51997AC0773

Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για τη «Φορολογία στην Ευρωπαϊκή Ένωση - Έκθεση για την εξέλιξη των φορολογικών συστημάτων»

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 296 της 29/09/1997 σ. 0037


Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για τη «Φορολογία στην Ευρωπαϊκή Ένωση - Έκθεση για την εξέλιξη των φορολογικών συστημάτων»

(97/C 296/09)

Στις 18 Φεβρουαρίου 1997, και σύμφωνα με το άρθρο 198 της Συνθήκης για τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, η Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με το θέμα «Η Φορολογία στην Ευρωπαϊκή Ένωση - Έκθεση για την εξέλιξη των φορολογικών συστημάτων».

Το τμήμα οικονομικών, δημοσιονομικών και νομισματικών υποθέσεων, στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 10 Ιουνίου 1997 με βάση εισηγητική έκθεση του κ. Geuenich.

Κατά την 347η σύνοδο ολομέλειας, που πραγματοποιήθηκε στις 9 και 10 Ιουλίου 1997 (συνεδρίαση της 9ης Ιουλίου 1997), η ΟΚΕ υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 93 ψήφους υπέρ, 27 κατά και 19 αποχές.

1. Εισαγωγή

1.1. Στο έγγραφο εργασίας «Η φορολογία στην Ευρωπαϊκή Ένωση», της 20. 3. 1996, SEK(96) 487 τελικό, η Επιτροπή παρουσιάζει μια φορολογική μέθοδο με την οποία αντιμετωπίζονται κυρίως οι βασικές προκλήσεις που υφίστανται για την ΕΕ: η αναγκαιότητα της περαιτέρω ανάπτυξης και η δημιουργία απασχόλησης, η σταθεροποίηση των φορολογικών συστημάτων και η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένης και της φορολογίας.

1.2. Στην άτυπη συνεδρίαση του Συμβουλίου «Οικονομικών και χρηματοπιστωτικών υποθέσεων», στις 13 Απριλίου 1996 στη Βερόνα, οι υπουργοί οικονομικών επιδοκίμασαν το έγγραφο εργασίας της Επιτροπής και διαπίστωσαν ομόφωνα ότι τα θέματα αυτά έπρεπε να εξεταστούν από μια ομάδα εργασίας υψηλού επιπέδου, που θα συσταθεί και θα συντονίζεται από την Επιτροπή.

1.3. Στην έκθεσή της σχετικά με την «Εξέλιξη των φορολογικών συστημάτων», της 22. 10. 1996 - έγγραφο COM(96) 546 τελικό, η Επιτροπή συνοψίζει τις απόψεις των μελών της εν λόγω ομάδας εργασίας υψηλού επιπέδου με επίκεντρο τα θέματα που θίγονται στο έγγραφό της για τη συνεδρίαση της Βερόνας, προβάλλει τις δικές της θέσεις και περιγράφει τη μέθοδο που πρόκειται να ακολουθήσει στο εξής.

1.4. Στο κατωτέρω κείμενο, η ΟΚΕ περιορίζεται αποκλειστικά στα δύο προαναφερθέντα έγγραφα. Όπου η ΟΚΕ έχει ήδη λάβει θέση σε σχέση με ορισμένα από τα προβλήματα που θίγονται στα έγγραφα, αυτό επισημαίνεται στη γνωμοδότηση. Πρόκειται κυρίως για τη γνωμοδότηση με θέμα «Άμεση και έμμεση φορολογία» - της 20ής Δεκεμβρίου 1995 () και τη γνωμοδότηση που καταρτίζεται με θέμα «Κοινό σύστημα ΦΠΑ - πρόγραμμα για την Ενιαία Αγορά».

1.5. Είναι ευνόητο ότι το παρόν έγγραφο και τα ανωτέρω κείμενα αναφέρονται αποκλειστικά στα είδη φορολογίας που παρουσιάζουν ενδιαφέρον σε επίπεδο Κοινότητας και σχετίζεται αμοιβαίως με τις εθνικές διαρθρώσεις ή τις διαρθρωτικές αλλαγές των κρατών μελών. Πρόκειται για το φόρο εισοδήματος, επιχειρήσεων και το φόρο επί των εσόδων κεφαλαίου, τη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, το φόρο κατανάλωσης, κυρίως όμως για το ΦΠΑ και το φόρο για την ενέργεια και για προϊόντα που βλάπτουν το περιβάλλον.

2. Αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας

2.1. Ανάλυση του θέματος στα έγγραφα της Επιτροπής

2.1.1. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες ενδείξεις ότι η μείωση της φορολογίας επιδρά επί των συνολικών εσόδων από φόρους και κοινωνικές εισφορές. Την τελευταία δεκαπενταετία, το ποσοστό των εσόδων αυτών επί του ΑΕΠ της Κοινότητας παρέμεινε σταθερό ή σημείωσε ελαφρά αύξηση. Ωστόσο, η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας αυξάνει διαρκώς ενώ μειώνεται για όλους τους άλλους παραγωγικούς συντελεστές.

2.1.2. Μια μέθοδος για τον προσδιορισμό των μακροσκοπικών τάσεων των φορολογικών διαρθρώσεων στηρίζεται στους τεκμαρτούς φορολογικούς συντελεστές (που είναι τα φορολογικά έσοδα διαιρεμένα δια της φορολογικής βάσης) για τους μεμονωμένους παραγωγικούς συντελεστές και για την κατανάλωση.

Μεταξύ 1980 και 1994, η τεκμαρτή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας αυξήθηκε κατά μέσο όρο στην Ευρώπη από 34,7 % σε 40,5 %, ενώ στην περίπτωση των υπόλοιπων παραγωγικών συντελεστών (κεφάλαιο, ανεξάρτητη εργασία, ενέργεια, φυσικοί πόροι) μειώθηκε από 44,1 % σε 35,2 % (βλ. γραφική παράσταση).

Τεκμαρτοί φορολογικοί συντελεστές 1980-1994

>ΑΡΧΗ ΓΡΑΦΗΚΟΥ>

>ΤΕΛΟΣ ΓΡΑΦΗΚΟΥ>

2.1.3. Οι τεκμαρτοί συντελεστές φόρου κατανάλωσης παρέμειναν αρκετά σταθεροί σημειώνοντας αύξηση από 13,1 % σε 13,8 %. Μεταξύ των κρατών μελών παρουσιάστηκαν σημαντικές διακυμάνσεις στην περίπτωση αυτή. Η αύξηση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης ήταν κατά κανόνα μεγαλύτερη στα κράτη μέλη στα οποία παρατηρήθηκε η σημαντικότερη αύξηση της τεκμαρτής φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας.

2.2. Συστάσεις της ΟΚΕ

2.2.1. Η ΟΚΕ συμφωνεί με την προσπάθεια που καταβάλλει η Επιτροπή για τη συνολική εξέταση των φορολογικών συστημάτων, δεδομένου ότι η διεξαγωγή επί μέρους συζητήσεων για κάθε εξατομικευμένο σημαντικό φόρο συνεπάγεται αυτομάτως σημαντικές αλλαγές για τη διάρθρωση των δημοσίων αλλά και των ιδιωτικών οικονομικών. Για το λόγο αυτό, η συζήτηση περί φορολογίας πρέπει να έχει σφαιρικό χαρακτήρα.

2.2.2. Κατά τη γνώμη της ΟΚΕ, το δυσκολότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ΕΕ είναι η μαζική ανεργία. Για το λόγο αυτό, πρέπει να δοθεί ύψιστη προτεραιότητα σε κάθε προσπάθεια για τη μείωση της ανεργίας και στα μέτρα που πρέπει ή που μπορεί να θεσπιστούν για την υλοποίηση του στόχου αυτού. Πρόκειται για μια βασική θέση του Λευκού Βιβλίου της Επιτροπής «Ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα και απασχόληση - οι προκλήσεις και η αντιμετώπισή τους για τη μετάβαση στον 21ο αιώνα» (). Συνεπώς, πρέπει να λυθεί το πρόβλημα της χρηματοδότησης της μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας και ιδιαιτέρως της μείωσης του μη μισθολογικού κόστους.

2.2.3. Η περικοπή των δημοσίων δαπανών συγκαταλέγεται στις πιθανές μεθόδους χρηματοδότησης της μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας, χωρίς όμως να επαρκεί. Εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης μπορούν να αναζητηθούν στους έμμεσους φόρους (φόροι κατανάλωσης), στην καθιέρωση κατώτατων φορολογικών συντελεστών για τα ενεργειακά προϊόντα καθώς και στην πιθανότητα επιβολής νέων ειδών φόρων όπως για παράδειγμα, ο φόρος Tobin () σε συνδυασμό με τις διεθνείς χρηματαγορές, που προτάθηκαν από γνωστούς οικονομολόγους.

2.2.4. Ακόμη και όταν τα ίδια τα κράτη μέλη πρέπει να εκτιμούν ποια φορολογικά μέτρα απαιτούνται για την υλοποίηση των εθνικών στόχων στο χώρο του περιβάλλοντος, η ΟΚΕ είναι της γνώμης ότι υπάρχει ένας τομέας στον οποίο πρέπει να αναληφθεί δράση σε κοινοτικό επίπεδο. Πρόκειται για τη φορολογία της ενέργειας, η οποία θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο όσον αφορά το στόχο της σταθεροποίησης των εκπομπών CO2 στα επίπεδα του 1990, έως το 2000.

Η ΟΚΕ επικροτεί τις προτάσεις της Επιτροπής για τη φορολόγηση ενεργειακών προϊόντων ().

2.2.5. Κατά τη γνώμη της ΟΚΕ, η προσέγγιση των συντελεστών ΦΠΑ σε ευρωπαϊκό επίπεδο μπορεί να συμβάλει στον περιορισμό των άμεσων φορολογικών επιβαρύνσεων της εργασίας. Στα κράτη μέλη στα οποία αυξάνονται οι έμμεσοι φόροι λόγω της σύγκλισης, πρέπει να υπάρξει ταυτόχρονη μείωση της άμεσης φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο τα συνολικά φορολογικά έσοδα τείνουν να παραμείνουν αμετάβλητα και θα διευκολυνθεί η δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Ταυτόχρονα, πρέπει να ληφθούν συνοδευτικά μέτρα για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις που θα έχει για τα χαμηλότερα εισοδήματα η αύξηση των έμμεσων φόρων.

Επί του θέματος αυτού, η ΟΚΕ παραπέμπει στη γνωμοδότησή της με θέμα «Κοινό σύστημα ΦΠΑ - Πρόγραμμα για την Ενιαία Αγορά» (καταρτίζεται) καθώς και στη γνωμοδότηση «άμεση και έμμεση φορολογία» ().

2.2.6. Εν ολίγοις, η ΟΚΕ επιθυμεί να τονίσει ότι οι δυνατότητες χρηματοδότησης που προαναφέρθηκαν και τα μέτρα που θα αναφερθούν στη συνέχεια σχετικά με τη φορολογία των κεφαλαιουχικών προσόδων στα κράτη μέλη θα επιδράσουν διαφορετικά επί του συνόλου των φορολογικών εσόδων και, κατ' αυτόν τον τρόπο, επί των δυνατοτήτων μείωσης της επιβάρυνσης της εργασίας. Κάθε κράτος μέλος πρέπει να θεσπίσει τα πλέον αποτελεσματικά οικονομικά μέτρα στα πλαίσια των υφιστάμενων προτάσεων της Επιτροπής.

3. Μείωση της φορολογίας μέσω της φορολογικής μετατόπισης

3.1. Ανάλυση του θέματος στα κείμενα της Επιτροπής

3.1.1. Σε σύγκριση με άλλους τομείς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ο φορολογικός τομέας παρουσιάζει σαφή καθυστέρηση. Από την άποψη της φορολογικής πολιτικής η Ευρώπη μοιάζει με μωσαϊκό. Η υποτιθέμενη προσπάθεια για την προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων κάθε κράτους μέλους στον τομέα της φορολογίας οδήγησε σταδιακά στο αντίθετο αποτέλεσμα, λόγω της υπονόμευσης των φορολογικών βάσεων και ιδιαιτέρως των περισσότερο κινητών. Ολοένα και περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ ανταγωνίζονται άλλα κράτη μέλη στον φορολογικό τομέα, ιδιαιτέρως δε στο χώρο των επιχειρήσεων.

3.1.2. Στην περίπτωση των λοιπών φόρων υπάρχουν οι ακόλουθες δύο δυνατότητες για την πραγματική μείωση των συνολικών φορολογικών επιβαρύνσεων:

Πρώτον: Η μεταφορά της παραγωγής και των φορολογικών βάσεων σε χώρες με χαμηλή φορολογία, προκειμένου να προκύψει όφελος από τη μειωμένη φορολογία των προσόδων. Η κατάσταση αυτή θα οδηγούσε ένα κράτος κυρίως στη μείωση της φορολογίας επιχειρήσεων, δεδομένου ότι η βραχυπρόθεσμη απώλεια φορολογικών εσόδων αντισταθμίζεται μεσοπρόθεσμα από την αύξηση των εσόδων από φόρους και κοινωνικές εισφορές που είναι αποτέλεσμα της μείωσης της ανεργίας.

Δεύτερον: Η παραποίηση του κόστους των συντελεστών παραγωγής ενός τελικού προϊόντος μέσω εσωτερικών τιμών συμψηφισμού σε πολυεθνικές επιχειρήσεις με στόχο τη μεταφορά προσόδων σε χώρες με χαμηλή φορολογία. Η παραποίηση αυτή είναι δυνατή επειδή οι παραγωγικοί συντελεστές δεν υπόκεινται στην εκτίμηση της αγοράς. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι φορολογικοί ελεγκτές δεν είναι σε θέση να εντοπίζουν τις περιπτώσεις κατάχρησης μέσω των καθορισμένων εσωτερικών τιμών συμψηφισμού.

3.1.3. Ο κίνδυνος της μείωσης των φορολογικών εσόδων υφίσταται ακόμη και στην περίπτωση των έμμεσων φόρων, παρά το γεγονός ότι η εναρμόνισή τους έχει προχωρήσει πολύ περισσότερο από την εναρμόνιση των άμεσων φόρων. Ο κίνδυνος που υφίσταται στην περίπτωση του ΦΠΑ έγκειται στο γεγονός ότι, λόγω της αρχής της χώρας προορισμού, οι επιχειρήσεις που δρουν σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη έχουν ίσο αριθμό φορολογικών εδρών (δύο ή περισσότερες). Αντίθετα από ό,τι συμβαίνει με τη φορολογία του κύκλου εργασιών μιας επιχείρησης που δρα στον ενδοκοινοτικό χώρο και εδρεύει σε μια χώρα, στις περιπτώσεις αυτές δεν υπάρχει στην ΕΕ μια φορολογική υπηρεσία η οποία διαθέτει μια συνολική εικόνα των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης, έτσι ώστε οι δραστηριότητες αυτές να μπορούν να αξιολογούνται σε μια κεντρική φορολογική έδρα. Σ' αυτό πρέπει να προστεθεί ότι, στην περίπτωση των διασυνοριακών συναλλαγών, χρησιμοποιούνται ολοένα και περισσότερο σύγχρονες τεχνολογίες για τη μεταφορά των φορολογητέων προσόδων σε περιοχές που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του συστήματος ΦΠΑ. Επιπλέον, οι διαφορές μεταξύ των συντελεστών ΦΠΑ στα κράτη μέλη προσφέρουν ολοένα και περισσότερες δυνατότητες φοροαποφυγής. Η κατάργηση των ελέγχων στη διασυνοριακή κυκλοφορία αγαθών ευθύνεται για τις υψηλές απώλειες όσον αφορά έσοδα από τον ΦΠΑ υπέρ του προϋπολογισμού τόσο των κρατών μελών όσο και της ίδιας της ΕΕ.

3.1.4. Η παράνομη απασχόληση συμβάλλει στη μείωση της φορολογίας. Από την άποψη αυτή θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στην περίπτωση αυτή υπάρχουν δύο πλευρές: μία που αφορά αυτούς που εργάζονται παρανόμως και μια που αφορά αυτούς που δίνουν τη σχετική εντολή.

3.2. Συστάσεις της ΟΚΕ

3.2.1. Για την ΕΕ, την Ενιαία Αγορά και την ΟΝΕ, είναι σημαντικό να αποφευχθεί και να καταπολεμηθεί το φορολογικό ντάμπινγκ στην Ευρώπη. Ενώ ο θεμιτός ανταγωνισμός των φορολογικών συστημάτων μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία περισσότερο πλεονεκτικών συνθηκών για τους εργαζόμενους, τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, ένας καταστροφικός φορολογικός ανταγωνισμός - που ωφελεί λίγους και βλάπτει πολλούς - θα υπονόμευε τα θεμέλια της ΕΕ.

- Στην περίπτωση αυτή, για παράδειγμα, οι χώρες που συνεισφέρουν καθαρά στον κοινοτικό προϋπολογισμό καλούνται να ανταποκριθούν σε διαρκώς υψηλότερες προσδοκίες, ενώ από την άλλη πλευρά υποσκάπτονται οι αναγκαίες πηγές των φορολογικών τους εσόδων.

- Υπολογίζεται ότι η λόγω ντάμπινγκ απώλεια φορολογικών εσόδων των χωρών που συνεισφέρουν καθαρά στον κοινοτικό προϋπολογισμό κυμαίνεται μεταξύ 25 και 30 δισεκατομμυρίων Ecu ().

3.2.2. Η εναρμόνιση της φορολογίας επιχειρήσεων δε μπορεί να αποτελεί αυτοσκοπό της ευρωπαϊκής φορολογικής πολιτικής. Πρέπει ωστόσο να ληφθούν μέτρα προκειμένου ο φορολογικός ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών μελών να μην υπονομεύσει τα θεμέλια της ΕΕ.

Η ΟΚΕ επικροτεί τον καθορισμό κατώτερων συντελεστών για τον προσδιορισμό των συντελεστών φορολογίας επιχειρήσεων και τη στοιχειώδη εναρμόνιση των σημαντικότερων κριτηρίων για τον καθορισμό των φορολογικών βάσεων. Για περισσότερες λεπτομέρειες, η ΟΚΕ παραπέμπει στη γνωμοδότησή της με θέμα «Άμεση και έμμεση φορολογία» ().

3.2.3. Τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, η ΟΚΕ κρίνει ότι θα ήταν σκόπιμο να εφαρμόζεται η μέθοδος που ισχύει για τις άμεσες ενισχύσεις, οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, ενώ η Επιτροπή θα επιβλέπει την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού. Παρόμοιος έλεγχος θα πρέπει να εφαρμόζεται και στον φορολογικό τομέα. Ο επιθυμητός στόχος δεν πρόκειται να επιτευχθεί με την επίβλεψη των φορολογικών μέτρων ενίσχυσης, επειδή αυτή περιορίζεται σε τυχόν παρεκκλίσεις από τα γενικά συστήματα που ισχύουν στα κράτη μέλη. Κατ' αυτόν τον τρόπο δε λαμβάνεται υπόψη ότι, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, οι διαφορές μεταξύ των φορολογικών συστημάτων ενδέχεται να προκαλέσουν ακόμη και στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις είναι σοβαρότερες από τις στρεβλώσεις που οφείλονται σε συγκεκριμένες φορολογικές απαλλαγές.

3.2.4. Σήμερα, ένα κράτος μέλος δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μεμονωμένα ούτε τα πολλαπλά φορολογικά εμπόδια, ούτε τα επί μέρους αίτια της προαναφερθείσας μείωσης των φορολογικών εσόδων του. Η ΟΚΕ κρίνει ότι η κατάσταση αυτή δεν πρέπει να οδηγήσει σε απραγία. Η Επιτροπή, σεβόμενη πλήρως την αρχή της επικουρικότητας, πρέπει να εξετάζει και να προτείνει λύσεις για τα προβλήματα αυτά, τα οποία δε μπορεί να επιλυθούν από τα κατ' ιδίαν κράτη μέλη.

3.2.5. Είναι προφανές ότι η ομοφωνία που απαιτείται στο Συμβούλιο για τη λήψη αποφάσεων στο φορολογικό τομέα εμποδίζει την προσαρμογή της φορολογίας στις απαιτήσεις της Ενιαίας Αγοράς. Αυτό προκύπτει από τον μεγάλο αριθμό των σημαντικών φορολογικών προτάσεων της Επιτροπής που έχουν καθηλωθεί στο Συμβούλιο.

Η ΟΚΕ κρίνει, ωστόσο, ότι η Επιτροπή διαθέτει διάφορα μέσα. Σύμφωνα με το άρθρο 101 της ΣΕΚ, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να μεριμνά για την άρση των διαφορών στους νομοθετικούς και τους διοικητικούς κανόνες των κρατών μελών οι οποίες οδηγούν σε στρέβλωση του ανταγωνισμού στην Ενιαία Αγορά. Σ' αυτήν την περίπτωση το θέμα παραπέμπεται στο Συμβούλιο, το οποίο πρέπει, κατ' αρχήν, να αποφασίσει ομόφωνα. Σε περίπτωση ασυμφωνίας, μπορεί ωστόσο να ληφθεί απόφαση με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής.

Η ΟΚΕ θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να αναληφθεί όσο το δυνατό συντομότερα δράση εκ μέρους της Επιτροπής με βάση το άρθρο 101.

4. Φοροδιαφυγή

4.1. Ανάλυση του θέματος στα έγγραφα της Επιτροπής

Το πρόβλημα της φοροδιαφυγής παρουσιάζεται σε σημαντικό βαθμό στην περίπτωση των εσόδων από τόκους καταθέσεων. Πρόκειται για τις φορολογικές βάσεις με την υψηλότερη κινητικότητα και οι φορολογικές διαφορές οδηγούν σε σημαντική μετατόπιση κεφαλαίων. Με την εξάλειψη των συναλλαγματικών κινδύνων και τον περιορισμό των διαφορών μεταξύ των επιτοκίων κατά το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ, οι φορολογικές διαφορές θα αξιοποιούνται ακόμη περισσότερο απ' ό,τι μέχρι σήμερα.

4.2. Συστάσεις της ΟΚΕ

4.2.1. Όσο περισσότερο προχωρεί η εναρμόνιση της Eνιαίας Aγοράς τόσο πιο αισθητές θα γίνονται οι διαφορές μεταξύ των φορολογικών συστημάτων οι οποίες θα επηρεάζουν σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό τις αποφάσεις των οικονομικών παραγόντων. Κατά βάση ισχύει ότι η στοιχειώδης εναρμόνιση της φορολογίας και των φορολογικών βάσεων είναι περισσότερο απαραίτητη στους τομείς όπου οι βάσεις εμφανίζουν τη μεγαλύτερη κινητικότητα, δηλαδή στην περίπτωση κεφαλαιουχικών προσόδων όπως είναι οι τόκοι και τα μερίσματα.

4.2.2. Προκειμένου να περιοριστεί ο φορολογικός ανταγωνισμός, να ανευρεθούν οι απαραίτητοι πόροι για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και να μην περιέλθει η ΕΕ σε μειονεκτική θέση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, η ΟΚΕ προτείνει μια σειρά μέτρων κατά την εφαρμογή των οποίων θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι διεθνείς συνθήκες.

4.2.2.1. Καθιέρωση της έννοιας «πρόσωπο εγκατεστημένο στον ευρωπαϊκό χώρο». Δεν μπορεί πλέον να υποστηρίζεται η κατάργηση των εσωτερικών συνόρων στην Ευρώπη και να γίνεται ταυτόχρονα διάκριση στο εσωτερικό των κρατών μελών μεταξύ προσώπων εγκατεστημένων και προσώπων μη εγκατεστημένων σε μια περιοχή, επειδή η διάκριση αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη συνόρων.

4.2.2.2. Έναρξη μιας προσπάθειας σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο για τη φορολόγηση των εσόδων από αποταμιεύσεις. Κατά τη θέσπιση των σχετικών μέτρων πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που υφίστανται μεταξύ των κρατών μελών (κράτηση στην πηγή ή υποχρέωση δήλωσης), ενώ δεν πρέπει να προωθηθεί ένα σύστημα σε σύγκριση με ένα άλλο. Τα κράτη μέλη στα οποία επιβάλλονται φόροι με βάση την υποχρεωτική δήλωση πρέπει να διαθέτουν την εγγύηση ότι θα τους γνωστοποιηθούν τα έσοδα από αποταμιεύσεις που αποκομίζουν σε ένα άλλο κράτος μέλος πρόσωπα που είναι εγκατεστημένα στην επικράτειά τους.

Στην αντίθετη περίπτωση, τα κράτη μέλη στα οποία επιβάλλεται κράτηση στην πηγή πρέπει να διαθέτουν την εγγύηση ότι τα έσοδα από αποταμιεύσεις που αποκομίζουν πρόσωπα που είναι εγκατεστημένα στην επικράτειά τους στα άλλα κράτη μέλη είτε θα υποβάλλονται σε φορολογία στην πηγή, είτε θα τους γνωστοποιούνται συστηματικά.

4.2.2.3. Η ρύθμιση αυτή συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη θα μπορούν να επιλέγουν μεταξύ της καθιέρωσης του συστήματος κράτησης στην πηγή ή της συστηματικής δήλωσης των καταβληθέντων τόκων και μερισμάτων στις φορολογικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αποταμιευτής.

4.2.2.4. Πρέπει να καταργηθούν οι φορολογικοί παράδεισοι στην ΕΕ. Επίσης, πρέπει να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για την τακτοποίηση του θέματος των ευρωπαϊκών περιοχών εκτός ΕΕ και των εξωτικών «υπερπόντιων» κέντρων.

4.2.2.5. Δεδομένου ότι υπάρχει διαρροή αποταμιεύσεων σε τρίτες χώρες, η λύση που θα ανευρεθεί στην ΕΕ πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την καθιέρωση του συστήματος κράτησης στην πηγή ή την ανταλλαγή πληροφοριών στους κόλπους του ΟΟΣΑ.

4.2.3. Σε συμφωνία με τους προσωπικούς επιτετραμμένους των υπουργών οικονομικών, η ΟΚΕ κρίνει ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην εντατικοποίηση της συνεργασίας των φορολογικών αρχών στην περίπτωση φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής στην Ενιαία Αγορά. Η συνεργασία αυτή δεν θα πρέπει, όμως, να περιοριστεί στην ανταλλαγή εμπειριών για το ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής αλλά να οδηγήσει σε βελτίωση των ελέγχων και της αμοιβαίας υποστήριξης των φορολογικών αρχών των κρατών μελών. Στα πλαίσια αυτά, θα πρέπει να δημιουργηθεί η δυνατότητα άσκησης κοινών φορολογικών ελέγχων στην περίπτωση διασυνοριακών δραστηριοτήτων.

4.2.4. Ο περιορισμός της φοροδιαφυγής συμβάλλει ταυτόχρονα στη χρηματοδότηση της μείωσης των φορολογικών επιβαρύνσεων της εργασίας στα κράτη από τα οποία εκρέουν οι αποταμιεύσεις και η φορολογική βάση για τη φορολογία των τόκων.

4.2.5. Για περισσότερες λεπτομέρειες, η ΟΚΕ παραπέμπει στη γνωμοδότησή της με θέμα «Άμεση και έμμεση φορολογία» ().

5. Η μελλοντική στρατηγική της Επιτροπής

5.1. Δηλώσεις της Επιτροπής

5.1.1. Με βάση τις προτάσεις των προσωπικών επιτετραμμένων των υπουργών οικονομικών της ΕΕ, η Επιτροπή ανάπτυξε μια «μελλοντική στρατηγική».

5.1.2. Οι προσωπικοί επιτετραμμένοι τόνισαν ότι είναι απαραίτητο να βελτιωθεί ο συντονισμός. Κατόπιν, η Επιτροπή πρότεινε τη σύσταση μιας νέας, μόνιμης ομάδας που θα αναλάβει την εξέταση βασικών φορολογικών θεμάτων, έτσι ώστε να επιτρέψει στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη να ανταλλάξουν πληροφορίες και να συζητήσουν φορολογικά θέματα. Η πρόταση αυτή επιδοκιμάστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στο Δουβλίνο, το Δεκέμβριο του 1996. Ο Επίτροπος Monti έχει αναλάβει την προεδρία της ομάδας, στην οποία συμμετέχουν ανώτεροι υπάλληλοι που εκπροσωπούν τους υπουργούς οικονομικών στα κράτη μέλη. Όσον αφορά τον φορολογικό ανταγωνισμό, η Επιτροπή ελπίζει ότι οι εργασίες της ομάδας αυτής θα οδηγήσουν στην ανάληψη πρωτοβουλιών στους ακόλουθους τομείς:

- την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με το είδος των φορολογικών μέτρων τα οποία πρέπει να θεωρούνται επιβλαβή σε κοινοτικό επίπεδο 7

- τη θέσπιση κοινών κανόνων («κώδικας καλής συμπεριφοράς») σε ορισμένους τομείς 7

- το συντονισμό των μέτρων των εθνικών φορολογικών αρχών τα οποία είναι απαραίτητα για την καταπολέμηση του φορολογικού ανταγωνισμού, που είναι επιβλαβής για τα κοινά συμφέροντα όλων 7

- την εντατικοποίηση της αμοιβαίας συνεργασίας των φορολογικών αρχών στα πλαίσια της πάταξης της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής.

5.1.3. Εκτός αυτών, το φόρουμ θα ασχοληθεί με την εξέταση των ακόλουθων θεμάτων:

- το ρόλο των συμφωνιών για τη διπλή φορολόγηση και τις δυνατότητες συντονισμού αυτών 7

- την απλοποίηση των φορολογικών συνθηκών για τις ΜΜΕ και για άλλες επιχειρήσεις 7

- τη σχέση μεταξύ φορολογικών και κοινωνικών εισφορών στην περίπτωση των μεθοριακών εργαζόμενων 7

- τη φορολογία διεθνών υπηρεσιών και τις φορολογικές επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών.

5.1.4. Η Επιτροπή προτείνει να συμπληρωθούν οι εργασίες της ομάδας με τη διεξαγωγή συζήτησης σχετικά με μελλοντικές πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη φορολογικών συστημάτων τα οποία ανταποκρίνονται στις ανάγκες της Κοινότητας και ιδιαιτέρως στην απρόσκοπτη λειτουργία της ενιαίας αγοράς.

5.2. Συστάσεις της ΟΚΕ

Η ΟΚΕ:

5.2.1. υποστηρίζει τη μελλοντική στρατηγική της Επιτροπής και την καλεί να κάνει χρήση του άρθρου 101 της Συνθήκης για τις ΕΚ (βλ. παράρτημα Ι), ώστε να μπορούν να αντιμετωπιστούν τυχόν προσπάθειες για την καθήλωση της προόδου στο χώρο της εναρμόνισης της φορολογίας σε επίπεδο ΕΕ 7

5.2.2. επιδοκιμάζει τις πρωτοβουλίες που ανακοινώθηκαν από το Λουξεμβούργο, που πρόκειται να αναλάβει την Προεδρία του Συμβουλίου, στον τομέα της φορολογικής πολιτικής και τρέφει την ελπίδα ότι οι πρωτοβουλίες αυτές θα οδηγήσουν στην επίλυση των προβλημάτων που θίγονται στην παρούσα γνωμοδότηση 7

5.2.3. προσφέρει με το παράρτημα της παρούσας γνωμοδότησης ορισμένες παραδειγματικές προτάσεις στην Επιτροπή οι οποίες αφορούν την τροποποίηση της ΣΕΚ, προκειμένου να αυξηθούν τα περιθώρια δράσης στον τομέα της ευρωπαϊκής φορολογικής πολιτικής. Τονίζει δε ότι οι προτάσεις αυτές συνιστούν παραδείγματα και όχι δεσμευτικές συστάσεις (Παράρτημα ΙΙ).

Βρυξέλλες, 9 Ιουλίου 1997.

Ο Πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Tom JENKINS

() Γνωμοδότηση της ΟΚΕ της 20ής Δεκεμβρίου 1995, ΕΕ C 82 της 19. 3. 1996.

() Ανάπτυξη, Ανταγωνιστικότητα, Απασχόληση, Λευκό Βιβλίο της Επιτροπής, COM(93) 700 τελικό.

() James Tobin, A Proposal for International Monetary Reform, The Eastern Economic Journal 4 (3-4), Ιούλιος/Οκτώβριος 1978, σ. 153-159.

() Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την αναδιάρθρωση των κοινοτικών γενικών διατάξεων για τη φορολογία στα ενεργειακά προϊόντα, COM(97) 30 τελικό - 97/0111 CNS.

() Πηγή: Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών, Βόννη 7 Μνημονεύεται σε δημοσιεύματα του τύπου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΚ

Άρθρο 101

(Χειρισμός κανόνων που επιφέρουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.) Η Επιτροπή, σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι στα κράτη μέλη ισχύουν νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις οι οποίες επιφέρουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που πρέπει να αρθούν, διενεργεί διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Σε περίπτωση που οι διαβουλεύσεις αυτές δεν αποφέρουν αποτέλεσμα, το Συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με τις απαιτούμενες οδηγίες με βάση πρόταση της Επιτροπής, κατ' αρχάς ομόφωνα και στη συνέχεια με ειδική πλειοψηφία. Η Επιτροπή και το Συμβούλιο δύνανται να θεσπίσουν κάθε άλλο μέτρο που προβλέπεται στη Συνθήκη για την υλοποίηση του στόχου αυτού.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

1. Άρθρο 7 α

>S>Η Κοινότητα εκδίδει τα μέτρα για την προοδευτική εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς κατά τη διάρκεια χρονικής περιόδου η οποία λήγει την 31η Δεκεμβρίου 1992, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, των άρθρων 7 Β, 7 Γ και 28, του άρθρου 57, παράγραφος 2, του άρθρου 59, του άρθρου 70, παράγραφος 1, και των άρθρων 84, 99, 100 Α και 100 Β και με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων της παρούσας Συνθήκης.>/S>

Η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συνθήκης. Η διπλή φορολογία ή η μη φορολογία δεν συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά 7 σε περίπτωση που κανένα άλλο κράτος δεν είναι αρμόδιο για την επιβολή φορολογίας, το καθήκον αυτό αναλαμβάνει το κράτος εγκατάστασης.

2. Άρθρο 73 δ

(1) Οι διατάξεις του άρθρου 73 Β δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών:

α) να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας οι οποίες προβλέπουν διαφορετικές διαδικασίες για τους φορολογούμενους που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους, χωρίς να προκύπτουν διαφορές ως προς τη φορολογική επιβάρυνση 7

β) να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, ιδίως στον τομέα της φορολογίας ή της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, ή να προβλέπουν διαδικασίες δήλωσης των κινήσεων κεφαλαίων για λόγους διοικητικής ή στατιστικής ενημέρωσης, ή να λαμβάνουν μέτρα υπαγορευμένα από λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.

(2) Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν θίγουν τη δυνατότητα εφαρμογής περιορισμών του δικαιώματος εγκατάστασης που συμβιβάζονται με την παρούσα Συνθήκη.

(3) Τα μέτρα και οι διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν μπορούν να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών όπως ορίζεται στο άρθρο 73 Β.

3. Άρθρο 99

Το Συμβούλιο,

>S>αποφασίζοντας ομόφωνα, προτάσει της Επιτροπής και με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,>/S>

εκδίδει σύμφωνα με το άρθρο 189β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή τις διατάξεις για το φόρο προστιθέμενης αξίας.

>S>εκδίδει διατάξεις για την εναρμόνιση των νομοθεσιών περί των φόρων κύκλου εργασιών, των ειδικών φόρων και καταναλώσεως και των λοιπών εμμέσων φόρων, στο βαθμό που η εναρμόνιση αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλισθεί η εγκαθίδρυση και η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς μέσα στην προθεσμία του άρθρου 7 Α.>/S>

4. Άρθρο 100

>S>Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 489 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, εκδίδει τα μέτρα σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.>/S>

5. Άρθρο 100 Α

(1) >S>Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 100 και εκτός αν ορίζει άλλως η παρούσα Συνθήκη, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις για την πραγματοποίηση των στόχων του άρθρου 7 Α.>/S> Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, εκδίδει τα μέτρα σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(2) >S>Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται.>/S> Παράλληλα με την περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 189 β, σημείο 3, δεύτερη πρόταση, το Συμβούλιο εκδίδει διατάξεις για την επιβολή φόρων που δεν εισρέουν εντελώς ή εισρέουν εν μέρει στον κοινοτικό προϋπολογισμό, για την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των μισθωτών, αποφασίζοντας ομόφωνα, εφόσον αυτό προτείνεται από τουλάχιστον δύο κράτη μέλη 7 εφόσον υποβληθεί παρόμοιο αίτημα, το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα για όλες τις περιπτώσεις που αφορούν το ίδιο θέμα (άρο 189 Β, σημ. 5 και 6).

6. Άρθρο 130 Σ

(1) Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Γ και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, αποφασίζει τις δράσεις που πρέπει να αναλάβει η Κοινότητα για την υλοποίηση των στόχων που αναφέρονται στο άρθρο 130 Ρ.

(2) Κατά παρέκκλιση από τη διαδικασία λήψεως αποφάσεως της παραγράφου 1 και με την επιφύλαξη του άρθρου 100 Α, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, θεσπίζει:

- διατάξεις κυρίως φορολογικού χαρακτήρα, εφόσον αυτό απαιτείται από δύο, τουλάχιστον, κράτη μέλη για την περίπτωση φόρων που δεν εισρέουν εντελώς ή που εισρέουν εν μέρει στον κοινοτικό προϋπολογισμό 7

- τα μέτρα που αφορούν τη χωροταξία, τις χρήσεις της γης, εξαιρουμένης της διαχείρισης των αποβλήτων και των μέτρων γενικού χαρακτήρα, καθώς και τη διαχείριση των υδάτινων πόρων 7

- τα μέτρα που επηρεάζουν αισθητά την επιλογή ενός κράτους μέλους μεταξύ διαφορετικών πηγών ενέργειας και τη γενική διάρθρωση του ενεργειακού του εφοδιασμού.

Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας υπό τους όρους του πρώτου εδαφίου, μπορεί να καθορίζει τα θέματα της παρούσας παραγράφου, για τα οποία οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται με ειδική πλειοψηφία.

(3) Σε άλλους τομείς, τα προγράμματα γενικών δράσεων που θέτουν τους επιδιωκόμενους πρωταρχικούς στόχους θεσπίζονται από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.

Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας υπό τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1 ή 2, κατά περίπτωση, θεσπίζει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των προγραμμάτων αυτών.

7. Άρθρο 220

Τα κράτη μέλη, εφόσον είναι αναγκαίο, διεξάγουν μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, για να εξασφαλίσουν προς όφελος των υπηκόων τους:

- την προστασία των προσώπων, καθώς και την απόλαυση και την προστασία των δικαιωμάτων υπό τους όρους που αναγνωρίζει κάθε κράτος στους υπηκόους του,

- >S>την κατάργηση της διπλής φορολογίας εντός της Κοινότητας,>/S>

- >S>την αμοιβαία αναγνώριση των εταιρειών κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερη παράγραφος, τη διατήρηση της νομικής προσωπικότητας επί μεταφοράς της έδρας από ένα κράτος σε άλλο και τη δυνατότητα συγχωνεύσεως εταιρειών που διέπονται από το δίκαιο διαφόρων κρατών μελών,>/S>

- την απλούστευση των διατυπώσεων για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων.

Με την επιφύλαξη των μέτρων που θεσπίζονται με βάση το άρθρο 100 Α, τα κράτη μέλη δύνανται να συνάπτουν συμφωνίες σχετικά με την πρακτική εφαρμογή της απαγόρευσης της διπλής φορολογίας (άρθρο 7α) 7 στην περίπτωση αυτή ενημερώνουν την Επιτροπή, η οποία ενημερώνει τα υπόλοιπα κράτη μέλη.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ στη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

(άρθρο 47 του Εσωτερικού Κανονισμού)

Οι ακόλουθες τροπολογίες συγκέντρωσαν περισσότερο του 25 % των ψήφων αλλά απορρίφθηκαν κατά την πορεία των συζητήσεων.

Να αντικατασταθεί ολόκληρο το κείμενο από τα ακόλουθα:

«1. Εισαγωγή

1.1. Η φορολογία αποτελεί ένα πολύ περίπλοκο και σημαντικό θέμα. Στη γνωμοδότηση αυτή, η ΟΚΕ περιορίζεται στη συζήτηση των εγγράφων SEC(96) 487 και COM(96) 546 τελικό. Συνεπώς, προτίμησε να εξετάσει μόνο τα σημαντικότερα μακροοικονομικά φορολογικά θέματα 7 τα τομεακά θέματα εξετάζονται μόνο όταν θέτουν ερωτήματα γενικότερης σημασίας.

1.2. Το παρόν έγγραφο λαμβάνει ως σημείο εκκίνησης το γεγονός ότι στην ΕΕ υπάρχουν 20 περίπου εκατομμύρια άνεργοι και ότι οι προηγούμενες προσπάθειες για την επίλυση του προβλήματος αυτού ή, τουλάχιστον, για την άμβλυνση των συνεπειών του, απέβησαν άκαρπες. Συνεπώς, προσεγγίζει το θέμα της ευρωπαϊκής φορολογικής πολιτικής εξετάζοντας τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική αυτή μπορεί να χαραχθεί με τον καλύτερο τρόπο ώστε να συμβάλει στην επίλυση του πλέον σοβαρού και επείγοντος προβλήματος που θεωρείται ότι αντιμετωπίζει η ΕΕ τη στιγμή αυτή.

1.3. Η μακροπρόθεσμη φύση του εν λόγω προβλήματος και το γεγονός ότι φαίνεται να υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις βελτίωσης, δείχνει την ανάγκη ριζικής αλλαγής του τρόπου σκέψης και μιας νέας προσέγγισης παρά μιας επανάληψης των γνωστών τρόπων αντιμετώπισης του προβλήματος που απέτυχαν παταγωδώς να το επιλύσουν μέχρι σήμερα.

1.4. Στο σημείο αυτό, η ΟΚΕ συμφωνεί με την Επιτροπή η οποία, αναφερόμενη στο Σύμφωνο Σταθερότητας για την Απασχόληση του Προέδρου κ. Santer, ανέφερε ότι "Αυτό έδειξε κυρίως την ανάγκη να αντιστραφεί η τάση των φορολογικών συστημάτων που αποβαίνουν εις βάρος της απασχόλησης, στα πλαίσια μιας ευρείας στρατηγικής για τη δημιουργία θέσεων εργασίας στην Ένωση".

1.5. Όπως αναφέρεται στο έγγραφο της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Φλωρεντίας κάλεσε επίσης το Συμβούλιο "να του υποβάλει, πριν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δουβλίνου, έκθεση για την ανάπτυξη των φορολογικών συστημάτων στην Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη δημιουργίας ενός φορολογικού κλίματος που να προωθεί τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και τη δημιουργία θέσεων εργασίας ...".

1.6. Σε τελική ανάλυση, η δημιουργία θέσεων εργασίας εξαρτάται από μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, ο δε ασφαλέστερος τρόπος προς επίτευξη του στόχου αυτού είναι η μείωση τόσο των υπερβολικών φορολογικών επιβαρύνσεων όσο και των υπεράριθμων ρυθμίσεων όσον αφορά το ιδιωτικό τομέα της οικονομίας που δημιουργεί πλούτο. Εάν δεν αναγνωρισθεί η βασική αυτή αλήθεια, τα άλλα μέτρα που έχουν στόχο τη μείωση της ανεργίας θα είναι αναποτελεσματικά και η Ευρώπη θα είναι καταδικασμένη να υποστεί τη μάστιγα της ανεργίας επ' αόριστον.

2. Τα έγγραφα της Επιτροπής

2.1. Η Επιτροπή πρότεινε μια νέα και ευρεία θεώρηση της φορολογικής πολιτικής στο έγγραφο εργασίας με θέμα «Η φορολογία στην Ευρωπαϊκή Ένωση», που δημοσιεύθηκε στις 20 Μαρτίου 1996. Στο έγγραφο αυτό τονίζονταν ειδικότερα οι κυριότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ένωση: η ανάγκη δημιουργίας θέσεων απασχόλησης, η σταθεροποίηση των φορολογικών συστημάτων και η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς.

2.1.1. Στην άτυπη συνεδρίαση του Συμβουλίου Οικονομικών Υποθέσεων, που πραγματοποιήθηκε στη Βερόνα, στις 13 Απριλίου 1996, οι Υπουργοί Οικονομικών επιδοκίμασαν το έγγραφο εργασίας της Επιτροπής και συμφώνησαν ότι τα θέματα αυτά έπρεπε να εξεταστούν από μια ομάδα εργασίας υψηλού επιπέδου, η οποία θα έπρεπε να συσταθεί και να συντονίζεται από την Επιτροπή.

2.1.2. Η εν λόγω ομάδα εργασίας υψηλού επιπέδου συνεδρίασε 4 φορές 7 στις συνεδριάσεις αυτές συμμετείχαν επίσης και εκπρόσωποι της γραμματείας του Συμβουλίου.

2.2. Στην "Έκθεση σχετικά με την εξέλιξη των φορολογικών συστημάτων" της 22ας Οκτωβρίου 1996, η Επιτροπή εκθέτει τα συμπεράσματα που συνήγαγε από τις 4 συνεδριάσεις της εν λόγω Ομάδας εργασίας για τα θέματα που εξετάζονται στο έγγραφο της συνεδρίασης της Βερόνα, προβαίνει σε αξιολόγηση των θεμάτων αυτών και υποδεικνύει μελλοντικούς τρόπους δράσης για το μέλλον.

2.2.1. Η Επιτροπή τονίζει ότι κάθε πρόταση για κοινοτικές δράσεις στον τομέα της φορολογίας πρέπει να λαμβάνει πλήρως υπόψη τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Δεν επιδιώκει την εναρμόνιση των φορολογικών συστημάτων προς χάριν εναρμόνισης.

2.2.1.1. Η Ομάδα Εργασίας Υψηλού Επιπέδου είχε γενικά ενδοιασμούς για τον καθορισμό κατώτερων συντελεστών ή βάσεων για τη φορολογία των επιχειρήσεων στο στάδιο αυτό, έστω και στο πλαίσιο του γενικού στόχου της διασφάλισης ενός ελάχιστου επιπέδου φορολογίας στην Ένωση.

2.2.2. Κρίνεται ότι η καλύτερη συνεργασία σε επίπεδο Ένωσης απαιτεί τη σύσταση μιας μόνιμης ομάδας στα πλαίσια της οποίας τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα μπορούν να ανταλλάσσουν πληροφορίες και να επιφέρουν τροποποιήσεις όσον αφορά τις φορολογικές πολιτικές. Η ομάδα αυτή, της οποίας την προεδρία θα ασκεί η Επιτροπή, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για μια στρατηγική ανασκόπηση των φορολογικών πολιτικών και των εργασιών των υφιστάμενων ειδικών επιτροπών. Καθήκον της θα μπορούσε να είναι να συμβάλει στον εντοπισμό βασικών πρωτοβουλιών, νομοθετικών ή μη, που ενδέχεται να συμβάλουν στην υλοποίηση των βασικών στόχων της ΕΕ, διατηρώντας ταυτόχρονα τις δυνατότητες είσπραξης φόρων των κρατών μελών.

2.2.3. Η ευρύτερη ανταλλαγή πληροφοριών για τις πολιτικές και τα μέτρα στα άλλα κράτη μέλη θα πρέπει να δώσει τη δυνατότητα στην Ομάδα αυτή να εξετάσει το θέμα το φορολογικού ανταγωνισμού. Προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή θα αναλάβει ορισμένες πρωτοβουλίες με στόχο:

- την επίτευξη μιας ευρείας συμφωνίας για τα είδη μέτρων που είναι επιζήμια σε κοινοτικό πλαίσιο 7

- τον καθορισμό κοινών προτύπων σε μια σειρά τομέων (ένας "κώδικας καλής συμπεριφοράς") 7

- τον ευρύτερο συντονισμό των φορολογικών μέτρων που λαμβάνουν οι φορολογικές αρχές των κρατών μελών και τα οποία έχουν ως στόχο να μην βλάψει τα κοινά συμφέροντα ο φορολογικός ανταγωνισμός 7 και

- την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των φορολογικών αρχών για την κοινή καταπολέμηση της φοροαποφυγής.

2.2.4. Η Ομάδα αυτή θα μπορούσε επίσης να εξετάσει τις σημαντικότερες επιπτώσεις ορισμένων συγκεκριμένων παραγόντων της φορολογικής πολιτικής, όπως:

- το ρόλο, τη λειτουργία και τον πιθανό συντονισμό των συμφωνιών όσον αφορά τη διπλή φορολόγηση 7

- την απλούστευση του φορολογικού περιβάλλοντος για τις ΜΜΕ και άλλες επιχειρήσεις 7

- τη συνέργια των φορολογικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, ιδίως όσον αφορά τη διασυνοριακή εργασία 7 και

- τη φορολογόγηση των διεθνών υπηρεσιών και την επίδραση των νέων τεχνολογικών.

2.2.5. Χρειάζονται επίσης περαιτέρω εργασίες όσον αφορά τη συνέργεια μεταξύ φορολογίας και κοινών κοινοτικών στόχων, π.χ. στους τομείς των επιχειρήσεων, της απασχόλησης και του περιβάλλοντος.

2.2.5.1. Στο έγγραφο της Επιτροπής αναγνωρίζεται ότι οι επιχειρήσεις αποτελούν βασικό στοιχείο για την εξασφάλιση της ανάπτυξης, της ευημερίας και της απασχόλησης στην Ένωση. Η δημιουργία ενός κλίματος κατάλληλου για την άνθηση των επιχειρήσεων έχει ζωτική σημασία για τη διατήρηση και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ένωσης στον κόσμο. Η ενιαία αγορά διαδραματίζει σχετικά κεντρικό ρόλο 7 η φορολογία θεωρείται ένας από τους κυριότερους τομείς στους οποίους η ενιαία αγορά δεν έχει υλοποιηθεί πλήρως. Τα φορολογικά συστήματα πρέπει να επιτρέπουν την ανάπτυξη διασυνοριακών οικονομικών δραστηριοτήτων εντός της Ένωσης 7 ταυτόχρονα, πρέπει να αποτρέπουν τη διπλή φορολογία και τη φοροαποφυγή.

2.2.5.2. Είναι ευρέως αποδεκτό ότι για την προώθηση της απασχόλησης χρειάζεται να αναστραφεί η τάση για αύξηση των φορολογικών βαρών στην εργασία σε σύγκριση με άλλες φορολογικές βάσεις. Η Επιτροπή τονίζει ότι, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, τα κράτη μέλη πρέπει να επιδεικνύουν ευελιξία κατά την επιλογή της μεθόδου μείωσης των φόρων στην εργασία και των μέσων χρηματοδότησης των μειώσεων αυτών. Η Επιτροπή πιστεύει ότι μακροπρόθεσμα μπορούν να προκύψουν σημαντικά οφέλη από το συντονισμό φορολογικών μέτρων και την παρουσίασή τους ως μέρους των προσπαθειών της Κοινότητας για τη μείωση της ανεργίας. Κρίνει επίσης ότι έχει ζωτική σημασία να πεισθούν οι οικονομικοί παράγοντες ότι οι διαρθρώσεις των φόρων θα πρέπει να έχουν από τώρα και στο εξής σχέση με την προώθηση της απασχόλησης. Χρειάζεται να δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίμα για τη δημιουργία θέσεων εργασίας με τη μείωση των γενικών φορολογικών βαρών, συμπεριλαμβανόμενων και εκείνων των επιχειρήσεων.

2.2.5.3. Όσον αφορά το περιβάλλον, η Επιτροπή αναγνωρίζει την ανάγκη να διερευνηθεί η δυνατότητα αυξημένης χρήσης ενεργειακών και οικολογικών φόρων, αλλά η τρέχουσα πρακτική δείχνει ότι οι περιβαλλοντικοί στόχοι επιτυγχάνονται συχνά κατά τον καλύτερο τρόπο όταν τα φορολογικά όργανα συνδυάζονται με άλλα μέτρα, εφαρμοζόμενα με συνέπεια για την αλλαγή των τρόπων συμπεριφοράς. Κατά την επιλογή των φορολογικών αυτών μέσων θα πρέπει να αξιολογούνται προσεκτικά οι επιδράσεις στην ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση και το περιβάλλον.

2.2.6. Δεδομένου ότι οι ΜΜΕ αποτελούν βασική πηγή δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας στην Ένωση, οι φορολογικές πολιτικές πρέπει επίσης να διευκολύνουν και να υποστηρίζουν την ικανότητα των ΜΜΕ να δημιουργούν θέσεις απασχόλησης.

2.2.7. Η Επιτροπή υποστηρίζει την καθιέρωση μιας ελάχιστης κράτησης στην πηγή σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της πρότασης του 1989 και ως ένα πρώτο βήμα για τη ρύθμιση του θέματος του φόρου εισοδήματος από αποταμιεύσεις.

2.2.8. Ακόμη και ελλείψει μιας νέας φορολογικής νομοθεσίας, ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός υποθέσεων παραπέμπονται στα δικαστήρια, τόσο στα εθνικά όσο και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Εκφράζεται η ανησυχία ότι η ανάπτυξη κοινοτικών φορολογικών συστημάτων υπάρχει κίνδυνος να είναι αποσπασματική, εκτός και εάν οι αποφάσεις των δικαστηρίων συνοδεύονται από άλλα μέσα.

2.2.9. Έχοντας υπόψη την ανάλυση και τις προαναφερόμενες κατευθυντήριες γραμμές δράσης, η Επιτροπή κρίνει ότι υπάρχει επιτακτική ανάγκη να επιτευχθεί πρόοδος, τόσο όσον αφορά τα μεμονωμένα θέματα όσο και το ευρύτερο θέμα των φορολογικών πολιτικών.

3. Γενικές παρατηρήσεις

3.1. Η ΟΚΕ συμφωνεί με το ευρύτερο πνεύμα των προτάσεων της Επιτροπής.

3.2. Σε πολλές χώρες, οι φόροι στην εργασία είναι υψηλοί, αντιπροσωπεύοντας κατά μέσο όρο στην ΕΕ το 23,5 % του ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο από ό,τι, π.χ. στις ΗΠΑ (19,4 %) ή την Ιαπωνία (16,6 %). Στην ίδια την ΕΕ οι διαφορές είναι μεγάλες 7 τα ποσοστά κυμαίνονται από 14 % στην Ελλάδα έως 32 % στη Σουηδία.

3.2.1. Είναι λανθασμένος ο ισχυρισμός ότι οι αυξήσεις των φόρων στην εργασία, είτε αυτοί επιβαρύνουν τον εργοδότη είτε τον εργαζόμενο, δεν υποσκάπτουν τις προοπτικές απασχόλησης.

3.2.1.1. Στο μέτρο που οι φόροι επιβαρύνουν τον εργοδότη, αυξάνουν το κόστος απασχόληςσης εργατικού δυναμικού και μειώνουν τη ζήτηση. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι προσπάθειες «προστασίας» της απασχόλησης με την αύξηση του κόστους που συνεπάγεται για τους εργοδότες η απόλυση εργαζομένων (πράγμα που στην ουσία αποτελεί μια άλλη μορφή φορολόγησης της εργασίας, εφόσον οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται από τους εργοδότες υποκαθιστούν εν μέρει τις αποζημιώσεις τις οποίες θα είχε καταβάλει το Κράτος), έχουν ως αποτέλεσμα να καθίστανται οι εργοδότες πιο απρόθυμοι να προσλάβουν προσωπικό.

3.2.1.2. Όταν οι φόροι στην εργασία επιβαρύνουν τους εργαζόμενους, το αποτέλεσμα είναι η μείωση του καθαρού διαθέσιμου εισοδήματός τους και, ως εκ τούτου, της αγοραστικής τους δύναμης. Προκύπτουν επίσης πληθωριστικά αποτελέσματα, εφόσον οι φόροι αυτοί εξωθούν σε αιτήματα για υψηλότερους μισθούς με στόχο την αντιστάθμιση της μείωσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων 7 εάν η αύξηση των μισθών δεν αντισταθμίζεται από μια ανάλογη αύξηση της παραγωγικότητας, αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των βαρών των εργοδοτών, τη μείωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και την περαιτέρω συρρίκνωση της οικονομικής ανάπτυξης και των προοπτικών απασχόλησης.

3.2.2. Συνεπώς, η ΟΚΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μια μείωση των φόρων στην εργασία, είτε αυτοί επιβαρύνουν τον εργοδότη είτε τον εργαζόμενο, θα έχει μια σημαντική και θετική συμβολή στη μείωση των σημερινών επιπέδων ανεργίας στην ΕΕ.

3.2.3. Ωστόσο, η συμβολή αυτή ενδέχεται να περιοριστεί σημαντικά εάν η μείωση των φόρων στην εργασία μετατίθεται απλώς σε άλλες μορφές φορολόγησης των επιχειρήσεων. Είναι απαραίτητη μια μείωση τόσο της συνολικής επιβάρυνσης με άμεσους προσωπικούς φόρους όσο και της φορολογίας των επιχειρήσεων για να τονωθεί η οικονομική ανάπτυξη και να δημιουργηθεί αυξημένη ζήτηση εργασίας.

3.2.3.1. Ειδικότερα, η ΟΚΕ αντιτίθεται στην επιβολή νέων φόρων στις τεχνολογίες πληροφόρησης, όπως π.χ. σε ένα φόρο στο Internet ή ένα φόρο bit ή ένα φόρο στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (φόρος Tobin).

3.2.3.2. Ο πρώτος θα ισοδυναμεί με φορολόγηση της μάθησης και θα παρακωλύσει σοβαρά τις προσπάθειες της ΕΕ να καλύψει την τεχνολογική διαφορά που τη χωρίζει ήδη από άλλα πρωτοπόρα έθνη 7 σε μια στιγμή κατά την οποία οι κυβερνήσεις άλλων χωρών δαπανούν δισεκ. δολλάρια για την προώθηση της εκμάθησης της ηλεκτρονικής από τους λαούς τους, δεν έχει κανένα νόημα να εξετάζει η ΕΕ το ενδεχόμενο να θέσει τους πολίτες της σε μειονεκτική θέση φορολογώντας τα μέσα απόκτησης γνώσεων.

3.2.3.3. Ο φόρος Tobin εγκυμονεί τον κίνδυνο να επηρεάσει την ανταγωνιστικότητα των χωρών της ΕΕ στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές και να εξωθήσει πολλές από τις δραστηριότητες αυτές σε "υπερπόντια κέντρα", με αποτέλεσμα την απώλεια θέσεων εργασίας και διεθνούς εμπειρογνωμοσύνης επί χρηματοπιστωτικών θεμάτων.

3.3. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που υπαγορεύουν την επιθυμία εναρμόνισης των φόρων ορισμένοι θετικοί και ορισμένοι αρνητικοί. Μια επιθυμία ομοιομορφίας απλώς προς χάριν ομοιομορφίας είναι ένας αρνητικός λόγος. Συνεπώς, η ΟΚΕ σημειώνει με ικανοποίηση ότι η Επιτροπή δεν επιθυμεί μια εναρμόνιση προς χάριν εναρμόνισης και ότι υποστηρίζει τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

3.3.1. Ενώ αποδέχεται ότι η τελική εναρμόνιση των φόρων αποτελεί νόμιμο στόχο και αναπόφευκτο επακόλουθο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, η ΟΚΕ υποστηρίζει μια προσεκτική προσέγγιση. Στο μέτρο που τα μεμονωμένα κράτη μέλη θα συνεχίσουν να έχουν διαφορετικά οικονομικά πρότυπα και διαφορετικές οικονομικές επιδόσεις, οι κυβερνήσεις κάθε κράτους μέλους πρέπει να έχουν τη διακριτική ευχέρεια να προσαρμόζουν τις φορολογικές τους πολιτικές για την εκπλήρωση των δημοσιονομικών απαιτήσεων των εθνικών οικονομιών τους. Μια στρατηγική που είναι ορθή, π.χ. για τη Γερμανία, σε μια δεδομένη στιγμή, μπορεί να μην είναι σωστή για την Πορτογαλία την ίδια περίοδο ή για την ίδια τη Γερμανία σε ένα άλλο χρονικό διάστημα. Θα χρειαστεί μεγαλύτερος βαθμός σύγκλισης μεταξύ των εθνικών οικονομιών από ό,τι προβλέπει η Συνθήκη του Μάαστριχτ έως ότου τα κράτη μέλη μπορέσουν να εναρμονίσουν τους φορολογικούς συντελεστές τους, ενώ ο περιορισμένος αυτός βαθμός σύγκλισης δεν έχει καν επιτευχθεί ακόμη.

3.3.2. Πάντως, η εναρμόνιση των φορολογικών συντελεστών αποτελεί άσκοπη ενέργεια χωρίς την εναρμόνιση των φορολογικών βάσεων, διαρθρώσεων, συστημάτων, κανόνων και ερμηνειών. Πράγματι οι ομοιόμορφοι φορολογικοί συντελεστές χωρίς ομοιόμορφη εφαρμογή ενδέχεται να αυξήσουν τις στρεβλώσεις παρά να τις μειώσουν.

3.3.3. Στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς, οι διαφορές ερμηνείας και εφαρμογής μεταξύ των διάφορων φορολογικών συστημάτων και οι διαφορές των φορολογικών βάσεων αποτελούν πολύ μεγαλύτερο εμπόδιο στο διασυνοριακό εμπόριο και την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς από ό,τι οι διαφορές των φορολογικών συντελεστών.

3.3.3.1. Οι διαφορές των φορολογικών συντελεστών συμβιβάζονται απόλυτα με τις ελέυθερες και ανοικτές αγορές. Στις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Ελβετία οι εταιρείες και τα μεμονωμένα άτομα φορολογούνται τόσο από τις ομοσπονδιακές κυβερνήσεις όσο και από τις μεμονωμένες πολιτείες, επαρχίες και καντόνια με πολύ διαφορετικά συνολικά ποσοστά.

3.3.3.2. Στα πλαίσια του γενικού στόχου της μείωσης των φορολογικών βαρών, η ΟΚΕ κρίνει ότι ένα μέτρο εναρμόνισης ενδέχεται να είναι ωφέλιμο, και θεωρεί ότι οι προσπάθειες εναρμόνισης πρέπει να επικεντρωθούν στην άρση των εντοπιζόμενων εμποδίων για τη δημιουργία μιας πραγματικής ενιαίας αγοράς, ιδίως στους τομείς του ΦΠΑ και της φορολογίας των επιχειρήσεων, μειώνοντας το κόστος συμμόρφωσης για τα διάφορα είδη φορολογουμένων, προστατεύοντας τις διασυνοριακές συναλλαγές από τα αποτελέσματα δικαστικών αγώνων μεταξύ των φορολογικών αρχών και εξαλείφοντας τις διακρίσεις κατά των επιχειρήσεων που πραγματοποιούν κέρδη στο εξωτερικό, διακρίσεις που οφείλονται στον καταλογισμό αδικαιολόγητων φόρων. Όταν τα μέτρα αυτά υλοποιηθούν, θα είναι δυνατό να δημιουργηθεί μια πολύ σαφέστερη εικόνα των αναγκών και των περιθωρίων για περαιτέρω εναρμόνιση.

3.3.3.3. Συνεπώς, η ΟΚΕ υποστηρίζει τις προτάσεις της Επιτροπής για τη σύσταση μιας μόνιμης ομάδας που να ασχολείται με τα θέματα που αναφέρονται στο έγγραφο της τελευταίας. Κρίνει ότι οι τομείς που προσφέρονται περισσότερο για την επίτευξη ουσιαστικής προόδου σε βραχυπρόθεσμη κλίμακα είναι ο καθορισμός κοινών προτύπων, η επίτευξη μεγαλύτερου συντονισμού των φορολογικών συστημάτων, η βελτίωση της συνεργασίας για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η απλούστευση του φορολογικού περιβάλλοντος και η επεξεργασία συμφωνιών όσον αφορά τη διπλή φορολόγηση. Η ΟΚΕ πιστεύει ότι, γενικά, τα θέματα αυτά μπορούν να εξεταστούν με τρόπο ώστε να επιτευχθεί ουσιαστική πρόοδος όσον αφορά την υλοποίηση της ενιαίας αγοράς.

3.4. Η ΟΚΕ συμφωνεί με την άρνηση της Ομάδας Εργασίας Υψηλού Επιπέδου να προτείνει την επιβολή ελάχιστων συντελεστών και βάσεων για την κράτηση στην πηγή στο στάδιο αυτό. Καμία ευρωπαϊκή φορολογική πολιτική δεν μπορεί να χαραχθεί σε μεμονωμένη βάση, αλλά πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις παγκόσμιες πολιτικές και τάσεις. Όσοι επιδιώκουν την επιβολή ελάχιστων φορολογικών συντελεστών στην ΕΕ αγνοούν την πραγματικότητα.

3.5. Η ΟΚΕ δεν συμφωνεί με την πρόταση της Επιτροπής για μια ελάχιστη κράτηση στην πηγή όσον αφορά τους τόκους των αποταμιεύσεων. Στη γνωμοδότησή της για την "Άμεση και έμμεση φορολογία" (1), η ΟΚΕ ανέφερε ότι η ευρωπαϊκή προσέγγιση του προβλήματος αυτού "πρέπει να λαμβάνει υπόψη την υφιστάμενη διαφορά μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τη φορολόγηση των εισοδημάτων από αποταμιεύσεις (κράτηση στην πηγή ή υποχρέωση δήλωσης), ενώ δεν πρέπει να προωθηθεί ένα σύστημα σε σύγκριση με ένα άλλο". Η ΟΚΕ επαναλαμβάνει την άποψη αυτή.

3.5.1. Η καθιέρωση ενός ευρωπαϊκού προτύπου όσον αφορά την κράτηση στην πηγή θα έχει ως αποτέλεσμα μια εκροή κεφαλαίων όπου οι φορολογικοί συντελεστές στις αποταμιεύσεις αυτές είναι χαμηλότεροι, η δε εκροή αυτή δεν θα είναι δυνατό να περιοριστεί χωρίς την αποτελεσματική επαναφορά συναλλαγματικών ελέγχων, πράγμα που ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση της Ευρώπης στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές και πολύ σοβαρότερες επιζήμιες συνέπειες για την οικονομική ανάπτυξη της ΕΕ.

4. Συμπεράσματα

4.1. Οι κυβερνήσεις, στο ρόλο που διαδραματίζουν στον τομέα της παροχής ιδιαίτερα ανεπτυγμένων κρατικών υπηρεσιών σε μια σύγχρονη κοινωνία, πρέπει να δίδουν προτεραιότητα στις δαπάνες και στην αύξηση των εσόδων. Οι δράσεις αυτές δημιουργούν αναπόφευκτα προβλήματα αναδιανομής των βαρών στην οικονομία και έχουν αρνητικές συνέπειες για την ενθάρρυνση μιας ταχύτερης οικονομικής ανάπτυξης. Η ΟΚΕ πιστεύει ότι πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για την πραγματοποίηση ουσιαστικών και έγκαιρών αλλαγών σε τομείς όπου η οικονομική ανάπτυξη ενδέχεται να επηρεαστεί αρνητικά από τις δράσεις των κυβερνήσεων, ιδίως στα πλαίσια των φορολογικών πολιτικών, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο το επίπεδο της κοινωνικής προστασίας που αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.

4.1.1. Η ΟΚΕ πιστεύει ότι εάν αυτό δεν επιτευχθεί, οι οικονομικές επιδόσεις της ΕΕ σε σύγκριση με τους κυριότερους ανταγωνιστές της ανά τον κόσμο, όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και τα αναδυόμενα κράτη του Ειρηνικού, θα συνεχίσουν να μειώνονται, πράγμα το οποίο όχι μόνο θα αποδυναμώσει την επιθυμία επέκτασης και βελτίωσης του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, αλλά και θα θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση των επιπέδων κοινωνικής προστασίας που υπάρχουν σήμερα. Ενδέχεται επίσης να προκύψουν περαιτέρω αυξήσεις παρά μειώσεις του επιπέδου της ανεργίας στην Ευρώπη, οι δε κοινωνικές τάσεις που αυτό ενδέχεται να προκαλέσει μπορούν να είναι μεγαλύτερες από εκείνες που η οικοδόμηση της ευρωπαϊκής ενότητας θα μπορούσε να αντέξει.

4.1.2. Συνεπώς, η ΟΚΕ δεν θεωρεί ότι προκύπτουν κίνδυνοι από τις μειώσεις των φορολογικών συντελεστών αυτές καθεαυτές, υπό τον όρο ότι θα ληφθούν μέτρα για την αποτροπή των στρεβλώσεων που προκαλεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός. Πράγματι, η εμπειρία από τα διάφορα φορολογικά συστήματα που εφαρμόζονται στον κόσμο δείχει σαφέστατα ότι, κατά παράδοξο τρόπο, τα συνολικά φορολογικά έσοδα αυξάνονται όταν οι φορολογικοί συντελεστές μειώνονται, ιδίως όσον αφορά τη φορολογία των επιχειρήσεων και τη φορολογία των προσωπικών εισοδημάτων, και ότι τα μεγαλύτερα φορολογικά έσοδα προκύπτουν από φορολογικούς συντελεστές που κυμαίνονται γύρω στο 18 %.

4.1.3. Τα επιχειρήματα για την επιβολή ελάχιστων φορολογικών συντελεστών και συντελεστών κράτησης στην πηγή εντός της ΕΕ δεν λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι αυτό ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε πολλές ευημερούσες και αναπτυσσόμενες χώρες που δεν πλήττονται από παρόμοιους περιορισμούς. Συνεπώς, οι χώρες αυτές θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται και να καθίστανται όλο και πιο ευημερούσες τη στιγμή κατά την οποία η ΕΕ θα συρρικνώνεται και θα περιέρχεται σε όλο και πιο μειονεκτική θέση σε σχέση με αυτές.

4.2. Η ΟΚΕ κρίνει ότι μια προοδευτική σύγκλιση των φορολογικών συντελεστών και βάσεων στα πλαίσια της αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες απαιτήσεις αύξησης των φορολογικών εσόδων των μεμονωμένων κρατών μελών, ενδέχεται να είναι πιο αποτελεσματική από μια υποχρεωτική σύγκλιση των εν λόγω συντελεστών και βάσεων. Μια ορισμένη εναρμόνιση των φορολογικών συστημάτων και διαρθρώσεων αποτελεί επιθυμητό στόχο.

4.3. Οι μεταρρυθμίσεις του φορολογικού συστήματος θα πρέπει να έχουν αρχικά ως επίκεντρο την αποτροπή ακούσιων στρεβλώσεων των αποφάσεων σχετικά με την εγκατάσταση των επιχειρήσεων, διευκολύνοντας τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις στην ΕΕ και μειώνοντας τα διοικητικά βάρη που συνεπάγονται για τις επιχειρήσεις οι εσωτερικές τιμιλογήσεις και οι δικαστικές διαφορές μεταξύ των φορολογικών αρχών.

4.4. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις πρέπει να υποστηριχθούν με μειωμένη φορολόγηση των κερδών τους, εντός συγκεκριμένων ορίων.

4.5. Η δημιουργία θέσεων εργασίας θα προωθηθεί ουσιαστικά με τη μείωση των συνολικών φορολογικών επιβαρύνσεων και με τον έλεγχο ή τη μείωση των κρατικών δαπανών.

4.6. Η ΟΚΕ συμφωνεί με την πρόταση της Επιτροπής ότι οι περιβαλλοντικοί στόχοι επιτυγχάνονται καλύτερα όταν τα φορολογικά όργανα συνδυάζονται με άλλα μέτρα που εφαρμόζονται με συνέπεια για την αλλαγή των τρόπων συμπεριφοράς, ενώ συμφωνεί επίσης με την Επιτροπή ότι, κατά την επιλογή των μέσων αυτών πρέπει να αξιολογούνται προσεκτκά οι επιδράσεις στην ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση και το περιβάλλον.

4.7. Η ΟΚΕ κατανοεί την ανάγκη μείωσης της φορολόγησης της εργασίας, αλλά συμφωνεί με την Επιτροπή ότι τα κράτη μέλη πρέπει να επιδεικνύουν ευελιξία κατά τον καθορισμό του βαθμού και της μεθόδου των μειώσεων αυτών, καθώς επίσης και των μέσων με τα οποία οι μειώσεις αυτές θα πρέπει να χρηματοδοτούνται.

4.8. Η επιβολή νέων φόρων στις τεχνολογίες πληροφόρησης ή στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές θα έχει σοβαρές επιζήμιες συνέπειες και δεν πρέπει να προβλέπεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

4.9. Η ΟΚΕ συνιστά να αντικατασταθούν οι υφιστάμενες διμερείς συμφωνίες για τη διπλή φορολογία από μια ενιαία ευρωπαϊκή συμφωνία. Για να είναι αποτελεσματική και να αποφέρει σημαντικά οφέλη για τους φορολογούμενους στα συμμετέχοντα κράτη, δεν είναι απαραίτητο να συμμετέχουν στη συμφωνία αυτή όλα τα κράτη μέλη, αν και, φυσικά, θα ήταν προτιμότερο να προσχωρήσει σε αυτή κάθε κράτος μέλος της ΕΕ.

4.10. Η ΟΚΕ συμμερίζεται την ανησυχία της Επιτροπής μήπως η ανάπτυξη κοινοτικών φορολογικών συστημάτων δεν πραγματοποιηθεί προοδευτικά.

4.11. Η ΟΚΕ υποστηρίζει την πρόταση να συσταθεί μια ομάδα για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των φορολογικών συστημάτων, για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις φορολογικές πολιτικές και την αναθεώρησή τους, για το συντονισμό των μέτρων κατά της φοροδιαφυγής, για τον εντοπισμό των βασικών πρωτοβουλιών και για την εξέταση του τρόπου μετάβασης σε ένα πιο ολοκληρωμένο φορολογικό σύστημα.

4.12. Η ΟΚΕ συμφωνεί ότι η ευρωπαϊκή φορολογική πολιτική πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις επιδράσεις στις επιχειρήσεις, την απασχόληση και το περιβάλλον.(1) Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 1995, ΕΕ C 82 της 19. 3. 1996.»

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

Ψήφοι υπέρ: 37, ψήφοι κατά: 84, αποχές: 17.

Σημείο 2.2.3

Να διαγραφεί η υπόλοιπη φράση μετά από τις λέξεις «νέων ειδών φόρων» (5η γραμμή).

Αιτιολογία

Η επιβολή των τριών φόρων που αναφέρονται (ο φόρος για το Internet, ο φόρος Bit και ο φόρος Tobin σε συνδυασμό με τις διεθνείς χρηματαγορές) θα έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση ανεπιθύμητων στρεβλώσεων και για τον λόγο αυτό θα πρέπει να αποφευχθεί. Σε περίπτωση επιβολής του φόρου Internet θα περιορισθεί η ικανότητα της Ευρώπης να παρακολουθεί τις τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα των τηλεπικοινωνιών 7 η επιβολή φόρου bit θα έχει ως αποτέλεσμα τη φορολόγηση των νέων τεχνικών μάθησης και θα αποτελέσει εμπόδιο για την ανάπτυξη της εκμάθησης της λειτουργίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών στην Ευρώπη σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες, ενώ η επιβολή ενός φόρου Tobin θα οδηγήσει ορισμένες διεθνείς χρηματοοικονομικές εταιρείες να μεταφέρουν την έδρα τους εκτός ΕΕ.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

Ψήφοι υπέρ: 44, ψήφοι κατά: 90, αποχές: 9.

Σημείο 2.2.5

Να προστεθεί το εξής νέο κείμενο στο τέλος της πρώτης παραγράφου:

«Στα κράτη μέλη στα οποία η εναρμόνιση επιβάλλει μείωση των συντελεστών ΦΠΑ δεν υπάρχει, ωστόσο, αυτή η δυνατότητα 7 τα κράτη αυτά θα χρειαστεί να αυξήσουν άλλους φόρους, για να αναπληρώσουν τα απωλεσθέντα έσοδα.»

Αιτιολογία

Το υπάρχον κείμενο δεν είναι ισόρροπο, από την άποψη ότι δεν λαμβάνει υπόψη και τα προβλήματα των κρατών μελών που πρέπει να μειώσουν τους συντελεστές ΦΠΑ σε ορισμένες περιπτώσεις.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

Ψήφοι υπέρ: 40, ψήφοι κατά: 87, αποχές: 16.

Σημείο 5.2.3

Να διαγραφούν το σημείο 5.2.3 καθώς και το Παράρτημα 2.

Αιτιολογία

Η υποβολή των τροπολογιών επί της γνωμοδότησης καθυστέρησε πολύ αφού η Διακυβερνητική Διάσκεψη έχει λήξει. Επομένως, τώρα είναι άσκοπη η υποβολή πρότασης με τροπολογίες επί της γνωμοδότησης.

Αυτό το σημείο και το αντίστοιχο παράρτημα προεκτείνουν την εμβέλεια της γνωμοδότησης πέρα από την εμβέλεια των εξεταζόμενων εγγράφων. Το παράρτημα θέτει ζητήματα ευρύτερης εμβέλειας, τα οποία χρήζουν πιο προσεκτικής εξέτασης.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

Ψήφοι υπέρ: 50, ψήφοι κατά: 59, αποχές: 22.