51999PC0690

Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου που εξουσιοδοτεί την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να εφαρμόσει νέα μέτρα κατά παρέκκλιση των άρθρων 6 και 17 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ περί εναρμονίσεως των κρατών μελών σχετικά με τους φόρους κύκλου εργασιών /* COM/99/0690 τελικό */


Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ που εξουσιοδοτεί την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να εφαρμόσει ένα μέτρα κατά παρέκκλιση των άρθρων 6 και 17 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τους φόρους κύκλου εργασιών

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Με επιστολές που η Γενική γραμματεία της Επιτροπής έλαβε στις 8 Ιανουαρίου και 27 Αυγούστου 1999, οι αρχές της Γερμανίας υπέβαλαν αίτηση για χορήγηση άδειας, βάσει του άρθρου 27 της έκτης οδηγίας του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τους φόρους κύκλου εργασιών-κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ενιαία φορολογική βάση [1] για την εφαρμογή μέτρων κατά παρέκκλιση των άρθρων 6 και 17 παράγραφος 2 της προαναφερθείσας οδηγίας.

[1] ΕΕ L 145 της 13.6.1977, σ. 1. Οδηγία που τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 99/85/ΕΚ (ΕΕ L 277 της 28.10.1999, σ. 34).

2. Σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 της έκτης οδηγίας, η Επιτροπή με επιστολή της 11ης Οκτωβρίου 1999, ενημέρωσε τα άλλα κράτη μέλη, σχετικά με την αίτηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

3. Το πρώτο ειδικό μέτρο της γερμανικής κυβέρνησης αφορά τον πλήρη αποκλεισμό του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ που επιβάλλεται στις δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες τα οποία χρησιμοποιούνται σε ποσοστό χαμηλότερο του 10% των συνολικών αναγκών της επιχείρησης..

4. Σύμφωνα με το άρθρο 27 επιτρέπονται ειδικά μέτρα παρέκκλισης της έκτης οδηγίας, είτε για απλοποίηση της είσπραξης των φόρων, είτε για αποφυγή ορισμένων περιπτώσεων απάτης ή φοροδιαφυγής. ´Ενα παρόμοιο μέτρο που αποσκοπεί στην αποφυγή "αφορολόγητης κατανάλωσης", δικαιολογείται βάσει της διάταξης αυτής εφόσον αυτή απλουστεύει τη διαχείριση του φόρου απαλλάσσοντας τις τελωνειακές αρχές από τον έλεγχο της άσκησης του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ που επιβάλλεται στις δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται για σκοπούς ξένους προς την επιχείρηση, εφόσον η χρησιμοποίηση αυτή υπερβαίνει το 90% της συνολικής τους χρησιμοποίησης.

5. Το δεύτερο μέτρο παρέκκλισης που ζητά η Γερμανία αφορά τη μείωση στο 50% της έκπτωσης του ΦΠΑ που επιβάλλεται σε όλες τις δαπάνες για οχήματα (αγορά, μίσθωση, δαπάνες χρήσεως). Ωστόσο, το μέτρο αυτό δεν αφορά τα οχήματα που χρησιμοποιεί ο φορολογούμενος αποκλειστικά για τις ανάγκες της επιχείρησης, ιδίως τα οχήματα τα οποία ο φορολογούμενος παραχωρεί σε μισθωτό υπάλληλο με επίσημη δήλωση κόστους, στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας. Οι γερμανικές αρχές διατυπώνουν ότι η κατ´αποκοπή μείωση του δικαιώματος έκπτωσης θα αντικαθιστά την είσπραξη του ΦΠΑ που θα οφείλετο από τη χρησιμοποίηση του οχήματος για σκοπούς ξένους προς την επιχείρηση (κυρίως για ιδιωτική χρήση).

6. Οι γερμανικές αρχές σημειώνουν ότι οι υπηρεσίες τους διαπιστώνουν κατά τους επιτόπου ελέγχους και σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, παρανομίες όσον αφορά τον καθορισμό του οφειλόμενου φόρου για την ιδιωτική χρήση των οχημάτων. Κατά τον τρόπο αυτό αποδεικνύεται ότι με την εφαρμογή των οικείων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα έκπτωσης δεν καθίσταται δυνατή η ορθή φορολόγηση της ιδιωτικής χρήσεως οχημάτων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της λειτουργίας των επιχειρήσεων. Οι γερμανικές αρχές θεωρούν ότι ο περιορισμός του δικαιώματος έκπτωσης αποτελεί το μοναδικό μέσο αποτελεσματικής καταπολέμησης των κινδύνων απάτης και φοροδιαφυγής που σημειώνεται σε μεγάλη έκταση στον τομέα αυτό.

7. Εξάλλου, οι γερμανικές αρχές θεωρούν το μέτρο αυτό δίκαιο εφόσον διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό χρήσεως οχημάτων για ιδιωτικούς σκοπούς είναι κατά μέσο όρο, 50%. Συνεπώς, το μέτρο θα επιβάρυνε κατά τις αρχές, κυρίως τους κακοπροαίρετους φορολογούμενους.

8. Η Επιτροπή, στην πρόταση οδηγίας της σχετικά με το καθεστώς έκπτωσης, που υπεβλήθη στο Συμβούλιο στις 17 Ιουνίου 1998 [2] , εξέθεσε τα προβλήματα που προκύπτουν από ορισμένες δαπάνες και ιδίως από αυτές που αφορούν τουριστικά οχήματα, οι οποίες ακόμα και όταν πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της κανονικής λειτουργίας των επιχειρήσεων περιλαμβάνουν κατά κανόνα και ένα μέρος ιδιωτικής και τελικής χρήσεως. Η Επιτροπή επεσήμανε ότι η κατανομή των δαπανών μεταξύ ιδιωτικής και επαγγελματικής χρήσεως δεν επιδέχεται πραγματικό έλεγχο, με τον κίνδυνο συνεπώς να σημειωθούν καταχρήσεις ή φοροδιαφυγή.

[2] ΕΕ C 219 της 15.7.1998, σ.16.

9. ´Οσον αφορά τις δυσκολίες που επεσήμαναν οι γερμανικές αρχές σχετικά με την πρόσφατη τροποποίηση της σχετικής τους νομοθεσίας και εν αναμονή της οδηγίας για την εφαρμογή της, μόνο με απόφαση του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 27 της έκτης οδηγίας θα είναι σε θέση το κράτος μέλος αυτό να προβλέψει παρέκκλιση της γενικής αρχής του δικαιώματος έκπτωσης, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 της έκτης οδηγίας.

10. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε επανειλημμένα ότι τα εθνικά μέτρα παρέκκλισης που έχουν σκοπό την αποφυγή απάτης ή φοροδιαφυγής ερμηνεύονται αυστηρά και υπόκεινται στην αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς, δεν έχουν το δικαίωμα παρέκκλισης των διατάξεων της έκτης οδηγίας παρά μόνο κατά το μέτρο που αυτό καθίσταται απαραίτητο για την επίτευξη του εν λόγω στόχου. Ιδίως, το Δικαστήριο διατύπωσε, στην απόφασή του της 29ης Μαΐου 1997, στην υπόθεση C-63/96 [3] , ότι οι διατάξεις που έχουν κάποιο βαθμό γενικότητας ή που είναι κάπως θεωρητικές - έτσι ώστε να μην αποκλείονται οι περιπτώσεις όπου τα αντικειμενικά δεδομένα αποδεικνύουν την ορθότητα των πράξεων του φορολογουμένου-δεν καλύπτονται από το άρθρο 27 εφόσον δεν περιορίζονται στη θέσπιση μέτρων παρέκκλισης που είναι πλήρως απαραίτητα για την αποφυγή φοροδιαφυγής ή απάτης.

[3] Συλλογή 1997, σ. I-2847

11. Οι γερμανικές αρχές περιόρισαν από μόνες τους, στην αίτησή τους, το πεδίο εφαρμογής του κατ´αποκοπή περιορισμού του δικαιώματος έκπτωσης σε 50% για ορισμένες περιπτώσεις, επισημαίνοντας ότι το μέτρο αυτό δεν αφορά τις καταστάσεις όπου τα οχήματα χρησιμοποιούνται από το φορολογούμενο αποκλειστικά στο πλαίσιο της επιχείρησης, ιδίως εκεί όπου ο φορολογούμενος παραχωρεί οχήματα στο μισθωτό με επίσημη δήλωση κόστους στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας.

12. Η Επιτροπή εκτιμά αναγκαίο να προβεί, για να τηρήσει την αρχή της αναλογικότητας, σε ακριβή ορισμό των περιπτώσεων στις οποίες ο ενδεχόμενος κατ´αποκοπή περιορισμός του δικαιώματος έκπτωσης σε 50% δεν πρέπει να επιβάλλεται, δηλαδή όταν το όχημα αποτελεί μέσο εκμετάλλευσης του φορολογούμενου ή όταν το όχημα είναι πλήρως απαραίτητο στην άσκηση της δραστηριότητας του φορολογουμένου. Επιπλέον, δεδομένης της νομολογίας επί του θέματος, η Επιτροπή εκτιμά ότι ο κατ´αποκοπή περιορισμός του δικαιώματος έκπτωσης σε 50% δεν πρέπει επίσης να εφαρμόζεται όταν ο φορολογούμενος είναι σε θέση να αποδείξει ότι η επαγγελματική χρήση υπερβαίνει το 50% της συνολικής χρήσεως του οχήματος. Στις προαναφερόμενες περιπτώσεις συνεχίζουν να ισχύουν οι οικείοι κανόνες του άρθρου 17 παράγραφος 2 της έκτης οδηγίας, όσον αφορά το δικαίωμα έκπτωσης.

13. Τέλος, κατά το μέτρο που τα δύο παρόντα ειδικά μέτρα αφορούν περιορισμούς του δικαιώματος έκπτωσης, που αποτελεί το αντικείμενο της προαναφερθείσας οδηγίας, η οποία υπεβλήθη στο Συμβούλιο στις 17 Ιουνίου 1998,σχετικά με το καθεστώς του δικαιώματος έκπτωσης του φόρου προστιθεμένης αξίας και η οποία βρίσκεται προς το παρόν σε φάση συζητήσεων, πρέπει να περιορίζονται χρονικά οι χορηγούμενες άδειες παρέκκλισης, με την πρόβλεψη διάρκειας ισχύος γι αυτές έως την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της εν λόγω οδηγίας και το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2001. Η ανωτάτη αυτή προθεσμία θα καταστήσει δυνατή την αξιολόγηση τότε της σκοπιμότητας του μέτρου παρέκκλισης υπό το φως των συζητήσεων στο Συμβούλιο σχετικά με την πρόταση οδηγίας, σε περίπτωση που δεν θα είχε θεσπιστεί η οδηγία.

Πρόταση

ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

που εξουσιοδοτεί την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να εφαρμόσει ένα μέτρα κατά παρέκκλιση των άρθρων 6 και 17 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τους φόρους κύκλου εργασιών

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

´Εχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την έκτη οδηγία (77/388/ΕΟΚ) του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1977 περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τους φόρους κύκλου εργασιών [4]- κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας : ενιαία φορολογική βάση, και ιδίως το άρθρο της 27,

[4] ΕΕ L 145 της 13.6.1977, σ. 1. Οδηγία που τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 99/85/ΕΚ (ΕΕ L 277 της 28.10.1999, σ. 34).

την πρόταση της Επιτροπής [5]

[5] ΕΕ C της , σ. .

Εκτιμώντας τα εξής :

(1) Με επιστολές που η Γενική Γραμματεία της Επιτροπής έλαβε στις 8 Ιανουαρίου και στις 27 Αυγούστου 1999, η κυβέρνηση της Γερμανίας ζήτησε, την άδεια να εφαρμόσει βάσει του άρθρου 27 της έκτης οδηγίας του Συμβουλίου της 17 Μαΐου 1977, περί εναρμόνισης των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τους φόρους κύκλου εργασιών-κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ενιαία φορολογική βάση- δύο μέτρα παρέκκλισης των διατάξεων των άρθρων 6 και 17 της έκτης οδηγίας.

(2) Σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 της έκτης οδηγίας ΦΠΑ, το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα, μετά από πρόταση της Επιτροπής, να επιτρέψει σε κράτος μέλος να εισαγάγει ή να παρατείνει ειδικά μέτρα παρέκκλισης της εν λόγω οδηγίας, με σκοπό την απλούστευση της είσπραξης του φόρου ή για την αποφυγή ορισμένου τύπου απάτης ή φοροδιαφυγής.

(3) Σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 της έκτης οδηγίας, τα άλλα κράτη μέλη ενημερώθηκαν στις 11 Οκτωβρίου 1999 σχετικά με την αίτηση των γερμανικών αρχών.

(4) Το πρώτο μέτρο παρέκκλισης έχει στόχο να αποκλείσει πλήρως το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ που επιβάλλεται στις δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες όταν το ποσοστό χρησιμοποίησής τους για τις ιδιωτικές ανάγκες του φορολογούμενου ή του προσωπικού του ή γενικότερα για σκοπούς ξένους προς την επιχείρηση, υπερβαίνει το 90% της συνολικής τους χρησιμοποίησης. Το μέτρο αντιπροσωπεύει μία παρέκκλιση από το άρθρο 17 και δικαιολογείται από την ανάγκη απλούστευσης του φόρου προστιθέμενης αξίας.

(5) Η δεύτερη αίτηση παρέκκλισης του άρθρου 17 παράγραφος 2 καθώς και του άρθρου 6 της έκτης οδηγίας έχει στόχο αφενός τον περιορισμό του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ των φορολογουμένων που προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 της έκτης οδηγίας, σε 50% του συνόλου των δαπανών που αφορούν τα οχήματα τα οποία δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για επαγγελματικές ανάγκες και αφετέρου στη μη είσπραξη του ΦΠΑ που οφείλεται για τη χρήση οχημάτων για ιδιωτικές ανάγκες. Ο εν λόγω περιορισμός του δικαιώματος έκπτωσης δικαιολογείται από τη διαπιστωθείσα δυσκολία ακριβούς ελέγχου της κατανομής των δαπανών μεταξύ επαγγελματικών και ιδιωτικών αναγκών για τα αγαθά του τύπου αυτού, με αποτέλεσμα να σημειώνονται απάτες ή καταχρήσεις.

(6) Ωστόσο, ο περιορισμός αυτός του δικαιώματος έκπτωσης δεν πρέπει να εφαρμόζεται στις δαπάνες για οχήματα που αποτελούν μέσο εκμετάλλευσης του φορολογουμένου ούτε στις δαπάνες που του είναι απολύτως απαραίτητες στις δραστηριότητές του. Επιπλέον, ο κατ´αποκοπή περιορισμός δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι σε θέση να αποδείξει ότι το ποσοστό χρησιμοποίησης του οχήματος για επαγγελματικές ανάγκες υπερβαίνει το 50% της συνολικής του χρησιμοποίησης . Στις περιπτώσεις αυτές ισχύουν πάντα οι οικείοι κανόνες έκπτωσης που προβλέπονται στο άρθρο 17 παράγραφος 2.

(7) Με τις διασαφηνίσεις αυτές εξασφαλίζεται ότι η παρέκκλιση της αρχής του δικαιώματος της πλήρους έκπτωσης του φόρου που επιβάλλεται στο φορολογούμενο στο πλαίσιο της φορολογήσιμης δραστηριότητάς του δεν επεκτείνεται πέρα από το απαιτούμενο για την καταπολέμηση του κινδύνου απάτης ή κατάχρησης, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 27 της έκτης οδηγίας [6]

[6] Βλέπε απόφαση της 29ης Μαΐου 1997, Werner Skripalle (63/96, Συλλογή 1997, σ.I-2847).

(8) Τέλος, η Επιτροπή υπέβαλε στις 17 Ιουνίου 1998 πρόταση οδηγίας [7] του Συμβουλίου περί τροποποιήσεως της έκτης οδηγίας σχετικά με το καθεστώς του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ για οριστική εναρμόνιση ορισμένων ανομοιογενών κανόνων σε θέματα περιορισμού του δικαιώματος έκπτωσης που εφαρμόζουν προς το παρόν τα κράτη μέλη και οι οποίοι προκαλούν ενδεχομένως διαστρέβλωση των όρων ανταγωνισμού στις διεθνείς συναλλαγές δεδομένου ότι οι εν λόγω διαφορές στους κανόνες επηρεάζουν τις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών.

[7] ΕΕ C 219 της 15.7.1998, σ.16.

(9) Πρέπει συνεπώς να περιοριστεί η διάρκεια των ισχυουσών αδειών παρέκκλισης με όριο την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της προαναφερομένης οδηγίας και το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2001 σε περίπτωση που η οδηγία δεν θα είχε τεθεί σε ισχύ κατά την ημερομηνία αυτή. Με την προθεσμία αυτή καθίσταται δυνατή η αξιολόγηση, κατά την εποχή εκείνη, της σκοπιμότητας του μέτρου παρέκκλισης βάσει της προόδου που θα έχει σημειωθεί στο πλαίσιο των συζητήσεων του Συμβουλίου.

(10) Το μέτρο παρέκκλισης δεν έχει αρνητικό αντίκτυπο στους ίδιους πόρους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οι οποίοι προέρχονται από το φόρο προστιθεμένης αξίας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο πρώτο

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 28 ΣΤ της εν λόγω οδηγίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εξουσιοδοτείται να εξαιρέσει του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ τις δαπάνες που αφορούν αγαθά και υπηρεσίες σε περίπτωση που το ποσοστό χρησιμοποίησής τους για ιδιωτικές ανάγκες του φορολογούμενου ή για το προσωπικό του ή γενικότερα για σκοπούς ξένους προς την επιχείρηση υπερβαίνει το 90% της συνολικής τους χρησιμοποίησης.

Άρθρο 2

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 17 παράγραφος 2, της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 28 ΣΤ της εν λόγω οδηγίας, καθώς και του άρθρου 6 παράγραφος 2 σημείο α) της ίδιας οδηγίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εξουσιοδοτείται να περιορίσει σε 50% το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου προστιθεμένης αξίας για το σύνολο των δαπανών που αφορούν οχήματα τα οποία δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για επαγγελματικές ανάγκες και να μην εξομοιώσει με παροχή πληρωτέων υπηρεσιών τη χρήση για ιδιωτικές ανάγκες, οχήματος που παραχωρεί η επιχείρηση του φορολογούμενου.

Οι διατάξεις του παραπάνω εδαφίου δεν εφαρμόζονται όταν το όχημα αποτελεί μέσο εκμετάλλευσης του φορολογούμενου, όταν το όχημα αυτό είναι πλήρως απαραίτητο για την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας ή όταν ο φορολογούμενος είναι σε θέση να αποδείξει ότι το ποσοστό χρησιμοποίησης του οχήματος για επαγγελματικές ανάγκες υπερβαίνει το 50% της συνολικής χρησιμοποίησής του.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση παύει να ισχύει την ημερομηνία θέσεως σε εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με τις δαπάνες για τις οποίες δεν προβλέπεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου προστιθεμένης αξίας και η ισχύς της δεν θα υπερβεί οπωσδήποτε την 31η Δεκεμβρίου 2001.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο πρόεδρος