51995IR0370

Γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών για το «Συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών» CdR 370/95

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 126 της 29/04/1996 σ. 0008


Γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών για το «Συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών»

(96/C 126/02)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ εκτιμώντας ότι η οδηγία 92/50/ΕΟΚ για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (εφεξής οδηγία για τις υπηρεσίες) τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1993, και από τότε ρυθμίζει τον τομέα των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών στα κράτη μέλη της ΕΕ και στις χώρες που έχουν υπογράψει τη σύμβαση ΕΟΧ, δηλαδή, τη Νορβηγία, την Ισλανδία και το Λιχτενστάϊν,

εκτιμώντας ότι ο στόχος της οδηγίας για τις υπηρεσίες ήταν να συμβάλει στην ελεύθερωση των δημοσίων συμβάσεων, πράγμα που εντάσσεται στην πορεία της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ,

εκτιμώντας ότι παρόμοιες οδηγίες έχουν ήδη θεσπισθεί για τις συμβάσεις κρατικών προμηθειών και συμβάσεις δημοσίων έργων, οδηγίες που τέθηκαν σε ισχύ πριν από την οδηγία για τις υπηρεσίες. Οι δημόσιες συμβάσεις αποτελούν περίπου το 15 % (530 δισ. Ecu) του ΑΕΠ της Κοινότητας (εκτός της Φινλανδίας, της Σουηδίας και της Αυστρίας) ένα μεγάλο μέρος του οποίου αντιπροσωπεύουν οι υπηρεσίες,

εκτιμώντας ότι μία σημαντική εξαίρεση από το γενικό κανόνα αποτελούν οι αρχές και οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας που ανήκουν στον τομέα παροχής ύδατος, ενέργειας, μεταφορών και τηλεπικοινωνιών και ότι οι τομείς αυτοί εμπίπτουν σε μία ειδική οδηγία,

εκτιμώντας ότι η οδηγία για τις υπηρεσίες τις διακρίνει στις κατηγορίες Α και Β, αλλά ότι μόνο οι υπηρεσίες της κατηγορίας Α υπάγονται σε όλους τους κανόνες της οδηγίας. Όσον αφορά τις υπηρεσίες που υπάγονται στην κατηγορία Β, οι δημόσιες αρχές οφείλουν να ακολουθούν μόνο ορισμένους κανόνες για τη σύνταξη ανακοίνωσης για δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

εκτιμώντας ότι στην κατηγορία Α περιλαμβάνονται οι συμβάσεις παροχής, μεταξύ άλλων, υπηρεσιών πληροφορικής, λογιστικής, χερσαίων μεταφορών, χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ασφαλίσεις, τραπεζικές και επενδυτικές υπηρεσίες), υπηρεσίες καθαρισμού, και διάθεσης απορριμάτων. Στην κατηγορία Β περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι νομικές υπηρεσίες, οι ξενοδοχειακές και οι υπηρεσίες εστίασης, οι υπηρεσίες βοηθητικών μεταφορών και μεταφορών υποστήριξης, οι υπηρεσίες πρόσληψης προσωπικού, οι υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας, οι πολιτιστικές δραστηριότητες, καθώς και άλλες υπηρεσίες,

εκτιμώντας ότι οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών των οποίων το υπολογιζόμενο ύψος, εκτός ΦΠΑ, είναι ίσο ή μεγαλύτερο των 200 000 Ecu (κατώτερο όριο),

εκτιμώντας ότι στην οδηγία αναφέρεται ότι η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει τον τρόπο της εφαρμογής της πριν από την 1η Ιουλίου 1996,

κατά τη σύνοδο ολομέλειας της 15ης και 16ης Νοεμβρίου 1995 (συνεδρίαση της 15ης Νοεμβρίου 1995) υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση.

Εισαγωγή

Στόχος της γνωμοδότησης της ΕΤΠ είναι να τοποθετηθεί το θέμα σε τοπική και περιφερειακή προοπτική, ώστε μετά την αναθεώρηση της οδηγίας για τις υπηρεσίες, η τελευταία να ισχύει, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και για τις ΟΤΑ και τις περιφέρειες, ως προς τη δημιουργία της ενιαίας αγοράς. Συνεπώς, κανόνας επιβάλλεται να είναι η διαφάνεια και η αποτελεσματικότητα.

Η ΕΤΠ θεωρεί ότι η αξιολόγηση της κοινοτικής νομοθεσίας σε σχέση με την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων δεν επιτρέπεται να περιορισθεί στην οδηγία περί υπηρεσιών, αλλά ότι και παρεπόμενες οδηγίες διαδικαστικού χαρακτήρα, οδηγία «Επάγγελμα και μειονέκτημα», πρέπει να επανεξετασθούν από την πλευρά των επιπτώσεών τους σε τοπική και περιφερειακή κλίμακα.

Γενικές παρατηρήσεις

1. Πριν επιχειρηθεί η ανάλυση των ποικίλων προβλημάτων της οδηγίας για τις υπηρεσίες, επιβάλλεται προπαντός να εξετασθεί κατά πόσο η οδηγία συμβάλλει στην προαγωγή της ενιαίας αγοράς. Η ΕΤΠ θεωρεί ότι, όπως φαίνεται, για πολλές υπηρεσίες το πρόβλημα είναι ότι, είτε λόγω συνθηκών που αφορούν τη διοικητική μέριμνα, είτε λόγω πολιτιστικών και γλωσσικών διαφορών οι υπηρεσίες αυτές δεν μπορούν λογικώς να παρασχεθούν από επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών (εκτός μέσω συγχώνευσης ή εξαγοράς ή μέσω σύστασης θυγατρικών επιχειρήσεων ή παραρτημάτων στα διάφορα κράτη μέλη, πράγμα που δεν είναι πράγματι νοητό με βάση την ιδέα της δημιουργίας της ενιαίας αγοράς).

2. Καθοριστικός παράγοντας είναι μια ανάλυση κόστους-κερδών. Επιτρέπεται να αναμένεται ότι η παρούσα οδηγία για τις υπηρεσίες δεν θα έχει παρά μόνο μια περιθωριακή επίδραση για την ενιαία αγορά. Οι εμπειρίες μέχρι σήμερα προδιαθέτουν οπωσδήποτε προς μια παρόμοια εξέλιξη. Μια παρόμοια περιθωριακή επίδραση δεν μπορεί να καλύψει το κόστος που προκαλεί η εφαρμογή της οδηγίας.

3. Σύμφωνα με το άρθρο 43 της οδηγίας, η Επιτροπή θα εξετάσει, ιδιαίτερα, αν η πράξη δύναται να προσαρμοσθεί πλήρως στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων για τις αποκαλούμενες υπηρεσίες της κατηγορίας Β και ποιες είναι οι συνέπειες από τις υπηρεσίες που παρέχονται για ίδιο λογαριασμό (Σημ. της μετάφρασης: δηλαδή χωρίς να γίνεται προσφυγή σε τρίτους προμηθευτές) για τη γνήσια απελευθέρωση της αγοράς.

Σημείο εκκίνησης είναι σχετικά το γεγονός ότι υπηρεσίες που ένας ΟΤΑ ή μια περιφέρεια μπορεί να εκτελέσει με ίδιους μηχανισμούς/εσωτερικές δομές σε σχέση με την ίδια την οργάνωσή της πρέπει να παραμένουν πάντοτε εκτός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας. Οπωσδήποτε το θέμα αν μια δημόσια αρχή θα εκτελέσει η ίδια ή μέσω τρίτων ορισμένες υπηρεσίες αποτελεί ζήτημα εσωτερικής οργάνωσης, πολιτικών σκέψεων και γενικότερης πολιτικής.

Επιτρέπεται πάντως μια εξαίρεση όταν μια αρχή επιτρέπει την εκτέλεση μιας υπηρεσίας μέσω μιας επιχείρησης που της ανήκει και στον τομέα της ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων πρέπει να ισχύει η αποκαλούμενη αρχή της οικονομικής ενότητας.

4. Ειδική προσοχή επιβάλλεται να δοθεί στην ιδιωτικοποίηση των δημόσιων συμβάσεων (παροχής) υπηρεσιών. Η προσαρμογή στην οδηγία περί παροχής υπηρεσιών δεν επιτρέπεται να παραβλάψει αυτή την πορεία. Αν ορισμένος δημόσιος τομέας ιδιωτικοποιείται, ο οργανισμός που θα εκτελέσει το έργο αυτό δεν προορίζεται κατά κανόνα να λειτουργήσει ως αυτόνομη, ανταγωνιστική επιχείρηση. Συνεπώς, στην πράξη είναι απαραίτητη μια μεταβατική περίοδος επτά περίπου ετών. Η υιοθέτηση μιας διάταξης περί μη υπαγωγής στην οδηγία παρόμοιων υπηρεσιών θα μπορούσε να ενισχύσει αυτή την εξέλιξη προς αυτονόμηση/ιδιωτικοποίηση, πράγμα που είναι πλέον επιθυμητό από πολλούς.

5. Η Επιτροπή αναμένει ότι η αναθεώρηση του 1996 θα περιλαμβάνει μόνο μερικές αλλαγές ελάσσονος σημασίας ώστε η οδηγία να προσαρμοσθεί στη συμφωνία GATT που θα αρχίσει να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1996. Η ΕΤΠ πιστεύει ότι ενόψει του γεγονότος αυτού, είναι ευκταία μια εντονότερη (ευρύτερη) εκτίμηση.

6. Ένα σημαντικό στοιχείο κατά την εφαρμογή της οδηγίας είναι το ελάχιστο ποσό πέραν του οποίου δημόσιες προσφορές πρέπει να πραγματοποιούνται.

Το σημερινό μικρό ποσό υποχρεώνει σε κατακύρωση συμβάσεων υπηρεσιών που δεν έχουν ενδιαφέρον για την αγορά. Η κατάσταση είναι τέτοια ώστε πολύ περιορισμένες κατακυρώσεις παροχής υπηρεσιών σχετίζονται με την οδηγία, κανονικά βεβαίως, λόγω του χαμηλού ελάχιστου ποσού. Βέβαια εκεί όπου τα διάφορα έτη ενός πολυετούς συμβολαίου προστίθενται το ένα στο άλλο ή τα ποσά των συνεργαζομένων προμηθευτών υπολογίζονται στο σύνολο, το διοικητικό βάρος παρόμοιων προσφορών είναι πολύ υψηλό σε σχέση με το όφελος που προσδοκάται.

7. Η Επιτροπή δεν αξιολόγησε ακόμη την οδηγία επειδή μεγάλος αριθμός κρατών μελών (περίπου το ήμισυ) δεν έχουν ακόμη εντάξει την οδηγία στη νομοθεσία τους. Η Επιτροπή θα προτείνει νέους κανόνες μόλις αυτό συμβεί. Η ΕΤΠ πιστεύει ότι δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο για την αξιολόγηση. Οπωσδήποτε η οδηγία έχει άμεση εφαρμογή.

Επιπλέον, το γεγονός ότι αριθμός κρατών δεν έχει εντάξει την οδηγία στη νομοθεσία του μπορεί να αποτελεί αντικείμενο της αξιολόγησης

Εμπειρίες των τοπικών και περιφερειακών αρχών

Η εσωτερική αγορά και η οδηγία για τις υπηρεσίες 8. Η παρούσα οδηγία είχε επιπτώσεις στις χώρες στις οποίες ισχύει, όσον αφορά την προσφορά παροχής υπηρεσιών εκ μέρους των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης.

Παρά τα αναφερόμενα στο σημείο 12, δεν φάνηκε να δημιουργούνται προβλήματα στα περισσότερα κράτη μέλη από τη διάκριση στην οποία προβαίνει η οδηγία, μεταξύ υπηρεσιών που υπάγονται σε αυτήν και υπηρεσιών που εξαιρούνται από αυτήν, όπως επίσης λειτούργησαν ικανοποιητικά, σε γενικές γραμμές, και οι διατάξεις της οδηγίας σχετικά με τη διαδικασία και τις δημοσιεύσεις, μολονότι είναι κάπως γραφειοκρατικές.

9. Η απαίτηση των δημόσιων αρχών για την εκπλήρωση των όρων της περιγραφής, οι οποίοι δεν μπορούν να τροποποιηθούν στη διαδικασία της προσφοράς, ήταν δύσκολο να αντιμετωπισθεί, διότι άλλοτε αποτελούσε παράδοση η στενή συνεργασία με τον προμηθευτή πριν από τη σύναψη της σύμβασης. Λόγω του θεσπισμένου τύπου προσφοράς και της έλλειψης επαρκών προτύπων (περιγραφές και απαιτούμενες ιδιότητες των προϊόντων) παρεμποδίζεται μια θετική συσχέτιση μεταξύ του ενδεχόμενου προσφέροντος και του ενδεχόμενου αναθέτοντος για την καλύτερη δυνατή διατύπωση της σύμβασης (ζητούμενη υπηρεσία).

Ιδιαίτερα για το έργο της παροχής υπηρεσιών όπου πραγματοποιούνται ταχείες αλλαγές, όπως υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται για τις τεχνολογίες της πληροφορικής, οι κανόνες περί προτύπων δημιουργούν προβλήματα και η θέσπιση σαφών ποιοτικών προϋποθέσεων είναι σε πολλούς τομείς παροχής υπηρεσιών προβληματική, ιδίως αν πρόκειται για άυλες υπηρεσίες και για την ανάθεση συμβάσεων στον τομέα της περίθαλψης.

10. Η οδηγία έχει, χωρίς αμφιβολία, συμβάλει στην ένταση του ανταγωνισμού σε εθνικό επίπεδο και κατέστησε την αγορά περισσότερο διαφανή για τις υπηρεσίες προς τις δημόσιες αρχές. Ενίσχυση του ανταγωνισμού στην εθνική αγορά δεν αποτελεί όμως πρωταρχική αρμοδιότητα της Ένωσης.

Ανομοιογενής εφαρμογή και ερμηνεία

11. Με βάση επίσης την εκ μέρους των δημόσιων αρχών αντιμετώπιση ομοίων υποθέσεων μπορεί να διαπιστωθεί ότι σε τομείς, όπως π.χ., οι εταιρείες που ανήκουν από κοινού στις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, η αρμοδιότητα, κ.λπ., υπάρχει μεγάλη διαφορά σχετικά με τη διοικητική πρακτική στην Κοινότητα.

Το θέμα αν η κατάσταση αυτή δημιουργεί διαφορετικούς όρους ανταγωνισμού για την οικονομική ζωή των χωρών πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συγκριτικής έρευνας.

12. Πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια για να διατυπωθεί με τρόπο σαφέστερο, από ό,τι μέχρι τώρα, ποιες υπηρεσίες εμπίπτουν και ποιες όχι στην οδηγία. Ένα μέρος των προβλημάτων αφορά το γεγονός ότι η ονομασία μιας υπηρεσίας στο Παράρτημα 1α της οδηγίας είναι πολύ ευρύτερη από ό,τι η περιγραφή αυτών των κατηγοριών υπηρεσιών σύμφωνα με την ταξινόμηση CPC που μνημονεύεται μετά την υπηρεσία. Κατά τη γνώμη της ΕΤΠ η ταξινόμηση CPC, που μνημονεύεται μετά την περιγραφή μιας υπηρεσίας στο παράρτημα 1α, πρέπει να είναι προσδιοριστική για το περιεχόμενο της υπηρεσίας αυτής. Διαφορετικά η μνεία της ταξινόμησης CPC στο παράρτημα 1α δεν έχει κανένα σκοπό, ενώ η περίπτωση όπου μια και η αυτή δραστηριότητα, όπως π.χ. η βαφή μπορεί να είναι τόσο «έργο» όσο και «υπηρεσία» είναι εντελώς ανεπιθύμητη. Τούτο, χωρίς αμφιβολία, δεν είναι η πρόθεση του νομοθέτη.

Η χρήση της ονοματολογίας CPC δημιουργεί δυσκολίες που χρειάζεται να επιλυθούν. Κατ'αρχάς η ονοματολογία υπάρχει μόνο στα αγγλικά και, συνεπώς, η οριοθέτηση είναι, για λόγους περιεχομένου, πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί.

Η χρήση της ονοματολογίας, μέσω της οποίας επιδιώκεται μια τόσο πλήρης, όσο δυνατό, περιγραφή και καταγραφή όλων των ενδεχόμενων υπηρεσιών για στατιστικούς σκοπούς, συνεπάγεται ότι η οδηγία θα διευρύνεται απεριόριστα με στοιχεία που πρέπει να προσκομίζονται κατά τη δημοσίευση.

Κατά τον προσδιορισμό των κατηγοριών υπηρεσιών σε κάθε καταγραφή τους υιοθετείται η ονομασία «άλλες υπηρεσίες». Συνεπώς, μια ορθή οριοθέτηση των ειδών υπηρεσιών είναι αδύνατη.

13. Η οδηγία εγείρει ερωτήματα, ενώ αφήνει χωρίς απάντηση τί πρέπει να νοηθεί με τη φράση «κατανομή (διαίρεση) σε τμήματα μιας υπηρεσίας». Πρέπει μια αναθέτουσα δημόσια αρχή, π.χ., να συνυπολογίσει όλες τις μισθούμενες υπηρεσίες υπολογιστών ή να προσθέσει τις αυτοτελείς παρεχόμενες υπηρεσίες και να προβεί στην κατακύρωση αυτού του συνόλου.

Αυτό θα δημιουργήσει οργανωτικά, νομικά και προβλήματα περιεχομένου που δεν θα μπορούν να επιλυθούν. Ανάθεση κατά σχέδιο και κατά οργανωτικό μέρος είναι δυνατή. Κατά την αξιολόγηση της οδηγίας τούτο πρέπει να αναλυθεί περαιτέρω.

Περιορισμένος αριθμός διασυνοριακών συμβάσεων

14. Με βάση την αποκτηθείσα πείρα από την εφαρμογή της οδηγίας για τις υπηρεσίες φαίνεται ότι έχουν συναφθεί ελάχιστες διεθνείς συμβάσεις και ότι είναι πολύ περιορισμένη η επιρροή της οδηγίας στις διασυνοριακές συναλλαγές. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την έρευνα αυτή, μπορεί να διαπιστωθεί ότι η εν λόγω οδηγία δεν είχε ιδιαίτερες επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά. Τούτο έχει ήδη παρατηρηθεί. Παρόλα αυτά η έρευνα μπορεί να είναι παραπλανητική στην περίπτωση που, εξαιτίας προκήρυξης για την υποβολή προσφορών, ξένες επιχειρήσεις εγκαθιστούν παράρτημα ή ιδρύουν θυγατρική στο σχετικό κράτος μέλος.

Πολύ χαμηλά κατώτερα όρια

15. Η ΕΤΠ θεωρεί ότι οι απαιτούμενες διαδικασίες και λεπτομερείς προδιαγραφές για μικρές προσφορές αξίας γύρω στο σημερινό κατώτερο όριο των 200 000 Ecu συνεπάγονται μεγάλη ποσότητα διοικητικής εργασίας. Θα έπρεπε να εξετασθεί σε ποιο βαθμό για προσφορές, που κατατίθενται σύμφωνα με τους κανόνες, ενδεχόμενες οικονομίες αντιπαραβάλλονται στις δαπάνες σύναψης της σύμβασης. Ακόμη πρέπει να εξετασθεί το θέμα αν η ύψωση του κατώτερου ορίου θα εξασφαλίσει διασυνοριακά συμφέροντα. Επειδή, ακόμη, φαίνεται ότι αυτές οι μικρές προσφορές είναι ελάχιστα ελκυστικές για εξωτερικούς προμηθευτές, πρέπει να εξετασθεί μήπως επιβάλλεται η ανύψωση των κατώτερων ορίων σε ένα επίπεδο, όπου να αξιοποιούνται τα πλεονεκτήματα της εσωτερικής αγοράς, ενώ οι τοπικές και περιφερειακές αρχές της Ένωσης δεν θα επιβαρύνονται με περιττές διοικητικές δαπάνες.

Ενδεχόμενες συνέπειες για τις μικρές επιχειρήσεις

16. Τα χαμηλά κατώτερα όρια μπορούν να έχουν ορισμένες συνέπειες στην οικονομική ζωή. Τα σημερινά πολύ χαμηλά κατώτερα όρια εξεταζόμενα από οικονομική σκοπιά παρουσιάζουν μόνο τυπικά μεγαλύτερη ελευθερία των συναλλαγών και αύξηση του ανταγωνισμού. Υπάρχει φόβος ότι πολλές μικρές επιχειρήσεις θα χάσουν εργασίες και θα επιβαρυνθούν με μία αυξημένη και αντιπαραγωγική γραφειοκρατία, αφού οι επιχειρήσεις υποχρεώνονται να υποβάλουν προσφορές για πολύ περισσότερες εργασίες ώστε να διατηρήσουν τον ίδιο αριθμό παραγγελιών. Η εξέλιξη αυτή βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί τα τελευταία χρόνια από την ΕΕ για να ενισχυθούν ιδίως οι μικρές και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Κοινότητας. Η καθιέρωση υψηλότερων ελάχιστων ορίων θα καταστήσει τη διαδικασία πιο σαφή και ως εκ τούτου πιο ελκυστικό για τις επιχειρήσεις να συμμετέχουν σε προσκλήσεις για υποβολή των προσφορών.

Η ΕΤΠ προτείνει όπως τα εξής σημεία εξετασθούν κατά την αξιολόγηση:

17. Χρειάζεται να εξετασθεί κατά πόσον η πλήρης εφαρμογή της οδηγίας για τις υπηρεσίες και τις επενδύσεις μπορεί να έχει έντονες σχέσεις με αυτές στη σφαίρα της αύξησης της απασχόλησης. Η δυνατότητα από αυτήν την άποψη της ενίσχυσης της απασχόλησης μέσω μέτρων που την υποστηρίζουν και την εντείνουν πρέπει να διασφαλισθεί, χωρίς να παρεμποδισθεί η περαιτέρω υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς.

18. Στην οδηγία χρειάζεται να δοθεί ειδική προσοχή στην πολιτική ιδιωτικοποιήσεων. Δεν πρέπει να παρακωλύσει την ιδιωτικοποίηση ή αυτονόμηση.

19. Μια πλήρης δημόσια διαδικασία δημιουργεί για ορισμένους τύπους υπηρεσιών (έρευνα υψηλής βαθμίδας και παροχή συμβουλών) πολλά προβλήματα, διότι οι δαπάνες της προσφοράς δεν αντισταθμίζονται από το ενδεχόμενο μιας κατακύρωσης λόγω του μεγάλου αριθμού συμμετεχόντων. Τούτο σημαίνει τελικά ότι εκείνοι που παρέχουν υπηρεσίες υψηλής ποιότητας αποσύρονται και έτσι υπάρχει απώλεια ποιότητας.

20. Χρειάζεται να επανεξετασθεί το θέμα σχετικά με την προθεσμία που παρέχεται για τη διάρκεια των συμβάσεων κατά τον καθορισμό της αξίας της σύμβασης. Η προθεσμία πρέπει να καθιερώνει μια ορθή σχέση μεταξύ των δαπανών για τη συναλλαγή και (ενδεχομένων) οικονομικών και, κατά προτίμηση, πρέπει να ανέρχεται σε 12 μήνες.

Σημεία προς συζήτηση

21. αύξηση των κατώτερων ορίων, ούτως ώστε να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ των εξόδων και της αξίας τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τις δημόσιες αρχές 7 22. αν δεν αποφασισθεί η προσαρμογή του κατώτατου ορίου πρέπει να εξετασθούν οι πιθανότητες για την καθιέρωση μιας συνεργασίας μεταξύ αναθέτουσας αρχής και ενδεχόμενων παρόχων υπηρεσιών κατά την πορεία της ανάθεσης 7

23. απαιτείται έρευνα για τα πλεονεκτήματα και για τον τρόπο με τον οποίο η συνεργασία δημόσιου/ιδιωτικού τομέα μπορεί να διαμορφωθεί με βάση την οδηγία για τις υπηρεσίες 7 24. πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια για την απλούστευση των οδηγιών και τη βελτίωση της πληροφόρησης και της ενημέρωσης κατά την εφαρμογή των περίπλοκων κανόνων που ισχύουν σήμερα, τη διεύρυνση της δυνατότητας ανοίγματος της οδηγίας για προσφερόμενες υπηρεσίες και για παρέχοντες υπηρεσίες μέσω της κατάλληλης ενημέρωσης των αρχών και (κατηγοριών) παρεχόντων υπηρεσίες.

Οι απλουστεύσεις πρέπει να καταλήγουν στη δημιουργία δυνατοτήτων για αποκεντρωμένες αναθέσεις δημοσίων συμβάσεων και σε περισσότερες δυνατότητες για την εφαρμογή μιας απλουστευμένης μορφής κατακύρωσης 7

25. πρέπει να αξιολογηθεί η χρησιμότητα των κανόνων για τις ενδεικτικές προκηρύξεις της αναθέτουσας αρχής με στόχο την πιθανή κατάργησή τους 7 26. πρέπει να ερευνηθούν οι δυνατότητες για την απλούστευση της στατιστικής ταξινόμησης προϊόντων (CPΑ) 7

27. σχετικά με τις επιπτώσεις της οδηγίας για τις υπηρεσίες στα διάφορα κράτη μέλη πρέπει να συμπεριληφθεί και η Επιτροπή των Περιφερειών, ούτως ώστε να διασφαλισθεί ότι θα αξιολογηθούν οι, σε τοπικό και περιφερειακό, επίπεδο επιπτώσεις, και να καταστεί σαφές ποιες περαιτέρω αλλαγές θα χρειασθούν 7

28. πρέπει να διασαφηνισθεί ότι οι προμήθειες των τοπικών και περιφερειακών αρχών από εταιρείες που έχουν ιδρυθεί από κοινότητες/περιφέρειες δεν περιλαμβάνονται στην οδηγία, αλλά συνεχίζουν να θεωρούνται ως δική τους παραγωγή: και η οργανωτική συνεργασία μεταξύ τοπικών και περιφερειακών αρχών επιβάλλεται να παραμείνει εκτός της οδηγίας 7

29. πρέπει να εξετασθεί μήπως μία εθελοντική βάση δεδομένων, ευρωπαϊκής κλίμακας, για τις προμήθειες που βρίσκονται κάτω από τα ελάχιστα όρια, αποτελεί χρήσιμο συμπληρωματικό βοήθημα στη σημερινή διαδικασία προσφορών της ΕΕ, ιδιαίτερα σε περίπτωση που αυξηθούν τα κατώτερα όρια, αφού συμπληρωθεί με δεδομένα για ενδεχόμενους πάροχους υπηρεσιών (οδηγοί επιχειρήσεων), ώστε ζήτηση και προσφορά να σταθμίζονται χωρίς τυπικές διαδικασίες κατακύρωσης 7 30. πρέπει να εκπονηθούν κατευθυντήριες γραμμές με τις οποίες να επιτυγχάνεται η πλήρης εκμετάλλευση των δυνατοτήτων της τεχνολογίας της πληροφορικής όσον αφορά τις διαδικασίες και την υποβολή των προσφορών με ηλεκτρονικά μέσα 7 31. σε πολλές υπηρεσίες η εμπιστοσύνη του αναθέτοντος στην αξιοπιστία του προσώπου του αναλαμβάνοντος την παροχή αποτελεί σοβαρό στοιχείο για την κατακύρωση. Ιδιαίτερα όταν ο τελευταίος παρέχει υπηρεσίες χρηματοπιστωτικού ή νομικού χαρακτήρα. Παρόμοιες υπηρεσίες δεν φαίνεται να είναι επιδεκτικές κατακύρωσης βάσει της χαμηλότερης προσφοράς. Κατά την επανεξέταση της οδηγίας έχει, συνεπώς, σημασία να αναζητηθεί εκ νέου εάν είναι, ενδεχομένως, δυνατό να διαγραφούν ορισμένες υπηρεσίες στο παράρτημα 1α. Ουδέποτε οι υπηρεσίες που μνημονεύονται στο παράρτημα 1β θα έπρεπε να μεταφερθούν στο παράρτημα 1α 7 32. κατά την αίτηση πιστώσεων μέσω δημόσιων αναθετουσών αρχών οι διαδικαστικές προθεσμίες της οδηγίας μόλις και μετά βίας δύνανται να εφαρμοσθούν. Για την αίτηση πιστώσεων η αγορά χρειάζεται να μπορεί να αντιδρά με ταχύτητα και ευελιξία. Συνεπώς, επιβάλλεται να εξετασθεί αν οι χρηματοδοτικές υπηρεσίες μπορεί να τηρηθούν εκτός του παραρτήματος 1α της οδηγίας υπηρεσιών.

33. Οι αυστηροί όροι που περιλαμβάνονται στην οδηγία για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών φαίνονται υπερβολικά περιοριστικοί. Για παράδειγμα, ο επείγων χαρακτήρας ενός θέματος αναγνωρίζεται από την Επιτροπή ως λόγος για την έναρξη διαπραγματευτικής διαδικασίας μόνο σε περίπτωση ανάγκης.

Βρυξέλλες, 15 Νοεμβρίου 1995.

Ο Πρόεδρος της Επιτροπής των Περιφερειών

Jacques BLANC