος διακυμάνσεων των τιμών και η ανάπτυξη εναλλακτικών καυσίμων για τις μεταφορές.

Φυσικό αέριο

Η αυξανόμενη ζήτηση εισαγόμενου φυσικού αερίου στην Ευρώπη θα ενισχύσει την ανάγκη για ισχυρούς πολιτικούς και φυσικούς δεσμούς με τη Βόρειο Αφρική και τη Ρωσία και θα εντείνει το ενδιαφέρον για την κατασκευή κατάλληλων αγωγών σύνδεσης με τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Η διεύρυνση θα επιτείνει κατά πάσα πιθανότητα τις τάσεις της αγοράς για το φυσικό αέριο ενώ ταυτόχρονα θα εντείνει την εξάρτηση της ΕΕ από τα τεράστια αποθέματα της Ρωσίας. Όπως και για τους άλλους ενεργειακούς πόρους, η διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού πρέπει να αποτελέσει πολιτική προτεραιότητα.

Η κατάσταση εφοδιασμού με φυσικό αέριο βραχυπρόθεσμα είναι σχετικά καλή από άποψη αποθεμάτων και απόστασης. Μεσοπρόθεσμα, παραμένει να αποδειχθεί κατά πόσον το φυσικό αέριο μπορεί να στηρίξει ή και να αυξήσει το μερίδιό του στην αγορά καθόσον, όπως φαίνεται αναπόφευκτο, το κόστος εφοδιασμού αυξάνεται λόγω των προβληματικότερων συνθηκών εκμετάλλευσης και των μεγαλύτερων αποστάσεων μεταφοράς. Έτσι, σε περίπτωση που η Ρωσία και οι πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες κληθούν να εφοδιάζουν τις αναπτυσσόμενες αγορές της Ανατολικής Ασίας, οι χώρες της ΕΕ θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αξιοσημείωτο ανταγωνισμό και υψηλές τιμές. Μια σειρά μέτρων με σκοπό να προωθηθεί η εξέλιξη της τεχνολογίας, η διαφοροποίηση του εφοδιασμού και ο ανταγωνισμός στην αγορά αερίου ποικίλης προέλευσης, η ολοκλήρωση των αγορών σε μια ευρύτερη Ευρώπη και οι ενισχυμένοι δεσμοί με τις χώρες εφοδιασμού και διαμετακόμισης του εξωτερικού θα μπορούσε να ενισχύσει την ασφάλεια εφοδιασμού.

Στερεά καύσιμα

Ο άνθρακας είναι ελκυστικός από άποψη οικονομική και αποθεμάτων. Υπάρχουν εκτεταμένα αποθέματα σε όλον τον κόσμο, και στην Ευρώπη, και οι ανταγωνιστικές αγορές κρατούν τις τιμές χαμηλές και σταθερές. Ωστόσο, έχει εγκαταλειφθεί η χρήση του άνθρακα στα νοικοκυριά (με την προηγούμενη νομοθεσία περί "καθαρού αέρα") και, πιο πρόσφατα, στην ηλεκτροπαραγωγή, όπου προτιμάται το φυσικό αέριο. Η αναδιάρθρωση της χαλυβουργίας έχει αφαιρέσει ένα σημαντικό πελάτη.

Μακροπρόθεσμα, ο άνθρακας θα εξακολουθήσει ίσως να ενδιαφέρει καθόσον εμφανίζονται νέες τεχνολογίες που μειώνουν το κόστος εξόρυξης και τις εκπομπές και αυξάνουν δραστικά την απόδοσή του. Μετά τη λήξη της συνθήκης ΕΚΑΧ το 2002, θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν μηχανισμοί παρακολούθησης των τιμών και προώθησης καθαρών τεχνολογιών. Έτσι, είναι πιθανόν ο άνθρακας να συνεχίσει να χρησιμοποιείται στην ηλεκτροπαραγωγή μακροπρόθεσμα προς όφελος της ενεργειακής διαφοροποίησης και της ασφάλειας εφοδιασμού.

Ουράνιο (Πυρηνική ενέργεια)

Η πυρηνική ενέργεια στην ΕΕ καταλαμβάνει περίπου το 23% της εγκαταστημένης ισχύος ηλεκτροπαραγωγής αλλά καλύπτει το 35% της ηλεκτροπαραγωγής. Η ηλεκτροπαραγωγή με πυρηνική ενέργεια στην Ευρώπη εξαρτάται, με την υπάρχουσα τεχνολογία, από μια εισαγόμενη πρώτη ύλη, το ουράνιο. Η συνθήκη Ευρατόμ, η οποία θέτει την ασφάλεια εφοδιασμού πυρηνικού καυσίμου ως έναν από τους στόχους της, προβλέπει ένα ειδικό πολιτικό μέσο για τον εφοδιασμό πυρηνικού καυσίμου μέσω της Υπηρεσίας Εφοδιασμού της Ευρατόμ. Οι πηγές ουρανίου είναι πιο διαφοροποιημένες, γεωγραφικά και υλικά, από ό,τι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Tα μετέπειτα στάδια του πυρηνικού κύκλου εκτυλίσσονται σε μεγάλο βαθμό στην Ευρώπη και, μετά την ανακύκλωση, η εισαγόμενη ύλη γίνεται ευρωπαϊκή.

Η διεύρυνση της ΕΕ είναι πιθανόν να επιβεβαιώσει την κατάσταση αυτή, διότι, εν γένει, πολλές από τις υποψήφιες χώρες είναι σε παρεμφερή κατάσταση με τα κράτη παραγωγής πυρηνικής ενέργειας εντός της ΕΕ.

Η πυρηνική ενέργεια έχει το θετικό ότι παράγει πολύ λίγες εκπομπές αερίων που συντελούν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Η διατήρηση του σημερινού μεριδίου της πυρηνικής ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή θα διατηρήσει τις εκπομπές CO2 στο δεδομένο τομέα περίπου στα επίπεδα του 1990 αλλά θα χρειασθεί η κατασκευή πυρηνικής ισχύος 100 GWe έως το 2025 (περίπου 70 αντιδραστήρες) για να αντικατασταθούν οι αντιδραστήρες που φθάνουν στο τέρμα της διάρκειας ζωής τους και για να ικανοποιηθεί η αυξανόμενη ζήτηση. Εάν διατηρηθούν οι υπάρχοντες πυρηνικοί σταθμοί έως την κανονική διάρκεια ζωής τους των 40 ετών χωρίς να κατασκευασθούν νέοι, το επίπεδο των εκπομπών του 1990 θα αυξηθεί κατά 4% (Πηγή: μελέτη Dilemma). Εάν κλείσουν οι υπάρχοντες πυρηνικοί σταθμοί και αντικατασταθούν από συμβατικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, θα είναι αδύνατον να επιτευχθούν οι στόχοι του Κιότο.

Tεχνικά θα ήταν δυνατόν με την πυρηνική ενέργεια να παράγεται ηλεκτρισμός με μη ορυκτά καύσιμα σε αρκετή ποσότητα έτσι ώστε να καλυφθούν τα κενά ηλεκτροπαραγωγής που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν από τη δραστική μείωση της ηλεκτροπαραγωγής με ορυκτά καύσιμα προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του Κιότο. Ωστόσο, ο χρόνος κατασκευής ενός πυρηνικού σταθμού είναι πολύ μεγαλύτερος από εκείνον των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα και η πρόσφατη ελευθέρωση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας σε συνδυασμό με τη δημόσια και πολιτική αντίθεση κατά της πυρηνικής ενέργειας (κυρίως για λόγους υγείας και ασφάλειας) αποτελούν περιοριστικούς παράγοντες. Η παράταση της διάρκειας ζωής των πυρηνικών σταθμών που ήδη υπάρχουν είναι ένα θέμα προς εξέταση. Με δεδομένο το χρονοδιάγραμμα των δεσμεύσεων του Κιότο, τα θέματα αυτά πρέπει να εξετασθούν άμεσα.

Ορισμένα κράτη μέλη (Iταλία, Σουηδία, Γερμανία και Βέλγιο) αποφάσισαν να καταργήσουν την πυρηνική ενέργεια. Σε άλλα κράτη μέλη (Γαλλία, ΗΒ, Φινλανδία), η πυρηνική ενέργεια θα παραμείνει αποφασιστικής σημασίας ενεργειακός πόρος στο εγγύς μέλλον. Μετά το 2010, το γεγονός ότι απαιτείται πολύς χρόνος για να τεθεί σε εφαρμογή η νέα πυρηνική τεχνολογία, είναι ουσιαστικό να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα η έρευνα, εν μέρει για να βρεθεί λύση στο πρόβλημα των αποβλήτων και εν μέρει για να παραλάβουν την πυρηνική τεχνογνωσία οι μελλοντικές γενεές.

Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) είναι ελκυστικές για ενεργειακό εφοδιασμό για περιβαλλοντικούς και γεωπολιτικούς λόγους. Μολονότι, σε γενικές γραμμές, η πηγή καυσίμων είναι φθηνή ή ανέξοδη, η τεχνολογία δεν είναι ακόμη γενικά αρκετά ώριμη για να καταστούν ελκυστικές οι ΑΠΕ από οικονομική άποψη. Θεωρητικά, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορούν να παρέχουν ασφαλή, καθαρό και προσιτό στις τιμές ενεργειακό εφοδιασμό με χρήση των ενδογενών πηγών, χωρίς να απειληθεί εξωτερική διακοπή ή εξάντληση των αποθεμάτων. Η Επιτροπή έχει θέσει ως στόχο να διπλασιασθεί το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από 6% (κυρίως η υδροηλεκτρική) σε 12% στη συνολική παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας το 2010. Για να επιτευχθεί όμως ο στόχος αυτός, θα χρειασθεί εξειδικευμένη και στοχοθετημένη δράση. Εκτός από τις τεχνικές δυσκολίες, μεγάλο εμπόδιο αποτελεί το υψηλό κόστος των τεχνολογιών ΑΠΕ σε σύγκριση με το κόστος των τεχνολογιών για τα ορυκτά καύσιμα. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται κατάλληλα οικονομικά κίνητρα για να προωθηθούν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ένα άλλο εμπόδιο είναι ότι στην τιμή των ορυκτών καυσίμων δεν περιλαμβάνεται το εξωτερικό κόστος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι επιδοτούνταν στο παρελθόν οι συμβατικές ενέργειες (μεταξύ των οποίων και η πυρηνική). Αυτό συνεπάγεται στρεβλωμένη αγορά σε βάρος των ΑΠΕ. Στους τομείς όπου η τεχνολογία είναι πιο προηγμένη, π.χ. αιολική ενέργεια, το κόστος μειώθηκε δραστικά την προηγούμενη δεκαετία και εξακολουθεί να μειώνεται.

Με κατάλληλες επενδύσεις στην έρευνα, την ανάπτυξη, την επίδειξη και την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, για τη βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη εμπορία τους, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορούν να βοηθήσουν στην επίλυση, με αποδεκτό τρόπο από περιβαλλοντική και οικονομική άποψη, πολλών θεμάτων που αντιμετωπίζει η Ευρώπη στο μακροπρόθεσμο ενεργειακό εφοδιασμό της. Συγκεκριμένα, η πλήρης ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα μπορούσε να συντελέσει πολύ στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από την ηλεκτροπαραγωγή. Αυτό όμως θα απαιτήσει έγκαιρη εισαγωγή στοχοθετημένων μέτρων, οικονομικών κινήτρων και έντονου μάρκετινγκ.

Διακοπή του εφοδιασμού

Η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού διατρέχει τρεις κινδύνους - οικονομικό, φυσικό και περιβαλλοντικό, όπως περιγράφηκε προηγουμένως. Οι πρόσκαιρες διακοπές του ενεργειακού εφοδιασμού, είτε υπάρχουν είτε ενδέχεται να υπάρξουν, μπορούν να έχουν δραματικές συνέπειες στην κοινωνία και την οικονομία. Έτσι, οι διαταραχές στον εφοδιασμό πετρελαίου τη δεκαετία του '70, οι οποίες ήταν και οικονομικού και τεχνικού χαρακτήρα, οδήγησαν σε διεθνή δράση για να βελτιωθεί η ασφάλεια εφοδιασμού, μέσω του (νεοσυσταθέντος) ΔΟΕ και της ΕΕ. Πιο πρόσφατα, οι αρχές της επικουρικότητας και της απελευθέρωσης επέτειναν τις ευθύνες των κρατών μελών και των οργανισμών κοινής ωφελείας να διαχειρίζονται και να προγραμματίζουν τα αποθέματά τους και να συγκροτούν μηχανισμούς κρίσης σε περίπτωση διακοπής του εφοδιασμού. Nέα συστήματα διαχείρισης των κρίσεων θα αναπτυχθούν ενδεχομένως συνεπεία της απελευθέρωσης, καθόσον οι ρόλοι των εταιρειών και των ρυθμιστών αποσαφηνίζονται περισσότερο. Το πετρέλαιο είναι στο επίκεντρο της πρόσφατης νομοθεσίας η οποία βελτίωσε την ποιότητα των στρατηγικών αποθεμάτων της ΕΕ σε 90 ημέρες κατανάλωσης. Σήμερα καταβάλλονται προσπάθειες να βελτιωθεί το σύστημα διαχείρισης των κρίσεων στην ΕΕ. Για το φυσικό αέριο, συγκροτήθηκε πρόσφατα μια επιτροπή σε επίπεδο ΕΕ για να παρακολουθούνται βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα οι εξελίξεις στην ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού. Για το ουράνιο και τα αποθέματα άνθρακα, υπάρχουν μηχανισμοί αναφοράς. Σε γενικές γραμμές, ο αντίκτυπος της ενιαίας αγοράς και του ανταγωνισμού ήταν ότι ασκήθηκε πίεση στους οργανισμούς κοινής ωφελείας να μειώσουν τα εφεδρικά αποθέματά τους.

Ζήτηση ενέργειας

Οι κίνδυνοι του ενεργειακού εφοδιασμού μπορούν να αντιμετωπισθούν γρήγορα και φθηνά με μείωση της ζήτησης. Η διαχείριση της ζήτησης ενέργειας είναι ένα σημαντικό μέσο για να μειωθεί η κατανάλωση, να διατηρούνται καθορισμένα αποθέματα, να μετριασθούν οι δυσχέρειες εφοδιασμού και να προωθηθεί η αειφόρος ανάπτυξη. Η ενεργειακή ένταση πέφτει και αναμένεται να μειωθεί ακόμη περισσότερο αλλά η ένταση της ηλεκτροπαραγωγής θα αυξηθεί διότι η οικονομία της ΕΕ κινείται προς περισσότερες υπηρεσίες και δραστηριότητες υψηλής προστιθεμένης αξίας. Η ενεργειακή απόδοση της ΕΕ βελτιώθηκε κατά 7% από το 1990, μόνον όμως κατά 3% από το 1993, μολονότι επανέκαμψε η οικονομική ανάπτυξη. Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης δεν μπόρεσε να συμβαδίσει με την αυξανόμενη ζήτηση, καθόσον η κατανάλωση συνέχισε να αυξάνεται. Η αυξανόμενη κατανάλωση, μαζί με την αύξηση της αγοραστικής δύναμης, καθιστά ακόμη πιο πιεστικές τις ανάγκες ενεργειακού εφοδιασμού. Σε γενικές γραμμές, η μείωση της ζήτησης δεν αποτελεί προτεραιότητα για τους οργανισμούς κοινής ωφελείας. Ο κίνδυνος που υπάρχει είναι ότι, χωρίς νέα κίνητρα και την προώθηση αποδοτικών ενεργειακών προϊόντων, θα μειωθεί το ενδιαφέρον των καταναλωτών για την ενεργειακή απόδοση, όπως θα μειωθεί επίσης η ζήτηση για νέες αποδοτικότερες τεχνολογίες.

Εάν η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης δεν καλύψει το κενό που δημιουργεί η αυξανόμενη ζήτηση, η συνεχιζόμενη ζήτηση θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη κατανάλωση και μεγαλύτερη πίεση για ενεργειακό εφοδιασμό. Η πρόσφατη τάση έδειξε ότι η άνοδος της κατανάλωσης είχε πιο γρήγορους ρυθμούς από τις επενδύσεις στην ενεργειακή απόδοση. Παραδείγματος χάριν, βαθμιαία τα κτίρια μονώνονται καλύτερα, αλλά η ζήτηση για τη λειτουργία άλλων συσκευών και υπηρεσιών που απαιτεί τη χρήση περισσότερης ενέργειας, συχνά αντισταθμίζουν την εξοικονόμηση ενέργειας. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα οδικά οχήματα έχουν βελτιωμένη ενεργειακή απόδοση, αλλά τα αυτοκίνητα είναι πλέον μεγαλύτερα, βαρύτερα και διαθέτουν πιο ενεργοβόρα συστήματα. Παρά τις σημαντικές αυξήσεις στις τιμές της βενζίνης πρόσφατα, ο αριθμός των αυτοκινήτων και των επιβατοχιλιομέτρων αναμένεται να αυξηθεί. Η πρόκληση στο συγκεκριμένο θέμα είναι να αντιστραφεί η τάση ανόδου της κατανάλωσης που αντισταθμίζει τα οφέλη της ενεργειακής απόδοσης.

Οι τεράστιες δυνατότητες εξοικονόμησης ενέργειας στα κτίρια και τις μεταφορές δείχνουν ότι, εάν στοχοθετηθούν οι τομείς αυτοί, μπορεί να σημειωθεί πρόοδος στη μείωση της κατανάλωσης και τη βελτίωση των προοπτικών εφοδιασμού. Αυτό όμως θα απαιτήσει συνδυασμό παραγόντων, όπως είναι οι τιμές της ενέργειας που αντιπροσωπεύουν ευρύτερο κοινωνικό κόστος, οι κανονισμοί για να εγκαταλειφθούν τα μη αποδοτικά προϊόντα ή μη αποδοτικές πρακτικές και η παιδεία των καταναλωτών. Παρόλα αυτά, τα πρόσθετα οφέλη μιας τέτοιας δράσης, π.χ. μείωση των εκπομπών, περικοπή των ενεργειακών τιμολογίων και η δημιουργία θέσεων εργασίας, συνηγορούν υπέρ της άμεσης ανάληψης δράσης.

Ισοζύγιο καυσίμων

Από θετική άποψη, είναι μάλλον απίθανο η ενεργειακή αγορά της ΕΕ συνολικά να είναι τόσο εξαρτημένη σε έναν και μόνον τομέα όπως συνέβη στη δεκαετία του '70, όταν το πετρέλαιο κάλυπτε περισσότερο από το 60% του πρωτογενούς ενεργειακού εφοδιασμού. Σήμερα το ποσοστό αυτό έχει κατέβει στο 44%. Η συνεχιζόμενη όμως σχεδόν ολοκληρωτική εξάρτηση των μεταφορών από το πετρέλαιο, μαζί με την επίμονη αύξηση της ζήτησης πετρελαίου, και άρα δολαρίων, είναι η Αχίλλειος Πτέρνα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Μια ακόμη βελτίωση των προοπτικών ενεργειακού εφοδιασμού είναι η πρόσφατη δημιουργία νέων ευρωπαϊκών δικτύων και η αποκεντρωμένη παραγωγή. Επίσης, η παγκόσμια αγορά ενέργειας είναι σε πολλά σημεία πλέον διεθνώς οργανωμένη και ανεξάρτητη, οπότε οι μεταβολές της αγοράς αυτής επηρεάζουν κατά παρόμοιο τρόπο τις οικονομίες σε όλον τον πλανήτη. Ωστόσο, ο έλεγχος ή η επιρροή της ΕΕ στον ενεργειακό της εφοδιασμό μπορεί πάντοτε να διακυβευθεί, ιδίως σε περίπτωση κινδύνου λόγω αυξανόμενης εξάρτησής της από τις εισαγωγές σε πεδία εκτός της συνήθους οικονομικής σφαίρας. Βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, αυτή φαίνεται να είναι η τάση η οποία αφορά όλους τους συμβατικούς ενεργειακούς τομείς. Είναι επομένως επιτακτικό να βρεθούν λύσεις που θα επιτρέπουν μεγαλύτερη διαφοροποίηση του εφοδιασμού σε καύσιμα, θα εντείνουν τον αξιόπιστο και σταθερό εφοδιασμό από το εξωτερικό και θα βελτιώσουν τη βιωσιμότητα των ενδογενών πόρων ενώ παράλληλα θα μειώνουν τις ανάγκες σε ενέργεια συνολικά.

Ενεργειακή τεχνολογία

Η ενεργειακή τεχνολογία θα αποβεί κρίσιμη για να ικανοποιήσει τις ανάγκες των σημερινών και των μελλοντικών γενεών και να αποδεσμεύσει την οικονομική ανάπτυξη από την αύξηση της ενεργειακής ζήτησης και την περιβαλλοντική υποβάθμιση, τόσο στην ΕΕ ως έχει σήμερα όσο και στη διευρυμένη Ευρώπη. Στο πεδίο της ενέργειας, η τεχνολογική μεταβολή δεν επέρχεται ανέξοδα: η έρευνα είναι δαπανηρή και απαιτεί μακρά ανάπτυξη και πολύ χρόνο, το δε αποτέλεσμα είναι συχνά αβέβαιο. Το επιτυχημένο μάρκετινγκ και η παιδεία των καταναλωτών είναι επίσης σημαντικοί παράγοντες που μετατρέπουν την τεχνογνωσία σε βιώσιμα προϊόντα.

Οι κυβερνήσεις επί σειρά ετών αναγνώρισαν ότι είναι αναγκαία η παρέμβαση στον τομέα της ενέργειας για να δοθούν ορθά κίνητρα και κατευθύνσεις τιμών στις επιχειρήσεις και να επηρεασθεί η ευαισθητοποίηση και η συμπεριφορά των καταναλωτών. Έτσι, η δημόσια χρηματοδότηση, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, συχνά έχει τον κεντρικό ρόλο στη χρηματοδότηση της βασικής έρευνας, την ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών και την προώθηση του ουσιαστικού αποθέματος των ενεργειακά αποδοτικών τεχνολογιών που μπορούν σύντομα θα καταστούν ανταγωνιστικές. Μεγαλώνει επίσης το ενδιαφέρον για την ανεύρεση τρόπων με τους οποίους θα αυξηθεί η επιρροή και η χρήση των νέων τεχνολογιών μέσα από έργα ευρείας συνεργασίας που άπτονται πολλών παραδοσιακών τομέων.

Η ενεργειακή τεχνολογία είναι χρήσιμο εργαλείο για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και μπορεί να ενεργήσει συμπληρωματικά στην επίτευξη στόχων σε άλλα πολιτικά πεδία, ιδίως στο περιβάλλον και την οικονομία. Προσφέρει το μέσο με το οποίο θα βελτιωθεί η ενεργειακή απόδοση, θα μειωθεί η ενεργειακή ένταση και θα αυξηθεί δραστικά το μερίδιο της χρήσης καθαρών, βιώσιμων και ανανεώσιμων ενεργειακών πόρων. Έχει επίσης τη δυνατότητα να επηρεάσει τα παγκόσμια μοντέλα χρήσης και παραγωγής ενέργειας, αφού οι προηγμένες ευρωπαϊκές τεχνολογίες μπορούν να προσφέρουν στις αναπτυσσόμενες χώρες περισσότερο βιώσιμα και λιγότερο ζημιογόνα μέσα οικονομικής ανάπτυξης.

Η μεταφορά καυσίμων στην ΕΕ (διαμετακόμιση)

Η αυξανόμενη ζήτηση ενεργειακού εφοδιασμού από το εξωτερικό θα ασκήσει ακόμη μεγαλύτερη πίεση στις υπάρχουσες διόδους εφοδιασμού και θα απαιτήσει την ανεύρεση νέων διόδων, πράγμα που θα έχει επιπτώσεις στη διάθεση και τις τιμές των ενεργειακών πόρων. Η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού εξαρτάται όχι μόνον από την ύπαρξη αποθεμάτων αλλά και από παράγοντες όπως η ικανότητα των χωρών να παρέχουν τις κατάλληλες ποσότητες, η βούληση των τρίτων χωρών να επιτρέψουν τη διαμετακόμιση, οι τεχνικοί και δημοσιονομικοί πόροι να κατασκευασθούν και να διατηρηθούν οι δίοδοι διαμετακόμισης και ένα διεθνές πλαίσιο σταθερών συνθηκών εμπορίου. Η ανάγκη μεταφοράς ενέργειας στην Ευρώπη προσδίδει ακόμη μεγαλύτερη σημασία στη διεθνή συνεργασία, τόσο μεταξύ της ΕΕ και των παραγωγών χωρών όσο και μεταξύ παραγωγών χωρών και ομόρων κρατών, στην εξωτερική πολιτική, τα δημοσιονομικά, τις εμπορικές συμφωνίες και την τεχνική συνεργασία. Στο πλαίσιο αυτό, η συνθήκη για τον Ενεργειακό Χάρτη και η διαδικασία του Ενεργειακού Χάρτη είναι για την ΕΕ σημαντικά εργαλεία για τη δημιουργία ενός σταθερού πλαισίου ενεργειακού εφοδιασμού και διαμετακόμισης ενέργειας.

xxxxxxxx

Ένας από τους κύριους στόχους της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ είναι ο διαφοροποιημένος, ασφαλής, περιβαλλοντικά συμβατός και αποδοτικός ενεργειακός εφοδιασμός της. Αυτό απαιτεί κατάλληλο πολιτικό, κοινωνικο-οικονομικό, επιχειρησιακό και τεχνολογικό κλίμα, και μέσα στην ΕΕ και παγκοσμίως. Με αυτά τα δεδομένα, το τεχνικο-ιστορικό έγγραφο εκθέτει τους παράγοντες που συνδέονται με τον ενεργειακό εφοδιασμό και άλλα σχετικά θέματα που επηρέασαν την Επιτροπή στην εκπόνηση της Πράσινης Βίβλου της για την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού.

Παραρτημα 2

Αναλυση των επιπτωσεων τησ φορολογησης των καυσιμων στις τεχνικεσ επιλογεσ

Μελέτη ανατεθείσα με βάση τη σύμβαση-πλαίσιο για την κατάρτιση μακροπρόθεσμων ενεργειακών μοντέλων (ENER/4.1040/001)

Καθ. Π. Κάπρος, N. Koυβαριτάκης, Δρ. Λ. Maντζος, Β. Πάνος και E. Λ. Βουγιούκας

Aθήνα, Noέμβριος 2000

1. Εισαγωγή

Στόχος αυτού του τμήματος της μελέτης είναι να διερευνηθούν οι τυχόν επιπτώσεις των φορολογικών παρεμβάσεων υπό μορφή φορολόγησης ή επιδότησης στις επιλογές κατανάλωσης καυσίμων στα κράτη μέλη της ΕΕ. Οι καταναλωτές ενέργειας, όταν πρόκειται να αποφασίσουν για τον τύπο εξοπλισμού στον οποίο θα επενδύσουν, ξεκινούν από τις ανάγκες τους σε ωφέλιμη ενέργεια και κατόπιν εξετάζουν εναλλακτικές λύσεις λαμβάνοντας υπόψη το πλήρες κόστος του συστήματος όπου συμπεριλαμβάνεται το επενδυτικό κόστος και το πάγιο και μεταβλητό κόστος λειτουργίας και συντήρησης. Συνήθως το κόστος των καυσίμων αποτελεί μεγάλο μέρος του μεταβλητού κόστους λειτουργίας και η φορολόγηση των καυσίμων μπορεί να το επηρεάσει σημαντικά. Πράγματι, οι φόροι και οι επιδοτήσεις συχνά εφαρμόζονται για να επηρεασθούν οι καταναλωτές στην επιλογή τους. Ωστόσο, είναι επίσης αλήθεια ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι στόχοι διάκρισης αφορούν ενδεχομένως θέματα πολιτικής του παρελθόντος, και οι φόροι και οι επιδοτήσεις εξακολουθούν να υπάρχουν λόγω θεσμικής αδράνειας και χρησιμεύουν ως μέσο συγκέντρωσης εσόδων χωρίς αναγκαστικά να ανταποκρίνονται σε πολιτικές ανησυχίες του παρόντος.

Στην παρούσα ανάλυση χρησιμοποιούνται τα τελευταία δεδομένα που διατίθενται για τη φορολόγηση των καυσίμων στα κράτη μέλη της ΕΕ (όπως αυτά δημοσιεύθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Μάρτιο του 2000) και τα προσωρινά δεδομένα για τις τιμές των καυσίμων το 2000. Τα δεδομένα σχετικά με τις επιδοτήσεις του άνθρακα έχουν ληφθεί από τη βάση δεδομένων του μοντέλου PRIMES (όπως καθορίσθηκαν μετά τις συζητήσεις με τους εμπειρογνώμονες των διαφόρων κρατών μελών στο πλαίσιο του έργου κοινής ανάλυσης).

Η βάση δεδομένων του μοντέλου PRIMES είναι επίσης η πηγή τεχνικο-οικονομικών δεδομένων για τις διάφορες τεχνολογίες, τα οποία χρησιμοποιούν οι καταναλωτές ενέργειας στον υπολογισμό του μέσου κόστους παραγωγής στις διάφορες χρήσεις της ενέργειας.

Τα εναλλακτικά καύσιμα και οι εναλλακτικές τεχνολογίες εξετάζονται στους εξής κλάδους:

1. Ηλεκτροπαραγωγή

2. Ατμοπαραγωγή με βιομηχανικούς λέβητες και από σταθμούς συνδυασμένης παραγωγής θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας (CHP)

3. Θέρμανση χώρων στα κτίρια

4. Ιδιωτικά αυτοκίνητα

Η μεθοδολογία που υιοθετήθηκε για τη σύγκριση ήταν η παραδοχή για κάθε κλάδο ενός "τυπικού" καταναλωτή ενέργειας, ο οποίος αναζητεί νέο εξοπλισμό κατανάλωσης ενέργειας είτε για να αντικαταστήσει τον παλαιό εξοπλισμό του είτε επειδή έχει νέες ενεργειακές ανάγκες, αντιμετωπίζει "μέσες" συνθήκες όσον αφορά τις κύριες παραμέτρους επιλογής. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στους υπολογισμούς δεν έχουν ληφθεί υπόψη τα οικονομικά δεδομένα χρήσης του ήδη υπάρχοντος εξοπλισμού, ο οποίος στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ίσως αποδοτικότερος είτε ο καταναλωτής έχει επιλέξει να τον αντικαταστήσει με εξοπλισμό του ιδίου τύπου είτε όχι.

Ανάλογα με το μέγεθος του εξοπλισμού, οι οικονομίες κλίμακας ως προς το επενδυτικό κόστος και το πάγιο και το μεταβλητό κόστος λειτουργίας και συντήρησης μπορεί να αποδειχθούν διαφορετικές συναρτήσει του τύπου του εξοπλισμού. Στην προσέγγιση που υιοθετήθηκε δεν συνυπολογίσθηκαν τέτοιου είδους διαφορές.

Η χοντρική αγορά καυσίμων και οι όροι παράδοσης (επί παραδείγματι το ενδεχόμενο διακοπής των παραδόσεων) μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε σημαντικά χαμηλό κόστος μονάδας καυσίμου και αντίστροφα η παράδοση μικρών ποσοτήτων καυσίμων μπορεί να οδηγήσει σε πάγιες πρόσθετες δαπάνες. Η διακύμανση των τιμών είναι φυσιολογική, διότι βασίζεται στο κόστος παράδοσης και διαφέρει αναλόγως του καυσίμου. Η διακύμανση αυτή δεν είναι τόσο έντονη στα πετρελαιοειδή που από τη φύση τους μπορούν εύκολα να αποθηκευθούν, να μεταφερθούν και να διακινηθούν, μπορεί όμως να είναι πολύ έντονη όταν πρόκειται για ηλεκτρική ενέργεια, φυσικό αέριο και άνθρακα. Η τιμή του άνθρακα υπόκειται επίσης σε μεγάλες γεωγραφικές διακυμάνσεις και εξαρτάται από την ύπαρξη κατάλληλων λιμένων κοντά στον τόπο εξόρυξης και άλλων αναγκαίων υποδομών μεταφοράς και διακίνησης που συντελούν αποφασιστικά στη διαμόρφωση του συνολικού κόστους παράδοσης, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποβεί πολύ υψηλό. Και πάλι ο περιεκτικός όρος "μέσες" συνθήκες δεν εμπεριέχει θέματα τέτοιου είδους.

Tο βασικό έτος ανάλυσης ήταν το 2000, κατά τη διάρκεια του οποίου οι συνθήκες στις αγορές ενέργειας διέφεραν με πολλούς τρόπους από εκείνες που επικρατούσαν την τελευταία δεκαετία (πιο συγκεκριμένα από το 1991). Από τις αρχές του θέρους οι τιμές αργού πετρελαίου άρχισαν να καλπάζουν διεθνώς και συνοδεύθηκαν ή και οδήγησαν συχνά σε ακόμη μεγαλύτερη άνοδο των τιμών άμεσης παράδοσης των πετρελαιοειδών και ιδίως των κρίσιμης σημασίας μέσων αποσταγμάτων. Οι τιμές εισαγόμενου φυσικού αερίου, οι οποίες εξακολουθούν να συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τη διαμόρφωση των τιμολογίων άμεσης παράδοσης των πετρελαιοειδών, άρχισαν να αυξάνονται με κάποια καθυστέρηση αλλά οι αυξήσεις των τιμών αερίου είναι ακόμη σχετικά μικρές για τους τελικούς καταναλωτές. Από την άλλη πλευρά οι τιμές άνθρακα δεν φαίνεται να έχουν επηρεασθεί. Καθόσον στην ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν οι μέσες ετήσιες τιμές, η εκόνα που σχηματίζεται από τις εξελίξεις που προαναφέρθηκαν είναι η σαφής στροφή στην ανταγωνιστικότητα των διαφόρων καυσίμων σε ένα μάλλον μεταβατικό περιβάλλον. Επίσης, μολονότι οι τιμές αργού πετρελαίου έφθασαν περίπου τα 36 EUR στα τέλη του έτους, θα ήταν πολύ παρακινδυνευμένο το συμπέρασμα ότι οι σχετικές τιμές και οι επιπτώσεις τους στον ανταγωνισμό θα παρέμεναν όπως είχε εικασθεί στην ανάλυση ακόμη και για τα αμέσως επόμενα έτη δεδομένης της μεταβλητότητας των αγορών πρόσφατα.

Τα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν πρέπει να χρησιμεύσουν ώστε να μην υπερερμηνευθούν τα αποτελέσματα της παρούσας ανάλυσης ειδικά σε ό,τι αφορά τα απόλυτα επίπεδα κόστους. Σε γενικές γραμμές μια μικρή σχετικά διαφορά στην ανταγωνιστικότητα πρέπει να ληφθεί ως ένδειξη μεγάλης ομοιότητας, υπό ελάχιστα διαφορετικές συνθήκες (που ούτως ή άλλως είναι αβέβαιες για τους λόγους που προαναφέρθηκαν) η ιεράρχηση θα μπορούσε να αντιστραφεί.

2. Ηλεκτροπαραγωγή

Για τους σκοπούς της ανάλυσης σχετικά με την ηλεκτροπαραγωγή, επελέγησαν οκτώ τυπικές τεχνολογίες:

* Ένας σταθμός καύσης ρευστοποιημένης κλίνης υπό πίεση (PFBC) που αντιπροσωπεύει μια καθαρή τεχνολογία άνθρακα διαδεδομένη σήμερα ευρέως.

* Έναν ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό που λειτουργεί μόνο με λιγνίτη σε συνδυασμό με μονάδες αποθείωσης, ο οποίος αντιπροσωπεύει ακόμη την κυρίαρχη επιλογή για την ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη. Για την Φινλανδία, την Ιρλανδία και τη Σουηδία στο κεφάλαιο αυτό έχουν περιληφθεί οι σταθμοί που λειτουργούν με καύση τύρφης.

* Ένας ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός που λειτουργεί μόνο με βαρύ μαζούτ πτωχό σε θείο.

* Ένας ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός αεροστροβίλων συνδυασμένου κύκλου (GTCC), ο οποίος λόγω των πολύ μεγάλων μειώσεων στο κόστος κεφαλαίου και λόγω των θεαματικών αυξήσεων στη γενική απόδοση έχει αποβεί η πρώτη επιλογή στην παραγωγή ισχύος για απαιτήσεις ευρέως φάσματος φορτίου.

* Ένας θερμοηλεκτρικός σταθμός που χρησιμοποιεί μόνο βιομάζα ή απόβλητα ως καύσιμο, όπου ο τύπος και το κόστος της βιομάζας ποικίλλει από χώρα σε χώρα ανάλογα με τις συνθήκες βιομηχανικής διάρθρωσης (ύπαρξη βιομηχανιών που παράγουν χρησιμοποιήσιμα απόβλητα), επαρκή γεωργικά απόβλητα σε κατάλληλη πυκνότητα ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, δυνατότητα χρήσης φυτειών κ.λπ.

* Μεγάλους αιολικούς στροβίλους στην ξηρά σε σημεία πολύ εκτεθειμένα στον άνεμο που κατά συνέπεια παρέχουν επίπεδα διάθεσης κατά τι μεγαλύτερα από το μέσο όρο που έχουν καταγραφεί στις στατιστικές των διαφόρων χωρών.

* Ηλιακά φωτοβολταϊκά κύτταρα τα οποία φυσικά αντιπροσωπεύουν εφαρμογές μικρής κλίμακας με διαφοροποιημένες δυνατότητες ανάλογα με τρεις ζώνες ηλιασμού (υψηλού, μέσου και χαμηλού) που αντιστοιχούν περίπου στις μεσογειακές χώρες, στις χώρες μέσου γεωγραφικού πλάτους και στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες.

* Ένας μεγάλος (άνω του ενός GigaWatt) πυρηνικός σταθμός με αντιδραστήρα υψηλής πίεσης (PWR).

Το κόστος παραγωγής υπολογίστηκε για τρία διαφορετικά επίπεδα χρήσης των σταθμών παραγωγής ισχύος (7000 ώρες, 5000 ώρες και 2500 ώρες) που αντιστοιχούν ενδεικτικά στα ποσοστά χρήσης ενός πολύ μεγάλου ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού έντασης ενέργειας, σε μικρής κλίμακας βιομηχανικές χρήσεις ή υπηρεσίες έντασης ενέργειας και στη μέση χρήση οικιακού εξοπλισμού.

Ο Πίνακας 1 δείχνει το κόστος παραγωγής των διαφόρων τεχνολογιών παραγωγής ισχύος που λειτουργούν με ρυθμό 7000 ωρών (τα στοιχεία με παχείς χαρακτήρες δείχνουν τη λύση «ελάχιστου» κόστους). Όσον αφορά τη χρήση, πλην της Δανίας, οι πλέον οικονομικές επιλογές φαίνονται να είναι οι τεχνολογίες των GTCC και PFBC (με καύση εισαγόμενου γαιάνθρακα). Οι σταθμοί PFBC φαίνονται να έχουν ελαφρά καθαρό προβάδισμα στη Γερμανία και την Ιταλία ενώ οι σταθμοί GTCC ακόμη μεγαλύτερο προβάδισμα στο Βέλγιο, τις Κάτω Χώρες, τη Φινλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι διαφορές αυτές οφείλονται σχεδόν αποκλειστικά στη διακύμανση της τιμής φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή στις διάφορες χώρες. Ακόμη και με αυτά τα ποσοστά υψηλής χρήσης, η τεχνολογία ηλεκτροπαραγωγής με πυρηνικούς σταθμούς PWR δεν είναι ανταγωνιστική σχεδόν σε καμία χώρα της ΕΕ λόγω του πολύ υψηλού κόστους κεφαλαίου. Η μόνη εξαίρεση είναι η Γαλλία, όπου η ροή των διαδικασιών χορήγησης αδείας και κατασκευής, η ύπαρξη κατάλληλης υποδομής και η εκ των πραγμάτων μάθηση έδειξαν ότι ο χρόνος κατασκευής και επομένως το κόστος είναι πολύ χαμηλότερο από οπουδήποτε αλλού στην ΕΕ. Ωστόσο ακόμη και στη Γαλλία, οι πυρηνικοί σταθμοί PWR παραμένουν μια εύλογα ανταγωνιστική λύση μόνο για πολύ υψηλά φορτία. Η αιολική ενέργεια είναι μια αναμφισβήτητα ελκυστική επιλογή στη Δανία λόγω του χαμηλότερου κόστους και της κατάλληλης πολιτικής στήριξης, δεν αποτελεί όμως την πιο οικονομική επιλογή για τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.

Η αφαίρεση των ειδικών φόρων κατανάλωσης και των επιχορηγήσεων δεν μεταβάλλει σημαντικά την ιεράρχηση των επιλογών. Οι φόροι αυτοί λειτουργούν κυρίως υπέρ των GTCC, ενώ το φυσικό αέριο φορολογείται πολύ σε ορισμένες χώρες (Δανία και σε μικρότερη έκταση Ιταλία και Γερμανία). Στη Δανία, οι σταθμοί GTCC αποβαίνουν η πλέον ελκυστική επιλογή με μεγάλη διαφορά ενώ στην Ιταλία το κόστος ηλεκτροπαραγωγής με GTCC προσεγγίζει εκείνο των PFBC αρκετά, έτσι ώστε να εννοείται ότι εάν οι ειδικές λιμενικές εγκαταστάσεις διακίνησης του άνθρακα είναι μακριά οι σταθμοί GTCC θα ήταν προτιμητέοι ακόμη και για τόσο υψηλά ποσοστά χρήσης. Όσον αφορά τις επιπτώσεις εάν αφαιρεθούν οι επιχορηγήσεις για τον εγχώριο άνθρακα στη Γερμανία, μολονότι η επιλογή καθίσταται πιο δαπανηρή, οι επιχορηγήσεις δεν επαρκούν για να καταστήσουν ελκυστικό το γερμανικό άνθρακα στους νέους χρήστες ούτως ή άλλως. Όπως φαίνεται από τον πίνακα, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης [71] οδηγούν σε στρέβλωση της αγοράς, όσον αφορά την επιλογή της τεχνολογίας, μόνο στις περιπτώσεις της Δανίας και της Γερμανίας (και οι δύο περιπτώσεις λειτουργούν υπέρ του άνθρακα και εις βάρος του φυσικού αερίου). Το αποτέλεσμα αυτό εξηγείται ευρέως από το γεγονός ότι στα περισσότερα κράτη μέλη της Ένωσης οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης που εφαρμόζονται στα καύσιμα για την ηλεκτροπαραγωγή είναι σχετικά μικροί (μηδενικοί σε ορισμένες περιπτώσεις) εξαιρουμένου του μαζούτ, το οποίο όμως δεν είναι ανταγωνιστική λύση.

[71] Στην περίπτωση της Γερμανίας επιδοτούνται οι τιμές εγχώριου άνθρακα.

Πίνακας 1: Κόστος παραγωγής των τεχνολογιών ηλεκτροπαραγωγής σε 7000 ώρες

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

* Για τις επιλογές περιοδικής ηλεκτροπαραγωγής, οι 7000 ώρες αφορούν τη διάθεση εξοπλισμού και όχι τη συνολική διάθεση η οποία είναι σαφές ότι είναι πολύ χαμηλότερη και ότι ελήφθη υπόψη στους υπολογισμούς.

Όταν εξετάζεται η οικονομική απόδοση των εναλλακτικών λύσεων στην ηλεκτροπαραγωγή για σταθμούς που λειτουργούν σε 5000 ώρες (βλ. πίνακα 3), είναι σαφές ότι το χαμηλό κόστος κεφαλαίου των GTCC καθιστά την επιλογή αυτή ακόμη πιο ελκυστική. Οι μόνες χώρες όπου οι PFBC διατηρούν πλεονεκτικότερη θέση είναι η Γερμανία και η Ιταλία κυρίως λόγω των ειδικών φόρων κατανάλωσης που ισχύουν στις χώρες αυτές. Προφανώς το πλεονέκτημα αυτό ουσιαστικά εξουδετερώνεται σε περίπτωση που αφαιρεθούν οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης και οι επιδοτήσεις. Όλοι οι άλλοι τύποι σταθμών ηλεκτροπαραγωγής στο συγκεκριμένο κατάλογο οπωσδήποτε δεν είναι ελκυστικοί ανεξαρτήτως του γεγονότος εάν υπάρχουν ή όχι ειδικοί φόροι κατανάλωσης και επιδοτήσεις. Το αποτέλεσμα αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι σε χαμηλότερα επίπεδα λειτουργίας ο ρόλος της τιμής του καυσίμου στο συνολικό κόστος λειτουργίας αποβαίνει λιγότερο σημαντικός.

Σε 2500 ώρες, τα πορίσματα που εκτέθηκαν προηγουμένως εντείνονται και οι σταθμοί GTCC αποβαίνουν παντού η κυρίαρχη επιλογή με μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες. Η ύπαρξη των ειδικών φόρων κατανάλωσης ή των επιδοτήσεων δεν οδηγεί σε καμία στρέβλωση της αγοράς όσον αφορά τις επιλογές παραγωγής (βλ. πίνακα 3).

Πίνακας 2: Κόστος παραγωγής των τεχνολογιών ηλεκτροπαραγωγής σε 5000 ώρες

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Η συνολική φορολογική επιβάρυνση των καυσίμων για την ηλεκτροπαραγωγή είναι σχετικά μικρή καθόσον υπάρχει εν γένει διστακτικότητα να φορολογείται ό,τι στην ουσία εισέρχεται στην παραγωγή. Η μόνη αξιοσημείωτη εξαίρεση στις περισσότερες χώρες είναι η φορολόγηση του βαρέος μαζούτ που καθιερώθηκε στο παρελθόν για να αντιμετωπισθούν οι πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του '70 και των αρχών της δεκαετίας του '80 έτσι ώστε να επισπευσθεί η υποκατάστασή του σε έναν τομέα που χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη πολλών εναλλακτικών λύσεων. Αυτή η διεργασία υποκατάστασης έχει πλέον στην ουσία ολοκληρωθεί και τα μειονεκτήματα του εξοπλισμού καύσης μαζούτ σε σύγκριση με τους νέους τύπους ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών που διατίθενται σήμερα είναι τέτοια ώστε η επιλογή του μαζούτ να μην είναι καθόλου ελκυστική για τους νέους εξοπλισμούς ακόμη και όταν δεν υπάρχει φορολόγηση καυσίμου. Υπό την έννοια αυτή, η φορολόγηση είναι άσχετη όσον αφορά τις επιλογές καυσίμου (και άτοπη ακόμη και εάν χρησιμοποιείται ως μέσο δημιουργίας εσόδων).

Σε γενικές γραμμές, από άποψη ανταγωνιστικότητας η κυριαρχία της επιλογής των GTCC για ευρέως κυμαινόμενα ποσοστά χρήσης είναι πολύ έντονη ουσιαστικά σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Η κυριαρχία αυτή είναι ακόμη πιο έντονη όταν αφαιρεθούν φόροι και επιδοτήσεις. Οι επιδοτήσεις και οι χρηματοδοτήσεις των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας και ιδίως της αιολικής ενέργειας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην προώθηση της ελκυστικότητάς τους. Ωστόσο πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, το κόστος των τεχνολογιών αυτών είναι ακόμη υψηλό και το επίπεδο χρηματοδότησης δεν επαρκεί για να τις καταστήσει αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις ευρείας χρήσης.

Συνεπώς, τα σημερινά επίπεδα των ειδικών φόρων κατανάλωσης και των επιδοτήσεων στην ηλεκτροδότηση δεν φαίνονται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των καυσίμων και των τεχνολογιών στο δεδομένο τομέα.

Πίνακας 3: Κόστος παραγωγής των τεχνολογιών ηλεκτροπαραγωγής σε 2500 ώρες

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

3. Ατμοπαραγωγη από βιομηχανικούς λέβητες

Εξετάσθηκαν τέσσερις διαφορετικοί τύποι βιομηχανικών λεβήτων στην ανάλυση δηλ. λέβητες με χρήση άνθρακα, μαζούτ, πετρελαίου κίνησης και φυσικού αερίου. Επίσης εξετάσθηκαν τρεις χαρακτηριστικοί σταθμοί συνδυασμένης παραγωγής θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας (CHP): ένας PFBC που λειτουργεί με καύση άνθρακα, ένας ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός που λειτουργεί με μαζούτ και ένας σταθμός GTCC. Οι σταθμοί GTCC μπορούν να επιτύχουν πολύ υψηλή συνολική θερμική απόδοση στην ηλεκτροπαραγωγή και με την έγχυση πρόσθετου καυσίμου στο λέβητα αποβαλλόμενης θερμότητας μπορεί να παραχθεί υψηλής θερμοκρασίας ατμός, ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιηθεί στις συνήθεις βιομηχανικές εφαρμογές ατμού. Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του κόστους στους σταθμούς CHP ήταν να υπολογισθεί το συνολικό κόστος ατμοπαραγωγής και της παραγωγής ισχύος και κατόπιν να αφαιρεθεί η αξία της παραχθείσας ηλεκτρικής ενέργειας. Το σημείο αναφοράς που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της αξίας αυτής ήταν το ελάχιστο κόστος ανά kWh όπως παρουσιάζεται στους πίνακες 1 έως 3 προηγουμένως. Με άλλα λόγια αυτό το σημείο αναφοράς είναι αντιπροσωπευτικό της ελάχιστης τιμής στην οποία θα πρέπει λογικά μια μονάδα συνδυασμένης παραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας να πωλεί την παραγόμενη ισχύ. Είναι σαφές ότι, εάν αντί να πωλείται η ισχύς έξω από τη βιομηχανική μονάδα, θεωρηθεί ότι η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιείται για να ικανοποιηθούν οι ίδιες ανάγκες, το κόστος που αποφεύγεται είναι υψηλότερο και το κόστος της συμπαραγόμενης ατμοηλεκτρικής ενέργειας είναι αντίστοιχα χαμηλότερο.

Και πάλι, όπως και στην ηλεκτροπαραγωγή, το κόστος λειτουργίας των εναλλακτικών ατμοπαραγωγών συστημάτων υπολογίστηκε για 7000, 5000 και 2500 ώρες που αντιπροσωπεύουν πολύ υψηλό, φυσιολογικό (2 βάρδιες) και πολύ χαμηλό φορτίο για τη βιομηχανική ατμοπαραγωγή. Τα αποτελέσματα της σύγκρισης του κόστους ατμοπαραγωγής με και χωρίς ειδικούς φόρους κατανάλωσης εκτίθενται στους πίνακες 7 και 10 στη συνέχεια.

Πίνακας 4: Κόστος παραγωγής της ατμοπαραγωγής από βιομηχανικούς λέβητες σε 7000 ώρες

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Πίνακας 5: Κόστος παραγωγής της ατμοπαραγωγής από βιομηχανικούς λέβητες σε 5000 ώρες

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Πίνακας 6: Κόστος παραγωγής της ατμοπαραγωγής από βιομηχανικούς λέβητες σε 2500 ώρες

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Η πιο εντυπωσιακή παρατήρηση που μπορεί να γίνει στους ανωτέρω πίνακες είναι ότι οι CHP, με τη μια ή την άλλη μορφή, φαίνονται να είναι πιο αποδοτικοί οικονομικά σε σύγκριση με όλα τα συστήματα με λέβητες αποκλειστικά ατμοηλεκτρικούς σε όλες τις χώρες, και για τους τρεις ρυθμούς λειτουργίας και ανεξάρτητα από το εάν έχουν συμπεριληφθεί ή όχι οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης. Αυτό οφείλεται οπωσδήποτε στην πολύ υψηλή απόδοση που χαρακτηρίζει τα συστήματα CHP και στο πολύ ανταγωνιστικό τους κόστος. Αυτό το συχνά ακατανίκητο πλεονέκτημα δεν σημαίνει όμως ότι οι CHP μπορούν σήμερα να επικρατήσουν σε όλη την αγορά νέου εξοπλισμού ατμοπαραγωγής. Πολλά εξαρτώνται από το αν υπάρχει κατάλληλο θεσμικό και ρυθμιστικό καθεστώς για να διευκολυνθούν οι πωλήσεις του πλεονάσματος ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο. Επιπλέον, οι σταθμοί CHP χαρακτηρίζονται από σημαντικές οικονομίες κλίμακας οι οποίες μπορούν να είναι απαγορευτικές για την εφαρμογή τους όταν οι απαιτήσεις ατμοπαραγωγής είναι μικρής κλίμακας.

Μεταξύ των τύπων σταθμών CHP που εξετάσθηκαν, ο σταθμός GTCC φυσικού αερίου φαίνεται να είναι ο πιο αποδοτικός οικονομικά στις περισσότερες περιπτώσεις, η υπεροχή του μάλιστα αυξάνεται εφόσον αφαιρεθούν οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης και μειωθεί ο ρυθμός χρήσης. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας του αισθητά χαμηλού κόστους κεφαλαίου του GTCC σε σύγκριση με την εναλλακτική λύση του PFBC. Για υψηλότερους ρυθμούς χρήσης, ο PFBC φαίνεται να υπερτερεί ουσιαστικά σε ορισμένες χώρες (Δανία, Γερμανία, Ιταλία και Πορτογαλία) με τις υψηλές τιμές φυσικού αερίου που οφείλονται συχνά στη φορολόγηση. Τα πλεονεκτήματα αυτά παραμένουν σε ορισμένες περιπτώσεις (Γερμανία, Ιταλία) σε ρυθμούς χρήσης 5000 ωρών (μολονότι στην περίπτωση αυτή τα πλεονεκτήματα δεν υπάρχουν πλέον όταν αφαιρεθούν οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης). Τα πλεονεκτήματα αυτά, τα οποία φαίνονται να υπάρχουν στους σταθμούς καύσης άνθρακα σε ορισμένες χώρες, μετριάζονται ωστόσο από την απαίτηση ότι ο σταθμός πρέπει να είναι χωροθετημένος σε περιοχές με εύκολη πρόσβαση στις λιμενικές εγκαταστάσεις εισαγωγής του άνθρακα και σε αρκετή απόσταση από τις κατοικημένες περιοχές για λόγους ποιότητας του αέρα. Οι CHP που λειτουργούν με πετρέλαιο χαρακτηρίζονται από χαμηλή απόδοση στη μετατροπή ισχύος και δεν μπορούν να ανταγωνιστούν με επιτυχία τον άνθρακα (πόσο δε μάλλον το φυσικό αέριο) ακόμη και με χαμηλούς ρυθμούς λειτουργίας και χωρίς να υπάρχουν ειδικοί φόροι κατανάλωσης.

Όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη παράγραφο, οι λέβητες αποκλειστικά για ατμοπαραγωγή παρουσιάζουν σοβαρά μειονεκτήματα ανταγωνισμού σε σύγκριση με τους CHP, οι CHP όμως δεν αποτελούν καλή επιλογή σε όλες τις περιπτώσεις. Η κυριαρχία του φυσικού αερίου στον κλάδο λεβήτων αποκλειστικά ατμοπαραγωγής είναι πάνω απ' όλα πιο ολοκληρωτική από τους GTCC μεταξύ των CHP. Ακόμη και σε πολύ υψηλούς ρυθμούς λειτουργίας και σε χώρες όπου οι τιμές φυσικού αερίου για τους βιομηχανικούς χρήστες είναι ιδιαίτερα υψηλές (Δανία, Ιταλία, Ιρλανδία), το σχετικό πλεονέκτημα των λεβήτων που λειτουργούν με άνθρακα είναι μικρό και στην ουσία εξαφανίζεται όταν αφαιρεθούν οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης. Όσον αφορά το ρυθμό χρήσης 2500 ωρών ανά έτος, οι λέβητες που λειτουργούν με βαρύ μαζούτ μπορούν να αποβούν ανταγωνιστικοί σε πολλές χώρες έναντι των λεβήτων που λειτουργούν με άνθρακα και οπωσδήποτε αποβαίνουν ανταγωνιστικοί ελλείψει ειδικών φόρων κατανάλωσης. Αυτό πάντως δεν συμβαίνει πάντοτε με τα ισοδύναμα του φυσικού αερίου.

Σε γενικές γραμμές, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης και οι επιδοτήσεις, όπως εφαρμόζονται στο βιομηχανικό κλάδο ατμοπαραγωγής, φαίνεται ότι επηρεάζουν κάπως την ενθάρρυνση να χρησιμοποιείται ο άνθρακας στους πολύ υψηλούς ρυθμούς λειτουργίας. Φαίνεται ότι οι δομές των φόρων μελετήθηκαν έτσι ώστε να παράγεται αυτό το είδος αποτελέσματος σε μια προσπάθεια διαφοροποίησης του εφοδιασμού ενέργειας της βιομηχανίας έτσι ώστε να προωθηθεί η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού. Η εμφάνιση τεχνολογιών φυσικού αερίου με χαμηλό κόστος κεφαλαίου και ειδικά οι GTCC μεταξύ των CHP με πολύ υψηλή συνολική θερμική απόδοση είχε ως αποτέλεσμα οι περισσότερες διακρίσεις που προαναφέρθηκαν να εξουδετερωθούν σε μεγάλο βαθμό. Συνεπώς, τα φορολογικά μέτρα φαίνεται να επηρεάζουν σε μικρό βαθμό τις επιλογές στον κλάδο αυτό εξαιρέσει ορισμένων τμημάτων σε πολύ συγκεκριμένα σημεία.

4. Θέρμανση χώρων στα νοικοκυριά

Για να αξιολογηθεί η επίπτωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στις επιλογές των νοικοκυριών όσον αφορά τον εξοπλισμό θέρμανσης των χώρων, εξετάσθηκαν τρεις εναλλακτικές τεχνολογίες, και συγκεκριμένα ο εξοπλισμός κεντρικής θέρμανσης με πετρέλαιο θέρμανσης, ο εξοπλισμός κεντρικής θέρμανσης με φυσικό αέριο και οι ηλεκτρικές αντλίες θερμότητας. Εξετάσθηκε ένας αντιπροσωπευτικός τύπος κατοικίας (εμβαδού 90 τ.μ.). Ελήφθησαν επίσης υπόψη οι διαφορές στις καιρικές συνθήκες στα διάφορα κράτη μέλη διότι οι καιρικές συνθήκες επηρεάζουν το ποσοστό χρήσης του εγκατεστημένου εξοπλισμού. Ο πίνακας 7 δείχνει τα αποτελέσματα της ανάλυσης.

Πίνακας 7: Κόστος θέρμανσης κατανεμημένο ανά έτος στα νοικοκυριά

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Και πάλι η κεντρική θέρμανση με φυσικό αέριο φαίνεται να κυριαρχεί στις επιλογές νέων συστημάτων που τοποθετούνται στα νοικοκυριά της ΕΕ. Αυτό όμως μετριάζεται από δύο πολύ σοβαρούς παράγοντες:

* Η έκταση στην οποία έχει φθάσει το δίκτυο διανομής αερίου στα νοικοκυριά ποικίλλει τεράστια από χώρα σε χώρα. Στη Φινλανδία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία και τη Σουηδία υπήρξε μικρή ανάπτυξη στην πρόσβαση του φυσικού αερίου στα νοικοκυριά, οπότε η επιλογή καθίσταται πρακτικά ανύπαρκτη. Στην Ισπανία και τη Δανία για διαφορετικούς λόγους το δίκτυο φυσικού αερίου έχει μικρή κάλυψη. Ακόμη και σε ώριμες αγορές φυσικού αερίου για τα νοικοκυριά, δεν εξυπηρετούνται όλες οι τοποθεσίες από το δίκτυο και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι μάλλον απίθανη η επέκταση του δικτύου λόγω του υψηλού κόστους και της ακατάλληλης ζήτησης που προβάλλεται για να δικαιολογηθεί η επέκταση αυτή.

* Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, το έτος 2000 δεν υπήρξε ένα συνηθισμένο έτος υπό την έννοια ότι οι τιμές των πετρελαιοειδών όπως το πετρέλαιο θέρμανσης ανέβηκαν αισθητά ενώ οι τιμές φυσικού αερίου ακολούθησαν την τάση αυτή μόνο εν μέρει. Οι διαφορές αυτές ίσως να μην είναι τόσο ουσιαστικές στο πολύ εγγύς μέλλον.

Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης φαίνεται ότι επηρεάζουν σε μικρό βαθμό τις επιλογές όσον αφορά τα κύρια ανταγωνιζόμενα συστήματα (φυσικό αέριο και πετρέλαιο θέρμανσης). Οι μόνες σαφείς στροφές σημειώθηκαν στην Ισπανία και την Ιρλανδία, όπου όπως αναφέρθηκε προηγουμένως το δίκτυο διανομής φυσικού αερίου στις κατοικίες δεν είναι αρκετά ανεπτυγμένο ούτως ώστε να καθιστά το φυσικό αέριο επιλογή στις περισσότερες των περιπτώσεων τουλάχιστον. Ο κύριος λόγος γι' αυτή τη σχετική έλλειψη ευαισθησίας είναι ότι η φορολόγηση των καυσίμων για τα νοικοκυριά φαίνεται σε μεγάλο βαθμό ότι δε δημιουργεί διακρίσεις. Αυτό ισχύει κυρίως σε χώρες με πολύ υψηλή φορολόγηση (Δανία και Ιταλία), όπου οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης είναι εξίσου μεγάλοι και για τα δύο κύρια καύσιμα.

Αυτή η φαινομενική σταθερότητα στις επιλογές με βάση τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης θα μπορούσε ουσιαστικά να εξουδετερωθεί σε περίπτωση που οι τιμές των πετρελαιοειδών είναι χαμηλές (όπως συνέβη και στο πολύ πρόσφατο παρελθόν) και που οι τιμές φυσικού αερίου είναι μόνον κατά τι χαμηλότερες από εκείνες που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα μελέτη. Στην περίπτωση αυτή, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η φορολόγηση που επιβάλλεται με σκοπό να αποθαρρυνθεί η χρήση του πετρελαίου, επιτυγχάνει ακριβώς το αντίθετο.

Η εναλλακτική λύση των ηλεκτρικών αντλιών θερμότητας με βάση τις παραδοχές της παρούσας μελέτης φαίνεται να αποκλείεται για λόγους ανταγωνιστικότητας ανεξαρτήτως του αν υπάρχουν ειδικοί φόροι κατανάλωσης ή όχι. Ωστόσο, στην περίπτωση της Φινλανδίας και της Σουηδίας, επειδή το δίκτυο φυσικού αερίου για τις κατοικίες δεν είναι ανεπτυγμένο, θα μπορούσε να αποβεί καλή επιλογή με την προϋπόθεση ότι διατηρείται η φορολόγηση του πετρελαίου θέρμανσης (σε απαγορευτικά ποσοστά για τη Σουηδία).

5. Ιδιωτικά αυτοκίνητα

Στον τομέα των μεταφορών, η ανάλυση περιορίστηκε στον κρίσιμο τομέα των ιδιωτικών αυτοκινήτων, ο οποίος σήμερα κυριαρχείται ολοκληρωτικά από τα πετρελαιοειδή (βενζίνη, πετρέλαιο κίνησης, υγραέριο) και έχει προσελκύσει την προσοχή των πολιτικών αρμοδίων σε μεγάλο βαθμό τόσο όσον αφορά την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού (καθόσον πρόκειται για την κύρια αιτία αύξησης των εισαγωγών πετρελαίου) αλλά και λόγω των πολύ σοβαρών εξωτερικών οικονομικών επιπτώσεων (κυκλοφοριακή συμφόρηση και περιβαλλοντική ρύπανση) που συνδέονται με αυτόν.

Εξετάσθηκε ένας αντιπροσωπευτικός «μέσος όρος» από άποψη μεγέθους αυτοκινήτου και εξαρτημάτων. Δεν έγινε διαφοροποίηση των χωρών ανάλογα με τη μέση διανυόμενη απόσταση, μολονότι υπάρχουν σαφείς διαφορές, με σκοπό να διατηρηθεί ένα μέτρο συγκρισιμότητας μεταξύ των χωρών. Ωστόσο, ελήφθησαν υπόψη θέματα που αφορούν τις διαφορές ως προς την κατανάλωση ανά μονάδα στα διάφορα κράτη μέλη διότι τα θέματα αυτά αντιπροσωπεύουν ορισμένους αποφασιστικής σημασίας παράγοντες όπως είναι οι συνθήκες οδήγησης (εντός πόλης έναντι εκτός πόλης, η συμφόρηση των οδικών αξόνων κ.λπ.), καθώς και οι προτιμήσεις των καταναλωτών σε ό,τι αφορά την ισχύ του αυτοκινήτου.

Η ανάλυση της φορολογίας δεν περιορίστηκε στη φορολόγηση των καυσίμων αλλά επεκτάθηκε έτσι ώστε να συμπεριληφθούν οι φόροι αγοράς του αυτοκινήτου (φόροι ταξινόμησης), καθώς και τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας. Οι φόροι ταξινόμησης είναι πολύ σημαντικοί στον καθορισμό του συνολικού κόστους κυκλοφορίας των αυτοκινήτων διότι αφορούν το κόστος του οχήματος, το οποίο αντιπροσωπεύει πολύ υψηλό ποσοστό του κόστους του κύκλου ζωής του αυτοκινήτου. Οι φόροι ταξινόμησης διαφέρουν αισθητά από χώρα σε χώρα παρά τις πιέσεις στο πλαίσιο εναρμόνισης στην ΕΕ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90. Η Δανία, η Φινλανδία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία εφαρμόζουν πολύ υψηλούς φόρους ταξινόμησης με τη μια ή την άλλη μορφή, γεγονός το οποίο κατά κάποιο τρόπο εξηγεί γιατί η κυριότητα αυτοκινήτων στις περισσότερες από τις χώρες αυτές είναι χαμηλότερη από εκείνη που θα μπορούσε να αναμένεται από το κατά κεφαλήν εισόδημα σε σύγκριση με άλλα κράτη μέλη της ΕΕ. Στο άλλο άκρο του φάσματος, το Βέλγιο, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν εφαρμόζουν κανέναν άλλο φόρο ταξινόμησης εκτός από τον ΦΠΑ (που δεν εξετάστηκε στην ανάλυση της ευαισθησίας όσον αφορά την αφαίρεση του φόρου στην παρούσα μελέτη, η οποία αφορά συγκεκριμένα τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Τα τέλη κυκλοφορίας μπορούν επίσης να αποβούν σημαντικό στοιχείο του κόστους για την κυκλοφορία ενός οχήματος. Αυτό ισχύει ιδίως στις Κάτω Χώρες και την Ιρλανδία αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Δανία και τη Γερμανία ενώ είναι πολύ χαμηλά στην Ιταλία και την Πορτογαλία. Εφαρμόζονται επίσης ειδικοί φόροι σε ορισμένες χώρες στην ασφάλιση των αυτοκινήτων και πολλά κράτη επιβάλλουν διόδια σε ορισμένους αυτοκινητοδρόμους και σε άλλες υποδομές μεταφορών (γέφυρες, σήραγγες, κ.λπ.). Η παρούσα ανάλυση δεν περιλαμβάνει αυτά τα στοιχεία κόστους καθόσον η απόδοσή τους στο κόστος κυκλοφορίας των ιδιωτικών αυτοκινήτων διαπιστώθηκε ότι θέτει ορισμένες δυσχέρειες και επιπλέον δεν φαίνονται να είναι τόσο σημαντικά όσο οι φόροι ταξινόμησης και τα τέλη οδικής κυκλοφορίας.

Εξετάσθηκαν τέσσερις τύποι κινητήρων για τους σκοπούς της ανάλυσης: ο τυποποιημένος βενζινοκινητήρας, ο πετρελαιοκινητήρας και ο κινητήρας που λειτουργεί με υγραέριο ο οποίος διατίθεται σε περιορισμένο αριθμό στις περισσότερες χώρες και ο κινητήρας που λειτουργεί με μεθανόλη, της οποίας το δίκτυο διανομής είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο προς το παρόν. Ο τελευταίος κινητήρας περιελήφθη διότι αντιπροσωπεύει μια τεχνολογία στην οποία δεν χρησιμοποιείται το πετρέλαιο και η οποία προσεγγίζει πολύ σήμερα το στάδιο εφαρμογής στην αγορά. Ελήφθη ως παραδοχή ότι η μεθανόλη παράγεται από το φυσικό αέριο σε απόδοση 70% και ότι φορολογείται με το ίδιο ποσοστό όπως η βενζίνη έτσι ώστε να διατηρηθεί φορολογική ουδετερότητα. Τα πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα μολονότι είναι πιο αποδοτικά από τα βενζινοκίνητα, είναι βαρύτερα και πιο δαπανηρά από τις άλλες εναλλακτικές λύσεις εκτός της βενζίνης. Κατά παρόμοιο τρόπο, τα αυτοκίνητα που λειτουργούν με υγραέριο και μεθανόλη είναι πιο δαπανηρά να κατασκευαστούν απ' ό,τι τα τυποποιημένα βενζινοκίνητα οχήματα.

Εξετάσθηκαν δύο εναλλακτικές περιπτώσεις σε ό,τι αφορά την ετήσια διανυόμενη απόσταση των αυτοκινήτων: 18000 km που είναι περίπου ο μέσος όρος για τα πετρελαιοκίνητα οχήματα στην ΕΕ και 13000 km που αντιπροσωπεύει περίπου το μέσο όρο των βενζινοκίνητων οχημάτων στην ΕΕ.

Οι πίνακες που ακολουθούν εκθέτουν τις συγκρίσεις κόστους μεταξύ των διαφόρων τύπων οχημάτων για τα δύο ποσοστά χρήσης με και χωρίς ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

Πίνακας 8: Κόστος μονάδας ανά διανυθέν χιλιόμετρο για μέσα ετήσια διανυθέντα χιλιόμετρα ενός βενζινοκίνητου οχήματος

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 9: Κόστος μονάδας ανά διανυθέν χιλιόμετρο για μέσα ετήσια διανυθέντα χιλιόμετρα ενός πετρελαιοκίνητου οχήματος

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Το πιο έντονο χαρακτηριστικό που εξάγεται από τους ανωτέρω πίνακες είναι η έκταση στην οποία επηρεάζει η φορολογία το συνολικό κόστος κυκλοφορίας των ιδιωτικών αυτοκινήτων. Στις περισσότερες περιπτώσεις οδηγεί σε περίπου διπλασιασμό του κόστους αυτού ενώ σε ορισμένες χώρες (ιδίως στη Δανία, τις Κάτω Χώρες και την Ιρλανδία) με καθεστώτα φορολόγησης των αυτοκινήτων που έχουν επιβληθεί για να αποθαρρύνεται δραστήρια η χρήση των ιδιωτικών αυτοκινήτων, το κόστος τριπλασιάζεται περίπου. Είναι σαφές ότι τα φορολογικά μέτρα δεν ευνοούν την ιδιοκτησία και τη χρήση των αυτοκινήτων και εάν δεν υπήρχαν αυτά τα φορολογικά μέτρα θα μπορούσε να υποπτευθεί κανείς ότι η άνοδος του αριθμού αυτοκινήτων θα ήταν άμεση.

Σε σύγκριση με αυτή τη γενική παρατήρηση, οι επιπτώσεις των ειδικών φόρων κατανάλωσης στην επιλογή του τύπου αυτοκινήτου είναι σχετικά μικρή. Οι μεγάλες διαφορές στα επίπεδα των ειδικών φόρων κατανάλωσης για τη βενζίνη και το πετρέλαιο έτσι ώστε να ευνοηθούν οι εμπορικές οδικές μεταφορές, που ήταν χαρακτηριστικές σε ορισμένες χώρες στο παρελθόν, έχουν μικρύνει αισθητά τα πρόσφατα χρόνια. Επιπλέον, οι ιδιαίτερα υψηλές τιμές διυλιστηρίου του πετρελαίου εσωτερικής καύσης το δεύτερο εξάμηνο του 2000 είχαν ως αποτέλεσμα να μικρύνει ακόμη περισσότερο η διαφορά, ακόμη και σε χώρες που παραδοσιακά στρέφονται υπέρ του πετρελαίου κίνησης όπως η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία και το Βέλγιο. Συνεπώς, δεδομένων των υψηλότερων τιμών αγοράς των αυτοκινήτων, το πετρέλαιο κίνησης είναι μόνον οριακά πιο ελκυστικό από τη βενζίνη σε ορισμένες χώρες μόνον (Γαλλία, Γερμανία και Βέλγιο) ακόμη και σε ποσοστό χρήσης 18000 km/έτος. Η εικόνα αυτή θα μπορούσε να μεταβληθεί εάν εξετάζονταν υψηλότερες μέσες διανυόμενες αποστάσεις, αυτό όμως θα υπερέβαινε κάπως το πεδίο της παρούσας μελέτης. Ούτως ή άλλως, αυτά τα μικρά πλεονεκτήματα του πετρελαίου κίνησης σε ορισμένες χώρες εξαφανίζονται εάν αφαιρεθούν οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης, διότι είναι σαφές ότι το υψηλό κόστος αγοράς υπερφαλαγγίζει τα κέρδη από την απόδοση των καυσίμων.

Το υγραέριο φαίνεται να είναι αρκετά ανταγωνιστικό σε ορισμένες χώρες όπως το Βέλγιο, η Σουηδία και σε μικρότερη έκταση η Γαλλία για το υψηλότερο ποσοστό χρήσης. Αυτά τα μικρά πλεονεκτήματα όμως προκύπτουν από τη διακριτική φορολόγηση και εξαλείφονται εάν αφαιρεθούν όλοι οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης, όπως επίσης εξαφανίζονται από το υψηλό κόστος αγοράς του οχήματος.

Τα αυτοκίνητα που λειτουργούν με μεθανόλη όπως προαναφέρθηκε είναι ακόμη κάπως μία θεωρητική δυνατότητα διότι το πρόβλημα είναι το υψηλό κόστος του αυτοκινήτου, αποβαίνει όμως ανταγωνιστική τουλάχιστον έναντι των πετρελαιοκίνητων οχημάτων εάν αφαιρεθούν οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης. Το ενδεχόμενο όμως αυτό είναι αρκετά απίθανο λόγω του ύψους της φορολογίας των καυσίμων μεταφοράς για τη συγκέντρωση εσόδων. Η ανάλυση προτείνει ότι για την ευρείας κλίμακας εισαγωγή της μεθανόλης ως εναλλακτικού καυσίμου, θα χρειαστούν ορισμένα φορολογικά μέτρα που να την ευνοούν. Η έκταση της απαιτούμενης διακριτικής μεταχείρισης θα μπορούσε ωστόσο να είναι σχετικά μικρή.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3

ο ανθρακασ μετα τη ληξη τησ συνθηκησ τησ Eυρωπαϊκησ Κοινοτητασ Ανθρακα και Χαλυβα (EΚΑΧ)

Η παγκόσμια αγορά άνθρακα είναι μια σταθερή αγορά, η οποία χαρακτηρίζεται από αφθονία πόρων και μεγάλη γεωπολιτική ποικιλία στην προσφορά. Ακόμη και μακροπρόθεσμα και με αυξανόμενη την παγκόσμια ζήτηση, ο κίνδυνος παρατεταμένης διακοπής του εφοδιασμού, αν και δεν έχει αποτραπεί τελείως, είναι ελάχιστος. Για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, οι ροές εισαγωγών άνθρακα προέρχονται κυρίως από τους εταίρους της στo Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΔΟΕ) ή από χώρες με τις οποίες η Κοινότητα ή τα κράτη μέλη έχουν υπογράψει εμπορικές συμφωνίες. Οι εταίροι αυτοί αποτελούν σίγουρους προμηθευτές.

Στην Κοινότητα, ο άνθρακας διέπεται από τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα ("συνθήκη ΕΚΑΧ") που υπογράφηκε στο Παρίσι στις 18 Απριλίου 1951. Έκτοτε εκδόθηκαν πολυάριθμες ρυθμίσεις με βάση τη συνθήκη αυτή, μεταξύ των οποίων είναι και η απόφαση 3632/93/ΕΚΑΧ της Επιτροπής της 28ης Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό καθεστώς παρεμβάσεων των κρατών μελών υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα [72].

[72] ΕΕ L 329 της 30.12.1993, σελ. 12.

Η συνθήκη ΕΚΑΧ, καθώς και οι κανόνες που αποφασίσθηκαν κατ'εφαρμογήν της εν λόγω συνθήκης, λήγουν στις 23 Ιουλίου 2002. Επιβάλλεται επομένως να εξετασθεί ποιο θα είναι το μελλοντικό κοινοτικό καθεστώς, το οποίο θα περιλαμβάνει ιδίως μια συνιστώσα πολύ σημαντική τις τελευταίες δεκαετίες στο δεδομένο τομέα, τις κρατικές ενισχύσεις. Η λήξη της συνθήκης ΕΚΑΧ πρέπει να παρέχει επίσης τη δυνατότητα να αναπτυχθεί μια ευρύτερη συλλογιστική σχετικά με τη θέση του άνθρακα μεταξύ των άλλων πηγών πρωτογενούς ενέργειας της Κοινότητας.

1. 1950 - 2000 : οι μεγάλοι στόχοι του άνθρακα στην Κοινότητα

Ο άνθρακας κατείχε την πρώτη θέση στον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης, γι'αυτόν μάλιστα το λόγο αποτέλεσε και το αντικείμενο της συνθήκης ΕΚΑΧ. Η συνθήκη ορίζει όντως ότι τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας οφείλουν "να μεριμνούν για τον κανονικό εφοδιασμό της κοινής αγοράς λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες των τρίτων χωρών" (άρθρο 3, στοιχείο α)) όπως επίσης "να προάγουν την ανάπτυξη των διεθνών συναλλαγών και να μεριμνούν για την τήρηση ευλόγων ορίων στις τιμές που εφαρμόζονται στις εξωτερικές αγορές" (άρθρο 3, στοιχείο στ)).

Κατά τα πρώτα έτη εφαρμογής της συνθήκης, ο ενεργειακός εφοδιασμός σε άνθρακα προερχόταν αποκλειστικά από την κοινοτική βιομηχανία, η οποία τότε ήταν ανθηρή και σε πλήρη εκσυγχρονισμό. Μετά από ορισμένα χρόνια όμως, εκτός από την κοινοτική παραγωγή άρχισαν οι εισαγωγές από τρίτες χώρες. Οι εισαγωγές αυτές άρχισαν σιγά σιγά να ανταγωνίζονται τον κοινοτικό άνθρακα.

Οι πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του '70, οι οποίες συνέβησαν σε μια εποχή που είχε σημαδευτεί από τη συλλογιστική της Λέσχης της Ρώμης για τα όρια της οικονομικής ανάπτυξης, έθεσαν στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας το θέμα της ασφάλειας ενεργειακού εφοδιασμού. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη έδωσαν έμφαση στις πολιτικές υποκατάστασης με σκοπό να μειώσουν την εξάρτησή τους από το πετρέλαιο. Έτσι, ο άνθρακας αποτέλεσε μια από τις πολιτικές επιλογές που βοήθησαν να αντιμετωπισθούν οι πετρελαϊκές κρίσεις. Επίσης άρχισαν φιλόδοξα προγράμματα ΕΤΑ και επίδειξης σε κοινοτική κλίμακα. Οι εθνικές στρατηγικές για να καταπολεμηθεί η εξάρτηση από το πετρέλαιο προσανατολίσθηκαν λοιπόν μεταξύ άλλων προς την ενθάρρυνση, από τη μια, της παραγωγής κοινοτικού άνθρακα και, από την άλλη, προς τις εισαγωγές από τρίτες χώρες.

Οι στρατηγικές αυτές είχαν πολύ διαφορετικά αποτελέσματα.

Στις αρχές της δεκαετίας του '80, η κοινοτική βιομηχανία άνθρακα, επειδή αντιμετώπιζε μια διεθνή αγορά όλο και πιο δυναμική, υποβλήθηκε αναγκαστικά σε βαθιά αναδιάρθρωση, την οποία είχαν καταστήσει ακόμη πιο επιτακτική οι αποφάσεις διεύρυνσης που είχαν ληφθεί μερικά χρόνια νωρίτερα. Από την άποψη του εφοδιασμού, ο εισαγόμενος άνθρακας υποκατέστησε τον κοινοτικό άνθρακα, χωρίς ωστόσο να αυξηθούν οι κίνδυνοι διακοπής του εφοδιασμού και αστάθειας των τιμών του καυσίμου.

Ενώ η δεκαετία του '70 χαρακτηρίσθηκε από την ασφάλεια εφοδιασμού, η δεκαετία του '90 χαρακτηρίσθηκε από τις ανησυχίες για το περιβάλλον. Είναι όλο και πιο προφανές ότι ο άνθρακας δεν μπορεί να κρατήσει τη θέση του στον ενεργειακό εφοδιασμό εάν δεν ελεγχθούν οι επιπτώσεις του στο περιβάλλον. Η τεχνολογία θα συντελέσει στην αντιμετώπιση αυτού του περιβαλλοντικού προβλήματος, το οποίο συνδέεται κυρίως με την αλλαγή του κλίματος και την όξινη βροχή.

Έτσι, ενώ η ιδέα που αποτέλεσε το θεμέλιο για την υπογραφή της συνθήκης ΕΚΑΧ ήταν η δημιουργία μιας κοινής αγοράς άνθρακα, οι αποφάσεις που σχετίζονται με αυτόν τον ενεργειακό πόρο, τουλάχιστον τα τελευταία 25 χρόνια, είχαν περισσότερο το στίγμα των ανησυχιών της ενεργειακής πολιτικής, ιδίως της ασφάλειας εφοδιασμού και του περιβάλλοντος.

2. Οικονομική αξιολόγηση της κοινοτικής βιομηχανίας άνθρακα

2.1. Η αγορά άνθρακα

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

(*) Εκτιμήσεις

Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα παράγει επίσης 235 εκατ. τόνους λιγνίτη (που ισοδυναμεί με 70 εκατ. ΤΙΑ [73]).

[73] tec= τόνοι ισοδυνάμου άνθρακα (ΤΙΑ).

2.2. Συνολική αξιολόγηση

Το 1999, η παραγωγή άνθρακα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανήλθε σε περίπου 100 εκατ. τόνους, είχε δε την εξής κατανομή : Γαλλία = 4 εκατ. τόνοι, Γερμανία = 41 εκατ. τόνοι, Ηνωμένο Βασίλειο = 36 εκατ. τόνοι και Ισπανία= 16 εκατ. τόνοι.

Παρά τη διαδικασία αναδιάρθρωσης, εκσυγχρονισμού και εξορθολογισμού που άρχισε στην ανθρακοβιομηχανία από το 1965, η οποία συνοδεύθηκε από σημαντικότατες κρατικές ενισχύσεις, η συντριπτική πλειονότητα της κοινοτικής παραγωγής άνθρακα παραμένει και θα παραμείνει μη ανταγωνιστική έναντι των εισαγωγών από τρίτες χώρες. Οι διάφοροι μηχανισμοί ενισχύσεων που δημιουργήθηκαν - ισχύον καθεστώς που διέπεται από την απόφαση 3632/93/ΕΚΑΧ κατ'εφαρμογήν του άρθρου 95 της συνθήκης ΕΚΑΧ - δεν μπόρεσαν να λύσουν από οικονομική άποψη τη διαρθρωτική κρίση που έπληξε την ευρωπαϊκή ανθρακοβιομηχανία. Πράγματι, οι μικρές πρόοδοι που σημειώθηκαν στην παραγωγικότητα δεν άρκεσαν για να αντιμετωπισθούν οι τιμές στις διεθνείς αγορές.

Εξαιρουμένων κάποιων δυνατοτήτων στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο στόχος μιας εμπορικά ανταγωνιστικής ευρωπαϊκής ανθρακοβιομηχανίας στις διεθνείς αγορές είναι πλέον οριστικά ανεπίτευκτος, παρά τη μεγάλη τεχνολογική και οργανωτική προσπάθεια των επιχειρήσεων παραγωγής να βελτιώσουν την παραγωγικότητά τους. Η διαπίστωση αυτή εξηγείται κυρίως από τις ολοένα και πιο δύσκολες γεωλογικές συνθήκες λόγω της προοδευτικής εξάντλησης των πιο προσβάσιμων κοιτασμάτων και από τις σχετικά χαμηλές τιμές στις διεθνείς αγορές.

2.3. Αξιολόγηση και προοπτικές ανά παραγωγό χώρα

* Γαλλία

Με βάση το εθνικό Σύμφωνο Άνθρακα, το οποίο συνήφθη μεταξύ κοινωνικών εταίρων το 1995, η εξόρυξη άνθρακα μειώνεται προοδευτικά και θα σταματήσει οριστικά το 2005. Όλα τα ορυχεία έχουν συμπεριληφθεί σε ένα σχέδιο παύσης λειτουργίας και εισπράττουν, αποκλειστικά για την κάλυψη των απωλειών εκμετάλλευσης, ενισχύσεις για τη μείωση της δραστηριότητάς τους.

Η σοβαρότητα των κοινωνικών και περιφερειακών προβλημάτων δεν επέτρεψαν στη γαλλική κυβέρνηση να τηρήσει την προθεσμία του 2002 που προβλέπεται στην απόφαση 3632/93/ΕΚΑΧ. Φαίνεται ωστόσο ότι, εξαιτίας των εξαιρετικά δυσμενών συνθηκών εξόρυξης, η εκμετάλλευση άνθρακα ενδέχεται να σταματήσει πριν τα τέλη του 2005. Διαπιστώνεται όντως σταθερή αύξηση του κόστους παραγωγής, το οποίο αναμένεται να φθάσει το 2000 τα 170 ευρώ/τόνο (έναντι τιμής του εισαγόμενου άνθρακα της τάξης των 35 - 40 ευρώ/τόνο).

* Ισπανία

Η Ισπανία έχει αποφασίσει σχέδιο αναδιάρθρωσης για την περίοδο 1998-2005 όπου προβλέπεται ετήσια μείωση της παραγωγής η οποία δεν πρέπει να υπερβεί τα 14,5 εκατ. τόνους το 2002. Ακόμη και εάν το σχέδιο προβλέπει προοδευτική μείωση των ενισχύσεων για την τρέχουσα παραγωγή της τάξης του 4 % ανά έτος, η εκμετάλλευση άνθρακα στην Ισπανία παρουσιάζει ελάχιστες προοπτικές ανταγωνιστικότητας. Το κόστος παραγωγής κυμαίνεται πράγματι σήμερα μεταξύ 130 και 140 ευρώ/τόνο.

Η Ισπανία έχει χορηγήσει τα τελευταία έτη ετήσιο όγκο ενισχύσεων της τάξης του 1 δισεκατ. ευρώ, σημαντικό μέρος του οποίου - 70 % - είναι ενισχύσεις για την τρέχουσα παραγωγή. Παρά το γεγονός ότι πολλά ορυχεία έχουν ήδη περιληφθεί σε σχέδιο παύσης λειτουργίας, και εισπράττουν για το λόγο αυτό ενισχύσεις για τη μείωση της δραστηριότητάς τους, σημαντικό μέρος της παραγωγής είναι ακόμη αποδέκτης ενισχύσεων λειτουργίας. Αυτή η τελευταία κατηγορία ενισχύσεων προορίζεται κατ'αρχήν για τις μονάδες παραγωγής που μπορούν να βελτιώσουν την οικονομική τους βιωσιμότητα με μείωση του κόστους παραγωγής τους.

* Γερμανία

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης που αποφάσισε η Γερμανία το 1997 προβλέπει μείωση της παραγωγής άνθρακα, η οποία αναμένεται να φθάσει τα 26 εκατ. τόνους το 2005. Η εξόρυξη άνθρακα στη Γερμανία δεν παρουσιάζει καμία προοπτική ανταγωνισμού του εισαγόμενου άνθρακα μακροπρόθεσμα. Το κόστος παραγωγής, εξαιτίας των όλο και πιο δυσμενών γεωλογικών συνθηκών, μειώνεται με πολύ περιορισμένους ρυθμούς από το 1994 και σήμερα φθάνει τα 130 έως 140 Ευρώ/τόνο.

Το γερμανικό κράτος χορήγησε το 1999 συνολικές ενισχύσεις ύψους 4,6 δισεκατ. Ευρώ, από τα οποία τα 4 δισεκατ. ευρώ χρησιμοποιήθηκαν για την τρέχουσα παραγωγή. Με βάση το σχέδιο αναδιάρθρωσης που αποφασίσθηκε το 1997, το συνολικό ύψος των ενισχύσεων πρέπει να μειωθεί προοδευτικά στα 2,8 δισεκατ. Ευρώ έως το 2005.

* Ηνωμένο Βασίλειο

Χάρις στη συγκέντρωση της δραστηριότητας στα πιο παραγωγικά ορυχεία, καθώς και στις εντατικές και παρατεταμένες προσπάθειες βελτίωσης της βιωσιμότητας, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η μόνη χώρα της Κοινότητας στην οποία από το 1995 δεν χορηγείται στην ανθρακοβιομηχανία καμία κρατική ενίσχυση. Ορισμένοι παράγοντες ωστόσο, μεταξύ των οποίων και η απότομη πτώση των τιμών στις διεθνείς αγορές το 1999, ανάγκασαν τις βρετανικές αρχές να προτείνουν τη χορήγηση ενισχύσεων, οι οποίες όμως θα παραμείνουν πολύ χαμηλές, της τάξης των 110 εκατ. £ για την περίοδο 2000 - 2002.

Στόχος του σχεδίου συνδρομής που προτείνει το Ηνωμένο Βασίλειο είναι να στηριχθούν προσωρινά - έως τη λήξη της συνθήκης ΕΚΑΧ - οι μονάδες παραγωγής που είναι οικονομικά και δημοσιονομικά βιώσιμες μακροπρόθεσμα, οι οποίες όμως κινδυνεύουν να κλείσουν λόγω ορισμένων πρόσκαιρων δυσχερειών.

3. Ποιο είναι το μέλλον του κοινοτικού άνθρακα;

Μετά τη λήξη της συνθήκης ΕΚΑΧ, ελλείψει κάθε χρηματοδοτικού μέτρου, οι περισσότερες ευρωπαϊκές ανθρακοβιομηχανίες θα ήταν καταδικασμένες να κλείσουν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε ως μόνο αποτέλεσμα να μεγαλώσει η αβεβαιότητα που πιθανόν θα υπάρχει για το μακρόχρονο ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι κατευθύνσεις για ένα μελλοντικό καθεστώς ενίσχυσης του κοινοτικού άνθρακα μετά τη λήξη της συνθήκης ΕΚΑΧ θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τους δύο θεμελιώδεις στόχους που απορρέουν από την υπογραφή της συνθήκης ΕΚΑΧ, οι οποίοι αναφέρονται στο σημείο 1 προηγουμένως. Ο άνθρακας θα μπορούσε λοιπόν να συντελέσει στην ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Κοινότητας λαμβανομένης ταυτόχρονα υπόψη της περιβαλλοντικής διάστασης.

Εφόσον πρόθεση είναι να εξασφαλισθεί μακροπρόθεσμα η ύπαρξη κάποιας ευρωπαϊκής παραγωγικής ικανότητας άνθρακα για να καλυφθούν τυχόν κίνδυνοι που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αγορά ενέργειας, ο κοινοτικός άνθρακας μπορεί να έχει κάποιο μέλλον μόνον εφόσον συνοδευθεί από ένα μηχανισμό παρέμβασης των δημοσίων αρχών.

Ένα τέτοιο καθεστώς θα μπορούσε να εγγυάται τη διατήρηση της πρόσβασης σε αποθέματα. Προς το σκοπό αυτό, πρέπει να διατηρηθεί μια ελάχιστη επιχορηγούμενη παραγωγή άνθρακα, όχι για να διατηρηθεί η παραγωγή αυτή καθαυτή, αλλά για να διατηρηθεί ο εξοπλισμός σε κατάσταση λειτουργίας και να διατηρηθούν τα επαγγελματικά προσόντα ενός πυρήνα ανθρακωρύχων και η τεχνολογική πραγματογνωμοσύνη. Σε αυτήν τη βάση λοιπόν θα ενισχυθεί η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού μακροπρόθεσμα στην Κοινότητα.

4. Η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Σε οιαδήποτε συλλογιστική σχετικά με τη μελλοντική πλαισίωση του κοινοτικού άνθρακα πρέπει να ληφθεί υπόψη η κατάσταση των χωρών που έχουν ζητήσει να προσχωρήσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το θέμα αφορά ιδιαίτερα τις δύο κύριες χώρες παραγωγούς άνθρακα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, την Πολωνία και την Τσεχική Δημοκρατία, καθόσον μάλιστα η Πολωνία και μόνον έχει παραγωγή που ισοδυναμεί με την παραγωγή τεσσάρων κρατών της Κοινότητας.

Το 1999, η Πολωνία παρήγαγε 112 εκατ. τόνους άνθρακα, η δε Τσεχία 14 εκατ. τόνους. Άνθρακα παράγουν και άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, σε ποσότητες σχεδόν αμελητέες όμως. Πρόκειται πιο συγκεκριμένα για τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία, οι οποίες παράγουν 2 έως 3 εκατ. τόνους άνθρακα ετησίως. Στην παραγωγή άνθρακα προστίθεται επίσης και μια παραγωγή 186 εκατ. τόνων λιγνίτη (ισοδύναμη με 55 εκατ. ΤΙΑ).

Η Τσεχική Δημοκρατία, μετά από ένα στάδιο αναδιάρθρωσης το 1993 που συνοδεύθηκε από σημαντικό κύμα ιδιωτικοποιήσεων, βρίσκεται σήμερα στο δεύτερο στάδιο αναδιάρθρωσης της ανθρακοβιομηχανίας της.

Η Πολωνία έχει υιοθετήσει ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης για την περίοδο 1998-2002, το οποίο προβλέπει μείωση της παραγωγής σε 100 εκατ. τόνους το 2002 (έναντι 148 εκατ. τόνων το 1990) και μείωση των απασχολούμενων σε 128.000 (έναντι 391.100 απασχολούμενων το 1990). Η Πολωνία ήταν, στα μέσα της δεκαετίας του '80, η τέταρτη εξαγωγός χώρα άνθρακα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αφού προηγουμένως έχασε μερίδια της αγοράς στα τέλη της δεκαετίας του '80 - στις αρχές της δεκαετίας του '90, οι εξαγωγές άνθρακα προοδευτικά αυξήθηκαν και έφθασαν στο 12 % - περίπου 20 εκατ. τόνους - των εισαγωγών άνθρακα από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το κόστος παραγωγής, και ιδίως οι μισθοί, άρχισε να ασκεί σιγά σιγά μεγαλύτερη πίεση στις ανθρακοπαραγωγούς εταιρείες. Το ισχύον σχέδιο αναδιάρθρωσης, το οποίο προβλέπει σημαντική μείωση της παραγωγής, αναμένεται ότι θα επιτρέψει κατ'αρχήν σταθεροποίηση της κατάστασης. Οι προσπάθειες πρέπει όμως να συνεχισθούν και μετά το 2002, με νέους στόχους μείωσης της εθνικής παραγωγής, στα πλέον ελλειμματικά ορυχεία.

Η πολωνική ανθρακοβιομηχανία βρίσκεται σε πολύ παρεμφερή κατάσταση με εκείνην της Γερμανίας. οι γεωλογικές συνθήκες είναι πράγματι παρόμοιες. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η πολωνική παραγωγή κατά μεγάλο μέρος δεν θα είναι πλέον ανταγωνιστική σε σύγκριση με τον άνθρακα των μη ευρωπαϊκών χωρών (Κίνα, Ηνωμένες Πολιτείες, Νότιος Αφρική). Η πολωνική ανθρακοβιομηχανία θα εξαρτάται επομένως όλο και περισσότερο από τις ενισχύσεις του δημοσίου.

5. Συμπέρασμα

Μια χρηματοδότηση, η οποία βασισμένη σε ένα σύστημα πρωτογενούς ενέργειας θα αφήνει περιθώρια χειρισμών στα κράτη μέλη που έχουν δεσμευθεί αυτοβούλως να προβούν σε αναδιάρθρωση της ανθρακοβιομηχανίας τους, θα επιτρέψει επίσης να προωθηθούν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να ενισχυθεί έτσι τόσο η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού όσο και η εφαρμογή περιβαλλοντικών πολιτικών.

Όσον αφορά το μερίδιο του κοινοτικού άνθρακα, η καθιέρωση ενός τέτοιου συστήματος μετά τη λήξη της συνθήκης ΕΚΑΧ δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αφαιρέσει την υποχρέωση των κρατών μελών να εξορθολογίσουν το συγκεκριμένο κλάδο αυτό. Τα μέτρα αναδιάρθρωσης που έχουν αρχίσει στο πλαίσιο της συνθήκης ΕΚΑΧ πρέπει να συνεχισθούν. Μολονότι η ασφάλεια εφοδιασμού έχει οπωσδήποτε την προτεραιότητα, η προτεραιότητα αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει επιχείρημα για να διατηρηθεί μια ανθρακοπαραγωγή έξω από κάθε οικονομική λογική.