41989A0695(05)

Πρωτόκολλο για τον οργανισμό του Κοινού Εφετείου για τα κοινοτικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 401 της 30/12/1989 σ. 0048 - 0050


ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ

Άρθρο 1

Το Κοινό Εφετείο, στο εξής καλούμενο «Δικαστήριο», που ιδρύεται με το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου για την επίλυση των διαφορών σχετικά με την παραβίαση και το κύρος των κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, στο εξής καλούμενο «πρωτόκολλο για τις διαφορές», συγκροτείται και λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του πρωτοκόλλου για τις διαφορές και του παρόντος πρωτοκόλλου.

ΜΕΡΟΣ Ι

Υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστών

Άρθρο 2

Κάθε δικαστής, πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, ορκίζεται σε δημόσια συνεδρίαση ότι θα ασκεί τα καθήκοντα αυτά με πλήρη αμεροληψία και ευσυνειδήτως και ότι δεν θα αποκαλύπτει μυστικά των διασκέψεων.

Άρθρο 3

Οι δικαστές δεν μπορούν να ασκούν κανένα πολιτικό ή διοικητικό λειτούργημα.

Δεν μπορούν να ασκούν καμία επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, εκτός εάν το επιτρέψει κατ' εξαίρεση η διοικητική επιτροπή.

Κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, αναλαμβάνουν επισήμως την υποχρέωση να τηρούν, κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους και μετά την παύση τους, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το αξίωμά τους, ιδίως τα καθήκοντα της εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή, μετά την παύση αυτή, ορισμένων καθηκόντων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων.

Σε περίπτωση αμφιβολίας αποφασίζει το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 4

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων, τα καθήκοντα του δικαστού λήγουν ατομικώς δια παραιτήσεως.

Σε περίπτωση παραίτησης δικαστή, η επιστολή παραίτησής του απευθύνεται στον πρόεδρο του Δικαστηρίου για να διαβιβασθεί στον πρόεδρο της διοικητικής επιτροπής. Με την κοινοποίηση αυτή η θέση καθίσταται κενή.

Εκτός των περιπτώσεων εφαρμογής του άρθρου 5, κάθε δικαστής συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντά του έως ότου αναλάβει καθήκοντα ο διάδοχος του.

Άρθρο 5

Οι δικαστές δεν δύνανται να απαλλαγούν από τα καθήκοντά τους ούτε να κηρυχθούν έκπτωτοι του δικαιώματός τους προς συνταξιοδότηση ή άλλων αντ' αυτού πλεονεκτημάτων, εκτός αν με ομόφωνη απόφαση των δικαστών του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έπαυσαν να ανταποκρίνονται στις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το αξίωμά τους.

Η διαδικασία έκπτωσης κινείται από την υπηρεσία που ορίζεται στον κανονισμό διαδικασίας.

Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κοινοποιεί την απόφαση του Δικαστηρίου στον πρόεδρο της διοικητικής επιτροπής.

Σε περίπτωση απόφασης που απαλλάσσει το δικαστή από τα καθήκοντά του, με την τελευταία αυτή κοινοποίηση καθίσταται η θέση κενή.

Άρθρο 6

Οι δικαστές των οποίων τα καθήκοντα λήγουν προ της εκπνοής της θητείας τους, αντικαθίσταται για το υπόλοιπο διάστημα της εν λόγω θητείας.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Οργάνωση

Άρθρο 7

Για να διασφαλισθεί η λειτουργία του Δικαστηρίου, τίθενται στη διάθεσή του υπάλληλοι και λοιπό προσωπικό, που υπάγονται στον πρόεδρό του.

Άρθρο 8

Οι δικαστές υποχρεούνται να διαμένουν στον τόπο της έδρας του Δικαστηρίου.

Άρθρο 9

Το Δικαστήριο παραμένει διαρκώς εν λειτουργία. Η διάρκεια των δικαστικών διακοπών ορίζεται από το Δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών της υπηρεσίας.

Άρθρο 10

Η ολομέλεια του Δικαστηρίου καθώς και τα τμήματά του συνεδριάζουν εγκύρως με περιττό αριθμό δικαστών.

Οι διασκέψεις της ολομέλειας του Δικαστηρίου είναι έγκυρες αν παρίσταται ο μικρότερος περιττός αριθμός δικαστών που υπερβαίνει το ήμισυ του αριθμού των δικαστών που το συνθέτουν.

Οι διασκέψεις των τμημάτων είναι έγκυρες αν παρίστανται τρεις δικαστές σε περίπτωση κωλύματος δικαστού ενός τμήματος, δύναται να κληθεί δικαστής άλλου τμήματος, κατά τους όρους που καθορίζονται στον κανονισμό διαδικασίας.

Άρθρο 11

Οι δικαστές δεν δύνανται να συμμετέχουν στην εκδίκαση υπόθεσης στην οποία είχαν προηγουμένως λάβει μέρος ως σύμβουλοι ή δικηγόροι ενός των διαδίκων, ή στην οποία εκλήθησαν να εκφέρουν γνώμη ως μέλη δικαστηρίου, επιτροπής ερεύνης ή με οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα.

Εάν δικαστής κρίνει ότι δεν δύναται για ειδικό λόγο να συμμετάσχει στην εκδίκαση ή την εξέταση ορισμένης υπόθεσης, το αναφέρει στον πρόεδρο. Στην περίπτωση που ο πρόεδρος κρίνει ότι δικαστής δεν πρέπει για ειδικό λόγο να συμμετάσχει στην εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης, ειδοποιεί σχετικά τον ενδιαφερόμενο.

Κάθε διάδικος δύναται να ζητήσει την εξαίρεση δικαστή για λόγο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ή αν υπάρχουν υπόνοιες μεροληψίας.

Οι διάδικοι δεν δύνανται να επικληθούν την ιθαγένεια δικαστού ή το γεγονός ότι στο Δικαστήριο ή σε τμήμα του δεν συμμετέχει δικαστής της ιθαγένειάς τους για να ζητήσουν τη μεταβολή της σύνθεσης του Δικαστηρίου ή τμήματος του.

Σε περίπτωση δυσχερειών κατα την εφαρμογή του παρόντος άρθρου αποφασίζει το Δικαστήριο.

Άρθρο 12

Οι διάδικοι εκπροσωπούνται ενώπιον του Δικαστηρίου από δικηγόρο εγγεγραμμένο σε δικηγορικό σύλλογο συμβαλλομένου κράτους.

Ο δικηγόρος δύναται να επικουρείται από τεχνικό σύμβουλο ο οποίος είναι ειδικός πληρεξούσιος του οποίου το όνομα περιλαμβάνεται στον κατάλογο που τηρείται από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας και ο οποίος δύναται να ενεργεί ενώπιον των ειδικών τμημάτων του γραφείου αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 62 της σύμβασης για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή από τεχνικό σύμβουλο ο οποίος δύναται να ενεργεί σε συμβαλλόμενο κράτος ως ειδικός πληρεξούσιος σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Ο τεχνικός σύμβουλος εξετάζεται κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας κατά τους όρους που προβλέπονται από τον κανονισμό διαδικασίας.

Οι δικηγόροι και οι τεχνικοί σύμβουλοι, όταν παρίστανται ενώπιον του Δικαστηρίου, απολαύουν των αναγκαίων δικαιωμάτων και εγγυήσεων για την ανεξάρτητη άσκηση των καθηκόντων τους, κατά τους όρους που καθορίζονται από τον κανονισμό διαδικασίας.

Το Δικαστήριο απολαύει, έναντι των δικηγόρων και των τεχνικών συμβούλων που παρίστανται ενώπιόν του, των

σχετικών εξουσιών που αναγνωρίζονται συνήθως στα δικαστήρια, κατά τους όρους που καθορίζονται από τον κανονισμό διαδικασίας.

Άρθρο 13

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου περιλαμβάνει δύο στάδια: την έγγραφη και την προφορική διαδικασία.

Η έγγραφη διαδικασία περιλαμβάνει τη γνωστοποίηση στους διαδίκους των αιτήσεων, υπομνημάτων, απαντήσεων, παρατηρήσεων και αντικρούσεων, καθώς και όλων των σχετικών στοιχείων και εγγράφων ή των επισήμων αντιγράφων τους.

Οι γνωστοποιήσεις γίνονται επιμελεία της γραμματείας κατά τη σειρά και εντός των προθεσμιών που καθορίζει ο κανονισμός διαδικασίας.

Η προφορική διαδικασία περιλαμβάνει την ανάγνωση της εισήγησης του εισηγητή δικαστή, την ακρόαση των δικηγόρων και των τεχνικών συμβούλων από το Δικαστήριο καθώς και, ενδεχομένμως, την εξέταση των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων.

Άρθρο 14

Το Δικαστήριο δύναται να ζητήσει από τους διαδίκους να προσαγάγουν κάθε έγγραφο και να παράσχουν κάθε πληροφορία που επιθυμεί. Σε περίπτωση αρνήσεως προβαίνει στη σχετική διαπίστωση.

Άρθρο 15

Νέα αποδεικτικά στοιχεία δύνανται να προσαχθούν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τους όρους που καθορίζονται από τον κανονισμό διαδικασίας.

Άρθρο 16

Το Δικαστήριο δύναται οποτεδήποτε να αναθέσει πραγματογνωμοσύνη σε οποιοδήποτε πρόσωπο, σώμα, γραφείο, επιτροπή ή όργανο της εκλογής του.

Άρθρο 17

Οι μάρτυρες εξετάζονται κατά τους όρους που καθορίζονται από τον κανονισμό διαδικασίας.

Άρθρο 18

Το Δικαστήριο έχει έναντι των μη εμφανιζομένων μαρτύρων τις εξουσίες που γενικώς αναγνωρίζονται επί του θέματος στα δικαστήρια και δύναται να επιβάλει χρηματικές κυρώσεις, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τον κανονισμό διαδικασίας.

Άρθρο 19

Οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες δύνανται να εξετάζονται αφού ορκισθούν κατά τον τύπο που καθορίζεται από τον κανονισμό διαδικασίας ή κατά τον τροπό που προ-

βλέπει η εθνική νομοθεσία του μάρτυρα ή του πραγματογνώμονος.

Άρθρο 20

Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την εξέταση μάρτυρος ή πραγματογνώμονος από τη δικαστική αρχή της κατοικίας του.

Η σχετικά απόφαση διαβιβάζεται προς εκτέλεση στην αρμόδια δικαστική αρχή κατά τους όρους που καθορίζονται στον κανονισμό διαδικασίας. Τα έγγραφα που συντάσσονται κατά την εκτέλεση της απόφασης αυτής αποστέλλονται στο Δικαστήριο κατά τους αυτούς όρους.

Το Δικαστήριο φέρει τα έξοδα, με την επιφύλαξη να τα καταλογίσει, ενδεχομένως, σε βάρος των διαδίκων.

Άρθρο 21

Τα συμβαλλόμενα κράτη θεωρούν κάθε παράβαση του όρκου των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων ως αδίκημα αντίστοιχο με εκείνο που διαπράττεται ενώπιον εθνικού πολιτικού δικαστηρίου. Βάσει καταγγελίας του Δικαστηρίου διώκουν τους δράστες του αδικήματος ενώπιον του αρμοδίου εθνικού δικαστηρίου.

Άρθρο 22

Η συνεδρίαση είναι δημόσια, εκτός αν το Δικαστήριο αποφασίσει άλλως, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων, για σοβαρούς λόγους.

Άρθρο 23

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει τους πραγμαίογνώμονες, τους μάρτυρες, καθώς και τους ίδιους τους διαδίκους. Οι διάδικοι πάντως δικαιούνται να παρίστανται μόνο διά του πληρεξουσίου τους.

Άρθρο 24

Για κάθε συνεδρίαση τηρούνται πρακτικά, που υπογράφονται από τον πρόεδρο και ένα μέλος της γραμματείας.

Άρθρο 25

Το πινάκιο των συνεδριάσεων καταρτίζεται από τον πρόεδρο.

Άρθρο 26

Οι διασκέψεις του Δικαστηρίου είναι και παραμένουν μυστικές.

Άρθρο 27

Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι αιτιολογημένες. Αναφέρουν τα ονόματα των δικαστών που εκδίκασαν την υπόθεση.

Άρθρο 28

Οι αποφάσεις υπογράφονται από τον πρόεδρο και ένα μέλος της γραμματείας. Απαγγέλονται σε δημόσια συνεδρίαση.

Άρθρο 29

Το Δικαστήριο δύναται να επιτρέψει την παρέμβαση στην εκδίκαση διαφοράς που του έχει υποβληθεί, σε πρόσωπο που έχει συμφέρον στην επίλυσή της.

Η παρέμβαση αφορά αποκλειστικά την υποστήριξη των αιτημάτων ενός των διαδίκων.

Άρθρο 30

Οι προθεσμίες λόγω αποστάσεως καθορίζονται από τον κανονισμό διαδικασίας.

Απώλεια δικαιώματος λόγω παρόδου των προθεσμιών δεν δύναται να αντιταχθεί όταν ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει την ύπαρξη τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας.

Άρθρο 31

Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια και την έκταση

των αποτελεσμάτων απόφασης που εξέδωσε το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 28 του πρωτοκόλλου για τις διαφορές, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο για την ερμηνεία της, μετά από αίτηση του έχοντος συμφέρον διαδίκου.

Άρθρο 32

Στην αναθεώρηση απόφασης που εξέδωσε το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 25 του πρωτοκόλλου για τις διαφορές, εφαρμόζεται η νομοθεσία του συμβαλλομένου κράτους στο οποίο ευρίσκεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, που παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο. Στη διαδικασία αναθεώρησης εφαρμόζεται επίσης το άρθρο 23 του πρωτοκόλλου για τις διαφορές.

Οι διατάξεις του άρθρου 62 παράγραφος 1 της σύμβασης για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε συνδυασμό με το άρθρο 125 της σύμβασης για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας εφαρμόζονται στην αναθεώρηση μιας απόφασης που εξέδωσε το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 28 του πρωτοκόλλου για τις διαφορές.

Άρθρο 33

Το Δικαστήριο και τα δικαστήρια ή οι αρχές των συμβαλλομένων κρατών παρέχουν αμοιβαία συνδρομή, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, ανταλλάσσοντας πληροφορίες ή φακέλους, εκτός αντιθέτων διατάξεων της συμφωνίας για τα κοινοτικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας ή της εθνικής νομοθεσίας.

Άρθρο 34

Ο κανονισμός διαδικασίας του Δικαστηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 12 του πρωτοκόλλου για τις διαφορές περιλαμβάνει, εκτός από τις διατάξεις που προβλέπονται από το παρόν πρωτόκολλο, οποιαδήποτε άλλη διάταξη απαιτείται ενδεχομένως για την εφαρμογή και τη συμπλήρωσή του.