41995A1127(01)

Σύμβαση για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (σύμβαση Europol) δυνάμει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 316 της 27/11/1995 σ. 0002 - 0032


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΣΥΜΒΑΣΗ για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (σύμβαση Europol) δυνάμει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ αυτής της σύμβασης, τα οποία είναι κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΑ στην πράξη του Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 1995,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΕΠΙΓΝΩΣΗ των επειγόντων προβλημάτων που προκαλούν η τρομοκρατία, η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών και οι άλλες βαρείες μορφές της διεθνώς οργανωμένης εγκληματικότητας,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ ότι είναι αναγκαίο να προαχθεί η αλληλεγγύη και η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως με τη βελτίωση της αστυνομικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ ότι αυτή η πρόοδος θα καταστήσει δυνατή τη βελτίωση της προστασίας της δημόσιας τάξης και ασφάλειας,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ ότι στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση της 7ης Φεβρουαρίου 1992 συμφωνήθηκε η δημιουργία Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol),

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 29ης Οκτωβρίου 1993, σύμφωνα με την οποία η Europol θα εγκατασταθεί στις Κάτω Χώρες, με έδρα τη Χάγη,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ τον κοινό σκοπό και δη τη βελτίωση της αστυνομικής συνεργασίας στον τομέα της τρομοκρατίας, της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών και άλλων σοβαρών μορφών της διεθνώς οργανωμένης εγκληματικότητας, με τη διαρκή, ασφαλή και εντατική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Europol και των εθνικών υπηρεσιών των κρατών μελών,

ΘΕΩΡΩΝΤΑΣ ως δεδομένο ότι οι άλλες μορφές διμερούς ή πολυμερούς συνεργασίας δεν θα θιγούν από τις προβλεπόμενες σ' αυτή τη σύμβαση μορφές συνεργασίας,

ΠΕΠΕΙΣΜΕΝΑ ότι και στα πλαίσια της αστυνομικής συνεργασίας πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην προστασία των δικαιωμάτων του ατόμου και δη στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η δραστηριότητα της Europol, δυνάμει της παρούσας σύμβασης, δεν θίγει τις αρμοδιότητες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ότι η Europol και οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν αμοιβαίο συμφέρον να δημιουργήσουν μορφές συνεργασίας, οι οποίες θα καταστήσουν εφικτή την αποτελεσματικότερη εκτέλεση των καθηκόντων τους,

ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ως προς τις κατωτέρω διατάξεις:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σελίδα

ΤΙΤΛΟΣ I ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ .

5

Άρθρο 1 Ίδρυση .

5

Άρθρο 2 Σκοπός .

5

Άρθρο 3 Αρμοδιότητες .

5

Άρθρο 4 Εθνικές υπηρεσίες .

6

Άρθρο 5 Αξιωματικοί σύνδεσμοι .

6

Άρθρο 6 Αυτοματοποιημένες συλλογές πληροφοριών .

7

ΤΙΤΛΟΣ II ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ .

7

Άρθρο 7 Δημιουργία συστήματος πληροφοριών .

7

Άρθρο 8 Περιεχόμενο του συστήματος πληροφοριών .

8

Άρθρο 9 Δικαίωμα πρόσβασης στο σύστημα πληροφοριών .

8

ΤΙΤΛΟΣ III ΑΡΧΕΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΑΝΑΛΥΣΗ .

9

Άρθρο 10 Συλλογή, επεξεργασία και χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα .

9

Άρθρο 11 Ευρετηριακό σύστημα .

10

Άρθρο 12 Κανονισμός για τη σύσταση αρχείων δεδομένων .

11

ΤΙΤΛΟΣ IV ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ .

11

Άρθρο 13 Υποχρέωση ενημέρωσης .

11

Άρθρο 14 Προστασία δεδομένων .

11

Άρθρο 15 Ευθύνη προστασίας των δεδομένων .

12

Άρθρο 16 Σύνταξη εκθέσεων .

12

Άρθρο 17 Ρύθμιση χρήσης .

12

Άρθρο 18 Διαβίβαση δεδομένων προς τρίτα κράτη και αρχές .

12

Άρθρο 19 Δικαίωμα πρόσβασης .

13

Άρθρο 20 Διόρθωση και διαγραφή δεδομένων .

14

Άρθρο 21 Προθεσμίες αποθήκευσης και διαγραφής δεδομένων από τα αρχεία .

15

Άρθρο 22 Διατήρηση και διόρθωση δεδομένων που περιέχονται σε φακέλους .

15

Άρθρο 23 Εθνική εποπτική αρχή .

15

Άρθρο 24 Κοινή εποπτική αρχή .

15

Άρθρο 25 Ασφάλεια δεδομένων .

15

ΤΙΤΛΟΣ V ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ, ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ .

17

Άρθρο 26 Ικανότητα δικαίου .

17

Άρθρο 27 Όργανα της Europol .

17

Άρθρο 28 Διοικητικό συμβούλιο .

17

Άρθρο 29 Διευθυντής .

18

Άρθρο 30 Προσωπικό .

19

Άρθρο 31 Υποχρέωση εχεμύθειας .

19

Άρθρο 32 Υποχρέωση τηρήσεως του απορρήτου και εχεμύθειας .

19

Άρθρο 33 Γλώσσες .

20

Άρθρο 34 Ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου .

20

Άρθρο 35 Προϋπολογισμός .

20

Άρθρο 36 Έλεγχος λογαριασμών .

21

Άρθρο 37 Συμφωνία περί της έδρας .

21

ΤΙΤΛΟΣ VI ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ .

22

Άρθρο 38 Ευθύνη λόγω παράνομης ή λανθασμένης επεξεργασίας δεδομένων .

22

Άρθρο 39 Λοιπή ευθύνη .

22

Άρθρο 40 Ρύθμιση διαφορών και αντιδικών .

22

Άρθρο 41 Προνόμια και ασυλίες .

22

ΤΙΤΛΟΣ VII ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ .

23

Άρθρο 42 Σχέσεις προς τρίτα κράτη και αρχές .

23

Άρθρο 43 Τροποποίηση της σύμβασης .

23

Άρθρο 44 Επιφυλάξεις .

23

Άρθρο 45 Έναρξη ισχύος της σύμβασης .

23

Άρθρο 46 Προσχώρηση νέων κρατών μελών .

24

Άρθρο 47 Θεματοφύλακας .

24

Παράρτημα Παράρτημα που προβλέπεται στο άρθρο 2 .

30

Δηλώσεις .

32

ΤΙΤΛΟΣ I ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ

Άρθρο 1

Ίδρυση

1. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφεξής καλούμενα «κράτη μέλη», ιδρύουν με την παρούσα σύμβαση Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία, καλούμενη εφεξής «Europol».

2. Η Europol συνδέεται σε κάθε κράτος μέλος με μία μόνον εθνική υπηρεσία που θα συσταθεί ή θα ορισθεί σε κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 4.

Άρθρο 2

Σκοπός

1. Η Europol σκοπό έχει, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, δυνάμει του άρθρου Κ.1 σημείο 9 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και βάσει των προβλεπομένων σ' αυτήν τη σύμβαση μέτρων, να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και τη συνεργασία τους κατά την πρόληψη και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών και άλλων σοβαρών μορφών διεθνούς εγκληματικότητας, εφόσον υφίστανται συγκεκριμένες ενδείξεις για την ύπαρξη εγκληματικής δομής ή οργάνωσης και εφόσον οι αναφερθείσες μορφές εγκληματικότητας θίγουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, κατά τρόπον ώστε, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση, τη βαρύτητα και τις επιπτώσεις των αξιοποίνων πράξεων, να επιβάλλεται η κοινή δράση των κρατών μελών.

2. Για τη σταδιακή επίτευξη των σκοπών, των αναφερόμενων στην παράγραφο 1, η Europol θα έχει κατ' αρχάς ως αποστολή την πρόληψη και την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, των πυρηνικών και ραδιενεργών ουσιών, των κυκλωμάτων λαθρομετανάστευσης, της εμπορίας ανθρώπων, του εμπορίου κλαπέντων οχημάτων.

Το αργότερο δύο έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας σύμβασης, η Europol θα ασχοληθεί επίσης με τις διαπραχθείσες ή δυνάμενες να διαπραχθούν αξιόποινες πράξεις στα πλαίσια τρομοκρατικών δραστηριοτήτων που θίγουν τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα και την ελευθερία των προσώπων, καθώς και την περιουσία. Το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, ομόφωνα, και σύμφωνα με τη διαδικασία του τίτλου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι θα αναθέσει στην Europol την αντιμετώπιση αυτών των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων πριν από τη λήξη της προθεσμίας.

Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, σύμφωνα με τη διαδικασία του τίτλου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, δύναται να αναθέσει στην Europol αρμοδιότητες για άλλες μορφές εγκληματικότητας που αναφέρονται στο παράρτημα της παρούσας σύμβασης ή για ειδικές πτυχές αυτών των μορφών εγκληματικότητας. Πριν να αποφανθεί το Συμβούλιο, αναθέτει στο διοικητικό συμβούλιο να προετοιμάσει την απόφασή του και να εκθέσει, κυρίως, τις σχετικές επιπτώσεις επί του προϋπολογισμού της Europol καθώς και επί του προσωπικού της.

3. Η αρμοδιότητα της Europol για ορισμένη μορφή εγκληματικότητας ή για τις συγκεκριμένες εκφάνσεις μιας μορφής εγκληματοκότητας περιλαμβάνει συγχρόνως:

1. τη νομιμοποίηση χρημάτων σχετιζομένων με αυτές τις μορφές εγκληματικότητας ή με τις συγκεκριμένες εκφάνσεις τους,

2. τις συναφείς προς αυτές αξιόποινες πράξεις.

Θεωρούνται συναφείς και λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που διευκρινίζονται στα άρθρα 8 και 10:

- οι αξιόποινες πράξεις με σκοπό την απόκτηση των μέσων για την τέλεση των πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας της Europol,

- οι αξιόποινες πράξεις με σκοπό τη διευκόλυνση ή την ολοκλήρωση της εκτέλεσης των πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας της Europol,

- οι αξιόποινες πράξεις με σκοπό την εξασφάλιση της ατιμωρησίας των πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας της Europol.

4. Αρμόδιες αρχές κατά την έννοια της παρούσας σύμβασης είναι οι υφιστάμενες σε όλα τα κράτη μέλη δημόσιες υπηρεσίες, εφόσον αυτές είναι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αρμόδιες για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας.

5. Ως παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, κατά την έννοια των παραγράφων 1 και 2, νοούνται οι αξιόποινες πράξεις, οι οποίες απαριθμούνται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της παράνομης εμπορίας ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, της 20ής Δεκεμβρίου 1988, και στις διατάξεις που τροποποιούν ή αντικαθιστούν αυτή τη σύμβαση.

Άρθρο 3

Αρμοδιότητες

1. Στα πλαίσια του σκοπού που ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 η Europol ασκεί κατά προτεραιότητα τα ακόλουθα καθήκοντα:

1. διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών,

2. συλλέγει, συνθέτει και αναλύει στοιχεία και πληροφορίες,

3. μέσω των εθνικών υπηρεσιών που ορίζονται στο άρθρο 4, ανακοινώνει αμελλητί στις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών τις πληροφορίες που τις αφορούν και τις ενδεχόμενες ενδείξεις συνάφειας μεταξύ αξιοποίνων πράξεων,

4. διευκολύνει τη διεξαγωγή ερευνών στα κράτη μέλη, διαβιβάζοντας στις εθνικές υπηρεσίες όλες τις ενδεδειγμένες προς τούτο πληροφορίες,

5. τηρεί αυτοματοποιημένες συλλογές πληροφοριών που περιέχουν δεδομένα, σύμφωνα με τα άρθρα 8, 10 και 11.

2. Προκειμένου να βελτιωθεί, μέσω των εθνικών υπηρεσιών, η συνεργασία και η αποτελεσματικότητα των αρμόδιων εθνικών αρχών των κρατών μελών στα πλαίσια του σκοπού της σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1, η Europol ασκεί περαιτέρω τα ακόλουθα καθήκοντα:

1. εμβαθύνει τις ειδικές γνώσεις που χρησιμοποιούν κατά τις έρευνές τους οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και προσφέρει συμβουλές στις έρευνες αυτές,

2. διαβιβάζει στρατηγικές πληροφορίες, προκειμένου να διευκολύνει και να προωθήσει την αποτελεσματική και ορθολογική χρήση των διαθέσιμων σε εθνικό επίπεδο πόρων κατά τις επιχειρησιακές δραστηριότητες,

3. καταρτίζει γενικές εκθέσεις για την πρόοδο των εργασιών.

3. Περαιτέρω, η Europol δύναται, στα πλαίσια του σκοπού που ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 και ανάλογα με το δυναμικό προσωπικού, τις δημοσιονομικές της δυνατότητες καθώς και τα όρια που θέτει το διοικητικό συμβούλιο, να επικουρεί τα κράτη μέλη δίδοντας συμβουλές και διεξάγοντας έρευνες, στους τομείς:

1. εκπαίδευσης των μελών των αρμόδιων υπηρεσιών,

2. οργάνωσης και εξοπλισμού των εν λόγω υπηρεσιών,

3. μεθόδων πρόληψης της εγκληματικότητας,

4. των εγκληματολογικών, τεχνικών, επιστημονικών καθώς και ανακριτικών μεθόδων.

Άρθρο 4

Εθνικές υπηρεσίες

1. Κάθε κράτος μέλος συνιστά ή ορίζει μια εθνική υπηρεσία στην οποία ανατίθεται η άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

2. Η εθνική υπηρεσία αποτελεί τη μοναδική υπηρεσία-σύνδεσμο μεταξύ της Europol και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών. Οι σχέσεις μεταξύ της εθνικής υπηρεσίας και των αρμοδίων αρχών διέπονται από το εκάστοτε εθνικό δίκαιο, και κυρίως από τους συνταγματικούς του κανόνες.

3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την άσκηση των καθηκόντων της εθνικής υπηρεσίας, και ιδίως την πρόσβαση αυτής της υπηρεσίας στα κατάλληλα εθνικά δεδομένα.

4. Καθήκον των εθνικών υπηρεσιών είναι:

1. να παρέχουν στην Europol, με δική τους πρωτοβουλία, τα στοιχεία και τις πληροφορίες που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων της,

2. να απαντούν στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, στοιχείων και συμβουλών της Europol,

3. να τηρούν ενημερωμένα στοιχεία και πληροφορίες,

4. να αξιοποιούν και να διανέμουν τα στοιχεία και τις πληροφορίες προς τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο,

5. να ζητούν από την Europol συμβουλές, στοιχεία, πληροφορίες και αναλύσεις,

6. να διαβιβάζουν πληροφορίες στην Europol προκειμένου αυτές να αποθηκευθούν στις αυτοματοποιημένες συλλογές πληροφοριών,

7. να μεριμνούν ώστε η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Europol και των ιδίων να γίνεται συννόμως.

5. Υπό την επιφύλαξη της άσκησης των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών, όπως ορίζονται στο άρθρο Κ.2 παράγραφος 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η εθνική υπηρεσία δεν είναι υποχρεωμένη να διαβιβάσει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση τις προβλεπόμενες από την παράγραφο 4 σημεία 1, 2 και 6, καθώς επίσης και από τα άρθρα 8 και 10 πληροφορίες και στοιχεία, εφόσον η διαβίβαση αυτή:

1. θίγει βασικά εθνικά συμφέροντα στον τομέα της ασφάλειας, ή

2. επιβαρύνει την επιτυχή έκβαση μιας διεξαγόμενης έρευνας ή την ασφάλεια ενός προσώπου,

3. αφορά στοιχεία προερχόμενα από τις υπηρεσίες πληροφοριών ή από ειδικές δραστηριότητες παροχής στοιχείων για θέματα κρατικής ασφάλειας.

6. Τα έξοδα των εθνικών υπηρεσιών, από την επικοινωνία με την Europol, βαρύνουν τα κράτη μέλη και, με εξαίρεση τα έξοδα για τη διασύνδεση, δεν βαρύνουν την Europol.

7. Εφόσον είναι αναγκαίο, οι διευθυντές των εθνικών υπηρεσιών συνεδριάζουν προκειμένου να επικουρήσουν την Europol με τις συμβουλές τους.

Άρθρο 5

Αξιωματικοί-σύνδεσμοι

1. Οι εθνικές υπηρεσίες αποστέλλουν τουλάχιστον έναν αξιωματικό-σύνδεσμο στην Europol. Ο αριθμός των αξιωματικών-συνδέσμων, οι οποίοι δύνανται να αποσταλούν στην Europol από κάθε κράτος μέλος, καθορίζεται με ομόφωνη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου 7 αυτή η απόφαση μπορεί να τροποποιηθεί οποτεδήποτε με ομόφωνη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου. Υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων της παρούσας σύμβασης, οι υπάλληλοι αυτοί υπάγονται στο εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους αποστολής.

2. Οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι είναι εντεταλμένοι από τις εθνικές τους υπηρεσίες να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των υπηρεσιών αυτών εντός της Europol, σύμφωνα προς το εθνικό δίκαιο του αποστέλλοντος κράτους μέλους και τηρουμένων των ισχυουσών για τη λειτουργία της Europol διατάξεων.

3. Υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 4, οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι υποβοηθούν, στα πλαίσια των σκοπών που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1, την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών υπηρεσιών που τους απέστειλαν και της Europol κυρίως:

1. διαβιβάζοντας προς την Europol πληροφορίες των εθνικών υπηρεσιών που τους απέστειλαν,

2. διαβιβάζοντας περαιτέρω πληροφορίες της Europol προς τις αποστείλασες εθνικές υπηρεσίες και

3. συνεργαζόμενοι με τους υπαλλήλους της Europol, ενημερώνοντας και δίδοντάς τους συμβουλές κατά την ανάλυση των πληροφοριών που αφορούν το αποστείλαν κράτος μέλος.

4. Συγχρόνως, οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι συμβάλλουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο και στα πλαίσια των στόχων του άρθρου 2 παράγραφος 1, στην ανταλλαγή πληροφοριών, που προέρχονται από τις εθνικές υπηρεσίες και στο συντονισμό των μέτρων που συνεπάγεται κάτι τέτοιο.

5. Εφόσον κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με την παράγραφο 3, οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι δικαιούνται να συμβουλεύονται τα αρχεία, σύμφωνα με τις κατάλληλες διατάξεις που διευκρινίζονται στα οικεία άρθρα.

6. Το άρθρο 25 ισχύει αναλόγως για τη δραστηριότητα των αξιωματικών-συνδέσμων.

7. Υπό την επιφύλαξη άλλων διατάξεων της παρούσας σύμβασης, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των αξιωματικών συνδέσμων έναντι της Europol καθορίζονται ομόφωνα από το διοικητικό συμβούλιο.

8. Οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι απολαύουν των αναγκαίων για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους προνομίων και ασυλιών σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 41.

9. Η Europol θέτει δωρεάν στη διάθεση των κρατών μελών, για τη δραστηριότητα των εκάστοτε αξιωματικών-συνδέσμων, τους αναγκαίους χώρους στο κτίριο της Europol. Όλα τα περαιτέρω έξοδα της αποστολής των αξιωματικών-συνδέσμων βαρύνουν τα αποστέλλοντα κράτη μέλη. Το αυτό ισχύει και για τα έξοδα εξοπλισμού των αξιωματικών-συνδέσμων, εφόσον το διοικητικό συμβούλιο δεν συστήσει ομόφωνα παρέκκλιση, ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση, στα πλαίσια της κατάρτισης του προϋπολογισμού της Europol.

Άρθρο 6

Αυτοματοποιημένες συλλογές πληροφοριών

1. Η Europol τηρεί αυτοματοποιημένες συλλογές πληροφοριών, οι οποίες αποτελούνται από τα ακόλουθα στοιχεία:

1. το προβλεπόμενο στο άρθρο 7 σύστημα πληροφοριών, το οποίο έχει περιορισμένο και ακριβώς καθορισμένο περιεχόμενο, από το οποίο καταδεικνύονται αμέσως οι υπάρχουσες στα κράτη μέλη και στην Europol πληροφορίες,

2. τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10 αρχεία δεδομένων εργασίας, κυμαίνουσας διάρκειας, τα οποία δημιουργούνται προκειμένου να υποστούν ανάλυση και περιέχουν λεπτομερείς πληροφορίες και

3. το ευρετηριακό σύστημα, το οποίο περιλαμβάνει αποκλειστικά και μόνον λήμματα από τα προς ανάλυση αρχεία δεδομένων, που προβλέπονται στην παράγραφο 2 και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του άρθρου 11.

2. Το αυτοματοποιημένο σύστημα συλλογών πληροφοριών που τηρεί η Europol δεν επιτρέπεται, σε καμία περίπτωση, να είναι συνδεδεμένο με άλλα συστήματα αυτοματοποιημένης επεξεργασίας πλην του συστήματος αυτοματοποιημένης επεξεργασίας πληροφοριών των εθνικών υπηρεσιών.

ΤΙΤΛΟΣ II ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 7

Δημιουργία συστήματος πληροφοριών

1. Για την εκπλήρωση των καθηκόντων της η Europol δημιουργεί και τηρεί ένα αυτοματοποιημένο σύστημα πληροφοριών. Σ' αυτό το σύστημα, το οποίο τροφοδοτείται απ' ευθείας από τα κράτη μέλη, τα οποία εκπροσωπούνται από τις εθνικές υπηρεσίες και τους αξιωματικούς συνδέσμους, στα πλαίσια των εθνικών τους διαδικασιών αλλά και από τον Europol, όσον αφορά τα δεδομένα που παρέχουν τα τρίτα κράτη και αρχές καθώς και τα προκύπτοντα από αναλύσεις δεδομένα, έχουν απ' ευθείας πρόσβαση για να το συμβουλεύονται, οι εθνικές υπηρεσίες, οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι, ο διευθυντής, οι αναπληρωτές διευθυντές και οι δεόντως εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι της Europol.

Όσον αφορά τα πρόσωπα που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 σημείο 2, η άμεση πρόσβαση των εθνικών υπηρεσιών στο σύστημα πληροφοριών περιορίζεται μόνον στα στοιχεία ταυτότητας που προβλέπει το άρθρο 8 παράγραφος 2. Για τις ανάγκες μιας συγκεκριμένης έρευνας, οι εθνικές υπηρεσίες έχουν πρόσβαση στο σύνολο των δεδομένων κατόπιν αιτήσεως και μέσω των αξιωματικών συνδέσμων.

2. Η Europol:

1. είναι αρμόδια για την τήρηση των διατάξεων σχετικά με τη συνεργασία και τη λειτουργία του συστήματος πληροφοριών και

2. είναι υπεύθυνη για την ενδεδειγμένη λειτουργία του συστήματος πληροφοριών από τεχνική και λειτουργική άποψη. Η Europol λαμβάνει, κυρίως, όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ότι τα μέτρα, τα οποία μνημονεύονται στα άρθρα 21 και 25 σε σχέση με το σύστημα πληροφοριών, εκτελούνται δεόντως.

3. Η εθνική υπηρεσία κάθε κράτους μέλους είναι υπεύθυνη για την επικοινωνία με το σύστημα πληροφοριών. Είναι αρμόδια ιδίως για τα μέτρα ασφαλείας, κατά το άρθρο 25, που εφαρμόζονται στις χρησιμοποιούμενες εγκαταστάσεις επεξεργασίας δεδομένων στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, την εξέταση κατά το άρθρο 21 και, εφόσον αυτό απαιτείται, σύμφωνα με τις νομοθετικές, ρυθμιστικές και διοικητικές διατάξεις και διαδικασίες αυτού του κράτους μέλους, κατά τα λοιπά αρμόδια για την ενδεδειγμένη εφαρμογή αυτής της σύμβασης σε κάθε άλλο τομέα.

Άρθρο 8

Περιεχόμενο του συστήματος

πληροφοριών

1. Στο σύστημα πληροφοριών της Europol επιτρέπεται να αποθηκεύονται, να μεταβάλλονται και να χρησιμοποιούνται δεδομένα τα οποία είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων της Europol, εκτός από τα δεδομένα που αφορούν συναφείς αξιόποινες πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο. Τα εισαχθέντα δεδομένα αφορούν:

1. πρόσωπα, τα οποία σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους είναι ύποπτα ότι διέπραξαν ή συνήργησαν σε αξιόποινη πράξη, για την οποία, σύμφωνα με το άρθρο 2, είναι αρμόδια η Europol ή τα οποία καταδικάσθηκαν λόγω της διαπράξεως μιας τέτοιας αξιόποινης πράξης,

2. πρόσωπα σχετικά με τα οποία ορισμένα σοβαρά γεγονότα δικαιολογούν, κατά το εθνικό δίκαιο, την πιθανολόγηση ότι θα διαπράξουν αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 2, είναι αρμόδια η Europol.

2. Τα προσωπικά δεδομένα κατά την παράγραφο 1 επιτρέπεται να περιέχουν μόνον τα ακόλουθα στοιχεία:

1. επώνυμο, κύριο όνομα, ονόματα και ενδεχομένως ψευδώνυμα,

2. ημερομηνία και τόπο γέννησης,

3. ιθαγένεια,

4. φύλο,

5. εφόσον απαιτείται, άλλα ειδικά χαρακτηριστικά για την εξακρίβωση της ταυτότητας, κυρίως δε τα ιδιαίτερα αμετάβλητα φυσικά χαρακτηριστικά.

3. Όταν πρόκειται για προσωπικά δεδομένα παράλληλα προς τα δεδομένα κατά την παράγραφο 2 και τη μνεία της Europol ή της εισάγουσας τα δεδομένα εθνικής υπηρεσίας, επιτρέπεται, σύμφωνα με την παράγραφο 1, να αποθηκεύονται στο σύστημα πληροφοριών, να μεταβάλλονται και να χρησιμοποιούνται τα ακόλουθα επιπρόσθετα στοιχεία:

1. οι παραβάσεις, κατηγορίες διάπραξης αξιόποινης πράξης, ο χρόνος και τόπος τελέσεως,

2. τα μέσα τελέσεως ή τα δυνάμενα να χρησιμοποιηθούν προς τούτο,

3. οι αρμόδιες για την τήρηση του φακέλου υπηρεσίες και τα σχετικά κωδικά στοιχεία,

4. η υποψία συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση,

5. οι καταδίκες, εφόσον αφορούν αξιόποινες πράξεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Europol κατά το άρθρο 2.

Τα δεδομένα αυτά επιτρέπεται επίσης να αποθηκεύονται ακόμα και αν δεν αναφέρονται σε κάποιο πρόσωπο. Εφόσον η ίδια η Europol εισάγει τα στοιχεία, προσθέτει, εκτός από τον κωδικό της, ένδειξη για το αν τα στοιχεία διαβιβάστηκαν από τρίτους ή συνιστούν αποτέλεσμα ιδίας αναλύσεως.

4. Οι συμπληρωματικές πληροφορίες που αφορούν τις κατηγορίες προσώπων που προβλέπει η παράγραφος 1, και τις οποίες διαθέτουν η Europol και οι εθνικές υπηρεσίες μπορούν να ανακοινωθούν, κατόπιν αιτήσεως, προς τις εθνικές υπηρεσίες και την Europol. Όσον αφορά τις εθνικές υπηρεσίες, η ανακοίνωση αυτή πραγματοποιείται τηρουμένων των διατάξεων του εθνικού τους δικαίου.

Καθ' ήν περίπτωση αυτές οι συμπληρωματικές πληροφορίες αφορούν μία ή περισσότερες συναφείς αξιόποινες πράξεις από τις οριζόμενες στο άρθρο 2 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, τα σχετικά δεδομένα που είναι αποθηκευμένα στο σύστημα πληροφοριών συνοδεύονται από ένδειξη που φανερώνει την ύπαρξη αυτών των συναφών αξιοποίνων πράξεων, ώστε οι εθνικές υπηρεσίες και η Europol να μπορούν να ανταλλάσσουν πληροφορίες όσον αφορά τις συναφείς αξιόποινες πράξεις.

5. Αν ανασταλεί οριστικώς η εκκρεμής διαδικασία κατά του ενδιαφερομένου ή αν ο ενδιαφερόμενος απαλλαγεί, τότε τα δεδομένα για τα οποία εξεδόθη η απόφαση αυτή πρέπει να διαγραφούν.

Άρθρο 9

Δικαίωμα πρόσβασης στο σύστημα πληροφοριών

1. Μόνον οι εθνικές υπηρεσίες, οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι και ο διευθυντής, οι αναπληρωτές διευθυντές και οι δεόντως εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι της Europol έχουν δικαίωμα να εισάγουν αμέσως και να ανακτούν δεδομένα από το σύστημα πληροφοριών. Η ανάκτηση δεδομένων επιτρέπεται εφόσον αυτό είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση αναγκαίο για την εκπλήρωση συγκεκριμένων καθηκόντων και πραγματοποιείται σύμφωνα με τις νομοθετικές, ρυθμιστικές και διοικητικές διατάξεις και διαδικασίες της ανακτώσας υπηρεσίας, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά συμπληρωματικές διατάξεις αυτής της σύμβασης.

2. Μόνον η υπηρεσία η οποία έχει εισαγάγει δεδομένα επιτρέπεται να τα μεταβάλει, διορθώσει ή διαγράψει. Αν μια υπηρεσία έχει ενδείξεις ότι δεδομένα, κατά το άρθρο 8 παράγραφος 2, είναι ανακριβή, ή εάν επιθυμεί να τα συμπληρώσει, πληροφορεί αμέσως την εισάγουσα υπηρεσία, η οποία υποχρεούται να εξετάσει αμελλητί την πληροφορία αυτή και εφόσον επιβάλλεται, να μεταβάλει, να συμπληρώσει, να διορθώσει ή να διαγράψει πάραυτα τα δεδομένα αυτά. Εάν έχουν αποθηκευθεί για κάποιο πρόσωπο δεδομένα, κατά το άρθρο 8 παράγραφος 3, τότε οποιαδήποτε υπηρεσία μπορεί να εισαγάγει συμπληρωματικά, περαιτέρω δεδομένα κατά το άρθρο 8 παράγραφος 3. Εάν τα δεδομένα αυτά παρουσιάζουν προφανείς αντιφάσεις, τότε οι ενδιαφερόμενες υπηρεσίες συνεννοούνται μεταξύ τους. Εάν μια υπηρεσία έχει την πρόθεση να διαγράψει εξ' ολοκλήρου δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία έχει εισαγάγει η ίδια κατά το άρθρο 8 παράγραφος 2, για δε το πρόσωπο αυτό έχουν αποθηκευθεί δεδομένα από άλλη υπηρεσία κατά το άρθρο 8 παράγραφος 3, τότε η ευθύνη περί προστασίας των δεδομένων κατά το άρθρο 15 παράγραφος 1 και το δικαίωμα μεταβολής, συμπλήρωσης, διόρθωσης και διαγραφής των εν λόγω δεδομένων κατά το άρθρο 8 παράγραφος 2 βαρύνει την υπηρεσία, η οποία τελευταία εισήγαγε στοιχεία κατά το άρθρο 8 παράγραφος 3 για το πρόσωπο αυτό. Η υπηρεσία, η οποία προτίθεται να προβεί στη διαγραφή, ενημερώνει επ' αυτού την υπηρεσία στην οποία μετακυλίεται η ευθύνη για την προστασία των δεδομένων.

3. Τη ευθύνη για το επιτρεπτό τις ανάκτησης, εισαγωγής και μεταβολής δεδομένων του συστήματος πληροφοριών φέρει η ανακτώσα, εισάγουσα ή μεταβάλουσα υπηρεσία, της οποίας η εξακρίβωση πρέπει να είναι δυνατή. Η διαβίβαση των πληροφοριών μεταξύ των εθνικών υπηρεσιών και των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών διέπεται από το εθνικό δίκαιο.

ΤΙΤΛΟΣ III ΑΡΧΕΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΑΝΑΛΥΣΗ

Άρθρο 10

Συλλογή, επεξεργασία και χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1. Εφόσον κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο για την πραγματοποίηση των προβλεπόμεων στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στόχων, η Europol δύναται να αποθηκεύει, να μεταβάλλει και να χρησιμοποιεί σε άλλα αρχεία δεδομένων, εκτός από τα δεδομένα μη προσωπικού χαρακτήρα και δεδομένα σχετικά με αξιόποινες πράξεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Europol, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2, συμπεριλαμβανομένων και των δεδομένων που αφορούν τις συναφείς αξιόποινες πράξεις, που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο και οι οποίες θα υποστούν συγκεκριμένες εργασίες ανάλυσης και αφορούν:

1. τα πρόσωπα που προβλέπει το άρθο 8 παράγραφος 1,

2. πρόσωπα τα οποία ενδέχεται να είναι μάρτυρες σε έρευνες περί των εν λόγω αξιόποινων πράξεων ή με την ευκαιρία της συνακόλουιθης ποινικής διώξεως,

3. πρόσωπα τα οποία υπήρξαν θύματα μιας των εν λόγω αξιοποίνων πράξεων ή για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι θα μπορούσαν να είναι θύματα μιας τέτοιας αξιόποινης πράξης,

4. πρόσωπα επαφής και συνοδείας, καθώς και

5. προσώπα που δύνανται να παράσχουν πληροφορίες για τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις.

Η συλλογή, αποθήκευση και επεξεργασία των δεδομένων που απαριθμούνται στο άρθρο 6 πρώτη φράση της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης της 28ης Ιανουαρίου 1981 περί της προστασίας των ατόμων κατά της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, επιτρέπεται μόνον εφόσον είναι απολύτως αναγκαίες για την εξυπηρέτηση του σκοπού του οικείου αρχείου και εφόσον αυτά τα δεδομένα συμπληρώνουν άλλα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είχαν καταχωρηθεί σ' αυτό το αρχείο. Απαγορεύεται η επιλογή συγκεκριμένης κατηγορίας προσώπων, κατά παράβαση των ανωτέρω σκοπιμοτήτων και βάσει μόνον των δεδομένων του άρθρου 6 πρώτη φράση της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης της 28ης Ιανουαρίου 1981.

Το Συμβούλιο θεσπίζει ομόφωνα, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο τίτλος VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τους κανόνες εφαρμογής σχετικά με τα αρχεία που προετοίμασε το διοικητικό συμβούλιο, οι οποίο διευκρινίζουν κυρίως τις ενδείξεις που αφορούν τις κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπει το παρόν άρθρο και τις διατάξεις που αφορούν την προστασία αυτών των δεδομένων και τον εσωτερικό έλεγχο της χρήσης τους.

2. Αυτά τα αρχεία αποτελούνται από δεδομένα προς ανάλυση η οποία ορίζεται ως η συλλογή, η επεξεργασία ή η χρήση των δεδομένων προς υποβοήθηση της εγκληματολογικής έρευνας. Κάθε σχέδιο ανάλυσης συνεπάγεται τη σύσταση ομάδας ανάλυσης στην οποία συμμετέχουν οι κάτωθι, σύμφωνα με τα καθήκοντα και τις αποστολές που καθορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2 και το άρθρο 5 παράγραφος 3:

1. οι αρμόδιοι για τις αναλύσεις και λοιποί υπάλληλοι της Europol, που ορίζονται από τη διεύθυνση της Europol. Μόνον οι αρμόδιοι για τις αναλύσεις είναι εντεταλμένοι να εισάγουν και να ανακτούν τα δεδομένα προς και από το οικείο αρχείο,

2. οι αξιωματικοί σύνδεσμοι ή/και οι εμπειρογνώμονες των κρατών μελών από τους οποίους προέρχονται οι πληροφορίες ή τους οποίους αφορά η ανάλυση, κατά την έννοια της παραγράφου 6.

3. Ύστερα από αίτηση της Europol ή με δική τους πρωτοβουλία οι εθνικές υπηρεσίες διαβιβάζουν, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 4 παράγραφος 5, στην Europol όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων της κατά το άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 2. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν τα δεδομένα μόνον εφόσον αυτά επιτρέπεται να τύχουν επεξεργασίας, κατά το εκάστοτε εθνικό τους δίκαιο για την πρόληψη, την καταπολέμηση ή την ανάλυση αξιοποίνων πράξεων.

Ανάλογα με το βαθμό ευαισθησίας τους, τα δεδομένα που προέρχονται από τις εθνικές υπηρεσίες μπορούν να διαβιβασθούν στις ομάδες ανάλυσης απευθείας και με όλα τα κατάλληλα μέσα, με τη μεσολάβηση ή όχι των οικείων αξιωματικών-συνδέσμων.

4. Εάν εκτός των πληροφοριών κατά την παράγραφο 3, απαιτούνται περαιτέρω στοιχεία για την εκπλήρωση των καθηκόντων της Europol, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 2, η Europol μπορεί να ζητήσει:

1. από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και τους δημιουργηθέντες δυνάμει των κοινοτικών συνθήκων οργανισμούς δημοσίου δικαίου,

2. από άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

3. από οργανισμούς, οι οποίοι υφίστανται δυνάμει συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

4. από τρίτα κράτη,

5. από διεθνείς οργανώσεις και τους υπαγόμενους σ' αυτές οργανισμούς δημοσίου δικαίου,

6. από άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, οι οποίοι υφίστανται δυνάμει συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών, καθώς και

7. από τη διεθνή οργάνωση εγκληματολογικής αστυνομίας,

τη διαβίβαση των αντιστοίχων πληροφοριών με κάθε ενδεδειγμένο μέσο. Η Europol δύναται επίσης να δεχτεί πληροφορίες υπό τους ιδίους όρους και με τον ίδιο τρόπο, από τις διάφορες αυτές αρχές με δική τους πρωτοβουλία. Το Συμβούλιο θεσπίζει ομοφώνως τους σχετικούς κανόνες, τους οποίους οφείλει να λάβει υπόψη της η Europol, σύμφωνα με τη διαδικασία του τίτλου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και αφού λάβει τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου.

5. Εφόσον παρέχεται το δικαίωμα στην Europol, δυνάμει συμφωνιών, να συμβουλεύεται αυτομάτως άλλα συστήματα πληροφοριών, μπορεί η Europol να ανακτά κατ' αυτόν τον τρόπο δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της κατά το άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 2.

6. Σε περίπτωση που η ανάλυση είναι γενική και έχει στρατηγικό χαρακτήρα, λαμβάνουν πλήρως γνώση των αποτελεσμάτων όλα τα κράτη μέλη μέσω των αξιωματικών-συνδέσμων ή/και των εμπειρογνωμόνων και δη με την κοινοποίηση εκθέσεων που εκπονεί η Europol.

Εάν η ανάλυση αφορά ειδικές περιπτώσεις, οι οποίες δεν αφορούν όλα τα κράτη μέλη και έχει λειτουργικό σκοπό, συμμετέχουν σ' αυτήν οι εξής εκπρόσωποι των κρατών μελών:

1. εκείνοι από τους οποίους έχουν προέλθει οι πληροφορίες και οι οποίοι προκάλεσαν την απόφαση για τη δημιουργία του αρχείου των προς ανάλυση δεδομένων, ή όσοι θίγονται αμέσως από τις πληροφορίες αυτές καθώς και εκείνοι τους οποίος η ομάδα ανάλυσης προσκάλεσε εκ των υστέρων να συνεργασθούν διότι οι εν λόγω πληροφορίες τους αφορούν επίσης,

2. εκείνοι οι οποίοι, συμβουλευόμενοι το ευρετηριακό σύστημα, διεπίστωσαν ότι είναι ανάγκη να λάβουν γνώση, προβάλουν δε την ανάγκη αυτή υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 7.

7. Οι εξουσιοδοτημένοι αξιωματικοί-σύνδεσμοι προβάλουν την ανάγκη να λάβουν γνώση. Κάθε κράτος μέλος διορίζει και εξουσιοδοτεί περιορισμένο αριθμό εκπροσώπων, διαβιβάζει δε το σχετικό κατάλογο στο διοικητικό συμβούλιο.

Για να στηρίξει το αίτημα του να λάβει γνώση, κατά την έννοια της παραγράφου 6, ο αξιωματικός-σύνδεσμος προσκομίζει έγγραφη αιτιολογική έκθεση, θεωρημένη από την ιεραρχική αρχή στην οποία υπάγεται στη χώρα του και η οποία κοινοποιείται σε όλους τους συμμετέχοντες στην ανάλυση. Κατ' αυτόν τον τρόπο συμμετέχει πλήρως στη διεξαγόμενη ανάλυση.

Σε περίπτωση που υπάρχουν αντιρρήσεις στα πλαίσια της ομάδας ανάλυσης, η πλήρης συμμετοχή του αξιωματικού-συνδέσμου αναβάλλεται μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας συμφιλίωσης, η οποία είναι δυνατόν να ακολουθήσει τρεις διαδοχικές φάσεις:

1. οι συμμετέχοντες στην ανάλυση καταβάλουν προσπάθειες να συμφωνήσουν με τον αξιωματικό σύνδεσμο, ο οποίος ζήτησε να λάβει γνώση. Η ανώτατη προθεσμία που έχουν στη διάθεσή τους οι συμμετέχοντες είναι οκτώ ημέρες,

2. εάν η διαφωνία εξακολουθεί να υφίσταται, οι προϊστάμενοι των οικείων εθνικών υπηρεσιών καθώς και η διεύθυνση της Europol συνέρχονται εντός τριών ημερών,

3. στην περίπτωση που η διαφωνία εξακολουθεί, οι εκπρόσωποι των ενδιαφερομένων μερών στο διοικητικό συμβούλιο της Europol συνέρχονται εντός οκτώ ημερών. Εάν το οικείο κράτος μέλος δεν παύσει προβάλον το αίτημά του να λάβει γνώση, η πλήρης συμμετοχή καθίσταται ενεργή μετά από συναινετική απόφαση.

8. Το κράτος μέλος, το οποίο διαβιβάζει κάποιο δεδομένο στην Europol, είναι και ο μόνος κριτής του βαθμού και της διαβάθμισης της ευαισθησίας του. Η διάδοση ή η λειτουργική εκμετάλλευση ενός δεδομένου προς ανάλυση εξαρτάται από τη συμφωνία των συμμετεχόντων στην ανάλυση. Ένα κράτος μέλος, το οποίο προσχωρεί σε διεξαγόμενη ανάλυση δεν μπορεί να διαδώσει και να εκμεταλλευθεί τα δεδομένα χωρίς τη συγκατάθεση των κρατών μελών που άρχισαν την ανάλυση.

Άρθρο 11

Ευρετηριακό σύστημα

1. Η Europol δημιουργεί ευρετηριακό σύστημα δεδομένων που είναι αποθηκευμένα στα αρχεία που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1.

2. Δικαίωμα πρόσβασης στο ευρετηριακό σύστημα έχουν ο διευθυντής, οι αναπληρωτές διευθυντές, οι δεόντως εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι της Europol και οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι. Το ευρετηριακό σύστημα πρέπει να έχει τέτοια μορφή, ώστε να αποκαλύπτει σαφώς στον αξιωματικό-σύνδεσμο που το συμβουλεύεται, και βάσει των δεδομένων τα οποία συμβουλεύεται, ότι τα αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1.2 και στο άρθρο 10 παράγραφος 1 περιλαμβάνουν πληροφορίες που αφορούν το κράτος μέλος καταγωγής του.

Η πρόσβαση των αξιωματικών-συνδέσμων στο ευρετηριακό σύστημα καθορίζεται έτσι ώστε να είναι δυνατόν μεν να ευρεθεί κατά πόσον μια πληροφορία είναι αποθηκευμένη ή όχι, αλλά να μην είναι δυνατόν να γίνονται συσχετίσεις ή να συναχθούν άλλα συμπεράσματα που αφορούν το περιεχόμενο των αρχείων.

3. Το διοικητικό συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, καθορίζει τις λεπτομέρειες διαμόρφωσης του ευρετηριακού συστήματος.

Άρθρο 12

Κανονισμός για τη σύσταση αρχείων δεδομένων

1. Για κάθε αυτοματοποιημένο αρχείο προσωπικών δεδομένων, το οποίο τηρεί για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, σύμφωνα με το άρθρο 10, η Europol υποχρεώνεται να καθορίζει με συστατικό κανονισμό, ο οποίος χρειάζεται την έγκριση του διοικητικού συμβουλίου τα ακόλουθα:

1. την ονομασία του αρχείου,

2. το αντικείμενο του αρχείου,

3. τον κύκλο προσώπων σχετικά με τα οποία αποθηκεύονται δεδομένα,

4. τη φύση των προς αποθήκευση δεδομένων, και ενδεχομένως τα απολύτως απαραίτητα δεδομένα μεταξύ των απαριθμουμένων στο άρθρο 6 πρώτη φράση της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 28ης Ιανουαρίου 1981,

5. τη φύση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που επιτρέπουν την πρόσβαση στο σύνολο του αρχείου,

6. τη διαβίβαση ή εισαγωγή των προς αποθήκευση δεδομένων,

7. τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία έχουν αποθηκευθεί στο αρχείο, μπορούν να διαβιβασθούν και δη προς ποιούς αποδέκτες και βάσει ποιάς διαδικασίας,

8. τις προθεσμίες εξέτασης και αποθήκευσης των δεδομένων,

9. τον τρόπο σύνταξης των πρωτοκόλλων.

Η κοινή εποπτική αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 24 ειδοποιείται αμέσως από το διευθυντή της Europol για την πρόθεση δημιουργίας ενός τέτοιου αρχείου και δέχεται την κοινοποίηση του φακέλου, προκειμένου να διατυπώσει, υπ'υπόψη του διοικητικού συμβουλίου, όλες τις παρατηρήσεις που θεωρεί απαραίτητες.

2. Εάν λόγω του κατεπείγοντος δεν είναι δυνατή ή έγκριση του διοικητικού συμβουλίου, που προβλέπεται στην παράγραφο 1, ο διευθυντής δύναται, ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων κρατών μελών, να αποφασίσει, με τη δέουσα αιτιολογία, τη δημιουργία αρχείου δεδομένων. Περί αυτού ενημερώνει ταυτοχρόνως τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Η διαδικασία της παραγράφου 1 πρέπει τότε να κινηθεί αμελλητί και να ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατόν.

ΤΙΤΛΟΣ IV ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 13

Υποχρέωση ενημέρωσης

Η Europol ενημερώνει αμελλητί τις εθνικές υπηρεσίες, και εφόσον αυτές το ζητήσουν, τους αξιωματικούς συνδέσμους τους, για τις πληροφορίες οι οποίες αφορούν το κράτος τους καθώς και για ενδεχόμενες ενδείξεις συνάφειας μεταξύ αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες είναι αρμόδια η Europol, κατά το άρθρο 2. Επιτρέπεται επίσης να διαβιβάζονται πληροφορίες και ενδείξεις για άλλες αξιόποινες πράξεις βαρύνουσας σημασίας, για τις οποίες έλαβε γνώση η Europol, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της.

Άρθρο 14

Προστασία δεδομένων

1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει, το αργότερο μέχρι την έναρξη ισχύος της παρούσας σύμβασης και στα πλαίσια εφαρμογής της, τα απαραίτητα εθνικά μέτρα για την επίτευξη ενός επιπέδου προστασίας της επεξεργασίας των αποθηκευμένων στα αρχεία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τουλάχιστον ισοδύναμου με αυτό που απορρέει από την εφαρμογή των αρχών της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης της 28ης Ιανουαρίου 1981 και, λαμβανομένης υπόψη της σύστασης αριθ. R (87) 15 της Επιτροπής των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης της 17ης Σεπτεμβρίου 1987 για τη χρήση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την αστυνομία.

2. Η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπεται από την παρούσα σύμβαση θα είναι δυνατή μόνον όταν τεθούν σε ισχύ στο έδαφος των εκάστοτε κρατών μελών τα οποία αφορά η διαβίβαση οι διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

3. Κατά τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η Europol τηρεί τις αρχές της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης της 28ης Ιανουαρίου 1981 και της σύστασης αριθ. R (87) 15 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης της 17ης Σεπτεμβρίου 1987.

Η Europol τηρεί αυτές τις αρχές επίσης και για τα μη αυτοματοποιημένα δεδομένα, τα οποία διαθέτει υπό μορφή αρχείου και δη για κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά σύμφωνα με καθορισμένα κριτήρια.

Άρθρο 15

Ευθύνη προστασίας των δεδομένων

1. Υπό την επιφύλαξη άλλων διατάξεων της παρούσας σύμβασης, η ευθύνη για τα δεδομένα που τηρούνται στις υπηρεσίες της Europol και κυρίως όσον αφορά το νόμιμο χαρακτήρα της συλλογής, της διαβίβασης προς την Europol και της εισαγωγής τους καθώς και η ακρίβεια, η ενημέρωση των δεδομένων και ο έλεγχος του χρόνου διατήρησής τους βαρύνει:

1. το κράτος μέλος που εισήγαγε ή διαβίβασε τα δεδομένα,

2. την Europol, όσον αφορά τα δεδομένα που της διεβίβασαν τρίτοι ή που προκύπτουν από τις εργασίες ανάλυσης της Europol.

2. Άλλωστε, υπό την επιφύλαξη άλλων διατάξεων της παρούσας σύμβασης, η Europol ευθύνεται για όλα τα δεδομένα που λαμβάνει και επεξεργάζεται, είτε αυτά περιλαμβάνονται στο σύστημα πληροφοριών, που προβλέπει το άρθρο 8, είτε στα προς ανάλυση αρχεία δεδομένων που προβλέπονται στο άρθρο 10 ή στο ευρετηριακό σύστημα που προβλέπει το άρθρο 11, ή στα αρχεία που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 14.

3. Η Europol αποθηκεύει τα δεδομένα κατά τρόπο που να μπορεί να εξακριβωθεί το κράτος μέλος ή ο τρίτος, μέσω του οποίου διαβιβάσθηκαν τα δεδομένα ή να αναγνωρισθεί αν αυτά συνιστούν αποτέλεσμα αναλύσεων της Europol.

Άρθρο 16

Σύνταξη εκθέσεων

Η Europol συντάσσει εκθέσεις, κατά μέσο όρο τουλάχιστον για κάθε δέκατη αίτηση που αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα - και για κάθε αίτηση που πραγματοποιείται στα πλαίσια του συστήματος πληροφοριών κατά το άρθρο 7 - προκειμένου να ελέγξει το νόμιμο χαρακτήρα της. Τα δεδομένα που περιέχονται στις εκθέσεις επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν από τη Europol και τις αναφερόμενες στα άρθρα 23 και 24 εποπτικές αρχές μόνο για τους προαναφερθέντες σκοπούς και πρέπει να διαγράφονται μετά από έξι μήνες, εκτός εάν εξακολουθούν να είναι αναγκαία για τους τρέχοντες ελέγχους. Οι περαιτέρω λεπτομέρειες ρυθμίζονται από το διοικητικό συμβούλιο, μετά από ακρόαση της κοινής εποπτικής αρχής.

Άρθρο 17

Ρύθμιση χρήσης

1. Η διαβίβαση ή χρήση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ανακτώνται από το σύστημα πληροφοριών, το ευρετηριακό σύστημα ή τα λοιπά αρχεία των προς ανάλυση δεδομένων ή των δεδομένων που έχουν ανακοινωθεί με κάθε άλλο κατάλληλο μέσο, επιτρέπεται μόνον στις αρχές των κρατών μελών οι οποίες είναι αρμόδιες για την πρόληψη και καταπολέμηση της εγκληματικότητας, η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Europol καθώς και των άλλων βαρέων μορφών εγκληματικότητας.

Η χρήση των προβλεπόμενων στο πρώτο εδάφιο δεδομένων πραγματοποιείται τηρουμένης της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο υπάγονται οι υπηρεσίες που τα χρησιμοποίησαν.

Η Europol δύναται να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα που προβλέπει η παράγραφος 1, μόνον προς εξυπηρέτηση των καθηκόντων που προβλέπονται στο άρθρο 3.

2. Εάν, για ορισμένα δεδομένα, το αποστέλλον κράτος μέλος ή το τρίτο κράτος ή αρχή που προβλέπει η παράγραφος 4 του άρθρου 10 δήλωσαν ότι τα δεδομένα αυτά υπόκεινται, σ' αυτό το κράτος μέλος ή το τρίτο κράτος ή αρχή, σε ειδικούς περιορισμούς χρήσης, οι περιορισμοί αυτοί πρέπει να γίνουν σεβαστοί και από το χρήστη, εκτός ειδικών περιπτώσεων κατά τις οποίες το εθνικό δίκαιο υποχρεώνει σε παρέκκλιση από τους περιορισμούς χρήσης, υπέρ των δικαστικών αρχών, των νομοθετικών οργάνων ή οποιασδήποτε άλλης ανεξάρτητης αρχής που προβλέπει η νομοθεσία, στην οποία έχει ανατεθεί ο έλεγχος των αρμοδίων εθνικών υπηρεσιών, κατά την έννοια της παραγράφου 4 του άρθρου 2. Σ' αυτή την περίπτωση, επιτρέπεται η χρήση των δεδομένων μόνον αφού προηγουμένως ζητηθεί η γνώμη του αποστείλαντος κράτους, του οποίου τα συμφέροντα και οι απόψεις πρέπει να ληφθούν κατά το δυνατόν υπόψη.

3. Η χρήση των δεδομένων για άλλους σκοπούς ή από αρχές άλλες από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 2 της παρούσας σύμβασης, επιτρέπεται μόνον αφού προηγουμένως το εγκρίνει το κράτος μέλος που διαβίβασε τα δεδομένα, εφόσον βεβαίως το επιτρέπει η εθνική του νομοθεσία.

Άρθρο 18

Διαβίβαση δεδομένων προς τρίτα κράτη και αρχές

1. Η Europol μπορεί να διαβιβάσει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχει αποθηκεύσει προς τρίτα κράτη και αρχές τρίτων κρατών κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 4, και υπό τους όρους της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, εφόσον:

1. τούτο είναι αναγκαίο σε επιμέρους περιπτώσεις για την πρόληψη και καταπολέμηση αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες είναι αρμόδια η Europol κατά το άρθρο 2,

2. τα κράτη μέλη ή οι αρχές αυτές εγγυώνται την παροχή επαρκούς προστασίας δεδομένων και

3. τούτο επιτρέπεται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, κατά την έννοια της παραγράφου 2.

2. Το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3, καθορίζει ομόφωνα και κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση γενικούς κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Europol προς τα τρίτα κράτη και αρχές, κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 4. Το διοικητικό συμβούλιο προετοιμάζει την απόφαση του Συμβουλίου και ζητά τη γνώμη της κοινής εποπτικής αρχής που προβλέπεται στο άρθρο 24.

3. Η επάρκεια του επιπέδου προστασίας που παρέχουν τα τρίτα και αρχές, κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 4, κρίνεται λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις, οι οποίες παίζουν ρόλο κατά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Λαμβάνονται υπόψη ιδίως:

1. η φύση των δεδομένων,

2. ο προορισμός τους,

3. η διάρκεια της προβλεπόμενης επεξεργασίας, καθώς

4. οι γενικές ή ειδικές διατάξεις που ισχύουν για τα τρίτα κράτη και αρχές κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 4.

4. Εάν τα εν λόγω δεδομένα διαβιβάστηκαν στην Europol από κράτος μέλος, η Europol μπορεί να τα διαβιβάσει προς τρίτα κράτη ή αρχές μόνον κατόπιν συμφωνίας του κράτους μέλους. Το κράτος μέλος δύναται να δώσει την προς τούτο προηγούμενη συναίνεσή του, η οποία μπορεί να είναι ή όχι γενική και ανακλητή ανά πάσα στιγμή.

Εάν τα δεδομένα δεν διαβιβάστηκαν από κράτος μέλς, η Europol βεβαιώνεται ότι η διαβίβασή τους:

1. δεν θέτει σε κίνδυνο την ενδεδειγμένη εκπλήρωση των καθηκόντων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα ενός κράτους μέλους,

2. δεν θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και ασφάλεια ενός κράτους μέλους ούτε προκαλεί ενδεχομένως άλλως πως μειονεκτήματα για τα συμφέροντά του.

5. Η Europol φέρει την ευθύνη για το επιτρεπτό της διαβίβασης. Η Europol συντάσσει πρακτικό για τη διαβίβαση και την αιτία της. Η διαβίβαση επιτρέπεται μόνον όταν ο αποδέκτης συναινεί στο ότι τα δεδομένα θα χρησιμοποιηθούν για το σκοπό για τον οποίο διαβιβάστηκαν. Τούτο δεν συμβαίνει όταν πρόκειται για διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που καθιστά αναγκαία αίτηση της Europol.

6. Εφόσον η διαβίβαση κατά την παράγραφο 1 αφορά απόρρητες πληροφορίες, η διαβίβαση επιτρέπεται μόνον εφόσον υπάρχει συμφωνία περί προστασίας του απορρήτου μεταξύ Europol και του αποδέκτη.

Άρθρο 19

Δικαίωμα πρόσβασης

1. Κάθε πρόσωπο που επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμά του να συμβουλευθεί τα δεδομένα που το αφορούν και τα οποία είναι αποθηκευμένα στην Europol ή να τα απαληθεύσει, δύναται να απευθύνει προς τούτο δωρεάν αίτηση σε κράτος μέλος της επιλογής του, ενώπιον της αρμόδιας εθνικής αρχής, η οποία διαβιβάζει αμελλητί την αίτηση στην Europol και ειδοποιεί τον αιτούντα ότι θα τύχει αμέσου απαντήσεως από την Europol.

2. Η Europol επεξεργάζεται πλήρως την αίτηση εντός τριών μηνών από τότε που την έλαβε η αρμόδια εθνική αρχή του κράτους μέλους.

3. Το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στα δεδομένα που το αφορούν ή να τα επαληθεύσει, ασκείται τηρουμένης της νομοθεσίας του κράτους μέλους ενώπιον του οποίου το προέβαλε, λαμβανομένων υπόψη των εξής διατάξεων:

Όταν η νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση προβλέπει την ανακοίνωση των δεδομένων, τότε αυτή αποκλείεται εφόσον κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο:

1. για την ενδεδειγμένη εκπλήρωση των καθηκόντων της Europol,

2. για την προστασία της ασφάλειας των κρατών μελών και της δημόσιας τάξης εν γένει ή την καταπολέμηση αξιόποινων πράξεων,

3. για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων,

και ως εκ τούτου το συμφέρον του θιγομένου από την ανακοίνωση των δεδομένων προσώπου πρέπει να υποχωρήσει.

4. Το δικαίωμα ανακοίνωσης ασκείται, τηρουμένης της παραγράφου 3, σύμφωνα με τις εξής διαδικασίες:

1. Όσον αφορά τα δεδομένα που έχουν ενσωματωθεί στο σύστημα πληροφοριών που ορίζεται στο άρθρο 8, η ανακοίνωσή τους αποφασίζεται μόνον εφόσον το κράτος μέλος, το οποίο εισήγαγε τα δεδομένα και τα αμέσως ενδιαφερόμενα από την ανακοίνωση των δεδομένων κράτη μέλη, είχαν προηγουμένως την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν τη θέση τους, η οποία μπορεί να συνίσταται και σε άρνηση της ανακοίνωσης. Τα ανακοινώσιμα δεδομένα καθώς και οι λεπτομέρειες για την ανακοίνωσή τους γνωστοποιούνται από το κράτος μέλος που εισήγαγε τα δεδομένα.

2. Όσον αφορά τα δεδομένα που έχουν ενσωματωθεί από την Europol στο σύστημα πληροφοριών, τα κράτη μέλη που θίγονται άμεσα από την ανακοίνωση αυτή πρέπει να έχουν προηγουμένως την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν τη θέση τους, η οποία μπορεί να συνίσταται και σε άρνηση της ανακοίνωσης.

3. Όσον αφορά τα δεδομένα που έχουν ενσωματωθεί στα προς ανάλυση αρχεία δεδομένων εργασίας, που ορίζονται στο άρθρο 10, η ανακοίνωσή τους προϋποθέτει τη συναίνεση της Europol και των κρατών μελών που συμμετέχουν στην ανάλυση κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 2 και του ή των κρατών μελών που θίγονται άμεσα από την ανακοίνωση αυτή.

Όταν ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ή η Europol αντιτίθενται στην ανακοίνωση που αφορά τα δεδομένα, η Europol γνωστοποιεί στον αιτούντα ότι προέβη στη σχετική επαλήθευση χωρίς να του παράσχει ενδείξεις, από τις οποίες μπορεί να αποκαλυφθεί αν ο αιτών είναι γνωστός ή όχι.

5. Το δικαίωμα επαλήθευσης ασκείται σύμφωνα με τις εξής διαδικασίες:

Όταν το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει ανακοίνωση σχετική προς τα δεδομένα, ή εάν πρόκειται για απλή αίτηση επαλήθευσης, η Europol προβαίνει στην επαλήθευση σε στενό συντονισμό με τις οικείες εθνικές αρχές, και γνωστοποιεί στον αιτούντα ότι προέβη στην επαλήθευση, χωρίς να του παράσχει ενδείξεις από τις οποίες μπορεί να αποκαλυφθεί αν ο αιτών είναι γνωστός ή όχι.

6. Στην απάντησή της σε αίτηση επαλήθευσης ή πρόσβασης στα δεδομένα, η Europol ενημερώνει τον αιτούντα ότι σε περίπτωση που η απάντηση δεν τον ικανοποιήσει, δικαιούται να προσφύγει στην κοινή εποπτική αρχή. Ο αιτών δικαιούται επίσης να προσφύγει στην κοινή εποπτική αρχή, εφόσον δεν εδόθη απάντηση στην αίτησή του εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από το παρόν άρθρο.

7. Εάν ο αιτών καταθέσει προσφυγή ενώπιον της κοινής εποπτικής αρχής που προβλέπεται στο άρθρο 24, τότε εκείνη τον ενημερώνει σχετικά.

Όταν η προσφυγή αφορά ανακοίνωση σχετική προς δεδομένα που έχουν εισαχθεί από κράτος μέλος στο σύστημα πληροφοριών, η κοινή εποπτική αρχή λαμβάνει την απόφασή της σύμφωα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους, στο οποίο κατετέθη η αίτηση. Η κοινή εποπτική αρχή λαμβάνει προηγουμένως τη γνώμη της εθνικής εποπτικής αρχής ή της αρμόδιας δικαιοδοτικής αρχής του κράτους μέλους από το οποίο προέρχονται τα δεδομένα. Η μία ή η άλλη αρχή προβαίνουν στην αναγκαία επαλήθευση, προκειμένου κυρίως να διαπιστωθεί κατά πόσον η αρνητική απάντηση εδόθη σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου. Σ' αυτή την περίπτωση, η απόφαση, η οποία μπορεί να συνίσταται και σε άρνηση, λαμβάνεται από την κοινή εποπτική αρχή σε στενό συντονισμό με την εθνική εποπτική αρχή ή την αρμόδια δικαιοδοτική αρχή.

Όταν η προσφυγή αφορά ανακοίνωση δεδομένων που έχουν εισαχθεί από την Europol, στο σύστημα πληροφοριών ή δεδομένων που είναι αποθηκευμένα στα προς ανάλυση αρχεία δεδομένων εργασίας, και σε περίπτωση κατά την οποία η Europol ή ένα κράτος μέλος αντιτίθενται επιμόνως στην ανακοίνωση αυτή, τότε η κοινή εποπτική αρχή μπορεί να παρακάμψει την αντίθεση αυτή, μόνον με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών της και αφού ακούσει προηγουμένως την Europol ή το κράτος μέλος. Εάν δεν επιτευχθεί αυτή η πλειοψηφία, η κοινή εποπτική αρχή ανακοινώνει στον προσφεύγοντα ότι προέβη στην επαλήθευση, χωρίς να του παράσχει ενδείξεις, από τις οποίες να του αποκαλύπτεται κατά πόσο είναι ή όχι γνωστός.

Όταν η προσφυγή αφορά την επαλήθευση δεδομένων που έχουν εισαχθεί από κράτος μέλος στο σύστημα πληροφοριών, η κοινή εποπτική αρχή εξακριβώνει κατά πόσον πραγματοποιήθηκε ορθώς η αναγκαία επαλήθευση, σε στενό συντονισμό με την εθνική εποπτική αρχή του κράτους μέλος που εισήγαγε τα δεδομένα. Η κοινή εποπτική αρχή γνωστοποιεί στον προσφεύγοντα ότι προέβη στην επαλήθευση, χωρίς να του παράσχει ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει κατά πόσον αυτός είναι γνωστός ή όχι.

Όταν η προσφυγή αφορά την επαλήθευση που έχει εισαχθεί από την Europol στο σύστημα πληροφοριών ή δεδομένων που έχουν αποθηκευθεί στα προς ανάλυση αρχεία δεδομένων εργασίας, η κοινή εποπτική αρχή εξακριβώνει κατά πόσον η Europol πραγματοποίησε ορθώς την απαραίτητη επαλήθευση. Η κοινή εποπτική αρχή γνωστοποιεί στον προσφεύγοντα ότι προέβη στην επαλήθευση, χωρίς να του παράσχει ενδείξεις οι οποίες μπορούν να αποκαλύψουν εάν είναι γνωστός ή όχι.

8. Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται κατ' αναλογία και στα μη αυτοματοποιημένα δεδομένα που διαθέτει η Europol υπό μορφή αρχείων και δη σε κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά σύμφωνα με καθορισμένα κριτήρια.

Άρθρο 20

Διόρθωση και διαγραφή δεδομένων

1. Αν διαπιστωθεί ότι τα δεδομένα που έχουν αποθηκευθεί από την Europol, τα οποία της διαβιβάσθηκαν από τρίτα κράτη ή αρχές ή προέρχονται από τις δραστηριότητές της που αφορούν την ανάλυση, είναι ανακριβή ή ότι έχουν εισαχθεί ή αποθηκευθεί κατά παράβαση της παρούσας σύμβασης, η Europol υποχρεούται να διορθώσει ή να διαγράψει τα δεδομένα αυτά.

2. Εάν τα λανθασμένα ή αντιβαίνοντα προς τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης δεδομένα εισήχθησαν απ' ευθείας από τα κράτη μέλη προς την Europol, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να τα διορθώσουν ή να τα διαγράψουν σε συνεννόηση με την Europol. Εάν τα λάθη των δεδομένων που [Εάν τα λανθασμένα δεδομένα διαβιβάσθηκαν δι' άλλου κατάλληλου μέσου ή] παρέχουν τα κράτη μέλη οφείλονται σε λανθασμένη ή αντιβαίνουσα προς τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης διαβίβαση ή εάν προέρχονται από λανθασμένη ή αντιβαίνουσα προς τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης εισαγωγή, λήψη υπόψη ή αποθήκευση εκ μέρους της Europol, τότε η Europol υποχρεούται να τα διορθώσει ή να τα διαγράψει σε συνεννόηση με τα οικεία κράτη μέλη.

3. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2, όλοι οι αποδέκτες των δεδομένων αυτών ενημερώνονται αμελλητί, και υποχρεούνται να προβούν επίσης στη διόρθωση ή διαγραφή αυτών των δεδομένων.

4. Κάθε πρόσωπο δικαιούται να ζητήσει από την Europol τη διόρθωση ή τη διαγραφή δεδομένων που το αφορούν.

Η Europol ενημερώνει τον αιτούντα ότι προέβη στη διόρθωση ή διαγραφή των δεδομένων που τον αφορούν. Εάν ο αιτών δεν ικανοποιηθεί από την απάντηση της Europol, ή αν δεν λάβει απάντηση, εντός προθεσμίας τριών μηνών, μπορεί να προσφύγει στην κοινή εποπτική αρχή.

Άρθρο 21

Προθεσμίες αποθήκευσης και διαγραφής δεδομένων από τα αρχεία

1. Δεδομένα περιεχόμενα σε αρχεία αποθηκεύονται στην Europol καθόσο χρονικό διάστημα είναι αυτό αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της. Το αργότερο τρία έτη μετά την αποθήκευση των δεδομένων επανεξετάζεται η σκοπιμότητα της περαιτέρω αποθήκευσής τους. Η επαλήθευση και διαγραφή των δεδομένων που είναι αποθηκευμένα στο σύστημα πληροφοριών πραγματοποιείται από την εισάγουσα υπηρεσία. Η επαλήθευση και διαγραφή των δεδομένων που έχουν αποθηκευθεί στα λοιπά αρχεία της Europol πραγματοποιείται από την Europol. Τρεις μήνες πριν από την παρέλευση τη προθεσμίας κατά την οποία επανεξετάζεται η σκοπιμότητα της διατήρησης των δεδομένων, η Europol ειδοποιεί αυτομάτως τα κράτη μέλη περί αυτού.

2. Κατά τη διεξαγωγή της επαλήθευσης, οι υπηρεσίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 εδάφια 3 και 4 μπορούν να αποφασίσουν ότι τα δεδομένα θα διατηρηθούν έως την επόμενη επαλήθευση, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της Europol. Εάν δεν ληφθεί απόφαση για την περαιτέρω διατήρηση των δεδομένων, αυτά διαγράφονται αυτομάτως.

3. Η αποθήκευση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τα πρόσωπα που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο σημείο 1, δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τα τρία έτη. Η προθεσμία αρχίζει να τρέχει, κάθε φορά εκ νέου, την ημέρα κατά την οποία επήλθε το τελευταίο γεγονός, το οποίο οδήγησε στην αποθήκευση δεδομένων περί του προσώπου αυτού. Η ανάγκη της περαιτέρω διατήρησης εξετάζεται ετησίως, η δε εξέταση αυτή πρέπει να αποδεικνύεται εγγράφως.

4. Εάν ένα κράτος μέλος διαγράψει από τα εθνικά του αρχεία δεδομένα τα οποία έχει διαβιβάσει στην Europol και τα οποία έχουν αποθηκευθεί στα λοιπά αρχεία της Europol, την ενημερώνει σχετικά. Η Europol στην περίπτωση αυτή διαγράφει τα δεδομένα αυτά, εκτός εάν η Europol, βασιζόμενη σε πληροφορίες τις οποίες δεν έχει το διαβιβάζον κράτος μέλος, εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για αυτά. Η Europol γνωστοποιεί τη διατήρηση της αποθήκευσης των δεδομένων αυτών στο αντίστοιχο κράτος μέλος.

5. Η διαγραφή παραλείπεται εφόσον θα εθίγοντο προστατευτέα συμφέροντα του ενδιαφερομένου. Στην περίπτωση αυτή, τα δεδομένα μπορεί να χρησιμοποιηθούν μόνο με τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου.

Άρθρο 22

Διατήρηση και διόρθωση δεδομένων που περιέχονται σε φακέλους

1. Εάν διαπιστωθεί ότι το σύνολο ενός φακέλου ή ότι δεδομένα, περιεχόμενα σ' αυτόν τον φάκελο της Europol, δεν είναι πλέον αναγκαία για την εκπλήρωση των καθηκόντων της ή ότι αυτές οι πληροφορίες στο σύνολό τους αντιβαίνουν προς την παρούσα σύμβαση, τότε ο φάκελος ή τα εν λόγω δεδομένα πρέπει να καταστραφούν. Εφόσον ο φάκελος ή τα εν λόγω δεδομένα δεν έχουν πράγματι καταστραφεί, πρέπει να αναγραφεί στο φάκελο ένδειξη για την απαγόρευση οιασδήποτε χρησιμοποίησης.

Ο φάκελος δεν κατατρέφεται εάν πιθανολογείται ότι η καταστροφή του θα έθιγε νόμιμα συμφέροντα του προσώπου το οποίο αφορούν τα δεδομένα. Σ' αυτή την περίπτωση, πρέπει να αναγραφεί στο φάκελο η ίδια ένδειξη για την απαγόρευση οιασδήποτε χρησιμοποίησης αυτού του φακέλου.

2. Εάν διαπιστωθεί ότι τα δεδομένα που περιέχονται σε φακέλους της Europol είναι λανθασμένα, η Europol υποχρεούται να τα διορθώσει.

3. Οι θιγόμενος από φάκελο της Europol δύναται να απαιτήσει από την Europol τη διόρθωση ή την καταστροφή του φακέλου ή την αναγραφή σχετικής ένδειξης. Εφαρμόζονται αναλόγως το άρθρο 20, παράγραφος 4 και το άρθρο 24 παράγραφοι 2 και 7.

Άρθρο 23

Εθνική εποπτική αρχή

1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει μια εθνική εποπτική αρχή, αποστολή της οποίας είναι, σύμφωνα με το εθνικό της δίκαιο, να επιτηρεί και να ελέγχει με πλήρη ανεξαρτησία, τη νομιμότητα της οιασδήποτε μορφής εισαγωγής, ανάκτησης και διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από το κράτος μέλος προς την Europol και συγχρόνως να ελέγχει αν παραβιάζοναι τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων. Για το σκοπό αυτό, η εποπτική αρχή έχει πρόσβαση, μέσω των εθνικών υπηρεσιών ή των αξιωματικών-συνδέσμων, στα δεδομένα που έχουν εισαχθεί από κράτος μέλος και περιλαμβάνονται στο σύστημα πληροφοριών και στο ευρετηριακό σύστημα, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες εθνικές διαδικασίες.

Προς τούτο, οι εθνικές εποπτικές αρχές έχουν πρόσβαση στα γραφεία και τους φακέλους των εκάστοτε αξιωματικών-συνδέσμων, στα πλαίσια της Europol.

Άλλωστε οι εθνικές εποπτικές αρχές ελέγχουν, σύμφωνα με τις εαφρμοστέες εθνικές διαδικασίες, τις δραστηριότητες των εθνικών υπηρεσιών, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 4, και εκείνες των αξιωματικών-συνδέσμων, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 σημεία 1, 2 και 3 και παραγράφοι 4 και 5, κατά την έκταση που οι δραστηριότητες αυτές αφορούν την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2. Καθείς δικαιούται να ζητήσει από την εθνική εποπτική αρχή να ελέγξει το επιτρεπτό της εισαγωγής και της υπό οιανδήποτε μορφή διαβίβασης, προς την Europol, των δεδομένων που τον αφορούν καθώς επίσης και της ανάκτησης δεδομένων από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

Το δικαίωμα αυτό διέπεται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους, προς την εθνική εποπτική αρχή του οποίου απευθύνθηκε η σχετική αίτηση.

Άρθρο 24

Κοινή εποπτική αρχή

1. Δημιουργείται ανεξάρτητη κοινή εποπτική αρχή, η οποία έχει ως έργο, τηρουμένων των διατάξεων της σύμβασης αυτής, να ελέγχει κατά πόσο με τη δραστηριότητα της Europol, παραβιάζονται, κατά την αποθήκευση, επεξεργασία και χρήση των δεδομένων που διαθέτει η Europol, τα δικαιώματα των προσώπων. Περαιτέρω, η αρχή αυτή ελέγχει τη νομιμότητα της διαβίβασης δεδομένων από την Europol. Η κοινή εποπτική αρχή αποτελείται το πολύ από δύο μέλη ή εκπροσώπους τους, ενδεχομένως επικουρούμενους από αναπληρωματικά μέλη της κάθε εθνικής εποπτικής αρχής, τα οποία συνεπώς παρέχουν όλα τα εχέγγυα ανεξαρτησίας και συγκεντρώνουν τα απαραίτητα προσόντα. Τα μέλη αυτά διορίζονται από κάθε κράτος μέλος επί πενταετία. Κάθε κράτος μέλος έχει κατά τις ψηφοφορίες μια αποφασιστική ψήφο.

Η κοινή εποπτική αρχή διορίζει τον πρόεδρό της.

Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τα μέλη της κοινής εποπτικής αρχής δεν λαμβάνουν οδηγίες από καμία αρχή.

2. Η Europol υποχρεούται να επικουρεί την κοινή εποπτική αρχή κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων της. Ιδίως υποχρεούται:

1. να της παρέχει τις πληροφορίες που ζητά, τη δυνατότητα να λαμβάνει γνώση του περιεχομένου όλων των εγγράφων και των φακέλων καθώς και πρόσβαση στα αποθηκευμένα δεδομένα και

2. να της παρέχει οποτεδήποτε πρόσβαση σε όλους τους υπηρεσιακούς της χώρους,

3. να εκτελεί τις αποφάσεις της κοινής εποπτικής αρχής σχετικά με τις προσφυγές, σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφος 7 και στο άρθρο 20 παράγραφος 4.

3. Η κοινή εποπτική αρχή είναι επίσης αρμόδια για την ανάλυση των δυσχερειών εφαρμογής και ερμηνείας κατά την επεξεργασία και χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συνδέονται με τη δραστηριότητα της Europol, για τη μελέτη ζητημάτων που τίθενται ενδεχομένως σε συνάρτηση με τους ελέγχους τους οποίους διεξάγουν, με πλήρη ανεξαρτησία, οι εθνικές εποπτικές αρχές των κρατών μελών ή ζητήματα σχετικά με την άσκηση του δικαιώματος πληροφόρησης, καθώς και για την επεξεργασία εναρμονισμένων προτάσεων για την εύρεση κοινών λύσεων στα ανακύπτοντα ζητήματα.

4. Κάθε πρόσωπο δικαιούται να προσφεύγει στην κοινή εποπτική αρχή, προκειμένου να εξετασθεί κατά πόσον η Europol προέβη σε ορθή και νόμιμη αποθήκευση, συλλογή, επεξεργασία και χρήση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

5. Εάν η κοινή εποπτική αρχή διαπιστώσει παραβάσεις των διατάξεων της σύμβασης αυτής κατά την αποθήκευση, επεξεργασία ή χρήση προσωπικών δεδομένων, απευθύνει τις αναγκαίες παρατηρήσεις στο διευθυντή της Europol και ζητά απάντηση επί των παρατηρήσεών της εντός προθεσμίας την οποία ορίζει η ίδια. Ο διευθυντής κρατά ενήμερο το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με όλη τη διαδικασία. Σε περίπτωση δυσχερειών, η κοινή εποπτική αρχή υποβάλει το θέμα στο διοικητικό συμβούλιο.

6. Η κοινή εποπτική αρχή συντάσσει, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, έκθεση πεπραγμένων. Η έκθεση αυτή διαβιβάζεται στο Συμβούλιο κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση 7 προηγουμένως, παρέχεται η ευκαιρία στο διοικητικό συμβούλιο να γνωμοδοτήσει. Η γνωμοδότηση αυτή επισυνάπτεται στην έκθεση.

Η κοινή εποπτική αρχή αποφασίζει κατά ποσό θα δημοσιεύσει την έκθεση πεπραγμένων της και ενδεχομένως αποφασίζει για τις λεπτομέρειες αυτής της δημοσίευσης.

7. Η κοινή εποπτική αρχή θεσπίζει ομόφωνα τον εσωτερικό της κανονισμό, ο οποίος υπόκειται στην ομόφωνη έγκριση του Συμβουλίου. Στους κόλπους της συστήνει επιτροπή, αποτελούμενη από ένα μέλος κάθε αντιπροσωπίας που διαθέτει μία αποφασιστική ψήφο. Καθήκον της επιτροπής αυτής είναι να εξετάζει με όλα τα κατάλληλα μέσα τις προσφυγές που προβλέπονται στο άρθρο 19 παραγραφος 7 και στο άρθρο 20 παράγραφος 4. Η επιτροπή ακροάται των μερών, εφόσον αυτά το ζητήσουν, επικουρούμενα, αν το επιθυμούν, από το σύμβουλό τους. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό είναι οριστικές έναντι όλων των ενδιαφερομένων μερών.

8. Η κοινή εποπτική αρχή δύναται άλλωστε να συστήσει μία ή περισσότερες επιτροπές.

9. Λαμβάνεται η γνώμη της σχετικά με το τμήμα του σχεδίου προϋπολογισμού που την αφορά. Η γνώμη της επισυνάπτεται στο εν λόγω σχέδιο προϋπολογισμού.

10. Επικουρείται από γραμματεία της οποίας τα καθήκοντα καθορίζονται από τον εσωτερικό κανονισμό.

Άρθρο 25

Ασφάλεια δεδομένων

1. Η Europol λαμβάνει τα απαραίτητα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για τη διασφάλιση της εφαρμογής αυτής της σύμβασης. Τα μέτρα είναι αναγκαία μόνον εφόσον το κόστος τους είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό προστασίας.

2. Όσον αφορά την αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων εντός των υπηρεσιών της Europol, κάθε κράτος μέλος και η Europol λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου:

1. να απαγορεύεται η είσοδος στις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα μη προ τούτο νομιμοποιούμενα πρόσωπα (έλεγχος πρόσβασης),

2. να αποτρέπεται η ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποιήση ή απομάκρυνση των υποθεμάτων δεδομένων από μη νομιμοποιούμενο πρόσωπο (έλεγχος των υποθεμάτων δεδομένων),

3. να εμποδίζεται η ανεπίτρεπτη εισαγωγή στα αρχεία καθώς επίσης και η ανεπίτρεπτη ανάγνωση, μεταβολή ή διαγραφή ενσωματωμένων προσωπικών δεδομένων (έλεγχος ενσωμάτωσης),

4. να αποτρέπεται η χρήση των συστημάτων αυτόματης επεξεργασίας δεδομένων από μη νομιμοποιούμενα πρόσωπα με τη βοήθεια εξοπλισμού διαβίβασης δεδομένων (έλεγχος χρήσης),

5. να διασφαλίζεται ότι, για τη χρησιμοποίηση ενός συστήματος αυτόματης επεξεργασίας δεδομένων, τα νομιμοποιούμενα πρόσωπα έχουν πρόσβαση μόνο στα δεδομένα που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους (έλεγχος πρόσβασης),

6. να διασφαλίζεται ότι θα ελέγχεται και θα διαπιστώνεται σε ποιες υπηρεσίες μπορούν να διαβιβάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με τη βοήθεια του εξοπλισμού διαβίβασης δεδομένων (έλεγχος διαβίβασης),

7. να διασφαλίζεται ότι μπορεί εκ των υστέρων να ελεγχθεί και να διαπιστωθεί ποια δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν εισαχθεί στα συστήματα αυτόματης επεξεργασίας δεδομένων, πότε και από ποιο πρόσωπο (έλεγχος εισαγωγής),

8. να αποτρέπεται, κατά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και κατά τη μεταφορά υποθεμάτων δεδομένων, η ανεπίτρεπτη ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή διαγραφή των δεδομένων (έλεγχος μεταφοράς),

9. να εξασφαλισθεί ότι, στην περίπτωση βλάβης των λειτουργούντων συστημάτων, θα αποκατασταθεί αμελλητί η εκ νέου λειτουργία τους (αποκατάσταση),

10. να εξασφαλισθεί ότι το σύστημα λειτουργεί αλάνθαστα, ότι θα γνωστοποιείται αμελλητί η οποιαδήποτε ελαττωματική λειτουργία του (αξιοπιστία) και ότι τα αποθηκευμένα δεδομένα δεν θα παραποιούνται από κακή λειτουργία του συστήματος (γνησιότης).

ΤΙΤΛΟΣ V ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ, ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 26

Ικανότητα δικαίου

1. Η Europol έχει νομική προσωπικότητα.

2. Σε κάθε κράτος μέλος, η Europol έχει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται από τις εθνικές νομοθεσίες στα νομικά πρόσωπα. Δύναται ιδίως να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3. Η Europol νομιμοποιείται να συνάψει με το Βασίλειο των Κάτω Χωρών συμφωνία περί της έδρας και με τα τρίτα κράτη και αρχές, κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 4, τις κατά το άρθρο 18 παράγραφος 6 απαραίτητες συμφωνίες περί προστασίας του απορρήτου καθώς επίσης και άλλους διακανονισμούς, στα πλαίσια των ομόφωνα θεσπιζομένων από το Συμβούλιο και βάσει αυτής της σύμβασης και του τίτλου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, κανόνων.

Άρθρο 27

Όργανα της Europol

Τα όργανα της Europol είναι:

1. το διοικητικό συμβούλιο,

2. ο διευθυντής,

3. ο δημοσιονομικός ελεγκτής,

4. η δημοσιονομική επιτροπή.

Άρθρο 28

Διοικητικό συμβούλιο

1. Η Europol διαθέτει διοικητικό συμβούλιο. Το διοικητικό συμβούλιο:

1. συμπράττει στη διεύρυνση των σκοπών της Europol (άρθρο 2 παράγραφος 2),

2. καθορίζει ομόφωνα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των αξιωματικών-συνδέσμων έναντι της Europol (άρθρο 5),

3. αποφασίζει ομόφωνα περί του αριθμού των αξιωματικών-συνδέσμων (άρθρο 5), τους οποίους τα κράτη μέλη δύνανται να στείλουν στην Europol,

4. προετοιμάζει τους εκτελεστικούς κανόνες για τα αρχεία (άρθρο 10),

5. συμπράττει στην έκδοση των κανόνων για τις σχέσεις της Europol προς τα τρίτα κράτη και αρχές, κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 4 (άρθρα 10, 18 και 42),

6. καθορίζει ομόφωνα τις λεπτομέρειες για τη διαμόρφωση του ευρετηριακού συστήματος (άρθρο 11),

7. εγκρίνει με πλειοψηφία των τη θέσπιση κανονισμών για τη σύσταση αρχείου δεδομένων (άρθρο 12),

8. δύναται να λάβει θέση σχετικά με τις παρατηρήσεις και τις εκθέσεις της κοινής εποπτικής αρχής (άρθρο 24),

9. εξετάζει τα προβλήματα σχετικά με τα οποία του εφιστά την προσοχή ή κοινή εποπτική αρχή (άρθρο 24 παράγραφος 5),

10. ρυθμίζει τις λεπτομέρειες της διαδικασίας ελέγχου του νομίμου χαρακτήρα των αιτήσεων στα πλαίσια του συστήματος πληροφοριών (άρθρο 16),

11. συμπράττει στο διορισμό και την απόλυση του διευθυντή και των αναπληρωτών διευθυντών (άρθρο 29),

12. εποπτεύει την ενδεδειγμένη εκτέλεση των καθηκόντων του διευθυντή (άρθρα 7 και 29),

13. συμπράττει στη θέσπιση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του προσωπικού (άρθρο 30),

14. συμπράττει στη σύναψη συμφωνιών περί προστασίας του απορρήτου και στη θέσπιση διατάξεων προστασίας του απορρήτου (άρθρα 18 και 31),

15. συμπράττει στην κατάρτιση του προϋπολογισμού, συμπεριλαμβανομένου και του οργανογράμματος, στον έλεγχο των λογαριασμών και στην απαλλαγή του διευθυντή (άρθρα 35 και 36),

16. εγκρίνει ομόφωνα το πενταετές δημοσιονομικό σχέδιο (άρθρο 35),

17. διορίζει ομόφωνα τη δημοσιονομικό ελεγκτή και εποπτεύει την άσκηση των καθηκόντων του (άρθρο 35),

18. συμπράττει στη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού (άρθρο 35),

19. εγκρίνει ομόφωνα τη σύναψη της συμφωνίας για την έδρα (άρθρο 37),

20. εκδίδει ομόφωνα τους κανόνες εξουσιοδότησης των υπαλλήλων της Europol,

21. αποφαίνεται με πλειοψηφία δύο τρίτων επί των διαφορών μεταξύ ενός κράτους μέλους και της Europol ή μεταξύ κρατών μελών σχετικά με τις αποζημιώσεις που οφείλονται εκ της ευθύνης για την παράνομη ή ανακριβή επεξεργασία δεδομένων (άρθρο 38),

22. συμπράττει στην ενδεχόμενη τροποποίηση της σύμβασης (άρθρο 43),

23. ευθύνεται για περαιτέρω καθήκοντα, τα οποία του ανατίθενται από το Συμβούλιο, κυρίως στα πλαίσια των εκτελεστικών διατάξεων της παρούσας σύμβασης.

2. Το διοικητικό συμβούλιο αποτελείται από έναν αντιπρόσωπο κάθε κράτους μέλους. Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου έχει μία ψήφο.

3. Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να αντικατασταθεί από αναπληρωματικό μέλος 7 το αναπληρωματικό μέλος μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα ψήφου του τακτικού μέλους σε περίπτωση απουσίας του τελευταίου.

4. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλείται να παραστεί στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ωστόσο, το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να συνέλθει απουσία του αντιπροσώπου της Επιτροπής.

5. Κατά τις συσκέψεις του διοικητικού συμβουλίου, τα τακτικά ή τα αναπληρωματικά μέλη έχουν εξουσιοδοτηθεί να συνοδεύονται και να επικουρούνται συμβουλευτικώς από εμπειρογνώμονες των επί μέρους κρατών μελών.

6. Η προεδρία του διοικητικού συμβουλίου ασκείται από τον αντιπρόσωπο του κράτους μέλους που ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου.

7. Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει ομόφωνα τον εσωτερικό κανονισμό του.

8. Οι αποχές δεν εμποδίζουν τη λήψη των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου για τις οποίες απαιτείται ομοφωνία.

9. Το διοικητικό συμβούλιο συνέρχεται τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο.

10. Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει κατ' έτος και κατ' ομοφωνία:

1. γενική έκθεση πεπραγμένων της Europol για το διαρρεύσαν έτος,

2. έκθεση με τις μελλοντικές προοπτικές της Europol, στην οποία λαμβάνονται υπόψη οι λειτουργικές ανάγκες των κρατών μελών και οι επιπτώσεις στον προϋπολογισμό και το προσωπικό της Europol.

Οι εκθέσεις αυτές υποβάλλονται στο Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία του τίτλου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Άρθρο 29

Διευθυντής

1. Την Europol διευθύνει διευθυντής ο οποίος διορίζεται από το Συμβούλιο ομόφωνα, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου και για μια περίοδο τεσσάρων ετών. Επιτρέπεται μόνον η άπαξ ανανέωση της θητείας του.

2. Το διευθυντή επικουρούν αναπληρωτές διευθυντές, των οποίων ο αριθμός καθορίζεται από το Συμβούλιο και οι οποίοι διορίζονται με τη διαδικασία της παραγράφου 1. Η θητεία τους ορίζεται σε τέσσερα έτη, ανανεώνεται δε μόνον άπαξ. Τα καθήκοντά τους προσδιορίζονται από το διευθυντή.

3. Ο διευθυντής είναι υπεύθυνος για:

1. την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην Europol,

2. την τρέχουσα διοίκηση,

3. τη διοίκηση του προσωπικού,

4. την ενδεδειγμένη προπαρασκευή και εφαρμογή των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου,

5. την προπαρασκευή των σχεδίων προϋπολογισμού, του οργανογράμματος και του πενταετούς δημοσιονομικού σχεδίου καθώς και την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Europol,

6. όλα τα άλλα καθήκοντα που του αναθέτει η παρούσα σύμβαση ή το διοικητικό συμβούλιο.

4. Ο διευθυντής λογοδοτεί για την εκτέλεση των καθηκόντων του στο διοικητικό συμβούλιο και παρίσταται στις συνεδριάσεις του.

5. Ο διευθυντής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της Europol.

6. Ο διευθυντής, καθώς και οι αναπληρωτές διευθυντές μπορούν να απολυθούν με απόφαση του Συμβουλίου, η οποία δέον να λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψήφων των κρατών μελών, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και κατόπιν γνωμοδοτήσεως του διοικητικού συμβουλίου.

7. Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1 και 2, η διάρκεια της πρώτης θητείας μετά την έναρξη ισχύος της σύμβασης ανέρχεται για τον διευθυντή σε πέντε έτη, για τον πρώτο αναπληρωτή διευθυντή σε τέσσερα έτη και για τον δεύτερο σε τρία έτη.

Άρθρο 30

Προσωπικό

1. Ο διευθυντής, οι αναπληρωτές διευθυντές και οι υπάλληλοι της Europol έχουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως γνώμονα τους σκοπούς και τα καθήκοντα της Europol και δεν επιτρέπεται να δέχονται ή να ζητούν οδηγίες από ουδεμία κυβέρνηση, αρχή, οργανισμό ή πρόσωπο το οποίο δεν ανήκει στην Europol, εκτός αν η παρούσα σύμβαση ορίζει διαφορετικά και υπό την επιφύλαξη του τίτλου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2. Ο διευθυντής είναι ιεραρχικά ο προϊστάμενος των αναπληρωτών διευθυντών και των υπαλλήλων της Europol. Διορίζει και απολύει τους υπαλλήλους. Κατά την επιλογή του προσωπικού δέον να λαμβάνει υπόψη, παράλληλα προς την καταλληλότητα του προσώπου και τα επαγγελματικά του προσόντα, το γεγονός ότι πρέπει να διασφαλίζεται η κατά το δυνατόν προσήκουσα συμμετοχή των υπηκόων όλων των κρατών μελών και όλων των επισήμων γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3. Οι λεπτομέρειες ορίζονται σε κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, που θεσπίζεται ομόφωνα από το Συμβούλιο, μετά γνωμοδότηση του διοικητικού συμβουλίου και κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο τίτλος VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Άρθρο 31

Υποχρέωση εχεμύθειας

1. Η Europol και τα κράτη μέλη διασφαλίζουν με τα κατάλληλα μέτρα ότι προστατεύονται οι πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα, οι οποίες συλλέγονται κατ' εφαρμογή της σύμβασης αυτής ή ανταλλάσσονται στα πλαίσια της Europol. Για το σκοπό αυτό το Συμβούλιο θεσπίζει ομόφωνα διατάξεις περί απορρήτου, οι οποίες προετοιμάζονται προηγουμένως από το διοικητικό συμβούλιο και υποβάλλονται στο Συμβούλιο κατά τη διαδικασία του τίτλου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2. Όταν η Europol αναθέτει σε πρόσωπα καθήκοντα εμπιστευτικού χαρακτήρα από άποψη ασφαλείας, τα κράτη μέλη υποχρεούναι, ύστερα από αίτηση του διευθυντή της Europol, να διενεργήσουν έλεγχο ασφαλείας των ιδίων τους υπηκόων, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο και να παρέχουν κατά τους ελέγχους αυτούς αμοιβαία συνδρομή. Η σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο αρμόδια αρχή, γνωστοποιεί στην Europol μόνον το αποτέλεσμα του ελέγχου ασφαλείας, το οποίο είναι δεσμευτικό για την Europol.

3. Τα κράτη μέλη και η Europol επιτρέπεται να αναθέτουν την στα πλαίσια της Europol επεξεργασία των δεδομένων, μόνον σε ειδικά κατηρτισμένα πρόσωπα, τα οποία έχουν υποστεί έλεγχο ασφαλείας.

Άρθρο 32

Υποχρέωση τηρήσεως του απόρρητου και εχεμύθειας

1. Τα όργανα, τα μέλη τους, οι αναπληρωτές διευθυντές, το προσωπικό της Europol και οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι οφείλουν να απέχουν από κάθε πράξη, και ιδίως από κάθε έκφραση γνώμης που δύναται να θίξει το κύρος της Europol ή να βλάψει τις δραστηριότητές της.

2. Τα όργανα, τα μέλη τους, οι αναπληρωτές διευθυντές, το προσωπικό της Europol, οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι καθώς και τα άλλα πρόσωπα, τα οποία ανέλαβαν την ιδιαίτερη υποχρέωση τηρήσεως εχεμύθειας και του απορρήτου, υποχρεούνται να τηρούν το απόρρητο για όλα τα γεγονότα και τις πληροφορίες, των οποίων έλαβαν γνώση κατά την άσκηση του αξιώματός τους ή στα πλαίσια της δραστηριότητός τους έναντι παντός μη αρμοδίου, καθώς και να μην εκφράζονται δημοσίως γι' αυτά. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για γεγονότα ή πληροφορίες, οι οποίες λόγω της σημασίας τους δεν φέρουν το χαρακτήρα του απορρήτου. Η υποχρέωση τηρήσεως του απορρήτου και εχεμύθειας ισχύει και μετά την παύση άσκησης του αξιώματός τους, τη λήξη της σύμβασης εργασίας ή της δραστηριότητάς τους. Η προαναφερθείσα στην πρώτη φράση ιδιαίτερη υποχρέωση γνωστοποιείται από την Europol, ενώ συγχρόνως υποδεικνύονται οι ποινικές συνέπειες που θα έχει η παραβίαση του απορρήτου 7 ή γνωστοποίηση πιστοποιείται με σχετική έκθεση.

3. Τα όργανα, τα μέλη τους, οι αναπληρωτές διευθυντές, το προσωπικό της Europol, οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι καθώς και τα κατά την παράγραφο 2 έχοντα ιδιαίτερη υποχρέωση πρόσωπα, δεν επιτρέπεται να καταθέσουν ή να προβούν σε δηλώσεις ενώπιον ή εκτός δικαστηρίου χωρίς να το αναφέρουν στον διευθυντή ή εφόσον πρόκειται για το διευθυντή, στο διοικητικό συμβούλιο, για γεγονότα ή πληροφορίες των οποίων έλαβαν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή της δραστηριότητός τους.

Ο διευθυντής ή το διοικητικό συμβούλιο, ανάλογα με την περίπτωση, απευθύνεται στη δικαστική αρχή ή οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή, προκειμένου να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο από το οποίο διέπεται η εν λόγω αρχή, είτε για να διαμορφωθούν οι λεπτομέρειες της μαρτυρικής κατάθεσης, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διαφύλαξη του απορρήτου χαρακτήρα των πληροφοριών, είτε για να αποκλεισθεί η ανακοίνωση σχετικά με τις πληροφορίες, εφόσον το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο, και το επιβάλει η προστασία πρωταρχικών συμφερόντων της Europol ή ενός κράτους μέλους.

Εφόσον το δίκαιο του κράτους μέλους προβλέπει το δικαίωμα άρνησης της μαρτυρικής κατάθεσης, τα καλούμενα προς τούτο πρόσωπα πρέπει να είναι δεόντως εξουσιοδοτημένα να το πράξουν. Η εξουσιοδότηση παρέχεται από το διευθυντή και, στην περίπτωση που καλείται ο ίδιος να καταθέσει ως μάρτυρας, από το διοικητικό συμβούλιο. Όταν ένας αξιωματικός-σύνδεσμος καλείται να καταθέσει ως μάρτυρας σχετικά με πληροφορίες που έχει από την Europol, η άδεια αυτή χορηγείται αφού συμφωνήσει το κράτος μέλος από το οποίο προέρχεται ο εν λόγω αξιωματικός-σύνδεσμος.

Άλλωστε, όταν καθίσταται φανερό ότι η μαρτυρική κατάθεση μπορεί επίσης να συμπεριλάβει πληροφορίες και στοιχεία που διεβίβασε κάποιο μέλος ή που αφορούν προφανώς ένα κράτος μέλος, τότε επιβάλλεται να ληφθεί η γνώμη αυτού του κράτους μέλους πριν από τη χορήγηση της άδειας.

Δεν δίδεται άδεια για την παροχή μαρτυρικής κατάθεσης εφόσον κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση υπερτέρων συμφερόντων, τα οποία πρέπει να τύχουν της προστασίας της Europol ή του ή των ενδιαφερομένων κρατών μελών.

Η υποχρέωση αυτή ισχύει και μετά τη λήξη άσκησης των καθηκόντων τους, της συμβάσεως εργασίας τους ή της δραστηριότητάς τους.

4. Κάθε κράτος μέλος θεωρεί κάθε παράβαση των κατά τις παραγράφους 2 και 3 υποχρεώσεων εχεμύθειας ή τηρήσεως του απορρήτου ως προσβολή της εθνικής του νομοθεσίας του περί προστασίας του υπηρεσιακού ή επαγγελματικού απορρήτου, ή των διατάξεών του περί προστασίας των απορρήτων εγγράφων.

Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει, το αργότερο κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας σύμβασης, τις διατάξεις του εθνικού δικαίου ή τις απαιτούμενες διατάξεις για τη δίωξη της μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις τηρήσεως του απορρήτου και εχεμύθειας που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3. Μεριμνά ώστε να εφαρμόζονται αυτοί οι κανόνες και οι διατάξεις και στους δικούς του υπαλλήλους, οι οποίοι, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων τους, έχουν σχέση με την Europol.

Άρθρο 33

Γλώσσες

1. Οι εκθέσεις και τα λοιπά έγγραφα εργασίας και επίσημα έγγραφα, τα οποία φέρονται σε γνώση του διοικητικού συμβουλίου, του υποβάλλονται σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γλώσσες εργασίας του διοικητικού συμβουλίου είναι οι επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Τις απαραίτητες για τις δραστηριότητες της Europol μεταφραστικές εργασίες αναλαμβάνει το μεταφραστικό κέντρο των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 34

Ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

1. Η προεδρία του Συμβουλίου απευθύνει ετησίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ειδική έκθεση για τις εργασίες που διεξάγει η Europol. Για την ενδεχόμενη τροποποίηση της παρούσας σύμβασης ζητείται η γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

2. Η πορεδρία του Συμβουλίου ή ο οριζόμενος από την προεδρία αντιπρόσωπος τηρεί έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τις υποχρεώσεις εχεμύθειας και προστασίας του απορρήτου.

3. Οι προβλεπόμενες σ' αυτό το άρθρο υποχρεώσεις δεν θίγουν τα δικαιώματα των εθνικών Κοινοβουλίων, το άρθρο Κ.6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις γενικές αρχές που εφαρμόζονται στις σχέσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατ' εφαρμογή του τίτλου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Άρθρο 35

Προϋπολογισμός

1. Όλα τα έσοδα και έξοδα της Europol καθώς και οι δαπάνες τις κοινής εποπτικής αρχής και της γραμματείας της, κατά το άρθρο 24, πρέπει να προβλέπονται για κάθε οικονομικό έτος και να εγγράφονται στον προϋπολογισμό. Στον προϋπολογισμο προσαρτάται πίνακας οργανογράμματος. Το οικονομικό έτος αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου.

Ο προϋπολογισμός πρέπει να περιέχει ισολογισμό εσόδων και εξόδων.

Συγχρόνως με τον προϋπολογισμό, καταρτίζεται πενταετές δημοσιονομικό σχέδιο.

2. Ο προϋπολογισμός χρηματοδοτείται από τις συνεισφορές των κρατών μελών και άλλα περιστασιακά έσοδα. Η καταβλητέα συνεισφορά κάθε κράτους μέλους καθορίζεται με βάση το ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος του, επί του συνόλου των ακαθάριστων εθνικών προϊόντων των κρατών μελών για το έτος που προηγείται του έτους καταρτίσεως του προϋπολογισμού. Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, ως «ακαθάριστο εθνικό προϊόν» νοείται το ακαθάριστο εθνικό προϊόν, όπως καθορίζεται στην οδηγία 89/130/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Φεβρουαρίου 1989 περί της εναρμόνισης του καθορισμού του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος σε τιμές αγοράς.

3. Ο διευθυντής καταρτίζει το σχέδιο προϋπολογισμού και το οργανόγραμμα για το επόμενο έτος το αργότερο μέχρι τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, και τα υποβάλλει, μετά από εξέτασή τους από τη δημοσιονομική επιτροπή, στο διοικητικό συμβούλιο, μαζί με το πενταετές δημοσιονομικό σχέδιο.

4. Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει το πενταετές δημοσιονομικό σχέδιο. Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνεται ομόφωνα.

5. Το Συμβούλιο θεσπίζει τον προϋπολογισμό της Europol, το αργότερο, μέχρι τις 30 Ιουνίου του έτους που προηγείται του οικονομικού έτους, κατόπιν γνωμοδοτήσεως του διοικητικού συμβουλίου και κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο τίτλος VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η απόφαση του Συμβουλίου λαμβάνεται ομόφωνα. Ανάλογη διαδικασία ακολουθείται στην περίπτωση των συμπληρωματικών ή διορθωτικών προϋπολογισμών. Η έγκριση του προϋπολογισμού από το Συμβούλιο προϋποθέτει ότι κάθε κράτος μέλος θα διαθέσει εμπροθέσμως την προσήκουσα συνεισφορά του.

6. Ο διευθυντής εκτελεί τον προϋπολογισμό σύμφωνα με τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού που προβλέπει η παράγραφος 9.

7. Ο έλεγχος της ανάληψης υποχρεώσεων και της πληρωμής των δαπανών και ο έλεγχος της εξακρίβωσης και της είσπραξης των εσόδων ασκούνται από δημοσιονομικό ελεγκτή, ο οποίος διορίζεται ομόφωνα από το διοικητικό συμβούλιο και λογοδοτεί ενώπιόν του. Ο δημοσιονομικός κανονισμός μπορεί να προβλέπει ότι για ορισμένα έσοδα ή έξοδα ο έλεγχος από το δημοσιονομικό ελεγκτή μπορεί να γίνεται εκ των υστέρων.

8. Η δημοσιονομική Επιτροπή αποτελείται από έναν αντιπρόσωπο κάθε κράτους μέλους, αρμόδιο για θέματα προϋπολογισμού. Καθήκον έχει να προετοιμάζει τις διαβουλεύσεις για τα δημοσιονομικά και οικονομικά θέματα.

9. Το Συμβούλιο θεσπίζει ομόφωνα και κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση το δημοσιονομικό κανονισμό, στον οποίο ορίζονται, ιδίως, οι λεπτομέρειες σχετικά με την κατάρτιση, την τροποποίηση και την εκτέλεση του προϋπολογισμού και σχετικά με τον έλεγχο της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, καθώς και τον τρόπο καταβολής των χρηματικών συνεισφορών των κρατών μελών.

Άρθρο 36

Έλεγχος λογαριασμών

1. Οι λογαριασμοί του συνόλου των εγγεγραμμένων στον προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων, καθώς και ο ισολογισμός του ενεργητικού και παθητικού της Europol ελέγχονται ετησίως σύμφωνα με το δημοσιονομικό κανονισμό. Για το σκοπό αυτό, ο διευθυντής υποβάλλει το αργότερο έως της 31 Μαΐου του επομένου έτους έκθεση για το ετήσιο κλείσιμο των λογαριασμών.

2. Ο έλεγχος των λογαριασμών διενεργείται από κοινή ελεγκτική επιτροπή, αποτελούμενη από τρία μέλη διοριζόμενα από το Ελεγκτικό Συνέδριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, μετά από πρόταση του προέδρου του 7 η θητεία των μελών αυτών είναι τριετής 7 προς τούτο εναλλάσσονται, έτσι ώστε να αντικαθίσταται κατ' έτος το μέλος το οποίο ήδη συμμετείχε επί τριετία στην ελεγκτική επιτροπή. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου 2 και για την πρώτη, μετά την έναρξη των δραστηριοτήτων της Europol, σύνθεση της κοινής ελεγκτικής επιτροπής, καθορίζεται η θητεία του μέλους το οποίο μετά τη διεξαγωγή κληρώσεως:

- είναι πρώτο, σε δύο έτη,

- είναι δεύτερο, σε τρία έτη,

- είναι τρίτο, σε τέσσερα έτη.

Τα ενδεχόμενα έξοδα ελέγχου των λογαριασμών καταλογίζονται στον προϋπολογισμό που προβλέπεται από το άρθρο 35.

3. Η κοινή ελεγκτική επιτροπή υποβάλει στο Συμβούλιο - κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση - έκθεση ελέγχου για το παρελθόν οικονομικό έτος 7 προηγουμένως δίδεται η ευκαιρία στο διεθυντή και το δημοσιονομικό ελεγκτή να γνωμοδοτήσουν σχετικά με την έκθεση ελέγχου, ενώ η έκθεση αυτή συζητείται και στα πλαίσια του διοικητικού συμβουλίου.

4. Ο διευθυντής παρέχει στα μέλη της κοινής ελεγκτικής επιτροπής κάθε πληροφορία και βοήθεια που είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

5. Το Συμβούλιο απαλλάσσει το διευθυντή της ευθύνης από την εκτέλεση του προϋπολογισμού του συγκεκριμένου οικονομικού έτους, μετά από εξέταση της έκθεσης για το ετήσιο κλείσιμο των λογαριασμών.

6. Οι λεπτομέρειες του ελέγχου των λογαριασμών καθορίζονται στο δημοσιονομικό κανονισμό.

Άρθρο 37

Συμφωνία περί της έδρας

Οι απαραίτητες διατάξεις σχετικά με την εγκατάσταση της Europol στο κράτος έδρας και σχετικά με τις παροχές που θα προσφέρει το κράτος, καθώς και τους ειδικούς κανόνες, που θα εφαρμοσθούν στο κράτος έδρας της Europol, στα μέλη των οργάνων της, στους αναπληρωτές διευθυντές της, στους υπαλλήλους της και στα μέλη της οικογενείας τους, καθορίζονται σε συμφωνία περί της έδρας μεταξύ της Europol και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, η οποία θα συναφθεί μετά από ομόφωνη έγκριση του διοικητικού συμβουλίου.

ΤΙΤΛΟΣ VI ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

Άρθρο 38

Ευθύνη λόγω παράνομης ή λανθασμένης επεξεργασίας δεδομένων

1. Κάθε κράτος μέλος ευθύνεται, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, για τη ζημία που υπέστη κάποιο πρόσωπο λόγω παρανόμων ή λανθασμένων δεδομένων, τα οποία έχει αποθηκεύσει ή επεξεργασθεί η Europol. Η αγωγή αποζημιώσεως δύναται να στραφεί μόνο κατά του κράτους μέλους στο οποίο επήλθε το ζημιογόνο γεγονός και ασκείται ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους. Προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη που το βαρύνει σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία απέναντι στο ζημιωθέν πρόσωπο, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεσθεί το γεγονός ότι ένα άλλο κράτος μέλος ή η Europol διεβίβασαν ανακριβή δεδομένα.

2. Εάν αυτά τα παράνομα και λανθασμένα δεδομένα προέρχονται από πλημμελή διαβίβαση ή μη τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στην παρούσα σύμβαση εκ μέρους ενός ή πολλών κρατών μελών ή οφείλονται σε παράνομη και λανθασμένη αποθήκευση ή επεξεργασία εκ μέρους της Europol, τότε η Europol ή το ή τα κράτη μέλη υποχρεούνται σε επιστροφή, κατόπιν προσφυγής, της καταβληθείσης αποζημιώσεως, εκτός εάν το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου προκλήθηκε η ζημία χρησιμοποίησε τα δεδομένα κατά παράβαση των διατάξεων της παρούσας σύμβασης.

3. Οι διαφορές μεταξύ αυτού του κράτους μέλους και της Europol ή άλλου κράτους μέλους σχετικά με την αξίωση ή το ποσό της επιστροφής, φέρονται ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου που αποφαίνεται με πλειοψηφία των 2/3.

Άρθρο 39

Λοιπή ευθύνη

1. Η συμβατική ευθύνη της Europol διέπεται από το δίκαιο το οποίο διέπει την αντίστοιχη σύμβαση.

2. Όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη, η Europol υποχρεούται - ανεξάρτητα από την ευθύνη κατά το άρθρο 38 - να αποκαταστήσει τη ζημία η οποία προκλήθηκε υπαιτίως από τα όργανα, τους αναπληρωτές διευθυντές ή τους υπαλλήλους της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εφόσον η ζημία αυτή μπορεί να τους καταλογισθεί. Η παρούσα διάταξη δεν αποκλείει άλλες αξιώσεις αποζημίωσης δυνάμει του δικαίου των κρατών μελών.

3. Ο ζημιωθείς δικαιούται να ζητήσει από την Europol την παράλειψη ή ακύρωση κάποιας πράξεως.

4. Τα αρμόδια δικαστήρια των κρατών μελών, ενώπιον των οποίων φέρονται οι διαφορές εκ της ευθύνης της Europol, που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, καθορίζονται σύμφωνα προς τις οικείες διατάξεις της σύμβασης των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως προσαρμόσθηκε μεταγενέστερα από τις συνθήκες προσχώρησης.

Άρθρο 40

Ρύθμιση διαφορών και αντιδικιών

1. Οι διαφορές μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας σύμβασης πρέπει να εξετάζονται, σε ένα πρώτο στάδιο, στα πλαίσια του Συμβουλίου, σύμφωνα με τη διαδικασία του τίτλου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να επιλυθούν.

2. Αν ύστερα από την πάροδο έξι μηνών δεν μπόρεσε να βρεθεί λύση, τα κράτη μέλη-διάδικοι στη διαφορά συνάπτουν δεσμευτικές συμφωνίες για τις λεπτομέρειες ρύθμισης της εν λόγω διαφοράς.

3. Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα που προβλέπονται στις ρυθμίσεις του καθεστώτος στο οποίο υπάγεται το έκτακτο και επικουρικό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζονται, κατ' αναλογία, στο προσωπικό της Europol.

Άρθρο 41

Προνόμια και ασυλίες

1. Η Europol, τα μέλη των οργάνων της, οι αναπληρωτές διευθντές και οι υπάλληλοί της απολαύουν των αναγκαίων προνομίων και ασυλιών για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους σύμφωνα με πρωτόκολλο το οποίο περιλαμβάνει τους εφαρμοστέους σε όλα τα κράτη μέλη κανόνες.

2. Ομοίως, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και τα άλλα κράτη μέλη συμφωνούν ότι οι αποστελλόμενοι από τα άλλα κράτη μέλη αξιωματικοί-σύνδεσμοι καθώς και τα μέλη της οικογενείας τους θα απολαύουν των απαραιτήτων για τη ενδεδειγμένη εκτέλεση των καθηκόντων τους προναμίων και ασυλιών στα πλαίσια της Europol.

3. Το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 πρωτόκολλο θεσπίζεται ομόφωνα από το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και γίνεται αποδεκτό από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες.

ΤΙΤΛΟΣ VII ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 42

Σχέσεις προς τρίτα κράτη και αρχές

1. Εφόσον τούτο είναι σκόπιμο για την εκτέλεση των καθηκόντων της που ορίζονται στο άρθρο 3, η Europol συνάπτει και διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με αρχές τρίτων κρατών κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 4 σημεία 1 έως 3. Το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει ομόφωνα τους κανόνες από τους οποίους διέπονται οι σχέσεις αυτές. Δεν θίγεται η εφαρμογή του άρθρου 10 παράγραφοι 4 και 5 καθώς και του άρθρου 18 παράγραφος 2. Η ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πραγματοποιείται μόνο κατά τις διατάξεις των τίτλων II έως IV της παρούσας σύμβασης.

2. Άλλωστε, εφόσον είναι αναγκαίο για την επίτευξη των καθηκόντων που ορίζονται στο άρθρο 3, η Europol μπορεί να συνάπτει και να διατηρεί σχέσεις με τρίτα κράτη και άλλες αρχές τρίτων κρατών κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 4 σημεία 4, 5, 6 και 7. Το Συμβούλιο καθορίζει ομόφωνα κανόνες για τις αναφερόμενες στην πρώτη φράση σχέσεις, μετά από γνωμοδότηση του διοικητικού συμβουλίου και κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η παράγραφος 1 φράση 3 εφαρμόζεται αναλόγως.

Άρθρο 43

Τροποποίηση της σύμβασης

1. Το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα, στα πλαίσια του άρθρου Κ.1.9 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με πρωτοβουλία κράτους μέλους και μετά από ακρόαση του διοικητικού συμβουλίου, τροποποιήσεις της παρούσας σύμβασης, των οποίων την αποδοχή συνιστά στα κράτη μέλη σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες.

2. Οι τροποποιήσεις τίθενται σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 της παρούσας σύμβασης.

3. Ωστόσο, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει ομόφωνα, σύμφωνα με τη διαδικασία του προβλέπεται στον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και με πρωτοβουλία ενός κράτους μέλους και αφού το διοικητικό συμβούλιο προβεί στη σχετική εξέταση, να εμπλουτίσει, να τροποποιήσει ή να συμπληρώσει τους ορισμούς των μορφών εγκληματικότητας που προβλέπονται στο παράρτημα. Δύναται επίσης να αποφασίσει την εισαγωγή νέων ορισμών μορφών εγκληματικότητας.

4. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κοινοποιεί σε όλα τα κράτη μέλη την ημερομηνία έναρξης ισχύος των τροποποιήσεων.

Άρθρο 44

Επιφυλάξεις

Δεν επιτρέπεται η διατύπωση επιφυλάξεων για τη σύμβαση αυτή.

Άρθρο 45

Έναρξη ισχύος της σύμβασης

1. Η παρούσα σύμβαση γίνεται αποδεκτή από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες.

2. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στο θεματοφύλακα την ολοκλήρωση των αναγκαίων για την αποδοχή της παρούσας σύμβασης διαδικασιών, σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες.

3. Η παρούσα σύμβαση αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μηνός μετά την πάροδο περιόδου τριών μηνών από την πραγματοποίηση της γνωστοποίησης που προβλέπεται στην παράγραφο 2, εκ μέρους του κράτους το οποίο προβαίνει τελευταίο σ' αυτή τη διατύπωση και το οποίο ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την ημερομηνία που εξέδωσε το Συμβούλιο την πράξη για την κατάρτιση της παρούσας σύμβασης.

4. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 2, η Europol αναλαμβάνει τη δραστηριότητά της κατά τις διατάξεις της σύμβασης αυτής, μόνον αφού τεθεί σε ισχύ η τελευταία πράξη η οποία προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 7, στο άρθρο 10 παράγραφος 1, στο άρθρο 24 παράγραφος 7, στο άρθρο 30 παράγραφος 3, στο άρθρο 31 παράγραφος 1, στο άρθρο 35 παράγραφος 9, στο άρθρο 37 και στο άρθρο 41 παράγραφοι 1 και 2.

5. Με την ανάληψη της δραστηριότητας της Europol, παύει λειτουργούσα η μονάδα «Ναρκωτικά» της Europol, σύμφωνα με την κοινή δράση του Συμβουλίου της 10ης Μαρτίου 1995 σχετικά με τη μονάδα «Ναρκωτικά» της Europol. Τότε η Europol θα παραλάβει στην ιδιοκτησία της το σύνολο του εξοπλισμού ο οποίος χρηματοδοτήθηκε από τον κοινό προϋπολογισμό της μονάδας «Ναρκωτικά» Europol, που δημιουργήθηκε ή κατασκευάσθηκε από τη μονάδα «Ναρκωτικά» Europol ή τέθηκε στη διάθεσή της από το κράτος έδρας για διαρκή και δωρεάν χρήση, καθώς επίσης το σύνολο των αρχείων της και τα αρχεία δεδομένων τα οποία διεχειρίζετο αυτοτελώς.

6. Από της εκδόσεως εκ μέρους του Συμβουλίου της πράξης για την κατάρτιση της παρούσας σύμβασης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν, κατ' ιδίαν ή από κοινού και στα πλαίσια του εσωτερικού τους δικαίου, όλα τα προπαρασκευαστικά μέτρα τα οποία είναι σκόπιμα για την έναρξη των δραστηριοτήτων της Europol.

Άρθρο 46

Προσχώρηση νέων κρατών μελών

1. Η παρούσα σύμβαση είναι ανοικτή προς προσχώρηση σε κάθε κράτος που γίνεται μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Το κείμενο της παρούσας σύμβασης που καταρτίζεται στη γλώσσα του προσχωρούντος κράτους, μερίμνη του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αυθεντικό.

3. Τα έγγραφα προσχώρησης κατατίθενται στον θεματοφύλακα.

4. Η παρούσα σύμβαση τίθεται σε ισχύ, ως προς το προσχωρούν κράτος μέλος, την πρώτη ημέρα του μηνός μετά την παρέλευση περίοδου τριών μηνών από της καταθέσεως του εγγράφου προσχώρησης ή από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της σύμβασης, αν αυτή δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ κατά τη λήξη της προαναφερθείσας περιόδου.

Άρθρο 47

Θεματοφύλακας

1. Θεματοφύλακας της παρούσας σύμβασης είναι ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Ο θεματοφύλακας δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τις κοινοποίησεις, τα έγγραφα ή τις ανακοινώσεις που αφορούν την παρούσα σύμβαση.

En fe de lo cual, los plenipotenciarios abajo firmantes suscriben el presente Convenio.

Til bekrζftelse heraf har undertegnede befuldmζgtigede underskrevet denne konvention.

Zu Urkund dessen haben die unterzeichneten Bevollmδchtigten ihre Unterschriften unter dieses άbereinkommen gesetzt.

Σε πίστωση των ανωτέρω, οι υπογράφοντες πληρεξούσιοι έθεσαν την υπογραφή τους κάτω από την παρούσα σύμβαση.

In witness whereof, the undersigned Plenipotentiaries have hereunto set their hands.

En foi de quoi, les plιnipotentiaires soussignιs ont apposι leurs signatures au bas de la prιsente convention.

Dα fhianϊ sin, chuir na Lαnchumhachtaigh thνos-sνnithe a lαmh leis an gCoinbhinsiϊn seo.

In fede di che, i plenipotenziari sottoscritti hanno apposto le loro firme in calce alla presente convenzione.

Ten blijke waarvan de ondergetekende gevolmachtigden hun handtekening onder deze overeenkomst hebben gesteld.

Em fι do que, os plenipotenciαrios abaixo assinados apuseram as suas assinaturas no final da presente convenηγo.

Tδmδn vakuudeksi alla mainitut tδysivaltaiset edustajat ovat allekirjoittaneet tδmδn yleissopimuksen.

Til bekrδftelse hδrav har undertecknade befullmδktigade ombud undertecknat denna konvention.

Hecho en Bruselas, el veintiseis de julio de mil novecientos noventa y cinco, en un ejemplar ϊnico, en lenguas alemana, inglesa, danesa, espaρola, finesa, francesa, griega, gaιlica, italiana, neerlandesa, portuguesa y sueca, cuyos textos son igualmente autιnticos y que serα depositado en los archivos de la Secretarνa General del Consejo de la Uniσn Europea.

Udfζrdiget i Bruxelles den seksogtyvende juli nitten hundrede og femoghalvfems, i ιt eksemplar pε dansk, engelsk, finsk, fransk, grζsk, irsk, italiensk, nederlandsk, portugisisk, spansk, svensk og tysk, hvilke tekster alle har samme gyldighed, og deponeres i arkiverne i Generalsekretariatet for Rεdet for Den Europζiske Union.

Geschehen zu Brόssel am sechsundzwanzigsten Juli neunzehnhundertfόnfundneunzig in einer Urschrift in dδnischer, deutscher, englischer, finnischer, franzφsischer, griechischer, irischer, italienischer, niederlδndischer, portugiesischer, schwedischer und spanischer Sprache, wobei jeder Wortlaut gleichermaίen verbindlich ist; die Urschrift wird im Archiv des Generalsekretariats des Rates der Europδischen Union hinterlegt.

Έγινε στις Βρυξέλλες, στις είκοσι έξι Ιουλίου χίλια εννιακόσια ενενήντα πέντε, σε ένα μόνο αντίτυπο, στην αγγλική, γαλλική, γερμανική, δανική, ελληνική, ιρλανδική, ισπανική, ιταλική, ολλανδική, πορτογαλική, σουηδική και φινλανδική γλώσσα, όλα δε τα κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά και κατατίθενται στα αρχεία της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Done at Brussels on the twenty-sixth day of July in the year one thousand nine hundred and ninety-five in a single original, in the Danish, Dutch, English, Finnish, French, German, Greek, Irish, Italian, Portuguese, Spanish and Swedish languages, each text being equally authentic, such original remaining deposited in the archives of the General Secretariat of the Council of the European Union.

Fait ΰ Bruxelles, le vingt-six juillet mil neuf cent quatre-vingt-quinze, en un exemplaire unique, en langues allemande, anglaise, danoise, espagnole, finnoise, franηaise, grecque, irlandaise, italienne, nιerlandaise, portugaise et suιdoise, tous ces textes faisant ιgalement foi, exemplaire qui est dιposι dans les archives du Secrιtariat gιnιral du Conseil de l'Union europιenne.

Arna dhιanamh sa Bhruisιil, an sιϊ lα is fiche de Iϊil sa bhliain mνle naoi gcιad nσcha a cϊig, i scrνbhinn bhunaidh amhαin sa Bhιarla, sa Danmhairgis, san Fhionlainnis, sa Fhraincis, sa Ghaeilge, sa Ghearmαinis, sa Ghrιigis, san Iodαilis, san Ollainnis, sa Phortaingιilis, sa Spαinnis agus sa tSualainnis agus comhϊdarαs ag na tιacsanna i ngach ceann de na teangacha sin; dιanfar an scrνbhinn bhunaidh sin a thaisceadh i gcartlann Ardrϊnaνocht Chomhairle an Aontais Eorpaigh.

Fatto a Bruxelles, addμ ventisei luglio millenovecentonovantacinque, in unico esemplare in lingua danese, finlandese, francese, greca, inglese, irlandese, italiana, olandese, portoghese, spagnola, svedese e tedesca, i testi di ciascuna di queste lingue facenti ugualmente fede, esemplare depositato negli archivi del segretariato generale dell'Unione europea.

Gedaan te Brussel, de zesentwintigste juli negentienhonderd vijfennegentig, in ιιn exemplaar, in de Deense, de Duitse, de Engelse, de Finse, de Franse, de Griekse, de Ierse, de Italiaanse, de Nederlandse, de Portugese, de Spaanse en de Zweedse taal, zijnde alle teksten gelijkelijk authentiek, dat wordt neergelegd in het archief van het Secretariaat-generaal van de Raad van de Europese Unie.

Feito em Bruxelas, em vinte e seis de Julho de mil novecentos e noventa e cinco, em exemplar ϊnico, nas lνnguas alemγ, dinamarquesa, espanhola, finlandesa, francesa, grega, inglesa, irlandesa, italiana, neerlandesa, portuguesa e sueca, fazendo igualmente fι todos os textos, depositado nos arquivos do Secretariado-Geral do Conselho da Uniγo Europeia.

Tehty Brysselissδ kahdentenakymmenentenδkuudentena pδivδnδ heinδkuuta vuonna tuhatyhdeksδnsataayhdeksδnkymmentδviisi yhtenδ ainoana kappaleena englannin, espanjan, hollannin, iirin, italian, kreikan, portugalin, ranskan, ruotsin, saksan, suomen ja tanskan kielellδ kaikkien nδiden tekstien ollessa yhtδ todistusvoimaiset, ja se talletetaan Euroopan unionin neuvoston pδδsihteeristφn arkistoon.

Utfδrdad i Bryssel den tjugosjδtte juli nittonhundranittiofem i ett enda exemplar, pε danska, engelska, finska, franska, grekiska, irlδndska, italienska, nederlδndska, portugisiska, spanska, svenska och tyska, varvid alla texter δr lika giltiga, och deponerad i arkiven vid generalsekretariatet fφr Europeiska unionens rεd.

Pour le gouvernement du royaume de Belgique

Voor de Regering van het Koninkrijk Belgiλ

Fόr die Regierung des Kφnigreichs Belgien

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

For regeringen for Kongeriget Danmark

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

Fόr die Regierung der Bundesrepublik Deutschland

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

Για την κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

Por el Gobierno del Reino de Espaρa

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

Pour le gouvernement de la Rιpublique franηaise

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

Thar ceann Rialtas na hΙireann

For the Government of Ireland

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

Per il governo della Repubblica italiana

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

Pour le gouvernement du grand-duchι de Luxembourg

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

Voor de Regering van het Koninkrijk der Nederlanden

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

Fόr die Regierung der Republik Φsterreich

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

Pelo Governo da Repϊblica Portuguesa

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

Suomen hallituksen puolesta

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

Pε svenska regeringens vδgnar

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

For the Government of the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ που προβλέπεται στο άρθρο 2

Κατάλογος άλλων μορφών βαρείας διεθνώς οργανωμένης εγκληματικότητας, οι οποίες θα μπορούσαν να ανατεθούν στην Europol, επι πλέον αυτών που προβλέπονται ήδη στο άρθρο 2 παράγραφος 2 και στα πλαίσια των στόχων της όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1.

Εγκλήματα κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ελευθερίας:

- ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βαρεία σωματική βλάβη

- παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων και ιστών

- αρπαγή, παράνομη κατακράτηση και περιαγωγή εις ομηρία

- ρατσισμός και ξενοφοβία.

Εγκλήματα κατά της ξένης περιουσίας, των δημοσίων αγαθών και απάτη:

- οργανωμένες ληστείες

- παράνομη εμπορία πολιτιστικών αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των έργων τέχνης και των αρχαιοτήτων

- υπεξαιρέσεις και απάτες

- «προστασία» έναντι χρημάτων

- απομίμηση και πειρατεία προϊόντων

- νοθεία κρατικών εγγράφων και εμπορία πλαστών

- παραχάραξη, νοθεία μέσων πληρωμής

- εγκλήματα στον τομέα της πληροφορικής

- δωροδοκία.

Παράνομη εμπορία και καταστροφή του περιβάλλοντος:

- λαθρεμπόριο όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών

- λαθρεμπόριο απειλούμενων ειδών ζώων

- λαθρεμπόριο απειλούμενων φυτικών ειδών και φυτικών αποσταγμάτων

- εγκληματικότητα εις βάρος του περιβάλλοντος

- λαθρεμπόριο ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων.

Επιπλέον, το γεγονός ότι, δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2, ανατίθεται στην Europol η αντιμετώπιση οιασδήποτε από τις μορφές εγκληματικότητας που απαριθμούνται ανωτέρω, συνεπάγεται ότι η Europol είναι εξίσου αρμόδια για την αντιμετώπιση του σχετιζόμενου προς αυτές «ξεπλύματος» χρημάτων και των συναφών προς αυτές αδικημάτων.

Όσον αφορά τις μορφές εγκληματικότητας που απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, κατά την έννοια της παρούσας σύμβασης, νοούνται ως:

- εγκλήματα περί τα πυρηνικά και τις ραδιενεργές ουσίες, οι παραβάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 της σύμβασης για τη φυσική προστασία του πυρηνικού υλικού, που υπεγράφη στη Βιέννη και στη Νέα Υόρκη στις 3 Μαρτίου 1980, και που αφορούν τα πυρηνικά ή ραδιενεργά υλικά, όπως ορίζονται στο άρθρο 197 της συνθήκης Ευρατόμ και οδηγία 80/836/Ευρατόμ της 15ης Ιουλίου 1980, αντιστοίχως,

- κυκλώματα παράνομης μετανάστευσης, οι δράσεις που διευκολύνουν εσκεμμένα, επί σκοπώ πλουτισμού και κατά παράβαση των νομοθεσιών και προϋποθέσεων που ισχύουν στα κράτη μέλη, την είσοδο, τη διαμονή ή την ανάληψη εργασίας στο έδαφος των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

- εμπορία ανθρώπων, η υπαγωγή ενός προσώπου στην πραγματική και παράνομη εξουσία άλλων προσώπων διά χρήσεως βίας, απειλών ή διά της εκμεταλλεύσεως σχέσεως εξαρτήσεως ή διά τεχνασμάτων, με σκοπό ιδίως την εκμετάλλευση της πορνείας άλλων, την εκμετάλλευση και άσκηση σεξουαλικής βίας κατ' ανηλίκων ή τη διενέργεια εμπορίου, συνδεόμενου προς εγκατάλειψη τέκνου,

- εγκλήματα περί την εμπορία κλαπέντων οχημάτων, η κλοπή ή η υπεξαίρεση αυτοκινήτων, φορτηγών, ημιρυμουλκών, των φορτίων φορτηγών ή ημιρυμουλκών, λεωφορείων, μοτοσικλετών, τροχόσπιτων και γεωργικών οχημάτων, οχημάτων για οικοδομικές εργασίες και των εξαρτημάτων τους, καθώς και η παράνομη αποδοχή των αντικειμένων αυτών,

- παράνομες πράξεις ξεπλύματος χρημάτων, οι παραβάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1 έως 3 της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, την εξακρίβωση, την κατάσχεση και τη δήμευση των προϊόντων του εγκλήματος, η οποία υπεγράφη στο Στρασβούργο στις 8 Νοεμβρίου 1990.

Οι μορφές εγκληματικότητας που αναφέρονται στο άρθρο 2 και στο παρόν παράρτημα αξιολογούνται από τις αρμόδιες εθνικές υπηρεσίες, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία των κρατών στα οποία αυτές ανήκουν.

Δηλώσεις

Σχετικά με το άρθρο 40 παράγραφος 2

«Τα ακόλουθα κράτη μέλη συμφωνούν ότι σε παρόμοια περίπτωση θα υποβάλλουν συστηματικά την εκάστοτε διαφορά στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων:

- το Βασίλειο του Βελγίου,

- το Βασίλειο της Δανίας,

- η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας,

- η Ελληνική Δημοκρατία,

- το Βασίλειο της Ισπανίας,

- η Γαλλική Δημοκρατία,

- η Ιρλανδία,

- η Ιταλική Δημοκρατία,

- το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου,

- το Βασίλειο των Κάτω Χωρών,

- η Πορτογαλική Δημοκρατία,

- το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας,

- η Δημοκρατία της Αυστρίας,

- η Δημοκρατία της Φινλανδίας,

- το Βασίλειο της Σουηδίας.»